ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ
Τα ψηλά δέντρα της Γαλλικής επαρχίας, εκδ. Γαβριηλίδης
2009
Μια
σύγχρονη γυναικεία φωνή
Η Ελληνική ποίηση, έχει ευτυχήσει στους άφιλους και άνυνδρους
καιρούς που διανύουμε να παρουσιάσει μια πλειάδα σύγχρονων γυναικείων φωνών, οι
οποίες συνεχίζουν επάξια την προσωδιακή ή μοντέρνα ποιητική παράδοση της
θηλυκής γραφής στον τόπο μας. Μοντέρνες παρουσίες όπως αυτές: τη; Τζένης
Μαστοράκη, της Μαρίας Κυρτζάκη, της Χαράς Χρηστάρα, της Μαρίας Λαϊνά, της
Παυλίνας Παμπούδη, και άλλων σημαντικών δημιουργών-για να αναφέρω ενδεικτικά
μόνο μερικά ονόματα-έρχονται να συνεχίσουν η κάθε μία ξεχωριστά με την ατομική
της ταυτότητα, το δικό της ύφος, την ιδιαιτερότητα της ιδιοπροσωπεία τους, την
ετερότητα της φωνής τους αυτό που ονομάζουμε γυναικεία ποιητική τέχνη του
γράφειν. Και η οποία έχει βαθιές ρίζες στον Ελληνικό χώρο. Φωνές και ήχοι,
ρυθμοί και γλωσσικοί κώδικες, που προάγουν τον Ελληνικό λόγο επί τα βελτίω και
καλλιεργούν τους διαχρονικούς διακειμενικούς προβληματισμούς του ποιητικού
σώματος. Ένας ποιητικός λόγος όπου το θηλυκό πρόσωπο ή προσωπείο, με ότι αυτό
συνεπάγεται, πρυτανεύει μέσα στο έργο της κάθε δημιουργού. Απενοχοποιημένο από
τα ασφυκτικά δεσμά των κοινωνικών προκαταλήψεων. Απεξαρτημένο από το
καθοδηγητικό βλέμμα της αντρικής παρουσίας. Συνειδησιακά απαλλαγμένο από τις
κατακλύζουσες επιταγές του πολιτισμικού περίγυρου.
Η γυναικεία παρουσία τόσο μέσα στο κοινωνικό σώμα όσο
και στον ευρύτερο χώρο της τέχνης, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει
συνειδητά-όχι χωρίς κόπο και πισωγυρίσματα-να διαμορφώνει το δικό της ιστορικό
πεπρωμένο. Την αυτοδιάθεση του σώματος της και την αυτοδιαχείριση του βίου της.
Και αυτό το νέο ήθος της ζωής αλλά και της γραφής, διακονεί συστηματικά και
αθόρυβα, υπομονετικά και νηφάλια η ποιήτρια Μαρία Κούρση.
Η Μαρία Κούρση θεωρείται και δικαίως μία από τις
σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς της. Της γενιάς του ιδιωτικού οράματος
σύμφωνα με τον Ηλία Κεφαλά, ή της ομάδας του 1980 κατά τον Αλέξη Ζήρα. Για να
χρησιμοποιήσω δύο γνωστούς κοινούς τεχνικά όρους. Με έξι συλλογές στο
ενεργητικό της-πρωτοπαρουσιάστηκε το 1981-αργά και με σιγουριά μας προτείνει
μια ποίηση η οποία δομείται με εναπομείναντα παρεμβαλλόμενα υλικά των αθέατων
παραμέτρων της μοίρας. Έναν απολήψιμο ποιητικό λόγο που τροφοδοτείται από τα
θραύσματά του. Μια ποίηση που ψηλαφεί τον σταθερό πυρήνα της άδολης μορφής των ανθρώπινων
αισθημάτων και ταυτόχρονα παράγει την καθαρότητα του χώρου μέσα στον οποίο η
ίδια κινείται και λειτουργικά δρα το ποιητικό υποκείμενο. Η Κούρση αρχιτεκτονεί
μια ποίηση από τα κενά που η ίδια επιτρέπει στον εαυτό της. Τα κενά του
ποιητικού σώματος καθώς κρατά όσο είναι δυνατόν μια αλλοτριωτική
αποστασιοποιητική στάση από τα βιωμένα συμβάντα. Μέσα στον βασανιστικό μονισμό
της και τη νηφάλια λογικότητα των νοηματικών της προθέσεων, η θεραπευτική της
ποιητικής αγωγής προέρχεται από την επίγνωση των αδιεξόδων της. Μια ποίηση που
εκβάλει μόνιμα από την διαλυμένη εικόνα των σχέσεων του ποιητικού υποκειμένου,
παύει να είναι περιπτωσιολογική και ιδιαίτερη, αφού εκφράζει απευθυντικά τα συλλογικά υπολείμματα της ανθρώπινης φύσης.
Ασφαλώς η ποίησή της τείνει προς τον ερμητισμό,
περικλείεται μέσα στη δύναμη των επιθυμιών της, είναι ολιγόστιχη στη φόρμα της,
ορισμένες φορές γίνεται ελλειπτική μέχρι σημείου απώθησης. Όμως ποτέ δεν χάνει
την επιτρεπτή ανοικτότητά της. Ποτέ δεν χάνει την ευδιάθετη στοχοθεσία της. Δεν
αυτοπεριορίζεται μέσα στην οργανωτική της αυτονομία. Δεν γίνεται απροσδόκητη,
υπέρλογη, δεν εξακτινώνει τον βιταλισμό της σε μυστικιστικά μονοπάτια. Δεν
καταδέχεται αναυθεντικά μεταφυσικά βιώματα. Αποφεύγει τον ενοχικό διδακτισμό
και το συναισθηματικό κήρυγμα. Η Κούρση μεταχειρίζεται τον ποιητικό λόγο, με
τέτοιον τρόπο, που να σημαίνει μόνο ότι η ίδια και μόνο επιθυμεί να σημαίνει. Ο
λόγος της φοβερά επιγραμματικός σε σημείο που ορισμένες φορές γίνεται
«στενόκαρδος» Δεν καταφεύγει στην αισθηματολογία γυναικείας υφής. Δεν κάνει
κατάχρηση της ποιητικής του συγκίνησης που αφήνει στη σίγουρη και ακαριαία
διαδρομή του. Δεν περιγράφει λεπτομερειακά τον σκηνικό διάκοσμο, του χώρου όπου
ξεδιπλώνει την ιχνογραφική του δεινότητα. Δεν μας παρουσιάζει φυσικά σκηνικά
τοπία αναπόδεικτων προθέσεων. Ενσωματώνει στο πέρασμά του, ότι πιο καίριο και τραγικό
και νοηματικά δραστικό έχει να μας παρουσιάσει η ίδια η ζωή στις διάφορες
φάσεις της σύγχρονης κατακερματισμένης της έκφρασης. Τα τραυματικά έλκη της
μνήμης αναφέρονται όσο πιο διακριτικά γίνεται. Η αποτελεσματικότητα του
ποιητικού λόγου της Κούρσης αναβλύζει από την ήρεμη επιθυμία του να αποτυπώσει
όσο γίνεται λακωνικότερα την αυτονομία του από το ποιητικό υποκείμενο και τα
αναμφισβήτητα μελανώματα του βίου του και να μας κάνει σαφή την σαφήνεια των
δικών του ορίων. Ισορροπημένοι πίδακες λυρισμού πηγάζουν από τις κοφτές της
φράσεις και μια απαλή μουσικότητα διαπνέει το θρυμματισμένο συναισθηματικό
τοπίο που οι μικρές και υγρές της λέξεις φωτογραφίζουν. Το ύφος της πάντα
νηφάλιο, ήρεμα παρακλητικό σε ορισμένες συλλογές της γίνεται περιγραφικά
θυσιαστικό. Οι λέξεις της κρατώντας μια αριστοκρατική αρχοντιά, επιτρέπουν να
αναπνέουν αυτά που περιβάλλουν με το περίγραμμά τους. Τους προσφέρουν άλλες
στιγμές σανίδα σωτηρίας. Παλεύουν να μετουσιώσουν το κενό στην προοπτική μιας συλλογικής
πανανθρωπολογικής συνιστώσας. Επιδιώκουν να κρατήσουν την νηνεμία τους μέσα
στην ατμόσφαιρα εσωστρέφειας που αποπνέει το ποιητικό τοπίο. Να αγγίξουν την
φυσική συνθετότητα του ανθρώπινου όντος και των πολυποίκιλων συναισθημάτων του.
Καθώς και εμείς μαζί με το ποιητικό υποκείμενο διαισθανόμαστε ότι ο σημερινός
σύγχρονος άνθρωπος πλέει μέσα στην κοινωνική διάλυση και τα ιδιαίτερά του
αδιέξοδα. Οι εικόνες της συνήθως αναφέρονται στον αστικό χώρο. Έχουν έντονα τα
στοιχεία του θεατρικού χώρου του παραλόγου. Παράγουν μια ατμόσφαιρα ενίοτε
κλειστοφοβική. Συγκροτούν μια ισχνή ιεραρχία εξαρτημένων από την ατμόσφαιρα
συναισθημάτων καθώς διαγράφονται οι διαψεύσημες ελπίδες. Άλλοτε στέκουν
αυτόνομες και ανατροφοδοτούμενες από το ίδιο το ποιητικό πεδίο που απεικονίζουν.
Μέσα στο οποίο άλλοτε βρίσκονται σε κίνηση και άλλοτε στιγμιοτυπικά φωτίζονται
τα καθημερινά συμβάντα. Οι εικόνες όπως και οι λέξεις, σηκώνουν και αυτές το
βάρος της κεντρικής αναφορικής εμπειρίας γύρω από την οποία οικοδομείται και
οργανώνεται η ποιητική αίσθηση.
Η οργανωμένη φαντασία που αιμάσσει. Η γαλήνια απόγνωση
που αρνείται να υποταχθεί στην πλήρη εκμηδένιση. Η σιωπή που κρύβεται πίσω από
κάθε λέξη, η μοναξιά που καραδοκεί, ο λυρικός λυγμός που αρνείται να αφεθεί, η
απελπισία που ελέγχει τα όριά της, οι διαφυγές προσδοκίας, και άλλα
συναισθήματα σωματοποιούνται αρμονικά στην ποίηση της Κούρση, λίγο πριν
κυλίσουν στο συντελειακό τίποτα. Στη μαρτυρική πορεία προς το μηδέν, την αιώνια
α-λογία.
Την διασωστική υπέρβαση του μνημονικού συμβάντος μέσα
στις σημασιολογικές αποχρώσεις του.
Τα γενικά αυτά ερμηνευτικά χαρακτηριστικά μπορεί να
διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε αναγνώστης
και στην νέα ποιητική πρόταση της ποιήτριας, με τον ζωπυρωτικό τίτλο «Τα
ψηλά δέντρα της Γαλλικής επαρχίας». Ένας τίτλος που αποτελεί από μόνος του μια
αυτοτελής και ολοκληρωμένη ποιητική εικόνα, όπως είναι και άλλοι τίτλοι της
ποιήτριας. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο αλληλοσυμπληρωμένα μέρη. Μπορεί να πει
κανείς επίσης, ότι είναι μια ενότητα σε δύο μέρη, σε μια ενδοκειμενική μεταξύ τους
συνομιλία. Από την μια η ποιητική λέξη-φωνή και από την άλλη η εικόνα-αίσθηση.
«Ιστορία Ι. Ήταν ένα ποίημα-Ιστορία ΙΙ. Ήταν μια φωτογραφία» Στην συλλογή αυτή
τα πράγματα συνέβησαν ακαριαία, μόλις που πρόλαβε το μάτι να τα αναγνωρίσει. Ο
χρόνος στέκει μετέωρος καθώς στην στιγμή της φωτογράφησης. Τα ποιήματα μοιάζουν
με κάδρα φωτογραφίας που ιστορούν στιγμιότυπα προσωπικών αδιεξόδων. Ποιήματα
μιας ανάσας, μιας στενάχωρης πνοής. Σαν αυτό το αχ, που βγαίνει αβίαστα από τα
πονεμένα χείλη του ανθρώπου που η μοίρα του τα έφερε αλλιώς. Βλέπουμε στίχους
που μεταστοιχειώνουν σε ποιητική αίσθηση τα
κενά μεταξύ των λέξεων, ακόμα και τα ελάχιστα σημεία
στίξεως που υπάρχουν μέσα στο ποιητικό σώμα. Στίχοι που αρνούνται να
αξιοποιήσουν ακόμα και την χαϊδευτική ηχητικότητα των φωνηέντων μέσα στην μικρή
πρόταση. Και σχηματίζουν εικόνες με τους βαριούς ήχους των συμφώνων. Οι φράσεις
είναι κοφτές και δηλώνουν μια αποστασιοποιημένη γυναικεία αισθαντικότητα. Ένα
ελεγχόμενο φάσμα διακριτικών στιγμιότυπων. Στίχοι που ομνύουν στην ατμοσφαιρική
«φόρμα» του Χάι Κου. Μια εικονοποιία με έντονη την ώσμωση των δραματικών
συσσωρεύσεων. Μια εξομολογητική διάθεση αρχιτεκτονημένη πάνω στο στίγμα της
στιγμής. Σαν την φευγαλέα, τραγική παρουσία που αφήνει στο πέταγμά της μια
πεταλούδα, καθώς κινείται γύρω από τη λάμπα μέσα στο σκοτεινό και άδειο
δωμάτιο.
Η ποίηση της Μαρίας Κούρση ανακαλεί στο νου μου, αυτό
το «σωματοποιημένο τραύμα» που εκφράζει ένας άλλος καλλιτέχνης ο Γιόζεφ Μπόϊς.
Η Μαρία Κούρση, «στάθηκε ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις
της εποχής, τον κοινωνιολογισμό και τον αισθητισμό, απέφευγε τα πρόχειρα
υποκατάστατά τους, κάνοντας ποίηση με ελάχιστα.» σημειώνει ο Κώστας Βούλγαρης
σε κείμενό του για την ποιήτρια. Και αυτό το ποιητικά θαυμαστό ελάχιστο του
λόγου της Μαρίας Κούρση είναι που μαγεύει και θέλγει τους αναγνώστες της
ποίησής της.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Η Αυγή», 26 Ιουλίου 2009, σελίδα 24.
Πειραιάς 1 Οκτωβρίου 2013
Βρέχει έξω όπως και μες στην ψυχή μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου