ΚΩΣΤΑΣ
ΠΑΠΑΠΑΝΟΥ
«Αγωνίες», εκδόσεις Αναστάσιος Πιτσιλός-Αθήνα 1987
Στο
μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας Κώστας Παπαπάνου, σκιαγραφεί την διαδρομή ενός
άντρα από τα εφηβικά του χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Ανιχνεύει τον εσωτερικό
του κόσμο και μας καταγράφει το προσωπικό του δράμα.
Ένας έφηβος,
μιας πολυμελούς οικογένειας, εγκαταλείπει το χωριό του μην αντέχοντας την
αποπνικτική του ατμόσφαιρα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και μια ανετότερη ζωή
στην μεγαλούπολη. Από την στιγμή αυτή, της απόφασης του εφήβου να εγκαταλείψει
τα πατρογονικά του εδάφη και την οικογενειακή του εστία ο αναγνώστης γίνεται
μάρτυρας μιας μακράς και επώδυνης πορείας. Μιας εσωτερικής προσφυγιάς που
επιτελέστηκε στα μετακατοχικά και μετεμφυλιακά χρόνια σε όλη την Ελληνική επικράτεια.
Ο μυθιστοριογράφος μας αφηγείται τις αντιξοότητες που
αντιμετωπίζει ο ήρωας στο καινούργιο του περιβάλλον, τις ανυπέρβλητες δυσκολίες
του για να επιβιώσει μέσα στην λαίλαπα του πολέμου, της κατοχής, την μετέπειτα
οικονομική του εξέλιξη αλλά, και το οικογενειακό του αδιέξοδο.
Ο δύσκολος
και ανηφορικός δρόμος που πορεύεται ο ήρωας, είναι εκείνος που πορεύθηκαν όλες
οι μεταπολεμικές γενεές άλλοτε με σχετική επιτυχία άλλοτε με ανυπέρβλητες
δυσκολίες και προσωπικά αδιέξοδα και αποτυχίες.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν κατάστρεψε μόνο τον
φυσικό χώρο της Ελλάδας σε όλα του σχεδόν τα γεωγραφικά διαμερίσματα, αλλά και
τα ανθρώπινα οράματα τις ελπίδες και γενικά την ίδια την ζωή των Ελλήνων. Όλες
οι κατοπινές γενεές οι μετά την λαίλαπα του Πολέμου και της Κατοχής,
αναζητούσαν απεγνωσμένα ένα ελπιδοφόρο σημείο αναφοράς για να σηματοδοτήσουν
τους καινούργιους ορίζοντες που ανοίγονταν μπροστά τους. Είναι οι γενεές που
όπως χαρακτηριστικά ανάμεναν ότι «θα φάνε με χρυσά κουτάλια» μετά την πείνα και
τις κακουχίες που είχαν βιώσει ακόμα και στην πιο απλή καθημερινότητά τους.
Μεγαλωμένος
μέσα σε αυτήν την δραματική και έντονα ταραγμένη εποχή ο συγγραφέας με λυρικό
στοχασμό, ύφος απλό και στρωτή καθημερινή γλώσσα, χωρίς να πολιτικολογεί, ή να
χρωματίζει κομματικά τον λόγο του, στέκεται κοντά στον ήρωά του με φιλεύσπλαχνη
ματιά και με θρησκευτική θα γράφαμε ευλάβεια, μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο,
τις διάφορες πτυχές της ζωής του.
Τον παρακολουθεί κατά πόδας, και προσπαθεί να
ισορροπήσει ανάμεσα στην σκληρή και αδυσώπητη μοίρα που βιώνει με καρτερία και
τα προσωπικά του οράματα που αγωνίζεται να πραγματοποιήσει.
Ακόμα και η διάσταση των γενεών-όπως αυτή διαγράφεται
μέσα από την σχέση πατέρα και κόρης-δεν δίνεται με μελοδραματικό τόνο και
στεντόρειες θλίψης ιαχές, αλλά η όποια λύση προτείνει ο συγγραφέας, προσφέρεται
μέσα από την κατανόηση, συμπάθεια και αποδοχή των θέσεων και προς τις δύο
πλευρές.
Ένα έντονο
πάθος ζωής, μια αστείρευτη πίστη στις ανθρώπινες αξίες και ένα ελπιδοφόρο
μήνυμα καθώς και ένα δυνατό μεταφυσικό πιστεύω για την ανθρώπινη υπόσταση
διαπνέει όλο το έργο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του
Πειραιώς» αριθμός 12895/ 4 Αυγούστου 1988.
Πειραιάς, Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013.
Υ. Γ. Και στο πνεύμα της εορτής των ένδοξων ημερών της
αντίστασης απέναντι στον βάρβαρο Γερμανό κατακτητή, ένα κομμάτι από βιβλίο του
Πειραιώτη δοκιμιογράφου Δημήτρη Ραυτόπουλου:
«Έχω υποστηρίξει την άποψη, στηριγμένη σε όσα ξέρουμε
από την εποχή του Βολταίρου και του Νίτσε, ότι κανένας πόλεμος, κανένας φασισμός,
κανένας σταλινισμός, μαοϊσμός, τζιχαντισμός δεν θα είχε ποτέ υπάρξει, αν ο μέσος
άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει σ’ αυτό που λέγεται «παράνοια». Εκείνο
που εξασφαλίζει τη μαζική συμμετοχή δεν είναι το «δίκαιο»-εθνικό, κοινωνικό,
θρησκευτικό-αλλά το άδικο(όσο κι αν το δίκαιο είναι κίνητρο νόμιμο και αγαθό)….»
Και συνεχίζει «Η λογοτεχνία-ίσως είναι μόνη αυτή-μπορεί
να διαβάσει σωστά την ιστορία: να την εξανθρωπίσει… Συνεχίζω:
Το μέγα πλεονέκτημα
του πολέμου είναι ότι νομιμοποιεί τον φόνο, εξασφαλίζοντας όχι μόνο ατιμωρησία
αλλά και αμοιβές, υλικές ή ηθικές, μαζί με μια συμβολική αθανασία. («Αθάνατοι»
είναι οι δικοί μας νεκροί.) Αντίθετα, η μετριοπάθεια απέναντι στην πολεμική
υστερία, ο φιλειρηνισμός, συχνά θεωρήθηκαν «προδοσία», αντεθνική στάση, ηττοπάθεια.»
Από το βιβλίο «εμφύλιος και λογοτεχνία», εκδόσεις Πατάκη
2012, σελίδα 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου