Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡΙΜΑΝΗΣ

                                              ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡΙΜΑΝΗΣ

Συνήθεια παλιά, να κόβω αποκόμματα από τις εφημερίδες που κάποτε αγόραζα να γράφω πάνω τους τον τίτλο του εντύπου και την ημερομηνία και να τα βάζω μέσα στα βιβλία που διάβαζα. Έτσι, καθώς ξεφύλλιζα πρόσφατα την Αυτοβιογραφία «Εμένα Κοιτάνε» του χορογράφου Λεωνίδα Ντε Πιαν, εκδόσεις Καστανιώτη 1997 έπεσε από τις σελίδες του το απόκομμα της εφημερίδας «Τα Νέα» της 12/11/1977 για τον χορογράφο και χορευτή Άγγελο Γριμάνη. Δεν θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια αν έχω παρακολουθήσει χορογραφίες του, σίγουρα όμως η γενιά μου στα νιάτα της, παρακολούθησε σχεδόν όλες τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είτε στο Θέατρο Ολύμπια είτε στο Ηρώδειο είτε σε άλλους χώρους, συγκινήθηκε αρκετές φορές με τις θαυμάσιες παραστάσεις της αξέχαστης Ραλλούς Μάνου, είδε πάρα πολλά σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα με τις διάφορες πειραματικές τους παραστάσεις, γαλουχήθηκε η αισθητική της με ξένα χορευτικά συγκροτήματα από όλο τον κόσμο. Απόλαυσε αρκετές φορές τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ στο Ηρώδειο, τα σύγχρονα Αμερικάνικα Μπαλέτα, το χοροθέατρο του Αμερικανού Άλβιν Έϊλι, τον μάγο Μωρίς Μπεζάρ και τα Μπαλέτα του 20 αιώνα,(ακόμα θυμάμαι εικόνες από τον «Ηλιογάβαλο») την Πίνα Μπάους με τις καρέκλες της στην Επίδαυρο και τόσες άλλες χορευτικές αναμνήσεις των Χορευτών και Χορευτριών-Θεών. Όμως δεν ξεχνούσαμε και τις παραστάσεις της Δώρας Στράτου με τους παραδοσιακούς Ελληνικούς χορούς, το γλέντι το κέφι και την χαρά των ανθρώπων που συμμετείχαν σ’ αυτά τα Ελληνικά συγκροτήματα που ξυπνούσαν στους θεατές μνήμες αρχέγονου βίου, εικόνες ιστορικής δόξας και ανδραγαθήματα ηρώων.
       Και καθώς διαβάζω το βιβλίο του γνωστού στην εποχή μας χορογράφου Λεωνίδα Ντε
     Πιάν σκέφτηκα να μεταφέρω την είδηση του θανάτου του Άγγελου Γριμάνη από την εφημερίδα στο bloc.
    Μια κοίμηση ενός ανθρώπου της τέχνης που σίγουρα θα λύπησε πολλούς, αλλά θα χαροποίησε τους αγγέλους του ουράνιου χοροδράματος.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Βρέθηκε χτες νεκρός ο Άγγελος Γριμάνης
---- ---- ---- ----
Η ΖΩΗ, Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ
   Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡΙΜΑΝΗΣ, κορυφαία φυσιογνωμία του χορού στην Ελλάδα, δεν υπάρχει
   πια. Βρέθηκε χτες το πρωί νεκρός στο σπίτι του στην οδό Νοταρά 23, αφού επί δύο μέρες
    τώρα δεν έδινε σημεία ζωής στα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα που του έκανε ο
   αγαπημένος   μαθητής του και γνωστός χορευτής Κώστας Παπανικολάου. Ο θάνατος του Γριμάνη υψώνει κενό στο χώρο της τέχνης του χορού.
«Τον έπαιρνα συνεχώς στο τηλέφωνο τις δυο τελευταίες μέρες-λέει ο Κώστας
   Παπανικολάου-αλλά το τηλέφωνό του ήταν «πιασμένο». Στην αρχή δεν ανησύχησα, γιατί υπέθεσα πως ίσως το τηλέφωνο ήταν χαλασμένο. Ώσπου χθες το πρωί αποφάσισα να περάσω απ’ το σπίτι του, όπου η θυρωρός μου είπε ότι είχε δυο μέρες να τον δει  κι είχε απορήσει μάλιστα που έβλεπε συνεχώς, και την ημέρα, το φως αναμμένο, και την πόρτα
   χωρίς λουκέττο. Ειδοποίησα την Αστυνομία, ανοίξαμε την πόρτα και βρήκαμε τον
   δάσκαλό μου πεσμένο στο δάπεδο με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κρεβάτι και με το δεξί
   του χέρι α βαστάει σφιχτά το ακουστικό του τηλεφώνου. Λίγες ώρες αργότερα έμαθα πως  ο ιατροδικαστής είχε αποφανθεί πως ο Άγγελος Γριμάνης είχε πεθάνει προ είκοσι περίπου  ωρών , πιθανότατα από καρδιακή προσβολή».
Ο ΆΓΓΕΛΟΣ Γριμάνης, είχε γεννηθεί το 1906 στην Πάτρα.
Σπούδασε χορό στο Βερολίνο στις Σχολές Βάττμαν, Τσίμερμαν, Γκζόβσκι και στο Παρίσι, κοντά στη Νιζίνσκα. Πρωτοεμφανίστηκε σαν χορευτής το 1927 στο Βερολίνο στην Οπερέττα «Τσάρεβιτς» και αμέσως μετά προσελήφθη σαν πρώτος χορευτής στην Κρατική Όπερα της Στουτγάρδης(1927-1929). Απ’ το 1929 ως το 1930 είναι πρώτος χορευτής στην Όπερα της Κολωνίας μετά χορογράφος και πρώτος χορευτής στο Σέμνιτς(1930-1931). Το 1932 εμφανίζεται στα «Παραμύθια του Όφφμαν» σε σκηνοθεσία Μαξ Ράϊνχαρτ, στο Βερολίνο και την ίδια χρονιά γίνεται πρώτος χορευτής στα «Ρωσικά Μπαλλέτα», ενώ παράλληλα δίνει ρεσιτάλ χορού σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Στην Ελλάδα ο Άγγελος Γριμάνης επιστρέφει το 1933 και πρωτοεμφανίζεται σαν χορευτής και χορογράφος στο Εθνικό Θέατρο(1933-1937). Το 1939 συγκροτεί δικό του μπαλλέτο και εμφανίζεται σε διάφορες επιθεωρήσεις. Το 1941 προσλαμβάνεται σαν πρώτος χορευτής και χορογράφος στη Λυρική Σκηνή όπου και συνεργάζεται σχεδόν αδιάλειπτα ως το 1966. Ενδιάμεσα συνεργάζεται με το Βιεννέζικο Ράϊμουντ Τεάτερ, όπου χορογραφεί τρία μπαλλέτα (1957) και από το 1951 ως το 1959 με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου («Έξι λαϊκές ζωγραφιές» σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και «Τσιγγάνος»). Ο Άγγελος Γριμάνης που είχε τιμηθεί με το δίπλωμα του Διεθνούς Χορευτικού Φεστιβάλ Ολυμπιακών Αγώνων, πέθανε με την πίκρα ότι η χώρα του, στην οποία τόσα πολλά είχε προσφέρει με τη μεγάλη τέχνη του, το μόνο που του είχε προσφέρει ήταν μια «τιμητική σύνταξη» που δεν ξεπερνούσε τις δέκα χιλιάδες δραχμές.
Η ΕΙΔΗΣΗ του θανάτου του μεγάλου Έλληνα χορευτή και χορογράφου προκάλεσε ζωηρή συγκίνηση στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και ιδιαίτερα στους ομοτέχνους του εκλιπόντος καλλιτέχνη.
Ραλλού Μάνου:
Γεμάτος ταλέντο
Η ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ χορεύτρια και χορογράφος Ραλλού Μάνου, με την οποία ο Γριμάνης είχε συνεργαστεί απ’ το ξεκίνημα ακόμα του «Ελληνικού Χοροδράματος», λέει τα εξής για τον αξέχαστο συνάδελφό της:
«Η είδηση για τον θάνατο του Άγγελου Γριμάνη με λύπησε αφάνταστα. Εκτός που ήταν η πιο χρυσή καρδιά που γίνεται χωρίς κακίες, χωρίς ζήλιες, υπήρξε πάντοτε και ένας πιστός φίλος. Για μένα όμως ήταν και κάτι άλλο: ήταν η ανάμνηση των πρώτων βημάτων του Ελληνικού Χοροδράματος, όταν χόρευε το Παλληκάρι στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του Μάνου Χατζιδάκι, το 1951 στο «Ρεξ». Νομίζω πως τον βλέπω ακόμα όταν στο τέλος απ’ τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» άφηνε τ’ άλλα παλληκάρια φεύγοντας από τη σκηνή μ’ ένα πλάγιο βηματάκι και παίζοντας το κομπολόϊ. Και γιαυτό το «βηματάκι» και την αφάνταστη γοητεία του καλλιτέχνη κόντευε να πέσει το θέατρο από τα χειροκροτήματα. Ήταν χρυσός στη συνεργασία και τα λίγα καπρίτσια του περνούσαν εύκολα. Πάλι από κείνες τις μέρες έρχεται στο νου μου και το εξής περιστατικό: Σε κάποια πρόβα στο θέατρο του φάνηκε πως ο Μόραλης δεν τον φώτιζε αρκετά. Έρχεται λοιπόν και μου λέει: «Αντίο Ραλλού μου, ήθελα πολύ να συνεργαστώ μαζί σου αλλά ο Μόραλης με αδικεί. Δεν θα χορέψω». Κι εγώ που τον ήθελα του είπα: «Αντίο Άγγελε, πολύ λυπάμαι». Πριν φτάσει όμως στην πόρτα, στέκεται και ρωτάει: «Τι ώρα μούβαλες πρόβα αύριο;» Αυτός ήταν ο Γριμάνης: απλός, καλός και γεμάτος ταλέντο».
Λιλή Μπερδέ:
Ήταν μεγαλοφυής
Η ΕΞΑΙΡΕΤΗ χορεύτρια Λιλή Μπερδέ, που υπήρξε παρτεναίρ του Άγγελου Γριμάνη, έχει να πει τα εξής:
«Το σοκ απ’ την είδηση του θανάτου του Γριμάνη είναι τόσο μεγάλο που ειλικρινά αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι να πω. Ήταν ο άνθρωπος που με ανακάλυψε στα δεκαπέντε μου χρόνια, ήταν ο ωραιότερος, ο καλύτερος, ο τελειότερος παρτεναίρ που είχα ποτέ. Χωρίς αμφιβολία ο Γριμάνης ήταν μια μεγαλοφυΐα, από τους πιο μεγάλους χορευτές του κόσμου. Και θα παρέμενε τέτοιος αν έμενε έξω, όπου οι δυνατότητες να αναπτύξει το μεγάλο ταλέντο του ήταν οπωσδήποτε μεγαλύτερες και περισσότερες απ’ ότι στο τόπο του. Όπως κι αν έχει το πράγμα ο Γριμάνης περνάει στην ιστορία του Χορού σαν ο μεγαλύτερος χορογράφος που είχε η Ελλάδα. Πέρα απ’ όλα αυτά ο Γριμάνης είχε και ένα άλλο μεγάλο χάρισμα: χαντάκωνε πολλές φορές τον εαυτό του στη σκηνή για να προβάλλει ένα νέο ταλέντο. Οι πιο πολλοί απ’ τους νέους Έλληνες χορευτές, πέρασαν απ’ τα χέρια του».
Μέτσης:
Δάσκαλος όλων μας
«Ο ΆΓΓΕΛΟΣ Γριμάνης ήταν ο δάσκαλος όλων μας-λέει συγκινημένος ο εξαίρετος χορευτής και χορογράφος Γιάννης Μέτσης-και προσθέτει: Απ’ τον Γριμάνη μάθαμε να χορεύουμε άσχετα απ’ την όποια κατοπινή εξέλιξή μας. Ο Γριμάνης έμαθε στην Ελλάδα τι είναι χορός».
Ντε Πιάν:
Ήταν ταλαντούχος
Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ χορευτής και χορογράφος Λεωνίδας Ντε Πιάν μιλώντας για τον Άγγελο Γριμάνη είπε τα εξής:
«Πέρα απ’ το ότι ο Άγγελος Γριμάνης ήταν αναμφισβήτητα ένας ταλαντούχος χορευτής, είχε σαν χορογράφος μεγάλη αίσθηση του θεατρικού χώρου και μεγάλη φαντασία σε πολλές από τις χορογραφίες του. Στη νεότητά του υπήρξε ένας πολύ καλός χορευτής».
Σάσα Ντάριο:
Ήταν η έκφραση του χορού
ΤΕΛΟΣ, η πρώτη χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής Σάσα Ντάριο, που υπήρξε μαθήτρια του Άγγελου Γριμάνη λέει τα εξής για τον αείμνηστο δάσκαλό της:
«Για μένα ο Γριμάνης ήταν η πιο ζωντανή έκφραση του χορού. Ήταν ο χορός. Πέρα απ’ αυτό, εγώ προσωπικά του χρωστάω την καλλιτεχνική ύπαρξή μου. Εκείνος μου έμαθε τα πάντα πάνω στο χορό. Δεν θα τον λησμονήσω ποτέ».
Αύριο η κηδεία
Στο μεταξύ έγινε γνωστό ότι η κηδεία του Άγγελου Γριμάνη θα γίνει αύριο στις 4 το απόγευμα στο Α΄ Νεκροταφείο με δαπάνη της Λυρικής Σκηνής. Κατά μία πληροφορία, ίσως η κηδεία γίνει τελικά αύριο στις 11 το πρωί. Οριστική απόφαση για την ακριβή ώρα της κηδείας του αείμνηστου Έλληνα χορευτή και χορογράφου επρόκειτο να παρθεί σήμερα το μεσημέρι.
Εφημερίδα «Τα Νέα», 12 Νοεμβρίου 1977
Το εκτενές αυτό σημείωμα για τον Χορευτή-Θεό του Ελληνικού χορού, τον Άγγελο Γριμάνη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» είναι ανώνυμο. Δυστυχώς ορισμένες πληροφορίες που κοίταξα στο Internet για τον Άγγελο Γριμάνη είναι λανθασμένες. Εύχομαι αν κάποιος διαβάσει αυτήν την αναδημοσίευση του 1977 να προβεί στις αναγκαίες διορθώσεις στην μνήμη του.
Αναγκαίο Υστερόγραφο:
Σήμερα οι Έλληνες ψηφοφόροι θα εκλέξουν την νέα τους κυβέρνηση. Και από αύριο,
στην Άγγελα Μέρκελ αδερφοί μου συνέλληνες, στην Άγγελα Μέρκελ, με ρούβλια στην τσέπη και καπίκια.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, σήμερα, Κυριακή, 25 Ιανουαρίου 2015
Πειραιάς, Κυριακή, 25 Ιανουαρίου 2015.








      

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός

                                                ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

                                                     In Memoriam

Απουσίες

Απογευματάκι Ιανουαρίου,
δεν στρίβω γωνίες, αλλά παραπατάω
σε ευθείες. Σκέπτομαι τους πεθαμένους
ποιητές, που δεν βλέπουν αυτές τις ώρες:
το φως να κάθεται στα δέντρα
και να συγκρατεί τις αναμνήσεις
τον καφέ εσπρέσο με το τσιγάρο΄
τον σκούρο ουρανό και κάπου αλλού
να βρέχει. Θα φορούσαν βαρύ παλτό,
κασκόλ, και θα βάδιζαν γρήγορα
μη τους πιάσει η μπόρα.
Σε μια βιτρίνα καθυστερούν
και κοιτάζουν τα ρούχα της εποχής.
Θυμούνται τα ραντεβού τους
και τη ροή του έρωτα.
Τέλος πάντων, είναι άνθρωποι
και γυρίζουν σπίτι.
Όλα όμως τα παραπάνω
και άλλα πολλά τα γράψανε
στα παλιά τους τα παπούτσια
και πέθαναν.
     Από την συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος 1997

            Πρωτοσυνάντησα τον ποιητή Γιάννη Κοντό, έναν ποιητή από τους πιο γνωστούς και ενδιαφέροντες της περίφημης Γενιάς του 1970 στο σπίτι της οδού Καλλιδρομίου του Κίμωνα Φράιερ. Αν θυμάμαι καλά, στον τοίχο της περίφημης σκάλας με τις δεκάδες φωτογραφίες παλαιότερων και νεότερων ποιητών, υπήρχε ανάμεσα στις άλλες και η φωτογραφία του ποιητή Γιάννη Κοντού. Ο Κίμων πάντα μου μιλούσε θετικά για τον ποιητή αυτόν, όπως αργότερα, και ένας άλλος φίλος του από τον Πειραιά, ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης. Έκτοτε, όσες φορές συναντιόμασταν είτε στις εκδόσεις-βιβλιοπωλείο του Κέδρου ή αλλού, ή στους δρόμους της πρωτεύουσας πάντα με χαιρετούσε εγκάρδια και φιλικά και με ρωτούσε είτε για τον Κίμωνα-όσο ζούσε-είτε για άλλους ομοτέχνους του. Θυμάμαι αυτόν τον ψηλό και κάπως ευτραφή ποιητή με τα κόκκινα κασκόλ του να απαγγέλλει ποιήματά του ή αγαπημένων του ποιητών με φωνή αργή και θερμή και να μας κοιτά καθώς καθόμασταν στον καναπέ μαζί με τον Κίμωνα περιμένοντας την αντίδρασή μας. Ο Κίμων τον ρωτούσε για λέξεις που δεν καταλάβαινε και κρατούσε τις σημειώσεις του. Οφείλω να αναφέρω για την ιστορία, ότι ήταν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ποιητές που παραβρέθηκαν στην κηδεία του Κίμωνα και ως εκπρόσωπος των εκδόσεων Κέδρος.
Αργότερα, καθώς πιο συστηματικά γνώρισα την περίφημη αυτή γενιά, αναγνώρισα την συμβολή του ποιητή Γιάννη Κοντού σ’ αυτήν την ομάδα που ανδρώθηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε εν μέρει και μέσα στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Διάβαζα τα σκοτεινά κάπως αινιγματικά και πολλές φορές αφηρημένα ποιήματά του, άκουγα τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο όποτε τύχαινε, αλλά περισσότερο, στεκόμουν στις βιβλιοπαρουσιάσεις και τα μικρά του κείμενα που δημοσίευε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ιδιαίτερα για τους ζωγράφους. Αγόρασα και απόλαυσα τους δύο τόμους των πεζών του «Τα Ευγενή Μέταλλα»-Στοιχεία Βιογραφίας, εκδόσεις Κέδρος 1994 και 2005 και μελετούσα τον ποιητικό του λόγο μέσα στο πλαίσιο και των άλλων ποιητών και ποιητριών της Γενιάς του 1970. Υπήρχαν ποιητικές του συλλογές που μου άρεσαν, άλλες όχι και τόσο, ο ποιητικός του λόγος, παρότι όπως ο ίδιος έγραφε και πολύ ορθά ήταν επηρεασμένος από τους ποιητές Κώστα Καρυωτάκη και Μίλτο Σαχτούρη, εμένα μου θύμιζε σε ορισμένα του σημεία και την μικρή καθημερινή εικονοποιία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού είναι γεμάτη εικόνες μικρών καθημερινών πραγμάτων, στιγμών και στιγμιότυπων της ζωής ενός ανθρώπου που έχει συνείδηση της ανθρώπινης ερημιάς και των αδιεξόδων του. Παρότι στα πεζά και στον εξομολογητικό του λόγο διακρίνουμε ένα άτομο αρκετά κοινωνικό και δραστήριο, που μετέχει στα καθημερινά δρώμενα της ζωής-και εξαιτίας της εργασιακής του σχέσης στις εκδόσεις Κέδρος-να παρακολουθεί τις διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής, να διαβάζει βιβλία, να συναναστρέφεται με άτομα του καλλιτεχνικού χώρου από όλο το φάσμα των γενεών, να του αρέσει ο κινηματογράφος και να χαρτογραφεί τις όχι και λίγες κοινωνικές επαφές του και τα πρόσωπα που γνωρίζει στο διάβα της δικής του πνευματικής πορείας, στον ποιητικό του λόγο αντικρίζουμε έναν άλλο δημιουργό. Αν ξεχωρίσουμε τις αφιερώσεις ποιημάτων του σε διάφορους ομότεχνούς του και φίλους ενδεικτικά αναφέρω τους: Δήμο Πάνου, Νίκο Καλλίτση, Χριστόφορο Λιοντάκη, Σωτηρία Μπέλλου, Τάσο Ρόζο, Γιάννη Νεγρεπόντη, Γιώργο Μανιώτη και μια πλειάδα άλλων προσώπων, η ποίηση του είναι συνήθως τόσο σκοτεινή και απαισιόδοξη-ιδιαίτερα στις πρώτες του συλλογές, που ίσως απωθεί τον αναγνώστη εξαιτίας της συνολικής της φαντασιακής ατμόσφαιρας. Στιγμές φθοράς επαναλαμβάνονται κατά κόρον ή πάλι καθημερινά στιγμιότυπα κάπως παιδικά διατυπωμένα παραμορφώνονται με τρόπο άκαιρο χωρίς να αντικατοπτρίζουν πάντα την σκληρή πραγματικότητα, άλλοτε πάλι, ανοίγει συνομιλία με άλλους δημιουργούς και τα ποιήματά τους, δες το ποίημα «Παλιά βυζαντινή εικόνα» απάντηση σε ένα ποίημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά μάλλον δεν κατορθώνει να συνομιλήσει μαζί του ουσιαστικά και με σαφήνεια.
«Τι να τους πω/
για τη διάφανη μορφή σου;/
Θα πάει στα χαμένα,/
Περισπωμένη της ψυχής μου,/
θα σε πω στα παιδιά/
και θα νιώσουν.».
Αντίθετα, νομίζω ότι πετυχαίνει την ποιητική του συνομιλία στο ποίημα με τον μακροσκελή τίτλο «Ένα λαϊκό κεντήδι έσβησε μες στο κρασί ή: ο θάνατος του καπετάν Αντρέα Ζέπου ή: Κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα». Αν παραγνωρίσουμε τον τεράστιο τίτλο του, το ποίημα συνδυάζει στοιχεία κάπως σουρεαλιστικά με έναν παραδοσιακό τρόπο πεζής απεικόνισης, το βαραίνει και το ξεστρατίζει σίγουρα ο εμβόλιμος στίχος του συνθέτη και ρεμπέτη Γιάννη Παπαϊωάννου «Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη/ μπρος στ’ ακρογιάλι/ το Ζέπο περιμένει….» παρά η τσαρουχικής εμπνεύσεως εικόνα με το κόκκινο γαρίφαλο του ψαρά στο αυτί του να χορεύει «ένα ζεϊμπέκικο γύρω από το θαλασσινό κουφάρι». Ο Γιάννης Κοντός όπως βλέπουμε από την συλλογική συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Τα ποιήματα (1970-2010) εκδόσεις Τόπος 2013, που είναι αφιερωμένα στον σημαντικότερο σεφερογενή ποιητή Τάκη Σινόπουλο, παρά τις όχι πάντα άρτιες ποιητικές του συνθέσεις, πειραματίζεται διαρκώς μέσα στην ποίησή του ανοίγοντας συνομιλία, παραλλάσσοντας ή προσθέτοντας εμβόλιμους στίχους άλλων ποιητών, ή το σύνηθες, προτάσσοντας μικρές ποιητικές ρήσεις άλλων πριν την δική του ποιητική κατάθεση. Ο ποιητικός κόσμος της πρώτης του περιόδου, είναι σίγουρα πιο σκοτεινός, κουβαλά μέσα του μεγαλύτερους όγκους απελπισίας, φέρει μεγαλύτερο εύρος νοηματικών αμφιβολιών για την απεικονιζομένη πραγματικότητα, είναι πιο νευρικός και ταραχώδης και χρησιμοποιεί σε αρκετές ποιητικές μονάδες, σύμβολα μεν της απτής καθημερινότητας αλλά απροσπέλαστα και δυσερμήνευτα σε σχέση με τον ποιητικό λόγο άλλων ποιητών της γενιάς του. Αντίθετα, γίνεται πιο σαρκαστικός και ειρωνικός στις μετέπειτα συλλογές του, παρότι κρατά σταθερά την καθημερινής υφής εικονοποιεία του. Η γλώσσα του είναι στρωτή και καθημερινή, μια γλώσσα που την μιλά και την χρησιμοποιεί ο γνωστός ή άγνωστος διπλανός μας στις καθημερινές του βιοποριστικές ανάγκες και συναναστροφές. Και επαναλαμβάνω, γιαυτό θεωρώ ότι η ποίησή του έχει συγγένειες με την γραφή του Γιάννη Ρίτσου, χωρίς φυσικά να μεταφέρει μέσα της το ιδεολογικό ή πολιτικό φορτίο της γλώσσας του ποιητή της Ρωμιοσύνης, έχει επίσης κάτι, που θυμίζει τον ήπιο λυρισμό του Τάσου Λειβαδίτη και πάλι σημειώνοντας, χωρίς να μεταφέρει τα μεγάλα βάρη της υπαρξιακής αγωνίας της γλώσσας και εικονογραφίας του Τάσου Λειβαδίτη. Ο Κοντός, αφήνεται περισσότερο στην περιγραφή των απλών στιγμιότυπων χωρίς να τον ενδιαφέρει ίσως πάντα τι εντύπωση θα αφήσει το αποτέλεσμα της περιγραφής αυτής στην συνείδηση του αναγνώστη, αποβάλει από μέσα του το δικό του άγχος και αγωνία και σίγουρα, απελπιστική διάθεση, αλλά δεν επεξεργάζεται την συναισθηματική αυτή εκροή, ίσως να μην τον ενδιέφερε, ίσως να μην το ήθελε, πάντως είναι σίγουρο ότι οι ποιητικές του μονάδες μάλλον μένουν μια ποιητική τοιχογραφία που ξεθωριάζουν πολύ εύκολα, χάνοντας την χρωματική στιλπνότητα της πρώτης καταγραφής και ματιάς. Στις μικρότερες ποιητικές του συνθέσεις που συναντάμε στην συλλογή του «Τα οστά» 1982, ακεραιώνει με περισσότερη επιτυχία την ποιητική αίσθηση, του πάει περισσότερο ο μικρός στίχος, που δεν είναι σίγουρα «Χάϊ-Κου» αλλά η συμπυκνωμένη αίσθηση μιας πραγματικότητας σίγουρα τραγικής και παραπλανητικής.
«Πλένεσαι/
και τα νερά που τρέχουν/
ποτίζουν τις μηλιές/
του κάτω κόσμου».
--
«Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν/
γύρω μου. Γίνανε ασβέστης./
-Με την κιμωλία τους/
γράφω ποιήματα-.»
--
«Τα ρούχα μας μπερδεμένα/
στην καρέκλα, μοιάζουν/
φίδια σε οργασμό».
--
Έγειρε λίγο κοίταξε στα μάτια/
τον κόσμο. Ένα χορωδιακό γέλιο/
ανέβηκε στον ουρανό./
Μετά ακούστηκαν κέρματα και λαμαρίνες/
στην άσφαλτο.»
     Εδώ στους μικρούς αυτούς ακέραιους στίχους η ποιητική αίσθηση δένει αρμονικά με την σκληρή πραγματικότητα, ο εσωτερικός στοχασμός γίνεται δημιουργική πνοή, γίνεται πηγή έμπνευσης για να αποτυπωθεί. Κανένας εγκεφαλικός ξεστρατισμός, καμία εικόνα παράταιρη της αρχικής σύλληψης, ποιητικός στόχος και καθημερινή γλώσσα σχηματίζουν μια ήπια ποιητική καθημερινή ατμόσφαιρα που δεν ενοχλεί, δεν ξενίζει, δεν σε αφήνει αδιάφορο.
Στο βιβλίο «Ανωνύμου Μοναχού» που εξέδωσε τρία χρόνια μετά, το 1985, και είναι αφιερωμένο στο θεσσαλονικιό πεζογράφο και καθηγητή Γιώργο Ιωάννου, υιοθετεί μια ποιητική πεζογραφική φόρμα που του ταιριάζει μάλλον περισσότερο καθώς οι καταστάσεις απεικονίζονται φωτογραφικά, στιγμιοτυπικά, χωρίς μεγάλη επεξεργασία από την σκέψη, το συναίσθημα φουντώνει και ξεχειλίζει χωρίς να γίνεται μελό, χωρίς να ρέπει σε λυδικά απλώματα, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τα γνωστά του σύμβολα, τις οικείες του εικόνες, τα καθημερινά του στιγμιότυπα, μόνο που είναι πλέον και ο ίδιος πιο ώριμος, πιο κατασταλαγμένος όχι μόνο ποιητικά αλλά και συναισθηματικά, γίνεται πιο στωικός, αποκτά μια εσωτερική γαλήνη χωρίς να χάσει την απαισιοδοξία του, χωρίς να αποχωριστεί την πεσιμιστική του διάθεση, ποιητικά όμως, δείχνει πιο ολοκληρωμένος σκηνοθέτης των ποιητικών του βιτρό.
Στην «Η Υποτείνουσα της Σελήνης» που εκδόθηκε το 2002 ο Γιάννη Κοντός θα γράφαμε ζωγραφίζει πια με χρώματα ώχρας τον κόσμο, τον αφήνει στην σκοτεινότητά του, στα αδιέξοδά του συνειδητοποιώντας πλέον το μάταιο της ίδιας της ποιητικής προσπάθειας. Εκείνο που μένει, είναι αυτή η πικρή και απαισιόδοξη αίσθηση της ξεφλουδισμένης ώχρας πάνω στην ποιητική εικόνα, αυτό το νότισμα της σέπιας μούχλας της μοναξιάς και της απογοήτευσης.
Ο κεραμέας
«Μιλούσε και έριχνε τα λόγια του/
λαχνούς μέσα στα κανάτια και κάτω/
από κεραμίδια. Εκεί στοιχειώνανε και/
ξεχνιόντουσαν. Έτσι κυλούσε η ζωή./
Μέχρι που έγινε ξαφνικός σεισμός:/
άρχισαν λόγια, φωνές γράμματα,/
μυστικά, ευχές να πετάγονται/
στον αέρα, να τρέχουν νεράκι/
σε κοινή θέα./
Μετά τόσα χρόνια, ποιος θυμάται/
τον κεραμέα, τη φωτιά, το καμίνι,/
την κόπωση, την επιστροφή στο σπίτι,/
τον ύπνο του και την επανάληψη/
της κοπιώδους εργασίας του./
Τα λόγια, όμως, πέταξαν μαζί με τα πουλιά».
         Και αυτόν τον ποιητή κεραμέα, τον Γιάννη Κοντό αποχαιρετώ με τον δικό μου τρόπο και συνοδεύω στο τελευταίο του ξόδι νοερώς γράφοντας αυτές τις ελάχιστες γραμμές.
Θα τελειώσω με το κείμενο του ποιητή Γιάννη Κοντού για τον Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη που δημοσιεύεται στον πρώτο τόμο των πεζών του «Τα Ευγενή Μέταλλα» σελίδες 122-123
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ
Δεν ξέρω γιατί σήμερα, Κυριακή πρωί, γυρνώντας από το περίπτερο που πήρα τις εφημερίδες, θυμήθηκα έντονα τον Ανδρέα, περνώντας κάτω από νεραντζιές. Είναι Δεκέμβριος. Ή μάλλον το ξέρω γιατί οι μυρωδιές του Δεκεμβρίου μου έφεραν στο νου ένα βιβλίο του που μου άρεσε πολύ, την Οδό Θρασυβούλου. Και ξέρω, όταν θυμάμαι ποιήματα και ποιητές, βαδίζω πιο εύκολα, παίρνω κουράγιο, έρχονται στις οθόνες μου (τι κινηματογράφος και αυτός), πρόσωπα, παλιές αγάπες, και ένα αεράκι εύκρατο, και μεγάλη νοσταλγία και επιθυμία με καταλαμβάνει. Λοιπόν, τον Ανδρέα τον γνώρισα γύρω στα 1966, από ποιήματά του και ένα δίσκο, την Ελένη, που είχε μουσική του Γιώργου Κουρουπού. Αυτά όλα τα άκουγα τότε στο Β Πρόγραμμα της τότε ΕΙΡ, στις έντεκα το βράδυ. Τον ίδιο γνώρισα όταν υπηρετούσα τη θητεία μου, στα 1969, στο σπίτι της Πόπης Πετριόλη, υψιφώνου και δασκάλας μουσικής.. Τότε, ήμαστε μια παρέα νέοι με προσδοκίες και μεγάλη διάθεση για έρωτες και υποσχέσεις: Άρτεμις, Νίκος Καλλίτσης(αργότερα κάναμε μαζί ένα δίσκο, την Απόπειρα), Σπύρος Βλασσόπουλος-μουσικός με ιδιαίτερες ευαισθησίες και καλοσύνη-, Λήδα, μερικές φορές η μητέρα της Λήδας η Δανάη(φωνή μύθος), η Φανή(για το χατίρι της έγραψα πολλά ποιήματα), και άλλοι που ερχόντουσαν για μία δύο φορές και χανόντουσαν, και, όταν τους έβλεπα, πίεζα το μυαλό μου να θυμηθώ. Ο Ανδρέας, σε εκείνες τις συναντήσεις, φορούσε ένα μαύρο βελούδινο σακάκι. Είχε κοντά μαλλιά(χωρίς να είναι η μόδα τότε). Κομψός, σβέλτος, ελαφρά ειρωνικός, μερικές φορές ζόρικος, και πάντα ένα ποίημα στο στόμα να ακούγεται, μέσα στη νύχτα, κρότος και φως. Τότε είχε βγάλει δύο βιβλία: Τις προτάσεις της αθωότητος και τον Πρίγκιπα των Κρίνων. Εγώ δεν είχα εκδώσει ακόμη, και τον έβλεπα με λίγο δέος. Τον ανίχνευα, μετρούσα τις κινήσεις του, τα λόγια του. Πάντα μιλούσε για τον Οδυσσέα Ελύτη με θαυμασμό και με παραδείγματα τους στίχους του. Ήταν καθηγητής αγγλικής σ’ ένα σχολείο του Πειραιά (Πειραιωτάκι και ο ίδιος). Επίσης, είχε σπουδάσει θέατρο στο Λονδίνο. Μεγαλύτερος λίγο στα χρόνια από μένα. Τον απασχολούσε πολύ η μετάφραση ποιημάτων. Μέχρι που έφυγε, μετέφρασε πολλούς ποιητές, σύγχρονους και παλιότερους. Ποιητές που πλησίαζε με την ευαισθησία και τον λυρισμό που τον διέκρινε. Επίσης, όλοι αυτοί οι ποιητές των διαφόρων εποχών του ταίριαζαν πολύ. Στο παραπάνω σπίτι, ένα βράδυ μας διάβασε ποιήματα του Γιώργου Δανιήλ (που έμενε στον Καναδά, και μας άφησε και αυτός πρόωρα), μάλιστα το βιβλίο ήτανε Οι πρόκες, με «Μια εισαγωγή ή ένα γράμμα» του Τάκη Παπατσώνη. Μιλήσαμε πολύ εκείνο το βράδυ, κυρίως εμείς οι δύο. Ο Ανδρέας έγραφε ωραία τραγούδια. Μάλιστα είχε πάρει βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Ακουγότανε με τις φωνές της Λήδας και του Σπύρου. Μέχρι το τέλος του έγραφε στίχους. Πολλά είχανε γίνει επιτυχίες. Έγραψε και θέατρο. Γενικώς ήταν ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής και πολύμορφος. Είχε ένα λυρισμό δυνατό και πολύχρωμο. Μάλιστα, όταν πήγε ποιητικά (στα τελευταία βιβλία) σε σκληρότερες περιοχές της ζωής, ο λυρισμός του δεν τον εγκατέλειψε. Απλώς άλλαξε μορφές και προσωπεία. Έχω μια φωτογραφία που βγάλαμε μαζί έναν Οκτώβριο στη Σόλωνος. Γελούσαμε αγκαλιά στον φακό. Χωρίς να φανταζόμαστε τι θα γινόταν μετά από χρόνια.
Υπεράσπιζε με πάθος και δυναμισμό τις ιδέες του και τις επιλογές του. Δάσκαλος καλός με μαθητές να τον λατρεύουν και να τους μαθαίνει ποίηση. Θυμάμαι τη γιορτή του στα 1972, που πήγαμε μια μεγάλη παρέα. Θυμάμαι τη γιαγιά του και τη μητέρα του, το γλέντι, την ανεμελιά, τα πρόσωπά μας αρρυτίδωτα. Αργότερα, βλεπόμαστε αραιότερα, αλλά πάντα αγαπημένα. Ένα βράδυ, με μεγάλη τρυφερότητα, μεθυσμένο, με πήγε σπίτι. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όταν τον πρωτοκτύπησε η ανίατη ασθένεια, παγώσαμε. Ο Ανδρέας όμως συνέχιζε να γράφει ακόμη και παιδικά βιβλία, δεν ησύχαζε ποτέ με τη γραφή και τη γλώσσα. Και μια άνοιξη-μετά από τρία χρόνια-έφυγε νέος άλλος ένας δικός μας άνθρωπος. Γλυκό απογευματάκι, στο Νεκροταφείο του Πειραιά, και η μητέρα του μέσα στα αναφιλητά της να λέει: «Το διαμάντι μου, το παιδί μου», κι εμείς ένα γύρο σιωπηλοί, και το κενό μαύρο και βαθύ.»

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015
Πειραιάς, Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015.     

                                                            

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
                     ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΥΝ ΞΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

         Μετά την μεταπολίτευση του 1974 στον ελληνικό εκδοτικό χώρο, άνθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα η έκδοση ποιητικών συλλογών και ανθολογιών. Έλληνες ποιητές και Ελληνίδες ποιήτριες μπορούσαν με ευκολία να εκδώσουν τα ποιήματά τους και να δουν τα βιβλία τους στις προσθήκες ακόμα και των μεγαλύτερων και γνωστότερων βιβλιοπωλείων του κέντρου της Αθήνας-δες το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων της Εστίας στην οδό Σόλωνος-αλλά και της περιφέρειας. Δημιουργήθηκαν νέοι εκδοτικοί οίκοι π.χ.-Τα Τραμάκια-οι οποίοι εξέδιδαν μόνο ποιητικές συλλογές παλαιότερων ή νεότερων ποιητών και ποιητριών. Θυμάμαι ακόμα την υπερβολική απάντηση του κυρού πια φιλόλογου και ανθολόγου  Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος σε όλες τους τις συνεντεύξεις επαναλάμβανε με στόμφο όταν τον ρωτούσαν για τις επανεκδόσεις των Ανθολογιών του, ότι: «ψάχνουμε να βρούμε νέους ποιητές οι οποίοι ακόμα και να έχουνε κάτω από το μαξιλάρι τους κρυμμένα ποιήματα τους ζητάμε να μας τα στείλουν…»
         Σε αυτήν την πλούσια περίπου εικοσαετία για τον ποιητικό λόγο, μεταφράστηκαν στον τόπο μας πλήθος ξένων ποιητικών συλλογών ή ποιητών από όλα σχεδόν τα μέρη της υφηλίου, ιδιαίτερα όμως από τον Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο χώρο όπως ήταν φυσικό, μια και η Ελλάδα, μια μικρή βαλκανική και περιφερειακή χώρα της μεσογείου με τις μικρές της δυνάμεις αλλά τον πανάρχαιο πολιτισμό της φιλοδοξούσε και το πέτυχε με την αξία της να γίνει μέλος της τότε ΕΟΚ, αλλά και πριν κλείσει η δεκαετία του 1970 είχαμε κερδίσει το δεύτερο Νόμπελ Λογοτεχνίας με το ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη.
         Γιαυτό ανεξάρτητα από την σημερινή μας πτώχευση, οφείλουμε πολιτική ευγνωμοσύνη στους δύο κυρίαρχους ηγέτες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο τον επονομαζόμενο και Εθνάρχη,-της Νέας Δημοκρατίας-που με όλες του τις δυνάμεις και πολιτικές γνωριμίες βοήθησε και πέτυχε η χώρα μας να γίνει μέλος των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, καθώς και μετέπειτα στον Ανδρέα Παπανδρέου,-του ΠΑΣΟΚ-που συνέχισε την διακυβέρνηση της χώρας με το ίδιο πρόσημο εξωτερικής πολιτικής του προκατόχου του και διεύρυνε κατά κάποιον τρόπο τα όρια των εξωτερικών συνεργασιών της χώρας με την προσέγγιση της ομάδας των Αδεσμεύτων. Όπως και για την ιστορία, οφείλουμε να γράψουμε, ότι η τότε ηγετική ομάδα του Κομουνιστικού Κόμματος Εσωτερικού όπως ονομάζονταν είχε φιλοευρωπαϊκή πολιτική, καθώς και ορισμένα μικρότερα πολιτικά κόμματα, όπως ήταν το ΚΟΔΗΣΟ του Γιάγκου Πεσματζόγλου και άλλα μικρότερα.
         Μέσα σε αυτή την ρευστή πολιτική κατάσταση που η χώρα έκανε τα δειλά της βήματα για να απαλλαγεί από το στρατιωτικό δικτατορικό άγος της επταετίας,
άνθισε όπως προανέφερα ο ποιητικός λόγος ελλήνων και μεταφρασμένων ξένων ποιητών.
Αν ανατρέξει κανείς στις Ελληνικές Γραμματολογίες, στις διάφορες Ανθολογίες και τις Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας θα συναντήσει δημιουργούς όλων των γνωστών μας Ιστορικών Σχολών και Γενεών οι οποίοι με μεράκι και όχι χωρίς κόπο, ανάλογα με τις ξένες γλώσσες που γνώριζαν στην εποχή τους μετέφραζαν από πρώτο χέρι θα σημειώναμε ξένους ομοτέχνους τους, συναντάμε επίσης και μεταφρασμένους ποιητές από δεύτερο χέρι θα γράφαμε, δηλαδή μεταφράζονταν ποιητές κυρίως, από τις δύο πιο σύνηθες γνωστές γλώσσες τα Γαλλικά ή τα Αγγλικά, όμως έστω και έτσι, το αναγνωστικό κοινό μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον δημιουργό της αρεσκείας του ή να τον ακολουθήσει και να τον μιμηθεί στα δικά του ποιητικά βήματα. Οι γνωστότεροι και πιο καταξιωμένοι έλληνες ποιητές ασχολήθηκαν και με την μετάφραση ξένων δημιουργών, όπως παραδείγματος χάρη έχουμε την περίπτωση του Κωστή Παλαμά, του Κώστα Καρυωτάκη, του Άγγελου Σημηριώτη, του Λορέντζου Μαβίλη, του Γεράσιμου Μαρκορά, του Γεράσιμου Σπαταλά και πολλών άλλων. Όλοι τους. στάθηκαν με σεβασμό απέναντι στον ποιητή ή την ποιήτρια που μετέφραζαν και έδωσαν τον καλύτερο ποιητικό εαυτό τους, ανεξάρτητα του βαθμού επιτυχίας της μεταφραστικής τους προσπάθειας. Οι νεότεροι που ασχολήθηκαν και θήτευσαν στον ποιητικό λόγο, τους οφείλουν σεβασμό και εκτίμηση και όχι απαξίωση και λησμοσύνη, γιατί, με τις δικές τους μεταφραστικές προσπάθειες κατόρθωσαν και οι ίδιοι να γίνου κοινωνεί του έργου ή μέρος αυτών των ξένων δημιουργών έστω και από δεύτερο χέρι. Δεν βγήκαμε από το κεφάλι του πατέρα των Θεών και των ανθρώπων του Δία όπως η θεά Αθηνά, αλλά γίναμε σοφοί και έμπειροι πατώντας πάνω στις σκυμμένες πλάτες αυτών των παλαιών δημιουργών που μόχθησαν για να μεταφέρουν στην γλώσσα μας το έργο των ξένων συγγραφέων, έστω και αν συνήθως βλέπουμε το έργο αυτό με τα γυαλιά του έλληνα δημιουργού που το μεταφράζει.
Έχοντας αυτές τις απόψεις και χωρίς να πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει ο απαραίτητος απογαλακτισμός από τις προηγούμενες γενιές, δηλαδή να κόβει κάθε γενιά τον ομφάλιο πνευματικό λώρο από τις προηγούμενες αλλά να μη λησμονεί τι οφείλει στους παλαιότερους, σκέφτηκα να μεταφέρω εδώ στο bloc μου τις εργασίες που εγώ ενδεικτικά γνωρίζω για έλληνες δημιουργούς που μετέφρασαν ξένους ποιητές ή συνέγραψαν βιβλία που περιέχουν ξένους ποιητές σαν μια οφειλή της δικής μου γενιάς, της γενιάς του 1980 σε όλους αυτούς που άφησαν τα μεταφραστικά τους ίχνη στον ελληνικό ποιητικό λειμώνα. Δεν καταγράφω τις χιλιάδες μεταφράσεις και ονόματα που υπάρχουν διάσπαρτες στα λογοτεχνικά περιοδικά, ούτε αναφέρω μεμονωμένες περιπτώσεις, δηλαδή δεν αποδελτιώνω τις μεταφράσεις που γνωρίζω του Γάλλου ποιητή Στέφανου Μαλλαρμέ, παραδείγματος χάρη, αλλά συλλογικά μόνον έργα.
Η αποδελτίωση αυτή ήρθε στο μυαλό μου όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο «Δεύτερη Γραφή» του Οδυσσέα Ελύτη εκδόσεις Ίκαρος 1976, ενώ για πρώτη φορά ερχόμουνα σε επαφή με ποιητές που μέχρι τότε τους γνώριζα μόνο κατ’ όνομα, διαπίστωσα ότι είτε διάβαζα τον Μαγιακόφσκυ είτε τον Λόρκα πάντα ήταν σαν να διάβαζα ποίηση του Νομπελίστα ποιητή, ίσως να κάνω λάθος άλλοι αρμοδιότεροι εμου έχουν να που και να γράψουν ορθότερα πράγματα, αλλά ακόμα και σήμερα που ξαναδιαβάζω αυτές τις μεταφράσεις διαπιστώνω το ίδιο ποιητικό Ελυτικό ύφος να διαπερνά όλες σχεδόν τις ξένες ποιητικές φωνές. Στα μετέπειτα χρόνια συζήτησα πολλές φορές το θέμα των ξένων μεταφράσεων με τον δάσκαλο Κίμων Φράιερ, έναν έμπειρο και γνώστη αυτών των θεμάτων μεταφραστή και δημιουργό, και πάλι για την ιστορία αναφέρω ότι, ο Κίμων έλεγε με παράπονο, ότι θα πρέπει να δίνεται και ένα Νόμπελ στους μεταφραστές όχι μόνο στους δημιουργούς. Οι καιροί πέρασαν και άλλαξαν δραματικά, για όσους όμως-αυτούς τους ελάχιστους-ασχολούνται ακόμα με τον ποιητικό και όχι μόνο λόγο, και ίσως και για τους γραμματολόγους του μέλλοντος, αναφέρω εδώ τα πρόσωπα και τα βιβλία αυτά που στο διάβα των χρόνων μου μελέτησα σαν μια οφειλή της γενιάς μου προς τους παλαιότερους δημιουργούς και μεταφραστές.
Η αποδελτίωση και πάλι, γίνεται με αλφαβητική σειρά και όχι γεωγραφική ή χρονολογική, σίγουρα δεν εξαντλώ το τεράστιο αυτό θέμα, απλά βάζω ίσως το προσωπικό μου λιθαράκι και αυτό της γενιάς του 1980.
Α
-Ανδρέας Αγγελάκης,
 •μικρό Ανθολόγιο Σύγχρονης Παγκόσμιας Ποίησης, εκδ. Καστανιώτη 1971
 •Ερωτική ποίηση, Αγγλία-ΗΠΑ, εκδ. Καστανιώτη 1984
 •Ποιητική Ανθολογία Αποκλίνοντος Ερωτισμού, εκδ. Γνώση 1988
-Άρης Αλεξάνδρου,
 Διάλεξα, εκδ. Κείμενα 1984
-Κούλης Αλέπης,
 Αρμενική Μούσα (3η έκδοση), Αθήνα 1957
-Γιάννης Αντίοχος,
 •Η Θηριώδης Μούσα.-Επιλογή από το έργο 7 αυτόχειρων Αμερικανών ποιητών, εκδ. μικρά άρκτος 2008
-Βίλκη Αντωνιάδη,
 Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι ποιητές, εκδ. Πανδώρα 2000
-Κώστας Ασημακόπουλος,
 •Ανθολογία Ρουμάνων Ποιητών, εκδ. Αρίων 1974
 •Ανθολογία Ούγγρων Ποιητών, εκδ. Ροές 1985
Β
-Νάσος Βαγενάς,
 Η πτώση του Ιπτάμενου, εκδ. Στιγμή 1989
-Ιωάννης Βασιλείου,
 Ασιατικά Ποιήματα, εκδ. Εστία χ.χ.
-Γιάννης Βαρβέρης,
 Σα μουσική τη νύχτα. Γαλλικά ποιήματα αποχαιρετισμού, εκδ. Κέδρος 2007
-Κώστας Βάρναλης,
 Κινέζικα Τραγούδια, εκδ. Λωτός 1992,
-Ελένη Βαροπούλου,
 Ορφέας και Ευρυδίκη στην ποίηση του 20 αιώνα, Μέγαρο Μουσικής 1997
-Δημήτρης Βαρούτσης,
 Αθηναίκά Γράμματα, Αθήνα 1957
-Γιώργος Βερίτης,
 Άπαντα, εκδ. Δαμασκός 1982
-Βασίλης Βιτσαξής,
 Σύγχρονη Ινδική Ποίηση, εκδ. Εστία χ.χ.
-Θεόφιλος Βορέας,
 Ρυθμοί Αθανάτων, τόμος Α, Αθήνα 1935
Γ
-Ειρήνη Μίσσιου-Γιαννακοπούλου,
 Έξι και Δέκα Σούστα, εκδ. Ι. Γαλαίος 1989
-Κώστας Γιαννουλόπουλος,
 Ανθολογία Συγκεκριμένης Ποίησης, εκδ. Νεφέλη 1985
-Φοίβος Γκικόπουλος,
 Μορφές και Τάσεις της Ιταλικής Ποίησης στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press 1989
Δ
-Ελένη Δαμβουνέλλη,
 Η αζαλέα (μεταγραφές), εκδ. Δόμος 1979
-Ελένη Δημητρίου,
 Ρώσσοι Λυρικοί, Αθήνα 1982
-Άρης Δικταίος,
 •Ανθολογία Παγκόσμιας Ποιήσεως, εκδ. Γεωργίου Φέξη 1960
 •Μεγάλες Στιγμές της Ποιήσεως, εκδ. Δωδώνη 1967
 •Ανθολογία της Βελγικής Ποιήσεως, (ΙΙ), εκδ. Γεωργίου Φέξη 1969
 •Δεκατρείς Αιώνες Γερμανικής Ποίησης, εκδ. Δωδώνη 1977
Ε
-Γιωζέφ Ελιγιά,
 Ποίηση, εκδ. Δωδώνη χ.χ.
-Οδυσσέας Ελύτης,
 Δεύτερη Γραφή, εκδ. Ίκαρος 1976
-Ίβαρ Έμαν,
 17 Φωνές από τη Σουηδία, εκδ. Τεκμήριο 1979
Ζ
-Γεώργιος Ζαλοκώστας,
 Έργα, εκδ. Ι. Σιδέρης χ.χ.
-Αντώνης Ζέρβας,
 Εκ του Γαλλικού. Εκλογή Μεταφράσεων, εκδ. Μελάνι 2003
Η
-Μαρία Ηλιού,
 Κογκολέζικα, εκδ. Ερμής 1981
Θ
-Κωνσταντίνος Θεοτόκης,
 Ινδικά Μεταφράσματα, εκδ. Κείμενα  1988(Φίλιππος Βλάχος)
Ι
-Βασίλης Ιωακείμ,
 11 ποιήματα. Ειρηνικός Λόγος, εκδ. Κανάλι 14-Αθήνα 1980
-Ανδρέας Ιωάννου,
 Επιλογή από το έργο 10 Αμερικανών Ποιητών, εκδ. Χαλκίδα 1958
Κ
-Περικλής Π. Καίσαρης,
 Δημοτικά Τραγούδια της Ανατολής, Αθήνα 1974
-Ρούλα Κακλαμανάκη,
 Σύγχρονη Ουγγρική Ποίηση, εκδ. Φόρμα 1991
-Γιάννης Καμπύσης,
 Άπαντα, εκδ. Πηγή 1972 (Γιώργου Βαλέτα)
-Ρήγας Καππάτος,
 •Τα Εκατό Ωραιότερα Ερωτικά Ποιήματα της Ισπανικής Γλώσσας, εκδ.Εκάτη 2000
 •16 Λατινοαμερικάνοι Ποιητές, εκδ. Καραβία 1980
-Γιώργος Καραβασίλης,
 •Η Γυναίκα των Νερών στη λυρική ποίηση, εκδ. Δελφίνι 1994
 •Σαπφούς Σάπφειροι. Ανθολογία Γυναικείας Ομοφυλοφιλικής Ποίησης, εκδ. Γαβριηλίδης 2001
-Βασίλης Καραβίτης,
 Συγκομιδή. Σύγχρονοι ξένοι ποιητές, εκδ. Γνώση 1988
-Πάνος Καραγιώργος,
 Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης, εκδ. Τυπωθήτω 2005
-Στ. Καρακάσης,
 Ανθολογία Γαλλικής ποιητικής πρόζας, εκδ. Δίφρος 1967
-Κώστας Καρυωτάκης,
 •Ποιητικές μεταφράσεις, εκδ. Γραφή 1980
 •Οι μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη,(πρόλογος Ζήσιμος Λορεντζάτος) εκδ.
   Το Ροδακιό 1994
-Στέλιος Κάτσικας,
 3 Ιταλοί Ποιητές, εκδ. Αιγόκερως 1982
-Ξενοφών Α. Κοκόλης,
 Στιχάκια του Φλαμένκο, εκδ. Στιγμή 1989
-Νίκος Κοντογούρης,
 Ανθολογία Ψυχεδελικής ποίησης, εκδ. Art Nonvear 1988
-Θωμάς Κοροβίνης,
 Οι Ασίκηδες-Τούρκικη Λαϊκή Ποίηση, εκδ. Εξάντας 1991
-Έφη Κορομηλά,
 Σκιές στο Φως, εκδ. Νεφέλη 2008
-Γιώργος Κοροπούλης,
 Περί των Γάμων Υδραργύρου και Θείου, εκδ. Ύψιλον 2001
-Ντίνος Κουγκουλός,
 Ανθολογία Γερμανικών Ποιημάτων και Αφορισμών, εκδ. Δωδώνη 2000
-Ρήγας Κούπας,
 Η Έλξη των Ομωνύμων. Ανθολογία Ομο-Ερωτικών Ποιημάτων, εκδ. Οδυσσέας 2005
-Δημοσθένης Κούρτοβικ,
 Σύγχρονη Φιλανδέζικη Ποίηση, εκδ. Πλέθρον 1986
-Ηλίας Κυζηράκος,
 Σημερινή Ποίηση απ’ όλο τον Κόσμο, Αθήνα 1971
Λ
-Βασίλειος Λαζανάς,
 Τα Ερωτικά των Γάλλων Ποιητών, εκδ. Ενάλιος 1997
-Μαρία Λαϊνά,
 Ξένη Ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Λωτός 1989
-Γιάννης Λειβαδάς,
 •Χάικου, εκδ. Εκδόσεις της Λίμνης 1995
 •Ανθολογία Ιαπωνικής Ποίησης, εκδ. Ροές 2002
-Γιάννης Λειβαδίτης,
 Ποιητές του Κόσμου, Τρίπολη 2007
-Χριστόφορος Λιοντάκης,
 Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ έως…, Καστανιώτη 1988/2001
Μ
-Λορέντζος Μαβίλης,
 Άπαντα, εκδ. Μαρή 1967
-Αντώνης Μαϊλλης,
 Ο Δράκοντας της Νήσου Ρόδου,(Σίλλερ) εκδ. Συλλογές 1986
-Μιλτιάδης Μαλακάσης,
 Άπαντα, εκδ. Alvin Redman 1964
-Λάμπρος Μάλαμας,
 Ιταλική Ποίηση. Ανθολογία, εκδ. Ελεύθερο Πνεύμα χ.χ.
-Γεράσιμος Μαρκοράς,
 •Άπαντα, εκδ. Πηγή 1951
 •Ποιήματα, εκδ. Ίδρυμα Κώστα και Ελένη Ουράνη 1988
-Ηλίας Ματθαίου,
 •Ανθολογία Ισπανικής Ποίησης του 11-12 αιώνα, εκδ. Γνώση 1983
 •Ποίηση Ισπανόφωνης Αμερικής, εκδ. Γνώση 1987
-Τάκης Μενδράκος,
 Μικρό Ανθολόγιο, εκδ. Καστανιώτη 1998
-Κωστής Μοσκώφ,
 Αραβική Ποίηση 20 αιώνας, εκδ. Καστανιώτη 1994
-Ευάγγελος Ν. Μόσχος,
 Παράλληλοι Ρυθμοί, εκδ. Αστήρ 1998
-Αλέξανδρος Μπάρας,
 Προσεγγίσεις στη Γαλλική Ποίηση, εκδ. Πρόσπερος 1986
-Όμηρος Μπεκέ,
 Ανθολογία Κινέζων Ποιητών, εκδ. Καραβία 1968
-Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου),
 Παιδική Ανθολογία, τόμοι 2, (ο δεύτερος τόμος) Αθήνα 1930
Ν
-Γ. Νίκας,
 Ξένοι Λυρικοί, εκδ. Ποταμός 2003
-Αθανάσιος Β. Νταουσάνης,
 Η Ποίηση της μαύρης Αφρικής, εκδ. Ροές 1992
-Ντούσκο Νανέφσκι,
 Το Μαύρο Αηδόνι Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, εκδ. Αίμος 1977
Ο
-Μερόπη Οικονόμου,
 •Αγγλική Μεταφυσική Ποίηση (1600-1950), εκδ. Καραβία 1975
 •Κινέζικη Ποίηση, Κώδικας 1985
 •Ανθολογία Άγγλων Ποιητών Εμπνευσμένων από την Ελλάδα, εκδ. ΣΠΔΩΒ 1986
Π
-Ρίτα Μπούμη-Νίκος Παππάς,
 Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία, τόμοι 6, εκδ. Διόσκουροι χ.χ.
-Κωστής Παλαμάς,
 Άπαντα , τόμοι 16, εκδ. Μπίρης χ.χ.
-Στέφανος Αλκ. Παϊπέτης,
 Τα Τραγούδια του κόσμου που αλλάζει, εκδ. Περί Τεχνών 2004
-Βασίλης Παπαγεωργίου,
 Σύγχρονοι Σουηδοί Ποιητές, εκδ. Εγνατία 1979 και Ευθύνη 1988
-Κλέων Παράσχος,
 Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Ποίησης, εκδ. Σιμεωνίδης 1962
-Σπήλιος Πασαγιάννης,
 Άπαντα, εκδ. Πηγή 1965
-Ιάκωβος Πολυλάς,
 Άπαντα, εκδ. Νίκας 1959
-Νικόλαος ο Ποριώτης,
 Ξένη Λύρα τραγουδά ξένα με..., Αθήνα 1925
-Λάμπρος Πορφύρας,
 Άπαντα, εκδ. Ι. Βασιλείου 1982
-Γιώργος Πράτσικας,
 Το τρίπτυχο μιας Εποχής(Ουγκώ-Ζολά-Συμβολισμός), Αθήνα 1961
Ρ
-Μάριος Βύρων Ραϊζης,
 Οι Μεταφυσικοί Ποιητές της Αγγλίας, εκδ. Gutenberg 1998
-Άλκης Ράφτης,
 Η Εργασία στην Ποίηση, εκδ. Πολύτυπο 1984
Σ
-Ζωή Σαβίνα,
 Χάικου-Παγκόσμια Ανθολογία, εκδ. 5+6-Αθήνα 2002
-Αντρέα Σέλινγκερ,
 Η Ελιά 86 κείμενα για ένα δέντρο, εκδ. νήσος 2005
-Σάκης Σερέφας,
 Αλλόγλωσσα ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος 1997
-Διονύσης Σέρρας,
 Η Ζάκυνθος στην Ελληνική και Ξένη Ποίηση, εκδ. Περίπλους 1994
-Γιώργη Σημηριώτη,
 Γαλλική Ανθολογία, εκδ. Χρυσή Δάφνη 1954
-Ιακώβ Σιμπή,
 Μια Ανθολογία της Ισραηλινής ποίησης, εκδ. Σ. Πατάκη 1996
-Γιάννης Σουλιώτης,
 Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης, εκδ. Ροές 2008
-Νίκος Σπάνιας,
 •Ποιητική Ανθολογία από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, εκδ. Εγνατία 1980
 •Μεταφράσεις 1941-1971, εκδ. Νέα Υόρκη 1972
-Γεράσιμος Σπαταλάς,
 Ανθοδέσμη από την Ρώμη και την Ιταλία, εκδ. Ι. Σιδέρης χ.χ.
-Μιχαήλ Στασινόπουλος,
 Ποιήματα-Δύο Εποχές, εκδ. Εστία 1979
-Δημήτρης Σταύρου,
 Νέγροι Ποιητές, εκδ. Θεμέλιο 1966
-Αντώνης Στέμνης,
 26 Κουβανοί ποιητές, εκδ. Αντιπαράλληλα 1982
-Νίκος Στρατάκης,
 Ποιηταί της Γαλλίας, Αθήνα 1949
-Δώρα Στυλιανίδου,
 Η Κλασική Παράδοση των Χάικου, εκδ. Εκάτη 2001
-Αγνή Σωτηροπούλου,
 Νέοι Γάλλοι Ποιητές, εκδ. Τυπογραφείο Μαυρίδης 1954
-Αλεξάνδρα Σωτηρίου,
 Ανθολογία Ιαπωνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μέδουσα 1997
Τ
-Αγκόπ Τζελαλιάν,
 Αρμένικη Ανθολογία, εκδ. Χαμασκαίν 1982
-Αλέξης Τραίανός,
 •Ανθολογία Νέγρων Ποιητών, εκδ. Εγνατία 1973
 •Μεταπολεμική Αμερικάνικη Ποίηση, εκδ. Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις 1979
-Αντώνης Τριφύλλης,
 Σύγχρονη Γερμανόφωνη Ποίηση, εκδ. Πλέθρον 1983
-Αμαλία Τσακνιά,
 Κινέζικη Ποίηση, εκδ. Πλέθρον 1982
-Δημήτρης Τσαλούμας,
 Σύγχρονη Αυστραλιανή Ποίηση, εκδ. Νέα Πορεία-Θεσσαλονίκη 1985
-Κωνσταντίνος Τσάτσος,
 Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων 1980
-Τ. Τσιχλάκης,
 Ινδικά Ποιήματα, Αθήνα χ.χ.
Υ
-Γιάννης Υφαντής,
 Ο Κήπος της Ποίησης, εκδ. Σ. Πατάκης 2000
Φ
-Ρώμος Φιλύρας,
 Άπαντα, εκδ. Γκοβόστη χ.χ.
-Ανδρέας Φουσκαρίνης.
 Άνθη Εσπερίας Α΄, εκδ. Αχαϊκές Εκδόσεις 1994
Χ
-Ντίνος Χριστιανόπουλος,
 Εντευκτήριο, εκδ. Διαγώνιος 1989
-Γιώργος Χριστογιάννης,
 Νορβηγοί Ποιητές (1900-1985), εκδ. Εστία 1985
-Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης,
 Η Ελλάδα στην Ξένη Ποίηση, εκδ. Παρασκήνιο 2005
-Ηλίας Χρόνης,
 Η Ευρωπαϊκή Μούσα στον 19ο  αιώνα, εκδ. Τυπογραφείο Μαυρίδης 1997
-Δάφνη Χρονοπούλου,
 Όνειρο Μέσα σε όνειρο, εκδ. Βιβλία των Μουσών 1987
------  ------  ------
-Νάσος Βαγενάς-Τάκης Καγιαλής-Λαμπ. Πόλκας-Ν. Ταραράς-Γ. Φραγκόγλου
 Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία.-Ανθολογία Μεταφράσεων, εκδ. ΟΕΔΒ 1998
-Ε. Χ. Γονατάς-Δ, Παπαδίτσας,
 •Πρώτη Ύλη 1. Ποιητικά Κείμενα, Αθήνα 1959
 •Πρώτη Ύλη 2. Ποιητικά Κείμενα, Αθήνα 1961
-Ελένη Ιωαννίδου-Γιώργος Έξαρχος,
 Κλασική Ιαπωνική Ποίηση, εκδ. Καστανιώτη 1998
-Άνι Τσικοβάνι-Δημήτρης Νόλλας,
 Ανθολογία Γεωργιανής Ποίησης, εκδ. Καστανιώτη 2002
-Υπερρεαλισμός Α΄ 63 χρόνια, εκδ. Γκοβόστη 1989
-Αμερικάνικη Ποίηση (Ανθολογία 1888-1977), περιοδικό Γράμματα τχ.6/3,5,1977
-Βροχή θανάτου. Ποιήματα για τον Πόλεμο, (Γιώργος Χριστοδουλίδης: επιμέλεια), Διάφοροι μεταφραστές, εκδ. Παρασκήνιο 1999
-Το φιλί. Λόγια Ερωτευμένων και Ρομαντικοί Πίνακες, εκδ. Παπαδόπουλος 1998(;)
-Γερμανοί Ποιηταί, 1749-1921, εκδ. Καλλιτεχνικαί Εκδόσεις Μ. Πεσματζόγλου 1922
-Μυστική Γνωστική Ποίηση, (Διάφοροι μεταφραστές) , εκδ. Διαστάσεις 1985
-Με τον τρόπο του Κωνσταντίνου Καβάφη, 26 Ξένα Ποιήματα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας-Θεσσαλονίκη 1999
-Τετράδιο τόμος Α (1-3)/1945, εκδ. Ελληνικό Λογοτεχνικό Αρχείο 1981
-περιοδικό Διαβάζω τχ. 310/28-4-1998, Γαλλική ποίηση, τα τελευταία 60 χρόνια
-Παγκόσμιος Ανθολογία Εικονογραφημένη, περιοδικό τεύχος 10 των Γιώργη Σημηριώτη και Λέων Κωνσταντινίδη
(μεταφράζουν οι: Κ. Εμμανουήλ-Μ. Παπανικολάου-Αιμιλία Δάφνη-Ρίτα Μπούμη Παππά-Τέλος Άγρας-Τάκης Μπαρλάς-Κώστας Καρυωτάκης-Μιχαήλ Στασινόπουλος –Α. Σκιαδαρέση-Γιώργος Κοτζιούλας-Λ. Καρανικόλας)

         Κάπου εδώ τελειώνει το σύντομο οδοιπορικό σε έλληνες μεταφραστές ποιητές ή μελετητές που μετέφεραν στην γλώσσα μας ποιήματα των ξένων δημιουργών. Ασφαλώς υπάρχουν και οι πάρα πολλές μεταφραστικές εργασίες των ελλήνων ποιητών  και μεταφραστών που μεταφράζουν ξένους ποιητές από όλο τον κόσμο, αυτό όμως είναι ένα άλλο ερευνητικό και πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Ανέφερα και Άπαντα συγγραφέων γιατί μέσα στις σελίδες τους συναντά κανείς μεταφράσεις οι οποίες δεν κυκλοφόρησαν αυτόνομες σε βιβλίο, από ότι γνωρίζω, μόνο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη εκδόθηκαν ξεχωριστά από τους παλαιότερους, δεν αναφέρω επανεκδόσεις ποιητών όπως του Ρώμου Φιλύρα, του Μιλτιάδη Μαλακάση, του Λάμπρου Πορφύρα και άλλων γιατί θα ξεστράτιζα εφόσον οι μεταφραστές είναι οι ίδιοι οι ποιητές, πέρα από τις επανεκδόσεις των έργων τους, τέλος, υπάρχουν μεταφράσεις ποιητών που ερανίστηκαν έλληνες δοκιμιογράφοι για να οικοδομήσουν τις δικές τους εργασίες πάνω στους  ξένους δημιουργούς. Αξίζει κάποτε να αποδελτιωθούν οι έλληνες μεταφραστές και να γνωρίσουμε ποιους και τι μετέφρασαν και από ποια γλώσσα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, χρησιμοποιεί την λέξη «μεταγραφή» στις δικές του εργασίες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, σήμερα, Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 2015
Πειραιάς, Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 2015