Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΠΕΙΡΑΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ

            Αφιερωμένο στον ωραίο καλλιτέχνη Σάκη Μπουλά.
Τον θυμάμαι στο «Αχ Μαρία», και φυσικά ως Λάμαχο στους Αχαρνής του Διονύση Σαββόπουλου.

ΠΕΙΡΑΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ

     Κυκλοφόρησε πρόσφατα το πλούσιο σε ποικίλη ύλη περιοδικό «Πειραϊκό Ορόσημο». Ένα έντυπο που παρά το ολιγοσέλιδο των περιεχομένων του κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον των αναγνωστών του.
    Στην αρχή υπάρχει το κείμενο της «Σύνταξης», που αναφέρεται στον εορτασμό από το Δήμο Σαλαμίνας της ιστορικής σημασίας ναυμαχίας που πραγματοποιήθηκε πριν
2. 491 χρόνια. Ο μεγαλοφυής στρατηγικός σχεδιασμός του Θεμιστοκλή να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες τους Πέρσες στα στενά της Σαλαμίνας είχε τεράστια επίπτωση όχι μόνο στην Ελληνική Ιστορία, αλλά και στην Ευρωπαϊκή και εν γένει στο Δυτικό Κόσμο. Μια ναυμαχία που ο Γάλλος φιλόσοφος Ροζέ Γκαρωντύ αποκαλούσε «μητέρα των ναυμαχιών» και όχι αδίκως.
   Ακολουθεί το ευαίσθητο και αξιοπρόσεκτο κείμενο του αρχιτέκτονα κυρίου Γιώργου Γαρδά, που αναφέρεται στο «Σπίτι του Αλέξανδρου Ροδάκη στο Μεσαγρό της Αίγινας». Ένα κείμενο που πραγματικά επαναφέρει τη συζήτηση για τα σύγχρονα προβλήματα της «εφαρμοσμένης Τέχνης» που είναι η Αρχιτεκτονική. Οι παλιότεροι άνθρωποι μπορεί να μην είχαν τίτλους σπουδών, να ήταν πρόσωπα που δεν γνώριζαν πώς να υπογράψουν-και έβαζαν αντί του ονόματός τους ένα σταυρό-είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του τι σημαίνει αυθεντικότητα ζωής, τι ποιότητα ζωής και πως αυτή μπορεί να κοινοποιηθεί και στους γύρω τους. Γνώριζαν εμπειρικά τι σημαίνει ουσιαστική Ελληνικότητα γιαυτό έχτιζαν τους χώρους διαμονής των με την πρέπουσα αριστοκρατικότητα. Με μέτρο τον άνθρωπο, χωρίς να υπερβάλλουν σε όγκο. Με σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον, με την ανάλογη ισορροπία μεταξύ του φυσικού υλικού και των πλαστικών γραμμών της αρχιτεκτονικής φόρμας. Με μια καθαρότητα όσον αφορούσε τις λειτουργικές ανάγκες του χώρου, έτσι ώστε ο οίκος να αποτελεί το λιτό κουκούλι της κοινωνικής τους ζωής. Με δύο λόγια οι άνθρωποι των προβιομηχανικών εποχών, οικοδομούσαν περισσότερο την εσωτερική τους ψυχική ομορφιά και γαλήνη, παρά κατασκεύαζαν κτήρια για επίδειξη ή προβολή. Και αυτή τη ζωογόνα αρχιτεκτονική ματιά του απλού ανθρώπου, αυτή που η κλίμακα του ορατού εξέφραζε την κλίμακα της ευαισθησίας του, μας δίνει ο κύριος Γαρδάς με αφορμή την οικία του κυρού πια Αλέξανδρου Ροδάκη στην Αίγινα και την προσπάθεια που καταβάλλεται για την διατήρησή του.
     Έπεται το επίσης ενδιαφέρον κείμενο του γνωστού Πειραιώτη αρχαιολόγου και συγγραφέα κυρίου Γιώργου Στάϊνχάουερ σχετικά με «Την δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα». Ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλία και άρθρα και, που εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο. Η μνήμη μου φέρνει στην επιφάνεια τις μελέτες του μεγάλου Εθνολόγου Παναγή Λεκατσά, του καθηγητή Δημητρίου Τσιμπουκίδη, του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη και άλλων, όσον αφορά το τόσο πολυσυζητημένο φαινόμενο της Δουλείας αλλά και της Οικονομίας στην Αρχαία Ελλάδα. Ο συγγραφέας ερευνά τις αρχαίες πηγές και εξάγει ουσιαστικά συμπεράσματα. Το Έπος, αλλά και η Αρχαία Κωμωδία μας δίνουν αρκετές πληροφορίες για τα «ανδράποδα» αλλά και ο Αριστοτέλης έναν σαφή ορισμό. Το «ανθρωπιστικό αυτό στίγμα» δυστυχώς δεν σημάδεψε μόνο τις αρχαίες κοινωνίες αλλά και τις νεότερες (και όχι μόνο την Αθηναϊκή), κλασικό το βιβλίο «Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», οι απόψεις του διαφωτιστή Βολταίρου κ.λ.π. Αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, ότι η δουλεία ήταν κάτι αυτονόητο για τον αρχαίο άνθρωπο, ακόμα και για τον πιο μορφωμένο. Δες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Αν δεν κάνω λάθος, ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα, ο Χριστιανισμός είναι εκείνος που πρώτος εισάγει τον δούλο μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, τον κάνει υποκείμενο της Ιστορίας από αντικείμενο(res), που παρουσιάζεται στα κείμενα, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Σίγουρα μέσα από δεκάδες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους τόσο στον αρχαίο κόσμο όσο και στον νεότερο, ο θεσμός της δουλείας διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας. Και οφείλουμε να αγωνιζόμαστε συνεχώς για την εξάλειψή του.
     Ένα κείμενο που ακόμα ξεχωρίζει, είναι αυτό του Πειραιώτη ερευνητή και ιστοριοδίφη κυρίου Δημήτρη Κρασονικολάκη σχετικά με τα «Πειραϊκά προσκλητήρια στα μεταπολεμικά «πέτρινα» χρόνια». Μέσα από την παράθεση-κατάθεση 8 προσκλητηρίων ο συγγραφέας επιδιώκει να μας φωτίσει όπως γράφει στην εισαγωγή του την τόσο κρίσιμη για την Ελληνική ιστορία τραγική πενταετία 1945-1950. Είναι η Εποχή του Εμφύλιου σπαραγμού, με όλα τα μετέπειτα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Από την μαρτυρία αυτή ασφαλώς δεν μπορούμε να συνάγουμε νέα ιστορικά συμπεράσματα, ούτε να επανερμηνεύσουμε τα πολιτικά γεγονότα. Μας δίνεται η δυνατότητα(μια που η ιστορία δεν γράφεται μόνο από τις μεγάλες ένδοξες στιγμές και κατορθώματα των ηρώων, τα κλέη των φημισμένων ανδρών αλλά σημαδεύεται και από τις καθημερινές λεπτομέρειες των απλών ανθρώπων και των διαφόρων γεγονότων της καθημερινής τους ζωής), να πληροφορηθούμε τις εκδηλώσεις και τα «καλλιτεχνικά»ενδιαφέροντα των Πειραιωτών την ζοφερή εκείνη εποχή. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε η πρώτη γενιά που δεν είδε πόλεμο. Μόνο τα ιστορικά απόνερα του Εμφύλιου μας επηρέασαν. Ο Κρασονικολάκης προσπαθεί εδώ και χρόνια να ανιχνεύσει τα μικρά αδιόρατα συμβάντα της Πειραϊκής ζωής και ιστορίας μέσα από τις κατά καιρούς έρευνές του και να φέρει στην επιφάνεια σαν συνεπής συλλέκτης που είναι, από την προσωπική του συλλογή, ότι θεωρεί ότι συμβάλλει στην εξέλιξη της Πειραϊκής αυτοσυνειδησίας.
     Τέλος, διαβάζουμε το κείμενο του δικηγόρου, συλλέκτη και συγγραφέα κυρίου Μιχάλη Βλάμου, σχετικά με τον «Ελαιώνα των Αθηνών», και την σελίδα με τις κριτικές βιβλίων.
    Εδώ σημειώνω ότι ο συγγραφέας Χρήστος Λάζος είναι Πειραιώτης καθώς και ότι στο πολύ ενδιαφέρον δίτομο έργο του με τις επιστολές της πρώτης Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας, υπάρχουν αρκετές σελίδες που μνημονεύουν τον Πειραιά της εποχής της. Είναι μικρές ιδιοσυγκρασιακής γυναικείας υφής πληροφορίες σχετικά με τον χώρο και τους ανθρώπους του.
    Το περιοδικό κλείνει με την ιστορία των λέξεων του Παύλου Μπαλόγλου, σχετικά με τα «Επώνυμα από την Αλβανική».
Αξίζει κάποτε να επανεκδοθεί το Λεξικό της Αρβανίτικης γλώσσας του Μάρκου Μπότσαρη.

                                              Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα, «Κοινωνική», Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011, σελίδα 14.
Πειραιάς, Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2014             


ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ

Το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης και η συμβολή του στα Πειραϊκά δρώμενα

    Πιστό στις πειραϊκές αρχές του και την αγάπη του για τους ανθρώπους και την ευρύτερη ιστορία του Πειραιά, κυκλοφόρησε το νέο τεύχος Νούμερο 24/ 4,5,6,2010 του περιοδικού Φιλολογική Στέγη, του ομώνυμου Σωματείου.
      Το περιοδικό είναι ένα από τα μακροβιότερα του είδους του στον χώρο του-τον Φεβρουάριο του 1965 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Λογοτεχνικού Δελτίου-Περιοδικού της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά-και το διακρίνει-και φυσικά-η Πειραιοκεντρική θεώρηση της ύλης του, καθώς και η πολύτιμη πληροφοριακά, χρηστικότητά του.
Στο περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης, οφείλει να ανατρέξει κανείς αν θελήσει να αντλήσει στοιχεία για τα πνευματικά περιστατικά, τα «ιστορικά» γεγονότα, τα καλλιτεχνικά δρώμενα και άλλες αξιοσημείωτες καταστάσεις που συνέβησαν στην μικρή μας πόλη και απασχόλησαν τους Πειραιώτες. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα ξεφυλλίσει με προσοχή το ως άνω περιοδικό, και θα βασιστεί στις χρονολογικά τεκμηριωμένες πληροφορίες που με «ακρίβεια εντομολόγου» καταγράφονται στις σελίδες του, και ιδιαίτερα, σε αυτές που αναφέρονται στις χρονολογίες του βίου και των εκδόσεων των Πειραιωτών δημιουργών.
Η θεματολογία της ύλης του-ανεξάρτητα από το βαθμό της ποιότητάς της-βασιζόταν πάντοτε στο σεβασμό προς το Πειραικό γεγονός και την διαχρονική ιστορία της πόλης γενικότερα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι την επιμέλεια, την σύνταξη της ύλης και την έκδοσή του, όλα αυτά τα χρόνια την κρατά στα έμπειρα επαγγελματικά του χέρια με φροντίδα και σταθερή υπευθυνότητα ο Γιάννης Χατζημανωλάκης-πρόεδρος τότε-του ομώνυμου σωματείου.
      Η συμβολή του περιοδικού αυτού, καθώς και των άλλων που κυκλοφόρησαν και εκδόθηκαν κατά καιρούς στην πόλη μας-όπως επίσης και των τοπικών εφημερίδων-είναι σημαντική και καθοριστική στην σωστότερη αποκωδικοποίηση των ιστορικών-αρχαιολογικών-πολιτιστικών ή και γιατί όχι και των κοινωνικών προβλημάτων που απασχολούν τον ευρύτερο χώρο του Πειραιά.
Η ιστορία και ο πολιτισμός της πόλης δεν καταγράφεται μόνο στις σελίδες τους αλλά περνά με σεβασμό μέσα από αυτές. Και αν στον σύγχρονο Πειραιά επικρατεί μια κοινωνική και οικονομική παθογένεια και πνευματική καθίζηση,-όπως και στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο γενικότερα-είναι φυσικό αυτό το αδιέξοδο να αντικατοπτρίζεται και στην έντυπη εικόνα και στον γραπτό λόγο. Ο πανδαμάτωρ χρόνος, είναι αυτός που θα δικαιώσει τις συλλογικές ή ατομικές μας επιλογές στο μέλλον.
      Το παρόν ολιγοσέλιδο τεύχος αρχίζει-όπως συνήθως-με μια ενδιαφέρουσα ποιητική κατάθεση με τίτλο «Συγκομιδή Βαθύπλουτης Απελπισίας» του κυρού Πειραιώτη ποιητή και δοκιμιογράφου, κριτικού και σημαντικού διανοούμενου Στέλιου Γεράνη. Μια ποιητική κατάθεση που την διακρίνει ο βαθύς εσωτερικός στοχασμός, η αδιόρατη μελαγχολία, η ερωτηματική απαισιόδοξη διάθεση.
Αμέσως μετά, ακολουθούν οι ολιγόστιχες ποιητικές συνθέσεις του κυρού επίσης σημαντικού Πειραιώτη Κώστα Θεοφάνους. Σταλαγματιές ποιητικής θλίψης που ραντίζουν τις ψυχές μας.
Έπεται ένα μικρό αφιέρωμα στις δύο σημαντικές και ξαφνικές απώλειες που είχε αυτό το Καλοκαίρι η πόλη μας. Στον γιατρό και συγγραφέα Νίκο Σκαράκη, ο οποίος από το δικό του μετερίζι με επιμέλεια και ευσυνειδησία υπηρέτησε τα Πειραϊκά γράμματα και διακόνησε με το ιατρικό του επάγγελμα για πολλά χρόνια την πόλη. Το συγγραφικό του ταλέντο το έστρεψε κυρίως προς την συγγραφή εξαίσιων και εύληπτων βιογραφιών. Τόσο στον χώρο της λογοτεχνίας, όπως ήταν ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, αυτού του παράξενου Επτανήσιου ποιητή που δεν μας έχει διασωθεί ούτε μία φωτογραφία του, ούτε ένα σκίτσο του και η μορφή του παραμένει ακόμα για μας ένα αίνιγμα. Του μοναχικού αυτού ταξιδιώτη της ζωής και της ποίησης, που, παρά το κακοτράχαλο γλωσσικό ιδίωμά του, εξακολουθεί να μας μαγεύει και να μας θέλγει με τον οραματικό του πλούτο, την εθνοκεντρική του στόχευση, την ανδροπρέπεια του λόγου του. Με το βραβευμένο βιβλίο του «Στη Σκιά του Πεπρωμένου» 1996 (ο Νίκος Σκαράκης), αλλά και στον χώρο της ιστορίας με το έργο του «Χρόνια Θύελλας και πάθους», 1990 όπου η προσωπική χαρακτηρογραφία της ατομικής πορείας του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη του πολιτικού που σημάδεψε τον χώρο και την εποχή του, δίνεται με ακρίβεια, σοβαρότητα, ονειρική ενατένιση, νοσταλγική διάθεση και βαθειά εποπτεία των ιστορικών συμβάντων και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες του Σκαράκη σέβονται αβίαστα τα ιστορικά τους όρια, δεν ξεφεύγουν από τον ιστορικό τους στιγματισμό που τους έταξε η μοίρα, δεν πελαγοδρομούν σε ονειροφαντασίες της συγγραφικής μυθοπλασίας. Η γραφή του Σκαράκη ανακαλεί αρκετές φορές την περίπτωση του «ιστορικού παραμυθά» του Σπύρου Μελά, αλλά και, των Γάλλων βιογράφων, όπως του Μαρσέλ Μπριόν ή του Φρανσουά Μωρουά και άλλων. Οφείλουμε ακόμα να τονίσουμε και την συνεισφορά του ιατρού συγγραφέα στην έκδοση του περιοδικού «Πειραίκά Γράμματα»(1994-2004), έκδοση του Πειραϊκού Συνδέσμου.
    Το δεύτερο πρόσωπο του αφιερώματος είναι Χρίστος Αδαμόπουλος,(Αθήνα 14/9/1949-7/7/2010) που ο αδόκητος θάνατός του συγκλόνισε τον πνευματικό κόσμο του Πειραιά.
Ο Χρίστος Αδαμόπουλος διέγραψε μια πορεία στον Πειραικό χώρο που ο χρόνος θα αξιολογήσει και οι μεταγενέστεροι θα κρίνουν την έντασή της και την ποιότητά της. Για όσους όμως τον γνώρισαν από κοντά είναι σίγουρο ότι πήραν θάρρος από την αισιόδοξη διάθεσή του, την έξω καρδιά φιλοσοφία ζωής του, τις ονειροπερπατησιές του στον κόσμο της ποίησης και της γλώσσας. Ο Χρίστος, ο Κερατσινιώτης καλός οικογενειάρχης και συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος, δημιούργησε τον μύθο του εν ζωή και μέσα σε αυτό το μεταφυσικό κουκούλι άρθρωσε τον όποιο λόγο του με συνέπεια, χωρίς να το μετανιώσει και ίσως και χωρίς να τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Έπαιζε σε ένα γήπεδο ζωής με παίκτες τα οράματά του και τους άτεγκτους ονειρικούς του συμβολισμούς. Και σαν καινούργιος νεφεληγερέτης που είναι τώρα, θα συνομιλεί με άλλους δαφνοστεφανωμένους ίσκιους του πνευματικού πανθέου, ώσπου να βαρεθεί την μαγγανεία του λόγου και να καταφύγει και κείνος ιεροκρυφίως στην τεμπέλικη ησυχία της σιωπής.
     Στο τεύχος ακόμα δημοσιεύεται, η από καρδιάς επικήδεια ομιλία που εκφώνησε ο ποιητής Αντώνης Ζαρίφης στην εξόδιο ακολουθία του.
Η αναδημοσίευση του κειμένου «Αχ Αθήναι» του αξιοπρόσεκτου δάσκαλου και σημαντικού ιστορικού Σαράντου Καργάκου, από την Αθηναϊκή και μακρόβια εφημερίδα «Εστία», είναι μια αναγκαία νησίδα ανάσας μέσα στην ατμόσφαιρα του θανάτου των προηγούμενων σελίδων.
Μια σκοτεινή εικόνα μνήμης που αγωνίζεται να αναδυθεί στην επιφάνεια από το βάθος της αγάπης του συντρόφου που απόμεινε πίσω και πελαγοδρομεί ανάμεσα στο όνειρο της εδώ παρουσίας και εικόνας, που τροφοδοτεί το συναίσθημα και την σκληρή συνειδητοποίηση της απώλειας, που σημαδεύει το παρόν αυτών που έμειναν πίσω, είναι η ατμόσφαιρα που αναβρύζει το ποίημα «Το Μειδίαμα του Θεού», του Γιάννη Χατζημανωλάκη.
     Το κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Μακαρόνα, μας φωτίζει προσωπικές στιγμές του συγγραφέα με την γνωριμία του με τον Πειραιώτη ποιητή Νίκο Καββαδία.
Το Καβαφογενές τετράστιχο ποίημα «Χωρίς Τίτλο», της Ελευθερίας Χατζηδουλή εντείνει την ατμόσφαιρα θλίψης που νοτίζει αυτό το τεύχος.
   Τα 14 Χάι-Κου του Δημήτρη Λούκα, σαν μικρές ποιητολαμπίδες λάμπουν πάνω στο τζάμι των ονείρων μας. Ακολουθεί το κείμενο του Αριστείδη Πετρόπουλου, που μας μιλά για την υποβρύχια αρχαιολογία.
Ο Διονύσης Κουλεντιανός πάλι, ανοίγει μια συνομιλία με την ποίηση στο «Η ποίηση δεν φτάνει πια», που μόνος και πάλι ο συγγραφέας αγωνίζεται να υπερβεί τα αδιέξοδά της.
Στις σελίδες της βιβλιοκριτικής ο Αντώνης Ζαρίφης σχολιάζει τα βιβλία των Πειραιωτών συγγραφέων Λευτέρη Φύτρα και Στρατή Μαϊστρέλλη.
   ΤΟ Ανθολόγιο «Ο Πειραιάς στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία» που επιμελήθηκε ο καθηγητής της Ιωννιδείου και συγγραφέας Στρατής Μαίστρέλλης, έκδοση της Ιωννιδείου Σχολής Πειραιά-παρότι λείπουν αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς, παραδείγματος χάριν Αλκίφρων και άλλοι, και απευθύνεται σίγουρα σε μαθητές για να εξυπηρετήσει περισσότερο εκπαιδευτικές ανάγκες, είναι ενδιαφέρον, και εξυπηρετεί και το ευρύ αναγνωστικό κοινό μια, που συγκεντρώνει, τα περισσότερα κείμενα της Αρχαίας Γραμματείας που αφορούν τον Πειραιά.
Εδώ οφείλουμε να μνημονεύσουμε και τον Ιωάννη Μελά, ο οποίος «πρώτος» στην τρίτομη Ιστορία του, αποδελτίωσε κείμενα των Αρχαίων που αφορούν την πόλη μας, αλλά και το έργο του Χρήστου Πανάγου που και εκείνος συνέβαλε στην ανάγνωση παρόμοιων κειμένων.
     Το τεύχος κλείνει με τις αναγκαίες σελίδες της Πειραικής επικαιρότητας και το απουσιολόγιο απόντων από την πόλη μας και τον διεθνή χώρο. Και με πρώτη απώλεια του πρώην Δημάρχου Γιάννη Παπασπύρου, που θεωρώ ότι η ιστορία θα τον κατατάξει σε αυτούς τους πολιτικούς ταγούς που προσέφεραν στον Πειραιά και όχι σε αυτούς που τον κατέστρεψαν.

                                           Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα, «Κοινωνική», Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010, σελίδα 4.
Πειραιάς, Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2014.

Έξω βρέχει, κάτι τρέχει που λέει και το παλαιό άσμα.           

        

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΣ του ΠΕΙΡΑΙΑ

Προς το Σύλλογο Βιβλιοχαρτοπωλών και Εκδοτών Πειραιά

      Αγαπητέ κύριε Νίκο Παρασκευόπουλε, σαν Πειραιώτης φιλαναγνώστης και λάτρης της Πειραϊκής ιστορίας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά για την πρωτοβουλία που είχε ο Σύλλογος για τη διοργάνωση της Έκθεσης βιβλίου που διοργανώσατε και φέτος στην Πόλη μας. Μια Έκθεση που θέλω να πιστεύω ότι θα δέχεστε και εσείς δεν συμβάλει μόνο στην τόνωση της εγχώριας εμπορικής αγοράς και στην ενίσχυση του κλάδου των Βιβλιοχαρτοπωλών και ελάχιστων εκδοτών που υπάρχουν και κοσμούν το πρώτο Λιμάνι της χώρας, αλλά ενισχύει ταυτοχρόνως, τόσο τη διάδοση του βιβλίου σαν γνωστικό-πολιτιστικό αγαθό και ευχάριστο σύντροφο για όσους το επιθυμούν, αλλά ενισχύει κατ’ έτος και τους διάσπαρτους πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς κατά τη διάρκεια του μικρού αυτού πανηγυριού γνώσεως και άλλων χρήσιμων πληροφοριακών δραστηριοτήτων. Οι άνθρωποι που επισκέπτονται την Έκθεση γνωρίζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκέψεις, καταθέτουν ιδέες, απόψεις, πολλές φορές διαφωνούν-σαν γνήσιοι Έλληνες-αλλά δεν παύουν να ενδιαφέρονται για τα κοινά της πόλης τους, να εκφράζουν τις επιθυμίες τους και να εκδηλώνουν για μία ακόμα φορά τα παράπονά τους από την εκάστοτε Δημοτική αρχή.
Μια Έκθεση πρωτίστως του βιβλίου, αποτελεί ένα γεγονός για τον τόπο που πραγματοποιείται και προσφέρει την δυνατότητα στους επισκέπτες, να γνωρίσουν καλύτερα τα πολιτιστικά πράγματα που συμβαίνουν γύρω τους και να μάθουν ορθότερα την ιστορία του τόπου τους. Ασφαλώς καμία Έκθεση βιβλίου, δεν εξαντλεί την πολιτιστική και κοινωνική ιστορία της πόλης, όμως θεωρώ, ότι, είναι ένας από τους παράγοντες της ιστορικής και πολιτιστικής μνήμης των ανθρώπων.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό, επιτρέψτε μου να σας εκθέσω μερικές προτάσεις για μια ορθότερη λειτουργία των μελλοντικών Εκθέσεων στην αγαπημένη μας πόλη του Πειραιά. Αυτό το επίνειο που τόσο έχει κακοπάθει τις τελευταίες δεκαετίες.
Και αναφέρω τα εξής:
    Εφόσον η Έκθεση πραγματοποιείται στην πόλη του Πειραιά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει και ένα περίπτερο με βιβλία Πειραιωτών δημιουργών, έτσι ώστε οι επισκέπτες να γνωρίσουν το έργο και το εύρος των πνευματικών δραστηριοτήτων των Πειραιωτών που δεν είναι και λίγοι, ούτε και τόσο άγνωστοι εκτός Πειραιά;
     Δεν θα άξιζε να υπάρχουν φωτογραφίες παλαιότερων και νεότερων δημιουργών από όλους τους χώρους της Τέχνης και της καλλιτεχνίας που προσέδωσαν τιμή και φήμη στην πόλη του Πειραιά;
     Φέτος μεταξύ άλλων εορτάζεται το έτος του γνωστού πανελληνίως Πειραιώτη Νίκου Καββαδία, δεν θα ήταν χρήσιμο να γινόταν μια ομιλία ή μια εκδήλωση στο χώρο της Έκθεσης, ενώ γίνονται τόσες άλλες εκδηλώσεις για βιβλία άλλων δημιουργών εκτός Πειραιά;
     Του χρόνου θα εορτάσουμε το Έτος του Νικηφόρου Βρεττάκου, ενός δημιουργού που υπήρξε και πολιτικά-δημοτικά δραστήριος στην πόλη μας, θα άξιζε να γίνουν εκδηλώσεις και από τον Σύλλογο Βιβλιοχαρτοπωλών Πειραιά.
      Επίσης, μήπως θα κέρδιζε ο Πειραιώτης επισκέπτης αν γινόντουσαν εκδηλώσεις στο χώρο της Έκθεσης, και διάφορες ομιλίες-με σλάιτς-για το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, για το Ναυτικό Μουσείο του Πειραιά, για το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη, για την Κατίνα Παξινού, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, για τις σχολικές μονάδες που προσφέρουν τεράστια πολιτιστική προσφορά, για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, για τον Ιάκωβο Δραγάτση, για τον Παπαγιαννόπουλο-Παλαιό, για την Μαρία Περικλή Ράλλη, την Όλγα Βότση, και άλλων πολλών που δόξασαν την πόλη μας;
      Δεν θα άξιζε επίσης να έχουν παρουσία οι πολιτιστικοί και πνευματικοί φορείς του Πειραιά, και με τον τρόπο αυτόν να γίνουν γνωστότερες οι δραστηριότητές τους και οι διάφορες εκδηλώσεις τους;
     Υπάρχει ακόμα, η σημαντική συμβολή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Δήμου, του Ιστορικού Αρχείου της πόλης, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, δεν θα ήταν πρέπον σε μια Έκθεση βιβλίου να υπάρχει και η δική τους παρουσία, ή να γίνονται ομιλίες από πρόσωπα αρμόδια για την Ιστορία και τον Πολιτισμό της πόλης του Πειραιά;
     Αυτές και άλλες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου, καθώς διαβάζω στον τοπικό τύπο για την εκδήλωση της 25ης  Έκθεσης βιβλίου στο Πασαλιμάνι.
Ίσως οι σκέψεις αυτές να συμβάλλουν σε μια μελλοντική αναδιοργάνωση της αξιέπαινης αυτής πρωτοβουλίας που δεν μπορεί όμως να αγνοεί έστω και αθέλητα τους Πειραιώτες δημιουργούς, παλαιότερους και νεότερους, τα διάφορα περιοδικά και την διαχρονική πολιτιστική παρουσία του Πειραιά και εκτός της πόλης μας.
      Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω και ένα μικρό παράπονο προς τον κύριο Δήμαρχο-τον κύριο Βασίλη Μιχαλολιάκο-και τους ιθύνοντες της Έκθεσης.
Δεν θα ήταν πρέπον μετά τα εγκαίνια να επισκεφτούν από κοντά όλα τα περίπτερα της Έκθεσης; Δεν νομίζω να ήταν πολύς ο χρόνος για μια έστω τυπική επίσκεψη σε όλους τους συμμετέχοντες ή μήπως ζητάω πολλά;

                                Με εκτίμηση Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα, «Κοινωνική», Σάββατο 11 Ιουνίου 2011, σελίδα 3.

Υ. Γ. Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς στους παροικούντες στην πόλη του Πειραιά, κανενός το αυτί που λένε στην καθομιλουμένη, δεν ίδρωσε, και οι Εκθέσεις γίνονται όπως γίνονταν. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς δεν ξανακατεβήκαμε στο εμπορικό αυτό παζάρι του Πειραιά.
Υ. Γ. Παλιότερα, στην δική μου γενιά, έβλεπα βιβλιοπωλεία φυτώρια ιδεών, πολιτικών ζυμώσεων, στέκια που μπορούσες να «κερδίσεις» πνευματικά και ψυχικά, βιβλιοπώλες και εργαζόμενους που ήξεραν να σε καθοδηγήσουν σωστά όταν διέκριναν ότι ήσουν βιβλιοφάγος, ή ότι ενδιαφερόσουνα ουσιαστικά για το βιβλίο και τον πολιτισμό γενικότερα. Σήμερα φοβάμαι ότι αυτοί οι χώροι μας τελείωσαν, οι παλαιοί άνθρωποι του βιβλίου ηλικιακά έφυγαν και οι νεότεροι δεν είναι παρά μόνο έμποροι. Θα σου πουλήσουν ένα βιβλίο, σαν να σου πουλούσαν ένα οποιοδήποτε εμπορικό προϊόν. Δεν τους ενδιαφέρει τόσο η ποιότητα, όσο το κέρδος με όποιο τίμημα.
Θα πει κανείς μα και τα βιβλιοπωλεία είναι εμπορικές επιχειρήσεις και έχουν έξοδα, υπαλλήλους, κ.λ.π, το κατανοώ, αλλά φοβάμαι ότι αυτήν την δικαιολογία θα μπορούσαν και οι παλαιότεροι να την πουν. Σήμερα ακόμα και μέσα στην τεράστια πνευματική και οικονομική κρίση που περνάμε όλοι μας, η τιμή του βιβλίου είναι πολύ υψηλή. Πολλοί νέοι συγγραφείς πληρώνουν από την τσέπη τους για να εκδώσουν ένα βιβλίο, και αυτό αν είναι ποιητική συλλογή, πάει από χέρι σε χέρι και μένει μεταξύ φίλων. Οι άνθρωποι που ουσιαστικά διαβάζουν εξακολουθούν να παραμένουν ουσιαστικά λίγοι και γίνονται ακόμα λιγότεροι καθώς ο χρόνος βαραίνει πάνω τους, και τα αδιέξοδα της ζωής μεγαλώνουν. Οι νεότεροι χρησιμοποιούν είτε το ΄Ιντερνετ, είτε την Τηλεόραση, αν θέλουν να μάθουν ή να πληροφορηθούν κάτι.
Δυστυχώς οι άνθρωποι σήμερα δεν θέλουν να σκέπτονται, δεν θέλουν να προβληματίζονται, δεν θέλουν να θέτουν ερωτήματα όσον αφορά την ίδια τους την ζωή, κοιτούν μόνο την πάρτη τους, την τσέπη τους και ες αύριον τα χειρότερα.
Γίναμε όλοι μας εκόντες άκοντες Μαρξιστές, δηλαδή, βάλαμε την οικονομία στο κέντρο της ζωής μας και των διαφόρων σχέσεών μας. Αυτή όμως είναι η ζωή, δεν μπορεί κανείς να σταματήσει την εξέλιξη, ίσως ήρθε η στιγμή να το πάρουμε απόφαση ότι το βιβλίο με την έντυπο μορφή του μας τελείωσε.
      Και, για να θυμηθούνε οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι όπως συνηθίζουνε να λένε, παραθέτω εδώ έναν μικρό ισχνό κατάλογο βιβλιοπωλείων παλιότερων και σύγχρονων που έτυχε να συγκεντρώσω. Φυσικά ούτε εξαντλώ το θέμα, άλλοι είναι αρμοδιότεροι, ο Σύλλογος Βιβλιοχαρτοπωλών Πειραιά, να τυπώσει κάποτε πλήρη στοιχεία για αυτούς που πέρασαν από την πόλη μας, αλλά και το κυριότερο, για τους παλιότερους οι διευθύνσεις μπορεί να μην είναι αυτές; Τα στοιχεία τα ρωτούσα κατά καιρούς από διάφορα άτομα, τα όποια λάθη βαραίνουν εμένα.
Παλαιοί Βιβλιοπώλες

• Αδελφοί Λιόντη, (Ηλίας Λιόντης),
Τσαμαδού και Βασιλέως Κωνσταντίνου.
• Ιωάννης Κουβαράκης,
Αγίου Κωνσταντίνου 5.
• Δημήτρης Γκαλημανάς,
Αγίου Κωνσταντίνου 7(στο υπόγειο)
• Γεώργιος Μαυρογιώργης,
Τσαμαδού και Ζωσιμαδών και κατόπιν Σωτήρος, δίπλα από την πόρτα της Ιωννιδείου Σχολής. Πωλούσε και βιβλία μουσικής καθώς και μουσικές παρτιτούρες 
• Γεώργιος Σωτηρόπουλος,παλαιοβιβλιοπωλείο και εκδόσεις,
Κολοκοτρώνη
• Αδερφοί Μποστάνογλου,
Υπήρχε ένα μεγάλο κατάστημα, δίπλα από το παλαιοπωλείο του Γ. Σωτηρόπουλου στην Κολοκοτρώνη, του Γιάννη Μποστάνογλου, το οποίο είχε και είσοδο, από την Νοταρά, εσωτερική σκάλα. Ένα άλλο κατάστημα ήταν του άλλου αδερφού, στην οδό Νοταρά, δίπλα στο γκαράζ, κοντά στην διασταύρωση με την Βασιλέως Γεωργίου. Και ένα ακόμα, του Λευτέρη Μποστάνογλου στην διασταύρωση της Κολοκοτρώνη με την Φιλελλήνων. Για ένα μικρό διάστημα, είχε ανοίξει και ένα άλλο, του Γιάννη σε συνεργασία με την Βάσω… στην Σωτήρος, τρία μαγαζιά πριν την είσοδο της Φιλολογικής Στέγης.
• Ευαγγελία και Δημήτρης Σολωμός, «Κιβωτός»,
 Δημιουργήθηκε μετά την δικτατορία αν θυμάμαι σωστά, στην οδό Δραγάτση, στον πεζόδρομο, στο πλάι του αγάλματος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Για ένα διάστημα το ζεύγος Σολωμού είχε ανοίξει και ένα μαγαζί με παιχνίδια στην οδό Φίλωνος πίσω από την Αγία Τριάδα.
• Ιωάννης Κουτσουλέντης,
Βασιλέως Γεωργίου, κάτω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
• Σπύρος Κουσουρής,
Τσαμαδού 25, και κατόπιν Ελευθερίου Βενιζέλου 42.
• Ιωάννης Παπαδάκης,
Κολοκοτρώνη και Ιάκωβου Δραγάτση.
• Αδερφοί Μακρυγιάννη,
Στην Πλατεία Κοραή, εκεί που είναι σήμερα το «Εν Πειραιεί». Είχε κυρίως παιχνίδια.
• Μίμης και Παντελής Φερούσης,
Τσαμαδού χαμηλά, μετά την Καραϊσκου, υπάρχει ακόμα.
• Γιάννης Φερούσης,
Στην Γούναρη, εκεί που σήμερα είναι η Τράπεζα Πειραιώς.
• Νίκος Βουτεράκος,
Βασιλέως Κωνσταντίνου-νυν Ηρώων Πολυτεχνείου-(μετά την Κλινική του Κατσιβαρδάκου)
• Γεώργιος Χαρίτος,
Βασιλέως Κωνσταντίνου 20
(Η σημερινή λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου, λεγόταν παλιότερα Βασιλέως Κωνσταντίνου και στην Κατοχή Σωκράτους).
• Βασίλειος Παπαδημητρίου,
Σωτήρος και Αριστοτέλους (δεξιά),
• Αδερφοί Βαγενά, Τυπογραφείο και Βιβλιοπωλείο,
Ναυαρίνου 6
• Γιάννης Μπελεγρής,
Καραολή και Δημητρίου 14
• Σπύρος Βαλσαμίδης,
Βασιλέως Κωνσταντίνου 12.
• Θανάσης Χαραλαμπόπουλος,
Βασιλέως Κωνσταντίνου 9 ή 11.
• Σκλιάς και Βαρβαρέσσου, Τυπογραφείο και Βιβλιοπωλείο
Βασιλέως Κωνσταντίνου 30.
• Θανάσης Ζαφειρόπουλος, παλαιοπωλείο
Καραολή και Δημητρίου, με Φίλωνος δίπλα σχεδόν από τον ΟΤΕ
• Απόστολος Καλούδης/ Γρηγόρης Καλούδης,
Φίλωνος 31.
• Θρησκευτικό Βιβλιοπωλείο «Ο Σωτήρ»,
Φίλωνος, δίπλα από το καινούργιο Ταχυδρομείο
• Παναγιώτης Ντείμεντές,
Φίλωνος 33.
• Αδερφοί Θεοδώρου,
Φίλωνος 35.
• Βιβλιοπωλείο και παλαιοπωλείο του Μόφορη,
Φίλωνος 33 εντός της Στοάς.
• Βασίλειος Παρασκευόπουλος,
Βασιλέως Κωνσταντίνου 34 (κάτω από την Ράλλειο)
• Νίκος Παρασκευόπουλος, (ο γιος του)
Καραϊσκου και ΙΙ Μεραρχίας
• Σακελλαρόπουλος,
Βασιλέως Κωνσταντίνου (κοντά στα Φανάρια του Βρυώνη)
• Αδερφοί Δρακόπουλοι,
ΙΙ Μεραρχίας και Μιαούλη
• Ευτύχιος Μανταράκης,
Αγίου Σπυρίδωνος ;
• Δημοσθένης Μανταράκης,
Φίλωνος και Σκουζέ
•Γιάννης Τσιούστας,(ανιψιός και υπάλληλος στου Μακρυγιάννη)
Κολοκοτρώνη 100
• Νικόλαος Σταυριδάκης,
Σωτήρος και Αριστοτέλους, αριστερά
(τον διαδέχθηκε ο γιος του Μανώλης, και ο εγγονός του Νικόλαος στην Σκουζέ απέναντι από τα Δικαστήρια.
• Σταμούλης,
Καραολή και Δημητρίου, απέναντι από το παλιό Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
• Σταύρος Καραμπερόπουλος,
Καραολή και Δημητρίου, σιμά στο παλιό Πανεπιστήμιο Πειραιώς, το γνωστό ΠΑΠΙ.
• Βιβλιοπωλείο ΑΙΓΗΙΣ, βιβλία-εκδόσεις
Βασιλέως Γεωργίου Α΄ 11.
• Αντώνης Τσαμαντάκης,
Το πρώτο βιβλιοπωλείο ήταν μέσα στην Στοά Θεολόγου, κάτω από την Τροχαία Πειραιά και την σχολή Ξένων Γλωσσών Στρατηγάκη. Κατόπιν, εκδόσεις και βιβλιοπωλείο Χάρης και Μαρία Τσαμαντάκη, οδός Καραολή και Δημητρίου 43.
• Άγγελος Μαρκοπουλιώτης, «Νέος Κύκλος»,
Καραολή και Δημητρίου 43 και Καραϊσκου(το παλαιό βιβλιοπωλείο του Αντώνη Τσαμαντάκη)
• Θρησκευτικό Βιβλιοπωλείο της Μητρόπολης Πειραιά,
Κάτω από τον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος.
• Γιώργος Ζαχαρόπουλος, βιβλιοπωλείο και εκδόσεις,
Αλκιβιάδου;
• Ακόμα θυμάμαι ένα βιβλιοπωλείο στην ΙΙ Μεραρχίας και Αλκιβιάδου γωνία, περίπου, το είχαν ανοίξει δύο κοπέλες. Και, στο τέρμα σχεδόν της Καραολή και Δημητρίου κοντά στην διασταύρωση με την Γρηγορίου Λαμπράκη, υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο,παλιών περιοδικών και δίσκων χώρος, δεξιά όπως βγαίναμε στην Λαμπράκη. Και ακόμα, κοντά στην πλατεία Τερψιθέας, υπήρχε βιβλιοπωλείο-εκκλησιαστικών ειδών των εκδόσεων "Ζωής".

Αυτό είναι το σύντομο σεργιάνι στα Βιβλιοπωλεία από μνήμης και ελάχιστες σημειώσεις που κράτησα. Τα λάθη και οι παραλείψεις βαραίνουν εμένα. Εύχομαι άλλοι που έχουν την οικονομική άνεση και την διάθεση να συμπληρώσουν την λίστα αυτή.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πειραιάς, Κυριακή, 23/2/2014 6:22:17 μμ.
    

        
    

        

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΛΕΒΑΝΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Το Παρελθόν και το Παρόν μιας Πόλεως

Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κύρια Χαρακτηριστικά-Πρώτοι Λιμένες

Μέρος Α

     Με τη θάλασσα είναι δεμένη από τα παληά τα χρόνια η ζωή του Πειραιά μας. Και στα χρόνια των Μηδικών πολέμων, στα χρόνια του Θεμιστοκλή, που στάθηκε όπως όλοι ξέρουμε ο ιδρυτής του λιμένος του, και στα μετέπειτα χρόνια.
Όταν άνθιζε η Αθηναϊκή Δημοκρατία, ο Πειραιεύς παρουσίαζε υψηλή πολιτιστική στάθμη. Ήταν λαμπρός σε θαυμάσια οικοδομήματα, ζηλευτός σε ναυτιλιακή και εμπορική διαμετακομιστική κίνηση. Είχε τότε τους Ναυστάθμους του, τα Νεώρεια, του Νεώσοικους, την περίφημη Σκευοθήκη του Φίλωνος, το «Δείγμα» το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων, όπως λέμε σήμερα, και άλλα ιδρύματα και κτίρια φημιζόμενα για την αρχιτεκτονική τους. Γεμάτα από νήες και τριήρεις ήταν τα λιμάνια του. Το λιμάνι της Μουνιχίας, της Ζέας (το σημερινό Πασαλιμάνι) χωρισμένο τότε σε τομείς προβλήτες που έφταναν και άραζαν τα καράβια που κουβαλούσαν λογής αγαθά, με συγκροτήματα αποθηκών ακόμα και εγκαταστάσεις για επισκευαστικές εργασίες σε πλοία-στα χρόνια του Περικλή, έχει βεβαιωθή, ότι τα έσοδά του, υπερέβαιναν κάθε χρόνο τα δέκα χιλιάδες τάλαντα, τεράστιο ποσό για την απώτατη αυτή εποχή-και στους νεώτερους καιρούς.
     Όταν δηλαδή έζησε τις επιδρομές και τους καταστροφικούς βανδαλισμούς των Ρωμαίων του Σύλλα, των Τούρκων, των Γότθων, και των Ενετών του Μοροζίνη, μέχρι της αυγής της 25ης  του Γενάρη του 1824 που το ξεσηκωμένο Γένος, τον απολύτρωσε από τον μακραίωνα ζυγό της Τουρκοκρατίας, κι’ άρχισε έκτοτε ο νέος κύκλος της ανθήσεως της ζωής του, που συνεχίζεται σταθερά ως τα σήμερα.
     Σαρανταένας οικιστές υπήρχαν στον Πειραιά σ’ αυτή την έρημη και κατάγυμνη γη, πούχε αντικρίσει μερικά χρόνια νωρίτερα από την Επανάσταση, στο 1806, σαν είχε έρθει ο Σατομπριάν στον Πειραιά, τότες που δεν υπήρχε στο λιμάνι του παρά η παράγκα του Τελωνείου, με έναν Τούρκο τελωνοφύλακα, και ο Γάλλος Καυράκ, πούχε εγκατασταθή με τους δικούς του κοντά στα άμορφα, τα πρωτόγονα μουράγια του ελάχιστοι ψαράδες και καιξήδες που πηγαινοέρχονταν από τα γύρω νησιά, κύρια του Αργοσαρωνικού. Την Ύδρα, την Αίγινα, την Σαλαμίνα. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι η ναυτική σύνθεση του τότε Πειραιώς ή μάλλον της ασήμαντης πόλης του πούχε αρχίσει να δημιουργήται και να διαγράφεται στα χώματά του, επεσφραγίσθηκε σαν έγινε Δήμος, στις 23 του Δεκέμβρη του 1935(προφανώς εδώ ο Χρήστος Λεβάντας κάνει λάθος στην ημερομηνία ή είναι αριθμητικό λάθος της εφημερίδας 1835),
Με την εκλογή του Δημάρχου του Υδραίου Κυριάκου Σερφιώτη.
     Βασικά στοιχεία στη σύνθεσή του λοιπόν οι άνθρωποι της θάλασσας, αυτοί που δούλευαν στα ψαροκάικα που είχαν για αραξοβόλι το κύριο λιμάνι του στα Υδρέικα, τα Σπετσιώτικα καράβια που έφταναν από τα κοντινά νησιά στο λιμάνι του, να κουβαλήσουν τα αγαθά που απέδιδαν αυτά και ο γειτονικός Μωριάς.
     Αργότερα πλάι στους θαλασσινούς, σε αυτούς που αποζούσαν απ’ τον μόχθο κοντά στο υγρό στοιχείο, άρχισαν να φανερώνονται μαγαζάτορες και μεταπράτες μεσίτες, βιοτέχνες και έμποροι και μετέπειτα με την πάροδο των καιρών και οι πρώτοι βιομήχανοι. Κύρια: Μύλοι που άλεθαν στάρι και γυφτοσιδεράδες, μηχανουργοί, υφαντές, εργοστάσια που ήταν χρήσιμα για την παραγωγή ή την επισκευή μηχανών και καζανιών, σαν χάραξε η περίοδος που είδε και ο τόπος μας να πληθαίνουν τα πελώρια καράβια με τις ψηλές αντένες και τα πανιά, τα «παπόρια» με τροχούς στην αρχή στα πλαϊνά και μετέπειτα με τους άξωνες και τις προπέλλες στις πρύμνες.
     Επακολούθησε η ανάλογη με τη ζωή του λιμανιού και της Ναυτιλίας μας ανάπτυξη του Πειραιώς. Όταν έγιναν τα πρώτα βήματα της Ακτοπλοΐας, είδε και μια χωρίς προηγούμενη άνθηση η ναυπηγοβιομηχανία του.
     Έφτασε το περιώνυμο εργοστασιακό συγκρότημα του Τζων Μάκ Δουάλ να καταπιάνεται με επιτυχίες σε ναυπηγήσεις σιδερένιων ακτοπλοϊκών σκαφών.
                                             Χ. Λ.

Σημείωση: Το πρώτο μέρος του κειμένου αυτού του Πειραιώτη συγγραφέα Χρήστου Λεβάντα, δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ»-Καθημερινή- Απογευματινή Εφημερίς, των Παναγιώτη Γεωργ. Τσουνάκου και Γεώργιου Παν. Πασαμήτρου, αριθμός φύλλου 6. 408, την Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου του 1966, στην πρώτη σελίδα. Τα Γραφεία της εφημερίδας βρίσκονταν στον Οδό Νοταρά αριθμός 77. Εκεί που και αργότερα την διατήρησε ο τελευταίος εκδότης της Παύλος Πέτσας, επί των ημερών μας μεταφέρθηκε απέναντι μέχρι το κλείσιμό της. Τα Γραφεία της εφημερίδας, ήταν ένα μικρό Γραφειάκι-αλλά τόσο ζεστό και φιλικό-κάτω ακριβώς από τα Γραφεία που εκδίδονταν τα γνωστά «Πειραϊκά Χρονικά». Στο Γραφείο εκτός από τον Παύλο Πέτσα, εργαζόταν και η Αγγελική Μαυροειδή, Κατόπιν προσετέθησαν και τα δύο από τα παιδιά του, Ο Γιώργος και η δημοσιογράφος Ροδαμάνθη Πέτσα. Στο δυναμικό της προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και ένα έμπειρο και κατατοπισμένο άτομο όσον αφορά το Ηλεκτρονικό στήσιμο μιας εφημερίδας-δούλευε χρόνια στα Πειραϊκά Χρονικά πριν αυτά κλείσουν-η Τασία Κουτσουμπού.
Από την εφημερίδα αυτή όπως πολύ καλά θυμάμαι, από την δεκαετία του 1980 που εγώ την γνώρισα μέχρι το κλείσιμό της, πέρασαν σχεδόν όλοι οι Πειραιώτες συγγραφείς και όχι μόνο. Η εφημερίδα αυτή, είναι ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο στην ιστορική και πολιτιστική πορεία του Πειραιά. Από τις σελίδες της πέρασαν και μη Πειραιώτες συγγραφείς, ήταν ανοιχτή στην θεματολογία της, χωρίς καμία παρέμβαση, δημοσιεύονταν επίσης και θέματα που αφορούσαν τα στενά Δημοτικά ενδιαφέροντα και κάθε είδους πληροφορία που είχε σχέση με τις διάφορες πολυποίκιλες εκδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών. Δυστυχώς δεν γνωρίζω αν υπάρχει και που, όλο το σώμα της εφημερίδας. Είχα ζητήσει από αυτόν τον άξιο άνθρωπο και καλό οικογενειάρχη τον Παύλο Πέτσα, να αποδελτίωνα τα πολιτιστικά πράγματα της εφημερίδας όταν κάποτε μπορούσα, αλλά δυστυχώς για τους δικούς του λόγους αυτός ο άτυχος επιχειρηματικά άνθρωπος δεν δέχθηκε.
   Στο πρώτο αυτό μέρος ο Χρήστος Λεβάντας μας δίνει ένα γενικό περίγραμμα για εφημερίδα του Αρχαίου Πειραιά. Με την δημοσιογραφική του πένα κάνει γενική αναδρομή στον Παλιό Πειραιά. Ασφαλώς τα στοιχεία που παραθέτει μας είναι γνωστά, αλλά εκείνο που αξίζει στα συγκεκριμένα σε συνέχειες σημειώματα είναι η ματιά του συγγραφέα, η απλότητα του συγγραφικού του ύφος και η επανάληψη των γνωστών μας πληροφοριών εκ των υστέρων, που εμπεδώνουν έτι περισσότερο την ιστορική αλήθεια των στοιχείων για την πόλη μας. Για τον αρχαίο Πειραιά υπάρχει η τρίτομη δυσεύρετη πια ιστορία του Αρχαίου Πειραιά, του Μελά. Κάποτε ο συγχωρεμένος πια, συγγραφέας και φιλόλογος Ηλίας Λάσκαρης μου την είχε δανείσει και την είχα μελετήσει. Ήταν ένα δύσκολο βιβλίο με πάρα πολλές σημειώσεις και σε μια γλώσσα που σήμερα πια δεν διαβάζεται. Ο τρίτος τόμος της ιστορίας αυτής αξίζει που αναφέρεται στον κλασικό Πειραιά, αλλά και πάλι η γλώσσα της εποχής είναι αποτρεπτική στην ανάγνωση του βιβλίου.
 Για τον Αρχαίο Πειραιά δεν βρίσκει κανείς μόνο πληροφορίες στον αρχαίο ιστορικό και περιηγητή Παυσανία, αλλά και σε σύγχρονους ιστορικούς όπως είναι ο Γεώργιος Στάινχάουερ, σε αφιερώματα Πειραίκών περιοδικών και σε πολλά άρθρα δημοσιογράφων, και ερευνητών που ασχολούνται με τα πράγματα του Πειραιά. Για το Λιμάνι την εξέλιξή του και την διαμόρφωσή του υπάρχουν πάρα πολλές μελέτες μικρές ή μεγάλες που έχω δημοσιεύσει στην «Βιβλιογραφία» μου για τον Πειραιά. Τώρα την έχω δημοσιεύσει και στο Μπλόκ μου για όποιον ενδιαφέρεται. Τα βιβλία του Κώστα Ζουμπουλίδη και του Γιάννη Χατζημανωλάκη, είναι χρήσιμα ανάμεσα στα άλλα για την έρευνα για την ιστορία του Λιμανιού.   

Μέρος Β

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

       Αλλά δεν ήταν το εργοστάσιο του Τζων Μακ Δούαλ, που επεδίδετο σε έργα ναυπηγικής. Και άλλα παλαιά μεγάλα σιδηροναυπηγοβιομηχανικά εργοστάσια που υπάρχουν ακόμη, όπως του Κούππα, κυλινδρόμυλοι και μερικά κλωστοϋφαντουργικά όπως του Ρετσίνα. Παράλληλα προς τις πρώτες εκδηλώσεις της βιομηχανικής του αναπτύξεως, την ναυπηγική, την σιδηροβιομηχανία, την υφαντουργική, τα κλωστήρια, κ.λ.π., αναπτύσσονταν και η βιοτεχνία και μάλιστα η ναυτιλιακή, που υπάρχει ακόμη και ο διαμετακομιστικό εμπόριο.
     Και το κυριότερο, ολοέν και αύξανε ο πληθυσμός του από τους νησιώτες που συνέρρεαν, τις οικογένειες που ζούσαν από τη θάλασσα. Μια σταθερή αύξηση που δείχτηκε να παίρνη γοργότερο ρυθμό γύρω από το 1900, όταν πια μετατοπίζονταν και η ναυτιλιακή ζωή της Ερμούπολης της Σύρας, στον ανορθούμενο ναυτιλιακό Πειραιά.
     Αισθητό έγινε ετούτο όχι μόνο στους παλμούς της ζωής του, στην σύνθεση και την προέλευση του αυξανόμενου πληθυσμού του, αλλά και στην πολεοδομική του φυσιογνωμία.
                  ΤΑ  «ΥΔΡΑΙΙΚΑ»
     Πρώτη περιοχή του Πειραιά που οικίστηκε σχεδόν αποκλειστικά από θαλασσινούς τα Υδραίικα. Πάνω από την δεξιά πλευρά του στομείου του λιμανιού του, ψηλά από του Ξαβερίου σε μια προέκταση της Πειραίκής χερσονήσου, όπου είχε στηθή άλλοτε κι ένας ψηλός σιδερένιος Σταυρός, που χρησίμευε για «Σηματοφορικός Σταθμός» δηλαδή υπήρχε πλάι του, σε μια παράγκα ένας σηματωρός, πούχε χρέος, κάθε φορά που παρουσιαζότανε στον ορίζοντα του Σαρωνικού, η σιλουέτα κάποιου πλοίου να στρέφη προς αυτό τα κυάλια του και να προσπαθή να καθωρίση έγκαιρα την εθνικότητά του, από την παντιέρα που ανέμιζε στην πρύμνη κι έπειτα να σηκώνη ψηλά στο Σταυρό, τα χρώματά της, ώστε να ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες του λιμανιού και οι πράκτορες και να προετοιμάζονται για τις διαδικασίες της αγκυροβολίας, και της ελευθεροκοινωνίας του.
     Ήταν ένας «πρωτόγονος» ετούτος τρόπος ενημερώσεως του Πειραίκού λιμανιού που σήμερα με τις θαυμαστές εξελίξεις σε μέσα ραδιοεπικοινωνίας, ούτε τον θυμάται κανείς, αφού μάλιστα δεν υπάρχει από χρόνια πολλά, ψηλά στην Πειραϊκή Χερσόνησο ούτε ο ψηλός αυτός Σιδερένιος Σταυρός, ούτε η παράγκα του σηματωρείου….
      Σχεδόν σύγχρονος με τα «Υδραίικα» διαμορφώθηκε άλλος ένας συνοικισμός θαλασσινών, τα Σαντοριναίικα, κι αυτός στην ίδια περιοχή πλάι στα Υδραίικα, γύρω από το Χατζηκυριάκειο πάνω δηλαδή από του Ξαβερίου.
                   ---------
ΒΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΑΙ

    Οι αυξανόμενοι σταθερά, αριθμοί των καραβιών και των παποριών, οι πληθυνόμενοι στόλοι της ιστιοφόρου ναυτιλίας, τα ποστάλια, τα ταχυδρομικά, και τα εμπορικά δηλαδή, τα επιβατηγά και τα φορτηγά γύρω από το 1910 και τα υπερωκεάνια και σύγχρονα η ίδρυση στον Πειραιά ναυτικών σχολών από την ιδιωτική πρωτοβουλία της σχολής μηχανικών του Πειραϊκού Συνδέσμου, στην αρχή, λίγο αργότερα της σχολής του «Προμηθέως» που ιδρύθηκε καθώς είναι γνωστό από την Ένωση Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού τροφοδότησε τον αριθμό αυτών που στρέφονταν προς την θάλασσα και τα ναυτικά επαγγέλματα.
     Ήμερα, οι ναυτικοί αποτελούν ένα από τα πιο βασικά στοιχεία στην σύνθεση του πληθυσμού του και έρχονται στην πρώτη σειρά των βιομηχανικών εργατών του. Υπολογίζονται γύρω των δέκα χιλιάδων οι ναυτικοί που είναι εγκατεστημένοι και ζούνε στην περιφέρειά του. Δύο χρόνια πρωτήτερα είχε γίνει από το ΝΑΤ σχετική απογραφή, είχαν αποδοθή οι ακόλουθοι αριθμοί: Εργάτες ασχολούμενοι στη ναυτιλία γενικά 8. 783. Απ’ αυτούς, 2. 474 ήταν αξιωματικοί γέφυρας καταστρώματος και μηχανής, και 6. 309 ναυτεργάτες, κατώτερα πληρώματα.
     Στο διάστημα που πέρασε από τότε, είναι φυσικό να έχουν αυξηθή οι αριθμοί και να έφθασαν στα επίπεδα που προαναφέραμε. Σύγχρονα αυξηθήκανε και οι συνοικισμοί των ναυτικών, οι «γείτονες των θαλασσινών», καθώς και τα ναυτικά καφενεία.
        ----------------
ΝΕΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

    Ο περισσότερος όγκος τους, εξακολουθεί να βρίσκεται συγκεντρωμένος στην περιοχή του Χατζηκυριάκειου, του Αγίου Βασιλείου, της Φρεαττύδας, και της Πειραίκής Χερσονήσου. Οι ωραιότερες, οι πιο εμφανίσιμες νεόδμητες κατοικίες που βρίσκονται κατά μήκος στην πρόσοψη της περιφερειακής λεωφόρου, μέχρι σχεδόν του περιβόλου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, ανήκουν σε πλοιάρχους και μηχανικούς εμπορικών ατμοπλοίων, γενικά σε ναυτικούς.
    Άλλος πυκνός αριθμός ναυτικών μας, είναι εγκατεστημένος στην περιοχή της Καστέλλας και προς την συνοικία της Ευαγγελίστριας. Κατά τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια έχουν δημιουργηθή οικισμοί ναυτικών και στις περιοχές του Κορυδαλλού, της Αμφιάλης και του Κοκκινόβραχου.
     Μικρότερος είναι ο αριθμός των ναυτικών που μένουν στο Πέραμα.
     Φυσικά υπάρχει και ένας αριθμός καφενείων όπου συχνάζουν οι ναυτικοί μας, όταν μένουν ξέμπαρκοι καθώς και πολλοί συνταξιούχοι θαλασσινοί. Είναι το καφενεία του «Ρολογιού»κάτω από το Δημαρχείο, του «Σαρωνικού», του «Ναυαρίνου» στην παραλία, τα Χιώτικα, τα Αντριώτικα καφενεία της Τρούμπας, του Κοτσαύτη στο Πασαλιμάνι, το «Μοντέρνο» στου πρώην Κανελλά και άλλα. Βέβαια τόσο στενά δεμένος ο Πειραιεύς με τη θάλασσα, με τη ζωή της ναυτιλίας μας, συχνά δοκιμάζεται, δέχεται τους αντίχτυπους από τις κρίσεις  που παρουσιάζονται στη ναυλαγορά, το δέσιμο πολλών ποντοπόρων σκαφών κ.λ.π. Με ένα λόγο συμμερίζεται πέρα ως πέρα τη μοίρα αυτών που αποζούν από το μόχθο τους στον υγρό στίβο.

Σημείωση: Στο δεύτερο αυτό κατά σειρά κείμενο του Χρήστου         Λεβάντα, που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου του 1966 στην πρώτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας, ο συγγραφέας μας μιλά σε γενικές γραμμές για το πρόβλημα της ναυτιλίας και της ναυτοσύνης γενικότερα στον Πειραιά. Λες και κάνει ναυτικό ρεπορτάζ αναφέρει στοιχεία για τους ναυτικούς και τις ειδικότητές τους,-που δημοσίευσε από το ΝΑΤ-και κάνει λόγο για τις πρώτες συνοικίες, τα γνωστά ΄Υδραίικα και τα γειτονικά Σαντοριναίικα.
      Για τα Σαντοριναίικα, από ότι γνωρίζω, δεν υπάρχει βιβλίο ή μελέτη. Θυμάμαι όμως ότι μέχρι τον θάνατό τους, απέναντί μας στην οδό Αίμου, στο πέμπτο διαμέρισμα του Πειραιά, έμενε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Σαντορινιών. Ο κυρ Μιχάλης και η κυρά Γιαννούλα Φλώρου. Ο κυρ Μιχάλης μάλιστα ήταν και ένας πολύ καλός καλλιτέχνης. Πρώτον, ακόμα στο παλαιό σπίτι και στο στηθαίο και στο μπαλκόνι της ταράτσας υπάρχει ζωγραφισμένη η Σαντορίνη με το λιμάνι της, αλλά θυμάμαι και άλλες ζωγραφιές λαϊκές που άρεσε στον κυρ Μιχάλη να ζωγραφίζει στους εξωτερικούς τείχους του σπιτιού. Επίσης, ο κυρ Μιχάλης ο Φλώρος εκτός από καλός οικογενειάρχης υπήρξε και ένας πολύ καλός μάστορας. Ο κυρ Μιχάλης κατασκεύαζε βάρκες και μάλιστα μεγάλες βάρκες που τις έφτιαχνε από το μηδέν. Αγόραζε τα υλικά και έχοντας τα εργαλεία, δημιουργούσε τα καμάρια του όπως έλεγε. Ήταν το κάτι άλλο, να βλέπουν τα παιδικά μου μάτια την κατασκευή ενός σκάφους και πως τελικά αυτό μεταφερόταν με μεγάλο αμάξι για πού; Ποτέ δεν έμαθα. Πάντως ο άνθρωπος αυτός από την Σαντορίνη ήταν ένας πραγματικός λαϊκός τεχνίτης.
   Όσον αφορά τώρα, την περιοχή των Υδραίων, οι οποίοι όπως είδαμε και στην ιστορία του Διονύση Σουρμελή, στο κείμενο του Ιωάννη Αλέξανδρου Μελετόπουλου, οι Υδραίοι προσπάθησαν ένα χρόνο μετά την Ελληνική Επανάσταση 1822 και αργότερα να μετοικήσουν στην πόλη μας. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν. Πολύ αργότερα στις 19 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο του 1838 εκδίδεται το Βασιλικό Διάταγμα που αποτελείται από 9 άρθρα «Περί συνοικισμού Υδραίων εις Πειραιά».
    Για το θέμα αυτό, της εγκατάστασης δηλαδή των Υδραίων, αντλούμε επίσης πληροφορίες από το γνωστό και χρήσιμο βιβλίο του Γεωργίου Ν. Σαχίνη, «Οι Υδραίοι στον Πειραιά» Πειραιάς 1989, από το βιβλίο του Βάσια Τσοκόπουλου, «Πειραιάς 1835-1870» εισαγωγή στην ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ, εκδόσεις Καστανιώτης 1984, από την εργασία της καθηγήτριας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαριάνθης Γ. Κοτέα, «Η Βιομηχανική Ζώνη του Πειραιά», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997, από το βιβλίο της Σταματίνας Μαλικούτη, και το βιβλίο της «Πειραιάς 1834-1912», που εκδόθηκε το 2004, και το κατατοπιστικό μελέτημα του ιστοριοδίφη του Πειραιά, Δημήτρη Κρασονικολάκη, «Περί του συνοικισμού των Υδραίων εις Πειραιά», που δημοσιεύτηκε πρώτα στο περιοδικό Αφιέρωμα της Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά ο «Άγιος Παύλος», τεύχος 2/ του 2007, σελίδες 58-59, και αναδημοσιεύτηκε στο Πειραϊκό Λεύκωμα της ημερήσιας εφημερίδας Κοινωνική το 2010.
Από το Πειραϊκό Λεύκωμα του 2010 και την σελίδα 85 αντιγράφουμε τους Πρώτους Οικιστές Υδραίους του Νεότερου Πειραιά (1829-1836).
Αναγνώστης Κουράντος
Παντελής Χατζησωτηρίου
Βασίλειος Δασκαλάκης
Φραντζέσκος Δημητρίου
Βασίλειος Αργαστηριάρης
Γκίκας Μπινιάρης
Ιωάννης Γιουδής
Κωνσταντίνος Τζιτζίνης
Λάζαρος Ντέκας
Σπύρος Μερκούρης
Δημήτριος Αγριανίτης
Αναστάσιος Παντελέζος
Νικόλαος Σωτηρίου
Ιωάννης Αποστόλης
Ιωάννης Δαρδανός
Αντώνιος Σερφιώτης
Σπύρος Σερφιώτης
Κωνσταντίνος Τζαλίκης
Κυριακός Σερφιώτης-ο πρώτος δήμαρχος
Νικόλαος Γκίκας
Δημήτριος Βώκος
Ιωάννης Κριεζής
Νικόλαος Λαλεχός
Αργύριος Κεφάλας.
Ανοίγοντας παρένθεση(εκτός από τον πρώτο δήμαρχο του Πειραιά τον Κυριακό Σερφιώτη 23 Δεκεμβρίου 1835-
19 Απριλίου 1841, που είναι πολύ γνωστός, γνωστά μας επίθετα είναι επίσης, αυτό του Μερκούρη, του δημάρχου των Αθηνών και παππού της αξέχαστης Μελίνας Μερκούρη, του Νίκου Γκίκα, του γνωστού σημαντικού ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα, του Νικόλαου Σωτηρίου, που παραπέμπει στον μπάρμπα Γιάννη Σωτηρίου, που έγραψε τις ενδιαφέρουσες Πειραιώτικες αναμνήσεις του και τα παιδιά του διατηρούν εμπορικό κατάστημα στην οδό Τσαμαδού, του Δημητρίου Βώκου, που παραπέμπει στην περιοχή Λόφος Βώκου πάνω από την Αγία Σοφία, το Γκίκας Μπινιάρης, του γνωστού Πειραιώτη ηθοποιού και θεατράνθρωπου, και του Ιωάννη Δαρδανού, που παραπέμπει στους αδερφούς Δαρδανούς που έχουν τον γνωστό Αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Γκούτεμπεργκ.
   Τώρα όσον αφορά τις Συνοικίες και τα Καφενεία, αυτά που ενδεικτικά αναφέρει ο Χρήστος Λεβάντας, υπάρχει το γνωστό άρθρο του μουσικού Ιωσήφ Παπαδόπουλου Γκρέκα, «Τα φιλολογικά καφενεία του Πειραιώς», δες περιοδικό «Φιλολογική Στέγη»τχ.  19/ Μάρτιος 1972 σελίδα 239. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση του ιδίου άρθρου από το περιοδικό «Ηγησώ» τεύχος 1/ 10, 12, 1963 σελίδα ; εδώ υπογράφει ως Ιωσήφ Γκρέκας και είναι αφιερωμένο «Στην μνήμη του Μιχάλη Επιφάνη»
Και ακόμα από μνήμης θυμάμαι το Καφενείο Αβέρωφ στην διασταύρωση Παναγιώτη Βλαχάκου και Παλαμηδίου, υπάρχει ακόμα η επιγραφή του.
Θυμάμαι το Καφενείο Σπλέντιτ; Κάτω από τον κινηματογράφο Σπλέντιτ, του Κωστάλα, ήταν μια μεγάλη αίθουσα που τότε μετά την δικτατορία του 1967 κοντά στα 1978-1979 είχε και μπιλιάρδα μέσα στην μεγάλη αίθουσα και παίζανε οι νέοι της εποχής. Δεν θυμάμαι καλά αν υπήρχαν και τα τόσο γνωστά μας ποδοσφαιράκια.
Θυμάμαι το Καφέ-Ζαχαροπλαστείο «Μυροβόλος» κάτω από το κτήριο του τότε Γαλλικού Ινστιτούτου, που μαζεύονταν όσοι πήγαιναν για Γαλλικά( χωρίς πιάνο), σερβίριζε γιαούρτι με μέλι και καρύδι, και είχε και ωραία γλυκά. Θυμάμαι το γνωστό στην εποχή του Καφενείο των γυναικών το περιβόητο «Νατζά» στην οδό Κουντουριώτη 117 νομίζω, όπου το είχαν νέες κοπελιές και ήταν πολύ σύγχρονο για την εποχή του.
Και από πληροφορίες καταγράφω το Καφεζαχαροπλαστείο των αδερφών Πανίτσα, που βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο Αιγηίς(είναι αυτός που έχτισε και την εκκλησία Παναγία την Οδηγήτρια στον Κοκκιναρά). Το Καφενείο των Κυνηγών του Κατσούλη, στην Κουντουριώτου και Βενιζέλου. Το Καφεζαχαροπλαστείο, Ηνωμένα Βουστάσια, Ηρώων Πολυτεχνείου και Αγίου Κωνσταντίνου. Του Μπούτου που ήταν και εστιατόριο-γαλακτοτροφείο στην διασταύρωση και αυτό της Βασιλέως Γεωργίου και Κουντουριώτου και ορισμένα άλλα που δυστυχώς δεν έχω τις ακριβές στίγμα τους.
    Το άλλο κείμενο του Λεβάντα για το Καφενείο του Βρυώνη το δημοσίευσα παλαιότερα στο Μπλόκ μου.

ΜΕΡΟΣ 3
ΚΑΙΡΑΚ : Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

   Αντικρινά σχεδόν από το κτίριο της Σχολής των Ναυτικών Δοκίμων προς τα ριζά του γραφικού περιφερειακού δρόμου, προβάλλει μια μικρή ανηφορική στενωπός. Στην εμπασιά της αν σηκώσετε τα μάτια σας θα δήτε γραμμένα στην καρφωμένη ψηλά πινακίδα ένα όνομα, πολύ στενά δεμένο με την νεώτερη ιστορία αυτής της πόλεως «Καϊράκ» Είναι το όνομα ενός αινιγματικού, μάλλον τυχοδιωκτικού τύπου του Γάλλου «Μουσιού Καϊράκ» που είχε αριβάρει στα πειραϊκά χώματα, όταν ετούτα ήταν έρημα, κι’ από ίχνος ζωής, προς το τέλος του 17ου  αιώνα.
     Σύμφωνα με τα «οδοιπορικά» ξένων περιηγητών που είχαν φθάσει και ενταύθα, σε κείνους τους μακρυνούς καιρούς, δεν υπήρχαν τότε στον Πειραιά και μάλιστα γύρω από την περιοχή του αδιαμόρφωτου λιμανιού του, παρά μια ξύλινη παράγκα που χρησίμευε για Τελωνείο και στέγαζε τον Τούρκο Τελωνοσταθμάρχη και πιο μέσα, το παλιό κτίριο του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου διέμεναν λιγοστοί μετρούμενοι στα δάκτυλα καλόγεροι. Ένας ξένος χρονικογράφος της εποχής βεβαιώνει ότι δεν ήταν ούτε δύο.
     «Ριπιασμένο» φαίνονταν το χτίριο φθαρμένο και από το πέρασμα αιώνων. Καθώς ξέρουμε άλλωστε είχε ετούτο κτισθή στο διάστημα του 11ου αιώνα. Ήταν τόση η ερημία, η ανυπαρξία ζωής, σ’ αυτό το μεγάλο λιμάνι, με το λαμπρό παρελθόν, την άνθησή του ενεφάνιζε στα χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όταν με το προφητικό πνεύμα του Θεμιστοκλή, είχαν κτισθή τα περίφημα Μακρά Τείχη που υπολείμματά τους τώρα έχουν αφεθή σε πλήρη εγκατάλειψη από τους αρμοδίους που χρειαζότανε κανείς πολλή τόλμη και γενναιότητα για να μείνει και να ζη σ’ αυτή την παντέρημη την αφανισμένη από τα χρόνια του Σύλλα και του Μοροζίνη περιοχή. Ένας χρονικογράφος λέει πως και αυτοί οι ψαράδες που είχαν το αραξοβόλι τους, στο παληό και θρυλικό λιμάνι με τα πέτρινα λιοντάρια, το «Πόρτο Δράκο» όπως το ονόμαζαν οι Βενετοί, αναζητούσαν καταφύγιο σαν ξέσπαγαν μανιασμένες θύελλες στην παράγκα του Τούρκου τελωνοφύλακα, γιατί δεν υπήρχε πουθενά «σωτήρια στέγη».
    Και όμως ο περίεργος αυτός ξένος, πούχε φανερωθή στα πειραϊκά χώματα από τη Φραγκιά όχι μόνο εγκαταστάθηκε εδώ, αλλά και κουβάλησε αργότερα και την γυναίκα του και την κόρη του, κι έκτισε μάλιστα και σπίτι, το πρώτο σπίτι που είδε ο νεώτερος Πειραιάς, αφού για κάμποσο καιρό στεγάζονταν σε παράπηγμα.
      Η παρουσία του Καϊράκ, (άλλοι γράφουν το επώνυμό του με ύψιλον) στην πινακίδα το είδαμε με «γιώτα», επισημαίνεται στα χώματά μας γύρω στα 1766.
Ανάμεσα στις σελίδες των παλαιών «Οδοιπορικών» των ξένων που είχαν φτάσει τότε στον Πειραιά-πολλά μ ας είναι ήδη γνωστά μεταφρασμένα και δημοσιευμένα, κατά καιρούς σε πειραιολογικά κείμενα εντοπίων και Αθηναίων ερευνητών-υπάρχει και μια αφήγηση ενός ξένου περιηγητή προφανώς Ιταλού πούχε φτάσει στον τόπο μας, έπειτα από ένα ταξίδι του στην Ανατολή, που αποδίδει στον Καίράκ και μια «σωστική παρέμβαση του για το σκλαβωμένο γένος». Φυσικά άλλοι ερευνητές είναι αρμοδιώτεροι από μένα να εξακριβώσουν τη βασιμότητά της, γιατί φοβόμαστε μήπως δεν πρόκειται περί Ιταλού αλλά μάλλον Αυστριακού οργάνου πάντως των Δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας, που προσπαθούσαν να κατατρομοκρατούν τους «ραγιάδες» και να αποπνίγουν κάθε ελπίδα που γενιόταν στην ψυχή τους για λευτεριά.

                                                     Χ. Λ.
   Το τρίτο αυτό κείμενο δημοσιεύεται σαν συνέχεια των προηγούμενων στην ίδια εφημερίδα την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου του 1966 πάλι στην πρώτη σελίδα.

ΜΕΡΟΣ 4
ΚΑΙΡΑΚ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

   Αυτός ο περίεργος για την ύποπτη εξιστόρησή του ξένος περιηγητής, διασώθηκε σε κείμενα των καιρών με το επώνυμο Σκραφάνη. Αφηγείται λοιπόν στο «Οδοιπορικό» σε ένα ταξιδιωτικό του βιβλίο-χρωστάμε την μεταφορά του στη γλώσσα μας σε μετάφραση του Κώστα Καλλιγά γιου του μακαρίτη παλαιού Πειραιώτη διακεκριμένου δημοσιογράφου και νομικού Πάνου Καλλιγά που συνεχίζει άξια την πατρική δημοσιογραφική παράδοση και καταλέγεται μεταξύ των πιο επιτελικών συνεργατών του «Βήματος»-ότι είχε γνωρίσει τον Καϊράκ εγκατεστημένο στην έρημη πειραιώτικη γη και ότι του είχε κάνει εντύπωση τυχοδιωκτικού τύπου. Τον είχε βεβαιώσει ότι σκόπευε να αποδυθή σε εμπόριο λαδιού και σαπουνιού  κάνοντας εξαγωγές στην Μασσαλία.
    Ιδού τι αναφέρεται όμως λέξη προς λέξη στο κείμενό του, σύμφωνα με την απόδοση του προαναφερθέντος εξαίρετου συναδέλφου:
   «ένας Γάλλος λεγόμενος Καυράκ παλιότερα έμπορος, έπειτα από ποικίλες περιπέτειες στη ζωή του, μάζεψε τα λείψανα της περιουσίας του κι’ είχε ρθη στον Πειραιά, όπου έκτισε στην ακρογιαλιά σπιτάκι. Σ’ αυτό κατοίκησε με την κόρη του και τη φιλενάδα του. Τα βιβλία του, ο κήπος του, το ψάρεμα, η γειτονιά των Αθηνών, ο υγιεινός αέρας κι’ η ψυχική γαλήνη ήταν αρκετά γι αυτόν όπως κάμουν ευτυχή τη ζωή του. Υπεδέχετο όλους όσους κατέβαιναν από την Αθήνα στον Πειραιά.
     Και φθάνουμε σε μια περίεργη εξομολόγηση του Καϋράκ που την σημειώνει στο Οδοιπορικό του, ο Σκραφάνη.
    «Ενώ λοιπόν ζούσε ήρεμα κι’ ευτυχισμένα μέσα στην Πειραιώτικη ερημοσύνη μονότονα, αλλά σε πλήρη γαλήνη, άκουσε ξαφνικά σε αργοπορημένη ώρα της νύχτας, μέσα στο 1770 να του χτυπάνε την πόρτα του σπιτιού του. Ο Καιράκ που έτρεμε τότες τις επιδρομές των πειρατών, άργησε να ανοίξη. Ζήτησε πρώτα να «κατατοπισθή»ποιοι χτυπούσαν τόσο απρόσμενα την πόρτα. Τον βεβαίωσαν ότι ήταν Ρώσοι ναύτες, κι όταν άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι και τους αντίκρισε πήγε και τους άνοιξε, γεμάτος όμως αγωνία, γι αυτήν την απροσδόκητη άφιξη Ρώσων ναυτών, και την επίσκεψή του στο σπίτι του.
     Οι Ρώσοι ναύτες αφού καθυσηχάσουν του απεκάλυψαν εμπιστευτικά ότι φθάνει εκείνο το βράδυ ένα ρώσικο πολεμικό στο λιμάνι στο οποίο επέβαινε ο ναύαρχος Αλέξανδρος Παλικούτσης και ότι ήταν απεσταλμένοι του. Σε ζητάει ο Ναύαρχος να μας ακολουθήσης τώρα στο καράβι για κάτι σοβαρό να σου πη.
Και καθώς παρατίθεται και στο χρονικό του Ανθίμου, που αναφέρεται στην αυτή εποχή-ο Ρώσος ναύαρχος του εμπιστεύτηκε, ότι θέλει να βοηθήσει τους Ραγιάδες να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων, είναι δε έτοιμος να φέρει το ρωσικό στόλο, προφανώς τη μοίρα που διοικούσε για αυτό το σκοπό στον Πειραιά.
…………..
Ο Καυράκ, πέθανε το 1798, αλλά έμεινε κυρίαρχος του Πειραιά ο γυός του, που παντρεύτηκε με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών όπως αναφέρεται σε δύστυχο της εποχής.
Κυρά Μαριώ του Μαμωνά κι αγγόνι του Αστρακάρη
Μοσιού Καυράκ σε ζήτησε γυναίκα να σε πάρη.
…………………..
    Και αυτό το κείμενο το τέταρτο και τελευταίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 9/2/1966.

Όπως βλέπει κανείς, αν θελήσει ο όποιος ερευνητής της Πειραίκής ιστορίας να οργανώσει το πάζλ του προσώπου της δεν έχει παρά να ανατρέξει στις παλιές εφημερίδες του Πειραιά και να αποδελτιώσει τα διάσπαρτα πάρα πολλά κείμενα διαφόρων δημοσιογράφων και συγγραφέων, που αναφέρονται αποσπασματικά ή μη σε περιστατικά της.
Πολλά από αυτά τα κείμενα που γράφτηκαν σαν ανάμνηση παλαιών Πειραιωτών βρίσκονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που οι κατοπινοί ιστορικοί χρησιμοποίησαν για να γράψουν την δική τους ιστορία του Πειραιά.
Υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα που είναι πολύτιμα.
 Μακάρι το Πανεπιστήμιο Πειραιά, να αναθέσει σε φοιτητές του να ασχοληθούν με παρόμοιες εργασίες.
Να πάψουν να βρίσκονται στην αδιαφορία και την «μούχλα» του Ιστορικού Αρχείου της πόλης, να βγούν στην ιστορική επιφάνεια και αν αποτελέσουν το υλικό για νέες έρευνες.
Αλλά γιαυτό πρέπει και το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου, να μην ανοίγει μόνο για συνταξιούχους, δηλαδή λίγες μόνο ώρες τα πρωινά, και να στελεχωθεί από ειδικό προσωπικό που θα γνωρίζουν πως θα βοηθήσουν τους κατά καιρούς ερευνητές της Πειραικής ιστορικής αυτοσυνειδησίας. Όσο περισσότερες απόψεις ακουστούν τόσο καλύτερο για την ιστορική έρευνα και την επαναξιολόγηση των τόσα χρόνια επαγγελματικών δεδομένων αρκετών σύγχρονων αντρών και γυναικών ερευνητών.
Εδώ θα όφειλε ο Δήμος, συμπολίτευση και αντιπολίτευση να συμπλεύσουν και να ξοδέψουν χρήματα ή να διαθέσουν από χορηγίες, αντί να θέλουν να κτίσουν το Παλιό Ρολόι.
     Θεέ μου τι νυχτερίδες(και αράχνες) θα πετάξουν και πάλι πάνω από την πόλη;
Κάνουν ότι μπορούν για να δικαιώσουν τον δοτό δήμαρχο της δικτατορίας, τον Αριστείδη Σκυλίτση που βρήκε το θάρρος και το γκρέμισε.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, σημειώσεις και σχόλια, σήμερα, Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2014 που η πόλη Καρναβαλίζεται.
Πειραιάς, Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014                    

    



                          

ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

                  ΕΝ  ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ  ΕΓΓΡΑΦΟΝ

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ
ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

                     του κυρίου Ιωάννου Αλέξανδρου Μελετόπουλου

        Ο Διονύσης Σουρμελής εις την ιστορία των Αθηνών λέγει ολίγα τινά περί των ενεργειών αι οποίαι εγένοντο κατά το 1825 δια την εγκατάστασιν των Ψαριανών εις τον Πειραιά. Εκ των δύο δε παρ’ αυτού παρατιθεμένων εγγράφων, προκύπτει ότι οι Αθηναίοι δεν εδέχθησαν ευχαρίστως την σκέψιν της Προσωρινής Διοικήσεως περί οικοδομήσεως των νέων Ψαρών εις Πειραιά, ή μάλλον προβλέποντες την αύξησιν της αξίας των κτημάτων, ήθελαν να κρατήσουν δι’ αυτούς τα παραλιακά γήπεδα και τας καλλιεργήσιμους γαίας, εις δε τους Ψαριανούς να παραχωρηθή ο βράχος της Καστέλλας. Το ιστορικόν αυτό ζήτημα με απησχόλησε και άλλοτε, αλλά δεν επέτυχα τότε να εύρω άλλας πηγάς προς συμπλήρωσιν των όσων από τον Σουρμελή γνωρίζομεν.  Τελευταίως όμως χάρις εις τον φίλον μου κύριον Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, υποδιευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους, κατόρθωσα να αναγνώσω ολόκληρον την σχετικήν αλληλογραφίαν την διαμειφθείσαν μεταξύ της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος του Βουλευτικού και του Κοινού των Αθηνών. Εκ ταύτης συνάγεται ότι οι Ψαριανοί ήθελαν να εγκατασταθούν εις τον Πειραία παρά τον κεντρικόν λιμένα και ότι προς άμυναν της πόλεως από πάσης προσβολής από ξηράς εκέπτοντο ν’ αναγείρουν τείχος επί των σωζομένων μέχρι της εποχής εκείνης θεμελίων του αρχαίου. Η ιδέα όμως αυτή της δημιουργίας του Πειραιώς εματαιώθη τότε λόγω της αντιδράσεως και των περιέργων επιδιώξεων των Αθηναίων. Η εν λόγω αλληλογραφία συνίσταται εκ πολυτίμων ανεκδότων εγγράφων μεταξύ των οποίων είναι και μία αναφορά προς το υπουργείον των Εσωτερικών του Κωνσταντίνου Δεληγιάννη, όστις είχεν αποστολή εις Πειραιά μετά των πληρεξουσίων των Ψαριανών δια να εξετάση την τοποθεσίαν και τας ιδιοκτησίας. Την αναφοράν ταύτην την οποίαν θεωρώ ως το σπουδαιότερον των παριελθόντων μέχρις ημών εγγράφων της εποχής εκείνης και αφορώντων τον Πειραιά, δημοσιεύω το πρώτον ενταύθα:
     «Προς τον έξοχον Υπουργών των Εσωτερικών. Κατά την διαταγήν του υπουργείου τούτου, υπ’ αριθμό 339 απήλθον εις Αθήνας μετά των πληρεξουσιών των Ψαριανών και πρώτον εδιασχοίνισα το Παλιόν θεμέλιον του Πειραιώς, και το οποίον μέλλει να γίνη το τείχος κατά την ζήτησιν των Ψαριανών, όπου ανεβαίνει εις τον αριθμόν βημάτων 2560 και είναι ως ακολούθως από τας αρχάς του παλαιού τείχους εις τον λιμένα αντίκρυ του Κανθάρου έως της πόρτας του Πειραιά της αγούσης εις τον λιμένα βήματα 750 και απ’ αυτήν έως της εις την πόρταν της Μεσογείου Μουνυχίας βήματα 450, όμως από την πόρταν της Μουνυχίας έως την πόρταν της Ακροπόλεως βήματα 400 και από τον προμαχώνα έως την πόρταν του Φαληρέως βήματα 360 και από την πόρταν του Φαληρέως έως εις το Φάληρον όπου καταντά εις την θάλασσαν βήματα 200 αυτό είναι το όλον τείχος. Εμέτρησα ωσαύτως την ιδιόκτητον γην όπου περικλείει το τείχος και η οποία συνίσταται εις στρέμματα 163 εκ των οποίων μόνο 47 είναι προς το μέρος του λιμένος όπου θα κτισθή η πόλις, τα δε λοιπά είναι εις το μέσον του Πειραιά, όπως εν ιδιόκτητον οσπήτιον με μαγαζί και περιοχήν κτήμα των Κ. Σπύρου, Αλεξάνδρου, Παναγή Κουζέ, και Σπύρου Γιαννάκη, ένα όμοιον μαγαζί των υιών Σπυρίδων Πάλλη έτερον όμοιον του Παναγιώτη Βλάχου και Βασίλην Σαράντη αυτό είναι πλησίον του Μοναστηρίου είναι προσέτι εις την σκάλαν του Πειραιά ένας πύργος και έξι μαγαζιά εθνικά, εμέτρησα ωσαύτως και την Μοναστηριακήν γήν στρέμματα 865 και 108 δέντρα ελαιών. Εμέτρησα ωσαύτως και την Εθνικήν ομαλήν γήν στρέμματα 689 η δε λοιπή γη είναι ανώμαλος και πετρώδης. Και με το προσήκον σέβας υποφαίνομαι.
Εν Ναυπλίω τη 17 Φεβρουαρίου 1825. Ο ευπειθής πατριώτης Κωνσταντίνος Δεληγιάννης».
     Εκ του ως άνω παρατεθέντος εγγράφου μανθάνομεν πλέον ασφαλώς από αυτόπτην και αξιόλογον μάρτυρα την κατάστασιν του Πειραιώς κατά το 1825 ως και του προς την ξηράν τμήματος του αρχαίου τείχους. Κατά τον Δεληγιάννη όστις ως ο ίδιος μας λέγει, «εδιασχοίνησε το παλαιόν θεμέλιον του Πειραιώς», τούτον είχε μήκος από την πλατείαν Τζελέπη-διότι αυτό εννοεί όταν λέγη, «από τας αρχάς του παλαιού τείχους εις τον λιμένα, αντίκρυ του Κανθάρου» μέχρι της Μουνυχίας βημάτων 2560 ήτοι μέτρων 1971 και επί της πλευράς ταύτης είχε τέσσερας πύλας, την του κυρίως λιμένος, την της Μουνυχίας (Ζέας), την της Ακροπόλεως, και την του Φαληρέως (Μουνιχίας).
      Πλήν τούτων εκ της αναφοράς ταύτης, μανθάνομεν το πρώτον, ότι εις την «σκάλαν του Πειραιά» δηλαδή την παρά την σημερινήν πλατείαν Τζελέπη, υπήρχον εις πύργος-προφανώς ο λεγόμενος Ενετικός-και έξ μαγαζεία εγκαταλελειμμένα τα οποία ο Δεληγιάννης χαρακτηρίζει ως Εθνικά. Επίσης δε, ιδιοκτήται αστικών ακινήτων εις Πειραιά κατά την απομεμακρυσμένην εκείνης εποχήν, ήσαν οι Αλεξάνδρου, Κουζές, Σπύρου Γιαννάκης, Πάλλης, Βλάχος και Σαράντης.


       Εφημερίδα Η Φωνή του Πειραιώς 18 Ιουλίου 1946, σελίδα 1.

Σημείωση: Το κείμενο αυτό του ιστορικού της πόλης του Πειραιά Ιωάννου Αλέξανδρου Μελετόπουλου,-μαζί με αρκετά άλλα-το βρήκα κάποτε καθώς έψαχνα παλιές εφημερίδες της πόλης. Ο Ιωάννης Μελετόπουλος είναι γνωστός και εκτός Πειραϊκού χώρου, για τις σημαντικές εργασίες που δημοσίευσε στην εποχή του σχετικά με την ιστορία και τα πράγματα του Πειραιά, από την ίδρυσή του μέχρι των ημερών του.
Το κείμενο αυτό που μας μιλά για την προσπάθεια εγκατάστασης των Ψαριανών μετά την καταστροφή του νησιού τους από τους Τούρκους στην πόλη μας, το δημοσιεύω αυτούσιο χωρίς τις αναγκαίες ορθογραφικές  ή άλλες γλωσσικές διορθώσεις. Εκείνο που εμένα με ενδιαφέρει είναι, με τι θέματα ασχολούνταν τόσο ο ιστορικός, όσο και οι άλλοι που δημοσιογραφούσαν στα έντυπα αυτά την εποχή εκείνη.
      Ο Μελετόπουλος μας μιλά και συμπληρώνει τις πληροφορίες του Διονυσίου Σουρμελή.
    Το έργο του Διονυσίου Σουρμελή που αναφέρει ο Ιωάννης Μελετόπουλος είναι το εξής όπως εγώ το γνωρίζω και το έχω μελετήσει:
«Ιστορία των Αθηνών»,
κατά τον υπέρ Ελευθερίας Αγώνα, αρχομένη από της Επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων. Διηρημένη μεν εις βιβλία τέσσερα, συγγραφείσα δε υπό Διονυσίου Σουρμελή, έκδοση Δευτέρα, εν Αθήναις τύποις Νικολάου Αγγελίδου. Χ. Τεγόπουλος-Ν. Νίκας χ.χ. Η πρώτη έκδοση της Ιστορίας πραγματοποιήθηκε το 1853.
     Ο Πειραιάς, αναφέρεται σε αρκετές σελίδες στην Ιστορία αυτή, συνήθως πληροφορώντας μας για παλαιότερους αρχαίους συγγραφείς και των στοιχείων που μας παράσχουν για την πόλη μας. Ο Πειραιάς αναφέρεται λοιπόν στις εξής σελίδες: 75,76,102, 103, 104, 105, 152, 192, 193, 196, 197, 198, 199, 200, 203, και 246-252.
     Στο έβδομο κεφάλαιο και στην σελίδα 102 και εντεύθεν αναφέρονται τα εξής:
«Επειδή δε κατ’αυτήν την εποχήν ήλθον εις Αθήνας οι προκριτώτεροι των Ψαριανών, παρησιάσαντες εις το Κοινόν διαταγήν της Διοικήσεως περί κατοικήσεως αυτών εν Πειραιεί, δεν ευρίσκω άλλην ευκαιρίαν, ει μη την παρούσαν, να παρενείρω τα μεσολαβηθέντα περί της υποθέσεως αυτής.
     Οι Ψαριανοί αφού έχασαν την ιδίαν αυτών Πατρίδα εζήτουν μέρος αρμόδιον και συντελεστικόν δια να συνοικήσωσιν αμεταστάτως. Μετά πολλάς και σπουδαίας σκέψεις ευρίσκουσιν αντικείμενον και ζητουμένου τον Πειραιά. Όθεν αναφερόμενοι περί τούτου εις την Διοίκησιν, επιτυγχάνουσι την συγκατάθεσιν αυτής, ήτις διατάττει και προτρέπει τους Αθηναίους, να συγχωρήσουσιν εις τους απόλιδας Ψαριανούς να οικίσθώσιν εις Πειραιά.
Οι Αθηναίοι συνέρχονται περί τούτων, αναγινώσκουσι την διαταγήν, συνομιλούσι μετά των απεσταλμένων Ψαριανών, και ακούσαντες τους λόγους αυτών, σκέπτονται ιδιαιτέρως περί τούτου ως σπουδαίου πράγματος. Τέλος αποφασίζουσιν, οι μεν Ψαριανοί να κατοικήσωσι την εθνική γην του Πειραιώς, οι δε πολίται να κρατήσωσι εις ιδίαν χρείαν την ιδιόκτητον του ενταύθα Μοναστηριού του αγίου Σπυρίδωνος. Όθεν την ακόλουθον ημέραν πεντέξ των προκρίτων Πολιτών, και οι απεσταλμένοι των Ψαριανών κατέρχονται εις Πειραιά τον θεωρούν, μετρούσι τον Ισθμόν του, και παρατηρούντες, και παρεξετάζοντες τας θέσεις, ευρίσκουσιν αρμοδιωτέραν και επιτηδειοτέραν εις οικοδομήν Πόλεως εκείνην του Μοναστηρίου, παραιτούντες δι όλου την εθνικήν.
     Οι Αθηναίοι μη στέργοντες να παραχωρήσωσιν αυτοίς την γην του Μοναστηρίου. Μη θέλοντες όμως να τους ψυχράνωσι, διορίζουσι  μεν επιτροπήν έκ τινών Πολιτών να κοινοποιήση προς αυτούς ταύτα.
      Αδελφοί Κύριοι Ψαριανοί

     Οι Αθηναίοι σας εξηγούσι και αύθις δι ημών την ευχαρίστησιν, ήν έχουσιν, ότι μέλλουν να σας απολαύσωσι συγκατοίκους εις την πατρίδα των κατά την διαταγήν της Σ. Διοικήσεως. Επειδή όμως η διαταγή αύτη δεν προσδιορίζει ούτε τον τρόπον της κατοικήσεώς σας εις Πειραιά, ούτε το μέρος εις ο μέλλετε να κτίσετε την Πόλιν.. Και επειδή η γη του Πειραιώς δεν είναι όλη εθνική, αλλ’ είνε εκτός του εθνικού, και μέρη ιδιόκτητα, και του Μοναστηρίου του αγίου Σπυρίδωνος, δια τούτο κοινή γνώμη οι Αθηναίοι απεφάσισαν να στείλωσι δύο απεσταλμένους των προς την Σ. Διοίκησιν, όπου θέλουν παρευρεθή συγχρόνως και οι ειδικοί σας πληρεξούσιοι, δια να αποφασισθώσιν εκεί τα πάντα περί αυτής της υποθέσεως προς αιώνιον ειρήνην, και αδελφικήν αγάπην ματαξύ μας έρρωσθε».

                       Τη 11 Ιανουαρίου 1825
      Η επιτροπή του λαού των Αθηνών.

Προς δε την Διοίκησιν γράφουσιν ούτω.
Σ. Διοίκησις.

     Προ ημερών εφάνησαν ενταύθα απεσταλμένοι των Ψαριανών παρρησιάζοντες προς ημάς διαταγήν της Σ. Διοικήσεως, δι ης αποφασίζεται να κτίσωσι Πόλιν εις Πειραιά οι Ψαριανοί, και να κατοικήσωσιν εκεί. Το πράγμα τούτο όσον νομίζεται ωφέλιμον εις το έθνος ως αρχή νέας δόξης και ευτυχίας της Πατρίδος, τόσον εχαροποίησεν και όλους ημάς, και απεδέχθημεν ευπειθώς την διαταγήν αυτής. Ο λαός των Αθηναίων έκλεξεν επιτροπήν, ήτις εξήγησε τα τοιαύτα αισθήματά του προς τους απεσταλμένους Ψαριανούς, τους συνώδευσεν εις το να περιεργασθώσι τον Πειραιά, και να εκλέξωσι το μέρος της εθνικής γης, το αρμοδιώτερον εις τον σκοπόν των. Οι αδελφοί όμως ούτοι αντί να εκλέξωσι τον τόπον, όπου ήτον και η παλαιά Πόλις του Πειραιώς, ή τινα άλλον, εζήτησαν επιμόνως, και ζητούσι να κτίσωσι την νέαν Πόλιν των εις το μέρος εκείνο, το οποίον σύγκειται από γην ιδιόκτητον και γην του Μοναστηριού του αγίου Σπυρίδωνος, προβάλλοντες ότι δια μεν την ιδιόκτητον η Διοίκησις δίδει άλλην εις τους κυρίους αυτής, εκείνη δε του Μοναστηριού προσδιορίζεται παρά της Διοικήσεως προς αυτούς, πράγματα τα οποία εφάνησαν άδικα προς τον λαόν και δυσπαράδεκτα, επειδή και εν μέρος Αθηναίων σχεδιάζει προ χρόνων να μετοικήση εις Πειραιά, δια το οποίον και εν μέρος ηγόρασε πολλήν γην εδικήν των ενταύθα, επιθυμούντες να απολαύσωσι τα καλά του εμπορίου, κατοικούντες εις τον λιμένα τούτον, ώστε το παράδειγμα τούτο έμελλον να ακολουθήσωσι και άλλοι πάμπολλοι Αθηναίοι,. Ένεκα τούτου ο λαός των Αθηνών συγκροτήσας κοινήν συνέλευσιν αναφέρεται προς την Σ. Διοίκησιν, και παρακαλεί, ως κοινή μήτηρ να οικονομήση το συμφέρον και των δύο γνησίων τέκνων της Ψαριανών και Αθηναίων χωρίς ούτε το εν καλόν να λείψη, ούτε προς τους άλλους να γένη άδικον. Και να προσδιορίση εν μέρος μεν της εθνικής γης δια να κτισθή η των Ψαριανών Πόλις, εκείνη δε του Μοναστηριού, επειδή έχουσι περισσότερον δικαίωμα εις αυτήν οι Αθηναίοι, ήτις είναι αφιερώματα των πατέρων των, να μείνη δια τους Αθηναίους, οίτινες έχουσιν απόφασιν να κατοικήσωσι και αυτοί περί τον λιμένα. Περί δε της ιδιοκτήτου λόγος ουδείς, επειδή είνε εις όλους γνωστόν, ότι οι νόμοι εγγυώνται την ασφάλειαν της ιδιοκτησίας των Πολιτών, και ποτέ, δεν την αφαιρούσιν. Η Σ. Διοίκησιν δεν αμφιβάλλομεν, ότι θέλει αναπαύση τα δίκαια και των Αθηναίων, περιθάλπουσα και κατοικίζουσα ενταυτώ, τους Ψαριανούς εις την εθνικήν γην  του Πειραιώς, το οποίον είναι και εις ημάς επιθυμητόν, και εις το έθνος ωφέλιμον.
     Πέμπονται παρά της Πόλεως ο Πανοσιώτατος Συμεών (ούτως ετελεύτησε τω 1847 εις ηλικίαν ετών 80. Ην δε Άνθρωπος του Κόσμου, ό εστί πεφωτισμένος και έχων γνώσεις Πολιτικάς, Ιστορικάς, και άλλας βιωτικάς, σύνεσιν δε και νουν τέλειον), Ηγούμενος του αγίου Σπυρίδωνος, και ο Κύριος Αγελάκης Καγγελέρης(ούτως ήτο εκ των πρώτων οίκων των Αθηνών, χρηματίσας κατά καιρόν ένας των Προεστών της Πόλεως), να παραστήσωσι και δια ζώσης φωνής προς την Σ. Διοίκησιν τα δίκαια ταύτα των Αθηναίων.

     Την 21 Ιανουαρίου 1825
         Οι Πατριώται Αθηναίοι
(Σ. Τ.) (Έπονται αι υπογραφαί)
    Η διοίκησις δεν έπραξεν, ει μη κατά το γράμμα των Αθηναίων οι δε Ψαριανοί παρημέλησαν την υπόθεσιν.

      Τα στοιχεία αυτά που μας δίνει ο Διονύσιος Σουρμελής στην Ιστορία του, καθώς και άλλες αναφορές για την πόλη μας, είναι που εκείνα που χρησιμοποιεί και ο ιστορικός Ιωάννης Αλέξανδρος Μελετόπουλος για να γράψει το δικό του κείμενο.
Όπως φαίνεται από τα κείμενα, οι Αθηναίοι είχαν εύλογες ανησυχίες για την εγκατάσταση των Ψαριανών στην τοποθεσία που εκείνοι ζητούσαν. Ήταν μια περιοχή που την προόριζαν για τους ίδιους, πέρα στο ότι ανήκε και στο Μοναστήρι.
    Από τα διάσπαρτα αυτά κείμενα όχι μόνο του Μελετόπουλου αλλά και άλλων ατόμων που δημοσιογραφούσαν στις τοπικές εφημερίδες, διαπιστώνει κανείς, τι τεράστιο μόχθο χρειάστηκε να καταβάλουν οι απλοί και φτωχοί μεροκαματιάρηδες πρώτοι κάτοικοι, αυτοί οι μέτοικοι από όλα σχεδόν τα μέρη της τότε Ελλάδος, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης για να γίνει αυτό το ξερό, πετρώδες, και κακοτράχαλο λιμάνι, μια πόλη που άνθησαν όχι μόνο τα πνευματικά, αλλά και τα εμπορικά, βιομηχανικά και ναυτιλιακά άνθη. Ένα λιμάνι επίνειο της βλαχομπαρόκ πρωτεύουσας, που, αργά και σταθερά βρήκε την δική του ταυτότητα, ανακάλυψε το δικό του ιδιαίτερο πρόσωπο πάνω στον καθρέπτη του Χρόνου και της Ιστορίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2014.
Πειραιάς, Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, του σωτηρίου έτους του 2014.
Πρώτο Ψυχοσάββατο, υπέρ αναπαύσεως όλων ανεξαιρέτως των παλαιών κεκοιμημένων Πειραιωτών.