Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ-2. τα ποιήματα του δολοφόνου μου

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ

«Τα ποιήματα του δολοφόνου μου»,
εκδόσεις Νεφέλη-Αθήνα, 1986.

«Είπα στην ψυχή μου, ησύχασε και περίμενε χωρίς ελπίδα. Γιατί η ελπίδα θα ήταν γι’ αυτό που δεν θα έπρεπε, περίμενε χωρίς αγάπη…», γράφει στην ποιητική συλλογή του «Τέσσερα κουαρτέτα» ο Άγγλος ποιητής και δραματουργός Τόμας Στερν Έλιοτ.

Ένας κόσμος χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα, χωρίς έλεος είναι το ποιητικό σύμπαν του Πειραιώτη εκπαιδευτικού, συγγραφέα, μεταφραστή αλλά κυρίως ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη όπως εμφανίζεται στην τελευταία του συλλογή.
Ο συγγραφέας καταγράφει τον κόσμο του. Ένα σμήνος από εφιάλτες και άγχη οι ήρωες του, χωρίς ψιμύθια, χωρίς έλεος, χωρίς συγχώρεση, περιδιαβαίνουν γυμνοί, βρώμικοι, επικίνδυνοι, καραδοκούν να σε δολοφονήσουν, να σε κατασπαράξουν με όποιον τρόπο τους είναι δυνατό. ΟΙ ίδιοι, πατάνε πάνω σε κινούμενη άμμο με κάθε τους κίνηση κάθε τους ενέργεια βουλιάζουν όλο και πιο βαθειά, βυθίζονται στην δίνη των ίδιων τους των πράξεων.
Το ποιητικό σύμπαν του Πειραιώτη ποιητή θυμίζει αμυδρά την κινηματογραφική και κάπως την εικαστική γραφή του Αμερικανού ζωγράφου Άντυ Ουώρχολ, στην γνωστή τριλογία του "Σάρκα-Κάψα-Σκουπίδια" και, σίγουρα τον μυθιστορηματικό κόσμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζων Ρετς, "Οι πόλεις την νύχτα" ή την κινηματογραφική ταινία «Το ψωνιστήρι» με τον Αλ Πατσίνο.
Ένας κόσμος σκοτεινός, βίαιος, ύπουλος, επικίνδυνος,  χωρίς οίκτο για τον άλλον, χωρίς συμπόνια για τον διπλανό του, χωρίς αυτό το αναγκαίο ερωτικό βλέμμα για τον όμορο ερωτικά άλλον που καλλιεργεί την κοινωνική συνύπαρξη, που με συνειδητή επιλογή και επιθυμία, επιλέγει με άγρια χαρά και σκοτεινή ηδονή τον θάνατό του.
Γράφει ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης:
«Ένας βούρκος από επιθυμίες σαρκοβόρες,
που μας τραβάει ολοένα και πιο κάτω
εκεί προς την φωλιά του φιδιού
χωρίς να φταίει σε τίποτα κανένας
χωρίς να είναι υπόλογος κανένας».
Τα άτομα αυτά,  για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι η ικανοποίηση της στιγμής, το άμεσο υλικό κέρδος, η στιγμιαία  κατόπιν λήθη της επιλογικής τους πράξης συνεύρεσης. Ερωτικές συνευρέσεις χωρίς ψυχικό αντίκρισμα,  στιγμιαία όνειρα χωρίς υποψία πραγματοποιήσεως, ελπίδα ανέλπιδη, ψευδαισθήσεις επιθυμίας. Ο άγνωστος ή μη δολοφόνος καιροφυλαχτεί, περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία, την πιο βολική για εκείνον στιγμή για να επιτεθεί. Ύπουλος, σκοτεινός, αιμοβόρος, κουμάσι του δρόμου, χωρίς συναίσθηση των ερειπίων που αφήνει γύρω του, χωρίς κατανόηση των αδιεξόδων που θα δημιουργήσει στον άλλον και πολλές φορές, χωρίς συνείδηση των πράξεών του. Κυριαρχείται μόνο από την επιθυμία να εκδηλώσει τα πιο απόκρυφά του ένστικτα.
«Και όταν καρφώνεις το μαχαίρι σου
Εκεί ακριβώς που έκανες εξάσκηση στους εφιάλτες σου,
Θα φωνάζεις απορημένος, γιατί;», γράφει ο ποιητής.
Ένας δολοφόνος σύντροφος που σκοτώνοντας τον άλλον είναι σαν να θέλει να εξαφανίσει τις δικές του προσωπικές ενοχές, να εξαφανίσει τις προσωπικές του τύψεις αποδοχής της όμορης ερωτικής του εμπειρίας. Ο άλλος είναι ο καθρέπτης των δικών του ενοχών που πρέπει να θρυμματίσει για να αντικρίσει το δικό του αυθεντικό πρόσωπο με τις συγκεκριμένες επιλογές του.
Οι ήρωες-θήτες και θύματα του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, παίζουν παρτίδα σκάκι την ζωή τους με τον θάνατο, όπως (τηρουμένων των αναλογιών και των θεμάτων) ο ιππότης στην ταινία «Έβδομη Σφραγίδα», του Σουηδού σκηνοθέτη Ίγκμαρ Μπέργκμαν, ή πάλι, όπως οι σκορπιοί σκοτώνονται αναδιπλώνοντας την ουρά με το δηλητηριώδες κεντρί τους.
Γράφει:
«Σαν άρρωστος σκορπιός που όλο αναβάλει,
όλο διστάζει να δαγκάσει το κορμί του να τελειώνουμε»
Αυτοκαταστρέφονται για να αποφύγουν την «σχιζοφρένεια» που μέσα τους φωλιάζει, τους δηλητηριάζει τα πολιτιστικά και συναισθηματικά φιλάνθρωπα σπλάχνα της ανθρώπινης παρουσίας τους. Ένας τεράστιος βρόγχος τυλίγει την ζωή και τα προσωπικά τους όνειρά τους που αργά και σταθερά τους πνίγει.
Ο κόσμος του Ανδρέα Αγγελάκη δεν έχει λύτρωση, δεν περιμένει την έλευση κανενός παραδείσου, δεν έχει προσωπική διέξοδο, δεν έχει καθαρτήριο θα σημειώναμε ότι κάποια μυστηριώδη φωνή του φωνάζει δολογονείται. Ο Θεός λυτρωτής και παρηγορητής πατέρας είναι προ πολλού νεκρός, θαμμένος μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης σύγχρονης συνείδησης. Ο κόσμος μας ορφάνεψε ανεπιστρεπτί,  έχασε την μυθική, ψυχολογική του παραμυθία, το κουκούλι της ελπίδας του απομαγεύτηκε ιστορικά.
Κάπου αν θυμάμαι καλά ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει, ότι το κακό δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο αν εσύ το πιστέψεις. Πόσο μακριά βρισκόμαστε εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι-τα τραγικά όντα της στιγμής-όπως θα έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά και ο σύγχρονος ψαλμωδός ποιητής Οδυσσέας Ελύτης μήπως δεν γράφει τον συνταρακτικό στίχο «Το «κενό» υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του». Ένα σκοτεινό κενό που καθώς ο θήτης σπρώχνει τα θύματά του μέσα πέφτει και εκείνος μαζί του εκούσια ή ακούσια.
Γράφει και πάλι ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης:
«Το μέλλον τους σαρκάζει
Το παρόν τους φτύνει».
Ένας κόσμος κολασμένος, -όχι τόσο με την Ντοστογιεφσκικύ έννοια-, αλλά ανέραστος και σκοτεινός μέχρι θανάτου, ένας κόσμος χωρίς προσωπική ή συλλογική κάθαρση.
Μια, και αυτή ακόμα η λειτουργία της Τέχνης είναι δολοφονική.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα
«Η Φωνή του Πειραιά» αριθ. 12.898/9 Αυγούστου 1988
Πειραιάς Κυριακή 29/9/2013

Σημείωση: από το βιβλίο του Πωλ Ρικέρ «Το κακό»,
«Το να κάνεις το κακό σημαίνει να κάνεις τον πλησίον σου να υποφέρει. Η βία δεν παύει να αναπαράγει την ενότητα ανάμεσα στο ηθικό κακό και τον πόνο. Έτσι λοιπόν κάθε πράξη, ηθική ή πολιτική, που μειώνει την βία που ασκείται από τους ανθρώπους, από τους μεν εναντίον των δε, μειώνει τη στάθμη του πόνου μέσα στον κόσμο. Αν εξαλείψουμε τον πόνο που επιβάλλεται από τους ανθρώπους στους ανθρώπους και τότε θα δούμε τι θα έχει απομείνει από αυτόν μέσα στον κόσμο. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το γνωρίζουμε, τόσο πολύ η βία έχει διαποτίσει τον πόνο».

Πειραιάς, Κυριακή 11/1/2015
Διορθώνοντας τις ορθογραφικές αβλεψίες των κειμένων για τον Ανδρέα Αγγελάκη και διαπιστώνοντας το πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο λόγος του, πόσο δραματικά ορθός, βλέποντας το τι γίνεται γύρω μας, πως πια η ανθρώπινη ζωή  δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή, αντίθετα οι βαρύγδουπες ιδέες και οι αιμοσταγείς Θεοί των ανθρώπων διψούν για περισσότερο αίμα. Αλλά και η δολοφονία του φίλου του και συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα δεν φωτογραφίζει για μία ακόμη φορά τον προσωπικό του ποιητικό κόσμο;
Άραγε, ποιός προηγείται της εποχής του, ο πολιτικός ή ο ποιητής; προηγείται ο ποιητικός λόγος ή αυτή καθεαυτή η κοινωνική εγκληματική πρακτική; ο αναγκαίος και διαρκής έρωτας των σωμάτων ή η δολοφονία τους από τους ίδιους τους ερωτικούς συντρόφους;
Αιώνες Ευρωπαϊκού πολιτισμού οικοδόμησαν μια ηττοπάθεια, ανέχεια και αποδοχή των ανθρώπων απέναντι στο κακό και την δολοφονική πρακτική τους.
Δυστυχώς διαφυλάσσονται τα πνευματικά, ιδεολογικά, νομικά δικαιώματα των δολοφόνων και απαξιώνονται αυτά των θυμάτων. Δολοφόνος και θύμα εξομοιώνονται σε ένα γαϊτανάκι κοινωνικής συγχώρεσης και αποδοχής. 
Μόνο που μάλλον έτσι η Ζωή δεν μετρά, μια που όλοι μας, είμαστε παράπλευρες ενδεχόμενες απώλειες του Κακού που σιγοκαίει μέσα στο ανθρώπινο ζώο.         



ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ-1. ΣΧΟΛΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ

«Σχολικό θέατρο για Γυμνάσια και Λύκεια»,
εκδόσεις Οδυσσέας 1987.

Ποιος από εμάς τους νεότερους (της γενιάς του 1980) δεν θυμάται τις σχολικές θεατρικές παραστάσεις που ανεβάζαμε σε κάθε ιστορική επέτειο, και δεν χαμογελάει με συγκατάβαση και κάποια θλίψη.
Η Ιστορία, του τόπου μας, μετατρέπονταν σε ένα γεγονός υπερβατικό, που παραμόρφωνε την πραγματικότητα, αλλοίωνε τις κοινωνικές διεργασίες, υπεραπλούστευε τις οικονομικές αιτίες, και δόξαζε με πομπώδη και φανφαρόνικο τρόπο, τα κλέη του Έθνους και τον ηρώων του. Με τον τρόπο αυτόν και την μονοδιάστατη και μάλλον χονδροειδή διδασκαλία διαπαιδαγώγησης, αποψιλώνονταν η ιστορική κίνηση από την πραγματική της ορθολογική και επιστημονική ερμηνεία και δεν επηρέαζε θετικά τα παιδιά, δηλαδή εμάς, που τότε την διδασκόμαστε. Και εμείς με δέος, αθώοι και αφελείς, χωρίς συναίσθηση του τι συμβαίνει από την τότε παιδαγωγική των δασκάλων μας, προσπαθούσαμε κορδωμένοι και χαρούμενοι για την συμμετοχή, να αναπλάσουμε με τις παιδικές θεατρικές μας παραστάσεις το ένδοξο παρελθόν μας, υποδυόμενοι τους φημισμένους ήρωες του 1821 συνήθως.
Τέτοιου είδους και υφής θεατρικές παραστάσεις, ευτυχώς ανήκουν στο παρελθόν και εμείς μεγαλώσαμε όπως-όπως. Το σχολικό θέατρο έχει διαγράψει μια άλλη σύγχρονη και επιστημονικά ορθή πορεία, που εκφράζει τις ανησυχίες, τις ανάγκες και τους προβληματισμούς της μοντέρνας παιδαγωγικής της εποχής μας.
Και αυτούς τους νέους ορίζοντες με έναν άλλο διδασκαλικό τρόπο περιγράφει με απλότητα και λυρικό τόνο ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Πειραιώτης Ανδρέας Αγγελάκης, μέσα στα επτά μονόπρακτα του καινούργιου βιβλίου του.
Ευαίσθητος ποιητής και πολύπειρος εκπαιδευτικός και μεταφραστής ο Αγγελάκης, σκιαγραφεί από τα μέσα τα προβλήματα των μαθητών και φωτίζει με συμπάθεια τις ανησυχίες και τα πνευματικά ενδιαφέροντά τους.
Με τα μονόπρακτα αυτά, δεν επιδιώκει τόσο να κεντρίσει την ευαισθησία τους μόνο, αλλά να αυξήσει και το κοινωνικό τους κριτήριο, να κρατήσει σε εγρήγορση την πολιτική τους συνείδηση.
Έτσι η λιτή δραματουργία του έχει τόση συναισθηματική ένταση, όση χρειάζεται για να δημιουργήσει το κατάλληλο και οικείο κλίμα για τους μαθητές, και, να τους καταστήσει κοινωνούς των συγγραφικών του μηνυμάτων. Χωρίς να υιοθετεί τον άχαρο διδακτισμό, που κατά κόρο χρησιμοποιείτο τις τελευταίες δεκαετίες στα σχολεία, πετυχαίνει να αφυπνίσει την καλαισθησία τους, να παρακινήσει την φαντασία τους, και να αναπτύξει την κοινωνικοποίησή τους.
Με απλό και λαγαρό λόγο, επιδιώκει να μεταδώσει την πείρα και τον προβληματισμό του με τρόπο ανιχνευτικό, έτσι μαζί με την συγκεκριμένη ιστορική γνώση μεταδίδει, και την μέθοδο με την οποία μπορεί να κατακτήσει κανείς, και ιδιαίτερα ο μαθητής την γνώση αυτή. Η διδαχή είναι έμμεση, και το χιούμορ, ή η ένταση της δραματικότητας των διαφόρων σκηνών, βγαίνει αβίαστα από τα ίδια τα πρόσωπα ή τα γεγονότα που εμπλέκονται.
Η θεματολογία του-την οποία αντλεί από την νεότερη Ελληνική ιστορία-στηρίζεται πάνω σε δύο ομόκεντρους κύκλους με διαφορετικό ο καθένας βάθος και πλάτος.
Στον πρώτο, περιστρέφεται η ιστορία, η παράδοση, οι θεμελιακές αρχές του Έθνους των Ελλήνων, τα σταθερά σύμβολα του πολιτισμού του. Στοιχεία που τα αντιπροσωπεύουν ο κόσμος των μεγαλυτέρων.
Στον άλλον, έχουμε τον παρόν, το μέλλον, η αμφισβήτηση, ο δηκτικός λόγος, ο κυνική άρνηση, ο αυθορμητισμός που εκφράζουν οι νέοι.
Και στα επτά μονόπρακτα, η Ιστορία είναι παρούσα και προσπαθεί με τον δικό της τρόπο να καλλιεργήσει τον διάλογο με τον νέο αναγνώστη. Το παρελθόν διαλέγεται με το μέλλον και αγωνίζεται να το εγκλωβίσει μέσα στις αξίες και τις αρχές του. Από την άλλη, το παρόν υπονομεύει το παρελθόν, το χλευάζει, όχι με την άδοξη πρακτική της στείρας αμφισβήτησης, αλλά με συγκατάβαση και καρτερία, μια  και νιώθει ότι έχει ανάγκη από τα γόνιμα στοιχεία και τις καταξιωμένες σταθερές του για να σηματοδοτήσει τον δρόμο του.
Θα ήθελα να σταθώ σε δύο, από τα μονόπρακτα αυτά.
Στο Όταν ο Αύγουστος, και ο άλλος Μπάιρον.
Τα μηνύματα που απορρέουν από τα δύο αυτά έργα δεν είναι τόσο πολιτικά ή κοινωνικά όπως στα υπόλοιπα. Αλλά αγγίζουν τον χώρο των εσωτερικών διεργασιών του ανθρώπου και του ίδιου του ποιητή.
Στο πρώτο, με τον συνδυασμό του ονειρικού με το ρεαλιστικό στοιχείο, πετυχαίνει να μας μεταδώσει το θρησκευτικό συναίσθημα, όχι με τον συνήθη ηθικιστικό ή μελοδραματικό τρόπο, (όπως γινόταν μέχρι τότε παραδείγματος χάριν στα κατηχητικά που υποχρεωτικά πηγαίναμε), αλλά με νέα φόρμα και σύγχρονη συγγραφική τεχνική.
Στο δεύτερο, η δραματικότητα αυξάνει και ο λόγος γίνεται λυρικότερος-και αυτό διακρίνεται από τους μεγάλους μονολόγους σε σχέση με τα υπόλοιπα. Αφού τον Πειραιώτη ποιητή, δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει τα ιστορικά γεγονότα αυτά κάθε αυτά, αλλά να αναδείξει τον εσωτερικό κόσμο και την ταραγμένη προσωπικότητα ενός άλλου ποιητή. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο μας μιλά και για την ομοφυλοφιλία του Άγγλου  ρομαντικού ποιητή και επαναστάτη.
Εδώ ο δημιουργός βρίσκει την ευκαιρία να θυμηθεί το μοτίβο της ποίησής του. Την απομυθοποίηση όχι μόνο του ερωτικού στοιχείου, αλλά και του ίδιου του ποιητή.
Ο Αγγελάκης παρακολουθεί την εσωτερική πορεία και το δράμα που βιώνει ο Άγγλος ρομαντικός. Σκιαγραφεί μια αλήθεια παραπλήσια με την δική του και πετυχαίνει να μεταδώσει ένα καίριο και ακριβές μήνυμα. Ποιο είναι αυτό; Ότι πίσω από τη μαγεία της Τέχνης και το προσωπικό μεγαλείο του Ποιητή, ενεδρεύει η μοναξιά και ο θάνατος.
Σκληρή πραγματικότητα αλλά πραγματικότητα.
Με το βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας και ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, χωρίς να χρησιμοποιεί την φτηνή προπαγάνδα και τους παιδαριώδεις πειραματισμούς-μερικών σύγχρονων συγγραφέων παιδικού θεάτρου-καταθέτει την προσωπική του άποψη για το πώς πρέπει να γράφεται και να ανεβάζεται μια παιδική θεατρική παράσταση.
Ένα θεατρικό είδος, το παιδικό θέατρο, πολύ ενδιαφέρον αλλά και αρκετά δύσκολο. Αφού ο συγγραφέας έχει να κάνει με παιδιά ή εφήβους που είναι αρκετά σκληροί απέναντι σε αυτό που βλέπουν, ακούν και παρουσιάζεται μπροστά τους. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τον κόσμο των μεγάλων που λειτουργού άλλες θεατρικές διαδικασίες. Το παιδικό θέατρο οφείλει να έχει μια αμεσότητα και να εκπέμπει ένα διαρκές ενδιαφέρον στην φαντασία των παιδιών καθώς το παρακολουθούν, πρέπει να έχει χιούμορ και κατανοητή γλώσσα, χωρίς διδακτισμούς, ή άλλες κορώνες μηνυματικού μεγαλείου. Και σίγουρα χρειάζεται αρκετή πείρα και εμπειρία από άλλα είδη γραφής. Το θέατρο γενικότερα, προσφέρει στον ίδιο τον συγγραφέα την ευκαιρία να δει άμεσα και από πολύ κοντά τις αντιδράσεις των θεατών πάνω στο συγκεκριμένο κείμενό του. Το διάβασμα ενός μυθιστορήματος ή μιας ποιητικής συλλογής γίνεται κατά μόνας, και ο δημιουργός δεν έχει ιδέα ποιος ή πότε κάποιος αναγνώστης θα διαβάσει το έργο του, δεν το γνωρίζει. Όμως το θεατρικό έργο και ιδιαίτερα το παιδικό, έχει την αμεσότητα της επιδοκιμασίας ή της αποδοκιμασίας της στιγμής την στιγμή που παριστάνεται. Και ο δημιουργός έχει την δυνατότητα να το βελτιώσει ή να το κατεβάσει αν επιθυμεί.
Ο διευκρινιστικός και σαφής πρόλογος του βιβλίου είναι του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Τάκη Καρβέλη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιά» αριθμός 12898/9 Αυγούστου 1988.

Υ. Γ. Τον ποιητή και συγγραφέα Ανδρέα Αγγελάκη, είχα την χαρά να τον γνωρίσω από πολύ κοντά. Ήταν η εποχή που μου είχε προταθεί να κάνω εκπομπή στο πειραματικό τότε ραδιοφωνικό σταθμό του Πειραιά για την λογοτεχνία και την λαογραφία. Εγώ είχα αρχίσει ήδη να δημοσιεύω κείμενά μου και βιβλιοκριτικές σε διάφορα έντυπα στην Αθήνα και αλλού. Με τον Ανδρέα Αγγελάκη κάναμε θυμάμαι την πρώτη δοκιμαστική κασέτα με μια συνέντευξη δίωρη, την οποία πήγα στο σταθμό, και οι τότε υπεύθυνοι αφού την άκουσαν μου πρότειναν την συνεργασία. Έκτοτε κρατήσαμε μια αρκετή ζεστή φιλία, πήγαινα αρκετές φορές στο σπίτι του, και, με τιμούσε ,στέλνοντάς μου τα βιβλία που εξέδιδε.
Για τον Πειραιώτη ποιητή και συγγραφέα Ανδρέα Αγγελάκη έχω δημοσιεύσει  αρκετά κείμενα, και έχω και άλλα ανέκδοτα. Τα γράφω αυτά για να πω το εξής. Ο ποιητής αυτός της γενιάς του 1970 είναι η σημαντικότερη φωνή στον Πειραϊκό χώρο. Μετά τους παλαιότερους Χαντζάρα, Λεβάντα, Νιρβάνα και άλλους και τους αμέσως επόμενους Στέλιο Γεράνη, και Βασίλη Λαμπρολέσβιο, για να σταθώ μόνον στην ανδρική παρουσία, ο Αγγελάκης είναι ότι καλύτερο και γνωστότερο υπάρχει πανελλαδικά στον χώρο του Πειραιά.
Παρόλα αυτά αγνοήθηκε συστηματικά από το Πειραϊκό κατεστημένο με επιδεικτικό τρόπο και, όπως θυμάμαι από συζητήσεις μας ούτε καν τον καλούσαν στις συγκεντρώσεις τους οι διάφοροι αγράμματοι και συμφεροντολόγοι παρατρεχάμενοι των λογοτεχνικών σαλονιών και συγκεντρώσεων. Δυστυχώς το έχω γράψει και άλλες φορές, ο Πειραιάς ατύχησε και πνευματικά ποδηγετήθηκε παράλογα από ανθρώπους που δεν άξιζαν και δεν ενδιαφερόντουσταν ουσιαστικά ούτε για την Πόλη, ούτε για την λογοτεχνία. Παρά μόνον πως θα ακουστούν αυτοί, και μια κλειστή παρείτσα που δεν είχε μυρωδιά του τι σημαίνει καλλιτεχνική παράδοση. Και, το κυριότερο, δεν διάβαζε ούτε ενημερωνόταν για τις εξελίξεις στον χώρο της Τέχνης. Απλά κρατούσαν τα πόστα, και αλληλολιβανίζονταν μεταξύ τους περιμένοντας τον χρόνο να διαλύσει την ομάδα αυτή.
Δυστυχώς όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, πέσαμε πάνω στην καταστροφική πανελλαδική κρίση, και έτσι τίποτα δεν άλλαξε, και το κακό ήδη είχε γίνει.
Όμως με την συμπεριφορά αυτή, χωρίς να παραγνωρίζω και τα θετικά της παρείτσας αυτής, πάμπολλες συγγραφικές και άλλες φωνές αηδιασμένες από την εχθρότητα και την αδιαφορία, εγκατέλειψαν την πόλη του Πειραιά, και δεν συμμετείχαν στα κοινά, ούτε στην όποια πνευματική κίνηση. Ο Πειραιάς και οι άνθρωποί του, που θα όφειλαν οι ίδιοι να αρνούνται να βραβεύονται συνέχεια από βαρεμάρα τουλάχιστον, και να είχαν παραιτηθεί νωρίτερα από τα συγκεκριμένα πόστα, έδιωξαν την ικμάδα της πόλης και κράτησαν τα πεπαλαιωμένα υλικά. Ατυχήσαμε σύντροφοι Πειραιώτες. Ευτυχώς και άλλοι όπως και εγώ σαν συγγραφέας κράτησα μια σταθερή επαφή με την πρωτεύουσα και άλλες πόλεις της Ελλάδας και έτσι ίσως διέσωσα κάποια γραπτά μου.
Ο Ανδρέας Αγγελάκης επίσης, στάθηκε τυχερός. Είναι αυτός που θα μείνει στην Ελληνική γραμματολογία, και ιστορία, όταν οι άλλοι ή οι άλλες που τον αγνόησαν θα ξεχαστούν και ευτυχώς.
Μόνο ο συγχωρεμένος ο Χρήστος ο Αδαμόπουλος μου είχε εκφράσει την αγάπη του και τον θαυμασμό του για τον ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και ας απείχαν έτη φωτός οι κόσμοι τους. Οι άλλες, παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες του Πειραιά, που δεν άνοιξαν ποτέ τους ένα βιβλίο, και δεν έγραψαν και τίποτα το σημαντικό, μιλούσαν αρνητικά για αυτόν.
Κρίμα για άλλη μια φορά όχι μόνο για τους εναπομείναντες παραλογοτεχνίζοντες αλλά και για τον Πειραιά, που δεν κατάλαβε ποτέ του τι υλικό αναξιοποίητο είχε στην διάθεσή του.
Για άλλη μια φορά, Πειραιάς τέλος.



ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΚΟΛΗΣ-ΦΟΝΙΣΣΑ του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΞΕΝΟΦΩΝ  Α.  ΚΟΚΟΛΗΣ

«για τη «ΦΟΝΙΣΣΑ» του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις University Press Studio, Θεσσαλονίκη 1995.

Ο Άλλος είναι αυτό που μου επιτρέπει να μην επαναλαμβάνομαι επ’ άπειρον.

Ζακ Μποντριγιάρ

Η Φόνισσα, από τότε που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια του 1903, είναι μάλλον το πιο διαβασμένο και σχολιασμένο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σημείο αντιλεγόμενο, δεν παύει να απασχολεί τους ερμηνευτές του έργου του. Στην ενδεικτική βιβλιογραφία του Ξενοφών Α. Κοκόλη σελίδα 41, αναφέρονται πάνω από 35 συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το έργο.
Ίσως να μην είναι και τόσο άστοχο αν σημειώναμε ότι οι ήρωες του κυρ Αλέξανδρου «σπάνια» αποκαθηλώνονται από τον σταυρό της ορθόδοξης ερμηνευτικής. Όπως γίνεται παραδείγματος χάριν με τον Έλληνα Φάουστ, τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, στο μυθιστόρημά του η «Γυφτοπούλα» και αλλού, όπου η διλημματική του σκέψη ξετυλίγεται σε όλο της το μεγαλείο και την σιγαλή αμφιβολία. Εκεί που, ο ερωτικός παγανισμός και αισθησιασμός, υποσκάπτει τον χριστιανικό ασκητισμό. Είναι οι οριακές στιγμές του πεζογράφου των νεκραθέμνων της μνήμης, όπου απεκδύεται την χριστιανική αλουργίδα για να περιβληθεί την αισθήτα του παγκόσμιου δημιουργού. Είναι οι συγγραφικές στιγμές του Έλληνα στοχαστή που ανακαλύπτει την πεμπτουσία των προτύπων της δημιουργικής του ύπαρξης, στα παγκόσμια λογοτεχνικά σύμβολα και δέχεται να περιπλανηθεί η σκέψη του, μέσα στον λαβύρινθο των Ευρωπαϊκών άκρων, παρά να εγκλωβιστεί στις κάθε είδους εντοπιακές λογοτεχνικές ακρότητες.
Εκείνο που δυνάστευσε συνήθως τους Έλληνες δημιουργούς του προηγούμενου αιώνα, αλλά και των αρχών του παρόντος-ίσως ακόμα και σήμερα-είναι μια ενδόμυχη στάση μαρτυρίου. Συνήθως «ηδονίζονταν» χαρμολυπικά να αντικρίζουν τους ήρωές τους πάνω στον σταυρό, και μάλιστα όταν ο σταυρός ταυτιζόταν με το γεωγραφικό σώμα της Ελλάδας, των παραδόσεών της, των ηθών και των εθίμων της. Έτσι, κάθε απόπειρα αποκαθήλωσης της προβληματικής τους από τα στενά επαρχιακά όρια της γενέθλιας γης, τους φοβίζει, ή στην καλύτερη περίπτωση, τους ήταν αδιάφορη. Το αποτέλεσμα ήταν να πρυτανεύει τόσο από την πλευρά των κάθε είδους δημιουργών, όσο και από την πλευρά των ερμηνευτών και σχολιαστών τους, μια Ελληνοκεντρική «ιδεοληπτική» αιμομιξία. Τα πάντα ερμηνεύονταν με αφετηρία την Ελλαδική κρατική πραγματικότητα. Πέραν αυτής το πνευματικό χάος, η άσκοπη περιπλάνηση στην εντεύθεν της καθ’ ημάς Ανατολή κόλαση. Έπρεπε να εμφανιστούν στο στερέωμα ένας Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας Μιχαήλ Μητσάκης, ένας Γεώργιος Βιζυηνός, ή αργότερα ένας Νίκος Καζαντζάκης, ένας Κωνσταντίνος Καβάφης…, για να αρχίζει σταδιακά να απεγκλωβίζεται ο πνευματικός λόγος των Ελλήνων από τα στενά όρια της πτωχής αλλά τίμιας Ελλάδος.
Αν αληθεύουν οι παραπάνω επιγραμματικές απόψεις, θεωρώ ότι η «Φόνισσα» του κυρ Αλέξανδρου, όπως και άλλα του έργα, οφείλουν να ερμηνευτούν μάλλον και να σχολιαστούν κάτω από μιαν άλλη Ευρωπαϊκή προοπτική.
Ποια η συγγένεια παραδείγματος χάριν του έργου Ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, οι «Δαιμονισμένοι» με την «Φόνισσα»;
Ή πως παρουσιάζεται (αυτός) ο αχαλίνωτος εκβακχευμός των σκοτεινών ενστίκτων των ηρώων μέσα στο έργο του κυρ Αλέξανδρου, αλλά, και του μη χριστιανού, παγανιστή Άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ;
Και, ακόμα αν θέλετε, οι δαιμονιακές ορμές του ερωτικού συναισθήματος, έτσι όπως αναδύονται στο έργο του Πλάτωνα «Συμπόσιο», μπορούν να αντιστοιχιστούν στο έργο του Παπαδιαμάντη;
Και με το σύμβολο αυτό της παγκόσμιας ηρωίδας που είναι η Φόνισσα, της γυναίκας που χάνεται στα βένθεα του πελάγους του πεπρωμένου, και της τραγικής μοίρας, ασχολείται ο καθηγητής και συγγραφέας Ξενοφών Α. Κοκόλης.
Ο κύριος Κοκόλης, είναι επίκουρος καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Οι τίτλοι των βιβλίων του, ξεπερνούν τους δέκα, ενώ κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Η εργασία του αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το πρώτο, έχει τον τίτλο «Αυτό-και Ετερο-βιογραφισμός στην Φόνισσα», και το δεύτερο «Όνειρα και άλλα στη Φόνισσα».
Η μελέτη περατώνεται με έναν μονοσέλιδο Πίνακα ονομάτων του βιβλίου.
Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε επτά ευσύνοπτα κεφάλαια.
Στο πρώτο από αυτά ο μελετητής με διακριτική ειρωνεία μας κάνει λόγο για τους κάθε λογής Παπαδιαμαντολόγους και την ανεπίγνωστη μάλλον αμβλυωπία τους, όσον αφορά την ερμηνεία του έργου, δίδοντάς μας έναν εύστοχο χαρακτηρισμό για τους φανατικούς ή μη, φιλαναγνώστες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ονομάζοντάς τους «Προχειρογράφους πανηγυριστές».
Ακροθιγώς στέκεται στα πρωτοβάθμια ερωτήματα του κοινωνικού μυθιστορήματος. Κατά πόσον δηλαδή, ο συγγραφέας ταυτίζεται με την ηρωϊδα του-αυτοβιογραφείται ή κατά πόσον ετεροβιογραφείται-, περιγράφει γεγονότα «εξ όσον είδα ιδίοις όμμασιν» όπως θα μας έλεγε ο ίδιος ο κυρ Αλέξανδρος.
Αναφέρει τέλος, μια ενδεικτική Παπαδιαμαντική κριτικογραφία-από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου έως τον Στέλιο Ράμφο-και, σχολιάζει, συγκρίνει τις απόψεις των διαφόρων μελετητών και την ιδεολογική τους αμηχανία να εντάξουν την «Φόνισσα»στο προκατασκευασμένο πολλές φορές αγιαστικό μοντέλο τους.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, προτάσσονται δύο ρήσεις. Του κυρ Αλέξανδρου, και του καθηγητή και συγγραφέα Παναγιώτη Μουλλά, που υποδηλώνουν την ερμηνευτική του πορεία.
Στο κεφάλαιο αυτό, επαναδιαπραγματεύεται το ερώτημα κατά πόσον ταυτίζεται ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης με την ηρωίδα του Φραγκογιαννού. Και, επίσης, διερευνά αν υπάρχει, και πόση συνεργεία ψυχών, ή ευαισθησίας, συνταύτιση ή παραλληλία ιδεών και σκέψεων ανάμεσα στον Σκιαθίτη και την θεία Χαδούλα. Στέκεται ακόμα στις δονκιχωτικές ετυμηγορίες υπερασπιστών ή επικριτών του Παπαδιαμάντη, και θέλοντας να οικοδομήσει την επιχειρηματολογία του, ο μελετητής, συσχετίζει το σύντομο τραγούδι που υποψιθυρίζει η θειά Χαδούλα στο τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, που γράφτηκε το 1903 αρχές του 20ου αιώνα, με ένα ποιητικό κείμενο 22 στίχων του Παπαδιαμάντη που γράφτηκε το 1874.
Καίρια επισήμανση, όπως και η άλλη, που αναφέρει ο μελετητής για το πανηγυρικό άρθρο του κυρ Αλέξανδρου, που γράφηκε το 1892 και μας μιλά για τον «ανάποδο αντικατοπτρισμό του Κόσμου».
Στα βραχύλογα κεφάλαια, τρία και τέσσερα, αφού μας μιλά για την τεχνική της πραγματολογικής σχολής που αναφέρει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, μας ξετυλίγει την πρόθεσή του να αναζητήσει την πεζογραφική τεχνική του Παπαδιαμάντη, στην διαδικασία δηλαδή της έμπνευσής του. Κατόπιν καταγράφει τις γεωγραφικές τοποθεσίες της νήσου Σκιάθου, ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, έτσι όπως συναντώνται στο έργο και σε άλλα κείμενα του Σκιαθίτη.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, αναφέρονται δεκαπέντε περίπου πρόσωπα, τα οποία είναι μεταφερμένα από την ιστορική πραγματικότητα στο κοινωνικό μυθιστόρημα ή δανείζονται ορισμένα χαρακτηρολογικά στοιχεία τους από «πραγματικούς» χαρακτήρες.
Στο έκτο κεφάλαιο, ερευνά διάφορα άλλα θεματικά στοιχεία της Φόνισσας, που επανέρχονται και στο υπόλοιπο συγγραφικό έργο του κυρ Αλέξανδρου.
Τέλος, το πρώτο μέρος κλείνει με μια προτροπή για την συνέχιση της Παπαδιαμαντικής έρευνας, την επισήμανση του δημιουργικού ρόλου της φαντασίας του συγγραφέα και μια ενδεικτική βιβλιογραφία από 37 λήμματα που αναφέρονται στην Φόνισσα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο καθηγητής και συγγραφέας Ξενοφών Α. Κοκόλης, μας κάνει λόγο για τον ρόλο και την σημασία των Ονείρων μέσα στο έργο αυτό. Συνολικά ερευνώνται επτά όνειρα, που έχουν άμεση σχέση με την Φραγκογιαννού, και, τρία που έχουν σχέση με την Αμέρσα (το προειδοποιητικό), τη Δελχαρώ (το μισό όνειρο) και με τον Κωνσταντή (τα ασαφή και ανάποδα όνειρα).
Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του καθηγητή Κοκόλη, είναι αξιοπρόσεκτες και εισχωρούν σε βάθος, πέραν από τις όποιες θεμιτές διαφωνίες μπορεί να έχει ο αναγνώστης.
Η ψυχαναλυτική αυτή προσέγγιση της Φόνισσας, που προτάσσει ο ερευνητής είναι πρωτότυπη και, ανοίγει δρόμους για μια Φροϋδική εξέταση του έργου. Αφού το Όνειρο είναι η «βασιλική οδός» που οδηγεί στην γνώση του ασυνειδήτου, όπως σοφά μας λέει ο πατέρας της Ψυχανάλυσης.
Τέλος, το ερώτημα ίσως παραμένει και μετά την ανάγνωση του βιβλίου ανοιχτό.
Η θειά Χαδούλα σκότωνε τα θηλυκά κορίτσια ή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Ή μήπως και οι δύο; Ή μήπως οι φόνοι διαπράττονται μόνο μέσα στην φαντασία του αναγνώστη;

Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1996, σελίδα 5.

Πειραιάς 28/9/2013.
Υ. Γ. και μέσα στο πνεύμα των δύστοκων ημερών, τον θάνατο ενός νέου Πειραιώτη καλλιτέχνη και την φυλάκιση Ελλήνων βουλευτών, στο έργο του «Η θρησκεία» ο φιλόσοφος Εμμανουήλ Καντ, γράφει:
«το ριζικό κακό είναι εκείνο που βρίσκεται στην ανθρώπινη φύση και προς το οποίο ο άνθρωπος έχει μια φυσική κλίση. Το κακό αυτό είναι ριζικό γιατί διαφθείρει τον γνώμονα όλων των αρχών. Συγχρόνως, ως φυσική κλίση που είναι, δεν μπορεί να εξαφανιστεί με ανθρώπινες δυνάμεις, γιατί αυτό μπορεί να γίνει μόνο με καλές αρχές, πράγμα που είναι αδύνατον όταν ο ανώτατος υποκειμενικός γνώμονας όλων των αρχών είναι διεφθαρμένος….»


ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. ΡΗΓΑΤΟΣ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ  ΡΗΓΑΤΟΣ

«Τα ιατρικά στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις, Δόμος 1996.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας λαϊκός θεολόγος που, διατύπωσε τις απόψεις του με διηγηματικό ή μυθιστορηματικό τρόπο.
Το έργο του είναι διαποτισμένο από τα νάματα της ορθόδοξης παράδοσης. Οι κανόνες ζωής, οι πνευματικές αξίες, οι αρχές ήθους της ορθοδοξίας, ορίζουν, και, τις περισσότερες φορές ποδηγετούν τα κείμενά του εκούσια. Αυθεντικός χριστιανός ψαλμωδός, ύμνησε εκ βάθους καρδιάς την πίστη των προγόνων του, και πρόσφερε θυσία την «εσπερινή» ζωή του στο Θεό των πατέρων του.
Με απαράμιλλο ταλέντο ιχνογράφησε τα πάθη και τους καημούς των κατοίκων του νησιού του και όχι μόνο. Με την πέννα του «καθαγίασε»την διηγηματογραφία της γενιάς του. Οι απλοί, βασανισμένοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι της εποχής του, «ανακάλυψαν»την ψυχή τους στο έργο του. Η γραφή του, ως θυμίαμα αναπέμπει το ήθος των συναισθημάτων τους, και, ευωδιάζει από την αγαθότητα των προθέσεών τους.
Με τον απόκοσμο Σκιαθίτη ανατέλλει και δύει μάλλον, ότι ονομάζουμε «εορταστική ορθόδοξη διηγηματογραφία». Ο μυθιστοριογράφος Φώτης Κόντογλου που συγγενεύει πνευματικά μαζί του, είναι περισσότερο «κοσμικός» και αρκετά ακραίος και συντηρητικός. Ενώ ο συγγενείς του διηγηματογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, μάλλον υπολείπεται στο σχεδιασμό γραφής του έργου του.
Ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και σχολιασμένα κείμενα-μυθιστόρημα του αυτόβουλου ερημίτη, είναι και η πασίγνωστη και πολυδιαβασμένη «Φόνισσα».
Στο έργο αυτό ο κυρ Αλέξανδρος, «εκπνευματώνει» ίσως τις χριστιανικές αρετές και τις μεταστοιχειώνει σε κοινωνική αναγκαιότητα. Χωρίς να απεμπολή το ορθόδοξο κοσμοείδωλο, το εμπλουτίζει με τους αναγκαίους ερμηνευτικούς κοινωνιολογικούς κώδικες, και μέσα από την τραγικά ιδιαιτεροποιημένη οπτική του ψυχογραφεί τις δραστηριότητες και αντιξοότητες της νησιώτικης γυναίκας και καταγράφει τα πολυποίκιλα γεγονότα και καταστάσεις των απλών ατόμων της εποχής του.
Η Φραγκογιαννού, μια θεόληπτη προσωπικότητα επιλέγει να βιώσει για λογαριασμό μας, την εφιαλτική απόφαση του, να βαδίσουμε πάνω από την κοινωνική άβυσσο της εποχής της και της εποχής μας. Η Φραγκογιαννού είναι η απελπισμένη συνείδηση του απλού καθημερινού ανθρώπου που κατανοεί, ότι η ζωή του προορίζεται να χαθεί άδοξα, αφού, οι κοινωνικές συνθήκες δεν θα του επιτρέψουν να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία του. Η ριζωμένη αυτή επίγνωση του λαϊκού ανθρώπου, είναι μάλλον που ορίζει και την εξέλιξη του θρησκευτικού φαινόμενου γενικότερα. Μια, που μετασχηματίζει τις ιδεατές και υψηλές θρησκευτικές ιδέες, σε απτές κουραστικές συνήθειες, πομπώδεις τελετουργίες, άκαιρες τυπολατρίες, δεισιδαίμονες πρακτικές, που σφραγίζουν την εφήμερη ζωή του.
Η στέρηση ζωής και μάλιστα θηλυκής, για την Φραγκογιαννού λειτουργεί ως αναγκαία πράξη ασκητικής θεραπευτικής ή μάλλον ψυχικής εξιλέωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η βρεφοκτονία ή η παιδοκτονία, την θέλγει ηθικά και την ανακουφίζει ψυχικά.
Σκοτώνοντας τα κορίτσια, είναι σαν να σκοτώνει την παιδική της κακότυχη ηλικία. Σκοτώνει το παρελθόν της μέσα στην ταραγμένη συνείδησή της, έτσι όπως η αρχαία Μήδεια σκοτώνοντας τα παιδιά της, πίστεψε ότι θα σκότωνε τον παθιασμένο της έρωτα, για τον άντρα που την απάτησε και έπειτα την παράτησε. Όπως πάλι, η Μαρία η Αιγυπτία, σκότωσε τον παλαιό εαυτό της φεύγοντας μέσα στην έρημο. Τα δυνατά πάθη ή οι μεγάλες δυστυχίες γεννούν οριακές πράξεις. Πράξεις που οδηγούν στον «κολασμένο παράδεισο», μια και ο άλλος παράδεισος, ο «αθώος» και «άγιος» τερματίζεται με την ενηλικίωσή μας, και την εισδοχή μας στον κόσμο των μεγάλων. Η ενηλικίωσή μας είναι και η Κόλασή μας.
Από την άλλη, η παιδοκτονία, είναι για τη θειά Χαδούλα, η μόνη διέξοδος σε αυτήν που έχει ψηλώσει ο νους της και διεκδικεί για τον εαυτό της και για ολόκληρο τον γυναικείο πληθυσμό, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της ζωής της και την επιλογή των πράξεών της. Μόνο που λανθασμένα την οργή της, αντί να την στρέψη προς τους πραγματικούς ενόχους και ηθικούς αυτουργούς της κοινωνικής αδικίας και οικονομικής εξαθλίωσης, την διοχετεύει προς τα θύματά τους.
Με την εσωτερίκευση της βίας, η ύβρης παραμένει αντί να μεταλλαχθεί. Γιαυτό και το στοιχείο του νερού ως πρωταρχική πηγή ζωής, θα της αποπλύνει τις ενοχές της, αφαιρώντας της όμως την ίδια της ζωής.
Το δικαίωμα δηλαδή στην επιλογή.
Η ανθρώπινη και η Θεία Δικαιοσύνη δεν θα προλάβουν να την δικάσουν. Οι πράξεις της θα παραμείνουν μετέωρες ως γραφή ή ως μνήμη. Και οι επιλογές της, θα υπομνηματίζουν την δική μας αναποφασιστικότητα, την δική μας αβουλία, και θα ορίζουν τον μόνο ρόλο που μας απομένει μετά την ενηλικίωσή μας, αυτόν του αναγνώστη της ζωής.
Μια και το δίλημμα παραμένει, το προσληπτό ή το απρόσληπτο παραμένει αθεράπευτο;
Η Φραγκογιαννού είναι ο άνθρωπος που έχει κάνει πραγματικότητα την εξαθλίωσή του. Το άτομο που αρνείται να έχει ιδανικό εαυτό, να έχει ιδανικά.
Και με αυτό το κορυφαίο και ίσως ένα από τα αρτιότερα έργα του κυρ Αλέξανδρου, ασχολείται στο νέο του βιβλίο ο κύριος Γεράσιμος Ρηγάτος.
Ο Γεράσιμος Ρηγάτος είναι γιατρός ογκολόγος, διευθυντής του Νοσοκομείου Άγιος Σάββας.
Στο ενεργητικό του έχει μια μεγάλη σειρά αξιοσημείωτων δημοσιεύσεων και βιβλίων που συνδυάζουν την Ιατρική με την Λογοτεχνία. Τα έργα του διακρίνονται για την αρτιότητα τους, και την επιστημονική τους ακρίβεια. Ο ίδιος, ασχολείται με θέματα που δεν άπτονται μόνο των εργασιακών του ενδιαφερόντων, αλλά αγγίζουν προβλήματα του ευρύτερου χώρου της Ελληνικής λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα. Έργα μεστά, ενδιαφέροντα και απαραίτητα στους μελετητές της ευρύτερης Ελληνικής γραμματείας.
Το παρόν βιβλίο, ανοίγει μια ευσύνοπτη εισαγωγή στην οποία εκτίθενται οι απόψεις του συγγραφέα για το έργο του Σκιαθίτη και, επιγραμματικά αναφέρεται στον εντοπισμό εξήντα περίπου σημείων με μείζον ιατρικό ενδιαφέρον.
Η προτροπή του για αποθησαύριση των λαϊκών πληροφοριών που μας προσφέρει το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι εύστοχη και μακάρι να εισακουσθεί.
Στο πρώτο μέρος, με τίτλο «Τα ιατρικά του Παπαδιαμάντη» ο συγγραφέας αναφέρεται στις γενικές ιατρικές πληροφορίες που συναντά ο αναγνώστης στο έργο. Αρχινώντας από το διήγημα «Μετανάστιδα» και κλείνοντας το κεφάλαιο με το διήγημα «Υπηρέτρα», ο μελετητής εξετάζει πάνω από δέκα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που του προκαλούν ιατρικό ενδιαφέρον. Επισημαίνει ότι οι επιδημίες που καταβασάνισαν τον 19ο αιώνα τον Ελληνικό χώρο, πέρασαν στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με ακρίβεια, σεβασμό και τρομερή ευσυνειδησία. Και στάθηκαν ορισμένες φορές η αφορμή για να πλάσει ο Σκιαθίτης τον διηγηματικό του μύθο.
Η επισήμανση της σελίδας 12, ότι ο διηγηματογράφος ήταν γνώστης των ιατρικών πληροφοριών της εποχής του είναι σημαντική, όπως και η θέση ότι ο Κοσμοκαλόγερος έπρεπε να μεταφράζει ιατρικά άρθρα για να εξοικονομήσει τα προς το ζην του, προσφέρει μια νέα προοπτική στις Παπαδιαμαντικές έρευνες. Εκτός της επισήμου ιατρικής ο ιατρός και συγγραφέας Γεράσιμος Ρηγάτος, αναφέρεται και στην θεουργική ιατρική του Παπαδιαμάντη. Ενδιαφέρον έχουν και οι θέσεις που εκφράζει για την αντίληψη της ιάσεως από τον Παπαδιαμάντη σελίδα 14, και την αναφορά σε λέξεις που αν και δεν είναι τόσο εύχρηστες, σήμερα στην ιατρική ορολογία δεν παύουν να αποτελούν πολιτιστικό οπλοστάσιο της γλώσσας μας σελίδα 15.
Στο δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος της μελέτης, με τίτλο «Φραγκογιαννού η γιάτρισσα», ο Γεράσιμος Ρηγάτος ξεδιπλώνει τις απόψεις που είχε η θειά Χαδούλα-και ιδιαίτερα ο Παπαδιαμάντης-για την επίσημη αλλά και την λαϊκή ιατρική, που εφάρμοζαν τότε και την συγκρίνει και συσχετίζει με τις διάφορες πληροφορίες των λαογράφων της εποχής της.
Μας αναφέρει τα πάμπολλα βότανα που χρησιμοποιούσε η Φραγκογιαννού όπως: το κυκλάμινο, την δρακοντιά, την αγριοκρομμυδιά, το πολυτρίχι,… κ.λ.π. που με τόση σχολαστική ακρίβεια πολλές φορές περιγράφει ο διηγηματογράφος μας μέσω των ηρωϊδων του. Αυτό μας κάνει να υποψιαστούμε ότι ο Σκιαθίτης ήταν γνώστης της τοπικής και της ευρύτερης ψυχολογίας των λαϊκών στρωμάτων και της τοπικής λαογραφίας, αλλά ήταν και ενήμερος της πανίδας και της χλωρίδας του τόπου του.
Μιλά επίσης για τα «κολυμπίδια» σελίδα 29, τα «Μαραζιάρικα παιδιά» σελίδα 31, τον «αιμοστάτη» σελίδα 34 κ.λ.π. Το κεφάλαιο κλείνει με την αναφορά σε άλλους ηθογράφους συγγραφείς και την σχέση της λογοτεχνίας με την λαογραφία.
Στο τρίτο μέρος ο Γεράσιμος Ρηγάτος εκφράζει τις κρίσεις του για το ψυχολογικό αλλά και κοινωνικό πρόσωπο της Φραγκογιαννούς προσπαθώντας άλλοτε να δικαιολογήσει άλλοτε όχι τις ενέργειές της, διατυπώνοντας μάλιστα και επτά ψυχοκοινωνικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την Φραγκογιαννού σελίδα 45.
Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, καθώς και ο Αμερικανός αντιψυχίατρος Τόμας Τζαζ, και άλλων, μας έχουν πλέον διαλευκάνει ή έχουν απαντήσει στα σύγχρονα ερωτήματά μας για το τι είναι η Τρέλα και τι όχι. Έτσι ώστε να μην είναι άστοχο αν σημειώναμε, ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει οριακές προσωπικότητες. Και τα σύνορα μεταξύ υγιούς και μη υγιούς ψυχικά ανθρώπου να είναι τόσο δυσδιάκριτα.
Μια και η Κοινωνία και ο Πολιτισμός γενικότερα, μεταμορφώνει συνεχώς τις εκφραστικές μορφές της χωρίς ποτέ να αλλάξει η ουσία της.
Τέλος, μας μιλά για τον κοινωνικό χαρακτήρα του κειμένου.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τους αναγνωρίσιμους γιατρούς της εποχής, τους επώνυμους, όπως ο Γουλιέλμος Βίλδ, και την θέση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την ιατρική ηθική και δεοντολογία.
Το βιβλίο του Γεράσιμου Ρηγάτου είναι αρκετά ενδιαφέρον με γλώσσα στρωτή, ύφος απλό και θέσεις και κρίσεις που άπτονται και των δύο εξεταζόμενων πεδίων. Αυτόν της λογοτεχνίας και εκείνον της λαϊκής ή επίσημης ιατρικής.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιώς», 30/ Σεπτεμβρίου 1996, σελίδα 6,7.

Πειραιάς 28/9/2013

Υ. Γ. και μέσα στο τρομακτικό πνεύμα των Ελληνικών ημερών, που φανερώνει για μια ακόμα φορά, ότι οι νεοέλληνες δεν διδάχθηκαν τίποτα από την πτώχευση της πατρίδας τους, και την δολοφονία ενός νεαρού Έλληνα καλλιτέχνη, τι να σου πει ο λόγος του κυρ Αλέξανδρου;
«Βρισκόμαστε όλοι στον πάτο μιας κόλασης που κάθε της στιγμή είναι κι ένα θαύμα»
Εμιλ Μ. Σιοράν






Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ

«Τώρα», (ποίηση), ιδιωτική έκδοση, 1992.

Γνώση στον ουρανό σημαίνει να βλέπεις, στη γη σημαίνει να θυμάσαι, γράφει σε κάποιον Ύμνο του ο αρχαίο ποιητής Πίνδαρος.
Ολόκληρο του ποιητικό έργο του Πειραιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Παναγιώτη Τσουτάκου είναι μια συνεχής αναδιπλούμενη αυτοβιογραφία. Η ποιητική μνήμη επαναλαμβάνει με δραματικούς τόνους όχι μόνο την προσωπική πορεία του ποιητή μέσα στην διάρκεια του χρόνου, αλλά, και την ιστορική διαδρομή ολόκληρης της γενιάς του. Ο Παναγιώτης Τσουτάκος, ο Πειραιώτης, για την ακρίβεια Κερατσινιώτης ποιητής και δημοσιογράφος, ανήκει στους μεταπολεμικούς δημιουργούς που υμνούν αυτό που ονόμασαν μεταπολεμικό άγχος. Όπου, οι επιθυμίες, οι στόχοι, τα συναισθήματα, τα οράματα, οι κοινωνικοί στοχασμοί του ποιητή, είναι στραμμένοι προς ένα «αιώνιο» αλλά δραματικό και βασανιστικό ιστορικό γίγνεσθαι. Ανήκει στους ποιητές που διακρίνεις εύκολα ότι η γραφή τους πραγματοποιεί μορφές και εικόνες ζωής που είναι τόσο προσωπικές γιαυτό και είναι πανανθρώπινες.
Η νέα του συλλογή «Τώρα», είναι μια νοσταλγική σύμμειξη της τραγικότητας και της ρομαντικής ιδεαλιστικής ορμής των ανθρώπων της γενιάς του και των άδοξων οραμάτων τους.
Αυτή η  τραγική ατμόσφαιρα που πλημμυρίζει τα ποιήματα, αυτός ο ηλιόλουστος μηδενισμός, αυτός ο χαροποιός πεσιμισμός που απορρέει από το έργο του, μας αποκαλύπτει το μεγαλείο του ανθρώπου μπροστά στον ναυαγισμό του. Είναι το πικρό curriculum vitae της ζωής του ίδιου του ποιητή, δες σελίδα 29, αλλά και των άλλων νέων της γενιάς του. Είναι μια στοχαστική υμνωδία της τραγικότητας της μνήμης μέσα από τις διάφορες αντινομίες και τις αντιφάσεις της, που, άλλοτε κατορθώνει να τις επιλύσει και άλλοτε εγκλωβίζεται μέσα στα αδιέξοδά της.
Μέσα από τον σπαρακτικό αλλά και λυρικό του λόγο, αναδύεται η μοίρα του ανθρώπου που κατατρώγεται από τις τύψεις του. Σε έναν διαρκή αγώνα ανάμεσα στην απαισιοδοξία και την νοσταλγία του χαμένου παραδείσου. Ανάμεσα στο «απέραντο κενό και το μηδέν» σελίδα 30, και του «Άχρι του σαλπίσματος της εαρινής μου παρουσίας» σελίδα 46.
Ο Παναγιώτης Τσουτάκος, κατορθώνει να στοχεύσει με την γραφή του την κρίσιμη εκείνη στιγμή του σημείου επαφής του ανθρώπου με τα πράγματα. Την στιγμή εκείνη δηλαδή, που η εμπειρία παραχωρεί την θέση της στην απογραφή της μνήμης, «Δεν ανησυχώ για κάποιον Ιούδα μου. Συνήθισα μαζί του στη ζωή μου» γράφει στην σελίδα 15.
Η οδύνη του ποιητικού ύφους του ποιητή πλαστουργεί τις συντεταγμένες του λόγου του. Ο ικετευτικός εξομολογητικός τόνος του, έτσι όπως εύστοχα καταγράφεται στο ποίημα του «Τώρα» σελίδα 7, από όπου δανείστηκε και τον τίτλο της ολάκερη η ποιητική συλλογή, δεν μας φανερώνει μόνο λεκτική ενάργεια της τέχνης του αλλά και ένα βαθυστόχαστο άτομο.
Και, έρχεται στο νου μας ο λόγος του παππού μας θείου Ηράκλειτου: «Ψυχής πείρατα ουκ αν εύροιο πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω γαρ βαθύν λόγον έχει».
Ο δημοσιογράφος και ποιητής Παναγιώτης Τσουτάκος ανήκει στους πνευματικούς εκείνους δημιουργούς που αγωνίζονται να λυτρώσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα ποικίλα βάσανά της.
Και όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος: «αυτές οι πληγές έγιναν δέντρα. Τα δέντρα, χέρια στον ουρανό υψωμένα» σελίδα 10.
Και η ποίησή του είναι ένα δοξαστικό τεριρέμ αγάπης και νοσταλγίας για τον χαμένο οραματικό παράδεισο του ανθρώπου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό ,
«Πολιτιστική Πράξη», τεύχος 12/ Μάρτιος 1993, σελίδες 60-61.

Πειραιάς 25 Σεπτεμβρίου 2013.

Πανελλαδικά συλλαλητήρια ενάντια στην βία και τον φασισμό, με αφορμή τον άδικο χαμό ενός νέου μουσικού καλλιτέχνη, που θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς.

Οι καιροί ου μενετοί.

μοναχου Νικοδημου, ποίηση

Μοναχού  Νικόδημου

«Το χρώμα των αιώνων», (Ποιήματα), εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Αθήνα 1982.

Ορθοδοξείν εστί το αεί σχοινοβατείν, γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Και αυτό το ανεμοζύγιασμα της ψυχής ανάμεσα στον ίλιγγο της αβεβαιότητας και τον τρόμο της αναστάσιμης προσδοκίας, βιώνουν καθημερινά οι πραγματικοί μοναχοί του αγιοτρόφου Άθω. Με την σερπετή σιωπή και τον λιτό τρόπο ζωής τους αγωνίζονται να μην σπιλώσουν τον χιτώνα της σαρκός τους, ούτε να αμαυρώσουν το κάλλος της ψυχής τους. Είναι τα ουρανοδόξαρα άτομα που τάχθηκαν από την Ελεόσσοον Θεοτόκο να φυλάν τον μεγάλο Στόχο. Αλλά, συγχρόνως συναποτελούν και τους σιωπηλούς μήστωρες μιας πανάρχαιας Ελληνικής παράδοσης. Μια παράδοση που, αφετηρία της έχει τους πρώτους Ορφικούς Ύμνους, και πέρα μάλλον τον τελευταίο μύστη-ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη.
Και ποιητής, είναι, ο ενσυνείδητος μοναχός, όπως κοσμοκαλόγερος είναι, ο αυθεντικός ποιητής. Ο κατά χάριν Θεός. Ο ποιητής-άγιος, δεν αποκόπτεται από την τύρβη του Κόσμου και τις παραδόσεις του. Ούτε πάλι ενεργεί σαν αυτονομημένο από την Κοινωνία άτομο, (μονάδα-άτομο), το οποίο τοιχογραφεί την ατομική του μόνο πορεία μέσα στον χρόνο και την ιστορία, αλλά, είναι μια ψυχομαχούσα ζωγραφιά, ένα πρόσωπο με τις ρυτίδες του Θανάτου χαραγμένες πάνω στην σάρκα του, που αγωνίζεται να βιώσει και να μας καταστήσει κοινωνούς της ποιητικής θεολογίας του προσώπου, καθώς και «την ανταμοιβή του αληθινού καημού και της αληθινής αγάπης». Ο μοναχός ποιητής ζει σαν ένα έργο, που εμπεριέχει την αθανασία (του).
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το ποιητικό έργο του μοναχού Νικόδημου.
Ακολουθεί τα χνάρια μιας πορείας που άνοιξαν πριν από αυτόν δεκάδες ομόφρονες συνοδοιπόροι του. Όπως, ο Λαυριώτης Ευθύμιος ο Τραπεζούντιος, ο Καισάρειος ο Ξηροποταμηνός, ο Κύριλλος ο Λαυριώτης, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ο Νάξιος, ο Αθανάσιος ο Πάριος, και αρκετοί άλλοι, έως τους σύγχρονους μας λόγιους μοναχούς, που συνεχίζουν την εύχυμη αγιορείτικη ποιητική παράδοση.
Τους συγγραφείς μοναχούς: Μωυσή (πολυγραφότατος ον), τον Ανδρέα (με το αγιορείτικο γεροντικό του), τον Συμεών τον Σταυρονικητιανό, τον Βασίλειο τον Γοντικάκη επίσης της μονής Σταυρονικήτα, (με το εξαιρετικό «Εισοδικό» του), τον Νεόφυτο, τον Συμεών, τους Γρηγοριάτες και πολλούς άλλους, οι οποίοι εκτός του ψυχικού τους διακονήματος, ασχολούνται και με την συγγραφή ποιητικών ή πεζών κειμένων και άλλων ερευνητικών εργασιών, άλλοτε με ευστοχία και άλλοτε όχι που αφορούν συνηθέστερα την ιστορία του αγίου Όρους, ή τους βίους γερόντων.
«Το χρώμα των αιώνων» (Τριλογία), εκδόθηκε για πρώτη φορά από το γνωστό πνευματικό κέντρο «Ώρα» (του Μπαχαριάν, στο Σύνταγμα στην Αθήνα). Ένας πνευματικός χώρος ο οποίος είχε μεγάλη παράδοση τόσο στην παραγωγή αξιόλογων εκδόσεων (δες το ετήσιο Χρονικό του), όσο και στην διοργάνωση σημαντικών εικαστικών εκθέσεων και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα με πολύ αξιόλογους συνεργάτες.
Τον ίδιο Πολιτιστικό Χώρο-Κέντρο, επέλεξε ο ποιητής μοναχός και αγιογράφος και για την δεύτερη ατομική του έκθεση ζωγραφικής.
Η καλλιτεχνική του ευαισθησία, καθώς και η ατομική του διαίσθηση, δεν τον οδήγησε μόνο προς τον σκληρόν αγώνα του μοναχισμού, αλλά του εμφύσησε και την αγάπη του προς τα εικαστικά και την δημιουργική αγιογραφία. Μάλλον για να επαληθεύσει, το γνωστό απόφθεγμα, «εκ του οράν τίκτεται το εράν».
Η δομή της συλλογής παραμένει η ίδια και στις δύο εκδόσεις, συμπληρώνεται όμως, από δύο ποιήματα, καθώς και ένα επίμετρο του μοναχού ποιητή, που αναλύει τον αφετηριακό φιλοσοφικό στοχασμό του ο οποίος προστίθεται στο τέλος του βιβλίου, και, επίσης ένα λυρικότατο και πλήρης ευαισθησίας κείμενο που προτάσσεται αντί προλόγου του ποιητή και συγγραφέα Ματθαίου Μουντέ του Χίου, το οποίο αναφέρεται στην μαρτυρική ιερουργό οδοιπορία των μοναχών, και στην κατανυκτική ποίηση της νύχτας.
«Το χρώμα των αιώνων», είναι μάλλον μια ποίηση οντολογική. Μας δίνει την εντύπωση ότι είναι μια φιλοσοφική ποίηση κλεισμένη στον εαυτό της, θέλει προσπάθεια για να θραύσεις τους αρμούς της. Ο ποιητής στέκει γυμνός μέσα στην στέρηση και πυρπολείται από την θεία μόνωσή του. «Σκληρά με δοκίμασε η Θεότητα» γράφει στην σελίδα 13. Όμως, αυτή η απύθμενη τραγικότητα της ύπαρξής του είναι ταυτόχρονα και η ευτυχία του. Η ψυχή του στενάζει τόσο, όσο της χρειάζεται για να ειρηνεύσει.  Αν και οι λέξεις του πολλές φορές δεν ακολουθούν τον στοχασμό του, αλλά, ο στοχασμός του εγκλωβίζεται μέσα στις αφυδατωμένες από λυρισμό λέξεις του. Έτσι όμως δημιουργείται μια ατμόσφαιρα στον αναγνώστη που πολλές φορές τείνει προς την εννοιολογική ερμηνεία των καταστάσεων που ζει το ποιητικό υποκείμενο μάλλον παρά προς την συγκινησιακή. Ο ποιητής γνωρίζει ότι οφείλει να ακολουθήσει την ατραπό για το πουθενά, αν θέλει να αποσφραγίσει το μυστήριο του Λόγου, δηλαδή της όντως καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αν θέλει να πει: «Γεννηθήτω νέος ουρανός και εγένετο γη» σελίδα 50.
Ο ποιητικός του λόγος φτάνει στα όριά του, γιατί, ο αληθινός ,ποιητής δεν αναζητά μια κώχη να κρύψει τις φοβίες του, αλλά βαδίζει πάνω στο τεντωμένο νήμα της καταστροφής. « Εσύ είσαι το τέρμα. Η έρημος μόνη. Στ΄ ακρότατα φτάνεις σημεία της τρέλας, όπου η αγρύπνια ματώνει τη μέρα. Η τρέλα αγρυπνά και φυλάει το έαρ» σημειώνει στην σελίδα 75.
Ο ίδιος ο μοναχός ανήκει στους έρωτι θείου πνεύματι τρωθέντες.
Γράφει στην Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών ο μεγάλος ασκητής της ερήμου Μέγας Αντώνιος: «Μόνον ο άνθρωπος είναι δυνατόν να δεχθεί τον Θεό. Επειδή μόνον στον άνθρωπο μιλά ο Θεός, τη νύχτα με όνειρα, την ημέρα με τον νου. Και με όλα τα μέσα προλέγει και προμηνύει τα μέλλοντα αγαθά σε εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοί Του».
Ορισμένα ποιήματα της συλλογής καλλιεργούν στον αναγνώστη μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, αναδύουν μια αίσθηση θανάτου, που, αν και έχουν αφετηρία τους την ζωοποιό φαντασία του ποιητή, δεν παύουν να αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. «Ευωδίασαν οξείδιο νεκρών και καταχθόνιο χάραξαν αυλάκι σ’ αδιέξοδο δειλινών» αναφέρει στην σελίδα 44. και «Αλλά ο θάνατος έρχεται αργά στο διαλυτήριο των ψυχών…» σελίδα 28, και αλλού, «Θάνατος, η μετά πάθους αυτογνωσία του Πνεύματος» σελίδα 71.
Ο ποιητής και ο μοναχός, γνωρίζουν καλά την ρήση: «Όταν ειδέναι θέλεις σεαυτόν όστις ει έμβλεψον εις τα μνήμαθ’ ως οδοιπορείς».
Αν η όλη ποιητική σύνθεση κινείται σε μία περιρρέουσα εφιαλτική ορισμένες φορές ατμόσφαιρα, αυτό οφείλεται στο ότι, οι καταστάσεις του νου που περιγράφει με ενάργεια ο μοναχός Νικόδημος, αποτελούν προέκταση της δικής μας κατακερματισμένης ζωής. Αντανακλούν τον δικόν μας αποξενωμένο από κάθε συναίσθημα κόσμο. Η οδύνη του λόγου του καταγράφει την οδύνη του αυτονομημένου από τον συνάνθρωπό του, και κατ’ επέκταση από τον Θεό σύγχρονο άνθρωπο. Ο προσωπικός του λόγος είναι ο καθρέπτης των προσωπικών μας ψυχικών καταστάσεων.  Μια και ο ποιητής, είναι, ο εκφορέας των δικών μας αδιεξόδων, των ατομικών μας αστοχιών, της δικής μας Μνήμης Θανάτου. Άλλοτε πάλι με νοσταλγικό ύφος μας κάνει γνωστή την μέσα μας έρημο και την παραγομένη αγωνία αν θελήσουμε να την ερευνήσουμε. Ο λόγος του, είναι ένας τραγικός τρόπος να ειπωθεί η αλήθεια του κόσμου, για εμάς που είμαστε κυριευμένοι από μια συγκαλυπτική κυρίαρχη νοοτροπία ευταξίας και αυτάρκειας, και, χανόμαστε μέσα στην αμνησία του προφορικού ή του γραπτού λόγου μας. Παραγνωρίζοντας ότι η ποιητική αίσθηση είναι αυτή που δημιούργησε τον Κόσμο και όχι η λογική. Η λογική τον ερμηνεύει, η λογική οικοδομεί πολιτισμό, η λογική τροφοδοτεί την ιστορία.
Ένα ποιητικό εκχύλισμα αγωνίας και τραγικότητας, ένα έντονο αίσθημα ανθρωπισμού πλημμυρίζει τα μάλλον υπερρεαλιστικά ποιήματα του μοναχού Νικόδημου.
Είναι μια ποίηση που στοχάζεται μαζί με τον άνθρωπο, που συνοδοιπορεί μαζί με τις αγωνίες του και όχι πάνω σε αυτόν και τα προβλήματά του. Και φυσικά ευδιάκριτο είναι, ότι η βελόνα της πυξίδας του βιωματικού στοχασμού του είναι στραμμένη τόσο προς τον Άνθρωπο όσο και προς τον Θεό.
΄Η όπως ο ίδιος πάλι γράφει:
«Ο άνθρωπος τείνει προς την θέωση για να συμμετάσχει στην αγάπη και την αιωνιότητα της Ουσίας. Άνθρωπος θνητός είναι και πεπερασμένος θεός. Θεός είναι άνθρωπος άπειρος και αθάνατος».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Πολιτιστική Πράξη» τεύχος 12/ Μάρτιος 1993, σελίδες 59-60, που εξέδιδε στον Πειραιά ο Νίκος Κουκολιάς.

Πειραιάς 25 Σεπτεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Το περιοδικό «Πολιτιστική Πράξη», που εξέδωσε για σχεδόν λίγα αντίτυπα ο Νίκος Κουκολιάς, είναι αν όχι το μοναδικό, πάντως από τα πιο ενδιαφέροντα λογοτεχνικά και πολιτιστικά περιοδικά που εκδόθηκαν στον Πειραιά την περίοδο αυτή. Υπήρξε μια ιδιωτική πρωτοβουλία και το πείσμα ενός καθημερινού Πειραιώτη, ο οποίος ασχολείτο με τα κοινά της πόλης, και θέλησε μια κάποια στιγμή έχοντας την μικρή του επιχείρηση να εκδώσει και ένα περιοδικό. Η προσπάθειά του σε σχέση με άλλα περιοδικά Σωματείων και Συνδέσμων του Πειραιά υπήρξε αξιέπαινη και καθόλα ουσιαστική με σοβαρά κείμενα και θέσεις.
Δυστυχώς όμως, παρότι το περιοδικό δινόταν δωρεάν και στα σχολεία του Πειραιά, από ένα σημείο και έπειτα ο εκδότης θέλησε να πολιτικολογήσει στο κύριο άρθρο του. Αυτό όπως ήταν φυσικό έφερε αντιδράσεις, και ιδιαίτερα από διευθυντές σχολείων. Θυμάμαι, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού όταν προσπάθησα με τις ισχνές μου δυνάμεις να αποτρέψω τον Νίκο τον Κουκολιά, να αποφύγει την πολιτικολογία ή τις άμεσες αιχμές εναντίον της τότε Κυβέρνησης εφόσον το περιοδικό πήγαινε και μέσα στα σχολεία, και δεν ήταν πολιτικό αλλά λογοτεχνικό περιοδικό, εκείνος πείσμωσε με τους αρμοδίους του Υπουργείου Παιδείας και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Έτσι το ενδιαφέρον αυτό περιοδικό για τα λογοτεχνικά πράγματα του Πειραιά, μιας πόλης που είχε αρχίσει σιγά-σιγά να βαλτώνει μέσα στην οικονομική και πνευματική απραξία, είχε άδοξο τέλος, σταμάτησε από πείσμα του εκδότη του. Όπως γίνεται πάντοτε στην Ελλάδα, οι Έλληνες δεν μπορούν να καταλάβουν την διαφορά και τα όρια ανάμεσα στη Τέχνη γενικότερα και στην Πολιτική. Το περιοδικό έκλεισε και ο Πειραιάς ξαναγύρισε στην γνωστή πνευματική του μούχλα που τόσες δεκαετίες σκεπάζει την πόλη. Κρίμα. Η γενιά μου, έχασε την ευκαιρία να έχει ένα ανεξάρτητο και ακηδεμόνευτο περιοδικό που θα δημοσίευε κείμενα ευρύτερου ενδιαφέροντος και προβληματισμού. Πέρα από τα γνωστά αγράμματα γεσμενάκια που κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες, επειδή έτυχε να δημοσιεύσουν ένα ποιηματάκι τους σε κάποιο τοπικό έντυπο ή έγιναν μέλος σε κάποιο πνευματικό σωματείο. Και όσοι από τότε, έκρουαν τον κώδωνα της επερχόμενης διάλυσης και της πνευματικής και καλλιτεχνικής πτώχευσης, λοιδορούνταν και υβρίζονταν και τους κρατούσαν στο περιθώριο.




Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΕΛΣΟΣ-ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ

ΚΕΛΣΟΣ

«Αληθής  Λόγος», εκδόσεις Θύραθεν Επιλογή 1997

Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελληνική σκέψη και την νέα Ιουδαϊκή αίρεση τον Χριστιανισμό, δεν ήταν πάντοτε αρμονικές, τα προβλήματα που γεννούσε η νέα θρησκευτική δοξασία ήταν τεράστια, πολυποίκιλα και πολύπλοκα. Η ιστορική από την οποία άρδευε τα πρότυπά της, ήταν η Εβραϊκή μυθολογία και ιστορία. Ο μυστηριακός της όμως προσανατολισμός, συγγένευε μάλλον περισσότερο με τα Αιγυπτιακά μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι, παρά, με την εσχατολογική παράδοση των Ιουδαίων και τον παλίμβουλο, εκδικητικό, ανακόλουθο και μισαλλόδοξο Ιαχβέ της. Εκτός και αν δεχθούμε ότι, η Εβραϊκή «θεολογία» είναι μία Αιγυπτιακή αίρεση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο περιβόητος μονοθεϊσμός των Ιουδαίων, δεν είναι παρά ο απόηχος των απόψεων και των θέσεων του Αιγύπτιου   Ακενατών, του τόσο άδοξα χαμένου Φαραώ, που δολοφονήθηκε από το θρησκευτικό Αιγυπτιακό ιερατείο της εποχής του.
Την εποχή αυτή, των αρίθμητων ατομικών σωτηριολογικών φιλοδοξιών αλλά και μιας παρατεταμένης ψυχικής κατάπτωσης, πνευματικής απόγνωσης και σωματικής εξαθλίωσης, εμφανίστηκε ο χριστιανισμός σαν η μόνη εναλλακτική λύση, σε αυτήν την αδιέξοδη εποχή και φανατισμένη και δολοφονική περίοδο.
Εποχή του Σταυρού και της Αντιγραφής.
(ας μην μας διαφεύγει ότι, από σφραγιδόλιθους που έχουν βρεθεί σε χώρες της Μέσης Ανατολής της εποχής εκείνης, υπάρχει η εικόνα-σύμβολο του εσταυρωμένου φαλλού. Σε αρκετά βιβλία θρησκειολογίας, αλλά και στα βιβλία του Καρλ Γιουνγκ, συναντάμε την απεικόνιση αυτή)
Προτείνοντας μια εσχατολογική «συγκριτισμική» λύση και υιοθετώντας κάθε νέα μορφή κοινωνικής μεταρρύθμισης που προερχόταν από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες.
Στον Αρχαίο κόσμο η ιστορική πορεία της πόλης-κράτος, ήταν αρκετά συνδεδεμένη με την εξέλιξη του θρησκευτικού πεπρωμένου της. Δεν υπήρχαν διαχωριστικές ψυχολογικές γραμμές. Η ιστορία του ατόμου, ήταν η εν εξελίξει ιστορική διαδρομή του Θεού του. Οι ποικίλες μορφές του πολυθεϊσμού, οι πανθεϊστικές μυστικές και μυστηριακές τάσεις της Ανατολής, οι διάφορες θρησκευτικές και φιλοσοφικές δοξασίες, οι πολλές ερμηνείες των Νεοπλατωνικών, και τα πάμπολλα ανθρωπομορφικά συστήματα των διαφόρων λαών, «δεν εμπόδισαν» ούτε το ιστορικό και πολιτικό πεπρωμένο του πολίτη, ούτε την ανάπτυξη- πολύμορφων μεταφυσικών τάσεων. Η Πολιτεία, ο πολιούχος Θεός και ο Ιστορικός άνθρωπος συμπορεύονταν, είχαν την ίδια μοίρα. Μια αλληλεξάρτηση με πολλές θετικές και αρνητικές παραμέτρους. Οι παραβαλανείς πάλι, μοναχοί χριστιανοί, είχαν και θετικό και φοβερά αρνητικό ρόλο μέσα στις χριστιανικές κοινότητες εναντίον των Εθνικών-Ελλήνων, ιδιαίτερα της Αλεξάνδρειας, δες και την κατακρεούργηση της φιλοσόφου Υπατίας.
Ο πρώιμος χριστιανισμός, απευθύνθηκε καταρχάς στους Ιουδαίους των διαφόρων αστικών κέντρων της Ελληνιστικής Αυτοκρατορίας, και, με τα σωτηριώδη για τον ίδιο παρέμβαση του εξελληνισμένου Ιουδαίου Παύλου, στους Εθνικούς.
Ο Μακεδόνας μέγας Αλέξανδρος, άνοιξε στην νέα θρησκεία, αιώνες πριν, τα πολιτικά της μονοπάτια. Ο αιώνιος φιλόσοφος Αθηναίος Σωκράτης, δίδαξε την ηθική ανύψωση του ενάρετου ανθρώπου.  Το κίνημα του Στωικισμού και οι δάσκαλοί του, την πανανθρώπινη και οικουμενική εμβέλεια των μηνυμάτων της αγαπητικής σχέσης. Ο εσαεί αιώνιος Πλάτων, την οργανωμένη κρατική θεολογία και, την ιδέα του Θεού, ως υπέρτατου Όντος, και οι διάφορες μεταγενέστερες Πλατωνικές σχολές-από τον Πλωτίνο και έπειτα-τον τροφοδότησαν με τα αναγκαία φιλοσοφικά και στοχαστικά εργαλεία.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, όπου η Φιλοσοφία αποτυγχάνει να αλλάξει τον Κόσμο, την αντικαθιστά η Θρησκεία.
Η Θρησκεία ως σύστημα αξιών και κοινωνικής οργάνωσης, είναι μια εκλαϊκευμένη λαϊκή φιλοσοφία. Όσο υποχωρούσε ο Ιουδαϊσμός κυριαρχούσε ο Χριστιανισμός. Και όσο ο Χριστιανισμός ενστερνιζόταν τον Ελληνικό Φιλοσοφικό Εκλεκτικισμό, τόσο απαρνιόταν τον στείρο Εθνικό και σκληροπυρηνικό  Ιουδαϊσμό.
Η επιτηδευμένη και σταθερά ιστορική άγνοια των Χριστιανών, η αφιλοσόφητη θρησκευτική έπαρσή τους, καθώς και η αψυχολόγητη μισαλλοδοξία τους, άρχισε να υποχωρεί κάπως, όταν σαν τον κισσό αγκάλιασαν την Ελληνική Φιλοσοφική και πολιτιστική παράδοση και παιδεία γενικότερα.
Και οι χριστιανοί στοχαστές και συγγραφείς συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν εσαεί και χριστιανικό μένος να καρατομούν τα αγάλματα του Φειδίου, να καταστρέφουν με μανία τα αρχαία μνημεία και κείμενα, και να δολοφονούν φιλοσόφους-και μάλιστα γυναίκες-όπως η κεχαριτωμένη Υπατία.
Συγκλώθοντας τα ασύγκλωστα αρκετές φορές, όπως θα έλεγε ο Κλέων Ραγκαβής, προσπάθησαν να συγκεράσουν τις διαφορές στην σκέψη και τα αισθήματα μεταξύ της Εθνικής πολυθεϊστικής πλειονότητας και, της μικρής μονοθεϊστικής μειοψηφίας.
Η Σωκρατική ηθική, η Αριστοτελική λογική και οι επιστημονικές του διδαχές, η Ομηρική ηρωική ανδροπραξία, η Πλατωνική Οντολογία και η περί ψυχής απόψεις του, η Πλωτινική «μοναδολογία» ο Πυθαγόριος μυστικισμός και θεολογία, η Διονυσιακή Θεουργία και η Αδώνιος Μυσταγωγία, καθώς και η μεγάλη παράδοση του Ορφισμού, όπως επίσης και το κίνημα των Στωικών με τις διάφορες για την εποχή τους ρηξικέλευθες δοξασίες τους, προσέφεραν στον Χριστιανισμό, τις Ιδέες, τις θέσεις, τις αξίες και τις κρίσεις του, όλα τα απαραίτητα εκείνα μέσα και στοιχεία που χρειάζεται μια «θρησκευτική τυπολογία» για να εκφρασθεί και να οικοδομήσει το δικό του θεολογικό σύστημα.
Η συνύπαρξη των δύο ρευμάτων και στάσεων ζωής, δεν υπήρξε πάντοτε ειρηνική. Και ενώ ο Αμμώνιος Σακκάς χρωμάτιζε χριστιανικά την Πλατωνική φιλοσοφία και διαμόρφωνε ένα Νεοπλατωνικό σύστημα, οι διάφοροι Ένθεοι και Γνωστικοί χριστιανοί αποπειρούνταν να μπολιάσουν με τα νάματα της φιλοσοφικής διανόησης  την αχαμνή χριστιανική πίστη. Και καθώς ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός πρόσθετε φιλοσοφική ατμόσφαιρα στην χριστιανική θεολογία, και ο παρολίγον Ορθόδοξος αλλά ακραίος Ωριγένης την διαμόρφωσε σε σύστημα, ο Έλληνας πρώτος Δον Κιχώτης της Αρχαιότητας, ο Κέλσος, συνέγραψε τον Αληθή Λόγο του το 178 μ.Χ.
Ο Κέλσος, απορρίπτοντας την μετριοπάθεια του Νουμήνιου επεδίωξε να βαθύνει το χάσμα μεταξύ του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Πας Χριστιανός βάρβαρος. Είναι από τους πρώτους αντιχριστιανούς απολογητές. Σύγχρονος του πρώτου Βολταίρου της Αρχαιότητας, του Λουκιανού, ανήκει στην μέση Πλατωνική Ακαδημία, στην Εκλεκτική Σχολή που οι μαθητές της δεν έμεναν μόνο στα Πλατωνικά διδάγματα, αλλά, εφοδίαζαν την φιλοσοφική τους φαρέτρα με ιδεολογικά όπλα και από άλλες Σχολές. Όπως παραδείγματος χάριν η Περιπατητική ή εκείνη της Στοάς κ.λ.π.
Ηγήτορες του εμπλουτισμένου, αναθεωρημένου και εκλαϊκευμένου Πλατωνισμού υπήρξαν οι: Εύδωρος ο Αλεξανδρεύς, ο Αλβίνος, ο Γάιος,  Θεωνάς ο Σμυρναίος, ο Μάξιμος ο Τύριος, ο Νικόστρατος και ο Φάουστ της Αρχαιότητας  Απουλήιος.
Όπως και για τον συγγραφέα των Αεροπαγιτικών κειμένων και θεμελιωτή της αποφατικής Θεολογίας δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ζωή και την δράση του, το ίδιο συμβαίνει και για τον Κέλσο.
Ο βίος του, η οικογένειά του, η δράση ντου, ο θάνατός του, μας είναι εντελώς άγνωστα. Και θα αγνοούσαμε ακόμα και το όνομά του, αν ο Αλεξανδρινός κατηχητής Ωριγένης δεν μας διέσωζε μέσα στο απολογητικό του έργο «Κατά Κέλσου» σε οκτώ βιβλία το πρώτο συστηματοποιημένο αντιχριστιανικό κείμενο για να το αναιρέσει. Ασφαλώς ο Αληθής Λόγος του Πλατωνικού φιλοσόφου, δεν είναι ένα Ελληνικό φιλοσοφικό Ευαγγέλιο, ούτε σκιαγραφεί τη ζωή και τα θαύματα του Έλληνα Χριστού που είναι ο Απολλώνιος ο Τυανέας. Όμως είναι η πρώτη και ίσως η αξιολογότερη από αυτές που μας έχουν σωθεί ως απάντηση των Ελλήνων στην Χριστιανική θρησκευτική μυθολογία.
Ο εκλεκτικός φιλόσοφος δεν είναι ο μόνος που μας προσφέρει στοιχεία για τους πρώτους χριστιανούς, αν και είναι, ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά μαζί τους. Στον «Θάνατο του Πελεγρίνου», ή στον «Ψευτομάντη» ο σημαντικός Λουκιανός αναφέρεται στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες και σχολιάζει με ειρωνικό τρόπο τη ζωή τους. Πληροφορίες επίσης δανειζόμαστε από τον Πλίνιο τον νεότερο, το Ρωμαίο Ιστορικό Τάκιτο, τον Σουητώνιο και αρκετούς άλλους.
Τα έργα ακόμα,- «Καικίλιος» ανήκει στον διάλογο Octavius που έγραψε ο Αφρικανός νομικός Μινούκιος Φήλιξ και μας σώθηκε στο όγδοο βιβλίο του Αρνούβιου Adversus Nationes…- καθώς και το κυριότερο έργο του Πορφύριου «Κατά Χριστιανών», είναι τα σημαντικότερα αντιχριστιανικά κείμενα της Αρχαιότητας που δέχθηκαν επίδραση από το έργο του Κέλσου. Οι διάφοροι στοχαστές και φιλόσοφοι και δάσκαλοι της Αρχαιότητας επεδίωξαν με το έργο τους να Ελληνοποιήσουν την χριστιανική πίστη.
Ο Κέλσος ασφαλώς δεν στέκεται στο ύψος άλλων Νεοπλατωνικών φιλοσόφων, όμως είναι ο σπουδαιότερος από όσους έγραψαν κατά του Χριστιανισμού. Ο Αληθής Λόγος του είναι, το πρώτο συστηματοποιημένο αντιχριστιανικό έργο από την πλευρά των μη Χριστιανών των Εθνικών, σημειώνει ο καθηγητής, συγγραφέας και πατρολόγος Στυλιανός Παπαδόπουλος, και ο Παναγιώτης Χρήστου, επίσης καθηγητής και πατρολόγος σαν το πρώτο Ελληνικό έργο αντιιουδαικής και αντιχριστιανικής πολεμικής.
Είναι η Ελληνική απάντηση σε ένα δόγμα που το θεωρεί προϊόν βάρβαρης και απολίτιστης σκέψης, και, κατηγορεί ευθέως τόσο τον ίδιο τον ιδρυτή της Ιουδαϊκής αυτής αίρεσης, όσο και τις συνήθειες, τη ζωή, και τις αρχές των χριστιανών σε σχέση πάντα με εκείνες των Εθνικών, καταδεικνύοντας με έμφαση το χάσμα ανάμεσα στο Ελληνικό Πνεύμα και τον Χριστιανισμό.
Μέσα στο σημαντικό αυτό έργο, διαφαίνονται οι άριστες γνώσεις που κατείχε ο συγγραφέας για τον Πλάτωνα, του Επικούρειους, τους Γνωστικούς, όσο και των άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του.
Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο, μέρος ο Κέλσος, αντιμετωπίζει τον Χριστιανισμό από την πλευρά του Ιουδαϊσμού, αν και απορρίπτει και μειώνει συλλήβδην Ιουδαίους και Χριστιανούς ως αμόρφωτους και απολίτιστους, και εισάγοντας έναν Ιουδαίο να πολεμήσει τον Χριστιανισμό από την Ιουδαϊκή σκοπιά ισχυρίζεται ότι αυτός δεν μένει πιστός ούτε στον Ιουδαϊσμό, και παραποιεί τη Μεσσιανική ιδέα.
Στο δεύτερο μέρος πολεμά την Ιουδαϊκή μεσσιανική ιδέα από την πλευρά της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας.
Στο τρίτο μέρος κριτικάρει και αντικρούει τις θεολογικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού και τις ηθικές, και τις θεωρεί πεπλανημένες και παραχάραξη της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Τέλος στο τέταρτο μέρος προσπαθεί να αποδείξει το ασυμβίβαστο της χριστιανικής λατρείας  με τις άλλες κρατικές λατρείες της Αυτοκρατορίας.
Ο Κέλσος, αρνείται κάθε είδους θαύματα, χαρακτηρίζει τον ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας απατεώνα, και γράφει ότι ο γιος του Ρωμαίου Πάνθηρα, (δηλαδή ο Χριστός) είχε μελετήσει τον Πλάτωνα, απορρίπτει ακόμα την ενανθρώπισή του, και την ανάστασή του. Διακωμωδεί και περιφρονεί τους Χριστιανούς  και τους θεωρεί ότι ζουν αποκομμένοι από την κοινωνική ζωή της Αυτοκρατορίας.
Ο Κέλσος δεν κριτικάρει τον Χριστιανισμό έχοντας ως αφετηρία τις απόψεις των αρχαίων υλιστών, όπως είναι ο Λουκιανός, αλλά με τη θέση της επίσημης Ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Είναι ο απολογητής της Ελληνορωμαικής Θεολογίας, που προσπαθεί να αντιτάξει στην θρησκεία του «όχλου» τον φιλοσοφικό λόγο, την ορθή σκέψη, την δόξα των Ελλήνων στοχαστών, που ακόμα ζει και ανθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Αρχαιότητας.
Και εδώ, θυμόμαστε τον λόγο του σύγχρονου φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε που γράφει, ότι ο Χριστιανισμός είναι ο εκλαϊκευμένος Πλατωνισμός για τις μάζες.
Οι ρήσεις από τα έργα των Πλάτωνα, Πινδάρου, Ηράκλειτου, Πυθαγόρα, Εμπεδοκλή και άλλων περνάν μέσα στο έργο του με μεγάλη άνεση και ευκολία, αλλά δεν λείπουν και οι θέσεις των Γνωστικών, οι Συβιλλιστές, ο αρχαίος τραγικός Ευριπίδης.
Ο Κέλσος, είναι «ο πολύς ούτος την έξω σοφίαν» για να θυμηθούμε και τον Νικόλαο Μεθώνης, ο οποίος έχοντας αφομοιώσει τα σημαντικότερα φιλοσοφικά και θεολογικά στοιχεία της Ελληνικής σκέψης, οικοδομεί μια επιχειρηματολογία ενάντια σε ότι αργότερα άλλοι στοχαστές ονόμασαν Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.
Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αν θυμάμαι σωστά, είναι ο πρώτος που εισήγαγε αυτόν τον όρο.
Ο Κέλσος μας διδάσκει με το έργο του ότι η πρώτη μαγιά των εκάστοτε κοινωνικών συστημάτων, βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αυτό που η μετέπειτα επικρατούσα πλειοψηφία αποκαλεί «αίρεση», περιθώριο, κ.λ.π.
Οι γνήσιοι στοχαστές βαδίζουν πάντα μόνοι, μέσα στην σιωπηλή «μοναξιά» του Κόσμου, στα ριζά της Ιστορίας, μακριά από την κοινωνική τύρβη και την πολιτική αποθέωση. Δικαιωμένοι ίσως, μόνον από τα ίδια τους τα οράματα, τα γλωσσικά τους όνειρα, την πνοή της προσωπικής τους προφητείας.
Η απόδοση του κειμένου από τους Πέτρο Οικονόμου και Γιάννη Χριστοδούλου, είναι αξιέπαινη, που, μετά από 18 αιώνες μεταφράζεται στα νέα Ελληνικά ο Αληθής Λόγος του αρχαίου Εθνικού φιλοσόφου.
Το ύφος του κειμένου είναι απλό, ο ρυθμός της γλώσσας καθώς και η χάρη του λόγου βοηθούν τον αναγνώστη να κάνει τις απαραίτητες αναγωγές σε άλλα μεταγενέστερα κείμενα της Ελληνικής γραμματείας και νεότερους συγγραφείς όπως είναι ο Κλέων Ραγκαβής, ο Περικλής Γιαννόπουλος, αλλά και ιστορικά πρόσωπα όπως είναι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουλιανός, ο Χρηστός αυτός Αυτοκράτορας που έφυγε τόσο άδοξα, ύπουλα και δολοφονικά από την ζωή, ο Μεσαιωνικός Έλλην φιλόσοφος Πλήθων ο Γεμιστός, ο Βυζαντινός χρονογράφος Μιχαήλ Ψελλός και άλλων όχι και τόσο γνωστών στοχαστών και την εσωτερική σχέση μεταξύ τους, των ιδεών τους και των έργων τους.
Στοχαστές που ακολούθησαν μια μοναχική πορεία που δεν οδηγεί ασφαλώς στον χριστιανικό παράδεισο, αλλά στο φαοσφόρο νησί των Μακάρων της Ελληνικής αυτής παραποτάμιας ατραπού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα, Η Φωνή του Πειραιώς, Τρίτη 10 Ιουνίου 1997, σελίδα 4.

Πειραιάς 21 Σεπτεμβρίου 2013.

Σημείωση: «Στην Αλεξάνδρεια έζησε μια γυναίκα με το όνομα Υπατία, που ήταν κόρη του φιλοσόφου Θέωνα. Είχε μια τόσο ξεχωριστή παιδεία, ώστε υπερτερούσε από όλους τους φιλοσόφους της εποχής της. Η διδακτική της δραστηριότητα την έφερε στην κορυφή της πλατωνικής σχολής που ιδρύθηκε από τον Πλωτίνο. Η Υπατία, δίδασκε όποιον της το ζητούσε όλους τους τομείς της γνώσης. Ενώπιον των Αρχών εμφανιζόταν με παρρησία και με την αυτοπεποίθηση που της χάριζε η μόρφωσή της και ακόμη δεν έδειχνε κανέναν ενδοιασμό να κινείται στην ανδρική κοινωνία. Χάρη στην ασυνήθιστη ευφυΐα και τη δύναμη του χαρακτήρα της την αντιμετώπιζαν όλοι με σεβασμό και θαυμασμό. Αυτή η γυναίκα λοιπόν έπεσε τότε θύμα μηχανορραφιών. Επειδή δηλαδή συναντιόνταν συχνά με τον Ορέστη, τον αυτοκρατορικό έπαρχο, διαδόθηκε στον χριστιανικό πληθυσμό η συκοφαντική φήμη ότι ήταν η Υπατία εκείνη που εμπόδιζε τον Ορέστη να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με τον Κύριλλο, τον επίσκοπο της πόλης. Έτσι συνωμότησαν διάφοροι θερμοκέφαλοι με την καθοδήγηση του αναγνώστη της εκκλησίας Πέτρου και επιτέθηκαν στην γυναίκα πισώπλατα, όταν κάποτε επέστρεφε σπίτι της. Την τράβηξαν από την άμαξα και την έσυραν βίαια στην εκκλησία που είναι γνωστή με το όνομα Καισάρειο. Εκεί της έβγαλαν τα ρούχα και κατακρεούργησαν το κορμί της με σπασμένα γυαλιά. Ένα-ένα κομμάτιασαν τα μέλη του σώματός της, έπειτα τα μετέφεραν όλα στον λεγόμενο Κιναρώνα και τα έκαψαν. Η πράξη αυτή ντρόπιασε πολύ τον Κύριλλο, όπως και την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Γιατί το μπορούσε να είναι πιο αποτρόπαιο από την δολοφονία, την αιματοχυσία και τα παρόμοια σε αυτούς που σκέφτονταν όπως ο Χριστός»
Σωκράτης ο Σχολαστικός.
Από το βιβλίο του Arnulf  Zitelmann, «ΥΠΑΤΙΑ»- Φιλόσοφος στην Αλεξάνδρεια του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Επιμέλεια-μετάφραση: Μαίρη Ζωγράφου. Εκδόσεις Αϊβαλή 1997.