Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Ο πανεπιστημιακός Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης και Γλυκερία Μπουμπουλίδου

 

                        ΦΑΙΔΩΝ Κ.  ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ

                                (Βόλος 1923-2007)

     Κάθε πληθυσμιακή ομάδα μιας πόλης, ενός χωριού, έχει τα δικά της στέκια ή δημιουργεί τους χώρους συνάντησής της. Ανάλογα με την ηλικία της, τα ενδιαφέροντά της, τις αναζητήσεις της, τα πολιτικά ή θρησκευτικά της ζωής της πιστεύω και ασχολίες, θα σημειώναμε ακόμα και το φύλο των μελών της. Τα Καφενεία είναι συνήθως οι πιο γνωστοί και πολυπληθέστεροι δημόσιοι χώροι, όπου συχνάζουν οι άνθρωποι από παράδοση. Είναι ένας μικρός «θεσμός» στην πατρίδα μας μα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι διάσπαρτα σε κάθε γειτονιά, τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο κυρίως στην επαρχία. Με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και συνηθειών των ανθρώπων εμφανίστηκαν τα μικρά καφέ και οι καφετέριες. Τόποι συνάντησης κυρίως της νεολαίας, της νεότερης και νεότατης ηλικίας άτομα, όπως και οι παμπ και τα κλαμπ, (μουσικά στέκια) που οι νέοι και οι νέες ακούν την μουσική της αρεσκείας τους, γνωρίζονται, κάνουν τα κονέ τους, συζητούν τα δικά τους ώρες ατέλειωτες, πίνουν την φραπεδιά τους. Τα παλαιότερα χρόνια επίσης, είτε μέσα στους ίδιους τους χώρους του καφενείου είτε σε ξεχωριστούς, στεγάζονταν και τα μπιλιαρδάδικα (με τους δύο τύπους μπιλιάρδου, το γαλλικό και  το αμερικάνικο) ή τα ξύλινα ποδοσφαιράκια που έπαιζαν ανά δύο άτομα από κάθε πλευρά οι νέοι. Χτυπώντας με τους μικρούς ξύλινους «ποδοσφαιριστές» την άσπρη μπάλα με δύναμη προς το τέρμα της αντίπαλης ομάδας-γκομενο-παρέας (αρκετές ελληνικές ταινίες έχουν απαθανατίσει τις χαμηλοτάβανους γεμάτες καπνούς αίθουσες). Τις τελευταίες δεκαετίες και στην χώρα μας, εξαιτίας των σκληρών και γρήγορων ρυθμών ζωής των ατόμων εμφανίστηκαν δειλά-δειλά και τα λεγόμενα ταχυφαγεία. Που προμηθεύεται κανείς μικρές μερίδες παγωμένου φαγητού, σάντουιτς, τυρόπιτες κλπ.. Χώροι γρήγορης εστίασης που λειτουργούν παράλληλα με τα παλαιού τύπου ζυθεστιατόρια, τις πιτσαρίες και τα σουβλατζίδικα. Τα Καφενεία όμως, είναι οι πλέον γνωστοί και αναγνωρίσιμοι δημόσιοι ανοιχτοί ή κλειστοί χώροι. Στέκια που κλείνουν τα ραντεβού τους οι άνθρωποι, μαζεύονται -συνήθως-τα μεγάλης ηλικίας άτομα να πιουν το καφεδάκι τους ή την γκαζόζα τους, να πουν τα δικά τους, τις αναμνήσεις της ζωής τους, τις εμπειρίες του εργασιακού τους βίου. Τα περισσότερα άτομα που συνάζονται στα Καφενεία, θα παίξουν το ταβλάκι τους, την κολιτσίνα τους, ενώ παράλληλα, θα πολιτικολογήσουν φωναχτά ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις της αρεσκείας τους ή κατηγορώντας τους πολιτικούς της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης ανάλογα με την σύνταξη που τους μείωσαν, ή τι αναδρομικά στους οφείλει η πολιτεία. Σε ορισμένα από αυτά, ο καφεπώλης είχε πάνω στο στρόγγυλο μικρό τραπέζι και Σκάκι ή άλλα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως το Φιδάκι, η Μονόπολη, η Τρίλιζα και άλλα. Τους προηγούμενους αιώνες-που οι κοινωνίες ήσαν πιο κλειστές και περιορισμένες από τον έξω Κόσμο, υπήρχαν τα επονομαζόμενα Φιλολογικά Καφενεία. Κάτι σαν τις σημερινές συντροφιές ανάγνωσης λογοτεχνικών έργων και συζήτησης κατόπιν των βιβλίων που διάβασαν. Στα Καφενεία ή Καφωδεία μαζεύονταν οι φιλότεχνες παρέες, συντροφιές ελλήνων λογοτεχνών και ποιητών. Συνομιλούσαν για πεζογραφία, για ποίηση, για τις νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες ελληνικών και ξένων βιβλίων, εξέθεταν στους άλλους τι νέα βιβλία διάβασαν, ποιανού συγγραφέα, τι δημοσίευσαν στο τάδε περιοδικό ή την δείνα σελίδα της εφημερίδας. Συνήθιζαν να δείχνουν τα χειρόγραφά τους στους φίλους τους συγγραφείς, να διαβάζουν ό,τι καινούργιο έγραψαν ή μετέφρασαν στην παρέα των ομοτέχνων τους και να ζητούν την γνώμη τους, την επιδοκιμασία τους. Κάθε ομάδα φιλότεχνων είχε τα δικά της Στέκια ανάλογα την πολιτική παράταξη που ακολουθούσαν τα μέλη της, τα ιδεολογικά πιστεύω των συγγραφέων, το λογοτεχνικό περιοδικό που συνεργάζονταν ακόμα και τον τόπο καταγωγής των δημιουργών και άλλων καλλιτεχνικών τους ενδιαφερόντων και αναζητήσεων. Οι λογοτεχνικές παλαιές αυτές συντροφιές των ελλήνων ήσαν όπως γνωρίζουμε από την ιστορία της ελληνικής γραμματείας κλειστές φιλικές παρέες και συνήθως, ανδροκρατούμενες, όπως δείχνουν οι σχετικές φωτογραφίες και οι εικαστικές τους αναπαραστάσεις. Γνωστό ως φήμη μας είναι «το πατάρι του Λουμίδη» από αφηγήσεις ποιητών και συγγραφέων της γενιάς του 1930. Βλέπε ενδεικτικά τα γραπτά του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Επίσης φημισμένο υπήρξε το «Καφενείο το Βυζάντιο». Ο μυθιστοριογράφος Κώστας Ταχτσής έχει συνθέσει ποιητική συλλογή με το όνομα του Καφενείου. Σε παλαιότερες ακόμα εποχές οι λογοτέχνες στις αναμνήσεις τους μας διέσωσαν τον χώρο και την ατμόσφαιρα του Καφενείου της «Δεξαμενής». Στέκι των αρχών του προηγούμενου αιώνα, του μεσοπολέμου,τα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια και των μεταγενέστερων δεκαετιών, που μαζεύονταν οι γνωστοί Αθηναίοι και όχι μόνο συγγραφείς και λόγιοι. Βλέπε κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που ο τυχερός και υπομονετικός Φαληριώτης ιατρός, μυθιστοριογράφος και χρονογράφος Παύλος Νιρβάνας, κατόρθωσε και απαθανάτισε την φυσική παρουσία του Σκιαθίτη διηγηματογράφου μας και μας άφησε την φωτογραφία ως κειμήλιο των ελληνικών γραμμάτων. Ο συγγραφέας και καθηγητής Γιάννης Παπακώστας, μας έχει προσφέρει-μεταξύ άλλων του εργασιών, μια εξαιρετική μελέτη για τα Καφενεία αυτά. Βλέπε τον τόμο «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΚΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (1880-1930), εκδόσεις Εστίας-Αθήνα 1988, σελίδες 375, δραχμές 2060. Βλέπε ενδεικτικά και τα κριτικά σημειώματα για τον τόμο του Κώστα Σταματίου, «ΣΑΛΟΝΙΑ» εφημερίδα «Τα Νέα» 28/1/1989, της εφημερίδας «Έθνος» 22/2/1989, «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ» και του φιλόλογου και σχολικού συμβούλου Δημήτρη Πλάκα, στην εφημερίδα «Το Βήμα» 29/4/1989, «Οι «τόποι» της λογοτεχνίας». Άλλα γνωστά ακόμα και στις ημέρες μας Στέκια, είναι τα των πόλεων Ζαχαροπλαστεία. Και σε αυτούς τους των εύγευστων και γλυκών γεύσεων και αισθήσεων χώρους μαζεύονταν οι καλλιτέχνες, συνομιλούσαν, αντάλλασσαν απόψεις για τρέχοντα θέματα της τέχνης και της ζωής τους, εξέφραζαν τις ιδέες τους για τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Στην πόλη μας, τον Πειραιά, χαρακτηριστικά είναι δύο παραδοσιακά Ζαχαροπλαστεία. Αυτό της «Στάνης» στην Πλατεία Κοραή, κάτω από το Δημαρχείο της πόλης και του «Χαραμή» στην Πλατεία Τερψιθέας, δίπλα από το παλαιό κτήριο του ΝΑΤ. Ένα άλλο φημισμένο του πρώτου λιμανιού της χώρας Ζαχαροπλαστείο, ήταν αυτό του «Παπασπύρου», όπου και σήμερα λειτουργεί η αίθουσα σαν «ανοιχτός» χώρος στην πλατεία Κανάρη. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το τρίγωνο του «Αυγού» με το Ρολόι. Ενώ ακριβώς από την απέναντι πλευρά του δρόμου της λεωφόρου Ακτής Μουτσοπούλου που συναντά την Γρηγορίου Λαμπράκη υπήρχε η μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα του Καφενείου «Αβέρωφ» με τα μπιλιάρδα και τον θερινό κινηματογράφο στην ταράτσα, το Σπλέντιτ. Ο παλαιός ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας στα «Πειραιώτικα» που δημοσίευσε τις δεκαετίες του 1930 και 1940 στις πειραϊκές εφημερίδες που εργάζονταν, μας μιλά για τα Στέκια των Πειραιωτών λογοτεχνών, και των άλλων φιλότεχνων δημιουργών που κατέβαιναν από την πρωτεύουσα στο πρώτο λιμάνι είτε για να συναντήσουν πειραιώτες συγγραφείς είτε να δώσουν την συνεργασία τους στον τοπικό τύπο, είτε συνηθέστερα, να συνφάγουν στις ψαροταβέρνες της πόλης με φιλικές τους συντροφιές ή τις οικογένειές τους. Ταβέρνες και εστιατόρια που ήσαν διάσπαρτες στην πειραϊκή ακτογραμμή μεταξύ (τουρκολίμανου)-Μικρολίμανου, Πειραϊκής και Φρεαττύδας, μέχρι τον λιμενοβραχίονα του εξωτερικού περίβολου χώρου της Σχολής Δοκίμων. Την περίοδο επίσης του Μεσοπολέμου και μέχρι σχεδόν τα τέλη της δεκαετίας του 2000 υπήρχαν και τα γνωστά μας συνοικιακά μπακάλικα, που αντικαταστάθηκαν σιγά-σιγά από τις αλυσίδες των Σούπερ Μάρκετ. Τα μπακάλικα, ήταν έναν είδος λαϊκά Στέκια, (να θυμηθούμε την ελληνική ταινία τον "Μπακαλόγατο" με τον αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο) που στον εσωτερικό τους χώρο, (ή όσα διέθεταν αυλή) πάνω σε βαρέλια ή μικρά τραπέζια οι μπακάληδες με την άσπρη ποδιά και τον δυόσμο στ’ αυτί, έστρωναν μια λαδόκολλα πάνω τους σερβιρίζοντας τους θαμώνες τους. Την μυρωδάτη ρετσίνα, την ζουμερή ντομάτα στα τέσσερα, τις ελιές, την λαδωμένη φέτα στο μικρό πιατάκι με την ρίγανη, την λακέρδα, την καπνιστή ρέγκα, τον τσίρο, την παστή σαρδέλα. Για να μην πίνουν ξεροσφύρι όπως έλεγαν οι πελάτες το ποτηράκι τους. Την κεχριμπαρένια ρετσίνα στο γεμάτο καρτούτσο. Στον τοίχο του μπακάλικου σε εμφανές σημείο ο μπακάλης ή εστιάτορας, έγραφε στον μαυροπίνακα με το τεμπεσίρι τα βερεσέδια. Το πρόλαβα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σαν μαθητής στην σάλα του εστιατορίου που υπήρχε στην οδό Βασιλέως Γεωργίου απέναντι από τις Τεχνικές Σχολές του «Πυθαγόρα» του Μαρκοζάνη. Σε αυτά τα πειραιώτικα λαϊκά, φτωχικά αλλά πλούσια σε ανθρωπιά και παρέα στέκια, συνήθιζε να πηγαίνει ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας με το μικρό μπαστουνάκι του και το μαύρο καπέλο του, κρατώντας τις ποιητικές ή μεταφραστικές του σημειώσεις. Ενώ στα «κεντρικά-αριστοκρατικά» Καφενεία της πόλης, συγκεντρώνονταν η αστική της τάξη, οι δημοτικοί εκπρόσωποι, οι βουλευτές και άλλοι εμπορικοί της παράγοντες με τις οικογένειές τους. Χωρίς να αποκλείονταν ότι σύχναζαν και λαϊκές οικογένειες και μεμονωμένα άτομα, φιλικές παρέες στα μέρη αυτά από τους πέριξ γειτονικούς δήμους. Γνωστό επίσης Ζαχαροπλαστείο, ήταν και το «Ακροπόλ» στεγάζονταν στο κτήριο στην πλατεία γωνία Βασιλέως Γεωργίου και Καραϊσκου. Τώρα πεζόδρομος με ανάλογα του είδους μαγαζιά. Να θυμηθούμε ακόμα το Στέκι-εστιατόριο του Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα, όπου έδιναν σχεδόν καθημερινά το ραντεβού τους ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος. Δειπνούσαν συζητώντας για τις μουσικές και άλλες καλλιτεχνικές συνεργασίες και δέχονταν τους φίλους και συνεργάτες τους. Να σημειώσουμε ότι στο γνωστό Ζαχαροπλαστείο του Zonars, επίσης στο Σύνταγμα, έχουν απολαύσει τα εύγευστα γλυκά και άλλα ελληνικά εδέσματα οι κατά καιρούς ξένοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες που επισκέπτονταν την Αθήνα. Βλέπε τον Γάλλο συγγραφέα Ζαν Ζενέ, τον φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ και την γυναίκα του και πολλοί άλλοι. Και όπως μας αφηγείται ένας σύγχρονος ποιητής της γενιάς του 1970 ο πανεπιστημιακός Νάσος Βαγενάς, από την βιτρίνα του Ζαχαροπλαστείου αυτού είδε τον αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουϊς Μπόρχες να περνά, συναντήθηκαν και άρχισε η γνωριμία τους. Ο αριστερός ποιητής και μεταφραστής Κώστας Βάρναλης μας μιλά και εκείνος για τις διάφορες ταβέρνες και τα μικρά κουτούκια που συνήθιζε να επισκέπτεται για να πιει την ρετσίνα του και να τραγουδήσει τα «αντάρτικα» και άλλα τραγούδια του, στον τόμο των Απομνημονευμάτων του, βλέπε εκδόσεις Κέδρος. Φημισμένο Ζαχαροπλαστείο της γενιάς μου-γενιά του 1980-στην Αθήνα στους πρόποδες του Λυκαβηττού ήταν το «Ντόλτσε», όπου μαζεύονταν όλο το «αφαν γκατέ» της αθηναϊκής κουλτούρας και των περιχώρων, για να γευτούν τις ωραίες πάστες και να συνομιλήσουν. Πολλά και διάσπαρτα Στέκια εκκολαπτόμενων τότε νέων συγγραφέων βρίσκονταν και στην Πλατεία των Εξαρχείων και των πέριξ δρόμων. Και όπως έλεγαν χαριτολογώντας οι τότε νέοι και νέες της μεταπολίτευσης, σύχναζε όλη η «μπασκλασαρία» της νεανικής διανόησης ή ψευτοδιανόησης. Με το μακρύ μαλλί, την καμπάνα παντελόνι, το ψηλό τακούνι (αλά Τζων Τραβόλτα) το ταγάρι με τα «λαθραία» αριστερά και άλλα αναρχικά έντυπα. Νεολαίοι φουρτουνιασμένοι από ενθουσιασμό για τον αναμενόμενο έρωτα του διπλανού ή της διπλανής και την επερχόμενη κόκκινη επανάσταση. Αγοράκια αμούστακα σαν τα κρύα τα νερά και νεάνιδες νεραΐδες με τα σπυράκια της ακμής στο μέτωπο, φιλικές, συντροφικές παρέες πού ήσαν ετοιμοπόλεμες ανά πάσα στιγμή να μπουκάρουν και να ρίξουν τις πύλες της καπιταλιστικής ελληνικής Βαστίλης των χρόνων τους. Καθώς διάβαιναν πολλοί και πολλές από αυτές τις παρέες με θλίψη την «γέφυρα των στεναγμών» των πρώτων τους δειλών ερωτοχτυπημάτων. Και το δίλημμα ήταν έρωτας ή επανάσταση, έρωτας ή ποίηση και λογοτεχνία. Πρώτα όμως έπρεπε να συμπληρώσουν ημερήσιο δωδεκάωρο σε συσκέψεις και διαβουλεύσεις. Συζητήσεις επί συζητήσεων με πολιτικά τσιτάτα και κινηματογραφικές ατάκες από σκηνές προσεχούς μαρξιστικών φρονημάτων ταινίες στην αίθουσα του «Βοξ». Ολονύχτιες επαναστατικές ακολουθίες και κλεφτές ματιές, (σε ότι καθενός άρεσε) και αψιμαχίες, ιδεολογικές κόντρες και συντροφικές διεργασίες για το γράμμα και τον τύπο του μελλοντικού σχεδιασμού πολιτικής αντίστασης που έπρεπε να ακολουθήσουν, οι νέοι έλληνες Ροβεσπίέροι και Σαιν Ζιστ των ελληνικών γραμμάτων. Και κατόπιν, ξεθεωμένοι και γλαρωμένοι ομού, άλλοτε αγουροξυπνημένοι και σιχτιρισμένοι μεταξύ μας που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, να βγάλουμε άκρη για το ποιος είχε την πλειοψηφία στην συνέλευση,-αυτά τα άτιμα τα διαδικαστικά- τραβούσαν οι νέοι που τους «έλεγαν αλήτες» που γράφει ο ποιητής για το πρώτο δισκάδικο να αγοράσουν  την μουσική ντίσκο της εποχής. Να πιουν τα πρωινά «ξίδια» τους αν ήταν ανοιχτή η «Ίντριγκα». Ο αγώνας απαιτούσε σωματική φόρμα και ευεξία, ειδάλλως, τα περίπτερα της Ομόνοιας ανέμεναν τους λαθραναγνώστες των λαϊκών και άλλων λογοτεχνικών εντύπων. Σαν καθαρτήριο πέρασμα προς τους χώρους της κουλτούρας. Οι πιο τολμηροί τραβούσαν για τις καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία της Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη. Ενώ άλλοι, με το βιβλίο ή το λογοτεχνικό περιοδικό παραμάσχαλα, έμπαιναν στα Καφενεία-Στέκια της Ομόνοιας που σύχναζαν φημισμένοι και τρανοί λογοτέχνες, ποιητές, εικαστικοί, καθηγητάδες, ηθοποιοί, ιατροί, εκδότες περιοδικών, φωτομοντέλα του έρωτα, γόνοι εφοπλιστικών και πολιτικών οικογενειών και τζακιών, στυλοβάτες της νέας τάξης πραγμάτων.

Πέρα όμως από τα κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος Στέκια που σύχναζαν οι έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, υπήρχαν για να μην ξεχνιόμαστε, και τα Βιβλιοπωλεία-Στέκια. Οι προηγούμενες γενιές θυμούνται το ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν. Τουλάχιστον, η γνωστή φωτογραφία με την παρουσία του ποιητή και δασκάλου Κωστή Παλαμά έξω από την βιτρίνα του να παρατηρεί τις νέες εκδόσεις ξυπνά τις αναμενόμενες αναμνήσεις. Η δική μου γενιά έμαθε, γνώρισε ορισμένα όμορφα, ζεστά και ανθρώπινα Βιβλιοπωλεία-Στέκια, που μπορούσες να προμηθευτείς τα βιβλία, τα περιοδικά και τα έντυπα της αρεσκείας σου. Συναντούσες πάνω στους πάγκους τους νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες βιβλίων. Το φοιτηταριό πήγαινε στο μεγάλο τρίπατο βιβλιοπωλείο της «Πρωτοπορίας» που συνήθιζαν οι ιδιοκτήτες του να κάνουν φοβερές εκπτώσεις. Πράγμα ικανοποιητικό για το πενιχρό τότε βαλάντιό μας. Άλλος χώρος ήταν το βιβλιοπωλείο του «Λαδιά» στην Ιπποκράτους, που πωλούσε βιβλία με το κιλό. Πάνω σε μια ζυγαριά έβαζε διάφορους τίτλους βιβλίων δεμένα με σπαγκάκι ο ιδιοκτήτης του και τους πωλούσε μπιρ παρά. Το βιβλιοπωλείο της «Κασσάνδρας» πρώτα, μετά του Γρηγόρη στην Σόλωνος όπου προμηθεύονταν οι φοιτητές τα συγγράμματά τους. Εστία πνευματικής συγκέντρωσης μαθητών, φοιτητών και καθηγητών. Εκεί εργάζονταν ο ωραίος Χρήστος Μουτσόπουλος, που κατόπιν άνοιξε δικό του βιβλιοπωλείο μέσα στην Στοά του κινηματογράφου «Όπερα» και τον εκδοτικό οίκο «Βιβλιογονία». Στην Στοά υπήρχε και το βιβλιοπωλείο «Ορίζοντες» της Ντίντας και του Άρη Γαζώνη, με καινούργιες και παλαιές εκδόσεις. Υπήρχε και ένα ακόμα βιβλιοπωλείο δίπλα σε αυτά, που δυστυχώς, δεν θυμάμαι το όνομα του ιδιοκτήτη. Ενώ για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής ήταν και το Στέκι «Η Λέσχη του Δίσκου». Τα Βιβλιοπωλεία του Βασίλη και της Μήνας Καρδαμίτσα στην Ιπποκράτους και το γειτονικό Βιβλιοπωλείο του Δημητρίου Παπαδήμα όπου στους χώρους τους, έβρισκες ότι επιθυμούσες σε επιστημονικό σύγγραμμα και βιβλία πάνω στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Ελληνικές και ξενόγλωσσες πανεπιστημιακές εκδόσεις που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό, τα γράμματα και την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Οι εκδόσεις Παπαδήμα μάλιστα, πωλούσαν και τα παλαιά τεύχη του περιοδικού της «Ελληνικής Δημιουργίας» του Σπύρου Μελά καθώς και τις μεταφράσεις του Κορίνθιου συγγραφέα Βασίλη Λαζανά. Στέκι ήταν και το βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις των Αδερφών Τολίδη όπου συνήθιζε να συχνάζει ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, του οποίου τις ιστορικές μελέτες και μεταφράσεις εξέδωσαν. Λίγο πιο πάνω από την απέναντι πλευρά της Σόλωνος, βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Θεμέλιο με τις γνωστές αξιόλογες προσεγμένες αριστερές πολιτικές και ιστορικές του εκδόσεις. Νίκος Πουλαντζάς, Νίκος Σβορώνος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, κ. ά. Στέκι ήταν και το βιβλιοπωλείο του Στρατή Φιλιππότη με τις σειρές των λαογραφικών μελετημάτων του Λουκάτου και άλλων του Τηνιακών εκδόσεών. Ο χώρος του βιβλιοπωλείου του Αντώνη Λιβάνη-Νέα Σύνορα με τις κοινωνιολογικές του εκδόσεις ήταν πέρασμα για τους ψηφοφόρους του Ήλιου του Πασοκ. Δίπλα από τον δίπατο χώρο του Πύρινου Κόσμου που έβρισκες βιβλία ειδικού «μεταφυσικού» και «παραφυσικού» θρησκευτικού ενδιαφέροντος και όχι μόνο. Ανθρώπινο περιβάλλον πρόσχαροι υπάλληλοι, ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες και ο ψηλός και ευειδής μυστακοφόρος Γιώργος. Ζεστός χώρος του βιβλίου ήταν και το υπόγειο βιβλιοπωλείο το Μήνυμα και κατόπιν ο νέος χώρος που άνοιξε στην Σόλωνος. Στέκι φιλόξενο που έβρισκες νέες κυκλοφορίες βιβλίων και περιοδικών, τίτλους «αναρχικής» ανάγνωσης και ορθόδοξου χριστιανικού περιεχομένου. Πνευματικό Στέκι που σύχναζαν οι φίλοι και οι γνωστοί «αναρχοελεύθεροι» κουλτουριάρηδες και ορθόδοξοι ανθρωπιστές και κοινωνιστές Που πρέσβευαν μιάν άλλη με ανθρώπινο πρόσωπο και ήθος πολιτική διαχείριση για την Ελλάδα. Εκεί σύχναζε και ο πρόωρα χαμένος ποιητής Ηλίας Λάγιος. Οι συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων ήσαν γόνιμες και εποικοδομητικές. Στέκι με τους δικούς του αναγνωστικούς ρυθμούς ήταν και το Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις «Δωδώνη» με τον θησαυρό των θεατρικών έργων που εξέδιδαν. Οι εκδόσεις «Δωδώνη» του Λάζου, μας έμαθαν να διαβάζουμε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο. Μας έφεραν αναγνωστικά κοντά με έλληνες και ξένους θεατρικούς συγγραφείς. Σε αυτόν τον χώρο εργάζονταν και ο ποιητής και κατόπιν εκδότης Μιχάλης Γκανάς, και ο πανύψηλος έμπειρος υπάλληλος ο Τάκης. Ενώ το Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις «Κέδρος» της Νανάς Καλλιανέση μας μυούσε στο ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου και των σύγχρονων νέων ελλήνων ποιητών και πεζογράφων. Να μνημονεύσουμε ακόμα το ψηλοτάβανο βιβλιοπωλείο του Ευτύχη και της Μαρίας Μοσχονά. Δύο ειλικρινά καλοκάγαθα άτομα, ένα πρόσχαρο ζευγάρι με παιδεία. Ζεστά σαν προσωπικότητες και χαρακτήρες. Πρόθυμα να σου βρουν το βιβλίο και το περιοδικό που ζητούσες. Τον δικό τους κύκλο αναγνωστών και βιβλιόφιλων είχαν τα Βιβλιοπωλεία και οι Εκδόσεις του «Ελευθερουδάκη» με το γνωστό Λεξικό του, οι Εκδόσεις «Ίκαρος» με τα δύο μας ποιητικά Νόμπελ του ποιητή Δημήτρη Καρύδη, οι εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο «Ερμής» που βρίσκονταν κάτω από την φροντίδα του καθηγητή Γιώργου Σαββίδη, οι εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο «Ι. Ζαχαρόπουλος» και ορισμένα άλλα Στέκια. Φυσικά, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε τις γνωστές μας εκδόσεις και το Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», το κεντρικό Στέκι των βιβλιόφιλων Αθηναίων, με την εκατοντάχρονη σημαντική εκδοτική προσφορά του, την καλή του φήμη και παράδοση του καλού και ποιοτικού βιβλίου, όπου σύχναζε η μισή Αθήνα που διάβαζε και έγραφε, γιατί η άλλη μισή, περνούσε και σύχναζε στο Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις του Τάσου Πιτσιλού. Ενός έμπειρου και καλής πάστας βιβλιοπώλη που και αυτός σου προμήθευε ότι βιβλίο αναζητούσες, αλλά το κυριότερο, έκανε σημαντικές και μεγάλες εκπτώσεις τόσο στις παλαιές όσο και στις καινούργιες κυκλοφορίες. Από το Βιβλιοπωλείο του κυρού Τάσου Πιτσιλού επί καθημερινής βάσεως περνούσαν και σύχναζαν συγγραφείς, μεταφραστές, δημοσιογράφοι, ποιητές και ποιήτριες, παλαιοί πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, ιστορικοί, λαογράφοι, ιερείς, ηθοποιοί, χρηματιστές, επιμελητές και διορθωτές εκδόσεων, εικαστικοί κλπ. Ο Τάσος Πιτσιλός είχε το χάρισμα να σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και να σε κάνει πελάτη-φίλο του. Σου εύρισκε βιβλία κάπως σπάνια, σου συνιστούσε τίτλους, σε έστελνε σε πηγές για την αγορά παλαιότερων εκδόσεων, σου δώριζε βιβλία. Σου μιλούσε θερμά για άλλους εκδότες και βιβλιοπώλες. Είχε έναν ξεχωριστό τρόπο και την ανάλογη φυσικά παιδεία να σε κάνει πελάτη του μαγαζιού του, να νιώθεις άνετα. Στο πατάρι του στενού βιβλιοπωλείου που βρίσκονταν δίπλα σχεδόν από το Χρηματιστήριο Αθηνών, κάθονταν συγγραφείς και έγραφαν ή διόρθωναν κείμενα. Ακόμα και αν δεν πρέσβευες τα πολιτικά του πιστεύω, ο Τάσος Πιτσιλός ήταν τόσο οικείος σαν χαρακτήρας, ανοιχτό μυαλό που σε κέρδιζε αμέσως. Είχε μάλιστα συμμετάσχει σαν κομπάρσος στην ταινία «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου. Δυστυχώς έφυγε νέος και ξαφνικά, όπως και ο μικρότερος γιος του ο Στέλιος. Έμεινε ο άλλος του γιος, ο Παναγιώτης, να συνεχίζει την παράδοση του καλού Βιβλιοπώλη του πατέρα του.Σε αυτό το μικρό παλαιό Βιβλιοπωλείο-Στέκι συνάντησα για μία και μοναδική φορά τον κυρό πανεπιστημιακό καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη. Ο εκδότης και βιβλιοπώλης με σύστησε και είχαμε μια μικρή σύντομη συζήτηση. Γνώριζα και είχα αγοράσει ορισμένους τίτλους βιβλίων του που είχε επιμεληθεί είτε ο ίδιος είτε μαζί με την γυναίκα του Γλυκερία Μπουμπουλίδου. Ο κυρός καθηγητής –γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- είχε σχέση σαν καθηγητής, με το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας. Όμως ως συγγραφέας, επιμελητής και δοκιμιογράφος ανήκει σε μια διαφορετική κατηγορία ελλήνων παλαιών ερευνητών. Τα συγγράμματα που εξέδωσε, οι εργασίες που δημοσίευσε, τα βιβλιογραφικά δελτάρια και βιβλία, περιοδικές εκδόσεις που επιμελήθηκε, διακρίνονται για την επιστημονική τους εγκυρότητα, την ακρίβεια της αναφοράς των πηγών του, την μνημόνευση ονομάτων παλαιότερων συγγραφέων και ερευνητών που προηγήθηκαν και που ο ίδιος χρησιμοποίησε, ανέτρεξε, ερεύνησε για να συγγράψει τις δικές του εργασίες και βιβλία.

Η εντιμότητα της αναφοράς των πηγών και των ονομάτων των συγγραφέων και μελετητών που έχουν προηγηθεί και έχουν εργαστεί πάνω στο προς διερεύνηση γνωστικό αντικείμενο, είναι κάτι που συνήθως, μάλλον δεν συναντάς τόσο συχνά σε συγγραφείς, ερευνητές, δοκιμιογράφους, ακόμα θα τολμούσα να σημείωνα και πανεπιστημιακούς καθηγητές, κριτικούς και συγγραφείς, εκδότες λογοτεχνικών περιοδικών που ασχολούνται, διαπραγματεύονται ζητήματα και προβλήματα που έχουν να κάνουν με την καθόλου διαδρομή και Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Την σφαιρική θεώρηση της ελληνικής γραμματείας, με τις ιδιαίτερες ιστορικές περιόδους της, τις επιμέρους τεχνοτροπίες και σχολές της, τους φανερούς ή κρυφούς προσανατολισμούς της και επιρροές της. Τα ελληνικά γράμματα στο σύνολό τους και την διαχρονία τους-Αρχαία γραμματεία, Βυζαντινή-Μεσαιωνική-Νεότερη και Σύγχρονη διακρίνεται για τα πολλά και ποικίλα στάδιά της, τις στάσεις της, τις γλωσσικές και θεματικές της επιμειξίες, την αυτοαναφορικότητά της ή τον ετεροπροσδιορισμό της από ξένα ευρωπαϊκά και της δύσης ρεύματα. Το πεδίο έρευνας είναι τεράστιο, πολύχρωμο και με αρκετούς κόμβους επαναλαμβανόμενων εσωτερικών αναφορών. Οι ερευνητές και οι δοκιμιογράφοι, οι σχολιαστές και οι κριτικοί είναι πολλοί και ο καθένας και κάθε μία τους κάτι καινούργιο φωτίζει και προσθέτει στην έρευνα. Δυστυχώς όμως, αυτοί που είτε είναι επαγγελματίες κριτικοί και αναγνώστες είτε είναι οι αντίστοιχοι ερασιτέχνες και λάτρεις της λογοτεχνίας διαπιστώνουν συχνά να επικρατούν μεροληψίες, εσκεμμένες ή όχι στάσεις στην αναφορά των πηγών τους στην μνημόνευση των ονομάτων των συγγραφέων που εργάστηκαν και κοπίασαν για να φέρουν στην λογοτεχνική επιφάνεια μυστικά και θέματα του έργου των ποιητών, των πεζογράφων, των χρονογράφων και άλλων ειδών του γραπτού λόγου. Πολλοί σημαντικοί κριτικοί και συγγραφείς, πανεπιστημιακοί ερευνητές και ιστορικοί της ελληνικής γραμματείας, αρθρογράφοι περιοδικών και εφημερίδων αγνοούν τους προηγούμενους εργάτες της γραφής που προηγήθηκαν ή τους σνομπάρουν συγγραφικά-ερευνητικά, τους κλείνουν πόρτες και τους ρίχνουν στην λήθη της απαξίωσης. Όμως μια λογοτεχνία-εθνική γραμματεία-που διαρκώς τα επίσημα μέλη τους μεροληπτούν, μια ποίηση ή ο πεζός λόγος που απευθύνεται μόνο στους «δικούς» μας κρίνοντες αναγνώστες των σελίδων των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών δεν έχει πολλά να μας πει. Μια λογοτεχνία και μελέτη που γράφεται μόνο από πανεπιστημιακούς, εκπορεύεται από πανεπιστημιακούς και συζητείται μόνο από καθηγητές χωρίς την μνημόνευση μη πτυχιούχων, τότε μάλλον αυτού του είδους οι μελέτες και οι έρευνες σχετικά με την λογοτεχνία και την ποίηση, δεν αφορά τον μεγάλο πληθυσμιακό όγκο των ανώνυμων ή επώνυμων αναγνωστών. Είναι σαν και αυτό που έλεγαν οι παλαιοί πολιτικοί ιδεολόγοι. «Μας τα είπατε, σας τα ξανά λέμε, μας τα ξανά λέτε». Αν να επαναλάβω αυτός ο μικρόψυχος διχασμός σχολιασμού και έρευνας από τον χώρο της πολιτικής και της ιστορίας μεταφέρεται διαρκώς ακόμα και στις μέρες μας και στα πεδία της τέχνης, της ποίησης και της λογοτεχνίας, τότε μάλλον, φοβάμαι, ότι είναι προτιμότερο να γυρίσεις την πλάτη στους κάθε  είδους αμνήμονες ειδικούς και να στραφείς σε πιο εύπεπτους τρόπους ψυχαγωγίας και επιμόρφωσης. Μια τέχνη γενικά μιλώντας μόνο για τους ειδικούς ή κλεισμένη μέσα στα πανεπιστημιακά σπουδαστήρια που ερευνάται και αναλύεται μόνο από τηβεννοφόρους καθηγητάδες τι έχει να σου προσφέρει; Η λογοτεχνία και η ποίηση, ο κόσμος των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου και του κινηματογράφου, δεν είναι ένα ελεύθερο πεδίο πειραματισμών και προσωπικών φιλοδοξιών των εκάστοτε ιστορικών ή σκηνοθετών, των λίγων ειδικών. Αν αγνοήσεις όπως γίνεται εσκεμμένα αυτούς που προηγήθηκαν τότε ούτε η τέχνη προάγεται ούτε η πνευματική συνέχεια διατηρείται και συνεχίζεται. Και δυστυχώς από παλαιότερους και νεότερους αυτό το λογοτεχνικό «σνομπάρισμα» συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, που ο περισσότερος κόσμος δεν ασχολείται με ζητήματα της τέχνης αλλά με θέματα εμπορικών συναλλαγών και επιβίωσης των οικογενειών τους. Πρεσβεύοντας όχι μια ελιτίστικη άποψη και κρίση των τεχνών και της λογοτεχνίας ειδικότερα, επέλεξα να γράψω ένα σύντομο-προσωπικό σημείωμα για τον καθηγητή Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδη. Δεν γνωρίζω πολλά και ούτε με αφορά η δράση του την περίοδο της χούντας. Λησμονώ τις πανεπιστημιακές του σκοτεινές πλευρές όπως άλλοι σύγχρονοί μου Έλληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς, λησμόνησαν την δράση και υπέγραψαν υπέρ του  αρχηγού της 17ης… και απαιτούσαν αυτά που ζητούσε ώστε να υποχωρήσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Αν λησμονεί ένας άνθρωπος της τέχνης τις δολοφονίες, τότε και εσύ ο απλός ανώνυμος αναγνώστης μπορείς να παραβλέψεις τις σκοτεινές του τότε καθηγητή πλευρές και να μείνεις μόνο στο έργο του και την όποια προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Εξάλλου, αν μας ζητούν να λησμονήσουμε, αυτό να γίνει από όλες τις πλευρές και όχι πάντα μονόπαντα ιστορικά από την δήθεν επονομαζόμενη «προοδευτική» πλευρά. Οι νεότεροι έλληνες που θα ονομάσουν την Πλατεία Συντάγματος όπως θα την βαπτίσουν μετά την Κάθοδο των ελαχίστων της μειοψηφίας, δεν έζησαν τα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της χούντας, δεν φακελώθηκαν, δεν κυνηγήθηκαν από τους δεξιούς μπάτσους, δεν διώχθηκαν από χουντικούς για να υποστηρίζουν οι ηγήτορες διανοούμενοι τους αυτά που υποστηρίζουν. Η ιστορική μνήμη είναι κοινή. Στις θετικές κρίσεις για τις διάφορες εργασίες του κυρού Μπουμπουλίδη, είναι η εντιμότητά του να αναφέρει τις πηγές του, τα ονόματα ερευνητών και συγγραφέων που προηγήθηκαν στα Γραμματολογικά του Διαγράμματα που σχεδίασε και εξέδωσε, στις σύντομες εργασίες του πάνω στην Ελληνική Λογοτεχνία, μέσω των «Επετηρίδων» που δημοσιεύτηκαν.

     Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, δύο τηλεφωνήματα εκ μέρους μου, έγιναν η αφορμή να μου αποστείλει σε φωτοτυπία με σπιράλ, δύο πολυσέλιδες εργασίες του. Την Φαίδωνος και Γλυκερίας Μπουμπουλίδου, «Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» Γραμματολογικό διάγραμμα, τόμος δεύτερος, Από την Εποχή του Κωστή Παλαμά ως την περίοδο του Μεσοπολέμου (1870-1922), Αθήνα 1991 και τον τόμο «ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» Διευθυντής Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, τόμος τρίτος 1983-1984, Αθήνα 1984. «Η Νεωτέρα Ελληνική Λογοτεχνία»-Γραμματολογικό Διάγραμμα. Δυο σε φωτοτυπίες εργασίες του, που επιβεβαίωσαν την  άποψή μου, στο ότι ο καθηγητής αυτός εργάζονταν με επιστημονική εντιμότητα και ευσυνειδησία. Καταγραφή των Βιβλιογραφικών πηγών, καταγραφή των ονομάτων από όπου άντλησε τις πληροφορίες και τα στοιχεία για να συνθέσει τις δικές του εργασίες. Όπως φαίνεται, δεν οικειοποιήθηκε μάλλον ξένον κόπο και μόχθο άλλων και αυτό, είναι σημαντικό δίδαγμα. Και κάτι επί προσωπικού. Εκείνο που η μνήμη συγκρατεί από τα δύο τηλεφωνήματά μας στα μέσα της δεκαετίας του 2000,που αναζητούσα να προμηθευτώ Ανθολογίες και Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας για εργασίες μου, από το άτομο αυτό, είναι πρώτον, η συγκίνησή του που κάποιος άγνωστός του νεότερος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας τον αναζήτησε και θέλησε να διαβάσει εργασίες του. Δεν θυμόταν την συνάντησή μας στο βιβλιοπωλείο αλλά χάρηκε που είχα αγοράσει και είχα διαβάσει βιβλία του. Και δεύτερον, εξίσου συγκινητικότερο σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι ότι όπως φαίνεται, εκείνα τα χρόνια, η επίσης καθηγήτρια σύζυγός του ήταν άρρωστη, κατάκοιτη και εκείνος την φρόντιζε με στοργή και αγάπη. Έπασχε μάλλον από άνοια και δεν τον αναγνώριζε όπως μου είπε. Ο μεγάλης ηλικίας αυτός καθηγητής μιλούσε τόσο ζεστά, τρυφερά, τόσο συγκινητικά, με αγωνία και θλίψη για την κατάκοιτη γυναίκα του που και να ήθελες, δεν μπορούσες να μην συγκινηθείς και παραβλέψεις ότι είχες ακούσει για την πανεπιστημιακή του καριέρα. Σπάνια έχω ακούσει λογοτέχνες να μιλούν με τόση θέρμη και αγάπη για την γυναίκα τους και μάλιστα, όταν αυτή είναι κλινήρης και βασανίζεται και βασανίζει και τους γύρω της που την φροντίζουν. Εμείς οι Έλληνες είμαστε λιγάκι υπερβολικοί όσον αφορά την δημόσια προβολή μας στα καλλιτεχνικά και την συγγραφική φήμη μας. Παραγνωρίζοντας ότι πίσω από κάθε συγγραφέα και δημιουργό υπάρχει ένα σώμα που αρρωσταίνει και υποφέρει, πονά. Συνήθως θέλουμε να το αγνοούμε στο όνομα της εφήμερης δόξας και δημοσιότητάς μας.Το άτομο αυτό, που τόσες καλές και κακές στιγμές έζησε στην επαγγελματική του διαδρομή, εκείνη την στιγμή ήταν ένας «γεράκος» που έβλεπε την πολυετή σύντροφό του να λιώνει και δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Δεν τον αναγνώριζε και αυτό ήταν ακόμα πιο τραγικό. Δεν θα ξεχάσω το τρέμουλο της φωνής του, την πικρία του και τον βαθύ πόνο ενός άντρα. Η όποια λογοτεχνία και η όποια ιδεολογία και πολιτική δεν έχουν να προσφέρουν απολύτως τίποτα αυτές τις μοναχικές κατά βάθος στιγμές των ανθρώπων. Οι απορρίψεις και οι αρνήσεις για παλαιότερες αστοχίες είναι για άγευστους και της τέχνης και της κοινωνίας. Ίσως μόνο ένα φιλικό τηλεφώνημα παρηγοριάς, μια κουκκίδα πίστης σε όποιον Θεό πιστεύει ή δεν πιστεύει ο καθένας και επικαλείται αυτές τις στιγμές που η Ζωή μετριέται με την αρρώστια και τον πόνο, τα της καθαρής βιολογίας πλην της και όχι τα συν του εποικοδομήματος των τεχνών και των φρούδων ελπίδων. Πέρα όμως από αυτά, τα εντελώς ανθρώπινα, ο Φαίδων Μπουμπουλίδης υπήρξε ένας αξιόλογος ερευνητής και καταγραφέας Βιβλιογραφικών δελταρίων και επιμελητής εκδόσεων. Σίγουρα το εύρος των εργασιών του, δεν συγκρίνεται με τον «πατέρα» της Ελληνικής Λογοτεχνικής Ιστορίας Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, ούτε έχει την συγγραφική πάστα που διακρίνει άλλους ιστορικούς της Ελληνικής γραμματείας. Δεν διαθέτει την πολυμέρεια του Αλέξανδρου Αργυρίου, που βασίζεται σε περιοδικά, έντυπα και άλλες πρωτογενής πηγές που αποδελτίωσε για να αρχιτεκτονήσει την πολύτομη Λογοτεχνική του σύγχρονη Ιστορία. Που είναι μικρά φλασάκια κρίσεων και διαπιστώσεων. Προσωπικών της ζωής των λογοτεχνών στιγμών. Βλέπε πχ. για την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Δεν έχει το κοινωνιολογικό στίγμα που έχει η επίσης πολύτομη Ιστορία του Δημητρίου Τσάκωνα. Που, παρά το εύρος της ματιάς του, οι παραπομπές του που σπονδυλώνουν τις εργασίες του, επικαλύπτονται από αναφορές που δεν ξεχωρίζεις εύκολα τι είναι δικό του και τι των άλλων. Ενός σημαντικού κατά τα άλλα Ιστορικού. Ούτε είναι «στενά» πανεπιστημιακών προδιαγραφών και ευσύνοπτων κρίσεων όπως είναι η Ιστορία του Λίνου Πολίτη. Απέχει από την οπτική και διαμερισματοποίηση των «Κοινωνιστών» Ιστορικών όπως είναι τα βιβλία του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή. Δεν έχει την περιληπτική και συντόμευση των αναφορών των παλαιοτέρων, όπως είναι ο ιστορικός Ηλίας Βουτιερίδης, την ονομαστική απλώς καταγραφή των συγγραφέων όπως είναι η Ιστορία του Καλαματιανού και άλλων. Ούτε έχει τις προδιαγραφές των συνεχών αναθεωρήσεων του Μάριου Βίττι, που έχει και αυτή παρά την αξία της τα ανάλογα κενά της. Η Εισαγωγή στην Ιστορία του Ρόντερικ Μπήτον, είναι μάλλον μια προσωπική προσέγγιση ενός ξενόγλωσσου σημαντικού ερευνητή που αγαπά την χώρα μας και τα γράμματά μας  Η ακρίβεια και η επιστημονική επιμέλεια, η σαφή αναφορά και μνημόνευση ονομάτων και πηγών των Γραμματολογικών διαγραμμάτων του Μπουμπουλίδη, προσομοιάζει (δίχως να μπερδεύουμε άλλες πανεπιστημιακές παραμέτρους και πολιτικές διαδρομές), με την ακριβολόγα ματιά και έγκυρη προπάντων παράθεση του ομότιμου καθηγητή Παναγιώτη Μαστροδημήτρη στην δική του εκδοχή της Εισαγωγής στην Νεοελληνική Φιλολογία. Όσοι ασχολούνται, ερευνούν και διαβάζουν τις μέχρι σήμερα πάνω από 30 Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας που κυκλοφορούν, θα καταλάβουν τι εννοώ, και ίσως συμφωνήσουν με ορισμένες από τις κριτικές διαπιστώσεις. Όμως, παρά τα σύντομα σχόλια και τις παρατηρήσεις του Φαίδωνα Κ. Μπουμπουλίδου στο δικό του «Γραμματολογικό Διάγραμμα» των βιβλίων του που αφορούν την νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, (πολυσέλιδη εξαίρεση αποτελούν τα κεφάλαια για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Ανδρέα Κάλβο), αλλά και οι κρίσεις που εκθέτει για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Ρήγα Φεραίο, τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Εμμανουήλ Ροϊδη, την ελληνική Πεζογραφία και την ελληνική Δραματουργία, και άλλους έλληνες λογοτέχνες. Να αναφερθούμε αναφέρουμε ακόμα στους Κύπριους ποιητές και δημιουργούς και Πειραιώτες που γράφει ο Μπουμπουλίδης. Ακόμα, έχουμε την σύντομη αναφορά του σε έλληνες Ανθολόγους και Ελληνίδες ποιήτριες της Αθηναϊκής Σχολής. Βλέπε τις μνημονεύσεις ποιητριών όπως η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, η Αικατερίνη Δοσίου, η Αγγελική Πάλλη, η Ευανθία Καϊρη, η Ελισάβετ Μουτζά-Μαρτινέγκου που την αναστύλωσε και ορισμένες άλλες. Οι εργασίες του ιστορικού παλαιού καθηγητή δεν διαθέτουν μεγάλο βάθος ανάλυσης και εξέτασης. Το κριτικό του βλέμμα είναι μάλλον περιορισμένο και εστιασμένο σε ορισμένες συγγραφικές φωνές. Ο Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης διακρίνεται για κάτι άλλο ουσιαστικό και καίριο. Στην μνημόνευση και αναφορά των πηγών του ξεκάθαρα, αναλυτικά και με σαφήνεια. Δεν οικειοποιείται εργασίες και γνώμες τρίτων. Και αυτό δεν είναι αμελητέο. Βλέπε πχ. τον ποιητή και ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας Νίκο Παππά και την δική του Αληθινή Ιστορία. Ή την μεροληπτική αναφορά και επιλογή πηγών από τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο. Ένας συγγραφέας και ιστορικός που φιλοδόξησε να δώσει το πανόραμα της διαχρονικής ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας και λύγισε κάτω από τον τεράστιο όγκο του και των επιμέρους μεροληπτικών κρίσεών του, στο όνομα της επικράτησης των ιδεολογικών του πιστεύω. Ο Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης προς τιμή του, αναφέρει κάθε λεπτομέρεια πηγής του και τα πρόσωπα που έγραψαν αυτήν την πηγή.  Δεν είναι φειδωλός στις αναφορές των ονομάτων των συγγραφέων που ανέτρεξε, κατέφυγε, αναζήτησε, χρησιμοποίησε. Το μικρό ή εκτενές έτσι κείμενό του εντάσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο συγγενικών αναφορών και σχολιασμών έτσι ώστε ο αναγνώστης που δεν έχει ιδέα από αυτά να μπορεί με την γενική εικόνα που του δίνει να μπορεί να συνεχίσει μόνος του την έρευνα για τον κάθε συγγραφέα.

Από την πρώτη στιγμή που έπιασα τις φωτοτυπίες στα χέρια μου χάρηκα την επιστημονική ευσυνειδησία και ακρίβεια του παλαιού καθηγητή.  Η εύκολη δικαιολογία που προέρχεται από την ρήση του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ, περί καλού και κακού συγγραφέα και των αντιγραφών του, αυτή η «πιπιλίζουσα» θέση περί του δικαιώματος αντιγραφής των συγγραφέων, δεν αναιρεί ούτε δικαιολογεί το αρνητικό φαινόμενο ακόμα και στις μέρες μας, εν έτη 2021, που πλείστοι αντιγράφουν τους παλαιότερους δίχως να τους αναφέρουν εσκεμμένα και επιδεικτικά. Η διάδοση των πληροφοριών μέσω του διαδικτύου έχει επιτείνει το πρόβλημα αυτό. Αντιγράφουν αλλήλους χωρίς αιδώ και σεβασμό στον κόπο και τον μόχθο των προγενεστέρων. Γιαυτό σέβομαι τις εργασίες του Μπουμπουλίδη ανεξάρτητα αν τις χρησιμοποιήσω ή όχι. Είναι καίριο και παρηγορητικό να γνωρίζεις ότι υπήρξαν και υπάρχουν πνευματικές και συγγραφικές μονάδες, επιστήμονες που λειτουργούν ευσυνείδητα, με επιστημονική και συγγραφική εντιμότητα. Αν επικαλύψεις τα προηγούμενα ονόματα των συγγραφέων και τις πηγές σου, τότε είναι φυσικό να λησμονηθούν οι προπάτορες της ελληνικής γραμματείας μα και μακροπρόθεσμα και το δικό σου όνομα. Γιατί άλλο πράγμα είναι να μην γνωρίζεις την τάδε πηγή ή να μην έχεις διαβάσει οτιδήποτε έχει γραφτεί και συναχθεί για έναν συγγραφέα, ότι δημοσιεύματα έχουν συγκεντρωθεί, και άλλο να το γνωρίζεις, να αντιγράφεις εργασίες άλλου και να μην αναφερθείς σε αυτόν. Θα μου πεις, εδώ εκδίδονται Βιβλιογραφίες που αφήνουν απέξω από το ερευνητικό τους πεδίο το σώμα των εφημερίδων, ή εκδίδονται ποιητικές ανθολογίες και αντιγράφουν παλαιότερες, δημοσιεύοντας τα ίδια ποιήματα ακόμα και τα ίδια βιογραφικά λήμματα για τον ποιητή στοιχεία. Και αν ο προηγούμενος έχει δώσει λάθος στοιχεία μεταφέρονται και στην δική σου εργασία ή ανθολογία. Το παράδειγμα της τετράτομης Ανθολογίας είναι πρόσφατο, πόσο μάλλον «βεβιασμένα» κυκλοφόρησε από τους καταξιωμένους επιμελητές και εκδότες λογοτεχνικών παλαιότερων περιοδικών.

    Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό και τις θέσεις πάνω στην ελληνική γραμματεία (αν δεν είναι λανθασμένες οι απόψεις μου)  μνημονεύω την επιστημονική και συγγραφική παρουσία του Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδη και της Γλυκερίας Μπουμπουλίδου. Την ελληνική γραμματεία δεν την αποτελούν μόνο ποιητές και μυθιστοριογράφοι ή διηγηματογράφοι, πανεπιστημιακοί του παρόντος χρόνου, αλλά και παλαιοί ιστορικοί της λογοτεχνίας, αλησμόνητοι ιστοριοδίφες και ερευνητές των προηγούμενων δεκαετιών. Κριτικοί και σχολιαστές της των προηγούμενων αιώνων. Οι έλληνες μεταφραστές και οι επιμελητές εκδόσεων, οι αναστηλωτές παλαιότερων συγγραφέων και των απάντων τους, όπως ο Γεώργιος Βαλέτας ή ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι δοκιμιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί εργάτες της ελληνικής γραμματείας ακόμα και ο συντηρητικός γλωσσικά Γεώργιος Μυστριώτης. Οι φιλόλογοι και οι καθηγητές που προτείνουν έργα ελλήνων λογοτεχνών για διάβασμα στους μαθητές τους. Οι τυπογράφοι και οι γλωσσικοί διορθωτές, οι εικονογράφοι εξώφυλλων, οι βιβλιοπώλες, οι βιβλιοδέτες, οι εκδότες, οι δημοσιογραφούντες που παρουσιάζουν τις νέες εκδόσεις, οι σκιτσογράφοι και αυτοί που συντάσσουν και μαζεύουν με κόπο το διάσπαρτο και σκόρπιο υλικό για να δημιουργηθεί ένα πεδίο πληροφοριακών δεδομένων για να πατήσουν οι άλλοι και να μας δώσουν την Βιβλιογραφία και Εργογραφία ενός δημιουργού. Ο πολιτισμός της γραφής είναι ένα πολύβουο ανθρώπινο σύμπαν που αναπνέει και κινείται στους δικούς του ρυθμούς μέσα στο σώμα της κοινωνίας. Μόνο που δυστυχώς, τα φώτα της εκάστοτε δημοσιότητας πέφτουν συνήθως στα Τοπ της Ποίησης ή της Μυθοπλασίας. Παραγνωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο τις κοπιώδεις προσπάθειες και εργασίες, τις έρευνες και των υπολοίπων συνεργατών και συντελεστών του συνόλου του οικοδομήματος της ελληνικής γραμματείας. Οι άλλοι συντελεστές στην καλύτερη περίπτωση κερδίζουν μία μνημόνευση του ονόματός τους σε μία Εγκυκλοπαίδεια, λίγες επαναλαμβανόμενες αράδες σε ένα Λεξικό ή έστω ελάχιστες σελίδες σε ένα επετειακό αφιέρωμα ενός λογοτεχνικού τεύχους, μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής. Στην χειρότερη, αγνοούνται παντελώς ή δεν αναφέρονται ούτε καν ονομαστικά.  Όμως, μια εθνική Γραμματεία που κάνει σκόντο στην μνημόνευση όλων των μελών της, μια Ιστορία της καθόλου Ελληνικής Λογοτεχνίας που κρίνει ανάλογα με τα πολιτικά ή ιδεολογικά ή αισθητικά κριτήρια του συγγραφέα της, τότε μάλλον θα γράφαμε ότι χωλαίνει πνευματικά και επιστημονικά. Τα θεμέλια είναι κοινά. Το δέντρο της Φοινικιάς έχει και βαθιές ρίζες διαθέτει και κλαδιά. Μια τέχνη κλεισμένη μέσα στα περίλαμπρα Μουσεία και τα Πανεπιστημιακά Σπουδαστήρια, τις Βιβλιοθήκες που στεγάζονται σε μεγαθήρια αρχιτεκτονικά, σε τηλεοπτικά στούντιο γνωριμιών και φιλικών διαμεσολαβήσεων δεν είναι παρά ένα ακόμα καταναλωτικό προϊόν για εύπεπτες συνειδήσεις και αργόσχολες αναφορές από τυχαίους και όχι συστηματικούς αναγνώστες. Γιατί η Τέχνη, δεν είναι μια στιγμή προβολής και κοινής διαφήμισης που υποστήριζε ο πατέρας της Ποπ Άρτ αμερικανός Άντυ Γουώρχολ. Άλλο μπίζνες και άλλο ο κόπος να μουτζουρώνεις τα χαρτιά. Η λήθη και μάλιστα όταν προέρχεται από τα «υψηλά» κλιμάκια του πνεύματος, δεν ωφελεί την ίδια την ουσία και λειτουργία της Τέχνης. Της ποίησης και της λογοτεχνίας μέσα στην ζωή των ανθρώπων. Διαφορετικά, ας μην παραπονιόμαστε γιατί λιγοστεύει το αναγνωστικό κοινό στις ημέρες μας και προτιμούνται τα τηλεπαιχνίδια της τηλεόρασης.

 Στον κολοφώνα αναφέρονται τα εξής: Ο Γ΄ τόμος (1983-1984) της «ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ» του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ εξεδόθη τον Σεπτέμβριο του 1984 υπό την Διεύθυνσι του Καθηγητού Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου (Αγίας Λαύρας 3 Αθήναι) στο Τυπογραφείο «ΙΟΝΙΑ» των Ε. Χατζημπάρμπα και Χ. Ροδίτη (Βουρδουμπά 23- Αθήναι).

ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Αθήναι, Σεπτέμβριος 1984, σελίδες 389.

ΦΑΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ

Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

(Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος ως την εποχή του Κ. Παλαμά):

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, 9-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος ως την Επανάσταση του 1821, 13-

Εισαγωγή-Ποίησις (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Αφηγηματική πεζογραφία (πρωτότυπα και μεταφράσεις)- Ρητορικά έργα- Χρονικά και Ημερολόγια- Επιστολογραφία-Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η περίοδος του Αγώνος, 103-

Εισαγωγή-Ποίησις-Πεζογραφία- Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις).

Οι Απομνημονευματογράφοι του Αγώνος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η Επτανησιακή Σχολή. 125-

Εισαγωγή-Ποίησις-<Προσολωμικοί, Διον. Σολωμός, Σολωμικοί, Μετασολωμικοί, Εξωσολωμικοί, Άλλοι Επτανήσιοι ποιηταί->(πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Αφηγηματική πεζογραφία-Άλλα πεζογραφικά είδη (Χρονικά, Ιστορίες, Ταξιδιωτικά, Αυτοβιογραφίες, Απομνημονεύματα)-Ρητορικά έργα-Δοκιμιογραφία και Κριτική-Επιστολογραφία-Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η Αθηναϊκή Σχολή, 231-

Εισαγωγή-Ποίησις (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Διήγημα και Αφήγημα (πρωτότυπα και μεταφράσεις)-Μυθιστόρημα (πρωτότυπο και μεταφράσεις)-Ταξιδιωτικά κείμενα-Ρητορικά έργα και κείμενα πολιτικής πεζογραφίας-Απομνημονεύματα-Κριτική-Επιστολογραφία- Θέατρο (πρωτότυπη δραματουργία και μεταφράσεις)-Ο Τύπος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Το τέλος της Αθηναϊκής Σχολής. Παράγοντες και πρώτα επιτεύγματα μιάς αλλαγής, 341-

(Η επίδρασις της κριτικής-Το δημοτικό τραγούδι και η έρευνα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού-Στροφή προς την εθνική αυτογνωσία-Η Ένωσις της Επτανήσου-Τα περιοδικά- Νέες ποιητικές φωνές).

ΠΙΝΑΚΕΣ

Κυρίων Ονομάτων, 371

Εικόνων, 377

ΜΕΡΟΣ Β΄

Διοικητικού Συμβουλίου, «Χρονικά» του «Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών», 383.

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ» ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΟΥ  ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ.

ΦΑΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Τόμος Δεύτερος, Αθήναι 1991, σελίδες 395.

Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1991 ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ.

Από την Εποχή του Κωστή Παλαμά ως την περίοδο του Μεσοπολέμου (=1870-1922)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, 9

Ποίησις, 13

Αφηγηματική Πεζογραφία («Διήγημα» και «Μυθιστόρημα»), 155

Το Πεζοτράγουδο, 259

Το Χρονογράφημα, 267

Ταξιδιωτική Λογοτεχνία, 277

Αυτοβιογραφίες- Απομνημονεύματα, 286

Πολεμικές Ανταποκρίσεις- Μυθιστορηματικές Βιογραφίες ιστορικών προσώπων, 295

Ρητορικά Έργα και Κείμενα Πολιτικής Ρητορείας, 299

Κριτική, 309

Μεταφράσεις, 333

Επιστολογραφία, 341

Θέατρο, 345

Ο Τύπος, 379

Πίνακες

Κυρίων Ονομάτων, 387

Εικόνων και Σχεδίων, 393.

     Εδώ ολοκληρώνεται η περιδιάβασή μου στα δύο Γραμματολογικά Διαγράμματα της Νεώτερης Ελληνικής Λογοτεχνίας όπως σχεδιάστηκε, διαμερισματοποιήθηκε και υλοποιήθηκε σε επιμέρους ερευνητικές εργασίες από έναν παλαιό πανεπιστημιακό που δυστυχώς, η εμπλοκή του σε πολιτικές σκοτεινές καταστάσεις σε παλαιότερους καιρούς, του στέρησε την αναγνώριση που δικαιούται σαν ευσυνείδητος επιστήμονας και ερευνητής. Έμεινε όμως το συγγραφικό του έργο. Ένα έργο, που είναι πάνω από τις ατομικές μικρότητες και λανθασμένες επιλογές του συγγραφέα του. Η ιστορία της ελληνικής γραμματολογίας και των άλλων λογοτεχνικών ερευνών, θα θυμάται και το δικό του όνομα και θα το μνημονεύει όπως και των άλλων. Παραβλέποντας έχθρες, μίση, πολιτικές εμπάθειες και αντιπάθειες, στον βαθμό που θα έχει μέλλον η Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΥΓ. Εορτάζοντας όπως εορτάστηκαν τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Δύο επισημάνσεις από δύο διακεκριμένους Έλληνες. Είπε σε συνέντευξή της η ιστορικός Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ. «Πρίν από το τέλος ενός Πολιτισμού, προηγείται ιστορικά μία Πανδημία». Εύστοχο αλλά μοιραίο. Ο δε καθηγητής Χρήστος Γιανναράς μιλώντας σε κανάλι για τον εορτασμό της Επετείου ανέφερε μεταξύ άλλων. «Η γενιά μου, δυστυχώς είδε ιστορικά να μικραίνει γεωγραφικά η Ελλάδα. Χάσαμε την Μικρά Ασία. Χάσαμε την Ίμβρο και την Τένεδο. Χάσαμε την Βόρειο Ήπειρο. Χάσαμε ένα τμήμα του Κυπριακού Ελληνισμού με την διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Απωλέσαμε το όνομα Μακεδονία. Εκδιώχθηκε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλες αυτές οι απώλειες μέσα στην δική μου γενιά». Καίρια ιστορική επισήμανση, αν προσθέσουμε και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου και αυτόν της Αιγύπτου επί Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ.   

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Μνήμη πειραιώτη συγγραφέα Φάνη Μούλιου. Λίστα Θεσπρωτίας 13/6/1937-;/9/2020

 

                     Μνήμη πειραιώτη συγγραφέα Φάνη Μούλιου

                             (Λίστα Θεσπρωτίας 13/6/1937-;/9/2020)

      Φίλος παλιός και καλός του Πειραιά, ο Δημήτρης Κρασονικολάκης, με πληροφόρησε για την απώλεια του πειραιώτη συγγραφέα και δικηγόρου Φάνη Μούλιου. Η πόλη του Πειραιά έχασε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους και διηγηματογράφους της. Είχε τιμηθεί με το Α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος  το 1989 για το μυθιστόρημά του «Οι Κληρονόμοι», (Η ποιήτρια Κική Δημουλά έλαβε το Α΄ βραβείο για την ποιητική της συλλογή «Χαίρε Ποτέ», η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με το βραβείο κριτικής και δοκιμίου για την μελέτη της, «Οι πραγματείες περί ζωγραφικής Αλμπέρτι και Λεονάρντο». Ενώ το βραβείο χρονικού και μαρτυρίας ο Χρήστος Σαμουηλίδης, για το έργο του «Το χρονικό του  Καρς»), και από τον Δήμο Αθηναίων. Ο Φάνης Μούλιος δεν ήταν απλά ένας σύγχρονος βραβευμένος πειραιώτης πεζογράφος της εποχής μας, ήταν και ένα εξαίρετο άτομο. Σοβαρός και παράλληλα εύθυμος χαρακτήρας, προσηνής και πρόσχαρος. Η γνωριμία μας είχε γίνει προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Γνώριζα τα βιβλία του και παρακολουθούσα τα δημοσιεύματά του στον περιοδικό τύπο. Στα μεταγενέστερα πειραϊκά χρόνια, δημοσίευσα δύο κριτικές σε έντυπα του πειραιά, για τα διηγήματά του και την ποίησή του. Ο Φάνης Μούλιος ασχολήθηκε με επιτυχία τόσο με την πεζογραφία, το διήγημα, όσο και την ποίηση, (βλέπε τις ποιητικές του συλλογές, «Οι σχοινοβάτες» και «Μικρές εικόνες» 2009 και 2006 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Αλλά και τα διηγήματα «Πράσινο-γκρίζο» 2009, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο). Σύντομα σχόλιά του και μικρά του μελετήματα, ποιήματα, βρίσκονται διάσπαρτα σε εφημερίδες του πειραιά και στο περιοδικό «Δικηγορική Επικαιρότητα» που εκδίδει ο Δ.Σ.Π. Κατοικούσε στην περιοχή της Νίκαιας. Δικηγορούσε για χρόνια στον Πειραιά, το Γραφείο του βρίσκονταν στο μικρό στενάκι στο πλάι του ιερού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο κέντρο της Πόλης, όπου συνήθιζε να δέχεται και να συνομιλεί με φίλους του και δικηγόρους συγγραφείς του Πειραιά. Είχε πάντα έναν καλό λόγο να σου πει,-παρά την εύλογη πικρία του για πρόσωπα της πόλης που αδιαφορούσαν για το έργο του- ένα χαμόγελο να σου χαρίσει, επεδίωκε μια συζήτηση μαζί σου για την ελληνική λογοτεχνία, σε ρωτούσε για τα νέα σου διαβάσματα, αν πρόσεξες το καινούργιο μυθιστόρημα του τάδε ή αν διάβασες την κριτική του δείνα για το βιβλίο του άλλου. Ενδιαφέρονταν με διακριτικότητα για τα πολιτιστικά τεκταινόμενα της πόλης του Πειραιά. Ορισμένες φορές, έδειχνε την δυσαρέσκειά του ή ακριβέστερα την πικρία του για μια αρνητική κριτική που γράφτηκε για βιβλίο του. Έλεγε ότι δεν τον κατάλαβαν σαν συγγραφέα, δεν ερεύνησαν όσο όφειλαν, τις βαθύτερες πτυχές της σκέψης του, τον πόνο και την αγωνία που εκφράζει η γραφή του. Αγνοούν ότι οι ήρωές του είναι τραυματισμένα από την εποχή τους και την ελληνική πολιτική ιστορία άτομα. Κουβαλούν βιώματα δικά τους και της γενιάς τους. Υπάρξεις σακατεμένες από τα διχαστικά πάθη και μίση του πολέμου, του εμφύλιου σπαραγμού, των ακροτήτων των νικητών στην ελληνική επαρχία.  Οι Ήρωες του Φάνη Μούλιου δεν είναι εύθυμοι, χαρούμενοι, πώς θα μπορούσαν να ήταν άλλωστε μετά από όσα υπέφεραν. Είναι οι Έλληνες μιας ηττημένης γενιάς που έζησαν στο «πετσί» τους την φρίκη και τον εφιάλτη του εμφύλιου σπαραγμού και τις επιπτώσεις του στα κατοπινά χρόνια. Είναι αλήθεια, ότι είναι κάπως μονοκόμματοι, απόλυτοι, πέραν του δέοντος «φανατισμένοι», αλλά μήπως έτσι δεν ήσαν και συμπεριφέρονταν στις δημόσιες εκδηλώσεις τους και τις αποφάσεις τους οι γενιές αυτές των ελλήνων μετά τον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού; Μήπως, με τον ίδιο απόλυτο τρόπο σκέψης δεν εκδηλώνουν τις πολιτικές τους συμπεριφορές και θέσεις ακόμα και σήμερα οι Έλληνες που έζησαν την περίοδο αυτή και ανήκαν στους προδομένους της Ιστορίας; Τα βιβλία του Φάνη Μούλιου εκφράζουν μιαν εποχή, τις βιωμένες σκληρά καταστάσεις της και όχι την ωραιοποίησή της ή την εξιδανίκευσή της, και των ανθρώπων της, είτε από την μία πλευρά είτε από την άλλη. Ο πόλεμος και η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός που επακολούθησε, δεν γέννησε τάγματα αγγέλων, αλλά σκληροπυρηνικών χαρακτήρων. Η απολυτότητά τους και ο μονόπαντος τρόπος σκέψης και χαρακτήρας συμπεριφορών τους ήταν η εσωτερική της ψυχής και της ζωής τους ασφάλειας, στα κατοπινά πέτρινα χρόνια. Ο ενδόμυχος φόβος και η ταραγμένη τους ζωή του έκανε απόλυτους, φανατισμένους, σκληρούς, ακόμα και στα ίδια τα μέλη των οικογενειών τους. Πόσο μάλλον, απέναντι στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους και εχθρούς όπως τους αποκαλούσαν και αποκαλούν ακόμα και στις μέρες μας. Όμως η Ιστορία των ανθρώπινων αγώνων για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία και ανεξαρτησία δεν είναι στάσιμη, είναι μικρά αργά σταθερά βήματα προς το μέλλον αλλά δυστυχώς και με αρκετά πισωγυρίσματα και ακόμα πιο τραγικές ιστορικές και πολιτικές επιλογές. Και τα σκοτεινά αποτελέσματα δεν τα «πληρώνουν» οι θεωρητικοί ιδεολόγοι ή επαναστάτες της στιγμής αλλά, το σύνολο του Λαού. Εμείς δηλαδή οι απλοί καθημερινοί ανώνυμοι άνθρωποι και πολίτες, πέρα από παρατάξεις και κομματικές προτιμήσεις και ιδεολογικές συμπάθειες. Όταν ένιωθε άνετα μαζί σου και σε εκτιμούσε, σε προσκαλούσε να πιείτε έναν καφέ στην Πλατεία Κοραή. Σου μιλούσε για τα βιβλία που αγαπούσε, τα διαβάσματά του. Ο πνευματικός Πειραιάς στο σύνολό του, και όχι στις επιμέρους του περιπτώσεις, θεωρώ ότι ενώ τον γνώριζε και εκτιμούσε την παρουσία του, μάλλον δεν ασχολήθηκε όσο του άξιζε, με το έργο του. Θεωρούσαν δύσκολη και πολύ μοντέρνα την γραφή του, για τα αναγνωστικά δεδομένα και ενδιαφέροντα του πνευματικού Πειραιά. Των ατόμων που «διαφέντευαν» τα πράγματα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον θεωρούσαν επίλεκτο μέλος της μικρής μας σύγχρονης καλλιτεχνικής κοινωνίας. Ο ίδιος ακολουθούσε μάλλον, μια κάπως «μοναχική» διαδρομή, κάπως απόμακρη από τα λογοτεχνικά δρώμενα της Πόλης μας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μετείχε στα πνευματικά κοινά ενεργά. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά». Ο Φάνης Μούλιος, να το επαναλάβουμε, είναι μια από τις αξιολογότερες πένες της Πόλης μας. Που την τίμησε εν ζωή με την παρουσία του και το έργο του.

Και εδώ να διευκρινίσουμε κάτι, δεν είναι απαραίτητο να αρέσουν όλα τα γραπτά ενός συγγραφέα στους βιβλιοκριτικούς και ιστορικούς της ελληνικής γραμματείας, στους επίσημους σχολιαστές της, σημασία έχει να είναι ακριβοδίκαιοι και να μην μεροληπτούν εσκεμμένα. Να μην ξεχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια της λογοτεχνίας, με γνώμονα σκοπιμότητες πέρα ορισμένων αποδεκτών κανόνων από όλους μας, εντός των ορίων ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου. Και από την άλλη, ούτε ένας δημιουργός γράφει πάντα καλά έργα. Η πορεία των δημιουργών ακολουθεί ένα ιστόγραμμα συγγραφικών τους διακυμάνσεων. Επιτυχιών και αποτυχιών. Το συνολικό αποτέλεσμα και η προσφορά είναι νομίζω που μετράει. Υπάρχουν περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων που αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, διαβάστηκαν με πάθος τα βιβλία τους, ενώ απορρίφθηκαν ή σχολιάστηκαν αρνητικά από τους ειδικούς και κριτικούς. Υπάρχουν δηλαδή θεωρώ, δύο επίπεδα πλησιάσματος ενός έργου. Το «χαμηλό» επίπεδο ημών των αναγνωστών και των πνευματικών μας «ορέξεων» και υπάρχει και το «υψηλό» επίπεδο των επαϊόντων, βιβλιοκριτικών, πανεπιστημιακών και άλλων διπλωματούχων κριτικών που υιοθετούν τα «δικά τους» κριτήρια ανάγνωσης και αποδοχής. Ενώ τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό-υπάρχει και το ενδιάμεσο επίπεδο της δημοσιογραφικής ή τηλεοπτικής κριτικής και βιβλιοκριτικής. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, που μπορεί να μην είναι εντελώς λανθασμένο, αντιγράφω ανάμεσα στις άλλες αξιολογήσεις για τον συγγραφέα Φάνη Μούλιο, και την αρνητική-απορριπτική κριτική του κυρίου Δημοσθένη Κούρτοβικ (ενός αξιόλογου και πολυγραφότατου κριτικού), που στεναχώρησε τον Μούλιο. Εξάλλου, οι επανεκδόσεις των βιβλίων του Φάνη Μούλιου, οι εξαντλήσεις των έργων του από τους εκδοτικούς οίκους που εξέδωσαν τα έργα του (Γκοβόστης, Επικαιρότητα, Ζαχαρόπουλος, Δωδώνη, Πύλη, Γνώση), τι άλλο μας φανερώνουν από του ότι τα διηγήματά του, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά του, αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες, έγιναν πρώτα στις προτιμήσεις των διαβασμάτων τους, τα πρότειναν σε άλλους, τα διέδωσαν, πέρα από τις θετικές ή αρνητικές κρίσεις για αυτά των επίσημων ή μη βιβλιοκριτικών. Το σώμα των ανώνυμων αναγνωστών είναι μάλλον αυτό που καταξιώνει και δικαιώνει έναν συγγραφέα. Τους αναγνώστες που δεν θα γνωρίσει ποτέ, δεν θα συνομιλήσει μαζί τους,-ενώ εκείνοι μπορούν να συνομιλούν διαρκώς μαζί του, διαβάζοντας τα έργα του.

     ΜΟΥΛΙΟΣ ΦΑΝΗΣ του Χρυσοστόμου, Λίστα-Θεσπρωτίας, 1937.

Ποίηση

Μετά τη βροχή. Δωδώνη, 1980

Πεζό

Τραγούδια γι’ αγάπη. Δωδώνη, 1970

Μορφές. Δωδώνη, 1972

Μπούμεραγκ. Δωδώνη, 1973

Ενδοσκόπηση. Πύλη, 1976

Χωρίς πρόσωπο. Πύλη, 1978

Το πορτραίτο του Κου Αντουάν. Πύλη 1978

Οι ευδαίμονες. Γνώση, 1982

Η φαμίλια των Λιστινών. Επικαιρότητα, 1985

Οι κληρονόμοι. Επικαιρότητα, 1988

Υγρασία στη ζάχαρη. Γκοβόστης, 1990

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, εκδ. Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, με την φροντίδα των εκδόσεων «Λωτός», Αθήνα χ.χ., σελ. 167. (πρόεδρος ΕΕΛ Γιώργος Καρανικόλας)

Μούλιος Φάνης  

(Λίστα Θεσπρωτίας 1938): Πεζογράφος. Μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος.  Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε με τη συλλογή διηγημάτων  Τραγούδια γι’ αγάπη (1970). Καλλιέργησε κυρίως τον πεζό λόγο (διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα), αλλά έχει δώσει και κάποιες ποιητικές συλλογές. Άρθρα και λογοτεχνικές του συνεργασίες έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

 Άλλα έργα: Μορφές (1972), Μπούμεραγκ (1975), Ενδοσκόπηση (1976), Χωρίς πρόσωπο: Αποξένωση-Αθλιότητα-Αναζήτηση (1977), Οι Ειδαίμονες (1982), Ο κυματοθραύστης (1991), Μηχανορραφείον «Τά μάτια σου» (1994), Λίγο πρίν την στροφή (2003) (διήγ.). Το πορτραίτο του κ. Αντουάν (1979), Υγρασία στη ζάχαρη (1990) (νουβ.), Η φαμίλια των Λιστινών (1984), Οι κληρονόμοι (1988), Ο Ορφέας δεν είναι πιά εδώ (1998) )μυθιστ.), Μετά τη βροχή (1981), Η πίκρα της πέτρας (2001) (π. μ.) κ. ά.

     Η πεζογραφία του κινείται σε δύο βασικούς θεματικούς άξονες, τη μυθοπλαστική αφήγηση γεγονότων γύρω από τις εθνικές περιπέτειες του πολέμου και του Εμφυλίου κυρίως στην ελληνική επαρχία και την ψυχολογική διερεύνηση του ατόμου, με έμφαση στη ζωή στη σύγχρονη μεγαλούπολη την αλλοτρίωση, την αποξένωση, το φόβο και τη μοναξιά. Γραφή που εγγράφεται στον χώρο του ρεαλισμού και όπου οι ιστορικές συνθήκες, τα κοινωνικά ήθη και η ψυχογράφηση των ηρώων αποδίδονται με αληθοφάνεια. Η κριτική έχει επισημάνει στο έργο του επιδράσεις της πεζογραφίας του Δημήτρη Χατζή.

     Τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος του Δήμου Αθηναίων (1986), το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1983) και το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1989).

Βιβλιογραφία:  Άγγελος Φουριώτης εφ. Ακρόπολις 10.4.1977 (ββ. Ενδοσκόπηση). Αλέξης Ζήρας, εφ. Η Καθημερινή 1.3.1978 (ββ. Χωρίς πρόσωπο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 21.5.1980 (ββ. Το πορτραίτο του κ. Αντουάν). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 24.7.1980 (ββ. Το ίδιο). Άγγελος Φουριώτης, εφ. Ακρόπολις 5.8.1980 (ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], περιοδικό Αντί (3.5.1985) (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). [Ανυπόγραφο], εφ. Ακρόπολις 11.5.1985 (ββ. Το ίδιο). [Ανυπόγραφο], εφ. Έθνος 5.6.1985, (ββ. Το ίδιο). Ε. Παππά, περ. Γυναίκα(24.7.1985) (ββ. Το ίδιο). Γ. Χ. εφ. Η Αυγή 25.8.1985 (ββ. Το ίδιο). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 11.5.1985 (Οι κληρονόμοι). Νίκος Ντόκας, εφ. Ελευθεροτυπία 13.5.1990 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 13.2.1991 (ββ. Υγρασία στη ζάχαρη). Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή 3.3.1991 (ββ. Το ίδιο). Ευγενία Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 17.12.1992 (ββ. Ο κυματοθραύστης). Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία 27.7.1994 (ββ. Μηχανορραφείον «Τα μάτια σου»). Κώστας Ι. Τσαούσης, εφ. Έθνος 20.8.1994 (ββ. Το ίδιο). Στάθης Μάρας, εφ. Ο Ριζοσπάστης 1.9.1994 (ββ. Το ίδιο). Ε. Ζωγράφου, εφ. Ο Ριζοσπάστης 20.4.2000 (ββ. Η φαμίλια των Λιστινών). Θ. Κούγκουλος, εφ. Η Αυγή 11.11. 2001, «Ο Δημήτρης Χατζής και η  λογοτεχνική στροφή στα θύματα του Εμφυλίου».

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σελίδα 1472.

             ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ

      Ο Φάνης Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε όμως στη Νίκαια και τον Πειραιά. Σπούδασε και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στον Πειραιά. Παρουσιάστηκε στα γράμματα με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη» (1970). Ακολούθησαν: «Μορφές» (1972). «Μπούμεραγκ», νουβέλλα (1975), «Ενδοσκόπηση», δοκίμια (1976). «Χωρίς πρόσωπο», πεζογραφική τριλογία (1977). «Το πορτραίτο του κ. Αντουάν», νουβέλα (1979).

     Η πεζογραφική όμως δικαίωση του Μούλιου θαρθεί με τα μυθιστορήματα «Φαμίλια των Λιστινών» και «Οι Κληρονόμοι» (1988). Είναι βιωματικές αλήθειες της ζωής και της νεότερης πολιτικής και κοινωνικής μας ιστορίας. Δίνει με αδρές γραμμές μια πολυτάραχη και αγωνιστική πορεία της ζωής: Κατοχή. Εθνική Αντίσταση, μεταβαρκιζιανή περίοδο, εξορίες και φυλακές, εμφύλιος πόλεμος κλπ.

    Μέσα σε όλες αυτές τις αντιξοότητες και τις αποτυχίες, ο συγγραφέας δεν χάνει το ηθικό του, δεν απογοητεύεται, δεν θρηνολογεί. Φέρνει μηνύματα αισιοδοξίας και ατενίζει με σιγουριά ένα ολόφωτο και ευτυχισμένο μέλλον. Είναι λάτρης της  αλήθειας και αυτή την αλήθεια μας δίνει με ωραίες περιγραφές και αφηγήσεις. Έχει κάνει βίωμά του το αρχαίο απόφθεγμα: «Η ομορφιά της ζωής είναι η αλήθεια της ζωής», καθώς και τη ρήση του μεγάλου άγγλου Σέλλεϋ: «Η αισιοδοξία είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης».

ΑΛΕΚΟΥ  ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗ, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από ιστορικοϋλιστική σκοπιά. Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 1989. Τόμος 3ος, σελ.126-127.

                                ΜΟΥΛΙΟΣ  ΦΑΝΗΣ

      Ο Φ. Μούλιος γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Μεγάλωσε όμως στη Νίκαια του Πειραιά. Είναι δικηγόρος. Κατά κύριο λόγο πεζογράφος, έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.

     Απ’ αυτά οι «Ευδαίμονες» τιμήθηκαν με Έπαινο της ΕΕΛ και η «ΦΑΜΙΛΙΑ ΤΩΝ ΛΙΣΤΙΝΩΝ» με πρώτο βραβείο μυθιστορήματος απ’ το Δήμο της Αθήνας (1986). Θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους μας. Δημοσίευσε και ποιήματα.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

Άργησα να σου γράψω.

Παιδεύομαι να ξεγελάσω

τη μάνα μου. Ξέρεις τις δυσκολίες

με τις γριές.

«Τρία παιδιά χορέψανε

στα στήθια μου» της λέω

και τη χάνω απ’ το πρωί.

Κι ύστερα, πώς να στο πω;

Άλλο το μίσος της αυγής

κι άλλο της νύχτας

τ’ αναφιλητό.

ΕΙΔΩΛΑ

Τα κοιμητήρια των Θεών

πέσανε πάνω στη σκαπάνη.

-Σηκωθείτε, φεύγουμε, είπαν

οι κοιμισμένοι.

Οι έρπουσες ιδέες δεν αστειεύονται.

ΕΦΕΥΡΕΣΗ

Ζωγράφισε στο κέντρο των κυλίνδρων

ανθρώπινο κεφάλι κι εξαρτήματα

με χέρια και πόδια.

Ύστερα έβαλε μπρος τη μηχανή

και τον πανικό του.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

Ο Διαχειριστής μας, φωνάζει

Ε, εσείς του ισογείου.

Σταματήστε πια τη μουσική.

Εμποδίζετε τους λυγμούς του τετάρτου

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ

Κάθε φορά που τον δέρνουν

τα βάζει με το Χριστό

«Άντε και συ του λέει.

Γιατί να στρέψεις και

την άλλη σου παρειά;

Έτσι που τα ‘κάνεις τώρα

πάλι ΣΤΑΥΡΟΣ θα γινόσουνα.

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ

Άσπρο γνέθω,

μαύρο πλέκω,

χαλασιά μου!

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ. Ανθολογεί ο ΠΑΝΟΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ. Εκδόσεις Τάσος Πιτσιλός, Αθήνα 1990, σελ.133-134.

                Φάνης Μούλιος, Λίγο πρίν τη στροφή, Διηγήματα. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

     Ίσως το «εμβόλιο» της λαϊκής-αγροτικής παράδοσης, πού ανιχνεύεται συχνά στο έργο του κ. Μούλιου, συμβάλλει στο να έχει ο λόγος του μιάν ηδύτητα, υγραινόμενη πάντα και από τη στοχαστικότητα ενός βαθύτερου ουμανισμού (γεννήθηκε στη Θεσπρωτία και μεγάλωσε στον Πειραιά, αλλά δεν ξέκοψε ποτέ οριστικά από το χώρο της ηπειρωτικής ενδοχώρας, απ’ τον οποίο κάθε τόσο δέχεται ερεθίσματα και αντλεί θέματα’ το μυθιστόρημά του «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εξόχως χαρακτηριστικό παράδειγμα).

     Το βασικό αυτό γνώρισμα ύφους (αλλά και περιεχομένου), γαλβανισμένο και με δοστογιεφσκικής υφής ριπές και  ακαριαίες διεισδύσεις, και σταθερά εξάλλου συνοδευόμενο (σε διακριτική ωστόσο δόση) από ένα συνήθως πικρό χιούμορ, ξαναβρίσκω και στο νέο βιβλίο του κ. Μούλιου.

    Μπορώ να δώσω ένα δείγμα αυτής της δοστογιεφσκικής ενίοτε, όπως τη χαρακτήρισα, ψυχολογίας των προσώπων του, πού τα χαρακτήριζε και μια ψυχική ρευστότητα ή και αστάθεια στον αγώνα (ή την αγωνία τους) να επιβιώσουν. Σ’ ένα διήγημα ο ήρωάς του μονολογεί: «Μπορούσα τώρα στα τριάντα χρόνια μου να ξέρω καλά τόσο ρομαντικό κι επομένως ουτοπικό είναι να ονειρεύεσαι για να ονειρεύεσαι, επειδή πάνω από σένα ανοίγεται ένας γαλάζιος ουρανός έτοιμος να δεχθεί κάθε επιθυμία σου Κι όταν μάλιστα τίποτε δε σού υπόσχεται το παραμικρό, εκτός από παγίδες και απογοητεύσεις». Κι ένας άλλος, σε άλλο διήγημα, ο οποίος πάσχει από μιά βασανιστική δερματίτιδα, αποφασίζει εν τέλει να καταφύγει σε ειδικό γιατρό, «επειδή δε γίνεται τίποτε αν κοιτάς ψηλά μόνο και μόνο γιατί υπάρχει ένας καταγάλανος ουρανός πού, ενώ σου υπόσχεται τα πάντα, δεν σου δίνει τίποτε». Εντούτοις σ’ ένα τρίτο διήγημα ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει μιά δραματική, μοιραία, αποφασισμένη πτήση, νοητά, σ’ αυτό τον απαξιωμένο, σε άλλες στιγμές, ως χώρο του απατηλού κενού, ουρανό: «Απογειώθηκε και ανέβαινε, όλο ανέβαινε, απολαμβάνοντας τώρα τη δική του πραγματικότητα, έστω και ηττημένη».

      Έτσι κι αλλιώς και οι τρείς, όπως και οι άλλοι (οι περισσότεροι έστω) των διηγημάτων είναι άνθρωποι πληγμένοι, θύματα μιάς βαθύτερης ευαισθησίας, εκτεθειμένοι στη βαναυσότητα της ζωής. Άνθρωποι που αναζητούν κάποιον για να σου μιλήσουν, να μεταδώσουν λίγο από το αδιέξοδό τους, έτοιμοι να δακρύσουν με την ευερεθιστότητα (νοσηρή την κρίνουν οι άλλοι) πού έχουν αποκτήσει: ένας τέταρτος «πού και πού, τη νύχτα, κοιτούσε το φεγγάρι πού  χανόταν πίσω από τα σύννεφα και του ερχόταν να κλάψει». Εύλογα κάποιοι αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης ή και της άκρας επιθετικότητας’ πάντως η τελευταία περίπτωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Συνήθως στο σκοτεινό τοπίο πέφτει ένα μελιχρό φώς τελικά, από τα σωθικά των ανθρώπων αυτών βγαλμένο, ως αντανάκλαση της βιωμένης οδύνης, πού όμως δεν τους κάνει κακούς, μολονότι γνωρίζουν ότι αδικαίωτοι θα μείνουν ως το τέλος. Στο προτελευταίο κείμενο («Ο πατέρας μου»’ σε ικανόν αριθμό διηγημάτων, όπως κι εδώ, εκ παραλλήλου, η πιό τρυφερή και σταθερή παρουσία, αυτή της μητέρας), ενώ γίνεται το ξόδι του πατέρα, ο γιός, πού είναι κι αυτός πού αφηγείται, ρίχνει μιά ματιά προς το σπίτι, βλέπει ένα χελιδόνι να περνάει πάνω από αυτόν. Και συνεχίζει: «Όσο έβλεπα το άσπρο της κοιλιάς του, ένιωθα καλύτερα. Η άνοιξη ήταν εδώ και χωρίς τους γέρους μου, πού βαραίνουν όμως μέσα μου, κι άς μην το λέω. Κι άς ξέρω πώς δεν ενδιαφέρει κανέναν. Μόνο που ξεχνάμε πώς ένας ένας είμαστε όλοι και το παραδεχόμαστε στην ανάγκη. Έτσι είναι ο κόσμος. Κι αν γράφω τώρα για τον πατέρα μου, είναι πώς, μαζί του χάνεται μιά γενιά-σημείο αναφοράς. Ηρωική και αντιηρωική μαζί. Ονειρεύτηκε, πάλεψε, ηττήθηκε, αλλά δε χάθηκε. Στάθηκε στα πόδια της με δουλειές του ποδαριού, αγωνίστηκε και διώχθηκε για να ‘χει κάτι, χωρίς να θέλει ν’ αποδείξει ότι ήταν κάποια, επειδή ήταν κάποια. Και προπάντων δε στάθηκε εμπόδιο σε κανέναν. Εμείς να δούμε τώρα».

     Αυτός ο ηδύς, επιμένω, λόγος-ακόμα και εξαιτίας της ανεπιτήδευτης ατημελησίας του, ως απόδειξης του άμεσου αναβρύσματός του από ψυχικό βάθος-είναι που ιλαρύνει, γλυκαίνει παράξενα τα συνήθως πικρά ή μελαγχολικά πού ο κ. Μούλιος έχει να διηγηθεί, και αποτελεί την  αυθεντική του ταυτότητα.

 Μιχάλης Μερακλής: Φάνης Μούλιος:  Λίγο πρίν τη στροφή, Ελληνικά Γράμματα, περιοδικό Η Λέξη τχ. 176/ 7,8, 2003, 731-732, (διηγ.).

Φάνης Μούλιος, Πράσινο-Γκρίζο,  Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

     Υπάρχουν μελέτες για τους τρόπους που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα ή το θάνατο, ανάλογα με τις εποχές. Και βέβαια τα δύο αυτά θέματα είναι από τα αγαπημένα της λογοτεχνίας. Το «ανάλογα με τις εποχές» μπορεί κάποιοι και να το αμφισβητούν, γιατί ζητήματα τόσο θεμελιακά έχουν αμετάβλητες μέσα στο χρόνο  και στους ανθρώπους σταθερές . Το πιο σωστό πάντως είναι να δεχτούμε ότι δίπλα σ’ αυτά που πράγματι δεν αλλάζουν υπάρχουν και οι επηρεαζόμενες από καιρούς και τόπους μεταβλητές.

     Σκέφτηκα λοιπόν διαβάζοντας το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Μούλιου-μιά νουβέλα θα το έλεγα-ότι, άσχετα προς το πώς το είδε και ο ίδιος, αποτελεί αυτό ένα «σκαρίφημα» της σύγχρονης ερωτικής συμπεριφοράς, μέσα από την περιπέτεια του ήρωά του, τύπου δυσπροσάρμοστου στα σημερινά δεδομένα, εξαιτίας ενός υποκείμενου ευαίσθητου ψυχισμού, ο οποίος του δυσκολεύει εξαιρετικά τη ζωή.

     Σκαρίφημα, όμως, δοσμένο από έναν έμπειρο, αναγνωρισμένου κύρους συγγραφέα, που έλαβε τίμια το 1989 το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Μέσα από όσα συμβαίνουν γύρω, στα οποία εμπλέκεται εκών άκων και ο άνθρωπός του, διαφαίνονται οι όροι που επηρεάζουν τον έρωτα σήμερα, όπου χιλιάδες νέοι άνθρωποι  περιφέρονται άνεργοι και κατ’ επέκταση άεργοι, σε μια περιπλάνηση από μπαρ σε μπαρ, περιήγηση στο κενό ενός μικρόκοσμου, η οποία είναι και μιά μικρογραφία ή σύντμηση της περιήγησης στον μεγάλο κάτω από τον ήλιο κόσμο. Τι να σημαίνει τάχα στο βάθος ο ξέφρενος τουρισμός των ημερών μας; Κι αν επιστρέφουν πολλοί εντυπωσιασμένοι απ’ ό,τι δημιούργησε η φύση και το παρελθόν, εντούτοις κυκλοφορούν, όπως θα έλεγε ο άνθρωπος της νουβέλας, σε μια σύγχρονη «βιομηχανία περιττωμάτων». Πηγαίνει κι αυτός στην ίδια μοιραία χαρά των καφέ και των μπαρ, μολονότι έχει τη συνείδηση ότι οι πιο πολλοί από τους θαμώνες «προσπαθούν να βρούν τον εαυτό τους μέσα από ανοησίες, το ξενύχτι και το χασίσι». Κάνουν πότε πότε και σχέδια , όμως φρούδα, έξω από κάθε χειροπιαστό ρεαλισμό. Αλλά και η ποθητή δουλειά (ο τύπος είναι υπάλληλος σε Τράπεζα) δεν απαλλάσσει την τυποποιημένη ρουτίνα  της από την πλήξη και τη μοναξιά.

     Ο άνθρωπος ερωτεύτηκε μιά γυναίκα, για την οποία τώρα πιά ξέρει ότι το χρήμα (απ’ το κορμί της) και η ομορφιά της έδινε τη σιγουριά «να κάνει το κέφι της μ’ όποιον , όπως και όποτε ήθελε». Ο αστυνομικός πού τον ανέκρινε (γιατί θεωρήθηκε προς στιγμήν ύποπτος για τη δολοφονία της), έχοντας τελικά ξεδιαλύνει την υπόθεση, θα του πεί: «Διαπιστώνω πώς δεν ξέρετε σχεδόν τίποτε για ένα πρόσωπο πού, όπως ισχυρίζεστε, αγαπήσατε με πάθος». Κι όμως δεν ήταν ένας απλός ισχυρισμός. Καθετί δικό της του φαινόταν «σχεδόν ιερό», ενώ «δεν ήταν σε θέση να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ το κορμί της». Η ίδια έτσι το ήθελε, «τον εμπόδιζε να μπεί στην ψυχή της».

      Ίσως αυτό να είναι κι ένα απ’ τα βαθύτερα δράματα της σύγχρονης ερωτικής ζωής: η έκλειψη της ψυχής στα σώματα του έρωτα και ο πόνος εκείνων που την αναζητούν  μέσα σ’ αυτά ή που δεν πρόλαβαν κάν να τη γνωρίσουν.

Μιχάλης Μερακλής, Πράσινο-Γκρίζο. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος,  περιοδικό Η Λέξη, τχ. 202/10,12, 2009, σελ. 596-597.

            Ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα μιάς εποχής

     ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ: Οι κληρονόμοι, Αθήνα, Επικαιρότητα 1988, σελ. 122

        Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Εμφύλιος που ακολούθησε τη φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν όχι μόνο το φοβερότερο χτύπημα που δέχθηκε η Ελλάδα, αλλά στην ουσία η πραγματική τραγωδία της. Οι χαίνουσες πληγές στο κάτισχνο σώμα της άρχισαν να αιμορραγούν πάλι πρίν προλάβουν να επουλωθούν. Και ο πόνος τους ήταν οδυνηρότερος αφού προέρχονταν από αδερφικά χέρια. Αιτία του πολιτικού χάους που δημιουργήθηκε με την εισβολή των νικητών στην εξουσία, μετά την αποχώρηση του θνήσκοντος ναζιστικού τέρατος. Η συμπεριφορά προς τους αντίθετης πολιτικής τοποθέτησης αγωνιστές στάθηκε αφορμή για μύριες επιμέρους μικρές τραγωδίες, το ίδιο ωστόσο εφιαλτικές με τη γενικότερη πού σπάραξε ολόκληρη την Ελλάδα δίνοντας έτσι το στίγμα και την ταυτότητα μιας θλιβερής εποχής, ο απόηχος της οποίας φτάνει αδικαίωτος και αλύτρωτος μέχρι τις μέρες μας.

      Διαβρωμένες συνειδήσεις, χαφιεδισμός, αλληλοσπαραγμός, απάνθρωπα βασανιστήρια, θύτες και θύματα στην ίδια πυρά, άχρηστες, βάρβαρες θυσίες, σφαγιές, μαρτύρια και φυλακίσεις δημιούργησαν μια σπαραγμένη Ελλάδα, πού όχι μόνο στο πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να ξεπεράσει την «εθνική της ασθένεια», αλλά αντίθετα έμελλε να την ξαναβιώσει σ’ όλη της τη φρίκη και εφιαλτική μεγαλοπρέπεια το 1967, στ’ όνομα μιας άχρηστης και βάρβαρης πολιτικής σκοπιμότητας.

     Ο Φάνης Μούλιος είναι ένας ενσυνείδητος, σοβαρός συγγραφέας που είχε καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον λογοτεχνικό χώρο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σ’ αυτόν με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη» που κυκλοφόρησε το 1970. Έκτοτε και ως τα σήμερα είναι μια ζωντανή παρουσία που επιβεβαιώνει την αρχική θετική εντύπωση. Το διαπιστώνουμε στο τελευταίο του μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να καλύψει την παραπάνω σκοτεινή εποχή. Οι ήρωές του προέρχονται από το προηγούμενο  πετυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα. «Η φαμίλια των Λιστινών» 1984, που κέρδισε και το Πρώτο Βραβείο Πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων το ’86, λόγω ακριβώς της ποιότητάς του. «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εντυπωσιακό πορτρέτο που εκθέτει με δυνατές, αδρές γραμμές την περίοδο των μεγάλοτσιφλικάδων και την μοιραία εξαιτίας του ιστορικού προτσές πτώση τους μέσα από το οδοιπορικό αυτής της οικογένειας, που έδρα τους ήταν το χωριό Πέτροβο της Ηπείρου.

     «Οι Κληρονόμοι» ωστόσο διαθέτουν τη δική τους αυτοτέλεια. Έχοντας εξαντλήσει το προηγούμενο ιστορικοκοινωνικοπολιτικό τους στίγμα, κατέρχονται τώρα στην άγρια κι αδελφοκτόνα αρένα του Εμφύλιου Πολέμου για να ζωντανέψουν μέσα από την οδυνηρή τους περιπέτεια-περιπέτεια που ξεπερνά την ατομική τους περίπτωση και γίνεται η ντροπή και η θλιβερή πορεία μιας γενιάς που δεινοπάθησε απ’ τις αρχές του 1946 ως το δραματικό τέλος της το 1950-την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής εκείνης.

      Κατοχή. Νίκαια. Η μάνα. Τα δυό παιδιά, το αγόρι και το κορίτσι. Ο Παύλος Καζάς, ο κυνηγημένος, η «όρθια» συνείδηση και το όραμα για ένα καλύτερο αύριο του ατόμου, αλλά κι ενός λαού ίσως, και κυρίως ο Παππούς, ένα περήφανο στητό κυπαρίσσι’ και γύρω τους «τα όργανα του νόμου», «οι μυστικοί βοηθοί τους, οι χαφιέδες, τα απελπισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που βγαίνουν από τα ερείπια, οι λυπημένοι συνοικιακοί δρόμοι, οι πληγωμένοι απ’ τα βήματα των κατακτητών τοίχοι, τα λαβωμένα, ακρωτηριασμένα κτίρια, η κατάθλιψη, η συγκρατημένη απελπισία και η σκοτεινή αβεβαιότητα ενός αμφίβολου μέλλοντος. Αλλά και οι δίκες  βέβαια, ο εξευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης από τους κρατούντες, οι φυλακές, οι ανακρίσεις, οι επαίσχυντες δηλώσεις μετανοίας, η ντροπή της εξουσίας…

     Τα πρόσωπα και η εποχή προβάλλουν ανάγλυφα κάτω από την ψύχραιμη γραφίδα του Φάνη Μούλιου, χωρίς κραυγαλέα σχήματα και πομπώδεις ρητορισμούς. Παραμένουν αυστηρά μέσα στο ρεαλιστικό ψυχογραφικό τους σχήμα’ και είναι περισσότερο πάσχοντα πρόσωπα, θύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής της οποίας και είναι υπεύθυνα, παρά κομιστές μιας ιδεολογίας. Είναι, πιστεύω, και το κύριο προσόν του βιβλίου του Φάνη Μούλιου. Μ’ ένα λόγο κρουστό και σίγουρο που αποφεύγει την ωραιοποίηση, ο συγγραφέας καταφέρνει να συλλάβει τον παλμό και την ατμόσφαιρα της ταραγμένης εκείνης εποχής, να τοποθετήσει τον αναγνώστη του μέσα στα δρώμενα και παράλληλα να διατηρήσει την κατάλληλη απόσταση που επιτρέπει με νηφαλιότητα σχεδόν την αντικειμενική θεώρηση.

     Μετά τις «Μέρες Οργής» του Πέτρου Χάρη, «Οι Κληρονόμοι» του Φάνη Μούλιου είναι ίσως το μοναδικό βιβλίο που αποκαλύπτει με θάρρος και τιμιότητα το δράμα του Εμφύλιου Πολέμου. Μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας κατορθώνει να βγάλει και ορισμένα καυτά ερωτήματα-προβλήματα: Μέχρι πιο βαθμό μπορεί να ασελγήσει ο Εξουσιαστής; Πού σταματούν τα όριά του; Το υπαρξιακό βάθος των ερωτήσεων διαφοροποιεί έτσι το βιβλίο του Φάνη Μούλιου, από ανάλογα του είδους, δίνοντάς του μια πανανθρώπινη διάσταση.

 ΜΑΚΗΣ  ΠΑΝΩΡΙΟΣ, περιοδικό Διαβάζω τχ. 202/9-11-1988, σελ. 74-75. Στις σελίδες των «Επιλογών». (Αφιέρωμα στον Ζωρζ  Σιμενόν)

                Ξοδεμένη  κληρονομιά

Φάνης Μούλιος: Οι κληρονόμοι. Μυθιστόρημα. εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1988, σ.σ. 115

     Η απορία και το πρόβλημα δεν είναι τόσο γιατί η επιτροπή απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων απένειμε το βραβείο μυθιστορήματος σ’ ένα τόσο κραυγαλέο μέτριο βιβλίο όπως οι Κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου. Στο κάτω-κάτω, γούστα είναι αυτά και ακόμα και μετριότερα βιβλία μπορεί να βρει υποστηρικτές. Αλλά πρέπει να μην προκαλέσει έκπληξη και να μην προβληματίσει το γεγονός ότι βραβεύτηκε ως καλύτερο μυθιστόρημα του 1998 ένα βιβλίο, του οποίου η θεματική είναι απελπιστικά ξεπερασμένη με το «ψαχνό» άπειρες φορές αναμασημένο.

     Ο Φάνης Μούλιος μας μιλάει στους Κληρονόμους για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και την κρατική τρομοκρατία της Κεντροδεξιάς στη μετεμφυλιακή περίοδο’ για το μαρτύριο μιας φτωχής ηπειρωτικής οικογένειας, που πληρώνει «εσαεί» τη στράτευση του πατέρα υπέρ της υπόθεσης των νικημένων. Χρειάζεται άραγε να πούμε ότι ούτε το θέμα ούτε η οπτική του παρουσιάζουν πρωτοτυπία, ότι αυτή η ετεροχρονισμένη μαρτυρολογία και μαρτυριολογία αποτέλεσαν το κύριο μοτίβο της λεγόμενης «προοδευτικής λογοτεχνίας» μετά το 1974, ώσπου να επέλθει ο κορεσμός, αν όχι η καχυποψία του κοινού, που άρχισε ν’ αναρωτιέται πόσο πραγματικά προοδευτική είναι και τι εξυπηρετεί αυτή η επίμονη παραβίαση ανοιχτών θυρών, αυτή η εμμονή σε αλήθειες τυποποιημένες και, από μιά στιγμή κι έπειτα, κρατικοποιημένες;

     Εκείνο όμως που πράγματι χρειάζεται να τονίσουμε, αφού και αφελείς και καλοθελητές υπάρχουν γύρω μας, είναι ότι, αν το βιβλίο του Μούλιου αποτελεί αναχρονισμό, δεν είναι επειδή εμπνέεται από γεγονότα και καταστάσεις περασμένων εποχών. Ο λογοτέχνης νομιμοποιείται ν’ αντλήσει το θέμα του ακόμα και από την προϊστορία. Ο Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο που λέγεται και αυτό Οι κληρονόμοι και εκτυλίσσεται στην εποχή του…. ανθρώπου του Νεάντερνταλ. Αλλά η οπτική και ο προβληματισμός του ανήκουν στη δική του, τη σημερινή εποχή. Η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και ό,τι ακολούθησε δεν έχουν στερέψει ως πηγές έμπνευσης, ούτε θα ήταν ευχάριστο αν στέρευαν. Αλλά μας ενδιαφέρει άμεσα αν η λογοτεχνία μπορεί ν’ ανακαλύψει σ’ αυτές κάτι καινούργιο, κάτι αθέατο ή κάτι αδιάφορο τότε, πού όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για μας σήμερα, ή αν επιδίδεται στην αναπαραγωγή ιστορικών κλισέ και εύκολων επιμυθίων.

     Ο Μούλιος γράφει όπως θα έγραφε (και θα δικαιολογούνταν να γράψει) κάποιος στη δεκαετία του ’50, όταν η αλήθεια της Αριστεράς ήταν απαγορευμένη, όταν το δίκιο της είχε κηρυχθεί ένοχο και το χυμένο αίμα της έμενε άκλαυτο. Βέβαια, ο συγγραφέας ανήκει στη γενιά που σφραγίστηκε από το κλίμα εκείνης της εποχής και δεν φταίει ο ίδιος αν η ανώμαλη πραγματικότητα που υπήρχε στην Ελλάδα ως το 1974 τον εμπόδισε να καταθέσει έγκαιρα τη μαρτυρία του. Αλλά, ακόμα και αν ξεχάσουμε προς στιγμήν ότι η βαρύτητα και η αξία ενός βιβλίου είναι μεγέθη άσχετα με την ανθρώπινη κατανόηση για τα εμπόδια που συνάντησε ο συγγραφέας του, από το 1974 ως σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, πολλές αλήθειες ξεθώριασαν ή έγιναν πιο σχετικές, μια ορισμένη θεματολογία γέρασε και κανένας δεν μπορεί να μας ζητήσει να κρίνουμε τους «Κληρονόμους» του Μούλιου όπως θα τους κρίναμε πριν από τριάντα χρόνια.

Ακόμα και με τα μέτρα της «προοδευτικής λογοτεχνίας», ο μανιχαϊσμός που διαπνέει το βιβλίο του Μούλιου είναι ενοχλητικά πρωτόγονος. Σε λίγα μυθιστορήματα αυτού του είδους ο χωρισμός του κόσμου σε καλούς και κακούς είναι τόσο απόλυτος, ώστε ν’ αφορά ακόμα και τη φυσική εμφάνιση των χαρακτήρων. Να πώς περιγράφεται ο θετικός ήρωας, ο αριστερός Παύλος Καζάς.

     «Ήταν όμορφος. Μελαχρινός, με σπαστά μαύρα μαλλιά, ολόισια μύτη και ζωγραφιστά φρύδια. Ψηλός, έδειχνε πολλές φορές λυπημένος, σαν να τον βάραινε κάτι. Αλλά το τετράγωνο πηγούνι του μου ‘λεγε πώς ήταν δυνατός» (σ.47). Και να τώρα η εικόνα του αρνητικού ήρωα, του δεξιού θείου Μανόλη: «Κοντός, χωρίς μαλλιά άφηνε να φαίνονται κάτω από το μαύρο μουστάκι του πέντε σάπια δόντια…» (σ.33).

     Απέναντι σε δύο τέτοια πορτραίτα, ποιος θα δίσταζε έστω και ένα δευτερόλεπτο να διαλέξει πού θα χαρίσει τη συμπάθειά του; Ποιός Θωμάς θα τολμούσε να ζητήσει αποδείξεις για τη «θετικότητα» ή την «αρνητικότητα» δύο τέτοιων μορφών; Όταν ο αφηγητής, ένα παιδί ούτε δέκα χρόνων, μας λέει για το θείο Μανόλη ότι «Καλυμμένος πίσω απ’ τα πλούτη του και τις, δήθεν, πατριωτικές του ιδέες, χάρη στις οποίες καταμάδησε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τους πάντες και τα πάντα…» (σ. 33), πόσοι θα είχαν το κουράγιο να τον ρωτήσουν πότε πρόλαβε να τα γνωρίσει όλα αυτά; Και πόσοι θα είχαν το ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο να υπαινιχτούν ότι απλώς παπαγαλίζει όσα άκουσε από τον πατέρα του, επομένως είναι ακατάλληλος  ως αφηγητής (δηλαδή ο συγγραφέας είναι ακατάλληλος ως συγγραφέας) και ένας πατέρας που μαθαίνει στο παιδί του να παπαγαλίζει δεν μπορεί να είναι και τόσο θετικός ήρωας;

     Προς το τέλος του βιβλίου ο Παύλος Καζάς, σακατεμένος  και παραιτημένος πια, λέει στο γιο του: «Όσο για μένα, ένα μόνο σου λέω. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Και θα ‘ρθει καιρός που θα το δεις, θα το δείτε όλοι σας» (σ. 108). Ένας ήρωας ως το τέλος, δηλαδή. Σίγουρα υπήρξαν και τέτοιο και δεν θα πάψουν ποτέ να γεννούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό μας. Αλλά, τουλάχιστον από τη σημερινή σκοπιά, πόσο πιο ανθρώπινη, πόσο πιο πειστική, πόσο πιο ανησυχητική στη σύνθετη αλήθεια της (και γι’ αυτό πόσο πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνικά) είναι η περίπτωση της οικογένειας του βομβιστή Μιχάλη Παυλή, με τον πατέρα Παυλή, αδάμαστο αριστερό(αλλά και τυραννικό πατριάρχη) να λυγίζει τελικά, εκεί γύρω στο 1960 για να ζήσει την οικογένειά του και να καταλήγει θιασώτης του Παπαδόπουλου;

     Ακόμα και ένας μεγάλος συγγραφέας πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γράψει καλή λογοτεχνία, αν του επέβαλαν ένα τόσο στενό θεματικό πλαίσιο, μια τόσο επίπεδη οπτική. Αλλά σίγουρα θα έδινε κάτι πιο εκλεπτυσμένο, πιο φινιρισμένο από αυτό πού δίνει ο Μούλιος, κάτι που να μη χλευάζει από μόνο του την ανακήρυξή του σε καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.

    Το τέχνασμα της πολυπρόσωπης αφήγησης, που εφαρμόζει ο συγγραφέας, αποτυγχάνει ολωσδιόλου και ο Μούλιος δείχνει να μην καταλαβαίνει καν τη λειτουργία του. Όχι μόνο το ύφος και το λεκτικό των αφηγητών είναι ολόιδιο, αλλά καθένας τους περιγράφει σκέψεις και πράξεις των άλλων που είναι αδύνατο να τις ξέρει. Έτσι, το στοιχείο της σύνθεσης ή συμπαράθεσης επιμέρους πληροφοριών και απόψεων, της σχετικοποίησης αλήθειας (πού είναι και ο σκοπός της πολυπρόσωπης αφήγησης), απουσιάζει, και εκείνο που μένει τελικά είναι ο παντογνώστης αφηγητής, με τη μια και αδιαίρετη Αλήθεια του.

     Σχήματα λόγου όπως: «Η Αντιγόνη δε θα μπορούσε να πει σ’ άλλη περίπτωση πώς νιώθει κανείς όταν πορεύεται για τον Άδη, αλλά τώρα έπαιρνε μια γεύση απ’ αυτή την πορεία» (σ. 86), «Η Αντιγόνη αποδείχθηκε τελικά ένας σπουδαίος τιμονιέρης, πάνω σ’ ένα μικρό πλοίο με σακατεμένα πλευρά κι έναν ανήμπορο καπετάνιο» (σ. 93), «ένιωθα τη νύχτα να ‘ρχεται με το δροσερό πρόσωπο μιας γυναίκας, που άφηνε πίσω της την αχλή μιάς λιπόθυμης μέρας» (σ. 108), μας γυρίζουν στη σχολική αντίληψη περί καλολογικών στοιχείων. Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον να υπερασπίζει σοβαρά τη λογοτεχνική αξία τους.

      Ο συγγραφέας δίνει ολοένα την εντύπωση ότι ντρέπεται για τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ότι δεν πιστεύει στην ακρίβεια, τη δύναμη, την ευπρέπεια ή την ομορφιά τους. Γι’ αυτό τις βάζει σε εισαγωγικά, σαν ν’ αποποιείται την ευθύνη γι’ αυτές: «με προτεταμένα τα «γκρα» (σ. 13), «ποντάροντας» στο τελευταίο χαρτί» (σ. 79), «θα μπορούσα να σου πάρω αυτό το «πεντόλιρο»… αν το άφηνες «αμανάτι»» (σ. 91) «με το «γραμμένο» πρόσωπό της» (σ.96). «Όλα εκει… είχαν τη δικιά τους «πατίνα»» (σ. 106) κλπ. κλπ. Αλλά ο συγγραφέας που δεν πιστεύει στη γλώσσα του δεν μπορεί να πιστεύει ούτε σ’ αυτά που  γράφει…

     Οι κληρονόμοι του Φάνη Μούλιου είναι ακραίο δείγμα ενός τύπου λογοτεχνίας που έχει χαρακτήρα πολιτικοϊστορικού φολκλόρ. Αυτή η λογοτεχνία, πού ταλαιπώρησε πολύ τα γράμματά μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με οποιοδήποτε σύγχρονο προβληματισμό. Αλλά ο προβληματισμός προϋποθέτει βέβαια προβληματισμένους. Το ότι σήμερα εξακολουθούν να γράφονται τέτοια βιβλία δεν έχει ίσως ιδιαίτερη σημασία’ το ότι όμως βραβεύονται κιόλας είναι πολύ ενδεικτικό για τον βαθμό και το επίπεδο του προβληματισμού μας

.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 1/11/1989. Τώρα στο «Ημεδαπή εξορία» Κείμενα για την Ελληνική Λογοτεχνία 1986-1991, εκδόσεις
Opera, 1991, σελ. 75-79.

          ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ, «Ο Ορφέας δεν είναι πια εδώ», εκδόσεις Γκοβόστη 1997.

      Σε καιρούς έντονης αφιλίας και αποξένωσης, χαίρεται κανείς όταν διαβάζει καλά λογοτεχνικά κείμενα, ελληνικά ή ξένα. Γαληνεύει καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ευαισθησία του κειμένου-δυστυχώς-είναι περισσότερη από αυτήν που βιώνει καθημερινά με αρκετό άγχος. Και ένα τέτοιου είδους κείμενο είναι το καινούργιο βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και νομικού Φάνη Μούλιου. Όπως και στο προηγούμενο, έτσι και στο παρόν σαν «συμπαθητικός παραμυθάς» ιχνογραφεί τις σχέσεις των ανθρώπων στην επαρχία στην μετά τον πόλεμο εποχή. Ο Λέλος, η Ρένα, ο Ορφέας, ο Πελοπίδας, οι κεκοιμημένοι και οι ζωντανοί, η ιστορία και η πραγματικότητα, το όνειρο και η ιστορική μνήμη, απεικονίζονται σε μια ενιαία τοιχογραφία καθημερινών καταστάσεων. Η δε τεχνική της αφήγησης μέσα στην αφήγηση προκαλεί θετικά συναισθήματα. Η ιστορία του τόπου συμπλέκεται με την καθημερινότητα των ανθρώπων, και η ευτυχία τους, η πρόσκαιρη έστω, συνυφαίνεται με την τραγωδία. Το άδοξο τέλος του Ορφέα προσφέρει την ελεήμονα λύση στις σχέσεις των ηρώων παρά οποιοδήποτε «ευτυχισμένο τέλος». Με τον τρόπο αυτόν ο κρυμμένος θησαυρός των εμπειριών της ζωής των ηρώων, σπονδυλώνει το κείμενο της απεικόνισής του. Και από το νέο βιβλίο του συγγραφέα δεν λείπουν οι ιστορικές αναφορές του παρελθόντος, όχι μόνο για να κρατήσουν άσβεστη την μνήμη των νεότερων αλλά και να σηματοδοτήσουν με ιδανικά και αξίες τη ζωή τους. Ο Πειραιώτης μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος στα μέχρι τώρα έργα του αποφεύγει τα γλωσσικά πυροτεχνήματα. Τον λόγο του διακρίνει μια λειότητα και μια αποσταγματική πληρότητα. Αν και επίπεδος, χωρίς μεγάλες ανατάσεις, χωρίς χρωματικές ή μουσικές λεκτικές αποχρώσεις είναι «ποιητικός» αποφεύγοντας τις νοηματικές ασυνέπειες και τις δαιδαλώδεις στοχαστικές ανιχνεύσεις.  Περισσότερο υποβλητικός παρά περιγραφικός, ο Φάνης Μούλιος, θωπεύει με την ακέραια, ομοιότονη γραφή του, τη ζωή κάτω από το διακριτικό βάρος μιας μνημονικής σκοπιμότητας και ιστορικής αναγκαιότητας κρατώντας πάντα στην επικαιρότητα τα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων. Το ύφος του λιτό, ψιθυριστό ορισμένες φορές αιχμαλωτίζεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Η αφηγηματική του πειθώ συγκρατημένη και κάπως μελαγχολική, ο συγγραφέας δεν επιτονίζει τις σχέσεις των ηρώων του, αλλά τις κρυσταλλώνει στην αχλή μιας ποιητικής ατμόσφαιρας, μέσα στην ρευστότητα μιας κάπως «πένθιμης» ευαισθησίας. Η ανθρωπιά και η τρυφερότητά του δεν του επιτρέπουν να υποδουλωθεί σε εφήμερες μανιέρες ή να ωθήσει τη γραφή του σε πρόσκαιρα φιλολογικά τεχνάσματα που θα τέρψουν τα ένστικτα του επιπόλαιου αναγνώστη. Η έκβαση έρχεται αβίαστα, το πρόβλημα της ζωής γίνεται και πρόβλημα της γραφής, που εξακολουθεί να μας απασχολεί και μετά την λύση του. Αυτό που ερεθίζει τον συγγραφέα δεν είναι ίσως τα όποια θεμιτά ή αθέμιτα αδιέξοδα της ζωής, αλλά η ίδια η ζωή, η θέρμη της ζωής, η μνήμη σε όλες τις λαϊκές συνήθως ρεαλιστικές της παραστάσεις στην μετά τον πόλεμο εποχή. Και ιδιαίτερα η ζωή της επαρχίας.  Διακρίνουμε ένα ισχυρό ποιητικό ένστικτο που κατευθύνει μέσα από υπεκφυγές και αποσιωπήσεις αρκετές φορές, σε μια υποβλητική ανακλητική διάθεση. Μια εσωτερική διάθεση που συμπληρώνει την ίδια την ζωή που οριοθετεί θα γράφαμε το φόντο της. «Οι ήρωες του Μούλιου υπάρχουν, είτε για να ανακαλύπτουν την παρουσία της ποίησης στη ζωή, είτε για να την εναποθέτουν σ’ αυτήν όταν απουσιάζει». Σημειώνει σε σημείωμά του ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής. Εκείνο που θα γράφαμε χωρίς δισταγμούς είναι ότι εκείνο που ξεχωρίζει μάλλον περισσότερο στη σύγχρονη λογοτεχνία, είναι ένας υπερβολικός απομυθοποιητικός της ζωής τόνος. Τα πάντα απογυμνώνονται και από ιεροποιούνται στο όνομα μιας αλήθειας και σκυλεύονται υπέρ μιας ελευθερίας όχι και τόσο προσπελάσιμης, που δεν φωταγωγεί τις εμπειρίες της ζωής αλλά, υπερτονίζει τα άλογα πάθη ,αποφεύγοντας να αφουγκραστεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιαυτό παράγει ηθική και όχι ήθος. Τα αισθήματα βρίσκονται σε μια αόριστη αναστολή χωρίς να είμαστε βέβαιοι, σωστότερα να μας ενδιαφέρει η έκπτωση αυτή της ζωής και των ανθρώπων. Η σοφία που πηγάζει από ένα ποιητικό πάθος για την ζωή, από μια ποιητική ενατένιση της ομορφιάς έπαψε να απασχολεί πλέον τους σύγχρονους συγγραφείς. Η ηθική της συμπάθειας που διακρίνει τους λεγόμενους κλασικούς, αντικαταστάθηκε από την ηθική της αλογίας, του μοντέρνου ατομικισμού και της άσκοπης μεταμοντέρνας επίδειξης βίας σε όλες της τις μορφές. Ακόμα και η λογοτεχνία, καταφεύγει στην εύκολη και επιφανειακή αφομοίωση των μέσων της ζωής παραμελώντας την ίδια την ζωή.  Στις μέρες μας συνήθως, η λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία των περιοδικών και των εντύπων παρά του βιβλίου, διαβάζεται για να γεμίσει τον χρόνο των αργόσχολων, να γεμίσει το χρόνο της επιστροφής από την δουλειά μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι για να προβληματίσει ή να αλλάξει συνειδήσεις, ή να θέσει νέους της ζωής προβληματισμούς. Η «έντυπη» δηλαδή γραφή ίσως είναι άχρηστη μπροστά στην εισβολή της εικόνας. Μιας εικόνας που πληροφορεί και εντυπωσιάζει χωρίς να δημιουργεί την επικίνδυνη επαναστατικότητα που προκαλεί μια σωστή ανάγνωση ενός γραπτού σοβαρού και ουσιαστικού έργου. Οι σημερινοί άνθρωποι όχι μόνο κάνουν την ζωή τους ειδησεογραφικό θέαμα και κουτσομπολίστικη τηλεοπτική εκπομπή, αλλά το κυριότερο, και βαθύτερα τραγικό, ότι αγνοούν και πώς να πεθάνουν. Διότι η μνήμη, μάλλον πλέον, μόνο με την γραφή καλλιεργείται. Σε έναν τέτοιον  κόσμο τόσο η ίδια η ζωή όσο και η λειτουργικότητα της γραφής είναι αδιέξοδες.  Και ενώ στους παλαιότερους συγγραφείς το αληθεύειν της ζωής τροφοδοτούσε το είναι της γραφής, σήμερα τόσο η ζωή όσο και η γραφή ψευτίζουν κάτω από το βάρος μιας αμετάκλητης αντιηρωικής βιαιότητας. Την συγγραφική αυτή σκόπελο της σημερινής πραγματικότητας ο συγγραφέας Φάνης Μούλιος, αποφεύγει με επιτυχία. Η ποιητική ρευστότητα που υγραίνει την αφηγηματική του τέχνη είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Ο καταναλωτικός ντετερμινισμός των ηρώων της σύγχρονης κοινωνίας διαβρώνεται από μια «ψυχική αιτιότητα» που εισάγει στα έργα του ο δημιουργός. Οι ήρωές του εμπιστεύονται με πάθος ο ένας τον άλλον, υπολογίζουν στη συμπαράστασή του άλλου, απαιτούν από τον άλλον τόση ευαισθησία όση απαιτούν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η καθησυχασμένη συνείδηση του αναγνώστη καρπίζει καθώς συμμετέχει στις αντιξοότητες των σχέσεων των διαφόρων προσώπων και διαποτίζεται από μια ευαισθησία διαφορετική από αυτήν που του αντιπροτείνει η σύγχρονη ζωή. Ο συγγραφέας εκθέτει αναγκάζοντας τον αναγνώστη να εκτεθεί. Η γραφή του Πειραιώτη μυθιστοριογράφου αναζητά την τελειότητα μέσα από ποιητικούς δρόμους ευαισθησίας και μας προτείνει ένα όραμα ανθρώπινων σχέσεων που κατορθώνει να μετασχηματίσει το πραγματικό και επιτρέπει την κατάκτηση του πραγματικού πέρα από τα φαινόμενα.  Πέρα από την παγερή αμορφία του «έχειν» της ίδιας της ζωής, σ’ ένα «είναι» όλο φαντασία και ποίηση, δηλαδή μια ζωή έμψυχη, όπως την προτείνει η Τέχνη, η μόνη έμψυχος αθανασία του παρόντος βίου μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 15.368/ Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1997, σελίδα 5,6. (Πειραιάς Κυριακή, 20 Οκτωβρίου 2013).

                ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ

     Ηπειρώτικη είναι η καταγωγή και του συναδέλφου Φάνη Μούλιου (1937-) που γεννήθηκε στη Λίστα Θεσπρωτίας. Ο Μούλιος, δικηγόρος στον Πειραιά από το 1965, περνά στην περιοχή της πεζογραφία μας ορμητικός, ρεαλιστικός, σύγχρονος, για να διαγράψει μια αξιοσημείωτη τροχιά που συνεχίζεται και που την παρουσία του υπογραμμίζει μια ευαισθησία και μια συνέπεια ύφους και ήθους, άξιες απ’ όλους μας να προσεχθούν.

     Ο Μούλιος πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα το 1953 από τις στήλες του περιοδικού «Πειραϊκή Έρευνα», που εκδίδει τότε ο ποιητής Στέλιος Γεράνης. Το πρώτο του όμως πεζογραφικό έργο σε ιδιαίτερο βιβλίο (συλλογή από διηγήματα), τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», τυπώνει μόλις το 1970.

     Τα «Τραγούδια γι’ αγάπη», που προλογίζει ο Παύλος Κωνσταντινίδης και που υπόσχονται ένα ελπιδοφόρο μέλλον, τα διαδέχεται το 1972 η δεύτερη από επτά νέα διηγήματά του συλλογή «Μορφές» και αμέσως μετά, το 1975, μια Τρίτη, το «Μπούμεραγκ». Εδώ ο συγγραφέας, όπως γράφει και ο κριτικός του Στ. Γεράνης, ξεχωρίζει «για την απλότητα της γραφής του και την παραστατική του δύναμη των εικόνων της σύγχρονης ζωής».

     Το «Μπούμεραγκ»-που είναι, μπορούμε να πούμε το καλύτερο απ’ όσα μέχρι τότε μας είχε προσφέρει ο Μούλιος-αποδείχνει ότι ο συγγραφέας κατέχει τον τρόπο να αφηγείται άνετα, να χειρίζεται τον πεζό λόγο με δεξιοτεχνία και να μεταδίνει τη συγκίνηση μ’ ένα τρόπο ξεχωριστό, αποκλειστικά δικό του.

Μετά από το «Μπούμεραγκ» ο Μούλιος μας δίνει μια άλλη συλλογή από πεζογραφήματά του, την «Ενδοσκόπηση», που είναι ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο δοκίμιο-όπως λέει ο ίδιος-πάνω στην πόλη. Και ακολουθούν τα διηγήματά του «Χωρίς πρόσωπο» (1977), μια πεζογραφική τριλογία πάνω στην οντολογία της σύγχρονης κοινωνίας (Αποξένωση- Αθλιότητα- Αναζήτηση), πικροί καρποί όλοι της πρόσφατης κοινωνικής του εμπειρίας, η νουβέλα «Το πορτραίτο του κ. Αντουάν» (1979) και λίγο πριν μας δώσει τα πεζογραφήματά του «Οι Ευδαίμονες»-που το 1983 επαινέθηκαν από την «Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών»- μας ξαφνιάζει με τη συλλογή ποιημάτων του «Μετά τη Βροχή» (1981), όπου ο διηγηματογράφος Μούλιος δοκιμάζει τις δυνάμεις του και στην περιοχή της ποίησης.

     Τα ποιήματά του, μικρά σε έκταση και ελεύθερα, μεστά όμως από νοήματα και πλούσια σε προσωπικές εμπειρίες του ποιητή, αγγίζουν με λίγες γραμμές αξιοπρόσεχτους στόχους που άλλοι, στη θέση του, δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν γράφοντας σελίδες ολόκληρες. Ωστόσο ο Μούλιος είναι πρώτα απ’ όλα πεζογράφος και σαν τέτοιος έχει ήδη καθιερωθεί στη συνείδηση όλων μας. Συνεχίζει λοιπόν, την προσφορά του στον πεζό λόγο πρώτα με το έξοχο μυθιστόρημά του «Η Φαμίλια των Λιστινών» (1984)-πού, όπως είναι φυσικό, αποσπά το βραβείο πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων, το 1986-και έπειτα με το μυθιστόρημα του «Οι κληρονόμοι» (1989) που  αναφέρεται στις συνέπειες του εμφύλιου και το οποίο, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές, που απέσπασε, σημείωσε και εκδοτική επιτυχία, με δύο εκδόσεις.

Με τον Φάνη Μούλιο ολοκληρώνεται η σειρά των λογοτεχνών-δικηγόρων του Συλλόγου μας……………

……Αν η αξία της συμβολής στον πνευματικό-λογοτεχνικό χώρο μιας ομάδας δημιουργών δεν εξαρτάται από το πλήθος των ανθρώπων που καλλιεργούν την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία, αλλά από την έκταση, την ποιότητα και το βάρος του έργου που μας δίνουν οι πνευματικοί αυτοί δημιουργοί, τότε αδίσταχτα μπορούμε να πούμε ότι η προσφορά των δικηγόρων-λογοτεχνών του Πειραιά, δεν είναι απλώς ανάλογη προς τον περιορισμένο αριθμό τους αλλά κάτι περισσότερο: Σημαντική.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ-  ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

ΦΑΝΗΣ  ΜΟΥΛΙΟΣ, 

                  ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ.

             Στον ηθοποιό και συγγραφέα Μάκη Πανώριο

     Όπου να’ ναι, σε δέκα το πολύ είκοσι λεπτά, με στήνουν στον τοίχο. Δεν ξέρω αν θα ‘χω το θάρρος ν’ αντικρίσω τους ακούσιους δολοφόνους μου μ’ ανοιχτά μάτια. Ίσως αυτό να ‘ναι προτιμότερο, αν θέλετε ηρωϊκότερο έτσι μιας και στην ουσία το μαντήλι, στα μάτια είναι εμπαιγμός. Σου χρυσώνουν το χάπι. Κι εγώ ποτέ μου δεν θα ‘θελα να με περνούν για ηλίθιο γιατί, εκτός των άλλων, τ’ αποτέλεσμα θα ‘ναι το ίδιο. Θα γείρω δεξιά η αριστερά κατά πως θα με πάρει ο θάνατος, κι αναλόγως ποιό ποδάρι θ’ αντέξει γερότερα το ακυβέρνητο κορμί μου. Σκέφτομαι ακόμα πως μ’  ανοιχτά μάτια και με βλέμμα καρφωτό και ίσιο κατά των εκτελεστών μου, ίσως τους λυγίσω κι αστοχήσουν κι αναβληθεί η εκτέλεσή μου και μέχρι το επόμενο στήσιμο ποιός ξέρει κάτι μπορεί να μεσολαβήσει και να τη σκαπουλάρω.

-Όχι, θα τους πω να μου  δέσουν τα μάτια και τώρα που το σκέφτομαι το βρίσκω πιο έξυπνο. Με δεμένα τα μάτια γίνεσαι ακόμα πιο ανυπεράσπιστος, μοιάζεις τυφλός. Αυτό σημαίνει πως μειώνεις το απόσπασμα κι έμμεσα αυτούς που σ’ εκτελούν. Σκοτώνουν εκτός των άλλων έναν τυφλό. Σε τυφλώνουν επίτηδες γιατί είναι δειλοί. Και πρέπει να είναι δειλοί γιατί εγώ δεν τους έκανα τίποτα, δεν τους πείραξα, ιδιαίτερα αυτούς που μ’ εκτελούν. Διότι απλώς είχα το θάρρος να είμαι ελεύθερος. Να θέλω να είμαι ελεύθερος. Ν’ αποθέσω την ύπαρξή μου σε μια μόνο λεξούλα: «Ελευθερία» τί κι αν αυτό τους πείραζε;

     Όμως δεν ήταν έτσι. Λάθος κατάλαβα ή μάλλον έπρεπε να κατάλαβα λάθος. Κι αυτό είναι έγκλημα, ίσως απ’ τα πιο μεγάλα. Το μεγαλύτερο.

Άρα αυτό που μου ταιριάζει είναι ο τοίχος.

-Προχώρα φίλε κι ακίνητος.

-Άσπα, φύγε από μπρός μου. Δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Αισθάνομαι την παρουσία σου καφτή σαν την ανάσα σου. Είσαι μόλις είκοσι χρόνων και τα στήθια σου σκίζουν, λίγο θέλουν να σκίσουν το μακό φανελάκι σου με την επιγραφή UNIVERSITY  COLUMBIA. Επί τέλους κατάλαβε τη θέση μου. Δεν παίζουν τώρα. Δεν είναι ώρα. Μου μεγαλώνεις το μαρτύριο… Είσαι πειρασμός, θα με κάνεις να φωνάξω:

-Σταθείτε. Υπογράφω. Είμαι ανόητος. Δεν κατάλαβα καλά. «Η άγαν ελευθερία ούκ έοικε ελευθερία» κύριε ανακριτά. Τώρα το νιώθω, είχατε δίκιο. Άς είναι καλή η Άσπα που με γλύτωσε. Μα τέλος πάντων πως δε σκεφτήκαμε νωρίτερα την Άσπα. Θα ‘χαν όλα τακτοποιθεί…

-Επί σκοπόν. Άρμ. Γεμίσατε, απασφαλίσατε. Πύρ.

-Άσπα φεύγεις, σε χάνω. Πρέπει κι εγώ να το ‘θελα. Ελευθερία αγάπη μου, μόλις που νιώθω την παρουσία σου. Εδώ σιμά στην καρδιά μου. Μια κηλίδα αίματος κι ύστερα τίποτα.

                            «Ενδοσκόπηση»

      Ο ΚΥΡΙΟΣ  ΑΙΜΙΛΙΟΣ

Ο Αιμίλιος ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος. Κάθε τόσο κοιτούσε το ρολόϊ του ή περιέφερε το βλέμμα του φοβισμένα, ιδίως κατά την ώρα της εξόδου του απ’ το κτίριο που εργαζόταν. Έχωνε τότε τα χέρια του στις τσέπες του πανωφοριού του, το χειμώνα, ή έβαζε στο κεφάλι το ψαθάκι του, το καλοκαίρι, και μετά κατέβαινε βιαστικά τα σκαλάκια της εισόδου, ως να ήταν δυνατό κάποιος να τον χτυπήσει στον ώμο με νόημα, εντελώς προστακτικά. Τρέχοντας σχεδόν και σ’ ελάχιστο χρόνο έβγαινε απ’ την πόλη, περπατούσε το χωματόδρομο κι έφτανε ανάμεσα από άγρια γη σ’ ένα πλίνθινο σπίτι. Άνοιγε την πόρτα, έλεγχε το γύρω χώρο μ’ έντρομη προσοχή κι έπειτα χανόταν εντός του κα δεν έβγαινε παρά το πρωί της άλλης μέρας,, επειδή έπρεπε να βρίσκεται έγκαιρα στη δουλειά του. ………………………………………………………………………………….

                                  «Οι ευδαίμονες»

           ΕΡΓΟ ΥΠΟΔΟΜΗΣ

Ο πρόεδρος ντελάλησε:

Χωριανοί ανασκουμπωθείτε.

Ο δρόμος πρέπει να γίνει.

Είναι θέμα ζωής.

Ένα χρόνο σκάψαμε,

στρώσαμε χαλίκι,

ύστερα πίσσα και άμμο, κι άμα τελειώσαμε

το χωριό μας άδειασε.

                        «Μετά τη βροχή»

ΜΟΣΧΟΥ Ι. ΚΕΦΑΛΑ, ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ (Μελέτημα και ανθολόγιο). Έκδοση ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Πρόλογος Παναγ. Παπανικολάου πρόεδρος ΔΣΠ. Πειραιάς 1990, σελίδες, 17, 49-52 και 97-100.

     Η ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ Κ. ΦΑΝΗ ΜΟΥΛΙΟΥ

Η «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ» αμέσως μετά την αναγγελία της απονομής του κρατικού βραβείου μυθιστορήματος 1989, έστειλε στον συμπολίτη λογοτέχνη κ. Φάνη Μούλιο, που διακρίνεται επίσης για τη σεμνότητα και το ήθος του, θερμό συγχαρητήριο τηλεγράφημα, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι η βράβευσή του τιμά όχι μόνο τον ίδιο αλλά-γενικότερα-και τον πνευματικό κόσμο του Πειραιά. Και είναι χαρακτηριστικοί του πνευματικού ήθους του, οι λόγοι του, στην τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΠΟΠ-ΚΕ-ΔΗΠ στο Δημοτικό Θέατρο «Ένα βραβείο-είπε εκείνο το βράδυ ο κ. Μούλιος-πέρα από την υποκειμενική αξία που έχει για το συγγραφέα δεν παύει να αντανακλά το άθροισμα μιας συλλογικής πνευματικής ζωής. Δεν είναι κανείς αυτός που είναι, αλλά που γίνεται κιόλας-και γίνεται στο χώρο που ζει κι ανδρώνεται. Και μ’ αυτή την έννοια ομολογώ χάριτες στον Πνευματικό Πειραιά. Απ’ την άλλη μεριά, θέλω να πιστεύω ότι στο μικρό μου έργο σώζονται και προβάλλονται ανθρώπινες αξίες. Αυτές οι αξίες που η απουσία τους καθιστά τη ζωή ενστικτώδη κι ανόητη. Αν κανείς ήθελε να επισημάνει κάτι στους χαλεπούς καιρούς μας και να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, είναι ο παραμερισμός αυτών των αξιών, κάτω από το ένδυμα και την επισημότητα της αμφίβολης ευημερίας μας».

Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ  ΣΤΕΓΗ, τεύχη 49-50-51/7, 1989-3, 1990, σελίδες 156—157. Στις σελίδες των «Χρονικών».

      Με το σημείωμα αυτό στην μνήμη και την παρουσία του Φάνη Μούλιου, ασφαλώς δεν εξάντλησα όλες τις ενδεχόμενες κριτικές και τα σημειώματα που αφορούν το έργο του. Παλαιότερα ο δικηγόρος και συγγραφέας μου είχε δείξει έναν φάκελο με κριτικές και σημειώματα που φύλαγε και αφορούσαν τα βιβλία του, καθώς και προσωπικές επιστολές που του είχαν στείλει άντρες και γυναίκες λογοτέχνες, ιδιαίτερα μετά την βράβευσή του. Προσπάθησα να δώσω ένα γενικό περίγραμμα άμεσων και έμμεσων πληροφοριών για την συγγραφική του παρουσία. Επέλεξα από τις δύο κριτικές που έχω δημοσιεύσει για το έργο του να αντιγράψω την μία. Επίσης, τον Φάνη Μούλιο, συμπεριλαμβάνω και σε σελίδες των βιβλίων μου «Πειραϊκό Πανόραμα»-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού χώρου 1784-2005, Πρόλογος Νάσος Βαγενάς-Μιχάλης Γ. Μερακλής, εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2006, καθώς και στην «Βιβλιογραφία για τον Πειραιά» από τις ίδιες εκδόσεις, Πειραιάς 2010. Οφείλουμε να μνημονεύσουμε ότι, σε βιβλία του τελευταίου ιστορικού του Πειραιά Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη αναφέρεται το όνομα του δικηγόρου και συγγραφέα Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά: «Το χρονικό μιας πολιτείας» Πειραιάς 1835- 2005, εκδόσεις Πειραιάς 2005, σ. 156, (αναφέρεται το όνομά του στο κεφάλαιο «Το πέρασμα από τον 20ο στον 21ο αιώνα», και «Πειραιάς-Με βλέμμα στον Πολιτισμό» έκδοση Ωδείου Τερψιθέας-Πειραιάς 2018, στην ενότητα «Πνευματικές παρουσίες στα μεταπολεμικά χρόνια» σελ. 42: «και ο Φάνης Μούλιος (1937-) που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το σύνολο του έργου του που διακρίνεται για την αλήθεια και την ανθρωπιά του».

Πρίν κλείσουμε, να συμπληρώσουμε ότι στο σύγχρονο πειραϊκό περιοδικό που εξέδιδε την δεκαετία του 1990 ο Νίκος Χρ. Κουκολιάς, την «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ», τριμηνιαία έκδοση μορφωτικής και κοινωνικής έρευνας, σε αρκετά τεύχη του συναντάμε την παρουσία του Φάνη Μούλιου. Βλέπε ενδεικτικά τα τεύχη: Έτος Δ΄, Νούμερο 12/3, 1993, σ. 40-41, «ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ», κείμενο για την απώλεια του πειραιώτη ποιητή. 3/2/1993. Νούμερο 13/6,1993, σ. 43-45, «Η ουρά της γάτας», καλογραμμένο σύγχρονο διήγημα. Και, Νούμερο 15/12, 1993, σ. 38-39, το διήγημα «Στα καρνάγια» που είναι αφιερωμένο στην «Λίλα». κ. ά.   

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 24 Μαρτίου 2021

Εύθυμο υστερόγραφο: «Ελευθερία ή Θάνατος» ανέκραξαν οι ήρωες του 1821. Πανδημία ή Μητσοτάκης κράζουν οι έγκλειστοι σύγχρονοι έλληνες.