Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Νάσος Βαγενάς
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Δεύτερη έκδοση επαυξημένη
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Παρασκευάς Καρασούλος 2015, σελίδες 126, 12 Ευρώ
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για νάν το ζήσουμ’ όλοι.
     Συμπληρώνονται σήμερα 30 Οκτωβρίου 2016, εκατόν είκοσι χρόνια από την γέννηση του «άδοξου ποιητή» Κώστα Καρυωτάκη(30/10/1896-21/7/1928), ενός ποιητή που το έργο του, άμεσα ή έμμεσα επηρέασε όχι μόνο τους ποιητές της γενιάς του, αλλά και τις μεταγενέστερες ποιητικές γενιές μέχρι των ημερών μας. Ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας, τόσο κατά την διάρκεια του ποιητικού και συγγραφικού του βίου όσο και μετά την αυτοκτονία του, έγινε σημείο αντιλεγόμενο-φανερό ή κρυφό-τόσο για τους διανοούμενους της αριστερής διανόησης όσο και τους διανοούμενους της αστικής τάξης. Από την χρονιά που ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας έγραψε την καθοριστική για τα λογοτεχνικά μας πράγματα μελέτη του για τον «μελαγχολικό πιερότο», εκατοντάδες είναι οι αναφορές στο έργο του-ποιητικό και πεζό-στην δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα, και φυσικά, στον θάνατό του, οι κριτικές αναφορές είναι συνεχείς στις ποιητικές του καταθέσεις, αυτού του σημαντικού ποιητή του μεσοπολέμου που «η καρδιά του σα να εγέρασε», τόσο νωρίς, όπως γράφει σε ποίημά του αφιερωμένο «σε παλαιό συμφοιτητή» του. Καρυωτακικές λέξεις, επίθετα ή ουσιαστικά, ποιητικές εικόνες, απαισιόδοξη ατμόσφαιρα, πεισιθάνατες ενδόμυχες σκέψεις του, αισθητικές του μεταφραστικές καταθέσεις, στιχουργικά του αποσπάσματα, ποιητική ρυθμολογία, ακολουθήθηκαν από τους μεταγενέστερους που αγάπησαν μέχρι παραχάραξης το έργο του, ο προσανατολισμός του ποιητικού του  βλέμματος προς μια σχεδόν πάντα ειρωνική ματιά της κοινωνίας και των ανθρώπων της,-μια αναμφισβήτητα πολιτική ματιά των συμβάντων της εποχής του-υιοθετήθηκε από πάμπολλους δημιουργούς, μια ειρωνική ματιά που φέρνει στο νου μας την Καβαφική ειρωνεία με την οποία ο Αλεξανδρινός μέσα από τα ιστορικά του προσωπεία, σχολιάζει τα πρόσωπα και τις ιστορικές καταστάσεις της εποχής του και όχι μόνο. Η οξύτατη ειρωνική του ματιά, αυτή η τόσο προσωπική Καρυωτακική σάτιρα είναι που μας κάνει ακόμα και σήμερα να θαυμάζουμε το ποιητικό του πέρασμα. Τα ιδιαίτερα στοιχεία του ποιητικού του λόγου, καθώς και άλλες τεχνικές της Καρυωτακικής γραφής, είναι που  έθελγαν και εξακολουθούν να μπολιάζουν τους κατοπινούς ποιητές, παρά την προσωπική τους αμηχανία απέναντι στην αυτοκτονία του. Αρκετά είναι και τα ποιήματα που αφιερώθηκαν στον ποιητή, οι περισσότερες ποιητικές ανθολογίες συμπεριλαμβάνουν ποιήματά του, και οι ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας και τα βιογραφικά λεξικά δημοσιεύουν λήμματα επαινετικά.
     Ο ομότιμος πλέον καθηγητής πανεπιστημίου κύριος Νάσος Βαγενάς, ο κριτικός, ο συγγραφέας, ο μεταφραστής, ο επιμελητής εκδόσεων και ποιητής Νάσος Βαγενάς, συγκέντρωσε στο παρόν βιβλίο του τις επιφυλλίδες που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Το Βήμα», και αφορούσαν το ζήτημα της Καρυωτακικής ποιητικής παραμόρφωσης, από άλλους ομοτέχνους του κριτικούς ή πανεπιστημιακούς των ημερών μας. 
Το σπονδυλωτό αυτό μελέτημα, είχε εκδοθεί για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Ίνδικτος» το 2005, η νέα επαυξημένη έκδοση, περιλαμβάνει και δύο νέες μελέτες του κριτικού: «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος» και «Ο Τάκης Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα», που συμπληρωματικά τεκμηριώνουν την τεχνοτροπία της Καρυωτακικής ποιητικής και μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα προσωδιακά συμφραζόμενα άλλων ποιητών της εποχής του Κώστα Καρυωτάκη.
Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει τα εξής κεφάλαια:
Τους Προλόγους της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Περί των κριτικών αναθεωρήσεων
Παράπλευρες κριτικές απώλειες
Η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη
Ο Καρυωτάκης «πρωτοποριακός»
Πολιτική και μη πολιτική ποίηση
Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη
Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη
Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ‘30
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Ο Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΤΗΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο Κ. Θ. Δημαράς και η γενιά του ‘30
Η παρανάγνωση του Καβάφη
Ευρετήριο προσώπων
     Αυτά είναι τα κεφάλαια που ακολουθούν την σειρά των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν από τις αρχές του 2004, και συμπληρώνονται με τις δύο νέες επιβοηθητικές και επεξηγηματικές μελέτες που αφορούν το εξεταζόμενο θέμα.
     Ο ποιητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς, μας έχει δώσει σημαντικές μελέτες μέχρι σήμερα για πρόσωπα και θέματα που αφορούν την ελληνική λογοτεχνία και όχι μόνο. Οι μελέτες του είναι χρήσιμες, όχι μόνον στο στενό πανεπιστημιακό κύκλο των ειδικών, ή τους φοιτητές, αλλά και σε όλους εκείνους που θητεύουν και αγαπούν τον θεωρητικό και τον ποιητικό λόγο, και αναζητούν επεξηγηματικές μελέτες και βοηθητικές ερμηνείες στο ξεκλείδωμα των «κρυφών πλευρών» ενός συγγραφέα ή ενός έργου που οφείλουμε να το εντάξουμε κατά την ανάγνωσή του, τόσο στην εποχή του όσο και στο καλλιτεχνικό άμεσο ή έμμεσο ελληνικό και ξένο πνευματικό περιβάλλον. Οι κριτικές του μελέτες είναι παράλληλες και ισάξιες με την ποιητική του δημιουργία, που χαίρει εκτιμήσεως για τον υψηλό βαθμό ποιότητά της στον πνευματικό χώρο. Οι δύο αυτές ιδιότητες του Νάσου Βαγενά, μας προϊδεάζουν για την σημαντικότητα και την επιστημονική υφή του λόγου του-εδώ αναφέρομαι στον κριτικό του λόγο-και μας παρέχουν τα ασφαλή εχέγγυα της αναγνωστικής περιπέτειας και της επιστημονικής-και όχι ιδιοσυγκρασιακής- τεκμηρίωσης στην εξέταση των διαφόρων διαχρονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ειδικός αλλά και ο μη ειδικός αναγνώστης στην ανάγνωση ενός ποιητικού-στη δεδομένη περίπτωση-έργου, και στο μεγαλύτερο φωτισμό του ποιητικού βαδίσματος του ίδιου του δημιουργού.
      Το Σαιξπηρικό απόσπασμα: O, call me not to justify the wrong, με το οποίο ο κριτικός αρχινά την παράθεση των επιχειρημάτων του στην συνεξέταση του Καρυωτακικού έργου με εκείνη του Σεφέρη και άλλων της γενιάς του, μας υποδηλώνει τον οργανωμένο και μεθοδικό τρόπο με τον οποίο ξετυλίγει τις σκέψεις του και παραθέτει στοιχειοθετώντας τα επιχειρήματά του.
     Θεωρώντας ότι ο ουσιαστικός ποιητικός λόγος είναι πρωτίστως ένας οντολογικός λόγος, με την έννοια ότι μέσα στην σύνολη κατάθεσή του από τον ποιητή ή την ποιήτρια, μας αφηγείται ή μας κρυσταλλώνει ερωτήματα περί των βασικών αποριών του ανθρώπου τόσο για τους τρόπους προσαρμογής μας μέσα σε ένα δεδομένο ιστορικό κοινωνικό περιβάλλον, όσο και μέσα στο ευρύτερο αντίστοιχο φυσικό, και κατόπιν επέρχεται η τεχνική και μορφική ή άλλου είδους επεξηγηματική για τους μεταγενέστερους διαμερισματοποίηση του, και ακολουθώντας τον βηματισμό του δοκιμιογράφου παραθέτω τις απόψεις του όπως κατατίθενται στο σπονδυλωτό αλλά ενιαίας οργανικής κριτικής εικόνας και τεκμηρίωσης μελέτημά του.
     Στο κεφάλαιο «περί των κριτικών αναθεωρήσεων» ο Νάσος Βαγενάς μας λέει πολύ εύστοχα ότι:
«Υπάρχουν δύο είδη αναθεωρήσεων στη λογοτεχνική κριτική. Αυτές που υπαγορεύονται περισσότερο από τη φύση των κρινόμενων κειμένων και εκείνες που καθοδηγούνται κυρίως από τη φύση των κρινόντων τα κείμενα».
Ένας ορθός διαχωρισμός, πέρα από τις ιδιαίτερες αποχρώσεις που ενδεχομένως μας παρουσιάζονται κατά την διάρκεια της έρευνας. Η πρώτη περίπτωση κατά τον Βαγενά είναι η αφαλέστερη οδός στον φωτισμό νέων προσεγγίσεων στην ανάγνωση ενός έργου, και στην ανάδειξη νέων του χαρακτηριστικών που θα μας βοηθήσουν στην σωστότερη κατανόησή του. Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με το ποιόν την ιδιοσυστασία του ατόμου, την πνευματική του επάρκεια, τον βαθμό εντιμότητας που πλησιάζει το εξεταζόμενο κείμενο, τον προσδιορισμό ή την καθοδήγηση του βλέμματός του από ιδεολογίες ή κομματικές σκοπιμότητες, με δύο λόγια όλα εκείνα τα επισφαλή δεδομένα με τα οποία συνηθίζεται όχι κακοπροαίρετα να αναλύεται ένα έργο στον τόπο μας. Άλλοι ρέπουν προς τον ψυχολογισμό, άλλοι είναι εγκλωβισμένοι στην ιδεολογική τους κολυμπήθρα, άλλοι παραπαίουν μεταξύ αισθητικής και οντολογικής εκδοχής, άλλοι μεταξύ ιστορικής ανάλυσης και καλλιτεχνικής προοδευτικότητας. Όπως και να το δει κανείς το ερμηνευτικό διακύβευμα είναι κατά κάποιον τρόπο επισφαλές, αλλά ακολουθείται από τους μεταγενέστερους. Η αναθεώρηση ενός έργου είναι πολύ παρακινδυνευμένη υπόθεση, χρειάζεται να έχει πολλά και ποικίλα πνευματικά εφόδια ο αναθεωρητής κριτικός στο σακίδιο του, και αυτό, χωρίς να είμαι και το κατάλληλο πρόσωπο, το διαθέτουν ελάχιστοι στην ελληνική κριτική επικράτεια, που το παιχνίδι παίζεται-χωρίς να το απορρίπτω-σε καθαρά δημοσιογραφικό πεδίο. Εκεί που συναντά κανείς δυσκολίες, είναι όταν προσπαθεί να θέσει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ίδιου του συγγραφέα σαν άτομο και του έργου του. Εδώ συναντώνται και οι περισσότερες παρανοήσεις. Παρακάτω ο Νάσος Βαγενάς μας μιλά για την επίκριση της Σεφερικής ποίησης ως εθνοκεντρικής ή ελληνοκεντρικής. Εκείνο που έχω να πω, είναι, ότι η δική μου γενιά-γενιά του 1980-που πολιτικά βρίσκονταν σιμά στην αριστερή ιδεολογία και εξαιτίας της απαλλαγής μας από ένα εφτάχρονο δικτατορικό καθεστώς, άκουγε από τους μεγαλύτερους με περηφάνια ότι ο Σεφερικός λόγος είναι ένας ελληνικός πλέριος λόγος, με έντονη την ατμόσφαιρα της αγάπης προς την πατρίδα και τον διαχρονικό πολιτισμό και δεν ενοχλούνταν καθόλου, τουναντίον μάλιστα χαίρονταν γι' αυτό, και πλησιάζαμε τα ποιήματά του με μεγαλύτερη ευχαρίστηση και διάθεση, και φυσικά, μελετούσαμε τις Δοκιμές του. Θεωρούσαμε ακραίες και ίσως και ανεδαφικές τις απόψεις των αριστερών διανοούμενων και εκεί τελείωνε το θέμα. Συμπληρωματικά αναφέρω ότι, αυτή η γενικευμένη άποψη περί «επαρχιωτικού ελληνοκεντρισμού» που ακούγονταν παλαιότερα, μας πείσμωνε και μας έκανε να ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία Ελληνοκεντρικά στο έργο καθαρά κομμουνιστών ποιητών όπως ήταν ο Γιάννης Ρίτσος ή ο Κώστας Βάρναλης από τον ποιητικό χώρο, ή ο Δημήτρης Χατζής από τον πεζογραφικό, για να περιοριστώ ενδεικτικά σε τρία γνωστά μας ονόματα. Αλλά ποτέ δεν δια νοηθήκαμε να επαναξιολογήσουμε καθιερωμένα ποιητικά μεγέθη επειδή τους ονόμαζαν ελληνοκεντρικούς, απλά γελάγαμε και απολαμβάναμε τον ποιητικό τους λόγο και ευχαριστιόμασταν τις παραδοσιακές εθνικές τους ή θρησκευτικές τους απόψεις. Εννοώ από την μια τον Κωνσταντίνο Καβάφη και από την άλλη τον Νίκο Εγγονόπουλο, που και η εικαστική του δημιουργία μπορεί να την αποκαλέσει κανείς εθνοκεντρική, για να μην μιλήσουμε για τον κυρ Φώτη Κόντογλου.
      Στο κεφάλαιο «Παράπλευρες κριτικές απώλειες», ο Βαγενάς κάνει λόγο για έναν «αναθεωρητισμό του συρμού» που πρυτανεύει εδώ και χρόνια στους παροικούντες στα χαρακώματα της κριτικής και ο οποίος δυναστεύει και τις μετέπειτα προσεγγίσεις του εξεταζόμενου θέματος, αγνοώντας τον πατριωτικό ή αν θέλετε τον εθνικό τόνο της Καρυωτακικής ποιητικής φωνής έτσι όπως αυτός διαγράφεται σε πολλά ποιήματά του που φαίνεται ότι μάλλον δεν λαμβάνονται και τόσο σοβαρά υπόψη από τους αναθεωρητές της ποίησής μας. Πάρα πολλά ποιήματα του Καρυωτάκη έχουν μια ελληνοπρέπεια-είναι ελληνοκεντρικά, που πολλές φορές ξενίζουν, αλλά δεν είναι επαρκής αιτία για να τον εντάξουμε στους συντηρητικούς εθνοκεντρικούς δημιουργούς. Μάλλον εκτός από την αντισεφερική διάθεση πολλών αριστερών κριτικών, ίσως αυτός ο διαχωρισμός να προέρχεται και από τον στεγανό διαχωρισμό που κάνει ο ιστορικός Δημήτριος Τσάκωνας στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του, συνεπικουρούμενος ασφαλώς και από τις απόψεις του άλλου ιστορικού του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, του οποίου οι επανεκδόσεις της δικής του ιστορίας, φανερώνουν και τον υψηλό βαθμό εκτίμησης των κρίσεων του, αν και παράλληλα στις μέρες μας, η ιστορία της λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου συμπληρώνει αρκετά συγγραφικά κενά. Θέλω να πω ότι, αυτοί που στέκονται αρνητικά απέναντι στον ποιητικό λόγο του Γιώργου Σεφέρη χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά για να κρίνουν και εντάξουν και άλλες ποιητικές φωνές σε μια αντιρρητική θεωρία περί έθνους και περί παράδοσης. Πάντως τουλάχιστον ο Καβαφικός ελληνοκεντρισμός θέλγει αβίαστα και διαβάζεται με πάθος. Όσον αφορά τον Γιώργο Σεφέρη, φοβάμαι ότι οι έλληνες δεν θέλουν να ακούν έναν σιγαλόφωνο ποιητή να τους μιλά για τις ιστορικές τους καταστροφές, προτιμούν τον μελοποιημένο λόγο που ακούγεται από τις ντουντούκες των δρόμων. Σε αυτό το πνεύμα εντάσσεται και η άρνηση κάθε θετικού, εποικοδομητικού και μοντέρνου στοιχείου εισήγαγε στα γράμματά μας, η περιβόητη ποιητική, πεζογραφική και κριτική γενιά του 1930, μια γενιά που τις οφείλει πολλά και ενδιαφέροντα η κατοπινή ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, πέρα ασφαλώς από τις ατομικές εμπάθειες αρκετών δημιουργών, ή τον παραγκωνισμό άλλων προγενέστερων τους συγγραφέων, κάτι που συναντάται στο διάβα της πορείας των γραμμάτων μάλλον διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες όπως είναι η ελληνική και που η ελληνική γλώσσα δεν μιλιέται παγκοσμίως.
     Στο κεφάλαιο «Η Αριστεροποίηση του Καρυωτάκη», ο κριτικός Νάσος Βαγενάς χωρίς να αλλάζει κριτική θέση «επιτίθεται» θα γράφαμε επί προσωπικού σε έναν από τους επικριτές της σεφερικής ποίησης και του μεταβαπτισμού του Κώστα Καρυωτάκη «σε ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς», όπως υποστηρίζει ο κριτικός και μυθιστοριογράφος Κώστας Βούλγαρης στις δικές του επαναξιολογικές, παρεμβάσεις για τον Καρυωτάκη. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μνεία σε πρόσωπα που ασχολήθηκαν από την πλευρά της αριστεράς με τον ποιητή του Μεσοπολέμου, όπως οι: Αιμίλιος Χουρμούζιος, Τάσος Βουρνάς, Μανώλης Λαμπρίδης και άλλοι, που κατά κάποιον τρόπο διαφοροποιούνται από τους ορθόδοξους «σοβιετολόγους» κριτικούς, όπως ήταν ο Μ. Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Γιάννης Κορδάτος και άλλοι. Για την μη αναθεωρητική κομμουνιστική αριστερά, ο Κώστας Καρωτάκης και το έργο του, ανήκουν στους συγγραφείς της αστικής παρακμής, αυτούς που εκφράζουν το σάπιο αστικό και εκμεταλλευτικό σύστημα. Τρέχα γύρευε που λέει και ο δημοκρατικός λαός. Η αριστερά από την δική της πλευρά αναζητούσε και εκείνη ένα χαμένο ιδεολογικό ή και ταξικό κέντρο αναφοράς για να μπορέσει να εδραιώσει το δικό της αξιολογικό μοντέλο κριτικής σκέψης και ανάλυσης. Δυστυχώς για αυτήν μάλλον, οι ιστορικές συνθήκες και οι πνευματικές εξελίξεις και περιστάσεις την διέψευσαν, παρά τις καλές προθέσεις αρκετών αριστερών δημιουργών. Βραχυκυκλώθηκαν μέσα στις μονοσήμαντες ερμηνευτικές τους προθέσεις. Προσπαθούν να εντάξουν και την λογοτεχνία μέσα στα μανιχαϊκά δίχτυα με τα οποία συλλήβδην τσουβαλιάζουν και την κοινωνία και ερμηνεύουν το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, παραγνωρίζουν τον ανθρώπινο ανεξέλεγκτο παράγοντα, και την ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας. Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ένας προοδευτικός ποιητής όπως είναι και ο Γιάννης Ρίτσος. Μόνο που ο ένας είναι ένας οντολογικός και κοινωνικός εκφραστής της γενιάς του και των προσωπικών του αδιεξόδων, ενώ ο άλλος είναι ένας καθαρά πολιτικός και σε πολλά του σημεία κομματικός ποιητής, χωρίς να αγνοούμε και τα άλλα επίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας. Ο ένας παλεύει με την σάτιρα και την ειρωνεία ο άλλος με το σφυρί και το δρεπάνι του ποιητικού του ελέγχου. Φωνές ισάξιες και ίσως και συμπληρωματικές στον οντολογικό τους πυρήνα ποιητικής έκφρασης. Στο κεφάλαιο αυτό ο Βαγενάς διαφοροποιείται και από την άποψη του κριτικού και συγγραφέα Δημήτρη Τζιόβα που πρώτος εικονογράφησε τον Καρυωτάκη σαν προοδευτικό και πρωτοποριακό, σαν ένα δημιουργό που ανήκει στο κίνημα της avant-garde. Σημειώνει ο Νάσος Βαγενάς:
«Θα αποτελούσε υποτίμηση της νοημοσύνης όσων διαθέτουν επαρκή γνώση της ποίησης και της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης να προσπαθούσε να εξηγήσει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητής πρωτοποριακός ή μοντερνιστής. Πιο ενδιαφέρον θα ήταν να επιχειρούσε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως ποίηση της Αριστεράς-καλύτερα για τους οποίους δεν είναι ποίηση πολιτική, αν με τον όρο πολιτική ποίηση εννοούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα ανοικονόμητο ιδεολογικό νεφέλωμα» Και συνεχίζει «Θα ήταν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί η ιδέα ενός αριστερού ποιητή Καρυωτάκη έχει, γενικότερα, μεγάλη απήχηση στις μέρες μας, αλλά και γιατί η κίνηση προς μια πολιτική ποίηση που βλέπουμε να οργανώνεται σήμερα φαίνεται να έχει σηματοδότη της έναν αριστεροποιημένο Καρυωτάκη".
     Στο κεφάλαιο «Πολιτική και μη πολιτική ποίηση» εύστοχα ο Βαγενάς αφού αναφέρεται στο σύνολο των ποιητικών καταθέσεων του Καρυωτάκη και το οντολογικό ποιόν που τα περισσότερα από αυτά έχουν με την έννοια ότι «κατόρθωσε να μεταπλάσει την προσωπική του περίπτωση σε εναργή μεταφορά της ανθρώπινης μοίρας…» μια καθαρή και ορθή επισήμανση, για το τι οφείλουμε να ζητήσουμε από το έργο του Καρυωτάκη και όχι τι θα επιθυμούσαμε να συναντήσουμε σε αυτό. Ενώ εστιάζει το ενδιαφέρον του και σε συγκεκριμένα ποιήματά του που θεωρούνται κατεξοχήν πολιτικά. Γράφει: «Διότι, αν όλα είναι πολιτικά, τίποτε δεν είναι πολιτικό. Ο Καρυωτάκης δεν είναι πολιτικός ποιητής, όπως τον χαρακτηρίζει η κυρίαρχη κριτική αντίληψη σήμερα, για τον λόγο ότι τα ποιήματά του που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτικά είναι ποσοτικώς-σε σύγκριση με τα μη πολιτικά ποιήματά του-τόσο λίγα, ώστε να μην μπορούν να αιτιολογήσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό, Αλλά και ποιοτικώς δεν είναι-αναλογικά-ανώτερα, ώστε να μπορούν να υπερκεράσουν την αίσθηση που μας δίνουν τα μη πολιτικά ποιήματά του, τα οποία βρίσκονται στους αντίποδες της πολιτικής ποίησης». Ο συγγραφέας θεωρεί μόνο πέντε ποιήματα του Καρυωτάκη ότι εντάσσονται στον ορισμό της πολιτικής ποίησης. Και τελειώνει την επιφυλλίδα του αναφέροντας τα κάτωθι: «Στα τέσσερα ή πέντε ποιήματα του «πολιτικού κύκλου» του Καρυωτάκη μπορούμε βέβαια να βρούμε πολιτικές ιδέες. Για να μην ανακαλύψουμε όμως σε αυτές πράγματα που δεν υπάρχουν, θα πρέπει να διαβάσουμε χωρίς να χειραγωγούμαστε από τις πολιτικές μας επιθυμίες».
Αυτό που αναφέρει ο κριτικός είναι ένα μεγάλο θέμα, δηλαδή κατά πόσο είναι δυνατόν να απεγκλωβιστούμε από τις κοινωνικές, πνευματικές, πολιτικές, ιδεολογικές, κομματικές επιδράσεις και επιρροές που έχουμε δεχτεί στην ζωή και στις μελέτες μας, ώστε να μπορούμε με ξεκάθαρο μάτι να ερμηνεύουμε τα πράγματα. Είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να μιλάμε για την περιβόητη «αποστασιοποίηση» από το κείμενο για να θυμηθώ και έναν Μπρεχτικό ορισμό για την τέχνη του Θεάτρου. Ούτε ο αναγνώστης, ούτε περισσότερο ο κριτικός είναι ένα «άγραφο χαρτί» που πάνω του σαν σε παρθενογένεση θα ερμηνεύσει τον άλφα ή βήτα συγγραφέα ή το έργο του. Το πρόβλημα μάλλον εστιάζεται στον βαθμό της ιδιοσυγκρασιακής ερμηνείας ώστε να μην υπερβαίνει ορισμένα παραδεδεγμένα όρια, ή την ξεκάθαρη δήλωση του κριτικού, ότι εξετάζει το έργο από αυτήν και μόνο την σκοπιά ή θεωρεί ότι έχει τα επαρκή στοιχεία που του χρησιμεύουν με αυτό που αναζητά.
     Στο κεφάλαιο «Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη», ο Βαγενάς και πολύ ορθά, εξετάζει την πολιτική φύση της Καρυωτακικής ποίησης με τον τρόπο που οι διάφοροι κριτικοί-κυρίως αυτοί που ανήκουν στον χώρο της αριστεράς-εξετάζουν και αποφαίνονται για τον συντηρητισμό της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη. Τα επιχειρήματα που παραθέτει μας φανερώνουν έναν Καρυωτάκη συντηρητικό, κάθε άλλο παρά προοδευτικό, αντιβενιζελικό στον πολιτικό του βίο, ίσως και προσκείμενος προς τον θεσμό της μοναρχίας, και με ψήγματα σκέψης αντισημιτισμού. Παραθέτοντας μάλιστα από τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο χώρο, τις ανάλογες ξένες περιπτώσεις που στο έργο τους συναντάμε παρόμοια ατμόσφαιρα, του Έζρα Πάουντ και του Τόμας Στερν Έλιοτ. Και κλείνει το κεφάλαιο με παράθεση όπως αναφέρει στοιχείων και όχι ερμηνείας των, με τις κρίσεις του Γιάννη Παπακώστα για ορισμένες απόψεις του Καρυωτάκη όπως φαίνονται στο κείμενό του «Κάθαρσις», «Φυγή IV», όπου θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο την θεωρία περί Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, που υποστήριζε το περιοδικό «Νέον Κράτος» κλπ.
     Το επόμενο κεφάλαιο «Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη» κάνει κάτι έξυπνο, σαν τις μαθηματικές αποδείξεις που κάναμε στο σχολείο για να επαληθεύσουμε αν οι πράξεις μας ήταν σωστές. Διαβάζει την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη με τον τρόπο που οι πολιτικώς ορθοί κριτικοί διαβάζουν τον Καρυωτάκη. Οι συλλογισμοί του είναι εύστοχοι και έχουν θεωρητική βάση, καθώς στηρίζονται σε μια βαθειά και σταθερή γνώση της Σεφερικής ποίησης και του ποιούν της. Εν κατακλείδι αναφέρει τα εξής:
«Η κριτική συνεξέταση του Καρυωτάκη με τον Σεφέρη διεξάγεται σήμερα με όρους που ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογοτεχνική κριτική. Διότι αγνοεί το πραγματικό ζητούμενό της που είναι η εξιχνίαση ενός διπλού καρυωτακικού παράδοξου. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ποίηση των συναισθημάτων μιας μεμονωμένης ανθρώπινης περίπτωσης, που κατορθώνει να αρθεί σε ένα οντολογικό επίπεδο χωρίς τη βοήθεια της διασύνδεσής της με μια συλλογική εμπειρία, όπως συμβαίνει με την ποίηση του Σεφέρη. Ακόμη: είναι η ποίηση μιας εκφραστικής που κατορθώνει να δώσει μιαν αίσθηση ποιητικού εκσυγχρονισμού παραπλήσια με τη μοντερνιστική εις πείσμα της παραδοσιακής τεχνοτροπίας της. Πως συμβαίνουν αυτά, είναι ένα αξιοθαύμαστο μυστήριο. Πιστεύω ότι στην εξιχνίαση αυτού του σύνθετου μυστηρίου θα πρέπει κυρίως να στρέψουν την προσοχή τους όσοι κριτικοί του Καρυωτάκη αισθάνονται ότι η λογοτεχνική κριτική του έργου του είναι κάτι περισσότερο από τη διατύπωση αντισεφερικών αισθημάτων».
     Για το επόμενο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ‘30», θεωρώ ότι δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα, μια και η παρανόηση και η ελλιπής ενημέρωση από αρκετούς κριτικούς έχει οδηγήσει σε μια στρέβλωση των απόψεων και των θέσεων που οι συγγραφείς της γενιάς αυτής εκφράζουν. Πολύ σωστά επισημαίνει ο Βαγενάς, τις θετικές απόψεις που εκφέρονται για το Καρυωτακικό έργο στα τεύχη του περιοδικού «Νέα Γράμματα», ένα κατεξοχήν λογοτεχνικό περιοδικό που απηχούσε τις απόψεις της γενιάς αυτής και ήταν ο καθρέπτης των απόψεών τους. Και για άλλη μια φορά επισημαίνει, ότι η κριτική μελέτη του Τέλλου Άγρα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό στα 1935 θεωρείται και είναι το σημαντικότερο ιστορικά κείμενο για τον ποιητή.Το κείμενο το βρίσκει κανείς και στα «Άπαντα» του Τέλλου Άγρα που επιμελήθηκε ο Κώστας Στεργιόπουλος.
     Στο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος», ο συγγραφέας του βιβλίου εξετάζει συμπληρωματικά την μετρική ρυθμολογία της Καρυωτακικής ποίησης, η οποία εντάσσεται στην παραδοσιακή ποίηση, μια που τα περισσότερα ποιήματα του Καρυωτάκη υιοθετούν είτε τον δεκαπεντασύλλαβο είτε τον ενδεκασύλλαβο, κάτι σύνηθες στους ποιητές της εποχής του.
     Τέλος, ξεχωριστώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο «Ο Τ. Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα»-Οι περιπέτειες της πρόσληψης ενός αιρετικού.
Ένα κατατοπιστικό κείμενο που βοηθά και αυτό, στην κατανόηση της ποίησης του Καρυωτάκη μια και διευκρινίζει θέματα της ποιητικής μετρικής. Γράφει ο Βαγενάς:
«Ο Καρυωτάκης παραμένει ένας ποιητής της προμοντερνιστικής εποχής. Διότι λείπει από αυτόν το στοιχείο που ανέφερα: η υπέρβαση του έμμετρου στίχου και αρκετά απ’ όσα συνεπάγεται αυτή».
      Η σπονδυλωτή αυτή εργασία του κριτικού και ποιητή Νάσου Βαγενά, πετυχαίνει το στόχο της με ξεκάθαρο τρόπο, αν εξαιρέσουμε τους οξείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς, που πολλοί προέρχονται από τον χώρο της ψυχανάλυσης, γιατί είναι γραμμένη με εύληπτο τρόπο, ακόμα και για τον πιο αμύητο και αδιάφορο για τέτοιου είδους ειδικά ζητήματα, χρησιμοποιεί μια λαγαρή και σαφή γλώσσα, έστω και αν αναφέρεται σε πολύ ειδικά θέματα, είναι ξεκάθαρος ως προς τις προθέσεις του, δεν παλινδρομεί, παραθέτει τα απαραίτητα στοιχεία για να οικοδομήσει τις απόψεις του, μας δείχνει τα σημεία της παρανάγνωσης του Καρυωτακικού έργου απαντώντας σε ήδη δημοσιευμένες μελέτες κριτικών, μας ξεκαθαρίζει τα λάθη της αριστερής κριτικής σκέψης όσον αφορά την αποδοχή του Καρυωτακικού έργου, αναφέρει και πολύ ορθά, ότι οι θιασώτες της Καρυωτακικής ποίησης είναι οι εντονότεροι επικριτές της Σεφερικής ποίησης, και το λάθος αυτό τους οδηγεί στο να χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην προβολή απόψεων των δύο ποιητών, μας κάνει λόγω για την θετική άποψη που διατύπωσε η γενιά του 1930 για τον Καρυωτάκη, και μας ξεκαθαρίζει θέματα που αφορούν την Καρυωτακική μετρική, επιπροσθετικά μιλώντας και για την ποίηση του Τάκη Παπατσώνη. Τα κείμενα ευτυχώς δεν φορτώνονται με παραπομπές που θα κούραζαν τον αναγνώστη, ή θα τον αποπροσανατόλιζαν.
     Τέλος, για άλλη μια φορά εκφράζοντας την γνώμη μου σαν απλός αναγνώστης του ποιητικού λόγου, σημειώνω ότι η ίδια η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη είναι αυτή που θα μας μιλήσει και θα μας συντροφεύσει στους ποιητικούς περιπάτους μας, αυτούς τους μοναχικούς αναζωογονητικούς ποιητικούς περιπάτους, που τόσο έχουμε ανάγκη στις μέρες μας, μέρες ποιητικής και κοινωνικής και πολιτικής ανομβρίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 30/10/2016
Υ.Γ. Και μια ερώτηση από έναν αφελή φορολογούμενο. Καλά αυτή η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνησή μας, έχει αφήσει και κανέναν δεξιό-συντηρητικό πολιτικό ή στέλεχος που να μην του προτείνει να την βοηθήσει, ή να του προσφέρει θέση για να παραμείνει στην εξουσία; Και αν δεν κάνω λάθος, αυτός ο συγκεκριμένος βουλευτής και πολιτικός, ο «στρατηγός άνεμος, η γράδα κλπ» δεν είναι που όταν έγινε για μία ημέρα πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διόρισε την κόρη του σε δημόσια θέση, ως διοικητικό υπάλληλο της Βουλής αν δεν κάνω λάθος;                  
    





Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ

Η ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ
Ένα ημιτελές ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη
ή Η κρυστάλλινη θλίψη της κατοπινής μνήμης

     Ίσως να μην είναι και τόσο αυθαίρετο αν γράφαμε, ότι το μεγαλύτερο αν όχι το σπουδαιότερο ποιητικό και πεζογραφικό μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής μιας χώρας, αφορά την πολεμική ή αντίστοιχα την αντιπολεμική λογοτεχνία του λαού της. Οι άνθρωπο του πνεύματος και εν γένει οι συγγραφείς-καλλιτέχνες ενός τόπου, ανήκουν και ανήκαν συνήθως στην πρωτοπορία των ανθρώπων της εποχής τους, και, είτε μετείχαν οι ίδιοι σαν ενεργοί πολίτες της χώρας τους στα πολεμικά ή πολιτικά γεγονότα ως απλοί στρατιώτες, ή συμμετείχαν σε διάφορες αντιπολεμικές οργανώσεις ενάντια των ξένων εισβολέων που επιβουλεύονταν την εδαφική κυριαρχία του τόπου τους, οργανώνοντας ομάδες αντιστασιακής δράσης και πάλης ενάντια στον ξένο κατακτητή και εισβολέα. Το κυρίαρχο προαιώνιο και πανανθρώπινο θέμα θα σημειώναμε του Πολέμου, ο παππούς μας Ηράκλειτος μας το έκανε ξεκάθαρο μέσα στην Ιστορία, «Πόλεμος πατήρ Πάντων», της Ειρήνης, επίσης ο άλλος μας παππούς ο κωμωδός Αριστοφάνης θεατροποίησε τα αντιπολεμικά του μηνύματα στο έργο του «Ειρήνη», «Λυσιστράτη» και σε άλλες του κωμωδίες, της Αντίστασης ενάντια στον όποιο ξένο κατακτητή, και εδώ και πάλι οι πρόγονοί μας αρχαίοι συγγραφείς, το αποτύπωσαν μέσα στις τραγωδίες τους, όπως ο παππούς μας Αισχύλος στους «Πέρσες» του, ή δραματικότερα και τραγικότερα ο παππούς μας Ευριπίδης στην τραγωδία του «Τρωάδες» και οι δύο, περιγράφουν τα ιστορικά γεγονότα από την αντίθετη πλευρά, αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι του πολιτιστικού συστήματος μιας χώρας, ενός έθνους και ενός λαού, ο οποίος θαυμάζει τα κλέη των προγόνων του, καυχιέται για τα πολεμικά ανδραγαθήματα δράσης των άμεσων και έμμεσων συγγενών του, δοξάζει τα διαχρονικά έπη των συμπατριωτών του, τιμά τις ηρωικές του παραδόσεις, επαίρεται για το αυτοθυσιαστικό πνεύμα που επέδειξαν οι πρόγονοί του στις δύσκολες ιστορικές στιγμές που αντιμετώπισε η πατρίδα του, με δυο λόγια, μετέχει και εκ των υστέρων μέσω των διαφόρων πολιτιστικών του δράσεων και εκδηλώσεων στην διατήρηση της εθνικής του μνήμης. Αυτή είναι η μία πλευρά του θέματος, η άλλη, είναι η καθαρώς συγγραφική παραγωγή. Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως οι λογοτέχνες έγραψαν ο καθένας από το δικό του μετερίζι και συγγραφικό ανάχωμα, ποιήματα, πεζογραφήματα, αντιστασιακά κείμενα, μελέτες, αυτοβιογραφίες, μας άφησαν απομνημονεύματα, επιστολές προς τους οικείους τους που έγραψαν από τις πρώτες γραμμές του μετώπου, στρατιωτικές αναμνήσεις, συνέθεσαν μουσικές μελωδίες, έγραψαν στίχους που τραγουδήθηκαν, επετειακά άρθρα για τις δύσκολες αυτές στιγμές που βιώσαν, και μεταγενέστερα, αποτύπωσαν στα κείμενά τους και τα βιβλία τους. Αν δούμε την μεγάλη αυτή κλίμακα των συγγραφικών αποτυπώσεων, αυτόν τον συγγραφικό αγωνιστικό προμαχώνα, που τα βαθειά του ίχνη αρδεύουν και το ιστορικό σήμερα, ίσως αναλογιστούμε ότι, υπάρχει στην ιστορική παράδοση κάθε τόπου, ένα μεγάλο και κυρίαρχο φιλοπόλεμο ρεύμα, ας θυμηθούμε ότι το σημαντικότερο έπος των προγόνων μας είναι η Ιλιάδα, και πολλά ποιήματα του Πινδάρου αποτελούσαν παιδαγωγική αγωγή, όμως αυτή η επισήμανση δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μονοσήμαντες απαντήσεις, μια και κυριαρχεί ισότιμα και παράλληλα, ένα αντίστοιχο ρεύμα παράδοσης αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Ακόμα και το Πολιτικό Ημερολόγιο του δικτάτορα-πρωθυπουργού του ΟΧΙ Ιωάννη Μεταξά να διαβάσει κανείς, θα διακρίνει τον αντιπολεμικό χαρακτήρα των συγγραφικών απομνημονευμάτων ενός έλληνα σύγχρονου πολιτικού, που η Μοίρα του έδωσε την ευκαιρία να αντιπροσωπεύει εκείνη την ιστορική στιγμή το ελληνικό έθνος. Και ασφαλώς δεν αναφέρομαι στα γνωστά σε όλους μας Απομνημονεύματα των Ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, και το αντιμιλιταριστικό πνεύμα που συναντάμε σε αρκετές σελίδες τους.  
     Είναι δύσκολο να εξαντλήσει ο όποιος ερευνητής, το τεράστιο και πολύπλευρο αυτό θέμα, παρά την μεγάλη και ικανοποιητική εποπτεία που έχουμε επί του θέματος στα κατοπινά χρόνια, από σημαντικές μελέτες όπως της Αγγέλας Καστρινάκη, «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», το πολύτομο έργο του Τάσου Βουρνά, «Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας», το κλασικό περιοδικό της αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης» την δίτομη «Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944», που επιμελήθηκε και επέλεξε η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, επίσης την «Ανθολογία Λογοτεχνικών Κειμένων Έπους 1940-1941» σε επιμέλεια του Πάνου Ν. Παναγιωτούνη και Παύλου Π. Ναθαναήλ, για να περιοριστώ σε ελάχιστους τίτλους, και από τα εκατοντάδες άρθρα, δες πχ. αυτά του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, «Εκδοτική και πνευματική ζωή 1941- 1944», και Γιώργου Βελουδή, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση» και  φυσικά τις μελέτες του Αλέξανδρου Αργυρίου, στο περιοδικό Διαβάζω τχ. 58/15-12-1982, στο αφιέρωμα «Αντίσταση και Λογοτεχνία», αλλά και σε κείμενά του στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, ή της φιλολόγου και συγγραφέως Αλεξάνδρας Μπουφέας «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής» δες αφιέρωμα της εφημερίδος «Η Καθημερινή» 28/10/1992, και την μετέπειτα μελέτη της, ή του πεζογράφου Φίλιππου Φιλίππου «Οι Έλληνες Λογοτέχνες στην Κατοχή», περιοδικό Ιστορία τχ.464/2,2007 για να μνημονεύσω απειροελάχιστες πηγές και αναφορές, που έχουν εδώ και εβδομήντα και πλέον χρόνια δημοσιευτεί στις ελληνικές εφημερίδες, τα περιοδικά, και τα εκατοντάδες κατά καιρούς βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει. Το θέμα είναι τεράστιο και πολυποίκιλο και χωρίς μάλλον ξεκάθαρη οριοθέτηση για το τι αποτελεί Πολεμική και τι Αντιπολεμική Λογοτεχνία, στο πεδίο τόσο της πρωτογενούς καταγραφής της όσο και σε εκείνο του μετέπειτα συγγραφικού σχολιασμού της και αξιολόγησής της. Η παραγωγή πάντως είτε στην μία περίπτωση είτε στην άλλη, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και εξακολουθητική και το ερώτημα κατά την γνώμη μου παραμένει ακόμα ανοιχτό.
     Στην χορεία αυτή των ελλήνων πνευματικών δημιουργών που αντιστάθηκαν στον ξένο κατακτητή είτε μετέχοντες στα πολεμικά γεγονότα είτε αφήνοντάς μας ημερολογιακές αναμνήσεις ή γράφοντας μεταγενέστερα ποιήματα ή πεζά ή θεατρικές επιθεωρήσεις όπως ο πειραιώτης Μίμης Τραϊφόρος, μουσικές συνθέσεις που έγιναν εθνικά εμβατήρια όπως ο Μιχάλης Σουγιούλ, ή συνθετότερες επιφυλλίδες όπως ο αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος, χρονογραφήματα όπως ο Παύλος Παλαιολόγου κλπ, ανήκουν αρκετοί λογοτέχνες, ενδεικτικά, αντιπολεμικά και αντιστασιακά ποιήματα έγραψαν: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Ιωάννα Τσάτσου, ο Κώστας Βάρναλης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Βασίλης Ρώτας, ο Νίκος Παπάς, ο Γιώργος Σαραντάρης, πολύτιμες αναμνήσεις μας κληροδότησε και η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα,-που αυτοκτόνησε με την εισβολή των γερμανών κατακτητών στην χώρα-και εκατοντάδες άλλοι, όπως μας φανερώνουν οι Ανθολογίες του θέματος, και μας αποκαλύπτουν την σταθερή και επαναλαμβανόμενη παρέμβαση των ελλήνων πνευματικών δημιουργών που αρχινά στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας μάλλον το 1929 με την ψήφιση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο του περιβόητου «Ιδιώνυμου» με προεξάρχοντες διανοούμενους τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, την Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον πειραιώτη Παύλο Νιρβάνα και άλλους συγγραφείς που αντιστάθηκαν στην ψήφιση του Νόμου.
     Σε αυτήν την χορεία των δημιουργών που μας άφησαν έργα που αναφέρονται είτε στις περιπέτειες που έζησαν οι έλληνες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε στους Βαλκανικούς Πολέμους, είτε στην περιπέτεια της Μικρασιατικής Καταστροφής είτε στα πιο πρόσφατα στρατιωτικά γεγονότα και αντιστασιακά ανδραγαθήματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ανήκει και ο ανθυπολοχαγός ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ένα μέρος του έργου του. Αντίστοιχα, ο ισπανός Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στην Ισπανία μετείχε ενεργά στην αντίσταση του λαού του στην εποχή του κατά της φασιστικής διακυβέρνησης του Φράγκου, και το πλήρωσε με την ζωή του, αλλά και οι γάλλοι κομμουνιστές ποιητές Λουϊ Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ στάθηκαν στο πλευρό του ελληνικού λαού την περίοδο της γερμανικής κατοχής και αντίστασης, και με τα κείμενά τους εμψύχωσαν το φρόνημα του σκλαβωμένου λαού, όπως στο εσωτερικό της χώρας έπραξαν οι φωνές της τραγουδίστριας της Νίκης Σοφίας Βέμπο και της Άννας Καλουτά.
     Η τελευταία Βιβλιογραφία που έχει συνταχθεί για τον Νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη από τον συγγραφέα και ερευνητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο, «Βιβλιογραφία Οδυσσέα Ελύτη(1971-1992)», έκδοση Εταιρείας Συγγραφέων 1993, μας δείχνει το συνεχές ενδιαφέρον για τον ποιητή και το έργο του, αλλά και οι εκατοντάδες μεταγενέστερα μικρές ή μεγάλες μελέτες που ασχολήθηκαν με το έργο του και τα βιβλία που εκδόθηκαν συνεχίζουν την αμείωτη προσοχή του ποιητικού και όχι μόνο κοινού για το αηδονάκι αυτό του αιγαίου.
     Ο Οδυσσέας Ελύτης, και σε άλλα του γνωστά μας έργα έχει κρυσταλλώσει τις ποιητικές του αναμνήσεις από την περίοδο εκείνη, που υπηρέτησε στο μέτωπο ως ανθυπολοχαγός και μετείχε στα πολεμικά συμβάντα. Κυριότερα είναι το έπος του «Άξιον Εστί» και η ποιητική του σύνθεση «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», χωρίς να λείπουν και οι άμεσες ή έμμεσες αναφορές και σε άλλες του ποιητικές συνθέσεις και αυτοβιογραφικά του κείμενα.
     Στο σημείωμα στο ιστολόγιο, δεν θα κάνω μια φιλολογική ανάλυση του ημιτελούς αυτού ποιήματος, που θα βάρυνε την παράθεση και την απόλαυση του ίδιου του κειμένου, του οποίου εικόνες, λέξεις, φράσεις, σπαράγματα στίχων, ατμόσφαιρα, έχουν τροφοδοτήσει άλλα του έργα, το αντιγράφω με την ευκαιρία της εθνικής επετείου, μια που εγώ τουλάχιστον, δεν το συνάντησα δημοσιευμένο ολόκληρο σε ανθολογίες ή άλλες μελέτες-ίσως μια εκτενέστερη έρευνα μας έδινε περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία-το ερανίζομαι από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΠΟΥΣ 1940-1941, εκδόσεις Δωδεκάτη Ώρα-Αθήνα 1964 σε επιμέλεια των Πάνου Ν. Παναγιωτούνη και Παύλου Π. Ναθαναήλ, σελίδες 38-. Εξαιρετικό και απαραίτητο βοήθημα για την κατανόηση της ημιτελούς αυτής ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, αποτελεί το κεφάλαιο Η «ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ», του κριτικού Αντρέα Καραντώνη από το βιβλίο του «Για τον ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ», εκδόσεις Δημητρίου Ν. Παπαδήμα 1980.
     Η «ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ», σύμφωνα με τις πηγές για το έργο του ποιητή, το πρώτο της μέρος, πρωτοδημοσιεύτηκε στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» τεύχος 41 στις 22 Οκτωβρίου του 1962, από αυτήν την δημοσίευση την αναδημοσιεύουν αποσπασματικά, οι μεταγενέστεροι ποιητικοί ανθολόγοι ή μελετητές. Αποτελεί η ποιητική αυτή ημιτελής μονάδα, μέρος μιας μεγαλόπνοης επικής οραματικής σύνθεσης της με τον γενικό τίτλο «Βαρβαρία».
Γράφει σχετικά ο Αντρέας Καραντώνης:
«Αυτός ο τίτλος, αυτή η «Βαρβαρία», που έμοιαζε με ονομασία κάποιου μυθικού μά και αποτρόπαιου κράτους, απειλητικού πάντα για τη μικρή και φτωχή μα ηλιόχαρη χώρα μας που ήδη σφαδάζει κάτω από τα σιδερένια πλέγματα των Ευρωπαίων βαρβάρων, μου είχε ανοίξει ορίζοντες μαγικών ποιητικών υποσχέσεων. Και κάθε φορά δεν έπαυα να ρωτώ και να ξαναρωτώ τον Ελύτη για τη μοίρα της «Βαρβαρίας». Κι εκείνος μου απαντούσε πάντα με αόριστα χαμόγελα και με μισόλογα, δίνοντάς μου να καταλάβω πως αυτή η «Βαρβαρία» κυοφορούνταν μέσα του ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αβεβαιότητα που τόσο καλά τη γνωρίζουν οι γόνιμοι ποιητές-δηλαδή οι ποιητές που την ίδια στιγμή τους κεντρίζουν πολλά «ετεροθαλή» ποιητικά θέματα και προπλάσματα, χωρίς να αποφασίζουν μια προτίμηση, με κίνδυνο να σβήσουν μια μέρα από τον κατάλογο της φαντασίας τους όλα αυτά τα νεφελώδη σχεδιάσματα των «αγέννητων ψυχών», όπως θα έλεγε-και όπως είπε-ο Παλαμάς των «Βωμών».
     Η δημοσίευση και η θριαμβευτική, η αληθινή «εθνική επιτυχία» του «Ανθυπολοχαγού της Αλβανίας»(1945) δεν επέτρεψε να «κάνει τύχη» το κατοπινό ποίημα του Ελύτη «Η καλοσύνη στις Λυκοπορίες», που δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Τετράδιο»(1947) και που, βέβαια, παρά τις αρετές του, φάνηκε πως δεν είχε να προσθέσει τίποτε το καινούργιο στη συναρπαστική ατμόσφαιρα του «Ανθυπολοχαγού». Ένα τρίτο ποίημα, της ίδιας υφής με τα προηγούμενα, η «Αλβανιάδα», που είχε μια ιδιότυπη ιστορία, μας επιτρέπει σήμερα να υποθέσουμε πως μέσα σ’ αυτή την τριλογία εξαντλήθηκε η αρχική έμπνευση της «Βαρβαρίας». Και δεν υπάρχει αμφιβολία, πως αυτή η τριλογία(την ονομάζω τριλογία, χωρίς να ξέρω αν βρίσκονται στα χαρτιά του Ελύτη και άλλα σχεδιάσματα ή ολικά ή αποσπασματικά επιτεύγματα σχετικών πολεμικών επεισοδίων) αναχωνεύτηκε ολόκληρη και πήρε μια τελική και σφαιρική, όσο και πλαστική συνθετική μορφή στο «Άξιον Εστί», που με τη συγκατάθεση του μεγάλου αναγνωστικού κοινού και τα θαυμαστικά χειροκροτήματα της μεταπολεμικής, κυρίως, κριτικής αξιολογήθηκε σαν το κορυφαίο και το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα του Ελύτη»...
     Τον Οκτώβριο του 1956 το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας σε πρώτη ραδιοφωνική εκτέλεση μετέδωσε το έργο σε απαγγελία του ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Θάνου Κωτσόπουλου, ραδιοσκηνοθεσία του ποιητή Νίκου Γκάτσου και μουσική επένδυση του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι.
«ΑΛΒΑΝΙΑΔΑ»
Ποίημα για δυό φωνές
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
-Σπίτια στην ώχρα, κίτρα της θαλάσσης
Θύρες αρχοντικιές με σκαλιστό Δικέφαλο
-Πύλες με το διπλό πελέκι
Όπου φυσούν τη σάλπιγγα όρθιοι Λέοντες
-Και βουνά θεοτικά βυθίζοντας
Αίσθησες μέσα στο δρυμώνα του Καιρού
(Μέλλοντας κι’ αυτές οξιές να γίνουν)
-Κι’ όπου με τη χαρά την ήχινη του μπρούντζου
Τόνα πόδι στ’ αχνάρι τ’ αλλονού
Μαύρες οχτάδες παν και τυμπανίζουν-
-Εδώ διαβήκαμε σειρά γενιές
Ποιες με βιβλίο ποιες με το τουφέκι
-Ποιες με τον Ιανό ποιες με τον Καίσαρα
-Νέες που σύρναν τη δροσιά
Γέροι μ’ ένα παλιό πουνέντε στο γύρο του προσώπου τους
-Χρόνους πολλούς
Με την πειθώ, το χρήμα τη φοβέρα
-Αιώνες αιώνων
Με το ψωμί και την ελιά και το πικρό προσκέφαλο!
-Α ν’ αντηχούσε με κλαγγή παρόμοια
Κ’ η μικρή μενεξεδένια χώρα
Πώχει πολύ το φως, το βιός ολίγο
Και σκεπή τη γνώση των ανθρώπων!
-Όμως γι’ αυτό και για τ’ αόρατο άλλο
Έλαμπε τώρα στ’ ανοιχτά του Κάστρου
Η μνήμη πυρωμένη σαν θυμάρι αγέραστο…
-Άπραγοι μήνες! Άλω των δεινών!
Του Ζυγού ο Σκορπιός ακροάγγιζε το δίσκο
-Κρίνοντας την αμάχη των νερών
Ύψωνε σοβαρό το δάχτυλο η Παρθένος
-Να το Τυρρηνικό! Και να το Λάτιο!
Κι η γνώμη που μεσορανίς ωσάν ασώματο
Μελανό πουκάμισο περνά
-Κύττα! Η σκιά σου πάνου απ’ τα χωράφια
Μοιάζει μαχαίρι που τα κυνηγά
-Η σκιά του πάει με το δικό της δίκηο
Και κατά τους Κορφούς το αντιχτυπά-
-Βράχος αστράφτει εκεί που τον πατεί ο Λευτέρης!
Άκουσε πως φυσάει μες στο τραγούδι του!
Η μυρτιά που τρέμει κάτω απ’ τη φωνή
Ο αέρας δεν την καταλύει
-Ο αέρας τα λάβαρα τινάζει
Βήματα και φωνές κάτω απ’ το Κολοσσαίον
Κιόλας η Λύκαινα στης Αθηνάς το πόδι
Ανοίγει στόμα και βρυχιέται
-Το δίκηο στ’ ουρανού την άπλα λάμπει σαν κιονόκρανο!
-Την ώρα που με τη γροθιά κτυπώντας το τραπέζι
Άνθρωποι με κρανίο γυμνό και με δασό σαγόνι
«Θάλασσα της Μεσόγειος» λεν «δική μας θάλασσα»
-Πάνω της ετοιμάζει τα σεντόνια τώρα
Τώρα ξαπλώνει πάνω της γλυκά ο Λευτέρης
Τη νέα γυναίκα, τα παιδιά του
-Πέφτει το βράδυ σβύνει ο ήλιος
-Πέφτει το βράδυ ανάφτει ο λύχνος
Η τάξη της αγάπης να! Η κουρά να των κυμάτων
-Η νύχτα να! Με το διπλό παιχνίδι των κριμάτων!
           *
-Ο νούς και τ’ άστρα κάνουν ψηλά χρυσό σταυρό
Που χαμηλώνει αγιάζοντας το λόγο των γερόντων
Στο σιδερένιο γύρω το τραπέζι
Μυρίζουν ούζο τα πλατάνια και γλυκάνισο
-Μυρίζουν όρη απάτητα οι πνοές
Που μες στο σίδερο ξυπνούν την ηλιοβόρο μνήμη του
Τον σφένταμο τον βουερό πατώντας
Οι ρόδες οι αλυσσωδετές, κράξιμο δεν ακούστηκε
-Μόνο στου Καλαμά το ρέμμα
Δέος αξήγητο περνά
Όπου και τη  στερνή σταγόνα του Θεού εμπιστεύεται
-Η Μεραρχία Τζούλια
-Κάτω από τα γιοφύρια όπου το μπαρούτι ασκήτευε
Μια πεταλούδα φλόγας δειλιάζει πάει κι΄έρχεται
Ν' αγγί-να μην αγγίζει
-Με τη Μεραρχία Φερράρα
-Ένας άγγελος μ' αμπέχωνο ανοιχτό
Αγουροξυπνημένος γυρίζει τ' αντίσκηνα
Μοιράζοντας "λάμπες θυέλλης"
-Το Α Σύνταγμα των Γραναδιέρων
Και το Β Σύνταγμα των Αλπινιστών
Άλλοι φαντάροι μπήγανε γερά
Και της Καρτερωσύνης κόβαν τον αμίαντο
-Οι θωρακισμένοι Κένταυροι
-Ενώ στα πόδια του Ναού με τη μυρτιά του Οκτώβρη
Πλαγιάζοντας η ανίδεη Πολιτεία
Έβλεπε μες απ' τις χαράδρες του ύπνου
Να προβάλλουν μ' ανοιχτά φτερά
Τα δεκατρία παγόνια:
-Οι Στρατηγοί
Μπεράντι, Ολεάνο, Αρέτζιο
-Η όργητα δάγκωνε τα σίδερα
Στα ρολόγια μέσα τ' αργοκίνητα
Σφυροκόποι ατσάλωναν ανόμοιες ώρες
-Μόσσι, Πιατσάν, Γκαμάρι
-Ένα κοκκόρι λάλησε πάνου απ' τα παραπήγματα
-Μάλλι, Φερρέρο, Σαντοβίτο
-Άξαφνα στο Παλάτι φώτα
Ψιλό ψιθυρητό στους μυστικούς διαδρόμους
Άνθρωποι με φακέλλους ανεβαίνοντας
Την πρώτη σκάλα-η όψη τους χλωρή
-Ρόσσι, Τζανίνι
-Ακαριαία τα δάχτυλα μιλούν και γιγαντώνουνται
Στα μακρινά και απόκοσμα τηλεγραφεία
Οι αράχνες των σκιών, τ' ακατανόητα λόγια
-Μερκάλλι, Πιτσολάττο
-Πάνουθ' ετοιμοξέσπαστη κραυγή
-Ξαμώνει πόρτες και παράθυρα:
-Οι Λύκοι
-Όλες μαζί σημαίνουν οι σειρήνες
Μαζί σημαίνουν οι σειρήνες όλες:
-Οι Λύκοι της Τοσκάνης!
-Η αιωνόβια η φωτιά τινάζει το καπάκι της!          
         




Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΘΟΣ ΦΙΛΗΤΑΣ

ΑΝΘΟΣ ΦΙΛΗΤΑΣ
Άνθιμος Χατζηανθίμου Θεσσαλονίκη 1920-Θεσσαλονίκη 1997

     Η μοντέρνα ποίηση στη Θεσσαλονίκη αρχίζει το 1935, όταν ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, δημοσίευσε στις «Μακεδονικές Ημέρες» το πρώτο του νεωτερικό ποίημα, ή μάλλον το 1938, όταν εξέδωσε σε βιβλίο την «Προσφορά»….
 Ντίνος Χριστιανόπουλος, Η Ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940. Περιοδικό Αντί τχ. 324/Δεκαπενταύγουστο 1986

Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΕΙΜΕΝΑ 1985
Σελίδες 40, ευρώ 3
Η ποιητική συλλογή του Άνθου Φιλητά
Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ
Στοιχειοθετήθηκε στη μονοτυπία των αδελφών Παληβογιάννη & σελιδοποιήθηκε στα ΚΕΙΜΕΝΑ τυποτεχνική επιμέλεια Μιχάλη Μπορμπουδάκη βιβλιοδεσία Θ. Ηλιόπουλου-Π. Ροδόπουλος
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΡΙΛΗΣ 1985
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΥ
«Η αποσύνθεση της γαλήνης» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» το 1938. Η δεύτερη ενότητα «Περισυλλογή» είναι σπάραγμα μιας ολόκληρης δουλειάς που γράφτηκε στη Μεταξική δικτατορία και την κατοχή, έμεινε ανέκδοτη, και φυλάχτηκε σε μια καμινάδα από τη μητέρα του ποιητή. Τα χαρτιά καταστράφηκαν ολοσχερώς. Όσα ποιήματα μπόρεσε να θυμηθεί ο ποιητής δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.
Φίλιππος Βλάχος

Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ
Ι
Η νύχτα ο πρόδρομος των φιλιών
βυθίστηκε στη νάρκη’ μόνος
με ειδή μιάν αφελή παιδική υπόμνηση
στιχουργώ την οπωσδήποτε αρεστή ζωή μου.
--
Τι δεν περνά σε στάση ακροβασίας
Πάνου απ’ τις γέφυρες των αρωμάτων’ φόβος
υπάρχει’ ο νους
δεν παίρνει μέρος στην τελετή του αισθήματος.
--
Τα ρόδα στόλισαν τους ουρανούς.
--
Οι αγάπες επιβλήθηκαν
χωρίς επέμβαση σπαθιών
--
Λόγια γαληνεμένα οι ήχοι.
--
Αιθέρια μουσική
των βλεφάρων οι δεντροστοιχίες
που βλάστησαν σε γόνιμο έδαφος
με περιβολή ξανθών χλαμύδων.
--
Ο νους ασθένησε
και μάταια οι ενέσεις του παρόντος
τονώνουν την καρδιά’ η βαρυθυμιά
σκοπεύει να σκοτώσει
την πορφυρήν ανταύγεια των στιγμών.
--
Το βάρος που άφησε η καρδιά
μετρήθη σε γραμμάρια’ η φωνή
του μισεμιού έρχεται εκουσίως
μ’ ενσάρκωση ερπετού.
--
Ά! η ζωή βλαστήμησε τη ζωή!
--
Στ’ ακροθαλάσσι σέρνεται
αλυσοδεμένη η διάθεση.
--
Κανείς δεν προσπαθεί να σπάσει
το λιγερό μόσχο της απάτης
που κρατεί το δέντρο των ονείρων.
--
Των διακλαδώσεων ο χυμός ποτίστηκε
με το μαγνήτη οπίου.
--
Φίλοι, ετοιμάστε πια τα στέφανα’ ο κορμός
διαφθείρεται’ θέλω την ύπαρξη
του θετικού σημείου
να δείχνουν τα ίχνη της νωπής βροχής,
που αρωματίστηκε με το συμβολικό
θάνατο των ροδοπετάλων.
ΙΙ
 Όλη η ζωή εξατμίστηκε’ μ’ επιείκεια
δέχτηκαν τα στεφάνια των ατμών
οι καπνοδόχες.
--
Θάνατος αφιλοκερδής.
--
Του δωματίου η μούχλα
νέκρωσε την όσφρηση’ στον τοίχο
στίγματα περασμένης ευτυχίας
φαντάζουν αιφνιδίως προκλητικά.
--
Με νυχτερίδες παρομοιάσαμε
τα δυό σου μάτια κάποτε’ η παράκληση
προσδοκούσε το θάνατο στους ήχους
των ωρών
που βιάζονταν να σ’ αφιερώσουν τον ανθό τους.
--
Έλλειψη αγαπημένης ενοράσεως.
--
Μέρος νερού επισκέφτηκε
τις άδειες κόχες των ματιών σου.
--
Η περηφάνεια
μ’ άφησε ιλαρή αναζήτηση φωτός.
--
Πέρα η αυγή σημείο εαρινό.
--
Σκυμμένος στο τραπέζι ξαγρυπνώ
μ’ απρόοπτη περισυλλογή.
--
Η τακτοποίηση νίκησε’ δεν θέλω
καμιάν ανησυχία’ μαύρα πουλιά
χτυπούν το παραθύρι
σα σκέπτομαι τις νεκρές κόχες
που άλλοτε φιλούσα.
--
Σκούγματα ραΐζουν τις καρδιές
που υπάρχουν.-Δεν υπάρχουν!
--
Παραληρώ!
--
Ο στόχος του παραληρήματος
η αλλοίωση του σημείου.
--
Ο σκοπευτής δεσμεύεται.
--
Η προσδοκία που μ’ έφερε
του θανάτου η πνοή
προστέθηκε σ’ αθροίσματα κ’ εσύρθη
μ’ αρρωστημένη επίκληση
στο δρόμο της ευφάνταστης πορείας.
--
Το σούρουπο θολό.
--
Η ερωτευμένη άμμος
Ταράσσεται από πέλματα οδοιπόρων
--
Γδούπος υποκρισίας
η  ατέρμονη φωνή της θάλασσας.
--
Περικαλλή χαρακτηριστικά
οι ψαλμωδίες που ηχούν και σβήνουν.
--
Τίποτε πιά στην ηδονή της νύχτας!
Γαλήνη αιώνων.
Ίσκιοι των σωμάτων.
Παράκληση ψυχών.
--
Ψευδαίσθηση σημάντρου ως επισφράγιση
περιπαθών λειτουργιών.
--
Κύριε! Η ζωή μου τη φιλία ασπάστη
των νεκρών.
--
Στίγμα παλμού που η άρνηση εξαφάνισε.

ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ
Η ΣΙΩΠΗ
                        στην Ουρανία
Η σιωπή
            μαρμαρωμένη
                                 αναπαύεται,
πέτρα φωσφορίζουσα
                                 στα χάη
                                            της ερημιάς.
Ο αέρας
           με πρωτοφανή
                                ανακούφιση
βυζαίνει
            το γάλα της.
Κι ούτε σκέφτεται
                            αν άλλοι
                                         τη ζητούν.
Κι ούτε σκέφτεται
                            αν άλλοι
                                        μάχονται γι’ αυτήν
με λάφυρο
               την καρδιά τους!

ΛΕΩΝΟΡΑ
Πρόσωπα
              στη χλόη
                           προσηλωμένα,
άνθη, ουρανός,
και  μόνο
              Εσύ
                   Μακριά μου,
να διατηρείς
                 την όψη σου
                                 κλειστή
στη διαβασμένη σου
                                 παλάμη
και να μη δέχεσαι ν’ ακούσεις
ούτ’ ένα
             χάδι
                   αρώματος.
Η θλίψη,
            η ίδια
                    η θλίψη.
ΑΓΑΠΗ
Θα  ‘ρθεις,
               ντυμένη
                           την ομίχλη,
υδάτινη
            γραμμή,
πικρός,
          τρίκλωνος
                         πόνος,
θαμπή
         χαραματιά
                       της οδύνης.
Θα ‘ρθεις
               εν’ απόγευμα
                                 σαν ετούτο,
στάσιμο,
             ανώνυμο,
περιντυμένη
                   την πικρία
                                και την εγκατάλειψη,
απ’ το μυστικό
                      δρόμο
                              της θάλασσας,
απ’ τα θολά
                  σκαλοπάτια
                                   της βροχής
ή
απ’ τα ορεσίβια
                       μονοπάτια,
αγάπη!
         γυμνή
               ελπίδα
                        στο βυθό
                                    των ονείρων.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Τις λέξεις
              τις ψαύεις
τις βαθαίνεις
                  τις σμιλεύεις
τις κάνεις
              αίσθηση
αίσθημα
           πάθος
τις βαφτίζεις
                 στον άνεμο
στη βροχή
              στον ήλιο
στο μούχρωμα
                      στη σιωπή
στην απόγνωση,
δημιουργείς.

Περιέχει ακόμα και τα εξής ποιήματα:
ΒΡΟΧΗ
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Η ΣΕΛΗΝΗ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ
Η ΟΜΙΧΛΗ
IN MEMORIAM
Η ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΑ
ΒΡΕΧΕΙ
ΑΝΟΙΞΗ

Ένα χρόνο πριν από την εκτύπωση της «Προσφοράς» του Γιώργου Θ. Βαφόπουλου εμφανίστηκε απροσδόκητα ο δεκαεφτάχρονος Αλεξανδρουπολίτης ποιητής Ανθός Φιλητάς (1920) φιλολογικό ψευδώνυμο του Άνθιμου Χατζηανθίμου, με την ποιητική συλλογή «Σύννεφα», που τυπώθηκε στην Αθήνα. Εάν δεν είχε προηγηθεί ο Βαφόπουλος, σίγουρα το προβάδισμα θα το είχε ο νεαρός μαθητής που, ήδη από το 1936, έγραφε μ’ ένα ένστικτο σχεδόν υπερρεαλιστικό, χωρίς να ξέρει παρά μόνο τους ποιητές των «νεοελληνικών αναγνωσμάτων»……. Μόνο ο Γιώργος Μυλωνογιάννης, από τους κριτικούς του Μεσοπολέμου, σημειώνει ότι: «από τον πρώτο ακόμα στίχο κι ο πιο ανίδεος αναγνώστης καταλαβαίνει πως τα τραγούδια αυτά έχουν κάτι το απρόοπτο, κάτι το αλλότροπο»…… Ο αισθησιασμός του ποιητή, αν και ολότελα αντίθετος στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσο και μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τον μεταποιεί σε πολιτικό επίτροπο ταξιαρχίας Ανταρτών που πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι(1948-1949) για να καταλήξει στην Τασκένδη απ’ όπου πρόσφατα επαναπατρίσθηκε…
Δημήτρης ΓΡ. Τσάκωνας, Η Σχολή Θεσσαλονίκης, εκδ. LIQUID LETTER, 1990

ΣΥΝΝΕΦΑ

Η ποιητική συλλογή του ΑΝΘΟΥ ΦΙΛΗΤΑ «ΣΥΝΝΕΦΑ» στοιχειοθετήθηκε στο χέρι από την Μιμή Τραυλού με απλά των 12΄ & σελιδοποιήθηκε στα ΚΕΙΜΕΝΑ τυποτεχνική επιμέλεια Μιχάλη Μπορμπουδάκη βιβλιοδεσία Θ. Ηλιόπουλου-Π. Ροδόπουλου. Τυπώθηκαν 521 αριθμημένα αντίτυπα σε χαρτί conqueror 100 γραμμαρίων οι αριθμοί 1-21 δεν είναι για το εμπόριο. ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΚΕΙΜΕΝΑ» ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1984

ΣΧΕΔΙΟ
Ι
Μ’ αρέζει να κρατώ στα χέρια
το σκίτσο
του χλωμού προσώπου σου
κ’ έτσι όταν βρίσκεται μακριά μου
το φθινόπωρο
να αιστάνομαι πως βρίσκομαι κοντά σου.
Θυμάσαι;
Οι κύκλοι της σιωπής μας είχαν ζώσει
κ’ ήταν
ένα πρόβλημα για μας η φυγή
προς το άγνωστο περιβάλλον
της αγνότητας.
Το βράδυ φώτιζε η σελήνη
την υποβλητική γέφυρα των τόξων.
Τα χέρια μας μίλησαν περίπαθα.
Οι καμπύλες των χειλιών μας ενώθηκαν
μπρος στ’ αδιάκριτα βλέμματα
περαστικών ταξιδιών.
ΙΙ
Εδώ υπάρχει η άρνηση.
Δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν
τ’ άνθη που σπάρτηκαν την ώρα
του γόνιμου πάθους και της ηδονής.
ΙΙΙ
Των τάφων οι φωσφορισμοί
στολίζουμε τις πεθαμένες έγνοιες μας.
IV
Το μίσος καλλιεργήθηκε
στην ενατένιση των αγαθών
που φυγάδεψαν τα χέρια μας
με δυό γαλάζιες σφαίρες
στο βυθό των στείρων θαλασσών.
VI
Πετάξαμε απ’ το επίπεδο έδαφος
κ’ η ξαφνική
πτήση των κορμιών μας
τάραξε
τον πουπουλένιο κόσμο των ανθών.
VIII
Τετράστιχο η ζωή μου σκοτεινό!
Επιγραμματικό τετράστιχο!
IX
Θα φύγω!
Θα θεωρηθεί η φυγή μου δειλία;
Θα φύγω;
Τη μάσκα της υποκρισίας αντιπαθώ
ώ πλάσματα αντιπαθή κι ανούσια.
Θα φύγω!
Με φτάνει η εικόνα του εαυτού μου
στ’ απόκοσμα θολά νερά.
Το σκίτσο του χλωμού προσώπου
της δεσποινίδος Διάνας να κρατώ στα χέρια
με το θετικό χαμόγελο της μόνωσης.

ΕΠΙΓΝΩΣΗ
Ι
Φύλακες των σωμάτων μας πιστοί
των σκιών οι παρελάσεις
κ’ οι ώρες
οι κύκλοι που δεν γράφτηκαν ποτέ
στα χείλια μας που πόθησαν ειρήνη.
ΙΙ
Πιστέψαμε στην έναστρη πορεία
μα η πόλη της εξόδου κλείστηκε
με διακριτικότητα
μεγάλη
κι ο δρόμος
που ονειρευτήκαμε όταν βλάστησε η γαλήνη
στην προσδοκία του αυγινού φωτός,
χάθηκε από τα μάτια μας
σαν οπτασία χιμερική
στα όργια της νυχτός.
ΙΙΙ
Οι αναθυμιάσεις των καιρών
νεκρώσαν
ό,τι έπλασαν οι καλοσύνες μας αυθόρμητα
κ’ οι λίθοι της κακίας τοποθετήθηκαν
με αρχιτεκτονικήν ακρίβεια
για την ανοικοδόμηση κτιρίων συμμετρικών
που θα στεγάσουν
τις εφιαλτικές προσωπικότητες
των παρακμών
χωρίς ευθύτητα προοπτικής καμία.
V
Μές στις σπηλιές
του εσπερινού οι αντίλαλοι
πλέχουν ειδύλλια στο θαμπόφωτο των γύρω
κ’ εμείς
πιασμένοι από το χέρι των χαδιών
πλάθουμε
τις μελλοντικές μας συναντήσεις
στις όχθες
της γραμμής
που χάραξαν τα χέρια μας
με την επίβλεψη του αιστήματος.
VI
Οι εποχές μαδούν
στα σκεβρωμένα χέρια των νεκρών
κ’ οι αγάπες ξεφυλλίζουν
στις  αφιλόξενες αυλές που ανθούν
οι αρχικές προσποιήσεις των προσώπων. 
VII
Τα μέτωπά μας
τα στεφάνωσαν χλωμές φιλίες παράνομες
και του φθινοπώρου οι σφραγίδες
έδωσαν τέλος στην αφάνταστη ροπή.
Άσεμνες στάσεις
άταχτες παρελάσεις των μορφών
στις λεωφόρους των ερώτων
οι πολυποίκιλες πτυχές της ηδονής
που κόρεσαν τα διψασμένα σώματά μας.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Συμβιβάστηκε η εσπέρα
με το έπος της χαμένης ηλικίας
όταν,
ο δείχτης του αφηρημένου ρολογιού
άφηνε πίσω του με νευρικότητα μεγάλη
τα όνειρα
που συγκρατούσαν την ισορροπία
του παρελθόντος
που αγάπησες και μίσησες συγχρόνως.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Συμμετρικά σχήματα της βροχής
αδελφωμένης με τον ήλιο
στα χέρια μου πλαστήκαμε με τέχνη
και γράψαμε την ιστορία τ’ ουρανού.
Την ιστορία που ανέμενα
εναγώνια με πεποίθηση.

ΧΡΟΝΟΣ
Η σάρκα ενταφιάστηκε με ψαλμωδίες μαϊων,
Όνειρο’ η ηδονή των ερασμίων χαυνώσεων,
Το δηλητήριο εισχώρησε
στα μυστικά των άσπιλων ανθών
κ’ η αγάπη πέθανε από ασφυξία
μπρος στην επιμονή μας.

ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ
Φιλήθηκαν τα περασμένα με τα εφήμερα
κ’ έλαμψε η μέρα στο ημίφως των ψυχών.
Κ’ η τελευταία ελπίδα έκαψε τη θέρμασή της.

ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ
Σπασμωδικές κινήσεις των χεριών
Ένωση των γραμμών του σώματός μας:
Το σύμπλεγμα της ηδονής.

•Από το ποίημα ΗΔΟΝΗ
Ο Χρόνος η αφορμή των παραιστήσεων.

•Από την ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ
Τη λογική απομάκρυνε ανεπαίστητα η βραδιά.

•Από το HgCI2
Τα μυρωμένα γράμματα
που μου ‘φερε νοσταλγικά
το πρωτοβρόχι απ’ το νησί σου
στην άνοιξη των χρόνων μου
τυλιγμένα με τις άλικες
κορδέλες της μοναξιάς
βρίσκονται μουχλιασμένα
σε μια γωνιά του παλαιοπωλείου
της οδού Ε…

•Από την ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Στα φιλημένα μάτια σου
πρόωρα μαδήσαν οι βιολέτες
κ’ η περιφρόνηση έγραψε
με χρώμα γκρί-λιλά
τις ζωγραφιές
που η όραση δεν πρόσεξε σαν αγαπούσε.
      Ταμένοι στη σιωπή!
      Λάφυρα της σιωπής!
Οι σκέψεις ερωτεύτηκαν
Την ανθισμένη θάλασσα δειλά!

•Από το ΠΕΡΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Οι ελπίδες εγχειρίστηκαν
με χλωροφόρμιο απ’ τους καιρούς
και γράψαν το μηδέν.

• Από την ΩΡΑΙΟΠΑΘΕΙΑ
Μια δέσμη φτερών από γλάρους
η εκδήλωση της αθωότητάς σου.
--
Πέρα απ’ την αγάπη η Αθανασία.
Πέρα απ’ την Αθανασία η αβεβαιότης.

•Από την ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Έσκυψες με φόβο δειλά
να πιάσεις ένα αστέρι που πνιγόταν
μπρος στα ειρωνικά γέλια των κυμάτων.

Μά τρόμαξες κ’ η άγονη ευσπλαχνία σου
σ’ έκανε κ’ είδες το είδωλό σου
που ‘κλεινε την ασκήμια της ψυχής σου.

• Από την ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Πέταξαν οι στιγμές μας
σέρνοντας με μεγάλη δυσκολία,
τα δάκρυα
τις επιφυλάξεις
τα συναπαντήματα
και τις επίπλαστες κι ανήλεες σκιάσεις
των φιλήδονων ημερών.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΥ
Τα Σύννεφα γράφτηκαν το 1936 και τυπώθηκαν το 1937 στην Αθήνα, όταν ο ποιητής ήταν δεκαεφτά χρονώ. Το 1934 (μόλις δεκατεσσάρων χρονώ-γεννήθηκε το 1920) είχε τυπώσει στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόλεια Θλιμένα χαμόγελα που αποκήρυξε αργότερα. Παρόλο που οι αναφομοίωτες επιδράσεις του Πορφύρα και του Χατζόπουλου είναι έντονες, υπάρχουν στίχοι που δικαιώνουν την πρώιμη εμφάνιση. Όπως βεβαιώνει ο ποιητής δεν έχει ακούσει λέξη ακόμα για τον υπερρεαλισμό. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως η δεύτερη ποιητική του συλλογή που δεν περνάει απαρατήρητη, βγαίνει «αυθόρμητα», ανάγκη βαθύτερη ενός νέου που νιώθει πως δεν μπορεί να εκφραστεί μεσ’ από καλούπια και σχήματα…..
Από την κριτική του Μυλωνογιάννη που παραθέτει και κάποιους στίχους πληροφορήθηκα για τον ποιητή εδώ και δεκαπέντε χρόνια και από τότε μάταια τον αναζητούσα σε ιδιωτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες. Κανείς από τους ομοτέχνους δεν τον ήξερε ούτε και ανθολογήθηκε ποτέ. Τυχαία φέτος μάθαμε πως ζει στη Σαλονίκη. Γύρισε προ τετραετίας από την Τασκένδη όπου έζησε μετά το τέλος του Εμφύλιου. Την περίοδο της Κατοχής περνάει στην παρανομία και ύστερα βγαίνει στο βουνό και πολεμάει στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Πολιτικός Επίτροπος ταξιαρχίας πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι την περίοδο 48-49. Είχε σπουδάσει νομικά και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σοβιετική Ένωση. Το 1953 στο εξωτερικό τύπωσε την ποιητική συλλογή Δόξα στον αιώνα μου. Η ποιητική του εργασία από το 1937 ως το 1943 καταστράφηκε. Η μάνα του έκρυψε τα χειρόγραφα, για να τα σώσει, στην καμινάδα του τζακιού….
Φίλιππος Βλάχος
     
     Το 1937 ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ μια πλακέτα με τον τίτλο: Σύννεφα. Το όνομα του ποιητή: Άνθος Φιλητάς, φώναζε από μακριά πως ήταν ψευδώνυμο, λίγο εστετίστικο, λίγο εξεζητημένο.
Μια μέρα του Φθινοπώρου του ’48, ο πόλεμος δεν είχε ακόμα αρχίσει, στο παλιό βιβλιοπωλείο του «Πυρσού», που από πολλές δεκαετίες τώρα δεν υπάρχει, κάπου γωνία Καρόλου Ντήλ και Τσιμισκή, όπου σχεδόν κάθε απόγευμα έδινα το παρών, χαζεύοντας και ξεφυλλίζοντας τις καινούργιες εκδόσεις από την Αθήνα-εντελώς τυχαία πρόσεξα ένα βιβλίο(ο τίτλος του Σύννεφα, που κι άλλοτε το ‘χα δει, αλλά δεν είχα δώσει σημασία), στα χέρια ενός κοριτσιού και στο πλάι του έναν άντρα εντυπωσιακής εμφάνισης, με μακριά, ίσια, λουστραρισμένα μαλλιά, που έσκυβε και της ψιθύριζε κι ύστερα πήρε ένα στυλό και κάτι της έγραψε στην πρώτη σελίδα, πολύ κολακευτικό προφανώς, γιατί είδα το νέο κορίτσι να κοκκινίζει και να του σφίγγει τρυφερά το χέρι.
«Αυτός είναι», σκέφτηκα αμέσως. Αυτός είναι ο ποιητής, δεν μπορεί παρά να είναι αυτός, έτσι πρέπει να είναι οι ποιητές-η ακτινοβολούσα φιγούρα, που έβλεπα μπροστά μου, ανταποκρινόταν απόλυτα στον ιδεότυπο που είχα φορμάρει στο μυαλό μου για το ζηλευτό γένος των ποιητών.
     Έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο, με πολλή προσοχή, μη με δει ο ποιητής είπα στο βιβλιοπώλη να μου το τυλίξει καλά-καλά και μέσα στο τραμ, ώσπου να φτάσω στο σπίτι μου, το είχα ήδη διαβάσει δύο φορές. Ως το βράδυ το ήξερα απέξω και βάλθηκα στη βόλτα να βομβαρδίζω τους δύο-τρείς φίλους μου, κι αυτούς «φανατικούς για γράμματα», με σκόρπιους στίχους, χωρίς να τους αποκαλύπτω ζηλότυπα ποιος ήταν ο ποιητής.
     Ολόκληρο τον εαυτό μου τον έβρισκα στους στίχους:
Με φτάνει η εικόνα του εαυτού μου
Στ’ απόκοσμα θολά νερά
Το σκίτσο του χλωμού προσώπου
Της δεσποινίδας Διάνας να κρατώ στα χέρια
Με το θετικό χαμόγελο της μόνωσης
 Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ, εκδόσεις στιγμή 1985

     Εδώ τελειώνει το δικό μου ποιητικό ανθολογικό ταξίδι στο ποιητικό έργο του Άνθου Φιλητά, σκέφτηκα αντί να γράψω εγώ ένα σημείωμα για τον ποιητή, να παραθέσω τις απόψεις άλλων που είτε τον γνώρισαν είτε αγάπησαν το μικρό του έργο. Δεν αναφέρω τις κριτικές του Κλέων Παράσχου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 251/1-6-1937, ούτε του Γιώργου Μυλωνογιάννη, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα τχ. 3/31-7-1937, μια και τα κεντρικότερά τους σημεία βρίσκονται στα σημειώματα του Φίλιππου Βλάχου, στα δύο βιβλία που επανεξέδωσε του ποιητή. Τήρησα την ορθογραφία των συγγραφέων.
     Θεωρώ ότι στην εποχή μας, μπορούμε πλέον άφοβα να επαναπροσδιορίσουμε και να επανεξετάσουμε ποιητές όπως ο Ανθος Φιλητάς, μια ποιητική φωνή που προέρχεται από τα βάθη ενός όχι και τόσο μακρινού μας παρελθόν και ιδιαίτερα, όταν ο λόγος του προέρχεται από την περιφέρεια-παρά το ότι εξέδωσε τις συλλογές του στην πρωτεύουσα-Ένας λυρικός υπερρεαλιστικός λόγος όχι ακραίος, ούτε απόκρημνος, ούτε και τόσο σκοτεινός όσο είναι ο ποιητικός λόγος των ευρωπαίων σουρεαλιστών της εποχής του. Ο υπερρεαλισμός του Φιλητά, έχει στοιχεία ελληνικής ατμόσφαιρας, σίγουρα δεν είναι ο φωτεινός και χαροποιός υπερρεαλισμός του πρώιμου Οδυσσέα Ελύτη, ή δεν είναι βουτηγμένος μέσα στα νάματα της ορθόδοξης παράδοσης όπως είναι ο υπερρεαλιστικός λόγος του Νίκου Εγγονόπουλου, είναι θα σημειώναμε, ένας ξεχωριστός αισθητικός υπερρεαλισμός κάπως ξένος μέσα στην γενική ατμόσφαιρα αυτής της σχολής, έχει επιγραμματική φόρμα, δυνατές εικόνες όχι τόσο αλλόκοτες, με λέξεις  άλλοτε μικρές άλλοτε πολυσύλλαβες, κοφτές αλλά όχι αιχμηρές, που σχηματίζουν εικόνες παράτολμες όχι όμως μουντές ή βαριάς απαισιοδοξίας, στίχοι χωρίς στίξη, μικρής πνοής, χωρίς συγκεκριμένη ρυθμολογία, με το ρήμα να είναι συνήθως στο δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, ένας ποιητικός λόγος που έχει τα στοιχεία ενός επιμύθιου σχολιασμού ενός νεανικού οράματος. Ένας ποιητής που αναζητά ψαλμωδώντας τον κρυφό σκοπό της ατομικής του μελωδίας μέσα από την παράτολμη και αναπάντεχη σειρά λέξεων που πολλές φορές καλύπτονται από μια αβεβαιότητα νεανικών καλών προθέσεων, λέξεων που δεν έχουν βαθμούς αποχρώσεων, χωρίς όμως να μας εμποδίζουν να χαρούμε τα φωτεινά και ερωτικά φτερά τη φαντασίας του νεαρού δημιουργού, υποδηλώνοντάς μας το αισθητικό του ένστικτο που φαίνεται ότι χρειάζεται-εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του-να εμβαπτιστεί στην κολυμπήθρα του ναρκισσισμού. Ο Φιλητάς χαριεντίζεται εποικοδομητικά μέσα στην ναρκισσιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί εν γνώσει των κινδύνων που μια τέτοια επιθυμία εγκυμονεί, χωρίς ευτυχώς να χάνει την προσωπική του ποιητική, έστω και αποσπασματική, και την μαγεία των ποιητικών του προθέσεων και οραματικών του νεανικών καλπασμών. Ο ποιητής τέρπεται από την ίδια του την ποιητική πρόθεση και ταυτόχρονα την απολαμβάνουμε και εμείς, με την ανάγνωση του έργου του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, ημέρα του Αγίου Δημητρίου πολιούχου της πόλεως της Θεσσαλονίκης.
Πειραιάς, καθώς η πόλη ρεμβάζει νοτισμένη από τον ποιητικό λόγο της συμπρωτεύουσας