Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Καβαφικά Πεζά


                     Καβαφικά πεζά

«Η μέθοδος ωστόσο της ποίησης δεν είναι να αντιδικεί καλά και σώνει με την ιστορία, αλλά να ελέγχει την αφαιρετική όρεξη του ιστορικού (και προπαντός: του ψευδοϊστορικού), επαναφέροντας στο προσκήνιο τη μοριακή προσωπική εμπειρία και επιμένοντας στις συγκρίσεις πού προκύπτουν από την παραβολή της προς την ιστορική ή ψευδοϊστορική της αντιγραφή»
                                                                                                                                                 Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης
  
       Θεωρώ, ότι το απόσπασμα αυτό του κυρού καθηγητή Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη ταιριάζει στην παράθεση των Καβαφικών πεζών κειμένων που αντιγράφω και μας επεξηγεί με τρόπο καθαρό την σχέση της Ποίησης με την Ιστορία. Εξ άλλου, την άμεση αυτή σχέση διερευνά και στην ποίηση των τριών ποιητών με την μελέτη του, και την πολιτική επέκταση του ποιητικού τους λόγου. Η σχέση αυτή,-του ποιητικού λόγου με την ιστορία-είναι πέραν του δέοντος εμφανής στο έργο του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Είναι βέβαιο, ότι ένας ποιητής δεν γίνεται και δεν είναι ο ρόλος του να αντικαταστήσει τον ιστορικό και το έργο του, μπορεί όμως, αν διαθέτει ιστορική στόφα και αληθινό διαρκές ενδιαφέρον για την ιστορία, να απεικονίσει ή να μεταφέρει μέσα στην ποίησή του ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις, πρόσωπα ή διλλήματα που άλλαξαν την πορεία μιας χώρας ή περιόδους της, ή στάθηκαν κομβικοί σταθμοί μέσα στην ιστορική εξέλιξη. Και δεν μιλώ για την ιστορία ως ποιητικό φόντο του ποιητικού κάδρου, μόνο σαν περιπτωσιολογική θεματική επεξεργασία, αλλά σαν μια ποιητική ερμηνεία της ιστορίας που «σπάει» κατά κάποιον τρόπο την γραμμική και ίσως ψυχρή αφήγηση του ιστορικού και του λόγου του. Την αναγκαία μορφή του λόγου και του ύφους της ιστορικής ερμηνευτικής εξιστόρησης που είναι υποχρεωμένος να έχει ένας ιστορικός εξαιτίας της ιδιότητάς του. Ο ποιητικός λόγος χωρίς να αυθαιρετεί, ή αν δεν αυθαιρετεί κραυγαλέα-δηλαδή προπαγανδιστικά-έρχεται και εμπλουτίζει την μακροιστορία με μια λυρική θα γράφαμε διάθεση, καθώς ο φακός της ερμηνείας του στέκεται και στην μικροιστορία είτε των ίδιων των ποιητών είτε άλλων ατόμων που σχετίστηκαν με τον βίο του ποιητή. Η σύζευξη αυτή, διαχρονικά (αρχινώντας από τον παππού μας τον Όμηρο, τα δημοτικά μας τραγούδια, τα μεσαιωνικά έπη και τον έντεχνο λόγο) και εξακολουθητικά, μας έδωσε εξαιρετικές ποιητικές συνθέσεις και έργα και στάθηκε αρωγός στο πολυπληθές ανώνυμο κοινό (που δεν σκοτίζεται να διαβάσει ένα ιστορικό βιβλίο ή σύγγραμμα) στην ευρύτερη αποδοχή και κατανόηση στιγμών της ελληνικής ιστορίας και των περιπετειών της, που δεν θα γινόντουσαν ίσως γνωστές από τις αμιγώς ιστορικές σελίδες ενός βιβλίου. Εξαίρεση αποτελεί στις μέρες μας ο κινηματογραφικός ή τηλεοπτικός φακός. Γιατί μάλλον η Ιστορία είναι κινούμενες μεταβαλλόμενες τυχαίας πολλές φορές εικόνες της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Η γραφή, η μεταγενέστερη, δεν είναι παρά ένας στατικός εκ των υστέρων ερμηνευτικός προσανατολισμός της. Μια επιβεβλημένη επιθυμία κατανόησης των δεδομένων την στιγμή που συνέβησαν και πως θα επαναληφθούν ή δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον.
Η ελληνική ιστορία στο διάβα της, πολλά γεγονότα της, δραματικά και καταλυτικά που σημάδεψαν την πορεία της, ορισμένα κυρίαρχα πρόσωπά της που ξεχώρισαν, την διαμόρφωσαν και κατ’ επέκταση άλλαξαν την μορφή της ελλάδας, επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές, όλα αυτά και άλλα, έχουν σταθεί πολύτιμο υλικό για ποιητές και συγγραφείς, έχουν εικονογραφηθεί με εξαιρετικό τρόπο από έλληνες ποιητές τόσο των παλαιότερων ποιητικών γενεών όσο και των νεότερων. Να τονίσουμε κάτι γνωστό στους παροικούντες στην λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, ότι ο πεζογραφικός λόγος περισσότερο από τον ποιητικό, έχει δείξει ενδιαφέρον και προτίμηση στο θέμα αυτό. Την σύζευξη δηλαδή της ιστορίας-παλαιότερης και πρόσφατης-με την μυθοπλασία. Η λογοτεχνία στάθηκε περισσότερο δεκτική στο ζήτημα αυτό. Παρόμοιο παράδειγμα συναντάμε στον θεατρικό λόγο και σε θεατρικούς συγγραφείς που οικοδόμησαν τις υποθέσεις τους βασισμένοι σε ιστορικά γεγονότα. Περιορίζομαι μόνο στην σχέση του ποιητή με την ιστορία λόγω θέματος, και δεν αναφέρομαι στους δεκάδες απομνημονευματογράφους, σε αυτούς που μας άφησαν ημερολόγια, τους αφηγητές ιστορικών γεγονότων και ενεργειών κλπ. Είδη γραφής που ενέχουν το στοιχείο του αφηγηματικού ρεπορτάζ.
     Αναγνωρίζουμε ότι το «Άξιον Εστί» του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον λόγο και την ερμηνεία ενός καθεαυτού ιστορικού, όμως το διαβάζουμε με ικανοποίηση, το τραγουδάμε, το σιγοψιθυρίζουμε, θυμόμαστε εικόνες του, μεταφέρουμε στον χρόνο ποιητικές του λέξεις, το μελετάμε, το αποδεχόμαστε ως μια ποιητική φωνή που αληθεύει των ιστορικών ελληνικών εμπειριών. Και ίσως, δύναται ο ποιητικός επικός λόγος του ποιητή να συμβάλλει στην αύξηση του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού και όχι μόνο κοινού της ποίησης, για την πρόσφατη ή παλαιότερη ιστορία του τόπου του και τις στιγμές που το κοινό βίωσε σε προγενέστερες ιστορικές εποχές. Ανώνυμων και επώνυμων Ελλήνων αυτήκοων μαρτύρων των πολεμικών συμβάντων και περιπετειών. Αν αυτό μπορούμε να το ισχυριστούμε για τους λεγόμενους «πολιτικούς» ποιητές, μπορούμε διευρύνοντας την κατηγορία, να μιλήσουμε για την ιστορική πλευρά της ποίησης του γενάρχη του ποιητικού λόγου τον Διονύσιο Σολωμό, πολλούς ποιητές καθαρευουσιάνους, τον Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Τάσο Λειβαδίτη, την Ρίτα Μπούμη-Παππά, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον πειραιώτη Γεώργιο Στρατήγη και αρκετούς άλλους και άλλες συγγραφείς. Αυτό το όχι υπόγειο ρεύμα της πρόσφατης ιστορίας με βεβαιότητα το βρίσκουμε σ’ όλη του σχεδόν την ποιητική διαδρομή του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Ο Γιάννης Ρίτσος, είναι ένας κατ εξοχήν πολιτικός αλλά ταυτόχρονα και ιστορικός ποιητής της σύγχρονης γραμματείας μας. Αυτό δεν μειώνει την σφαιρικότητα και πολυπρισματικότητα του ποιητικού του λόγου, το διαρκές ενδιαφέρον του και για άλλες πλευρές του ανθρώπινου βίου και της ζωής εν γένει, είναι όμως ένας γνήσιος ιστορικός-πολιτικός ποιητής. Οι αναφορές του είναι τόσες πολλές που δεν μπορούν να μετρηθούν όχι τόσο λόγω του ποιητικού του όγκου αλλά γιατί θα γυμνωθεί η ποιητική του επιθυμία και φιλοδοξία άκαιρα και σχολαστικά χωρίς θετικά αποτελέσματα για την αποδοχή του έργου του. Εφόσον επαναλαμβάνω αποδεχτούμε ότι συμπλέουν ο ιστορικός με τον πολιτικό λόγο. Ότι είναι δυσδιάκριτα τα διαφορετικά ίσως ίχνη τους. Ιστορικές μνήμες και ιστορική ατμόσφαιρα, συναντάμε και στο ποιητικό έργο του επίσης νομπελίστα μας Γιώργου Σεφέρη. Ο ποιητής εξιστορεί με ποιητικό τρόπο πρόσφατα της γενιάς του ιστορικά γεγονότα και εθνικές καταστροφές. Τραγικές μνήμες και καταστροφικά περιστατικά της ελληνικής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα. Πολιτικές ενέργειες και αποφάσεις που στάθηκαν μοιραίες για την χώρα και τους έλληνες. Η εμβέλεια του ποιητικού του λόγου αγγίζει τραυματικές χρονικές στιγμές της χώρας μας που ακόμα και σήμερα δεν έχουν επουλωθεί. Το άδικα χυμένο αίμα υπόγεια αρδεύει τις συνειδήσεις και τις καρδιές πολλών σύγχρονων ελλήνων. Το κέρδος για εμάς τους αναγνώστες είναι ότι ο ποιητής και διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης ευτυχώς, μας κληροδότησε τους τόμους των Ημερολογίων του, τις πολιτικές του σημειώσεις και καταγραφές, τα Πολιτικά του Ημερολόγια κλπ. Με την κληρονομιά αυτή η παράλληλη ποιητική και ημερολογιακή εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων της πατρίδας μας, γίνεται συμπληρωματικά, εποικοδομητικά, επιβοηθητικά, ερμηνευτικά χρηστικά και ίσως αρμονικότερα αποτυπώνονται στην συνείδηση του αναγνώστη τόσο της ποίησης όσο και της ιστορίας. Ένας ιστορικός, σαν επιστήμονας, επιβάλλεται να ερευνήσει το καταγεγραμμένο ιστορικό γεγονός σύμφωνα με την μεταγενέστερη εξέλιξή του, ένας ποιητής ορμώμενος από άλλες παραμέτρους μπορεί να ασχοληθεί με το γεγονός αυτό, αναβιώνοντάς το και δίνοντάς του μια άλλη διάσταση χωρίς να χάνεται η αλήθεια του. Ίσως, ο ποιητικός λόγος στις μεγάλες μάζες μπορεί να μεταφέρει ανετότερα τα ιστορικά συμβάντα και χωρίς αποτρεπτικούς πολιτικούς ή κομματικούς χρωματισμούς που ενδεχομένως προβάλλονται από τον ιστορικό πάνω στο εξεταζόμενο πρόβλημα. Πάντως, όσες φορές το ποιητικό ταλέντο ενός ποιητή συνάντησε το ποιητικό τάλαντο ενός ιστορικού το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, και τα παραδείγματα μέσα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας είναι πάρα πολλά.
       Και στον ποιητικό λόγο του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη συναντάμε διαχρονικές στιγμές και γεγονότα της ελληνικής ιστορίας και των προσώπων της. Κυρίως στη δική του ποίηση στρεφόμαστε όταν εξετάζουμε ιστορικά γεγονότα της αρχαιότητας, της ελληνιστικής εποχής της βυζαντινής περιόδου. Εξετάζουμε τον προσωπικό του ποιητικό φακό, την ιδιαίτερη ερμηνευτική και σχολιασμό του, αφουγκραζόμαστε τους ψίθυρους των ερμηνευτικών του προβολών στο σήμερα. Επιδιώκουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τις σκουρόχρωμες πτυχές της ιστορικής του ματιάς, να αισθανθούμε την ιστορική του αναπνοή να μας αναζωογονεί, να νιώσουμε την ποιητική του ανάσα η οποία ξαναζωντανεύει στα μάτια μας πρόσωπα, γεγονότα, περιπέτειες, αψιμαχίες, διλλήματα του παρελθόντος. Η ιστορική κυρίως πλευρά του αλεξανδρινού ποιητή, ο ιδιαίτερος φωτισμός της ελληνικής ιστορίας, η επανανάγνωση της και η σύνδεσή της με πρόσωπα και καταστάσεις των ιστορικών ημερών του, και η σύνδεσή της με πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές συνθήκες, καθιστά το ποιητικό του έργο σημείο αναφοράς για ποιητές και ιστορικούς. Σημείο προσέγγισης των δύο πλευρών. Δεν έχουμε μόνο τον ηδονιστή ποιητή, τον ποιητή της ομοφυλόφιλης ερωτικής επιθυμίας, των προσωπικών του καθαρά ομοφυλόφιλων επιλογών και προτιμήσεων, μια ερωτική προσωπική του διαδρομή που στα δυσμάς του βίου του αναπολεί με πίκρα, νοσταλγία και κάπως ντεκαντάνς διάθεση μέσα από τα μονοπάτια της εναργούς μνήμης του. Υπάρχει η φιλοσοφική πλευρά της ποίησής του, η ενασχόλησή του με ζητήματα αισθητικής, υπάρχει το θέμα της ποιητικής του γλώσσας, η διαφοροποίησή τους από τους ποιητές της γενιάς του, εντός και εκτός ελληνικής επικράτειας, υπάρχει ο μοντερνιστής διεθνώς αναγνωρισμένος Καβάφης. Στεκόμαστε με προσοχή στην οντολογική πλευρά του ποιητικού του λόγου, αποκρυπτογραφούμε την χριστιανική, την εθνική με δυό λόγια της θρησκευτική του πλευρά, και φυσικά, κυριαρχεί, ο ιστορικός και αρχαιολογικός Καβάφης. Ο αλεξανδρινός ποιητής διατηρεί έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με την ιστορία και τα πρόσωπά της. Συνομιλεί μαζί τους ανταλλάσσει γνώμες και επανερμηνεύει τις πράξεις τους. Το ποίημά του Τα Άλογα του Αχιλλέα πχ. μπορεί να ειδωθεί και σαν ιστορικό ποίημα και σαν ερωτικό. Μπορούμε να γράψουμε με αρκετή επιφύλαξη, ότι ενώ στο ερωτικό πεδίο της ποίησης του η ατμόσφαιρα είναι μια «κλαίουσα μνήμη» των ύστερων γηρατειών, ασφαλώς, με εξαιρετικές ηδονικές στιγμές και ερωτικές εικόνες, θεσπέσιες εικόνες άρτιας ομοφυλόφιλης αισθητικής ζωής ιδιαίτερων συναντήσεων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, ανάδειξη της σωματικής ομορφιάς σε πρότυπο αναφοράς, χείλη, μάτια, σωματικά μέλη αγαλματικής τελειότητας, απεικονίσεις που λατρεύουμε, υποκλινόμαστε στην τεχνική του μαεστρία, στο ύφος γραφής του, στην γλώσσα του, που παρότι ξενίζει, κουβαλά πολλαπλά και πλούσια αποθέματα ερωτισμού μέσα της, η Ιστορία, σαν κινητήριος μοχλός εξελίξεων ατόμων και προσώπων, κυριαρχεί στο πλήθος των ποιημάτων του. Την ατμόσφαιρά της την διαισθανόμαστε συνεχώς, την υποψιαζόμαστε στις πιο απρόβλεπτες στιγμές της ποιητικής του. Η ποιητική του φωνή γίνεται οντολογικότερη όταν επεξεργάζεται θέματα ιστορικής φύσεως, αποκτά τα εχέγγυα και την αποδοχή που έχει ο καθαρός ιστορικός λόγος. Και αν αληθεύουν οι σκέψεις αυτές, ο ιστορικός ποιητικός λόγος του Καβάφη, είναι συμπληρωματικός του αρχαίου ή της σύγχρονης εποχής ιστορικού από όπου αντλεί τα μοτίβα της ποίησής του. Η ιστορική ματιά του αλεξανδρινού εστιάζεται στην αρχαία, την ελληνιστική, την βυζαντινή περίοδο αλλά φτάνει και μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή. Απουσιάζει μόνο η επαναστατική και απελευθερωτική περίοδος του 1821.

            “C’ est tout mon baggage en prose”

             [Απόπειρα εξομολόγησης]
Μ’ επέρασεν από τον νούν απόψε να γράψω διά τον έρωτά μου. Και όμως δεν θα το κάμω. Τι δύναμι που έχει η πρόληψις. Εγώ ελευθερώθηκα από αυτήν’ αλλά σκέπτομαι τους σκλαβωμένους υπό τα μάτια των οποίων μπορεί να πέση αυτό το χαρτί. Και σταματώ. Τι μικροψυχία. Άς σημειώσω όμως ένα γράμμα-Τ-ως σύμβολον αυτής της στιγμής.
9.11.1902
Δεν ξεύρω αν η διαστροφή δίδει δύναμιν. Κάποτε το νομίζω. Αλλά είναι βέβαιον ότι είναι η πηγή μεγαλείου.
13.12.1902
--
[Γνώμη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη]
Προθύμως απαντώ εις την αίτησίν σας να εκφράσω την γνώμη μου περί του διηγηματογράφου μας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
     Είς όσα έργα του εδιάβασα μ’ έκαμεν εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις. Με φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα-τα ποια πρέπει να λεχθούν, τα ποια πρέπει να παραλειφθούν, και εις τα ποια πρέπει να σταματηθεί η προσοχή.
      Στα «Ροδιν’ Ακρογιάλια», το έργο του που εφάνηκε στο περιοδικό σας, είναι έκτακτα επιτυχημένος όλος εκείνος ο γύρος στην παραλία («Νέα Ζωή», έτος 4ον σελ. 668-673).
Το καφενείον του γέρου Γατζίνου πρώτα, κ’ έπειτα τα σπίτια των νοικοκυραίων που ξυπνούν ένα ένα μες στο χάραγμα είναι παρουσιασμένα με τέχνην ασφαλή. Και τι καλά περιγραμμένες στην «Φόνισσα» («Παναθήναια», Τομ. 5ος Οκτ. 1902-Μαρτ. 1903) είναι η οι νύχτες που περνά άγρυπνη η Φραγκογιαννού κοντά στο εγγόνι της μές στο σπίτι της Δελχαρώς’ κ’ επίσης η πρωινή της μετάβασις στον ελαιώνα, με την είσοδο στην εκκλησία του Άι Γιάννη του Κρυφού, και την μοιραίαν επίσκεψι στον μπακτσέ του Γιάννη του Περιβολά’ και οι σκηνές στο πλυσταριό του κυρ Ροσμαή.
--
      [ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΡΩΜΑΙΟΙ]

       Μήτε αξιοσύστατη, μήτε αναγκαία.(1) Θα έπρεπε ν’ αποδίδεται εις τα Κράτη-εφ’ όσον ο ιστορικός έχει την δυνατότητα να το κάμη-η ονομασία που παρέχει, εντελέστερα, μιάν ιδέα της συνθέσεώς των και της γλώσσας των. Μετά τον 8ο αιώνα και ίσως ήδη μετά τον 7ο – ο όρος «Ρωμαίος» αποβαίνει απατηλός. Η αυτοκρατορία δεν ήταν «Ρωμαϊκή» εθνικώς’ δεν ήταν Ρωμαϊκή γλωσσικώς’ δεν ωνομάζετο «Ρωμαϊκή» από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά έθνη.
     Οι Έλληνες, είναι αληθές, αυτεκαλούντο «Ρωμαίοι» για ν’ αποφεύγουν το όνομα του «Έλληνος» που εσήμαινε ειδωλολάτρης. Αργότερα, από του 13ου αιώνος μέχρι και του 15ου, όταν η συνάφεια μεταξύ «Ελληνισμού» και παγανισμού εξησθένησε, το παλαιό όνομα επανεμφανίζεται σε μερικούς χρονογράφους και ακόμη ο Βυζαντινός Μονάρχης αποκαλείται ενίοτε «Βασιλεύς των Ελλήνων», όπως ο σημερινός Έλλην βασιλεύς.
      Εξ άλλου, η πρόσληψις από τους Έλληνας του ονόματος «Ρωμαίοι», εκ λόγων θρησκευτικών, δεν είναι αιτία επαρκής για να χαρακτηρισθούν επτά αιώνες νοτιο-ανατολικής ευρωπαϊκής ιστορίας με μιάν ονομασία που προκαλεί σύγχυσι, σε όσους δεν γνωρίζουν διόλου ή γνωρίζουν πολύ ολίγο την μακράν αυτή περίοδο. Όσοι την κατέχουν θα θεωρήσουν την ονομασία ως μη επιστημονική. Ο ιστορικός θα έπρεπε να πασχίζη να χρησιμοποιή όρους επακριβείς και σαφείς. Ο όρος «Ρωμαίος» μας δίνει την ιδέα ενός λατινόφωνου λαού που κατοικεί την Ιταλία, ή κατάγεται από αυτήν (και πολιτικώς, μιάς επικρατήσεως ή εξουσίας ενός τέτοιου λαού επί ξένων εθνών, όπως κατά τους τελευταίους χρόνους της Δημοκρατίας και τους πρώτους αιώνας της Αυτοκρατορίας). Ο όρος «Έλλην» μας δίνει την ιδέα λαού ελληνόφωνου που κατοικεί το Νότιο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, τάς νήσους της Ανατολικής Μεσογείου και την Δυτική Μικρασία ή κατάγεται από τους τόπους αυτούς. (Το όνομα «Ρωμαίος» μπορεί επίσης να επεκταθή είς εκλατινισμένο, και το όνομα «Έλλην» εις εξελληνισμένο πληθυσμό). Το ανατολικό τμήμα του Κράτους, που υπήρξε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν περιελάμβανε, μετά τον 7ο ή 8ο αιώνα, σχεδόν κανένα Λατίνο’ συνέκειτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από Έλληνας. Αν επιθυμούμε να γράφωμε ιστορία προσεκτικά-σημειώνοντας τις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος και καθιστώντας τες σαφείς στην ορολογία μας-θα ωφείλαμε να αποκαλούμε το τμήμα αυτό Ελληνική Αυτοκρατορία’ ή άλλως Βυζαντινή, που περιέχει την ίδια σημασία, και η οποία είναι εν χρήσει μεταξύ των σημερινών Ελλήνων. Αυτούς θα έπρεπε ν’ αναγνωρίζωμε ως επαρκή αυθεντία σε ό,τι αφορά το παρελθόν τους εξ αιτίας της διακριτικής εκείνης ικανότητος την οποίαν οι φυλές αντλούν από την εξοικείωσί τους με την γραμμή πλεύσεως του εθνικού των βίου.
(1)       Είναι η ονομασία Ρωμαίος ή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.   
Neither  advisable, nor necessary. States should be given-when the historian has the option-the appellation which best conveys an idea of their composition and their language. After the 8th century-and perhaps even the 7th- “Roman” becomes a misleading term. The empire was not “Roman” ethnically; it was not “Roman” by language; It was not called “Roman” by contemporary European nations.
     The Greeks, it is true, called themselves “Romaioi” in order to avoid the name of “Hellene” which denoted the idolater. Later, from the 13th century and on into the 15th, when the connection between “Hellenism” and paganism grew less present, the old name reappears in some chronographers, and even Byzantine Monarch is occasionally called by them-like the actual Greek king-“Basileus Hellenon”.
     Besides, the assumption, from religious motives, of the name of “Romaioi” by the Greeks is not a sufficient reason to label seven centuries of South Eastern European history with a designation which is confusing to those who are unacquainted or but little acquainted with that long period, and which will be found unscientific by those who are conversant with it. The historian should endeavour to use accurate and clear terms. “Roman” conveys to us the idea of a Latin-speaking people, dwelling in or originating from Italy (and, politically, the predominance or rule of such a people, as in the last ages of the Republic and the first centuries of the Empire, over foreign nations). “Greek-speaking people dwelling in or originating from the Southern part of the Balkan Peninsula, the islands of the Eastern Mediterranean,  and Western Asia Minor.  (The name Roman can also be extended to a latinised, and the name Greek to a hellenised population). The eastern section of what had been the Roman Empire contained, after the 7th or 8th century, almost none of the former element; it consisted almost entirely of the latter. If we wish to write history carefully-noticing the changes effected by time, and making them evident in our terms-we should call that section the Greek Empire; or them the Byzantine, which connotes the same meaning, and which is a designation in use among the Greeks of to day, who should be accounted fair authorities on their past by reason of that discriminating capacity which races derive from familiarity with the trend of their national life,
                  C. P. C.(Konstantinos Cavafys)
--
                     [ΑΥΤΕΓΚΩΜΙΟ]
     Δεν συμμερίζομαι την γνώμη εκείνων που διατείνονται ότι το έργο του Καβάφη, με το να είναι ένα έργο ιδιότυπο και να μην ανήκει σε καμμιά από τις γνωστές σχολές, θα μείνη για πάντα ούτως ειπείν μια ειδικότης της ποιήσεως, η οποία δεν θα εύρη μιμητάς.
     Μιμητάς, αληθώς επιπολαίους ως επί το πλείστον, ανακαλύπτω ήδη και όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων ποιητών. Σπάνια αλλά χτυπητά δείγματα της επιρροής του Καβάφη διεπιστώθηκαν λίγο-πολύ παντού. Φυσική συνέπεια κάθε έργου αξίας και προόδου.
     Ο Καβάφης κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς την διανοητική συγκίνησι η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητος, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακινημένος από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού των.
     Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ’ έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα, υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνη απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως.
      Je ne suis pas de l’ avis de ceux qui pretendent que l’ oeuvre de Cavafy, etant une oeuvre a part, et n’ appurtenant a aucune des ecoles connues, restera a jamais  une specialite, pour ainsi dire, de poesie, qui ne trouvera pas d’ imitateurs.
      De ces imitateurs, superficiels il est vrai pour la ploupart, j’ en decoyvre déjà, et cela non seulement parmi les poetes grecs. De rares, mais frappants, signes de l’ influence de Cavafy ont ete constates un toute oeuvre de valeur et de progress.
     Cavafy selon mon avis est un poete ultra-moderne, un poete des generations futures. En complement de sa valeur historique, psychologique et philosophique, la sobriete de son style impeccable, qui touché parfois au laconisme, son enthousiasme pondere qui entraine a l’ emotion cerebrale, sa phrase correcte, resultat d’ un naturel aristocratique, sa legere ironie, sont des elements que gouteront encore plus les generations de l’ avenir poussees par le progress des decouvertes et par la subtilite de leur mecanisme cerebral.
     Les rares poetes comme Cavafy  tiendront alors une place preponderante dans un monde qui pensera beaucoup plus qu’ aujourd’ hui. Sur ces donnees, je maintiens que son oeuvre ne restera pas simlement enfermee dans les bibliotheques comme document historique du developpement Litteraire grec.   

                      ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
     ΣΕ ΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΕΥΧΗ των Παναθηναίων εγράφησαν πολλά για το μη αναγνωστικόν του Έλληνος και την ολίγη ενθάρυνσι που βρίσκουν το βιβλίο και το περιοδικό.
    Η γνώμες όλες ήσαν σύμφωνες που δεν δίδεται στη φιλολογία η υποστήριξις που έπρεπε προς όφελος υλικό των γραφόντων, και όφελος ηθικό του λαού.
     Μια τέτοια κατάστασις είναι αναντιρρήτως δυσάρεστη και βλαβερή. Η έλλειψη προσηκούσης υλικής υποστηρίξεως εμποδίζει συχνά την ανάπτυξι πολλών ταλάντων, αν όχι της πρώτης γραμμής (διότι η μεγάλη διάνοια, πιστεύω, είτε ενθαρρυνομένη είτε όχι, θα παράξει πάντα το έργον της) όμως ταλάντων αξίας, κ’ εν αυτοίς και ως εκ της συντελεστικής επιρροής των επί της μορφώσεως της όλης φιλολογίας.
      Αλλά κοντά στα πολλά δυσάρεστα και βλαβερά που έχει η κατάστασις, τα οποία καθημερινώς γίνονται τόσον αισθητά, ας σημειώσω-για νάχουμε και μια παρηγοριά στον καϋμό μας-κ’ ένα καλό της. Αυτό το καλό  είναι η πνευματική ανεξαρτησία την οποία χαρίζει.
     Όταν ξέρει ο γράφων που έτσι κ’ έτσι δεν θ’ αγορασθούν από την έκδοσί του παρά ολίγιστοι τόμοι (και που θα διαβαστεί το βιβλίο του κυρίως υπό την ιδιότητα δανεικού σώματος) διάφορα δεσμά πέφτουν αμέσως από επάνω του και αποκτά μια  ελευθερία μεγάλη στην δημιουργική του εργασία.
      Ο συγγραφέας που έχει υπ’ όψιν βεβαιότητα, ή και πιθανότητα, να πουλήσει ολόκληρη την έκδοσί του, και ίσως κατόπι κι άλλες εκδόσεις, επηρεάζεται ενίοτε απ’ αυτήν την μέλλουσα πούλησι. Όσο κι δεν είναι ειλικρινής και με πεποιθήσεις θα τύχουν-σχεδόν χωρίς να το θέλει, σχεδόν χωρίς να το νοιώθει-στιγμές που, γνωρίζοντας πως σκέπτεται και τι αρέσει και τι αγοράζει το κοινόν, θα κάμει κάτι μικρές θυσίες-θα πει τούτο κομμάτι αλλέως, και θα παραλείψει εκείνο. Και δεν υπάρχει πράγμα πιο ολέθριο για την Τέχνη (μόνο που το βάζει ο νούς μου, και φρίττω) παρά να λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως και να παραλείπεται εκείνο.
     Σ’ αυτήν την ανεξαρτησία αποδίδω πολύ μέρος της προόδου, κατά την ποιότητα, της συγχρόνου ελληνικής φιλολογίας.
      Ας πω ακόμη ότι αν και βέβαια είναι οδυνηρή η αδιαφορία την οποίαν η ελληνική κοινωνία δείχνει για την φιλολογία μας, και ότι δεν μας τιμά η σύγκρισις με άλλα έθνη εις τα οποία η ανάγνωσις θεωρείται ως σχεδόν καθήκον, εν τούτοις να μην ξεχνούμε ότι κι αλλού δεν βρίσκει πάντα πολυάριθμον κοινόν-τουλάχιστον στην πρώτη της εμφάνισι-η ύψιστη μορφή του στίχου, ή η τεχνικωτάτη ρύθμιση του πεζού λόγου.

Σημειώσεις:
Α. Το απόσπασμα του κυρού καθηγητή και δοκιμιογράφου Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη που προηγείται των Καβαφικών κειμένων το αντλώ από το γνωστό μελέτημά του «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ»-ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ. Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης-Πατρίκιος, εκδόσεις Κέδρος 1976, σ. 42.
Β. Το κείμενο [ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΡΩΜΑΙΟΙ] ένα σημείωμα που έγραψε απευθείας στα αγγλικά ο ποιητής και την μετάφρασή του μας έδωσε ο Μιχάλης Περίδης, το ερανίστηκα από το βιβλίο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, «ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», Εισαγωγή και Μετάφραση Μιχάλη Περίδη, εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη-Αθήνα 1963, σ.77- Γράφει σχετικά ο επιμελητής και μεταφραστής της έκδοσης σελίδες 29-:
«Το χειρόγραφο αυτού στου σημειώματος του Καβάφη, γραμμένου επίσης στην αγγλική ολογράφως, αποτελείται από δύο συγκολλημένα φύλλα (25,5Χ21 εκατ.). Μόνο οι δύο όψεις του καλύπτονται από την γραφή, η πρώτη εξ ολοκλήρου και η άλλη κατά το ήμισυ. Το χειρόγραφο υπογράφεται με τα λατινικά αρχικά του ονόματος του ποιητή C. P. C.
     Συχνά ο Καβάφης εσχολίαζε, επέκρινε ή ανασκεύαζε ισχυρισμούς και αποτιμήσεις συγγραφέων, των οποίων τα έργα εδιάβαζε. Συνέτασσε τότε σημειώματα που παρενέβαλλε στις σελίδες των βιβλίων στις οποίες αυτά αναφέροντο. Τα σημειώματα είναι γραμμένα σχεδόν πάντοτε στην αγγλική’ σπανίως στην ελληνική.
      Το δημοσιευόμενο σημείωμα, που τιτλοφορώ «Έλληνες και όχι Ρωμαίοι», επικρίνει και ανασκευάζει κατά πάσαν πιθανότητα, την σχετική με τον τίτλο ορολογία του έργου: “A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene” του Άγγλου ιστορικού J. Bury, που εξεδόθη το 1891. (1) Ο συγγραφεύς αυτός ονομάζει Ρωμαίους τους κατοίκους του νοτιανατολικού τμήματος της Βαλκανικής Χερσονήσου και Ρωμαϊκή την Ανατολική Αυτοκρατορία της περιόδου μεταξύ των αρχών του 5ου και τέλους του 8ου μ. Χ. Ο Καβάφης διαφωνεί. Με γλαφυρότητα, εμβρίθεια και πυκνό ύφος αποδεικνύει ότι από του 8ου αι. και ίσως από του 7ου, η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν ήταν ρωμαϊκή εθνικώς ή γλωσσικώς και δεν ωνομάζετο ρωμαϊκή από τα σύγχρονά της ευρωπαϊκά έθνη. Ήταν ελληνική και ελληνόφωνοι οι κάτοικοί της.
      Το σημείωμα αρχίζει με την φράσι: «Μήτε αξιοσύστατη, μήτε αναγκαία». Εννοιολογικώς η φράσις συμπληρώνεται ως εξής: «είναι η ονομασία Ρωμαίος ή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (2).
     Ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί Ραμπώ, Σλουμπερζέ, Γκασκέ, Ντίλ, ο πρώτος από του 1870 και οι άλλοι από του 1884 και 1888, για να μην αναδράμω στον Γάλλο επίσης Ντυκάνζ του 17ου αι. αποκαλούν την Ανατολική Αυτοκρατορία βυζαντινή ή και ελληνική, οι Άγγλοι, από προσήλωσι στην εσφαλμένη παράδοσι της βιβλιογραφίας τους, χρησιμοποιούσαν μέχρι πρό μερικών δεκαετηρίδων, την ονομασία ρωμαϊκή με τον προσδιορισμό μεταγενέστερη ή ανατολική αυτοκρατορία.
      Το σημείωμα θα εγράφη γύρω στα 1900, όπως μαρτυρεί η μορφή της υπογραφής, την οποία ο Καβάφης δεν μεταχειρίσθηκε στα πεζά του παρά από του 1898.».
1.Ο ίδιος ιστορικός εδημοσίευσε,  στα 1912, τη συνέχεια του βιβλίου του, υπό τον τίτλο “A History of the eastern Roman Empire from the fall of Irene to the accession of Basil 1” (802-867).
2,Το σημείωμα θα είχε τοποθετηθή μέσα στο βιβλίο του Bury απ’ όπου θα έπεσε.
Γ. Το Απόπειρα Εξομολόγησης σ.303 και το Γνώμη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη σ.105 καθώς και το Αυτοεγκώμιο σ.83 είναι ερανισμένα από το βιβλίο του ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΕΖΑ σε εισαγωγή και μετάφραση Μιχάλη Περίδη.  
Δ. Το 1963, τριάντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, (Konstantinos Cavafis Αλεξάνδρεια 29 Απριλίου 1863-Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 29 Απριλίου 1933), (που αποδέχονταν μόνο τα 154 δημοσιευμένα ποιήματά του) ο εκδοτικός οίκος του Γεωργίου Φέξη, «ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ» εξέδωσε δύο νέους τίτλους με ανέκδοτα πεζά του αλεξανδρινού ποιητή.
Το πρώτο βιβλίο είναι το: ΚΑΒΑΦΗ, «ΠΕΖΑ» παρουσίαση-σχόλια Γιώργος Α. Παπουτσάκης, Copyright για τα Καβαφικά κείμενα: by ALEXANDRE D. SINGOPOULO,  διαστάσεις 18Χ25, σελίδες 310. Στον κολοφώνα αναγράφονται τα εξής: ΤΟ ΤΥΠΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ¨ΠΕΖΩΝ» ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ Γ. Α. ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ, ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΦΕΞΗ, ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1963, ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ¨ΠΙΓΚΟΥΪΝΟΣ¨ (ΓΕΩΡΓ. ΜΠΙΖΟΥΜΗ) ΟΔΟΣ ΛΕΚΚΑ ΑΡΙΘ.21.-ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΕΜΕΛΗΘΗ Ο ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ ΣΕ CACHET ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΡΗΣΤΑΚΗ. ΤΑ CLICHES ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΤΣΙΓΚΟΓΡΑΦΕΙΟ Κ. ΤΣΟΤΑΚΗ ΛΕΚΚΑ 22.
    Η πρώτη αυτή κυκλοφορία των ανέκδοτων πεζών του Καβάφη χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες που συμπεριλαμβάνουν τα ανάλογα περιεχόμενα.
Πρόλογος
Α΄. ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ
Το Κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν
Οι άνθρωποι φίλοι των ζώων
“Give back the Elgin Marbles”
Τα Ελγίνεια Μάρμαρα
Νεώτερα περί των Ελγινείων Μαρμάρων
Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας
Ο Σακεσπήρος περί της ζωής
Ο καθηγητής Βλάκη περί της Νεοελληνικής
Οι Βυζαντινοί ποιηταί
Λάμια
Η ποίησις του κ. Στρατήγη
Το Κυπριακόν ζήτημα
Ελληνικά ίχνη εν τω Σακεσπήρω
Έλληνες λόγιοι εν Ρωμαϊκαίς οικίαις
Μια σελίς της Τρωικής ιστορίας
Μάρκου Αυγέρη: «Το τραγούδι της τάβλας»
[Γνώμη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη]
«Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού λαού», υπό Ν. Γ. Πολίτου
«Καρπαθιακά δημοτικά άσματα», υπό Μ. Γ. Μιχαηλίδου
Γρηγορίου Χ. Παπαμιχαήλ «Εκκλησία και θέατρον»
[Γνώμη για το θεατρικό έργο του Γρ. Ξενόπουλου]
[Γνώμη για το μυθιστόρημα «Ατσάλινες Κλωστές» του Απόστολου Λεοντή]
[Γνώμη για τον Άχμετ Ράσσιμ]
[Γνώμη για το βιβλίο «Ο Ελληνισμός και η Νεωτέρα Αίγυπτος» του Αθαν. Γ. Πολίτου]
[Απάντηση σε μιάν έρευνα για τη φιλολογική παραγωγή των Αιγυπτιακών Ελλήνων]
[Απάντηση σε μιάν έρευνα για το “populisme 
Β΄. ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΑΝΥΠΟΓΡΑΦΑ
Το Μουσείον μας
Χρίστος και όχι Χρήστος
Γ΄. ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ
Mask
Romaic Folk-lore of enchanted animals
Persian manners
Misplaced Tenderness
Το βουνό
Μια νύξ εις το Καλιντέρι
Ανεξαρτησία
H Hubert Pernot, “Grammaire du Grec Moderne”
Δ΄. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
[Πάνω σε μετάφραση του ποιήματος «Τα Παράθυρα»]
[Πάνω σε μετάφραση του ποιήματος «Πρόσθεσις»]
Έκθεσις επί της Μεταφράσεως του ποιήματος «Απουσία»
[Πάνω σε μετάφραση του ίδιου ποιήματος]
[Πάνω σε μετάφραση του ποιήματος «Στο σπίτι της ψυχής»]
Ε΄. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
[Ημερολόγιο από την αρρώστια και τις τελευταίες ημέρες του Μικέ Θ. Ράλλη]
[Ημερολόγιο του πρώτου ταξιδιού στην Ελλάδα]
[Απόπειρα εξομολόγησης]
[Για τον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας]
Το δεύτερο βιβλίο είναι το Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, εισαγωγή και μετάφραση Μιχάλη Περίδη, έχει διαστάσεις 21Χ15 και έχει 115 σελίδες. Τα Περιεχόμενά του είναι τα εξής:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΒΑΦΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΤΩΝ
Α. Ποιητική
Β. Ένας μεγάλος Άγιος
Γ. Έλληνες και όχι Ρωμαίοι
Δ. Αυτεγκώμιο
Ε. Η Σατραπεία
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Φωτοτυπίες του χειρογράφου της Ποιητικής
Ε. Στην σελίδα 31 στην «Εισαγωγή» σημειώνει ο Μιχάλης Περίδης για το [ΑΥΤΟΕΓΚΩΜΙΟ] που έγραψε ο ίδιος ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης για το έργο του:
    «Είμαστε γύρω στα 1930. Το έργο του Καβάφη είχε διαδοθεί πλατειά-μεταξύ των φίλων της ποιήσεως-όχι μόνο σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό όπου είχαν αρχίσει να πληθαίνουν οι μεταφράσεις ποιημάτων του. Η δόξα του είχε ανατείλει. Συγχρόνως όμως ο φθόνος ή μια διαφορετική νοητικότης ή η αντίδρασις εκείνων που απεχθάνονται ν’ ακούουν να γίνεται λόγος πολύς για έναν άνθρωπο, έβαλλαν εναντίον του με ψιθύρους και κατακρίσεις.
……………………………
     Στην σελίδα αυτή ο Καβάφης γίνεται κριτικός του έργου του ή, καλύτερα, εγκωμιαστής του. Πρέπει όμως να ομολογηθή ότι το εγκώμιο αντικειμενικώς είναι βάσιμο. Και την εποχή που έγινε και έκτοτε, πολλούς τέτοιους επαίνους και συχνά θερμότερους επροκάλεσε η ποίησίς του. Εκείνο που μπορεί να ενοχλή είναι ότι το εγκώμιο διατυπώθηκε από τον ίδιο τον ποιητή για το έργο του. Αλλά ο Καβάφης είχε την φυσική και, με την άσκησι, επίκτητη ικανότητα να σταθή μπροστά στο έργο του σαν να ήταν ένας άλλος, ένας ξένος, για να το κρίνη, με την προδιάθεσι βέβαια να το εξυμνήση, έχοντας όμως την επίγνωσι της αξίας του και ξέροντας πώς να το επαινέση σοβαρά και πειστικά.
     Ο Καβάφης μας δίνει ένα σύντομο αλλά περιεκτικό ορισμό της ποιήσεώς του, ο οποίος δεν είναι απλώς περιγραφικός και στατικός. Προβλέπει με θαυμαστή διορατικότητα την απήχησι της δημιουργίας του μέσα στο μέλλον. Την προβλέπει σωστά, χωρίς καμμιάν υπερβολή……..
ΣΤ.  Στον Πρόλογό του στην Παρουσίαση των Καβαφικών Πεζών ο Γιώργος Α. Παπουτσάκης αναφέρει μεταξύ άλλων, σελίδα ιβ΄:
«Έχω την εντύπωση, ότι η δημοσίευση των κειμένων του τόμου τούτου θ’ αποτελέσει μια συμβολή στη διαφώτιση πολλών σημείων της προσωπικότητας του Αλεξανδρινού ποιητή. Ανάμεσα σ’ αυτά μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την παλαιότερη εξέλιξη της σκέψης του,  τ’ αλληλοδιαδοχικά θέματα που κατά καιρούς τον απασχόλησαν, τη στάση που κράτησε πάνω σε διάφορα ζητήματα, ιδίως ιστορικά, εθνικά, γλωσσικά, λογοτεχνικά, αισθητικά. Φυσικά παρουσιάζω πρώτα, χρονολογικά καταταγμένα, όσα πεζά του κατόρθωσα να βρω δημοσιευμένα, σ’ εφημερίδες ή περιοδικά, με την υπογραφή του ή ανυπόγραφα (Μέρος Α΄ και Β΄)- αντλημένα τόσο από το Καβαφικό αρχείο, όσο κι από έρευνες σε βιβλιοθήκες. Ακολουθούν διάφορα κείμενα από ανέκδοτα χειρόγραφα που βρήκα επίσης στο αρχείο του, που πιθανώτατα ο ποιητής προώριζε για δημοσίευση, μα πού γι’ άγνωστο λόγο δεν δημοσίευσε (Μέρος Γ΄). Από το ίδιο αρχείο επίσης παρέθεσα διάφορες παρατηρήσεις του πάνω σε αγγλικές μεταφράσεις ποιημάτων του καμωμένες από τν αδελφό του Τζων (Μέρος Δ΄). Είναι κι αυτές πολυτιμώτατες, γιατί δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο εσχολίαζε λεπτομέρειες στίχων του και πως εννοούσε ο ίδιος την ποιητική μετάφραση. Το Ε΄ Μέρος περιλαμβάνει και προσωπικές σημειώσεις του. Πάνω στην εξαιρετική σημασία αυτών ων κειμένων θεωρώ περιττό να σταματήσω. Σ’ αυτά βλέπομε τον αυθεντικώτερο Καβάφη, τον πιο οικείο…»…..
Ζ. Το Καβαφικό κείμενο ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, το ερανίστηκα από την έκδοση «ΤΑ ΠΕΖΑ (1882;-1931) εκδόσεις Ίκαρος 2003, σελίδες 273-, σε φιλολογική επιμέλεια Μιχάλη Πιερή.
Η. Το 2003 σε ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ του Κύπριου καθηγητή και ποιητή Μιχάλη Πιερή εκδίδονται σε μια φροντισμένη έκδοση από την ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ «ΤΑ ΠΕΖΑ» (1882;-1931), με εικόνα του εξωφύλλου του Γιάννη Κεφαλληνού, σελίδες 400, διαστάσεις 13Χ 20.  Εκτός από την φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης που είχε ο Μιχάλης Πιερής, την τυπογραφική επιμέλεια είχε ο Μανόλης Σαββίδης και την σύνταξη των ευρετηρίων έκαναν η Δώρα Μυλωνά-Πιερή και η Χριστίνα Κοριζή., τις δε διορθώσεις η Ελευθερία Κοψιδά.
Ο τόμος χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες Ι. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ με τις υποενότητες α. Άρθρα και μελετήματα (1886-1918) περιλαμβάνει 21 κείμενα, β. Κριτικά σημειώματα (1908-1931) με 7 κείμενα. Ακολουθεί η ενότητα ΙΙ. ΚΡΥΜΜΕΝΑ με δύο πάλι υποενότητες. α΄. Δημιουργικά (1885;-1900) με επτά κείμενα, και, β΄. Άρθρα, μελετήματα, κριτικά σημειώματα (1882;-1930) με 29 κείμενα. Συνολικά έχουμε μια έκδοση με 64 μικρά ή μεγάλα πεζά κείμενα του αλεξανδρινού ποιητή. Εκτός από το εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή της έκδοσης που προηγείται, έχουμε το ΕΠΙΜΕΤΡΟ που περιλαμβάνει Μεταφράσεις ξενόγλωσσων κειμένων. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΙΤΛΩΝ. Η παρούσα σύγχρονη και νεότερη συγκεντρωτική έκδοση των Καβαφικών Πεζών δεν εμπεριέχει και άλλα κείμενα που δεν τα συναντάμε στις άλλες δύο εκδόσεις του 1963, αλλά, είναι χωρισμένη με βάση τους κανόνες και τις μεθόδους των ειδολογικών κριτηρίων όπως δηλώνου οι ενότητες. Η κατάταξη γίνεται με οργάνωση και κατηγοριοποίηση του δημοσιευμένου υλικού και ειδολογικά και χρονικά. Ταξινομείται το διάσπαρτο Καβαφικό υλικό με σύγχρονο τρόπο ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη επιστημονική εγκυρότητα και χρηστικότητα. Ο εμπλουτισμός της ύλης επίσης των δύο προηγούμενων εκδόσεων βοηθά τον αναγνώστη να έχει μια πληρέστερη εικόνα των ενδιαφερόντων του αλεξανδρινού ποιητή, τα αναγνωστικά τους ενδιαφέροντα, τις προτιμήσεις του σε βιβλία και ιστορικά μελέτες, τις μεταφραστικές του ικανότητες, την ενασχόλησή του με δυό λόγια με θέματα που είναι μεν όμορα με τον ποιητικό λόγο, έχουν όμως ξεχωριστή ταυτότητα και ενδιαφέρον. Κριτικές βιβλίων, παρουσιάσεις, σχολιασμούς του, απόψεις του, κρίσεις του, δημοσιογραφικές αναφορές του, αρθρογραφία, μικρές μελέτες για έργα ξένων ποιητών, δεν Τζον Κιτς, σκέψεις του για πολιτικά αμιγώς θέματα, όπως τα Ελγίνεια Μάρμαρα, το Κυπριακό ζήτημα,  θέσεις για την στιχουργική και την δομή μιας ποιητικής σύνθεσης, για την ορθή ορθογραφία ονομάτων, για την συλλογή λέξεων, τον βλέπουμε να μας εκφράζει την κρίση του για άλλους έλληνες ποιητές, ακόμα και για τον Ναό του Χρήματος κλπ. Η νέα αυτή έκδοση δεν περιλαμβάνει μόνο τις ημερολογιακές αναμνήσεις του ποιητή από τα ελάχιστα ταξίδια που πραγματοποίησε ο Καβάφης στο εξωτερικό. Ο υπομνηματισμός και ο σχολιασμός των κειμένων από τον επιμελητή μας βοηθά επίσης στην καλύτερη κατανόηση της Καβαφικής σκέψης και των ενδιαφερόντων του.
Σημειώνει ενδεικτικά ο επιμελητής:
«….Η γενική κατάταξη των κειμένων σε δύο μέρη βοηθά να αντιληφθούμε καλύτερα ορισμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πνευματική διαμόρφωση και την καλλιτεχνική ανέλιξη του Αλεξανδρινού. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι σε ένα πρώιμο στάδιο της ζωής του ο Καβάφης είχε προσανατολισθεί προς την κατεύθυνση μιας δημοσιογραφικής ή και πολιτικής καριέρας. Επομένως η δημοσίευση κειμένων ευρύτερου εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα (όπως «Το Κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» ή το «Λάμια») είτε πολιτικού ενδιαφέροντος (όπως «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» ή «Το Κυπριακόν ζήτημα») δείχνει ότι ο Καβάφης προσπαθούσε να καθιερωθεί ως νέος λόγιος δημοσιογράφος με ευρύτερα ενδιαφέροντα γύρω από λογοτεχνικά, πολιτισμικά, και εθνικά θέματα.»
Θ. Εκτός από αυτές τις κύριες εκδόσεις των Καβαφικών Πεζών, κατά άτακτα χρονικά διαστήματα αρκετοί μελετητές έχουν παρουσιάσει ή έχουν συμπεριλάβει μέσα σε τόμους τους Πεζά του ποιητή που δεν συμπεριλαμβάνονταν στις δύο πρώτες εκδόσεις του 1963 από τις εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη. Βλέπε παραδείγματος χάριν τους τόμους των κριτικών κειμένων του κυρού καθηγητή Γεωργίου Σαββίδη που διαχειρίζονταν και το Αρχείο του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.
     Κωνσταντίνος Καβάφης, ένας ποιητής της ελληνικής περιφέρειας που δεν πρόλαβε όσο ζούσε να δει να εκδίδονται τα Άπαντά του, και αναγνώριζε ως έγκυρη δουλειά του μόνο τα 154 δημοσιευμένα του ποιήματα, είναι ο πλέον προβεβλημένος και δικαίως έλληνας ποιητής της ελληνικής γραμματείς. Περισσότερο ίσως και από τους δύο νομπελίστες μας ποιητές. Ο αριθμός των μεταφράσεων των ποιημάτων του είναι αρκετά μεγάλος και συνεχής. Οι μελέτες που έχουν γραφεί από έλληνες και ξένους για το ποιητικό του σύμπαν αριθμούν αρκετές εκατοντάδες και δεν έχουν τέλος. Ο ποιητής που κατόρθωσε να βάλει μέσα στις βιβλιοθήκες των σπιτιών, αστών και προλετάριων, μικροαστών και πολιτικά χρωματισμένων ατόμων, ελλήνων και ξένων τα ομοφυλόφιλα ποιήματά του, την δική του αισθητική θεώρηση περί ηδονής, κέρδισε επάξια τον χρόνο και τις αναγνωστικές καρδιές χιλιάδων αναγνωστών και αναγνωστριών. Τίποτα δεν πάει χαμένο στο ποιητικό έργο αυτού του αλεξανδρινού έλληνα συγγραφέα. Γλώσσα, ιστορία, έρωτας, φιλοσοφία, οντολογία, φιλολογία, ύφος, αρχαιόθεμα μέλη της ποίησής του και βυζαντινά, όλα γίνονται αποδεκτά από τους αναγνώστες του έργου του και υιοθετούνται σαν μοντέλα της δικής τους συγγραφικής τέχνης. Ο Καβαφικός λόγος έχει απαγγελθεί από μαθητές σχολείων μέχρι πατριάρχες, και από αμερικανούς καλλιτέχνες έως πολιτικούς ευρωπαίους ηγέτες. Πολλοί στίχοι του, χρησιμοποιούνται ως αποφθεγματικές ρήσεις. Και ορισμένα του ποιήματα ως μοντέλο ποιητικής ερμηνείας της ιστορίας.
Ποιητής ή «λανθάνων» Ιστορικός ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης εξακολουθεί να μας συγκινεί με τα διδάγματά του και τα διαχρονικά του ανθρωπιστικά μηνύματα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεύτερη γραφή σήμερα, 30 Ιουνίου 2018
Πειραιάς, 30/6/2018            



Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί θανάτου


ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί θανάτου,
Μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη 2007

        Ποιος δεν θυμάται τον αρχαίο μύθο της Σίβυλλας και τον λόγο της «Αποθανείν θέλω», την όμορφη κοπέλα που ερωτεύτηκε ο Θεός Απόλλων και εκείνη άμυαλη και επηρμένη εκμεταλλευόμενη τον έρωτά του Θεού για αυτήν, του ζητούσε φορτικά να την κάνει αθάνατη. Να της προσφέρει την ιδιότητα που έχουν μόνο οι Θεοί. Και παρά τις παρακλήσεις του Απόλλωνα-που γνώριζε ότι μόνον οι Θεοί είναι Αθάνατοι, αυτή επέμενε. Στο τέλος ο Θεός υπέκυψε, της έκανε το χατίρι, την έκανε αθάνατη. Όμως, όπως ο μύθος δηλοί, πολύ σοφά, την συναντάμε μετά από χρόνια-σε μεγάλη ηλικία- να τριγυρνά στις  παραλίες, γριά, μισότρελη, τυφλή, χωρίς ακοή, με μεγάλα νύχια και μπλεγμένα κάτασπρα μαλλιά, σώμα γυρτό, κουρασμένο, όλο ζάρες και πληγές,  με χαμένα τα λογικά της, ξένη ανάμεσα σε ξένους, να φωνάζει σπαρακτικά «Αποθανείν θέλω». Γιατί ο εραστής Θεός Φοίβος Απόλλωνας μπορεί να της πρόσφερε την Αθανασία, αλλά δεν σταμάτησε τον χρόνο να κυλά εις βάρος της. Η άμυαλη γυναίκα ήταν μεν αθάνατη αλλά γερνούσε, μεγάλωνε συνεχώς με ότι αυτό συνεπάγεται στην ροή του χρόνου. Ο Μύθος, είναι χαρακτηριστικός για αυτούς που απερίσκεπτα επιθυμούν την φυσική αιωνιότητα.
      Μια αιωνιότητα της Ζωής ενός έμβιου όντος θα ήταν τόσο άχαρη και κουραστική, απεχθής και γεμάτη αρρώστιες, πάσης φύσεως και βαθμού σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες όσα βάσανα αφήνει πίσω του ο ξαφνικός και απρόσμενος Θάνατος. Ζωή χωρίς Θάνατο δεν υπάρχει και ο Θάνατος προϋποθέτει το φαινόμενο της Ζωής. Είναι μια συνεχής αλυσίδα του θαυμαστού, αινιγματικού αυτού τυχαίου και απρόβλεπτου παιχνιδιού της Φύσης μέσα στο Σύμπαν. Ένα παιχνίδι που εμείς είμαστε τα πρόσκαιρα πιόνια του Χρόνου. Τα πάντα που γεννήθηκαν οφείλουν και να πεθάνουν. Μόνο που, πεθαίνοντας, παρασέρνουν μαζί τους και τον ίδιο τον Θάνατο. Ο Θάνατος δηλαδή, είναι η ίδια η απώλεια και του ίδιου του Θανάτου. Αν χαθεί η Ζωή, ο Θάνατος δεν έχει αιτία ύπαρξης. Η Ζωή τροφοδοτεί τον Θάνατο και όχι το αντίθετο. Το παιχνίδι αυτό της Φύσης συνεχίζεται από πάντα με ή χωρίς το ανθρώπινο είδος.     

     Μεταφέροντας στην ιστοσελίδα μου την κριτική του κυρού καθηγητή Πανεπιστημίου των Αθηνών Σάββα Αγουρίδη, διαβάζω ξανά ορισμένα από τα μυθιστορήματα του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου βραβευμένου με το ΝΟΜΠΕΛ λογοτεχνίας το 1998.
     Σε αυτό το σημείωμα, μεταφέρω τις κριτικές δύο αναγνωρισμένων γυναικείων φωνών στον χώρο του βιβλίου και της κριτικής που τα δημοσιεύματά τους σε εφημερίδες και περιοδικά προκαλούν το ενδιαφέρον των βιβλιόφιλων και όχι μόνο. Της Μάρης Θεοδοσοπούλου και της Τιτίκας Δημητρούλια που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες που συνεργάζονταν στα Κυριακάτικα φύλλα τους την χρονιά που εκδόθηκε το μυθιστόρημα. Της Δημητρούλια στις 4 Νοεμβρίου 2007 στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο «Υμνώντας τη ζωή μέσα από τον θάνατο» σελίδα 10 και, της Θεοδοσοπούλου στις 4 Νοεμβρίου 2007 στην εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» σελίδα 27 με τίτλο «Η Ατραπός και ο τσελίστας». Χρησιμοποιώ τα ονόματα κατά αλφαβητική σειρά των επιθέτων των έγκριτων κριτικών καθώς και την ορθογραφία των κειμένων. Αντιγράφω τις δύο κριτικές σαν ένα ενδεικτικό μοντέλο κριτικής από δύο γυναικείες φωνές την συγκεκριμένη χρονιά για το ίδιο έργο. Ώστε, οι όποιοι σημερινοί ενδιαφερόμενοι να έχουν μια εικόνα του λόγου, της σκέψης και των ενδιαφερόντων των παλαιότερων κριτικών πάνω σε θέματα εκδόσεων και κυκλοφορίας του βιβλίου. Και να γνωρίζουν, ενδεικτικά έστω, στο πως υποδέχθηκαν το μυθιστόρημα του πορτογάλου μυθιστοριογράφου. Πληροφοριακά αναφέρω ότι η Μάρη Θεοδοσοπούλου σε ένα πρόχειρο ξεσκόνισμα στο  αρχείο μου, βρήκα ότι έχει γράψει και άλλο για τον Σαραμάγκου κείμενο, την χρονιά που βραβεύτηκε με το ΝΟΜΠΕΛ στην εφημερίδα που συνεργάζονταν. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» της Κυριακής 11 Οκτωβρίου 1998, σελίδα 29, με τίτλο «Ζοζέ Σαραμάγκου: Ο φετινός νομπελίστας λογοτεχνίας» Ένας ανατροπέας της ιστορίας με ρίζες στην ιβηρική παράδοση. Δίπλα στην κριτική της Θεοδοσοπούλου για τον πορτογάλο πεζογράφο στην στήλη της «Στάσεις»-Περίπτερα, η κριτικός παρουσιάζει το περιοδικό «Σύναψις» τεύχος 5/ Καλοκαίρι 2007. Και, στην πίσω σελίδα, την 9, που δημοσιεύεται η κριτική της Τιτίκας Δημητρούλια στην εφημερίδα « Η Καθημερινή», η δημοσιογράφος Όλγα Σέλλα συνομιλεί με τον πολυδιαβασμένο νέο έλληνα πεζογράφο Βαγγέλη Ραπτόπουλο με τίτλο «Η αυτοαπέχθεια περισσεύει γύρω». Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλάει για την οικογένεια του 2007. Επιπροσθέτως, καταγράφω ελάχιστες πληροφορίες δημοσιευμένες σε εφημερίδες για τον Ζοζέ Σαραμάγκου.

Υμνώντας τη ζωή μέσα από τον θάνατο
Το τελευταίο βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου που διαβάζεται σαν παραμύθι χαρακτηρίζεται από το ανατρεπτικό χιούμορ του συγγραφέα
     Ο θάνατος όταν αποφασίζει να ντυθεί τις σάρκες του και να μην είναι πια σκελετός με το σάβανο που αποφασίζει, χωρίς αφέντη και προϊστάμενο, για τις ζωές των ανθρώπων σε μια χώρα, είναι γυναίκα, πανέμορφη, γύρω στα τριάντα έξι. Ο θάνατος, η θάνατος μάλλον, είναι περιφερειακή, απασχολείται σε μια χώρα μόνο και η δικαιοδοσία της αφορά μόνο το ανθρώπινο είδος, δεν έχει καμία εξουσία στα ζώα ή τα φυτά. Εξού και υπογράφει τις επιστολές της ως «θάνατος», με πεζό το πρώτο γράμμα, από σεβασμό προς τον Θάνατο με κεφαλαία, που είναι η απόλυτη καταστροφή κάθε ζωής, του σύμπαντος. Η θάνατος, λοιπόν, ενός βασιλείου αποφασίζει κάποια στιγμή να αναστείλει τις δραστηριότητές της. Την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, στο βασίλειο αυτό, οι άνθρωποι σταματούν να πεθαίνουν. Όλοι συνεχίζουν να ζουν σε όσο άσχημη κατάσταση και αν βρίσκονται, νεκροί-ζωντανοί, και κανείς δεν μπορεί, για κανένα λόγο, να πεθάνει. Η χώρα βυθίζεται σε ένα χάος χωρίς προηγούμενο. Τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα γραφεία τελετών, μεταξύ άλλων, βρίσκονται σε αδιέξοδο.
                  Η Εκκλησία
     Η καρέ, η καθολική αποστολική ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δηλαδή, θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή, μετά βεβαιότητος δαιμονική, μπορεί να την οδηγήσει στο χείλος της καταστροφής: χωρίς θάνατο, δεν υπάρχει ανάσταση, και χωρίς ανάσταση δεν υπάρχει θρησκεία. Το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο, με τους νέους να υπηρετούν αιωνόβιους γέροντες και ασθενείς που μάλλον βρίσκονται στην πλευρά του θανάτου. Οι άνθρωποι αρχίζουν να πηγαίνουν τους ετοιμοθάνατους στις όμορες χώρες, όπου η δική τους θάνατος συνεχίζει κανονικά και με το νόμο τη δουλειά της. Πολύ σύντομα το έργο αυτό, της μεταφοράς, ταφής στις γειτονικές χώρες, και στη συνέχεια στην ίδια την χώρα, το αναλαμβάνει η μαφφία, με δύο φφ για να ξεχωρίζει από την κλασική. Η ίδια που θα συντονίσει τις εργασίες όταν η θάνατος, με μωβ επιστολή, ανακοινώνει ότι επανέρχεται δριμύτερη, αφού έδωσε στους ανθρώπους μια μικρή γεύση για την κόλαση που θα ήταν η αιώνια ζωή. Διότι με το μαζικό θάνατο όλων των νεκροζώντανων ενός εξαμήνου, το χάος κυριαρχεί και πάλι, από την ανάποδη.
     Η θάνατος, πολύ ευαίσθητη όσον αφορά τη δημόσια εικόνα της, αποφασίζει να προειδοποιεί τον κάθε μελλοθάνατο μία εβδομάδα πριν, ώστε να έχει  χρόνο να ρυθμίζει τις εκκρεμότητές του και να αποχαιρετά τους οικείους του. Κι εκεί την πατάει. Μπερδεύει τις καρτέλες και ένας μοναχικός βιολοντσελίστας σαράντα εννιά ετών δεν πεθαίνει στην ώρα του. Η θάνατος πρέπει οπωσδήποτε να διορθώσει το λάθος. Ενσαρκώνεται και παρακολουθεί τη ζωή του τυχερού. Με απρόβλεπτες συνέπειες, για τον βιολοντσελίστα, την ίδια, τη ζωή εν γένει.
                  Ανατρεπτικό βλέμμα
     Την ευφάνταστη αυτή ιστορία, με τις δύο αντικριστές ιστορίες και την σύνθεση-κορύφωση της ενσάρκωσης του θανάτου, μας την αφηγείται ένας μεγάλος συγγραφέας, ο Πορτογάλος νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-).
Γιος ακτημόνων, με σπουδές μηχανικού αυτοκινήτων, στη διάρκεια των οποίων, ως εκ θαύματος, ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία, συγγραφέας που άργησε να βρει τον δρόμο του (μετά από ένα πρώτο νεανικό  βιβλίο, απείχε τριάντα χρόνια από τη λογοτεχνική σκηνή), ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, ο Σαραμάγκου τιμήθηκε το 1998 με το Νόμπελ για την αιρετική του ματιά στον κόσμο, ειρωνική, σουρεαλιστική, τρυφερή και γλυκόπικρη. Ο Σαραμάγκου προσεγγίζει σε όλο του το έργο τα πιο σημαντικά ζητήματα της ανθρωπότητας και της ανθρωπινότητας, με τρόπο όμως ανατρεπτικό, διαβάζει την ιστορία από αναπάντεχες οπτικές γωνίες (όπως στο «Ευαγγέλιο κατά του Ιησού» που απαγορεύτηκε στη χώρα του και τον ανάγκασε να μετοικήσει στη γειτονική Ισπανία).
     Το «Περί θανάτου» αναπόφευκτα θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το έργο του, ένα μεγάλο κομμάτι του οποίου είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, το «Περί τυφλότητας», το μυθιστόρημα που ανέλυε τις συνέπειες μιας γενικευμένης τύφλωσης του πληθυσμού. Το «Περί θανάτου», όμως, πάει ένα βήμα παραπέρα. Μέσα από ένα παστίς ρητορικών που προκαλεί διαρκώς το μειδίαμα του αναγνώστη, με τον ιδιαίτερο σουρεαλιστικών καταβολών οίστρο του συγγραφέα που αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τα πεζά και τα κεφάλαια, σημαίνει τους διαλόγους, οργανώνει τις προτάσεις και τις παραγράφους, δεν εξετάζει απλώς από κάθε σκοπιά το ζήτημα της θνητότητας. Αλλά κηρύσσει τη νίκη του ανθρώπου επί του θανάτου, μέσα από τα πιο ανθρώπινα αισθήματα, τις πιο ανθρώπινες πτυχές  της ζωής.
       Παρωδώντας τη λειτουργία του κράτους, της Εκκλησίας, των θεσμών, με συνεχείς παρεκβάσεις που ξεχειλώνουν την αφήγηση για να φαίνονται οι ραφές της, την ίδια στιγμή που ενισχύουν την αφηγηματολογική της δυναμική, με ανάλαφρα αυτοαναφορικά και μετά αφηγηματολογικά σχόλια, ο Σαραμάγκου συνθέτει έναν ύμνο στη ζωή, στην καθημερινότητα, στο πιο απλό και το πιο σύνθετο του ανθρώπου, στο άνοιγμα του στον Άλλον, που αποτελεί τη σωτηρία του.
     Ένα εξαιρετικό βιβλίο, που προσεγγίζει με χιούμορ και βαθιά ανθρωπιά τη ζωή μέσα από το θάνατο και διαβάζεται σαν παραμύθι.
Τιτίκα Δημητρούλια, εφημερίδα «Η Καθημερινή» Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007, σ. 10.
--
Η Ατραπός και ο τσελίστας

     Έκ πρώτης όψεως, το γεγονός πως ο Ζοζέ Σαραμάγκου ή και Σαραμάγκο, συμπληρώνοντας τα 83, στις 16 Νοεμβρίου 2005, γράφει τις παραμονές των γενεθλίων του ένα μυθιστόρημα περί θανάτου, θα μπορούσε να εκληφθεί ως στάση πεισιθάνατη. Όμως η ανάγνωση του βιβλίου δείχνει πως η διάθεσή του πόρρω απέχει της παραίτησης ή ακόμη και της τάσης για μια απαισιόδοξη θεώρηση του θέματος. Εν μέρει, την λανθασμένη εντύπωση δημιουργεί η ελληνική απόδοση του τίτλου, με την δοκιμιακή της χροιά, ακολουθώντας την απόδοση των τίτλων των δύο προηγουμένων μυθιστορημάτων του Σαραμάγκο, το «Περί τυφλότητος» του 1997 και το «Περί φωτίσεως» του 2004. Ωστόσο και οι τρείς πρωτότυποι τίτλοι παραμένουν μυθιστορηματικού τύπου, αν και τα δύο παλαιότερα ευθυγραμμίζονται, δηλώνοντας την φύση του μυθοπλαστικού εγχειρήματος’ «Ζοφερή δοκιμή (ή και πρόβα) στην τυφλότητα» και «Ζοφερή δοκιμή στην φώτιση». Εξ ου και Άγγλοι, Γάλλοι, προτίμησαν τους μονολεκτικούς «Τυφλότητα» και «Φώτιση». Στους ελληνικούς τίτλους, η πρόθεση περί, που συνήθως εισάγει τίτλους συγγραμμάτων, φαίνεται κάπως αταίριαστη. Πόσω μάλλον, στο πρόσφατο μυθιστόρημα, όπου ο πρωτότυπος τίτλος δείχνει παιγνιώδης, καθώς αναφέρεται σε «κενό θανάτου», όπως θα λέγαμε, κενό εξουσίας, ή, παραπλήσια, σε «διάλειμμα θανάτου», που, σε ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσε να καταλήξει και «όταν ο θάνατος πάει διακοπές». Προσώρας, οι μεταφράσεις στην αγγλική και την γαλλική ετοιμάζονται, οπότε μένει ζητούμενο πως θα αποδοθεί ο τίτλος. Όπως κι αν έχει, ο Σαραμάγκο είναι αμιγώς μυθοπλάστης, έστω, τα πρώτα χρόνια και ποιητής, παραμένοντας πάντως δια βίου μακράν της δοκιμιογραφίας.
     Μέσω των τίτλων οδηγούμαστε στο μυθοπλαστικό μοντέλο, που εισήγαγε προς δεκαετίας ο πορτογάλος συγγραφέας και στο οποίο επανέρχεται τα τελευταία χρόνια, αφού αποδείχθηκε τυχερό, φέρνοντάς του το Νόμπελ του 1998, αλλά και βολικό, όπως κάθε βολικό σχήμα που συμβάλλει στο ταχύτερο στήσιμο της μυθιστορίας. Και στα τρία μυθιστορήματα ακολουθεί το ίδιο μυθοπλαστικό, τρόπον τινά, πατρόν, αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα και δημιουργώντας μια εγγενώς αδύνατη κατάσταση, που, όμως, προβάλλει αληθοφανής, καθώς παρουσιάζεται σαν πειραματισμός σε μια ουτοπική προέκταση του παρόντος. Ως γνωστόν, στις ημέρες μας, σύσσωμη η αβανγκάρντ της επιστήμης και της τεχνολογίας καταβάλλει πείσμονες προσπάθειες για την παράταση του προσδόκιμου ορίου επιβίωσης. Ει δυνατόν, όχι μόνο να στείλουν τον Χάροντα σε διακοπές αλλά και να τον ξαποστείλουν στον Άδη, ώστε το ανθρώπινο είδος να μείνει δια παντός στο επίγειο παράδεισό του. Πόσο παραδεισένια θα είναι μια επίγεια κοινότητα υπεραιωνόβιων, εξεικονίζει ο Σαραμάγκο στην πρόσφατη αλληγορική του διήγηση, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως παραβολή, καθώς δεν στερείται ηθικού διδάγματος. Πάντως, παρά την πληθωρική φαντασία του, περιορίζεται σε μια ουτοπία ζόμπυ, αφού οι άνθρωποι στο μυθιστόρημα και ασθενούν και γερνούν μόνο που δεν αποθνήσκουν.
      Κατά τον μύθο, σε μια ηπειρωτική χώρα, σφηνωμένη ανάμεσα σε τρία κράτη, με πληθυσμό γύρω στα δέκα εκατομμύρια και μια πρωτεύουσα δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μέγεθος της χώρας, που απολαμβάνει τα καλά της βασιλευομένης δημοκρατίας, με μια βασιλική οικογένεια που έχει αρκεστεί σε ρόλο διακοσμητικό, καθώς και μιας κραταιάς Καθολικής Εκκλησίας, έρχεται μια πρωτοχρονιά χωρίς ούτε έναν θανόντα, αντί της συνήθους εκατόμβης λόγω και της εορταστικής κραιπάλης, ακολουθούμενη από ένα πολύμηνο κενό θανάτου. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου δίνεται μια πανοραμική εικόνα της πρωτοφανούς κατάστασης που δημιουργείται, με σαφείς και διαρκείς νύξεις στα κακώς κείμενα της σήμερον, τονίζοντας την τέχνη των ΜΜΕ στη διόγκωση και την παραμόρφωση της είδησης αλλά και το στερεότυπο των κυβερνητικών αντιδράσεων, είτε πρόκειται για λοιμούς και καταποντισμούς είτε για ανάσταση ετοιμοθάνατων, καθώς και πόσο ικανή αποδεικνύεται μια υπουργική διάνοια σε ασκήσεις πολιτικού ρεαλισμού. Σε διαδοχικά κεφάλαια, ο Σαραμάγκο διασκεδάζει περιγράφοντας τις κινήσεις πανικού των θιγομένων επαγγελματικών συντεχνιών αλλά και τους ευφάνταστους τρόπους που επινοούν για τη σωτηρία τους, ορμώμενος πάντοτε από τις τρέχουσες καταστάσεις. Λ. χ., οι εργολάβοι κηδειών, εκμεταλλευόμενοι την κίνηση για την προστασία των δικαιωμάτων των ζώων, ζητούν να γίνει υποχρεωτική η κήδευση και ταφή τους, ώστε να μην μείνουν παντελώς άνεργοι, δεδομένου ότι στην μυθοπλαστική ουτοπία τα υπόλοιπα έμβια όντα, πλην του ανθρώπου, εξακολουθούν τον κανονικό κύκλο της ζωής. Αν και πλέον επινοητικοί αποδεικνύονται, όπως και θα αναμενόταν, οι ασφαλιστές, που προτείνουν συμβόλαια ζωής με όριο τα ογδόντα έτη, αφού, έτσι κι αλλιώς, ήδη από σήμερα που ο θάνατος δεν έχει αργίες, πέραν αυτής της ηλικίας θεωρείται κάποιος κοινωνικά νεκρός.
     Μια κάποια λύση στη συσσώρευση ετοιμοθάνατων θα τη δώσει η σοφία των γερόντων, προτείνοντας την μεταφορά τους πέραν των συνόρων, μια και στις γειτονικές χώρες, πάντοτε κατά την μυθοπλασία, ο θάνατος καλά κρατεί. Όμως, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, τις καλές ιδέες τις εκμεταλλεύονται οι δόλιοι, στην προκειμένη περίπτωση, μια εγκληματική οργάνωση, με την οποία δεν θα διστάσει να συνεργαστεί η κρατική μηχανή, προκειμένου να προλάβει επαναστατικές κινήσεις που πάντοτε κυοφορούν οι έκρυθμες καταστάσεις. Προς συμπλήρωση της εικόνας, παρατίθενται συζητήσεις φιλοσόφων και θεολόγων, όπου ο συγγραφέας αρκείται στη διακωμώδηση χωρίς στοχαστικές εμβαθύνσεις, σαρκάζοντας μια Εκκλησία που καταποντίζεται χωρίς νεκρούς και Δευτέρα Παρουσία. Εδώ, ο συγγραφέας καταλήγει σχεδόν βλάσφημος, όπως μόνο ένας σκεπτικιστής αριστερός μπορεί να γίνει.
      Ολιγοσέλιδο, τουλάχιστον για τα καθ’ ημάς μέτρα και σταθμά, το μυθιστόρημα, απλώνεται σε 220 σελίδες και δέκα κεφάλαια. Η περιγραφή της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα κατά το κενό θανάτου καλύπτει τα οκτώ πρώτα κεφάλαια, ενώ το χρονικό διάλειμμα των θανάτων κρατά επτά μήνες. Μόνο που ο δαίμων του Τυπογραφείου έβαλε την ουρά του, αναγράφοντας έξι μήνες, οπότε και προκαλείται σύγχυση στο λογαριασμό των ετοιμοθάνατων, τον οποίο κάνει ο Χάροντας, όταν επιστρέφει για να τους πάρει εν μια νυκτί. Για δέκα εκατομμύρια ψυχές, με ετήσιο ποσοστό θνησιμότητας 10%, βγαίνουν 62. 577, μόνο αν πρόκειται για επτάμηνη διακοπή, όπως άλλωστε και διορθώνεται στις επόμενες σελίδες. Στα υπόλοιπα επτά κεφάλαια, πρωταγωνιστεί ο Χάροντας με το δρεπάνι του, μαυροφορεμένος και κουκουλοφόρος, αλλά όχι καβαλάρης, όπως τον θέλει η δική μας λαϊκή παράδοση.
      Θηλυκού γένους ο θάνατος στις λατινογενείς γλώσσες, δίνει την ιδέα για μια γοητευτική ηρωίδα, που, ελληνιστί, ακούει στο όνομα η Θάνατος, αν και η γλώσσα μας διαθέτει και το θηλυκό του θανάτου, την θανή. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εξελίσσεται σε ροζ παραμύθι, ιδιαίτερα γοητευτικό, καθώς ο συγγραφέας εμπλέκει σε αυτό και τα μυστήρια όντα της ελληνικής μυθολογίας. Κατά την παραμυθική διήγηση του Σαραμάγκο, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όπως γίνεται στα παλαιά μυθιστορήματα, δεν υπάρχει ένας θάνατος αλλά μια πυραμίδα θανάτων για τα διάφορα είδη πανίδας και χλωρίδας, όπου στην κορυφή βρίσκεται ο θάνατος του σύμπαντος. Εν τέλει, ένα γραφειοκρατικό σύστημα κι αυτό, με την Θάνατο μια ρομαντική υπάλληλο, που δεν θα διστάσει να παρακούσει τους κανόνες όταν θα βρεθεί ένας θνητός να της αντισταθεί. Κι αυτός δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας καλλιτέχνης και δη, θεράπων της πιο αρχέγονης τέχνης, της μουσικής. Δεν την σαγηνεύει παίζοντας σουραύλι, όπως η Νυφίτσα στον «Μικρό Εγιόλφ» του Ίψεν ή ο Σουραυλής στο παπαδιαμάντιο «Μοιρολόγι της φώκιας», αλλά βιολοντσέλο. Και η κατάληξη του μυθιστορήματος αυτονόητη όσο και ιδιοφυής, τον θάνατο μόνο ο έρωτας μπορεί να κατανικήσει, έστω στα παραμύθια.
     Όμως λογοτεχνία είναι η γλώσσα και ο Σαραμάγκο είναι ένας συγγραφέας με ύφος, ποιητικό και σκωπτικό. Αυτός ο Σαραμάγκο μένει να τον απολαμβάνει η επικράτεια της πορτογαλικής. Από μια μετάφραση αναμένεται νοηματική καθαρότητα, ώστε να κερδίσει ο αναγνώστης το θέμα, καθώς και απόδοση της μορφής του μυθιστορήματος. Παρά την ειδίκευση της μεταφράστριας στον Σαραμάγκο κατά την τελευταία δεκαετία, διέλαθαν ασαφείς εκφράσεις και στρυφνά χωρία, ακόμη, πιστεύουμε, ατυχείς λεκτικές επιλογές. Τέλος, θα ήταν χρήσιμες κάποιες υποσελίδιες σημειώσεις, βοηθητικές για τον έλληνα αναγνώστη. Παρεμπιπτόντως, το λατινικό πάρκα αντιστοιχεί στη μοίρα και όχι συγκεκριμένα σε μια εξ αυτών, την Ατραπό. Ακόμη, όταν ο αφηγητής προτείνει τη χρήση ακρωνυμίου στην περίπτωση της Καθολικής, Αποστολικής και Ρωμαϊκής Εκκλησίας, θα υποθέταμε πως θέλει, για ακόμη μια φορά, να ειρωνευτεί την Εκκλησία, καθώς, στη γλώσσα του, το αρκτικόλεξο καταλήγει σε κάρι, τουτέστιν καρύκευμα της σάλτσας, ή, στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας, της ζωής του πιστού.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007, σ.27-28
--
       Αυτές είναι οι δύο γυναικείες φωνές που από την αναγνωστική τους σκοπιά εξετάζουν και αναλύουν το μυθιστόρημα «Περί θανάτου» του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου. Όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, κάθε κείμενο έχει την δική του ταυτότητα και ύφος. Και οι δύο θηλυκές φωνές της βιβλιοκριτικής μεταφέρουν μέσα στο σεντούκι της παιδείας και των ενδιαφερόντων τους τα εχέγγυα των κειμένων που υπογράφουν, γνωρίζοντάς μας ταυτόχρονα και τις μυθιστορηματικές προτιμήσεις τους και τις τεχνικές γραφής τους στην ανάλυση και εξέταση ενός μυθιστορηματικού έργου. Γνώση και εμπειρία, ορθή οργάνωση της κριτικής τους κατάθεσης και σαφήνεια λόγου είναι που ξεχωρίζουν και στις δύο απόψεις για το έργο. Η κάθε κριτική φωνή έχει τον ιδιαίτερο χρωματισμό της, τον δικό της τρόπο να μας καταστήσει γνωστό και ενδιαφέρον το θέμα του βιβλίου. Το τι διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, το πώς επεξεργάζεται το θέμα του, τον χειρισμό της γλώσσας, το ατομικό του ύφος, την αιτία και το σκοπό της γραφής, τα δάνεια στοιχεία και τον εμπλουτισμό της ύλης από άλλες τέχνες ή επιστημονικά πεδία. Πως διαχειρίζεται ο κάθε συγγραφέας το περιεχόμενο και το υλικό που έχει στα χέρια του. Και όπως όλοι και όλες που ασχολούνται με τη κριτική γνωρίζουν, το βιβλίο που εξετάζουν, είναι ένας ακόμα λόγος για να εκθέσουν τις δικές τους απόψεις και σκέψεις. Να μας γνωστοποιήσουν και τις δικές τους θεωρίες σχετικά με την τεχνική της αφήγησης και την δομή του μυθιστορήματος στην προκειμένη περίπτωση. Κάπου είχα διαβάσει ότι «ο κριτικός είναι ένας αποτυχημένος πεζογράφος ή ποιητής», όπως η μνήμη έχει συγκρατήσει. Είναι θα λέγαμε ένας εν δυνάμει συγγραφέας, ο κάθε κριτικός, για να μην είμαστε απόλυτοι και τόσο αρνητικά αφοριστικοί με την παραπάνω φράση. Ο λόγος της Τιτίκας Δημητρούλια είναι μάλλον πιο βατός, στέκεται αμιγώς στην θεματολογία του, μας την περιγράφει και την συγκρίνει, και πολύ ορθά, με άλλα πεζογραφήματα του πορτογάλου συγγραφέα-σαν συνέχεια ανατροφοδότησης ενός κύκλου του μυθιστορηματικού υλικού. Με κατάληξη, η κριτικός να υμνεί το φαινόμενο της Ζωής σε βάρος του φαινομένου του Θανάτου. Έχει μάλλον περισσότερες χαραμάδες αισιοδοξίας, ακόμα και από τον σκωπτικό και αιρετικό λόγο του ίδιου του πορτογάλου συγγραφέα. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου από την άλλη, κάνει εύστοχους συσχετισμούς τόσο με τον Νορβηγό Ερρίκο Ίψεν όσο και με τον δικό μας κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μεγάλα ονόματα στο χώρο της τέχνης, καταξιωμένα και αγαπητά στο αναγνωστικό και όχι μόνο κοινό.
     Αν έχει παρακολουθήσει κανείς τις βιβλιοκριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων και περιοδικών της Θεοδοσοπούλου, θα διαπιστώσει στατιστικά, ότι η κριτικός καταπιάστηκε περισσότερο με την πεζογραφία παρά με τον ποιητικό λόγο, και μάλλον λιγότερο με τον δοκιμιακό, ημερολογιακό κλπ. Η αγάπη και η προτίμησή της είναι εμφανής. Κάτι, που της προσφέρει μεγάλη άνεση και ευχέρεια στο να μας γνωστοποιήσει τις προσωπικές της θέσεις, να μας κάνει να προσέξουμε και το δικό της κοίταγμα και πλησίασμα ενός πεζού έργου, να μας στρέψει το ενδιαφέρον στα έξω λογοτεχνικά στοιχεία που εισαγάγει στα κείμενά της, τις ιστορικές αναφορές που μας παρέχει με αφορμή την εξέταση ενός έργου, την ένταξή του μέσα στον χρόνο συγγραφής του και κυκλοφορίας του καθώς, και άλλες χρηστικές πληροφορίες που μας δίνει στα πάντα με συγκεκριμένη ταυτότητα κείμενά της. Η Μάρη διαβάζει ένα μυθιστόρημα από πολλές πλευρές και αυτό, προκαλεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών των κειμένων της, και επηρέασε έως έναν βαθμό και άλλες κριτικές φωνές. Εμπλουτίζει τα κείμενά της με πλήθος στοιχείων και ιστορικών αναφορών χωρίς να χάνει τον κεντρικό της στόχο. Η σφαιρικότητα της ματιάς της επανατοποθετεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ή διευρύνει τα πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το έργο. Αυτό δεν το πράττει τυχαία, πιστεύει ότι με αυτήν την μέθοδο πλησιάσματος ενός έργου, το έργο αποκτά άλλη εγκυρότητα. Ο λόγος της εμπλουτίζει κατά κάποιον τρόπο την σκέψη του συγγραφέα, συνεχίζει και εκτός βιβλίου τις ιδέες του, εντάσσοντας το προϊόν της συγγραφικής παραγωγής θα σημειώναμε ενός ποιητή ή ενός πεζογράφου μέσα στο ιστορικό κάδρο της συνέχειας και της σειράς της ελληνικής ή παγκόσμιας-αναλόγως-γραμματείας. Οι βιβλιοκριτικές της συγχωρεμένης πλέον Μάρης Θεοδοσοπούλου, αποτελούν από μόνες τους, αυτό το περίσσευμα λόγου της αμιγούς κριτικής, της καθαρής κριτικής θα έλεγαν οι αυστηροί κριτές, ένα άλλο συγγραφικό γεγονός αφήγησης της λογοτεχνίας. Είναι από τις λίγες αν όχι τις ελάχιστες φορές που η γυναικεία λογοτεχνική φλυαρία προκαλεί θετική έκπληξη, ευχαρίστηση και προτροπή για μια νέα εμβάθυνση των λογοτεχνικών πραγμάτων. Ο κριτικός λόγος χωρίς να αυτονομείται από τον κυρίαρχο σκοπό του και στόχο του γίνεται ένα άλλου είδους ισότιμο με τον κατατεθειμένο λόγο, λογοτέχνημα. Είναι μια εξαίρεση μέσα στην κλασική και την μοντέρνα κριτική των ελληνικών καιρών μας.
      Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία που ανέφερα για τον πορτογάλο βραβευμένο με Nobel κομμουνιστή ποιητή, μυθιστοριογράφο και μεταφραστή Jose Saramago, συμπατριώτη και ομότεχνο του ποιητή Fernando Pessoa, ενδεικτικά αναφέρω και τα κάτωθι:
•Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, Ο Jose Saramago και οι καταβολές του. περιοδικό Αντί τχ. 671/23-10-1998, σ.48-
•Μαριάνα Τζιαντζή, Τα κόκκινα Νόμπελ και το «αριστερόν άλας». Πίσω από την ταμπέλα της «ενοχής» και της «πολυσυλλεκτικότητας», εφημερίδα ΠΡΙΝ Κυριακή 18/10/1998, σ.18. (με αφορμή την βράβευση μιλά για τον θεσμό του νόμπελ από καθαρά μαρξιστική δογματική σκοπιά)
•Μισέλ Φάϊς, Ο Νομπελίστας αφηγητής της Ιβηρικής, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή 25/10/1998, σ.14
•Ανταίος Χρυσοστομίδης, Μια έκθεση, ένα Νόμπελ, μια συζήτηση, εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή 18/10/1998
•Μαρίας Παπαδήμα, ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ Το Νόμπελ της Πορτογαλίας, περιοδικό Νέμεcις τχ. 14/11,1998, σ.118-
•Κατερίνα Σχινά, Ζοζέ Σαραμάγκου, ο συμπάσχων…, εφημερίδα Η Καθημερινή 11/10/1998
•Κωστής Παπαγιώργης, Νόμπελ και πάλι, εφημερίδα Επενδυτής Σάββατο 24/10/1998, σ.79
•Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τακτά και άτακτα, εφημερίδα Τα Νέα 20/10/1998, σ.34
•Γιώργος Αγγελόπουλος, Κασσάνδρας εγκώμιον, εφημερίδα Τα Νέα 22/9/2008
•Αλίκη Τσιλιχρήστου, Και Νόμπελ… διαπλοκής, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 9/10/1999
•Βίκη Τσιώρου, Τα πορτογαλικά ενηλικιώθηκαν!, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 31/8/1999, σ.34
•Ξ. Μ., Γνωστό και σε Έλληνες το έργο του Χοσέ Σαραμάγκο, εφημερίδα Η Ναυτεμπορική 11/10/1998
• Όλγα Σέλλα, Ένας έξοχος παραμυθάς της Ιβηρικής, εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
• της Πάρης Σπίνου, Ευτυχώς που υπήρξε και το Νόμπελ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία Δευτέρα 12/10/1998
•Μιχάλης Μήτσου, Μια πνευματική στάση, εφημερίδα Τα Νέα 10/10/1998,
•Μιχάλης Μήτσου, Η κάπα από το Αλεντέζου, εφημερίδα Τα Νέα 3/11/1998
•Νίκος Βατόπουλος, Το Νόμπελ άργησε έναν αιώνα!, εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
•Νίκος Μπακουνάκης, Η «απόβαση» του Νόμπελ στην Πορτογαλία, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.60
•Χάρης Παπαγεωργίου, Ο «κλειδαράς» που έγινε συγγραφέας, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.60
•Μαίρη Παπαγιαννίδου, Οι ελληνικές μεταφράσεις των έργων του, εφημερίδα Το Βήμα 11/10/1998, σ.61
• Όλγα Σέλλα, Οι ελληνικές εκδόσεις των έργων του Σαραμάγκου, εφημερίδα Η Καθημερινή 9/10/1998
• Αμαλία Νεγρεπόντη, Αγωνιστής με όραμα, εφημερίδα Τα Νέα 9/10/1998
IMRE KARACS, Σουηδική Ακαδημία, Οι έριδες των «αθανάτων», εφημερίδα Το Βήμα-The Independent 11/10/1998, σ.61
• Ν. Χατζηαντωνίου: επιμέλεια, Σε Πορτογάλο για πρώτη φορά το Νόμπελ Λογοτεχνίας, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 9/10/1998
•Ανωνύμως, Ζ. Σαραμάγκου: «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο νέος ολοκληρωτισμός», εφημερίδα Η Αυγή 17/12/2000
•Ανωνύμως, Βραβεύτηκε ο ανατρεπτικός λόγος ενός αυτοδίδακτου…, εφημερίδα Η Αυγή Παρασκευή 9/10/1998, σ.17
• Ανωνύμως, Λογοτεχνική Άνοιξη για τη Πορτογαλία, εφημερίδα Η Καθημειρινή 18/10/1998
• Ανωνύμως, «Φοβάμαι τη λήθη» εφημερίδα Τα Νέα 18/8/1999
•Ανωνύμως, Νομπελ Λογοτεχνίας στον Πορτογάλο συγγραφέα SARAMAGO, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 11/10/1998
• Ανωνύμως, Ζοζέ Σαραμάγκο, Νόμπελ Λογοτεχνίας, εφημερίδα Επενδυτής 10/10/1998
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ
•εφημερίδα Τα Νέα 13/10/1998, Το κενό της διασημότητας
• εφημερίδα Κυριακάτικη 1/11/1998, από το Θανάση Γιαλκέση. Ζ. Ζ. Δικαίωμα στην αμαρτία
• περιοδικό Έψιλον τχ. 398/22-11-1998, του Θανάση Τσίτσα. Ζ. Σ. «Η επιτυχία δεν απέχει από την ηλιθιότητα» σ. 59-
• εφημερίδα Η Καθημερινή 10/12/2000, του Jose Garcia EL PAIS, Ζ. Σ. «Φθάσαμε στο τέλος ενός πολιτισμού»
• εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ της Κυριακής 17/12/2000, Φτάσαμε στο τέλος του πολιτισμού. Μετάφραση; Μαρία Καβίδα “El Pais”, 19,11,2000.
• εφημερίδα Το Βήμα 18/10/1998, Χάρης Παπαγεωργίου. Ζ. Σ. Να αλλάξουμε τον κόσμο
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 9/10/1998, της Πάρης Σπίνου. Ζ. Σ. «Πείτε μου τι να κάνω τα χρήματα»
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 4/12/2000, της Βίκης Τσιώρου. Ζ. Σ. Εγκαταλείψαμε το χρέος μας για σκέψη και δράση
• εφημερίδα Ελευθεροτυπία 4/5/2004, της Βίκης Τσιώρου. Ζ.Σ. Λευκή ψήφος: Μια βόμβα για το δημοκρατικό σύστημα…
• εφημερίδα Το Βήμα 2/4/2000 του Gerard Dr Cortanze, Jose Saramago, «Η Αριστερά έχασε και τις ιδέες της»
• εφημερίδα Τα Βήμα 28/3/1999, του Θανάση Λάλα. Ζ. Σ. Βλέπω τους σημερινούς Πορτογάλους και απορώ.. Γι’ αυτούς αγωνιστήκαμε;
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ
•Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα 18/4/2001, προδημοσίευση «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΝΗΣΟΥ»
•Κώστας Σάρρος, Έψιλον τχ. 808/8-10-2006, Εκλογικές ανταρσίες. «Περί φωτίσεως»
•Κατερίνα Ι. Ανέστη, Επενδυτής 17/10/1998, «Παραμυθάς» με Νόμπελ.
•Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κυριακάτικη 1/11/1998, Η γλώσσα της παρωδίας. «η Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας»
• Ανωνύμως, Ελευθεροτυπία Δευτέρα 23/8/1999, Αναζητώντας ένα όραμα. «όλα τα ονόματα»
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 28/6/2018
Πειραιάς 28/6/2018
ΥΓ. Ότι ο εν ενεργεία πολιτικός εκείνος που δεν παραιτήθηκε από το υπουργείο του, σαν καθ’ ύλην αρμόδιος, όταν αιχμαλωτίστηκαν οι δύο έλληνες στρατιώτες και κρατούνται ακόμα στις τούρκικες φυλακές, θα εξυμνούσε ως τον καλύτερο πρωθυπουργό μετά την μεταπολίτευση τον σημερινό πρωθυπουργό, τι να πει κανείς. Το τέλος της Πολιτικής δια χειρός πρωθυπουργού, συγκυβερνήτη και προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας.
Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, Κωνσταντίνος Τσάτσος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, Γεώργιος Ράλλης, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ξενοφών Ζολώτας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κωστής Στεφανόπουλος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κώστας Σημίτης, Κάρολος Παπούλιας πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Α. Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς. Τόσοι πρωθυπουργοί και πολιτικοί ανάξιοι στην χώρα μας και δεν το γνωρίζαμε; Κρίμα καπετάνιε. Κρίμα φορολογούμενοι.