Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Μάνος Χατζιδάκις, "Η Μαγεία της μεταρσίωσης" ένα γράμμα στον Δημήτρη Ποταμίτη

      ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

«Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΣΙΩΣΗΣ»

Ένα γράμμα στον Δημήτρη Ποταμίτη

                   Νέα Υόρκη 19.7.1967

περιοδικό Η ΛΕΞΗ, τεύχος 128/7,8, 1995, σ. 501.

Αγαπητέ Δημήτρη,

άργησα να σου γράψω, όχι γιατί αδιαφόρησα, μα γιατί μ’ είχαν περιζώσει πολλές έγνοιες γύρω απ’ τη δουλειά μου και μ’ αχάριστες μα αναγκαίες σχέσεις με τους δικηγόρους μου.

     Για την  Illya, καλλίτερα να μην σου γράψω. Είναι μιά αμαρτία. Προσπαθώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι την έκαμα, για να την ξεχάσω. Τίποτ’ άλλο.

     Διάβασα με προσοχή το γράμμα σου. Οφείλω να ομολογήσω πώς ποτέ δεν είχα ακούσει μιά τόσο σοβαρή εξήγηση της ανάγκης που ωθεί τον ηθοποιό να γίνει ηθοποιός, και μάλιστα από ηθοποιό. Αυτή η «μαγεία της μεταρσίωσης»- καθώς λες- πού μέσω της άλλης προσωπικότητας ανακαλύπτεις ένα διαφορετικό πρίσμα του κόσμου, μ’ αρέσει. Χωρίς να παύω να πιστεύω, πώς η ανάγκη αυτή οπωσδήποτε φθείρει τον οργανισμό ψυχικά. Κι όπως η ιδιότης του μέντιουμ φθείρει το νευρικό σύστημα του έχοντος την ιδιότητα, έτσι και στον ηθοποιό φθείρεται το ηθικό του σύστημα. Τώρα βέβαια, εξαρτιέται κατά πόσον είσαι φύσει ή θέσει τοποθετημένος στην υπόθεση. Κι αν μεν είσαι φύσει, οφείλεις ν’ ακολουθήσεις ακόμη και τον διάβολο, αρκεί να βρείς την ολοκλήρωσή σου.

     Μα το ερώτημα, είναι αποκλειστικά δικό σου, για σένα κι από σένα. Κι όσο για το «να ζωντανέψεις το αγαπημένο πλάσμα», είναι νομίζω η πιό ποιητική ερμηνεία του ηθοποιού. Μ’ αρέσει. Κι όσο το σκέπτομαι, μ’ αρέσει περισσότερο.

     Χαίρομαι που η μουσική μου σε συμπληρώνει εσωτερικά. Αυτός ήταν ο σκοπός της.

            Γράψε μου νέα σου,

                 και σε φιλώ

       ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

--

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ

ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

  (ΜΑ ΠΟΥ Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΛΑ)

Περιοδικό Η ΛΕΞΗ, τεύχος 128/7,8, 1995, σ. 502-503

     «Αν θές να είσαι αντικειμενικός, φρόντισε να ‘σαι απόλυτα προσωπικός», μου έλεγες κάποτε. Αυτό θα προσπαθήσω σ’ αυτό το γράμμα, γιατί όλα τ’ άλλα είναι ανόητες νεκρολογίες και δεν μας ταιριάζουν.

     Αγαπητέ Μάνο,

     Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε; Σπούδαζα τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σ’ αυτή τη φάση και σ’ αυτή την ηλικία γνωριστήκαμε. Γύρναγα από ένα εστιατόριο, γύρω στις 11 το βράδυ, διέσχιζα την Μιχαλακοπούλου, που η μισή ήταν δρόμος και η άλλη μισή ρέμα πού το είχανε στερέψει, γεμάτο χαμόσπιτα και παράγκες, όταν σε είδα, έξω ακριβώς από το κατώφλι του σπιτιού μου. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα. Απότομα πάλι γυρνάω, ξαναβγαίνω. Σε πρόλαβα. «Είστε ο κ. Χατζιδάκις;». Χαμογέλασες σαν παιδί. «Θέλω να σας χαρίσω ένα βιβλίο, αγαπώ πολύ τη μουσική σας. Να, εδώ μένω, θέλετε να ανέβετε για λίγο;» «Να ανέβω!». Ανεβήκαμε στο εργένικο φοιτητικό δωμάτιο. Σου έδωσα το βιβλίο. Δεν ξέρω πώς, κουβέντα την κουβέντα, ξημερωθήκαμε. Ένιωσα σαν να σε ήξερα από μιάν άλλη ζωή. Ή πώς ήμουν με τον καλύτερο παιδικό μου φίλο. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που έκανα. Όχι για σένα, γιατί τάχα κινδύνευες να κατηγορηθείς άλλη μιά φορά ότι συγχρωτίζεσαι με νεαρούς, κάτι πού η αστική νεοελληνική διαστροφικότητα το θεωρούσε τότε-ίσως και σήμερα-αμάρτημα. Ο κίνδυνος ήταν αλλού: Να με πέρναγες εσύ, Μάνο, για προβοκάτορα της αστικής διαστροφικότητας. Να υποθέσεις ότι άλλος ένας νέος, ανάμεσα στους εκατοντάδες που σε πολιορκούσαν από σκοπού-γιατί αυτοί σε πολιορκούσαν, όχι εσύ-, ήμουνα κι εγώ. Κι όμως, εγώ δεν είχα κανένα σκοπό. Απλά, ακούγοντας τη μουσική σου πρίν σε γνωρίσω, ακούγοντας τα λόγια σου αφού σε γνώρισα, ένιωθα πώς το κατά Πλάτωνα αρχέτυπο και πρότυπό μου, θα ‘πρεπε να ‘σουνα εσύ. Βλέπεις, μου έλειψε εμένα ο πατέρας- φίλος, κι ο σοφός μουσικός μου ταίριαζε απόλυτα. Όμως το πράγμα ήταν πολύ πιό πέρα από μια τέτοια φροϋδική εξήγηση…

     Το ξέρω, στις αρχές της γνωριμίας μας δεν είχα κερδίσει τη φιλία σου, αλλά μόνο τη συμπάθειά σου. Θυμάμαι, σ’ ένα γράμμα σου, μου έγραψες: «Μιά αληθινή σχέση μπορεί να ‘ναι είτε έρωτας, είτε σοφία». Η δική μας σχέση, έτσι και αλλιώς, δεν ήταν έρωτας. Δεν μπορούσε όμως, τότε, να ήταν ούτε σοφία. Ευτυχώς που υπήρχε και η γοητεία και μας κράτησε κοντά. Μερικά χρόνια αργότερα, η σχέση μας έγινε σοφία.

     Όμως όλα αυτά τα χρόνια, τόσο τα χρόνια της συμπάθειας και της γοητείας, όσο και τα χρόνια της σοφίας και της φιλίας, εγώ έδινα τον αγώνα για να σε κερδίσω. Ρουφούσα ως στυπόχαρτο τη σκέψη σου, την ηθική της αισθητικής και την αισθητική της ηθικής σου. Ωραίε Έλληνα. Ατέλειωτες νύχτες στον «Μαγεμένο Αυλό», γνώριζα την μαγεία της πιό ερωτικής σκέψης που έζησαν οι μετα-σωκρατικοί αιώνες.

     Το περίεργο είναι, πώς τα χρόνια της γοητείας έμαθα πολύ περισσότερα κοντά σου, παρά τα χρόνια της φιλίας. Μου άνοιξες εκείνο το παράθυρο στα άδυτα των αδύτων, προνόμιο και κατάρα για ελάχιστους νεοέλληνες, που μόνο αυτοί το ξέρουν. Οι λοιποί το αγνοούν, γιατί πρέπει να το αγνοούν! Ξέρεις ποιό ήταν το πιο σπουδαίο μάθημα πού πήρα από σένα; Να ξέρω τελεσίδικα το τέλος, να μπορώ να ζω χωρίς ελπίδα. Να μάθω να ξύνω τον εαυτό μου στην πλάτη μόνος, να μην το περιμένω από κανέναν άλλον. «Η αξιοπρέπεια της μοναξιάς» (θυμάσαι το ξενύχτι εκείνης της Μεγάλης Παρασκευής;). Το τίμημα της γνώσης…

     Θυμάμαι και χαμογελώ, ένα βράδυ που τρώγαμε εκείνη την απαίσια μακαρονάδα, όταν σε ρώτησα τι είναι «ταλέντο». Έμεινες ακίνητος πέντε λεπτά. «Ας το θέσουμε αλλιώς. Πότε ένιωσες ότι ωρίμασες σαν καλλιτέχνης;» σου είπα. «Από τότε που έμαθα να κάνω καλύτερες ενορχηστρώσεις», μου είπες. Η τεχνική και η Τέχνη. Ταυτόσημες τελικά.

     Θα σου ομολογήσω κάτι: Σ’ αυτή τη νεοελληνική κόλαση του ύποπτου,  τελικά, υπέρ- ανδρισμού, είσαι ο μόνος άνθρωπος από τον οποίο θα μπορούσε να πάρει κανείς μαθήματα ανδρισμού.

      Μάνο,

     Άλλη μιά φορά σ’ ευχαριστώ πού, ως μουσικός, μελοποίησες την κρυμμένη αρμονία των αρωμάτων. Πού, ως Έλληνας, αποκατέστησες το νήμα του μεγαλείου της φυλής με τους προπάτορες, επιβεβαιώνοντας το ελληνικό θαύμα, ακόμα και σήμερα που τουρκέψαμε, ραγιάδες, ραγιάδες. Μα κυρίως σ’ ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή. Δεν ξέρω σε τί σκοτεινούς λαβύρινθους θα περιπλανιόταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας-Νους μου, χωρίς τα αριστοτελικά παράθυρα που μου άνοιξες.

                Θα τα ξαναπούμε.

                Με την αγάπη μου

                   Δημήτρης Ποταμίτης

Ελαχιστότατα

Βαθιές ανάσες ζωής και ευαισθησίας είναι τα δύο γράμματα που διαβάζουμε για μία ακόμα φορά, δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Του Μελωδού των Ονείρων μας και Δασκάλου του Γένους μας Μάνου Χατζιδάκι και ενός ποιητή- ηθοποιού παιδιού «θαύμα» της θεατρικής τέχνης Δημήτρη Ποταμίτη. Πολλαπλά τα διδάγματά τους, καίρια τα ερωτήματά τους, ουσιώδεις διαπιστώσεις περί ηθικής και αισθητικής, Σωκρατικά διατυπωμένες. Πλατωνικά προτάγματα Βίου και Τέχνης, λόγια διαχρονικά δύο σοφών ερωτικών εφήβων ελλήνων, απευθυνόμενα σε όλους εμάς «τα παιδάρια καθήμενα εν ταις αγοραις» των μοντέρνων δημοκρατικών συνήθειών μας και των πολιτιστικών επιτευγμάτων μας. Ποιος όμως Σήμερα από εμάς τους νεοέλληνας ακούει; Σε ποιόν από εμάς λείπει ο λόγος τους, είναι αισθητή η υλική απουσία τους; Τα ίχνη της σοφίας τους καθώς βάδιζαν ανάμεσά μας στους δρόμους της Πόλης; Ανηφόρισαν μαζί μας στην Πνύκα; Υπήρξαν ξεναγοί, παιδαγωγοί της αισθητικής μας ευαισθησίας (δίχως να το καταλαβαίνουμε) καθώς επισκεπτόμασταν τον ιερό χώρο της Ακροπόλεως;  Ποιός από εμάς τους σύγχρονους νεοέλληνες είναι διατεθειμένος να δει διαφορετικά τις κατεστημένες βεβαιότητες στον καθρέφτη της ζωής του; Ποιός ή πόσοι νεοέλληνες γεύονται το άρωμα των νοημάτων της σκέψης τους, τα ηχοχρώματα της εμπράγματης αισθητικής τους, τον βιωμένο ερωτισμό των κειμένων και ποιημάτων τους; Την άλλη σοφία, όχι και τόσων μακρινών ιστορικών ελληνικών δεκαετιών. Σκληρό συναίσθημα μελαγχολίας σε πλημμυρίζουν τα επιστολικά λόγια δύο σοφών ελλήνων στις μέρες μας, που όλα και όλοι είναι διαφορετικά και σκοτεινά, επικίνδυνα αλλιώς. Μέσα σ’ ένα ελληνικό σύμπαν ζωής κονιορτοποιημένων θορύβων. Σε έναν αλαλάζοντα (περί διαφόρων πολιτικών ορθοτήτων) κόσμο ο οποίος στηρίζεται στα ραβδιά της αναπηρίας του. Σε ένα άηθες παζάρι δημόσιων καλλιστείων της περιφερόμενης ζωής μας φωτογραφικό τω τρόπω. Τα αντανακλαστικά της- ουσιαστικής- ανθρώπινης ευαισθησίας μας έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, πρυτανεύει το καλλιτεχνικώς φαίνεσθαι ως πρόταση καταξίωσης και φιλάνθρωπης δωρεάς. Η βιωμένη εμπειρική αλήθεια της καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας εξελίχθηκε σ’ ένα αλισβερίσι δημόσιων σχέσεων, σε μία αλληλοβραβευμένη εμπορική πνευματική κοκεταρία. Ακόμα και η σημασία της αναγκαίας σιωπής του ανθρώπου αλλοιώθηκε, μεταποιήθηκε σε βαρυπενθούσα πόζα συγγραφικών και μόνο προδιαγραφών αποδοχής από τους γύρω μας. Παγωμένα στιγμιότυπα οι ενδεδυμένες πολυτελώς συγκινήσεις μας ανάμεσα σε εφήμερα κίβδηλα αγκαλιάσματα φιλικού ενδιαφέροντος. Οι ζωές μας ένα παιχνίδι εντυπώσεων μπροστά στον καθρέφτη του Χρόνου που κυλά αγνοώντας μας. Προσπερνώντας μας αδιάφορα, κυνικά και αφιλάνθρωπα. Και αναρωτιέσαι στεκόμενος με προσοχή σε αυτά που κουβεντιάζουν μέσα στη δική τους του βίου καθημερινότητα οι δύο αυτές σημαντικές ελληνικές παρουσίες του προηγούμενου αιώνα της ελληνικής παράδοσης. Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Δημήτρης Ποταμίτης, που η αλήθεια και που το ψέμα της ζωής; Μήπως οι δύο αυτοί «ακροβάτες»- ισορροπιστές της ελληνικής σκέψης περπατούσαν πάνω στο τεντωμένο σχοινί δίχως το αναγκαίο δίχτυ της ζωής προστασίας τους-μας; Υφίσταται (είναι εφαρμόσιμη) η αλήθεια των λόγων τους ή μήπως είναι μία φενάκη του νου δύο σπινθηροβόλων μεγαλοφυών προσωπικοτήτων της ελληνικής- οικουμενικής τέχνης; Μας απολογούνται κοινά σημεία βαδισμάτων της σκέψης και συνάντησης ευαισθησίας τους ή περιμένουν υπομονετικά την δική μας απολογία της σημερινής ζωής μπροστά στα ουράνια είδωλά τους;

Αυτός, ο Έλληνας Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις, και ο Άλλος, ο οργισμένος Ελληνοκύπριος ποιητής, ο γητευτής της θεατρικής σκηνής Δημήτρης Ποταμίτης είναι τόσο μα τόσο επίκαιρα παρόντες. Η παρουσία τους αναγκαία συνθήκη σπουδής της προσωπικής και κοινωνικής μας ελευθερίας. Μεθυστικά ρόδα στο υφαντό της ασέληνης νύχτας μας. Βουίσματα οραμάτων, αισθητικών προτάσεων, αλλαγής του βλέμματός μας μιάς ελληνικής παράδοσης ήθους που χάθηκε στη σκόνη…

     Σε λίγες ημέρες, θα εορτάσουμε για μία ακόμα φορά ατομικά και συλλογικά την σταυροαναστάσιμη εορτή του Πάσχα, της παράδοσης του απανταχού Ελληνισμού, και μετά την χαρά του πανηγυριού και του ξεδόματος, του κεφιού, θα πάμε να ψηφίσουμε τους εκπροσώπους μας. Στο ενδιάμεσο μέχρι τότε χρονικό διάστημα, ας διαβάσουμε τα Σχόλια και τα Κείμενα στο Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι, ας ακούσουμε ξανά και ξανά τις μουσικές ονειρικές μελωδίες του. Για λίγο, ας ξεφύγουμε από την κακοφωνία του καιρού μας. Ας εν σκύψουμε στα δημοσιευμένα κείμενα και συνεντεύξεις του στα περιοδικά και τις εφημερίδες του ποιητή Δημήτρη Ποταμίτη, ίσως, ενδέχεται, ευελπιστούμε, αυτή η επαναπροσέγγιση εκ μέρους μας του έργου τους και της πολιτιστικής ανιδιοτελούς προσφοράς τους στην Ελλάδα, τον κοινό μας Τόπο, να φέρει μία άλλη πνοή ελευθερίας και δημοκρατίας, «στον καιρό της Λιλιπούπολης» των δικών μας Μεταχατζιδακικών εποχών.

    Η επιστολή προς τον Μάνο Χατζιδάκι του ποιητή, ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Ποταμίτη δεν συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι» με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη, σε συλλογή και φροντίδα του συγγραφέα Θάνου Φωσκαρίνη, εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, Αθήνα 1996. Το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, είναι από τον εύρωστο πνευματικά τόμο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή τον οποίο προλογίζουν ο Νίκος Κυπουργός, ο Γιώργος Μητρόπουλος και ο Σιδερής Πρίντεζης, εκδόσεις Τόπος & Γιώργος Ι. Αλλαμανής / Εκδόσεις Πηγάδι, Αθήνα 2022. Την παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι και του Δημήτρη Ποταμίτη την συναντάμε και σε άλλα τεύχη του περιοδικού «Η Λέξη».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 31 Μαρτίου 2023   

    

 

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΜΑΣ της ΠΙΤΣΑΣ ΓΑΛΑΖΗ

ΚΩΣΤΑΣ  ΜΟΝΤΗΣ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΜΑΣ

Της Πίτσας Γαλάζη,

περιοδικό Η Λέξη τχ. 152/7,8,1999, σ.378-385. ΑΦΙΕΡΩΜΑ  ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Σχέδια και ζωγραφική του Τηλέμαχου Κάνθου, σελίδες 305-502, ειδικό τεύχος δρχ, 2000

        Ο  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΤΟΠΟΣ  ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ  ΜΑΣ

     Ονομάζω τον Κώστα Μόντη Πατριάρχη της νεότερης κυπριακής ποίηση- σε σχετικές επιμέρους αναφορές μου για την Ελληνική Ποίηση της Κύπρου-και δεν είναι καθόλου τυχαίος αυτός ο χαρακτηρισμός. Όχι μονάχα γιατί, με μιά άνευ προηγουμένου μεγαλοσύνη, υποδέχτηκε για χρόνια πολλά όλους μας στην ποίηση και γιατί διέθετε σπάταλα τον πολύτιμο χρόνο του να καθοδηγεί τους νέους με μιά ασυνήθιστη γενναιοφροσύνη και υπομονή, αλλά γιατί ο Κώστας Μόντης αποτελεί, πρώτα απ’ όλα, ένα μεγάλο και δυνατό κλαδί στο γενεαλογικό δέντρο του τόπου μας, που οι ρίζες του πάνε πολύ βαθιά μέσα στα στρώματα της Ιστορίας. Κι είναι ταυτόχρονα ένας από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές που λαμπρύνουν με τους στίχους τους την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ποίηση.

     Η μοίρα του τον έφερε να γεννηθεί στην Κύπρο. Άπειρα πήρε και άπειρα χάρισε στον γενέθλιο τόπο, με τον οποίο ταυτίστηκε και του οποίου χαρτογραφεί τη μοίρα και την ιστορική περιπέτεια. Η Κύπρος όμως δεν είναι τόσο μακριά για να δικαιολογεί την άγνοια του ελλαδικού κοινού, ούτε ξένη για ν’ αγνοείται το ποιητικό μέγεθος ενός αποκαλυπτικού ποιητή, που κομίζει την αδιάψευστη ποιητική του μαρτυρία στην ποίησή μας. Ηθελημένη ή αθέλητη αυτή η «άγνοια», ομολογώ πώς με πικραίνει, όπως και όλα όσα σχετίζονται με την Κύπρο, τα τελευταία χρόνια, όταν μάλιστα συνοδεύονται από την προχειρολογία, τον εύκολο δογματισμό, την δήθεν «εξ ακοής μαρτυρία» και την επιπόλαιη πολυπραγμοσύνη. Η σεμνότητα και το ήθος του ποιητή δεν ανατρέπουν τα πράγματα, όταν μάλιστα ξέρει πώς μοναδική του αποστολή είναι να εργάζεται αθόρυβα, να σκάβει μέσα του και να καταθέτει τους στίχους του, αφοσιωμένος απόλυτα στην επώδυνη λειτουργία της ποίησης.

     Ξεκίνησα με το γενεαλογικό δέντρο και  θέλω να πω πώς όλοι οι νεότεροι ποιητές της Κύπρου, και όχι μόνο, στρέφοντας λίγο μόνο το κεφάλι, θα βρούμε πόσο ακουμπήσαμε σ’ αυτό το κλαδί και πόσο  μας σκίασε και μας κράτησε σε δύσκολες μάλιστα ώρες για τον τόπο μας. Γιατί ο Μόντης είναι ένας τόπος καταγωγής, ένας ελληνικός τόπος καταγωγής, κι ένας τρόπος να ψηλαφίσουμε την Ιστορία του τόπου μας απ’ όλες τις μεριές και  να γνωρίσουμε αυτόν τον αγαπημένο τόπο που μας έθρεψε, που μας πόνεσε, που μας χάρισε άπειρες χαρές και χάρες συνάμα.

     Ο Μόντης είναι ένας τρόπος κι ένα οδόσημο αυτογνωσίας για πολλούς λόγους. Με την ίδια τη ζωή και την ατομική του περιπέτεια, που εκτείνεται και επανασυμπυκνώνεται για να ταυτιστεί με τον τόπο. Με τη δύναμη της μνήμης του. Με το πάθος του, που όλα συνυπάρχουν στον εντελώς προσωπικό ποιητικό του τρόπο, που στο τέλος αποτελεί αυτό που ο Ελύτης πολύ εύστοχα αποκαλεί «δαχτυλικό αποτύπωμα». Κι ακόμα με την ποιητική του συνέπεια, καθώς υπερασπίζεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με πάθος.

     Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός πώς, ενώ ο Μόντης εμφανίζεται στην ποίηση το 1934 (Με τη συλλογή «Με μέτρο και χωρίς μέτρο», την οποία αποκηρύσσει σιωπηλά, και επανέρχεται το 1945 με την ποιητική συλλογή “Minima”), όταν δηλαδή οι περισσότεροι από τους συντελεστές της ανανέωσης της ποίησης της Κύπρου ήταν αγέννητοι ή νήπια, ηγείται αυτής της ποιητικής ανανεωτικής- από μέσα και απ’ έξω- προσπάθειας και παίρνει τα ηνία του οχήματος.

     Θα πρέπει ίσως για λόγους ιστορικούς να σημειώσουμε πώς η ποιητική ανανέωση επιχειρήθηκε και πολύ νωρίτερα-την δεκαετία του ’30- από τον σημαντικό Νίκο Βραχίμη (1914-1961) και τον σπουδαίο Μάνο Κράλη (1914-1989), που χωριστά ο  καθένας, μέσα από το έργο τους, κάνουν τις πρώτες ανανεωτικές προσπάθειες. Ο Κράλης μάλιστα επιχειρεί την ανανέωση πολύ πρίν την «Στροφή» του Σεφέρη, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να επιτύχει την επανάσταση, αφού όσοι τον ακολούθησαν δεν είχαν τα ίδια φόντα ούτε την ίδια από μέσα ανανεωτική δύναμη. Αλλά αυτά είναι μέρος μιάς άλλης ιστορίας, και βέβαια όχι άσχετης.

      Το γεγονός που επιτυγχάνει την ανανέωση και που συμπληρώνει και προεκτείνει την προσπάθεια του Μάνου Κράλη ο απελευθερωτικός αγώνας του 1955-59, που αποτελεί ορόσημο στην λογοτεχνία της Κύπρου και που θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μέγιστο πνευματικό γεγονός, αφού οι ανεπανάληπτες πράξεις που τον συνοδεύουν είναι ακριβώς αποτέλεσμα του πνευματικού και ηθικού μεγαλείου που τον χαρακτηρίζει.

     Ο Κώστας Μόντης έλαβε-όπως και οι περισσότεροι Κύπριοι ποιητές- ενεργό μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα, πού τον αποτυπώνει μνημειακά στους στίχους του. Κι είναι ίσως το πιό δυνατό και το πιό μεγάλο διάστημα εσωτερικής ευφορίας πού συνάπτεται στα μικρά διαλείμματα και στις στιγμές χαράς που συναντάμε στην ποίησή του:

                   Ευτυχώς πού το αίμα δεν παίρνει οδηγίες απ’ το μυαλό

                   ευτυχώς πού μονάχα με την καρδιά έχει να κάμει.

     Ο Μόντης διασώζει με τους στίχους του-όπως και με το πεζό λαμπρό του βιβλίο «Κλειστές πόρτες», που αποτελεί απάντηση στα «Πικρολέμονα» του Λ. Ντάρρελ- μοναδικές προσωπικές και συλλογικές μνήμες, είτε ως έξαρση των ατόμων και του συνόλου, είτε ως μνημόσυνο των μεγάλων μορφών της θυσίας, είτε ως παρηγοριά και υπερηφάνεια αυτών που έμειναν.

          Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου

          να καθαρίσουμε το δικό μας!

          Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου

          να μπολιάσουμε το δικό μας!

          Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου

          να βάψουμε το δικό μας,

          να μην μπορέσει ποτές

          να το ξεθωριάσει ο φόβος!

          Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα

          να μας κοιτάζει μην ξεστρατίσουμε

          Να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή

          νάχουμε οξυγόνο ν’ αναπνέουμε

          Χιλιάδες χρόνια!

     Ο αγώνας του δίνει το αίσθημα της δικαίωσης μιάς μικρής κι άχαρης ζωής, πού το άθροισμα των πικρών εμπειριών της του άφησε την πίκρα που βγαίνει στους προηγούμενους και στους μετέπειτα στίχους του, με τη μορφή του αιμάσσοντος στοχασμού μέσα από τον ιδιότυπο, σύντομο, αποφλοιωμένο απ’ όλα τα περιττά, ποιητικό του λόγο.

     Η ποίηση για τον Κώστα Μόντη δεν ήταν πότε εύκολη υπόθεση. Πολύ περισσότερο που οι στίχοι του γράφονταν στα μικρά διαλείμματα ενός ατέλειωτου βιοποριστικού αγώνα, που ελάχιστα διαστήματα του άφηναν για να ολοκληρώσει τις αρχικές ποιητικές του συλλήψεις. Από το 1937, που γυρίζει στην Κύπρο με το πτυχίο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με το στυγνό καθεστώς της αποικιοκρατίας, που του αφαιρούσε ασύστολα το δικαίωμα να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα-ή να εργαστεί ως νομικός-επειδή σπούδασε σε ελληνικό Πανεπιστήμιο και όχι σε αγγλικό, όπως απαιτούσαν οι Βρετανοί κατακτητές. Ο εξευτελισμός ενός ανθρώπου με την άκρατη ευαισθησία του Μόντη είναι φανερός, όταν μάλιστα επιπρόσθετα τον αναγκάζει να δουλεύει σε μια σειρά άσχετα ή ελάχιστα σχετικά επαγγέλματα για να ζήσει και μερικές φορές να δουλεύει ατέλειωτα σε δυό και τρείς δουλειές ταυτόχρονα.

          Μια Κυριακή πούχεις στην διάθεσή σου

          Μισή Κυριακή πούχεις στην διάθεσή σου

          Τί να προφτάξεις να γράψεις

          Και τί να μην προφτάξεις

          Τί να προφτάξεις να πεις

          Και τί να μην προφτάξεις»

                   (Μετά φόβου Ανθρώπου, σελ.47)

     Το αδιέξοδο, το μάταιο, θα αποτελέσουν μέσα από μοναδικές συναισθηματικές αποχρώσεις το μίτο της ποίησής του, όλο το διάστημα που προηγήθηκε του αγώνα. Η διάσταση του μέσα και του έξω χώρου είναι πια σαφής και τον κραδαίνει. Όλοι αυτοί οι κραδασμοί, θα γίνουν οι αποσταγμένοι, σύντομοι αλλά μοναδικοί σε περιεχόμενο στίχοι του.

     Είχα πάντα την αίσθηση-χρόνια πολλά πρίν γνωρίσω τον ποιητή προσωπικά- διαβάζοντας τους στίχους του, πώς ο Μόντης έρχεται πάντα από ένα μεγάλο πένθος. Πώς οι σύντομοι γνωμικοί στίχοι του αποτελούν μονόλογους ενός στραγγισμένου από τα δάκρυα και τον καημό ανθρώπου, που σιωπηλός και αυστηρά αξιοπρεπής ξενυχτά τους νεκρούς του και στα διαλείμματα, μέσα στο καμίνι της οδύνης, προσφέρει κάποιες φράσεις μοναδικές σε συμπύκνωση. Το συνέδεα έτσι με σκηνές των παιδικών μου χρόνων, όπως τις είχα ζήσει στην κυπριακή ύπαιθρο. Αργότερα όταν πιά θα συνδεόμουν με τον Κώστα Μόντη, ένα τρυφερότατο και γλυκύτατο Άνθρωπο, θα διαπίστωνα πώς κουβαλούσε όντως πένθη πολλά από πολλούς πρόωρους και άδικους χαμούς αγαπημένων, που σφράγισαν τα παιδικά και τα εφηβικά του  χρόνια.

     Μια οδυνηρή λοιπόν θητεία ζωής-άλλοτε από τα αδόκητα, τα άνωθεν δοθέντα τραγικά, κι άλλοτε από τις συνέπειες κατ’ επιλογήν πράξεων δικών του, που διέσωσαν την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια του.- και με μιά άλλου είδους ευαισθησία απ’ αυτήν που συνήθως ξέρουμε, ο Μόντης θα καταπιεί ως τα έσχατα τις πίκρες, θα αλέσει όλους τους καημούς μέσα του, θα τα διυλίσει και θα μας δώσει γυμνούς τους στίχους του, αποφορτωμένους από οτιδήποτε περιττό, να μας βρίσκουν κατάστηθα. Είναι εκπληκτικός αυτός ο λιτός, γνωμικός, γυμνός τρόπος να ‘ναι και τόσο ποιητικός. Είναι σαν να γομώνει μυστικά τους στίχους του για να ρίξει την ντουφεκιά του. Ακόμα και σ’ αυτό βρίσκω να ‘ναι πάλι θρεμμένος με τον τρόπο του απλού καθημερινού Έλληνα της Κύπρου, του αγρότη του νησιού, πού έμαθε να σωπαίνει, να δουλεύει ακούραστα και να μην εξωτερικεύει τα αισθήματα και τους καημούς του παρά με δύο σταράτες κουβέντες και ένα τρόπο σοφό και γνωμικό. Ο απλός άνθρωπος της Κύπρου έμαθε μέσα από αιώνων σκλαβιά κι αλλεπάλληλους κατακτητές να ‘ναι στο έπακρο καρτερικός και να σωπαίνει, όσο μεγάλο ψυχικό φορτίο κι αν αυτό σημαίνει. Όλα τούτα τα κουβαλά μυστικά στη φωνή του ο Κώστας Μόντης. Όλο τον λαϊκό πλούτο κι όλα τα διδάγματα και τους τρόπους της γενέθλια γης. Όλη τη χάρη της κυπριακής ντοπιολαλιάς και όλα τα απλά πράγματα, που τους δίνει με το άγγιγμά του μιά άλλη διάσταση στην ποίησή του, με τον βαθύτερο παραδοσιακό τρόπο του τόπου του.

     Νομίζω πώς σ’ αυτό τουλάχιστον οφείλεται αυτό που εγώ προσωπικά ονομάζω αντίστροφη λειτουργία στην ποίηση του Κώστα Μόντη και που όταν κάποτε μίλησα δημόσια γι’ αυτό (τέλος της δεκαετίας του 1960) άρεσε πολύ και στον ίδιο. Ο Κώστας Μόντης είναι ο ποιητής του καίριου κι έχει με τον ποιητικό του τρόπο ανατρέψει την λειτουργία που όλοι οι ποιητές μετέρχονται προκειμένου να φτάσουν στο αποτέλεσμα που επιδιώκουν. Η περιπλάνηση όσον αφορά τον Μόντη γίνεται αλλού, γίνεται μυστικά και σιωπηλά μέσα στον ίδιο τον ποιητή, αλλά εν σιωπή, και το καίριο που μας δίνει- μονόστιχο, δίστιχο ή ολιγόστιχο- αποτελεί το κουκούτσι των πραγμάτων, του οποίου η σάρκα παραμένει αθέατη. Η περιπλάνηση αποτελεί μιά μοναχική, ερμητική διαδρομή για τον Μόντη. Έτσι οι προεκτάσεις του ποιήματος πάνε πολύ περισσότερο προς τα πίσω-προς την σάρκα-και λιγότερο προς τα μπρός. Μας οδηγεί έτσι στην ψηλάφηση του γενεσιουργού γεγονότος και σε ενδοσκοπήσεις και επισημάνσεις που με τη σειρά τους οδηγούν στην αυτοσυνείδηση. Και βέβαια αυτό σημαίνει, κατά την άποψή μου, αυξημένη οδύνη και την αιματηρή εσωτερική διαδικασία που το σφραγίζει και το κάνει γνώμη.

     Με τον αγώνα του 1955-59 ο Κώστας Μόντης κατακτά το ποιητικό του πρόσωπο. Η αβεβαιότητα, το άδικο, η χαμένη μικρή ζωή, ο δρόμος του πουθενά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Τώρα η ζωή έχει ένα νόημα. Τώρα μπορεί ο θάνατος- αυτός πού του πήρε όσα ακριβά αγάπησε- να νικηθεί. Υπάρχει η υπέρβαση του θανάτου. Ο δρόμος για την ελευθερία, για την οποία αγωνίζονταν από παιδί (έλαβε μέρος, μαθητής ακόμα, στην εξέγερση του 1931 κι έκαμε την δική του ανταρσία με την επιλογή του να σπουδάσει σε ελληνικό Πανεπιστήμιο) ανοιγόταν με τις πράξεις υπέρβασης των νεαρών αγωνιστών της Κύπρου. Ο εξευτελισμός και η αδικία, τα οποία αποτέλεσαν και προσωπική του εμπειρία, μπορούσαν να καταργηθούν. Ο τόπος από το άγνωρο περνούσε στην αυτοσυνειδησία και η τεράστια μνήμη του παραλληλίζει τα ιστορικά γεγονότα. Το σημείωμα στο βιβλίο του «Κλειστές πόρτες», που έχει τον τίτλο «Μιά εξήγηση», είναι ενδεικτικός και για την ποίησή του.

         «Η τελευταία μου συλλογή («Ταπεινή Ζωή») εκδόθηκε το 1944. Από τότε δεν ξανασχολήθηκα συστηματικά με το διήγημα. Μιά ζωή γεμάτη αγωνίες, έγνοιες και απογοητεύσεις διέσπασε μέσα μου τη συνέχεια, μ’ αποκέντρωσε. Έτσι και πάλι, όμως πάρεργα, στράφηκα τις λίγες φορές που επαναστατούσε η πέννα κι έπιανε το χέρι, στο στίχο, ένα στίχο ελλειπτικό που μοίραζε τις κουβέντες του με την σιωπή. Τα συρτάρια μου έμειναν όπως τ’ άφησα πρίν είκοσι χρόνια, γεμάτα μισοτελειωμένα διηγήματα, σχέδια, αρχές, τίτλους διηγημάτων. Ώσπου ξαφνικά ήρθε η Επανάσταση να διεισδύσει κυριαρχική μέσα μου, να συγκολλήση. (Πρόχειρα; Καλά, πρόχειρα) την διάσπαση. Ώσπου δεν γινόταν, κάποιος έπρεπε να μιλήση πιά. Κάποιος που έζησε τ’ ανεπανάληπτα εκείνα τέσσερα χρόνια».

      Αυτό που έχει σημασία στον Μόντη είναι ότι, ενώ συμμετέχει και συμβαδίζει με τα γεγονότα, καταφέρνει να διατηρεί την δυνατότητα να παρατηρεί. Κι ενώ τα οράματά του ζωντανεύουν και οι συγκινήσεις κορυφώνονται, μπορεί  να εμφανίζεται ως παρατηρητής, φιλτράροντας τα πράγματα και δίνοντας τ’ απόσταγμά τους. Κι όταν τα οράματα διαψεύδονται, η κορύφωση της πίκρας θα τον κάνει προφητικό. Θα περάσει πάλι στην ανασφάλεια, στον σκεπτικισμό, στην αγωνία, μέσα από την αντιφατική πορεία του τόπου.

          Ποιό «κράτος» κύριοι, ποιό «κράτος»,

          Σ’ αλλεπάλληλους σωρούς «κρατών» πατάμε.

     Η Ελευθερία δεν ήταν  αυτή που περιμέναμε. Η Ελλάδα δεν ήρθε κι ο ποιητής αναζητά αποκούμπι στην ταυτότητα του τόπου που χάνεται:

             ΥΜΝΟΣ  ΣΤΗΝ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

          Μας ξέρει καλά πιά λέει  η λευτεριά

          και δεν μας πιστεύει

          Θ’ αλλάζει όνομα λέει η λευτεριά

          Θ’ αποσύρει τ’ άγαλμά της.

          ……………………………

          Οικουρεί, είπαν η λευτεριά

          Είχε, είπαν, πολύ κεφαλόπονο χτές

          Αυτός ήταν ο μόνος λόγος, είπαν,

          που δεν παρέστη στην παρέλαση της 1ης Απριλίου

          ……………………………….

          Ως γεγονός εν γένει δεν ήταν καθόλου στη φόρμα της

          η λευτεριά

          δεν είχε καθόλου προπόνηση.

     Όπου αγγίζει, βρίσκει στάχτη. Στους θανάτους προστέθηκαν άλλοι θάνατοι, «όπου μας αγγίξατε πονάμε». Η πορεία του θα γίνει παράλληλη με την πορεία του τόπου και η μνήμη του διεισδυτική θα τραβήξει το νήμα της, συμπυκνώνοντας τα ακραία βιώματα μέσα από στίχους που η απλότητά τους ξαφνιάζει και που η πληρότητά τους είναι μοναδική. Ο αρχέγονος σπαραγμός ξυπνά. Το αγιάτρευτο και το πλήρες αδιέξοδο ελλοχεύει. Ξεκινά έτσι από τα πιο ασήμαντα καθημερινά πράματα, για να δώσει τα μεγάλα μηνύματα των στίχων-γνωμικών του, πού τους πυρώνει στο καμίνι του καημού για να πάρουν το λιτό απέριττο σχήμα και την αφοπλιστική τους λιτότητα.

      Κι ύστερα μέσα σ’ όλα τ’ αλλεπάλληλα, μέσα σ’ όλες τις περιπέτειες του γενέθλιου τόπου, θα στραφεί αβέβαιος, μόνος, όταν όλα γύρω του διαλύονται και όλα αγωνίζονται να του αφανίσουν τα οράματα, στο πρόσωπο της Μητέρας, της μοναδικής αδιάψευστης βεβαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Η Μητέρα αποτελεί το ιδεατό καταφύγιο στην έσχατη απελπισία. Με λόγο νευρώδη θα καταθέσει την απελπισία και την οδύνη του για ένα κόσμο παράλογο, που άλλοι του κινούν τα νήματα.

          Μητέρα είν’ όλα φαύλος κύκλος

          μητέρα είμαστε όλοι ένας φαύλος κύκλος

          μιά αστειότης.

     Κείμενα διάψευσης και διαμαρτυρίας και τα τρία Γράμματα στη Μητέρα για τα στημένα παιγνίδια, στα οποία ο ποιητής αντιστέκεται σθεναρά, ακουμπώντας πάντα στην ελληνική του ιθαγένεια και στην παράδοση του τόπου.

          Όμως ο μισός ήλιος δεν είναι ήλιος, μητέρα,

          Όμως η μισή καρδιά δεν είναι καρδιά

          Όμως η μισή αγάπη δεν είναι αγάπη.

     Το Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα κυκλοφορεί το 1972 και προσωπικά το θεωρώ ως το κορυφαίο έργο του Κώστα Μόντη, καθώς συγκεντρώνει όλες τις αρετές του ποιητή. Ο Μόντης συνδιαλέγεται με τη μητέρα, εξομολογείται στη μητέρα, καταθέτει στην ποδιά της τα βασανιστικά ερωτήματα και τις διαπιστώσεις ενός κόσμου και ενός τόπου που η πραγματικότητα του συγκρούεται με τον εσωτερικό του κόσμο και του θρυμματίζει τα οράματα.

          Λοιπόν μητέρα, καμιά φορά έχουμε την εντύπωση

          πώς είμαστε απεργοσπάστες

          πώς όλοι οι άλλοι κρατάν πινακίδες

          και μαζεύονται κι ακούν τους αρχηγούς τους

          και παρελαύνουν

          και κράζουν συνθήματα

          κ’ ετοιμάζουν ψηφίσματα

          κ’ επιδίδουν

          κ’ εμείς μονάχα εξακολουθούμε να πηγαίνουμε σκυφτοί

          στη δουλειά

          και να υπονομεύουμε το δίκιο μας

          και να υπονομεύουμε το ψωμί τους.

     Πατώντας στα σπασμένα γυαλιά αναζητά αντιστήριγμα στην αγάπη, που μας κρατάε ζωντανούς, στη μάνα, στη γυναίκα, για να μπορέσει να πορευτεί σ’ έναν κόσμο παράλογο, που τα προκατασκευασμένα γεγονότα του καταργούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μεταβάλλοντας τους ανθρώπους σε πιόνια.

          Κάτι συμβαίνει, μητέρα,

          κάτι σοβαρό συμβαίνει, μητέρα.

          Γιατί μας είπαν «Να τώρα ταξιδεύετε»

          και δεν ταξιδεύαμε.

          Γιατί μας είπαν «Να τώρα είσαστε αυτό, είσαστε εκείνο»

          και δεν ήμαστε ούτε αυτό ούτ’ εκείνο.

          Και μας γεννήθηκαν πιά υποψίες

          κ’ εξετάσαμε το ημερολόγιο

          και δεν ήταν Ιανουάριος

          και δεν ήταν Φεβρουάριος

          εξετάσαμε κ’ η αρίθμηση δεν ήταν αρίθμηση

          κ’ η Ιστορία δεν ήταν Ιστορία

          και τ’ αγάλματα άλλους παριστούσαν

          και τα επιρρήματα ήταν λανθασμένα

          κ’ οι λέξεις ήταν παρερμηνευμένες

          κι ούτ’ εννοούσαν αυτό που εννοούσαν.

          Ύστερα εξετάσαμε γενικότερα

          κ’ είδαμε πώς δεν αγαπούσαμε

          όταν μας υπέβαλλαν πώς ούτω πώς αγαπούσαμε,

          όταν μας υπέβαλλαν πώς ούτω πώς αγαπούσαμε δήθεν «κανονικά»

          και «κατά το δυνατόν»

          κ’ «εντός των ανθρωπίνων πλαισίων».

          (Τί πρόφαση, παρεμπιπτόντως, αυτά τ’ «ανθρώπινα πλαίσια», μητέρα,

          τί εφεύρεση, μητέρα, αυτά τ’ «ανθρώπινα πλαίσια»,

          τί πονηρός όρος,

          τί πονηρή αίρεση,

          τί δειλή αίρεση.

          Τα πέταξα απ’ τους πίνακες που τα εισήγαγαν,

          τα πέταξα απ’ τις φωτογραφίες,

          τα πέταξα πρώτα-πρώτα απ’ τη δική σου

          κ’ ένοιωθα σα νάνοιγα κλουβιά πουλιών

          πού δεν πίστευαν

          και κοιτούσαν περίεργα

          και δίσταζαν

          και φοβόντουσαν-έτσι όπως στα στρατόπεδα συγκεντρώσεις-

          να πλησιάσουν την έξοδο

          και φοβόντουσαν μήπως δεν ήταν έξοδος ή έξοδος,

          μήπως αν αποπειρόντουσαν θα ξανάκλεινε μισή στιγμούλα πρίν

          και θ’ απέμεναν με διπλή σκλαβιά πιά

          και θ’ απέμεναν με τριπλή σκλαβιά πιά

          και θ’ απέμεναν μ’ ατέλειωτη σκλαβιά πιά).

     Κι ύστερα, όταν έρχεται η συμφορά του 1974, και πάλι συνάπτεται με τη δική του προσωπική ιστορία (γεννήθηκε στην Αμμόχωστο, εργάστηκε και παντρεύτηκε στη Μόρφου, διατηρούσε τις πιό στραφταλιστές αναμνήσεις από τα πατρογονικά κτήματα της Κυρήνειας, που όλα χάθηκαν), η αφόρητη απελπισία και η οδύνη του θα οξύνουν την ειρωνεία πού περιέχεται στους στίχους του και πού τώρα πιά προβάλλει ως άμυνα. Στίχοι ματωμένοι, αντιπαραβολές της μνήμης, διαπιστώσεις που μέσα από τον αντίστροφο τρόπο της ποιητικής του λειτουργίας μαντεύουμε την ανοιχτή πληγή και μαζί η αντιπαραβολή ενός ήθους μοναδικού, που μπροστά του το υλιστικό και η νομιμοποίηση του άδικου του καιρού μας υποχωρούν. Η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η καρδιά, η αγάπη αποτελούν το υλικό και τα όπλα του. Η χαρτογράφηση του τόπου και η ταύτιση του ποιητή μαζί του, πιστεύω πώς με τα τελευταία του ποιήματα, δημοσιευμένα και ανέκδοτα, έχει πιά ολοκληρωθεί.

     Κάθε φορά που σημειώνω δίπλα στ’ όνομα του αγαπημένου ποιητή τη διεύθυνσή του (οδός Σαλαμίνος, Έγκωμη… κλπ.), σκέφτομαι πώς τίποτα δεν είναι τυχαίο. Γιατί ο Μόντης έρχεται από πολύ μακριά μέσα από την Ιστορία. Είναι η φωνή της Κύπρου. Έρχεται να καταγράψει ό,τι άγραφο αφήνει η ιστορία από ανθρώπινη περιπέτεια. Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο πιό πολύ διαπιστώνουμε πώς ο Κώστας Μόντης αποτελεί τον ελληνικό τόπο καταγωγής μας.

     Πίτσα Γαλάζη, περιοδικό Η Λέξη τεύχος 152/ Ιούλιος-Αύγουστος 1999, σελίδες 378-385.

                   Και κάτι άλλο φίλοι μου.

                   Πρέπει να ξέρετε

                   πως απλώς διεκπεραιώνουμε ξένη αλληλογραφία

                   τίποτα περισσότερο

                           ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ 

 

              Τα Περιεχόμενα του αφιερωματικού τεύχους:

-Προσωπογραφία του Κώστα Μόντη από τον Τηλέμαχο Κάνθο (1937), 306

-ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Ανέκδοτα ποιήματα. 10 έντιτλα και 6 άτιτλα, 307-310

(ΠΡΟΣ ΖΩΗ/ ΑΦΙΕΡΩΣΗ/ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ/ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ/ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ «Στον Γιώργο Γεωργή, με αγάπη»/ ΑΓΡΟΤΙΚΟ «στη Μυρτάνη Πιερή, με αγάπη»,/ ΠΡΟΣ ΖΩΗ/ Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΞΗΓΕΙ/ ΕΡΣΗ/ ΔΗΜΟΤΙΚΟΦΑΝΕΣ/ ΣΤΙΓΜΕΣ (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ)/ ΓΙΑ ΤΗΖ ΖΩΗΝ/ ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ/ ΓΙΑ ΤΗΓ ΚΑΡΚΙΑΝ).

             ΠΡΟΣ  ΖΩΗ

Καί τώρα π’ όπου νάναι θα σε χάσω

ποιά να σου θυμίσω και ποιά να σου ξεχάσω!

             ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Στους παλιούς μου συμμαθητές

πούφυγαν και δεν περίμεναν όπως πρίν

να σχολάσουμε μαζί,

πού άλλο κουδούνι άλλου παιδονόμου άκουσαν κ’ έφυγαν.

            ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ

Αγαπήσαμε τόσο πολύ αυτή τη Γή, Κύριε,

πού φοβάμαι πώς ό,τι και να μας επιφυλάσσεται όταν φύγουμε

το μυαλό μας θάναι πάντα σ’ αυτή,

η σκέψη μας στο χωριό μας θα τριγυρνά,

η σκέψη μας στη γειτονιά μας θα τριγυρνά.

              ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ

Είν’ όμορφη, ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε;

               ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

                  Στον Γιώργο Γεωργή, με αγάπη

Μη φοβάστε. Όταν σας κτυπήση την πόρτα και δεν ανοίξετε

θα φύγη. Είν’ εύθικτη ευτυχώς,

είν’ ευτυχώς ασυνήθιστη στα «όχι».

               ΑΓΡΟΤΙΚΟ

                  στη Μυρτάνη Πιερή, με αγάπη

Τί ψάχνει απόψε το φεγγάρι στο πηγάδι,

τί ψάχνει απόψε τόσο επίμονα το φεγγάρι στο πηγάδι,

τί τούπεσε;

               ΠΡΟΣ  ΖΩΗ

Μού το ξανάκανες αυτό, θυμάσαι;

               Η ΠΟΙΗΣΗ  ΕΞΗΓΕΙ

Εγώ άλλα φωνήεντα έχω,

άλλα σύμφωνα,

άλλες τελείες, άλλα θαυμαστικά, άλλα ερωτηματικά.

               ΕΡΣΗ

Αν νοσταλγώ να γύριζαν τα χρόνια πίσω

είναι, σύν άλλοις, για να σε ξαναγαπήσω,

αν τόσο νοσταλγώ, τόσο πολύ,

είναι, σύν άλλοις, για να μούδινες

ξανά το πρώτο σου φιλί.

               ΔΗΜΟΤΙΚΟΦΑΝΕΣ

Έπεσα στις ανηφοριές και πώς να τις ανέβω;

Η γειτονιά σου ανηφοριά,

ανηφοριά το σπίτι σου,

ανηφοριά η καρδιά σου,

ανηφοριά σ’ ανηφοριές κ’ η αγάπη σου.

               ΣΤΙΓΜΕΣ

                   (α)

Σε τί δίλημμα με βάνεις, πατρίδα μου!

Μη μου δίνης, σε παρακαλώ, αυτό τ’ όπλο στο χέρι,

μή μου δίνης αυτό τ’ όπλο στο χέρι!

                    (β)

Ξέρουν ένα «σ’ αγαπώ» τα μάτια,

ψιθυρίζουν ένα «σ’ αγαπώ» τα μάτια!

                   (γ)

Νάχε ένα μέρος το μυαλό

να γείρη να ξεχάση,

νάχε ένα μέρος η καρδιά

να γείρη και να ξαποστάση.

               (δ)

Κάτι μέσα μου δακρύζει διαρκώς,

αποτραβιέται σε μιά γωνιά να μην το βλέπουν

και δακρύζει.

               (ε)

Ήταν καρδιά αυτή να σταματήση;

               (στ)

Κάθε φορά λέω να σου πω πώς σ’ αγαπώ

και ξεχνώ.

               Ιδιωματικά

                   ΓΙΑ ΤΗΖ ΖΩΗΝ

Κάτζ’ η ζωή, καλή

η πόρτα της έμ πάντα χαμηλή

τούτομ ποττέ μέν το ξιχάσης

πρέπει να σιύβκης να περάσης.

               ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ

Μέμ μου  λαλής εξιζουμίστηκες άς γράψουν τζ’ άλλοι

τζ’ ο ποιητής έν όπως τ’ όξυνον,

π’ ώσπου το σφίγγεις βκάλλει.

                ΓΙΑ  ΤΗΓ  ΚΑΡΚΙΑΝ

Έν η αλήθεια πώς συνέχειαν

έσιε μας πάσ’ στην τζεφαλήν της

αμμά εγ κόσμος τούτος, να χαρής,

να την αφήκης μανισιήν της;

-ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΊΚΙΟΣ, Το Αρχιπέλαγος του Κώστα Μόντη, 311-313

-ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, Τί κάνει η γλώσσα του Μόντη, 314-316

-ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΚΟΚΟΛΗΣ, Στίξη στις «ΣΤΙΓΜΕΣ» «μνήμη Σπύρου Τσακνιά», 317-321

-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, Στιγμές του Αφέντη Μπατίστα, 322-326

-ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Μακρύ υστερόγραφο σε μια ανάγνωση, 327-331

-ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, Ανάμεσα στη γνωμική ποίηση και την ηρωική ελεγεία, 333-337

     ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΓΝΩΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

   Σ’ έναν τόμο με «Δώδεκα κείμενα για τον Κ. Μόντη» (1984), δημοσιευμένο με επιμέλεια των καθηγητών Γιώργου Κεχαγιόγλου και Μιχάλη Πιερή, υπάρχει, στο κείμενο του Ανδρέα Χριστοφίδη, και μιά παρατήρηση που πραγματικά με άγγιξε (δεν πρόκειται τώρα εδώ να καθίσω και να πω, γιατί και πώς): ετοιμάζοντας κάποτε, λέει, μιάν εισήγηση για τους συμπατριώτες του ποιητές Τεύκρον Ανθία και Θεοδόση Πιερίδη ανακάλυπτε, «όχι χωρίς έκπληξη και θλίψη», ότι δεν είχε γνωρίσει προσωπικά «τους δύο ποιητές κι άλλους πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων που υπηρετούσαν τη λογοτεχνία για χρόνια». Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για μένα, ο οποίος π.χ. με τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μίλτο Σαχτούρη αντήλλαξα, μόνο μιά χειραψία, όταν τους συνέχαιρα στις τελετές επίδοσης των βραβείων (ως πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής για την απονομή των λογοτεχνικών βραβείων), ή είχα μιά μοναδική τηλεφωνική επικοινωνία ενός λεπτού με τον Ελύτη (κι αυτή με τρομερή δυσκολία πραγματοποιημένη). Δεν έχω γνωρίσει προσωπικά ούτε τον Κώστα Μόντη-ωστόσο χαίρομαι γιατί υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου και δύο δικά του βιβλία, από τα όψιμα εκείνα, τα γραμμένα για παιδιά, με ιδιαίτερη αφιέρωσή του.

     Μπορεί να έχει τη θλίψη της, όπως έγραφε ο Χριστοφίδης, αυτή η απόσταση. Έχει όμως και τα καλά της. Συνήθως η απόσταση από τα πρόσωπα εγγυάται για μια περισσότερη κοντινή- θέλω να πω περισσότερο αυθόρμητη και απροσωπόληπτη-σχέση με τα έργα τους. Έτσι μπορώ να πω, απροκατάληπτα και χωρίς καμιά προσωποληψία, ότι θεωρώ τον κ. Μόντη (και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι) έναν από τους κορυφαίους ποιητές μας.

     Κάπου ο Τέλλος Άγρας γράφει, ότι η ποίηση γενικά είναι είτε λυρική είτε δραματική. Θα έλεγα πώς υπάρχει και μιά τρίτη γενική κατηγορία, ανάμεσα στις δύο παραπάνω: η γνωμική ποίηση. Και λέω ανάμεσα στις δύο, γιατί γνωμικούς στίχους ασφαλώς μπορούμε να βρούμε τόσο στη λυρική όσο (εδώ μάλιστα ακόμα περισσότερο) και στη δραματική ποίηση. Αλλά στη γνωμική ποίηση η γνωμολογική επιγραμματικότητα είναι το κύριο (με την παρατήρηση πάλι, ότι και εδώ εύκολα παρεισδύουν στοιχεία λυρικής και-πολύ περισσότερο- δραματικής ποίησης). Κατεξοχήν γνωμικός ποιητής είναι ο Μόντης, που θα τον ονόμαζα κιόλας, mutatis mutandis, Θέογνη της νεότερης Ελλάδας.

     Το γνωμολογικό περιεχόμενο ορίζει ως ένα βαθμό και τη μορφή της ποίηση αυτής. Έτσι ισχύει και για την ποίηση του Μόντη αυτό που γράφει ο Lesky για την ποίηση του Θέογνη (ποίηση που θέτει πολλά και σοβαρά ζητήματα, και λόγω της βεβαιωμένης ύπαρξης μιάς σχετικής παράδοσης πρίν από τον ποιητή, τον οποίον εξάλλου και πολλοί άλλοι μιμήθηκαν στη συνέχεια, ώστε τα «θεογνίδεια» να συνιστούν πιο πολύ ένα corpus, που περιλαμβάνει και κείμενα πού σαφώς δεν ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο): «γενικά πρόκειται για ποιήματα μικρά σε έκταση, πού και πού δίστιχα, ύστερα πάλι μικρές ελεγείες, που σπάνια ξεπερνούν τους δώδεκα στίχους». Επισημαίνω και τον όρο «ελεγείες». Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι και τα ποιήματα του Μόντη. Δίστιχα ή με περισσότερους στίχους, αποπνέουν έναν ελεγειακό τόνο, σύμφωνο προς τα δεινά πού υπέστη και υφίσταται η πολύπαθη πατρίδα. Μιά όμορφη, περίλουστη από θάλασσα και φως πατρίδα, από φως που δεν φτάνει όμως για να διαλύει και να σκορπίζει την ιστορική σκοτεινιά-αν δεν την αυξάνει κιόλας, καθώς προκαλεί τους άλλους με την ομορφιά της (και βέβαια με τη σημασία της θέσης της στο χάρτη της Μεσογείου):

                   Δεν μοιράζουν, το σκοτάδι είναι περισσότερο απ’ το φώς

                   Και δεν ξέρουμε κι εμείς σε ποιό απ’ τα δυό προσθέτουμε.

     Αυτό εμείς το συναντάμε συνεχώς στην ποίηση του Μόντη. Γιατί ο ποιητής αυτός (όπως και  άλλοι στην Κύπρο) είναι ένα είδος ενσάρκωσης της συλλογικής μνήμης του συλλογικού διαχρονικού πόνου, είναι ένα εγώ διαποτισμένο από την κοινότητα της ιστορικής μοίρας ώστε, ό,τι λέει για τον εαυτό του ο ποιητής, να εκφράζει και τους άλλους και ό,τι λέει για τους άλλους να εκφράζει και τον εαυτό του. Αυτή τη στενή συνάφεια του εγώ και του εμείς πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε σωστά την κυπριακή ποίηση γενικά. Η γεύση της εφημερότητας δεν είναι μόνο του Μόντη:

                   Όλα όσα ζήσαμε

                   όλα όσα αγαπήσαμε

                   όλα όσα είπαμε δικά μας

                   θα επαναλαμβάνονται στην απουσία μας

                   μ’ άλλους να τα ζουν

                   άλλους να τ’ αγαπούν

                   άλλους να τα λεν δικά τους.

     Δεν είναι μόνο δική του η επίγνωση της μεγάλης δυσκολίας του να μιλάει κανείς με ευθύτητα, εγκλωβισμένος στα δραματικά, σκληρά, αδιέξοδα καθέκαστα της κυπριακής Ιστορίας, αν και, ακριβώς μέσα σ’ αυτά τα καθέκαστα γεννιούνται και ανδρώνονται και οι ευθυρρήμονες γενναίοι-είναι γεμάτη και από τέτοια λαμπρά παλικάρια η κυπριακή Ιστορία (ας προσέξουμε τον τελευταίο στίχο του παραθέματος που ακολουθεί):

                   Ήταν μεγάλο πράγμα να γεννηθεί η ευθεία

                   μέσα σ’ αυτές όλες

                   τις περιστροφές και τις καμπύλες

                   πού μας διέπουν.

                   Εχτός αν δεν είναι.

     Και ασφαλώς δεν είναι μόνο προσωπική η Σταύρωση, που σημαδεύει την αρχή κάθε μιάς νέας περιόδου, φάσης ζωής:

                   Δεν έχουμε δικαίωμα να μετράμε

                   απ’ τη Γέννηση

                   παρά απ’ τη Σταύρωση.

     Η επενέργεια της συνείδησης της συλλογικότητας εκδηλώνεται σε πλείστα όσα. Π.χ. και στη σχέση με την παράδοση. Έτσι ο Μόντης δεν πολυνοιάζεται για το τί θα πουν οι παντοειδείς «μοντέρνοι», όταν διατρανώνει την πίστη του στην αναγεννητική αξία και δύναμη της μικρής πατρίδας. Ο ποιητικός δυναμισμός του επόμενου δύστυχου-ένα ακόμα δείγμα μιάς όχι συνήθους ποιητικής δωρεάς-είναι ικανός να κάνει το χωριό ένα προσφιλές θέμα σε κάθε αληθινό φίλο της ποίησης, αλλά και να το φορτίσει με την υποβλητική σημασία ενός γενικευμένου συμβόλου’ του συμβόλου της παράδοσης:

                   Θα υπάρχει πάντα στην άκρη του δρόμου ένα σκονισμένο χωριό

                   πού θα μας περιμένει να γεννηθούμε.

     Δίπλα μπορεί να μπει το εξαίσιο αυτό τετράστιχο:

                   Δεν βγαίνω έξω

                   εδώ μέσα θα καθίσω

                   ώσπου να προβάλεις

                   απ’ τα παλιά έπιπλα..

     Και στην ίδια συνάφεια παραθέτω τον ερωτηματικόν αυτό στίχο με την έξοχη καιριότητα:

                   Γιατί παραγνωρίζουμε τη συγκυριότητα των προγόνων; (1)

     Ο Χριστοφίδης υποστηρίζει ότι την ποίηση στην κυπριακή τοπολαλιά (βλ. εδώ την υποσημείωση) ο Μόντης γράφει «σε διαλείμματα χαράς», γι’ αυτό και «δεν έχει κατά κανόνα σχέση με τον άκρατο πεσιμισμό που βρίσκεται κατεσπαρμένος σ’ όλη την έκταση της ποιητικής του παραγωγής». Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι και από τον διάχυτο, πράγματι, σ’ όλο το έργο του πόνο εκλύεται εντούτοις, τελικά, ένας τόνος κι ένα τόνος κι ένα πνεύμα αντοχής, μιά δύναμη ενατένισης του γκρίζου ή του μαύρου με ματιά σοβαρή ή, ακόμα, σκυθρωπή κάποτε, διόλου όμως πανικόβλητη. Καλά το έγραφε ο Χριστοφίδης: «Το μάτι του ποιητή δεν αποσύρεται όταν εγγίσει ένα σημείο καθοριστικό του βίου, όσο περνούν τα χρόνια μάλλον προσελκύεται από αυτό, κοιτάζει το πλήρες Αδιέξοδο, βλέπει όσα εξ αρχής δεν έχουν γιατρειά και τα σημειώνει, παγωμένος από το αντίκρισμα αλλά με το κοχλάζον πάθος του ανθρώπου πού δεν εννοεί να τα βάλει κάτω, που ενδόμυχα ίσως και να πιστεύει, παρά πάσαν λογική, πώς τιθασεύει τα αρχήθεν αθεράπευτα, καθώς τα διατυπώνει μνημειακά». Η γλώσσα, η αγάπη στη μητέρα, στη γυναίκα, στα παιδιά, στ’ αδέλφια, στον κόσμο «τον κρατούν για να συνεχίσει, να αντλήσει δύναμη, πού του χρειάζεται για να συνεχίσει να αντικρίζει τον κόσμο και τα τεθειμένα όριά του κατάματα, χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα, χωρίς να λυγίζει».

     Τελικά τα ελεγειακό γίνεται και προμηθεϊκό, η φωνή του Μόντη συνάδει προς τη φωνή του Προμηθέα και λέει, όπως και εκείνος περίπου: «Λοιπόν, αυτή η πληγή είναι η ελπίδα μας, μητέρα». Με τους στίχους του Μόντη εικονίζεται κι ένας Προμηθέας, καρφωμένος στα απόκρημνα βράχια της μοίρας του νησιού του και της μοίρας του ανθρώπου, αλλά και στο Χρέος καρφωμένος, καρφωμένος στο χρέος να καταφάσκει τον αγώνα, ακόμα και μέσα από τους γόους της αγωνίας του. Όπως σ’ αυτούς τους στίχους από το Γράμμα στη Μητέρα (η Μητέρα, γράφει ωραία ο Παστελλάς, «δεν είναι η μορφή της σολωμικής Μητέρας στις διάφορες ταυτίσεις της με την  Ελευθερία «πού με βιά μετράει τη γη» ή την Πατρίδα- Ελλάδα «μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα». Η μητέρα του Μόντη είναι το αιώνιο σύμβολο της ιδεατής καταφυγής σε ώρες κλονισμού και έσχατης δοκιμασίας»):

                   Κοίτα, μητέρα, τί αντιστύλια για να συγκρατήσουμε την επιφάνεια,

                   κοίτα τί υποστηρίγματα για να διαψεύσουμε τη διάσπαση.

                   Γιατί μας αρέσει να παρερμηνεύσουμε τα ουράνια τόξα, μητέρα;

……………………………………….

                   Δεν είν’ η αυγή αυγή, μητέρα,

                   δεν είναι λευκά τα περιθώρια των βιβλίων,

                   δεν είναι λευκά τα περιθώρια της ζωής,

                   είναι πιό κείμενα απ’ τα κείμενα,

                   είναι πιό δράματα απ’ τα δράματα.

                   Είν’ όλα μιά έξαλλη συμπαιγνία, μητέρα.

                   Θα σου ξαναγράψω.

     Αυτό το «θα σου ξαναγράψω» (όπως και της ξανάγραψε) ασφαλώς προϋποθέτει ότι ο ποιητής θα εξακολουθήσει να μένει σε εγρήγορση, σε επικοινωνία, σε ετοιμότητα καταγγελίας των αρνητικών της ζωής, καταγγελίας του Κακού. Φτάνοντας κιόλας σε διαλείμματα έντονης αισιοδοξίας, ως το δοξαστικό του ηρωικού φρονήματος, όπως το ζωοποιεί το συναίσθημα, όχι η «λογική» με τις «περιστροφές και τις καμπύλες» (οι στίχοι που ακολουθούν έχουν τον τίτλο «Κυπριακή Επανάσταση»):

                   Ευτυχώς που το αίμα δεν παίρνει οδηγίες απ’ το μυαλό’

                   ευτυχώς πού μονάχα με την καρδιά έχει να κάνει

 

                   Απέχουμε πολύ από την καρδιά μας

 

                   Καρδιά απάνω καρδιά κάτω

                   από καρδιά τίποτ’ άλλο

 

                   Με μιά καρδιά που άλλα της λες κι άλλα καταλαβαίνει

 

                   Περίεργο πράμα η καρδιά

                   όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερο έχεις

 

                   Ενδείξεις μονάχα έχουμε για την καρδιά,

                   περιστατικές μαρτυρίες

 

                   Μη μου λες κι είναι κράτος εν κράτει η καρδιά,

                   αγαπητέ μου,

                   κράτος εν κράτει

 

                   Κι η καρδιά ένα τηλέφωνο που χτυπά

                   σ’ ακατοίκητο σπίτι

     Ακόμα και οι τελευταίοι στίχοι έχουν την αισιοδοξία τους. Έστω κι αν είναι ακατοίκητο το σπίτι, υπάρχουν κάποιοι, που επιμένουν να το ζωοποιήσουν!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1., Χαρακτηριστική είναι και η «αύξουσα επιστροφή του Μόντη (…) στην κυπριακή τοπολαλιά». Πβ. Χριστοφίδη, ό.π. σ.43, σημείωση. Ο Α. Παστελλάς, στον ίδιο τόμο, σ. 198, σημ., θυμίζει μιάν ομιλία του ποιητή με τον τίτλο «Γιατί οι Κύπριοι ποιητές πρέπει να γράφουν και στο κυπριακό ιδίωμα» και  παρατηρεί ότι στην ομιλία του αυτή ο Μόντης «υποστηρίζει θεωρητικά ό,τι ο ίδιος έκανε ποιητική πράξη, γράφοντας (…) και στην κυπριακή τοπολαλιά παράλληλα προς το πανελλήνιο γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί».          

-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ, Ανθολογώντας τον Κώστα Μόντη. Σχόλιο στο έργο του, 338-341

-ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Ποίηση 1946-1998. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, 344-361

(Α΄ ΑΤΙΤΛΕΣ «ΣΤΙΓΜΕΣ» 343-355.

Β΄ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΤΙΤΛΕΣ «ΣΤΙΓΜΕΣ», (ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ/ ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ/ ΒΙΕΤΝΑΜ/ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΣ/ ΠΕΡΙ ΣΤΙΧΩΝ/ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ/ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ/ ΘΑΝΑΤΟΣ/ ΠΡΟΣ ΚΑΡΔΙΑΝ/ ΖΩΗ/ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΟ/ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΙΗΣΗΣ 1/ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΙΗΣΗΣ ΙΙ/ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ/ ΤΟ «ΑΓΑΠΩ» (ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ)/ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ/ ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ/ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΤΣΗΣ/ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ/ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ/ ΚΥΠΡΟΣ/ ΚΥΠΡΟΣ 1970/ ΚΕΡΥΝΙΑ, 1974/ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974/ ΠΡΟΣ ΚΑΛΒΟ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ)/ ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1974 ΜΡΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ/ ΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1975/ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ/ «ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»/ ΚΥΠΡΟΣ 1984), 355-359

Γ΄ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 359-361

(1., ΑΤΙΤΛΑ, 359-360.  2., ΕΝΤΙΤΛΑ (ΕΣΕΝΑΝ Η ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ../ ΕΝΕΦΑΝΕΝ…/ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΗΣ/ ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ/ ΣΠΟΥΔΗ/ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ/ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, 360-361)

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΗΣ, Η Αποδόμηση της Ιστορίας, 362-370

-ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, Μόντης, φανατικός της επανάληψης, 371-375

-ROGER  MILLIEX, Ένα προνόμιο: Μια βραδιά με τον Κώστα Μόντη, 376-377

     ΕΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΟ: ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ

     Από τα πολλά, ποικίλα και μοναδικά προνόμια που μου χάρισε η πολύχρονη θητεία μου στον ελληνικό χώρο- συνολικά τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια-, ξεχωρίζω αυτό της άμεσης προσέγγισης με λαμπρούς πνευματικούς ανθρώπους. Μεγάλη και απροσδόκητη τύχη που προσφέρθηκε ευθύς εξαρχής σ’ έναν νεαρό «απόδημο» Γάλλο εκπαιδευτικό, με την πρώτη πρώτη του «απόσπαση» από τη γενέθλια γη.

     Πραγματικά, από το ’36-’37 πού πρωτοήρθα στην Αθήνα, η ανοιχτή και γενναιόδωρη φιλοξενία του ζεύγους Octave και Μελπομένης Merlier, στην τραπεζαρία και στο σαλόνι της οδού Σίνα, εξασφάλισε στον νεοφώτιστο που ήμουνα την ανέλπιστη μύηση στην πνευματική πρωτεύουσα, που αποτέλεσαν οι ταχτικές συναντήσεις με περίπου όλους τους λογίους της γενιάς του 1930. Μια ορμή πού δεν την σταμάτησαν τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής: γνωριμία του Καζαντζάκη, ανακάλυψη του Σικελιανού, παρέα με τον Ελύτη, για να αναφέρω μόνο τρία μεγάλα ονόματα. Πιό πυκνές βέβαια οι μεταπολεμικές επαφές με σχεδόν ολόκληρη την ελληνική πνευματική οικογένεια, κυρίως πάντα χάρη στο πανελλαδικό σταυροδρόμι που ίσαμε τα χρόνια 1960 αποτέλεσε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Να μην ξεχάσω όμως την σχεδόν συμβίωσή μου με τον αλησμόνητο Νικηφόρο Βρεττάκο. Ούτε βέβαια το προσωπικό προνόμιο από το ’45 να ‘χω κατ’ οίκον μιά ακτινοβόλα δημιουργική παρουσία…

      Δεν είναι δυνατόν όλη αυτή η ελλαδίτικη προϊστορία να μην έχει συνέχεια στον καινούργιο, μά αδελφοποιτό χώρο, πού από το ’59-’60 μας προσέφερε η Κύπρος ως πεδίον καινούργιων γνωριμιών, ανταλλαγών και φιλίας. Ένας νέος διάλογος που τον διευκόλυναν οι περιορισμένες γεωγραφικές διαστάσεις του νησιώτικου χώρου. Κι έτσι πολύ γρήγορα γνωρίσαμε τους διάφορους δημιουργούς- λογοτέχνες, καλλιτέχνες, θεατρικούς, ερευνητές σ’ όλους τους τομείς-, πού και πρίν από την Ανεξαρτησία και μετά προσφέρανε ο καθένας τη δική του συμμετοχή στην πνευματική ζωή του τόπου. Και με τη βοήθεια της απαράμιλλης κυπριακής φιλοξενίας συνδεθήκαμε άμεσα και βαθιά μαζί τους. Τόσο βαθιά πού, το διαπιστώνουμε σήμερα με συγκίνηση, η Τατιάνα κι εγώ, ο δεσμός που δημιουργήθηκε το ’60-’70, νίκησε τον χρόνο και την απόσταση.

     Ένας απ’ αυτούς είναι ο αναγνωρισμένος από  τότε ως ο κορυφαίος ποιητής της Κύπρου Κώστας Μόντης. Από τις πρώτες πρώτες συναντήσεις πού είχαμε μαζί του, κράτησα μιά διπλή μόνιμη εντύπωση: από τη μιά την αυθόρμητη απλότητα και αμεσότητα του ανθρώπου, δίχως την παραμικρή οίηση, και από την άλλη την εξαιρετικά γερή ελληνική του συνείδηση, βαθιά ριζωμένη τόσο στην τοπική παραλλαγή όσο και στην παγκόσμια διάσταση του ελληνισμού.

     Ακολουθήσανε διαφωτιστικές αναλύσεις του έργου του Μόντη από τον αξέχαστο και πολύκλαυστο Ανδρέα Χριστοφίδη, που κάθε τόσο κατέβαινε από τα ύψη του Ρ.Ι.Κ. και ερχότανε σπίτι μας, στη Λεωφόρο Ομήρου, να μας πρωτοδιαβάσει κανένα από τα καινούργια του δοκίμια. Κι έτσι μιά μέρα μας ήρθε η σκέψη να πάρουμε μιά πρωτοβουλία. Επειδή τον πρώτο καιρό είχαμε διαπιστώσει μιά κοινωνική απομόνωση των συγγραφέων, πού περιόριζε την ακτινοβολία τους στον περιορισμένο κύκλο των αναγνωστών τους, είπαμε να κάνουμε μιά προσπάθεια να σπάσουμε το φράγμα αυτό και, αρχίζοντας από τον μεγάλο ποιητή, να φέρουμε σ’ επαφή τους δημιουργούς με το κοινό (περίπου σύγχρονος με την ίδια διάθεση στάθηκε τότε ο αλησμόνητος, ο ανήσυχος και πρωτοπόρος Σάββας).

     Αποφασίζουμε λοιπόν να οργανώσουμε μιά τιμητική και μαζί παιδαγωγική βραδιά αφιερωμένη στον Μόντη, στο νεοσύστατο Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο. Παρών ο ποιητής, εισηγητής ο Ανδρέας Χριστοφίδης. Δυστυχώς κάπως αραιό το ακροατήριο και πικρή η απογοήτευση του οργανωτή πού, από υπερβολική, φαίνεται, αφέλεια, είχε φανταστεί ότι θα έτρεχε ο κόσμος, έστω και από απλή περιέργεια, να δει από κοντά, και «σωματικά» (en chair et en os, θα λέγαμε γαλλικά), τον φημισμένο συγγραφέα!

     Κάτι όμως έγινε την τελευταία στιγμή που έσωσε μερικά την παράσταση. Μόλις είχε αρχίσει ο Ανδρέας την παρουσίαση του  έργου του ποιητή, όταν στη σκάλα που ανεβαίνει στην αίθουσα του Κέντρου, ακούει ένα τρεχαλητό: ήταν μιά ομάδα από φρέσκα κορίτσια, που η περιέργεια ή μιά πνευματική όρεξη ή και τα δύο μαζί τα είχαν σπρώξει στην ίσως πρώτη τους συμμετοχή σε μιά ποιητική βραδιά. Αυτή η συμβολική παρουσία της κυπριακής νεολαίας στάθηκε οπωσδήποτε παρηγοριά και πηγή ελπίδας για τον τιμώμενο ποιητή και για τον «ξένο» μεσάζοντα, ένα από τα πρώτα πνευματικά προνόμια πού πλουσιοπάροχα του χάρισε η Κύπρος.     

-ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ, Κώστας Μόντης: Ο Ελληνικός τόπος της καταγωγής μας, 378-385

-ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ, Ένας ποιητής αθώος από ιστορία, 386-388

-ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, Όψεις της άμεσης ζωής στην πεζογραφία του Κώστα Μόντη, 389-401

(Α. Το περιβάλλον της κυπριακής πεζογραφίας και το έργο του Μόντη./ Β΄ Οι συμφύσεις της ποίησης και της πεζογραφία./ Γ΄ Από τη συναισθηματική σχέση στη σχέση συνείδησης./ Δ΄ Το αρχέγονο ως παράβαση της ιστορικής λογικής./ Ε. Η μνήμη των τόπων και ο θησαυρισμός των ανθρώπων./ ΣΤ΄ Η παλινδρομική κίνηση της μονοφωνικής και της πολυφωνικής αφήγησης./ Ζ΄ Το ζωτικό νόημα του επιμύθιου./ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)

-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ, Στιγμές για τον Μόντη, 402-403

-ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, «Στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση»*, 405-407

*Αποσπάσματα από συνομιλία του Κώστα Μόντη με φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου (Λευκωσία) την άνοιξη του 1988. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόσκληση του φιλόλογου Λεύκιου Ζαφειρίου. Την απομαγνητοφώνηση του κειμένου έκανε ο Κωστής Δανόπουλος

   «ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ Ο ΠΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΗ»

    Θα ήθελα, παιδιά, να απαντήσω στις ερωτήσεις σας. Συνήθως οι αδαείς στις τηλεοράσεις που παίρνουν συνεντεύξεις, ρωτούν: «Πώς αισθάνεστε; Πώς νιώθετε;» Έπειτα ρωτούν: «Πότε αρχίσατε να γράφετε;». Ίσως θα πρέπει να σας κάνω μιά μικρή εισαγωγή στην ιδιαιτερότητα της ποίησής μου. Ποια είναι δηλαδή τα χαρακτηριστικά της. Προσπάθησα να αποβάλω την περιφέρεια, τον περίγυρο του ποιήματος και να κρατώ μονάχα το κουκούτσι, το εσωτερικό κουκούτσι, να δίνω τον πυρήνα του ποιήματος και να αφήνω τον αναγνώστη να βρίσκει τα σκαλιά που οδηγούν στον πυρήνα και τα σκαλιά πού οδηγούν πέρα από τον πυρήνα. Κι όπως καταλαβαίνετε, τα σκαλιά είναι διαφορετικά για τον κάθε αναγνώστη. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της μορφής της ποίησής μου, της πλήρους αποβολής της περιφέρειας, είναι μία προσπάθεια να μεταποιήσω, να μετουσιώσω τη φιλοσοφική σκέψη σε αίσθημα, για να το δεχτεί η ποίηση. Η ποίηση, όπως και γενικά η τέχνη, δεν μπορεί να ανέβει στην έδρα και να γίνει δάσκαλος. Αν ανέβει στην έδρα, έχει ήδη καταστραφεί. Πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο για να υποβάλει κάτι η ποίηση. Αν καθήσει στην έδρα, γίνεται εγκεφαλική και ανύπαρκτη. Και ο άλλος τρόπος είναι να δώσεις εκείνο που θέλεις να διδάξεις με αίσθημα, να μετατρέψεις τη φιλοσοφική σου σκέψη σε αίσθημα, που θα το δεχτεί η ποίηση και θα το δώσει ύστερα στους αναγνώστες της. Αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της ποίησής μου. Βέβαια, πόσο τα κατάφερα δεν ξέρω. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η επανάληψη, ιδιαίτερα στα πολύστιχα ποιήματά μου. Στα Γράμματα στη Μητέρα θα δείτε να επαναλαμβάνω και να επαναλαμβάνω πρίν προχωρήσω παρακάτω. Και διερωτάται κανείς γιατί αυτή η επανάληψη. Το γιατί είναι πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο να το δώσεις στην τέχνη. Κανείς δεν ξέρει τον λόγο αυτού ή εκείνου. Αλλά είναι, όπως το βλέπω εγώ εκ των υστέρων και χωρίς να το έχω προγραμματίσει, μιά προσπάθεια, μιά ανάσα για να πιάσω παραπέρα, όπως ανεβαίνουμε στο βουνό και παίρνουμε μία ανάσα και πιάνουμε παρακάτω και έπειτα παρακάτω. Πιστεύω ότι δεν ενοχλούν. Αντίθετα, όταν αποπειράθηκα να αφαιρέσω μερικές, είδα ότι κάτι είχα κουτσουρέψει κι έπρεπε να τις αφήσω. Αυτά για την ποίησή μου.

      Στο πεζογραφικό μου έργο το χαρακτηριστικό στοιχείο είναι οι παρενθέσεις. Προσπάθησα να κινηματογραφήσω τη σκέψη πρίν ανέβει στην επιφάνεια. Η διατύπωση, πρίν βγει στην επιφάνεια, περνά από μερικά άλλα στάδια. Εκείνα τα στάδια προσπάθησα να τα παρουσιάσω υπό μορφήν παρενθέσεων. Πολλές παρενθέσεις υπάρχουν στις Κλειστές Πόρτες. Οι Κλειστές Πόρτες είναι μία νουβέλα, ένα μεγάλο διήγημα- χρονικό παρμένο από τον Απελευθερωτικό μας Αγώνα. Εκεί, μέσα στις παρενθέσεις, κινείται ένας ολόκληρος άλλος κόσμος, διαφορετικός από εκείνον που αφηγείται το κυρίως κείμενο. Η ποίησή μου και τα πεζά μου ασχολούνται περισσότερο, σχεδόν αποκλειστικά, με τα μικρά και ταπεινά της ζωής μας: ένα γατάκι ή ένα παιδάκι που σκοτώνεται, ένα αυτοκίνητο, ένας καμηλιέρης, τα πιό ταπεινά και τα πιό φτωχά της ζωής μας. Ακόμα και στα παιδικά μου ποιήματα δίνω, ενώ δεν θα ‘πρεπε,  μία εικόνα πόνου που δεν αρμόζει σε αναγνώσματα παιδιών. Αλλά δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις. Ο πόνος γενικά εμπνέει και την ποίησή μου και τα πεζά μου. Τον πόνο αυτόν τον έζησα από πολύ μικρός. Είχα μία περιπετειώδη οικογενειακή ζωή. Έχασα δύο αδερφούς μου, μεγαλύτερους αδερφούς μου, τον έναν είκοσι ετών και τον άλλον δεκαέξι ετών εντός τριών εβδομάδων. Κι έμεινα εγώ, ένα κούτσουρο εκεί πέρα, οκτώ χρονών. Κι έλεγεν ο μπαμπάς μου: «Είχα δύο στύλους και μου έμεινεν αυτό το κλωναράκι». Έπειτα έχασα τις αδερφές μου, άλλες δύο αδερφές νέες κι εκείνες, έχασα τη μάνα μου έντεκα χρονών, έχασα τον πατέρα μου, δεκαπέντε χρονών, και όλος εκείνος ο πόνος…. Έπειτα είχα την κακήν τύχην να είμαι καλός μαθητής στο Γυμνάσιο, είχα πάρει όλα τα βραβεία που υπήρχαν τότε,  και με φουσκωμένα τα μυαλά, ορφανός, δεν είχα κανέναν να με συμβουλεύσει, πήγα να σπουδάσω νομικά παρά την απαγόρευση. Η αποικιακή κυβέρνηση επίστευεν τότε ανοήτως ότι οι ταραξίες, όπως απεκάλει τους ενωτικούς, ήσαν αυτοί που σπούδαζαν δικηγόροι στην Αθήνα. Επειδή έτυχεν οι δύο, ο Χατζηπαύλου και ο Θεοδότου, να είναι δικηγόροι, νόμιζαν ότι όλοι ήσαν ταραξίες. Και απηγόρευσεν σ’ αυτούς πού σπούδαζαν στην Ελλάδα να εξασκήσουν επαγγέλματα στην Κύπρο. Εγώ, με τα φουσκωμένα εκείνα μυαλά, δεν είχα κανέναν να συμβουλευθώ, πήγα στον τότε Αρχιεπίσκοπο, στον Κύριλλο, ο οποίος μου  έδωσεν κακή συμβουλή και μου λέει: «Να πάς Μόντη όπου θες και δεν ξές, σε τέσσερα χρόνια μπορεί να έρθει η Ένωση». Εγώ πήγα στην Αθήνα, ήρθα πίσω, αλλά η Ένωσις δεν ήρθε. Αναγκάστηκα πλέον να κάνω χίλιες δουλειές. Ακόμα και στα μεταλλεία πήγα κ.λπ. Εκείνα όλα συνεσωρεύθηκαν μέσα μου και νομίζω είναι αυτά που από καιρού εις καιρόν διαρκώς βγαίνουν στην ποίησή μου. Από μιάς απόψεως, στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση. Η χαρά δεν εμπνέει. Εμπνέει η  λύπη. Πρέπει να πληρώσεις. Για να συγκινήσεις τον αναγνώστη σου, πρέπει να κλάψεις εσύ δέκα φορές για να κλάψει εκείνος μία. Πρέπει δέκα φορές να τρανταχτείς εσύ για να τρανταχτεί εκείνος μία. Και όλα αυτά, και τις επιτυχίες και όλα, θα τις πληρώσεις. Θα έρθουν ώρες που εκ των υστέρων θα τις πληρώσεις πολύ ακριβά.

    […….]

Ελέχθη ότι η γραφή ποιημάτων στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα είναι μιά προσπάθεια φυγής. Κλείνω δηλαδή την πόρτα στα μεγάλα θέματα για να βγω έξω να ξεκουραστώ. Νομίζω ότι δεν είναι αυτός ο λόγος. Μερικά πράγματα από την υφή τους πρέπει να γραφτούν στη γλώσσα που πρωτομίλησες. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Είχα ένα ποίημα στο κυπριακό ιδίωμα πού αναφέρεται στην κυπριακή Ιστορία, η οποία, όπως γνωρίζετε, ήταν μιά Ιστορία κλασικής άμυνας και όχι επίθεσης. Και λέει τα εξής:

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Χρόνια, σκλαβκιές ατέλειωτες-τόμ πάτσον τζαί τογ κλώτσον τους.

Εμείς τζαμαί: Ελιές τζαμαί: Ελιές τζαί τερατσιές πάνω στόρ ρότσον τους.

     Οι ελιές και οι τερατσιές ούτε νερό θέλουν ούτε χώμα θέλουν. Τις βλέπεις εκεί στην πέτρα. Βρέξει δε βρέξει, η τερατσιά είναι εκεί. Προσπάθησα αυτό το ποίημα να το μεταφράσω στην πανελλήνια, για να μπει σε κάποια ελλαδική εφημερίδα και απέτυχε. Δεν ήταν πλέον ποίημα. Τους είπα να μην το βάλουν. Ήταν γραμμένο για να ειπωθεί στη γλώσσα που πρωτομίλησα. Η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε είναι πάρα πολύ μεγάλο πράγμα, που δεν έχει ίσως μελετηθεί ακόμα. Οι λέξεις βγαίνουν ίσα από μέσα σου. Θα το δείτε ακόμα και στο θέατρο. Όταν οι ηθοποιοί παίζουν κυπριακή ηθογραφία είναι άλλοι άνθρωποι. Είναι μεγάλοι ηθοποιοί. Όταν παίζουν έργο στην πανελλήνια είναι πάρα πολύ κατώτεροι. Δεν ξέρω τι ρίζες έχει μέσα μας η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε, πιά που δεν μπορούν να αντικατασταθούν με γλώσσα την οποία μάθαμε. Το χαρακτηριστικό των ποιημάτων μου στην κυπριακή διάλεκτο είναι ότι όλα σχεδόν είναι ερωτικά. Στην πανελλήνια δεν έχω πολλά ερωτικά ποιήματα, και σου λέει ύστερα ο άλλος: «πήδησε στον έρωτα για να ξεκουραστεί!».

     […..]

     Εμείς οι ποιητές δεν ξέρουμε ακριβώς από πού επηρεαστήκαμε. Όταν έχεις διαβάσει πολλά, μένουν στο μυαλό σου διάφορα πράγματα και δεν ξέρεις από πού επηρεάστηκες. Κάποτε λές πράγματα που είπαν άλλοι και νομίζεις ότι είναι δικά σου. Αλλά νομίζω ότι η ποίησή μου είναι επηρεασμένη από τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη (όχι από τον Σεφέρη και τον Ελύτη), από τον Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, τον Αραγκόν και τον Ελυάρ. Αυτό δεν σημαίνει ότι τους αντέγραψα, αλλά όπως λεν και οι Εγγλέζοι «το ένα κερί από τ’ άλλο ανάβει». Σου δίνει ξαφνικά μία ιδέα και λές: «Αυτό ο Αραγκόν έπρεπε να το πει αλλιώτικα». Νομίζω όμως ότι στις ώριμές μου «Στιγμές» απομακρύνομαι απ’ όλους αυτούς που μ’ επηρέασαν. Έχω μέσα μου ένα δικό μου είδος καναλιού, απ’ όπου περνούν οι στίχοι. Αν περάσουν από το κανάλι, είναι καλοί. Αν δεν περάσουν, ούτε εγώ δεν ξέρω, δεν είναι καλοί. Μπορεί κάποιοι στίχοι να είναι καλοί από την αρχή και να τους βάλω σε μιά συλλογή μου κι άλλοι να περιμένουν δέκα χρόνια επί ματαίω στα συρτάρια μου.

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Ζητήματα ποιητικής ηθικής: Ερμηνευτικές προτάσεις για την ποίηση του Κώστα Μόντη, 408-412

-ΚΩΣΤΑΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Η ποίηση των «ΣΤΙΓΜΩΝ» του Κώστα Μόντη, 413-419

-ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ, «Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΑ» του Κ. Μόντη: Μυθοποίηση της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας», 421-429

-ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΤΟΥΡΗΣ, Σημειώσεις και σχόλια για τα ΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ του Κ. Μόντη, 430-435

-ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Κώστα Μόντη: «ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ»- Μιά απάντηση στα «ΠΙΚΡΟΛΕΜΟΝΑ» του Λώρενς Ντάρρελ, 436-443

-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΙΤΤΑΣ, Κώστας Μόντης: Καινούργια στοιχεία για μια πτυχή του  εθνικού έργου του, 444-448

-ΑΝΤΡΗ ΜΕΛΚΗ- ΧΡΗΣΤΙΔΗ, Ο Καβαφικός Μόντης, 449-455

-ΚΩΣΤΗΣ ΔΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδοτικές παρατηρήσεις στα Ποιητικά Άπαντα του Κώστα Μόντη, 456-462

-ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Η Ποιητική δημιουργία του Κώστα Μόντη, 463-471

-ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΥΛΩΝΑ- ΠΙΕΡΗ

Σχεδίασμα Εργογραφίας Κώστα Μόντη, 472-478

1914- 18 Φεβρουαρίου. Γέννηση στην Αμμόχωστο του Κώστα Μόντη, έκτου και τελευταίου παιδιού του Θεόδουλου Μόντη από την Λάπηθο, δημόσιου υπάλληλου, και της Καλομοίρας Ευθυμίου Μπατίστα, που καταγόταν από παλιά ενετική οικογένεια της Αμμοχώστου.

1919- Ο Θεόδουλος Μόντης μετατίθεται στη Λάρνακα. Ο Κώστας Μόντης φοιτά στο Νηπιαγωγείο Καλογερά και κατόπιν στην Αστική Σχολή Σκάλας (= Λάρνακας).

1922- Πεθαίνει από φυματίωση σε ηλικία 21 ετών ο αδερφός του ποιητή Γιώργος, και από λευχαιμία σε ηλικία 16 ετών ο αδερφός του Νίκος, δεύτερο και τρίτο παιδί της οικογένειας Μόντη.

1926- …Η Καλομοίρα Μόντη πεθαίνει από φυματίωση και όλη η οικογένεια εγκαταλείπει την Λάρνακα, πόλη οδυνηρών οικογενειακών εμπειριών, και μετοικίζει στη Λευκωσία. Μένουν στους Άγιους Ομολογητές, προάστιο της Λευκωσίας. Ο πατέρας του αφυπηρετεί.

1930- Πεθαίνει ο πατέρας του από καρκίνο.  Η Κυπριακή Κυβέρνηση (δηλαδή η Αγγλική διοίκηση της Κύπρου) προτείνει στον Κώστα Μόντη, που είναι ο πρώτος μαθητής της τάξης του, να εγκαταλείψει το Ελληνικό Γυμνάσιο και να φοιτήσει με έξοδα του Δημοσίου στην Αγγλική Σχολή Νιούχαμ Λευκωσίας, με την προοπτική  να σταλεί αργότερα υπότροφος στην Αγγλία. Αρνείται την προσφορά, τηρώντας έτσι και την τελευταία επιθυμία του πατέρα του, να συνεχίσει οπωσδήποτε το ελληνικό σχολείο.

1931- Συμμετέχει μαθητής ακόμη, στην εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931.

1932- Αποφοιτά, βραβευμένος, από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και φεύγει για την Αθήνα, έχοντας πουλήσει οικογενειακά κτήματα στην Αμμόχωστο, στον Άη Γιώργη της Κερύνειας και στον Καραβά. Εγγράφεται και παρακολουθεί τα μαθήματα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρά το γεγονός ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση απαγόρευε, ύστερα από την εξέγερση του 1931, στους δικηγόρους πού σπούδαζαν στην Αθήνα να εξασκήσουν το επάγγελμά τους στην Κύπρο.

1932-1933- Εργάζεται ως ανταποκριτής της πολιτικής και καλλιτεχνικής αθηναϊκής επικαιρότητας στην Κυπριακή εφημερίδα Ελευθερία με το ψευδώνυμο Κώστας Άλκιμος. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύει επίσης χρονογραφήματα και «Στοχασμούς», μερικοί από τους οποίους αποτελούν τους πρώτους πυρήνες των μεταγενέστερων, ποιητικών του «Στιγμών».

1934- Εκδίδει στη Λευκωσία τη συλλογή πεζών κειμένων και ποιημάτων Με μέτρο και χωρίς μέτρο, την οποία αργότερα αποκηρύσσει σιωπηρά…… Δημοσιεύονται δύο κρίσεις για τη συλλογή αυτή, του Κώστα Ασσιώτη στα Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, αρ. 2, 1 Οκτωβρίου 1934, σ.65και του Κλέωνος Παράσχου στη Νέα Εστία, έτος Η΄, τόμ. 16, τεύχος 188, 15Οκτωβρίου 1934. σ.σ. 956-957, οι οποίες και αποτελούν τα πρώτα κριτικά κείμενα για τον Μόντη.

1937-Νοέμβριος. Παίρνει το πτυχίο της Νομικής, γυρίζει στην Κύπρο και αναζητεί εργασία.

1938- Ιούλιος. Μετατίθεται στα Μεταλλεία Μιτσερού ως προϊστάμενος των εκεί Γραφείων της Εταιρείας. Παράλληλα στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Ελευθερία της Λευκωσίας για τις συνθήκες ζωής των εργατών στην Καλαβασό.

1939- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο των «Αδελφών Βωνιάτη») τη συλλογή πεζών Γκαμήλες κι άλλα διηγήματα.

1940- Κλείνουν τα Μεταλλεία εξαιτίας του πολέμου. Μετατίθεται στο Εργοστάσιο Χρυσομεταλλεύματος στο Μιτσερό, αλλά δεν αποδέχεται τη θέση και εργάζεται ως καθηγητής στην Εμπορική Σχολή που είχε ιδρύσει στο Μόρφου ο γαμπρός του Κώστας Μ. Σιλβέστρος.

Μάρτιος. Ο βρετανός διοικητής της Λευκωσίας απαγορεύει στον ποιητή να δώσει διάλεξη με θέμα «Η νεοελληνική ποίησης».

1942- Μετοικεί στη Λευκωσία. Ιδρύει με τους Αχιλλέα Λυμπουρίδη και Φοίβο Μουσουλίδη το πρώτο στην Κύπρο επαγγελματικό θέατρο, το «Λυρικό» της Λευκωσίας.

Στίχοι του μελοποιούνται, με μεγάλη επιτυχία, από τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη’ μερικοί από αυτούς, όπως η «Δροσούλλα», φτάνουν να θεωρούνται από πολλούς ως δημοτικά τραγούδια.

Μάρτιος-Απρίλιος. Δημοσιεύει  στην εφημερίδα Ελευθερία επιστολές με τις οποίες προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει  τους Κυπρίους στο θέμα της περίθαλψης των προσφύγων από την Ελλάδα.

1944-Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Ζαβαλλή») τη συλλογή διηγημάτων Ταπεινή Ζωή. Το θέατρο «Λυρικό» κλείνει, και ο Μόντης επανέρχεται στη  θέση του στην Εμπορική Σχολή Μόρφου. Εκδίδει και συνδιευθύνει με τον Φοίβο Μουσουλίδη το θεατρικό και λογοτεχνικό περιοδικό Το θέατρο (-1945) στο οποίο δημοσιεύει θεωρητικά κείμενα που ενθαρρύνουν την όλη θεατρική προσπάθεια που παρατηρείται τότε στην Κύπρο, κείμενα για την τεχνική συγγραφής θεατρικών επιθεωρήσεων, μεταφράσεις, κριτικές, ποιήματα και διηγήματα.

1945- Παντρεύεται στις 24 Φεβρουαρίου την Έρση Παντελή Κωνσταντίνου.

     Δημοσιεύει χρονογραφήματα στην εφημερίδα Έθνος (με το όνομά του, αλλά και με το ψευδώνυμο Άλκιμος). Εκδίδει την ακομμάτιστη εφημερίδα Ελευθέρα Φωνή. Διορίζεται στο Κυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο ως εκδότης του The Cyprus Chamber of Commerce Journal. Γράφει επιθεωρήσεις και μεταφράζει υπότιτλους κινηματογραφικών έργων.

1946- Εκδίδει στη Λευκωσία την ποιητική συλλογή Minima (τυπογραφείο «Κόσμος» του Γιάννη Κυριακίδη).

1947- Συνεργάζεται στο περιοδικό Αγωνιστής (-1950), που εκδίδει ο Παντελής Μπίστης, ο οποίος εξορίστηκε αργότερα από τους Άγγλους. Αγοράζει με δύο φίλους του, τα τυπογραφεία «Πρόοδος» και εργάζεται ως διευθυντής τους. Κλείνει η εφημερίδα Ελευθέρα Φωνή.   

1948- Διορίζεται εσωτερικός συντάκτης στην εφημερίδα Έθνος.

1949- Γράφει στην εφημερίδα Κυπριακή με το ψευδώνυμο Κ. Λήδριος. Στην ίδια εφημερίδα εργάζεται ως εσωτερικός συντάκτης.

1950- Πεθαίνει από καρκίνο σε ηλικία 47 ετών η αδερφή του Ελέγκω, τέταρτο παιδί της οικογένειας Θεόδουλου Μόντη. Ο Κώστας Μόντης διορίζεται Γενικός Γραμματέας της Εμποροβιομηχανικής Ομοσπονδίας Κύπρου, του ενός δηλαδή από τα δύο Επιμελητήρια του νησιού.

1953- Εκδίδει το Cyprus Trade Journal στα ελληνικά και τα αγγλικά.

1954- Πεθαίνει από αδράνεια των εντέρων σε ηλικία 42 ετών η αδερφή του Χρυστάλλα, προτελευταίο παιδί της οικογένειας Θεόδουλου Μόντη.

     Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο Τυπογραφικής και Εκδοτικής Εταιρείας «Πρόοδος» Λτδ) την ποιητική συλλογή Τα τραγούδια της Ταπεινής Ζωής.

1955-  Συμμετέχει στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959 ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών της ΕΟΚΑ στην επαρχία Λευκωσίας.

1956- Υπεύθυνος για τις λογοτεχνικές σελίδες του περιοδικού Times of Cyprus (-1969)

1958- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Στιγμές. Εκδίδει, με τον Παύλο Μπενάκη, την οικονομική εφημερίδα Εμπορική.

1960- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Συμπλήρωμα των Στιγμών, έκδοση «Λυρική Κύπρος», με Πρόλογο του Κύπρου Χρυσάνθη.

1961- Διορίζεται Διευθυντής του Τμήματος Τουρισμού (-1976)

1962- Εκδίδει στην Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Ποίηση του Κώστα Μόντη, που περιέχει τις συλλογές Στιγμές και Συμπλήρωμα των Στιγμών, μαζί με ανέκδοτους στίχους.

1963- Δημοσιεύεται επιλογή 12 διαλεκτών ποιημάτων του  στη Φιλολογική Κύπρο (1963, σ. 94-96) με τίτλο: «Κ. Μόντη, Τα Τραγούδια του στην Κυπριακή διάλεκτο».

1964- Εκδίδει στη  Λευκωσία (τυπογραφείο» Πρόοδος») τη νουβέλα-χρονικό Κλειστές πόρτες, έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας Κύπρου. Συνεργάζεται με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου.

1965- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Ζαβαλλή») την ποιητική συλλογή Γράμματα στη μητέρα κι άλλοι στίχοι. Εκδίδει, σε συνεργασία με τον Ανδρέα Χριστοφίδη, την Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης (από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα), έκδοση Alvin Redman Hellas, Αθήνα, Μεταφράζεται στα αγγλικά από την Amaranth Sitas και τον Charles Dodd μία επιλογή από τις «Στιγμές» και εκδίδεται στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Ζαβαλλή») με τον τίτλο Moments.   

1968- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Αγνώστω ανθρώπω. Του απονέμεται από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Προσκαλείται και συμμετέχει στο Παγκόσμιο Ποιητικό Συνέδριο στο Κνοκ-Λε Ζουτ του Βελγίου.

1969- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Ζαβαλλή») την ποιητική συλλογή Εξ ιμερτής Κύπρου, έκδοση «Πνευματικής Κύπρου». Επίσης την Ανθολογία Νέων Κυπρίων Ποιητών, έκδοση Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Ποιήματά του δημοσιεύονται σε αγγλική μετάφραση στο συλλογικό τομίδιο Seven Poems from Cyprus, translated by Peter Thompson, έκδοση «Πνευματικής Κύπρου».

1970- Εκδίδει στην Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Εν Λευκωσία τη… και τη συλλογή διηγημάτων Διηγήματα, έκδοση της «Πνευματικής Κύπρου». Προσκαλείται και συμμετέχει στο Παμβαλκανικό Συνέδριο Συγγραφέων στο Βουκουρέστι.

1971- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος»), «επεξεργασμένα κριτικά», τα Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια (επιλογή).

1972- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική σύνθεση Δεύτερο γράμμα στη μητέρα. Αποδίδει στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα τη Λυσιστράτη  του Αριστοφάνη. Εκδίδει, σε συνεργασία με τον Gaston Henry Aufrere και τον Ανδρέα Χριστοφίδη, τηνAnthologie de la Poesie Chypriote (Paris, 1972).

1973- Εκδίδεται για δεύτερη φορά η Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης, συμπληρωμένη ως το 1973. Του απονέμεται, από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου, το βραβείο Συνολικής Προσφοράς για τη συμβολή του στην Κυπριακή και γενικά στην Ελληνική Λογοτεχνία. Δημοσιεύεται  η πρώτη εκτενής μελέτη για το ποιητικό έργο από τον Ανδρέα Χριστοφίδη (στο βιβλίο Θέματα και Απόψεις, ΙΙΙ, Λευκωσία). Προσκαλείται και συμμετέχει στο Β΄ Παγκόσμιο Ποιητικό Συνέδριο, στην Ταϊβάν (Φορμόζα).

1974- Ιούνιος. Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω… Συνεργάζεται με τον Ανδρέα Χριστοφίδη και την Amy Mims για την έκδοση της Anthology of Cypriot Poetry (Λευκωσία, 1974).

1975- Εκδίδει στη Λευκωσία την ποιητική συλλογή Πικραινόμενος εν εαυτώ, έκδοση φίλων του ποιητή. Το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας αναγνωρίζει την παιδευτική αξία των κειμένων του Μόντη, περιλαμβάνοντας ποιήματά του στο σχολικό Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού.

1976- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Κύπρος εν Αυλίδι και τα Ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά. Του απονέμεται το πρώτο βραβείο της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Αφυπηρετεί, αφού εργάστηκε επί 15 χρόνια ως διευθυντής του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.

1977- Προσκαλείται από τη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης και δίνει διαλέξεις με θέμα την Κυπριακή ποίηση. Προσκαλείται, επίσης, σε μάθημα του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη και διαβάζει ποιήματά του σε φοιτητές του Νεοελληνικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

1978- Εκδίδεται στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Κέδρος, η Ανθολόγηση από τις «Στιγμές» (1958-1975). Δημοσιεύεται, για πρώτη φορά σε επιστημονικό περιοδικό, μελέτη για το έργο του (από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.).

1979- Ιανουάριος. Του απονέμεται το βραβείο μυθιστορήματος της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Κύπρου, για το ανέκδοτο μυθιστόρημά του Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα.

-Απρίλιος. Η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου οργανώνει τιμητική εκδήλωσή για τα 45 χρόνια της παρουσίας του Μόντη στα γράμματα και για τα 20 χρόνια από την πρώτη έκδοση των Στιγμών: κύριοι ομιλητές ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γ.Π. Σαββίδης, ο Ανδρέας Χριστοφίδης και ο Κώστας Χατζηστεφάνου.

1980- Εκδίδεται στην Αθήνα, από τον εκδοτικό οίκο Ερμής, το μυθιστόρημά του Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα. Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Στη γλώσσα πού  πρωτομίλησα (συλλογή των ιδιωματικών του ποιημάτων, με πρόλογο του Γιώργου Κεχαγιόγλου και φιλολογική επιμέλεια της Στάλως Μόντη- Πουαγκαρέ). Εκδίδει, επίσης στη Λευκωσία («Καλλιτεχνικό Τυπογραφείο»), την ποιητική συλλογή Κύπρια Ειδώλια. Προσκαλείται και συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ποίησης στη Λουβέν του Βελγίου.

1981- Του απονέμεται από τη World Academy of Arts and Culture ο τίτλος του Poet Laureate. Η θεατρική διασκευή της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη (στο κυπριακό ιδίωμα) ανεβαίνει, με μεγάλη επιτυχία, στην Κεντρική Σκηνή του Θ.Ο.Κ., στη Λευκωσία. Δημοσιεύει στο συλλογικό τόμο Δεσμοί (Αθήνα, 1981) το μονόπρακτο Απαγορεύεται η είσοδος στο άγχος (1973).

1982- Εκδίδεται στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Κάκτος, η ποιητική του συλλογή Μετά φόβου ανθρώπου (με συμπερίληψη κριτικών κειμένων των Γ.Π. Σαββίδη και Τάσου Λιγνάδη). Δημοσιεύονται μελέτες για το έργο του στην Ελλάδα (από τον Μιχάλη Πιερή, στο περιοδικό Ο Πολίτης, Ιανουάριος) και στο εξωτερικό (από τον Kalman Szab, στο επιστημονικό περιοδικό Homonoia- Ομόνοια της Βουδαπέστης).

1983- Εκδίδει στη Λευκωσία (τυπογραφείο «Πρόοδος») την ποιητική συλλογή Αντίμαχα, με φιλολογική επιμέλεια της Στάλως Μόντη-Πουαγκαρέ.

-Ιούνιος. Προσκαλείται στη Θεσσαλονίκη και συμμετέχει στην τρίτη Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση που οργάνωσαν ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και η Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση.

-Ιούλιος. Προσκαλείται στην Αθήνα και συμμετέχει στις εκδηλώσεις «Πολιτιστική Πράξη ‘83» που  οργάνωσαν το περιοδικό Αντί, το ελληνικό Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και η Κυπριακή Πρεσβεία στην Αθήνα. Πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών η τελευταία εν ζωή αδερφή του Ειρηνιά, πρώτο παιδί της οικογένειας Θεόδουλου Μόντη.

1984- Προσκαλείται και συμμετέχει στη Β΄ Συνάντηση Συγγραφέων της Μεσογείου στη Βαλέντσια της Ισπανίας. Προτείνεται από το ΡΕΝ Κύπρου για το βραβείο Νόμπελ.

-Letters to Mother and other verses (μετάφραση A. Sitas και C. Dodd),  Λευκωσία.

1985- Ο Σαγρίδης (αυτοβιογραφικό), Λευκωσία. Επί Σφαγήν (ποιήματα), Λευκωσία.

1986- Άπαντα Γ’ Θεατρικά, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη.

1987- Άπαντα Α΄ Ποίηση, Λευκωσία. Ίδρυμα Αναστασίου Λεβέντη (τρείς τόμοι με ενιαία σελιδαρίθμηση). Άπαντα Β΄ Πεζά, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη. Momenten (μετάφραση στα ολλανδικά)  Leiden.

1988- Άπαντα Α΄ Συμπλήρωμα, Λευκωσία (ποιήματα, μεταφράσεις, κυπριακά δημοτικά τραγούδια επεξεργασμένα κριτικά). Afendi Batistas und das Ubrige  (μετάφραση στα γερμανικά), Koln.

1991- Του στίχου τα μηνύματα. Ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά, Λευκωσία. Brieven aan Mooder, Γράμματα στη Μητέρα  (μετάφραση στα ολλανδικά V. H. Hokwerda).

1992- Άπαντα Α΄ Συμπλήρωμα Β΄, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη (ποιήματα).

1993- Άπαντα. Συμπλήρωμα Γ΄, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη (ποιήματα). Costas Montis, Introduction, selected bibliography and Anthology by Nicos Orphanides, Cuprus, Nicosia.

1994- Παίρνει το Βραβείο Γραμμάτων Φρειδερίκου Μάθιους για τη συμβολή του στην Ελληνική Λογοτεχνία και τον Ελληνισμό για το 1993. - Παίρνει το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών της Κυπριακής Δημοκρατίας. -3 Νοεμβρίου: ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. -Εκπρόθεσμα. Λευκωσία, Έκδοση Ένωσης Συντακτών Κύπρου (ποιήματα).

1997- Στις 10 Απριλίου ανακηρύσσεται Επίτιμος Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστήμιου Κύπρου. –Άπαντα. Συμπλήρωμα Δ΄, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη (ποιήματα). Εκδίδεται το βιβλίο του Γιώργου Κιτρομηλίδη, Προσεγγίσεις στο λογοτέχνη και στο έργο του, Λευκωσία.

1998- Τώρα που διαβάζω καλύτερα, Λευκωσία (ποιήματα).

1999- Προτείνεται από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου και από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας για το Βραβείο Νόμπελ

-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ, Βιβλιογραφικά Κώστα Μόντη (τα λήμματα κατατάσσονται κατά αλφαβητική σειρά), 479-483.

       Ακολουθούν οι Σελίδες:

      Η κλεψύδρα, 484-489

-«Ακριβώς εικοσιπέντε χρόνια από τον Ιούλιο του 1974

-ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ, 484-485

-ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, Ο  ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΣΤΗΛΗΣ, 485-486

-ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ (ΙΑ΄), 486-487

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΗΡΘΑΝ ΝΤΥΜΕΝΟΙ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ», 487-488

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΑΣΙΑ, ΑΣΙΑ (ΚΔ¨), 488-489

            Σε γ΄ πρόσωπο

-Η Ελένη Νικήτα για τη ζωγραφική του Τηλέμαχου Κάνθου. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΝΘΟΣ (1910-1993), 489-491

            Η κρίση του θεάτρου

-ΕΛΣΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ, ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ. ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ. Αριστοφάνους: Θερμοφοριάζουσαι, 492-494

              Η κρίση του κινηματογράφου

-ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ, 494-496. (- Ζάν Εστάς: Η μαμά και η πουτάνα (Ή αποχαιρετισμός στη Nouvelle Vague).-Στήβεν Σπίλμπεργκ: «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» (Ή η ψευδοαιασθητική των πολεμικών συρράξεων).- Τέρενς Μάλλικ: «Λεπτή κόκκινη γραμμή» (Ή η ψευδομεταφυσική των πολεμικών καταστροφών).

                Η κρίση του βιβλίου

ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, 496-499

Νίκος Μπακόλας: Μπέσα για μπέσα ή ο άλλος Φώτης. Μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος, 496-498

Γιώργος Λεονάρδος: Το τραγούδι της ψυχής. Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, 498-499

Χριστίνα Ντουνιά: Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο. Διηγήματα. Εκδόσεις Καστανιώτη, 499

             Εξ όνυχος, 500-501

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΑΡΧΑΡΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΑΔΙΩΝ από [Αθηνά Παπαδάκη: «Στη Βασιλίδα του Εξώστη», Καστανιώτης, 1998]

ΕΡΙΦΥΛΗ ΚΑΝΙΝΙΑ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ RENE MAGRITTE από [Εριφύλη Κανίνια: «Το ελάχιστο μαύρο». Ρόδος, 1999]

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Ο ΑΝΤΙΚΡΥΝΟΣ. [Γιώργης Μανουσάκης: «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1999]

ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ, ΛΕΞΗ [Ρούλα Κακλαμανάκη: «Λίγο πρίν, λίγο μετά». Καστανιώτης, 1999]

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΙΣΑΑΚΙΔΗΣ, ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ [Θεοδόσης Ισαακίδης: «Μνημοσύνη» Εριφύλη, 1999]

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, Η ΘΑΛΑΣΣΑ [Ευγένιος Αρανίτσης: «Η Θάλασσα». Νεφέλη, 1998]

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ [Ηλίας Κεφάλας: «Φάσματα της ερημιάς» Αρμός, 1999]

          Μητέρα, φοβάμαι πώς το γράμμα μου

          δε θα σε βρη στο παραθύρι.

          Φοβάμαι πώς θα του πούν

          «είν’ άρρωστη η μητέρα,

          είναι στο κρεββάτι η μητέρα»

          όπως μου ‘παν μιά φορά πού σου ‘φερνα το παιδικό μου

          παράπονο

          και δε μ’ άφησαν να σε δω

          και κάθισα απέξω απ’ την πόρτα σου και το ‘κλαψα,

          και κάθισα και το κάρφωσα

          και κάθισα και το ‘δεσα απέξω απ’ την πόρτα σου

          να σου γυρνά το πόμολο

          να σου γρατσουνίζη το πόμολο.

          Φοβάμαι πώς θα του πουν

          «δεν υπάρχει πιά μητέρα».

          Αν και όχι πώς να του πούν

          αφού σου γράφω ακόμα γράμματα.

          αν και πώς να του πούν

          αφού σου γράφω ακόμα, τόσο πονεμένα γράμματα;

          Δεν ξέρουν, αυτοί, μητέρα. Άφησέ τους.

          Θα είσαι. Μονάχα που ίσως μου πής:

          «Πόση βουνοσειρά άργησες, παιδί μου.

          πόσο κάμπο άργησες, παιδί μου,

          πόσο χελιδόνι,

          πόση πληγή!».

          Και θα σ’ απαντήσω: «Ναι, μητέρα, πολλή βουνοσειρά,

          πολύ κάμπο,

          πολύ χελιδόνι,

          πολλή πληγή,

          προπαντός πολλή πληγή, μητέρα!».

 

          Δεν ξέρω αν θα σου ξαναγράψω.

          ΚΩΣΤΑΣ  ΜΟΝΤΗΣ     

Σημειώσεις:

     Το Αφιέρωμα του περιοδικού «Η Λέξη» τεύχος 152/7,8, 1999 στον Κύπριο ποιητή και πεζογράφο, εκδότη και θεατρικό συγγραφέα, ανθολόγο, συγγραφέα παιδικής ποίησης και δημοσιογράφο Κώστα Μόντη (Κύπρος Αμμόχωστος 18/2/1914- Λευκωσία 1/3/2004) είναι από τα αρτιότερα και γονιμότερα σε ύλη και συμμετοχές λογοτεχνικά περιοδικά που πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο και την συγγραφική διαδρομή, ενός από τους σημαντικότερους ποιητές, αν όχι του σημαντικότερου, της Κυπριακής Ελληνικής Γραμματείας, του Κυπριακού Ελληνισμού. Συμπληρώθηκαν κιόλας 19 χρόνια από την κοίμησή του. Από το παρόν τεύχος του περιοδικού αντιγράφω ένα ακόμα μελέτημα της ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη-το οποίο εξετάζει με λόγο σαφή, εύστοχες επισημάνσεις, γραφή στρωτή τον πνευματικό «δάσκαλό» της όπως και άλλων Κυπρίων δημιουργών και πολιτικών αγωνιστών την περίοδο 1955-1959 του απελευθερωτικού κυπριακού αγώνα, ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία- καθώς και θεατρικών συγγραφέων, ποιητών και πανεπιστημιακών, θεατρολόγων και ιστορικών της κυπριακής γραμματολογίας για τον διηγηματογράφο, ποιητή, μεταφραστή, αρθρογράφο και ανθολόγο, ιδρυτή του  πρώτου Κυπριακού Θεάτρου «Λυρικό». ενεργό πολιτικά κύπριο βραβευμένο και δραστήριο ποιητή, και προτεινόμενο από τους πνευματικούς ιθύνοντες της Μεγαλονήσου για το βραβείο Νόμπελ. Το αφιερωματικό τεύχος της «Λέξης», ενός περιοδικού που κυκλοφορούσε τα προηγούμενα χρόνια (σύνολο τευχών 1-205) αναφέρεται συχνά-στην  γενική κυπριακή βιβλιογραφία- και σε πλείστα δημοσιεύματα συγγραφέων και μελετητών για τον Κύπριο τιμημένο και βραβευμένο ποιητή, πεζογράφο, διηγηματογράφο και θεατράνθρωπο, και φυσικά, στα Κυπριακά Γράμματα. Το τεύχος 152 δεν είναι το μόνο στο οποίο συναντάμε την συνεργασία του Κύπριου ποιητή, χαιρόμαστε την θερμότητα της ποιητικής του φωνής, την ευαίσθητη γραφή του, την τρυφερότητα του πονεμένου λόγου του, την σκέψη του για το τι σημαίνει και τι εκφράζει (για τον ποιητή) η Ποίηση. Η λειτουργία της και η όποια σημασία μπορεί να έχει μέσα στην κοινωνία, τι εκφράζει και αντιπροσωπεύει. Ένας μεγάλος ποιητής του ευρύτερου Ελληνισμού, πού, είτε εκφράζεται στην Κυπριακή διάλεκτο είτε γράφει στα των ελλαδιτών γλώσσα, διασώζει τον πλούτο και τους λαϊκούς και πνευματικούς θησαυρούς της βασανισμένης και διχοτομημένης ακόμα και σήμερα γενέθλιας γης του. Διασώζει και δοξολογεί-έστω με πικραμένο και θλιμμένο βλέμμα, τον τόπο και τα χρώματά του, τις οσμές και τις ομορφιές του, τους ανθρώπους του και τους αγωνιστές του, την ιδιωματική ντοπιολαλιά του και την εύχυμη παράδοσή του και συνήθειές του. Πολυγραφότατος αλλά καίριος και ουσιαστικός, ακούραστος γραφιάς και σηματωρός για τους γύρω του. Στο συνολικό αριθμό των τευχών της «Λέξης», αρκετά νούμερά της δημοσιεύουν ποιήματά του από διάφορες συλλογές του ή διαβάζουμε άρθρα κυπρίων και ελλαδιτών συγγραφέων για την συγγραφική του πορεία και παρουσία. Κατά την ευρετηρίαση του περιοδικού σε προηγούμενα σημειώματά μου, μνημόνευσα την παρουσία του. Χρήσιμες και ωφέλιμες στον αναγνώστη της Κυπριακής ποίησης και ειδικότερα στην συγγραφική και εκδοτική παραγωγή του Κώστα Μόντη, είναι και οι καταγραφικές εργασίες που άνοιξαν το δρόμο τις προηγούμενες δεκαετίες στην έρευνα για τον ποιητή: α) της Θεοδώρας Μυλωνά-Πιερή, «σχεδίασμα εργοβιογραφίας Κώστα Μόντη» σελ. 472-478 και β) του Μιχάλη Πιερή, «Βιβλιογραφικά Κώστα Μόντη» σελ. 479-483. Έχοντας φυσικά υπόψη μας το χρόνο (1999) κυκλοφορίας του αφιερωματικού τεύχους πρίν 24 περίπου χρόνια. Οφείλουμε να δώσουμε επίσης την εξής πληροφορία. Η εργασία της Θεοδώρας Μυλωνά-Πιερή, «Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας Κώστα Μόντη», είδε το φώς της δημοσιότητας για πρώτη φορά, σελίδες 13-23 (χρονιές 1914-1984) στον χρήσιμο στον αναγνώστη και ενδιαφέροντα ακόμα και σήμερα τόμο «12 ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. ΜΟΝΤΗ» ο οποίος κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Ερμής» Αθήνα 1984, σελίδες 222 σε επιμέλεια των Γιώργο Κεχαγιόγλου και Μιχάλη Πιερή. Συμπληρωμένη η ερευνητική εργασία της Θ. Μ. Πιερή μέχρι το 1999 παρουσιάζεται εκ νέου στο αφιερωματικό τεύχος της «Λέξης». Εν τάχει, να αναφέρουμε και τα εξής νούμερα που διαβάζουμε ποιήματα του Κ. Μόντη ή άρθρα για το έργο του, όπως πχ. του κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη (31/1/1940-) ή του πανεπιστημιακού και ποιητή Μιχάλη Πιερή (14/4/1952- 3/11/2021). Ο κυρός κύπριος συγγραφέας Μιχάλης Πιερής μας έχει δώσει αρκετά δημοσιεύματα για τον Κώστα Μόντη. 16 δημοσιεύματά του που έχουν ως σημείο αναφοράς τον γενέθλιο τόπο του, την Κύπρο, συγκέντρωσε στον τόμο «Από το μερτικόν της Κύπρου (1979-1990)» Κριτικά κείμενα για τους Μαχαιρά, Μιχαηλίδη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Σεφέρη, Διαμαντή, Μόντη, Πιερίδη, Χαραλαμπίδη. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1991, σελίδες 436. Βλέπε τα κεφάλαια «Κώστας Μόντης Ο «ενοχλητικός» ποιητής»,  «Καρυωτάκης και Μόντης», «Ζητήματα κριτικής μελέτης των «γραμμάτων» του Κώστα Μόντη: Φιλολογική ανίχνευση του εδάφους» κ.λπ. Εργασίες που είχαν παρουσιαστεί σε διάφορα έντυπα. Βλέπε και λήμματα Βιβλιογραφίας. Συστηματικά με την Κυπριακή Ποίηση και τον Κώστα Μόντη έχει ασχοληθεί και ο πανεπιστημιακός καθηγητής κύριος Γιώργος Κεχαγιόγλου ο οποίος επιμελήθηκε μαζί με τον Μιχάλη Πιερή την έκδοση των «12 Κειμένων». Σε μία γρήγορη αναφορά τα νούμερα της «Λέξης» με την παρουσία του Κ. Μόντη είναι τα: 45/6,1985. -79-80/ 11,12,1988.-131/1,2,1996.-135/9,10,1996.-138/3,4,1997.-147/9,10,1998.-152/7,8,1999.-161/1,2, 2001. -163/5,6,7, 2001.-170/7,8,2002.-173/1,2,2003. Ποιήματα του Κώστα Μόντη εκτός από τα αμιγώς Κυπριακά περιοδικά, εφημερίδες και έντυπα, βιβλία, έχουν δημοσιευθεί και σε ελλαδίτικα περιοδικά, βλέπε πχ. την μακρόβια παραδοσιακή «Νέα Εστία», ενδεικτικά τχ. 1632/1-7-1995, τχ. 1745/5, 2002 κ.ά. Σε τόμους της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς», τόμος 35/1978,  στο περιοδικό του Σύδνεϋ της Αυστραλίας «Το Γιοφύρι» κλπ. Επίσης, στην εφημερίδα «Η Αυγή» της Πέμπτης 11/3/2004 στο κείμενο του Γιώργου Μύαρη, «Σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά» του Κώστα Μόντη. Στο άρθρο του Γιάννη Σχίζα στην εφημερίδα «Η Εποχή» της 3/1/1993, «Με το στόμα του Κώστα Μόντη», στο περιοδικό «Ο Πολίτης» τχ. 43/6,1981 στο κείμενο του Μιχάλη Πιερή, στο κείμενο της Όλγας Σέλλας στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 22/10/1995, «Ο ποιητής της Πράσινης Γραμμής. Συνάντηση με τον Κύπριο λογοτέχνη Κώστα Μόντη» και σε άλλες δημοσιεύσεις για τον Κύπριο δημιουργό. Σε αυτόν τον «πλήρη άνθρωπο» όπως έγραψε για τον Μόντη ο φιλόλογος και  θεατρολόγος, κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος σε μονόστηλο του (το πνεύμα του τόνου) στην εφημερίδα «Τα Νέα» Παρασκευή 12/3/2004, λίγες μέρες μετά την απώλειά του. «Ο Κώστας Μόντης, ο μέγας ποιητής της Κύπρου, πού πλήρης ημερών άφησε πριν λίγες μέρες τον φθαρτό χρόνο, υπήρξε ο πλήρης άνθρωπος, πολίτης και δημιουργός. Όταν λέω άνθρωπος, εννοώ πώς έζησε με τις αξίες του ανθρωπισμού, έχοντας πάντα άξονα τον σεβασμό στη ζωή, στη φύση και στην Ιστορία των ανθρώπων….». Ο Κώστας Μόντης ευτύχησε να συμπεριληφθεί και στην ύλη Σχολικών Βιβλίων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Βλέπε ενδεικτικά τον τόμο, Κώστας Μπαλάσκας, «Ταξίδι με το κείμενο» Προτάσεις για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, εκδόσεις Επικαιρότητα 1990 και το κεφάλαιο «Ιδεολογία και μορφή της α΄ μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς με βάση τη σχολική ανθολόγησή της» Β΄ Λυκείου (Κ, Μόντης, Νύχτες) κ.λπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Πρόλογος του κυρού καθηγητή και θεατράνθρωπου Τάσου Λιγνάδη, «Στον Κώστα Μόντη για το τετράδιο του ουρανού. Γύμνασμα ανάγνωσης» στην συλλογή του Κώστα Μόντη, «Μετά φόβου ανθρώπου», εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1982. Βλέπε Τάσος Λιγνάδης, «Το μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου» Δοκίμια για την νεώτερη και σύγχρονη λογοτεχνία, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1996, σελ. 151-155. (το κείμενο υπάρχει και στον τόμο «12 Κείμενα για τον Κ. Μόντη»). Γράφει σχετικά ο δάσκαλος Τάσος Λιγνάδης: «Εκείνο που στην κυριολεξία χαρακτηρίζει τον Μόντη είναι το επίγραμμα. Η ποίησή του είναι επιγραμματική και ειδολογικά και βιωματική. Στο λυρικό του στίγμα η αποφυγή της μεταφοράς και της εικόνας δεν είναι αστοχία’ είναι άλλος στόχος. Ο Ποιητής προτιμά περισσότερο να μιλάει παρά να ζωγραφίζει……» Θέσεις που, θυμίζουν, τις κρίσεις ενός άλλου δασκάλου και καθηγητή του, του ομότιμου πανεπιστημιακού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλη Μερακλή στα κείμενα και τις αναφορές του για τον Κώστα Μόντη.

Για το Αφιέρωμα της «Λέξης» βλέπε ενδεικτικά και Όλγα Σέλλα, εφημερίδα «Η Καθημερινή» 2/10/1999. Ενώ στην εφημερίδα «Τα Νέα», Τετάρτη 29/9/1999 έχουμε Προδημοσίευση του κειμένου του Ροζέ Μιλλιέξ. «Ένα προνόμιο: Μια βραδιά με τον Κώστα Μόντη», Κείμενο του Ροζέ Μιλλιέξ στο λογοτεχνικό έντυπο «ΛΕΞΗ». Αν το κείμενο του Ρ. Μιλλιέξ δεν έχει εκ νέου αναδημοσιευτεί, τότε, η παρούσα αντιγραφή στα «Λογοτεχνικά Πάρεργα» είναι η τρίτη.

Σημειώνουν οι εκδότες του περιοδικού Θανάσης Θ. Νιάρχος και Αντώνης Φωστιέρης στην σελίδα 484 του αφιερώματος:

«Ακριβώς εικοσιπέντε χρόνια από τον Ιούλιο του 1974 και την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, «Η Λέξη» αφιερώνει το ειδικό αυτό τεύχος της στον σημαντικό Κύπριο ποιητή Κώστα Μόντη.

     Ποιητής πολύτροπος (μαχητικός αλλά και λυρικός, τρυφερός αλλά και σαρκαστικός, εξομολογητικός αλλά και αφοπλιστικός, τεχνίτης της κοινής ελληνικής αλλά και της ιδιωματικής κυπριακής γλώσσας), διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο Κ. Μόντης προτάθηκε φέτος, από το Πανεπιστήμιο και το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου, υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

     «Η Λέξη» ευχαριστεί θερμά όλους όσους συνέβαλαν στην οργάνωση και πραγματοποίηση του αφιερώματος. Τους συγγραφείς του τεύχους, το «Σπίτι της Κύπρου», τον καθηγητή Μιχάλη Πιερή και ιδιαιτέρως τους χορηγούς της έκδοσης: τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου.»

       Ο αναγνώστης της Κυπριακής γραμματείας, της ποίησης και των πεζών του Κώστα Μόντη, οφείλει να έχει-να λάβει- υπόψη του, πέρα από την σχετική ανάλογη Ελληνική, Ξένη, και Κυπριακή Βιβλιογραφία, την παρουσίαση του ποιητή από τον ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου στην ενότητα «Νεωτερικοί Ποιητές του Μεσοπολέμου» στην « Η Ελληνική Ποίηση», Ανθολογία- Γραμματολογία τόμος Δ΄, σ.416-433 των εκδόσεων Σοκόλη, Αθήνα, 1990. Ανθολογείται κυρίως από την συλλογή «Στιγμές», την «Ανθολογία Κυπρίων Ποιητών» του Ανδρέα Ιωάννου (1951), τα «Ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά» (1976) κλπ. Προς Όμηρο για τον Αχιλλέα «Τί μας τον τραγούδησες/ Αν ήταν άνδρας θ’ ακύρωνε τ’ άτρωτο!»  και ένα ακόμα: Έλληνες ποιητές, «Ελάχιστοι μας διαβάζουν,/ ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,/ μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι/ σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,/ όμως αντισταθμίζουμε που γράφουμε Ελληνικά.». Την μελέτη του Λευτέρη Παπαλεοντίου, «Όψεις της ποιητικής του Κώστα Μόντη» εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2006, την Ανθολόγηση ποιημάτων του (1958-1975) από τις εκδόσεις «Κέδρος» 1978, και φυσικά, τον χρήσιμο και κατατοπιστικό, με ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές παρουσιάσεις και αναλύσεις (που έρχεται να συμπληρώσει την γνωριμία μας μαζί του των «12 ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. ΜΟΝΤΗ») σπονδυλωτό τόμο σε Επιμέλεια του Κώστα Νικολαίδη: «ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (1914-2004). Ο περιπατητής του ουρανού». Έκδοση Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Κύπρος, Λευκωσία, 6, 2008 σελ. 346. Ο τόμος περιλαμβάνει τις Ανακοινώσεις του Διεθνούς Συμποσίου «Κώστας Μόντης» που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου στη Λευκωσία (17-19 Ιουνίου 2005). Για να περιοριστούμε σε ελάχιστες ενδεικτικές πληροφορίες-σε αυτό το πρώτο σημείωμα- που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον συγγραφικό κόσμο του ποιητή και να έρθουμε σε επαφή με την σκέψη του, τις ιδέες του, τον ποιητικό του στοχασμό και οραματισμό. Σε αυτόν τον ταξιδιωτικό κύκλο των εξερευνήσεων της πλούσιας συγγραφικής παραγωγής και υγιούς πατριδολατρίας του αγωνιστή Κώστα Μόντη, οφείλουμε να εντάξουμε και την μελέτη της ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη, η οποία έχει δημοσιεύσει ακόμα, δύο βιβλιογραφικά της σημειώματα για την συλλογή του «Εν Λευκωσία τη…» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης» 13/1/1971 και, για την ποιητική του συλλογή «Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα» στην εφημερίδα «Γνώμη» 15/4/1973, από όσο μπορώ να γνωρίζω. Να επισημάνουμε-και να συμφωνήσουμε ταυτόχρονα με την Πίτσα Γαλάζη ότι οι τρείς ποιητικές ενότητες του Μόντη «Γράμματα στη Μητέρα», είναι από τις λυρικότερες και συγκλονιστικότερες, και τρυφερότερες, πλήρης ευαισθησίας ποιητικές συνθέσεις που έχουμε στον ελληνικό ποιητικό λόγο. Συνθέσεις που δεν γράφτηκαν για να «αρέσουν» στους ειδικούς και κριτικούς της ποίησης αλλά, για να εκφράσουν και καθρεφτίσουν τον εσωτερικό πόνο της ψυχής του ποιητή, που, από τα εφηβικά του χρόνια, τον τύλιξε ο θάνατος, η απώλεια αγαπημένων του προσώπων. Ένα ορφανό κλωναράκι που άντεξε τις θύελλες της μοίρας και της ζωής και κάρπισε, έγινε δέντρο ψηλό με ρίζες και κλαδιά και έριξε την σκιά του σε όσους στάθηκαν κάτω από τα ποιητικά του κλαδιά. Οι συνθέσεις αυτές, τα γράμματα στη μητέρα, το σύμβολο και η παρουσία της Μητέρας (του) στο οποίο απευθύνει την ποιητική του επιστολογραφία ο Μόντης, υπερβαίνοντας το ατομικό και ιδιαίτερο της ατομικής του βιωτής παίρνει το πρόσωπο της σκλαβωμένης πατρίδας του, της Κύπρου, μεταποιείται σε έναν ανοιχτό διάλογο με την Ποίηση την Καλλιτεχνική δημιουργία, γενικότερα, την Τέχνη, αλλά προπάντων μαζί μας, δίχως να λησμονεί τον πρώτο προσωπικό βιωματικό πυρήνα της αφορμής των τριών ποιητικών γραμμάτων. Την επιθυμία του για μια εκ βαθέων εξομολόγηση που είναι η συνομιλία με την Μητέρα του. Ο ποιητικός κόσμος του Κώστα Μόντη συνεχώς ανανεώνεται και κάθε φορά μας εκπλήσσει, είτε για τα θέματα που διαπραγματεύεται, είτε για την κυπριακή γλωσσική διάλεκτο που χρησιμοποιεί, είτε για την επιγραμματικότητα και την λιτότητα των στίχων του, είτε για τα ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα και σύμβολα που υιοθετεί για να σχεδιάσει τις συνθέσεις του. Τα ποιήματα του Κύπριου ποιητή διαθέτουν μία καταπληκτική αυτοτέλεια, έχουν το καθένα την δική του υπόσταση που, βασίζονται στις εμπειρίες και αγωνίες, τα βάσανα και τις έγνοιες της καθημερινής ζωής του ανθρώπου. Η επικαιρότητα και τα αδιέξοδά της, το πολύπτυχο και πολυδιάστατο υλικό που συλλέγει και καταγράφει η μνήμη του, γίνεται το περιεχόμενο της Ιστορίας του κάδρου της ζωής των συμπολιτών του, της πατρίδας του ευρύτερα, του Ελληνισμού. Εκφράζει ουσιαστικές και αληθινές καταστάσεις και όχι ποιητικές ονειροφαντασίες ή μυθοπλαστικής κλίμακας σχεδιασμούς. Είναι η προσωπική του και ποιητική του καθημερινή τριβή με την πραγματικότητα όπως την έζησε, την βίωσε ο ίδιος μέσα από τους λαβύρινθους του ατομικού του χρόνου. Είτε είναι πικραμένος, είτε είναι ειρωνικός, είτε απαισιόδοξος ο λόγος του, είτε επικαιρικός, εκπέμπει μια μαγευτική ανθρώπινη ατμόσφαιρα, ένα ανθρώπινο μέτρο που εκτυλίσσεται το δράμα του ανθρώπου από την στιγμή που βλέπει το φώς της ζωής και την πορεία της διάρκειάς της. «Σου έχει ένα πείσμα ο χρόνος/ σου έχει ένα «όχι»!» γράφει σε επιγραμματικής πνοής στίχο του. Ή αυτό που μας λέει σε ένα άλλο: Ζωή «Ας μη τη λέμε έτσι ανεξέλεγκτα «σκληρή»./ έχει κι’ αυτή τις ευθύνες της». Οι δεσμοί του ποιητή με τις ατομικές του ρίζες είναι στέρεες και άρρηκτα δεμένες με τις ρίζες της ιστορίας του τόπου του, της γης του, των ανθρώπων της, το αίμα και το χώμα της, τις προαιώνιες παραδόσεις της. Όλα αυτά που οικοδομούν την πανάρχαια Ιστορία της. Για πάνω από μισό αιώνα ο λόγος του εκφράζει και εκπροσωπεί αυτό που ίσως όχι τολμηρά και άστοχα, θα ονομάζαμε «αιματοβαμμένο» αλλά ηρωικό Κυπριακό θαύμα. Η ταπεινή Ζωή που αποκτά το μεγαλείο της μέσα στο διάβα της καθόλου Ιστορίας. Ο ποιητικός πολυεπίπεδος και πολύπτυχος, τρυφερός λόγος του Κώστα Μόντη, αυτή η σταυροαναστάσιμη γραφή του, όποιο επίπεδό του και αν τον εξετάσεις και προσεγγίσεις, το κοινωνικό, το πολιτικό, το γεωγραφικό, το υπαρξιακό, το θρησκευτικό, το παιδικό, το αγωνιστικό, το πατριωτικό, το γλωσσικό, το ιδιωματικό, το απαισιόδοξο, το νοσταλγικό, το ερωτικό, της αναπόλησης, το φυσιολατρικό, το γνωμικό, το ηρωικό, το πένθιμο, το νηπτικό, το ελεγειακό, το μπορεί και ελεγχόμενο «διδαχτικό», το αυτοδύναμο ποιητικά, αυτό που μνημονεύει και τιμά, δοξάζει και υμνολογεί τους Κύπριους αγωνιστές συμπατριώτες του που έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Νησιού, (και την είδαν να διχοτομείται μετά το 1974) αυτό της λαϊκής εικονογραφίας κλπ. είναι πλημμυρισμένος από ένα καθαρό και αγνό, αληθινό πνεύμα φιλανθρωπίας και στοργής. Μας συγκινεί ο μεγάλος και έντονος βαθμός θερμής φιλανθρωπίας του, αγάπης και στοργής για τον άνθρωπο που πλημμυρίζει τα ποιήματά του. Φίλτρα πατρικά που πλημμυρίζουν είτε την αρτιμέλεια είτε την κατά περιόδους διασπασμένη έμπνευσή του. Μια συγκαταβατική και στωική ματιά για τον άνθρωπο, τα προβλήματά του, τα αδιέξοδά του, τις επιθυμίες και κοινωνικές αντοχές του. Την ανθρώπινη ύπαρξη στην καθολικότητά της, την φωτεινή ή σκοτεινή πλευρά της. Είναι ο λυρισμός της άδολης ματιάς ενός παιδιού που κρύβει μέσα της τόσο πόνο και σπαραγμό, πίσω από το πλέγμα της ειρωνείας του ύφους του. Ενός «αγροτόπαιδου» στιγματισμένο από την ατομική σκοτεινή του  μοίρα, και την ομιχλώδη μοίρα του τόπου του όπως την βίωσε καθώς ωρίμαζε και μεγάλωνε,  προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στα λαγούμια και τις φάτνες των λέξεων, το φώς των συλλαβών, τις χαραμάδες του ξέφωτου των στίχων, την αγωνία της γραφής του, τις παλινδρομήσεις των αναμνήσεών του, την ίσως πρόσκαιρη, ανακούφιση της λειτουργίας και επίδρασης στις ανθρώπινες συνειδήσεις του ποιητικού λόγου. Τα ποιήματά του είναι, (γίνονται) το απάγκιο του από τις προσωπικές και κοινωνικές καταιγίδες του πόνου και της θλίψης που διαρκώς αντιμετωπίζει γύρω του να ξεσπούν. Ο Κώστας Μόντης δεν αγιοποιεί ούτε ηρωοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις, δεν υπερτονίζει γεγονότα και στιγμές, εξιστορεί και αφηγείται, εξομολογείται εξίσου ακριβοδίκαια και ισότιμα όλους και όλα, με μια ενάργεια τίμια και αψεγάδιαστη για ομοεθνείς του, ομόγλωσσους και αλλόγλωσσους θιασώτες και αναγνώστες της ποιητικής σύνθεσης. Σεμνός αλλά και δεικτικός, είρων αλλά και στοργικός αφομοιώνει τα πάντα και σχεδιάζει σε μια εν εξελίξει εικονογραφία, το ανοιχτό ταμπλό της ποίησής του. Είναι, αν δεν λαθεύω, (μια και δεν έχω διαβάσει τα Άπαντά του) ένα ποιητικό ληξιαρχείο του ακριτικού νησιού της Μεσογείου, της πολυφίλητης Κύπρου. Ενός κομματιού του Ελληνισμού που μαρτύρησε και θυσιάστηκε ως Ιφιγένεια στην θέση της μητέρας πατρίδας Ελλάδας. Είναι η Παναγιά η Κυπριώτισσα που κάθεται στην Μεσογειακή αυλή της και αφουγκράζεται το ανθρώπινο δράμα, το δράμα του τόπου της.

          ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΜΟΡΦΟΥ

Η πιό καλή γειτόνισσα

η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.

Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη

όποτε πάς θα ν’ πάντα μέσα να προσμένει

να της ανοίξεις την καρδιά σου

τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου

κι απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι

να γνέφει «ναι» με το κεφάλι.

Ένα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει

πού δεν μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήσει.

Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες

πού δεν λέει πιά να πάρει τ’ αγεράκι

βγαίνει κι Αυτή με μιά καρέκλα στο σοκάκι

και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά

τ’ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.

Ώσπου με το «άντε για ύπνο πιά κι είν’ ώρα περασμένη»

σηκώνεται κι η Παναγιά

και παίρνει την καρέκλα της και μπαίνει.    

 Πέρα από την σοβαρή μελέτη, προσωπική θεώρηση της Κυπρίας ποιήτριας Πίτσας Γαλάζη για τον ποιητή Κώστα Μόντη που αντιγράφω παραπάνω, αξίζει να διαβάσουμε και μία άλλη γυναικεία κυπριακή ματιά, την σύντομη θεώρηση της συγγραφέως Νίκη Φιλίππου- Λαδάκη, «Μια σύντομη παρουσίαση του ποιητή Κώστα Μόντη και μια βαθύτερη γνωριμία με το έργο του», σελίδες 42-55 βλέπε τον τόμο Νίκη Φιλίππου- Λαδάκη, «Μελετήματα Λογοτεχνίας», Λευκωσία 1992. Δίχως φυσικά να παραγνωρίζουμε και τις άλλες γυναικείες συγγραφικές ματιές που, διαβάζουμε στο αφιέρωμα της «Λέξης» όπως εκείνης της Νίκης Λοιζίδη αλλά και των άλλων συμμετεχόντων στον τόμο του Συμποσίου που μνημονεύω, όπως της Μαρίας Αθανασοπούλου, της Κατερίνας Κωστίου, της Όλγας Ντέλλας, της Στάλως Μόντη- Πουαγκαρέ, της Μαριλένας Καρυολαίμου και άλλων, δίχως να παραβλέπουμε και την ουσιαστική συμβολή στην συγγραφική διαδρομή της γραφής του Κώστα Μόντη από άντρες ομοτέχνους τους. Όπως πχ. του Ξενοφών Α. Κοκόλη, του Ανδρέα Παστελλά, στου Στέλιου Γούτη και αρκετών ξένων μελετητών και ερευνητών της Ελληνικής Κυπριακής Ποιητικής και Πεζογραφικής παράδοσης. Ποιήματά ή αποσπάσματα του Κώστα Μόντη, έχουν δημοσιευθεί σε Κυπριακές και της Ελλάδος Ποιητικές και Πεζογραφικές Ανθολογίες, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

      Ας κλείσουμε το πρώτο σημείωμα για τον Κώστα Μόντη, αντιγράφοντας μία «λιλιπούτεια» αλλά καλογραμμένη κριτική του πειραιώτη ποιητή και κριτικού κυρού Στέλιου Γεράνη, ο οποίος είναι από τους πρώτους πειραιώτες συγγραφείς (αν δεν λαθεύω) πού πρόσεξαν και έγραψαν για την ποίησή του σε πειραιώτικο λογοτεχνικό περιοδικό. Βλέπε «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ» τεύχος 9-10/4,5,1959, Κώστα Μόντη: «Στιγμές» (Λευκωσία 1958). Μας λέει ο πειραιώτης ποιητής και κριτικός για την συλλογή:

     «Ο κύπριος ποιητής Κ. Μόντης, απεικονίζει με τις «Στιγμές» του, σε μικρά, κυρίως, ενσταντανέ, τον ψυχικό τεμαχισμό του σύγχρονου ανθρώπου, που συνθλίβεται ανάμεσα στους πάγους των λογής αντιδράσεων και στην καυτή λάβα των συνταρακτικών γεγονότων, χωρίς να μπορεί να βρει το «ενδιάμεσο εύκρατο κλίμα», που θα του δώσει την ευκαιρία να χαρεί την καθαρή και χυμώδη ουσία των πραγμάτων, αυτών που έχουν άμεση σχέση μαζί μας, που αποτελούν απαραίτητα υλικά για την εσωτερική μας οικοδομή.

     Αυτός ο συναισθηματικός τεμαχισμός του ποιητή, διασώζεται, αισθητικά, από την εκφραστική του αμεσότητα, χάρις στις μικρές εκείνες λυρικές οάσεις των στίχων του, πού τις διακρίνει ένας λιτός και συχνά καυστικός τόνος, μια δραματικότητα και μια στοχαστική εμβάθυνση, σε σημείο, που να δημιουργούνται οι κατάλληλες αφορμές, για τις δικές μας εσωτερικές προεκτάσεις.

     Οι «Στιγμές» του Κώστα Μόντη διακόπτονται κάποτε από μερικά στίγματα καβαφικής γοητείας, όπως συμβαίνει με τα ποιήματα «Πρωταγόρας ο Δημοτέλους», «Για τους Σαλαμίνιους», «Τη σκέψη πρωτίστως» και τη «Φυλακή» που αντιγράφω από τη σελίδα 29:

Το χειρότερο δεν είναι

πού μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή

και πήραν τα κλειδιά κ’ έφυγαν,

μα που δεν ξέρω ως που φτάνει η φυλακή μου,

πού δεν ξέρω το περίγραμμά της

για να κάνω επιτέλους

σαν άνθρωπος κ’ εγώ

μιάν απόπειρα αποδράσεως.

            Στέλιος  Γεράνης

     Χρησιμοποιώντας τέλος έναν κοινόχρηστο όρο από τον χώρο της πολιτικής, με την παράθεση της πειραιώτικης κριτικής για μία κυπριακή ποιητική φωνή, έχουμε την Διπλωματία της Ποίησης στην γνωριμία και επικοινωνία των δύο πνευματικών παραδόσεων. Της Κυπριακής με την Πειραϊκή.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Μνήμη Ειρήνης Παπά