Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Το λογοτεχνικό περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
    Η «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ»
του Δημήτρη Λαμπίκη

     Επίλογος συμπαθητικός της ζωής και της εποχής της είναι τα λιγοστά εκείνα κομψά βιβλιαράκια πού υπάρχουν εδώ-εκεί σήμερα: Πνευματικά άνθη παληού καιρού σκορπισμένα στους τέσσερες ανέμους μέσα στα 32 χρόνια που επέρασαν από τότε. Πόσο παράκαιρη η ομορφιά τους και η τιμή τους για τη σημερινή εποχή! Τομίδια καλοτυπωμένα και κομψοδεμένα από 112 ως 200 σελίδες με καινούρια ελζεβίρ και με Λειψίας-στοιχεία που ήσαν της μόδας ακόμη-μιά δραχμή κι εβδομηνταπέντε λεπτά!
     Όλ’ αυτά φαίνονται σαν μυθικά τώρα! Ο τίτλος της «Φιλολογική Κυψέλη» ήταν πρωτότυπος και πρό παντός αληθινός! Γιατί έλεγε με θάρρος ό,τι προσπαθούμε να σκεπάσουμε με περιφραστικά λόγια, για να μη θυμούμεθα, μαζί με τους εργάτες, και τους κηφήνες της λογοτεχνίας. Αυτή το είπε και τους ευκόλυνε να διαγωνισθούν στο Βωμό που έστησε για τις εκδοτικές θυσίες!
     Η Φιλολογική αυτή Κυψέλη εδημιουργήθη σε ημέρες εθνικής ευτυχίας και διεθνούς ανησυχίας, στην ακμή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Για το θέμα αυτό δεν έχει γραφεί  ακόμη τίποτε, ούτε από εμέ πού έχω δημοσιεύσει πολλά για την πνευματική ζωή στα πρώτα μας τότε βήματα, πρίν από 30-40 χρόνια. Ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και 1913 η Ελλάς, μονοιασμένη και δυνατή, φαινότανε πώς άρχιζε να παίρνη τον αέρα μιάς νέας ζωής γεμάτης παλμό και δημιουργική διάθεση και πρώτα-πρώτα στον πνευματικό τομέα. Νέες εφημερίδες βγαίνουν η μιά μετά την άλλη. Μετά την «Νέα Ημέρα», η «Νέα Ελλάς», το «Έθνος», ο «Ελεύθερος Τύπος».
     Νέα περιοδικά εμφανίζονται πού εμφανίζουν και νέους λογίους. Και αυτά τα ιστορικά «Παναθήναια» του Μιχαηλίδη τα παίρνει και τα ανακαινίζει και τα παρουσιάζει με νέα ύλη και νέα ομορφιά ο Γεώργιος Βλάχος. Νέες εκδοτικές οργανώσεις θεμελιώνονται. Η περίφημη Βιβλιοθήκη Φέξη, αν και βελτιώνεται και προσπαθεί να συγχρονισθή, θεωρείται λιγάκι σκόλα βέκια. Το πρώτο βήμα στις νέες εκδοτικές επιχειρήσεις το κάνει ο πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού Πελοπίδας Τσουκαλάς. Φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο καλός ναυτικός, αλλά και επιχειρηματικό πνεύμα.. Είχε σταλή ως αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως στην Αμερική και αγόρασε δύο γνωστά θωρηκτά Αϊντάχο και Μισσισσιππή πού τα μετονόμασε «Λήμνο» και «Κιλκίς». Όταν εγύρισε  παρητήθη από το Ναυτικό και μετέστη στις τάξεις της λογοτεχνίας. Ίδρυσε την Εκδοτική Εταιρεία στην οποία έδωσε το όνομα  από το ναυτικό σύμβολο (όχι το έμβλημα του κόμματος των Φιλελευθέρων ) την «Άγκυρα». Ρεκλάμα δυνατή. Πρόκληση γενικού ενδιαφέροντος. Ακόμη και οι σκιτσογράφοι εργάσθηκαν για τη ρεκλάμα της και τη γελοιογράφηση του ιδρυτού της. Είχε συσταθή-άς προσθέσω-τότε και μιά νέα, με νέα πραγματικά ζωή. Διαφημιστική. Εταιρεία με τον τίτλο «Κόκ-Ρούζ» και έβγαζε και γελοιογραφικό (μόνον με σκίτσα) περιοδικό, το «Γέλιο» και θυμούμαι σ’ αυτό ένα πολύ πετυχημένο σκίτσο του Νοάρ, που παρουσίαζε έναν ωραίο γάτο με κεφάλι, το κεφάλι του ιδρυτού της Αγκύρας και με λεζάντα: «Ο Γάτος της Αγκύρας». Τα βιβλία της εκδοτικής εκείνης εταιρείας είχαν έμβλημα μιά άγκυρα. Αυτά κατά το 1914-16. Το επόμενο έτος ένας ασυγκράτητος σε εμπνεύσεις διανοούμενος πλουσιώτερος σε σχέδια παρά στο βαλάντιο, ο ιδιότυπος σε όλα του Δημήτριος Μαϊδής τον οποίον ούκ εία καθεύδειν το της Αγκύρας τρόπαιον, εσχεδίασε και απεφάσισε να ιδρύση και αυτός μιά εκδοτική εταιρεία με νέο σύστημα στις εκδόσεις, με νέα μέθοδο στις διαφημίσεις, με νέα όνειρα. Ευρήκε τον τίτλο. Ευρήκε γραφεία. Ευρήκε συνεργάτες-δεν ξεύρω αν σ’ αυτούς είχε επιτυχία-Έκαμε τη σχετική ρεκλάμα. Και σε λίγο άρχισε να εκπλήσσει το Κοινόν με τα έργα και ημέρες του! Η εκδοτική αυτή εταιρεία ήταν η «Φιλολογική Κυψέλη» η οποία υποσχόταν στο αναγνωστικό της Κοινόν πνευματικούς παραδείσους, χωρίς να λογαριάζη το μεγάλο δυσμενή παράγοντα, τον Πόλεμο, που είχε φθάσει και στα Βαλκάνια και απειλούσε τα πάντα με κόλαση!
Το μέγαρον Καλαμάρη είχε ένα κενό διαμέρισμα στην πλευρά της οδού Εδουάρδο Λώ αρ. 9 (σήμερα οδό Λαδά) και εκεί εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της «Φιλολογικής Κυψέλης», γραφεία όχι πολύ ευρύχωρα, αλλά κομψά, όμορφα διαρρυθμισμένα και συγχρονισμένα. Κατά τα μέσα του 1916 εξέδωκε το πρώτο βιβλίο της σειράς της. Ήταν η «Υβέτ» του Μωπασσάν κατά μετάφραση του Αιμίλιου Νονότ. Δεύτερο ήταν «Οι Λευκές Νύχτες» του Δοστογιέφσκυ κατά μετάφραση του Σπύρου Φραγκοπούλου γνωστού μεταφραστού έργων του Τολστόι στη βιβλιοθήκη Φέξη. Τρίτο «Οι Κουρασμένες Ψυχές» του Α. Μαρκέλλου μεγαλοϊδεάτου λογίου, ο οποίος ήταν και διευθυντής στο εκδοτικό τμήμα της Εταιρείας Τέταρτο «Οι Αλήτες» του Γκόργκι κατά μετάφραση Ι. Πετρίτση. Και ακολουθούσαν «Οι Ερωτευμένοι» του Γρ. Ξενόπουλου, ο «Ερημίτης» του Μωπασσάν κατά μετάφραση δική μου, η «Βυζαντινή Εποποιϊα» του Χ. Παπαντωνίου και άλλα σε συνέχεια και σε καθορισμένη ομοιομορφία και χαμηλό τιμολόγιο. Οι διαστάσεις των βιβλίων, πράγματι καλλιτεχνικά βιβλιοδετημένες με πάνινο σταμπάτο ντύμα, ήταν 12 των 18 εκατοστά. Και η τιμή τους δραχμή 1 και 25 και 1 και 75 για τα μεγαλύτερα. Τα βιβλία εδίδοντο και με μηνιαίες δόσεις. Αλλά δεν ήσαν αυτές μόνον οι πρωτοτυπίες πού δεν ήσαν και σπουδαίες πρωτοτυπίες.
      Για την καλλίτερη διαφήμιση στις εκδόσεις της ίδρυσεν η εκδοτική αυτή οργάνωση και ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με τον ίδιο τίτλο «Φιλολογική Κυψέλη» Την διεύθυνσή του ανέθεσε σε μένα, νεαρόν δημοσιογράφον τότε, πρώην συντάκτη του «Σκρίπ», αλλά με πείραν για περιοδικό, γιατί είχα εργασθεί στον «Παρνασσό», ως επιμελητής της ύλης δύο-τρία χρόνια πρωτύτερα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα και την αναδρομική είδηση των «προ 30ετίας γεγονότων» πού εδημοσίευσε πέρυσι η «Καθημερινή». Την παραθέτω γιατί είναι σύντομη και πλήρης. «Εκυκλοφόρησε το 14ον φύλλον του υπό του συναδέλφου κ. Δ. Λαμπίκη διευθυνομένου περιοδικού «Φιλολογική Κυψέλη». Αποτελείται από 16 σελίδες, περιέχει συνεργασίαν Γρ. Ξενόπουλου, Χ. Αννίνου, Πολ. Δημητρακόπουλου, Γ. Βώκου κτλ. και τιμάται λεπτά «10». Ας σημειωθή ότι εκείνες τις ημέρες λόγω της ακρίβειας του χαρτιού είχαμε υπερτιμήσει το φύλλο σε μιά δεκάρα. Πρίν το πουλούσαμε μιά πεντάρα. Του πρώτου φύλλου επουλήσαμε 4.500 αντίτυπα, και ο διαχειριστής μας ο Σπύρος Λαζαρής, επήγε στο Πρακτορείο του Τσαγκάρη και εξεφώνησε ένα πατριωτικό λόγο σ’ όσους εφημεριδοπώλας ευρήκεν εκεί. Του δευτέρου φύλλου πουλήθηκαν 3.000, του 10ου 2.000. Και με την ανάλογη κατηφορική κλίμακα στα άλλα μέχρι του 21 πού ήταν το φύλλο της τελευτής!
     Ένα περίεργο όμως: Όσο ελιγώστευαν οι αγορασταί τόσο εγίνοντο περισσότεροι ο λόγιοι επισκέπται των Γραφείων μας. Γιατί από τις σχετικές φιλολογικές ειδησούλες στις εφημερίδες είχεν αποκτήσει υπόληψη το περιοδικό μας, όπως φαινόταν και απ’ τα γράμματα και τα ποιήματα που ελάβαινα απ’ τις επαρχίες. Και ποιός δεν μας επισκεπτόταν από τους παλαιούς και νέους λογίους; Και ποιός δεν ερχόταν να μας συγχαρεί και να μας προσφέρη συνεργασία; Ποιούς να πρωτοθυμηθώ τώρα, ή ποιούς να πρωτολησμονήσω;
      Από τους πρώτους μεγάλους στην ηλικία και στο όνομα ήταν, ο ανεξάντλητος σε λόγους σε έργα και πάρεργα Μπάμπης Άννινος. Ο άφθαστος εκείνος χαριτολόγος συγγραφεύς ερχόταν, γιατί είχε πολλά έργα του προς έκδοσιν. Αλλά ύστερ’ από μακρές συζητήσεις με τον υπερθεωρητικό Μαϊδή για την έκδοσι ενός διτόμου συγγράμματος κατέληξαν να εκδώσουν σ’ έναν τόμο από 16 σελίδες, το λιμπρέτο από κάποια θεατρική επιθεώρηση με τον τίτλο «Άσπρη Τρίχα». Ο Γ. Ξενόπουλος, σπητόβιος και νοικοκύρης όπως ήταν, λίγες φορές ερχόταν. Αλλά άνοιξε από τις στήλες του περιοδικού μου μιά πρωτότυπη φιλολογική συζήτηση. «Αν άξιζαν περισσότερο οι παληοί ή οι νέοι λόγιοι». Σπίθα στη μπαρούτη. Του απάντησε σε άλλο φύλλο ο Ρώμος Φιλύρας και του έσυρε με την φιλύρεια μεγαλοστομία, τα εξ αμάξης. Ο Ξενόπουλος εδευτερολόγησε. Του απάντησε και ο Μάρκελλος, μετριόφρων εκπρόσωπος των νέων πού υπογραφόταν…. «Ένας νέος πού αξίζει για χίλιους παληούς»! Και ο καυγάς συνεχίσθηκε και οι δωρεάν αναγνώσται του φύλλου αυξήθηκαν καταπληκτικά. Από τους παλαιότερους ήσαν φίλοι του γραφείου μας ο Θ. Βελλιανίτης, ο Γ. Τσοκόπουλος, ο Σ. Σκίπης, ο Τ. Δαραλέξης, ο Π. Νιρβάνας, ο Ριχάρδος Παρίσης πού είταν και μεταφραστής της «Αγκύρας» και ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος που είχε για έκδοση μιά μελέτη του περί Πνευματισμού. Επάνω σ’ αυτό το θέμα έκαμε μιά σειρά διαλέξεις στο θέατρο Κοτοπούλη και προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον του Κοινού.
      Από τους νέους που ερχόταν ήταν και μερικοί πρωτόβγαλτοι. Θυμάμαι, νεόφερτο στην Αθήνα, τον ποιητή και αργότερα πολύ γνωστό συγγραφέα και γιατρό Άγγελο Δόξα. Στη Φιλολογική Κυψέλη του εδημοσίευσα και το πρώτο του ποίημα. Ένα ποίημα για το έρημο παλάτι της Δουκίσσης μέσα στο δάσος της Πεντέλης. Την εποχή εκείνη εγνώρισα στο Γραφείο της Κυψέλης και την νεαρά τότε λογία νεόφερτη στην Αθήνα από τη Ρωσία νομίζω την Αθηνά Σαραντίδου. Είχε μεταφράσει κάτι από τον Αντρέιεφ τον οποίον και είχε γνωρίσει. Νομίζω ότι κάτι σχετικό είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό. Τακτικός επισκέπτης μας ήταν ο συμπαθής μεταφραστής όλων των Γάλλων ποιητών Γεώργιος Σημηριώτης. Θυμάμαι μάλιστα ότι κάποια ημέρα ήλθε στα γραφεία προσφέροντάς μας- σε λογική τιμή- μαζύ με μερικές μεταφράσεις του από τα ποιήματα του Μυσσέ και μιά γραβάτα του Γάλλου ποιητή. Δεν ξέρω αν η γραβάτα ήταν του Μυσσέ πράγματι ή του μεταφραστού του!! Οπωσδήποτε απέρριψα την προσφορά της και δεν ενδιαφέρθηκα για την ιστορία της.
     Ο Γιάγκος Αργυρόπουλος ήταν συντάκτης μας επί του θεατρικού ρεπορτάζ. Ο Γεράσιμος Βώκος ο αναγνωσματογράφος. Ο Τ. Δαραλέξης επί της κοσμικής κινήσεως. Ο Κ. Καιροφύλας μεταφραστής από τα Ιταλικά. Το ίδιο και ο Γεράσιμος Σπαταλάς. Ο Μανώλης Μαγκάκης από τα Αγγλικά, γράφοντας και πρωτότυπα ποιήματα. Από το περιοδικό μου εκείνο ελανσάρισα τον ποιητή Κλαύδιο Μαρκίνα, τον Τάκη Φίτσο, το Δημήτρη Παπανικολάου, το Ι. Οικονομίδη (πού είχε και προηγουμένη εργασία) το Μ. Οικονόμου, το Γιώργη Κοντογιάννη, το Φωκίωνα Ρωκ κι’ άλλους. Οι σήμερα γνωστοί συνάδελφοι: Αδαμάντιος Παπαδήμας, Θ. Παπαμανώλης, Γ. Κυριακίδης και άλλοι, ακόμη νεαροί τότε, ήσαν απλώς συνδρομηταί του περιοδικού μου. Τους ευχαριστώ μετά 32 χρόνια μετά.
     Πιο τακτικοί συνεργάται μου στο περιοδικό, ήσαν οι φίλοι Μιχ. Τόμπας, Πύρρος Γιαννόπουλος και Φώτος Γιοφύλης. Αλλά δεν ξεχνώ και τους άλλους, που ετιμούσαν την πρωτότυπη εκείνη Ακαδημία μας, λογίους, επιστήμονας, πολιτευτάς. Το Δήμο Βρατσάνο, τον Πάνο Ταγκόπουλο, το Νικ. Καλογερόπουλο, το δικηγόρο και αργότερα γνωστό πολιτευτή Δημ. Μπαμπάκο, τον Άγγελο Μπουρόπουλο (σήμερα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) τον Περικλή Ράλλη, τον Αντ. Καρυστινάκη, το Δημ. Γιαννόπουλο (αργότερα πολιτευτή  Μαντινείας και υπουργόν), τον Αντώνη Σώχο, το Δημοσθένη Βουτυρά (λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή ;), τον Πότη Ψαλτήρα, τον Αντ. Βώτη, το Μίμη Παπά, το Βας. Ηλιόπουλο, το Ν. Τσούχλο, τον πολύ Χαρίλαο Παπαντωνίου και το συνάδελφο του Μελισσιώτη, ποιητή και κουρέα Στέλιο Αυγουστάκη. Από την Καλαμάτα μου έστελνε ποιήματα και ο νεαρός τότε Δ. Βογόπουλος.
      Από τη «Φιλολογική Κυψέλη» εξεκίνησε και ο δικηγόρος και κοινωνιολόγος Γρ. Μπάμπιας που διηύθυνε το πολιτικό περιοδικό «Ο Γράκχος» με συνεργάτας που άλλοι αργότερα διεκρίθησαν στην πνευματική και κοινωνική ζωή και άλλοι ξεχάσθηκαν πρόωρα!!
      Ο κατάλογος αυτός που συντάσσεται από μνήμης ύστερ’ από τόσα χρόνια, δεν είναι φυσικά πλήρης. Αλλά κι’ αυτός που είναι δεν είναι καθόλου φτωχός. Αντιπροσωπεύει μιά ολόκληρη εποχή, που γρήγορα εξεχάσθη!
     Είχαμε φαίνεται στην εκδοτική εκείνη… Ακαδημία πολύ ελεύθερο φιλολογικό πολίτευμα και γι’ αυτό το Κράτος μας εκείνο διελύθη πρίν προφθάση να στερεωθή. Μας έπληξε κι’ ο πόλεμος και εφθάσαμε στο πρόωρο τέρμα.
     Ως τόσο η ιστορία της «Φιλολογικής Κυψέλης» με τα ιδιότυπα βιβλία της και το πρωτότυπο περιοδικό της, είναι ένα ζωηρόχρωμο κομμάτι  από την ιστορία της λογοτεχνίας μας στην μετά τους Βαλκανικούς πολέμους αναγέννηση της Ελλάδος. Η πνοή πού ην εδημιούργησε, είχε κάτι από το θερμουργό  παλμό της αισιόδοξης τότε νέας γενεάς στην εξόρμησή της από τα παληά πνευματικά σύνορα για τους κόσμους με τα ωραία όνειρα!
      Το χρονικό αυτό που προσφέρεται στην εφετινή «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» σαν μνημόσυνο στην πνευματική ζωή της γενεάς πού φεύγει, θα είναι χρήσιμο στοιχείο για όσους θα γράψουν μιά μέρα τη συνέχεια του δικού μας έργου.
Περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 6ος,/ 1949, σ. 152-154.
--
Ερευνητική ομάδα Εποπτεία: Χ. Λ. Καράογλου
Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940)
Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση.
Τόμος πρώτος. ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ (1901-1925), εκδόσεις University Studio Press- Θεσσαλονίκη 1996, σ. 249-251.
ΕΠΙΦΥΛΛΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ. Εβδομαδιαία γενική επιθεώρηση. (Εκδοτικός Οίκος «Φιλολογική Κυψέλη»). Διευθυντής: Δημήτρης Λαμπίκης. Διαχειριστής: Σ. Λάζαρης. Διάρκεια: 3 Απριλίου- 19 Αυγούστου 1917. Τεύχη 1-20, με 8-16 σελίδες. Διαστάσεις 28,5Χ 21 εκ., δίστηλο. Εβδομαδιαίο. Αθήνα-Πειραιάς 5 λεπτά. Επαρχίες 10 λεπτά……..
Ακολουθούν οι Συνεργάτες…..
ΕΠΙΦΥΛΛΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ 1917.4
     Η προγραμματική δήλωση της Διεύθυνσης του περιοδικού κινείται στους συνήθεις άξονες: από τη μια, οι δυσκολίες της έκδοσης και, από την άλλη, ο ευγενής σκοπός και η συνακόλουθη πίστη ότι το κοινό θα εκτιμήσει και θα στηρίξει την προσπάθεια. Συνάμα, η Διεύθυνση δίνει το γλωσσικό της (δηλώνει, σε καθαρεύουσα, γλωσσικά ουδέτερη) και υπόσχεται αντικειμενικά (δηλαδή ποιοτικά) κριτήρια στην επιλογή των συνεργατών. Τον Αύγουστο του 1917, πρίν συμπληρώσει πέντε μήνες ζωής, η ΕΦΚ ανήγγειλε ότι διακόπτει την έκδοσή της «ιδίως εκ της μεγίστης ελλείψεως χάρτου», αλλά προανήγγειλε την επανέκδοσή της τον Σεπτέμβριο ως 15νθήμερη επιθεώρηση- χωρίς ωστόσο να την πραγματοποιήσει.
     Η ΕΦΚ είναι λογοτεχνικό κυρίως περιοδικό’ μεταξύ των συνεργατών της περιλαμβάνονται και αρκετά σημαντικά ονόματα Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Άγνωστη είναι η η πρώτη, εδώ, εμφάνιση του Μ. Παπανικολάου. Πάντως, η εν γένει εμφάνιση του περιοδικού δεν είναι καθόλου ικανοποιητική- γεγονός που δεν οφείλεται ίσως σε αντικειμενικές μόνο δυσκολίες αλλά και σε «δημοσιογραφική» αντίληψη του εκδότη του. Εξάλλου, η ίδια μάλλον αντίληψη οδηγεί και στη δημοσίευση ανεκδοτολογικής και ποικίλης ύλης’ ενδιαφέρον για την ιστορία των γραμμάτων μας έχουν οι «σκηνές» από τη ζωή στο φιλολογικό καφενείο «Νέον Κέντρον», που παρουσιάζει ανελλιπώς σε κάθε τεύχος ο Δημ. Λαμπίκης. Η ΕΦΚ φιλοξενεί μερικά κείμενα μιας-επανερχόμενης κάθε τόσο- διαμάχης μεταξύ «παλαιών» και «νέων», στην οποία μετέχουν οι Ξενόπουλος, Φιλύρας, Γιοφύλης κ. ά. (τχ. 5 κ.ε.).
     Η λογοτεχνική κριτική είναι σχεδόν ανύπαρκτη: ελάχιστες βιβλιοκρισίες για ασήμαντα έργα, ένα βιοεργογραφικό σημείωμα για τον Κλέωνα Ραγκαβή (τχ. 4), ένα άρθρο με τίτλο «Η τελευταία περίοδος της νεοελληνικής ποιήσεως», όπου ο αταύτιστος Χ επικρίνει την ποίηση του Παλαμά ως «ιδεογραφική» (τχ. 18). Μεγαλύτερη σημασία δίνεται στη θεατρική ζωή: δημοσιεύονται ανελλιπώς ειδήσεις από τη θεατρική κίνηση, ενώ ο Ανδρ. Μάρκελλος κρίνει τακτικά παραστάσεις, αναφερόμενος στην υπόθεση των έργων (αρκετά είναι ασήμαντα) ή και στους ηθοποιούς. Μνημονεύω τις κρίσεις των έργων: «Ιδανικός σύζυγος» του Ουάιλντ (θίασος Κυβέλης, τχ. 4), «Ο ένοχος» από τους Θωμά Οικονόμου και Αιμίλιου Βεάκη (τχ. 8), «Εστίας» του Λιδωρίκη (τχ. 16). Τέλος, σημειώνω και ένα άρθρο με θέμα τη γέννηση του Καραγκιόζη (τχ. 16)
      Από τους υπόλοιπους συνεργασίες αναφέρω τα τεχνοκριτικά σημειώματα του Μ. Τόμπρου- μεταξύ αυτών και για τον Σέρβο γλύπτη Ιβάν Μέστροβιτς (τχ. 7)- και του Ν. Δ. Καλογερόπουλου για τη βυζαντινή εικονογραφία (τχ. 15-16) και τον Θεοτοκόπουλο (τχ. 18).
--
          Δημήτρης Λαμπίκης 1889-1956
Γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας
     Στην ηλικία των 18 χρονών έγινε επαγγελματίας δημοσιογράφος, στην αρχή ρεπόρτερ, διορθωτής και μεταφραστής και αργότερα χρονογράφος, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης. Σταδιοδρόμησε στις εφημερίδες «Αθήναι», «Σκριπ», «Εσπερινή», «Πατρίς», «Εθνική», «Ασύρματος, «Νέα Ελλάς», «Πρωία», «Πολιτεία», «Νεολόγος», «Η Καθημερινή», «Χρονικά», «Ελληνική», «Ημερήσιος Τύπος», «Οι Καιροί», «Ελεύθερος Λόγος», «Λαϊκή Φωνή», «Τελευταία Ώρα», «Αλλαγή», «Αθηναϊκή», και «Απογευματινή», είτε ως μόνιμος συντάκτης είτε ως τακτικός ή έκτακτος συνεργάτης.
     Μεταξύ άλλων, διετέλεσε το 1934 διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας «Νεολόγος» που είχε εκδόσει το 1919 ο Αριστ. Βουτυράς. Απεσταλμένος, επίσης, των εφημερίδων «Πρωία», «Πολιτεία», «Η Καθημερινή», «Ημερήσιος Τύπος», «Πατρίς» και «Χρονικά» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, κάλυψε την επικαιρότητα διεθνών και ελληνικών πολιτικών και άλλων γεγονότων και έγραψε για οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Ανταποκριτής, τέλος, ξένων εφημερίδων στην Αθήνα, δημοσίευσε πολλά ρεπορτάζ ενημερωτικά για τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο.
     Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Μεγάλη Ελλάς», «Μπουκέτο» και στη μηνιαία ελληνική επιθεώρηση «Εθνικός Κήρυξ» της Νέας Υόρκης. Διετέλεσε ακόμα διευθυντής στα λογοτεχνικά περιοδικά «Παρνασσός» (1911-1914) και «Φιλολογική Κυψέλη» (1917).
     Χρημάτισε επί αρκετό διάστημα διευθυντής «Βιβλιοθήκης και Καλλιτεχνίας» του Δήμου Αθηναίων και έφορος του Δημοτικού Θεάτρου, θέσεις από τις οποίες πρωτοστάτησε στην ώθηση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της πρωτεύουσας. Ήταν από τους ιδρυτές της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.
     Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα από τα μαθητικά του ακόμα χρόνια με ποιήματα και πεζά σε διάφορα περιοδικά της εποχής. Από το 1910 μέχρι το θάνατό του έγραψε και δημοσίευσε σε εφημερίδες και άλλα έντυπα χρονογραφήματα, μυθιστορήματα, ιστορικά και λαογραφικά μελετήματα, χιουμοριστικές καμπάνιες, αθηναϊκές έρευνες και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Μετέφρασε επίσης, κείμενα Ελλήνων κλασικών και έργα ξένων συγχρόνων του συγγραφέων, όπως επίσης και το έργο «Ο Πίναξ του Κέβητος».
      Με τη στήλη του «Αθηναϊκοί Περίπατοι» σε διάφορες εφημερίδες στις οποίες εργάστηκε κατά διαστήματα, καθιερώθηκε μεταξύ των γνωστών χρονογράφων του καιρού του με ευρύτατο αναγνωστικό κοινό και αναδείχθηκε, παράλληλα, από τους κυριότερους εκπροσώπους της αθηναϊκής χρονικογραφίας.
Οι μελετητές του έργου του τον χαρακτήρισαν ως τον κατ’ εξοχήν εκφραστή της δημοσιογραφικής λογοτεχνίας.
     Ένα μέρος από τα δημοσιευμένα κείμενά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του σε αυτοτελή τόμο από τον κληρονόμο του Ηλία Παπαδήμα. Με κληροδότημα που άφησε στη διαθήκη του δημιουργήθηκε το «Λαμπίκειον Διαγώνισμα» στη λαογραφία. Ένας από τους κεντρικούς δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας του φέρνει το όνομά του.
Έργα:
«Σελίδες διπλωματικής ιστορίας» (1915)
«Πώς αγαπούν οι φθισικοί» μυθιστόρημα (1924)
«Παληές φιλολογικές» αναμνήσεις (1927)
«Απ’ όσα βλέπουμε στην Αθήνα» χρονογραφήματα (1930)
«Αθηναϊκές αγάπες» χρονογραφήματα (1932)
«Ο Ελληνισμός της Ν. Ιταλίας» μελέτη (1933)
«Ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης» βιογραφία (1935)
«Ελληνίδες ποιήτριες» δοκίμιο (1936)
«Τα εκατό χρόνια του Δήμου Αθηναίων» (1938)
«Πώς πρωταρχίσαμε» αναμνήσεις (1944)
«Το πρόβλημα του Λασκαράτου» δοκίμιο (1951)
«Απ’ όσα έγραψα 1907-1955» επιλογή από δημοσιεύματά του (1955).
           ΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΑΙ ΕΚΛΟΓΑΙ 1934
     Το 1934 ανέτειλεν εν μέσω ιδιατέρας προεκλογικής ευθυμίας………..
   Νίκος Παπαδημητρίου, ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ,
τόμος Πρώτος, σελίδες 134-136, εκδόσεις Παγκόσμιος Εκδοτικός Οργανισμός Χρήστος Γιοβάνης 1989.  
--
Δημήτριος Λαμπίκης
      Συγγραφέας, χρονογράφος και δημοσιογράφος. Ο Λαμπίκης καταγόταν από την βυζαντινή οικογένεια Καρατζά- Λαμπίκη. Γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1889 και άρχισε να γράφη ποιήματα και πεζά από τα γυμνασιακά του ακόμη χρόνια. Σπούδασε φιλολογία και νομικά, αλλά μπήκε στον δημοσιογραφικό κλάδο, όπου και διακρίθηκε. Συνεργάσθηκε με ποικίλη φιλολογική και δημοσιογραφική ύλη σε όλες σχεδόν τις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Εμφανίσθηκε το 1907 από το «Σκρίπ» και την «Ακρόπολη» καθιερώθηκε όμως τρία χρόνια αργότερα από τις σελίδες του «Παρνασσού», όπου εργάσθηκε ως συνεργάτης, μεταφραστής, χρονογράφος και αρχισυντάκτης. Διερευνώντας και παρουσιάζοντας θέματα πρωτότυπα , καθιέρωσε, σε ηλικία 22 χρόνων τότε, ειδική «Εγκυκλοπαιδική σελίδα». Είναι άλλωστε ο πρώτος αθηναίος δημοσιογράφος που ασχολήθηκε με τ’ Αναστενάρια (Οκτώβριος 1911). Το 1913 έγραψε το πρώτο του βιβλίο «Η καιόμενη Τζουμαγιά», εντυπώσεις, από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και είχε συνεννοηθή για έκδοσή του με τον εκδοτικό οίκο Φέξη. Διαβάζοντας όμως, τότε, το βιβλίο του Σπύρου Μελά «Πολεμικές Σελίδες» και διαπιστώνοντας πόσο αυθεντικότερα είχε αποδώσει την ατμόσφαιρα ο Μελάς, έκαψε τα χειρόγραφα του δικού του βιβλίου. Το φθινόπωρο του 1915 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του «Σελίδες διπλωματικής ιστορίας», για το οποίο ο καθηγητής Ν. Σαρίπολος έκαμε ειδικό μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Ακολούθησε σειρά βιβλίων, όπως: «Πώς αγαπούν οι φθισικοί» (1924), «Απ’ όσα βλέπετε στην Αθήνα» (1930), «Αθηναϊκές αγάπες», «Ελληνισμός της νοτίου Ιταλίας» (1933), «Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης» (1935), «Ελληνίδες ποιήτριες» (1935), «Τα Αττικά του Παυσανία» (1935), «Τα Κορινθιακά Παυσανίου» (1937), «Αθηναϊκός δήμος», (1938), «Η ζωή μας» (1939) κ. ά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του βρίσκεται σκόρπιο σε εφημερίδες και περιοδικά του καιρού του και αφορά σε μορφές και θέματα της φιλολογικής και θεατρικής ζωής της χώρας. Στα κείμενά του αυτά, που αποτελούν σημαντικές ιστορικές πηγές, διακρίνεται κα το δροσερό αφηγηματικό του ύφος. Οι «Φιλολογικές αναμνήσεις» του, που δημοσιεύθηκαν στον «Πρωινό Τύπο» (Οκτώβριος 1943- Μάρτιος 1944), είναι αποκαλυπτικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο ερευνητικό του ιστορικό πάθος αλλά και στην δημοσιογραφική του δραστηριότητα οφείλεται και η αξιόλογη μελέτη του «Ελληνισμός της Νοτίου Ιταλίας», που γράφηκε έπειτα από ειδική, επίπονη και επιτόπια έρευνα. Είναι μια εργασία πού, καθώς έγραψε ο Πέτρος Χάρης σε ειδική του κριτική θεώρηση («Νέα Εστία», 15-10-33, σ. 1125), «έγινε με πολλή ευσυνειδησία, με μεγάλο κόπο, με την εξονυχιστική εκείνη διάθεση, που βρίσκει την αρχή, τη συνέχεια και το καταστάλαγμα παλαιών εθίμων, πού οδηγείς στις ασφαλέστερες συγκρίσεις κάθε είδους (θρησκευτικών, κοινωνικών κλπ.) και μας διαφωτίζει σε ό,τι μας προκαλεί την απορία ή την περιέργεια». Χαρακτηριστικές είναι ορισμένες σχετικές αφηγήσεις σε παραφθαρμένη ελληνική διάλεκτο, πού μιλιέται σε ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας. Στη δημοσιογραφική εξ άλλου δραστηριότητα του Λαμπίκη οφείλεται και η συνέντευξή του  με τον Μάξιμο Γκόρκυ, που παρουσιάσθηκε σε δύο συνέχειες στην «Καθημερινή» (15 και 17 Αυγούστου 1930) και που υπήρξε αφορμή να γραφή ειδικό σχόλιο στη «Νέα Εστία», τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Ο Λαμπίκης διακρίθηκε επίσης και για το σκωπτικό του πνεύμα, για τα χαριτωμένα του αφηγήματα, τα γραμμένα με κέφι και ωραία ευρήματα. Χαρακτηριστικό είναι πώς ο γάλλος ελληνιστής Λουϊ Ρουσσέλ, σε κριτική του για το βιβλίο του Λαμπίκη «Απ’ όσα βλέπουμε στην Αθήνα», δημοσιευμένη στο περιοδικό του «Λίμπρ», έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Ο Δ. Λαμπίκης- τηρουμένων των αναλογιών-είναι ο Σουρής της νεωτέρας Ελλάδας, με την διαφορά ότι ο μεγάλος Σουρής έγραψε τη σάτιρά του σε στίχους, ο δε Λαμπίκης εις πεζόν. Αλλ’ ο κ. Λαμπίκης, γαλατικό, προβηγκιανό πνεύμα, γράφει και κατά τούτο διαφορετικά: ότι αποφεύγει να θίξη με την ευθυμογραφία του – η οποία αποτελεί συνάμα και λαογραφική εργασία πολλού λόγου άξια».
        Ο Δ. Λαμπίκης δημοσίευσε επίσης σε  ετήσιες φιλολογικές εκδόσεις και λογοτεχνικά ή ποικίλης ύλης περιοδικά ενδιαφέροντα διηγήματα, με ζωντανή περιγραφή, ρομαντική ή σκωπτική διάθεση, που δεν τους λείπουν όμως οι λογοτεχνικές αρετές. Από τους ιδρυτές της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, διευθυντής για ένα διάστημα της Βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, ο Δημ. Λαμπίκης πέθανε το 1956 και ενώ τυπωνόταν το βιβλίο του «Απ’ όσα έγραψα» (Άπαντα Δημ. Λαμπίκη). Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, αποτελεί τον καθρέφτη της παράλληλης εισφοράς του, φιλολογικής και δημοσιογραφικής, στη νεοελληνική πνευματική ζωή και φανερώνει την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα. Ο Λαμπίκης χρησιμοποιούσε και τα ψευδώνυμα Απολλόδωρος, Αυτόπτης, Παλιός ανακτορικός κ.ά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Πέτρος Χάρης, περ. «Νέα Εστία» 15-10-33, σελ. 1125. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, περ. «Νέα Εστία», 1-10-1936, σελ.. 1383-1384. Κλ. Παράσχος, στο ίδιο τεύχος, σς. 1385-1386. Π(έτρος) Γλέζ(ος), περ. «Νέα Εστία» 15-2-56, σελ. 258.
Και: απόσπασμα από το ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΣΑΛΕΝΤΟ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ, Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 9ος, σελίδες 324-325, εκδόσεις Χάρη Πάτση χ.χ.    
--
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
     Ξαναδιαβάζω τις «ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ» (Από την ιστορία της φιλολογικής γενεάς μας), Αθήνα 1936, του εκλεκτού και άοκνου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Δημήτρη Λαμπίκη. Προσπαθώντας να αντιγράψω τα στοιχεία του στην μικρή μου ιστοσελίδα, σαν μία ακόμα «προσφορά» της γενιάς μου-γενιά του 1980-στους παλαιότερους που οικοδόμησαν αυτό που ονομάζουμε ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Πρόσωπα τα περισσότερα άγνωστά μας-ακόμα και σήμερα, που έχουν λησμονηθεί στα ράφια των βιβλιοθηκών του χρόνου. Ποιητές και λογοτέχνες, λογοτεχνίζοντες και δοκιμιογράφοι, επιστήμονες και καθηγητές, ερευνητές και μελετητές, συγγραφείς και δημοσιογράφοι, δικηγόροι και ιερείς, ιστορικοί και μια πλειάδα ελλήνων-μέσα σε αυτήν την πολυάριθμη ομάδα οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τους εκατοντάδες νόμιμους ή λαθρόβιους εκδότες, τους τυπογράφους και τους εργαζόμενους που ασχολούνται με την βιβλιοδεσία, τους εικαστικούς καλλιτέχνες που στολίζουν τις σελίδες των βιβλίων ή των λογοτεχνικών περιοδικών με έργα τους, κοσμούν τα εξώφυλλα. Ακόμα, τους μεταφραστές, τους εκδότες των περιοδικών, την επίσης μεγάλη ομάδα εργαζομένων που καταγράφουν και αποδελτιώνουν τις νέες εκδόσεις των βιβλίων για τις σελίδες των περιοδικών ή των εφημερίδων που εργάζονταν, τα πρακτορεία τύπου και τους εργαζόμενους σε αυτά, τους παλαιούς πλασιέ βιβλίων, τους γνώστες πωλητές των βιβλιοπωλείων. Οφείλουμε να μην ξεχάσουμε, τους ειδικούς και επαΐοντες εργαζόμενους στις δημόσιες ή ιδιωτικές Βιβλιοθήκες ή Αρχεία,-που, παρά του ότι, αρκετοί από τους δημόσιους αυτούς υπαλλήλους δεν διαβάζουν ή δεν ασχολούνται με το βιβλίο (αυτό το διαισθάνεσαι από τα πρώτα λεπτά της συζήτησης μαζί τους),δείχνουν προθυμία-τουλάχιστον παλαιότερα-να σου επιτρέψουν να φωτοτυπήσεις παλαιές εκδόσεις, ή στις φωτοτυπούν οι ίδιοι. (θυμάμαι την περίπτωση στην Βιβλιοθήκη της Γενναδείου, που παλαιότερα, παρακάλεσα έναν υπάλληλο και μου φωτοτύπησε έναντι-νομίζω 250 ευρώ-το παλαιότερο πειραϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ». Και μετά από τέσσερεις περίπου μέρες είχα στα χέρια μου τις φωτοτυπίες των τόμων). Το ίδιο συνέβει, και με την Ανθολογία-την πρώτη-του Δημήτρη Λαμπίκη, την οποία είχαν την καλοσύνη και μου φωτοτύπησαν στην Βιβλιοθήκη της Βουλής όπως μου υπενθυμίζει η αχνή σφραγίδα που διακρίνεται στο χαρτί της πρώτης σελίδας. Σελίδες 145. Δυστυχώς δεν μου φωτοτύπησαν και τις τελευταίες σελίδες, ώστε να έχω και τα άλλα πληροφοριακά εκδοτικά στοιχεία της έκδοσης που συνήθως, αναγράφονται στον κολοφώνα. Ας είναι. Τις παλαιότερες δεκαετίες, υπήρχε μια ομάδα εργαζομένων που ήσαν πολύ εξυπηρετικοί στις Βιβλιοθήκες, γιαυτό, οφείλουμε να τους μνημονεύσουμε. Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζουμε ότι υπήρχαν και άτομα παντελώς αδιάφορα ή εχθρικά ακόμα και στο να πράξουν την νόμιμη δουλειά τους. Αλλά παντού τα πάντα. Σε κάθε εργασιακό κλάδο υπάρχουν οι ευσυνείδητοι εργαζόμενοι και οι ασυνείδητοι. Θέλω να πω με τα παραπάνω, ότι υπάρχει, αναπνέει εργασιακά και ζει ένα μεγάλο πλήθος ατόμων και εκδοτών στον χώρο του Βιβλίου. Ασφαλώς, και με τά αναμενόμενα εύλογα εμπορικά κέρδη. Όπως αντίστοιχα, υπάρχει και μια άλλη ομάδα συγγραφέων και ανθρώπων του βιβλίου, που δημοσιεύουν και γράφουν αφιλοκερδώς σε λογοτεχνικά περιοδικά ή εφημερίδες, ή είναι λημματογράφοι σε λογοτεχνικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Αφιλοκερδώς εργάζονται και οι πληθώρα κριτικών και βιβλιοκριτικών, οι βιβλιοπαρουσιαστές στα διάφορα έντυπα και εφημερίδες, τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα. Αντίστοιχα, υπάρχει και μια μικρή μερίδα αξιόλογων ανθρώπων του πνεύματος και της λογοτεχνίας που εργάζονται επαγγελματικά σαν βιβλιοκριτικοί. Όπως αναγνωρίζουμε, το πλήθος των ανθρώπων του βιβλίου είναι τεράστιο, συνεχές και διαρκώς μάλλον ανανεούμενο. Τώρα, μάλιστα, που έχει επιβληθεί ο χώρος του διαδικτύου και των ομαδικών ή ατομικών ιστοσελίδων. Μέσα σε αυτόν τον διευρυμένο κύκλο εκδοτικών και πέριξ των βιβλίων αναφορών ανθρώπινου δυναμικού και μη, τεχνικών μέσων, σκέφτηκα να μνημονεύσω έναν παλαιό συγγραφέα και παλαίμαχο δημοσιογράφο, τον Δημήτρη Λαμπίκη.
 Σίγουρα ο Δημήτρης Λαμπίκης, υπήρξε ένα αναγνωρισμένο και καταξιωμένο άτομο, ένας συγγραφέας με κύρος και ίσως δημοσιογραφική επιρροή στην εποχή του. Εξέδωσε βιβλία, έγραψε χιλιάδες άρθρα, συνεργάστηκε με δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά, επιμελήθηκε δεκάδες δημοσιογραφικές σελίδες, δημοσίευσε χρήσιμα και ευχάριστα αναγνώσματα. Κείμενα και βιβλία του που διαβάστηκαν στην εποχή τους και ίσως ακόμα διαβάζονται ορισμένοι τίτλοι βιβλίων του, όπως αντίστοιχα, άλλοι ξεχάστηκαν στα σκονισμένα ράφια βιβλιοθηκών ή παλαιοπωλείων. Ο ίδιος εργάστηκε, υπήρξε υπεύθυνος και στον Δήμο Αθηναίων όπως μας πληροφορούν τα στοιχεία που μας παράσχουν αυτοί που ασχολήθηκαν με την συγγραφική του παρουσία και διαδρομή.
Επεξεργαζόμενος και διαβάζοντας ξανά τις «ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ», ξεφύλλιζα παλαιούς τόμους του περιοδικού «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», σε έναν από αυτούς, τους παλαιούς τόμους, συνάντησα τις προσωπικές αναμνήσεις του Δημήτρη Λαμπίκη σχετικά με το περιοδικό «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ». Το διάβασα και με συγκίνησε αναγνωρίζοντας το μεράκι και το κέφι των παλαιών αυτών ατόμων του πνεύματος και της λογοτεχνίας, που, με πενιχρά μέσα και σε αντίξοες συνθήκες, τολμούσαν να εκδώσουν έντυπα ή λογοτεχνικά έντυπα και περιοδικά, όχι με σκοπό το κέρδος, αλλά την θερμή τους επιθυμία να συμβάλλουν στην πνευματική και καλλιτεχνική ενημέρωση και «επιμόρφωση» των ελλήνων και ελληνίδων της εποχής τους. Ανεξάρτητα από το εκδοτικό και τυπογραφικό αποτέλεσμα των εκατοντάδων προσπαθειών αυτών,  η συμβολή τους είναι θεωρώ σημαντική και χρήσιμη. Όπως αντίστοιχα, σε έναν άλλο καλλιτεχνικό κλάδο-αυτό των ηθοποιών-συνεισέφεραν τα δεκάδες μπουλούκια των περιπλανώμενων ηθοποιών που γύριζαν από «χωρίον εις χωρίον» για να παίξουν και να ερμηνεύσουν χιλιάδες ρόλους  ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου, που, οι λαϊκές αυτές παραστάσεις, ήσαν ανάσες διασκέδασης και ξενοιασιάς στις δύσκολες εκείνες κοινωνικά και πολιτικά εποχές, και στην φτώχια μέσα στην οποία ζούσαν. Τα λαϊκά πανηγύρια και οι εκκλησιαστικές θρησκευτικές εορτές, που τελούντα σε δημόσιους χώρους, ήσαν χρονικές ανάσες δροσιάς και χαράς μεταξύ των μελών των κοινοτήτων. Ενταγμένες αρμονικά μέσα στον χρονικό κύκλο του βίου των ανθρώπων. Γιαυτό θεωρώ, ότι οφείλουμε να είμαστε πιο επιεικείς απέναντι στις των προηγούμενων αιώνων αυτές εκδοτικές και κυκλοφοριακές προσπάθειες-πού πολλές από αυτές είτε ολοκλήρωναν τον εκδοτικό τους κύκλο ή έμεναν ημιτελής οφείλονταν στο αφιλοκερδές μεράκι και όνειρο ορισμένων συγγραφέων. Εξάλλου, και τα τεχνικά μέσα ήσαν υποτυπώδη και οι ιστορικές συνθήκες και οι πολιτικές διαφορετικές. Ας μην λησμονούμε τους Βαλκανικούς Πολέμους, τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τα πραξικοπήματα και τις δικτατορίες, τις εσωτερικές έριδες και την αργή και σταδιακή διεύρυνση των ελληνικών συνόρων. Ένας αγροτικός φτωχός λαός, εξαθλιωμένος και «βουτηγμένος» μέσα στις προλήψεις και δεισιδαιμονίες, που το ποσοστό του αναλφαβητισμού ήταν τεράστιο μέσα στον ελληνικό πληθυσμό, όπως και η καθημερινή ξενιτεία. Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας, τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας τον μεσοπόλεμο. Την ταραγμένη δεύτερη δεκαετία του 1900 που κυκλοφόρησε το περιοδικό. Οι συνεργάτες, οι μεταφραστές και οι συγγραφείς είναι πάρα πολλοί όπως μας δηλώνει η αποδελτίωσή της «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ». Σίγουρα διασώθηκαν στο χρόνο ελάχιστοι από αυτούς, ακόμα και από τους ποιητές εκείνους που πρωτοπαρουσίασαν την δουλειά τους στο περιοδικό. Όπως πχ. ο ποιητής και μεταφραστής Μήτσος Παπανικολάου. Που χάθηκε από φτώχεια την περίοδο της Κατοχής στην περιοχή του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου. Και αρκετά άλλα ονόματα όπως μας έδειξε η αποδελτίωση  από την ερευνητική ομάδα υπό την εποπτεία του Χ. Λ. Καράογλου, των εκδόσεων University Studio Press. Τα πληροφοριακά στοιχεία της αποδελτίωσης (Βαρελά-Καράογλου) αντιγράφω στην ιστοσελίδα αμέσως μετά τις ιδιοσυγκρασιακές και συγκινητικές αναμνήσεις του Δημήτρη Λαμπίκη. Μια και την μοναδική του εργασία που διαθέτω-και έχω διαβάσει-είναι η φωτοτυπημένη ποιητική ανθολογία των ελληνίδων παλαιών ποιητριών. Αναζήτησα και άλλα στοιχεία για το περιοδικό, αλλά δεν βρήκα. Σίγουρα θα υπάρχουν στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Με τις δύο αυτές αντιγραφές, έχουμε μάλλον μια μικρή επαρκή γενική εικόνα της «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ». Μεταφέρω επίσης, για καλύτερη ενημέρωση και γνώση περί του δημοσιογράφου και συγγραφέα Δημήτρη Λαμπίκη, ορισμένες πληροφορίες που συναντάμε σε μελετήματα ή λεξικά ελλήνων λογοτεχνών. Στο παραδοσιακό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», στο τεύχος 687/ 15-2-1956, σελίδα 258, τόμος 59, έτος Α-1956, στις σελίδες «Επικαιρότητες» του περιοδικού, δημοσιεύεται με τα αρχικά Π. Γλεζ. Που είναι ο γνωστός συγγραφέας Πέτρος Γλέζος στην δεύτερη στήλη, ελάχιστα για την απώλεια του Δημήτρη Λαμπίκη. Σημειώνει ο Πέτρος Γλέζος:
     «Δεν είναι πολλές μέρες, πού ένας κοινός φίλος μου έφερνε τους χαιρετισμούς του ύστερα από κάμποσα χρόνια, κατά τα οποία δεν έτυχε να τον δω ή να έχω ειδήσεις του. και σχεδόν αμέσως είδα στις εφημερίδες την είδηση του θανάτου του! Ήξερα πώς ζούσε τώρα πιά αποτραβηγμένος ο Δημήτρης Λαμπίκης, ο ιδιόρρυθμος αυτός λόγιος, που υπηρέτησε κυρίως τη δημοσιογραφία, αλλά που ασχολήθηκε και με θέματα πέραν της άμεσης επικαιρότητας, όπως η μελέτη του Ελληνισμού της Νότιας Ιταλίας, η ανθολόγηση των Ελληνίδων ποιητριών και η αναδρομή, έστω και στο κάπως πρόσφατο παρελθόν της Αθήνας, εργασία, που εμπνευσμένη από νοσταλγική διάθεση και κάποιο ρεμβασμό, έπαιρνε πιά μια λογοτεχνική μορφή.
      Στις εφημερίδες και στα περιοδικά της επαρχίας, συχνά και τον τελευταίο ακόμη καιρό, δεν έλειπε η υπογραφή του Δ. Λαμπίκη που δεν ήταν λίγες οι φορές που διάβαζε κανείς κομμάτια του γραμμένα με τέχνη και κέφι, αναμνήσεις του από πρόσωπα και πράγματα πολύ ενδιαφέρουσες. Έτσι ο Δημήτρης Λαμπίκης στάθηκε σε όλη του τη ζωή, που ένα σημαντικό της μέρος, για λόγους υγείας, το πέρασε κάπως αποτραβηγμένος, ένας ευσυνείδητος, μορφωμένος και παραγωγικός δημοσιογράφος, αλλά κι ένας λόγιος από εκείνους, που δεν αφήνουν σημαντική προσφορά, πού όμως η εκλαϊκευτική κυρίως εργασία τους δεν παύει να είναι χρήσιμη και άξια τιμής.
     Ελογάριαζα, μετά τα χαιρετίσματά του, να τον επισκεφτώ, να τον ξαναδώ ύστερα από χρόνια, να τον ακούσω να μου λέει για τα σχέδιά του ή τα παράπονά του για κάποιες λογοκλοπές, που συχνά τύχαινε να γίνονται εις βάρος κειμένων του. Όμως, δεν πρόλαβα, ο θάνατος τον πήρε ξαφνικά. Ένας ακόμα παλιός γνώριμος φεύγει, ένας ακόμα σεμνός εργάτης, πού δούλεψε με όση του έδωκεν ο Θεός δύναμη κατά το πέρασμα από τον μάταιον αυτόν κόσμον.».
Στο ίδιο τεύχος και στις σελίδες «Επικαιρότητες» ο Πέτρος Γλέζος υπογράφει και άλλα κείμενα και πληροφορίες για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αλλά και την απώλεια «Ο άνθρωπος» του καθηγητή Νικόλαου Βλάχου.
Στο ίδιο περιοδικό, σε ένα γρήγορο ξεφύλλισμα συναντάμε τις εξής πληροφορίες. Στο τεύχος 235/1-10-1936, τόμος 20ος, έτος Ι-1936, στην σελίδα 1385-1386, ο κριτικός και συγγραφέας Κλέων Παράσχος, υπογράφει μια εκτενή κριτική για την ανθολογία του Δημήτρη Λαμπίκη, «Ελληνίδες ποιήτριες». «Θα παρανοούσαμε τον σκοπό και την διάθεση…» (θα την μεταφέρω στην αντιγραφή της ανθολογίας). Ενώ στην προηγούμενη σελίδα του ίδιου τεύχους στις σελίδες για «Τα Βιβλία» ο κριτικός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, γράφει μια εκτενή κριτική, σελίδες 1383-1384, τρείς στήλες, για το βιβλίο Παυσανίου: «Αττικά» σε μετάφραση και σχόλια Δ. Λαμπίκη. «Ο γνωστός δημοσιογράφος και λογοτέχνης κ. Δ. Λαμπίκης θέλησε να προσφέρει στο ευρύτερο κοινό μιά πιστή και σχολιασμένη με κάθε ωφέλιμη πληροφορία, ερμηνεία ή ανασκευή μετάφραση της «Ελλάδος περιηγήσεως» του Παυσανίου, ενός βιβλίου, πού όσο είναι φημισμένο, άλλο τόσο είναι απλησίαστο για τους ανελλήνιστους….».
Τρία χρόνια νωρίτερα, στο ίδιο και πάλι περιοδικό, την «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», έτος Ζ΄ τόμος 14ος, τεύχος 164/ Αθήναι, 15 Οκτωβρίου 1933, και στις σελίδες «Τα βιβλία-Τα νέα βιβλία» σελίδα 125, ο συνδιευθυντής του περιοδικού- (μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο), υπογράφει την κριτική: Δημ. Λαμπίρης: «Ελληνισμός της Ν. Ιταλίας»
 «…. Το βιβλίο του κ. Λαμπίρη είναι μια ευρύτατη έρευνα σε εννιά χωριά που αποτελούν τη Grecia Salentina. Και στις σελίδες του βρίσκουμε ό,τι χρειάζεται να μάθουμε για τον πληθυσμό τους, για τις συνήθειες των κατοίκων τους, για κάθε τί πού μπορεί να εξηγήσει πώς «έζησε αυτός ο ξενιτεμένος ελληνισμός (της Ν. Ιταλίας) μέσα σε πνοές ξένων ανέμων και νέας ζωής». Ο κ. Λαμπίρης επιμένει περισσότερο στις ντοπιολαλιές και στα τραγούδια των χωριών αυτών. Εκεί βρίσκει τα περισσότερα επιχειρήματά του για ν’ αποδείξη πόσο δυνατή ήταν η ελληνική παράδοση στη Ν. Ιταλία και πόσο εργάστηκαν για να την κρατήσουν οι παλιοί λαϊκοί ποιητές και οι νεώτεροι λόγιοι της Grecia Salentina.Έχει τις πηγές του ο κ. Λαμπίρης. Αλλά και την παρατηρητικότητά του. Μπορεί να δή, να συγκρίνη και να εκτιμήση ένα έθιμο, μια έκφραση, μια λέξη. Και καθώς ξέρει ν’ αφηγείται, έδωσε ένα βιβλίο χρήσιμο κι’ ευχάριστο.».
     Να διευκρινίσουμε μόνο το εξής στην κριτική του πολύπειρου και πολυγραφότατου Πέτρου Χάρη. Αν ανατρέξουμε στις βιβλιογραφικές πληροφορίες τις σχετικές με τον Δημήτρη Λαμπίκη και την συγγραφική του παρουσία, βλέπε παραδείγματος χάριν το πολύτομο έργο του συγγραφέα Κώστα Μιχ. Σταμάτη: ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. «Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ» Αθήνα 1998, τόμος 5ος, σελίδες 146-149, που μεταφέρει ο ανθολόγος και συγγραφέας στοιχεία από την εργασία του Δημήτρη Σταμέλου, με ελάχιστες ακόμα νέα συμπληρωματικές βιβλιογραφικές πληροφορίες, θα δούμε ότι ο Σταμάτης πιστώνει στον Δημήτρη Λαμπίκη, τον Ήλειο χρονογράφο και ιστορικό μελετητή, το βιβλίο «Ο Ελληνισμός της Νοτίου Ιταλίας». Παραθέτοντας και απόσπασμα από το «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΣΑΛΕΝΤΟ». Την ίδια πληροφορία συναντάμε και στο τρίτομο έργο-ανθολογία «ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ, τόμος Β΄, σελίδες 478-480. Λαμπίκης Δημήτριος Λεχαινά (1889), εκδόσεις «Η ΒΙΒΛΙΟΕΜΠΟΡΙΚΗ» Οργανισμός Πελοποννησιακών Εκδόσεων, Αθήνα 1995, σε γενική εποπτεία και επιμελητή του δημοσιογράφου Διονυσίου Ι. Τσουράκη, μας δίνει και πάλι την ίδια πληροφορία. Στην ανθολόγηση αυτή, ο επιμελητής ερανίζεται «Το μόνιππο» του Λαμπίκη από την έκδοση «Αθηναϊκό Ημερολόγιο» 1996. Τέλος, βιβλιογραφικά συνοπτικά πάντα μιλώντας, ο κριτικός Αλέξης Ζήρας που μαζί με την νεοελληνίστρια Χριστίνα Λύσσαρη υπογράφουν το λήμμα για τον Δημήτριο Λαμπίκη (Λεχαινά, 1889-Αθήνα, 1956), επιβεβαιώνουν την έκδοση του οσάνω βιβλίου από τον Δ. Λαμπίκη., στο «ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» των εκδόσεων Πατάκη-Αθήνα 2007, σελίδα 1214. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά, για να διευκρινίσω το εξής. Αν διαβάσουμε την κριτική του Πέτρου Χάρη για το βιβλίο του Δημήτρη Λαμπίκη: «Ελληνισμός της Ν. Ιταλίας» θα διαπιστώσουμε ένα λάθος- τυπογραφικό που γίνεται στο όνομα του συγγραφέα-δημοσιογράφου. Αναφέρεται ως Δημ. Λαμπίρης. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι λάθος γραμμένο το όνομα και όχι ότι είναι διαφορετικός συγγραφέας. Αυτά για την ιστορία των βιβλίων του Λαμπίκη. Επίσης, να προσθέσουμε στον ολιγόχρονο διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, ότι οι διάφοροι μελετητές του, συμπληρώνουν με νέους τίτλους βιβλίων την συγγραφική του παρουσία.
Γράφεται μεταξύ άλλων στο Λεξικό των εκδόσεων Πατάκη από τους Α. Ζ. –Χ. Λ.
«Ως δημοσιογράφος εμφανίστηκε το 1907 στις εφημερίδες Σκριπ και Ακρόπολις. Διετέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού Παρνασσός και διακρίθηκε για τις ιστοριοδιφικές του έρευνες καθώς και για την συλλογή λαογραφικού υλικού. Χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Απολλόδωρος, Αυτόπτης. Παληός Ανακτορικός και Ίντεριμ.
Έγραψε ποίηση, διηγήματα, ευθυμογραφήματα και μελέτες (λαογραφικές, ιστορικές, φιλολογικές)…. Ενδιαφέρουσες για την ιστορία της λογοτεχνίας της περιόδου 1910-1940 είναι οι Φιλολογικές αναμνήσεις του, δημοσιευμένες στην εφημερίδα Πρωινός Τύπος (Οκτ. 1943-Μάρτ. 1944). Επίσης μετέφρασε έργα του Παυσανία και του Guy de Maupassant.
     Ως διηγηματογράφος και χρονογράφος ο Λ. διακρίθηκε για το σατιρικό του ταλέντο και τη σκωπτική του διάθεση. Επίσης, για την ευσυνειδησία και την ακρίβεια που διαφαίνονται στις μελέτες του, και τη ζωντάνια της αφήγησής του, τόσο στο πεζογραφικό όσο και στο ιστορικό και φιλολογικό του έργο.
     Τα εκατό χρόνια του Δήμου Αθηναίων επανεκδόθηκαν το 2000.».
     Με κύριο κορμό πληροφοριών το κείμενο του Δημήτρη Σταμέλου στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, κάναμε μια μικρή περιδιάβαση στην συγγραφική διαδρομή του Δημήτρη Λαμπίκη, καθώς διαβάσαμε τις προσωπικές του αναμνήσεις για το περιοδικό «Φιλολογική Κυψέλη» δημοσιευμένες στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», του 1949, ενός παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού των ετών 1916-1917, βραχύβιο, που ο Λαμπίκης υπήρξε ο κύριος εμπνευστής του. Βλέπουμε τις οικονομικές του αντιξοότητες, την έλλειψη δημοσιογραφικού χάρτου, το αναγνωστικό ενδιαφέρον, μείωση των συνδρομητών, και άλλες δυσκολίες που επέφερε ο Πόλεμος και οι αντίξοες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου εκείνης.
      Στο επόμενο σημείωμα θα αντιγράψω τις πληροφορίες που γνωρίζω για την Ανθολογία του, «Οι Ελληνίδες ποιήτριες» 86 συν 1 γυναικείες ελληνίδες ποιητικές φωνές. Ορισμένες μελέτες του, επανεκδόθηκαν στα κατοπινά χρόνια, όπως οι «Σελίδες Διπλωματικής Ιστορίας», «Πως Αγαπούν οι Φθισικοί», και άλλα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο 30 Μαϊου 2020.
Τα μισοτηγανισμένα ψάρια να θυμάστε ω Έλληνες!
ΥΓ. Και μια ιδέα, μάλλον όχι ιστορικά δίκαιη ή και πολιτικά άχρηστη. Ωραία, να διαβάζουν οι γείτονές μας οι Τούρκοι το Κοράνι μέσα στην Αγία Σοφία. Ας ζητήσουμε και εμείς-το Οικουμενικό Πατριαρχείο-να επιτελεί θείες λειτουργίες μέσα στον Βυζαντινό αυτόν ιερό Ναό. Με την ενέργεια αυτή, θα δείξουν μάλλον έμπρακτα, ότι οι θρησκείες και τα ιερά τους κείμενα, όπως και οι ιερείς τους, μονιάζουν τα πλήθη και τους λαούς. Δοξολογούν τον ένα Θεό σε λαούς με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Ένα κοινό συλλείτουργο κοινωνίας ειρήνης, καταλλαγής και συμφιλίωσης.  Ούτως ή άλλως, γεωγραφικά πλέον η Αγία Σοφία ανήκει στην Τούρκικη γεωγραφική επικράτεια. Όπως αντίστοιχα, η Αγία Σοφία ιστορικά και θρησκευτικά ανήκει στην Ελληνική Βυζαντινή Ιστορία και παράδοση.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, για έλληνες και ξένους ποιητές


          ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
        Είπαν, ότι ο Τάκης Παπατσώνης είναι ένας ερασιτέχνης, επειδή όντας ποιητής, δε θέλησε να είναι και λιγώτερο επαρκής οικονομικός υπάλληλος. Όπως είπαν, ότι και ο Claudel ήταν πολύ διπλωματικός υπάλληλος και στερεός αστός.
Αλλ’ ας τ’ αφήσουμε αυτά.
     Η ποίηση μας ενδιαφέρει για τον εαυτό της. Χαλαρώτατος στίχος, λόγος αστόλιστος, γλώσσα μεικτική, ακατάστατη, με άφθονα στοιχεία καθαρεύουσας, και κακόηχες συμπλοκές φθόγγων. Έλλειψη αισθήματος αρμονίας λυρικής. Μικρά δράματα προβάλλει, σκηνοθεσίες, όπου ένας άνθρωπος κινείται με σημασία μέσα σ’ ένα περιστατικό. Ποίηση της υπογραμμής, όπου αποδείχνουνται «σημασίες», με καβαφική περίσκεψη,- ή απλώς, συγκεντρωμένη συνείδηση (όχι ξεδίπλωμα συναισθημάτων, συνοδευόμενων από τοπία στρογγυλών στοχασμών, όπως στους ρομαντικούς). Μά η συνείδηση αυτή βρίσκεται στην ώρα των «αναλογιών» της’ βγαίνει σαν αντίλαλος ενός στερεού δεδομένου, της πίστης. Στερεού, γιατί τον ποιητή τον απασχολούν οι περιπέτειες οι εξωτερικές της πίστης: εξωτερικές, γιατί η πίστη του είναι ακύμαντη, χωρίς αμφιβολίες, πού ριπτάζουνται ώσπου να ησυχάσουν μέσα στην τελική βεβαιότητα. Κρυφή παρουσία της θεότητας, ομολογία πλάνης, παρηγοριάς λίκνισμα, σύνδεσμος φιλικός της ψυχής και των πραγμάτων είναι οι χυμοί, με τους οποίους καταγίνεται η ποιητική του συνείδηση.
      Είναι ο Τ. Παπατσώνης ένας ποιητής θρησκευόμενος. Ένας άνθρωπος πολύ περίσκεπτος μέσα στον προορισμό του. Νηφάλιος, σπάει τα κόκκαλα της ρητορείας, μαδάει της ρητορείας τις πνοές, προτιμά να μιλά με τη σιωπή. Και μέσα στη μικρογράμματη σιωπή του λόγου εγείρονται συχνά  κεφάλαια, σαν παρουσίες απίθανες-και όμως επιβαλλόμενες-πού ήρθαν και εγκαθιδρύθηκαν εδώ από μιά άλλη άγνωστη πάντα ζωή.
     Τελοσπάντων, ένας σκυμμένος άνθρωπος, που ακούει την ίδια του σκέψη σα να ‘ρχεται από κάπου μακριά, και την καταγράφει. Καταγράφει τα στίγματα που δέχεται, απλά, σ’ έναν λόγο συχνά ξηρό, αδιακόσμητο, καθόλου μετουσιωμένο σε εικόνες, σε ρυθμούς, καθόλου διαπερνώμενο από μνήμες, ανταποκρίσεις, μύθους. Γράφει σαν ένας σύγχρονος συναξαριστής, σαν ένας πιστός, πού του αρκεί η φλόγα της κρυμμένης πίστης και η στάχτη του απλού λόγου πάνω της. Καθόλου φιλοσοφικός ή μεταφυσικός, είναι ένας ταπεινός πιστός και το μόνο πάθος του, η μόνη του έξαρση, είναι η πίστη. Κάποτε μόνο ξεσηκώνεται και συνθέτει ένα περιστατικό και τότε μέσα στη σημασιοδοτική σιωπή της κίνησής του φανερώνεται ο ποιητής της καβαφικής σκηνοθεσίας κ’ επιγραμματικότητας.
      Σπανιώτατα, ο συναξαριστής αυτός καταλαμβάνεται από μιά διάθεση μεθυγραφική. Αλλοιώς, οι λέξεις του αφήνουν πάντα ένα μεταλλικό βάρος, πού δεν είναι θλίψη ή πόνος’ υπαινίσσουνται τις στιγμές μιάς ψυχής δομένης και πιστής, πού, χωρίς να δείχνει, θρέφεται από φαιδρές πνοές, που έρχονται από Πέρα. Όμως πιό συχνά απλώνει μυστικές ριπές μετάβασης από τον υλικό κόσμο στον άυλο και πνευματικό, spirituel (με την καθολική και τη θρησκευτική σημασία), πάντοτε μακριά, από κάθε παγανιστική, χαρούμενη αίσθηση της ζωής, πάντοτε μακριά από κάθε αντιχριστιανική καταραμένη απόγνωση.
     Στη σειρά Ιστορήματα υπάρχει ένα περιστατικό, όπου η πραγματικότητα κινείται όχι για τον εαυτό της, αλλά για να φανερώσει την ψυχή ενός χριστιανού. Λειώνουν τα πράγματα και οι λέξεις μέσα στην ξεχωριστή spirituele ώρα. Ώρα ευδαιμονίας, άρα ευλογημένη από την απούσα παρουσία ενός θεού, ντυμένη με λάμψη βαριά όσο η αίσθηση αγιασμένων πραγμάτων. Τελείως προσωπική ώρα και τελείως ελεύθερο μάτι. Ευτυχισμένη προσωπική στιγμή, που καλεί τα πράγματα με τ’ όνομά τους.
      Τελευταία στη σειρά Ενιαυτός, παρελαύνουν χριστιανικές γιορτές. Συναξάρια και σκέψεις και λέξεις πολύ αγαπητές, ώρες όπου ένας άγγελος μυρώνει τα πάντα με τη λάμψη της ματιάς του. Στις γιορτές του Ενιαυτού υπάρχει μιά απλότητα αξιαγάπητη, πού μάς εξοικειώνει με ό,τι ανθρώπινο υπάρχει στις απροσπέλαστες μορφές των αγίων και των θεϊκών προσώπων, όπως στους καλλιτέχνες πρίν από την Αναγέννηση, τον Giotto π.χ.
     Πόσο ξένη του είναι τώρα η «ελληνικότητα» σαν αίσθημα παγανιστικό δείχνει στο ποίημα Εν ώρα θερινή, όπου ο ποιητής περιπαίζει ό,τι λέγεται ελληνικός ήλιος, απολλώνια αίγλη. Αντιστρατεύεται το κάλλος της φύσης, γιατί βλέπει αυτός, έχει έναν τρόπο δικό του να βλέπει, ένα άυλο κάλλος, που επιπροσθεί σ’ εκείνο της φύσης.
     Τώρα εφαρμόζεται η αισθητική προστακτική πού ακούεται σπάνια στην Ελλάδα: cose e non parole. Όχι λόγος «κεκαλλιεπημένος», ανθισμένος, όχι μαγεία του λόγου ή υποβλητική γοητεία, γιατί όλα αυτά τα μέσα ξεγελούν και νομίζουμε απατηλά, ότι προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό, ενώ η ουσία δεν έχει ανάγκη από κάλλος. Είναι η ίδια κάλλος, που πρέπει να μην αποκτήσει πρόσχημα. Ευχαριστούμε τον ποιητή, πού μας προσφέρει την ομορφιά της ουσίας.
     Ουσίες για τον Παπατσώνη, δηλ. πραγματικότητες πού υπάρχουν για το πνεύμα, είναι όχι μόνο τα προσφιλή αντικείμενα του υλικού κόσμου σαν αντικείμενα θρησκευτικής ώρας, αλλά και οι αφηρημένες έννοιες, σαν παρουσίες ενός άλλου κόσμου, σύμβολα που έρχονται να μαρτυρήσουν ό,τι είναι αόρατο.
     Ο Παπατσώνης είναι ποιητής του θρησκευτικού ρεαλισμού, ένας πιστός πού συλλογιέται την πίστη του, ένας                    Jacopone da Todi, πού εννοεί το θεό, κάθε θεϊκό και άγιο, ανθρώπινα. Έχει «προσωπική» αντίληψη της θρησκείας. Είναι ένας γνήσιος ποιητής, διότι είναι ένας γνήσιος θρησκευόμενος.
     Τέτοιος ο Παπατσώνης, ακολουθεί ένα ιδιαίτερο είδος στιχουργίας: Στίχοι χωρίς ρίμα και χωρίς μέτρο, ρυθμικές αναπνοές πού ανοιγοκλείουν από την ανάγκη του στήθους. Τα σύμβολα στην ποίηση αυτή είναι καθαρά, τίποτε δύσληπτο όπως στους ποιητές πού δεν απελευθερώνουν ολόκληρη τη σκέψη τους. Τα σύμβολά του κρύβουν ενώ σύγχρονα φανερώνουν το υπερούσιο μαζί και το πιό ανθρώπινο.
     Ο Παπατσώνης εξέδωσε αργότερα μιά νέα ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ursa minor, ποιήματα λικνιστής μελαγχολίας, τοποθετημένα σ’ ένα κλίμα φανερού αισθητισμού, όπου τα πράγματα υπάρχουν για να εκφρασθούν ωραία. Ο ποιητής βρέθηκε σε μιά λησμονημένη γωνιά, που δεν είναι βέβαια η βαθειά γωνιά του εαυτού του. σελίδες 77-79.
--
                ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
     ΧΙΙ.  Στο ίδιο κλίμα κινείται ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συμφωνικός είναι και ορχηστρικός. Σύμφωνα με την τεθειμένη αρχή να μιλήσουμε για πρόσωπα και πράγματα, πού παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παραλείπουμε τις τόσες ποιητικές συλλογές, πού ο ποιητής μας έδωκε, για να σταματήσουμε ξεχωριστά σε δύο μακρόπνοα ποιήματα, το «Τραγούδι της αδελφής μου» (1937) και το «Εμβατήριο του Ωκεανού» (1940). Το πρώτο  είναι ένα ποίημα με ποταμίσια ροή, στίχους ελεύθερους και φράση καλλιγραφική, όπου μια ατέλειωτη σειρά από ανθοδέσμες εικόνων, συχνά μεταφορικών και τολμηρά καταχρηστικών, περνάει, και όπου το νόημα χάνεται και αναφαίνεται από τη μιά στην άλλη στιγμή. Ένας βόμβος λεκτικών και χρωματικών κυμάτων παρασύρει την ψυχή ανάμεσα σε έξαρση και θρηνολόγηση. Γιατί τελικά το ποίημα δεν είναι, παρά ένας πολύ καλλιτεχνικός αισθητισμός με πλήρη απουσία πληρέστερης πνευματικής βίωσης. Γιατί πνευματική βίωση δεν είναι η προσθήκη νοημάτων, που καλούνται να δώσουν πλάτος και προοπτική στην πρωταρχική υποκειμενική στιγμή της αδελφικής αγάπης, όταν αυτή φουσκώνει θεληματικά ως τη Συμπαντική και σύγχρονα την πανανθρώπινη Αγάπη. Θα ήταν καλύτερα αυτός ο πλούσιος λυρικός αισθηματισμός να έμενε αγνά ανθρώπινος, διαπερασμένος από τη ζωντανή εκείνη λεπτομέρεια, πού μόνη σώζει τα έργα από την κατάκριση λυρικής ρητορείας.
       Αλλά με το ποίημα Εμβατήριο του Ωκεανού ο Γ. Ρίτσος κερδίζει το στοίχημά του για ποιητική αλήθεια, όταν συνδέει απόλυτα από μέσα τη γήινη πνοή με την πνοή της μεγάλης θάλασσας, πού είναι η ζωή. Το ποίημα αυτό κάκιστα έχει τον τίτλο πού του δόθηκε, γιατί ούτε εμβατήριο είναι ούτε του Ωκεανού. Όταν αποφάσισα να εξηγήσω αυτή την καλπονόθευση, πού και με είχε κάνει να κατακρίνω το ποίημα προκαταβολικά, ψάχνοντας βρέθηκα σε απροσδόκητα άλλη περιοχή, στο χώρο της θάλασσας, μιάς θάλασσας πού είναι η ζωή! Και η εντύπωσή μου από την πορεία πού πραγματοποίησα υπήρξε εξαιρετική. Τότε στο τέλος της πορείας μου αντιλήφθηκα, πόσο κακό γίνεται στον τόπο μας, όταν επαναφέρονται παλαιές μορφές συχνά καλλιγραφικής απλώς αξίας, και αφήνουνται πίσω προσφορές άπειρα πιό σύνθετες, πιό δύσκολες και αθληματικές’ το Εμβατήριο του Ωκεανού μου πρόβαλε σαν ένα κατόρθωμα λυρικής πύκνωσης, μ’ όλη την εντύπωση της άπλας που δίνει. Τίποτε δεν υπάρχει μάταιο εκεί μέσα, όλα έχουν τη θέση τους, θέση κερδισμένη αυθόρμητα’ πηγαία, όχι εγκεφαλικά λογαριασμένη.
      Το ποίημα αυτό δεν έχει την ποταμίσια σύνθεση του Τραγουδιού της αδελφής μου. Διαιρείται κατά κάποιον τρόπο σε στροφές, αν με τον όρο στροφές, εντελώς ελεύθερα πιά, εννοούμε ένα σύνολο ποιητικών χωρών, που ο καθένας τους αποτελεί παραλλαγή ενός και του αυτού θέματος. Στον υδάτινο χώρο του ποιήματος αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι ώρες, αλλάζουν τα πρόσωπα, αν πρόσωπα είναι οι μνήμες που φεύγουν και ξανάρχονται, αλλάζει τέλος η διάθεση και στο βάθος από αυτές όλες τις αποχρώσεις, από  τη φούγκα των μετακινήσεων, προκύπτει μια ενιαία εντύπωση, ένα ενιαίο αίσθημα βαθύ και δυνατά πειστικό, ότι η ζωή μας πρέπει να είναι η αλήθεια η κινούμενη άμμος των εναλλασσόμενων και πάντοτε ανόμοιων στο βάθος συγκινήσεων, πού μιμούνται τη θάλασσα. Νομίζω, ότι δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε στη  νεοελληνική ποίηση, ένα ποίημα πού να προσφέρει έτσι σαν ουσία, αναβρυτικά, από τον ίδιο της παλμό, σαν από ένα μυστικό κέντρο, αυτή την αλήθεια για την ανθρώπινη ζωή’ όχι όπως η νόηση, απ’ έξω, με στοχασμούς πλαστικούς θα την αντίκριζε, έστω στοχασμούς βαθιούς, αλλ’ απ’ έξω τοποθετημένους αλλ’ όπως αυτή η ίδια η ζωή σαν κίνηση, σα νόημα και μορφή, αδιαίρετα αναπηδά μπροστά μας’ σαν αίσθημα μαζί, χρώμα, τόνος και ουσία ζωής. Τούτο είναι μια ακραία ποιητική κατάκτηση στη λυρική περιοχή, αυτή η διάλυση των στοιχείων σ’ ένα σύνολο βαθειάς έλξης και πειστικότητας. Δεν είναι αυτή μιά ποίηση πνευματικής ευαισθησίας, δηλ. μιά ποίηση συνείδησης ακέριας, που ενδοσκοπείται, όμως τα όρια που ο ποιητής έθεσε στον εαυτό του, το κέρδισε όχι απλώς σαν αγώνισμα «εις το παραχρήμα», αλλά σαν κτήμα «ες αεί». Αυτός είναι ένας αγνός λυρισμός, πρίν από κάθε ηθελημένη αποστράγγιση του ποιητικού λόγου. Σελίδες 29-31.
Και στην σελίδα 32, μιλώντας για την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου:
     Η ποίηση του Βρεττάκου, όπως και του Ρίτσου στις καλύτερες στιγμές της, μουσικά φωτεινή, αποβαίνει δύσκολη για τον οκνηρό αναγνώστη, καθώς ξεφεύγει από μιά έκφραση κλασσικά αναλυτική μ’ όλη την απλοχωριά της, προς την έκφραση που σταματάει στο απαραίτητο και στη μεταφορά που δεν αρκείται να είναι άμεση, αλλά  παρουσιάζεται τυραννισμένη μέσα σ’ ένα δούλεμα συνεχές.
--
              ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
     Ο Γιώργος Σαραντάρης θ’ αναφερθεί τώρα εδώ, όχι για τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα της ποιητικής του παρουσίας, αλλά γιατί, ξεφεύγοντας από τους κοινούς ποιητικούς τόπους θέλησε ν’ ανοίξει ένα νέο  παράθυρο, αυτό το παράθυρο που αναπνέει την υπαρξιακή αγωνία. Δεν ήθελε να σταθεί στον αισθητισμό οποιασδήποτε μορφής’ εγκολπώθηκε τον ανανεωμένο υπερρεαλισμό, νομίζοντας πώς με την άρνηση της λογικής πορείας θα φτάσει γρηγορότερα στους ελεύθερους, τους καινούργιους, αλλά και αγωνιώδεις χώρους που η ψυχή του διψούσε. Ήθελε να κολυμπήσει στα βαθιά πνευματικά ρεύματα, τα γεμάτα κινδύνους που λυτρώνουν. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν έναν κίνδυνο για την ψυχή τους, για να λυτρωθούν. Φρονούσε ότι η ποίηση είναι συνείδηση. Και ήταν έτσι μέσα στο νόημα της σύγχρονης ποίησης: καλλιτεχνική συνείδηση είναι η ποίηση για τον Valery’ ουσιαστική συνείδηση, πνευματική ανησυχία για τον Rilke. Ο Γ. Σαραντάρης πήγε να κινδυνέψει μέσα του την υπαρξιακή αγωνία. Εκείνο που έχει σημασία είναι όχι η αποτυχία να μεταθέτει την αγωνία του στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά αυτή η ίδια η αναζήτηση της αγωνιώσας πνοής μέσα στην ποίηση. Δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει ούτε την περίοδο των κινδύνων, των ερωτημάτων, ούτε τη λύτρωση σε μια δική του λύση, ούτε την προσφορά μιάς «μορφής» ολοκληρωμένης. Είναι ένας από τους προδρόμους της ιδέας, ότι η ποίηση δεν είναι απλώς καλλιτεχνική ευαισθησία, αλλά πρώτιστα πνευματική, πού για ομορφιά δεν έχει άλλη παρά τη δική της ομορφιά. Σελίδα 102.
--
                ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΧΧΙΙΙ. Τώρα αναφαίνεται λοιπόν και στην Ελλάδα η ποίηση του κλειστού Εγώ και των προσωπικών συγκινήσεων. Λείπει σ’ αυτή η καθολική αντίληψη της θέσης του ανθρώπου, η αίσθηση της κοινής αναπνοής και μοίρας, η ανάγκη της έκφρασης, σύγκρουσης ή επικοινωνίας των γενικών συναισθημάτων, η omnitude όπως λέει ο L. Chestov. Η ποίηση της παρακμής μαζί με την συνακόλουθό της ποίηση του συμβολισμού, θα το ξαναπούμε, εκφράζουν, στην καθαρή εκδοχή τους, όχι πιά «συναισθήματα», αλλά συγκινήσεις, φευγαλέες καταστάσεις και διαθέσεις της ψυχής. Τα συναισθήματα, όπως και οι ιδέες και τα καλλιτεχνικά σύνδρομα του κλασσικορομαντικού ποιήματος, ήσαν όλα πλαστικά’ τώρα, όλος ο χώρος γίνεται α-πλαστικός, πάει να γίνει «μουσικός». Τίποτε το μουσικότερο, το πιό εναλλασσόμενο και φευγαλέο από τις «συγκινήσεις».
     Και αυτή η νέα οργανική τοποθέτηση της ποίησης θα προβάλει με τα δική της, όχι αλλότρια μορφή, την α- πλαστική. Τώρα πιά δε θα μπορεί να γίνεται λόγος για κείνο πού αναζητούν οι κλασσικορομαντικοί, τη «μαγεία» του (πλαστικού) λόγου. Προκύπτει η παρουσία μιάς «υποβλητικής μαγείας». Ωστόσο και οι δύο decadents ποιητές μας, τόσο ο Κ. Καρυωτάκης όσο και ο Τ. Άγρας, καθυστερούν στην πλαστική μαγεία του λόγου, μόλο που εκφράζουν περαστικές διαθέσεις της ψυχής νοσηρές, δηλ. που η ποίησή τους εμπίπτει στο νόημα της παρακμής.
     Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε φύση νοσηρή, πού βρήκε την ελευθερία και τη διέξοδο στο κίνημα του decadisme, που τον εξέφραζε. Αλλά δεν ήξερε και ο ίδιος να μας πεί ως πιο σημείο τα ποιήματά του ήταν προέκταση της ιδιοσυγκρασίας του και από πού αρχίζει η γραμμή Laforgue, η προσποίηση ενός clown, που παριστάνει τον εαυτό του. Γιατί η ποίησή του είναι γεμάτη από πίκρα και προσποίηση μαζί, Μά το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της επιθέτει μια δεύτερη σφραγίδα παρακμής στην ποίηση του Καρυωτάκη. Παράδοξο ότι ο ποιητής αυτός προσφέρει  στίχους απλούς και δεν τους ντύνει με στολίδια και ξεγελούν, όπως οι μυρωδιές των γέρων και το αιώνιο γαρύφαλλο του Jean Moreas. Σελίδες 53-54.
--
                   ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
       ΧΧΧΙ. Στα 1934 εισέβαλε ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα με το έργο Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο ποιητής αυτός, οπαδός του ορθόδοξου υπερρεαλισμού της αυτόματης γραφής, προσφέρει τη διάλυση του λόγου μέσα στην ασυναρτησία, οδηγημένη στις έσχατες συνέπειές της, τον παραλογισμό. Κάθε πραγματικότητα στο χώρο αυτόν εκμηδενίζεται, ρεαλιστική, φανταστική, μυθική, ανακλητική. Και ένα παιχνίδι, μιά κωμική νότα αναδίδεται’ είναι αυτή η έσχατη ουσία του υποσυνείδητου; Κανείς άλλος ποιητής στον τόπο μας δεν εδοξολόγησε τόσο φανατικά το μηδέν εν ονόματι της βαθειάς ψυχής.
                       ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
     Ούτε ο Ν. Γκάτσος. Ο τελευταίος με την Αμοργό του, αφήνει κάποτε να περνά το ρίγος μιάς ψυχής, που διατρέχει τους στίχους του για να καλυφθεί τον περισσότερο καιρό από τους πάγους του θριαμβεύοντος Μηδενός. Να στίλβει η αίγλη ενός κάλλους άγνωστης πηγής, ενός χώρου αιθέριας σιωπής, όπου άνθρωποι μετεωρίζονται και πουλιά προσγειώνονται καταλύοντας το χρόνο και το χώρο. Ο Γ. Θέμελης ακολούθησε τη γραμμή αυτή. Ο Ν. Γκάτσος ακολουθώντας το παράδειγμα του Lorca, θέλησε να δώσει επίφαση ζωής στην ποίησή του αφήνοντας να παίξει τη λύρα του δεκαπεντασυλλάβου, όπως και ο Γ. Θέμελης στην Ωδή του. Αλλά τα δημοτικά μοτίβα του τσιγγάνου Garcia Lorca είναι γνήσιες ουσίες αναδινόμενες από την ψυχή του και όχι απλώς στιχουργικό κόλπο, δηλ. τεχνική εκζήτηση.
                     ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΥΔΗΣ
     Ζηλωτής του υπερρεαλισμού ο Ν. Καρύδης, αφήνει να αναδίδονται από τους στίχους του μαρμαρυγές ελπίδας μέσα στην πίκρα και την απογοήτευση του κολασμένου χώρου της Κατοχής. Ο λόγος του, συχνά κλεισμένος σε «σύμβολα» ελευθερώνει από το σκοτάδι αναπνοές νοήματος.
                      ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
     Περισσότερο επιβλητικός, περισσότερο προσωπικός απ’ όλους τους παραπάνω, «απόλυτα ποιητικός» είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Στην ποίηση του Ελύτη υπάρχει πειθώ μαγική χωρίς μαγεία «λεκτική», δηλ. χωρίς μαγεία αναδινομένη από την έλλογη σύσταση και πορεία του λόγου.
       Ο ποιητής αυτός θέελι να προβάλει την εγκόσμια μάλλον, παρά την οικουμενική αίσθηση του φυσικά υπάρχειν. Και πιστεύει βαθιά, ότι μπορεί να ρωτάει τις αισθήσεις για να παίρνει τις πιό παλμώδεις και ασύλληπτες  απαντήσεις. Δε θα είναι δυνατό, τα ακούσματα και τα οράματά του να δίνουνται σε σχήματα πλαστικά, αλλά θα διατηρούν την αυλότητα του πράγματος καθ’ εαυτό, του πράγματος που είναι η φύση. Το φυσιολατρικό αίσθημα του ποιητή ζητάει να εκφράσει την ασύλληπτη εκείνη πραγματικότητα, όπου το πράγμα και η έκφρασή του ταυτίζονται απόλυτα και συγχέονται, (όπως σε άλλη περίπτωση ο μαγικός λόγος και η μαγική πράξη, δηλ. το αποτέλεσμα του λόγου).
Έτσι, στην ποίηση αυτή παραμένει κλειδωμένο το νόημα της φύσης, ξανοίγεται όμως η αίσθησή της. Ποίηση στο βάθος εμπρεσσιονιστική με ανανεωμένα εκφραστικά μέσα. Τώρα η φύση αποβαίνει για την ψυχή μας ένα δεδομένο καθαρά αισθητικό, υπάρχει όσο υπάρχει και η αισθητική αυταπάτη μέσα μας. Τώρα ο άνθρωπος απουσιάζει ή, πιό σωστά, γίνεται κι αυτός στοιχείο, όπως όλα τα άλλα, ο ήλιος, το χορτάρι, το βότσαλο, η λάμψη του φεγγαριού, η ανατολή. Πώς λοιπόν; Να! γιατί σ’ αυτόν τον χώρο όλα πρέπει να είναι αγνά, παρθενικά και ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος- πρόσωπο, δεν είναι αγνός μόνο, αλλά και μετέχει από λάσπη.
     Η ποίηση αυτή με άλλους τρόπους επαναλαμβάνει την άσπιλη αντίληψη του κόσμου σε μερικές Σολωμικές ώρες, αφήνει ν’ αναπνεύσουμε την αγνή πνοή του Παραδείσου, ενός παραδείσου χαμένου, για όλους μας. Ένας μυθικός λυρισμός, όπου αντί όντα, πνοές αγνότητας απλώνουνται, σαν χώρος μιάς άλλης πραγματικότητας, που ξαφνικά ανοίγεται μπροστά μας. Επί τέλους, είναι το πνεύμα του Αιγαίου, των νησιών που βρίσκουνται κοντά στη γαλάζια θεότητα’ ίσως είναι η ουσία της Θεότητας.(Περ’ από το άπνοο Αιγαίο της ¨Ελληνικότητας»). Αλλά υπάρχει και η ανήσυχη θεότητα της Μακεδονίας, η γεμάτη έγνοια’ πότε ο Ελύτης θα συλλάβει την αίσθησή της; Ο Ελύτης έγραψε τα ποιήματα, πού τα παρουσίασε με τον κοινό τίτλο Προσανατολισμοί, και σταμάτησε. Πολύ σοφά, γιατί οι ευτυχισμένες ώρες της νεότητας δεν επιστρέφουν στον άνθρωπο. Ο Ελύτης έγραψε τη νεότητά «του» και γι’ αυτό έγραψε τη νεότητα των πραγμάτων. Τώρα μπορεί να γράψει τη Μακεδονία του, κάτι πιό βαθύ και οδυνηρό.
                ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
     Συγγενική με τον Οδ. Ελύτη ιδιοσυγκρασία είναι ο Τάκης Βαρβιτσιώτης. Στα Φύλλα ύπνου μας δίνει όσα φύλλα μάζεψε κάποιες στιγμές σιωπής’ αυτά είναι κάθε φορά ένα ποίημα. Τα πολύχρωμα αυτά φύλλα είναι μηνύματα μιάς ασύλληπτης πραγματικότητας, μυθοεικόνες και μεταφορές, υπαινιγμοί και οράματα. Θρύψαλα από καταιγίδα, αιωνιότητα, το παιδί, ή λάμπα, ο ύπνος, τα λουλούδια, τα άστρα, ο τάφος, το χαμόγελο, οι φοβίες της νύχτας. Ένα μυστικό κρύβουν, ένα μυστικό φανερώνουν όλα αυτά, πού δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ο ποιητής. Ήταν έναν καιρό ένας νεαρός ξανθός πατέρας που είχε τώρα μιά γυναίκα, χθες ακόμα κόρη, κ’ ένα παιδάκι ασημένιο μέσα στο λίκνο. Χαμογελάει εκείνο προς τ’ άστρο. Και ο πατέρας φοβάται στις σκιές. Μήπως όλα αυτά είναι ένα όνειρο; Όχι, είναι μια πραγματικότητα όσο γίνεται βαθειά, ασύλληπτη και όμως αισθητή. Τη διηγείται ένα βιβλίο που γράφηκε μόνο του.
    Σ’ αυτή την ποίηση των λεπτών και ευαίσθητων στιγμών θέλησε ο Τ. Βαρβιτσιώτης να προσθέσει ένα αιθέριο βάρος με το νέο ποίημά του Ο Επιτάφιος. Ο Επιτάφιος είναι ένα τρίπτυχο συμβολικό και αντικειμενικό. Πρώτα: από τους θρήνους και το αίμα του Άδωνη βλασταίνει η νέα ζωή, σε μαγική σειρά μεταμορφώσεων. Έπειτα: είναι η θερμή επίκληση  προς το λυτρωτικό χαμόγελο της Παναγίας. Μιά ανάσταση περιμένει ο ποιητής από τους θρήνους για το νεκρό Άδωνη, μιά ανάσταση στις ψυχές από το χαμόγελο της Παναγίας. Μιά ανάσταση περιμένει ο ποιητής από τους θρήνους για το νεκρό Άδωνη, μια ανάσταση στις ψυχές από το χαμόγελο της Παναγίας. Όμως οι πηγές Άδωνης και Παναγία δεν είναι δυνατό να συγχέουνται μέσα στην ψυχή: η ερωταγάπη με τη στοργή  της πονεμένης μάννας. Και το αίσθημα της παγκόσμιας αγάπης, πού προκύπτει από το τρίτο μέρος του ποιήματος, δείχνει αυτοτελές, όχι σαν κορύφωμα των άλλων στιγμών. Το τρίπτυχο έμεινε ετερόκλιτο. Σελίδες 66-69.
--
                  ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ    και                        ΣΑΡΑΝΤΟΣ  ΠΑΥΛΕΑΣ
     Παράπλευρα με τον Βρεττάκο στέκουνται οι νέοι ποιητές: Κρίτων Αθανασούλης και Σαράντος Παυλέας κατά το σημείο τούτο, ότι αγκαλιάζουν το στίχο του πλατιού ορίζοντα, την κρυμμένη εκφραστικότητα, την αγωνία για το σύγχρονο άνθρωπο, και τεντώνουν και οι δυό τα χέρια προς ένα όραμα Αγάπης και Ειρήνης. Αλλά τα αισθήματά τους παρουσιάζουνται μάλλον γενικά, παρά σφραγισμένα με την αγωνία του προσωπικού πνεύματος. Σελίδες 32-33.
--
          ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ
     XXXV.  Χωρίς τόσο τολμηρές αξιώσεις, στενώτερα Μαλλαρμεϊκός είναι στη χώρα μας ο Απόστολος Μελαχρινός. Η φιλοδοξία του είναι, απαλλάσσοντας την ποίηση από υλικά μη αισθητικά, να μετατάξει το λόγο σε νόημα μουσικό, τονικό, ηχητικό, έτσι που να μην εκφράζει τη διηρημένη ψυχή, αλλά να ικανοποιεί την ακέρια και καθαρή, την αισθητική δίψα του ανθρώπου. Εννοεί, λοιπόν, την ποίηση μάλλον σαν αποτέλεσμα φωνητικών ευτυχών συμπτώσεων: τούτο ως ένα σημείο, όχι απόλυτα, γιατί την ποίησή του διαπερνά ένας εξαϋλωμένος μύθος και μιά πνοή μεταπραγματικής δράσης. Ο Απολλώνιός του έχει ένα είδος λογικής, αλλά λογικής χωρίς νοήματα, μυθικής. Και ένα είδος ουσίας, αλλά κοιτάξτε: ουσίας, πού δε θα ήταν άλλο παρά η μορφή, αν ο Μελαχρινός ήταν δουλικός μιμητής του Mallarme, όμως πού στον Μελαχρινό είναι η μυθικά δοσμένη φορά των όντων προς το φως.
     Τα πρώτα ποιήματά του ωστόσο Ο δρόμος φέρνει και Παραλλαγές στέκουνται στο στάδιο δοκιμών καλλιτεχνικής σκέψης. Κάποιες άλλες σειρές ποιημάτων που κινούνται μέσα στη συμβολιστική αοριστία. Η κυρία προσφορά του Μελαχρινού είναι το ποίημα Απολλώνιος.
      Στον Απολλώνιο κινείται ένας κόσμος μαγικός, ονειρικός. Τα όντα και τα πράγματα είναι ασύλληπτα, φευγαλέα. Οι εικόνες του μουσικές. Εδώ διαχύνεται μιά εποχή, πού πέρασε ή θα ‘ρθει, κατά την οποία οι άνθρωποι εννοούν τη γλώσσα των φυσικών στοιχείων και βλέπουν μπροστά τους τ’ αόρατα. Μας υποβάλλεται η ιδέα, ότι ο ποιητής είναι εκείνος, πού θα ξαναφέρει αυτή την άμεση επαφή της ψυχής με τα πράγματα. Ο ίδιος ο ήρωας του ποιήματος, ο Απολλώνιος, είν’ ένας αλαφροΐσκιωτος, πού δεν διακρίνει τον εαυτό του απ’ ό,τι τον περιβάλλει, ένας ποιητής.
      Ο χώρος του ποιήματος αυτού είναι μαγικά φυσικός, παραμυθένιος (feerique). Η προβολή του, ανατολικά πολύχρωμη. Η δράση, συμβολική ή πλασματική. Έτσι πού είναι ο χώρος κατοικημένος αν και ανάνθρωπος, δεν είναι άδειος. Σελίδα 75.
--             

              RAINER MARIA RILKE
     XLI.   Το κίνημα του συμβολισμού επηρέασε και γενικώτερα την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκέψη. Ανάμεσα στους ποιητές πού δέχθηκαν την επίδρασή του και γενικώτερα τη γαλλική επίδραση, είναι και ο γερμανόγλωσσος ποιητής Rainer Maria Rilke. Αλλά όπως λέμε για τους αρχαίους Έλληνες, ότι ώθησαν ως την τέλεια διαμόρφωση κάθε στοιχείο φερμένο από την Ανατολή, έτσι θα πούμε τώρα για τον Rilke, ότι ο συμβολισμός γι’ αυτόν υπήρξε ένα απλό ξεκίνημα, όμως ολόκληρη η αξία του ποιητή αυτού βρίσκεται περ’ από την αρχική της αφετηρία. Αν ο Valery υπήρξε ένας διανοούμενος ποιητής, αν ο Milosz υπήρξε ένας φιλόσοφος ποιητής των εννοιών, των μυστικών ακόμη εννοιών, ο Rilke φανερώθηκε ο κατεξοχήν ποιητής της πνευματικής ευαισθησίας. Ο χώρος του Rilke είναι περ’ από κάθε μεταφυσική εξύψωση ή άπλωμα διαχυτικό κατά το γνωστό ρομαντικό τρόπο και ακόμη, περ’ από κάθε ακαθόριστο λίκνισμα ενός κοινού τόπου συμβολιστικού. Είναι χώρος πνευματικός, όπου κάθε στιγμή ένα πνευματικό βίωμα, δηλ. ακέραια στιγμή και όχι μόνο νοητική, παλεύει σιωπηλά να κερδίσει τον εαυτό της, την τελική διαμόρφωση της ίδιας της ουσίας και μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια πλουτίζεται εσωτερικά ως το σημείο μιάς πειθούς, που γίνεται αποκάλυψη. Αυτή η ποιητική στιγμή, η τόσο πλούσια σε προεκτάσεις και πειθώ και μαγεία συγχρόνως, είναι εκείνη ακριβώς, πού ο H. Bergson σκέφτηκε όταν μιλούσε για ένα elan vital, που προσφέρει την αίσθηση μιάς ζωντανής και κινούμενης και δημιουργούμενης μπροστά μας ψυχικής και πνευματικής ουσίας διαπερνώμενης σύγχρονα από όνειρο  και αίσθηση ρητή. Αυτή πάλι η ποιητική στιγμή είναι ακριβώς εκείνη της απόλυτης disponibilite (της όχι βέβαια ξέφρενης), στην οποία ο A. Gide είχε στηρίξει όλη την αξία του πνευματικού του βίου. Αυτή, τέλος, είναι εκείνη, που ο Leon Chestov καθόρισε σαν άρνηση της  omnitude”, σαν ατομική ελεύθερη ώρα, που η ίδια θα καθορίσει τελικά τον εαυτό της; Μια στιγμή “en soi” παλλόμενη απ’ τις μυστικές δυνάμεις πού ενυπάρχουν σ’ αυτή, όπως ήθελε ο H. Bremond,  έξω από κάθε πλαστική υποχρέωση και σύμβαση.  
          Δέν πρόκειται να καθορίσω εδώ την ιδιαίτερη ουσία και την αξία της ποίησης του Rilke, πού είναι μια πνευματική αιθερίωση, θέλω να πω μονάχα, για να γίνει πλατύτερα συνειδητό, ό,τι κατά τη γνώμη μου είναι η ρίζα του μύθου της ποίησης, να πώ ότι η μεγάλη αρετή του Rilke στέκεται στο γεγονός, ότι προσφέρει όχι λαμπρότητες άδειες, ούτε βάρος ιδεών μολυβένιο και ακίνητο, αλλά μια ζωή αιθέρια, καθαρισμένη μέσα στο πνεύμα, μιά σύλληψη αξιών και σημασιών καθώς αυτές προβάλλουν όχι αποχωρισμένες από τις πραγματικότητές, αλλά ανασταίνουνται και σβήνουν μαζί μ’ αυτές. Αυτό είναι πού επαναλαμβάνω τόσες φορές στο παρόν δοκίμιο’ από το ένα μέρος cose e non parole, ό,τι ζητάει ο De Sanctis. Από το άλλο μέρος Fantasia και όχι απλώς  immaginazione,- ό,τι ζητάει ο De Sanctis. Φαντασία δημιουργική, πού πλάθει ουσίες’ φαντασία, στην οποία δεν προηγείται η «αγωνία για τη μορφή», η Immaginazione, στην οποία θα εξαντλούσε τις δυνάμεις του ο ποιητής (στην οποία εξαντλήθηκε ένας Διονύσιος Σολωμός)…. Σελίδες 82-84
--
                     WALT    WHITMAN
    ……. Ας επαναφέρουμε εδώ τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ποίησης του Whitman για να τα αναγνωρίσουμε σα μέσ’ από ένα μακρινό πρότυπο εδώ ή εκεί στους στίχους, στις σελίδες των ποιητών που γενικά υποδηλώσαμε.
       Ο Whitman δεν αγαπά τα σιγανά μικρά κουδουνάκια του λόγου, αλλά προτιμά τους μεγάλους πινδαρικούς αρπισμούς. Στίχους που δε διαβάζουνται μέσα στη σιωπή, αλλά απαγγέλλουνται θεατρικά. Τα θέματά του είναι πάντοτε αντικειμενικά, αλλά μεσ’ απ’ όλα ψάλλει τη δική του πλημμυρίδα και αμπώτιδα. Είναι γήινος, ανθρώπινος πολύ. Περιφρονούσε την απόλυτα καλλιτεχνική ροπή’ «δεν ήρθα για κεντήματα», έλεγε. Αλλά σύγχρονα ήταν οικουμενικός. Η ποίησή του είναι μία διαρκής ενδώσμωση ανάμεσα γη και ουρανό. «Αγκάλιασέ με σφιχτά, νύχτα με το γυμνό κόρφο-κύματα,, πλημμυρίστε με μέ την ερωτική σας υγρότητα!». Αλλ’ αυτή η οικουμενικότητα είναι σύγχρονα ο θρίαμβος της αίσθησης των πραγμάτων αυτού του κόσμου.
     Σαν από ένα μικρό κοτσάνι θέλει το ποίημά του ν’ αυξαίνει, να φουντώνει σε κλαδιά και φύλλα ατέλειωτα, και σύγχρονα να μεταμορφώνεται εσωτερικά, σ’ έναν στοχασμό ποτέ αυτοϊκανοποιημένο. Μεταχειρίσθηκε στίχο ξεκλειδωμένο, «ελεύθερο». Και ο ρυθμός του λόγου είναι ελευθερωμένος από το συμβατισμό του μέτρου’ προκύπτει από τη φυσική αναπνοή του στίχου.
     Δε ζητάει με την ποίησή του να αρέσει, αλλά να πείσει θέλει και να πεισθεί. Έχει να πει κάτι. Η απόλυτη λεκτική μαγεία τον εξοργίζει.
          Οι ποιητές πού θ’ αναφέρουμε τώρα επιθυμούν συχνά να κινηθούν κατά το ρυθμό του Ουϊτμανικού ψυχισμού. Αλλά, αν ο μεγάλος προφήτης έχει τη δύναμη να φθάσει σε πραγματικά μυστικές επικοινωνίες με τον Μακρόκοσμο, υπήρξαν ανάμεσα στους Ευρωπαίους και τους δικούς μας περιπτώσεις, που η μεγάλη μεταφυσική και μυστική φωνή του Whitman κατέβηκε ως τους πιό γήινους ήχους: τους ψυχολογικούς και καλλιτεχνικούς. Έτσι είχε γίνει και με τους συνεχιστές των μεγάλων Γερμανών μυστικών του ονείρου, τον Novalis, τον Arnim, τον Hoffmann, πού την αγωνιώδη χαρά, τη βαθειά λυτρωτική δοκιμασία τους άλλοι, οι Eichendorf,  Morike,  Heine, την αισθάνθηκαν μάλλον, φιλολογικά, ψυχολογικά και αισθητικά. Κάτι ανάλογο θα σημειώθηκε στην πορεία των δικών μας ποιητών, πού είχαν ακούσει τη μυστική ορχήστρα του Whitman, αν όχι από τον ίδιο, στους γαλλικούς της αντίλαλους. Ο βαρύς κυματισμός του τελευταίου γίνεται σ’ αυτούς μιά ταραχή του καλλιτεχνικού ενστίκτου και της συναισθηματικής περιοχής, πολύ ξεκαθαρισμένης.
     Οι ποιητές μας Π. Πρεβελάκης, Γ. Βαφόπουλος, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος και Μελισσάνθη είναι καθαρά παραδείγματα μετατόπισης του μυστικού στο καλλιτεχνικό πεδίο και του μεταφυσικού στην εξιδανίκευση. Θέλουν όλοι τους ποιητικά να ζήσουν οι ίδιοι ή ποιητικά να προβάλουν το ιδανικό τους πρόσωπο μέσα στη μεγάλη Ενότητα, να αναπνεύσουν το οικουμενικό αίσθημα, πέραν του Αγαθού και του Κακού, πέρ’ από τη γη, όπου τυραννιέται ο καθημερινός άνθρωπος. Στην ποίησή τους, ποίηση του λυρικορητορικού πλάτους και του ελεύθερου στίχου, η αναγωγή του γήϊνου στο ουράνιο και η οδυνηρή βίωση ανάμεσα στο Εδώ και το Εκεί (βλ. Βρεττάκου Το ταξίδι του Αρχαγγέλου) αποβαίνουν πάντοτε διαλεγμένοι τρόποι «ποιητικής» παρουσίας. Σελίδες 26-27.     
Σημείωση:
Διατήρησα την ορθογραφία γραφής του Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, που είναι μάλλον «κραυγαλέες» οι ορθογραφικές αβλεψίες, έδωσα σε ορισμένες λεξούλες την σημερινή της ορθογραφική αποτύπωση. Αντέγραψα τις κρίσεις και τις θέσεις του Σπανδωνίδη για ποιητές που μας είναι γνωστοί και αγαπητοί, αντί να αντιγράψω τις κρίσεις του για τον Διονύσιο Σολωμό ή τον αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Για να έχουμε μια σφαιρικότερη άποψη για τις αναλύσεις του και, την μέθοδο της σκέψης του. Μετέφερα και τις θέσεις του για δύο μη έλληνες σημαντικούς ποιητές, τον γερμανό Ρίλκε και τον αμερικανό Γουίτμαν, που μας φανερώνουν τις επιρροές των φωνών τους στους έλληνες ποιητές διαχρονικά.    
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 29 Μαϊου 2020
ΥΓ.
Μπαμπά ζεις εσύ μας οδηγείς. Ο Υιός, η αδελφή, τα εγγόνια, τα ανίψια, η λοιπή οικογένεια, τα βαφτιστήρια, ο ΣΚΑΙ, η ΕΡΤ-2.
Ωραίο το ντοκιμαντέρ για την ζωή του. Μην τολμήσει κανείς από εδώ και πέρα να μου μιλήσει για ορθογραφία, θα τον παραπέμψω στην ειλικρίνεια του πρώην πρωθυπουργού, για την ανορθογραφία του. Σωστές, μεταξύ άλλων, και οι θέσεις του για το Φαράγγι της Σαμαριάς, για το μη άνοιγμα του δρόμου. Αυτό σημαίνει ουσιαστική οικολογική συνείδηση. Πρακτικός πολιτικός, ρεαλιστής και μεθοδικός.
Σωστή η απόφαση για τις κλασικές σπουδές στην χώρα μας, η διδασκαλία των Λατινικών. Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά είναι πολιτισμικά αδερφάκια της αρχαίας ιστορίας. Θα μπορούν πλέον, οι εναπομείναντες Πασοκτζήδες να διαβάσουν τα ποιήματα των Carmina Burana.
Εκ της λατινίδος γραφής, ακούγονταν παλαιότερα στο Τρίτο Πρόγραμμα να λέει η ηθοποιός Μάγια Λυμπεροπούλου.