Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ

ΛΕΥΤΕΡΗΣ  ΠΟΥΛΙΟΣ

«Η Κρυφή Συλλογή»,
εικόνες Χρόνης Μπότσογλου,
εκδόσεις, Κέδρος 2008, σελίδες 89.

Απόμακρος από την ποιητική τύρβη

Ο Λευτέρης Πούλιος, είναι μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική και άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική παρουσία της Γενιάς του 1970. Της Γενιάς της αμφισβήτησης όπως την έχουν ιστορικά αποκαλέσει. Από την στιγμή της εμφάνισής του στα λογοτεχνικά γράμματα το 1969-αρχές της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου-με την συλλογή του «Ποίηση 1»έως την τελευταία του με τίτλο «Η Κρυφή Συλλογή» από τις εκδόσεις Κέδρος, δεν παύει να μας εκπλήσσει, να μας εντυπωσιάζει, να μας χαροποιεί, παρά το βαθύ αίσθημα ναυτίας που προκαλεί η ανάγνωση του ποιητικού του έργου, ο φοβικός και διακριτικά λυγμικός λόγος του, η εριστική και νηπτική γραφή του. Ο ίδιος, δεν υπήρξε καριερίστας ποιητής, κρατήθηκε μακριά αλλά όχι απόμακρα από την ποιητική τύρβη. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα δώδεκα ποιητικές συλλογές που δεν πέρασαν απαρατήρητες τόσο από το μικρό αναγνωστικό ποιητικό κοινό, όσο και από τους κριτικούς.
Μας υποβάλλει η διαπλαστική λεκτικοποίηση του ενορατικού κόσμου που με ενάργεια αποτυπώνει.
Μας έλκει η ισόθερμη εφιαλτική ατμόσφαιρα των ποιητικών του συνθέσεων.
Μας πλημμυρίζει ελπιδοφόρα αίσθηση οι αγαπητικοί δίαυλοι κοινωνικής αισιοδοξίας όποτε τους συναντάμε στο έργο του.
Η φωνή του συνήθως πένθιμη αν και θρυμματισμένη, είναι αδρή, ρωμαλέα, εξαντλητική όσον αφορά την κοινωνική παθογένεια και τις επιμέρους στα άτομα ξεχωριστά επιδράσεις της.
Το ύφος πάντα μάλλον στρατευμένο προς την καθολική άρνηση, εκρηκτικό και σπινθηροβόλο, απελπισμένο αλλά και ευσπλαχνικό σηματοδοτεί μια πορεία σταθερής αυθεντικότητας.
Συνταράσσει η άσπιλη γοητεία του υπαρξιακού του σπαραγμού.
Η φωτοσκιασμένη θεουργική του γλώσσα που εικονογραφεί με καθαρότητα την ταραγμένη ιδιοσυγκρασία του.
Θέλγει η λειτουργικά προσοδοφόρα δημιουργική του δυσαρμονία που ανακαλύπτουμε στο ποιητικό νόημα των στίχων του.
Προκαλούν οι βιωματικοί, λεκτικοί του κώδικες που υιοθετεί για να αποδώσει το ψυχικό του αδιέξοδο.
Η ερεθιστική αν και σκόρπια πολυμορφία των εικονοποιητικών του προτάσεων (παραπέμπουν άμεσα στην Αμερικάνικη γενιά των Μπητ).
Ξαφνιάζει αλλά δεν ξενίζει η αναμενόμενη ένθεση ποιητικών «ρήσεων» για το τετελεσμένο και απερίγραπτα αναπότρεπτο της ανθρώπινης μοίρας.
Ο Πούλιος εκφράζει μια ποιητική ακοσμία, η οποία προέρχεται από την ανθρωπολογική που τον περιτοιχίζει και του προκαλεί ένα αβάστακτο αίσθημα ασφυξίας και αφόρητης μοναξιάς. Μια ακοσμία που το ειδικό βάρος των λέξεων και οι νοηματικές μεταφορές που την ιχνηλατούν δεν την κατηγοριοποιούν κοινωνικά. Δεν την ταξινομούν ιδεολογικά. Δεν την προβάλλουν αισθητικά. Αλλά, κραυγάζουν σπαρακτικά με το στεγνό λυρισμό τους, την αδιόρατη μουσικότητά τους το τέλος της Κοσμικής συμμετρίας. Τον σταδιακό απανθρωπισμό ενός καταρρέοντος Πολιτισμού. Το αγωνιώδες ψυχομαχητό ενός Κόσμου που ξέμαθε ή δεν γνωρίζει πλέον πώς να πεθάνει.
Την οριστική μάλλον, ασυμβατότητα συνύπαρξης μεταξύ του ανθρώπινου όντος  και του περιβάλλοντος. Που, εδώ και αρκετές δεκαετίες αργά και ανοδικά έχει αρχίσει η συνύπαρξη αυτή να κακοφορμίζει. Αφού χάθηκε αυτή η πρωταρχική συναλληλία.
Το τραχύ ποιητικό έργο του Λευτέρη Πούλιου, έχει μια εσωτερική σπονδυλωτή οργανική συνέχεια που πυκνώνεται γύρω από έναν θρησκευτικό μηδενισμό. Αυτή την ανθρωπολογική παθογένεια μνημειώνει και στη νέα του ποιητική συλλογή. Ενός Κόσμου που είναι «αυθάδης», είναι «ανέκφραστος», είναι «διαλυμένος», είτε σποραδικά «καλός» είτε τέλος «παρωχημένος» και «κουρασμένος», ιχνογραφείται με τραγικό τρόπο για να εκθεωθεί σε μια ιερή πραγματικότητα του μηδενός. Μια γυμνή πραγματικότητα απομυθοποιημένη και εφιαλτική χωρίς σωστικά ψεύδη. Χωρίς τα κατά συνθήκη ψεύδη της που τις αξονοποιούσαν τους στόχους της, την παράδοσή της, τον κοινωνικό της λειτουργισμό.
Αποτροπιαστική, άμορφη, άγρια αποκρουστική, είναι η όψη της όπως η σκοτεινή όραση του μυαλού του την αντιλαμβάνεται. Μια προβληματική για τον κόσμο συνειδητή, ειλικρινής, άμεση. Που, οδηγεί προς μια αφηγηματική ροπή υπαρξιακών αποχρώσεων προς την απόγνωση. Που αποφεύγει λεκτικά ποιητικά παραθέματα συνήθως, παρά μια ενιαία συμπαγή θεματογραφική εικονογραφία, αν τον μελετάω σωστά.
«Η Κρυφή Συλλογή», με τα τριάντα ένα (να είναι άραγε τυχαίος ο αριθμός τους;) μικρά ποιητικά της κομψοτεχνήματα, που συμπληρώνεται το ειδικό τους βάρος από την σκοτεινή και μουντή εικονογράφηση από τον Χρόνη Μπότσογλου-ανακαλεί έντονα στην μνήμη το έργο του Φράνσις Μπέηκον- είναι το τελευταίο Crescendo, της ποιητικής του αυτοπαρουσίασης. Έντονα «επισημασμένη» από τις κυματώδεις τρικυμίες του μυαλού του ποιητικού υποκειμένου.
Εκφραστικά αρμονική, χωρίς εξανθηματικές λεκτικές κορώνες λύτρωσης, χωρίς νοηματικούς αποπροσανατολισμούς από τον κυρίαρχο στόχο του, δίχως ρομαντικές βινιέτες εξιλέωσης του ποιητικού συναισθήματος. Με ευανάγνωστους υπαρξιακούς τόνους και επιτονισμούς.
Καθώς «Αιχμηρές σκέψεις τρυπούν το μυαλό μου/ Στην ανυπαρξία και στη λήθη φεύγει η ζωή και χάνεται καθώς ρέει αιώνια».
Η αφυπνιστική αφήγηση γίνεται συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, όπως αρμόζει, σε κάθε προσωπική εξομολογητική φωνή στα μικρής φόρμας ποιήματα της συλλογής. Και, υαλογραφεί πρωτίστως την φθορά και την παγίδευση του εσωτερικού του κόσμου.
Καθώς «Κάνοντας έρωτα στον εαυτό του/ ρουφήχτηκε απ’ το μυαλό του,/και τώρα τρελός/ ψάχνει για μια διέξοδο».
Αλλά και οι άλλοι γύρω του, άνθρωποι ποταποί, μικρόψυχοι, χαοτικοί, ναυαγισμένες μεταφυσικά υπάρξεις, από όλο το οικονομικό φάσμα της κοινωνίας, «επισκευάζονται καθημερινά στα συνεργεία της αθλιότητας».
Η φωνή του Λευτέρη Πούλιου, μου φέρνει στο νου τη ρήση του Οδυσσέα Ελύτη:
«Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά κοίταξε να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη».
Ο ποιητής δέσμιος των αδιεξόδων του που στην πραγματικότητα είναι οντολογικά αδιέξοδα κάθε ευαίσθητου και συνειδητού ανθρώπου, βυθίζεται στο γνόφο του μυαλού του, αγωνιζόμενος με το μεθυστικό πανηγύρι των ποιητικών λέξεων να ψαύσει τη δική του αλήθεια, να βρει τρόπους που θα λυτρωθεί από το βάρος της φθοράς των πάντων γύρω του. Θρηνώντας για την μυστηριακή αλλά βεβηλωμένη ομορφιά της ζωής.
Μόνος και έρημος, τσακισμένος από τις ενοχικές επιθυμίες του Κόσμου που αντανακλώνται καταλυτικά στις ανεξερεύνητες σπηλιές του μυαλού του, σκυφτός και δεητικός μέσα στον ιερό χώρο της προσωπικής του Πάτμου, στέκει συντροφιά με τους αμαρτωλούς αγίους του, να αναμένει το κάλεσμα της «Μαύρης Αράχνης στο υπερπέραν», όπως όλοι μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009, σελίδα 13

Πειραιάς 31 Αυγούστου 2013

Τέλος διακοπών.

«Σώμα δροσερό αγαπημένο/σπιθοβολάς αστέρια/της Ελλάδος εκεί/στο άνοιγμα του αθάνατου/ κινδυνεύεις χάνεσαι/ με αγκίστρι θαυματουργό/ξανανεβαίνεις στα επουράνια.
Από την ποιητική συλλογή του Κώστα Τσιρόπουλου, «Θαλασσογνωσία», 1965.




Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ ΦΙΟΝΤΟΡ

ΛΑΖΛΟ Φ. ΦΟΛΝΤΕΝΥΙ
      «Ο Ντοστογιέφσκυ διαβάζει Χέγκελ στην Σιβηρία και κλαίει! …» εκδόσεις, Αρμός 2008, 
μετάφραση Ευάγγελου Δ. Νιανιού.

Η Ιστορία, θεωρώ, ότι δεν είναι ένα επεξηγηματικό αντιστρατευομένων δρώντων δυνάμεων του ανθρωπίνου πνεύματος, πεδίο αναφοράς μόνο. Ούτε ένα διαμεσολαβητικό πεδίο κατάθεσης, ανάμεσα στην ανθρώπινη ύπαρξη και τα πολιτισμικά και πολιτιστικά επιτεύγματά της. Ένας αυτοσυντήρητος και αυτοδικαιωτικός μηχανισμός του ανθρώπινου είδους απέναντι σε ένα ασταθές, απροσδιόριστο και ασφαλώς εχθρικό συνήθως περιβάλλον. Και είναι ίσως άστοχο να αντιμετωπίζεται μόνο σαν ένα υπερασπιστικό ή καταδικαστικό απριορίστικο ερμηνευτικό μοντέλο της κάθε μορφής και απόχρωσης κοινωνικής παθογένειας. Και, αναμφίβολα, δεν κατανοείται σαν μια αποκεκαλυμμένη αλήθεια-έτσι όπως επιμεριστικά πολιτιστικά εκδηλώνεται στις διάφορες εκδοχές της εφαρμοστικότητάς της-όλων ανεξαιρέτων των διαβαθμιστικών φιλοδοξιών του ανθρωπίνου όντος, που, εκπορεύονται από τους εσχατολογικούς στόχους μιας θείας συμπαντικής πρόνοιας.
Το κανονιστικό σχέδιο μιας μεταφυσικής αιτιατής αρχής όπως αποκαλύπτεται στην χρονικότητά της και καθολικότητά της μέσα στον Κόσμο. Αλλά μάλλον, ένα περιέχον και ενίοτε αναπάντητο ερωτηματικά ερευνητικό όλον, ενός συγκεφαλαιωτικού ενεργού κέντρου ενδεχόμενων δράσεων που εκφράζονται από επιμέρους πολυποίκιλα τυχαία και αστάθμητα συμβάντα, συμπλησιαζόμενα γεγονότα, και αινιγματικές καταστάσεις της ανθρώπινης διαχρονικής εξέλιξης.
Και, σίγουρα, η Ιστορία είναι, μια προσδιοριστική, οπωσδήποτε συσχετιστική και κάποτε-κάποτε διδακτική κωδικοποίηση των επιμέρους βιολογικών και εμπειρικών της ζωής αληθειών του κάθε ανθρώπινου υποκειμένου, ή φυλετικής ομάδας, ή εθνικής κοινότητας ξεχωριστά και μοναδικά.
Συμπληρωματικά θα συμπληρώναμε ότι είναι το απειροστικό συνεχές της ανθρώπινης συνείδησης-με οτιδήποτε αυτό μεταφέρει εντός του-στην κοπιώδη και τραγικά άτυχηματική του προσπάθεια, για την ανεύρεση του σταθερότερου δρόμου προς την ιστορική αθανασία.
Ο Ιστορικός δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να μετουσιώνει τις επιμέρους αλήθειες των κοινωνικών δραστηριοτήτων και πνευματικών ποιοτήτων σε μια γενική αρχή ερμηνείας και αποτύπωσης της καθολικότητας της ανθρώπινης εμπειρίας.
Ο Ιστορικός απομεταμφιέζει κάθε μεταφυσικό γεγονός, και τις λανθάνουσες ή μη παραμέτρους του, που η ανθρώπινη φαντασιακή δυναμική προβάλλει στην άγνωστη και τυχαία ενοποιητική αρχή του Κόσμου, όποιο όνομα και αν της προσδώσουμε.
Αντίθετα, από την άλλη η πίστη, ή ορθότερα το άλογο φανέρωμα των εσωτερικών ανησυχιών και φοβιών του ανθρώπου που εκδηλώνεται μέσα από τις διάφορες διαδικασίες του Πιστεύειν και άλλων χρηστικών παραμέτρων και μεταφυσικών του προσδοκιών, είναι μάλλον η πρυτανεύουσα μορφή άμυνας του ανθρώπινου υποκειμένου τόσο απέναντι  στα ακατανόητα αδιέξοδα των ψυχικών δυσλειτουργιών, όσο και στην μη επίτευξη ερμηνείας και ανοικειοποίησης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Μια, που οι θεμελιακές δραστηριότητες της Φύσης ούτε ιστορικοποιούνται, ούτε ηθικοποιούνται. Απλά συμβαίνουν. Η πίστη και αναφέρομαι στην θρησκευτική, αποτιμητικά ανακατασκευάζει τις προσωπικές μας νευρώσεις, τις μεταλλάσσει και τις στρέφει προς ένα μεταφυσικό παν, σε μια ιερή κοσμιότητα πέραν της πλασματικής ιστορικότητας του ενθάδε.
Η θρησκευτική πίστη τοιχίζει τον άνθρωπο σε μια αξιολογική ελπιδοφορία ερμηνεύσιμων δεδομένων των πρόσκαιρων επιθυμιών. Γιαυτό, και όσο πιο κανονιστική και δογματική είναι η μεταφυσική αυτή ελπιδοφορία, τόσο πιο σκοτεινός και εξακολουθητικός είναι ο εξαναγκασμός της ανθρώπινης συνείδησης, και συμβάλλει στην υιοθέτηση μιας κοινωνικής προσαρμοστικότητας που από τη μία εσωτερικεύει παθητικά και ενοχικά την όποια μορφή πνευματικής ή κοινωνικής βίας, της υφιστάμενης ιστορικής εξουσίας, και, από την άλλη, θα φαντασιώνεται την απόσβεση των ενοχικών επιθυμιών στο όνομα μιας επέκεινα αιώνιας λύτρωσης.
Το ιστορικό πρόσωπο του ανθρώπου αμαυρώνεται για να αναδειχθεί εκείνο του πιστού. Θυσιάζονται τα δύο υπαρκτικά ενδεχόμενα του ανθρώπινου όντος-η επιθυμία και η ελευθερία-που τροφοδοτούν το Είναι του, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι στο όνομα μιας διαχειριστικής της ζωής του φοβερής και εχθρικής αρχής.
Η θρησκευτική πίστη, μάλλον, συνθλίβει ασυγκατάθετα τη συνειδησιακή πολλαπλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, έτσι όπως εκδηλώνεται και ανιχνεύεται μέσα στην ιστορία. Και αν η Ιστορία ενσαρκώνει το έλλογο στοιχείο της ζωής, αυτήν την νομοτελειακή λογικότητα ή και τυχαιότητα που, διέπει τον Κόσμο, η θρησκευτική πίστη με τον ευλύγιστο κοινωνικά αποφατισμό της, καταβροχθίζει το ιστορικό παρόν, ώστε να οικοδομηθεί ένα θεοφαντικό, ανιστορικό μέλλον.
Όμως το ερώτημα, για εμάς τους απλούς πολίτες της νεωτερικής ιστορίας ή τους συνειδητούς πιστούς ενός θρησκευτικού δόγματος, τους πρόσκαιρους μέτοικους της ζωής αυτής, παραμένει ανοιχτό. Ο άνθρωπος στην Φύση οφείλει να προτάσσει την Ιστορία ή την Πίστη, και, πως αυτό το ανθρώπινο αντιχάρισμα πραγματώνεται και πραγματοποιείται και στις δύο του εκδοχές.
Ο προβληματισμός αυτός καθώς και τα συνακόλουθα ερωτήματά του, από παλαιά απασχολούσαν τους καλλιεργημένους ανθρώπους του Δυτικού κόσμου. Είτε στον χώρο της φιλοσοφίας, είτε της πολιτικής, είτε στον χώρο της τέχνης και της επιστήμης γενικότερα. Ο διανοούμενος και καλλιεργημένος άνθρωπος της Δύσης, προβληματιζότανε πάνω σε παρόμοια ζητήματα. Και, τα προβλήματα αυτά, εντάθηκαν και παγιώθηκαν από την στιγμή που ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός διαμελίσθηκε στα δύο.
Από την μία η ορθολογιστική Δύση και από την άλλη η μυστηριακή Ανατολή. Και η ιστορική βασανιστική αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων δογματικών εκδοχών του Χριστιανισμού, επικύρωσε το χάσμα των διαφορετικών εκδοχών της παράδοσης και των πολιτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Θεσμοθετήθηκε μια αρχέτυπη λογικότητα του υπαρκτικού γεγονότος της ανθρώπινης ύπαρξης που ερμηνεύτηκε και οργανώθηκε μέσα στην ασφαλή αποδοχή της ιστορίας, όπως δηλώθηκε κυρίαρχα στον δυτικό κόσμο από τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ και το έργο του, «Φιλοσοφία της Ιστορίας» και διάφορους άλλους μεταγενέστερους ιστορικούς. Και, από την άλλη στην ανατολή, υιοθετήθηκε η κρατική θρησκευτική και εθνική εκκλησιαστική εκδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην ιστορία, όπως διαχρονικά εκφράστηκε με το έργο και την ζωή των διαφόρων εκκλησιαστικών συγγραφέων και αγίων της ορθόδοξης παράδοσης.
Στην ανατολή, η ζωή δεν προικοδωτείται πλέον από την ιστορική νομοτέλεια, αλλά από την νηπτική αποφατική εσχατολογία της ορθόδοξης πίστης.
Και, αργά και σταθερά από τον κυβερνήτη Νου του αρχαίου φιλοσόφου Αναξαγόρα, περάσαμε στον Θεό Λόγο.
Από την Φύση στην Ιστορία, από την Ιστορία στην Τέχνη, και από εκεί στην Επιστήμη και την Τεχνολογία.
Οι προβληματισμοί αυτοί και οι συνακόλουθες κοινωνικές διαφοροποιήσεις που προέρχονταν από τον διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβανόταν και ερμήνευε τον κόσμο ο άνθρωπος της ανατολής από τον άνθρωπο της δύσης, δεν άφησαν αδιάφορο και ασυγκίνητο έναν από τους μεγαλύτερους θεολόγους συγγραφείς του 20ου αιώνα, τον Ρώσο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ.
Αυτόν που με το έργο του ερεύνησε το βάθος της προσωπικότητας του ανθρώπου στις πιο καίριες και αντινομικές της πτυχές. Σε αυτόν που ερμηνεύοντας ορθά και φόβο τον λόγο του Εμμανουήλ, ιχνομύθησε την ανθρώπινη Μοίρα με έλεος και συμπάθεια. Που, αυλάκωσε με το συγγραφικό του λόγο κάθε ακατέργαστη ανθρώπινη συνειδησιακή αντίφαση.
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ είναι ο συγγραφέας που εκφράζει περισσότερο και από τον προάγγελο Αλεξάντερ Πούσκιν και από τον μυθιστορηματικά αρτιότερο Λέοντα Τολστόι, τη δημιουργική αγωνία και απελπισία της Ρωσικής ορθόδοξης ψυχής.
Μέσα από την συνειδησιακή πολυφωνική ελευθερία των ηρώων του, αναδεικνύεται το τραγικό μεγαλείο της ορθόδοξης ανθρώπινης παρουσίας της σλάβικης φυλής. Η μυθιστορηματική του μαρτυρία μας αποκαλύπτει περισσότερο αποκαλυπτικά και από τον Νικολάι Γκόγκολ, την συνεχή σταθερά και ζωογόνα επιρροή της ορθόδοξης ευαγγελικής πνοής πάνω στη ρωσική ιδιοσυστασία.
Και, αν ο Άντον Τσέχωφ, εξήγαγε στο δυτικό κόσμο τις συνειδησιακές αντιπαλότητες και εκλεπτυσμένες υπαρξιακές αγωνίες της ρωσικής αστικής κοινωνίας, ο Ντοστογιέφσκυ, άπλωσε τον ρωσικό οικουμενισμό πέρα από τα όρια της σλάβικης ταυτότητας. Και είτε πλησιάζει κανείς τον σημαντικό αυτό συγγραφέα με τα μάτια του Βλαδίμηρου Σαλαβιώφ, είτε του Νικολάι Μπερντιάγιεφ ή του πατήρ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, είτε από την άλλη, από την σκοπιά του Βησσαρίωνα Μπελίνσκι ή του Μιχαήλ Μπαχτίν, το εξαιρετικό  και προικισμένο αυτό ταλέντο, αυτός ο φωτισμένος άνθρωπος, παραμένει ο καταπληκτικότερος φάρος αν θέλουμε να γνωρίσουμε την εκπολιτιστική δύναμη της ορθόδοξης σλάβικης ψυχής. Ο δυτικός άνθρωπος στο έργο του, ανακαλύπτει τον αθώο διονυσιασμό του, το εξαγνισμένο πάθος για ζωή, τον ανενοχικό και λυτρωτικό μεταφυσικό του μηδενισμό και ιστορικοποιείται μέσα από την εκκλησιαστική παράδοση της ορθόδοξης πίστης.
Ο μυθιστορηματικός λόγος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ συνενώνει τη δραματική αθωότητα της ακατέργαστης ρώσικης ύπαρξης με την πρωτόγνωρη και αυθεντική ελευθερία του χριστιανικού λόγου.
Για να κατανοήσουμε ασφαλέστερα το έργο του, αλλά και το παρόν μελέτημα του Ούγγρου δοκιμιογράφου Λάζλο Φολντένυι, οφείλουμε να μελετήσουμε το έργο του «Ομιλία για τον Πούσκιν», που κυκλοφορεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Στο συγκεκριμένο μελέτημα ο Ρώσος συγγραφέας αναπτύσσει τον ενοποιητικό του στοχασμό, για την σφοδρή διαμάχη μεταξύ Σλαβόφιλων και Δυτικόφιλων διανοουμένων που για μεγάλο διάστημα ταλανίζει τη ρωσική επικράτεια, μετά την καθοριστική μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου και του Τσάρου Αλέξανδρου του Β.
Αν κοιταχτεί από την σκοπιά μιας άλλης πολιτιστικής πρότασης που κομίζει ο λόγος του Ντοστογιέφσκυ, τότε μάλλον είναι κατά την γνώμη μου αρκετά παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε σύγκριση-και μάλιστα χωρίς εμφανή σημεία αναφοράς-μεταξύ των θέσεων που εκφράζει ο Ρώσος συγγραφέας και εκείνων που απορρέουν από το σημαντικό και σπουδαίο έργο του Γερμανού ρομαντικού φιλοσόφου Χέγκελ για την Ιστορία.
Ο Χέγκελ αρχιτεκτονεί ένα μάλλον ιδεαλιστικό σύστημα ιστορικοποίησης του κόσμου, το κωδικοποιεί και το οργανώνει σύμφωνα με τις αρχές της Γερμανικής φιλοσοφίας και των άλλων ρομαντικών ιδεών που επικρατούσαν στην εποχή του. Ο Χέγκελ εντάσσει τον άνθρωπο μέσα στην Ιστορία από την στιγμή που το άτομο έχει συνείδηση του ρόλου του μέσα σε αυτήν. Είτε ως άτομο είτε ως κοινωνία, και έτσι το ερμηνεύει, προστρέχοντας στα κυρίαρχα καταγωγικά γεγονότα της αυτοκαθοριστικής διαδρομής του μέσα στον χρόνο. Το Παγκόσμιο Πνεύμα ως ενοποιητικός ενεργοποιητικός μηχανισμός της ανθρώπινης περιπέτειας είναι εκείνο που ορίζει την Μοίρα της Ιστορίας.
Η πνευματική μονάδα του Λάιμπνιτς που διέπει τον κόσμο μετετράπηκε στο αυτοκαθοριστικό πνεύμα του Χέγκελ. Ο Θεός είναι πλέον η ίδια η Ιστορία στο διαχρονικό της φανέρωμα.
Αντίθετα στην ανατολή, ο ορθόδοξος Ντοστογιέφσκυ δεν αποδιώχνει τον Θεό από το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά αρνούμενος τον αποπνικτικό επιστημονισμό του δυτικού ανθρώπου, προτάσσει τις «θαυματοποιές» και άρρητες εκδηλώσεις του ως φανέρωμα του λυτρωτικού του λόγου της ανθρώπινης Μοίρας.
Στην καθ’ ημάς ανατολή η Ιστορία, δεν ορίζεται από το αιώνιο Πνεύμα, των Πλατωνικών αποχρώσεων ιδεών, αλλά προσδιορίζεται από τις απερρινόητες εκφάνσεις της θείας οντότητας. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ μάλιστα, κάνει λόγο για έναν εκπολιτιστικό οικουμενικό ρόλο της ορθόδοξης παράδοσης, που προέρχεται από τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Θεού στη ζωή τους οι Ρώσοι. Δηλαδή, τον διαφορετικό τρόπο που ιστορικοποιούν τα καθημερινά τους συμβάντα. Έναν ρόλο της Τρίτης Ρώμης, που τόσο γλαφυρά απεικόνισε στο σκηνοθετικό του έργο ο Σεργκέι Αϊζενστάιν.
Κάτω από αυτές τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της Ιστορίας και της Πίστης, οι συσχετισμοί που κάνει ο Λάζλο Φολντένυι-και χωρίς επαρκή στοιχεία-μου φαίνεται σίγουρα αναπόδεικτοι.
Η θέαση του ιστορικού κόσμου του Ντοστογιέφσκυ είναι εντελώς διαφορετική από τον ιστορικό δυναμισμό στο έργο του Χέγκελ.
Οι απόψεις του εκφράζουν ενδόμυχες στοχαστικές θέσεις του ίδιου του Ούγγρου στοχαστή που τις προβάλλει στο έργο του Ντοστογιέφσκυ. Και φυσικά, συνιστά την αντιθετική
αλήθεια εμπειριών ζωής δύο διαφορετικών προσωπικοτήτων με εκ διαμέτρου διαφορετικές εκπαιδευτικές, θρησκευτικές, και πολιτιστικές προσλαμβάνουσες.
Αν υπάρχει ένα κείμενο της δυτικής σύγχρονης γραμματολογίας που μπορεί να συσχετιστεί με το έργο το Ντοστογιέφσκυ, αυτό είναι το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, «Εκ βαθέων» το πέμπτο ευαγγέλιο όπως το έχουν αποκαλέσει. Και, ασφαλώς ο Ντοστογιεφσκική Κόλαση, στον σύγχρονο κόσμο μας, συναντάται τόσο στην ανατολή όσο και στη δύση, στο συγγραφικό έργο του Τζωρτζ Όργουελ, σε αυτό του Πρίμο Λέβι, του Φρανς Κάφκα και σε άλλα έργα σημαντικών δυτικών συγγραφέων.
Η ενεργητική ετερότητα της πίστης του Ντοστογιέφσκυ, μας δυσκολεύει να αποδεχθούμε ότι μπορούσε να κατανοήσει το ιστορικό σύστημα ερμηνείας του Χέγκελ, από μία απλή αναφορά που κάνει ο Γερμανός φιλόσοφος για την Σιβηρία. Στο σημαντικό έργο του ο Χέγκελ αφήνει και άλλους χώρους εκτός ιστορίας.
Στην δύση ο άνθρωπος δεν δεσμεύεται από μεταφυσικές επιταγές, αγωνίζεται συνεχώς να αποκτήσει την περιπόθητη πολιτική του ελευθερία, την κοινωνική του αυτονομία, θέλει να είναι το ασφαλέστερο δρών υποκείμενο της ιστορίας. Στον ανατολικό χώρο, ο άνθρωπος δεσμεύεται από την υπαρκτική του θεού αναγκαιότητα. Η ανθρώπινη περιπέτεια λειτουργεί με θεολογικές αυτοάμυνες παρά ιστορικές.
Το σκηνικό των έργων του Ντοστογιέφσκυ δεν είναι η Ιστορία, αλλά η συνείδηση που διαμορφώνει προσωπική ιστορία. Και η συναίσθηση της προσωπικής θέσης του ανθρώπου μέσα στον χώρο ως σχέση, ως επιθυμία οικουμενικής αδελφότητας στο όνομα της προσωπικής πίστης. Στον Χέγκελ, το σκηνικό είναι η ίδια η ιστορία πέρα από το ιστορικό υποκείμενο, μακριά από τις ενεργητικές Θεοδικίες του ανθρώπου της ανατολής που αποτρέπει τις κάθε μορφής υπαρξιακές εκκοσμικεύσεις. Οι μονότροπες σκέψεις του Ντοστογιέφσκυ όσον αφορά τον Δυτικό πολιτισμό, και ιδιαίτερα τις θέσεις των δυτικόφιλων διανοουμένων της εποχής του, δεν θα πρέπει να μας προκαλούν αποστροφή και σίγουρα, δεν μειώνουν την εμβέλεια του λόγου του. Πρέπει να συσχετιστούν με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του και τις διάφορες πνευματικές ζυμώσεις, και του συμβολικού προσδιορισμού της μητέρας Ρωσίας ως Έθνους και ως Κράτους μέσα στην Ευρωπαϊκή χοάνη.
Ο Ρώσος συγγραφέας μπορούμε να γράψουμε, ότι αιχμαλωτίζεται μάλλον σε μια ιεραποστολική επιθυμία επανεκχριστιανισμού τόσο της πατρίδας του, όπως την ονειρεύτηκαν οι διάφοροι στάρετς των αχανών ρωσικών στεπών, όσο και της δυτικής Ευρώπης γενικότερα. Αγνοώντας κάθε άλλη ιστορική ή πολιτιστική παράμετρο των υπολοίπων λαών του δυτικού κόσμου.
Η εσχατολογική πρόθεση του λόγου του, όπως και των άλλων Ρώσων συγγραφέων, μας βοηθά να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τόσο το γιατί, οι Σλάβοι Ρώσοι αποδέχθηκαν τον κομμουνισμό μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, που η Ιστορία επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο της καθημερινής τους ζωής ενδεδυμένη με την αιματοβαμμένη αισθήτα της Μαρξιστικής ιδεολογίας, όσο και το πώς κράτησαν ζωντανά τα στοιχεία εκείνα της παράδοσής τους, που θα τους απελευθέρωναν από αυτήν την πολιτική και κοινωνική κρίση.
Σίγουρα, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ δεν θα αισθανόταν ευχάριστα στις ανοιχτές κοινωνίες του καιρού μας (με την σημασία που δίνει ο Καρλ Πόπερ στο ανοιχτή), και στα τεράστια προβλήματα που αυτές αντιμετωπίζουν όντας μέσα στη δίνη της Ιστορίας.
Όμως ο νηπτικός του λόγος γίνεται παραμυθία της αγχωτικής και ταραγμένης νεωτερικής ζωής μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Πειραϊκά Γράμματα», τεύχος 62/1,2,3, 2010, σελίδες 37-41

Πειραιάς 29 Αυγούστου 2013

Πόλεμος πατήρ πάντων έγραψε ο παππούς μας Ηράκλειτος.
Τα τύμπανα του πολέμου ηχούν απειλητικά και φοβερά. Το ανθρώπινο είδος, ως συνέχεια του ζωικού βασιλείου που είναι, μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια ιστορίας και πολιτισμού δεν έμαθε να επιλύει τις διαφορές του με ειρηνικά μέσα.
Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος.



Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ

ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ  ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ

«Εικοσιπέντε Σονέτα και δύο τραγούδια»,
εκδόσεις Γκοβόστη 1990, σελίδες 106.

ΕΝΑΣ  ΑΛΗΘΙΝΑ  ΟΛΒΙΟΣ  ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Φλωρεντία, μαζί με τις άλλες πλούσιες και ακμαίες πόλεις-το Μιλάνο, τη Βενετία, τη Νάπολη, και το Παπικό κράτος-στη διάρκεια της ιστορικής τους πορείας, εκτόπισαν τις ηγεμονίες των άλλων μικρότερων σε έκταση πόλεων της Ιταλικής χερσονήσου και σταθεροποίησαν την ισχύ τους κατά τον 15ο  αιώνα.
Ο πολιτικός και εδαφικός κατακερματισμός της Ιταλίας οφείλονταν στην έλλειψη μιας ενιαίας ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της ανήκε στους Γερμανούς αυτοκράτορες, διαδόχους του Καρλομάγνου, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να την διοικήσουν και, αρκετές φορές, η εξουσία που προσπαθούσαν να επιβάλουν υπονομεύονταν από την Παπική αυλή.
Στην πραγματεία του «Περί Μοναρχίας», ο Δάντης, αφού εκθέτει τις πολιτικές του ιδέες υποστηρίζοντας τον διαχωρισμό των εξουσιών,-Αυτοκράτορα-Πάπα, αναφερόμενος στις συχνές κοινωνικές ταραχές που συγκλόνιζαν τη γενέθλια πόλη του, σαν κύριο αίτιο, αναφέρει αυτό της πολιτικής διαίρεσης. Αξίζει να τονιστεί, ότι τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Πετράρχη, συναντάμε τις «πρώτες» λαϊκές εξεγέρσεις στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Όπως εκείνης των Τσιόμπι το 1378. Η Φλωρεντία αυτήν την περίοδο, εμφανίζεται σαν αυτόνομη αυτοδιοικούμενη και ακμάζουσα πόλη-κράτος, που αριθμεί περί τους 30.000 κατοίκους.
Παρ’ ότι οι «Gente avara, invidiosa et superba» όπως αποκαλεί ο Δάντης τους Φλωρεντινούς, μαστίζονται για δεύτερη φορά στα 1359 από το Μαύρο Θάνατο- μια μικροβιολογική λοίμωξη την πανώλη που αποδεκάτισε ένα μεγάλο μέρος του Ευρωπαϊκού πληθυσμού- όπως αναφέρει στις επιστολές του ο χρονογράφος Καλούτσιο Σαλουτάρι, δεν σταμάτησαν την ανοδική τους πορεία στο πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Φλωρεντινός κόσμος του 14ου αιώνα, αν και κυβερνάται ακόμα από τις ολιγάριθμες εύρωστες οικονομικά οικογένειες, τους popolo grasso, των διαφόρων συντεχνιών, μας προσφέρει ίσως, την ακριβέστερη εικόνα θριάμβου της ανερχόμενης μετέπειτα αστικής τάξης και του νέου ατόμου, του ανθρώπου της Αναγέννησης. Που, με ανεξάρτητο πνεύμα, και ακούραστη βούληση, αγωνίζεται να απεγκλωβιστεί από τα στενάχωρα και εχθρικά προς τον φυσικό κόσμο και τις διάφορες χαρές της ζωής Μεσαιωνικά πλαίσια, και να οικοδομήσει μια άλλη κοινωνία.
Με νεανική ορμή, τολμηρές καινοτομίες, επιτακτικό ορθολογισμό, πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση και αδάμαστη ελευθεροφροσύνη.
Ο άνθρωπος της Αναγέννησης, θα λέγαμε ότι αντικρίζει με το ίδιο δέος το σύμπαν, καθώς εξέρχεται από το Μεσαιωνικό «καταραμένο» κόσμο, όπως οι πρωτόπλαστοι, όταν διώχτηκαν από τον Παράδεισο.
Σε αυτή την χρυσή εποχή, την εποχή της κυοφορίας του Ορθού λόγου και του Πρακτικώς σκέπτεσθαι είδε το φως της ημέρας ο πρώτος Ευρωπαίος ρομαντικός, ο ποιητής Φραντσέσκο Πετράρχης.
Ο Φραντσέσκο Πετράρχης, πρωτότοκος γιος της Ελέττας και του συμβολαιογράφου Πετράκκο Παρέντσο, γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1304, στην πόλη Αρέτζο κοντά στην Φλωρεντία. Σε ηλικία εννέα ετών εγκαθίστανται οικογενειακώς στην Αβινιόν της Γαλλίας. Ο ποιητής, θα σπουδάσει νομικά στο Μονπελιέ και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, γρήγορα όμως, θα εγκαταλείψει τις νομικές σπουδές και θα στραφεί προς τους αρχαίους συγγραφείς και την ποίηση. Στις 6 Απριλίου του 1327 γνωρίζει την madona Laura κόρη του Audiberto di Nones σύζυγο του Ούγο ντε Σαδ, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της Ιταλικής λογοτεχνίας Φλαμίνι-Κρεμιέ. Η Λάουρα, μέχρι τον θάνατό της στις 16 Απριλίου του 1348, θα είναι η μοναδική μούσα του ποιητή. Όπως αντίστοιχα του Δάντη η Βεατρίκη, του Βοκκάκιο η Φλαμμέτα κ.λ.π. Η ιδανική και μεγάλη αγάπη του Πετράρχη για την παντρεμένη Λάουρα θα σταθεί η κυριότερη πηγή έμπνευσης.
«Ο Καντσονιέρε του Πετράρχη με τα 317 σονέτα, τις 29 καντσόνες, τις 10 σεστίνες, τις 7 μπαλάντες και τα 4 μαδριγάλια του, αποτελεί τον πυρήνα του έργου της ζωής του», σημειώνει ο Erwin Laaths.
Στα 1341 ημέρα του Πάσχα θα στεφθεί ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Ιταλίας. Την ίδια χρονιά, συναντάται με τον σοφό Έλληνα καλόγερο Βαρλαάμ, που θα διδαχθεί κοντά του μαθήματα Ελληνικής γλώσσας, όπως αργότερα θα τον βοηθήσει ο επίσης Ελληνικής καταγωγής δάσκαλος Λεόντιος Πιλάτος, αναφέρει στην ιστορία της Ιταλικής λογοτεχνίας του ο Κώστας Ζουμπουλίδης. Μετά από πολλές περιπλανήσεις εγκαθίστανται στο χωριό Αρκουά, κοντά στην Πάντοβα μέχρι την ημέρα που θα ταξιδέψει για την ουράνια πόλη των ποιητών στις 19 Ιουλίου του 1374.

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ  ΤΟΥ   ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΥ

Ο φίλος και μαθητής του ποιητή, ο δημιουργός της Ευρωπαϊκής νουβέλας Βοκκάκιος, τον σκιαγραφεί σαν έναν ψηλό, όμορφο άντρα με ευγενικά χαρακτηριστικά και οξύ βλέμμα.
Ο Φραντσέσκο Πετράρχης θεωρείται ο πρόδρομος του Ουμανισμού κατά τον 14ο αιώνα. Αυτός, ο εκλεκτός των Θεών και των ανθρώπων, μαζί με τον Βοκκάκιο έθεσαν τις βάσεις της νεότερης Ευρωπαίκής λογοτεχνίας.
Την λογοτεχνία της ατομικότητας.
Την χρονική περίοδο που δημιουργεί ο Πετράρχης ο θείος Δάντης, έχει ταξιδέψει για τον Παράδεισό του 1321, το δε έργο του, μελετάται με ζήλο.
Λίγο πιο μπροστά το κίνημα του Αβεροϊσμού συγχωνευμένο με τις θεολογικές δοξασίες, δημιουργεί το λεγόμενο θρησκευτικό σκεπτικισμό.
Ένα πνευματικό ρεύμα, που κέντρο του δεν είναι τόσο ο θεός, αλλά ο άνθρωπος, καθώς και ο φυσικός κόσμος με όλα τα άγνωστα μέχρι τότε μυστικά του.
Η τάση αυτή είναι έκδηλη τόσο στο έργο όσο και στη ζωή του Πετράρχη.
Κληρικός ο ίδιος, παρ’ όλο που έζησε αρκετά χρόνια κάτω από την κηδεμονία της Παπικής εκκλησίας, δεν σταμάτησε να ερευνά και να ζει μια κοινωνική ζωή, μάλλον έντονη.
Η πίστη στις θρησκευτικές αξίες του Πετράρχη-και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο της Αναγέννησης-δεν εκφράζουν παρά ένα εκλογικευμένο ηθικό σύστημα.  Η έννοια του Θεού τυπικά τουλάχιστον, κρατήθηκε ως αφετηριακός προσανατολισμός. Στην πράξη όμως, ταυτίστηκε με το Lumen Naturale. Μετατράπηκε σε μια εκδήλωση δημόσια του ηθικού φρονήματος του ατόμου. Μια αναγκαία κοινωνική ομολογία, και εκδήλωση των μεταφυσικών αναγκών που επιτάσσει ο εσωτερικός ψυχισμός του και του υπαγορεύει η λογική του.
Η νέα αυτή ερμηνεία του κόσμου, εδραιώθηκε και από τη συγχώνευση της ανθρωπιστικής σκέψης με το χριστιανισμό.
Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη, οι Πλατωνικοί διάλογοι, έχουν μεταφραστεί από τον Μαρσίλιο Φικίνο, και τον Πίκο ντελα Μιράντολα. Το κίνημα αυτό, του εκπλατωνισμένου χριστιανισμού, βρήκε υποστηρικτές στα ανώτερα στρώματα της Φλωρεντινής κοινωνίας. Από τον Πετράρχη, ή ακριβέστερα από την υποκειμενική ερμηνεία της ιστορίας από τον Δάντη μέχρι τον Λεονάρντο Μπρούνι, έχουμε την επικράτηση της ατομικιστικής και ηθικολογικής αντίληψης της ιστορίας. Όπου το άτομο, μειδιά μπροστά στην άγνοια, ειρωνεύεται τις διάφορες δεισιδαιμονίες του παρελθόντος και εκδηλώνει την αποστροφή του προς την ασκητική καταφρόνηση των εγκοσμίων.
Ταυτόχρονα, επαναπροσεγγίζει τα πρόσωπα και τις κοσμικές αξίες της αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής εποχής.

ΣΕ  ΔΥΟ  ΓΛΩΣΣΕΣ

Οι πολιτειολογικές αρχές του Φραντσέσκο Πετράρχη, παρουσιάζονται καθαρότερα στο έμμετρο-σε εννέα (9) βιβλία-έπος του «Αφρική» που εξυμνεί τον Σκιπίωνα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι πολιτικές και πατριωτικές προτροπές και ιδέες του ποιητή, όπως τις εκφράζει σε ορισμένα σονέτα και στην ωδή του η Ιταλία μου, που διαβάζουμε στο ως άνω βιβλίο, δεν έχουν σαν κύριο στόχο τους να ερμηνεύσουν την κοινωνία και τις οικονομικές συνθήκες των Ιταλικών πολιτειών, αλλά, στοχεύουν στην συνένωση των σκόρπιων ηγεμονιών, κάτω από μια ενιαία εθνική πολιτική  και στρατιωτική αρχή. Προβάλλουν δηλαδή, το μοντέλο ενός εθνικού κράτους υπό την απόλυτη ηγεμονία ενός αριστοκράτη.
Το σύνολο έργο του Πετράρχη είναι γραμμένο σε δύο γλώσσες. Την Ιταλική και την κλασική Λατινική που χειριζόταν με επιδεξιότητα και κομψότητα.
Ο άγιος Ιερώνυμος μιλά και για την τραχιά λατινική την «Sermo Vulgaris Militarisque”, αυτή των εμπόρων, των στρατιωτικών, των δούλων. Στα λατινικά έγραψε το «εξαμετρικό» έργο του «Αφρική», τα ψυχογραφικά πεζά του Secretum and Vita Solitaria, το βουκολικό ποίημά του   Bucolicum Carmen, που είχε πρότυπό του τον Βιργίλιο, και άλλα έργα, καθώς και τις εκατοντάδες επιστολές του. Το έργο όμως που τον καθιέρωσε σαν τον κορυφαίο ποιητή της Αναγέννησης είναι το Canzoniere, ή όπως το είχε τιτλοφορήσει  Rerum Vulgarium Fragmenta. Που είναι, θα σημειώναμε, μια συλλογή σονέτων, εξάστιχων, τραγουδιών, διάφορες μπαλάντες, και ερωτικών επιγραμμάτων, από τα οποία άλλα γράφτηκαν όταν ζούσε ακόμα η Μούσα του και άλλα μετά.
Το Καντσονιέρε, είναι το σημαντικότερο έργο του, από το οποίο η μεταφράστρια Κατερίνα Γλυκοφρύδη, επέλεξε 25 σονέτα και δύο τραγούδια κατά την γνώμη της τα πιο αντιπροσωπευτικά και ίσως αυτά που εκφράζουν εντονότερα το μυστικό χαρακτήρα και το πάθος του ιδανικού ερωτά του.

ΛΥΡΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ

Στο έργο του μεγάλου «μοναχικού», η υλική παρουσία της Λάουρας, εξαυλώνεται, πνευματοποιείται, γίνεται παγκόσμιο λυρικό σύμβολο που οδηγεί την έμπνευση στην προσπάθειά της  να κατοικήσει στις υψηλές πνευματικές σφαίρες της οικουμένης.
Μια μελαγχολική διάθεση διαπνέει την ραχοκοκαλιά της ποίησής του καθώς η ευαίσθητη φαντασία του πεταρίζει σε έναν κόσμο που φαίνεται και κρατά την ψυχή του σε αναστάτωση. Και, σε έναν άλλον που υπονοείται ή ανακαλείται στη μνήμη του, σαν εκπλήρωση του ιδανικού έρωτά του. Η εύθραυστη ψυχολογία του διεγείρει τη φαντασία του αναγνώστη σε μια μελωδική ονειροπόληση.
Η ποίησή του είναι περισσότερο μια συναισθηματική πάλλουσα κατάσταση, περισσότερο μια ανεμοζυγιάζουσα συγκίνηση, παρά εικόνες.
Είναι καρδιά και όχι διάνοια.
Η παγανιστική φρεσκάδα του ύφους του έλκει τον χριστιανικό μυστικισμό της ιδιοσυγκρασίας του.
Η σκέψη του ορισμένες φορές είναι σκοτεινή, και οι υπαινιγμοί του, όλο μελαγχολία και ένταση, λες και η συνείδησή του προσπαθεί να απωθήσει το όραμά της να έρθει στην επιφάνεια. Ένας όμβρος απελπισίας χρωματίζει τους στίχους του και αρκετές φορές ηθικολογεί έντονα.
Με μεγαλόπρεπη περηφάνια στέκεται κλεισμένος στον εαυτό του, και αποδέχεται την μοναξιά του, έτσι όπως ταιριάζει σε έναν αληθινά όλβιο ποιητή.
Η μετάφραση του αποσπασματικού αυτού έργου του κορυφαίου μελαγχολικού ποιητή από την μεταφράστρια, είναι προσεγμένη και εύστοχη. Έστω και αν σε ορισμένα σονέτα, χάνεται η ποιητική αίσθηση και πεζολογεί. Το σονέτο ορισμένες φορές γίνεται «πεζό».
Να υπενθυμίσω εδώ, ότι και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έχει μεταφράσει Πετράρχη.
Τέλος, αξίζει επίσης να τονιστεί η αισθητική αρτιότητα της εκδοτικής προσπάθειας καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα και οι σχολιασμοί από την μεταφράστρια Κατερίνα Γλυκοφρύδη.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Εξόρμηση» 6/1/1991.

Πειραιάς, 28 Αυγούστου 2013.
Σημείωση: Τα τύμπανα του πολέμου στην περιοχή μας στην λεκάνη της Μεσογείου, χτυπούν για άλλη μια φορά. Άραγε, τι θα έλεγε για αυτές τις άφρονες πολιτικές του Αραβικού κόσμου, και των Δυτικών υπερδυνάμεων, ο Θείος Πλάτων, ο θείος Αριστοτέλης, ο ρεαλιστής Ευριπίδης, ο ιστορικός δάσκαλος Θουκυδίδης;
Πόλεμος πατήρ πάντων αν θυμάμαι καλά έγραφε ένας άλλος μεγάλος της αρχαιότητας, ο κλεινός Ηράκλειτος.
Θάνατος του σχεδιαστή Μιχάλη Ασλάνη. Ευγενική παρουσία και ευπρεπή.
Επίσκεψη στην εφημερίδα Κοινωνική. Ο Πειραιάς βουλιάζει μες στην απραξία και την οικονομική καχεξία.
Δυστυχώς οι έμποροι δεν θέλουν να κατεβάσουν τις τιμές, δεν κόβουν αποδείξεις, και πωλούν σκάρτα προϊόντα.
Η κρίση, δεν δίδαξε πολλά πράγματα τους Έλληνες δυστυχώς. Τους έκανε πιο ατομιστές και συμφεροντολόγους.
Κρίμα, Κρίμα, Κρίμα.






Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ, εκδόσεις Ολκός 1993.

ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ: Αλέξανδρος Ίσαρης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΣΧΟΛΙΑ: Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ… ΕΠΙ ΣΚΟΠΩ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ!

Εκτός των Προφητών, Ναζιραίων και Ραχαβιτών που αναφέρει ο Ιερεμίας, υπήρχε και μία άλλη ομάδα ατόμων που ασχολούνταν με την διαπαιδαγώγηση του λαού του Ισραήλ. Είμεθα σοφοί, και ο νόμος του Κυρίου είναι μεθημών, γράφει πάλι ο Ιερεμίας.
Οι σοφοδιδάσκαλοι αυτοί, δίδασκαν εν οίκω παιδείας, αλλά και δημόσια στην αγορά, στις συναγωγές και σε άλλα ιδρύματα. Αποτελούσαν σχολές στις οποίες φοιτούσαν είτε τα παιδιά των εύπορων οικογενειών, είτε της μεσαίας τάξης. Ορισμένοι δίδασκαν με αμοιβή άλλοι όχι.
Σαν βάση της διδασκαλίας τους είχαν την διαφύλαξη του πατροπαράδοτου εθνοφυλετικού Νόμου, την πείρα της ζωής και την παρατηρητικότητα των φαινομένων της κοινωνίας και της ζωής, σημειώνει ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας.
Καθοδηγητικός άξονας της διδασκαλίας τους, ήταν ο φόβος του Θεού ως αρχή της σοφίας.
Μια σοφία όμως που δεν είχε την έννοια της θεωρητικής γνώσης των πραγμάτων και την κατάταξη αυτών σε ένα σύστημα και ορισμένες αρχές όπως πρέσβευαν οι αρχαίοι κλεινοί Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής περιόδου. Αλλά, την έννοια της πρακτικής θεώρησης της ζωής των ανθρώπων, η οποία στηρίζονταν κυρίως στην ατομική πείρα και την άμεση εμπειρία. Μια θεώρηση που δεσπόζει κυρίως σε αγροτικές πληθυσμιακές ομάδες παρά σε αστικές.
Την σκηπτροφόρο σοφία, όπως εύστοχα την αποκαλεί ο επιμελητής της έκδοσης, σελίδα 69, οι σοφοδιδάσκαλοι την ανήγαγαν στον εθνοκεντρικό Θεό του Ισραήλ. Διερευνούσαν ακόμα τα γενικότερα προβλήματα που άπτονται των προβληματισμών της καθημερινής ζωής. Όπως την προέλευση της ζωής, τον σκοπό του ανθρώπου, την ηθική του τελείωση, την πηγή του φυσικού κακού, το αίνιγμα του θανάτου, κ.λ.π.
Σκοπός της διδασκαλίας τους ήταν η όσο το δυνατόν σωστότερη διάπλαση των παίδων του Ισραήλ. Η σοφία τους είχε κατά κανόνα πρακτικό χαρακτήρα. Την διδασκαλία τους την αποτύπωναν είτε με αποφθεγματικό τρόπο, είτε μέσα από μικρές διηγήσεις, είτε με παραβολές, είτε με παροιμίες, αινίγματα…
Ορισμένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που προέρχονται από τις σχολές αυτές είναι και τα εξής: Παροιμίες, Ψαλμοί, Σειράχ, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Σοφία Σολομώντος, και Ιώβ.
Ένα από τα επτά σοφιολογικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι και ο Εκκλησιαστής.
Ανήκει στα πέντε μεγαλώθ και διαβάζεται στην εορτή της Σκηνοπηγίας. Στα Εβραϊκά λέγεται Κωχελέθ, οι Ο΄ τον μετέφρασαν σαν Εκκλησιαστή. Που σημαίνει τον Εκκλησιάζονταν επί σκοπώ διδασκαλίας ή μάλλον τον εν τη Εκκλησία ως θρησκευτική συναθροίσει ομιλούντα ή τον ταύτην ιθύνοντα σημειώνει ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, στο Λεξικό της Αγίας Γραφής του μιλά για ιεροκήρυκα. Ο Ακύλας τον μεταφράζει ως συναθροιστή. Ο Σύμμαχος ως παροιμιαστή. Ο Ιερώνυμος ως Concionator. Ο δε Λούθηρος ως Prediger. Άλλοι μίλησαν για Εκκλησιάστρια, υπονοώντας την σοφία, όπως την έπραξε ο άγνωστος μεταφραστής του Graecus Venetus, τον ΙΔ΄ αιώνα, σημειώνει ο Ιωάννης Φούντας. Ο δε Ελληνοεβραίος ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, κάνει λόγο και για την Κοχελέθ Ραμπά. Μια Μιδρασική συλλογή επί του Εκκλησιαστή κατά τον ΣΤ΄ αιώνα.
Με τον Εκκλησιαστή ασχολήθηκαν αρκετοί σύγχρονοι και μη εκκλησιαστικού συγγραφείς, όπως οι: Δίδυμος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος Νύσσης, Ιππόλυτος Ρώμης, και, από τους νεότερους ο διεθνούς φήμης Έλληνας παλαιοδιαθηκολόγος  Αθανάσιος Χαστούπης, ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, οι Ηρ. Παπαδημητρίου, και Νίκος Βασιλειάδης και αρκετοί άλλοι.
Συγγραφέας του ιδιόρρυθμου αλλά φιλοσοφικότατου αυτού βιβλίου που ανήκει στην γνωμική ή διδακτική εβραϊκή θεολογική ποίηση, θεωρείται κατά την παράδοση, ο βασιλιάς Σολομών. Αν και, τόσο ο συγγραφέας, όσο και η χρονολογία συγγραφής του ή συρραφής του, διίστανται ανάλογα με την ερμηνευτή ή σχολιαστή του. Δισεπίλυτο παραμένει και το πρόβλημα της μορφής του.
Δεν έχει ούτε τα τεχνικά στοιχεία του πεζού λόγου, αλλά ούτε και την δομή ενός αμιγούς ποιητικού κειμένου.
Είναι άραγε συνονθύλευμα από διάφορα ποιητικά κομμάτια φιλοσοφικού στοχασμού;
Μια όχι και τόσο εύστοχη απομίμηση μιας Ελληνικής φιλοσοφικής πραγματείας; με, θολή, μη συστηματοποιημένη διατύπωση και κάποια συγκεχυμένη εικονοποιία;
Είναι ένα αποσκελετωμένο εξομολογητικό κείμενο σε μορφή πρόζας, που η διάταξη του αποδεικτικού υλικού του δεν αποκαλύπτεται σταδιακά, αλλά προβάλλει μέσα από την σύνολη υφή του κειμένου και την ρυθμική του ποικιλομορφία;
Ή είναι ένα αγνωστικιστικό και απαισιόδοξο ρητορικό κείμενο, χωρίς την απαραίτητη ενδοσυνδετική ισορροπία σε μορφή αποφθεγματικών μονόστιχων ή δίστιχων με τα παράλληλα, αντιθετικά, ή συγκριτικά ζεύγη του; (σε μια εναλλασσόμενη τυπολογία ποιητικού και πεζού λόγου).
Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για ποιητικό λόγο σε άτακτα και εναλλασσόμενα μέτρα, σημειώνει ο επιμελητής και σχολιαστής της παρούσας έκδοσης Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης.
Η έντονη, εμφανής, απαισιοδοξία του συμπερασματικού του λόγου, κράτησε το βιβλίο κάπως παράμερα από την ζωή της Εκκλησίας και οι ιδέες του ασφαλώς δεν έμειναν αναντίλεκτες. Και, ευτυχώς, δεν είχε την ανάλογη επίδραση ούτε άσκησε την γοητεία στους ρομαντικούς νεαρούς αναγνώστες του, προπαγανδίζοντας παραπλήσιες ιδέες, που είχε το γνωστό βιβλίο ο «Βέρθερος» του Γερμανού ποιητή Γκαίτε.
Η διαπραγμάτευση του θέματος, περί Σοφίας, που είναι κατά την γνώμη μου ο δομικός άξονας του βιβλίου, είναι ένα πρόβλημα που απαντάται σε αρκετά βιβλία της Παλαιάς  Διαθήκης. Στο βιβλίο των Παροιμιών λόγου χάριν μέσα από τον αποφθεγματικό τρόπο διατύπωσης με την μορφή παροιμιών, παραβολών και αινιγμάτων, η σοφία αναδύεται σαν μια αυθύπαρκτη οντότητα που, μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν προσωποποιημένη και να σκιαγραφεί η δράση της. Ασφαλώς όχι σαν συνδημιουργός σαρκωμένος Λόγος, αλλά σαν ένα από τα πρώτα κατηγορήματα της Θείας Ενέργειας. Ή πάλι, στο βιβλίο των Ψαλμών όπου τα συνομολόγητα μυστικά του ποιητή, μέσα από τον θρηνώδη εξομολογητικό λόγο του αποκαλύπτουμε τον κλονισμό της αξιοπιστίας της σοφίας και την ελλειμματική της λειτουργικότητα.
Μέσα σε αυτήν την στοχαστική ατμόσφαιρα ο λόγος του Εκκλησιαστή, είναι ένας λόγος κοινωνικής εμπειρίας, καθημερινής πρακτικής, και όχι θεωρητικού σχεδιασμού ή διανοητικής ενατένισης.
Είναι ακανθώδης, ορμητικός, κάπως απόλυτος όταν επισείει τα λάβαρα της πεσιμιστικής του προοπτικής. Αλλά, και αδιαφιλονίκητα αποκαλυπτικός, όταν ψαλμωδεί-ακόμα και μέσα από τα δύο επταδικά ζεύγη του-τις μετεφηβικές «εκσεσημασμένες» αστοχίες, και μετεπαναστατικούς ψυχικούς τραυματισμούς των ανθρώπων, και τις διαβρωτικές τους αναζητήσεις, που απορρίπτουν τον φόβο Κυρίου και απομακρύνονται από το αρχικό επιτελικό του σχέδιο.
Ο Εκκλησιαστής, ιχνογραφεί μια θεώρηση ζωής με βιωματικό υπόβαθρο, και καλύπτει τις πιο διαφορετικές και οριακές καταστάσεις της. Από την γέννηση έως τον θάνατο, που είναι η ζωοποιός ενέργεια ολόκληρου του κειμένου.
Από την πλευρά αυτή, η συνομιλία δηλαδή με τον θάνατο, μπορεί να συγκριθεί με τους διαλόγους της Ομηρικής Νέκυιας, του Λουκιανού τους διαλόγους, και την Νεκρώσιμη Ακολουθία του Ιωάννη του Δαμασκηνού, ή την Αιγυπτιακή, η Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, αλλά και άλλα συγγενικά βιβλία της παγκόσμιας γραμματείας που σημάδεψαν τον Πολιτισμό, στην συνομιλία του ανθρώπου με τον θάνατο.
Είναι λοιπόν μια εκ του συστάδην επαφή, με τις ανθρώπινες ιστορικές εμπειρικές συγκυρίες. Μια στάση ζωής που σκοπό έχει το υπερθείναι τον νούν της αισθήσεως, και την ανύψωση του ανθρώπινου πνεύματος πάνω από τα εγκόσμια αγαθά, όπως σημειώνει ο πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος Νύσσης.
Δηλώνει τις ριζοσπαστικές του προτάσεις, μέσα από μια συνειδησιακή δόμηση του παρόντος. Με, προτρεπτική παρατολμία, υιοθετώντας το ψυχρό ενίοτε σκληρό αποστασιοποιημένο βλέμμα του παρατηρητή, καθώς ιχνογραφεί τον αφετηριακό προβληματισμό της εποχής του, αλλά και κρατώντας μια μάλλον διακριτική απόσταση από τις διάφορες και ποικίλλες ανθρωπιστικές αρχές που διέπουν την διδασκαλία των προγενεστέρων διδασκάλων. Έτσι όπως αποτυπώνεται η σκέψη τους στο βιβλίο Σοφία Σειράχ, και άλλα κείμενα.
Δεν ανθοφορεί επίσης το έργο αυτό, κάτω από τις επίσημες καθηλωτικές ιερατικές ιερεμιάδες των ηθικολόγων προφητών, τυπικό παράδειγμα της εποχής του.
Βρίσκεται στον αντίποδα της ουτοπικής υμνογραφικής απεικόνισης κατά κάποιον τρόπο της ζωής, όπως μας αποκαλύπτεται στο ηδυπαθέστατο Άσμα Ασμάτων.
Ο Εκκλησιαστής είναι μια «εμπράγματη» ερμηνεία ενός συγγραφέα, που έρχεται ασφαλώς σε παράλληλη συμφωνία με τις διακηρυγμένες προθέσεις των βιβλίων των Παροιμιών, της Σοφίας Σειράχ, της Σοφίας Σολομώντος κ.λ.π. Δεν στρέφει την οραματική ροή του στοχασμού τους, αλλά και δεν αυτοναρκωθετείται από την ίδια του την καταγράφουσα τις παρατηρησιακές καταστάσεις γλώσσα.
Μιας γλώσσας που παραπαίει ανάμεσα στην πεζογραφική πεζολογία και την επαναληπτική στατική ρητορεία όπως στους Ψαλμούς. Ή έλκεται από μια γραφικότητα στο κοινωνικό της αισθητήριο όπως στις Παροιμίες.
Ο Εκκλησιαστής δεν παρωθεί προς τον αχαλίνωτο πειρασμικό επαναστατισμό του Ιώβ. Ο Εκκλησιαστής είναι «στρατευμένα» δύσπιστος απέναντι στην ζωή, όσο και στον αγώνα της. Όπως ο απόστολος Θωμάς απέναντι στην Ανάσταση του Εμμανουήλ.
Μια συγγενής αγωνιώδη δυσπιστία που μετατρέπεται σε πικρό σκεπτικισμό, με μια ηδονοθηρική απαισιοδοξία που επαυξάνει την τραγικότητα του τόνου της φωνής του, συναντάμε και στον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Επίσης, σε ορισμένα ποιήματα της Δημοτικής μας παράδοσης αλλά και την υποψιαζόμαστε και στο ποιητικό έργο του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη.
Η ευκοσμία και ευταξία στο σύμπαν του Εκκλησιαστή, προέρχεται μόνο από τον Κύριο, η πραγματική σοφία εκπορεύεται μόνο από αυτόν, και αληθινά σοφός είναι αυτός που πορεύεται μόνο προς αυτόν, υποτάσσοντας το οικείο θέλημά του.
Εύστοχα ο συγγραφέας Walter Zimmerli σημειώνει ότι: κινείται έτσι με τον τρόπο του στα πλαίσια της πρώτης και με ένα ιδιάζοντα τρόπο, της δεύτερης και της τρίτης εντολής του Δεκαλόγου.
Ο λόγος του Εκκλησιαστή αγγίζει τα όρια μιας απερίσταλτης μονωδίας, αφού η αποκάλυψη της κρυμμένης λογικής τάξης των πραγμάτων του κόσμου θα αφήσει ανερμάτιστη κάθε επώδυνη έχμαση και των άλλων και των πράξεών μας. Καθώς κινείται μέσα στην έντονη παρουσία διλημματικών «τύψεων» στα συντρίμμια ενός κόσμου, και από εκεί σαν δρομέας με οδηγό την πίστη του στην απεριόριστη μοναξιά του, που δεν είναι προορισμένη να καταλήξει σε καμία ανθρώπινη απόκριση, σε κανένα υποδεκτικό ή απαντητικό περιβάλλον.
Ο λόγος του διακατέχεται από ένα γνώρισμα μοιροκρατικού και απρόσωπου θεσμού, γράφει ο Αθανάσιος Χαστούπης.
Μια σιγαλή μονωδία, με υφολογικές αποχρώσεις που εστιάζεται σε ένα γνωστό κοινωνικό χώρο, όπου οι προσωπικές του παρατηρήσεις αποτελούν σημαίνουσες συνιστώσες της ποιητικής δημιουργίας.
Καθώς ο συγγραφέας βιώνει και καταγράφει όχι τον χρόνο συντέλεσης της ιδιωτικής ή κοινωνικής πράξης, αλλά, παρατηρώντας τις βαθμιαίες συνέπειες και τις διάφορες εκδοχές του αδιεξόδου της πράξης αυτής. Και οι παρατηρησιακές αυτές διαδρομήσεις από ζεύγος σε ζεύγος, πράξη σε πράξη, στοχασμό σε στοχασμό, θα ευοδώσουν την επιβίωση και της δικής του ποιητικής γλώσσας. Μόνο όμως, όσο θα υπάρχει και θα ακούγεται ο Θεϊκός επιτακτικός αντίλογος στον λόγο των ανθρώπων και οι αντηχητικές αποκρίσεις των δυνητικά απεριόριστων διαταγών του.
Για, να κάνει, πιο ευδιάκριτη ίσως, την δική του συνοδό της αρχιτεκτονικής της αγωνίας του, του δικού του λόγου.
Η γλωσσική επαναμετάφραση του ποιητή Αλέξανδρου ΄Ισαρη, (ο ίδιος γράφει ότι δεν μετέφρασε το κείμενο απευθείας από τα Εβραϊκά, αλλά από την Ελληνική μετάφραση των Ο΄ συμβουλευόμενος και άλλες μεταφράσεις ξενόγλωσσες) δεν συγκρίνεται ασφαλώς με τις αποδόσεις των: Παπαρρηγόπουλου ή του Ροΐδη, στην καθημερινή γλώσσα. Δεν πρόκειται για την επιβολή της γλώσσας του πεζοδρομίου αλλά την άκρως επεξεργασμένη και συχνά ορθότερη απόδοση ενός  πολυσήμαντου κειμένου σημειώνει σε κείμενό της η Αναστασία Λαμπρία.
Η γλώσσα του μεταφραστή είναι εύληπτη, λιτή, κάπως σε ορισμένα σημεία πεποιημένη, με την ανάλογη εικονοπλαστική διάθεση, μια που η σπουδαιότητα του επαναμεταφραζόμενου θέματος καθόρισε και την ερμηνευτική θέση του μεταφραστή.
Ο οποίος αποφεύγει τους δύσκολους νοηματικούς υφάλους και δεν χρησιμοποιεί κανένα επίθετο, καμία λέξη που δεν μας αποκαλύπτει κάτι.
Το αυστηρό ύφος του κειμένου και των μηνυμάτων του υπέβαλε τις μεταφραστικές ράγες στον μεταφραστή, ο οποίος τις ακολούθησε με επιτυχία.
Έχοντας όμως κατά νου, ότι η οποιαδήποτε μεταφραστική προσπάθεια αρχαίου κειμένου προϋποθέτει την κατανόησή του, την νοηματική του ατμόσφαιρα, αλλά και τον χώρο στον οποίον απευθύνεται και το ανάλογο φρόνημά του, μας γεννάται το εξής ερώτημα:
Ο μεταφραστής δεν διευκρινίζει αν είχε στην διάθεσή του τις αντίστοιχες  Ελληνικές μεταφράσεις σύγχρονων Ελλήνων Παλαιοδιαθηκολόγων;
Και ακόμα δεν μας κάνει λόγο, ξεκάθαρα, για το ποιες ξενόγλωσσες μεταφράσεις συμβουλεύτηκε.
Μια, και στην χώρα μας, συνηθίζεται τα Ελληνικά Αρχαία κείμενα, να τα μεταφράζουν συνήθως από τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά κ.λ.π.
Ο συγγραφέας, κυρός Κώστας Ταχτσής είχε αναφερθεί σε αυτό το θέμα.
Αδιανόητη έκπληξη, αλλά και θλίψη προκαλεί επίσης η παράλειψη ή η μη αναφορά, από τον σπουδαίο φιλόλογο Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη  μιας έστω και μόνο υποτυπώδους αναφοράς σε άλλους Έλληνες ομολόγους του ερευνητές του θέματος. Και μάλιστα του Θεολογικού χώρου, μια και η έκδοση απευθύνεται σε Έλληνες αναγνώστες.
Εξαίρεση αποτελεί το βιβλίο των εκδόσεων «Ο Σωτήρ».
Η θεματική διαμερισματοποίηση του Επιμέτρου και των Σχολίων, για το κείμενο που χρησιμοποίησε ο επιμελητής και σχολιαστής είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Πραγματοποιεί μια φιλολογική διεισδυτική εξέταση των προβλημάτων ανάγνωσης του κειμένου, που είναι και απαραίτητη και επίκαιρη. Είναι ενήμερος των ερμηνευτικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων του Εκκλησιαστή, ακόμα και των πιο συγχρόνων του.
Όμως παραμένει το ερώτημα;
Γιατί αυτή η βιβλιογραφική ενημερότητα και γνωστική επάρκεια που αρχινά από εκεί που την άφησε ο Αθανάσιος Χαστούπης και ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο δύο από τους παγκοσμίως αναγνωρισμένους Παλαιοδιαθηκολόγους, με σημαντικότατη προσφορά στον επιστημονικό τους χώρο, δεν συμπληρώνεται και από τις απόψεις τους;
Γιατί αγνοούνται τελείως;  Δεν γίνεται η παραμικρή μνεία του ονόματός των;
Ενώ, σίγουρα η ξενόγλωσση βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί ο επιμελητής και σχολιαστής τους αναφέρει.
Ήταν ευκολότερη στον μεταφραστή, στον επιμελητή και σχολιαστή, μήπως η πρόσβαση μόνο στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, παρά στην Ελληνική;
Με όλο τον σεβασμό προς τον επιμελητή και τις αξιόλογες ερευνητικές του εργασίες, θα ήθελα να σημειώσω ότι η στάση του αυτή δηλώνει μια άστοχη, μη συνεπή προς την επιστημονική έρευνα και μάλλον «εσκεμμένη» επίδειξη ξενολατρίας.
Ή παραλλάσσοντας τον εύστοχο λόγο του Άγγλου ποιητή και στοχαστή Τόμας Στερν Έλιοτ, ο κακός ερευνητής αντιγράφει, ενώ ο καλός κλέπτει, χωρίς ασφαλώς να δηλώνει τις πηγές του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα «Εξόρμηση», Κυριακή 9 Οκτωβρίου 1994.
Πειραιάς 23 Αυγούστου 2013.