Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΠΑΤΜΟΣ-το νησί της σιωπής και του Λόγου

ΠΑΤΜΟΣ: Το νησί της Σιωπής και του Λόγγου

     Τα μυριάδες νησιά και νησάκια ποικίλων σχημάτων και μεγεθών, που αναδύονται μέσα από τα αφρισμένα κύματα, σαν μικρές Νηρηίδες αποτελούν το στολίδι του Αιγαίου πελάγους. Εκεί που αναπαύεται η Παναγιά η Κυκλαδίτισσα. Που, ανάμεσα στο μπλε του ουρανού και το μαβί της θάλασσας, αγωνίζονται να υπερβούν την φθορά του χρόνου και την καταστροφή των ανθρώπων.
       Ένα από τα μικρά διαμαντόσπαρτα νησάκια πάνω στο πέλαγος είναι και η Πάτμος.
      Πάτμος, το νησί του Λόγου, μια που εδώ κατά την εκκλησιαστική παράδοση, ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιό του, αλλά και της Σιωπής, γιατί σιωπηλός μένει ο άνθρωπος όταν ακούει το άλλο βιβλίο, αυτό των σκοτεινών και αινιγματικών Οραμάτων.
     Το νησί ανήκει στο συγκρότημα της Δωδεκανήσου και περικλείεται από την Μύκονο, την Σάμο και την Λέρο. Είναι από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου (34 τ.χ.), έχει πλούσιες δαντελωτές ακτές, διαυγή ατμόσφαιρα, θαυμάσιο κλίμα, και ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια-Το Πόρτο Σκάλα-της Δωδεκανήσου.
Αλλά και η ίδια η Πάτμος, περιστοιχίζεται από πολλά μικρά άνυδρα και βραχώδη νησάκια, όπως είναι το Χέλι, η Παναγιά, ο Τράγος και άλλα.
      Από τους αρχαίους ιστορικούς, μόνον ο Θουκυδίδης στην Ιστορία, στο Γ΄ βιβλίο του την αναφέρει. Αργότερα ο Στράβων, και ο Ευστάθιος μνημονεύουν εν παρόδω το όνομά της.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Πάτμου ήσαν Δωριείς. Έπειτα κατοικήθηκε από τους Ίωνες. Από την περίοδο εκείνη, μας σώζονται μόνο διάφορα κομμάτια από αγγεία που βρέθηκαν πάνω στο λόφο του Καστέλλου.
     Τα Τείχη του 4ου αιώνα π.χ. μας βεβαιώνουν την ύπαρξη της πόλης χτισμένης ανάμεσα σε τρεις ορμίσκους. Της Σκάλας, του Χόλχακα και του Μέριχα. Νεκροταφεία, διάφορα λαξεύματα στους βράχους, επιγραφές, ανάγλυφα επιτύμβια και άλλα ευρήματα μας πληροφορούν για την κοινωνική ζωή και τις θρησκευτικές λατρείες του τόπου, την περίοδο εκείνη.
      Το νησί όμως, αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό, όταν το 95 μετά χριστού επί αυτοκράτορα Δομιτιανού, ο υιός της βροντής, όπως αποκαλείται ο Ιωάννης, εξορίστηκε στην Πάτμο.
     Εκεί έγραψε την Αποκάλυψη κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Στην τοποθεσία όπου βρίσκεται ο σημερινός Ναός του Ιωάννη του Θεολόγου, κατά την λαϊκή παράδοση.
     Οι διαμάχες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, οι επιδρομές των Πειρατών, το άνυδρο του τόπου, θα ερημώσουν το νησί και θα το κρατήσουν στην αφάνεια μέχρι τον 11ο αιώνα μετά χριστό. Την περίοδο αυτή, ο όσιος Χριστόδουλος κατά κόσμο Ιωάννης, από τα περίχωρα της Βιθυνίας, θα ιδρύσει το 1088 επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το μεγάλο Μοναστήρι.
      Αναφέρει ο Συναξαριστής μεταξύ άλλων:
«Βασιλεύ, κράτιστε, νήσος τις, καλούμενη Πάτμος, είναι έρημος. Εις αυτήν την νήσον έγραψε ο Θεολόγος Ιωάννης το ιερόν Ευαγγέλιον. Παρακαλώ λοιπόν την βασιλείαν σου να παραδώσεις εις εμέ την νήσον ταύτην δια να κτίσω εκεί Μοναστήριον εις το όνομα του Ευαγγελιστού Ιωάννη».
      Έτσι, από την αρετή, την αγάπη, την μόρφωση και την φιλερημία ενός μοναχού, η Πάτμος θα καταστεί κέντρο έλξεων των Χριστιανών.
Η μονή δεσπόζει σε ολόκληρο το χώρο και στην εξωτερική του εικόνα δίνει την αίσθηση ενός απόρθητου μεσαιωνικού φρουρίου. Το μοναστήρι οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια ενός άλλου ναού. Της Θεάς Άρτεμης της Σκυθίας που είχε κτιστεί από τον Ορέστη, όταν καταδιωκόμενος από τις Ερινύες κατέφυγε στην Πάτμο.
Μια μικρή επιγραφή μέσα σε ένα τάφο που ανακαλύφθηκε στην τοποθεσία που είναι σήμερα η μονή αναφέρει:
 «…. Εκ γενεής Βήρου εκτροφός εστί Πάτνος, Νήσος αγαυοτάτη Λητωίδος ης προβέβηκε Βένθεσιν ειν αλίης έδρανα ρυομένη. Εις ότε μιν Σκυθίηθεν αρήιος εισεν Ορέστης, ρυσαμένην στυγερής μητροφόνου μανίης…».
    Ο όσιος Χριστόδουλος γράφει ο πατρολόγος Στυλιανός Παπαδόπουλος στο βιβλίο του: «είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοναχικού βίου της εποχής εκείνης. Μοναχός ευλαβέστατος, ηγούμενος αυστηρός, δυναμικός ιδρυτής μονών, έμπειρος γιατρός, ικανός αρχηγός σε ώρες πολέμου, μορφωμένος με πάθος για τα βιβλία και με σημαντική βιβλιοθήκη, άσημος στην καταγωγή χωρικός με κύρος στην αυτοκρατορική αυλή και στο πατριαρχείο, με βαθιά γνώση του κόσμου και των ανθρώπων, με γερή πίστη ακλόνητη, προσωπικότητα αντιπροσωπευτική της τρικυμισμένης εποχής των Κομνηνών».
      Τον βίο του συνέγραψε ο σύγχρονός του Μητροπολίτης Ρόδου, Ιωάννης ο Β΄. Ο όσιος ακόμα, συνέγραψε τον μοναστικόν κανόνα για τους μοναχούς της Ζαγοράς, το υποτύπωσις βιβλίο στο οποίο περιέχονται στοιχεία αυτοβιογραφίας και η μυστική διαθήκη του, λίγο πριν κοιμηθεί το 1093 στην Εύβοια, που, συμβουλεύει τους μοναχούς να συνεχίσουν το έργο του και να ολοκληρώσουν την οικοδόμηση και την διαφύλαξη της μονής. Το λείψανό του, βρίσκεται τοποθετημένο σε αργυρή λάρνακα στον εσωτερικό νάρθηκα του ναού της μονής.
     Η βιβλιοθήκη του μοναστηριού, είναι από τις μεγαλύτερες της Δωδεκανήσου. Έχει ακόμα, ένα πλούσιο και πολυτελές σκευοφυλάκιο, και οι τοιχογραφίες της μονής-είναι διαφόρων τεχνοτροπιών-διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Αξίζει να αναφέρει κανείς, και το τεράστιο ξυλόγλυπτο τέμπλο που κοσμεί το ναό της μονής. Είναι ένας ανεκτίμητος μικρός θησαυρός της λαϊκής ξυλογλυπτικής. (Ένα παρόμοιο έχω δει ότι υπάρχει και στο Γαλαξίδι).
     Στην Πατμιάδα σχολή, που ιδρύθηκε από τον Μακάριο Καλογερά και στεγάζεται στην μονή της Αποκάλυψης (1713), φοίτησαν και δίδαξαν σπουδαίοι δάσκαλοι του γένους. Όπως: ο Μακάριος Καλογεράς, ο Γεράσιμος ο Βυζάντιος, ο Δανιήλ Κεραμεύς και άλλοι.
    Στην Επανάσταση του 1821 ξεχώρισαν ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Δημήτριος Θέμελης και άλλοι.
     Η μονή όμως της νήσου δεν έχει κλείσει τον κύκλο της.
Τις ημέρες αυτές που εορτάζει τα 900 χρόνια της ίδρυσις της, και το νησί θα ζήσει μεγαλεία άλλων εποχών, ανοίγεται ένα νέο κεφάλαιο στη μακραίωνη ιστορία της.
     Και όπως και τότε, έτσι και τώρα, ας ευχηθούμε ένας άλλος εξόριστος ποιητής να φωτιστεί από την άσβεστη φλόγα του Λόγου και να φωτίσει και τις δικές μας ψυχές.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 12935-30/9/1988

Πειραιάς, 29 Δεκεμβρίου 2013.                            

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ

                 ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ  ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ


     Μετά τον θάνατο του Μαρξισμού, κάθε εσχατολογία είναι επιτρεπτή. Ίσως  γιαυτό ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα να γύρισε την ταινία του «Αποκάλυψη Τώρα» για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
      Οι προφήτες έκρυψαν τα ειλητάρια τους και κατέφυγαν στα βουνά λυπημένοι και μόνοι χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς, αηδιασμένοι από τα ιερατεία και τις δολοπλοκίες τους. Οι κατά καιρούς ερμηνευτές τους, παρανόησαν τον λόγο τους και έπλασαν μια δική τους θεωρία ο αλάστωρ λαός, ο πάντοτε πονεμένος και πάντοτε προδομένος από τις ίδιες του τις ελπίδες, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Οι παλαιοί προφήτες δεν είχαν την αίγλη των σημερινών και αυτό δεν τους το συγχώρησαν ποτέ οι νέοι πιστοί.
Ο όσιοι αρνήθηκαν να αγιοποιηθούν, και έγιναν ψαράδες και βαρκάρηδες στα νησιά του Ειρηνικού, εκεί που οι τρανοί εκπρόσωποι του Θεού επί της γης, δοκιμάζουν τα πυρηνικά τους όπλα. Οι ιερομάρτυρες ταξίδεψαν για τα νησιά Γκαλαπάγκος, για να συναντηθούν με τον Δαρβίνο, και να τον συμβουλευτούν για την νέα πορεία της ανθρωπότητας.
Οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, οι ταξιαρχίες των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, δεν φτερουγίζουν τα φτερά τους πλέον, δεν σκέπουν με την χάρη τους την πόλη, γιαυτό και οι καρδιές των ανθρώπων έπαψαν να ελπίζουν, τα αισθήματά τους πάγωσαν, αφέθηκαν στο έλεος της Ανάστασης.
     Οι Θεοί, κρύφτηκαν πίσω από μυστηριώδη θρησκευτικά δόγματα, θεατρικές τελετουργίες, ψαλμωδίες κακόηχων ελπίδων, αφορισμούς και επιταγές θανάτου, για να μην τους ανακαλύψουν οι θνητοί τους βεβηλώσουν, και χάσουν την αιώνια μακαριότητά τους. Και οι άλλοι, που σταυρώθηκαν για έναν χιτώνα ματωμένο, για μια μαρτυρία κούφιας ελπίδας, χάθηκαν μέσα στο ζόφο της αγνωσίας της γραφής, σκεπάστηκαν από τα πολλά κηρύγματα αγάπης.
Οι Θεοί κατανόησαν με θλίψη και απόγνωση ότι οι χθόνιοι μύθοι και οι δεισιδαιμονίες δημιούργησαν το πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι πιστοί τους και όχι το καθαρό πνεύμα, ο Ιστορικός Λόγος που κινεί την Ιστορία σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
 Έτσι, ζήτησαν από τον Φράνσις Φουκουγιάμα να γράψει για το τέλος της Ιστορίας. Μια, και ο Χέγκελ είχε πια γεράσει και η δική του θέση είχε λησμονηθεί από αυτούς που κατέλαβαν τα θερινά ανάκτορα του βασιλέα της Ιθάκης.
Εκείνος, ζήτησε για να ξαναγράψει την Ιστορία, οι άνθρωποι να κάψουν το βιβλίο της Αποκάλυψης, και να φωτίσουν με πυρίτιδα το υγρό σπήλαιο το αιώνια σκοτεινό. Να κάψουν το πιο Σουρεαλιστικό κείμενο της χριστιανικής παραμυθίας και καινοδιαθηκικής εσχατολογικής μυθολογίας.
Οι άνθρωποι δέχτηκαν, και ζήτησαν από τον Ισπανό ζωγράφο Σαλβατόρ Νταλί να προσφέρει τον «Εσταυρωμένο» του στους αυτόχθονες ινδιάνους του Αμαζονίου.
         Ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω από τον εγωιστικό εαυτό του, κουράστηκε να επαναπαύεται μέσα στην ηρεμία της ιδεολογικής πρόσκλησης και της μεταφυσικής ελπίδας.
Η ομορφιά της ζωής απήχθη από εραστές λαθρέμπορους και μάγους Λαιστρυγόνες, που την φυλάκισαν μέσα στο λυχνάρι του Αλαντίν.
      Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος είναι η μνήμη. Και ο Λόγος σαρξ εγένετο για να σταυρωθεί η Ομορφιά, να φυλακιστεί το Κάλλος του Λόγου.
Και το εωθινό φως κυκλώθηκε από το απερινόητο χάος.
Το χάος της ελπίδας. 
Το χάος του τρόμου της τυχαίας ζωής. 
Το χάος της δημιουργικής αίσθησης.
     Τα τύμπανα του πολέμου δεν έπαψαν από τότε που ο Ιωάννης συνάντησε τον Διόνυσο μέσα στον λαβύρινθο του Λόγου, που τον ονόμασαν γραφή.
      Αυτά προβλέποντας εγώ ο μεγαλόσχημος της πίκρας και της απόγνωσης, ο ταπεινός αντιγραφέας Εκείνου, που δεν μας έδειξε ποτέ το πρόσωπό του, ο αγαπημένος μαθητής τον  οποίο ηγάπα ο μανικός εραστής, πήρα απόφαση να μην ταχυδρομήσω τις επιστολές του Δασκάλου μου. Αποφάσισα να τις τυλίξω μέσα σε ένα σάβανο και να τις κάψω, και την στάχτη τους να μην την πετάξω στον Γάγγη, αλλά να τις δώσω στον Λάζαρο, που τους τελευταίους αιώνες συναναστρέφεται τον Ιωνά και δεν μας εξομολογείται τα μυστικά του, μάλιστα αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του έτσι ώστε οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία να παντρευτούν, η μία τον Κάρολο και η άλλη τον Βλαδίμηρο.
Είναι λέει φτωχαδάκια και κακοί επαναστάτες.
Και εκείνες από πείσμα που θα μείνουν γεροντοκόρες, αρνήθηκαν να δώσουν φιλοξενία και τροφή στον Παύλο, τον άφησαν να πάει στη Νέα Ρώμη νηστικό και ξυπόλυτο.
Αποφάσισα λοιπόν να καταστρέψω τις επιστολές Εκείνου με τα ενενήντα εννιά ξενικά ονόματα, γιατί εν ύπνω βρισκόμενος είδα το Όραμα που δεν μεταφράζεται. Έτσι κατάλαβα ότι κανείς δεν θα τις μελετούσε, ο Χόρχε τις είχε βουτήξει μέσα σε ένα ασκί με δηλητήριο. Και ακόμα και αν τις έπαιρναν από το σεντούκι που τις είχα κρύψει, θα τις κορνιζάριζαν στους τοίχους των σπιτιών τους για να τις λατρέψουν δίπλα στον χρυσό μόσχο.
Εξάλλου, ο κλεινός Ιωάννης είναι πολύ γέρος, τυφλός και κουφός έτσι κατάντησε από την πολύ άσκηση, δεν θα το καταλάβει. Άσε που φοβάται ότι η Σίβυλλα θα τον ερωτευθεί και θα τον κάνει να φύγει από το σπήλαιο, και εδώ έχει βρει την ησυχία του. Και αυτός ακόμα ο πανούργος Έλληνας ο Πλάτων αρνείται να τον επισκεφτεί, προτιμά να συναναστρέφεται τους Μεδίκους και τους διαφόρους Φορντ, αυτούς τους πλούσιους αργόσχολους του Κήπου των ηδονών.
        Κανένας πάλι, δοκησίσοφος αρχιερέας ή μοναχός δεν πρόκειται να σκύψει με σεβασμό και αγάπη πάνω από τις επιστολές και να τις μελετήσει. Αυτοί οι θεοφιλέστατοι της απελπισίας περί άλλων τυρβάζουν, δεν έχουν χρόνο για τόσο ποταπά ζητήματα, όπως είναι η σωτηρία των ψυχών ημών και υμών που αναφέρουν οι επιστολές.
Ει τις εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν υπάγει, ει τις εν μαχαίρα αποκτενεί, δει αυτόν αιχμαλωσίαν υπάγει, δει αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι…
     Και ενώ όλοι μιλούν και ομνύουν σε Εκείνον και στο όνομά του κάνουν βαθιές γονυκλισίες, αντάλλαξαν εδώ και αιώνες την Θυσία με την Εξουσία. Η ταπεινότητα εκείνου μετετράπηκε σε ιερατική έπαρση, σε μοναστική φιλαυτία σωτηρίας. Έκτισαν μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, μεγάλα ομαδικά κενοτάφια για να στοιβάζουν τους οβολούς των αφελών που μαζεύουν στο όνομά του.
Τα κοιμητήριά μας, δείχνουν το βαθμό της απιστίας μας-τους.
Κατάργησαν το απλό του όνομα για να δοξάσουν τους πομπώδεις και κούφιους τίτλους των αξιωμάτων τους.
Αυτοί οι ομφαλοψυχίτες φαναριώτες αμαύρωσαν τις ψυχές των ανθρώπων. 
Εμείς του άμωμου κέρδους προαγωγοί.
Και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών, ούτε εκ των φαρμάκων αυτών, ούτε εκ…
    «Μονάχα από τον τρόμο του κενού
                                Απόλυτου Τίποτα,
Που το περιβάλλον του
             αυτά τα φαντάσματα γητεύουν.
Μια μακάβρια σκέψη είναι ανεξέλικτη,
                      πληκτική  Στέρηση,
Αν και αυτό δεν είναι παρά μια συμφορά
                             του Καθαρτηρίου:
Η Κόλαση γνωρίζει φόβο ακόμη πιο τρομακτικό,
Έναν φόβο-μια μελλοντική κατάσταση-
                            που είναι η θετική Άρνηση!».
       Εγώ ο αγαπημένος μαθητής Εκείνου, του κλεινού Ιωάννη προείδα, γιαυτό πήρα την απόφαση να κάψω τις επιστολές με την πυρά που άναψαν οι ιερείς της Ιεράς εξέτασης. 
Είδα τους αυτοκράτορες και τους αρχιερείς, τους τραπεζίτες και τους ερμηνευτές των νόμων, τους δημοκόπους εθνοσωτήρες και τους μοναχούς-γέροντες, να καταστρέφουν τον Κόσμο με τις χορηγίες που τους προσέφεραν οι έμποροι των όπλων. Έκλεισαν με κερήθρες τα αυτιά τους, με ουράνιες ψαλμωδίες, για να μην ακούν τον αντίλαλο των παιδικών φωνών που πεθαίνουν αβοήθητα στην Ρουάντα, την Βοσνία, το Ζαίρ. Λησμόνησαν τα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου, οι ίδιοι αυτοί που τα δημιούργησαν. Ξέχασαν τους Εβραίους με το άστρο του Δαυίδ, που τους αποδεκάτισαν. Ξέχασαν τους Ομοφυλόφιλους με τα Ροζ τρίγωνα που τους έστειλαν στα κρεματόρια. Ξέχασαν τους αθίγγανους που τους ξεκλήρισαν. Ξέχασαν τους σωματικά ασθενείς που τους δολοφόνησαν. Αυτοί, οι ιερείς του Θεού και του Πολιτισμού.
    Οι μαυροφορημένες μανάδες, έμειναν αγράμματες και μαραγκιασμένες, άσπιλες και ανέγγιχτες για πολλούς αιώνες, γονατιστές μέσα στο σπήλαιο για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Για να ενώσουν τον ολολυγμό τους μαζί με εκείνον της αμνάδας όταν της παίρνουν τον αμνό της για να τον θυσιάσουν το Πάσχα μέσα στις εκκλησίες των πέτρινων φόβων.
   Οι οφθαλμοί μου σφραγίσθηκαν από την θλίψη.
Αυτοί οι ιερομόναχοι Φαρισαίοι, και πολιτικοί γραμματείς σταύρωσαν εκείνον, τον Κόσμο.
Η εξουσία, η περιβεβλημένη μοβ και πορφύρα κοκκίνη, και χρυσωμένη αισθήτα και χρυσίο και λίθο…, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος της.
    Και αφού έκλεισαν Εκείνον μέσα σε κορνίζες και ιερά σκεύη για να μην ακούει τον θρήνο και τον σπαραγμό των θνητών, άρχισαν να μολύνουν και το περιβάλλον. Με κάθε μέσο και όποιο τρόπο μπορούν.
Καγιανισκάκι.
    Γιαυτό θα καταστρέψω τις επιστολές, εγώ ο αμαρτωλός λογοπλάνος. Για να ξυπνήσω:
«Ξαναφτιαγμένος σε καινούργιο κόσμο
 Ελεύθερο-μια φλόγα, μια πνοή
που να την πω δεν ξέρω…»
    Έρχου, Έρχου, έσχατη πλάνη της φαντασίας μου και δρόσισε τα διψασμένα χείλη της ψυχής μου με ύδωρ ζωής δωρεάν.
    Έρχου, Έρχου, σκοτεινέ αστέρα της Γνώσης και αγίασε τους έχοντας το όνομα του θυσιασμένου Αρνίου στο μέτωπό τους.
    Έρχου, Έρχου, μακαρία μνήμη των ανθρώπων, σαρκωμένε Λόγε που βγήκες από το αυγό του Φάνη, και πρόσφερε την αιώνια ανάπαυση ότι ο χρόνος εγγύς.
    Εγώ ο αγαπημένος μαθητής του κλεινού Ιωάννη, ο Σαλλός της γνώσης και της μέθεξης φίλος, ο θαυμαστής της Ομορφιάς των αγαλμάτων με τα κάτασπρα γυμνά μέλη της αθωότητας των ανθρώπων, αυτά που σε οδηγούν στην αιώνια σιωπή και την διαρκή περιπέτεια της αυτοσυνειδησίας.
Ο εραστής της ποίησης των λουλουδιών και των στίχων, ο λάτρης των ένθεων γνωστικών που φυλακίστηκαν μέσα στο πιστεύω τους για να δοξασθούν από την Ιστορία ανεπίγνωστα. Ο θυμιατισμένος από έρωτα φωτός, και μύστης του λαμπερού ζόφου. Ο ακριδοκτόνος και πελασγικός.
Κατά πρόσωπό μου χλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς.
Όμως εγώ Είδα.
Το εσφαγμένο αρνίο σαν λαμπάδα καιόμενη να φωτίζει τον κόσμο με Έλεος.
Είδα τον Πενθέα να μαζεύει τις σάρκες της ανθρωπότητας για να δημιουργήσει τον νέο Αδάμ.
Είδα τον Οδυσσέα να προσκαλεί σε νέα ταξίδια όλους τους πληγωμένους εραστές της ζωής.
Είδα Εκείνον, μέσα σε μια πύρινη βάρκα φωτός να μου ψιθυρίζει:
Όσους εγώ εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω.
Και η φωνή του, ως φωνή υδάτων πολλών.
      Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα χαθούν τελειωτικά.
      Μακάριοι οι συγχωρούντες, ότι αυτοί θα σταυρωθούν μοναδικά.
      Μακάριοι οι προδομένοι της αγάπης, ότι αυτοί δεν θα αγαπηθούν ξανά.
      Μακάριοι οι κάθε είδους περιθωριακοί, ότι γιαυτούς ηχεί ο παιάνας της ζωής.
     Μνήμη και λήθη του κόσμου, όραμα και πράξη του μεγάλου Νου των ανθρώπων, όνειρο και έλεος του Θεού, όλα Ένα στο αιώνιο αλώνι της Ζωής.
Ένας μούστος που κοχλάζει η σκέψη μας, ένα κρασί που μεθά τα όνειρά μας.
Πλησιάζει Εκείνος, ο μη έχων μορφή, ο αιώνιος Νάρκισσος που δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του στον καθρέπτη του Κόσμου.
      Όμως αλί μου, είμαι πια πολύ γέρος, οι δάσκαλοι έχουν πεθάνει προ πολλού, οι προφήτες χάθηκαν πάνω στις βουνοκορφές με τις ύαινες, ο Υάκινθος ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο του έρωτα δεν θα αναστηθεί ξανά.
Ω! Βάκχες και Σιληνοί, είμαι ένας γέρος αντιγραφέας οραμάτων μυστικών, ονείρων μες στην πυρφόρα ομίχλη του χρόνου, διαβάζω το παλαιό ιερό κείμενο με το φως του φεγγαριού να σκιάζει την όρασή μου.
Και δεν διακρίνω κλεινέ Ιωάννη τον καβαλάρη που καλπάζει προς εμέ. Δεν διακρίνω αν είναι το εσφαγμένο αρνίο ή ο μαύρος καβαλάρης.
      Μακάριοι οι έχοντες την χάριν τους….

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», 26-Σεπτεμβρίου 1995.
Υ. Γ. Τα ποιητικά αποσπάσματα είναι:
Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Από το «Ο Ναρκωμένος Αρχάγγελος», S. T. Coleridge, βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και καθηγητή Βαγγέλη Αθανασόπουλου, εκδόσεις Χατζηνικολή 1991, σελίδα 46.
Από ποίημα του ποιητή, συγγραφέα και σκηνοθέτη, Πιέρ Πάολο Παζολίνι, από το βιβλίο του Παναγιώτη Χρ. Χατζηγάκη, «Από την Ιταλική Ποίηση», Αθήνα 1976, σελίδα 101.
Και από το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη.

Πειραιάς, Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013.      
   
                                               
   


            

ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ

ΑΓΙΟΣ  ΒΑΣΙΛΗΣ  Ο  ΕΛΛΗΝΑΣ


     Ιανουάριος ή Γενάρης ή Καλαντάρης, ο πρώτος μήνας του νέου έτους. Πήρε το όνομά του από τον Ιανό, τον Θεό των αρχαίων Ρωμαίων με τα δύο πρόσωπα σύμβολα. Της γαλήνης και της τρικυμίας, της ειρήνης και του πολέμου, της καταστροφής αλλά και της ευημερίας. Το 46 προ Χριστού με το Ιουλιανό ημερολόγιο καθιερώθηκε σαν πρώτος μήνας. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής ηπείρου άργησε να καθιερωθεί, λόγου χάρη στην Γερμανία καθιερώθηκε το 1579, στην Σκωτία και την Νορβηγία το 1600.
     Στην αρχαία Ελλάδα, με την παλαιά θρησκεία σαν αρχή του νέου έτους είχαν την 1 Μαρτίου, ή αργότερα την 1 Σεπτεμβρίου (κατά το εκκλησιαστική ημερολόγιο).
Με την πάροδο όμως του χρόνου, η πρώτη Ιανουαρίου είναι η καθ’ αυτή Πρωτοχρονιά, τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο.
     Πρωτοχρονιά, ο μεγάλος σταθμός της ζωής του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Με τον ερχομό της νέας χρονιάς, κλείνει ο παλαιός κύκλος του χρόνου και ξαναρχίζει ανανεωμένη η καινούργια ζωή. Χωρίς να διακόψει την πορεία της μέσα στην απεραντοσύνη των αιώνων. Αυτήν την νύχτα ένα μεγάλο ελπιδοφόρο και γιομάτο ευχές άλμα συντελείται, σαν αστραπή το χθες γίνεται σήμερα, και ο προηγούμενος χρόνος με ότι συσσώρευσε στις ζωές των ανθρώπων, ετοιμάζεται να πάρει την θέση του μέσα στο βιωματικό μαυσωλείο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους. Τα πάντα νοερά και ανεπαίσθητα αλλάζουν, και ένα ακόμα κερί της ανθρώπινης εμπειρίας σβήνει. Ενώ από την άλλη, ο άνθρωπος σαν άλλος Άτλαντας σηκώνει ένα ακόμα κομμάτι του χρόνου στους ώμους του.
         Και αυτήν τη νύχτα ένας μοναχικός ταξιδευτής, καλόβολος, ασκητικός, συγκαταβατικός, με ιερό φρόνημα, μελαψός και ξερακιανός, με σαντάλια και με κλωνανθισμένο ραβδί στο χέρι και την ευλογία στα χείλη, ο Έλληνας Αγιοβασίλης, ξεκινάει από τα μέρη της Καισαρείας για να διδάξει, να φωτίσει, να φιλέψει αλλά και να φιλοξενηθεί-φιλευτεί με καλούδια από κάθε ελληνικό σπίτι.
-Αϊ Βασίλη μ’ πόθε έρχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις.
-Από τα ξένα έρχομαι
κι από την Καισαρεία…
      Ιεροφάντη, Ουρανοφάντορα και Σοφίας εραστή, τον αποκαλεί η Εκκλησία.
Κατά τον Συναξαριστή, ο Άγιος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 329/330 από πλούσιους και ονομαστούς γονείς, οι οποίοι τον έδωσαν να τον μεγαλώσει γνωστή τους φτωχή οικογένεια κοντά στον Πόντο. Τις πρώτες σπουδές του, τις έκανε στην Καισάρεια. Αργότερα ο πατέρας του τον έστειλε στο Βυζάντιο και από εκεί στην ξακουστή και δοξασμένη Αθήνα κοντά στον φημισμένο φιλόσοφο των Εθνικών Λιβάνιο, όπου σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Γραμματική, Αστρονομία, Ιατρική.
      Την ίδια περίοδο, βρίσκεται και στην Αθήνα-πρωτεύουσα της φιλοσοφίας, της αισθητικής, του θεάτρου και της ρητορικής-ο μετέπειτα Ελληνολάτρης άτυχος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ιουλιανός. Καθώς και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ο Θεολόγος, άγιος και πατριάρχης μετέπειτα της Κωνσταντινουπόλεως με τον οποίον ο Βασίλειος συνδέθηκε με αδελφική φιλία. Τέσσερα χρόνια έμεινε ο Βασίλειος στην Αθήνα, κατόπιν ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Μεσοποταμία, την Συρία και την Παλαιστίνη. Επιστρέφοντας στον Πόντο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασκήτεψε.
Το 370 εκλέγεται επίσκοπος Καισαρείας και κατά την διάρκεια της επισκοπικής του θητείας ιδρύει το μεγάλο του όνειρο την Βασιλειάδα.(πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.λ.π.).
  Δεν σταμάτησε ποτέ να υπερασπίζεται τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους και τους αδικημένους, και να μέμφεται και να καυτηριάζει τους πλούσιους και τους ισχυρούς της εποχής του, οι οποίοι ζούσαν μέσα στην χλιδή και την ασωτία.
Πέθανε πολύ νέος, μόλις 48 ετών.
       Ξερακιανός, μελαψός, μεσόγειος τύπος, όπως ηλιοψήθηκε και ποτίστηκε από την αρμύρα της θαλασσινής ταξιδιωτικής του ζωής, κρατά στο χέρι του σαν λόγιος-όπως ταιριάζει στην ελληνική παράδοση-χαρτί και καλαμάρι και φέρνει στους ανθρώπους τα συμβολικά του μηνύματα: την αγάπη, την καλοτυχία, την αδελφοσύνη, την ελεημοσύνη και την ιερατική του ευλογία. Βαστά ακόμα στο χέρι το ραβδί του, με τις θεϊκές θαυματουργικές ιδιότητες, όπως πιστεύει ο απλός λαός, που με αυτό σκορπάει και χαρίζει τα δώρα του στους ανθρώπους που επισκέπτεται. Για τους θαλασσινούς και ιδιαίτερα τους ναυτικούς, το ραβδί αυτό είναι κουπί, με το οποίο ευλογεί το καράβι τους για να είναι καλοτάξιδο όλη την χρονιά.
Ταξιδεύει συνέχεια, επισκέπτεται και κουβεντιάζει με τους γεωργούς τους βοσκούς τους διαφόρους ξωμάχους την πρώτη του μήνα, είναι καλοπόδαρος και φέρνει τύχη καλή και πολλά καλούδια στο σπίτι που θα επισκεφτεί και θα φιλοξενηθεί.
-Καλημέρα κυρ Βασίλη, ήφερες μας γερωσύνη;
-Κουκιά, ροβύθια, φασούλια, ριφάκια πρόβατα, νυφάδες και το βάρος σας σε μάλαμα.
     Στα διάφορα έθιμα του Αγίου, ανά την Ελληνική επικράτεια, ξεχωρίζουμε ψήγματα στοιχείων πρωτόγονου «προαισθητικού» και  δραματικού θεάτρου. Γιατί πάρα πολλές φορές, κάποιο παιδί ή και μεγάλος ακόμα, υποδύεται τον Αη Βασίλη. Όχι μόνο αλλάζοντας αμφίεση αλλά με ορισμένες στοιχειώδεις και «υπολανθάνουσες» μιμικές κινήσεις και αναπαραστάσεις, δρώντων προσώπων αρχαίου χορικού, με μικρές απλές και κοφτές διαλογικές συζητήσεις και φωνητικές μεταλλαγές, μιμούνται την ζωή του Αγίου και εκφράζουν τις επιθυμίες και τις σκέψεις του, ή τις φιλάνθρωπες επιλογές του.
     Ο Έλληνας Άη Βασίλης, δεν είναι ο εύρωστος Άγιος με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και την κάτασπρη χιονισμένη γενειάδα, που φοράει αρχοντικά ρούχα, κόκκινη ερμίνα και γυαλισμένες μπότες ενός «καλοβολεμένου νοικοκύρη» που ξεκινάει από το Βόρειο ημισφαίριο με το έλκηθρο του που το σέρνουν τάρανδοι για να επισκεφτεί τον κόσμο. Σαν τον καλοθρεμμένο, χαρούμενο και κατακόκκινο Pere Noel, ή τον των Saint Nicolas των δυτικοευρωπαίων. Την μορφή αυτή του αγίου, την δανειστήκαμε από τον Βορρά-την ονομάσαμε Άη Βασίλη και την στήνουμε στα καταστήματα, στις πλατείες και στολίζουμε τα σπίτια ή τα μπαλκόνια μας-για να εξυπηρετεί τις δικές μας θρησκευτικές, ψυχολογικές και ιδιαίτερα εμπορικές και καταναλωτικές ανάγκες. Ασφαλώς όπως κάθε λαός, έτσι και εμείς χρειαζόμασταν ένα ιστορικό οικουμενικό σύμβολο που να εκφράζει την γιορτή και την περίοδο αυτή της αλλαγής του χρόνου. Ένα Ον που να «προσωποποιεί» τον καινούργιο χρόνο.
Αν δεν βρίσκαμε αυτό το πρότυπο, θα το δημιουργούσαμε από μόνοι μας για να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές και κοινωνικές μας ανάγκες. Είναι μέσα στην ιδιοσυγκρασιακή φύση του Έλληνα, να θέλει πάντοτε να αναπαριστά και να μετέχει ενεργά και προσωπικά στο Θείο και τον αντίξοο αγώνα της Φύσης και της Ζωής.
     Χωρίς την άμεση συμμετοχή του στα γεγονότα της Ιστορίας και του Θρύλου ο Έλληνας άνθρωπος, δεν συλλαμβάνει το χώρο μέσα στον οποίο κινείται κάθε υπερβατικό στοιχείο και δρα με τους δικούς του κανόνες. Αν δεν πάσχει και δεν συμπάσχει μαζί του ο Άγιος ή ο Όσιος, ο Θεός ή ο αντίπαλός του ο Εωσφόρος, του είναι αδιάφοροι, τους προσπερνά χωρίς την ανάλογη βαρύνουσα σημασία για την ζωή του.
    Ούτε πάλι ο Έλληνας Άη Βασίλης είναι ένα ξωτικό ή ένας καλικάντζαρος που μπαίνει στα σπίτια κρυφά, από μυστικές κερκόπορτες ή παλαιότερα από τις καμινάδες.
Ο Έλληνας Άη Βασίλης, είναι άνθρωπος βγαλμένος μέσα από την ελληνική ιστορία και σκέψη, και έχει μπολιαστεί και επενδυθεί από την μαγιά της λαϊκής μας παράδοσης και μυθοπλασίας. Όπως και τόσοι άλλοι γνήσιοι «λαϊκοί» άγιοι, ή ήρωες, της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης του ελληνικού πανθέου.
     Σαν βυζαντινός μεσουράνιος στρατοκόπος με σκούρο σκουφάκι, γένια και μαύρα μαλλιά, σφιχτά φρύδια και με σκαμμένο πρόσωπο από τα βάσανα και τις κακουχίες της ζωής, αλλά με βλέμμα γεμάτο καλοσύνη και ελπίδα, και μια ζεστή αγκαλιά μοιάζει ο Έλληνας Άη Βασίλης με βυζαντινό μοναχό που προέρχεται από τα βάθη ενός άλλου πιο αληθινού και καλοσυνάτου κόσμου. Μοιάζει αν είναι ορθή η παρομοίωση, με τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό-το μεγάλο δέντρο-που γύρναγε στα χωριά και βοηθούσε τους ανθρώπους. Που έχει στο ζωνάρι του, το καλαμάρι του λόγιου με το οποίο διδάσκει τους αγράμματους και φτωχούς ανθρώπους.
     Κρατώντας με στιβαρό χέρι το ραβδί του, προχωράει θαρραλέα προς τα χαμόσπιτα των απλών και φτωχών ανθρώπων για να τους χαρίσει την ευλογία του και να φιλοξενηθεί από αυτούς. Οι χωριανοί τον περιμένουν με αγωνία και τον υποδέχονται με τιμές που του αξίζουν, και του στρώνουν το γιορτινό τραπέζι για να ξαποστάσει και να φιλευτεί.
      Σε πολλά χωριά της Ελλάδας, τοποθετούν το βράδυ της παραμονής πάνω στο τραπέζι κόλλυβα, κρασί και το πουγκί του οικοδεσπότη γιατί πιστεύουν πως θάρθει ο Άγιος να γευματίσει και να τους ευλογήσει. Τα παιδιά βάζουν κάτω από το προσκέφαλό τους μια κάλτσα για να βάλει ο Άγιος τα δώρα του, ή την κρεμούν πίσω από την πόρτα.
     Σε άλλα μέρη στρώνουν τραπέζι και τοποθετούν πάνω του τηγανίτες, ζυμωμένα γλυκά, κρασί και νερό, αμύγδαλα, φουντούκια και μέλι, έτσι ώστε να τα βρει ο Άγιος να τα φάει και να ευλογήσει το σπίτι να έχει καλή σοδειά και υγεία τα άτομα που το κατοικούν. Ακόμα χτενίζουν και περιποιούνται οι χωρικοί τα ζώα τους, και βάζουν την μερίδα του καθενός στο παχνί τους από την βασιλόπιτα, γιατί και τα ζώα έχουν το μερτικό τους από την πίτα που φτιάχνουν οι νοικοκυραίοι.
    Σε άλλα μέρη της Ελλάδος, στην Σκύρο παραδείγματος χάρη, οι παλαιοί μυλωνάδες ρίχνανε την Πρωτοχρονιά μέσα στην τρύπα του μύλου, σταφίδες, σύκα, καρύδια και άλλα τρόφιμα για να φιλέψουν το στοιχειό που βγαίνει κάτω από το ζουρειό του μύλου. Σε πολλά νησιά, οι βαρκάρηδες της νήσου, πάνε στη βάρκα ή το ψαροκάικο τους νερό, γλυκά, ρόδια και τους ρίχνουν χρήματα να την ασημώσουν. Ακόμα θα κόψουν την πίτα, κόβοντας και το μερίδιο της βάρκας.
       Τα έθιμα του Αγίου Βασιλείου είναι πάρα πολλά και ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Από την αρχαιότητα και τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, έως τις κομψές και γλαφυρές περιγραφές του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και του ξαδέρφου του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
     Παρόλα αυτά όμως, προξενεί έκπληξη η περίπτωση αυτού του Έλληνα Άγιου. Αν και κατέχει μια εξέχουσα και σημαίνουσα θέση μέσα στην εκκλησιαστική ζωή και στην θρησκευτική γραμματεία(το συγγραφικό του έργο από όσο γνωρίζω μέσα στην ελληνική πατρολογία, αποτελείται από 10 τόμους, έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο του Μερετάκη ΕΠΕ στην Θεσσαλονίκη), όσο και μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, στην λαϊκή φαντασία και αντίληψη, είναι ένας ζεστός, μορφωμένος, ανθρώπινος και πολύ οικείος άγιος, καθόλου συναξαρικός και απόμακρος, ο οποίος ζει και περπατά ανάμεσά μας, ταξιδεύει σιμά μας σαν να μην έχει πεθάνει.
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω. Ζη και παρ’ ημιν, ως λαλών εκ των βιβλίων, όπως ψέλνει ο ψαλμωδός του τροπαρίου.
    Ή που μας έρχεται από τα βάθη ενός άλλου κόσμου κάθε πρώτη του Γενάρη για να βάλλει σε κίνηση τον τροχό της καινούργιας χρονιάς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Εξόρμηση» 31/12/1989.

ΠειραιάςΚυριακή,29 Δεκεμβρίου 2013.                                       

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 ΑΙΜΑΣΣΟΥΣΑ  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ


«δολόμητιν δ’ απάταν  θεού     Ποιος όμως θνητός θα ξεφύγει
τις ανήρ θνατός αλύξει;        την απάτη του θεού τη δολόπλοκη;  
τις ο κραιπνώ πόδι πηδή-    Ποιος με πόδι γοργό τέτοιο πήδημα
-ματος ευπετέος ανάσσων;  θα πετύχει; Γιατί με γλυκόγελα
φιλόφρων γαρ ποτισαίνου-  καλοπιάνοντας η Άτη τον άνθρωπο
-σα το πρώτο παράγει           παρασέρνει στα δίχτυα της,
βροττόν εις άρκυας ‘Ατα,    κι από κει να ξεμπλέξει δεν είναι
τόθεν ουκ έστιν υπέρ θνα-    μπορετό για κανέναν.
-τον αλύξαντα φυγείν».

                   Αισχύλου, «Πέρσαι», Χορός, στίχος 103-111
            Μετάφραση: Τάσος  Ρούσσος, εκδόσεις Κάκτος 9/1991


                         ΩΔΗ  ΣΤΟΝ  ΓΙΑΝΝΗ


Σεπτέμβρης μήνας ήταν θαρρώ
όταν εισέβαλες στο κελί μου τροπαιοφόρος
με τους κεραυνούς της νιότης στο στήθος σου,
κι αυτή τη μαβιά μελαγχολία στο βλέμμα.
Αγνοούσες τους λαβύρινθους του Λόγου
Αναζητούσες τη δόξα
στις κολασμένες αγκαλιές των πότνιων γυναικών
στις αστάρτες με τα μεγάλα στήθη
εκεί αναπαυόσουν, έλεγες.
Ευθυτενής: σαν απάτητη βουνοκορφή.
Μοιραίος: σαν άγγελος πρωτοστάτης.
Τρομαγμένος: σαν μικρή αρμπαρόριζα
στον οραμάτων μου τον κήπο.
Ακούμπησες στον ώμο μου κι αφέθηκες να
σε κυλήσω στο σκοτεινό ταξίδι της γνώσης,
στο περιπετειώδες των αισθήσεων σώμα.
Εσύ, ηνίοχος του πνεύματός μου.
(με τα νεανικά σου χρόνια φανός στα ρουμάνια της σκέψης μου)
Η γνώση καιροφυλαχτεί με το μαχαίρι στα δόντια
έτοιμη να τεμαχίσει
δίχως αιδώ, χωρίς άλγος
τα εξαίσια νιάτα-
βέβαιη για την έκβαση της φύσης
σίγουρη για τη φθορά του σώματος,
που αναμένουμε….
Το σώμα, άχ!
Το σώμα, του Λόγου:
φλόγα πύρινη-
που κατακαίει τα σωθικά.
Λάβρα ενστίκτων-
που υαλογραφεί το εκμαγείο της ομορφιάς με
σύμβολα,
λυγμούς,
μεταμέλειες.
Ω νέε των αιώνιων ερώτων της μνήμης.
Φως ερασιθάνατο που τυφλώνει.
Ποιός άνεμος πάθους
στροβιλίζει
τα όνειρά μου,
ποιός λίβας
πυρώνει
τις αισθήσεις μου.
Ω χυμώδες σώμα του Σεπτέμβρη του 1995,
πως πλησίασες τόσο σιμά μου,
πως σ’ άγγιξαν τα ίχνη των φλεβών μου…
Ω χείλη κεράσι,
πως ν’ αντέξω τη γεύση σας.
Ω βλέμμα παρθενικό,
πως με μαγνητίζει η λάγνα αγνότητά σου.
Μνήμη, μνήμα μου.
Μονάχα εσύ αντέχεις το βάρος της απουσίας
μονάχα εσύ παρηγορείς τα δάκρυα της στέρησης
μονάχα εσύ σφραγίζεις το τέλος της περιπέτειας…
Μικρέ πρίγκιπα του καλοκαιριού,
θα αναπαύεσαι τώρα
σε ρυτιδωμένες αγκαλιές
που κόπηκαν απ’ το πλευρό των Αδάμ
εν υπνώσει.
Θα αγωνιάς για νέα θυρανοίξια
της θηλυκής κόλασης,
και θ’ αφουγκράζεσαι το βουητό του πνεύματος
χωρίς να κάνεις το μοιραίο βήμα της ελευθερίας.
Θα στέκεις εκεί,
Εγκλωβισμένος από την άγνοια της συνήθειας,
δίχως να σπας τα δεσμά…
Τα βλέμματά μας,
γιατί νάναι πάντα στραμμένα
προς τον θάνατο.
Η μνήμη, ο Αλεξανδρινός κι εσύ,
νέε των λυγμών και των ονείρων,
-μικρό καλοκαιράκι των ερώτων-
θα με συνοδεύετε στην Ιθάκη της γραφής,
στις όχθες της λησμονιάς του Λόγου,
καθώς κυρτός μπροστά στο Ναό της Γνώσης
θα συλλογίζομαι τη ματαιότητα της μεταμέλειας
του γερασμένου σώματός μου.
Και θα χαράζω με το αίμα των χειλιών μου
πάνω στην εικόνα της παρηγορήτρας μνήμης
τη λέξη «σ’ αγαπώ»
για σένα
που δεν θα την έχεις πιά ανάγκη.

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Περιπλανητής»
τεύχος 6/ Φθινόπωρο 1996, σελ. 53.


     Το  μαρτύριο του Σώματος

Φίδι της έκστασης η παρουσία της πόλης
κουλουριάζεται γύρω από τις αισθήσεις
περιμένοντας το πλήρωμα του χρόνου.
Ερωτική φωταγωγία η παρουσία σου
στα σκοτεινά ρουμάνια της ερημιάς μου
καθώς το βλέμμα απλόχερα απλώνεται
και κυκλώνει την απουσία.
Μια απουσία ανέκφραστη
από της μαρτυρικής επιθυμίας την άρνηση.
Ποιός άνεμος φόβου σε τράβηξε μακριά μου,
Ποιά θάλασσα συνήθειας ονειρεύτηκε
την παρουσία σου,
ποιά χέρσα γη συναισθημάτων
πόθησε το κορμί σου…
Ω σώμα
τυραννική γραφή,
ουράνιο τόξο των αισθήσεων,
Αυγουστιάτικη σελήνη πόσο σε λάτρεψα…
Σαπφείρινο μαβί τα μάτια
μέθυσαν την όρασή μου.
Θα με θυμάσαι άραγε
σαν ξεκουράζεσαι στων
κρυφών ενοχών σου τα όνειρα;
θα σου λείπω
σαν ξεφυλλίζεις
των αναμνήσεών σου το βιβλίο;
Θα νοσταλγείς
το πικρό χείλι της γνώσης
σαν θα ομνύεις στου μέλλοντος
τις νέες εμπειρίες;
Ποιός ξέρει…
Ίσως ο Αλεξανδρινός γητευτής
των κρυφών ερώτων
να είναι η μόνη παρηγοριά
γι’ αυτούς που δεν τόλμησαν
ν’ αγαπήσουν
πέρα από την Τέχνη άλλη θηλυκή παρουσία.
Εδώ αρχίζει το όνειρο της γραφής
και τελειώνει η κόλαση της μνήμης.


---------     ------------    ---------------


Χαμένος  Έρωτας

Ξαφνιάστηκες με την παρουσία μου
το βράδυ εκείνο της μνήμης
γύρευες την αίσθηση του απόλυτου
στους τρικυμισμούς των παθών.
Εσύ,
μου είπες,
θα γίνεις οδηγός των αισθήσεών μου,
εσύ,
θα με ταξιδέψεις στις άβατες
σπηλιές του κορμιού σου,
εσύ,
θα ονειρευτείς τη σωτήρια
παρέμβαση της αφής,
Μήλο κόκκινο-
η νιότη-
στα χέρια σου
με πείσμα το κρατούσες μακριά μου.
Με αναζήτησες κρυφά
στης τέχνης τις πευκοβελόνες
και στο άρωμα της γνώσης.
Ζωγράφισα το πέρασμά σου
με του ανέκφραστου το χρώμα
στην καρδιά μου.
Σώμα εσύ της πόλης και του έρωτα
σκορπίστηκα στο άγγιγμά σου…
Νυμφίου οδύνες την σάρκα μου καρφώνουν
κι ο ήχος ενός φλάουτου συντροφεύει
την απουσία σου
που έγινε έκπληξη.
Τώρα,
τα χείλη στέγνωσαν από το άγχος
της περιπλάνησης
στα ριζά του νέου κορμιού της φαντασίας.
Τώρα,
η παρηγορήτρα μνήμη σφαδάζει
ακολουθώντας τα ίχνη της στέρησης
περιμένοντας εσένα
που χάθηκες από την όραση των λέξεων.
Τώρα,
το βλέμμα πλανάται
στο έρημο δωμάτιο
καταγράφοντας τα βήματα της σιωπής
καθώς μεθώ
με την απουσία σου
στην απρόσμενη γαλήνη του χρόνου
και της καρδιάς μου τους άρρυθμους
κτύπους.

----------        ---------------     -----------------

                
Νοσταλγία

Μεγάλο
όπως ο πόνος μου
απόψε το φεγγάρι
και συ μαθαίνεις να φιλείς
τα κόκκινα μου χείλη
Μεγάλο
σαν τον πόθο μου
απόψε το φεγγάρι
και συ ξεψυχάς
πάνω στο κορμί μου
Μεγάλο
σαν την επιθυμία μου
απόψε το φεγγάρι
στα σύννεφα κρυμμένο
να μου θυμίζει
τη δική σου
απουσία.

------------      --------------     ---------

                   Εικονογραφήσεις


Α΄

Ένας νέος
σου ζήτησε να κάνετε έρωτα
Τον κοίταξες στα μάτια
και του είπες:
Έχει πολλή υγρασία
απόψε, μωρό μου.
Και βούτηξες στην παγωμένη λίμνη.

Β΄

Κάποιος
στη μέση του δρόμου
ζήτησε τη φωτιά σου-
ίσως ήταν πρόφαση.
Έσκυψες να δεις τα μάτια του,
και αυτοπυρπολήθηκες.

Γ΄

Κάθε σιωπή:
            και η ηχώ της.
Κάθε πίστη:
            και μια απιστία.
Κάθε Χριστός:
            και η Μαγδαληνή του.
Κάθε Τάτζιο:
             και ο Άσενμπάχ του.

------------     -----------    -----------

         Η Γαλήνη

Η ματιά είχε τη νηνεμία της θάλασσας
το σώμα ήταν ζεστό
πιο ζεστό
κι από τη χόβολη στο τζάκι.
Τα χείλη στάλαζαν νέκταρ
και τα χέρια τρυφερά
σαν την υγρή ομίχλη
στην ακροθαλασσιά πάνω στα όστρακα.
Γεύτηκα τον έρωτα
μια νύχτα
κάτω από τις ακακίες
μέσα στις ρεματιές.
Λιγώθηκα από ηδονή πάνω στις πευκοβελόνες
έχοντας για προσκέφαλο ένα ξωκλήσι.
Και μετά το πάλεμα
πάνω στα πλατιά στήθη,
μετά το τρελό μεθύσι των φιλιών
τη σιωπή και το βύθισμα
το χουχούλιασμα στην αγκαλιά,
η σιγουριά του ξάστερου ουρανού
η γαλήνη κι απαντοχή της αυριανής μέρας.
(ότι εκείνος, θα είναι και πάλι εδώ)
Το ταξίδι για τους Εμμαούς.
Κι όλα, τόσο ξαφνικά
όλα, τόσο σύντομα,
ώσπου να σβήσει ένα αστέρι
να δακρύσει ένα χελιδόνι…
Όλα, μέσα σε μια νύχτα.

-----------    ---------    --------------

Σχολείο: Α, ναι! Ξέχασα,
                 Ότι υπάρχουν και Αρχαιολογικοί χώροι.

              Το  Μορτάκι

Κρύωνε πολύ
και όλα τα δάση του κόσμου
για εκείνο ήσαν ξένα.
Και η τριανταφυλλιά
πούχε φυτρώσει στον ύπνο του
είχε κι αυτή
βαρύ χειμώνα.
Ύστερα ήρθε η φωτιά
ήταν καλή,
είπε.
Κι άπλωσε τα χέρια του να ζεσταθεί.
Και του πέρασαν τις χειροπέδες.

-----------   ----------------    ---------------

       Σύζευξη

α΄

Είμαι η πλατιά θάλασσα
και είσαι η σελήνη που καθρεφτίζεται πάνω μου.
Είμαι η σκοτεινή νύχτα
και είσαι τ’ αστέρι που οδηγεί τα όνειρά μου.
Είμαι η χέρσα γης
και είσαι το άροτρο που θα με οργώσει..
Είμαι η αδηφάγα μήτρα
και είσαι ο σπερματικός λόγος που θα με ματώσει.

β΄

Με κλειστά μάτια
ονειρεύομαι τα μάτια σου.
Με κλειστά μάτια
ψηλαφίζω τα χείλη σου.
Με κλειστά μάτια
ποθώ το κορμί σου…
Ανοίγω τα μάτια
τα χείλη σου φιλούν άλλα χείλη.
Ανοίγω τα μάτια
τα χέρια σου χαϊδεύουν άλλα χέρια.
Ανοίγω τα μάτια
το σώμα σου ποθεί άλλο σώμα…
Θέλω να κλείσω τα μάτια
για πάντα…
Για πάντα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, στην εφημερίδα(τα περισσότερα)
«Η Φωνή του Πειραιώς), δεύτερη ξαναδουλεμένη, στην ποιητική συλλογή «Ολίγη λιβάς…», εκδόσεις Σελάνα-Πειραιάς 1998

Και μια προσθήκη:

«Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» έτος 1961

Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
κακό μεγάλο να βρω,
να μη με θέλει ο ουρανός,
ήλιο να βλέπω μαύρο
 Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
να μ’ αρνηθούν οι φίλοι,
χάδι ποτέ μου να μη δω,
να μη φιλήσω χείλη.
---- ---
Αν σ’ αρνηθώ φιλώ σταυρό
κι όρκο βαρύ σου κάνω,
αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
να πέσω να πεθάνω.

Στίχοι: της ποιήτριας, στιχουργού, μεταφράστριας και τραγουδίστριας Δανάης Στρατηγοπούλου
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής.

Πειραιάς, Σάββατο, 28 Δεκεμβρίου 2013.