Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Μνήμη Ευαγγελίας Σολωμού


Ευαγγελία Σολωμού
Πειραιάς 5 Δεκεμβρίου 1947-Πειραιάς 30 Ιουλίου 2018
Ακολουθώ τις συντεταγμένες
που μ’ όρισες
Σκοπός
Πώς;
Το νερό του γέλιου σου
Πού;
Το μάννα των χεριών σου
Χωρίς.
Η αλήθεια σου,
γοργόνα καρφωμένη στην πλώρη,
χαράζει την ρότα μου
για όπου…
για όσο…
                            Βαγγελίτσα Σολωμού

     Αυτό το «για όσο…», είναι που ήρθε άξαφνα να ολοκληρώσει η Βαγγελίτσα Σολωμού χθες Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018, μία εβδομάδα μετά το Μεγάλο Κακό. Τραγικές στιγμές για την πατρίδα μας, για όλους εμάς που δεν ξέρουμε πώς να παρηγορηθούμε, πώς να δικαιολογήσουμε την δική μας αντοχή, που να διοχετεύσουμε τον πόνο μας για να βλαστήσει η νέα πικραμένη ζωή της ελπίδας. Καμένοι έλληνες και ελληνίδες, πνιγμένοι έλληνες και ελληνίδες, αγνοούμενοι έλληνες και ελληνίδες, το πρόλαβες Βαγγελίτσα, και μαύρισε η ήδη κουρασμένη καρδιά σου. Μωρά, παιδιά, άντρες, γυναίκες, μεγάλοι, μικροί, γέροι, γριές, άγνωστοι μεταξύ τους που συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματά τους στην καύτρα της φωτιάς που σαν φίδι τους τύλιξε. Βασανισμένες υπάρξεις, ταλαιπωρημένες ζωές, πικραμένα σώματα που φώναξαν με ένα λυγμό Γιατί; Αυτός ο λυγμός πόνου που σε έπνιγε και σένα Βαγγελίτσα από τις 28 Νοεμβρίου του 2005, που Μαύρη Μοίρα πήρε κοντά της το μοναχοπαίδι σου τον Βασίλη. 24 χρόνια πρόλαβε μόνο να αναπνεύσει την ανάσα σου, να σκύψει και να του χαϊδέψεις τα μαύρα μαλλιά του, να απλώσει το μάγουλό του και να του φιλήσεις τα μάτια του που σε κοιτούσαν με απορία καθώς δεν μπορούσαν να διακρίνουν το αύριο που τέλειωνε τόσο γρήγορα μπροστά σου, και μπροστά στον πατέρα του τον Δημήτρη, τον πιστό σύντροφό σου. Άνθρωποι που τρέχουν αλαφιασμένοι, ζωές γεμάτες ένταση απόγνωσης που περιφέρονται μην γνωρίζοντας προς τα πού να στραφούν για να σωθούν, αυτοί, τα παιδιά τους, τα πιστά τους κατοικίδια. Οδηγούνται αγκαλιασμένοι με το μαύρο του θανάτου στα μάτια τους στην φωτιά και απανθρακώνονται, σαν πανικόβλητα αηδόνια που γουργουρίζουν μέσα στα δίχτυα της μοίρας του θανάτους τους. Σαν τρομαγμένα γλαροπούλια που αποχαιρετούν για τελευταία φορά αυτό το τρελό θέαμα του κόσμου λίγο πριν βυθιστούν στο αιώνιο σκοτάδι, όπως και εσύ Βαγγελίτσα που ταξιδεύεις μαζί τους εδώ και λίγες ώρες. Ένα καυτό κύμα θανάτου τους παρασέρνει στα νερά της λήθης. Ένα πέλαγος φωτιάς που οδηγεί τα ημίγυμνα κορμιά τους στο βασίλειο της λύπης που δεν έχει παρηγοριά. Εκεί, μαζί τους Βαγγελίτσα, τώρα θα τους ετοιμάζεις τις πειραϊκές λιχουδιές σου που ήξερες να φιλεύεις τους φίλους σου που έμπαιναν στο Βιβλιοπωλείο σου και στο σπίτι σου στην Καλλίπολη που ήταν πάντα με ανοιχτές πόρτες χωρίς κλειδαριές, χωρίς αμπάρες. Δεκάδες έλληνες Νεκροί, απαράλλαχτα είδωλα καμνώντων που τους ομοίωσε η φωτιά όχι της πίστης, όχι της ελπίδας αλλά της απόγνωσης, του ξαφνικού θανάτου, που δεν θα αναπαυθούν ειρηνικά ποτέ σε μνήμα, δεν θα ξεκουράσουν το σώμα τους στην υγρή γη. Χώμα δεν θα τους σκεπάσει, όπως σκέπασε το μοναχοπαίδι σου Βαγγελίτσα και γιαυτό είσαι δακρυσμένη εκεί Κάτω. Όχι για σένα, αλλά για τους Άλλους. Αυτούς που δεν πρόλαβες να σώσεις, αυτούς που δεν πρόλαβες να αγκαλιάσεις για να τους προστατεύσεις σαν Μάνα από την πύρινη λαίλαπα, αυτούς που δεν πρόλαβες να δροσίσεις τα χείλη τους με νερό παρηγοριάς. Αυτούς και αυτές που χάθηκαν τόσο άδικα, και κανένα δάκρυ αλήθειας δεν χύθηκε από αυτούς που μας κυβερνούν και πίστευες Βαγγελίτσα με τόσο πάθος, και δικαιολογούσες τις άφρονες και άσπλαχνες πολιτικές τους. Καμία παραίτηση ευαισθησίας δεν έγινε από τους δήθεν υπηρέτες του Λαού. Αντίθετα….. Πρόσωπα της σύγχρονης Ελλάδος που αναχώρησαν σε μια σκοτεινή περιπέτεια θανάτου που δεν τους αναλογούσε. Δεν το ήλπιζαν, δεν το εύχονταν. Έφυγαν με την κατάφαση του θανάτου στα φλογισμένα μάτια τους, ολομόναχοι ή σφιχταγκαλιασμένοι. Ποιους να κηδέψεις, αυτούς που έφυγαν ή τους άλλους που έστησαν χορό πάνω στις στάχτες και δεν ντρέπονται. Βαγγελίτσα, φίλη μου Πειραιώτισσα, πάντα πίστευες στην πλέρια δημοκρατία και την εξάλειψη της αδικίας του ανθρώπου από άνθρωπο, όμως αυτοί που σήμερα μας κυβερνούν σώμα εκ της σαρκός των χθεσινών ομογάλακτων κυβερνόντων μας, δεν είναι δημοκράτες Βαγγελίτσα, δεν πονούν. Μειδιούν κυνικά, σκληρά, απαίσια, στεγνά χωρίς έλεος, στυγνά σαν τον κόσμο που πρεσβεύουν Βαγγελίτσα. Αποτύχαμε Βαγγελίτσα στα νεανικά μας όνειρα. Γιαυτό και το δάκρυ μας Βαγγελίτσα είναι υφάλμυρο, στυφό όπως τα καψαλισμένα χείλη των αδικοχαμένων που σκεπάζονταν με τα μαντήλια για να μην δουν τον πυρωμένο θάνατο που κάλπαζε κατά πάνω τους. Σπαταλήσαμε τις ζωές μας σε πολιτικάντηδες που δεν άξιζαν, πολίτισσα Βαγγελίτσα, που από πάντα ήσουνα στρατευμένη στο χώρο της αριστεράς που πίστευες με αυταπάρνηση. 
Καψαλισμένα πρόσωπα Ελλήνων Βαγγελίτσα που θα ταξιδεύουν αιωνίως στην ατμόσφαιρα, θα υπερίπτανται στην φαντασία των συγγενών τους, στις χειρονομίες των δικών τους που δεν ξέρουν προς τα πού να στραφούν. Δεν θα είναι παρεπίδημοι, Βαγγελίτσα, όπως το μοναχοπαίδι σου ο Βασίλης που δεν λησμόνησες ποτέ, ούτε και τώρα που στα σκοτεινά τον αναζητείς με το κεράκι της ψυχής σου. Δεν θα τους στολίσουν τα άνθη της αττικής γης, Βαγγελίτσα, δεν θα τους γνέφουν οι νεκροί των άλλων μνημάτων, καλώντας τους σε κουβεντολόι σαν και αυτά που γνωρίζουν τόσο καλά να ανοίγουν οι νεκροί μεταξύ τους, αιωνίως. Απόδημες σκιές που καταργούν τον λόγο και όμως εξακολουθούν να συνομιλούν, να επικοινωνούν μεταξύ τους, να μας στέλνουν τα μηνύματα της μελλοντικής μας αναχώρησης. Όλα έγιναν πύρινη αίσθηση Βαγγελίτσα, δημότισσα της πόλης του Πειραιά, ενεργός πάντα πολίτης και άνθρωπος στάθηκες, Βαγγελίτσα, και ο σύντροφός σου ο Δημήτρης.
     Η φωτιά της μητριάς πατρίδας που αγάπησαν και εμπιστεύτηκαν, δεν θα τους επιτρέψει ξανά να ακούσουν τα εξορυκτικά λόγια που ανασκαλεύουν το χώμα για να δεχτούν τις πυρωμένες στάχτες τους. «Καμένες ψυχές» τ’ ακούς Βαγγελίτσα, που πάντα ήσουν μια ανοιχτή αγκαλιά για τους πονεμένους. Που πάντα αντιδρούσες και θύμωνες όταν άκουγες ότι κάποιος αδικήθηκε. Που παρότι δεν πίστευες, άναβες πάντα ένα κερί στην εκκλησιά για τις αδικοχαμένες ψυχές. Έφτιαχνες κόλλυβα και τα μοίραζες στους λυπημένους. Μαγείρευες για αυτούς που σου ζητούσαν τροφή. 
Θανατερό Καλοκαίρι, για την χώρα ολάκερη, δύσκολη χρονιά, δύσκολες ώρες, δύσκολες ανθρώπινες στιγμές, πουθενά ελπίδα παρηγοριάς, καμιά ανάσα ελπίδας, η σκοτεινή καπνιά σκεπάζει ζωές και συνειδήσεις, πνίγει όνειρα και χαραυγής οράματα. Καμιά ανάταση και για πού; Γιαυτό βιάστηκες να φύγεις Βαγγελίτσα, για να τους συναντήσεις τώρα που ακόμα η απουσία τους δεν έγινε βεβαιότητα, τώρα που ακόμα ο θάνατος δεν πρόλαβε να ρουφήξει όλες τις σταγόνες της θλίψης τους, τώρα που ακόμα είναι νεκροί μέσα στο πεπρωμένο τους.
Καμιά ελπίδα δεν προοιωνίζει την μελλοντική άφιξή τους. Και αυτό το γνωρίζαμε καλά Βαγγελίτσα.
Καλή Μνήμη.
Γιώργος
Πειραιάς Τρίτη 31 Ιουλίου 2018.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Ανθολογία ποιημάτων Μάνου Ελευθερίου


Ανθολόγιο ποιημάτων Μάνου Ελευθερίου


• ΕΛΛΗΝ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν είναι τα φιλιά δεν είναι όρκοι,
δεν είναι χωρισμοί μήτε και θλίψεις,
τα ευτυχισμένα τέρατα που τρώνε
την πατρίδα μου.
Δεν είναι οι φίλοι μας που χάθηκαν
σ’ ένα ποτήρι αισθήματα
ούτε που αφήνουμε απογόνους
μόνο τα μαύρα χρώματα.

Δεν είναι τα πηγάδια που άναψαν
μήτε τα χέρια του αίματος
και της αστυνομίας.

Είναι, απλώς, ο Έλλην ποιητής
Κωνσταντίνος Καβάφης.
--
• ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ
Είναι στιγμές που όλοι αφήνουμε το Άργος.

Είναι στιγμές που ξεκινάμε απ’ τις Μυκήνες
κι από τη Θήβα
υπήκοοι μιας μοίρας που είναι καμένο δέντρο.

Ποιος λερώνει τη ζωή του και λέει πως δεν πονά;

Χρόνια επιστρέφουμε απ’ αυτά τα μέρη
φαρμακωμένοι μέσα στις ανάγκες μας
στων συγγενών και φίλων την ατελείωτη δίψα
ξεχνώντας τι ζητάμε να αποφύγουμε
ή ποιοι θα θέλαμε να μας ξεχάσουν-
καταδρομείς της ψυχής μας.

Χρόνια επιστρέφουμε από τους ίδιους δρόμους.

Όμως αυτές οι πόλεις είναι το δέρμα που μας φυλάκισε
σ’ αυτό τον τόπο που κανείς δεν έχει μνήμη’
σκοτάδια που ανταμώνουμε η αρπαγή και ο φόνος,
στερήσεις, χωρισμοί, στρατοδικεία,
βυζαντινοί κοιτώντας με τα βουνά του εμφύλιου
το θλιμμένο πρόσωπο του Μαρξ μπροστά στην Αφροδίτη

ή, κάποτε, ο εφιάλτης ενός ονείρου
όταν αιμόφυρτος πετάγεσαι απ’ το κρεβάτι σου
και βλέπεις στο διάδρομο εκείνο το καμένο δέντρο να τρί-
     ζουν τα κλωνάρια του
σημάδι πως θ’ ανθίσει, την άνοιξη που γύρευες.
--
• ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ
Δεν ήξερα πως τ’ όνομά σου είχε τόσα φύλλα
τόσα ξερά κλαδιά και ρίζες, τόση μουσική

αλλά οι νεκροί, να ξέρεις,
κρατάνε τα φιλιά σφιχτά
με παραπόνεση και πείσμα

θαρρείς πως άνοιξα τον τάφο της Αρετούσας
και σκαλίζω για χαμένα χειρόγραφα.
--
• ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Στις ερημιές της ποίησης φαγώθηκαν τα χρόνια μου
με την αρμύρα του καιρού και το μαράζι των ανθρώπων
τρίφτηκα σαν τα βότσαλα πού χαίρεσαι στις εκδρομές
να σημαδεύεις τα κύματα.

Κάποτε μένουν άδειες οι ακτές τόσα χρόνια τόση
ποίηση ποια ζυγαριά και ποια δικαιοσύνη
πατάς γυαλιά σπασμένα, σκυλίσια κόκαλα,
ρίζες και ξύλα από κρεβάτια και σιδερικά,
διαβάτη: εδώ αναπαύομαι.
--
• ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ
Βρήκα τα χρόνια μου μπροστά σε μια σπηλιά
και τα σκυλιά να παίζουν με τα νιάτα μου.
Είχα κληρονομήσει μια ροδιά’ την έδωσα.
Τους ποιητές που αγάπησα τους έχασα.
Φίλοι και χρόνια κι άλλοι φίλοι χρόνια
με παιδέψανε κι απ’ τα μισά της δίκης
όλο συλλάβιζα τα λόγια που εννοούσα
και θαύμασα και γέρασα.
Στο τέλος βγάζω την απόφαση’ θα γράψω;
--
• ΟΙ ΦΙΛΟΙ, ΠΑΛΙ
Ξωκλήσια σαν τις συλλαβές στα δόντια της ψυχής
και σαν νησιά με στέρνες και με δεντρολίβανο,
δύσκολοι φίλοι, χαμένοι φίλοι,

τους βρήκα να παραμιλούν και να μαλώνουν με σκιές,
λινό της ξενιτίας εβάραινε τον ύπνο τους
και θέλεις από στέρηση, θέλεις από το άδικο
και την καταλαλιά
μια νύχτα στην Καισαριανή κι ένα πρωί στο Πέραμα
ξερίζωσα τούτες τις φαρμακερές κλωστές
απ’ τη ζωή μου
καθώς τραβούν οι ναύτες τα δίχτυα στη στεριά.
--
• ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΑΣ
Τά δόντια της ψυχής δαγκώνουν πιο φαρμακερά.
Κάποτε μπήγονται βαθιά και κάποτε στον ύπνο μας
τα ξαναφέρνουν πίσω τα παραμιλητά των φίλων,
τραυλίσματα κακών ποιητών,
κλωστές και νήματα που σ’ οδηγούν
στο βάθος της σκηνής
κι όσοι διαλέγουν τον Τροχό για τη ζωή τους.

Η αγάπη και η φιλία μας βοηθούν στο θάνατο.
--
• ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αυτοί που ζούνε συντροφιά κάτω απ’ το χιόνι
κι αυτοί που δώσανε στη χλόη μαύρο φόρεμα
αυτοί πού ερημώνονται όπως το χόρτο στο γκρεμό
κι αυτοί που ξαναγύρισαν
κι είδαν το χώμα θειάφι
αυτοί που κληρονόμησαν τον καπνό για τ’ αμπέλι τους
και την ευχή με τα δάκρυα για το καλό ταξίδι

αυτοί θα σηκώσουν το ανάθεμα
     και τον παλιό χρησμό
αυτοί τις εμφύλιες μέρες και τη συκοφαντία
και σ’ αυτούς δεν θα δώσεις
και γι’ αυτούς δεν θα μείνει
ούτε μια πέτρα για να πεθάνουν, Ελευθερία.
--
• ΚΑΘΟΤΑΝ η Φραγκογιαννού στο πεζούλι
και μπάλωνε τα ρούχα της φαμίλιας της
κι απ’ την κληματαριά της
χοντρές σταγόνες το σκοτάδι, σαν χαλάζι
έριχνε ο ήλιος του μεσημεριού στην ποδιά της,
αλλά εκείνος περιδιάβαζε στις άλλες αμμουδιές
κι έτρεχε κι έτρεχε
     λες να προλάβει τον εαυτό του
εκεί που η ψυχή του ανθρώπου αγκιλώνει το άδικο

καθώς όταν σηκώνεται το χέρι του φονιά
και το μαχαίρι γράφει απ’ την αρχή τον κόσμο.
--
• ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σαν τ’ αγάλματα που είναι ακόμη στα υπόγεια
των μουσείων’
κομμένα δάχτυλα, σπασμένα χείλη,
     (τι να ‘γγιζαν, τι φίλησαν, ποιος τα προσκύνησε
κι όλοι χαμένοι στις ρεματιές, ποιες πόρτες κράτησαν,
ποιο κήπο στόλισαν
κι εσύ ονειρεύεσαι πώς άνοιξα την πόρτα,
ποια πόρτα; ποιο παράθυρο; Το σπίτι αυτό, τα χρόνια
αυτά, τα λόγια εκείνα,
μήτε παράθυρο και μήτε πόρτα,
με πόλεμο και μ’ άλλο πόλεμο, ποιο πόλεμο; ποια εποχή;
άφησα τις αρβύλες μου στο πεζούλι και προχώρησα,
το σπίτι άδειο,- Ποιο σπίτι και ποιος κήπος, τι μου λές;
Αυτά τα όνειρα δεν έχουν γιατρικά
κι αυτές οι λέξεις που έχεις γράψει στα πατώματα
φαρμακερές σαΐτες σημαδεύουν την καρδιά του καιρού)

έλεγα, λοιπόν, για τ’ αγάλματα’ κομμένα δάχτυλα,
σπασμένα χείλη (μη με ξαναρωτήσεις πιά γι’ αυτά
γι’ αυτά μη γράψεις πιά, μην τα θυμίζεις άλλο),
μπαίνω στο σώμα τους τη νύχτα κι από κεί κατασκοπεύω
τον αιώνα μου,
τα βλέπεις κάποτε μ’ ένα φεγγάρι τούρκικο
στεφανωμένα με τις δάφνες και τις προσφορές
λείψανα παλαιών αγνώστων ναυαγίων
«ευχαριστώ», κομμένα πόδια και καράβια,
λέω, τα βλέπεις να περνούν σ’ έναν αράπικο ουρανό,
μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, ποιο σκοτεινό τρυγόνι,
οι λέξεις θέλουν αίμα κι αυτά τα λόγια πάνε αλλού,
περνούν, που λές, πάλι ξεχάστηκα-
και τα κοιτάς να υπνοβατούν, κλείσε τα τσίγκινο πικάπ,
θα ‘ρθει κι ο πρόστυχος καιρός μ’ άλλα τραγούδια,
φόρεσε κάτι, ένα μάλλινο στους ώμους,
τρυπάει τ’ αγιάζι σαν κι αυτό που θές να πείς
κι εγώ σου γράφω ετούτα τα ποιήματα
γονατιστός με στέρηση και χρόνια χρόνια στα χαρτιά

πες το λοιπόν να σώσω την ψυχή μου
να σώσω αυτό το δέρμα που με φυλακίζει
αυτό το δέρμα και το αίμα και τα κόκαλα
το τζακισμένο σώμα μου πού μ’ έχει φυλακίσει τρείς αιώνες.
--
• ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
[Ανάμνηση Κ. Γ. Καρυωτάκη]
Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη
Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
μονάχα αυτοί με λύπη τους πενθούν.

Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
Κατασπαράζουν σχέσεις και δεσμούς.
Λειωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.

Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
Στο θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
Σε μια κηδεία όλοι πληγωμένοι
τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.

Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
-έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς-,
Κι όλα κρυφά, σιγά και αρρωστημένα
μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.

Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν,
Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.

Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
Χιονίζει απόψε φως του θανατά.

Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους-
θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελαθούν.

Γυναίκες που είχαν μοίρα για να γίνουν
ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά
το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.

Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία
κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.
--
• ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Σαν να ‘ταν αύριο που θα γίνονταν όλα.

Και το αναμμένο φως στο κομοδίνο
να ξορκίζει και να αναβάλλει το θάνατο.

Κι έτσι σιγά σιγά που γέρνεις και γερνάς
στο θάνατο του ύπνου
μόλις εκείνες τις στιγμές καταλαβαίνεις
ότι γνωρίζεις όλες τις παλιές αλήθειες
αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να τις αποδείξεις.

Άχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη
το παρελθόν.
--
• ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ
Δεν έχει πια τις πρώτες τις δυνάμεις του
κι ο ποιητής μαραίνεται
στα χέρια αυτού του κόσμου του αχάριστου.

Σταμάτησαν τα χρόνια του σαν τα ρολόγια
σε πτώση αεροπλάνου.

Τι να σώσει και τι να πει σε εποχές ατιμίας.

Τα δηλητήρια της τέχνης του είναι πια ξεθυμασμένα
όπως τα πένθη ανυπεράσπιστων θυμάτων.
Φίλτρα μιας νιότης και φλεγμονές ονείρων
σαν κοιμισμένες τσιγγάνες κάτω απ’ τη θάλασσα.

Κι όμως δικό του είναι και τον περιμένει
χρυσό και μαργαριταρένιο στασίδι στον Παράδεισο.
--
• ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΕ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ
Νομίζει πως περιπολεί μέσα σε ναρκοπέδιο.
Άδικη εποχή αχάριστη πατρίδα.

Στην άραχλη επαρχία
πώς αποχαιρετά κανείς τον εαυτό του.

Ελάχιστοι του απάντησαν για τα ποιήματά του.
Σαν να του στέλνανε συλλυπητήρια.
Ο κάθε κάλπης του ‘δινε μια θέση
για τη λησμονιά.

Κι όμως γι’ αυτά έφτυσε αίμα να τα γράψει.
Του καίγονταν τα χέρια μόλις τ’ άγγιξε.
Στην Κόλαση περπάτησε να βρει την κάθε λέξη.
Με τους Αγγέλους οδοιπόρησε και
(αυτό κι αν είναι αλήθεια)

πολλοί απ’ τους αγίους του υπαγόρευαν
σεβαστικά και τι και πώς θα γράψει.
--
• ΜΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
Ζούσα τότε θυμάμαι σ’ άλλες εποχές.

Φύλαξες τα χρυσά φιλιά μες στ’ αργυρά κουτάκια.
Φύλλα ξερά της δάφνης και φύλλα Παραδείσου.
Μες στα βιβλία της αγάπης και μέσα στα λευκώματα
κι αυτό που δεν μπορεί να υποσχεθεί.

Είναι λοιπόν καημοί που τους περνάμε μόνοι μας.
Κι είναι καημοί που μοιραζόμαστε πολλοί.
Κι ο πόνος ο ελληνικός δεν έχει τέλος.
--
• ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΠΕΡΑΣ
Δεν αρκείς που άγιασες.
Πρέπει να κάνεις και θαύματα.
--
Το δηλητήριο της τέχνης μου
χυμένο υγρό γυαλί στα μάτια.
Κι ένας αυτόχειρ ποιητής
με το χρυσό αναπτήρα του
προσπαθεί ν’ ανάψει τους πολυελαίους
του σπιτιού μου.
--
Εκείνοι που χώρισαν απ’ τη σκιά τους.
--
Ανάμεσα στο πουλί και το χορτάρι
το σώμα γραφή και ανάγνωση.
Πάλι με μηδέν βαθμολογήθηκες.
--
Σε κάλπικη πατρίδα και μάγους της φυλής
περνάμε τις αρρώστιες μας.
--
Μεγάλος μαύρος χάρτης μιάς κολασμένης συμπεριφοράς.
--
Πλυμένη βεράντα με τρυφερό ιώδιο.
Ταξιδεύει μ’ εκείνους που αφήσαμε.
--
Με τις αράχνες και τις ρίζες των πουλιών.
--
Και με το μίσος περνά ο καιρός.
--
Μη με ξυπνάς. Εσένα πάλι βλέπω.
Και προτιμώ αλλιώς να σε βλέπω.
--
Φορώ τη στρατιωτική μου στολή
συνεχώς και αδιαλλείπτως.
Την φορώ να σ’ ερεθίζω συναισθηματικά.
--
Κοιτάζω τα χέρια σου κι αποστηθίζω τη θάλασσα.
--
«Είτε με τις ώρες είτε με τις ημέρες πάντα άθροισμα
μου δίνει τα ίδια χρόνια. Αισθάνεσαι άραγε ακόμη
ναυτία με την ποίηση ή μήπως θέλεις να γράψω μυθιστόρημα;»
--
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
ζητάτε πάντα τη βοήθεια της αστυνομίας.
--
• ΛΟΓΙΑ ΠΙΚΡΙΑΣ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΓΗΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΑ 1986
Δεν έχω έχθρα γι’ αυτούς που με κυνήγησαν.
Πίνω κολόνιες τα βράδια και ξεχνάω.

Τα σήματά μου φωτιές του φαροφύλακα.
Το πρόσωπό μου από την πίσω μεριά του καθρέφτη.
Κι όμως ξυπνώ καμιά φορά μές στην Κωνσταντινούπολη.
--
• Η άδεια σκηνή
Ύστερα από τη λάμψη μιάς νεότητας που έμοιαζε με τέ-
     χνη της μαγείας
απόμεινε ξερός καρπός και δίχως είδος.

Κοιμισμένο έντομο σε φύλλο γιασεμιού.
--
• Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Αιμορραγούν οι αισθήσεις όταν θυμόμαστε.

Επιθυμίες και φιλιά γδέρνουν τη μνήμη.

Χιόνι σπαράζει και χρυσάφι.

Παιχνίδια ενός τυφλού παιδιού που παίζει.
--
• ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Νεκρό νερό στο ποτήρι. Τα φάρμακα στο συρτάρι.
Μυρίζει χρόνια κι αέρας με χρόνια και σκόνη.
Σχήματα θηρίων κάτω απ’ το σεντόνι.
Σχήματα μιάς ανάμνησης σωμάτων
και σχήματα μιάς νύχτας των κυμάτων.
--
• ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΦΙΛΩΝ
Ερειπωμένο δέρμα τυφλού θηρίου που σέρνεται
     μές στις μεγάλες μοναξιές,
Γι’ αυτό μας πονούν οι σκιές του ουρανού
και στους καθρέφτες βλέπουμε τα πένθη που θα ‘ρθουν.

Πένθη με πρόσωπα να κλαίν
και πρόσωπα φίλων που κλαίν και γκρεμίζονται.
--
• ΟΠΩΣ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ
Το ξέρω κλαίς ακόμη και στον Άδη.
Μά τι φαρμάκια σέρνεις
ώς και μέσα εκεί στον Άδη.
Για χάρη μου πώς κλαίς, το ξέρω, γιατί
η σκιά μου αποχωρίζεται το σώμα-
τη βλέπω στον αέρα γκρεμισμένη στα κόκκινα.

Θλιβερά είναι όλα. Όπως σ’ ένα πάρτι
με φίλους που γέρασαν.
--
• ΠΡΟΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Προχθές το βράδυ που ήμουν πάλι ο μισός
μέσα στο θάνατό μου
και κάλεσα με κλάματα έναν άγιο στο σπίτι
-για κάποιον άνθρωπο δικό μας που αγαπήσαμε-
σου ‘στειλα χαιρετίσματα.

Σε βρήκε άραγε;
--
• ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μας
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται

αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
πού με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης

μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους-

όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.

Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.              

Σημειώσεις:
Τα ποιήματα ΕΛΛΗΝ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ και ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ» εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» 1983, σ. 25, 9, 36.
Τα ποιήματα ΞΕΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ, ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΠΑΛΙ, ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΑΣ, ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ- ΤΑ ΞΟΡΚΙΑ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «ύψιλον» 1980, σ. 10, 16,17, 31.
Τα ποιήματα «ΚΑΘΟΤΑΝ η Φραγκογιαννού…», «ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σαν τ’ αγάλματα που…», προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ», εκδόσεις «αμοργός» 1980, σ.19, 20
Τα ποιήματα ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ, ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ, ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΕ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ, ΜΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2003, σ.36, 34, 22, 18,26.
Τα ποιήματα ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΠΕΡΑΣ, ΛΟΓΙΑ ΠΙΚΡΙΑΣ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΓΗΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΑ 1986, Η άδεια σκηνή από την ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ», εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» 1987, σ.44, 35, 27, 16
Τα ποιήματα ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΦΙΛΩΝ, ΟΠΩΣ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ, ΠΡΟΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Το νεκρό καφενείο», εκδόσεις Καστανιώτη 1997, σ.40, 35, 11,13,21.
Για την αντιγραφή
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 28 Ιουλίου 2018
ΥΓ. Τι να σας πω αγαπητοί μου συνέλληνες, δεν καταλαβαίνω, δεν αρκεί το μικρό μου μυαλό να κατανοήσει τέτοια πολιτική και ανθρώπινη αναισθησία, ούτε μία παραίτηση από τα μέλη της παρούσας συν-κυβέρνησης, τον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας που γράφει και βιβλία να διδάξει ποιούς, τους χαχόλους έλληνες, μια παραίτηση ενός αρχηγού της αντιπολίτευσης των δύο μεγάλων κομμάτων που κυβέρνησαν εδώ και δεκαετίες και με την ανοχή των κομμάτων τους επικρότησαν όλες αυτές τις καταπατήσεις και τις πολεοδομικές παρανομίες που προκάλεσαν τους δεκάδες αθώους νεκρούς έλληνες σήμερα; Και η κυρία υπουργός πολιτισμού, η ηθοποιός, θα ερμηνεύσει μετά την αποχώρησή της την Μήδεια στην Επίδαυρο; Ο κύριος δήμαρχος του Μαραθώνα, με τις τόσες κοσμικές γνωριμίες; Θα είναι ο Ροκ δήμαρχος; Ο κύριος αντιπρόεδρος της Βουλής-ο κύριος Ζουράρης, αυτά δίδασκε τόσα χρόνια στους φοιτητές του στο Παρίσι; Όλη του η σταδιοδρομία ήταν για μια κυβερνητική καρέκλα; Θα άξιζε να ακούγαμε δημόσια την γνώμη ενός συμβόλου της αντίστασης και της δημοκρατίας του κυρίου Μανώλη Γλέζου που υποστήριξε παλαιότερα αυτούς τους πολιτικούς σαλτιμπάγκους και τις πολιτικές μνημονιακές πρακτικές τους. Δεν μας άξιζε μια τέτοια πολιτική τύχη, ούτε σαν έλληνες, ούτε σαν άνθρωποι που αρνήθηκαν και αντιστάθηκαν στην τελευταία δικτατορία ούτε σαν μια χώρα με τέτοιον ιστορικό πολιτισμό και παράδοση. Τρία αιματοβαμμένα χρόνια. Ας γράψει ότι θέλει η Ιστορία στο μέλλον, εμείς οι παρόντες έλληνες, γνωρίζουμε ποιοι μας κατέστρεψαν.     

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

ΕΛΛΑΔΟΣ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ


Ελλάδος Τελεστήριο
     ή
Πεθαίνω μαζί με την χώρα

83 απανθρακωμένα ΓΙΑΤΙ;
Και ίσως άλλα τόσα Αγνοούμενα για το Κακό της Δευτέρας στην χώρα μας, την κοινή μας Εστία. Μια πατρίδα, η Ελλάδα, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να προστατεύσει τους κατοίκους της σε καιρό ειρήνης. Ένα σύστημα διαπλοκής διαχρονικό που διδάσκει τους πολίτες να μην αγαπούν την χώρα τους και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους να μην σέβονται τους πολίτες τους. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα απρόβλεπτο, τίποτα πολιτικά μη αποτελεσματικό που να μην προέρχεται από τα σπλάχνα του ίδιου του κοινωνικού σώματος της χώρας μας, τίποτα. Από μια πατρίδα «Ανοιχτή φυλακή» όπως λέχθηκε από το στόμα οικονομικού ξένου μετανάστη. Συνειδητή συνενοχή πάνω στο καψαλισμένο σώμα της χώρας, σε αυτό που εύστοχα ο ποιητής Άλκης Αλκαίου ονόμασε «Εδώ είναι Αττική, Θεών νταμάρι, και εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό, που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι…». Το να άρχεις δεν έχει μόνο απολαβές και καταξιώσεις, έχει και υποχρεώσεις. Το να ψηφίζεις δεν έχει μόνο δημοκρατικές κατακτήσεις και ατομικές καταπατήσεις, έχει και υποχρεώσεις.
Ένας διαρκής παρατεταμένος εφιάλτης πλανάται πάνω σ’ αυτήν την χώρα την πατρίδα όλων μας από τότε που απελευθερώθηκε. Είναι ο εφιάλτης της Περσεφόνης-Ελλάδας.
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπούν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δούν διυλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

     Κοιμήσου Περσεφόνη
     στην αγκαλιά της γής
     στου κόσμου το μπαλκόνι
     ποτέ μην ξαναβγείς.

83 απανθρακωμένα και αναπάντητα Γιατί;
Από όλους σε όλους μας.
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης στίχοι Νίκου Γκάτσου μουσική Μάνου Χατζιδάκι ερμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη. «ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ». Νίκος Γκάτσος, ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 1999, σελίδα 293
«Θυμίζεις «πατρίδα» γυναίκα που κλαίει γιατί δεν την θέλει κανείς, «πατρίδα-πατρίδα» πεθαίνω μαζί σου, πεθαίνεις μαζί μου και εσύ…»
ΥΓ. Ένας «Θεός» αιμοσταγής, εκδικητικός και αιμοβόρος που τιμωρεί τα θύματα και όχι τους θήτες, μας είναι εντελώς άχρηστος, νυν και αείν, και ο ίδιος και οι αρχιερείς «πρεσβευτές του».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 26 Ιουλίου 2018