Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

          Μές στα φωλιάσματα τα ξένα…»
                                            Τέλλος Άγρας
ΓΙΑΓΚΟΥ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»
Διαστάσεις 14,5Χ21, σελίδες 32, τιμή 5 ευρώ
   Νομίσαμε, πώς θ’ άξιζε πλάϊ στις μεγάλες φωνές του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου, πού άλλοτε μεγαλόστομα κι’ άλλοτε σ’ έναν υψηλό, παθητικό τόνο γεμίζουν με τη γοητευτική τους αρμονία τον ποιητικό χώρο του καιρού μας, να προβάλουν απόψε, μια ποιητική, θα έλεγα, σχολή, πιο προσιτή και ίσως, πιο συγγενική στο  ψυχικό κλίμα της εποχής μας.
     Θα θέλαμε ν’ ακουστεί μια άλλη ποιητική φωνή, χαμηλή αυτή τη φορά, τρυφερή, ευαίσθητη, υποβλητική, πού αν και απογυμνωμένη από κάθε φραστικό μεγαλείο κατέχει ωστόσο, το μυστικό, με την απλότητα και μόνο πού είναι διατυπωμένη, που κρύβει μιάν αλήθεια, να μας αιχμαλωτίζει και να μας αποκαλύπτει, κάποτε, τον εαυτό μας, ως τα βάθη της ψυχής μας. Κι’ αν, αξιολογικό, η ποίηση αυτή, δε μπορούμε να πούμε, πώς έχει το προβάδισμα στη σύγχρονη Ελληνική ποιητική πορεία, χρέος μας θεωρήσαμε ωστόσο, ν’ ασχοληθούμε με την ιδιαίτερη αυτή, και όχι ίσως και τόσο γνωστή στους πολλούς πτυχή της ελληνικής ποίησης. Και επειδή είναι μια ποίηση εσωτερική, αληθινή, με λιτά εκφραστικά μέσα-λιτά και απλά-όπως τέτοια είναι και τα θέματα που την απασχολούν και πλησιάζει, καθώς είπα, περισσότερο στο ψυχικό κλίμα του καιρού μας, μας συγκινεί αμεσότερα.
     Πολλοί, βέβαια, διακονούν σήμερα την ποίηση. Αλλ’ ατυχώς, υπάρχουν περισσότεροι κακοί παρά καλοί. Ανάμεσα στις αιρέσεις και στα σχίσματα και παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια, ζητούμε ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή ποίηση.
     Υπάρχει σήμερα, καθώς όλοι ξέρουμε, μια καινούργια επαναστατική αντίληψη, από πολλούς νέους ποιητές, και από ορισμένο κοινό, πού ζητούν στην ποίηση-όπως και στις άλλες τέχνες-κάτι το πολύ ξέθωρο, το ψεύτικο, το πολύπλοκο, και πρό πάντων το εγκεφαλικό, πού καταλήγει σ’ έναν άγονο ερμητισμό, τελείως αντίθετο από τον κοινωνικό προορισμό πού έχει η ποίηση. Μια στροφή σε μια τεχνική ποίηση περισσότερο προκλητική παρά αληθινή. Και τούτο, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να την πραγματοποιήσουν, παρά να μας φανερώσουν την ποίηση στη βαθύτερη και πιο αληθινή της ουσία. Αναζητούν την ποίηση εκεί που δεν υπάρχει και πολλές φορές την αγγίζουν χωρίς να την αντιληφθούν. Και όμως, η ποίηση είναι πολύ κοντά μας. Μες στην ίδια τη ζωή, την καθημερινή μας ζωή. Ποίηση υπάρχει σε κάθε «όν» και σε κάθε πράγμα. Αλλά χρειάζεται ένστικτο ποιητικό, γνήσιο, πηγαίο τάλαντο, και υπομονή ακόμα θα έλεγα, και θέληση, για να τη συναντήσει ο ποιητής στα βάθη που υπάρχει. Να βρίσκει την ποίηση μέσα στα ταπεινά και τα καθημερινά. Να την αναπλάθει, να την δεσμεύει με την τέχνη του και να την παραδίνει στους άλλους, καθώς ο μυροποιός μας ξαναδίνει, μετουσιωμένο, το άρωμα των λουλουδιών.
     Στο σημείο αυτό βρίσκω σκόπιμο να πώ λίγα λόγια γενικά, για την ποιητική φόρμα. Ο Λόγος έχει, μια ιδιαίτερη μορφή. Ό,τι είναι ποιητικό εκφράζεται σε στίχους. Αυτό είναι πολύ απλό. Αναγνωρίζομε δηλαδή, τη θεά από τη λατρεία, από θρησκευτικό τυπικό εκείνων, πού την διακονούν. Αλλά, και να μην συγχέουμε τη φόρμα με την αληθινή ποίηση. Πολλά αρμονικώτατα ποιήματα δέν περιέχουν κάποτε, παρά κενολογίες. Ο ρυθμός είναι μια καλή μάσκα, και πίσω απ’ αυτήν κρύβεται κάποτε το κενό… Πολλές φορές, σε παρόμοιους στίχους, διαπιστώνει κανείς έλλειψη κάθε σκέψης,  καθώς και πολλές κοινοτοπίες. Σε  τέτοιους στίχους εντυπωσιακούς, βλέπομε ν’ αναπληρώνεται η έμπνευση με την αυστηρή τήρηση των τεχνικών και μόνο κανόνων. Αλλά η ποίηση απουσιάζει. Άλλοι πάλι-και οι χειρότεροι-ζητούν να την αναπληρώσουν με την αναρχία νοημάτων και ιδεών και τη ριζική κατάργηση ρυθμών και μέτρων και που είναι σήμερα οι περισσότεροι. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ο στίχος παραμένει ένα ένδυμα, που δεν μας δίνει το ποιητικό αίσθημα, όπως η μπλούζα δε μας προσφέρει πάντα, την ιατρική σοφία.
     Η θαυμαστή συνύπαρξη ουσίας ποιητικής και άψογης εξωτερικής μορφής δημιουργεί τα μεγάλα και αθάνατα ποιητικά έργα. Πάντως, κάθε εποχή θα εκφραστεί με τα δικά της μέσα. Και οι στίχοι πού θ’ αποκρυσταλλωθούν με βάση την αληθινή έμπνευση κι’ ένα γνήσιο ποιητικό αίσθημα, δεν είναι δυνατό, παρά να είναι στίχοι αληθινοί και να συγκινούν.
     Μια τέτοια γνήσια ποίηση με ιδιότυπη σφραγίδα είναι και η ενδόμυχη, η χαμηλόφωνη, που θα μας απασχολήσει απόψε, και πού μας δείχνει ότι, αντίθετα, με τα ψυχρά κατασκευάσματα των οπαδών του σουρεαλισμού που περιφρονητικά ατενίζουν τους ρητορικούς, γι’ αυτούς, και ξεπερασμένους καθώς λένε, μεγάλους μας λυρικούς, υπάρχουν στίχοι και παλαιότερων ποιητών αλλά και νεώτερων, αληθινά προσωπικοί, που συνταιριάζουν τη γοητεία του μετρημένου στίχου, του παραδομένου ποιητικού λόγου, με μια λιτότερη έκφραση, ένα ύφος απλό και συγκρατημένο, πού κρύβει ωστόσο, τόση συγκίνηση και τόση αλήθεια. Και όλοι ξέρομε, ότι χωρίς αλήθεια, τέχνη δεν νοείται.
    Η ενδόμυχη αυτή ποίηση, χάρη στη βασική της, συναισθηματική ουσία, θα μπορούσε να ονομαστεί ακόμα, και ποίηση της καρδιάς και του αισθήματος. Αλλά όχι όπως μπορεί ίσως, να νομίσει κανείς, αποκλειστικά, του ερωτικού αισθήματος. Είναι μια ποίηση που εκφράζει κυρίως τον ψυχισμό κόσμο των ανθρώπων, (και αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της), χωρίς την έξαρση και το λυρικό ξεχείλισμα των μεγάλων και ισχυρών αισθημάτων και στην μορφή και στην ουσία-καθώς μας έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι, καθιερωμένοι λυρικοί μας-είναι μια ποίηση, που εκφράζει την αγάπη, που φτάνει ή αποκορυφώνεται, και ποτέ ίσαμε το πάθος. Τον πόνο, όχι τον υπερβολικό και απελπισμένο, αλλά τον ήρεμο και συγκρατημένο, πού κατασταλάζει μυστικά, ως την εγκαρτέρηση και την γαλήνια υποταγή. Τη στοργή, που εμπνέει τρυφερότατους στίχους, συγκινητικής απλότητας για το παιδί, και πού εκφράζει γενικότερα, τόσο απλά και συγκινητικά, τις ψυχικές μας σχέσεις με τους αγαπημένους δικούς μας. Τά ερωτικά αισθήματα μιάς δειλής παρθενικής ψυχής, κι ακόμα, τα βαθύτερα εσωτερικά δράματα, που μένουν τις περισσότερες φορές βουβά, χωρίς καμιά εξωτερίκευση και καμιά δικαίωση ή κάθαρση. Η ψυχική ζωή, δηλαδή, των ατόμων, αλλά πάντα σ’ ένα μέσο, συγκρατημένο τόνο. Γι’ αυτό μπορεί να ονομαστεί και λυρική ποίηση του «ήσσονος τόνου», αφού και το ύφος της, όσο κι’ αν κρατιέται συχνά, καθώς είπαμε, στα πλαίσια της παράδοσης, είναι ανάλογο με την ουσία: συγκρατημένο, λιτό και παράξενο κάποτε, απλό. Λέξεις πεζές και συνηθισμένες, της καθημερινής ζωής, πού δίνουν ωστόσο, έτσι τεχνικά βαλμένες στο στίχο, έναν τόνο υποβλητικά ανθρώπινο και τόσο κάποτε αποκαλυπτικό. Τίποτα το χτυπητό, τίποτα το βουερό, πού να θυμίζει τη μεγαλόστομη, λαμπρή-ανεπανάληπτη ίσως-λυρική ποίηση ενός Κωστή Παλαμά ή ενός Άγγελου Σικελιανού.
     Τα ψυχικά γεγονότα, οι συγκινήσεις και οι καταστάσεις μετουσιώνονται εδώ, ποιητικά, μ’ έναν τρόπο που βρίσκει ολόϊσα το δρόμο προς την καρδιά μας, μ’ ένα βαθύ και πηγαίο αίσθημα. Ένας τρόπος στη διατύπωση και στην όλη έκφραση, πού καλεί τον κόσμο, αποκαρδιωμένον από τις σύγχρονες-τις περισσότερες, τουλάχιστον-ποιητικές εκδηλώσεις, τον καλεί λέω, να συμφιλιωθεί με την ποίηση, με μια τέχνη λιτή, πού είναι τέχνη αληθινή. Πόση ποίηση δεν κλείνουν αίφνης, οι στίχοι που θα ακούσετε τώρα, τόσο τρυφεροί, πού ανήκουν σ’ έναν ποιητή, όχι και τόσο γνωστό τον Τώνη Χρηστίδη:
Η νονά μας και το παραμύθι
 Πρίν να τελειώσει χτές το βράδι
η νόνα μας το παραμύθι,
της λάμπας σώθηκε το λάδι…
κι εκείνη βαριαποκοιμήθη…
--
Η νόνα… σαν τηνε φωνάξαμε,
δεν ξύπνησε πιά το πρωί…
Η λάμπα χάλασε… Το παραμύθι
κανένα πιά… δεν τ’ άκουσε παιδί….
      Το ίδιο απλή και βαθιά συγκινητική η ποιητική τέχνη, όταν αναπλάθει κάποια της ψυχής ιστορία, κάποιο δράμα εσωτερικό, χωρίς φανταχτερές λέξεις και λαμπρά χρώματα. Σά να μη θέλει να βροντοφωνήσει τους βαθύτερους στεναγμούς της ψυχής, σά να μη θέλει ν’ ακουστεί μεγαλόφωνα ή λυγμική κάποτε, φωνή μιας πονεμένης καρδιάς… Αλλά, να έρχομαι να σας μιλήσω απόψε για μια τέτοια ποίηση τόσο «εντίμ», σε μια μεγάλη αίθουσα, σ’ ένα ευρύ ακροατήριο, αναρωτιέμαι-πολύ αργά βέβαια-εάν αυτό αποτελεί θέμα δημόσιας ομιλίας. Θα ήταν ίσως, περισσότερο θέμα μιας οικείας συνομιλίας μέσα σ’ ένα πολύ στενό κύκλο, σε μια γωνία σαλονιού, την ώρα πού πέφτει το βράδι, ή ακόμα, μετά το δείπνο, όταν με τα μεγάλα φώτα σβησμένα, δεν υπάρχει στην κώχη του σαλονιού, για να φωτίζει το χώρο, παρά ένα μαλακό φώς, διακριτικό, απλό, σαν εκείνο απ΄ τις καλές παλιές λάμπες άλλων καιρών… Επάνω σ’ ένα τραπέζι, κοντά μας, λίγα βιβλία με στίχους που μπορούμε να πάρομε στην τύχη. Γιατί είναι βιβλία, πού είναι φίλοι, πού ανοίγουν μόνα τους στις πιο συχνοδιαβασμένες σελίδες. Τότε, μπορούμε να διαβάσουμε γλυκά και χαμηλόφωνα…
     Εκείνοι που μας τριγυρίζουν είναι πολύ κοντά μας, και μόνο αυτή η προσέγγιση δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αισθηματική, υποβλητική, γλυκειά, που ανοίγεται η καρδιά, για να δεχτεί το μύρο της ποίησης και όλοι μαζί είναι έτοιμοι με μια διάθεση συναισθηματική, για ν’ ακούσουν τον καθαρό ποιητικό λόγο του απλού «χαμηλού τόνου». Αλλά θα ήταν κάπως δυσάρεστο να προορίζονταν οι στίχοι αυτοί μόνο για ένα στενό κύκλο.
     Φρονούμε, ότι χωρίς καμιά ζημιά του στίχου, αξιόλογα, μπορούμε να ευρύνουμε τον κύκλο, μια και όσοι μας ακούνε απόψε είναι κινημένοι από την αγάπη για την ποίηση, λάτρες κ’ εκείνοι του στίχου. Και θαρρώ, πώς η ατμόσφαιρα που ανέφερα, είναι κιόλας δημιουργημένη μεταξύ μας… Μια ατμόσφαιρα αισθηματική, μια αρμονία καρδιών, πού σας κάνει ικανώτερους, ν’ απολαύσετε την εντύπωση, που αναπληρώνοντας τον ποιητή, με την προσωπική μας ερμηνεία, θα προσπαθήσουμε να σας δώσουμε απόψε. Γιατί, πραγματικά, οι ποιητές που αγαπούμε είναι μέρος του εαυτού μας. Είναι εμείς οι ίδιοι.
      Υπάρχουν ορισμένοι στίχοι, όπου εκφράζεται τόσο ωραίο εκείνο που αισθανόμαστε, που διαβάζοντάς τους, για πρώτη φορά, έχομε την ξαφνική αίσθηση, πώς μας ανήκουν.
     Ο ποιητής θα πρέπει νάχει μπει-χωρίς να πάρουμε είδηση-μέσα στην ψυχή μας, κ’ ένα βράδι να μας τους έχει «υπεξαιρέσει…». Αλλά αυτό δε μας δυσαρεστεί. Αντίθετα, θέλαμε μάλιστα, οι στίχοι αυτοί ν’ αγαπηθούν και από άλλους. Εκείνοι που τους αγαπούν, αγαπούν και μας περισσότερο, είναι πλησιέστεροι μας, ψυχικά. Έχομε την ίδια συναισθηματική ιδιοσυγκρασία. Γι’ αυτό και εμείς τους αγαπούμε επίσης περισσότερο. Και θα ήθελα ν’ αναφέρω ιδιαίτερα, ορισμένους νέους ποιητές, με ουσιαστική ανανέωση του στίχου και με εκφραστικά μέσα εντελώς προσωπικά, τολμηρά, που ξαφνιάζουν τους πολλούς, μα πού οι στίχοι τους ερμηνεύουν μ’ ένα βαθύτατα ανθρώπινο, ιδιότυπο τόνο, σε ύφος καθημερινής κουβέντας, όλη την πικρία και όλες τις αγωνίες της βασανισμένης γενιάς τους. Στίχοι λιτοί, γυμνής ομορφιάς, που προδίδουν ένα γνήσιο ποιητικό βάθος και μια ψυχική ευαισθησία που μας γεννά άμεσα και υποβλητικά την πιο δυνατή ανάγνωση. Αλλά, καθώς θα δήτε, είναι ασυνήθιστη η τεχνοτροπία αυτή που ξαφνιάζει σήμερα τους πολλούς, αλλά πού θα δικαιωθεί ίσως αργότερα, από το χρόνο.
     Τέτοιος ποιητής είναι ο Αλέξανδρος Μπάρας, ανώτερος διπλωματικός, ο Νίκος Καββαδίας, επαγγελματίας ναυτικός, που εκφράζει τα συναισθήματά του από τη ναυτική του ζωή και που στίχους του θ’ ακούσετε απόψε. Ο Γιάννης Ρίτσος, στην ποιητική του έκφραση τα τελευταία χρόνια, και άλλοι. Ίσως το ποιητικό τους κλίμα και ιδιαίτερα του Αλέξανδρου Μπάρα χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία και πεσιμισμό, όπως και του Κώστα Καρυωτάκη, πού δεν φτάνει όμως, ως το σαρκασμό και το πικρό χιούμορ του τραγικού εκείνου ποιητή, και που τον έχει τόσο επηρεάσει, καθώς και ο Κωνσταντίνος Καβάφης και μάλιστα ο τελευταίος και στην τεχνοτροπία του. Και είναι κρίμα, αν τέτοια καταθλιπτικά αισθήματα: η πλήξη, η ανία, η πληγωμένη ευαισθησία βρίσκουν απήχηση ή και ασκούν-το χειρότερο-επίδραση στις ψυχές των νέων που τους διαβάζουν. Πάντως, δεν μπορούμε να μη παραδεχτούμε, ότι είναι γνήσιοι ποιητές, με πραγματικά ανανεωμένο στίχο και συναισθηματικό πλούτο, αντίθετα από τους παραστρατημένους νέους, δήθεν μοντέρνους ποιητές, που η εγκεφαλική τους ποιητική παραγωγή φανερώνει απουσία και αισθήματος και λογικής. Και νομίζω, ότι ταιριάζει ν’ ακουστούν απόψε, οι εσωτερικοί, εξομολογητικοί τους στίχοι μέσα στα πλαίσια και στο πνεύμα της χαμηλόφωνης ποίησης και σαν ύφος και σαν ουσία.
     Το είδος αυτό της ποίησης, που χαρακτηρίζεται για την οικειότητα και τρυφερή της εσωτερικότητα δε μας είναι στον τόπο  μας γνώριμο, παρά σποραδικά, τα τελευταία είκοσι ως τριάντα χρόνια, γιατί γενικά, η ποίηση από τη φιλολογική επανάσταση του 1880 με τη «Νέα Σχολή» κ’ ύστερα, κρατιόταν σ’ ένα υψηλό λυρικό τόνο. Όσο για την ακόμα παλαιότερη εποχή των ρομαντικών, μπορεί να μας έχει δώσει ποιήματα αισθηματικά-και παραέχει μάλιστα-αλλά ο αισθηματισμός φανερώνονταν πληθωρικά, σε ύφος έντονο, κραυγαλέο. Σε φόρτον αυτό έριχνε και το φοβερό της βάρος η παγερή γλωσσική έκφραση. Η ποίηση αυτή, κάθε άλλο παρά να έχει τη γλύκα και την απαλωσύνη της θερμής, τρυφερής ποίησης των ευγενικών, αγνών αισθημάτων.
     Στα ποιήματα αυτά κυριαρχεί η υπερβολή, αυτή που και χαρακτηρίζει το ρομαντισμό. Δεν υπάρχει αλήθεια. Στίχοι της καρδιάς, πού δεν είναι καθόλου εμπιστευτικοί, όπως:
«Και όταν είς το στήθος σου την χείρα μου εκράτεις,
και πίστιν μου ωρκίζεσο μέχρι στιγμής υστάτης,
τά πάντα ήσαν όνειρον οι όρκοι σου εκείνοι
κ’ οι πλάνοι θρήνοι.
--
Φεύ, έχασα τά όνειρα και μετ’ αυτών τον βίον!
Ναι, τώρα, πλάνης φέρομαι στενάζων και δακρύων…
άνευ ελπίδων, έρμαιον δυστυχιών και πόνων
με μνείας μόνον!»
     Αλλά και η μανιασμένη φύση, οι ανταριασμένοι ουρανοί και τα μαύρα σύννεφα παίρνουν επίσης μέρος στην ερωτική αυτή ποίηση, μαζί με το δαιμονισμένο πάθος. Μεγάλες χειρονομίες, μεγάλες φωνές, αποστροφές, επικλήσεις.
«Ώ αργυρά πανσέληνος μετρίασε το φώς σου,
είς νέφη κρύψου μελανά, διόλου αμαυρώσου».
      Ένας ρητορισμός και μια εξωτερικότητα. Εκείνο, πού δεν ήταν ίσως, παρά μια ασήμαντη μικρή αγάπη, πρέπει «πάση θυσία» να γίνει δράμα…. Μια μικρή απογοήτευση, πληγή. Ένας ελάχιστος πόνος γίνεται απελπισία, που εκδηλώνεται ψεύτικα, περισσότερο προκλητικά, παρά αληθινά. Αλλ’ αυτό ακριβώς είναι πιο εύκολο να πραγματο- ποιηθεί. Σε όλα αυτά βέβαια, υπάρχει κάποιο ποιητικό αίσθημα, αλλά πάντα, είναι μια ποίηση πού της λείπει η δύναμη, η κίνηση, η ομορφιά. Πράγμα πού βρίσκομε στους Γάλλους ρομαντικούς. Μια ποίηση που γίνεται νέα, εύγλωττη, ριγηλή, παλλόμενη, πού όταν περνά από την τρυφερή φαντασία ενός Ουγκώ και την αρμονική καρδιά ενός Λαμαρτίνου, την υψηλή σκέψη ενός Βινύ, τον πυρετικό αισθησιασμό ενός Μυσσέ, βρίσκει υπέροχους τόνους. Αλλά εδώ πρόκειται για μεγάλους ποιητές, που φυσικά κάνουν μεγάλο ό,τι κι’ αν αγγίξουν.
     Δεν υπάρχει λοιπόν, άλλη ποίηση πιο προσιτή σε όλους, από την ποίηση που είναι ο ταπεινός καθρέφτης, όπου η καθημερινή πραγματικότητα δεν παραμορφώνεται, ούτε μεταμορφώνεται και που μπορεί ν’ αντικρύσει κανείς, όπως είναι, ολοκάθαρη αληθινή, μια ποίηση μαζί της καρδιάς και της ζωής, της καρδιάς μέσα στη ζωή, με τις χαρές μας και με τις λύπες μας, μ’ εκείνες τις χαρές και μ’ εκείνες τις λύπες, πού δεν εξωτερικεύονται με μια βαριά τεχνική, που καλύπτει όλα ένας μυστικός πέπλος, και που δεν φωνασκούν, που είναι ωστόσο, βαθιές και μυστικές, και δεν είναι πάντοτε λιγότερο ενδιαφέρουσες. Αυτές οι χαρές και αυτές οι λύπες, όταν πρόκειται να εκφραστούν, δεν έχουν ανάγκη να στολιστούν, όπως είπα, με μεγάλα λόγια.
    Οι ποιητές μεταχειρίζονται τις λέξεις όλου του κόσμου, της καθημερινής ζωής. Γι’ αυτό και συγκινούν και περισσότερο. Μπορεί να έχει κανείς αγαπήσει με όλη του την καρδιά και να έχει υποφέρει, και όμως να είναι σαν τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να έχει σκεφθεί ποτέ, να σκοτώνει εκείνην που τον άφησε, ούτε η προδομένη γυναίκα ν’ αφεθεί στο μαρασμό και στο θάνατο. Όλα αυτά τα μεγάλα και υπερβολικά αισθήματα, πού δίνουν έξαρση στους ποιητές, δεν είναι πάντα εκείνα που διαρκούν περισσότερο. Είναι παρατηρημένο άλλωστε, ότι, οι απαρηγόρητοι χήροι και χήρες είναι εκείνοι που συνήθως, παρηγορούνται, γρηγορότερα.
     Αλλά, η χαμηλόφωνη ποίηση, η ήρεμη, η εσωτερική, τρυφερή, με τη λιτή έκφραση, είναι αληθινά, μια σύγχρονη ποιητική πρωτοτυπία. Ασχολείται όχι μόνο με την αισθηματική, ερωτική ζωή, αλλά με την οποιαδήποτε ζωή, όπως τη ζούμε, όπως την αγαπούμε και με όση μπορούμε εγκαρτέρηση. Αλλά χωρίς εκείνες τις εσωτερικές εξεγέρσεις, τόσο συχνά ανώφελες, πού μαρτυρούν περισσότερο έναν ανήκουστον εγωϊσμό, παρά ισχνή αδύνατη θέληση.
     Ενώ, αντίθετα, φτάνει κανείς ως την υπέρτατη θυσία, όχι από μιάν άβουλη υποταγή, αλλά με το τίμημα μιάς οδυνηρής προσπάθειας, επίμονα ηθελημένης, πού κάποτε λυτρωτικά μας ανανεώνει. Πόσα ανυποψίαστα δράματα, συχνά σπαραχτικά, δεν παίζονται στο μυστήριο και στη σιωπή των καρδιών… Και τα δράματα αυτά είναι συχνότερα από ό,τι τα φανταζόμαστε. Μας τα είπε ο ποιητής (ο Κωστής Παλαμάς):
«Είναι κάποιοι χαλασμοί σε κάποιες χώρες ώρες
δίχως αστραπόβροντα κι’ ανεμικές και μπόρες…
--
Είναι κάποια δράματα σκληρά ξετυλιμένα
στις ζωής τα ταπεινά και τα συνηθισμένα…»
     Πόσοι πόνοι κρυφοί κι’ ανείπωτοι και πόσα αισθήματα ανέκφραστα, για όνειρα που σβήνουν, για χαμένα ιδανικά, δε μένουν βαθιά θαμμένα στην ψυχή των ανθρώπων, πού μ’ αυτά ζούν και μ’ αυτά, τις περισσότερες φορές, τελειώνουν τη ζωή τους…, χωρίς ίσως, κανείς άλλος να τα γνωρίσει… Ο ποιητής μόνο μας φανερώνει τις συγκινήσεις αυτές, τις δεσμεύει, τις αποκρυσταλλώνει στο στίχο του, και τις παραδίνει στο μεγάλο χρόνο, για να ζήσουν, για να τις γνωρίσουν, με την αισθητική μορφή του μετρημένου λόγου, όχι μόνο οι άνθρωποι της εποχής του, αλλά η μιά ύστερα απ’ την άλλη, οι κατοπινές πού θάρχονται γενεές. Πόσο είναι ζηλευτή η μοίρα του ποιητή! Ένα ψυχικό γεγονός, μια εσωτερική περιπέτεια, πού θάμενε μόνο στα βάθη μιάς καρδιάς, ο ποιητής έρχεται, με το στίχο του, να την ξεσκεπάσει στα μάτια των πολλών, ωραιοποιημένη, με τη μαγεία και την καθολικότητα της τέχνης του. Τέτοιο είναι το σπαραχτικό ανθρώπινο ποίημα από τους «Σκλάβους πολιορκημένους» του Κώστα Βάρναλη, πού θ’ ακούσετε σε λίγο και πού είναι η τραγική εικόνα του αποτυχημένου ανθρώπου στη ζωή. Αλλά δεν είναι μικρή υπόθεση-και αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα-να κάνει κανείς ποιητική, τη λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής. Ο στίχος κινδυνεύει σε κάθε βήμα να σκοντάψει, να ισοπεδωθεί, να γίνει ένα απλό πεζολόγημα. Και χρειάζεται μια ιδιαίτερη μαστοριά, για να συνταιριάξει κανείς το αληθινό και το ποιητικό μαζί, Και όταν υπάρχει ποίηση, η φόρμα δεν παίζει, παρά δευτερεύοντα ρόλο.
     Τέτοιους τρυφερούς στίχους, χαμηλού τόνου, βρίσκομε ωστόσο, αρκετούς σκόρπιους στο έργο και παλαιότερων ποιητών μας, πού συμπεριλάβαμε στο αποψινό πρόγραμμα, όσο κι αν γενικώτερα και αποκλειστικά, δεν ανήκουν όλοι στη χαμηλόφωνη ποίηση. Πάντως, τα ποιήματα που θ’ ακούσετε είναι γραμμένα σε ύφος απλό και συγκρατημένο και ανταποκρίνονται νομίζω, στο πνεύμα της ομιλίας αυτής.
     Ειδικώτερα, τη μοντέρνα αυτή σχολή την εκπροσωπούν νεώτεροι ποιητές, που ζούν σ’ ένα ευαίσθητο ποιητικό κλίμα, πού τους βοηθεί ν’ αποκρυσταλλώσουν τις συγκινήσεις τους με τον πιο λιτό και τρυφερό κάποτε, τρόπο. Στη χορεία παλαιότερων ποιητών πρέπει ν’ αναφέρομε και τον αξέχαστο Νίκο Χαντζάρα, που οι στίχοι του αβροί, ιδιαίτερα, όταν έχουν θέμα το παιδί, είναι γραμμένοι, θα έλεγα, με μια γυναικεία ευαισθησία , και πού μας δίνουν πάντα βαθύτατη συγκίνηση. Δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο και για τη χαμηλόφωνη, αλλά παθητική φωνή του Λάμπρου Πορφύρα, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Κώστα Χατζόπουλου, πού αυτοί είναι καθιερωμένοι εκπρόσωποι της παραδοσιακής, λυρικής ποίησης.
     Για τον ίδιο λόγο νομίζομε, ότι δεν θα είχαν τη θέση τους απόψε οι στίχοι τόσων εκλεκτών ποιητριών μας, καθώς της Μυρτιώτισσας, της Αιμιλίας Δάφνης, της Κλεαρέτης Δίπλα Μαλάμου, την Μαρία Πολυδούρη και άλλων, όπως θα περίμενε κανείς, αφού πρόκειται για οικεία, τρυφερή ποίηση, γιατί οι στίχοι τους αποκαλύπτουν ένα θαυμαστό λυρισμό, μια ορμητική κάποτε ευφράδεια, περισσότερο λυρικό πάθος, που φτάνει ως τα παράπονο κι άλλοτε ως την απελπισία, παρά συγκρατημένη αισθαντικότητα και εγκαρτέρηση.
     Ωστόσο, βρίσκει κανείς κάποτε φανερή την επίδραση της μοντέρνας σχολής στο έργο άλλων ποιητριών και στα θέματα και στη λιτή τεχνοτροπία. Αναφέρομε πρόχειρα, το τρυφερότατο ποίημα της Μελισάνθης: «Στη μνήμη του πατέρα μου», και τους τόσο ανθρώπινους πικρούς στίχους της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη: «Το ιδιαίτερο μάθημα» και της Δώρας Μοάτσου στο «Δε σ’ αγαπώ», πού μπορώ να πώ, θυμίζει Ζεραλντύ. Αλλά άς αφήσομε ν’ ακουστεί η υποβλητική φωνή των ποιητών μας, που περιλάβαμε στο αποψινό μας πρόγραμμα και πού οι στίχοι τους κρύβονται σαν τους μενεξέδες, στον κήπο, τον αρχοντικό και μεγαλόπρεπο, της Ελληνικής ποίησης:    
                   
ΝΙΚΟΣ ΧΑΓΕΡ-ΜΠΟΥΦΙΔΗΣ
Η αιώνια ιστορία
Καιρός πιά να τελειώνει η ιστορία αυτή…
Πολύ εβάσταξε… Θα βρει έναν τρόπο… Θα της πει…
--
Άλλως τε, αρκεί, λίγη ψυχρότητα να δείξει
κ’ εύκολα η ιστορία αυτή θα λήξει…
--
Έτσι είπε. Και την άλλη Κυριακή
τέτοια, ακολούθησε, ως το τέλος τεχνική:
--
Της μίλησε με «τρυφερήν αδιαφορία»
και πώς… τον κοίταζεν αυτή, με απορία!...
--
-Και βέβαια, θα βλεπόμαστε… Ποιος ξέρει…
Αλήθεια, είδες; Πάει το καλοκαίρι…
--
Αυτή δεν απαντούσε… Κάποιο δάκρι
απ’ των ματιών της στάλαξε την άκρη…
--
Και με παράπονο βουβό, δίχως να κλάψει,
τον ρώτησε, αν θέλει να του γράψει.
--
Αυτός, με τρόπο, άλλαξε ομιλία:
-Ναι, άς του έγραφε… με πρώτην ευκαιρία…
--
…Και έτσι χωρίστηκαν. Μά ήταν δυνατό…
Ήταν, λοιπόν, αυτό τόσο απλό;…
--
…Πέρασαν μέρες. Δεν ελάβαινε το γράμμα,
και τότε αρχίνησε το αληθινό το δράμα:
--
Το βράδι ο ταχυδρόμος σαν περνά,
πώς νιώθει την καρδιά του να χτυπά!...
--
Κ’ οι μνήμες, πού του φαίνονταν σα χρόνοι,
περνάν, κι αυτός… ολοένα μαραζώνει…
--
Το ξέρει πιά, πώς δε θαρθεί το γράμμα ‘
κι όμως… προσμένει ακόμη θάμα…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ
Παρασκευούλα
Παρασκευούλα, μούειπαν πώς παντρεύεσαι
κ’ έναν καλό λεβέντη κάνεις ταίρι.
Πόσο βαθιά για την χαρά σου χάρηκα
μόνο η καρδιά μου κι’ ο Θεός το ξέρει.
--
Περνούσε ο γάμος, τόπο αντίκρυ διάλεξα.
Είδε το παλληκάρι πού σ’ ορίζει.
Άκουσα τα βιολιά και τα λαλούμενα
και σ’ έρανα, νυφούλα, με το ρύζι.
--
Ήσουνα τόσο αγνή με τα νυφιάτικα,
που όλος ο κόσμος γκαρδιακά σ’ ευχιότουν
κ’ εκείνοι, που ευλογούσανε την τύχη σου,
κι’ αυτός… πού τη δική του… καταριότουν.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Απ’ τους «Σκλάβους πολιορκημένους»
Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρός στο κάθε τραπεζάκι.
                    «-Γειά σου Κωνσταντή βαρβάτε!»
«-Καλησπερούδια, αφεντικά’ πώς τα καλοπερνάτε;»
--
Ένας σούδινε ποτήρι κι’ άλλος σούδινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας-άχ εκείνος, ο Τριβέλας!-
Έκανες πώς δεν ένιωθες… και πάντα εγλυκογέλας.
--
Χτές και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρός, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Άχ, πούσαι νιότη πούδειχνες πώς θα γινόμουν άλλος!
ΦΩΤΟΥ ΓΙΟΦΥΛΛΗ
Αριθμοί
Βρήκα μές σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέττο, για κείνη την κυρία,
πούταν τότε, κορίτσι, όλο ευτυχία’
τα 18 δεν τάχε δά κλεισμένα.
--
Κ’ είν’ από τότες χρόνια 23-
λιγότερα μήτ’ ένα-περασμένα.
Θάχει πατήσει πιά τα 41.
Τάχα όμως, νάχει νιώσει δυστυχία;
--
Τώρα δε θάναι πιά μήτε δροσάτη,
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νιά…
Θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη,
--
μα ακόμη θα κρατεί κι όμορφο κάτι.
-«Κλείνω», θα λέει με νάζι, «τά εικοσιεννιά».
Μά οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά!...
ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΘΑΙΟΥ
Μια γυναίκα
Καμπούριασε η φτωχιά στη μηχανή,
και, ράψε-ράψε, πέρασε όλη μέρα:
πάρα πολύ βαραίνει τον αέρα
ετούτη η ώρα η βραδινή.
--
Στέκεται ετούτη η ώρα, σιγανή,
και σαν τίγρη τα νύχια της απλώνει:
κι’ αν έπαψε η καρδιά πιά να ματώνει,
πιο δυνατά γιαυτό πονεί.
--
Τι να θυμάται εκεί στην ορφανή
γωνιά, και ράψε-ράψε από τις έξι,
καμπούριασε χωρίς να το προσέξει
πάνω σ’ αυτή τη μηχανή…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Έν Σπάρτη
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε-
δεν ήξερε ένα τέτοιον λόγο πώς να πεί
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή
είς Αίγυπτον και να φυλάττεται-
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλα ήρχονταν για να μιλήσει’ κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει κι όλο σταματούσε.
--
Μά η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και μάλιστα χαίρονταν πού μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωση-μά, αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός
όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
επιφανή ως αυτήν-Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο πιλότος Νάγκελ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Ο Μιχαλιός
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Η μικροδουλεύτρα
ΔΩΡΑΣ ΜΟΑΤΣΟΥ
Στο παρθεναγωγείο του παλιού καιρού
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ
Η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Edward VI
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Οι νέες των Επαρχιών
ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΖΩΝΗ
Εστία
ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΙΜΕΖΑ-ΛΑΥΡΑ
Θειά Μαρώ
ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριακή
Μια μικρούλα, μια φτωχούλα, μια ορφανή και προδομένη,
Κυριακή, τ’ απόγεμά της λυπημένη το περνά.
Τον θυμάται, τον θυμάται πάντα, μέσα στην καρδιά της,
το σκληρό πούναι μακριά της και την έχει ξεχασμένη.
--
Κυριακή, έξω στο δρόμο τα κορίτσια σεργιανούν,
τα κορίτσια, πού αγαπιούνται καθεμέρα,
τα κορίτσια που αγαπούνε κ’ είναι πάντα προδομένα…
--
Μά η μικρή, πούχε αγαπήσει μόνο μια φορά,
πλάι στο παράθυρό της τον θυμάται και πονά.
--
Το σοφό παράθυρό της τάχει μάθει, τάχει μάθει…
και φυλάει τα μυστικά της απ’ τη γειτονιά…
--
Κυριακή, με φώς, με ήλιο, με φορέματα πολλά,
Κυριακή, ένα τραγουδάκι λένε τα παιδιά,
κι αντηχεί σαν κάποια θλίψη, τονισμένη ρυθμικά,
κι αντηχεί σαν κάποια θλίψη στην φτωχούλα της καρδιά,
πού ναι πιά συνηθισμένη
νάναι προδομένη…
----------
     Ετελείωσα, Κυρίες και Κύριοι.
     Περάσαμε μαζί μια ώρα με τη συντροφιά ποιητών, με στίχους απλούς, βγαλμένους μέσα απ’ τη ζωή. Και μου φαίνεται, ότι βρήκαμε έτσι την ευκαιρία, να μπούμε λίγο και στη δική μας καρδιά. Να ξαναδιαβάσουμε μόνοι μας κάποιες σελίδες από το μυστικό εκείνο βιβλίο, πού η ζωή γράφει μέσα στον καθένα μας, ακόμα και σε κείνους πού ποζάρουν, πώς είναι λιγότερο ευαίσθητοι. Θα είμαι ευτυχής, αν σας έδωσα μια εικόνα, μιάς αληθινής και ξάστερης ποίησης. Κι ίσως, να μην είταν απόψε χωρίς ενδιαφέρον, ν’ ανοίξαμε απλά τις ψυχές μας, στην τόσο απλή ευφράδεια της καρδιάς…
                                  Γιάγκος Αργυρόπουλος
      Μεταφέροντας στο ιστολόγιο την «ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ» διατήρησα την ορθογραφία του προφορικού λόγου του συγγραφέα Γιάγκου Αργυρόπουλου όπως την βλέπουμε τυπωμένη στο μικρό βιβλιαράκι, εκτός από ορισμένα τυπογραφικά αβλεπτήματα που μπορεί να μην αλλοίωναν, αλλά δυσκόλευαν την ροή του κειμένου του ανθολόγου, μια και ο σημερινός αναγνώστης σίγουρα θα σταματούσε πολλές φορές την ανάγνωση, διαβάζοντας μια διαφορετική γλωσσική μορφή. Λέξεις που γράφονταν με διαφορετική ορθογραφική φόρμα πριν την κατοπινή ιστορικά, γλωσσική και εκπαιδευτική ομοιογενοποίηση. Άφησα ανέπαφη την ορθογραφική εκδοχή των ποιημάτων όπως μας τα παραθέτει ο Αργυρόπουλος, παρότι γνωρίζω τις αλλαγές που συναντάμε στα Άπαντα των ποιητών και ποιητριών σε μεταγενέστερες συγκεντρωτικές εκδόσεις, ή στα ίδια τα ποιήματα, που επέλεξε να παρουσιάσει ο συγγραφέας, τα οποία ανθολογούνται σε άλλες ποιητικές ανθολογίες. Το βιβλίο είναι τυπωμένο στο πολυτονικό σύστημα της εποχής.
     Η ομιλία αυτή-«ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ»-που δόθηκε από τον Γιάγκο Αργυρόπουλο στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου του Παρνασσού και ξανάγινε στην Πάτρα, ύστερα από πρόσκληση του «Μορφωτικού Συλλόγου Πατρών» όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας σελίδα 5, εκδόθηκε από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» χωρίς να αναφέρεται η ημερομηνία έκδοσης. Αυτό αν δεν κάνω λάθος μάλλον σημαίνει, ότι δεν εντάχθηκε στα επίσημα βιβλία που εξέδιδε ο παραδοσιακός και σημαντικός αυτός εκδοτικός οίκος. Ίσως έγινε ιδίοις αναλώμασι και η «ΕΣΤΙΑ», του έδωσε τον κυκλοφοριακό τίτλο. Ερώτημα μάλλον προκαλεί και η αγνόηση (;) της μικρής αυτής ανθολογίας από μεταγενέστερους ανθολόγους  παρόμοιων ποιητικών χαμηλών φωνών, ή ελάσσονων λυρικών ποιητών του μεσοπολέμου. Δες παραδείγματος χάριν την προσωπική ανθολογία του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, «Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ» Τα λυρικά μιάς περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, εκδόσεις Νεφέλη 1990 σελίδες 224 με εισαγωγή του Αλέξανδρου Αργυρίου, «Ένα σχόλιο (Ίσως όχι εντελώς περιττό…). Μια ολοκληρωμένη ποιητική ανθολογία χαμηλόφωνων λυρικών ποιητών του μεσοπολέμου, συγγενική με την ανθολόγηση του Αργυρόπουλου (ακόμα και στον τίτλο)-φυσικά με άλλες, εγκυρότερες και πληρέστερες ανθολογικές προδιαγραφές. Επίσης, την ποιητική ανθολογία «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου» εκδόσεις Καστανιώτη 2015, σελίδες 175 του συγγραφέα Σωτήρη Τριβιζά με εισαγωγή δική του, «ΜΙΑ ΛΥΠΗΤΕΡΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ». Μια ενδιαφέρουσα ανθολογία ποιητών εκείνης της περιόδου που βρίσκονται κάτω από την σκιά της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη και του πεσιμιστικού του κλίματος, συγγενικές φωνές συνεννόησης όμως με τις παραπάνω. Να μνημονεύσουμε εδώ και το μικρό μουσικό βιβλιαράκι-ποιητικό ανθολόγιο, «ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ»- ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ. ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΝΘΕΤΟ CD. Ανθολόγηση Σωτήρης Τριβιζάς, Μουσική Δημήτρης Μαραμπής, Ερμηνεία Κωνσταντίνος Κληρονόμος, εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη 2006. Μέσα πάνω κάτω στην ίδια ποιητική ατμόσφαιρα, κινείται και η «ειδική» μικρή ανθολογία του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, «Η ποιητική του παλιάτσου»-ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΥΡΑ ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ(Δοκίμιο ανθολογίου), εκδόσεις Έρασμος 1999. Που αναφέρεται κυρίως στους «φανταιζί» ποιητές. Ποιητικά ανιχνευτικά λυρικά ίχνη φωνών που βρίσκονται σίγουρα μέσα στο κλίμα της φανταιζίστικης ποίησης,(θεματογραφία, στιλ, ύφος, περιεχόμενα, κλπ) άλλα και στο προοιμιακό κράσπεδο του μοντέρνου ποιητικού λόγου. Έτσι όπως αυτός άρχισε να διαμορφώνεται μετά την έκδοση της «Στροφής» του Γιώργου Σεφέρη, αλλά και τον διακρίνουμε-εν σπέρματι-σε πολλές ποιητικές μονάδες του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Καβάφη, στον ποιητή Τάκη Παπατσώνη και σε ορισμένους άλλους προδρόμους του μοντερνιστικού κινήματος στην ελλάδα. Ποιητικές φωνές που απομακρύνθηκαν από την βαριά σκιά τόσο του Διονυσίου Σολωμού όσο και μετέπειτα, του Κωστή Παλαμά και των πνευματικών τους επιγόνων. Ελάσσονες λυρικές φωνές του μεσοπολέμου, που μορφοποίησαν τον δικό τους ποιητικό στιγματισμό, δημιούργησαν νέες συμπεριφορές ποιητικού προβληματισμού, καινούργιες τεχνικές ποιητικής διαπραγμάτευσης, που μπορεί μεν να φέρουν την σφραγίδα ενός σολωμικού ιδανισμού, κυοφορούν όμως στα σπλάχνα τους τα σπέρματα της νεωτερικότητας. Φωνές χαμηλής θερμοκρασίας αλλά εξίσου αληθινές, συγκινητικές και ευαίσθητες, που άφηναν πίσω τους ή ελάχιστα και υποδόρια τονίζονταν η επιρροή τους από το υστερογενές πεσιμιστικό κλίμα του Καρυωτακικού έργου. Το Καρυωτακικό πνεύμα, με τον έναν ή άλλον τρόπο παρέμενε ζωντανό και κυρίαρχο για αρκετές δεκαετίες και μετά την σφαίρα της Πρέβεζας, σχεδόν μέχρι των ημερών μας.         Τέλος, στην συμπληρωματική αυτή παράθεση όχι μάλλον εκτός θέματος τίτλων βιβλίων, οφείλουμε να αναφέρουμε και την «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΥΡΙΚΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» εκδόσεις Πυρσός ΑΕ 1930 του Κλέωνος Παράσχου και Ξ. Λευκοπαρίδη, δες και «ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ» των εκδοτών, που έχει προηγηθεί χρονολογικά από την «ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ» του Γιάγκου Αργυρόπουλου. Ποιητικές φωνές επίσης συγγενικές, όμορα πρόσωπα και προσωπεία λυρικών ποιητών, που ανήκουν στην ίδια ατμόσφαιρα. Ποιητικές συνθέσεις που δεν έχουν οξειδωθεί με το πέρασμα του χρόνου και την αλλαγή των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, διατηρώντας ακόμα την πρωταρχική τους στιλπνότητα, την ποιητική τους φρεσκάδα, την βιωματική τους αλήθεια, την ανιχνεύσιμη και οικεία εικονοποιίας τους, την μουσικότητα των παλαιών ρυθμών, που μπορεί να μην μας δημιουργούν στις μέρες μας αυτήν την μοντέρνα «αναρχία των αισθήσεων», την “dereglement des sens”, που έλεγε ο γάλλος ποιητής Arthur Rimbaud, όμως μας δίνουν την αίσθηση μιας ποιητικής καθολικότητας αξιόλογων χαμηλών φωνών, ποιητών που ανήκουν στον τελευταίο κύκλο της παράδοσης. Ποιητές και ποιήτριες που τους αποκαλούμε ελάσσονες λυρικούς, χαμηλόφωνους-σε σχέση παραδείγματος χάριν με την στεντόρεια φωνή του Άγγελου Σικελιανού-που κατόρθωσαν όμως να διαμορφώσουν την δική τους αποκλειστική αντιπροσωπευτικότητα και ποιητική σήμανση και εξακολουθούν ευτυχώς, να συμπεριλαμβάνονται στις μεταγενέστερες χρονολογικά γενικές ανθολογίες ή εργασίες. Λυρικές χαμηλόφωνες ποιητικές φωνές που ακόμα μας συγκινεί ο λυρισμό τους, η καθαρότητα του ύφους τους, η αγνότητα των αισθημάτων τους, η μουσικότητά τους, η ευγενική τους διάθεση, ο βιωματικό τους βηματισμός, οι εσωτερικοί δρόμοι ανίχνευσης της ατομικής μοίρας των ανθρώπων στους νέους μοντέρνους καιρούς. Δεσπόζουσες φωνές, που έγραψαν την δική τους ιστορία, χάραξαν τα ίχνη τους στο πέρασμα του χρόνου και διαβάζονται ακόμα.
Μια ποιητική συνάθροιση του Γιάγκου Αργυρόπουλου,-με την ευκαιρία μιας ομιλίας του-που ξυπνά αναμνήσεις, μας υπενθυμίζει φωνές που αρμενίζουν στον ποιητικό χρόνο, αισθητικές της γλώσσας , ύφος γραφής, ποιητικούς ρυθμούς που συναντάμε ίσως μόνο πλέον στα λαϊκά τραγούδια.
Οφείλουμε ακόμα να επισημάνουμε, ότι το κείμενο του Γιάγκου Αργυρόπουλου, στέκεται ισάξια-κατά την γνώμη μου πάντα-με τις εισαγωγές των άλλων ανθολογιών.
Εκτός από ένα μικρό λήμμα στον δεύτερο τόμο της Λογοτεχνίας των Ελλήνων των εκδόσεων του Χάρη Πάτση, Αθήνα χ.χ. σελίδα 395-, που υπογράφεται από τον Γιώργο Πράτσικα, και παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του «ΙΟΥΔΑΣ Ο ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ» και τέσσερα ποιήματά του: «Η ΚΑΛΑΜΙΑ», «Η ΠΟΜΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ», «ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ» και το «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», δεν κατόρθωσα να συναντήσω άλλα στοιχεία για τον συγγραφέα αυτόν όπου ανέτρεξα. Παρότι έχει εκδώσει αρκετά έργα όπως αναφέρει στην δεύτερη σελίδα του βιβλίου του.
     Σύμφωνα με τον Γιώργο Πράτσικα, ο Γιάγκος Αργυρόπουλος είναι:
«λόγιος και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Πάρο το 1893 και ήταν εξάδελφος του καλλιτέχνη ηθοποιού Βασίλη Αργυρόπουλου. Όλη του την ζωή την αφιέρωσε στην απαγγελία, που τη δίδαξε πάνω από σαράντα χρόνια ως καθηγητής στο «Ωδείο Αθηνών», όπου κυρίως δίδασκε ψαλμούς του Δαυίδ και τα ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης είχε ιδρύσει δική του σχολή στο Λύκειο των Ελληνίδων με σημαντικό αριθμό μαθητριών.
Αφού αποφοίτησε από το Βαρβάκειο και πήρε το δίπλωμά του των Φυσικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο το 1945, χρημάτισε για αρκετά χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά, στην εφημερίδα «Αθήναι» του Πώπ, στην «Εστία» κλπ.
     Η ακαλαίσθητη και στομφώδης απαγγελία που άλλοτε βασίλευε στα κοσμικά σαλόνια και το θέατρο έδωσε την θέση της στην επίμονη, ακριβή και βαθειά μελέτη των κειμένων των ποιητών τόσο της παραδόσεως, όσο και των συγχρόνων. Ο Αργυρόπουλος κατόρθωνε να μεταδίδει στους μαθητές του εσωτερικότερο και ουσιαστικότερο τρόπο απαγγελίας, αναλύοντας τον ποιητικό λόγο στην αληθινή του έκφραση και το βαθύτερο νόημά του. Ως άνθρωπος, ο Αργυρόπουλος είχεν ήθος υψηλής στάθμης, ψυχικήν ευγένεια και τελικά υπήρξε αληθινός ευπατρίδης».

Σημείωση: τον τίτλο του άρθρου μου, τον δανείστηκα από τον ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος «Παντοτεινός χωρισμός» του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα.
      
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα

Πειραιάς, 29 Σεπτεμβρίου 2017         

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Αλέξανδρος Αργυρίου-Κώστας Ταχτσής, φιλικές γνωριμίες

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ,
 Ένας ελεύθερος πολίτης της ελληνικής γραμματείας; ή ένας «ιδιότυπος αριστερός» χρονομέτρης της λογοτεχνίας

     Διαβάζοντας τα κείμενα που έχουν γραφτεί για τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή στις εφημερίδες και τα περιοδικά, στάθηκα σε ένα εκτενές προσωπικό κείμενο που είχε γράψει ο ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου, αυτός ο αμερόληπτος τελευταίος «χρονογράφος» των ελληνικών μας γραμμάτων για το αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «η λέξη» στον μυθιστοριογράφο, τεύχος 197/Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008 σελίδες 360-378, με τίτλο «ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ». Στέκομαι στο συγκεκριμένο εξομολογητικής υφής πολυσέλιδο άρθρο του Αλέξανδρου Αργυρίου, του τελευταίου χρονολογικά στην σημαντική σειρά ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας των καιρών μας, δες την οκτάτομη πολυσέλιδη «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας» του, εκδόσεις Καστανιώτη 2001-2007, χωρίς να αγνοώ και την ουσιαστική συμβολή και αξία των υπολοίπων κειμένων και αναμνήσεων των προσώπων που υπογράφουν τα άρθρα για τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή.
Το κείμενο του Αλέξανδρου Αργυρίου χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Στην πρώτη, μας μιλά για την γνωριμία του με τον συγγραφέα, μας περιγράφει την λογοτεχνική ατμόσφαιρα της εποχής τα περιοδικά και τις εφημερίδες που τότε κυκλοφορούσαν, τα νεότερα και παλαιότερα άτομα που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα λογοτεχνικά πράγματα και την έκδοση νέων λογοτεχνικών εντύπων. Αναφέρεται σε παλαιούς του συντρόφους-άτομα που συνεργάστηκε μαζί τους ή υπήρξαν συναγωνιστές του, σε τίτλους εφημερίδων που είχε αρχίσει να δημοσιεύει κριτικές του και σε ιδεολογικές πρακτικές και πολιτικές συμπεριφορές δογματικών ανθρώπων της κομμουνιστογενούς αριστεράς. Αποτιμά αρνητικά τις κομματικές κατηγορίες που θα του πρόσαπταν με τις νέες συνεργασίες του, και μας μιλά για τους στιγματισμούς προσώπων-από φανατισμένα κομματικά άτομα-που τόλμησαν και εξέφρασαν διαφορετική γνώμη από τους ιδεολογικούς καθοδηγητές τους. Αντικοινωνικές εκδηλώσεις και πολιτικές πρακτικές λασπολογίας, που είχαν σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση ενός μεγάλου πληθυσμιακά έμψυχου αγωνιστικού και έντιμου πολιτικά ανθρώπινου δυναμικού της εποχής εκείνης από την ιδεολογική και πολιτική σκληροπυρηνική στρούγκα, και που όπως φάνηκε κατόπιν ιστορικά, είχε καταστροφικές συνέπειες για την χώρα και την ελληνική κοινωνία, με συνέπεια τον εμφύλιο σπαραγμό και τα τραγικά επακόλουθά του στις ζωές και τις συνειδήσεις των κατοπινών γενεών, πληγές που ακόμα και σήμερα, πολλοί δεν θέλουν να κλείσουν. Από αυτόν τον πολιτικό χώρο προέρχεται, ή έστω προήλθε και ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Αργυρίου δεν εθελοτυφλεί πολιτικά, επισημαίνει τις φοβερές ιδεολογικές παθογένειες και πολιτικές στρεβλώσεις της αριστερής παράταξης από τα μέσα, δεν επαινεί κομματικά για να φανεί αρεστός στους παλαιούς εαμίτες συντρόφους του, νηφάλια σταθμίζει και ερμηνεύει τις συνθήκες και επισημαίνει από την δική του ανεξάρτητη σκοπιά, τα λάθη και τα αδιέξοδα που οδηγούσαν οι συμπεριφορές αυτές. Λανθασμένες ιδεολογικά ενέργειες σε μια ιστορική περίοδο, που ο πολιτικός χώρος του ΕΑΜ, διέθετε ένα υψηλού επιπέδου πνευματικό ανθρώπινο δυναμικό, και έχαιρε ευρείας αποδοχής από μεγάλο τμήμα των ελλήνων πολιτών. Ο Αργυρίου δεν μιλά με θεωρητικά ακαταλαβίστικα σχήματα, δεν κάνει «σπέκουλα» θα σημειώναμε στην πολιτική, αντιδραστική αστική τάξη των καιρών του, έζησε βιωματικά σαν νέος την δίνη του ελληνικού εμφύλιου σπαραγμού και τον μετέπειτα αιματηρό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και αυτόν τον χώρο πονάει, γι' αυτόν ενδιαφέρεται, αυτόν επισκοπεί και συγγραφικά ερευνά, δεν θέλει όμως να χάσει την ατομική του ανεξαρτησία, να αλλοιώσει την συνείδησή του. Δεν θέλει να απεμπολήσει την ελευθερία των πολιτικών του επιλογών, να χάσει την αυτονομία της σκέψης του, να την υποδουλώσει σε ενέργειες και σκέψεις ατόμων κατ’ επίφαση προοδευτικών. Επιλέγει να υποστεί την συνήθη κοινωνική σπίλωση-συνηθισμένη μέχρι των ημερών μας-από τα δογματικά αυτά άτομα αλλά δεν υποχωρεί. Παραμένει ουσιαστικά και πολιτικά ένα ελεύθερο πνεύμα, μια ανεξάρτητη συνείδηση, ένα δημιουργικό συγγραφικά μέχρι το τέλος της ζωής του άτομο.
Στην δεύτερη ενότητα, εξετάζει την δομή του μυθιστορήματος, τον τόπο που εξελίσσεται η υπόθεση, τον χρόνο και τα πρόσωπα, κεντρικά και περιφερειακά. Τις εσωτερικές τεχνικές της γραφής του, το ύφος του συγγραφέα, την πλοκή, τις αντοχές και τους χρωματισμούς της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, και κρίνει, αξιολογεί, σχολιάζει και μας καταθέτει ευθαρσώς τις θέσεις του για την ποιότητα, την αισθητική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του κυκλοφοριακά πετυχημένου μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή Το τρίτο στεφάνι.
Το πολιτικών χρωματισμών αυτό επισκοπικό κείμενο, δευτεροβάθμια κριτικό και πρωτοβάθμια αποτιμητικό προσώπων και γραφτών, καταστάσεων και συνθηκών, ισορροπημένο εξομολογητικό γραφτό του Αλέξανδρου Αργυρίου, με την ευκαιρία που του δίνει η συμμετοχή στο αφιέρωμα για τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, παρουσιάζει κατά την γνώμη μου πάντα, έστω και μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών από την χρονική περίοδο που φωτίζει, πολλαπλό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους.
Α. Είναι ένα αντικειμενικό μικρό χρονικό προσωπικών του αναμνήσεων για πρόσωπα και συνθήκες της εποχής του, που μας φωτογραφίζει τον ψυχισμό του ανθρώπου Αλέξανδρου Αργυρίου και το πρωτογενές στίγμα της δοκιμιακής και κριτικής του παρουσίας και των ενδιαφερόντων του.
Β. Μας πληροφορεί για περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του που είχε ήδη αρχίσει να δημοσιεύει κείμενά του.
Γ. Μας σκιαγραφεί σε καθαρά προσωπικό επίπεδο τον συγγραφέα και άνθρωπο Κώστα Ταχτσή και τις δημόσιες ιδιορρυθμίες του, διατηρώντας τις προβλεπόμενες δίκαιες αποστάσεις τόσο από τον ίδιο όσο και από το έργο του.
Δ. Μας μιλά για πρόσωπα της κρίσιμης εκείνης περιόδου που διαμόρφωναν κατά κάποιον τρόπο τις λογοτεχνικές θέσεις ή ποδηγέτησαν στα κατοπινά χρόνια τα λογοτεχνικά μας πράγματα.
Ε. Παρουσιάζει το πνευματικό προφίλ και τις συμπεριφορές συγγραφέων, που ή είχε ήδη συνεργαστεί μαζί τους προγενέστερα σε διάφορα αριστερά έντυπα, ή συγγραφείς που τον βοήθησαν στο νέο του ξεκίνημα συνεργασίας με νέα περιοδικά που εκδόθηκαν και δεν ανήκαν στον αριστερό χώρο.
Στ. Το πρώτο και εκτενέστερο μέρος του γραπτού, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα «πολιτικό» με την ευρεία έννοια του όρου κείμενο, καθώς ο Αλέξανδρος Αργυρίου σχολιάζει και μιλώντας με ακριβοδίκαιο τρόπο, κρίνει και επισημαίνει με καλή διάθεση τα ιδεολογικά λάθη και πολιτικές τακτικές λογοτεχνών της αριστεράς και πρώην συντρόφων του. Ο σχολιασμός του δεν στέκεται μόνο στον χώρο των διανοουμένων ή συγγραφέων, αλλά περιλαμβάνει και πρόσωπα αμιγώς πολιτικά-κομματικά, που έδρασαν και κυριάρχησαν στον πολιτικό στίβο μεταγενέστερα ως ηγέτες αυτού του χώρου.
Ζ.  Μας μιλά με ευθυκρισία χωρίς διάθεση ρεβανσιστικών ανταποδόσεων ή δικαιώσεων στα μεταγενέστερα χρόνια της καταξίωσής του, τόσο για πρόσωπα όσο και για τις συνθήκες και πολιτικές στάσεις που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στον λογοτεχνικό χώρο υπαγορεύοντας προθέσεις. Η μνήμη του δεν είναι επιλεκτική, αναγνωρίζουμε αμέσως προς τα πού στρέφει το βλέμμα των ενδιαφερόντων του, για ποιους πραγματικά ενδιαφέρεται, χωρίς όμως να θέλει να κάνει «σκόντο» στην ατομική του ελευθερία.
Η. Έχει άμεσες ιστορικές αναφορές και δεικτικές επισημάνσεις για το Κυπριακό ζήτημα.
Θ. Δεν ξεχνά να μνημονεύσει τα πρόσωπα εκείνα που του συμπαραστάθηκαν στο νέο του ξεκίνημα αλλά και να σαρκάσει, τις διάφορες λογοτεχνικές δοσοληψίες και αλισβερίσια που όπως φαίνεται, πραγματοποιούνταν ανέκαθεν στην ελληνική πνευματική επικράτεια.
     Το κείμενο αυτό του Αλέξανδρου Αργυρίου-που γράφτηκε μετά από τόσες δεκαετίες και μας περιγράφει τις συνθήκες, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που γνώρισε από κοντά και συνεργάστηκε μαζί τους-είναι διακριτικά συγκινητικό, έντονα μνημονικό, βαθειά εξομολογητικό, χιουμοριστικό, σε ορισμένα του σημεία αυτοσαρκαστικό, διαθέτει ιστορική ανίχνευση, πολιτική ατμόσφαιρα, έχοντας ποιοτικό λογοτεχνικό πρόσημο. Η μνημονική αρχειοθέτηση των πρωτογενών εμπειριών της ζωής του συνδέεται με την ιστορική και πολιτική αλήθεια της εποχής του. Το ύφος του είναι καθαρό, απλό, όπως θα το επεδίωκε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης που προσεύχονταν να κατορθώσει στην ζωή του να μιλήσει και να γράψει απλά.
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου μας λέει αλήθειες που άλλοι συνομήλικοί του συγγραφείς, παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών και την καταξίωσή τους στο λογοτεχνικό στερέωμα, δεν θα μπορούσαν ή δεν ήθελαν να εκφράσουν για να μην τσαλακώσουν την συγγραφική τους ταυτότητα και αμαυρώσουν την μνήμη και την ιστορία των νεανικών ατομικών τους αγώνων. Αξίζει μια παράλληλη συνεξέταση προσωπικών αναμνήσεων, κειμένων θέσεων και κριτικών απόψεων που μας έχουν διασωθεί του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάσου Λειβαδίτη, του Μάρκου Αυγέρη του Κώστα Βάρναλη, του Τάσου Βουρνά, του Νίκου Σβορώνου του Γιάννη Ρίτσου…, για την δραματική εκείνη περίοδο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας και των ανθρώπων της,-εννοώ τα λάθη που πραγματοποιήθηκαν και τις άστοχες ιδεολογικές παραχαράξεις προσώπων της αριστερής διανόησης-και τις επιπτώσεις που είχαν οι ενέργειες αυτές και οι αποκλεισμοί στις συνειδήσεις και τις ζωές αριστερών-κομμουνιστών ανθρώπων των επόμενων γενεών μετά τον εμφύλιο. Χωρίς διάθεση αριστερού αναθέματος, χωρίς πρόθεση συμψηφισμών της ηττημένης με την νικήτρια παράταξη, χωρίς αναμόχλευση μνημών και περιστατικών που ακόμα αιμορραγούν. Αλλά με όσο το επιβάλει η ιστορική πλέον απόσταση νηφαλιότητα και αμεροληψία, ώστε να κατανοήσουμε οι μεταγενέστεροι, όχι την πολιτική ή ιδεολογική αλήθεια που στο κάτω-κάτω αυτή συνήθως δεν ξεφεύγει και πολύ από τα όρια της ατομικής μας κρίσης και υποκειμενικού βλέμματος, αλλά να απεγκλωβιστούμε από μανιχαϊκούς μύθους και προκαταλήψεις που σημάδεψαν και τις επόμενες γενιές. Μια και εμείς οι έλληνες, δεν ξεχωρίζουμε συνήθως μέσα στο ιστορικό μας διάβα, την ιστορία των εποχών από την προσωπική μας ιστορία. Συμπλέκουμε την μοίρα του έθνους μας με την προσωπική μας μοίρα, συνήθως, σε βάρος της πρώτης. Ακόμα και η δική μου γενιά μεγάλωσε και ανδρώθηκε μέσα σε πολιτικούς μύθους. Μύθους και ιδεοληψίες που χάραξαν όχι μόνο θετικά την μετέπειτα επιφάνεια της ζωής μας και το ιζηματικό υλικό των συνειδήσεών μας. Ο φασισμός ελλοχεύει μέσα μας, δεν είναι μόνο πολιτικό ή ιστορικό φαινόμενο. Και η διαρκής πάλι ενάντια σε όποια μορφή και αν αυτός εκδηλώνεται, γνωρίζουμε πλέον ιστορικά ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνο και κυρίως με το επαναστατικό στην εποχή του κίνημα των κομμουνιστών ή αριστερών αγωνιστών, θυσιασθέντων ή μη, αλλά με κάθε ελεύθερο δημοκρατικό πολίτη, με κάθε συνειδητό ψηφοφόρο των αστικών δημοκρατιών μέσα στις οποίες ζούμε και δημιουργούμε. Το μαρξιστικό όραμα αποδείχτηκε πολύ γρήγορα μέσα στην ιστορική εξέλιξη ένας εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που αναπαρήγαγε εκ των έσω-και εξαιτίας των συγκεντρωτικών του δομών-τις συνθήκες αυτοτροφοδότησής του για πολλές δεκαετίες μέχρι το 1989. Χρονιά που αλλάζει στροφή η πολιτική ωριμότητα των ανθρώπων πριν την έλευση της νέας χιλιετίας. Και μόνον όταν πονάς για την κατηφορική εξέλιξη αυτής της πανανθρώπινης ιδέας όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου και άλλοι πνευματικοί και πολιτικοί του συναγωνιστές, έχεις υποχρέωση να λες τις αλήθειες αυτές με γνώμονα την ιστορική δικαίωση και να μιλάς με παρρησία για τα πολλά κακώς κείμενα του χώρου σου. Όπως επιθυμείς και δικαίως, από την άλλη πολιτική πλευρά, να καταδικάζει συνεχώς το φαινόμενο του φασισμού και του ναζισμού. Και να προειδοποιεί που αυτά τα πολιτικά μορφώματα οδηγούν την ανθρωπότητα. Ελευθερία των πολιτών αλά καρτ δεν υφίστανται. Και πάλι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός μας το λέει με τους στίχους του τόσο παραστατικά.
     Ο λόγος του Αλέξανδρου Αργυρίου είναι σε σημεία του περιπαικτικός, ίσως να διακρίνουμε και κάποια ειρωνική διάθεση όταν αναφέρεται στον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη παραδείγματος χάρη στην αρχή του κειμένου, αλλά και ουσιαστικά ιστορικός και πατριωτικός όταν μας μιλά για την πολιτική στάση του Άγγλου συγγραφέα Λώρενς Ντάρρελ απέναντι στο Κυπριακό ζήτημα επί αγγλικής κατοχής. Που το Αλεξανδρινό κουαρτέτο του διαβάζονταν και ήταν δημοφιλές στους έλληνες αναγνώστες για πολλές δεκαετίες. Καυστικός όταν ιχνογραφεί τον ιστορικό και κριτικό Τάσο Βουρνά παλαιό σύντροφό του. Ποιος από την γενιά μου δεν τον θυμάται στο βιβλιοπωλείο των αδερφών Τολίδη στην Σόλωνος και ποιος δεν διάβαζε τα ιστορικά και λογοτεχνικά του κείμενα στην εφημερίδα «Η Αυγή» και στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» με τα κοινωνικά του συγγραφικά ανοίγματα πέρα από τις ιστορικές αυστηρά συνοριακές τομές. Απολαυστικός όταν μας περιγράφει τους μικρούς χώρους που χρησιμοποιούσε για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και τις αποθησαυρισμένες του πηγές λογοτεχνίας. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, είναι όχι μια κάποια λύση που θα έλεγε ο Αλεξανδρινός, αλλά η καταλληλότερη ενδεδειγμένη επιλογή για όλους όσους ασχολούνται με αρχειοθετήσεις. Αξιολογικός όταν αναφέρεται-χωρίς να τα κατονομάζει-σε πρόσωπα της λογοτεχνίας που τον πλησίαζαν για να τους βοηθήσει οικονομικά. Και ανιδιοτελής στις εξομολογητικές του καταθέσεις, όταν μας λέει ευθαρσώς ότι πρότεινε στην σύζυγό του να διαβάσει το μυθιστόρημα του Ταχτσή και να του πει την γνώμη της. Η γλώσσα του είναι στρωτή, καθαρή, χωρίς σκοπέλους δύσκολων εννοιών, άγνωστών μας λέξεων, σκοτεινών ή δίσημων εκφράσεων, τα πορτραίτα των προσώπων που εικονογραφεί είναι αδρά, χωρίς κάθετες ρηγματικές μελανιές καταδίκης. Οι σκέψεις του ξετυλίγονται αρμονικά και μεθοδικά δίχως να ξεστρατίζουν από το γενικό πλαίσιο αναφορών που ο ίδιος έθεσε, με αφορμή το εξεταζόμενο θέμα. Η μνήμη του δεν είναι επιλεκτικά κριτική, με θετικό πρόσημο ή αρνητικό, όπου διαισθάνεται ότι θα αμαυρωθεί η δική του υστεροφημία. Δεν ασχολείται με τέτοιου είδους ψιλοπράγματα. Αντιμετωπίζει με συμπάθεια και ελεγχόμενη νοσταλγική μελαγχολία τα πρόσωπα που συναναστρέφεται και συνεργάζεται, τις συγκεκριμένες ενέργειές τους, ακόμα και αν διαφωνεί μαζί τους ή αν προαισθάνεται το αδιέξοδο που οδηγούν οι πράξεις τους. Δεν ζητά να τους αλλάξει ρότα, ακολουθεί την πορεία των εξελίξεων μετέχοντας ενεργά και δημιουργικά σε αυτές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Ο Αργυρίου μας δίνει ένα πορτραίτο του από τα πλέον ολοκληρωμένα νομίζω της εποχής της γνωριμίας τους και των φιλικών τους επαφών. Τον αντιμετωπίζει με κάποια στοργική θα λέγαμε συμπάθεια και αρκετή δόση χιούμορ. Αντί να πειραχθεί όταν ο Ταχτσή τον αποκαλεί με μια δόση βιτριολικού σαρκασμού ετεροφυλόφιλο κριτικό, ο Αργυρίου το απολαμβάνει και απορεί με στωική συγκατάβαση συνεχίζοντας να συνομιλεί μαζί του. Ξεκάθαρες αρνητικές και σαφείς είναι οι θέσεις του όσον αφορά τον κοινωνικό χαρακτήρα ή τον στρατευμένο πολιτικά ρόλο που θεωρούσαν ότι πρέπει να έχει η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα μέσα στην κοινωνία, το κομμουνιστικό ή αριστερό κατεστημένο της εποχής. Είναι κάθετα απορριπτικός σε κάθε σοσιαλιστικό ρεαλισμό τύπου Ζντάνωφ. Συντροφική τέχνη δεν υπάρχει, ή αν προπαγανδιστικά κυριαρχεί αυτό είναι σε βάρος της ποιότητάς της και των αισθητικών της κριτηρίων. Ο κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου αρνείται την στρατευμένη τέχνη. Δεν δέχεται να θέσει την πνευματική του ελευθερία και προσωπική του ανεξαρτησία κάτω από το κομματικό δογματικό πολιτικό κατεστημένο στο όνομα, μιας αριστερής αναγνώρισης και αποδοχής. Θέλησε και παρέμεινε μέχρι τέλος ένας ελεύθερος και ανεξάρτητος κριτικός δημιουργός και συγγραφέας. Μια ελεύθερη συγγραφική φωνή που παρά τις καταβολές του, αποστασιοποιήθηκε από αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ότι αποπροσανατολίζει τον πραγματικό σκοπό και την ποιότητα που οφείλει να έχει η Τέχνη. Που της διαστρεβλώνει την πρωταρχική ιδέα και το καθαρό ποιόν του σκοπού της, με αποτέλεσμα, να μην είναι πλέον τέχνη αλλά συντροφικό παρηγορητικό αλισβερίσι. Συντροφικά κηρύγματα για συντρόφια.  
     Το κείμενο του κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου, δεν εικονογραφεί μόνο τα πρόσωπα των άλλων με μαεστρία και κατανόηση, αλλά μέσω αυτών σχεδιάζει και το δικό του πορτραίτο. Κάτι που συναντάμε στην τεχνική πολλών ζωγράφων που δανείζουν το πρόσωπό και τα χαρακτηριστικά τους σε άτομα που απεικονίζουν κάπου σε μια από τις δύο κάτω γωνίες του πίνακα, το ίδιο έπραξε και ο κριτικός. Και το έπραξε με επιτυχία. Διαβάζοντας τα εκατοντάδες άρθρα και κείμενα που έχει δημοσιεύσει ο Αργυρίου στα λογοτεχνικά και άλλα έντυπα, αναγνωρίζουμε αρκετά στοιχεία και της δικής του προσωπογραφίας και ψυχοσύνθεσης, πιστεύω όμως, και ελπίζω να μην κάνω λάθος σε σημείο υπερβολής, ότι το συγκεκριμένο κριτικό του εξομολογητικό κείμενο είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά της δικής του φυσιογνωμίας και χαρακτήρα, σαν ενεργού πολίτη και σαν κριτικού. Εδώ βρίσκεται συμπυκνωμένο το ατομικό του «ιδιοσυγκρασιακό» προφίλ που συναντάμε διάσπαρτο μέσα στο πολύτομο δημοσιευμένο και ανέκδοτο ίσως ακόμα έργο του. Των διαφόρων μελετημάτων του που έχουν εκδοθεί, και στην τελευταία, επαινετή και φιλόδοξη πολύμοχθη προσπάθειά του της εκ νέου συγγραφής της Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μια εξέταση και συνεξέταση των εν εξελίξει λογοτεχνικών μας πραγμάτων ιστορικά μέσα από τα δημοσιεύματα των περιοδικών και των εντύπων. Μια χρηστικότατη κοπιαστική και πολυέξοδη εργασία που θα μείνει για πολλά χρόνια στην επικαιρότητα των λογοτεχνικών ενδιαφερόντων στην χώρα μας. Μια εργασία που δεν θα αλλάξει το λογοτεχνικό πεπρωμένο των ελληνικών γραμμάτων, σίγουρα όμως θα το διευρύνει.
Ας απολαύσουμε το κείμενο του Αλέξανδρου Αργυρίου με την σαρκαστική ματιά και αψιά διάθεση του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, καθώς θα διάβαζε το τι λέει εκ νέου ο Αργυρίου για τον ίδιο και το μυθιστόρημά του.
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ
     Τον Κώστα Ταχτσή μου τον γνώρισε ο Νίκος Σπάνιας μια μέρα που περπατούσαμε στο Κολωνάκι. Δήλωσε ότι δεν με ήξερε και ο Νίκος τον επιτίμησε, πειράζοντάς τον για την ανεπίτρεπτη άγνοιά του, χωρίς εκείνος να δώσει σημασία. Δικαίως γιατί ο άνθρωπος είχε εκδώσει τρείς-τέσσερεις συλλογές ποιημάτων, χωρίς να έχει γίνει λόγος γι’ αυτές στα δύο στέκια πού σύχναζαν οι θεωρούντες εαυτούς αναγνωρισμένους, τον καθιστό και τον όρθιο Λουμίδη. Στον τελευταίο μάλιστα, ιδιαιτέρως ένδοξο επειδή σύχναζε εκεί ο Ελύτης μέχρι τινός και η φήμη του διατηρούνταν ακόμη και όταν είχε φύγει εις Παρισίους, για να μην διακινδυνεύσει για άλλη μία φορά την ακεραιότητά του, εξαργυρώνοντας όμως τις εμπειρίες του γράφοντας έναν ακόμη Ανθυπολοχαγό ή Λοχαγό κανενός Λιτοχωρίου. Απερίσπαστος πλέον στη νέα διαμονή του, διάβαζε Ιερά Γράμματα και του ήρθε στο νού να γράψει κάτι Άξιον, που τελικά, παλεύοντάς το δέκα χρόνια, το πέτυχε και απεδείχθη ότι Άξιον Εστί.
     Άς αφήσουμε όμως ήσυχο τον ποιητή στο έργο του και άς γυρίσουμε πίσω στον κόσμο των άδοξων καφενείων, τον καιρό που ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα.
     Κοντά εκεί έγινε στην Αθήνα μια έκθεση του άγγλου γλύπτη Χένρι Μούρ που είχε προκαλέσει σοβαρά, ενθουσιώδη και λίγα, βλακωδώς, αρνητικά σχόλια για τις τολμηρές λύσεις του, όπου το κενό σε ένα, αίφνης, γλυπτικό του μόρφωμα αποκτούσε αισθητικές σημασίες κι άντε να αντιληφθούν οι ηλίθιοι ότι εδώ ο γλύπτης δεν έπαιζε για να τους εντυπωσιάσει, αλλά εξέφραζε την αγωνία του. Στα ίδια χρόνια εκδιδόταν ένα περιοδικό επιστημονικό και καλλιτεχνικό, ο Ανταίος, που το διηύθυνε ο αλησμόνητος Μίμης Μπάτσης, ο οποίος θέλησε να δημοσιεύσει ένα λόγο για τον γλύπτη. Ρώτησε λοιπόν τον Τάσο Βουρνά ποιος μπορεί να γράψει δύο λόγια. Εκείνος του υπέδειξε εμένα.
     Ήξερα πώς απευθυνόμασταν και σε κάφρους, αλλά σκέφτηκα ότι λίγοι από αυτούς θα διάβαζαν τον Ανταίο. Έτσι σκέφτηκα και έγραψα ένα κείμενο μετρημένα εγκωμιαστικό. Σε λίγο με πήρε στο τηλέφωνο ο Μπάτσης και μου έδωσε ραντεβού για να δώ και να διορθώσω τα τυπογραφικά δοκίμια του κείμενου μου. Καθόμουν σαν άνθρωπος που είχα εκπληρώσει το χρέος του πιο ψηλά και από την αγχόνη, όταν έφτασε ο Μίμης συναποκομίζοντας τα δοκίμια. Φαινόταν στενοχωρημένος και άρχισε να μου λέει: «Καλό το κείμενό σου, αλλά σκέφτομαι πώς θα το πάρουν οι δικοί μας, που δεν γράφεις ότι είναι γλύπτης της παρακμής. Θα σε πείραζε….» Δεν τον άφησα να τελειώσει και του είπα «Άς το, μη το δημοσιεύεις, και δεν πρόκειται να βλάψουμε τη Συρία. Δεν θα στεναχωρηθώ». Ήξερα την ακεραιότητά του και καταλάβαινα την αμηχανία του για τη λύση που διάλεγε. Χωρίσαμε με κατανόηση των συμφωνημένων υπονοουμένων. Δεν μπορώ να ξεχάσω  αυτόν τον τόσο προικισμένο άνθρωπο, την αγωγή του και το ήθος του, που πλήρωσε ακριβά την ενδοτικότητά του.
Αλλά για να έρθω στο θέμα. Ο Ταχτσής-γι’ αυτόν δεν μιλάγαμε;-ως αντίδραση στους κατεστημένους του όρθιου Λουμίδη, όπου εξακολουθούσαν να συχνάζουν οι: Ελένη Βακαλό, ο Νίκος Φωκάς, ο Γιώργος Λίκος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Νίκος Καρύδης κλπ.-ο Νίκος Γκάτσος είχε το προσωπικό του στέκι στην Πανεπιστημίου, μιλούσαν οι άλλοι γύρω ακατάπαυστα και εκείνος έλεγε μια λέξη ή ένα σχόλιο κάθε τέταρτο-, ο Ταχτσής λοιπόν «τους μπήκε» επιθετικά, γράφοντας ένα ποίημα στο οποίο περιλαμβανόταν ο στίχος:
          Είναι ποιητής, χοντρός και παίζει στον ιππόδρομο
     Σκιαγραφούσε κάποιον με ειρωνεία και νόμιζε ότι μια τέτοια απλή πληροφορία θα γινόταν ως διά μαγείας «ποιητικός λόγος» και όχι φτηνό καλαμπούρι για γυμνασιόπαιδες πού πρωτομάθαιναν το τσιγάρο. Και ακόμη περισσότερο αποφάσισε την Τρίτη του συλλογή να την ονομάσει Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν, αυξάνοντας τις δόσεις του πικρόχολου χιούμορ του, πού του έβγαιναν όμως ατελέσφορες.
     Κάπου εκεί κοντά, παρεπιδημών Άγγλος, που είχε γνωρίσει τον Ταχτσή και υποθέτω είχε εκτιμήσει τον καλό προφορικό του λόγο, με τα λίγα ελληνικά που φαίνεται ήξερε, συμπέρανε ότι ήταν και καλός ποιητής και θεώρησε ότι πρέπει να γνωστεί στους ημετέρους του φίλους και συμπολίτες. Αφήνω προσώρας αυτή την εκκρεμότητα, γιατί θα τη βρούμε σε λίγο μπροστά μας.
     Εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσε η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (από εδώ και πέρα: Α.Ε.) με σκοπό να προβάλλει τον αγγλοσαξονικό πολιτισμό και να ξεχάσομε τα αεροπλάνα και τα τάνκς του Σκόμπυ’ διατηρούνταν, όμως, ακόμη τα σημάδια των πυροβόλων όπλων τους στους τοίχους της Αθήνας ως δείγμα του φιλελληνισμού τους. Τα πρώτα φύλλα της Α.Ε., που φαίνεται τα είχαν επιμεληθεί απλοί χειρώνακτες υπάλληλοι, ήταν καθαρά προπαγανδιστικά, τυπωμένα σε άθλιο χαρτί και μεγάλο άγαρμπο σχήμα. Κάποια στιγμή λέγεται ότι το ανέλαβε ο Κατσίμπαλης, χωρίς να κατονομάζεται, και η μέν αγγλική ύλη ήταν εκείνη που του έδινε η υπηρεσία, όμως την ελληνική την καθόριζε ο ίδιος, ως αφέντης. Τον κατηγορούσαν-συνήθως οι απόντες-ότι έβγαζε ένα δικό του περιοδικό με ξένα λεφτά, όπου έγραφαν μελέτες οι προσφιλείς του Καραντώνης, Σαχίνης και μερικοί άλλοι. Κακώς, διότι είχε και καλώς. Έκανε ένα αφιέρωμα στον Σεφέρη, ένα στον Θεοτοκά, ένα στον Παλαμά, ένα στον Σολωμό και μερικά άλλα. Τι να πείς; Για την κριτική λογοτεχνίας είχε επιστρατεύσει-άραγε για να την ή για να τους υποσκάψει;-την ακαταπόνητη Άλκη Θρύλο, η οποία έγραφε επί παντός με την ευθύτητα και παρρησία που τη χαρακτήριζε και με το αισθητικό της κριτήριο διέγραφε ως αδιάφορους όλους τους νέους ποιητές, ενώ ομολογούσε με απαράμιλλη πεποίθηση ότι ο ποιητής Πάνος Σπάλας ήταν ανώτερος από τον Γιώργο Σεφέρη. Εδώ εγώ της βγάζω το καπέλο. Δεν είναι λίγο να έχεις το θάρρος της γνώμης σου.
     Τα πράγματα έτρεχαν στο πάει τους, έως ότου ο άρτι ελθών-το μάθαμε αργότερα-πτυχιούχος του Καίμπριτζ Γιώργος Σαββίδης ανέλαβε τη διεύθυνση της Α.Ε. στη δεύτερη όπως ονομάστηκε, περίοδο της. Σκοπίμως, πιστεύω, διότι ο νέος διευθυντής θέλησε εμπράκτως να δείξει ότι άνοιγε μια άλλη πολιτική του περιοδικού. Επέλεξε λοιπόν το μικρό σχήμα των ανάλογων ελληνικών εντύπων, ώστε να είναι και συγκρίσιμο και ευανάγνωστο. Άλλωστε με το νέο και λευκό εξώφυλλο, κυρίως δε με την ύλη της, φαινόταν καθαρά ότι η ανακαινισμένη Αγγλοελληνική Επιθεώρηση- αντίθετα με το παρελθόν της-ήταν κυρίως ελληνική και συμπτωματικά αγγλική. Γνωρίζοντας δεν την κριτική που ασκούσε η Άλκης Θρύλος, ο Σαββίδης βγήκε προς άγραν άλλου κριτικού, λιγότερο άσχετου με την ποίηση, ο οποίος θα αναλάμβανε να την αξιολογήσει. Τότε-εδώ αρχίζουν οι ευλογοφανείς υποθέσεις-ο Σωτήρης Πατατζής δούλευε στον Ταχυδρόμο (όπου ήταν επίσης διευθυντής ο Σαββίδης) και έγραφε για τους κριτικούς θεάτρου και τις κριτικές τους, επισήμαινε τις αντιφάσεις τους, καθώς κανένας για κανένα στοιχείο της παράστασης δεν συμφωνούσε με τον άλλο. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Σαββίδης, που εκτιμούσε τον Πατατζή, του είπε ότι είχε πρόβλημα για την κριτική στην Α.Ε. και ο Σωτήρης, με τον οποίο γνωριζόμασταν από τα Ελεύθερα Γράμματα και αμφότεροι είχαμε ξεκόψει από το περιοδικό, του πρότεινε εμένα. Αλλά τον εν λόγω κύριο ακολουθούσε περισσότερο ως προπατορική αμαρτία η κατηγορία του αριστερού και ένας αριστερός στην Α.Ε. ίσως νομιζόταν ως κακοτεχνία. Ο Σαββίδης επιθυμούσε στα ιδεολογικά θέματα να κρατήσει ουδέτερη θέση το περιοδικό, να είναι αχρωμάτιστο πού λέμε. Τα ως τότε κείμενα του Αργυρίου δεν πουλούσαν ιδέες εκτός λογοτεχνίας, αλλά ποιος αντιλαμβανόταν την διαφορά. Αρκεί που έγραφε σε αριστερά έντυπα. Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει. Πάντως τον καιρό εκείνο έγραφε σε μια εφημερίδα του Σοφοκλή Βενιζέλου. Συνεπώς έβαζε βεντούζες, έπλενε πατσές. Όμως ακόμη και άσπιλος, γεννιόταν το ερώτημα: Θα δεχτεί άραγε ένας έστω ιδιότυπος αριστερός να γράψει στη συκοφαντημένη Α.Ε. ή θα αρνηθεί, παριστάνοντας τον αδιάφθορο Ροβεσπιέρο. Όθεν, ο Πατατζής, προθύμως ανέλαβε να βολιδοσκοπήσει τι θα απαντούσε σε μια τέτοια πρόταση. Αλλά ο Αργυρίου-που είχε θέσει εαυτόν εκτός βολής από τότε, επομένως ήταν άγνωστες οι βουλές του, όπως και του Υψίστου, εκτός από το αρκετά πλατύ περιβάλλον του πού τον ήξερε-, επομένως ο κύριος αυτός δεν είχε λόγους να αρνηθεί να γράψει σε μια αλλιώτικη Α.Ε. πού σαφώς δεν συνδεόταν με το-καλό, κακό-παρελθόν της. Η νέα πορεία της δεν άφηνε αμφιβολίες για την ανιδιοτέλειά της. Ο Αργυρίου δέχτηκε κατ’ αρχάς-πάντα ήξερε να παραιτείται, όταν δεν του άρεσαν τα μούτρα του διευθυντή-και θεώρησε μάλιστα την πρόταση ως έμμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας του. Φυσικά αυτό υποθετικά. Μετά ταύτα, ο Σαββίδης τον πήρε στο τηλέφωνο και κλείσανε ραντεβού στο γραφείο του.
     Διημέρευα τότε στο πτωχικό αλλά τίμιο γραφείο μου, οδός Ξενοφώντος 14α, 4ος όροφος, ένα δωμάτιο, ένα σχεδιαστήριο, ένα γραφείο, τα βιβλία μια στοίβα σε μια γωνιά-τά ‘βρισκες αμέσως, όχι όπως τώρα στο μικρό νοικιασμένο διαμέρισμα που δεν βρίσκει ο σκύλος τον αφέντη του, το πληρώνει η Γεωργία-, ένα παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό, αλλά και τηλέφωνο, σπουδαίο τότε απόκτημα.
     Ο Μιχάλης Κατσαρός το απέδωσε υποδειγματικά:
«Τι ήταν ο Φόρντ, τι ήταν ο Παπαστράτος. Δώστε μου ένα γραφείο κι ένα τηλέφωνο».
     Ο νέος ροδαλός και καλοθρεμμένος κύριος Γ. Π. Σ., με το αρχοντικό ύφος και το καλοκάγαθο πνεύμα, αποκτημένο από την αγγλοσαξονική του παιδεία, ήρθε και κάθισε στην καρέκλα πού βρισκόταν απέναντί μου. Μιλήσαμε διά μακρών περί ανέμων και υδάτων-υποπτεύομαι, ζυγίζοντας ο ένας τον άλλο-ώσπου φτάσαμε να μιλάμε για τα βιβλία ποιημάτων που κυκλοφορούσαν τότε. Ήταν μια εποχή με λίγα, αλλά καλά έργα, και τα σχολιάζαμε. Κάποια στιγμή μου είπε ότι του Σαχτούρη το βιβλίο δεν το βρήκε καλό. Επρόκειτο για το Με το πρόσωπο στον τοίχο.
Τότε εγώ επέμενα ότι ήταν από τα καλύτερα των νέων ποιητών, με αρκετά προσωπική και ευρηματική γραφή (εξακολουθώ και σήμερα να το θεωρώ ως κορυφαίο του, χωρίς να υποτιμώ τα άλλα του έργα) Εν κατακλείδι συμφωνήσαμε να αναλάβω την κριτική της ποιήσεως. Για την πεζογραφία θα έγραφε ο Λέων Καραπαναγιώτης.
     Χωρίσαμε εγκάρδια και δώσαμε τα χέρια (δεν θυμάμαι, υποθέτω όμως ότι έγινε έτσι θα έκαναν δύο τζέντελμεν). Ύστερα από λίγο μου έστειλε ένα μικρό σημείωμα, δακτυλογραφημένο (είχε τα «μέσα», αντίθετα με εμένα που βλακωδώς δεν άγγιζα τις γραφομηχανές-όμως με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές έβγαλα το άχτι μου) και ομολογούσε ότι ξαναδιαβάζοντας τον Σαχτούρη συμφωνούσε μαζί μου.
    Όταν ο Τάσος Βουρνάς έμαθε από τον Καραπαναγιώτη-με τον οποίο διατηρούσε σχέσεις από τον καιρό που ο Λέων του έστελνε μεταφράσεις αριστερών κειμένων και ο Βουρνάς τις δημοσίευε στη Δημοκρατική-ότι θα γράψω κριτική στο βδελυρό αυτό όργανο της βρετανικής προπαγάνδας, έγινε έξω φρενών και είπε πώς θα μού αλλάξει γνώμη, διότι θα στιγματιστώ ανεπανόρθωτα. Ίσως ήλπιζε ότι θα ξαναγυρίσω στο μαντρί και μου χρειαζόταν το χαρτί καλής διαγωγής πού κάποτε είχα. Ο Σαββίδης έμαθε αμέσως τά καθέκαστα από τον Λ. Κ. και ανησύχησε-δεν ξέρω σε τι βαθμό-, με πήρε στο τηλέφωνο και με ρώτησε μήπως άλλαξα γνώμη, ότι δεν είμαι «κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος»-ποιός δάβολε το έχει πρωτοπεί;-ότι έχουν γνώση οι φύλακες-κι αυτό ξένο-, και να μην ακούει τι λένε για λογαριασμό του, τάχα, οι «φίλοι του άλλου πολέμου» Βουρνάδες. Μεταξύ μας, τώρα, πράγματι ο Βουρνάς με είχε πάρει στο τηλέφωνο-παρότι του είχα κόψει την καλημέρα, όχι όμως και την καληνύχτα-, αλλά εγώ αμέσως του το ξέκοψα. Του μίλησα πολύ σταράτα και κατηγορηματικά, θυμίζοντάς του τις αυθαιρεσίες του στο άμεσο παρελθόν.
     Με τον Βουρνά, που, ως το τέλος του 1951, μου είχε αναθέσει και έγραφα κριτικές (αφήνω την εποχή των Ελεύθερων Γραμμάτων) στον Δημοκρατικό Τύπο, έπειτα στη Δημοκρατική και τέλος στον Δημοκρατικό-δεν στέριωναν οι αριστερές εφημερίδες μετά τον Δεκέμβρη, επειδή όλο και τολμούσαν βλακωδώς να αγγίξουν τα όρια της αντοχής ενός σκληρού κράτους που είχε τα σαΐνια του-είχα διαρρήξει τις σχέσεις μου, διότι ο «άθλιος»-δεν ήταν κακός, ήταν απλώς ενδοτικός στη «γραμμή»-πιεζόμενος από τους εξόριστους πού έβλεπαν να απομακρύνομαι από τις πάγιες θέσεις μιας πεπαλαιωμένης Αριστεράς που εξακολουθούσε να κρίνει τα βιβλία «ιδεολογικά» και όχι «ποιοτικά», για να μην πώ αισθητικά και πάει ο νούς σας στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό τύπου Ζντάνωφ, ο Βουρνάς λοιπόν, στην «Ανασκόπηση της λογοτεχνίας του 1951» είχε αλλοιώσει τις θέσεις μου, για να με «ευθυγραμμίσει». Εγώ, δικαίως-μη μού πείτε-έγινα θηρίο και του δήλωσα ότι παύω να συνεργάζομαι με την εφημερίδα. Το 1952, πλέον, είχα ήδη ξοφλήσει με τον Βουρνά, αρμόδιο στα λογοτεχνικά της Αριστεράς. Όσο για την πολιτική της έκφραση, όταν κάποτε ο Τ. Π.-πού ήξερε το κατοχικό παρελθόν μου-με ψάρευε μήπως γίνω μέλος της-με αλλαγμένο όνομα-Αριστεράς, «για να γίνει καλύτερη», του απάντησα: «Δεν ξαναμπαίνω στη στρούγκα», όρος που παραήταν επιθετικός. Άλλωστε είχα πάψει να πιστεύω στη λογική των επιλογών μιάς δυσκόλως αποκρυπτόμενης (υπό δήθεν αδιαφανείς μανδύες) Αριστεράς, που πεισματικά δεν έστεργε να απομακρυνθεί από τις δεκαετιών επιλογές της: Μας άλλαζε τα φώτα η νικήτρια Δεξιά (με τη δοσίλογη μερίδα της ανέπαφη, καθώς δεν είχε τιμωρηθεί) αμέσως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, κι εμείς, εν αφελεία-στα όρια της ηλιθιότητας- τραγουδούσαμε «μας πήραν την Αθήνα μά μόνο για ένα μήνα». Ο ένας αυτός μήνας κράτησε τριάντα χρόνια. Ο κόσμος χάλαγε, πλήρωναν ασήκωτες ποινές τά δύστυχα ελασιτάκια και η σκληροπυρηνική Αριστερά φώναζε: Να νομιμοποιηθεί το ΚΚΕ». Λές και αυτό απασχολούσε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο-τώρα πάμε σε άλλο συναφές και πρέπει να το καταθέσω κάποτε-συνέχισα να παρέχω «άσυλο» σε αρκετούς-υποπερίπτωση και του Κ. Φ. Είχαμε επιτύχει στις εισιτήριες εξετάσεις του ΕΜΠ, το 1939, και ακόμη κρατάμε ως σήμερα μια ζεστή σχέση. Από πλούσια οικογένεια, ο Φ., όπως και ο καρδιακός του φίλος Άγγ. Δ., πέρασαν στην κομμουνιστική Αριστερά και κατέληξαν να γίνουν υψηλά στελέχη της, χωρίς να χάσουν τον ανθρωπισμό τους, αλλά και χωρίς να κατορθώσουν να βελτιώσουν την κατάσταση. Πάντως, όμως, μετά τη διάσπαση του 1968 εντάχθηκαν στην ανανεωτική Αριστερά. Εσείς οι απέξω, όρθιοι αλλά στεγασμένοι κάτω από το υπόστεγο, μπορείτε να το θεωρείτε σύμπτωση, αλλά δεν είναι τυχαίο το ότι σχεδόν όλοι οι νεολαίοι της Κατοχής, που έπιασαν μετερίζι contra Romanos πέρασαν στην ανανέωση, με εξαίρεση τον Γρηγόρη Φαράκο που, όμως, όταν κι αυτός έφτασε στην ηγεσία και κατάλαβε ότι, παρά τον τίτλο, άλλοι έχουν τον λόγο, δεν έμεινε αλλοτριωμένος και, έστω αργά, μετακινήθηκε στους ανανεωτικούς. Οπότε συμπληρώθηκε  κύκλος του καλού και αγαθού-το φίδι να δαγκώνει την ουρά του.
     Παρέμεινα στο γραφείο μου, τα είπαμε, όταν τα μεσημέρια πού μου είχε πρίν τηλεφωνήσει ο Κ. Φ. ότι θα έρθει να ξαποστάσει-πύρωνε ο Ιούλιος μήνας και αυτός τότε μόνο, μπορούσε να κυκλοφορεί-έφτανε καταϊδρωμένος και κουβεντιάζαμε περί πολιτικής και άλλων τινών, μέχρις ότου φύγει για το επόμενο ραντεβού του. Ένα από τα μεσημέρια αυτά του είπα πώς θα γράψω στην Α.Ε., και αντέδρασε. Του αντείπα ότι τώρα η Α.Ε. ήταν κάτι διαφορετικό και όχι προπαγάνδα της Ιντέλλιτζενς Σέρβις και προβολή της λογοτεχνίας της Αγγλίας. Αλλά ο Κ. Φ. (ή, όπως είχαμε πεί να λέει στο τηλέφωνο: ο Κωστάκης) πείστηκε ελαφρώς και μου είπε: «Κάν’ το, όμως δεν θα πείς ότι σού το είπα». Και κράτησα την υπόσχεσή μου μέχρι σήμερα. Νομίζω ότι ο Κ. Φ. από τότε διατηρούσε την ανεξαρτησία του, ασχέτως με το πώς δεν εξέφραζε τη διαφωνία του στα χρόνια των καταδιώξεων της Αριστεράς. Σε συνθήκες παρανομίας, η διαφωνία χρεώνεται ως προδοσία. Πρέπει να πάρει έκταση η διαφωνία, για να καταλήξει στη διαμόρφωση μιας νέας θέσης και όχι διάσπασης, όπως ύστερα από χρόνια συνέβη. Αλλά αυτό συνοδευόταν από αλλαγές νοοτροπίας και τακτικής. Ήταν και είναι σαν να άρχιζε μια νέα εποχή, στην οποία τα ζητούμενα, αυξημένα, δεν είχαν όλα απάντηση. Όπως έλεγε ο Σαρτρ, η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Και εμείς τώρα υπάρχουμε χωρίς να έχουμε κατασταλάξει για την ουσία. Άς την λοιπόν να προηγείται και ίσως κάποτε βρεθεί και η περίπλοκη ουσία. Αλλά χρειάζεται να πάψουμε να θεωρούμε ότι κάποιες αρχές είναι αυτονόητες.
     Πρέπει να καταλάβουμε μια για πάντα-ασχέτως με τη θέση που έχεις για τη σκοπιμότητα της εξέγερσης του Δεκέμβρη, που τελικά το λάθος είναι καθαρά ψυχολογικής τάξεως, σφάλμα πολιτικής νηπίων-πώς τότε κανείς δεν ξεχνούσε τα αγγλικά αεροπλάνα του Σκόμπυ που μας βομβάρδιζαν τον μοιραίο Δεκέμβρη και γενικά τη χυδαία αγγλική επέμβαση σαν να είμαστε δουλοπάροικοι. Δεν ξέραμε βέβαια ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι’ ο Στάλιν μας είχε ήδη εκχωρήσει στον Τσώρτσιλ. Η Αθήνα καιγόταν και η Πράβδα έγραψε μια φορά, γενικά και αόριστα, ότι «γίνονται μάχες στην Αθήνα». Ούτε ποιοι και ούτε με ποιους πολεμάνε. Στον δε απεσταλμένο του Σιάντου που ζητούσε βοήθεια, η απάντηση ήταν: «Προς το παρόν δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε» Δεν τολμούσαν να πουν την αλήθεια που έκαιγε.
      Αυτά για τις τότε αντιλήψεις μου περί τα στρατιωτικοπολιτικά-έτσι τα έλεγα-και γιατί δεν αρνήθηκα να γράψω στην Α.Ε., όταν δεν υπήρχε θέμα Σαββίδη. (Όμως θα ξανατεθεί θέμα για τις σχέσεις μας με την Αγγλία, όταν άρχισε το Κυπριακό με τις κρεμάλες, οπότε, κατά συμβουλή του Σεφέρη, έκλεισε και η Α.Ε. του Σαββίδη. Όταν ο Σαββίδης μάθει για το ρόλο που έπαιξε ο Λώρενς Ντάρρελ στο Κυπριακό, θα αφαιρέσει μια αφιέρωσή του και θα τον διαγράψει από φίλο).
     Τέλειωνα τις κριτικές μου στην Α.Ε., για να γυρίσουμε σε αυτές, όταν με πήρε ο Σαββίδης για να με ρωτήσει αν είχα γράψει για τον Ταχτσή. Του είπα όχι, διότι δεν ήταν «καλά τα ποιήματά του», αλλά «μη ποιήματα». «Συμφωνώ», μου είπε, «αλλά ξέρεις πώς γράφτηκε στο Manchester Guardian Weekly (23-Χ-54) ότι ο Ταχτσής είναι ο ποιητής που συζητιέται σήμερα στην Ελλάδα ως φέρων νέο πνεύμα-κάτι τέτοιο. «Δεν πρέπει να γράψομε τη δική μας γνώμη;». Του είπα τότε: «Ό,τι κι αν γράψω;». Η απάντηση ήταν: «Ό,τι νομίζετε». Έγραψα λοιπόν κι εγώ ένα χιουμοριστικό κείμενο, από όπου αποσπώ τα ακόλουθα:
     «Πιστεύω πως ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι του επιτρέπει το κέφι του. Να μασάει σίδερα, να καταπίνει φωτιές, να γράφει ποιήματα ή να τραγουδάει σε περιοχές και ώρες πού δεν απαγορεύονται τα άσματα. Διάβολε, η πρώτη αρετή της Δημοκρατίας και θα την καταπατήσομε; Το δυστύχημα όμως για τον κ. Ταχτσή είναι πως το μόνο που του μένει από τη συλλογή του είναι η αναίδεια:
Υπήρξα άφρων δεν το αρνούμαι
Μά σείς φίλε ξεχάσατε να βάλετε
Λάδι στο λύχνο σας
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται
Προσπέρασε
Για πάντα
Η ΠΟΙΗΣΗ ΦΙΛΕ ΠΕΘΑΝΕ
και πότε η κηδεία;
Εσείς την πεθάνατε κύριε Ταχτσή: Είναι τόσο εύθραυστη η δυστυχής».
     Όταν την διάβασε ο μετριοπαθής και με καλή αγωγή Σαββίδης, εφοβήθη σφόδρα και (θα) αναρωτήθηκε μήπως ήταν έξω από τα εσκαμμένα και πέσομε σε γκάφα. Οπότε το έθεσε υπ’ όψιν του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, ο οποίος και θεώρησε ότι το ύφος καλώς ανταποκρινόταν στην περίπτωση. Έτσι η κριτική μου μπήκε ολόκληρη στη Α.Ε., ενώ είχε προηγηθεί μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τον Μίλτο Σαχτούρη-κάποιος πρότινος υποστήριξε ότι ήταν επιφυλακτική κακώς’, ήταν η πρώτη τόσο θετική και αποδεικτική όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Σαχτούρης-και ακολουθούσαν κριτικές για τον Αλέξανδρο Μπάρα και για την πρώτη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου. Τελευταίο και έσχατο ήταν το κείμενο που τμήματά του παρέθεσα προηγουμένως.
     Ο Ταχτσής, πού τότε βρισκόταν εκτός Ελλάδος, όταν την πληροφορήθηκε έγινε προφανώς έξαλλος και έγραψε ένα γράμμα στόν Σαββίδη, το οποίο κάπου βόσκει στα χαρτιά μου. Άντε βρες το σήμερα. Ο φίλτατος Κώστας Ταχτσής δεν είχε αντιληφθεί ότι τον αντιμετώπιζα διαρκώς με χιούμορ, καθώς σε κάποιο άλλο σημείο έγραφα (μετά την παράθεση κάποιων στίχων και στα αγγλικά) ότι θα έχουν «πρόβλημα οι μεταφραστές του» και ότι «μετά από τρείς χιλιάδες χρόνια οι αγγλικές εγκυκλοπαίδειες θα γράφουν: Ο Κώστας Ταχτσής, ο William Shakespeare και μερικοί άλλοι, έγραψαν το έργο τους εις την αγγλικήν». Ταχτσής και Σαίξπηρ συνάδελφοι στην αιωνιότητα.
     Όταν επέστρεψε οίκαδε ο Ταχτσής, δεν συναντηθήκαμε, Με απέφευγε, δεν ξέρω, εγώ πάντως δεν έτυχε και δέν είχα λόγους να επιδιώξω μια συνάντηση μαζί του. Εύλογα υποθέτω και εκείνος.

      (Κάποτε ο αλησμόνητος Αντρέας Αγγελάκης με κατσάδιασε για εκείνη την κριτική μου, αναγνωρίζοντας τον Ταχτσή και ως καλό ποιητή. Τα να πώ; Ο Κωστής Παλαμάς έλεγε: Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες).
     Το 1976 ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μορφωτικός τότε ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας, διοργάνωσε ένα «μήνα ελληνικής τέχνης» στο Λονδίνο. Για το ποιους λογοτέχνες θα καλούσε, ο Κοτζιάς είχε συνεννοηθεί μαζί μου, χωρίς να γίνει γνωστό. Έτσι, στο αεροπλάνο που μας πήγαινε στο Λονδίνο ανάμεσα στους άλλους ήταν και ο Ταχτσής. Δεν διασταυρωθήκαμε.
     Φτάσαμε στον προορισμό μας. Η επιτροπή του Συνεδρίου μας είχε εξασφαλίσει διαμονή και κάποιο μικρό ποσόν για έξοδα κινήσεως, ίδιο σε όλους, εκτός από μένα που μου έδωσε λίγο περισσότερα. Ο Ταχτσής που το είδε διαμαρτυρήθηκε «γιατί αυτό στον Αργυρίου», και ο αρμόδιος του εξήγησε ότι είχα γράψει τον πρόλογο της εκδήλωσης στο διαφημιστικό φυλλάδιο, όπως και άλλα τινά.
     Η υπόθεση του «μήνα» δεν χάλασε κόσμο, ήρθαν μερικοί της παροικίας, καμιά δεκαριά Άγγλοι που ήξεραν μέσες άκρες τη λογοτεχνία μας και αυτό ήταν όλο. Πάντως δεν ήταν άνευ νοήματος, αφού γράφτηκαν και δυό λόγια στις εφημερίδες και στο φιλολογικό συμπλήρωμα των Τάιμς, δημοσιεύτηκαν κριτικές παρουσιάσεις για ελληνικά βιβλία-εγώ θυμάμαι έγραψα για Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και εδώ ήμουν ο μόνος που δεν πληρώθηκα, γιατί δεν τα ζήτησα εγκαίρως. Τελευταία μέρα της αναχώρησης φωτογραφηθήκαμε όλοι, πλήν του Μανόλη Αναγνωστάκη που είχε φύγει την προηγούμενη για επείγουσα δουλειά του. Θα άξιζε να παρουσιαστεί αυτή η φωτογραφία που απεικονίζει τόσο πολλούς, κατά παράταξιν, Έλληνες συγγραφείς μαζί με τους Άγγλους που είχαν μετάσχει στην εκδήλωση.
     Μπήκα στο αεροπλάνο της επιστροφής και κάθισα μπροστά για να κοιτάζω, δεν έχω πρόβλημα ιλίγγου. Σε λίγο βλέπω τον Ταχτσή να έρχεται και να κάθεται πλάι μου, ενώ υπήρχαν και άλλες άδειες θέσεις. Προφανώς ήταν πλέον καλά διατεθειμένος μαζί μου, δεν ξέρω για ποιους λόγους. Μιλούσαμε για διάφορα θέματα λογοτεχνίας και μη, όταν κάποια στιγμή μου λέει: «εσείς οι ετεροφυλόφιλοι». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου πού άκουγα αυτό τον προσδιορισμό. Τα χώνεψα χωρίς διαμαρτυρία-δεν χάλαγε και ο κόσμος-και η κουβέντα μας συνεχίστηκε απερίσπαστη. Ο Κώστας ήταν πράγματι γοητευτικός στην ομιλία του.
     Το γεγονός που έχει σημασία είναι ότι είχε σπάσει ο πάγος. Σε μια συνέντευξή του πού του πήρε αμέσως έπειτα ο Γιώργος Πηλιχός στα Νέα για τις εντυπώσεις του από τον «μήνα», έδωσε μια καλή εικόνα γενικά και σε μια στιγμή είπε καλά λόγια για μένα. Ότι απεκόμισε καλές εντυπώσεις και ότι χάρηκε που με γνώρισε.
      Όταν αργότερα έγραψα στο δεύτερο τεύχος του Διαβάζω για τη σχέση των εμπειριών του πεζογράφου με τον αναγνώστη του, καθώς υπάρχουν τα συμφωνημένα (υπο) νοούμενα, σε λίγες μέρες με πήρε στο τηλέφωνο για να μου πεί πως συμφωνεί απολύτως με τις απόψεις πού υποστήριζα. Η σχέση μας ήταν πλέον ανέφελη. Άλλωστε είχε πάψει να γράφει ποιήματα. Κακογλωσσιά μου.
     Δεν θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε, όταν στο γραφείο μου (τώρα ρετιρέ τριών δωματίων και μεγάλη είσοδος , Πλατεία Γεωργίου Καρύτση, προσωπικό: τρείς σχεδιαστές, δύο μηχανικοί) οι επαγγελματικές μου δουλειές πήγαιναν καλά. Στο επάγγελμα δεν ισχύει η αριθμητική των ιδεών, που λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Εκτιμάσαι γι’ αυτό που είσαι. Κάποιοι έρχονται και σε βλέπουν για να τους δώσεις λύσεις ή να πάρουν πληροφορίες, ενώ οι υψηλά ιστάμενοι –το χρήμα κάνει το βαθμό-τηλεφωνούν να πάς να σου δώσουν δουλειά. Πάντως στο γραφείο μου συχνά, επειδή μ’ έβρισκαν, με επισκέπτονταν λόγιοι, κάποτε για δανεικά. Μεγάλες δουλειές, πολλά τα λεφτά. Έχει το μαγαζί. Δώσε και μένα μπάρμπα. Μια μέρα καταφθάνει ένας άγνωστός μου στο γραφείο και μου συστήνεται, δεν θυμάμαι πιά το όνομά του.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον έβλεπα και περίμενα να μου πεί τον λόγο που ήρθε να με βρεί. Καθισμένος απέναντί μου, άρχισε να λέει ότι «μου προξενούν ενδιαφέρον τα κείμενά σας, τόσο για την διαύγειά τους όσο και διότι συνδυάζετε τη λογοτεχνία με την ψυχρή μηχανική του μπετόν. Πώς μπορείτε και τα συνδυάζετε, είναι η απορία μου». Τον άκουγα χωρίς να μιλώ. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αμηχανία οδηγεί στη σιωπή. Μετά τινά ακόμη λεπτά, διακόπτοντας τη σιωπή, σηκώνεται και με αβρή χειρονομία μου προσφέρει Το τρίτο στεφάνι (την 5η έκδοση). Το ανοίγω και βλέπω πολλές σελίδες με δυσκολοανάγνωστες σημειώσεις του. Όποια σελίδα και να άνοιγες έβλεπες τόσο στα περιθώρια όσο και μέσα στο κείμενο υποσημειώσεις σε διάφορα σημεία του, ενώ τις μπρος και τις πίσω σελίδες κοσμούσαν καλόγουστες ζωγραφικές. Βλέποντας την έκπληξή μου για την τόσο προσεκτική ανάγνωσή του, μου λέει ότι μου το προσφέρει, μήπως μου χρειαστούν οι κρίσεις του, υφολογικές οι περισσότερες, αν πρόκειται να γράψω σχετικά.
     Εγώ είχα την πρώτη άτσαλη έκδοση. Το τρίτο στεφάνι του 1962. Αποκτούσα τώρα και την 5η. Με εντυπωσίαζε η περίεργη κυκλοφορία του βιβλίου. Από το 1962 της πρώτης είχαμε το 1974 την πέμπτη έκδοση, με κυκλοφορία 6.000 αντίτυπα. Είχα μάθει ότι η πρώτη αγγλική έκδοση πολτοποιήθηκε, αλλά αργότερα ξανατυπώθηκε και πήρε και πολύ καλές κριτικές. Αυτή η σιωπή που μεταβλήθηκε σε απανωτές επανεκδώσεις, χωρίς να συμβεί κάτι το συγκλονιστικό, σήμαινε ότι Το τρίτο στεφάνι είχε κερδίσει την εύνοια της προφορικής κριτικής. Μέγα αγαθό.
     Εκτός από λίγες εξαιρέσεις και αυτές μικρής διάρκειας, εγώ δεν είχα ποτέ σταθερή κριτική στήλη, ώστε να κριθώ για τις απόψεις μου και τις αποσιωπήσεις μου. Πάντως την πρώτη έκδοση, πού ήταν όπως λέμε ιδιωτική, που συνεπάγεται ότι κανείς δεν βρέθηκε πρόθυμος να την αναλάβει, θυμάμαι ότι άρχισα να τη διαβάζω, αλλά για τυχαίους λόγους την παράτησα. Την έδωσα στη γυναίκα μου-έχει καλή κρίση-και μου είπε «καλό είναι, αλλά ενοχλεί ώρες ώρες η γλώσσα του», εννοώντας κάποιες φράσεις κλισέ, μερικές όχι με την καλύτερη εκδοχή τους. Η δεύτερη απόπειρά μου για διάβασμά του με απογοήτευσε, γιατί είχα ξεχάσει τι είχα διαβάσει, κάτι που με έβαλε σε υποψίες ότι πρέπει να το πιάσω από την αρχή. Έτσι έμεινε το πράμα πάλι στη μέση. Η επιμονή της Λέξης στις αρχές Αυγούστου, όταν έφευγα για τα νερά του Αργοσαρωνικού, μου ήρθε ως υποχρέωση να μιλήσω για ένα συγγραφέα ενός πολύ καλού βιβλίου, ιδιότυπο και πολύ ευανάγνωστο σε πρώτη εντύπωση, που κρύβει πολλές παγίδες, καθώς αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα.
    Ας αρχίσουμε κανονικά από τα τεχνικά του σημεία….........................., σ.360-372.
     .....Ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της δομής, του περιεχομένου, των προσώπων, της γλώσσας και του ύφους της γραφής του μυθιστορήματος, από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, κλείνοντας με τα εξής το κείμενό του, σελίδα 378:
     Ανεξάρτητα από το ποσοστό της επιτυχίας της γραφής του έργου, μελετώντας όλους τους μηχανισμούς του κειμένου, των συναρμολογήσεών τους, είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι με Το τρίτο στεφάνι ο συγγραφέας έχει φτάσει στο ανώτατο όριο της εν λόγω γραφής που συναποκομίζει και το τέλος της. Δηλαδή καταργεί την επανάληψη, επειδή έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Η μορφή που παραπέμπει, λέμε, στην ουσία, καταλήγει να είναι ταυτότητα, δηλαδή όχι το α ίσον β, αλλά το α ίσον α, πού συνεπάγεται το αυτονόητο. Παίζοντας το ταμπουρίνι, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας τέλειωσε το έργο του κάθιδρος, με την προσπάθειά του να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της έτσι οργανωμένης γραφής του. Μπορώ έτσι να καταλάβω γιατί Το τρίτο στεφάνι υπήρξε ένα και μοναδικό έργο. Δέσμιός του, ο Ταχτσής είχε ταυτιστεί με τη γραφή του ως το μη περαιτέρω. Τα ρέστα και Η γιαγιά μου η Αθήνα υποστηρίζω βλάσφημα ότι τα έγραψε ως πάρεργά του, καθώς ό,τι ουσιαστικό ήθελε να πεί το έχει καταθέσει με Το τρίτο στεφάνι που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο προσωπικά και τα πιο εξέχοντα νεοελληνικά πεζογραφήματα, κυρίως ως γραφή.

Αλέξανδρος Αργυρίου, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΗΣ, περιοδικό η λέξη 
τχ. 197/7,9,2008, σ.360-372.
     Μετέφερα εδώ μόνο το πρώτο μέρος του μικρού αυτού μνημονικού χρονικού του Αλέξανδρου Αργυρίου, επειδή θεωρώ ότι φωτογραφίζει με σχετική πληρότητα την φυσιογνωμία τόσο την δική του όσο και του Κώστα Ταχτσή. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να βρώ στοιχεία από άλλα κείμενα του Αργυρίου, ώστε να διαπιστώσω αν το ανώνυμο άτομο που του δώρισε το μυθιστόρημα είναι πραγματικό πρόσωπο ή η άλλη λογοτεχνική persona του ίδιου του Αργυρίου, για να μας πεί με έμμεσο τρόπο την άποψή του στο πως μοιάζουν τα κείμενά του. Ο συνδυασμός δηλαδή της λογοτεχνίας με την ψυχρή μηχανική του μπετόν. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η παρατήρηση που μας μεταφέρει στο αναμνηστικό αυτό κείμενό του ο Αργυρίου. Και θα άξιζε να εξεταστεί και να συσχετιστεί με άλλους συγγραφείς που επαγγελματικά σταδιοδρόμησαν έχοντας την εμπειρία και τις καθαρές γνώσεις που προέρχονται από τις θετικές επιστήμες. Δηλαδή αρχιτέκτονες, μηχανικοί, φυσικοί, χημικοί, μαθηματικοί κλπ. Πως δηλαδή η διαυγή επιφάνεια της ψυχρής ή θερμής μάζας ενός οικοδομήματος, μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη διατύπωση ή επεξεργασία ενός κειμένου. Να προσομοιάσει με αυτήν η γραφή. Στον χώρο τον εικαστικών τεχνών έχουμε το παράδειγμα του Κυβισμού. Πάντως τα γραπτά του Αλέξανδρου Αργυρίου, ιδιαίτερα αυτά που διαπραγματεύονται τα κείμενα και τους υπερρεαλιστές συγγραφείς, έχουν αυτήν την κρυστάλλινη καθαρότητα, την διαύγεια και απλότητα των αρχιτεκτονικών γραμμών.
Μετέφερα μόνο το πρώτο μέρος-γιατί ήταν πολύ κουραστικό να μεταφέρω και το δεύτερο-αλλά και γιατί στους καιρούς τους δύσκολους που όλοι μας ζούμε, η πολιτική έχει απαξιωθεί τόσο από τους ίδιους τους πολιτικούς που με τα λόγια τους αλλά κυρίως τις πράξεις τους και τις ανακολουθίες τους την αυτοκαταργούν έσωθεν, όσο και γιατί και οι άνθρωποι γύρω μου είναι παντελώς αδιάφοροι ουσιαστικά για τα κοινά. Η αδιαφορία και ο συντηρητισμός των νέων και των παλαιότερων ψηφοφόρων, δεν είναι θέμα ψηφοφορίας των συντηρητικών κομμάτων τόσο, ή εμπιστοσύνης προς τα κομματικά στελέχη που τα αποτελούν, όσο θέμα μιας γενικευμένης πολιτικής νοοτροπίας και επίλυσης των καθημερινών ημών των Ελλήνων προβλημάτων. Εκεί βρίσκεται και η ανεγκεφαλιά των σημερινών κυβερνώντων. Εδώ δεν μπορούν να αλλάξουν ριζωμένες νοοτροπίες των συμπατριωτών μας-βλέπε πχ. μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, και κανείς δεν παραιτήθηκε, κανείς δεν τιμωρήθηκε, κανείς δεν αντέδρασε δυναμικά-και θα αλλάξουν τον πολιτικό ρου των Ευρωπαίων, που μάλιστα έχουμε την απαίτηση συνεχώς να μας δανείζουν;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου 2017.
Ευελπιστώντας ότι μετά από 5; 10; χρόνια θα είσαι εν ζωή και θα ξανά κολυμπήσεις στα "καθαρά" νερά του Πειραιά;
Τελικά σε αυτήν την χώρα, μόνο οι φόροι η πολυνομία και τα πολιτικά λαμόγια μπορούν να σε καταστρέψουν. Ούτε καν ο μαύρος καβαλάρης.
                      

ΥΓ. Πολιτική, Δημοκρατία, Δικαιοσύνη, Αριστερά. Τέσσερεις  λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε.