Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Άρης Μπερλής


ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ (1944-28/1/2018)
Ωνήρ μουσαίος. Νύν δή μελιηδέα ύπνον κοιμάται’ θνήσκειν μη λέγε τους αγαθούς.

      Αναζητώντας πληροφορίες για τον ρώσο συμβολιστή ποιητή του προηγούμενου αιώνα, της πριν του 1917 εποχής, του Μιχαήλ Κουζμίν (1872-1936)-του ρώσου Όσκαρ Ουάιλντ όπως τον αποκαλούσαν- έπεσε στα χέρια μου η ενδιαφέρουσα έκδοση της Αθηναϊκής Επιθεώρησης του Βιβλίου, The Athens Review of books έτος 9ο, τεύχος 92/2, 2018, τιμή 5 ευρώ.  Στο πλούσιο αυτό τεύχος της «Αθηναϊκής Επιθεώρησης του Βιβλίου» πληροφορήθηκα την απώλεια του γεννημένου στην Πάτρα δοκιμιογράφου, μεταφραστή και κριτικού της λογοτεχνίας, ιδρυτή εκδοτικού οίκου και συνεκδότη περιοδικού Άρη Μπερλή (1944-28/1/2018). Μελαγχολική διάθεση συννέφιασε την χαρά που ένιωσα καθώς διάβασα το εξαιρετικό κείμενο της Σλαβολόγου αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου και το άρθρο της «Ο Μιχαήλ Κουζμίν και ο ρώσικος μοντερνισμός»-Ο συγγραφέας του πρώτου, ίσως, ομοερωτικού έργου της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, δημοσιεύεται επίσης και το γνωστότερο ίσως ποίημά του στην Ελλάδα «ΑΝΤΙΝΟΟΣ» από τα «Αλεξανδρινά Τραγούδια» (1905-1908). Ακόμα, ξεχωρίζουν στο παρόν τεύχος το «Βιολογία και πολιτισμός» του Θεόδωρου Κουλουμπή, το “Homo sovieticus ridens” του Βίκτωρα Ιβάνοβιτς, το «Καριερίστες δικαστές και κοινή λογική» του αντεισαγγελέα Βασίλειου Μακρή, το πολιτικό κείμενο-ανάλυση «Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 του Ηρακλή Μήλλα μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση για τα τεκταινόμενα στη γείτονα χώρα κλπ.
     Οι σελίδες 32 έως 42 της “The Athens Review of books” είναι αφιερωμένες στην πρόσφατη απώλεια του σημαντικού μεταφραστή και ανθρώπου των γραμμάτων Άρη Μπερλή.
Ο αναπληρωτής καθηγητής γλωσσολογίας στο τμήμα επικοινωνίας και ΜΜΕ του πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Α. Μοσχονάς γράφει το «Πέθανε ο μεταφραστής και δοκιμιογράφος Άρης Μπερλής». Ο συγγραφέας, μεταφραστής, ποιητής και κριτικός βιβλίου Παντελής Μπουκάλας υπογράφει το κείμενο «Η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος». Στην σελίδα 37 υπάρχει «Το ημέρωμα της στρίγγλας» του Χάρολντ Μπλουμ (μετάφραση Άρης Μπερλής) και στην σελίδα 40 το «Ο Άρης Μπερλής μεταφράζει Μπέκετ" (1975). Τα καλογραμμένα δημοσιεύματα συνοδεύονται από ένα πορτραίτο του Άρη Μπερλή που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος για την Athens Review of Books.
      Τον εξαιρετικά καλλιεργημένο μεταφραστή και δοκιμιογράφο κυρό Άρη Μπερλή, συνάντησα παλαιότερα στο Γραφείο του φιλόλογου Ανδρέα Μπελεζίνη έπειτα από πρόσκληση του τελευταίου να με γνωρίσει από κοντά και να μου προσφέρει ορισμένα τεύχη του περιοδικού «Σπείρα». (έχοντας κάνει έναν σχολιασμό για μελέτη του που τον βρήκε ενδιαφέροντα). Ο Άρης Μπερλής,-στις ελάχιστες-συναντήσεις που είχα μαζί του (σε μία γευματίσαμε μαζί) έμεινε στην μνήμη μου σαν ένα άτομο ευγενικό, καλλιεργημένο αισθητικά, με πολλές και ενδιαφέρουσες μουσικές γνώσεις πάνω στην ευρωπαϊκή κυρίως μουσική, ευσυνείδητο στις επαγγελματικές του ασχολίες και εκδοτικές του προτάσεις,-θυμάμαι μου έλεγε ότι τον αποκαλούσαν εκνευριστικά σχολαστικό αλλά ότι έτσι όφειλε να είναι ένας εκδότης ή μεταφραστής-, με ξεκάθαρες θέσεις πάνω στην γλώσσα και την χρήση της. Μου μιλούσε για την ακουστική εκφορά της και τι θα πρέπει να προσέχει κανείς ακόμα και αν διαβάζει μόνο ποίηση και δεν γράφει. Ήταν άριστος χειριστής της γλώσσας όχι μόνο λόγω των σπουδών του αλλά γιατί έδειχνε και είχε μεράκι για την επιμέλεια της,την διατύπωσή της, την εκφορά της, την εικαστική της αποτύπωση, την ρυθμολογία της. Γνώριζα από τις συζητήσεις μας ότι αναφέρονταν πρωτίστως στον έντεχνο λόγο, μην έχοντας το θάρρος ο υποφαινόμενος, ο τόσο σκόρπιος και ατημέλητος γλωσσικά να τον ρωτήσει αν συμπεριλαμβάνει στις απόψεις του και την ανώνυμη δημοτική μας ποίησης. Οι θέσεις και οι κρίσεις του αναγνώριζες αμέσως ότι προέρχονταν είτε από τον ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ και την αγγλόφωνη παράδοση είτε από θέσεις αμερικανών ποιητών ή θεωρητικών της ποίησης. Τουλάχιστον όσες φορές είχε την καλοσύνη και συζήτησε μαζί μου πολύ ειδικά θέματα που αφορούν τον ποιητικό λόγο, δεν αναφέρθηκε σε γάλλους ή γερμανούς ή άλλους δυτικοευρωπαίους θεωρητικούς και ποιητές. Χωρίς να σημαίνει σίγουρα αυτό ότι δεν τους γνώριζε ή δεν τους είχε μελετήσει. Οι μεταφραστικές του υποδείξεις είχαν σαφήνεια και μάλλον ιδεολογική τεχνογνωσία, δεν εννοώ πολιτική, αλλά καθαρά θεωρητική που οικοδομούν ένα γλωσσικό μεταφραστικό μοντέλο ως παράδειγμα κατάθεσης και αναφοράς. Οι απόψεις και επιλογές του ήσαν ρηξικέλευθες όπως μας δηλώνουν οι συγγραφείς που επέλεξε να μεταφράσει και τα κείμενα με τα οποία καταπιάστηκε, τα οποία δεν είναι και λίγα. Ένα ανοιχτό μυαλό και ένας υπεύθυνος Έλληνας πολίτης από αυτούς που σπανίζουν στις μέρες μας. Αγαπούσε με πάθος την καλλιτεχνία θα σημείωνα όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, υποστήριζε τις θέσεις του με πείσμα. Χαίρονταν να μιλά για το ρυθμικό στοιχείο ενός στίχου, την μουσικότητα μιας φράσης, τον καθαρό συμβολισμό των λέξεων, αναζητούσε την εσωτερική δομή-τον εσωτερικό σκελετό είτε μιας ποιητικής μονάδας είτε μιας ποιητικής σύνθεσης και ξεδίπλωνε τις θεωρητικές του θέσεις. Μας κληροδότησε μάλλον ένα θεωρητικό και ειδικό μοντέλο ερμηνείας του ποιητικού λόγου, που όμως έχει την δική του χρησιμότητα και αξία. Οι συσχετισμοί του ήσαν εύστοχοι και ακριβείς. Πίστευε όπως τον είχα ακούσει να λέει στην αυτόνομη πορεία του δημιουργήματος από αυτήν του δημιουργού του. Η γλώσσα του είναι τόσο επεξεργασμένη, με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις που ορισμένες μάλλον φορές, χάνεσαι μέσα στην αριστοκρατική της αποτύπωση.Ορισμένα του άρθρα είναι μάλλον για την ατομική μου επάρκεια, κάπως «σκοτεινά», ή αν θέλετε περισσότερο θεωρητικά από όσο το επιβάλει η περίσταση της ανάγνωσης ενός έργου και η συγκίνηση και ευχαρίστηση που αυτό μας προσφέρει. Ήταν αν και κλειστός πρόσχαρος και ζεστός, αλλά πολύ θεωρητικός ακόμα και στον προσωπικό του λόγο, ίσως οι δικές μου αναγνωστικές και ερμηνευτικές δυνάμεις να μην ήταν αρκετές στο να κατανοήσω το μέγεθος και το βάθος της σκέψης του. Ασχολήθηκε με συγκεκριμένους δημιουργούς της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας όπως μας δηλώνει το βιβλίο του «ΚΡΙΤΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ» εκδόσεις Ύψιλον 2001, και μας άφησε δημοσιευμένες σημαντικές μελέτες. Μοντερνιστής και ερευνητής των ρευμάτων του μοντερνισμού στην χώρα μας, δεν ξεστράτισε από το μεγάλο σύγχρονο μονοπάτι του ποιητικού λόγου και αυτό υπηρέτησε με συνέπεια. Σ' εμάς όλους (τους παλαιομοδίτες) της γενιάς του 1980 που διαβάζουμε τον δοκιμιακό λόγο των παλαιότερών μας, που έχουμε ανατραφεί με τις δοκιμιακές μελέτες του ποιητή Γιώργου Σεφέρη και του κριτικού της γενιάς του 1930 Αντρέα Καραντώνη, (χωρίς να εντάσσω προς Θεού τα μεγέθη αυτά σε πεπαλαιωμένο κάδρο), τα πεζά του Οδυσσέα Ελύτη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Θεόφιλο κλπ., τις θέσεις του Άγγελου Τερζάκη για το μυθιστόρημα, τις απόψεις του Απόστολου Σαχίνη και του Πέτρου Χάρη για την πεζογραφία και άλλων σπουδαίων ελλήνων κριτικών, όπως ο Γιάννης Χατζίνης, ο Κλέων Παράσχος, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος για την ποίηση κλπ., ακόμα και του γεννημένου στον Πειραιά δοκιμιογράφου Τίμου Μαλάνου, μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε με ευκολία τα νέα και νεότερα σύγχρονα και πολύ μοντέρνα ρεύματα της κριτικής, της κριτικής της κριτικής, και ερμηνείας της λογοτεχνίας και της ποίησης, μας είναι κάπως «ξένα» κάπως δυσκολοερμήνευτα. Χρειαζόμαστε επικουρικά άλλου είδους διαβάσματα για να συμπληρώσουμε τα κενά μας, ή και μπορεί, να μην ταιριάζουν στον αναγνωστικό μας χαρακτήρα οι απόψεις αυτές που εκφέρουν πολλοί σύγχρονοί μας μοντερνιστές και θεωρητικοί της ποίησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γλωσσοκεντρικά κείμενα και άρθρα με τα οποία ασχολούνται ορισμένοι και ορισμένες ειδικοί δεν έχουν την αξία και την σημαντική τους. Ίσως απευθύνονται σε ένα περισσότερο ειδικό κοινό. Πολλά κείμενα ορισμένων δοκιμιογράφων είναι τόσο στοχαστικά, τόσο σοφιστικέ, τόσο θεωρητικά, που χάνεσαι, ξεχνάς το κείμενο στο οποίο αναφέρονται ή δειλιάζεις να το πλησιάσεις και να νιώσεις την χαρά της ανάγνωσης, να αισθανθείς την συγκίνηση που το ίδιο το κείμενο στην μοναχική του πορεία εκπνέει. Πολλές φορές είχα συζητήσει το θέμα αυτό και είχα εκφράσει τις απορίες μου-λόγω θάρρους- σε έναν αγαπητό μου πειραιώτη και καλό φίλο τον κυρό Βαγγέλη Αθανασόπουλο για τα άκρως θεωρητικά κείμενα που έγραφε για έλληνες δημιουργούς και έργα, και πόσο ίσως ακαταλαβίστικα είναι ορισμένα, καλοσχεδιασμένα και τεκμηριωμένα αλλά; Όμως κάθε άτομο έχει το δικό του στυλ και συγγραφικό ύφος και οφείλουμε να το αποδεχτούμε, να το σεβαστούμε και να αντλήσουμε από τις ερμηνευτικές του καταθέσεις ό,τι μας είναι χρήσιμο και εποικοδομητικό. Τίποτα δεν πάει χαμένο στο πολύοσμο περιβόλι της τέχνης. Από μνήμης θυμάμαι-αν το θυμάμαι σωστά-την θέση ενός ξένου εικαστικού που έλεγε ότι, ένα έργο τέχνης είναι ότι ο θεατής πιστεύει για αυτό. Κάτι ίσως κάπως τραβηγμένο αλλά όχι και τόσο αναληθές. Που σημαίνει πως ο θεατής, ο ακροατής, ο αναγνώστης, είναι εκείνος που προσδιορίζει την αξία και την σημασία ενός έργου τέχνης. Κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα δεν είναι και ένα καινούργιο ποίημα;  Σε αυτό θα συμφωνούσε μάλλον και ο Άρης Μπερλής.
     Τυχεροί εμείς της γενιάς του 1980, οι αγαπώντες την λογοτεχνία και την ποίηση την τέχνη και τον πολιτισμό που συναντήσαμε, συνομιλήσαμε, συναναστραφήκαμε, γνωρίσαμε από κοντά, ακόμα και στους οικείους τους οικογενειακούς χώρους, αυτούς τους ωραίους έλληνες και ελληνίδες των ελληνικών γραμμάτων. Όποτε βλεπόμασταν σε στέκια της Αθήνας πάντοτε πιάναμε συζήτηση,-για την ακρίβεια τον άκουγα-με συμβούλευε και με καθοδηγούσε στο τι πρέπει να προσέξω στις λογοτεχνικές μου περιπέτειες. Μια αφιέρωση σε βιβλίο του θα μου θυμίζει το μονοπάτι της γνωριμίας μας. Πολλά από τα διάσπαρτα δημοσιευμένα κείμενά του σε περιοδικά και εφημερίδες αναμένουν την συλλογή και την έκδοσή τους αν δεν κάνω λάθος.
Ίσως κάπου σε κάποιο άστρο του γαλαξία μας να εργάζεται τώρα ελεύθερος και ανεπηρέαστος πάνω σε μισοτελειωμένες μεταφράσεις του και μάλλον μπορεί να μας ετοιμάζει και τις νέες του.
     Στην μνήμη του, αντιγράφω τα άρθρα του για τον Οδυσσέα Ελύτη που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», εκείνα που έχουν σχέση με την μετρική και την ρυθμολογία του ποιητή και την επιλογή της ελεύθερης στιχοποιίας στο έργο του. Νομίζω τα δύο αυτά κείμενα για τον Οδυσσέα Ελύτη αποτυπώνουν και τις κυρίαρχες θέσεις του Άρη Μπερλή για την σύγχρονή μας ποίηση και την τεχνοτροπία της από παλαιότερους και σύγχρονούς μας ποιητές. Το κέντρο βάρος των αναφορών του είναι ασφαλώς ο Ελύτης και οι θέσεις του για την ποίηση και πως τις εφήρμοσε μέσα στο εξελισσόμενο έργο του. Υπάρχει μια παραλληλία αναφορών και καταθέσεων του Άρη Μπερλή ανάμεσα στο ποιητικό έργο ως παράδειγμα και τις θεωρητικές σκέψεις του Οδυσσέα Ελύτη, και πως αυτές οι ιδιαίτερες σκέψεις του ποιητή έγιναν ποιητική πράξη. Οι κρίσεις που κάνει ο Μπερλής, τα εφόδια και οι γνώσεις που κουβαλά στο σακίδιο των ερμηνευτικών του ταξιδιών είναι πολλά και ποικίλα. Οι τεχνικές αναλύσεις του είναι ευρηματικές και μάλλον πρωτότυπες. Φωτίζει από τα μέσα σαν ακτινολόγος τον σκελετό της ποιητικής δημιουργίας του Ελύτη και στέκεται στους λεκτικούς και τεχνικούς σπονδύλους του ποιητικού σώματος εξετάζοντας την στιχουργική ιδιοπροσωπεία του νομπελίστα ποιητή. Η διάκριση που προβαίνει μεταξύ έμμετρου λόγου και άμετρου είναι ορθή, με ότι αυτό συνεπάγεται στις μεταξύ των διαφορές και στην κατοχή και πρόσληψη ευρωπαϊκών θεωρητικών αξιών και κανόνων που σχετίζονται με το θέμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του και η επεξεργασία της για την συνειδητή «ολιγοπιστία» του Ελύτη.
     Οι δύο αυτές θεωρητικές καταθέσεις του Άρη Μπερλή που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» για πρώτη φορά και μετέπειτα κάπως τροποποιημένες στο βιβλίο του, είναι εξειδικευμένα κείμενα για το ευρύ αναγνωστικό κοινό ακόμα και εκείνο της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη, εστιάζονται σε ιδιαίτερες τεχνικές και επιλογές γλωσσικές και εκφραστικές, σε τύπους και κανόνες ρυθμολογίας και μουσικότητας για την εύρυθμη ανάπτυξη του ποιητικού θέματος. Οι κρίσεις του Μπερλή διαφέρουν από την γενική περιμετρική ανάλυση που έχουμε συνηθίσει, την σφαιρική προσέγγισή του έργου του Οδυσσέα Ελύτη. Ή για επιμέρους ποιητικές του συλλογές, για διάφορους θεματικούς του κύκλους, για τα ξένα ρεύματα επιρροής που αναγνωρίζουμε στο έργο του, ιδιαίτερα της πρώτης του περιόδου, (Υπερρεαλισμό, Γερμανοί λυρικοί και ρομαντικοί), τον ρόλο της ελληνικής ιστορίας στο έργο του και πως ο ποιητής το επεξεργάζεται, η εικαστική πλευρά των ποιημάτων του, οι πολιτικές του καταθέσεις, οι βυζαντινές του επιρροές, εκείνες που προέρχονται από την εκκλησιαστική υμνολογία. Οι επιρροές του από την αρχαία λυρική ποιητική παράδοση, τα φιλοσοφικά ψήγματα γραφής αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων που διακρίνουμε στο έργο του, δηλαδή η αρχαιογνωσία του. Ο φυσικός κόσμος και το περιβάλλον με τα μυριάδες μυστικά του, ο κόσμος της πανίδας και της χλωρίδας που εικονογραφείται στο έργο του, οι ονομασίες φυτών και λουλουδιών, εντόμων και άλλων μικροοργανισμών, και μια σειρά από ζητήματα που μας θέτει η ποίηση του Ελύτη και που κάθε φορά που την διαβάζουμε ανακαλύπτουμε νέα μικρά και μεγάλα θαύματα. Τα δύο αυτά κείμενα του Άρη Μπερλή εστιάζονται σε ιδιαίτερα θέματα της τεχνικής της ποίησής του, που μαζί με το κείμενό του για τον «Δημόσιο» και «Ιδιωτικό» Ελύτη και την κριτική του για τα «Ελεγεία της Οξώπετρας» μας δηλώνουν έναν προσανατολισμό ξεχωριστό, μια οπτική διαφορετική, που ασφαλώς συμπληρώνουν την ταυτότητα του προσώπου της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη.
Και μια σημείωση: Στο κείμενο της 19 Οκτωβρίου του 1993 της εφημερίδας, δημοσιεύεται και μια επιστολή, «Στα σοκάκια της Ύδρας» του πειραιώτη συγγραφέα και δημοσιογράφου Γιάννη Καραμήτσου. Στο δε κείμενο του της 19/11/1991 δημοσιεύεται και ένα ανυπόγραφο κείμενο «Μ’ ένα μετέωρο ρήμα σαν κλειδί του κόσμου. Διαβάζοντας το ποίημα του Ελύτη «ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ»».     
Τα κείμενα που γνωρίζω είναι τα εξής,-σε μια γρήγορη έρευνα στο αρχείο μου-όλα δημοσιευμένα στην Καθημερινή:
Α) Τρίτη 19/11/1991, σ.12. Για τα «Ελεγεία της Οξώπετρας». Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ ΚΑΤΑΝΤΙΚΡΥ ΤΗΣ ΔΕΙΝΗΣ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Β) 19/10/1993, Έμμετρος, ελεύθερος και ομοιοκατάληκτος στον Οδυσσέα Ελύτη. Πρωτότυποι μετρικοί νόμοι και παραδομένοι στιχουργικοί τύποι
Γ) Τρίτη 26/10/1993, σ.14. Ρυθμός και μέτρο στον ελεύθερο στίχο. Η ετερότητα και ο αναπότρεπτος χαρακτήρας των ποιητικών εννοημάτων
Δ) Κυριακή 25/9/1994, σ.34-, Ελύτης «Δημόσιος» και «Ιδιωτικός»

Έμμετρος, ελεύθερος και ομοιοκατάληκτος στον Οδυσσέα Ελύτη
Πρωτότυποι μετρικοί νόμοι και παραδομένοι στιχουργικοί τύποι

Ο Ελύτης είναι ποιητής του ελεύθερου στίχου, στην πράξη και στην θεωρία, στα ποιήματα και στην ιδεολογία. Τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα που έχει γράψει είναι αφ’ ενός τραγούδια για μελοποίηση, αφ’ ετέρου έμμετρες μορφές που είτε κατάγονται από την πολύ παλαιότερη ελληνική παράδοση, (πρβλ. Το Άξιον Εστί), είτε αποτελούν περιστατικές δοκιμασίες επιβεβαίωσης του φυσικού ποιητικού του τάλαντου, της επιδεξιότητάς του με τα επινοήματα της ποιητικής γλώσσας, όποια και αν είναι αυτά. Τούτες οι εκτός κυρίου ποιητικού προγράμματος απόπειρες, όσο και αν είναι επιτυχείς, δεν συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της συνόλου ποιητικής παραγωγής.
     Δεν υπάρχει πίστη του Ελύτη στην έμμετρη μορφή όπως καλλιεργήθηκε στην ευρωπαϊκή και στη νεώτερη ελληνική παράδοση. Τούτο συνάγεται τόσο από τις απόψεις που κατά καιρούς έχει ο ίδιος διατυπώσει σχετικά με τη στιχουργία και τους κανόνες της όσο και από την ποιητική του πράξη. Η ολιγοπιστία του για τη δυτικότροπη φόρμα απεικονίζεται παραστατικά στο ποίημά του “Mozart: Romance” από τα Ετεροθαλή (ποίημα που το έκρινε ο ίδιος ο ποιητής ανθολογήσιμο και το περιέλαβε στην Εκλογή 1935-1977). Το ποίημα τούτο, ενώ είχε όλες τις λυρικές προϋποθέσεις να γίνει έμμετρο ομοιοκατάληκτο στροφικό, έγινε ανομοιοκατάληκτο τριών ελευθερόστιχων τετράστιχων στροφών. Η παραδοσιακή φόρμα, μολονότι ήλκυσε ως «δοχείο» την προσοχή του, δεν μπόρεσε τελικά να κερδίσει την πλήρη υποταγή του. Διασώθηκε ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά της, το πιο ορατό, η στροφή. Τα κυριότατα ακουστικά (και συνάμα πιο απαιτητικά και δεσμευτικά) χαρακτηριστικά, μέτρο και ρίμα, απουσιάζουν. Στη μορφή τούτου του ποιήματος αποτυπώνεται η σχέση του Ελύτη με τους παραδομένους τύπους έμμετρων λυρικών ποιημάτων: το ελάχιστο που μπορεί να τον ελκύσει και το μέγιστο που τον απωθεί.
     Η δυσπιστία του Ελύτη στη δυτικότροπη έμμετρη μορφή του υποβάλλει μια γενικότερη επιφυλακτικότητα έναντι των αυστηρών έμμετρων μορφών, ακόμα και εκείνων που αποτελούν σαφείς και ενσυνείδητες επιλογές του. Όταν παρουσίασε το Άξιον Εστί, κυκλοφόρησε ταυτόχρονα ως αντίβαρο τις Έξι και μία τύψεις, ποιήματα επαληθευτικά (όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε) των μονιμότερων, προσωπικότερων στιχουργικών του επιλογών. Και αν ακόμα υποτεθεί ότι η ανησυχία του Ελύτη καθώς συνάγεται από το γεγονός της παράλληλης δημοσίευσης των δύο ποιητικών βιβλίων μετά από δεκαέξι χρόνια σιωπής,
είναι ιδεολογικής και όχι καλλιτεχνικής φύσεως (κατά την διάκριση που έκανε χθες σε τούτη την αίθουσα η Αθηνά Βογιατζόγλου, σχετικά με τη μετρική παλινωδία του Σικελιανού), αν δηλαδή δεν συνιστά επιφυλακτικότητα έναντι της έμμετρης μορφής αλλά φόβο μήπως θεωρηθεί ότι το Άξιον Εστί σηματοδοτεί απαρέγκλιτο στροφή του ποιητή στη «δημόσια», «εθνική» ποίηση-και πάλι είναι αποκαλυπτικό το ότι το αντίπαλο δέος της «εθνικής» ποίησης, η «ιδιωτική», εκφράζεται με ελεύθερο στίχο. Αν ο ποιητής, με τη χειρονομία της ταυτόχρονης δημοσίευσης, κρατάει μια απόσταση από την εθνική ποίηση (η οποία, σχεδόνα αναπόφευκτα, τείνει πάντα να προσλάβει έμμετρη μορφή’ δεν έχω αντίρρηση να το δεχτώ τούτο ως βάσιμη υπόθεση εργασίας), η απόσταση δηλούται και δια της προσφυγής στον μη έμμετρο, ελεύθερο στίχο, στην προσωπική, εκτός δεδομένων τύπων, στιχουργία. Ο Ελύτης δεν ξεκουραζόταν στα διαλείμματα της σύνθεσης του Άξιον Εστί γράφοντας έμμετρους στίχους και ρίμες. Φιλοτεχνούσε την ελευθερόστιχη φόρμα στην οποία θα έγραφε στο μέλλον κορυφαία και αντιπροσωπευτικά της όλης παραγωγής του ποιήματα (Το Φωτόδεντρο, Τα Ελεγεία). Την υψηλού βαθμού εμμετρότητα του Άξιον Εστί δεν υα την ξαναβρούμε στο μετέπειτα έργο του.
     Αλλά ο Ελύτης έγραψε και τραγούδια, με μέτρο και ρίμα, «Κοντά στα ποιήματά μου δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου», εξηγεί ο ποιητής στον πρόλογό του στα Ρω του Έρωτα. Ως εάν η υποτίμησή τους, επειδή είναι τραγούδια, όχι ποιήματα, να ήταν αυτονόητη και αναμενόμενη εκ μέρος του αναγνώστη, που θα πρέπει, εω εκ τούτου, να προειδοποιηθεί. Θεωρώ αυτή τη διευκρίνιση –προειδοποίηση του ποιητή προς τον αναγνώστη αποκαλυπτική μάλλον της ολιγοπιστίας του πρώτου στον έμμετρο ομοιοκατάληκτο λόγο παρά της αντίληψης του δεύτερου, μιας, υποτίθεται, διαδεδομένης αντίληψης (υποτίθεται , διότι πιστεύω ότι περιορίζεται στο χώρο των ειδημόνων, θεραπόντων και μελετητών της ποίησης) ότι τα τραγούδια δεν είναι τόσο σπουδαία όσο τα ποιήματα. Η προειδοποίηση θα είχε άλλο περιεχόμενο και άλλο τόνο αν ο ποιητής πίστευε στην αυστηρή έμμετρη μορφή το ίδιο όσο πιστεύει στον ελεύθερο στίχο. Αν δηλαδή πίστευε ότι θα μπορούσε να γράψει ποιήματα, «σοβαρά» ποιήματα (αυτά που ο ίδιος θεωρεί ποιήματα, όχι τραγούδια), χρησιμοποιώντας μέτρο, στροφές και ομοιοκαταληξία. Στην περίπτωση αυτή δεν θα έκανε τόσο ριζική διάκριση μεταξύ των ποιημάτων και των τραγουδιών, και ο αναγνώστης θα προειδοποιείτο (αν χρειαζόταν να προειδοποιηθεί) ότι και τα τραγούδια ποιήματα είναι. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1986, σε κείμενό του για τον Νίκο Γκάτσο, ο Ελύτης δεν έχει αλλάξει ιδέες για τον χαρακτήρα του τραγουδιού, που μπορεί να μην το υποτιμά, αλλά συνεχίζει να μην το πολυεκτιμά ως ποίηση. Γράφει:
     «Ακόμη και στους στίχους που για βιοποριστικούς λόγους έγραψε (αλλά και γιατί προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια), οι αρετές του περνάνε, τις περισσότερες φορές, σχεδόν ατόφιες, μείον τη διαφορετική κλίμακα. Και θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω πως μερικοί στίχοι απ’ αυτούς που έγραψε για τη Μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι, για τους Δροσουλίτες του Χριστόδουλου Χάλαρη και, τώρα τελευταία, για τα Ρεμπέτικο του Σταύρου Ξαρχάκου ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα».
     Είναι φανερός ο συγκαταβατικός τόνος που προκύπτει όχι από αλαζονεία του ποιητή Ελύτη προς τον στιχουργό Γκάτσο, αλλά από την εδραία πεποίθησή του ότι υψηλή ποίηση με ρίμες δεν γίνεται. Σε σχέση με την ποίηση το τραγούδι είναι διαφορετικής κατώτερης, κλίμακας. Τα καλά τραγούδια είναι καλύτερα από τα κακά ή ανεπιτυχή ποιήματα-αλλά τόσο μόνον.
     Η περιφρόνηση του Ελύτη για τη ρίμα, την οποία έχει αποκαλέσει υποτιμητικά «φράγκικη», έχει διακηρυχθεί σε όλους τους τόνους. Τη θεωρεί «επιφανειακή ηδονή», «νανούρισμα», και ενθουσιάζεται όταν ανακαλύπτει ότι ο Κάλβος βλέπει την «αρμονία της περιόδου ως μέσον το οποίον μας απελευθεροί από τη βαρβαρότητα των ομοιοκαταλήξεων». Ο λόγος αυτός του Κάλβου για τη βαρβαρότητα των ομοιοκαταλήξεων «με κέρδιζε», λέει, «και με γοήτευε όσο τίποτε άλλο». Βέβαια, αμέσως μετά φροντίζει να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διαβεβαιώνοντάς μας πως αργότερα «ήταν σε θέση να γευτεί αμερόληπτα την ομορφιά του στίχου και της ρίμας, την ορμή, τη λυγεράδα και τη χάρη που μπορεί να πάρει, ανάλογα με τη δεξιοσύνη του τεχνίτη, ο δεκαπεντασύλλαβος, ο τόσο δοξασμένος μέσα στην παράδοση από τα δημοτικά τραγούδια, το Σολωμό, τον Παλαμά και τον Σικελιανό». Αλλά τη διαβεβαίωση αυτή την ανατρέπει όταν, στην αμέσως επόμενη πρόταση, λέει, πώς, ωστόσο, «η παιδική του διαίσθηση(όπως και πολλών άλλων συναδέλφων του) δεν είχε βγει λανθασμένη. Ο Κάλβος είχε πει λόγο μεγάλο».
     Ας προσέξουμε εδώ πως χωρίς προειδοποίηση ο Ελύτης πηδάει από τη ρίμα στο μέτρο, συνάπτοντάς τα ως παραδοσιακά επινοήματα, τα οποία, καθώς λέει, έχουν «εξωλυρικές μουσικές επιδράσεις», είναι δηλαδή στοιχεία όχι μόνο άσχετα με τον καθαρό λυρισμό αλλά και βλαπτικά. Τις επιδράσεις αυτές, λέει ο Ελύτης, χρειάστηκε να τις καταλύσει, ύστερα από εξακολουθητικά διαβάσματα, για να μπορέσει να εκτιμήσει κάποια ποιήματα της παράδοσης. Τώρα, πώς γίνεται αυτή η κατάλυση του ισοσύλλαβου στίχου και της ρίμας χωρίς να θιγεί το ποίημα αλλά αντίθετα να αναδειχθεί, δεν μας το εξηγεί ο ποιητής, ούτε βέβαια διανοείται τι θα μείνει από τους δικούς του έξοχους στίχους αν καταλύσουμε άλλα παραδοσιακά επινοήματα που ο ίδιος κατά κόρον χρησιμοποιεί, όπως πχ. οι παρηχήσεις.
     Οι απόψεις αυτές του Ελύτη διατυπώθηκαν στο Χρονικό μιας δεκαετίας, που αναφέρεται στη δεκαετία 1935-1945 και πιθανολογούμε πως γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ή και αργότερα. Τις νεανικές του αυτές θέσεις δεν τις αποκήρυξε ποτέ. Στο δοκίμιό του για τον Ρωμανό έχει χαμηλώσει τον πολεμικό τόνο, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι κανόνες της δυτικής στιχουργίας εξυπηρετούν «αισθητική εκζήτηση» μάλλον παρά «λειτουργική ανάγκη» της ποίησης.
     Πιστεύω ότι ο Ελύτης είναι όχι μόνο εξ αρχής αλλά και καταστατικά ο ποιητής του ελεύθερου στίχου. Δεν θα γινόταν ποιητής αν δεν υπήρχε και δεν του δινόταν η δυνατότητα να γράψει ποιήματα σε ελεύθερο στίχο.
     Ήδη στη πρώτη του νεότητα η ανακάλυψη και αποκάλυψη του υπερρεαλισμού ακολουθεί κατά πόδας την απόρριψη της ποιητικής εκδοχής που αντιπροσώπευαν ο Καρυωτάκης και ο Άγρας. Η απόρριψη δεν αφορά μόνο το κατά τον Ελύτη «μοιρολατρικό» περιεχόμενο αυτής της ποίησης, αλλά και μορφικά στοιχεία και επινοήματα τα οποία θεωρεί αναχαιτιστικά και περισταλτικά της ποιητικής ουσίας. Έτσι, στο Χρονικό μιας δεκαετίας, κρίνει πως η ομοιοκαταληξία δεν αφήνει να λάμψουν τα ποιήματα του Άγρα όσο τους αξίζει. Θυμάται που όταν ήταν παιδί δεν του πολυμιλούσε η ποίηση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων, την οποία θεωρούσε «φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα». Θαυμάζει τον Τάκη Παπατζώνη που «έμεινε πιστός στη δική του μεταφυσική όταν οι συνάδελφοί του έπαιζαν με τις ρίμες ή έκλαιγαν τη μοίρα τους» (δραστηριότητες, υποθέτουμε, εναλλακτικές). Προσέχει τον Γιώργο Σεφέρη που, «μολονότι δεν έμπαινε στο σχήμα της επαναστατικής ποίησης όπως την οραματιζόμασταν και ζητούσαμε να την επιβάλουμε, ήταν πάντως ο ποιητής που, με το δεύτερο βιβλίο του, είχε σπάσει τα δεσμά του στίχου». Τέλος, μυκτηρίζει τον Καρυωτάκη και τον Άγρα, ελέγχοντας την «ακαμψία» της στιχουργικής τους φόρμας μέσω της συντηρητικής αυστηρότητας των ρούχων που φορούσαν:
     «Ο υπερρεαλισμός», γράφει ο Ελύτης, «ήταν κάτι που δεν αποτελούσε δυσαρμονία με τα λευκά ανοιχτά πουκάμισα που αρχίσαμε τα χρόνια εκείνα, οι πιο τολμηροί, να φοράμε. Κι ο Άγρας, ο Καρυωτάκης, αυτοί φορούσανε ακόμη διπλά γιλέκα και κολάρα σκληρά. Δεν αστειεύομαι καθόλου».
     Ας μην αστειευτούμε κι εμείς. Ας θυμηθούμε μόνο ότι ο Καρυωτάκης, πετώντας το παλτό του στον αέρα, είχε ήδη διατυπώσει τη δεκαετία του ’20, τις δικές του δραστικότατες ενδυματολογικές μεταφορές σ’ ένα περίφημο ποίημά του που αποτελεί πρωθύστερη απάντηση στο νικητήριο υπερρεαλιστικό σάλπισμα του Ελύτη του ’35: «Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος/ άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν/ τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος/ το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν».
     Αλλά θα συνεχίσουμε την επόμενη Τρίτη…
*Το κείμενο διαβάστηκε στο «Συνέδριο για την ελληνική ποίηση. Από τις έμμετρες μορφές στον ελεύθερο στίχο (1880-1940)», που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, στο Ρέθυμνο, από 30 Σεπτεμβρίου έως 2 Οκτωβρίου 1993.
--
Ρυθμός και μέτρο στον ελεύθερο στίχο
Η ετερότητα και ο αναπότρεπτος χαρακτήρας των ποιητικών εννοημάτων

    Δεν γνωρίζω αν η αλλαγή ψυχής ή πνεύματος στην ποίηση πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από ριζική, βίαιη αλλαγή της μορφής. Δεν είμαι βέβαιος, αν η πρωτοτυπία του περιεχομένου ή του μηνύματος υποβάλλει ή πρέπει να υποβάλλει πρωτοτυπία στη φόρμα. Δεν ξέρω αν η θέση που προβάλλει ο Ελύτης στο δοκίμιό του για τον Ρωμανό, ότι η φύση των μηνυμάτων που σκοπεύει να μεταδώσει ο ποιητής θα του υποβάλλει πρωτότυπους κάθε φορά μετρικούς νόμους-δεν ξέρω κατά πόσον η αρχή αυτή συμβάλλει στην ευόδωση της ποιητικής προσπάθειας και κατά πόσον επιφέρει στο χώρο της ποίησης μια μορφολογική ετεροτροπία και αναρχία που μπορεί να διασαλεύσει ή και να καταργήσει κάθε έννοια ποιητικής τάξης και παράδοσης. Δεν ξέρω αν ο άνεμος της ελευθερίας που ένιωθε ο Ελύτης στη δεκαετία του ’30 ήταν αναπότρεπτο να εκφραστεί με χαλαρότητα του ανοιχτού λευκού πουκάμισου, μια χαλαρότητα που, σημειωτέον, έχασε γρήγορα τη φυσικότητά της και έγινε σκληρό ιδεολόγημα. Γεγονός είναι ότι ο Ελύτης δεν αποπειράθηκε καν (όπως ο Σεφέρης, όπως ο Πάουντ και ο Έλιοτ, όπως ο σύγχρονός του Ώντεν) να αναπροσαρμόσει και να αναδιευθετήσει τις παραδομένες φόρμες της προηγούμενης και όχι μόνο, ποιητικής γενιάς. Εισέβαλε στο νεοελληνικό στίχο με το πάθος νεοφώτιστου, σαν ατίθασο άλογο, όπως ο ίδιος παρατηρεί:
      «Είχαμε για πρώτη φορά σπάσει πραγματικά τα λουριά μας. Νιώθαμε απαρχής τους αρμούς μας λυτούς, τις κλειδώσεις μας ελεύθερες, τα άκρα μας έτοιμα να αναλάβουν τον φυσικό τους καλπασμό».
     Αυτή την αίσθηση φυσικού καλπασμού, χωρίς χαλινάρι, δίνει ο ελεύθερος στίχος του Οδυσσέα Ελύτη-από τους Προσανατολισμούς ως τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Στίχος πράγματι ελεύθερος, άλλοτε άνετος και χαλαρός, άλλοτε κρουστός, στίχος έρρυθμος αλλά άμετρος. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς είναι αδύνατο να βρει μετρικό σχέδιο στα ελεύθερα ποιήματα του Ελύτη. Όσους λανθάνοντες ιάμβους και τροχαίους κι αν εντοπίσουμε στους ελεύθερους στίχους του, η ποίησή του δεν πρόκειται γι αυτό το λόγο να αποκτήσει έμμετρη μορφή. Είναι έρρυθμη όχι γιατί κρύβει κάποια μέτρα, αλλά γιατί φέρει νόημα. Οποιοσδήποτε λόγος φέρει νόημα είναι λόγος έρρυθμος. Μόνον ανόητοι λόγοι είναι άρρυθμοι. Ρυθμός και μέτρο είναι πράγματι εντελώς διαφορετικά και το καθένα υπάρχει ανεξάρτητα από το άλλο. Ο ρυθμός είναι στοιχείο εσωτερικό, δεν αποτελεί συνθήκη και δεν επιβάλλεται-είναι μέγεθος ευθέως ανάλογο του νοήματος. Η εμμετρότητα είναι συνθήκη εξωτερική, είναι θέμα συνειδητής επιλογής, δεσμεύει και επιβάλλεται. Τα κακά έμμετρα ποιήματα είναι εξίσου άρρυθμα με τους κακούς ελεύθερους στίχους, γιατί τα ηχητικά επινοήματα (μέτρο, ρίμα, παρήχηση) δεν έχουν καμιά ισχύ αν δεν προάγουν νόημα. Και μολονότι το νόημα δεν παράγεται χωρίς κάποια επινοήματα (όχι απαραίτητα ηχητικά) υπάρχουν ακραίες περιπτώσεις στίχων που φέρουν νόημα χωρίς να χρησιμοποιούν προδήλως επινοήματα, ηχητικά και άλλα. Σε αυτά τα οριακά ποιητικά συμβάντα (που είναι ελεύθεροι στίχοι) δοκιμάζεται πάντα η κριτική μας αγχίνοια. Άλλα ποιήματα, όχι στίχοι, χωρίς τη χρήση επινοημάτων, δεν υπάρχουν. Και επινοήματα δεν είναι μόνο τα ηχητικά, μολονότι η ιστορία της ποίησης έχει δείξει πως είναι από τα πλέον ισχυρά.
    «Ας μην αναζητάμε μέτρα στους ελεύθερους στίχους των ποιητών. Είναι και μάταιο και ανώφελο. Δεν προσθέτει τίποτα το ουσιώδες στην γνώση μας για το έργο τους ή στην εκτίμησή μας. Συχνά είναι και παραπλανητικό.
     Ο Έλιοτ λέει πως οποιοσδήποτε στίχος, ελεύθερος στίχος, μπορεί να χωριστεί σε πόδες και τόνους. Στίχος που δεν μπορεί να μετρηθεί, του είναι αδιανόητος. What sort of a line that would be which would not scan at aall I canot say”».Θα πρόσθετα και πως οποιοσδήποτε οργανωμένος λόγος, προφορικός ή γραπτός μπορεί να μετρηθεί. Είναι τόση η ποικιλία των μέτρων και των τόνων, τόσοι οι συνδυασμοί των επαναλήψεων, που με ευρηματικότητα και ελαστική μετρική συνείδηση, τα πάντα μπορούν να μετρηθούν ακόμη και οι λόγοι των πολιτικών αρχηγών-ιδιαίτερα αυτοί. Το παιχνίδι της ποίησης δεν παίζεται αποκλειστικά στον μετρικό άβακα. Αλλά από την άποψη της στιχοποιίας θα πρέπει να επιμείνουμε ότι ο λόγος των ποιημάτων είναι είτε έμμετρος είτε ελεύθερος, έχει δηλαδή σαφές μετρικό σχέδιο ή δεν έχει.
     Όσο κι αν υπάρχουν παρεκκλίσεις ή παραβάσεις ή εμμετρότητα, όταν υπάρχει, είναι αυταπόδεικτη-ο καλύτερος σύμβουλος είναι το αυτί μας. Όσο κι αν κρύβουν οι στίχοι του κάποια μέτρα, ποίημα γραμμένο σε ελεύθερο στίχο είναι άμετρο. Γιατί πρέπει η ελευθερόστιχη ποίηση να σπεύδει να εξηγεί ότι και αυτή στο βάθος είναι λίγο έμμετρη;
     Φοβάμαι ότι η συγκέντρωση της προσοχής μας σε μια διαφιλονικούμενη από τον έμμετρο και τον ελεύθερο στίχο «ενδιάμεση» ή «μεταβατική» (χρονικά είτε χωρικά) περιοχή τείνει να μεγιστοποιήσει το εύρος και τη σημασία της, με συνέπεια αφενός να υποβαθμίζεται η επαναστατική τομή του ελεύθερου στίχου και να παραμελείται η μελέτη των κυρίαρχων, διαφορετικής τάξεως, επινοημάτων του, αφετέρου να προωθείται μια αντίληψη στιχουργικού εξελικτισμού, η οποία συσκοτίζει και αμβλύνει τα κριτήρια (του έμμετρου και του άμετρου) και, στη χειρότερη περίπτωση, επιτρέπει άθελά της να παρεισδύσει η έννοια της στιχουργικής (βλ. ποιητικής) «προόδου». Πιστεύω ότι υπάρχουν εποχές, όπως η σημερινή-εποχή δεινής κρίσης του ελεύθερου στίχου-όπου οι σαφείς αδρές διακρίσεις είναι παραγωγικότερες.
     Ο Ελύτης δεν ποντάρισε ως ποιητής στο μέτρο, στη ρίμα και στην παραδομένη φόρμα. Υποβίβασε, αν δεν αγνόησε, στην ποίησή του και υποτίμησε, αν δεν διέσυρε, στα προπαγανδιστικά του δοκίμια αυτά τα επινοήματα της ποιητικής γλώσσας, τα οποία θεωρεί στενό κορσέ. Αντ΄ αυτών χρησιμοποίησε άλλα μέσα: την παρήχηση αντί για τη ρίμα, τη λεξιλογική εικονοποιία αντί για την προδιαγεγραμμένη μουσικότητα του έμμετρου λόγου, την ιδιότυπη, προσωπική αρχιτεκτόνιση του ποιήματος αντί για την έτοιμη φόρμα. Ο θαυμασμός του για τον Κάλβο και τον Ρωμανό είναι σ’ αυτά τα πλαίσια κατανοητός.
     Μπορεί να θεωρηθεί ότι μέσα που χρησιμοποίησε ο ποιητής δεν είναι τόσο «δεσμευτικά» όσο τα παραδομένα, ότι δηλαδή τα μεν προς τα δε έχουν μεταξύ τους σχέση ανάλογη με τη σχέση σκληρό κολάρο προς ανοιχτό πουκάμισο. Είναι πράγματι έτσι;
     Το Δοξαστικό του Άξιον Εστί είναι από τα λίγα έμμετρα ποιήματα του Ελύτη. Κι ωστόσο, δεν είναι η εμμετρότητα, η κυριαρχία των ανάπαιστων, το ιδιαίτερο και ισχυρό επινοηματικό χαρακτηριστικό του ποιήματος. Δεν είναι η δέσμευση του μέτρου με την οποία αναμετρήθηκε ο ποιητής και βγήκε (σχετικά εύκολα) νικητής. Η σκληρή μάχη δόθηκε αλλού. Ο ποιητικός αγώνας ήταν με την πολύ ισχυρότερη του μέτρου δέσμευση, την προγραμματική δέσμευση να φιλοτεχνηθεί μια μακρότατη σειρά εικονοποιητικών και ταυτόχρονα παρηχητικών όρων:
«του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει
τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα»
     Δεν είμαι βέβαιος αν ο νέος αγένειος δόκιμος ποιητής βρει δεσμευτικότερη για την ποιητική του έμπνευση την υποχρέωση να γράψει σε προκαθορισμένη φόρμα, με μέτρο και ρίμα, από την εντολή να μην παύει να προκαλεί στους στίχους του λεκτικές αναφλέξεις εικόνων και ήχων. Από την άλλη μεριά, και κατ’ αναλογίαν των λεγομένων του ποιητή ότι η πειθάρχηση σε στιχουργικούς και συλλαβικούς κανόνες αποτελεί (στη δυτική παράδοση) αισθητική εκζήτηση, μπορεί να υπάρξουν αναγνώστες που να θεωρήσουν εξίσου εξεζητημένη και καταχρηστική την εγκατάλειψη στη γοητεία των ηχοπλαστικών εκλάμψεων. Η ποίηση ούτως ή άλλως είναι έντεχνη-που σημαίνει: αναπόφευκτα επινοητική και τεχνασματική. Οι κορυφαίες στιγμές της είναι όταν μας κάνει να ξεχάσουμε, για λίγο, τον τεχνασματικό της χαρακτήρα.
     Ο Ελύτης χρησιμοποίησε τα επινοήματα της εκλογής του με πολλή δεξιοτεχνία. Οι πολιτικές του προτάσεις για τη γραφή των ποιημάτων ερμηνεύουν επαρκώς και στηρίζουν θεωρητικά το δικό του ποιητικό έργο, αλλά δεν αρκούν για να ισχύσουν ως κανόνες ποιητικής ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου, παράδοσης, συγκυρίας και ποιητικής ιδιοσυγκρασίας. Οι θέσεις του για την «πρισματική» ποίηση, με την απόρριψη των καθιερωμένων από τη δυτική παράδοση μετρικών τύπων (που θεωρούνται «απλά δοχεία για το πιο ετερόκλητο υλικό») και τη συνακόλουθη ανάδειξη της λέξης ή των «φραστικών μονάδων αυτοδύναμης ακτινοβολίας» ως αποφασιστικών στοιχείων ποιητικότητας, συνιστούν μια θεωρία ακραίας μεταφορικότητας-μεταφορικότητας που μάλλον χαρακτηρίζει μια φάση της νεότερης ευρωπαϊκής ποίησης-την υπερρεαλιστική-παρά την ελληνική ποιητική παράδοση.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή 30/5/2018
Πειραιάς, 30/5/2018
  
ΥΓ. Τελικά το μέγα δίλημμα των πολιτικών καιρών μας είναι το εξής: Να ξεχάσεις το διαβατήριό σου καθώς ταξιδεύεις σε ξένη χώρα και να φταίει η γυναίκα σου (που το είχε το μυαλό της που το είχε) με τις οφ σορ, ή να επισκεφτείς τα γενέθλια εδάφη και να χαϊδεύεις το καύκαλο της απορημένης χελώνας και κόβοντας ανθάκια να πορεύεσαι προς τις κάμερες; Ιδού τι θα σκέφτονταν ο σύγχρονος πρώτη φορά αριστερά Άμλετ πάνω από την κάλπη. Η απάντηση θα δοθεί από το Μονακό και το φλιτ των ψεκασμένων συνεργασιών.                             

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Fernando Pessoa, Αποσπάσματα ενός ασάλευτου ταξιδιού


Fernando Pessoa
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Εισαγωγή-μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης,
Περιοδικό η λέξη τχ. 157/5,6,2000, σ.348-345
     Συνεχίζοντας την αντιγραφή στοιχείων και πληροφοριών για τον πορτογάλο ποιητή Φερνάντο Πεσσόα,-μια εμμονή που δεν ξέρω από πού προήλθε-αντιγράφω την εισαγωγή και την μετάφραση ενός ακόμη ποιητή και μεταφραστή της γενιάς του 1970, του συνεκδότη του περιοδικού «η λέξη» Αντώνη Φωστιέρη.
     Του ποιητή από την Αμοργό, που χωρίς εκείνος να το γνωρίζει-μια που δεν του το εκμυστηρεύτηκα ποτέ-πάντοτε ένιωθα μια μεγάλη ταραχή και συγκίνηση όταν τύχαινε να μιλήσω μαζί του ή να διαβάσω τα ποιήματά του, ή μεταφράσεις του ή κείμενά του στο περιοδικό που εξέδιδε μαζί με τον συγγραφέα αεικίνητο πάντα (σαν τον Θανάση Βέγγο) Θανάση Νιάρχο. Μια συγκίνηση και μια ταραχή, που δεν προέρχονταν από την ενασχόλησή μου με την ποίηση, την έρευνα, ή τα πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας. Προέρχονταν από κάτι το πολύ προσωπικό, κάτι του ιδιωτικού μου βίου. Και τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, μπορώ να το εκμυστηρευτώ, έστω και ακροθιγώς. Από το αγαπημένο αυτό νησί την Αμοργό, τόπο καταγωγής του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη, ήταν το πρώτο πρόσωπο για το οποίο σκίρτησε η τότε νεαρή καρδούλα μου. Ε. Δ. Μεγάλος νεανικός έρωτας μάλλον και από τις δύο πλευρές. Αξέχαστες στιγμές που έχουν αποτυπωθεί στην σωματική μου μνήμη. Γιατί, όσοι δεν το γνωρίζουν, το ανθρώπινο σώμα έχει μνήμη και θυμάται τα πάντα. Μπορεί στην διάρκεια του χρόνου να γέρνει, να βασανίζεται, να γερνά, να ταλαιπωρείται, όμως η μνήμη η ανθοφορούσα των εφηβικών χρόνων είναι διαρκώς παρούσα Το ζεστό βλέμμα, τα υγρά χείλη, οι πόροι του σώματος, οι οσμές του κορμιού, ο ιδρώτας του, τα ξαφνικά αγγίγματά του, το ιδιαίτερο ερωτικό βάρος που έχει κάθε σώμα είναι εσαεί παρόν. Τα πρόσκαιρα λόγια των συναντήσεων του έρωτα, έπεα πτερόεντα. Όμως το κορμί του Άλλου προσώπου-του Ξένου προσώπου, που γίνεται δικός όταν σε ή το αγγίζεις, δε το λησμονεί ούτε το δικό σου κορμί ούτε η ποίηση.
      Την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο, με έναν αρκετά στενό μου φίλο, τον αρχιτέκτονα και μετέπειτα ποιητή Α. Σ. Π. ζήσαμε μέρες αλησμόνητες στο νησί της Αμοργού που είχαμε πάει για διακοπές. Οι είκοσι πάνω κάτω μέρες που ζήσαμε εκεί, δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Άννας στην παραλία, μέσα σχεδόν στην θάλασσα, μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο που ένας αμοργιανός ψαράς έβαζε την βάρκα του, είναι μνήμες που ούτε το κορμί ούτε η σκέψη αφήνει πίσω της. Επισκεφτήκαμε το μοναστήρι της ιεράς Μονής της Χοζοβιώτισσας, αυτήν την μοναχική κάτασπρη «αετοφωλιά» που αγναντεύει το πέλαγος, την λαξευμένη στο βράχο, την κρεμασμένη από τους λυγμούς του τοπίου της πίστης των απλών ανθρώπων σαν περιδέραιο στις ψυχές τους, γνωρίσαμε τον τότε ηγούμενο και τους φιλόξενους μοναχούς, και εκείνοι, με συγκατάβαση μας επέτρεψαν όταν άκουσαν που είχαμε κατασκηνώσει, μας επέτρεψαν να μπαίνουμε μέσα στο περιβόλι που διατηρούσαν κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Άννης και να κόβουμε ότι ζαρζαβατικό είχαν σπαρμένο και να το τρώμε. Αυτό το κάτασπρο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Άννας που δεν φοβήθηκε την μοναξιά του πελάγους και στέκει βιγλάτορας των πελαγίσιων ονείρων  των επισκεπτών του. Που συνομιλεί με τα δελφίνια που στήνουν τρελό χορό γύρω του. Που συνομιλεί από μακριά με το μοναστήρι τις ξάστερες νύχτες και εξομολογείται τις κρυφές ελπίδες των επισκεπτών που ανάβουν το κερί των πόθων τους. Και τα πρωινά, όταν το μεγάλο πολυκάντηλο ο ήλιος της δικαιοσύνης αρχίζει την καθημερινή του περατζάδα πάνω στο στερέωμα, οι δυό πανάρχαιες μητέρες της πίστης η Παναγιά η Χοζοβιώτισσα και η αγία Άννα η θαλασσινή αρχίζουν να υφαίνουν στον αργαλειό των ελπίδων και της παρηγοριάς την μοίρα των σωμάτων. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς αναστολές, χωρίς τι πρέπει και τι δεν πρέπει τα σώματα μέσα στην πανάρχαια προαίρεσή τους να ερωτευτούν το ένα το άλλο, να αγγίξουν το ένα το άλλο. Το Σώμα του έρωτος που είναι και Σώμα της πίστης μαζί και μνήμη θανάτου μαζί, και λιώνει καθώς αγγίζει το άλλο Σώμα όπως το κερί μέσα στο μανουάλι στον αιώνιο κύκλο του Χρόνου της παρηγοριάς. Που δεν γνωρίζει που αρχίζει η αλήθεια της ζωής και που τελειώνει η αλήθεια της ανθρώπινης σωματικής μνήμης. Ονειρικές εμπειρίες αποτυπωμένες με το κοντύλι της αγάπης πάνω στις φλέβες που ρέουν ασταμάτητα και ποτίζουν τα κορμιά με αντοχή και κουράγιο. Νύχτες που ο φλοίσβος της θάλασσας σκέπαζε τους ερωτικούς ψιθύρους του σώματος και το ασημένιο φως της σελήνης φώτιζε ότι ο χρόνος αγνοούσε. Αμοργός του Νίκου Γκάτσου και των πρώτων ερώτων μου, όταν ακόμα υπήρχε μόνο ένα(;) τηλέφωνο στη χώρα και έπρεπε να περπατήσεις σχεδόν δυό ώρες αν χρειάζονταν να τηλεφωνήσεις στην πρωτεύουσα. Όμορφο νησί, καλοκάγαθοι νησιώτες, φιλικοί ψαράδες, γυναίκες με το τσεμπέρι και τα χέρια έτοιμα να σε ελεήσουν με μια φέτα ψωμί, με δυό ελιές και μια ντομάτα, να σε δροσίσουν με ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί και ένα καλό κατευόδιο. Θερμές ελληνικές ψυχές νησιωτών που δεν κάτεχαν και πολλά από τρόπους ευγενείας αλλά ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά. Ελληνικές ανθρώπινες υπάρξεις που διαισθανόντουσαν τα πάντα σε σένα και στο πρόσωπο που ήταν δίπλα σου, και έδειχναν κατανόηση, άνοιγαν φιλικές συζητήσεις, σου εξομολογούνταν τις δικές τους σωματικές χαρές και πόθους. Ένας κόσμος και μια ελλάδα μιας άλλης εποχής και ατμόσφαιρας. Ενός χρόνου πέτρα πίστης λαξευμένη πάνω στα φτερά του έρωτα της νιότης. Πως λοιπόν να ξεχάσω αυτό το υπέροχο νησί και τους ανθρώπους του. Όταν οι δύο πρώτοι εφηβικοί μου έρωτες συνδέθηκαν με την ερωτική ατμόσφαιρα αυτού του νησιού και τα πεζούλια με τα κατάξανθα στάχυα, τους μικρούς περιφραγμένους αμπελώνες, τις με ροζιασμένους κορμούς ελιές, τις φορτωμένες με γινωμένα σύκα συκιές, τα κουρασμένα πεύκα που στον ίσκιο τους έβρισκες ανάπαψη από την οδοιπορία της περιήγησης, τον ήχο των φωνακλάδικων τζιτζικιών, των πεντακάθαρων αμμουδιών του, των ζεστών χειρονομιών των κατοίκων του. Αυτής της μυστικής ενατένισης του κόσμου που σου προκαλούσε η ιερά σκέπη της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας καθώς έψαυες το σώμα του Άλλου κορμιού και εκείνο χάιδευε το δικό σου. Καθώς αγνάντευες το γαλάζιο πέλαγος και ένωνες τα όνειρά σου με αυτά των κάτασπρων γλάρων που γουργούριζαν τον δικό τους έρωτα.
Το Σώμα εξακολουθεί να θυμάται τα πάντα.
     Ας ξαναγυρίσω όμως στον ποιητή και μεταφραστή Αντώνη Φωστιέρη, που πρόσφατα στην δημόσια τηλεόραση παρουσίασαν την ποιητική του διαδρομή και την συνεισφορά του στον χώρο της ποίησης και στα γράμματα στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια με την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Η ΛΕΞΗ» και των ετήσιων τόμων που εξέδιδε «ΠΟΙΗΣΗ».
     Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης μεταφράζει 50 «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ» του ποιητή Φερνάντο Πεσσόα, μάλλον από τα γαλλικά, δεν το αναφέρει άμεσα, αλλά μας δηλώνει την γαλλική έκδοση του βιβλίου. Η μετάφραση αυτή, είναι μία ακόμη συνεισφορά της ποιητικής γενιάς του 1970 και των δημιουργών της στον πορτογάλο ποιητή. Κάτι που μας δείχνει ότι, παρότι έχουν περάσει πάνω από εβδομήντα χρόνια από τον θάνατό του, ο λόγος του παραμένει επίκαιρος και κεντρίζει το ενδιαφέρον των δημιουργών, και σίγουρα αυτό, ενός πολύ νεότερό του μεταγενέστερου έλληνα ποιητή. Ίσως πάλι, μια και η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη ακολούθησε άλλα μονοπάτια από αυτά του Φερνάντο Πεσσόα, είναι μια ιδιαίτερη φωνή μέσα σε εκείνες της αντρικές και γυναικείες φωνές της γενιάς του 1970, στα ποιητικά μονοπάτια του πορτογάλου ποιητή να τον οδήγησε αυτός ο συσχετισμός που γίνεται μεταξύ του πορτογάλου και του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και του συνειδητά επαναλαμβανόμενου παιχνιδιού και των πολλαπλών προσωπείων που χρησιμοποίησε στην ποιητική του διαδρομή ο πορτογάλος ποιητής. Μπορεί πάλι, να βρίσκει εκλεκτικές συγγένειες που θα μας έλεγε και ο Γκαίτε, μεταξύ των θεωρητικών απόψεων για την τέχνη που διατύπωσε ο Φερνάντο Πεσσόα και τον ρόλο που διαδραματίζει μέσα στην κοινωνία ο ποιητής με αυτές που πρεσβεύει και ο έλληνας ποιητής Αντώνης Φωστιέρης. Για τον ρόλο της ποίησης αλλά και για τον ρόλο του ποιητή, που σποραδικά έχει εκφράσει μέσα στο ποιητικό του corpus ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης και συστηματικότερα σε συνεντεύξεις και κείμενά του. Ο Πεσσόα τις ιδέες και τις απόψεις του, τις θέσεις και κρίσεις του, τις ρίχνει μέσα στο ποιητικό του μπαούλο είναι διάσπαρτες, φανερές ή λιγότερο φανερές μέσα στα ποιήματά του. Που λειτουργούν σαν σκηνή θεάτρου και αυτός είναι ο υποκριτής που υποδύεται τους ρόλους. Ο ποιητής-ηθοποιός που αλλάζει προσωπεία, με άποψη και θέση. Θεωρεί ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι υπέρτερη της λογικής, της ανθρώπινης σκέψης. Ο ποιητής είναι πολλά πράγματα μαζί και τίποτα από όλα αυτά. Είναι ο άγιος και ταυτόχρονα ο αμαρτωλός, ο κουρσάρος ταξιδευτής και ο νοσταλγός νέων εμπειριών. Ο ποιητής είναι οι πολλαπλές μεταμφιέσεις των ρόλων του. Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης κρατά μια ισορροπία στην μικρή εισαγωγή του απέναντι στον Πεσσόα. Ούτε τον επαινεί όπως έπραξε ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός, ούτε τον απορρίπτει όπως έπραξε ο ποιητής Νάσος Βαγενάς. Και οι τρείς αυτοί δημιουργοί της γενιάς του 1970 με διαφορετική ποιητική διαδρομή ο καθένας και αυτόνομη πορεία, αποδέχονται το παιχνίδι, το θεατρικό αυτό παιχνίδι του Πεσσόα και ο καθένας ανάλογα με την ατομική του ποιητική ιδιοσυγκρασία και θεωρητική ποιητική ταυτότητα επιλέγει το μέρος του Πεσσόα που τον ενδιαφέρει ή μας μιλά για το φαινόμενο Πεσσόα που πήρε διαστάσεις στα μετέπειτα του θανάτου του ποιητή χρόνια.
     Τα αποσπάσματα που μεταφράζει ο Φωστιέρης και που κατά κάποιον τρόπο αποτελούν τα ποιητικά “minima moralia” του πορτογάλου ποιητή εστιάζονται τόσο στον ρόλο του ποιητή μέσα στην κοινωνία όσο και στο τι θεωρεί σπουδαίο στην άρθρωση της δικής του μυθοπλασίας του κόσμου. Ορισμένα είναι ανιαρά άλλα ενδιαφέροντα, σε άλλα στέκεσαι με προσοχή, σε άλλα ανοίγεις συνομιλία μαζί τους, άλλα τα προσπερνάς, όλα όμως έχουν την σημασία τους μέσα στην απλοϊκότητά τους και την θυμοσοφία τους. Η μεταφραστική γλώσσα του Αντώνη Φωστιέρη είναι καθαρή δεν έχει σκοτεινά σημεία, δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων, το πρωτεύον μήνυμα των αποσπασμάτων φανερώνεται μέσα από τις μικρές και λαγαρές προτάσεις του έλληνα μεταφραστή. Μικρές προτάσεις, διατήρηση των σημείων στίξεων, λέξεις καθημερινής χρήσης όχι απλουστευτικές, λέξεις που ταιριάζουν στον ερωτηματικό τόνο των ρήσεων. Πολλά από τα αποσπάσματα αυτά διαθέτουν μια εντονότερη ποιητικότητα από ορισμένα άλλα, όπως το νούμερο 47, 44, 11 κλπ. Είναι μικροί πυρήνες σκέψεων και συλλογισμών που λίγο θέλουν να γίνουν μικρές ποιητικές μονάδες. Τα αποσπάσματα διατηρούν το καθένα την αυτοτέλεια της συνομιλία τους με τον χρόνο και την μοίρα, τον ίδιο τον ποιητή και εμάς που απευθύνεται, και όλα μαζί, σχεδιάζουν το πάζλ της ρέουσας ταυτότητας του προσώπου του Πεσσόα στην δεδομένη στιγμή. Εύστοχες ρήσεις, εύστοχα μεταφρασμένες από έναν έλληνα ποιητή, που σε όλη την διάρκεια της ποιητικής του διαδρομής κράτησε την σοβαρότητα του ρόλο του ποιητή μέσα στην ελληνική πραγματικότητα και εμπλούτισε τα πνευματικά και καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες κρατώντας στιβαρά το τιμόνι της έκδοσης ενός λογοτεχνικού περιοδικού για τόσο μεγάλο διάστημα. Ενός περιοδικού που ήταν ανοιχτό σε όλα σχεδόν τα ρεύματα της τέχνης έστω και αν ορισμένες φορές «ελίτιζε», εννοώ, διέθετε ένα αστικό ατσαλάκωτο χρώμα και μια ατμόσφαιρα περισσότερο μη μου άπτου από όσο χρειαζότανε σε σχέση με άλλα της ίδιας εποχής λογοτεχνικά περιοδικά που εκδίδονταν. Οι συνεργάτες του ήσαν πάντα σταθεροί και με συγκεκριμένη ταυτότητα για τα ποιητικά, λογοτεχνικά, θεατρικά, μεταφραστικά, εικαστικά και άλλα καλλιτεχνικά συμβάντα της εποχής μας, και με συγκεκριμένη αισθητική.
     Ίσως αξίζει στο μέλλον να εξεταστεί η Θεοσοφική πλευρά του πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα, με εκείνες των ελλήνων δημιουργών θεοσοφιστών ή τεκτόνων που γνωρίζουμε εκ των υστέρων, όπως του αριστερού ποιητή Νίκου Καρβούνη, του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, του πεζογράφου Νίκου Καζαντζάκη, του ιεροφάντη Άγγελου Σικελιανού, της συγγραφέως Σοφίας Άντζακα, του μεταφραστή Κίμωνα Φράιερ, και άλλων ελλήνων συγγραφέων νεότερων ηλικιακά και μη, που στο έργο και την εν γένει δημιουργία τους περνούν τα μηνύματα και τις δοξασίες αυτές. Ας μην μας διαφεύγει ότι το κίνημα της Μπλαβάτσκυ μεσουράνησε για δεκαετίες πάνω από τον πνευματικό και πολιτικό ουρανό της Ευρώπης. Όπως η ευρωπαϊκή-αμερικάνικη και η ελληνική γενιά των Beat ποιητών και καλλιτεχνών μεταγενέστερα, επηρεάστηκαν από τις ανατολικές θρησκείες, από τα νεότερα ρεύματα του αποκρυφισμού, το φαινόμενο της ψυχεδέλειας, τις διάφορες παραισθησιογόνες ουσίες και άλλες σύγχρονές μας πνευματιστικές εκδηλώσεις και στάσεις ζωής που εισέβαλαν πανηγυρικά στον δυτικό κόσμο, και μπόλιασαν το έργο τους. Ας θυμηθούμε το μικρό βιβλιαράκι του θεατρικού συγγραφέα Σπύρου Μελά, τα βιβλία του Λόψα Ράμπα (το τρίτο μάτι), του Έριχ φον Ντένικεν, τα βιβλία του νοτιαμερικανού Κάρλος Καστανιέτα και άλλων. Που ευρωπαίοι, βορειοαμερικανοί και έλληνες ποιητές ερωτοτρόπησαν μαζί τους και διάβασαν το έργο τους Το προσφάτως εκδοθέν μελέτημα της φιλολόγου Μορφίας Μάλλη για την περίπτωση του ποιητή της γενιάς του 1970 Λευτέρη Πούλιου είναι χαρακτηριστικό και μας προσθέτει νέα στοιχεία για τα ρεύματα αυτά και το στίγμα που άφησαν στο έργο του Λευτέρη Πούλιου, ενός ακόμα ποιητή της γενιάς του 1970. Όπως διαπιστώνουμε, μπορεί το γενικό και το επιμέρους πλαίσιο της ποιητικής αυτής γενιάς να έχει οικοδομηθεί, αλλά έχουμε αρκετά ακόμα να ανακαλύψουμε σε μια σχολαστικότερη έρευνα για τα ενδιαφέροντά της, τις αναγνωστικές της επιλογές, τα διαβάσματά της, τις μεταφραστικές της προσεγγίσεις, την απόπειρα (;) θεμελίωσης μιας κεντρικής ποιητικής θεωρίας που θα σταθεί ισότιμα ίσως δίπλα στο έργο των δυτικοευρωπαίων δημιουργών. Ίσως, να μην είναι και τόσο επαρχιώτικη η ποιητική φωνή των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών. Αυτό όμως, είναι ένα άλλο ανοιχτό ερώτημα προς εξέταση. Τα δύο νόμπελ άνοιξαν τον δρόμο αλλά πόσοι προηγήθηκαν και ποιοι και πόσοι ακολούθησαν και ποιοι;      
     Ας διαβάσουμε την εισαγωγή του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη και ας ενσκήψουμε πάνω στα αποσπάσματα του Φερνάντο Πεσσόα που με ευστοχία μετέφρασε στα ελληνικά ο έλληνας ποιητής. Σήμερα εν έτει 2018, που ο λόγος των ποιητών δεν είναι παρά ένα ακόμα ανώνυμο τουίτ στον διαφημιστικό και δημοσιογραφικό κουρνιαχτό των ημερών μας.

Fernando Pessoa
Εισαγωγή-μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης
Περιοδικό Η ΛΕΞΗ τχ. 157/5,6,2000, σ.348-355
     Ο Fernando Pessoa γεννήθηκε το 1888 στη Λισαβώνα. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και από το 1905 έζησε με την μητέρα και τον πατριό του στο Ντάρμπαν της Νότια Αφρικής παρακολουθώντας τα μαθήματα σε αγγλικό σχολείο. Επιστρέφοντας στην Πορτογαλία γράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή, την οποία σύντομα εγκαταλείπει, για να γίνει αρχικά τυπογράφος και αργότερα υπάλληλος εμπορικών οίκων. Ενδιαφέρεται έντονα για την λογοτεχνία, την κίνηση ιδεών, τον αποκρυφισμό, την αστρολογία. Οι προτιμήσεις του στρέφονται προς τον γαλλικό συμβολισμό, τη γερμανική φιλοσοφία, την αγγλοσαξωνική θεοσοφία.
Επηρεάζεται από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε, κυρίως όμως από τον Μαξ Νορντάου, που τον εντυπωσιάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε φοβάται μήπως τρελαθεί. Εξίσου γοητεύεται από τον Μαρινέτι και τα κηρύγματα του φουτουρισμού, στον οποίο προσχωρεί, δημοσιεύοντας μάλιστα το δικό του φουτουριστικό μανιφέστο, το «Τελεσίγραφο».
     Στις 8 Μαρτίου 1914 περιέρχεται σε κατάσταση έκστασης, και γράφει, όρθιος και απνευστί, περίπου τριάντα ποιήματα, που τους δίνει τον τίτλο «Ο φύλακας των κοπαδιών» και τα παρουσιάζει με το όνομα Alberto Caeiro. Έκτοτε ο Pessoa εμφανίζεται με τη μάσκα διαφόρων ονομάτων (περίπου δεκαπέντε), τα οποία αποδίδει σε φανταστικά πρόσωπα, με συγκεκριμένα όμως χαρακτηριστικά: ο Caeiro είναι ο σοφός δάσκαλος, ο Alvaro de Campos ριζοσπάστης φουτουριστής, ο Ricardo Reis νεοκλασικός μοντερνιστής κ.ο.κ. (Περίεργες συμπτώσεις: Στο δοκίμιο «Ένας άγνωστος του εαυτού του», πού του αφιέρωσε το 1961, ο Octavio Paz μας πληροφορεί ότι στα πορτογαλικά η λέξη pessoa σημαίνει «πρόσωπο» και προέρχεται από τη λατινική persona, δηλαδή «μάσκα ηθοποιού»). Η ετερωνυμία του  Fernando Pessoa διαφέρει ουσιωδώς τόσο από την ανωνυμία όσο και από τη συνήθη ψευδωνυμία, όπως άλλωστε διευκρινίζει και ο ίδιος: «Το ψευδώνυμο έργο είναι το έργο το οποίο έγραφε «αυτοπροσώπως» ο συγγραφέας, μείον την υπογραφή του. Το ετερώνυμο είναι εκείνο που έγραψε ο συγγραφέας «έξω από τον εαυτό του». Είναι το έργο ενός ανθρώπου που τον έπλασε ο ίδιος εξ ολοκλήρου, σαν τα λόγια οιουδήποτε θεατρικού ήρωα,που χάραξε με το δικό του χέρι».
     Το 1918 δημοσίευσε δύο λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές στα αγγλικά, τον «Αντίνοο» και τα «Τριανταπέντε Σονέτα».  Το βασικό όμως βιβλίο, γραμμένο στα πορτογαλικά, είναι «Το Μήνυμα», ένας επικός ύμνος στους εθνικούς αγώνες της χώρας του, που κυκλοφόρησε λίγο πριν τον θάνατό του, το 1935. Τα έργα του, τα οποία μάλιστα εξέδιδε ιδίοις αναλώμασι, δεν βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση από τους συγχρόνους του. Ο μεγάλος όγκος των χειρογράφων του παραμένει αδημοσίευτος σε ένα μπαούλο, και μόνο μετά θάνατον μπόρεσε να εκδοθεί, να σχολιασθεί και να εκτιμηθεί.
     Από το ποιητικό και δοκιμιακό έργο του Pessoa, τις σημειώσεις και την αλληλογραφία του, ο φίλος και μελετητής του Remy Hourcade ανθολόγησε και μετάφρασε στα γαλλικά μια σειρά από στίχους, σκέψεις και αφορισμούς, που δημοσίευσε με τίτλο «Αποσπάσματα ενός ασάλευτου ταξιδιού». Αφορισμούς που κυμαίνονται από την άκρα πρωτοτυπία ως την απλή κοινοτοπία, από την οξυδέρκεια ως την αφέλεια, από την αναζήτηση της καθαρής αλήθειας ως την παραίτηση από κάθε πρόσληψη πραγματικότητας, από τη μαχητική πίστη στη δημιουργικότητα ως την αποδοχή της πλήρους ματαιότητας. Στοιχεία μιάς κατάφωρης ιδεολογικής αντιφατικότητας, αλλά και μιάς ποιητικής εντιμότητας, πού του επιβάλλει να είναι απόλυτα ειλικρινής απέναντι στην αίσθηση της εκάστοτε συγκεκριμένης στιγμής-έστω και αν το σύνολο αυτών των διαφορετικών αληθειών κινδυνεύει να φανεί τελικά, ψευδώς, ως ψεύδος. Δική του άλλωστε είναι αυτή η αποκαλυπτική φράση: «Ο ποιητής είναι ένας υποκριτής, που υποκρίνεται τόσο καλά, ώστε κάνει να φαίνεται αληθινός ο πόνος που νιώθει στ’ αλήθεια». Και μια άλλη, γενικότερης ισχύος: «Μισώ το ψέμα, διότι αποτελεί ανακρίβεια».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
1
Η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφής τέχνης, αποτελεί μαρτυρία πως η ζωή δεν αρκεί.
2
Ολόκληρη η τέχνη είναι μια μορφή λογοτεχνίας, αφού ολόκληρη η τέχνη πάντα λέει κάτι. Υπάρχουν δύο τρόποι να πείς αυτό που θέλεις: μιλώντας και σιωπώντας. Οι τέχνες εκτός της λογοτεχνίας είναι οι προβολές μιάς εκφραστικής σιωπής.
3
Ποιητής είναι εκείνος που πηγαίνει πάντα πιο πέρα απ’ αυτό που μπορεί να κάνει.
4
Ο μείζων ποιητής εκφράζει εκείνο που νιώθει πραγματικά, ο μέτριος ποιητής εκείνο που αποφασίζει να νιώσει, και ο ελάσσων εκείνο που πιστεύει ότι πρέπει να νιώσει.
5
Τυχαίνει να υποστηρίζω πως τα ποιήματα είναι μια ύπαρξη, ένα ζωντανό πλάσμα που, με σαρκική οντότητα και σωματική παρουσία, ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου η φαντασία μας το προβάλλει.
6
Την ζωή την κοιμόμαστε, αιώνια τέκνα του Πεπρωμένου.
7
Ο Κόσμος δε φτιάχτηκε για να τον σκεφτόμαστε
( Η σκέψη είναι ασθένεια των ματιών)
Αλλά για να τον βλέπουμε και να τον ακολουθούμε.
9
Ορατό αίνιγμα εσύ του χρόνου, αυτό το ζωντανό μηδέν  που μέσα του βρισκόμαστε!
10
Καμιά φορά, τη νύχτα, κλείνω τα μάτια και βλέπω να εμφανίζονται μια σειρά μικροί πίνακες, φευγαλέα αλλά ευκρινείς (τόσο ευκρινείς όσο ο εξωτερικός κόσμος) μέσα τους πρόσωπα παράξενα, σχέδια και σήματα συμβολικά, αριθμοί (ναι, έχω δει ακόμη και αριθμούς). Και πότε πότε-αίσθηση πολύ περίεργη-έχω ξάφνου την εντύπωση ότι ανήκω σε κάτι άλλο.
11
Στο τέλος της σημερινής ημέρας μένει εκείνο που έμεινε στο τέλος της χτεσινής, εκείνο που θα μείνει στο τέλος της αυριανής: η ακόρεστη αγωνία, η ακατανόμαστη, να είσαι πάντα ο ίδιος και πάντα ένας άλλος.
12
Κάθε αληθινή συγκίνηση αποτελεί ψεύδος για το πνεύμα, εφόσον του διαφεύγει
13
Όχι τα πράγματα, αλλά η αίσθησή μας για τα πράγματα.
14
Με πονάει το κεφάλι μου και το σύμπαν.
15
Τη μέρα δεν είμαι τίποτα. Τη νύχτα είμαι εγώ.
16
Αυτό που προσδίδει στα όνειρα μια μετριότητα είναι ότι όλος ο κόσμος κάνει όνειρα.
17
Στα χείλια μου φύτεψαν τα φιλιά όλων των συναντήσεων,
Μές στην καρδιά μου ανεμίσαν τα μαντήλια όλων των αποχωρισμών.
19
Ούτε διαβάζω, ούτε σκέφτομαι, ούτε ύπνος με παίρνει,
Νιώθω εντός μου τη ζωή να κυλάει, ποτάμι στην κοίτη του,
Κι έξω, πέρα εκεί, μια μεγάλη σιγή
Σαν θεός που κοιμάται.
21
Ο μύθος είναι το τίποτα που είναι το πάν.
23
Σήμερα, ξαφνικά, είχα μια αίσθηση παράλογη και σαφή: συνειδητοποίησα, σε μια έκλαμψη, πώς δεν ήμουν κανείς.
25
Πού να ξέρω τι υα γίνω, εγώ που δεν ξέρω ποιος είμαι;
Είμαι αυτό που σκέφτομαι; Μα σκέφτομαι πώς είμαι τόσα πράγματα!
26
Δεν ανήκω πιά σε μένα. Είμαι ένα κομμάτι του εαυτού μου, που φυλάγεται σε μουσείο εγκαταλειμμένο.
27
Ίσως η δόξα να ‘χει γεύση θανάτου και ματαιότητας, ο θρίαμβος να ΄χει άρωμα σήψης.
28
Τα πάντα είμαστ’ εμείς κι εμείς είμαστε τα πάντα. Τι σημασία όμως έχει, αν τα πάντα είν’ ένα τίποτα;
29
Το πνεύμα μου είναι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από δισταγμούς και αμφιβολίες. Για μένα τίποτα δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι βέβαιο. Όλα ταλαντεύονται γύρω μου, κι εγώ μαζί. Είμαι η ίδια η αβεβαιότητα. Τα πάντα μου φαίνονται ασαφή και ευμετάβλητα. Τα πάντα μυστηριώδη και σημαίνοντα. Το κάθετί είν’ ένα «άγνωστο» σύμβολο του Αγνώστου.
30
Εκτός από τα διανοητικά ζητήματα, στα οποία έχω καταλήξει σε συμπεράσματα που τα θεωρώ σίγουρα, στα άλλα αλλάζω γνώμη δέκα φορές τη μέρα. Η γνώμη μου παραμένει αμετακίνητη μόνο σε θέματα που δεν αφήνουν περιθώρια συγκίνησης.
31
Καλλιεργώ το μίσος της πράξης σαν άνθος θερμοκηπίου.
32
Σας γράφω για να σας πω ότι δεν μπορώ να γράψω.
33
Πότε λοιπόν θα τελειώσει αυτό το δράμα δίχως θέατρο
Ή αυτό το θέατρο δίχως δράμα;
Πότε θα γυρίσω σπίτι;
Πού; Πότε; Πώς;
34
Είμαι η ζωντανή σκηνή, απ’ όπου περνάνε πολλοί ηθοποιοί και παίζουν πολλά έργα.
35
Αυτό που παρακολουθώ είν’ ένα θέαμα σε άλλη σκηνή. Αυτό που παρακολουθώ είμαι εγώ. Θέ μου, Θέ μου, ποιόν παρακολουθώ; Πόσοι είμαι; Ποιος είμαι; Τι είναι αυτό το κενό ανάμεσα σε μένα και σε μένα;
36
Υπάρχω μόνο μεταμφιεσμένος.
37
Ο Θεός είν’ ένα τεράστιο Κενό,
Όμως ανάμεσα σε τι και σε τι;
39
Το τεχνητό είναι το μέσον που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το φυσικό.
40
Το τεχνητό είναι ο τρόπος να απολαμβάνουμε το φυσικό. Όποιος δεν γνώρισε ποτέ σκλαβιά, δεν μπορεί να νιώσει τι θα πεί ελευθερία.
41
Το μόνο κρυφό νόημα των πραγμάτων
Είναι πώς δεν έχουν κανένα κρυφό νόημα.
43
Ομορφιά είναι το όνομα που δίνουμε σ’ αυτό που δεν υπάρχει,
Αυτό που δίνω στα πράγματα ως αντίτιμο
Για τη χαρά πού μου χαρίζουν.
Δεν σημαίνει τίποτα.
44
Γράφω στίχους πράγματι συμπαθητικούς;
Στίχους που λένε πώς τίποτα δεν έχω να πώ,
Στίχους που το λένε και το ξαναλένε,
Στίχους, στίχους, στίχους, στίχους…
Κι όλ’ η αλήθεια, όλ’ η ζωή, έξω απ’ αυτούς κι έξω από μένα!
45
Η ειλικρίνεια είναι το μέγα εμπόδιο που ο καλλιτέχνης οφείλει να υπερπηδήσει.
46
Κάθετί που βλέπουμε, πρέπει πάντα να το βλέπουμε για πρώτη φορά, γιατί πραγματικά είναι η πρώτη φορά που το βλέπουμε.
47
Το χώμα είναι από ουρανό.
Το ψέμα δεν έχει φωλιά.
Κανείς ποτέ δεν χάθηκε.
Όλα είναι αλήθεια, όλα είναι δρόμος.
48
Όχι, δε θέλω τίποτα.
Σας το ‘πα, τίποτα δε θέλω.

Μην προσπαθείτε απ’ αυτό να βγάλετε συμπέρασμα
Το μόνο τελικό συμπέρασμα είν’ ο θάνατος.
49
Ο θάνατος είναι η στροφή του δρόμου,
Πεθαίνω σημαίνει δεν φαίνομαι πιά.
50
Η ζωή δεν είναι αναγκαία. Αναγκαία είναι η δημιουργία.
                                       Fernando Pessoa
         Αυτές είναι οι 50 (παράλειψα ορισμένες που δεν αφαιρούν τίποτα από την γενική ατμόσφαιρα που κινούνται αυτές οι ρήσεις) θυμοσοφίες του ποιητή Φερνάντο Πεσσόα. Της λαϊκής οντολογίας του ανθρώπου Πεσσόα. Ορισμένες στιγμές έχεις την αίσθηση ότι έχουν κάτι από την Ηρακλείτεια ατμόσφαιρα αυτό το διαρκώς ευμετάβλητο της ζωής και του κόσμου, της ροής του χρόνου. Άλλες πάλι θυμίζουν αμυδρά την αποφατικότητα του λόγου ορισμένων νηπτικών θρησκευτικών συγγραφέων όταν προσπαθούν να θεμελιώσουν την εικόνα του Θεού, μέσα από αρνητικά επιχειρήματα. Στον Πεσσόα αυτό γίνεται με ερωτηματικό τρόπο, με κέντρο αναφοράς το ανθρώπινο Εγώ, που δεν ταυτίζεται ούτε με τον Εαυτό του. Είναι σαν τον ρέοντα χρόνο των πινάκων του ισπανού Σαλβαντόρ Νταλί, τα ρολόγια που ρέει η ύλη τους μέσα στην οπτική συνείδηση του Κόσμου. Άλλες φορές θυμίζουν την θέση των εικαστικών ότι οφείλουμε να παρατηρούμε τα πράγματα γύρω μας σαν να είναι η πρώτη φορά, με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού. Βλέπε τις απόψεις του ισπανού Πάμπλο Πικάσο. Το «πεθαίνω σημαίνει δεν φαίνομαι πιά», δεν είναι αυτό το πλατωνικό κατ εικόνα που χάνεται, που διαλύεται που ακούμε στη νεκρώσιμη ακολουθία του Ιωάννη Του Δαμασκηνού, και αναμένουν τον επαναφανέρωσή του στην ανάσταση οι πιστοί; Το «η ζωή δεν είναι αναγκαία. Αναγκαία είναι η δημιουργία», δεν θυμίζει τις Καβαφικές θέσεις περί τέχνης και δημιουργίας; Που επαναπαύεται ο αλεξανδρινός ποιητής, και πάλι μέσα στην Τέχνη δεν ξαναγυρίζει;  Σίγουρα ενστερνίστηκε ο πορτογάλος ποιητής τον Σαιξπηρικό λόγο «Όλος ο Κόσμος μια Σκηνή…». Και αυτήν την Σκηνή την συνεχώς μεταβαλλόμενη εκφράζει στα αυτοβιογραφικά και εξομολογητικά ποιήματά του. Δεν γνωρίζω την βιβλιοθήκη του Φερνάντο Πεσσόα για να είμαι σίγουρος για τα διαβάσματά του και τις μυστικές επιρροές του,-όμως πολλά λεγόμενά του έχουν πίσω τους αναγνώσματα και θέσεις παλαιότερων δημιουργών και στοχαστών, μας ερμηνεύουν αυτήν την μοναδική του πολλαπλότητα που συνεχώς μας μιλά, μια στάση του που μας επισημαίνει διαρκώς ότι η ζωή είναι να είσαι άλλος. Με βεβαιότητα μπορούμε να γράψουμε ότι την εποχή που έζησε και δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά, αυτός ο ποιητής και υποκριτής που μας λέει ο ιταλός θαυμαστής του Αντόνιο Ταμπούκι, που έζησε το προσωπικό του όνειρο μέσα στην πολλαπλότητά του, ο Κόσμος μας βρίσκονταν σε μια διαρκή αναταραχή, τα πάντα άλλαζαν, εισερχόμασταν στους νέους αιώνες, ο πρώτος μεγάλος πόλεμος έφερε και αυτός τις τεράστιες αλλαγές που προσδοκούσαν οι άνθρωποι, έστω και αν γέμισαν τα χαρακώματα με ανθρώπινα πτώματα. Οι τριγμοί της πτώσης του παλαιού κόσμου ήσαν πιά φανεροί. Οι νέες εφευρέσεις, οι ανακαλύψεις της επιστήμης, οι εξελίξεις στην τεχνολογία, τα άγνωστα και πρωτόγνωρα ταξίδια σε μέρη τόσο διαφορετικά από αυτά της Ευρώπης και τις συνήθειες των κατοίκων της, διαμόρφωσαν τις νέες συνειδήσεις των κατοίκων της γηρεάς και αποικιοκρατικής ηπείρου και των νέων χωρών της αμερικανικής. Η ρευστότητα ήταν τόσο έντονη μέσα στις νέες στοές του χρόνου της ιστορίας που οι καλλιτέχνες δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν είτε σαν άτομα είτε σαν καλλιτεχνικές μονάδες. Μια αναταραχή που ακόμα και σήμερα που υπερβήκαμε τα κράσπεδα της νέας χιλιετίας φέρνει φοβερές αναστατώσεις στο παγκόσμιο στερέωμα. Το Εγώ του Κόσμου μας είναι πλέον πλαστικό και όχι ποιητικό. Στην απομάγευσή του βοήθησαν και οι καλλιτέχνες.
     Η Ιστορία νίκησε την Τέχνη, ή και οι δύο απλά καταγράφουν το πεπρωμένο της ανθρώπινης φυλής;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα εξακολουθώντας να διαβάζω την ποίησή του.
Πειραιάς, 28 Μαΐου 2018

ΥΓ. Διαβάζοντας το έργο του «ΑΝΤΙΝΟΟΣ» και στις δύο ελληνικές μεταφραστικές εκδοχές του. Διάβασα επίσης, το «Όνειρο του Φερνάντο Πεσσόα, του ποιητή και υποκριτή» του ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι, σε μετάφραση από τα ιταλικά και σημείωμα του Θωμά Λιναρά, δες περιοδικό «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» τχ. 41/42, Δεκέμβριος 1997, τόμος 10ος, σ.7-