Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη


Χριστόφορος  Λιοντάκης

            Κι ‘αν στα έγκατα της γης
            η κόλαση είναι μύθος
            εντός μου είναι αληθινή
                             Malherbe
Ο ποιητής και μεταφραστής Χριστόφορος Λιοντάκης έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου τα ποιητικά βιβλία του που γνωρίζω, είχα αγοράσει, ή μου είχε αφιερώσει και έχω διαβάσει. Η εργογραφία του ποιητή μας είναι γνωστή, καθώς και τα δημοσιευμένα κατά καιρούς κείμενά του και μελετήματά του, οι μεταφράσεις του, σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
 Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ένας πολύ καλός ποιητής της γενιάς του, και το κυριότερο, όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά ή να συνεργαστούν μαζί του, ένας σεμνός χαρακτήρας. Δεν χρησιμοποιώ το ρήμα «ήταν» αλλά το είναι, μια και ο ποιητής είναι ακόμα ανάμεσά μας. Φτερουγίζει πάνω από τις ζωές μας και παρηγορεί τις καρδιές μας και τις συνειδήσεις μας, με την ποίησή του, την φωνή του, την όψη του. Θρησκευτική φύση ο Χριστόφορος Λιοντάκης, χαρακτήρας εσωστρεφής και με μυστικούς τονισμούς, διακρίνεται αυτό στο ποιητικό του έργο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1973, με την συλλογή του «Το τέλος του τοπίου», όπου η μικρή του συλλογή έχει για εσωτερικό κύριο τίτλο «ΦΥΓΗ ΜΟΝΟΥ ΠΡΟΣ ΜΟΝΟ», και σαν μότο τον λόγο του αρχαίου φιλόσοφου Πλωτίνου, «Και ούτος θεών και ανθρώπων θείων και ευδαιμόνων βίος απαλλαγή των άλλων των τη τήδε, βίος ανήδονος των τήδε, φυγή μόνου προς μόνο». Πλωτίνος, Εννεάδες, VI, 9.11.50. Ένας συγκλονιστικός λόγος χαρακτηριστικός της ανθρώπινης ιστορικής περιπέτειας και υπαρξιακού δράματος. Μια ρήση που μας μεταφέρθηκε σε «κοινή χρήση», με την επαναχρησιμοποίησή του από τα χείλη ορισμένων εκκλησιαστικών πατέρων της ορθόδοξης νηπτικής παράδοσης και εκκλησίας. «Ελθέ ο μόνος προς μόνον ότι μόνος ειμί καθάπερ οράς…».
Το σύνολο έργο του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη, παρά την παράλληλη σοβαρή και επιμελημένη ενασχόληση του με μεταφράσεις σύγχρονων γάλλων δημιουργών, παρά τις μικρές του μελέτες για σύγχρονους έλληνες συγγραφείς και ζητήματα λογοτεχνικής φύσεως, που αφορούν δηλαδή τις συγγένειες και τις εκλεκτικές προσμίξεις μεταξύ των λογοτεχνών, θεωρητικά κοιτάγματα και τρόπους γραφής, κινείται μέσα στην ατμόσφαιρα του υπαρξισμού. Στην ποίησή του, υπάρχουν διάσπαρτα μικρά κείμενα, λέξεις και «αποφθέγματα» φιλοσοφικής και θρησκευτικής χροιάς. Η ποίησή του, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο της μέρος συγγενεύει όχι θεματικά αλλά ατμοσφαιρικά με την ποίηση του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Εννοώ, ότι είναι έμπλεη φωτός. Μια φωτοχυσία σκεπάζει τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη, μια φωτοχυσία του «ήλιου νοητού». Η οποία την νιώθουμε όχι μόνο να σκέπει λειτουργικά τους στίχους του, αλλά και να αναβρύζει μέσα από τις λέξεις του, τις εικόνες του, τα ποιητικά του νοήματά. Και ίσως να μην είναι άστοχο και παρακινδυνευμένο αν σημείωνα, ότι ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης βαδίζει πάνω στα χνάρια ενός ποιητικού λόγου «προφητικού», με την έννοια των βαθύτερων αναζητήσεων και υπαρξιακών αγωνιών του ανθρώπου. Ο Λιοντάκης, δεν ευαγγελίζεται καμία νέα «θρησκεία» δεν ξορκίζει το κακό με κοινωνικές αναλύσεις ή ανατρεπτικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, ή θρησκευτικές επιταγές και απαγορεύσεις. Το κενό που βιώνει, την τραγική αμφιβολία που νιώθει, το ανεκπλήρωτο που τον βασανίζει, το φιλάνθρωπο όραμα της ζωής του ανθρώπου που βλέπει να εξανεμίζεται μέσα σε χαώδης διαδρομές αγνωσίας, τα φωτίζει και τα αποπλένει ταυτόχρονα με το ελληνικό φως. Ένα φως ζωής που είναι πλήρης δημιουργικής ευαισθησίας και σκληρής λειτουργικότητας στις ζωές των ανθρώπων. Το βλέμμα του Λιοντάκη είναι βουτηγμένο μέσα σε αυτό το ελληνικό φως. Όχι μόνο τίτλοι ποιημάτων του αλλά και στίχοι του και εικόνες του μας παραπέμπουν σε αυτό το πανάρχαιο ήθος βλέμματος που εμφορείται από το Φως. Το ελληνικό φως του Πλάτωνα, του Πλωτίνου το εσωτερικό φως των μυστικών πατέρων της ορθόδοξης εκκλησίας. Είναι μια «σχολή» ή σωστότερα ένας σύγχρονος ποιητικός δρόμος που αναγνωρίζουμε και σε άλλους έλληνες ποιητές, όπως ο Νίκος Καρούζος, η ποιήτρια Όλγα Βότση, σε ορισμένες στιγμές της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου και φυσικά, στον Οδυσσέα Ελύτη. Μια φιλάνθρωπη απλοχεριά διακρίνει τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη, μια αίσθηση γαλήνης και ίσως σε στιγμές της, ελπιδοφόρας ματαιότητας. Ο λόγος του, μας υπενθυμίζει την ανάμνηση μιας άλλης του ανθρώπου υπόστασης. Μιας πανάρχαιας ιερότητας που αγγίζει τα κράσπεδα της δικής μας των ημερών μας άξενης παρουσίας. Νύξεις μιας χειμωνιάτικης λιακάδας της ζωής που βαδίζει μέσα από του κενού άλματα σε πράξεις υγρασίας της ζωής και της ερωτικής αίσθησης που κουφοβράζει μέσα στους στίχους του, δίχως να φανερώνει σχεδόν ποτέ το φύλλο ή το όνομά του. Συγκομιδές λέξεων και εικόνων, ρήσεων, και αισθήσεων από άλλους δημιουργούς, ποιητές που αγάπησε και διάβασε αλλά μετουσίωσε σε μια προσωπική ποιητική ύλη εξαιρετικής ποιότητας. Φωνές γνώριμές μας της ποίησης αυτόχθονες ή ετερόχθονες ξεναγοί του δικού του ποιητικού δρόμου, ή και τρόπου. Φύλακες της ιστορίας και της παράδοσης, της γλώσσας και των λέξεων αφών, των εικόνων που αντικρίζουμε από «το παράθυρο στο θαλασσάκι» του ελληνικού απείρου, που ο ποιητής όπως ο ίδιος γράφει: «Τα υπόλοιπα θα τα διηγηθείς εσύ σίγουρα αλλαγμένα». Ναι, σίγουρα αλλαγμένα γιατί το θαύμα της ύπαρξης δεν μεταφέρεται με λόγια, δεν περιγράφεται με ήχους, αλλά βιώνεται σε όλη του τον φωτόλουστο ζόφο. «Σφαδάζει εντός μου/ ένας πρόγονος σφαγμένος», γράφει, μόνο που ο Μινώταυρος, είναι ο νέος χωροφύλακας μέσα στους σύγχρονους ελληνικούς ροδώνες. Τους ροδώνες της Σαπφούς και του Νίκου Εγγονόπουλου. Τους ροδώνες σκηνές από την πλατεία Συντάγματος. Ναι της σύγχρονης των ημερών μας Πλατείας Συντάγματος που, είναι όπως ο ίδιος μονολογεί καθήμενος σε ένα παγκάκι: «Πλατεία γεμάτη θαύματα/ Πλατεία γεμάτη προφυλακτικά». Το Φως όμως, παρ’ όλες τις συννεφιασμένες μέρες πάνω από την Πόλη, που «Η πόλη ανοίγει σε μειδίαμα / το πένθος να ακυρώσει», εξακολουθεί αγέρωχο και υπερήφανο, μυστικά τους ανθρώπους και το τοπίο να φλερτάρει. Να δείχνει τον τρόπο του μεγαλείου της ανθρώπινης οντότητας και ταυτόχρονα απαισιόδοξης ωριμότητας.
Θροΐζει άνοιξη στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη, εισπνέουμε μυρωδικά καρποφόρας γης, επαναλαμβανόμενες στιγμές άλωσης μέσα στον καθρέφτη των λέξεων. «Ο ήλιος σπέρνει πανικό!» και ο ποιητής «Το Ένα ψάχνει» με την χαρμολυπική πίκρα του να διαπιστώνει: «Εξάλλου ποτέ δεν θα μάθεις/ Την αλχημεία της ευτυχίας σου». Αν και μια χαραμάδα ελπίδας και πάλι αχνοφαίνεται «Στις όχθες των χειλιών σου/Ακόμα αχνίζει ο ξεραμένος χείμαρρος/Να ‘ναι σημάδι πως θα ξαναμιλήσεις;».
Διαρκή συνομιλία του ποιητή με τους πεθαμένους του: «Νύχτα και μέρα/ Με κραυγές και ψιθύρους/ Με ακολουθούνε…», μια συνομιλία ατέρμονης θλίψης και πόνου καθώς εξομολογείται στους προγόνους του ο μόνος επιζών.
«Πρόγονε αγαπημένε!
Βυθίζομαι στο βόρβορο
Ό,τι δεν έζησες ζω.
Προχωρώ τις αναμνήσεις σου μαντεύοντας
Σε ταξιδεύω σε δρόμους ύποπτους
Σου γνωρίζω τους φόβους μου
Τρομάζεις μαζί μου και χαίρεσαι».
     Ο ποιητικός λόγος του Χριστόφορου Λιοντάκη κρατά στους ώμους του και τις δυό τεχνικές της ποίησης. Από την μια είναι μια ποίηση που βασίζεται πάνω σε παλαιά στοιχεία της παράδοσης, ξαναδιαβάζει και επανερμηνεύει σύμβολα και πρόσωπα της αρχαίας ιστορίας και του αρχαίου κόσμου, δανείζεται συμβολισμούς και τους μεταποιεί στο σήμερα, χρησιμοποιώντας έναν μοντέρνο λόγο, αψύ και ταυτόχρονα λυρικό, και από την άλλη, υιοθετώντας τις αρχές της μοντερνιστικής ποίησης, εικόνες σουρεαλιστικές, παρομοιώσεις απότομες, αυτόματους συνειρμούς, κλπ. μας τα προσφέρει όλα αυτά μέσα από μια ποιητική εμμετρότητα, από έναν λόγο συνεχούς ροής, χωρίς πολλά σημεία στίξης, στίχους μιας ανάσας, και μιας εσωτερικής του στίχου μουσικότητα. Οι εικόνες του δεν ξενίζουν παρά την αποκαρδιωτική πραγματικότητα που εικονίζουν και περιγράφουν γιατί, βασίζονται σε λέξεις, οικοδομούνται με λέξεις που φέρουν το βάρος μιας μεσογειακής ευαισθησίας, μιας λαμπρόλουστης συνήθως εννοιολογικής σημασίας. Συνβηματίζουν με τους οραματισμούς του ποιητή δεν προπορεύονται των οραμάτων του, των διαψεύσεών του ή των τελικών ελπίδων του. Βιογραφούν και βιογραφούνται παράλληλα.         
      Και τώρα που αποφάσισε να ξενιτευτεί, να ταξιδέψει σε τόπους που δεν δύει το Φάος του ανέσπερου κόσμου, τώρα που κρυφοκοιτάζει από ψηλά τους φρουτομανείς και τους χαιρετά με «αλλεργικό χαιρετισμό», εμάς τους απόγονους του Λάϊου, τους κακούς μιμητές του Αντίνοου, τους σύγχρονους έλληνες που στης ερωτικής «πυράς τα κράσπεδα» στεγνώνουμε χαμογελαστοί και αδιάφοροι λιαζόμαστε κοιτώντας το μέσα μας χάος, στων δύστοκων καιρών μας τον ήχο που απειλεί από παντού τον λόγο της σιωπής, τώρα ο ποιητής μειδιώντας μας ίσως σαρκαστικά, ίσως ικετευτικά, θα μας ψιθυρίζει από ψηλά:
«Ώρες μέσα στο ρημαγμένο πλήθος
Θησαύριζε μια φρίκη χωρίς όνομα
Ο θύτης όπλιζε τα θύματα και
Χανότανε σίγουρος για τα παραπέρα
Μην πάει ο νους σας σε αιματοχυσίες.
Υπάρχουν και χειρότερα.»
     Γράφοντας τις ελάχιστες αυτές σκέψεις για τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη, είχα υπόψιν μου και χρησιμοποίησα τις εξής συλλογές του.
Το τέλος του τοπίου, Αθήνα 1973, και εκδ. Εγνατία- Θεσσαλονίκη 1980
•Μετάθεση, Αθήνα 1976, και εκδ. Εγνατία- Θεσσαλονίκη 1980
•ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ- ΜΕΤΑΘΕΣΗ, β΄ έκδοση, εκδ. Εγνατία-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 90
Στον τόπο μας
Ο ήλιος ξεσκεπάζει τις ρυτίδες
Ξεθάβει τους σκελετούς
Διαλύει τα δάχτυλα
Μακραίνει τους ίσκιους
Πολλαπλασιάζει τον ήχο
Στον τόπο μας
Ο ήλιος σπέρνει πανικό!
•Υπόγειο γκαράζ, εκδ. Κέδρος 1978/1999, σ.48
Βρέθηκε στον Πειραία
χωρίς να το θέλει
Όχι όπως τις άλλες φορές
Έμοιαζε να βγαίνει για πρώτη φορά
Από σταθμό ξένης πρωτεύουσας
Έβρεχε
Μάλλον έριχνε γυαλιά
Βάδιζε και δεν βάδιζε
Μπήκε στο θέατρο
Παίζανε: «Χριστόφορο Κολόμβο»
Φεύγοντας θυμήθηκε
«Τι δυστυχία να μην μπορείς
να κλειστείς σ’ ένα δωμάτιο
για πάντα». 
•Ο Μινώταυρος μετακομίζει, εκδ. Γνώση 1982, σ. 48, και εκδ. Καστανιώτης 1996
6
Για πέντε χρόνια μισθοφόρος
συμφωνείς χωρίς να συμφωνείς
θα προτιμούσες να κυβερνάς πορνείο.
Στο μικρό σου δάχτυλο
λευκό μεγάλο νύχι
στάζει ξυλοδαρμούς
το γκρίζο σου με το πολύχρωμό τους
δε γίνεται να το ανταλλάξεις.
Κλέβοντας τον ίλιγγο
ξεπλένεις την συμμετοχή σου
και σπέρματα παλίμψηστα ξενοδοχείου.
--
4
Ξύπνησαν οι αρχαίες ποινές
τα πρόσωπα στην είσοδο αλλά
η παράκλησή τους κανέναν άγιο δεν αγγίζει.
--
7
Ευνοϊκά θα μαρτυρήσουν
όσοι σε συναντήσανε
στην έρημη εκκλησιά
κι εκείνοι που σε γνώρισαν
τις μικρές ώρες.
--
8
Ασπράδι αυγού το παρελθόν.     
•Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες, εκδ. Καστανιώτης 1988/ 1991, 64
11
Στο φως που συγκρατούσε το νερό
τα παιδικά μας χρόνια συναντιούνται.
Στο μετέωρο τα πρόσωπα όλα δεν χωρούσαν.
Στο μετέωρο που συχνά ο ίδιος αστοχούσε
και στου συνειδητού την ατραπό ύψωνε φράγμα
κι έκοβε του σηροτροφείου τον ψίθυρο.
Γραμμένο μες στα θάματα
η πρόθεση του ρεμβασμού τη φλέβα ν’ απολήγει
στην αγκαλιά του Ποσειδώνα να μας οδηγεί.

•Με το φως, εκδ. Καστανιώτης 1999, σ.48
-Ευλογημένο το φως του δειλινού
Ευλογημένο φως του δειλινού
πού τη στάχτη σβήνεις από τον Υμηττό
και ανάγλυφο το πράσινο ποιείς
που σε κρυμμένα πρόσωπα ξεναγείς
καταργώντας αλλότριες εικόνες
που αφαιρείς τη μάσκα των τυραννοκτόνων
απ’ τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο
και ανάλαφρους, χωρίς Ιππάρχους
Θετταλούς και Ιππίες, τους φωτίζεις καθώς
μελπόμενοι στις Αφίδνες πορεύονται
με τις μυρτιές και τα σακίδια.

•Νυχτερινό γυμναστήριο, εκδ. Καστανιώτης 1993, σ.224, ( δημοσιευμένα κείμενα και μελέτες σε περιοδικά και εφημερίδες).
Για την ποίηση του Μηνά Δημάκη
…..Η στροφή αυτή χαρακτηρίζεται από τη χρήση πεζολογικών στοιχείων, την καταφυγή σε αφηρημένα  ουσιαστικά, την πρόθεση αφηρημένων εννοιών με τελικό στόχο τη νοηματική έκφραση της αγωνίας που φτάνει ως την απόγνωση. Δεν λείπει βέβαια και το προσωπικό πάθος, πού πάντως βρίσκεται σε δεύτερο επίπεδο. Ενοχές που δεν δηλώνονται, αντίθετα θεωρητικοποιούνται. Το προσωπικό αδιέξοδο εμποδίζει ενίοτε τη μετουσίωση και οδηγείται σε ποιητικό, Η ποίηση της τελευταίας περιόδου του Δημάκη εντάσσεται στην λεγόμενη «υπαρξιακή» ή «ουσιαστική» ποίηση, κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας, σύμφωνα με τον Πέτρο Σπανδωνίδη, υπήρξαν οι Θέμελης, Βαφόπουλος, Καρέλλη, Δικταίος, εν μέρει ο Σινόπουλος, ο Κότσιρας κ. ά. Η απαισιοδοξία πάντως του Δημάκη δεν πηγάζει από μια θεωρητική θέση απέναντι στη ζωή, τροφοδοτείται από τις καθημερινές αντιξοότητες, από τη μεταβολή «εις τα ενάντια των πραττομένων».
--
Σημειώσεις:
Το μότο «Κι αν στα έγκατα της γης…» είναι από το ποίημά του Υπόγειο γκαράζ, που δανείζει και τον τίτλο στην ομώνυμη συλλογή του.
Το άτιτλο ποίημα «Βρέθηκα στον Πειραιά…» είναι από την ενότητα «ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΑ της συλλογής «Υπόγειο γκαράζ». Αν αληθεύει η αναφορά του Χριστόφορου Λιοντάκη στην θεατρική παράσταση «Χριστόφορος Κολόμβος», τότε αναφέρεται στο γνωστό ανέβασμα του θεατρικού έργου του Νίκου Καζαντζάκη, από τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μια παράσταση που όλοι οι θεατρόφιλοι πειραιώτες είχαμε παρακολουθήσει. Ο Πειραιάς αναφέρεται ακόμα σε ένα ποίημα του Λιοντάκη της ίδιας συλλογής με τίτλο «ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ».
Το απόσπασμα για τον ποιητή Μηνά Δημάκη δεν το μετέφερα τυχαία, θεωρώ ότι η ποίηση του Λιοντάκη έχει κοινά σημεία με εκείνη του Δημάκη. Βρίσκεται στο σπονδυλωτό βιβλίο του «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ» εκδόσεις Καστανιώτης 1993, της σειράς ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ, που επιμελούνταν ο ποιητής και εκδότης Θανάσης Θ. Νιάρχος. Βλέπε το κείμενο «Σημειώσεις στο περιθώριο» σ.72-73. Το κείμενο είχε πρωτοδημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η ΛΕΞΗ» τχ. 105/ 9,10,1991. Το βιβλίο αυτό με τα μελετήματα του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη, χωρίζεται στις εξής ενότητες: ΓΥΜΑΝΑΣΜΑΤΑ, ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ. Είναι δημοσιευμένα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Πχ. την εφημερίδα «Πρώτη», την εφημερίδα «Αναγνώστης», την «Καθημερινή», το περιοδικό «Διαβάζω», το πολιτικό περιοδικό «Αντί», «Ο Πολίτης», το λογοτεχνικό περιοδικό «Τραμ», την «Πολιορκία» τα «Τετράδια Ευθύνης» κλπ..
Εξαιρετικές είναι και οι μεταφράσεις από τα γαλλικά του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη. Όπως «Ο σκοινοβάτης» του Jean Genet, τα ποιήματα του Yves Bonnefoy, τα δοκίμια «Η Καθαρή Ποίηση» του Paul Valery, και η επιλογή των ποιημάτων από την συλλογή «Η φωνή των πραγμάτων» του  Francis Ponge και άλλα. Προσέχτηκε επίσης από το αναγνωστικό κοινό της Ποίησης  και η Ανθολογία της Γαλλικής Ποίησής του, από τον Μπωντλαίρ και εδώθε. Τα βιβλία του εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Εγνατία, τις εκδόσεις Πλέθρον, τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (μετάφραση του Αρθούρου Ρεμπώ), τις εκδόσεις Καστανιώτης, τις εκδόσεις Ηριδανός.
Πολλά του εξώφυλλα κοσμούνται από έργα γνωστών ελλήνων εικαστικών όπως του Αλέκου Φασιανού, του ποιητή και ζωγράφου Αλέξανδρου Ίσαρη. Ποιήματά του έχει μελοποιήσει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Η άνοιξη στο τέλος
Η επέμβαση ακόμα δεν τελείωσε
Μπαίνει καλοκαίρι
Τα φρούτα σαπίζουν στα δόντια σου
Ιδρώτας Αποσμητικό που τ’ απεχθάνεσαι
Κι οι ξαφνικές μπόρες
Μεθάς στην αρχή ύστερα κολλάνε τα ρούχα σου
Καλύτερα να μείνεις
Αλήθεια να τριγυρνάς πάλι στις ακρογιαλιές;
Ή τις νύχτες στο ρομαντικό σεληνόφως!
Να σε τρώει το αγιάζι στους πευκώνες
Περιμένοντας αισθήματα πού
Δεν αντέχουνε στο δως
Έπειτα σιγά σιγά θα συνηθίσεις
Καλύτερα να μείνεις
«Αλλά γάρ νόστου πρόφασις γλυκερού
κώλυεν μείναι…»
Η παλιά κατάρα των ποιητών!
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Σήμερα, 29 Ιουλίου 2019
ΥΓ.
Συνειδητά δεν αναφέρω την ημερομηνία γέννησής του και κοίμησής του.       

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Το πανηγύρι των θεών του Μπελίνι και ο Νέος που παίζει λαγούτο του Καραβάτζιο


Δύο μουσεία ανταγωνίζονται
«Το πανηγύρι των θεών» του Μπελίνι και ο «Νέος που παίζει λαγούτο» του Καραβάτζιο είναι ο πυρήνας δύο εκθέσεων σε Ουάσιγκτον- Νέα Υόρκη
του Μανόλη Βλάχου, δόκτορος της Ιστορίας της Τέχνης
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» Κυριακή 17 Ιουνίου 1997, σελ. 47

   Η διαπίστωση ότι μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων μουσείων της Αμερικής, του Μητροπολιτικού της Νέας Υόρκης, και της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσινγκτον, υφίσταται ένας ευδιάκριτος ανταγωνισμός δεν έχει τίποτε το παράδοξο. Επιθυμία άλλωστε των μουσείων είναι να αποκτήσουν τη δυνατότητα ανταγωνισμού. Εάν σημειώνεται εδώ, είναι για να τονισθεί ότι τα γεγονότα που τον στοιχειοθετούν (εκθέσεις, αποκαταστάσεις έργων τέχνης, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, κ.ά…) αποδεικνύουν ότι είναι σοφά οργανωμένος, ευρηματικός και γόνιμος. Οι εκθέσεις στις οποίες θα εντοπίσω τη σύγκριση είναι δύο από τις λεγόμενες θεαματικές των τελευταίων ημερών, είναι εντούτοις σπουδαιότατες για την προβληματική που ανεκίνησαν και την επιστημονική φροντίδα που επέσυραν. Και οι δύο έχουν ως αφετηρία ένα και μόνο έργο, το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα της συγκροτήσεώς του. Η πρώτη της Ε. Π. της Ουάσινγκτον, έχει ως θέμα τον πίνακα του Τζιοβάννι Μπελλίνι (1430/ 14 40-1516). «Το πανηγύρι των θεών» περίπου 1514, ιδιοκτησία της Ε.Π. η δεύτερη του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, τον πίνακα του Καραβάτζιο (1571-1610). «Νέος που παίζει λαγούτο» 1596- 1597, ιδιωτική συλλογή.
      Ο πίνακας του Μπελλίνι παρουσιάζει τη σύναξη των θεών που με ποικίλες στάσεις αναπτύσσονται σε όλο το πλάτος του πρώτου επιπέδου. Η αυλαία ενός τοπίου με βράχους και δέντρα κλείνει το δεύτερο επίπεδο. Είναι γνωστό ότι τα πρόσωπα έχουν ζωγραφιστεί από τον Μπελλίνι, ενώ το τοπίο από τον Τισιανό (περίπου 1487-1576), επειδή κατά την επικρατούσα έως τώρα γνώμη, το έργο είχε αφεθεί από τον δημιουργό του ατελείωτο. Φαίνεται όμως ότι οι δύο Βενετοί δεν ήταν οι μόνοι φιλοξενούμενοι του πίνακα. Το «Πανηγύρι των θεών», του οποίου αρχικός κάτοχος ήταν ο Δούκας της Φερράρας Αλφόνσος Ντ’ Εστε, παρέμεινε τελευταία επί μακρό διάστημα στα εργαστήρια της Εθνικής Πινακοθήκης προκειμένου να υποβληθεί σε καθαρισμό και ραδιογραφήσεις. Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων, όπως συμβαίνει συχνά, αποκάλυψαν κάτι το απροσδόκητο: μεταξύ της ζωγραφικής του Μπελλίνι και εκείνης του Τισιανού έχει παρεμβληθεί ένα άλλο χέρι, που εκάλυψε με μια τοπιογραφική σύνθεση το δεύτερο επίπεδο. Η ενδιάμεση αυτή συμβολή, άγνωστη έως τώρα, αποδίδεται στον Ντόσσο Ντόσσι (περίπου 1490- 1510) και του Τισιανού, ο οποίος το 1517 εγκαθίσταται με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μπαττίστα, επίσης ζωγράφο, στην Αυλή της Φεράρας και εργάζεται για τον Δούκα. Το τοπίο του Τισιανού, ζωγραφισμένο εκείνο του Ντόσσο Ντόσσι. Και στις δύο περιπτώσεις τα πρόσωπα του Μπελλίνι παρέμειναν άθικτα. Οι λόγοι που έκαναν τον υψηλό συλλέκτη να επιθυμεί την ολοκλήρωση του πίνακα, έστω από ένα άλλο χέρι, είναι κατανοητοί. Αυτό που δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς είναι η ανάθεση της επέμβασης σε έναν ζωγράφο του αναστήματος του Ντόσσο Ντόσσι. Διότι ο ατέλειωτος πίνακας του Μπελλίνι είναι μεν γεροντικό έργο, αλλά και τεκμήριο της ικανότητας για ανανέωση που διέθετε ο μεγάλος Βενετός και της συμπορεύσεως του με το ρεύμα της εποχής. Να σημειωθεί ακόμη ότι ο Δούκας της Φερράρας έτρεφε για τον διάσημο δάσκαλο απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό. Όταν ο Μπελλίνι πέθανε, ο Ντόσσο Ντόσσι ήταν ακόμη πολύ νέος και άσημος, ανέτοιμος για την εντολή που έλαβε. Η προσφυγή αργότερα στον Τισιανό δικαιολογείται ευκολότερα ο πίνακας, το τοπίο ιδίως του Ντόσσο Ντόσσι, είτε είχε μαυρίσει-ζημιά που υφίστανται συχνά οι πίνακες του ζωγράφου αυτού, λόγω των υλικών που χρησιμοποιούσε-είτε έδειχνε πεπαλαιωμένος, σε σύγκριση με τα νεώτερα έργα με τα οποία γειτόνευε στα διαμερίσματα του συλλέκτη. Ο Τισιανός, μαθητής του Μπελλίνι, κάλυψε το έργο του προκατόχου του, με ένα τοπίο ρομαντικού ύφους που αναδεικνύει τα πρόσωπα και την παλμικότητα της σύνθεσης.
     Η έκθεση θέλησε να εικονογραφήσει την βιογραφία του πίνακα. Περιέλαβε φωτογραφικά τεκμήρια από όλα τα στάδια της προόδου των εργασιών για τον καθορισμό και την αποκατάστασή του, φωτογραφίες των ραδιογραφιών και-το σπουδαιότερο-ζωγραφικούς πίνακες το αρχικό δηλαδή του Μπελλίνι, εκείνο με την προσθήκη της τοπιογραφίας του Ντόσσο Ντόσσι και τέλος, λαμπρά αποκατεστημένο, τον ίδιο τον πίνακα με το επίπεδο Μπελλίνι- Τισιανού.
     Η ανεύρεση και ταύτιση ενός πίνακα του Καραβάτζιο (1517-1610), καλλιτέχνη βραχύβιου και όχι ιδιαίτερα παραγωγικού, αλλά σπουδαιότατου για την επίδραση που άσκησε στη ζωγραφική του δέκατου έβδομου αιώνα, ήταν επόμενο να προκαλέσει την ευρύτερη προβολή του γεγονότος. Ο πίνακας «Νέος που παίζει λαγούτο» προσωρινό δάνειο του κατόχου στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αποτελεί τον πυρήνα της έκθεσης, η οποία όμως επεκτείνεται και σε άλλους πίνακες του ζωγράφου και σε έργα συγχρόνων ομοτέχνων του συγγενή κατά θέμα. Γνωστό από την εποχή της δημιουργίας του σχεδόν, το έργο δεν αξιώθηκε προσοχής από τους νεώτερους ερευνητές, διότι θεωρήθηκε αντίγραφο του διάσημου ομότιτλου πίνακα του Καραβάτζιο που βρίσκεται στο Μουσείο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ. Εν τούτοις, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα (συμβόλαια αγοράς), σε συνδυασμό με ειδήσεις που παρέχουν οι παλαιοί βιογράφοι BAGLIONE και BELLORI, αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία, την αυθεντικότητα και την προέλευσή του: είχε φιλοτεχνηθεί για τον καρδινάλιο Φραγκίσκο Μαρία Ντελ Μόντε (1549-1626), συλλέκτη και λάτρη της μουσικής, αυτόν που ανεκάλυψε τον Καραβάτζιο και έγινε κατόπιν ο σημαντικότερος προστάτης του. Ακόμη είναι η πρώτη φορά που εκτίθεται μετά την πώλησή του το 1948 στη Ρώμη από τη Συλλογή Ballerini στην οποία ανήκε. Το όνομα του σημερινού κατόχου δεν ανακοινώθηκε. Νεανικό έργο, ποιητικό, δημιουργία των αρχών της παραμονής του Καραβάτζιο στη Ρώμη, ο πίνακας φέρει τις ενδείξεις της λομβαρδικής και της βενετσιάνικης σχολής που διαμόρφωσαν τον ζωγράφο, την ισχυρή νατουραλιστική διάθεση και την έμφαση στο χρώμα. Ιδιαίτερα άλλα χαρακτηριστικά είναι ο αισθησιασμός και το δυσδιάκριτο φύλο του μοντέλου και η προβολή του ως αλληγορία της μουσικής.
     Τον «Νέο που παίζει λαγούτο» πλαισιώνουν τέσσερις πίνακες του Καραβάτζιο. Είναι: 1) «Η χειρομάντισσα» 1594-1595, Πινακοθήκη του Καπιτωλίου. Πρόκειται για μια θαυμάσια παραλλαγή του ομότιτλου πίνακα του Λούβρου, της οποίας η αυθεντικότητα εξακριβώθηκε μετά τον καθαρισμό του 1984. 2) «Οι χαρτοκλέφτες» 1595, Μουσείο Τέχνης KIM BELL, FORT WORTH Τέξας. Είναι το διασημότερο από τα έργα που παρουσιάζονται, γνωστό κυρίως από τα πάμπολλα αντίγραφά του. Το πρωτότυπο εκτέθηκε μόλις το 1987, όταν αγοράσθηκε από το Μουσείο KIM BELL. Τα δύο έργα έχουν διδακτικούς στόχους και εμπνέονται από το λαϊκό θέατρο και τη γερμανική χαρακτική. 3) «Οι μουσικοί» 1595, Μ.Μ.Τ. της Νέας Υόρκης. Εικονίζει τέσσερις νέους, μεταξύ των οποίων και τον Έρωτα, που ετοιμάζονταν να εκτελέσουν μια μουσική σύνθεση. Πρόκειται για αλληγορία της μουσικής. 4) «Νέος που παίζει λαγούτο»1595-1596, Μουσείο Ερμιτάζ, Λένινγκραντ. Το αριστούργημα ίσως είναι της νεανικής περιόδου του Καραβάτζιο. Είναι ο μόνος από τους τέσσερις πίνακες που δεν ανήκε αρχικά στην συλλογή Ντελ Μόντε, αλλά ήταν ιδιοκτησία του Μαρκησίου Vicenjo Giustiniani. (Αγοράσθηκε το 1808 στο Παρίσι για λογαριασμό του Τσάρου Αλέξανδρου Ι).
     Εκτός από την παρουσίαση «νέων» πινάκων του Καραβάτζιο), η έκθεση απέβλεπε να ανασυνθέσει το πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο έζησε και δημιούργησε ο καλλιτέχνης κατά την παραμονή του στη Ρώμη. Το δεύτερο μέρος διερευνά τη μουσική και τη μουσική εκτέλεση κατά το τέλος του δέκατου έκτου και τις αρχές του δέκατου εβδόμου αιώνα, με την παράθεση ζωγραφικών έργων και χαρακτικών συγχρόνων Ιταλών και ξένων ζωγράφων. Περιλαμβάνει ακόμη μουσικά όργανα της εποχής (βιολιά, λαγούτα, αυλούς, σπινεττίνες) επώνυμων κατασκευαστών που προέρχονται από τις συλλογές του Μ.Μ.Τ. της Νέας Υόρκης.
     Πιθανώς, η σύμπτωση των δύο εκθέσεων με το πλήθος των αναλογιών να είναι τυχαία, μολονότι δεν αποκλείεται και η αντίθετη περίπτωση. Πάντως, και οι δύο εκθέσεις είναι από τις επίζηλες δραστηριότητες που ενισχύουν το κύρος των μουσείων και επιβάλλουν ζωντανή την παρουσία τους στη ζωή της χώρας.
Μανόλης Βλάχος
Δρ. της Ιστορίας της Τέχνης
Κυριακή 17 Ιουνίου 1990 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ.47
--
Σημειώσεις:
     Ψάχνοντας παλαιά αποκόμματα εφημερίδων περασμένων δεκαετιών για να βρω πληροφορίες για τις εικαστικές συνθέσεις του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη,-όσα τέλος πάντων έχουν απομείνει στο αρχείο μου-συνάντησα ένα ακόμα κείμενο του πειραιώτη ομότιμου πλέον καθηγητή πανεπιστημίου, ιστορικού της τέχνης, τεχνοκριτικού και συγγραφέα σημαντικών μελετημάτων και μεταφραστή, Μανόλη Βλάχου. Οι γνωριμία μου με τον σημαντικό πειραιώτη, σοβαρό επιστήμονα και άνθρωπο, ανάγεται από την δεκαετία του 1980. Την δεκαετία εκείνη, διέμενε στην πόλη μας η οικογένεια του παλαιού πειραιώτη Φώτη Πετρόπουλου (το οικογενειακό τους μπακάλικο-ταβέρνα, την περίοδο του μεσοπολέμου στον Πειραιά, οδός Χαριλάου Τρικούπη, βρίσκονταν κοντά στην οικία του πειραιώτη λυρικού ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, που ο μποέμ ποιητής επισκέπτονταν το μαγαζί που διατηρούσε ο πατέρας του και έτρωγε, όπως θυμάται σαν μικρό παιδί ο Φώτης Πετρόπουλος) και της συζύγου του καθηγήτριας αγγλικών Ιωάννας Βλάχου. Εκτός από την κόρη τους Φωτεινή-καθηγήτρια της πληροφορικής-ζούσε μαζί τους και η μεγάλης ηλικίας μητέρας του Φώτη. Το διαμέρισμά τους στο κέντρο της πόλης, στην Τερψιθέα, ήταν πάντα ανοιχτό για τους αγαπημένους φίλους τους. Παλαιότερους και νεότερους. Φιλόξενη οικογένεια, πάντα σε υποδέχονταν με χαμόγελο και σε φίλευαν ότι είχαν. Είχαν σχηματίσει ένα ζεστό και χαρούμενο περιβάλλον, όπου συναντούσες κοινούς τους φίλους, αξιόλογα άτομα, καθηγητές, συγγραφείς, μεταφραστές, επιστήμονες, άτομα του πειραιά που ενδιαφέρονταν για τις τέχνες και τα γράμματα, φιλότεχνους. Σε αυτό το πειραιώτικο «πολιτιστικό» στέκι, συνάντησα και γνώρισα μεταξύ άλλων τον καθηγητή και μεταφραστή Ηλία Κυζηράκο, τον καθηγητή Μανόλη Βλάχο, και ορισμένα άλλα άτομα λάτρεις των γραμμάτων και των τεχνών. Ο Φώτης Πετρόπουλος, ένας καλοκάγαθος παλαιός πειραιώτης, πάντα φιλόξενος, ήταν φανατικός θεατράνθρωπος και φιλότεχνος, υπήρξε παιδικός φίλος με τα περισσότερα από τα άτομα που συγκεντρώνονταν στο οικογενειακό τους διαμέρισμα. Ήταν σχεδόν συνομήλικοι και παλαιοί αγαπητοί φίλοι πειραιώτες. Σε αυτό το σπίτι μεταξύ άλλων προσώπων, γνώρισα τον Μανόλη Βλάχο. Κατά πολύ νεότερός τους, ο γράφων, ένιωθε μεγάλη τιμή, ικανοποίηση και ίσως κολακεία που ήταν ομοτράπεζος, που συναναστρέφονταν με πειραιώτες που ασχολούνταν και ενδιαφέρονταν με τις τέχνες και τα γράμματα. Το ότι γνώριζα και είχα από τότε μια μικρή γραφομηχανή, μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Μανόλη Βλάχο. Δηλαδή, είχε την καλοσύνη να μου δίνει χειρόγραφες μελέτες και άρθρα του που δημοσίευε στον τύπο και να τα δακτυλογραφώ. Ακόμα θυμάμαι τι νέα πράγματα διδάχτηκα από αυτόν τον σοβαρό επιστήμονα και μετρημένο-κομμάτι ακριβοθώρητο πειραιώτη, πάνω στις πλαστικές τέχνες. Μου ανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες όχι μόνο διαβάζοντας τις μελέτες του, τα βιβλία του αλλά, και από τις συζητήσεις ή ορθότερα τις ερωτήσεις που του έκανα και τις απαντήσεις και επισημάνσεις που μου έκανε σαν εμπειρότερος και καταλληλότερος. Θα τολμούσα να έγραφα μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών, και την στενή σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ ενός δάσκαλου πειραιώτη και ενός νεαρού φιλότεχνου, ότι τα χρόνια αυτά, ήταν μια μαθητεία μέσα στον πειραϊκό άγνωστό μου περιβάλλον. Οι γνώσεις και η παιδεία αυτού του ανθρώπου ήταν ασύλληπτες. Τα δε κείμενά του, ήταν σχολείο ανάλυσης και σπουδής του θέματος και του ζητήματος που διαπραγματεύονταν και ερευνούσε με προσοχή και επιμέλεια. Και κάτι ας μου επιτραπεί προσωπικό, που ακόμα μένει ζωντανό στην μνήμη μου. Ο Μανόλης Βλάχος, διέθετε μια αρκετά μεγάλη βιβλιοθήκη όσον αφορά τις πλαστικές τέχνες και όχι μόνο, αλλά ο Βλάχος, σε αντίθεση από αυτό που κάνουμε όλοι οι υπόλοιποι αναγνώστες μάλλον, όταν αγοράζουμε βιβλία, δεν σημείωνε πάνω σε αυτά, τα βιβλία του, οι πολυτελείς εκδόσεις τέχνης που είχε αγοράσει, όχι μόνο ήσαν άθικτα, τα πρόσεχε, τα φρόντιζε, αλλά, διατηρούνταν ακόμα πιο άθικτα και μετά την παρέλευση χρόνων από την αγορά τους και την ανάγνωσή τους από εκείνον. Καινουργή. Πράγμα αδιανόητο για μένα που τυραννώ τα βιβλία, τα βασανίζω με σημειώσεις, παραπομπές, σχόλια, υπογραμμίσεις, σκέψεις, αναφορές άλλων στις σελίδες τους, τα περιθώριά τους, στα εσώφυλλά τους. Η Βιβλιοθήκη του Μανόλη Βλάχου όταν την έβλεπες ήταν σαν να έμπαινες στο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν στην Αθήνα, που πωλούσε βιβλία Τέχνης και Λευκώματα. Ασύλληπτο. Άλλες εποχές, άλλης φιλοσοφίας και οραματισμού έλληνες και πειραιώτες.
     Εξακολουθώ να διαβάζω τις επιστημονικές του μελέτες, τα άρθρα και τα δημοσιεύματά του, όπου και όποτε τα συναντώ. Δυστυχώς, αν δεν κάνω λάθος, τα διάφορα σκόρπια κείμενά του και άρθρα του, δεν έχουν συναχθεί, συγκεντρωθεί σε έναν ξεχωριστό τόμο, ώστε να μπορεί ο όποιος ενδιαφερόμενος να τα μελετήσει ή σχολιάσει, να ανατρέξει σε αυτά. Βρίσκονται διάσπαρτα σε εφημερίδες και ειδικά περιοδικά τέχνης του εσωτερικού και νομίζω, και του εξωτερικού. Γιαυτό όταν συναντώ άρθρα του, όπως και άλλων πειραιωτών, τα αντιγράφω στην ιστοσελίδα μου, με την ελπίδα ότι οι πολύ νεότεροι ηλικιακά πειραιώτες φιλότεχνοι και άνθρωποι των γραμμάτων θα γνωρίσουν το έργο των παλαιότερων γενεών αυτών πειραιωτών και ίσως, θα δείξουν τον απαραίτητο ζήλο στην σύνολη συγγραφική και πολιτιστική παρουσία τους. Γιατί ο Μανόλης ο Βλάχος, όπως και άλλοι εργάτες πειραιώτες των πλαστικών τεχνών, όπως ο συγγραφέας Κώστας Θεοφάνους, ο καθηγητής και τεχνοκριτικός Μάνος Στεφανίδης, ο παλαιός γκαλερίστας Παυλόπουλος, ο Αργύρης Κωστέας, ο Βελισσάριος Μουστάκας, και, άλλοι συντελεστές και ιθύνοντες υπεύθυνοι της Δημοτικής Πινακοθήκης του Πειραιά και των υπολοίπων αιθουσών, (Γαλλικό Ινστιτούτο, Νώε…) είναι εκείνοι που συνέβαλαν στην διοργάνωση δημόσιων εκθέσεων και ανάδειξη νέων ταλέντων ζωγραφικής μέσω των Εκθέσεων, σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Είναι η επίσημη εικόνα των πλαστικών τεχνών της πόλης μας. Είναι οι πρωτοπόροι πειραιώτες που έθεσαν τα θεμέλια της εικαστικής εικόνας, διαδρομής και ίσως εξέλιξης της πόλης του Πειραιά.
Οφείλουμε να μην λησμονούμε το έργο και την προσφορά τους, τον ατομικό τους μόχθο και να τους τιμούμε, είτε σαν Δήμος είτε σε ατομικό επίπεδο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Ιουνίου 2019
ΥΓ.
Εύστοχη η επισήμανση του κυρίου Βαρουφάκη να δημιουργηθούν περιφέρειες των ελλήνων του εξωτερικού, που θα εκλέγονται και θα μπορούν να ψηφίσουν και να εκπροσωπούνται στο ελληνικό κοινοβούλιο. Να δούμε αν το εδώ πελατειακό κοινοβουλευτικό σύστημα θα δεχθεί μια έξυπνη και λειτουργική πρόταση εκπροσώπησης των ελλήνων του εξωτερικού και θα τους επιτρέψει όχι μόνο να ψηφίζουν στις εδώ εκλογές. Δεν μπορείς μόνο να τους θυμάσαι μόνο για να συμπαρασταθούν στην μητέρα πατρίδα όταν έχεις ανάγκη και μετά, να τους ξεχνάς. Οι καιροί άλλαξαν, ας έρθει επιτέλους το τέλος της μεταπολίτευσης με έργα και πρακτικές πολιτικές ενέργειες και όχι μόνο με λόγια, μπλαμπλά και ανέξοδες υποσχέσεις. Αν πετύχει η παρούσα κυβέρνηση θα είναι για το καλό όλων των ελλήνων. Αν φερθεί πολιτικά ώριμα η αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι για το καλό όλων των ελλήνων. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κόμματα. Με γενικολογίες, ιδεολογικά φαντάσματα του παρελθόντος, ανέριστες και ανέξοδες υποσχέσεις, δεν οδηγείται η χώρα πουθενά. Μέτρο, λογική, πρακτική αποτελεσματικότητα. Και προπάντων, εντεύθεν κακείθεν της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, οι κατάλληλοι και αποτελεσματικοί βουλευτές στο κατάλληλο πόστο. Στο κάτω-κάτω, γιαυτό εκλεχτήκατε, γιαυτό πληρώνεστε, έτσι θα οικοδομήσετε την πολιτική σας νεότερη καριέρα. Όλοι Εσείς που θέλετε να μας σώσετε. Ή κάνω λάθος. Πάντως, ακούγοντας τον νέο πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις προγραμματικές, θέλω να πιστεύω ότι κάτι άλλαξε. Ο κύριος πρωθυπουργός ας διδαχτεί από την πολιτική πρακτικότητα του πατέρα του επίσης πρωθυπουργού και ο κύριος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ας διδαχθεί από τα λάθη που έκανε κατά την διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργός και ας μην κάνει τα ίδια. Μπουχτίσαμε στα πολιτικά ψέματα και υποσχέσεις. Νισάφι. Η έπαρση και η αλαζονεία, η πολιτική φιλαυτία και οι εγωπάθειες και μικροπολιτικοί συμφεροντολογισμοί, δεν αρμόζουν σε νέους πολιτικούς και σύγχρονες εποχές. Ας αφήσει άλλους και άλλες στις ιδεοληπτικές τους φωνές της προηγούμενης χιλιετίας. Ζούμε στο 2019. Το εθνικιστικό ακραίο κόμμα έμεινε εκτός κοινοβουλίου, ας μην υιοθετήσουν οι υπόλοιποι πολιτικοί φορείς τις απόψεις του. Αν θέλετε οι φορολογούμενοι εκλογείς να εμπιστεύονται την πολιτική και τους πολιτικούς. Και ας μην ανοίγουν τις πόρτες σε ένα νέο μεταλλαγμένο αυριανισμό για ίδιον πολιτικό και κομματικό όφελος. Ή κάνω λάθος;                            

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Κείμενα για το εικαστικό σύμπαν του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη


Άρθρα για το εικαστικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη

Ο Ελύτης και η ζωγραφική

Του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
Προδημοσίευση, εφημερίδα «Το Βήμα» 4/3/1990
       Γύρω στη δεκαετία του ’30, στην Ελλάδα, κάποιοι ζωγράφοι και κάποιοι γλύπτες ανακάλυψαν καινούργιες εκφραστικές μορφές και δημιούργησαν συν τω χρόνω εν μέρει σε ό,τι επιζούσε ακόμη από τη Βυζαντινή Τέχνη, εν μέρει σε στοιχεία της λαϊκής τέχνης, αλλά και σε μνήμες από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση-όλ’ αυτά συντεθειμένα σ’ ένα οργανικό σύνολο, κάτω απ’ τον ήλιο της ελευθερίας, του λυρισμού και της αφαίρεσης.
      Μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σ’ αυτόν τον χώρο, βρήκε-πιστεύω-ο νεαρός τότε Ελύτης την τροφή που αναζητούσε, την παιδεία και τα πρότυπα που συνέτειναν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η ποίησή του είναι γεμάτη εικόνες. Οι στίχοι του βρίθουν τόσο από εικόνες, ώστε κι εγώ ο ίδιος αναγκαζόμουνα συχνά να σταματάω, στην επιθυμία μου να εικονογραφήσω τα ποιήματά του και ιδιαίτερα το «Άξιον Εστί», για το οποίο είχα κάνει κάποια προσχέδια.
     Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τους δεσμούς του Ελύτη με το νησί των προγόνων του, τη Λέσβο. Σε εκείνην οφείλει τα πρώτα του καλλιτεχνικά ερεθίσματα: το έργο του Θεόφιλου, αυτού του απλού, αδόλου, γνήσιου και αυτοδίδακτου ανθρώπου, που ζωγράφιζε ακούραστα τα γνώριμα τοπία του νησιού του, γοητευτικές αγροτικές σκηνές, συγκινητικές ιστορίες αγάπης. Αργότερα ο Τεριάντ συνδέθηκε με τον Θεόφιλο και τον βοήθησε προσφέροντάς του χρήματα, χρώματα και τελάρα για να ζωγραφίζει. Ήταν η εποχή που ο Τεριάντ άρχιζε να οργανώνει το Μουσείο του στη Λέσβο-και ο Ελύτης, που θαύμαζε τις εκπληκτικές του εκδόσεις, γνωρίστηκε μαζί του στενά.
     Η αγάπη του για τη ζωγραφική έκανε τον Ελύτη να γίνει ζωγράφος κι ο ίδιος. Εξέθεσε, πριν αρκετό καιρό, μια σειρά από ενδιαφέροντα κολλάζ, που τα θέματά τους συγγενεύουνε πολύ με τα θέματα της ποίησής του. Φαίνεται να τον έχει συνεπάρει αυτός ο κόσμος της Μεσογείου, με τον γλαυκό ουρανό, τη γαλάζια θάλασσα, τα βράχια και τους κάκτους, όπου ο άνεμος σφυρίζει, ο πυρωμένος ήλιος σε διαπερνά και η σιωπή μεταμορφώνει και ξυπνά το δαίμονα του μεσημεριού.
     Ένα άλλο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια, αποκαλύπτει μια πλευρά του εντελώς διαφορετική. Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση των ποιημάτων της Σαπφώς, που τα έχει εικονογραφήσει ο ίδιος. Εδώ ο Ελύτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει κομμάτια από εικόνες περιοδικών με έντονα χρώματα, όπως έκανε παλιότερα, και μας έδωσε έργα εξαίρετα, γοητευτικά και αναπάντεχα.
(«Ο Ελύτης και η ζωγραφική» του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα περιλαμβάνεται στο τεύχος της «Λέξης» που κυκλοφορεί στο μέσον της ερχόμενης εβδομάδας. Δημοσιεύονται επίσης το χειρόγραφο ενός παλιού ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη καθώς και κείμενα των Γιάννη Τσαρούχη, Αλέξανδρου Αργυρίου, Κώστα Καζάκου, Αντώνη Δεκαβάλλε, Φαίδων Πατρικαλάκι, Θανάση Παπαγεωργίου, Θανάση Νιάρχου, Ευγενίου Ο’ Νηλ, Ελία Κανέττι, Τζων Απτντάικ κ. ά.)
--
Η εικαστική, εναλλακτική γλώσσα

Ο Οδυσσέας Ελύτης αθροίζει στα κολάζ του θραύσματα από το προσωπικό, φανταστικό του μουσείο.
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» 19/3/1996
     Τα εικαστικά έργα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα όχημα ξενάγησης στα ποιήματά του. Θραύσματα μνήμης, σπαράγματα ποιητικής, εναλλακτική γλώσσα, έμφαση στο σημαίνον, η μεγάλη παράδοση του κολάζ που ξεπήδησε από τα πρώτα καλλιτεχνικά ξεσπάσματα του αιώνα. Η σημασία της φαντασίας και η σαρωτική ορμή της αισιοδοξίας. Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε δει από νωρίς τον διάλογο οικειότητας ανάμεσα στην ποίηση και στη ζωγραφική. Γι αυτό τα δικά του ζωγραφικά έργα είναι περισσότερο «πλήρη» όταν συνδιαλέγονται με τα ποιήματά του στις σελίδες μιας συλλογής.
      Η εγκατάσταση του Ελύτη στο Παρίσι, το 1948, ήταν ένα γεγονός μεγάλης βαρύτητας για τη σχέση του με τη ζωγραφική. Εκεί, ως Έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής γνωρίζει τον Τεριάντ, με τον οποίο συνδέεται με στενή φιλία, και καλλιεργεί βαθύτερα την έλξη που ασκούσε πάνω του η ζωγραφική. Γνωρίζει τον Πικάσο (είχε γράψει ένα ποίημα για τον Πικάσο πριν τον γνωρίσει), τον Λεζέ, τον Σαγκάλ (ο πρώτος και μόνος ζωγράφος που του μίλησε αποκλειστικά για ποίηση), τον Ματίς, τον Τζακομέτι, τον Σαρ… Πλησιάζει την ουσία του έργου τους και αρχίζει να βλέπει πια χειροπιαστά τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής ως συγκοινωνούντα δοχεία.
     «Από παιδί έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική», είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Αντί», συνομιλώντας με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου τον Μάρτιο του 1992. «Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο. Ενώ στη Γαλλία οι ποιητές είχαν περίπου πάντοτε μια πολύ στενή σχέση με τους ζωγράφους, όχι απλώς ότι αγαπούσαν τη ζωγραφική, αλλά η λειτουργία τους αφορούσε την οπτική άποψη του κόσμου στην ποίηση και τη ζωγραφική, πράγμα που συνέβη με τον Baudelaire  Appolinaire  Reverdy».
     Ο Οδυσσέας Ελύτης αθροίζει στα κολάζ του θραύσματα από το προσωπικό,  φανταστικό του μουσείο, όπως και ο Μαξ Έρνστ συγκολλούσε με αφηγηματικό ειρμό οικεία-ανοίκεια στοιχεία της φαντασίας και της καθημερινότητας. Για τον Ελύτη, τα όρια ανάμεσα στα γεωγραφικά τοπία, τις χρονικές περιόδους, τα φυσικά και μεταφυσικά πρόσωπα καταλύονταν στα κολάζ του, όπου το λευκό του κύματος, το αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο, η βυζαντινή ώχρα, το πορφυρό οικοδομούν το αόρατο. Σιωπές, επεισόδια, σχήματα, εντάσεις, «μια ερωτική σύσπαση των αισθήσεων, μια αστείρευτη βουλιμία για το μεταφυσικό».
     Ο ίδιος ο ποιητής, που ενασχολήθηκε παράλληλα με τα κολάζ και με την υδατογραφία, αλλά και με gouaches και μονοκοντυλιές, πίστευε ότι οι αισθητικές της ζωγραφικής τον βοήθησαν στη σύνθεση των ποιημάτων «και στην ολοκλήρωση μορφών με εικόνες που η μία συναρμόζεται στην άλλη, ακριβώς όπως συνέβη στο φαινόμενο της μοντέρνας ζωγραφικής».
      Σαν «οπτική επαλήθευση» της ποίησής του, η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη μοιάζει να αναδύεται από τον βυθό των ίδιων των ποιημάτων του….
Πηγές:
1.Περιοδικό «Αντί» (τεύχος 492. 24.4.92). «Συνομιλία με τον Οδυσσέα Ελύτη» και Δημήτρη Γέρου «Ο εικαστικός Ελύτης».
2.Αφιέρωμα «Κ»-«Επτά Ημέρες» (25.9.94).  Ευγένιος Αρανίτσης «Ο καιρός» και Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα «Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη».
--
Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη

Της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης καθηγήτριας στην ΑΣΚΤ
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1994, σ.25-26
      Είναι γνωστό: το μυστικό κλειδί της ποίησης είναι η «αναπαρθένευση» του λόγου, που τον έχει φθείρει η καθημερινή συναλλαγή. Ο φθαρμένος λόγος θαμπώνει το κρύσταλλο που μας χωρίζει από τον κόσμο, τον κάνει αδιαφανή, αδιαπέραστο. Κυρίως όμως κρύβει το θαύμα, την ομορφιά, την αποκάλυψη. Και η ποίηση δεν έχει άλλο προορισμό από το να μας αποκαλύπτει το θαύμα. Που μπορεί να κρύβεται πίσω από το καθημερινό, το κοινότοπο ή το οικείο.
     Ο ποιητής, αν είναι άξιος ιεροφάντης, μεταχειρίζεται τις λέξεις σαν ξόρκια, που διαλύουν την αιθάλη και ξαστερώσουν την όραση, που μεταβάλλουν το γνώριμο και κοινό σε ανοίκειο και συναρπαστικό, το ασήμαντο σε σημαίνον ή πολυσήμαντο.
     Αυτή ήταν αείποτε η λειτουργία της ποίησης. Μια αδιάκοπη μαγική εξερεύνηση του κόσμου, του πάνω και του κάτω, του μέσα και του έξω, του εντεύθεν και του εκείθεν. Γιατί η ποίηση κινείται με όχημα όχι φυσικό αλλά υπερφυσικό. Δεν επινόησαν τυχαία τον Πήγασο οι Αρχαίοι. Η μοντέρνα ποίηση προχώρησε ακόμη πιο μακριά στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γκρέμισε τις παρενθέσεις που χώριζαν το υπαρκτό από το ανύπαρκτο, την πραγματικότητα από τη φαντασία, τη ζωή από το όνειρο, το συνειδητό από το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο. Ο ποιητής έγινε πολίτης των αισθήσεων και των παραισθήσεων, υπήκοος με ίσα δικαιώματα στο βασίλειο της ημέρας και της νύχτας, του φυσικού, του υπερφυσικού και του μεταφυσικού κόσμου.
Κατάργηση στεγανών
     Η τέχνη διαδραμάτισε ανάλογο ρόλο από τότε που δημιουργήθηκε. Όχι δεν ήταν ο σκοπός της η τυφλή μίμηση, η αναπαράσταση του κόσμου, και ας το διακήρυσσαν οι θεωρητικοί. Κάθε φορά, ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη, μας άνοιγε άλλες προοπτικές, άλλα παράθυρα στον κόσμο. Η μοντέρνα τέχνη-όπως η σύγχρονη ποίηση-κατεδάφισε τα στεγανά ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το ρητό και το άρρητο, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Αυτή είναι η προσφορά της, το δώρο της στον πολιτισμό.
     Το collage επινοήθηκε από τους κυβιστές, από τον Μπράκ και τον Πικάσο, το 1912. Η αναζήτηση τους ήταν κατά κύριο λόγο πλαστική ΄ το βάρος έπεφτε στη σημαίνον, όχι στο σημαινόμενο. Τις πολύπτυχες δυνατότητες του κολάζ τις ανακαλύπτουν και τις εκμεταλλεύονται οι ζωγράφοι του Ντανταϊσμού και αργότερα του σουρεαλισμού. Ο πολυμήχανος Μαξ Έρνστ (1891-1976) συναρθρώνει στα ντανταϊστικά κολάζ του μηχανικά και οργανικά μέλη μαζί με τα σπαράγματα της καθημερινότητας ΄ συνοικίζει στον ίδιο χώρο σχέδια και φωτογραφίες. Χρησιμοποιεί την προοπτική όχι σαν όργανο πειθαρχίας του ορατού, αλλά σαν μοχλό ανατροπής των μηρυκαστικών συνηθειών του βλέμματος. Συνοδεύει, τέλος, τις αναγεννημένες εικόνες του με ποιητικά σχόλια, που δεν παύουν να αιφνιδιάζουν με αλυσιδωτές εκπλήξεις.
Συνθετικά στοιχεία
      Τα «εικαστικά» του «μυθιστορήματα» συνεχίζουν μετά το 1929 να εξερευνούν τις απέραντες δυνατότητες του κολάζ («Η γυναίκα με τα 100 κεφάλια» ή η «Γυναίκα χωρίς κεφάλι» -“Femme 100 fetes- ανάλογα με το πώς ακούγονται, το «Όνειρο ενός κοριτσιού που ήθελε να γίνει καρμελίτισσα», «Τα εφτά θανάσιμα στοιχεία», «Μια βδομάδα καλοσύνης») «αφυπνίζοντας το βιβλίο από τον αιωνόβιο ύπνο του», όπως παρατήρησε ο Αντρέ Μπρετόν. Τα συνθετικά στοιχεία των συγκολλημένων αυτών αφηγήσεων ανθολογούνται από χαρακτικές εικονογραφήσεις ρομαντικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Η νέα σύνταξη προτείνει έναν αφηγηματικό ειρμό, που προβάλλει αδιάκοπα τις μακάριες συνήθειες του ματιού και της λογικής.
     Αν βραδυπόρησα σ’ αυτό το παράδειγμα, είναι γιατί πιστεύω ότι ο Μαξ Ερνστ (βλ. «Ανοιχτά χαρτιά», σ. 121 και 277) υπήρξε ένα ερεθιστικό, αλλά διόλου γι’ αυτό δεσμευτικό πρότυπο, όχι μόνο για τον Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και για τον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο. Διαβάζοντας την πρόζα του Εμπειρίκου, έχω συχνά την αίσθηση ότι ψηλαφώ τις εικόνες του Μαξ Ερνστ. Οι ήρωές του μοιάζουν αντλημένοι από εικόνες ρομαντικών εικονογραφήσεων με ρούχα εποχής και συχνά η καθαρεύουσα που χρησιμοποιούν μεταφέρει στο λόγο το ύφος της περιβολής τους.
     Ο Οδυσσέας Ελύτης αγαπάει επίσης τον Μαξ Ερνστ και, όπως ομολογεί, κοινώνησε με τα έργα του και αισθάνθηκε τη γοητεία του από νωρίς. Για τον Ελύτη, το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία.
Ξενάγηση στην ποίηση
     Ο υπερρεαλισμός προγύμνασε τον Ελύτη να υπερπηδά τα σύνορα, τα γεωγραφικά και τα χρονικά. Ορεινά και θαλασσινά τοπία συνεισχωρούν το ένα στο άλλο. Η Ελλάδα υγρή και στερεή, ναυτική και ορεσίβια συνυπάρχει σ’ έναν ειρηνικό συγκρητισμό, όπως συγκατοικούν φίλια τα τοπία της μνήμης. Το ίδιο και ιστορία καταλύει αλληλουχίες και πρωθύστερα στα κολάζ του Ελύτη. Κούροι και άγγελοι, κόρες και άγιοι αγναντεύονται και νεύουν μέσα σε μια συγχρονία, όπου οι διχασμοί τα διλήμματα, τα ιδεολογήματα, δεν έχουν καμιάν ισχύ.
     Τα κολάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του. Προτείνουν μια οπτική ανάγνωση των τρόπων της ποίησής του. Γι’ αυτό την καλύτερη φιλοξενία τους την βρίσκουν πλάι-πλάι στους στίχους του, μέσα στα βιβλία του.
      Γνωρίζοντας τη σχέση του Ελύτη με την ποιήτρια της πατρώας Λέσβου, την Σαπφώ, σκέφτομαι πως το κολάζ ο ποιητής του Αιγαίου το αγαπάει και για έναν ακόμη λόγο: η ποίηση της Σαπφώς έφτασε ως εμάς σε σπαράγματα. Σπαράγματα, όπου οι λογικοί αρμοί χάνονται και μένουν μόνες αστραφτερές λέξεις, έκπαγλες εικόνες, που γίνονται ακόμη πιο μαγικές στην απρόοπτη τώρα συμπαράθεσή τους, σαν ένα μωσαϊκό από τρελά νοήματα, αισθήματα, κραυγές, χρώματα, άνθη, αρώματα.
Γεωμετρία στίχου
      Διαβάζοντας τη σύνταξη της εικόνας, κατανοώ τη μέριμνα του ποιητή για την κρυφή γεωμετρία του στίχου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο: Όλα σταθμισμένα, όλα εναρμόνια. Και οι ζαβολιές φρόνιμες, οι ασυμμετρίες αντιζυγιασμένες.
     Έμμονες εικόνες, τα κορίτσια, γυμνά ή ημίγυμνα. Έμμονα χρώματα, το λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, η ώχρα. Ή μετωνυμικά: ο ασβέστης, η θάλασσα και το λουλάκι, η φωτιά, μια κόκκινη βάρκα, το χρυσό δέρας των κοριτσιών, το ξερό χόρτο, νεοκλασικές προσόψεις.
     Με θραύσματα του ορατού, ο Ελύτης συχνά οικοδομεί το αόρατο. Τα αφηρημένα κολάζ του αφήνουν να διαφανεί μια σπονδύλωση πιο ισχυρή. Μεγάλες σιωπές εναλλάσσονται με επεισόδια, σχήματα ήρεμα εμψυχώνονται από αιφνίδιες εντάσεις.
       Στην υδατογραφία, που ασκεί πιο συστηματικά στη δεκαετία του ’80 ο ποιητής, παράλληλα με τα πιο αφηρημένα κολάζ, αναδεικνύεται σε αυθεντικό ακόλουθο του Πάουλ Κλέε. Συνθέσεις με γεωμετρική αρμοδεσία, όπου εισχωρεί πάντα ένα ζωοφόρο στοιχείο ανησυχίας ΄ ένα ανεπαίσθητο αεράκι, φυλλώματα, ιστία, ιμάτια που ανεμίζουν. Η τεχνική πειθαρχεί στη ρευστότητα του υλικού, στην πύκνωση και αραίωση της χρωστικής ύλης, στις αλχημικές κράσεις των χρωμάτων, στις ενδιάμεσες σιωπές και στα αβρά περάσματα από τον έναν τόνο στον άλλον. Το χρώμα, κυματιστό και διάφανο και ιριδίζον, λάμπει, άλλοτε σαν βυθός ηλιοχαρής και άλλοτε σαν πολύτιμο πετράδι.
     Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων ΄ αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία.
--
«Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!

Σημειώσεις:
    Μεταφέρω τρία ενδεικτικά άρθρα, του κυρού ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης κυρίας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, και ένα ανώνυμο από την εφημερίδα «Η Καθημερινή», που μας δείχνουν με απλό και καθαρό τρόπο την άρρηκτη και στενή σχέση του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη με τον κόσμο των πλαστικών τεχνών. Τα συγκοινωνούντα δοχεία των δύο ισόμοιρων και ευανάγνωστων πλευρών του έργου του και των μεταφυσικών οραμάτων του. Το κοινό μεθυστικό μονοπάτι της καλλιτεχνικής έκφρασης του έλληνα ιεροφάντη ποιητή. «ο αυτούσιος πηγαιμός» προς το Φως. «Το ξάστερο συναίσθημα» που εκπορεύεται από το φως της ποίησης και της ζωγραφικής. Του Λόγου και της Όψης. Το φωταυγές και ελπιδοφόρο ελληνικό ερωτικό σύμπαν της ποίησής και της ζωγραφικής του. Τον οραματισμό των κοινών επίγειων αισθήσεών του, πριν «Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της». Ο διττός καημός της ουτοπίας του μέλλοντος που εικονοποιείται αντιστικτικά μέσα στην ποίηση και τις εικαστικές του συνθέσεις. Ο έλληνας κήρυκας των μυστικών πανάρχαιων αχών της ιστορίας του κόσμου, των ψιθύρων της φύσης. «Νυν Νύν το μηδέν και αιέν ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας». Ο πλώιμος πόρος των λέξεων και των χρωμάτων προς το ανέσπερο φως του έρωτα. Η τεκμαρτή ανατολή των αισθήσεων ενός ακριδοκτόνου. Οι κοινές των οραμάτων παρομοιώσεις από ένα ναυτάκι της ποίησης. Η φωσφορίζουσα αρετή του κόσμου μέσα στην ποίηση και η καταυγάζουσα ομορφιά του Λόγου που αποτυπώνεται πάνω στην εικόνα. Η κοινή καλλονή της μνήμης ενός έλληνα συντοπίτη του Θεόφιλου. Ο παράλληλος αίνος των ελληνικών διαδημάτων ενός τρόπου ζωής «ουκ έστιν ώδε». Το διιπετές απάγκιο των ευαισθησιών μας. Ο ποιητής και ζωγράφος ενός ελληνικού σύμπαντος που δεν παύει να μας μνημονεύει: «όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Το έργο του, είναι η μελαγχολική μας νοσταλγία. Το πάθος του χαμένου έρωτος των γήινων οραμάτων. Το κρυφοκαίων όνειρο της ελληνικής μετώπης του τρόπου βίου μας. Οι σωρείτες των λάμψεων του κήπου που μας βλέπει. Το αγγέλιασμα της πρωταρχικής λησμοσύνης. Το βλέμμα που υπερίπταται των πάντων. Ο Ευαγγελισμός των πληγών της ποίησης και της ζωγραφικής.
     Διαβάζουμε το μικρό κείμενο ενός καταξιωμένου και σημαντικού ζωγράφου, το εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο της διευθύντριας, τεχνοκριτικού και καθηγήτριας στην ΑΣΚΤ, και ενός ανωνύμου κριτικού βλέμματος, που μας μιλούν για την σχέση των δύο τεχνών, όπως τις συγκέρασε, επεξεργάστηκε, οργάνωσε, σπούδασε και απόδωσε διττά ο νομπελίστας ποιητής. Άρθρα συγκεφαλαιωτικά των προθέσεων του ποιητή και ζωγράφου, καίρια και ουσιαστικά, διαφωτιστικά των παράλληλων σχέσεων και αλληλεπιδράσεων των κοινών υπερρεαλιστικών οραμάτων ενός έλληνα δημιουργού, ο οποίος βάδισε τα ιερά και μυστικά χώματα της ποίησης και της ζωγραφικής ανέτως, χρησιμοποιώντας το κοινό τους λίπασμα σαν πρώτη ύλη στις πνευματικές του μοναχικές οδοιπορίες, στα μονοπάτια του υπερρεαλιστικού και ελληνικού μύθου της θέασης του κόσμου.
 Αυτοί που διαβάζουν το σύνολο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, γνωρίζουν την αδιάρρηκτη σχέση του ποιητικού με τον ζωγραφικό του λόγο, την αλληλεπίδραση και κοινή γλωσσική τους συνομιλία, το κοινό λεξιλόγιο της έκφρασής του, της εκδίπλωσης των οραμάτων του, των προφητικών και αισθητικών του εξερευνήσεων.
«Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημασία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Ιουλίου 2019
Οσίας Μαρίας της Μαγδαληνής
ΥΓ. 
Τα αποσπάσματα του εξόριστου Ποιητή είναι από τις συλλογές  Προσανατολισμοί και  Άξιον Εστί.