Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Γιάννης Ρίτσος Ο νοσταλγός ενός χαμένου κόσμου


            Ο νοσταλγός ενός χαμένου κόσμου

     Διαβάζω άρθρα και κείμενα που γράφτηκαν για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο ξανά και ξανά, μαζί με το ποιητικό του έργο, προσπαθώντας να ξεκλειδώσω το ποιητικό του σύμπαν, να κατανοήσω τις σταθερές του αναφορές που επανέρχονται με επιμονή, να ερμηνεύσω το ιδεολογικό κουκούλι που τυλίγει τον ποιητικό του λόγο, στέκομαι με προσοχή στα πάμπολλα υποστρώματα της ποίησής του, (το ποιητικό του έργο μοιάζει σαν τα γεωλογικά πέτρινα τοπία της φύσης που ο έμπειρος αρχαιολόγος με προσοχή και σχετική ακρίβεια προσπαθεί να ερμηνεύσει τις ιστορικές χρονολογικές του περιόδους), στέκομαι στον πολιτικό Ρίτσο και εκ των πολιτικών υστέρων προσπαθώ να κατανοήσω την αιτία που τον έκανε να γράψει τα προπαγανδιστικά του ποιήματα, (ίσως σε βάρος της μεγαλόπνοης ποιητικής του φωνής), συγκινούμε αφάνταστα από τον υπαρξιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσο, διακρίνω τον κομμουνιστή ανθρωπιστή από τον «νεοχριστιανό», τον αφάνταστα λυρικό από τον μοντέρνο, τον παραδοσιακό από τον υπερρεαλιστή (συναντάμε αρκετές διάσπαρτες εικόνες υπερρεαλιστικής υφής σε συνθέσεις του), θαυμάζω τον αρχαιόθεμο και θεατρικό Ρίτσο που είναι σημείο καμπής στην εξέλιξη της ποιητικής του πορείας, ενώ δεν με αφήνει καθόλου αδιάφορο ο ελληνοκεντρικός ποιητής. Αντίθετα αναζητώ σημεία υφολογικής συγγένειας με τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Προσπαθώ να διακρίνω τα ίχνη του παγκόσμιου έλληνα ποιητή από τον πατριωτικό, να αναγνωρίσω επιρροές από το έργο του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Μαγεύομαι από τις εκατοντάδες εικαστικές εικόνες και οικείες μας ανθρώπινες παραστάσεις που βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στις ποιητικές του συνθέσεις, αυτές τις ανάγλυφες οικογενειακές «μετώπες» των ερειπωμένων σπιτιών που κάποτε έσφυζαν από ζωή και κοινωνικές δραστηριότητες, που κατοικούσαν αρχοντικές μεγαλοαστικές οικογένειες με οραματικά μεγαλεία και φιλοδοξίες. Σπίτια με την δική τους παράδοση και πολιτιστική ταυτότητα. Διαβάζω τις ποιητικές του συνθέσεις ποταμός που σε παρασέρνουν στα δικά τους ρεύματα ευφροσύνης. Χαίρομαι την ερωτική φλέβα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, όπου με μαεστρία κρατά την σμίλη και σμιλεύει αρμονικά τα αντρικά γυμνά ή ημίγυμνα κορμιά σιμά με τα γυναικεία. Το βλέμμα του καθαρό και τίμιο, θωπεύει τα μέλη τα ερωτικά των ανθρώπων που ποθούν και ποθούνται, που ζητούν την προσοχή μας και έλκουν τις αισθήσεις μας καθώς τα ζωγραφίζει μέσα στις λευκές σελίδες του, πάνω σε πέτρες και ρίζες ξύλων. Ποιητής ή ζωγράφος ο Γιάννης Ρίτσος μας μαγεύει με τις παραστάσεις του, ξυπνά ναρκωμένα αισθήματα, συναισθήματα ερωτικής αγαλλίασης και πόθου. Στεκόμαστε στα υπόγεια ρεύματα απαισιοδοξίας ζωής που προέρχονται από τα βάθη του χρόνου της ποιητικής φωνής του Κώστα Καρυωτάκη, και ταυτόχρονα παρατηρούμε την φανερή ή αδιόρατη μνημονική ιστορική ματιά πλησιάσματος της ζωής του Αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Την απελευθερωτική του επίδραση πάνω στην ποιητική του συνείδηση και στις ποιητικές συνειδήσεις των μεταγενέστερων δημιουργών. Υπάρχουν αρκετά Καβαφικά υποστρώματα μέσα στο έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Συγγενικές ατμόσφαιρες και ενδοκειμενικές συνομιλίες. Ο ποιητικός του όγκος δημιουργίας, ίσως να είναι ο μοναδικός μέσα στην διαδρομή της ελληνικής ποιητικής γραμματείας, συνήθως μας αποτρέπει στο να πλησιάσουμε το έργο του, μας κάνει διστακτικούς στην δεξίωση της ποίησής του. Μας είναι ξένος ο χρόνος της δημιουργικής του «σπατάλης», ξενίζει η άλλη του επαγγελματική αφοσίωση, δηλαδή η καθημερινή συγγραφή ποιητικών μονάδων. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάγκη του αυτή, να νιώσουμε τον χρόνο που ξόδεψε για την τέχνη της ποιήσεως. Αναρωτιόμαστε πότε προλάβαινε και διάβαζε και αφομοίωνε τις γνώσεις και τις πληροφορίες που αντλούσε από τις προσωπικές του αναγνώσεις παράλληλα με τις σημαντικές του ποιητικές καταθέσεις. Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας εργάτης ποιητής θα σημειώναμε, που ποτέ δεν θέλησε ο ίδιος να συνταξιοδοτηθεί. Δούλευε ακατάπαυστα και ταυτόχρονα συμμετείχε με την ατομική του παρουσία στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της εποχής του. Τέχνη και Επανάσταση ήσαν οι φάροι που φώτιζαν την ζωή και το έργο του.
Υπάρχουν ποιητικές του συνθέσεις που άμα τις διαβάσεις δεν τις ξεχνάς ποτέ, παραδείγματος χάρη αυτές της Τέταρτης Διάστασης, επανέρχεσαι σε αυτές χωρίς να μπορείς να τις εξαντλήσεις, χωρίς να αισθανθείς κορεσμό από την επαναλαμβανόμενη ανάγνωσή τους, δες πχ. Την Σονάτα του Σεληνόφωτος, δες ποιήματα από την συλλογή του τα Χάρτινα, την μεταθανάτια Αργά πολύ Αργά μέσα στην νύχτα κλπ. Αυτό το λεπτό πλέξιμο της καθημερινότητας με το όνειρο είναι που σε αφήνει ενεό, αυτό το καθημερινό κέντημα της μνήμης του παρελθόντος και των γεγονότων του με το παρόν που βιώνει είτε σαν ελπιδοφορία είτε σε απαισιόδοξη διάθεση και νοσταλγία. Κάτι που θαυμάζουμε ακόμα σε αυτόν τον αγωνιστή και βασανισμένο ποιητή είναι η καταπληκτική αίσθηση του γλωσσικού του κριτηρίου, οι λέξεις που χρησιμοποιεί από όλο το φάσμα της ελληνικής παράδοσης, ο τονισμός τους, η ρυθμολογία τους, ο ιδιαίτερος χρωματισμός τους, η βαρύτητα που κουβαλούν μέσα τους. Αν δεν κάνω λάθος, το ποιητικό λεξιλόγιο του Γιάννη Ρίτσου δεν έχει συγγενικές του έντεχνες καταβολές. Δεν συναντάμε στο έργο του λέξεις πολυσύνθετες πολυπλούμιστες σαν τα φλουριά που βλέπουμε σε παραδοσιακές ενδυμασίες, λέξεις φωτεινά πετράδια πάνω στα δαχτυλίδια που κοσμούν δάχτυλα καλλιτεχνών. Το τεράστιο υφαντό της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου διακρίνεται για την μεγαλειώδη απλότητά του και σαφήνεια. Είναι κατανοητό στους περισσότερους κόμβους του τόσο από έναν εργάτη εργοστασίου όσο και από έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Η ίδια συγκίνηση τους διαπερνά καθώς διαβάζουν τα έργα του. Το ίδιο ρίγος ευαισθησίας νιώθουν τραγουδώντας τις ποιητικές του συνθέσεις. Στέκονται με προσοχή σε μια φωνή και έναν δημιουργό που δεν έπαψε μέχρι το τέλος της ζωής του να μελωδεί αδιάκοπα, φλύαρα, χαροποιά, επαναλαμβανόμενα, πεισματικά, χωρίς να φοβάται το ξόδεμα και της τελευταίας του ζωτικής ικμάδας.
Δημιουργός και τεχνίτης μιας άλλης εποχής, που δεν τον έκαμψαν οι προσωπικές του βίου του δυσκολίες, οι αρρώστιες, τα προβλήματα που έζησε από την παιδική του σχεδόν ηλικία. Μια ζωή στάθηκε εξόριστος. Μοναδική του πατρίδα-παρηγοριά η Τέχνη της Ποιήσεως. Η δική του Ατλαντίδα. Όπως στάθηκε στρατευμένος στην ατομική του ζωή το ίδιο ήταν και για την τέχνη του. Η παρουσία του επισκίασε πολλούς άλλους νεότερούς του ή συνομήλικους του δημιουργούς, άλλους δίκαια άλλους άδικα, άλλοι τον αγνόησαν άλλοι το εξύμνησαν. Όμως ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, μια ιδιαίτερη περίπτωση που κυοφόρησε ο προηγούμενος αιώνας των σκοτεινών πολεμικών αναταραχών, των μεγάλων επαναστάσεων και φωνακλάδικων ιδεολογιών μέσα στην ιστορία την ελληνική και την ευρωπαϊκή, την παγκόσμια. Μπορεί να μην πήρε το Νόμπελ όπως ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούντα αλλά, στάθηκε συνεπής με τις αξίες και τις αρχές του. Στάθηκε άοκνος παραστάτης στους κοινωνικούς αγώνες του λαού του, αψήφησε το κόστος και τις ταλαιπωρίες. Μόνος αυτός, υπερήφανος και ταπεινός ταυτόχρονα, οδηγητής και οδηγούμενος, υμνητής και εξομολόγος ατομικών και συλλογικών ανθρωπίνων βιωμάτων. Ένα αηδόνι-κόκκινο-σαν αυτό που ακούμε μέσα στο έργο του αρχαίου τραγικού ποιητή Σοφοκλή, και που ο ήχος του, συνεχίζεται μέσα στο έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
     Μεταφέρω εδώ, ένα κείμενο του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση που δημοσιεύτηκε στην παλαιά εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Κείμενα (όπως και αυτό της 13/10/1992 με τίτλο «Οι ποιητικές τάξεις» και της 18/11/1990 «ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι» κείμενο που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή μαζί με αυτό του Δημήτρη Γκιώνη για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, τραγωδό Αλέξη Μινωτή, που έφυγαν με διαφορά μιάς ημέρας) που συνομιλούν δίκαια με το έργο του ποιητή και μας φανερώνουν έναν αναγνώστη του που σέβεται τόσο τον ποιητή όσο και το έργο του. Κείμενα δημιουργικής έρευνας της ποίησης του Ρίτσου και που ίσως, στις μέρες μας, εποχές ποιητικής αναγνωστικής αδιαφορίας εγείρουν νεότερες αναγνωστικές συνειδήσεις επαναπροσέγγισης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, ταυτόχρονα μαζί με άλλους έλληνες ποιητές της γενιάς του. Καιρός να ξεσκεπάσουμε τους ποιητικούς καθρέφτες της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου και να δούμε και το δικό μας είδωλο.               

          Μικρές αλήθειες για ένα μεγάλο όνομα

του Ευγένιου Αρανίτση
Ελευθεροτυπία 14 Νοεμβρίου 1990

      Η θλίψη για το θάνατο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου αντισταθμίστηκε επίμονα από σχόλια σχετικά με την πολιτική του ένταξη-γεγονός που θα μπορούσε, και δικαίως, ν’ αναζωπυρώσει μια γενικότερη συζήτηση γύρω απ’ τις πνευματικές ανησυχίες και προτιμήσεις της Αριστεράς. Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήταν πολύ πιο έντιμο να κοιτάξουμε τον άνθρωπο που έφυγε απ’ τη σκοπιά της προσωπικής λύτρωσης , δηλαδή της ίδιας του της ποίησης.
     Κατά τα άλλα, το ερώτημα που αφορά τη σχέση της ποίησης με την πολιτική ιδεολογία και δραστηριότητα είναι τουλάχιστον ανορθόδοξο, μια και κάθε ποίηση είναι πολιτική, με την ευρύτερη έννοια. Η ορθότητα αυτής της τελευταίας διαπίστωσης αποδεικνύεται αρκετά εύκολα. Η ποίηση είναι μια εσωτερική σύλληψη του κόσμου, επομένως βοηθάει (ή προτρέπει) στην κατανόησή του: αυτό σημαίνει ότι ο ποιητής ενσαρκώνει τη σχέση της κοινωνίας με τον βαθύτερο εαυτό της, εκείνον που δανείζει τη μορφή του στα όνειρα. Όλοι βλέπουμε όνειρα, όμως το όνειρο του ποιητή πηγάζει απ’ το μυστήριο του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει τα αντικείμενα και τα όντα. Δοθέντος του ότι η ανάγκη μιας κοινωνίας να γνωρίσει (και να δοκιμάσει) τη βαθύτερη φύση της είναι τόσο απόλυτη και επιτακτική όσο και η δημοκρατία των ανθρώπινων υποθέσεων ή το ψωμί, έπεται ότι κάθε σημαντικός ποιητής είναι πολιτικό ον, περισσότερο ίσως απ’ οποιονδήποτε άλλο.
     Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο (εκτός αν πρόκειται για ένα συγκινητικό επικήδειο!) να ταυτίσουμε πάση θυσία τις αισθητικές αντιλήψεις του Ρίτσου με τους αγώνες του για την κοινωνική δικαιοσύνη. Όχι μόνον δεν είναι απαραίτητο, αλλά μπορεί να μας οδηγήσει σε παράδοξα συμπεράσματα, γιατί αληθεύει ότι ο Ρίτσος, στα ωραιότερα έργα του, έπλεξε το εγκώμιο ενός κόσμου ολότελα αντίθετου από κείνον που υποσχέθηκαν οι κοινωνικές επαναστάσεις. Ήταν ο κόσμος ενός μεγαλοαστικού παρελθόντος που βυθιζόταν αργά μέσα σ’ ένα ουράνιο τόξο από αναμνήσεις. Ο απόηχος της γοητείας αυτού του κόσμου (όπως ακούγεται στη Σονάτα του Σεληνόφωτος και στην Ισμήνη και στην Ελένη) έδωσε στον Ρίτσο τη δυνατότητα να φτιάξει ένα πολύ μελωδικό κύκνειο άσμα, που ο ρυθμός του είναι ένα λίκνισμα της διάθεσης μέσα σε μια ομίχλη από συγκινήσεις. Κανένα συναίσθημα δεν εξέφρασε ο Ρίτσος τόσο επίμονα όσο τη νοσταλγία.
     Θέλω να πώ ότι ο Ρίτσος ήταν ένας υπαρξιστής ποιητής, κι αυτό είναι το τμήμα του έργου του που θα μείνει αλώβητο. Τώρα που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δούμε την αληθινή σημασία της ποίησής του.
     Ήταν ένας ιδιότυπος ποιητής, από μια άποψη. Έφερε το ταλέντο του αντιμέτωπο με την έμμονη ιδέα κάποιας λογοτεχνικής απεραντοσύνης, που δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έγραψε άπειρα ποιήματα (κυριολεκτικά χιλιάδες σελίδες) σε βάρος της πυκνότητας του έργου και με κίνδυνο να μην επιζήσει τελικά τίποτα κάτω απ’ τον όγκο της επανάληψης και της κοινοτοπίας. Αλλά διέθετε μια εξαιρετική αγάπη για τις λεπτομέρειες,  τα αντικείμενα, τις χειρονομίες και το κάθε τι που θα μπορούσε να συλλάβει το μάτι με αδιόρατες μόνο συσπάσεις. Όσο μεγαλύτερο γινόταν το έργο, τόσο μικρότερο, κατά κάποιο τρόπο, γινόταν το αντικείμενό του. Ο Ρίτσος έψαχνε για πτυχές απειροελάχιστες, έψαχνε δηλαδή για σημάδια κρυμμένα στο ημίφως, και πραγματικά ανακάλυπτε εκείνα που αποτελούσαν τον προάγγελο των ονείρων για τα οποία μίλησα πιο πάνω. Γιατί είν’ αλήθεια ότι από ένα τίποτα μετατρέπεται ο κόσμος σε ποίημα.
      Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πιο ενδιαφέρον τμήμα του έργου του είναι τα σκηνικά ποιήματα που απαρτίζουν την Τέταρτη Διάσταση. Σ’ αυτό το μακρύ κείμενο οι μύθοι των Ατρειδών, οι μύθοι των βασιλιάδων του τρωικού πολέμου μετατρέπονται σε ρομαντικές και υπαρξιακές αλληγορίες της παιδικής ηλικίας του ίδιου του Ρίτσου, η οποία κυλάει από σελίδα σε σελίδα με τη μορφή της συρραφής από αναμνήσεις που συγχέονται όπως τα χρώματα στις παλιές φωτογραφίες. Μίλησα για την ιδιοτυπία του Ρίτσου, που είναι και το πρόβλημα της κριτικής στη στάση της απέναντί του: σ’ αυτά εδώ τα ποιήματα (που πολλοί διστάζουν να τ’ αποκαλέσουν ποιήματα) δεν βρίσκει κανείς την ποίηση στην καθαρή της μορφή παρά μόνο σαν μια διάθεση-είναι όμως μια διάθεση πολύ ισχυρή. Αυτή είναι η αξία του Ρίτσου και η αντίφασή του: το ποίημα ρέει με την ευκολία της προφορικής ομιλίας, αλλά πρόκειται εδώ για ομιλία που φέρνει μαζί της ένα απόηχο χαμένου παραδείσου. Μπροστά στην αίγλη αυτού του παρελθόντος, η μόνη στάση που αρμόζει είναι η αναπόληση. Παλιά αρχοντικά και ομιχλώδη δάση βυθίζονται αργά σ’ ένα ηλιοβασίλεμα που, αν και φτιαγμένο από λέξεις, έχει το χρώμα της πορφύρας.
      Σ’ αυτά τα έργα, που η ροή τους είναι συνεχής και σχεδόν αθόρυβη παρ’ ότι την υποκινεί μια πολύ λεπτή αισθητική συγκίνηση, ο Ρίτσος τελειοποίησε μια ποίηση πιο ανάλαφρη κι από πρόζα, όμως μια ποίηση που άγγιζε με το βλέμμα της το κάθε τι σαν να ήταν μαγεμένο. Το βασικό εδώ είναι η τεχνική του ποιήματος (αυτή είναι μάλλον υποτυπώδης), το βασικό είναι η ατμόσφαιρα, η σκηνογραφία. Οι λέξεις χρησιμεύουν μάλλον στην εξασφάλιση της διάρκειας κάποιας ονειρικής αποτύπωσης του τοπίου. Ο κόσμος του Ρίτσου (του ώριμου Ρίτσου, όχι βέβαια της εποχής του «Επιταφίου») αιωρείται σ’ ένα χώρο κατοικημένο από σκιές, είναι ένας κόσμος που κρατάει την αναπνοή του μπροστά σε κάποια απειλή, η οποία όμως δεν διατυπώνεται ποτέ.
     Γύρω απ’ αυτό το απειλητικό αίνιγμα, τα σκηνικά (που είναι μεγαλοπρεπή και ταυτόχρονα ετοιμόρροπα) πυκνώνουν σε έναν καταρράκτη από εικόνες. Έρημα σπίτια, διάδρομοι, σκάλες, καταπακτές, κήποι και σοφίτες, τριξίματα και ψίθυροι, χτύποι ρολογιών, βήματα που διασχίζουν άδεια δωμάτια, χειρονομίες που δεν ολοκληρώνονται, ακρωτηριασμένα αγάλματα, ρούχα που δεν θα τα φορέσει κανείς, οπτασίες που αφήνουν τα ίχνη τους πάω στην σκόνη, έπιπλα που η χρήση τους έχει ξεχαστεί, μάσκες, μεταμφιέσεις, σκεπασμένοι καθρέπτες, πρόσωπα που σβήνουν-ο κατάλογος δεν έχει τέλος, όμως όλα όσα απαριθμούνται είναι στοιχεία υποβολής και σ’ όλα υπάρχει διάχυτη υποψία ότι η ζωή όλων μας, διαδραματίζεται σ’ ένα κενό ή, καλύτερα, σ’ ένα βυθό. Τα πράγματα και τα πρόσωπα αφήνουν ένα ουρλιαχτό απελπισίας που δεν ακούγεται γιατί το απορροφά το σκοτάδι.
      Μια και μιλάμε για τη σημασία της ατμόσφαιρας, αξίζει επίσης τον κόπο να προσέξει κανείς ιδιαίτερα τις συλλογές που περιλαμβάνονται στον 10ο τόμο των «Ποιημάτων» (Επαναλήψεις, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, κ.τ. λ.) Στην πραγματικότητα ο Ρίτσος έγραψε ένα και μοναδικό έργο: το τεράστιο έπος της ζωής κάποιου που πρώτα φαντάστηκε ένα κόσμο εκπληκτικής ομορφιάς κι ύστερα ηττήθηκε απ’ το ίδιο του το κατασκεύασμα. Αν διαβάσετε τον Ρίτσο με προσοχή δεν πρέπει να εκπλαγείτε απ’ τη διαπίστωση ότι επρόκειτο για καλλιτέχνη μελαγχολικό και απαισιόδοξο, όμως αυτό ήταν ακριβώς το είδος της πείρας που η τέχνη του χρειαζόταν.
     Μοιάζει με ειρωνεία της τύχης: ο ποιητής που κατηγορήθηκε για αμετροέπεια και αφέλεια, αποδείχτηκε κάτοχος μιας ματιάς που τη χαρακτηρίζουν η οξυδέρκεια και η λεπτότητα, η φινέτσα και προσήλωση σ’ εκείνα τα ελάχιστα στοιχεία ζωής που συλλαμβάνουμε την ύπαρξή τους με τη διαίσθηση. Βέβαια ο Ρίτσος ξεκίνησε αλλιώς. Όσοι θυμούνται τον Επιτάφιο φέρνου στον νού τους έναν απλό μελωδικό ποιητή, και είναι αλήθεια ότι στη  μία απ’ τις δύο πλευρές του Ρίτσου υπήρχε η ποιότητα εκείνης της συγκίνησης που κάνει την ποίηση εξωστρεφή και εφήμερη, αλλά και αγαπητή. Παρ’ όλα αυτά ο Ρίτσος κατέληξε σε μια αναζήτηση που η φύση της ήταν σκοτεινή και ερμητική. Αυτή η αλλαγή άρχισε να συμβαίνει γύρω στο 1956.
     Καλύτερο μνημόσυνο απ’ την αποκατάσταση της αλήθειας δεν νομίζω να υπάρχει. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ρίτσος θα είναι πάντα ο ποιητής που εξέφρασε τη συλλογική απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, ο ποιητής που υπηρέτησε έννοιες πέρα απ το προσωπικό του συμφέρον. Η γνώμη μου είναι(και δεν απαιτώ φυσικά να εκληφθεί σαν τίποτα περισσότερο από μια γνώμη) ότι ο χρόνος θα του πλέξει άλλου είδους εγκώμια. Ξέρω ότι υπήρξε αφοσιωμένος σε μια υπόθεση κι ότι αυτό τον τιμά. Αλλά στην Ιστορία της λογοτεχνίας μπορεί κάποτε να αναφέρεται σαν ο άνθρωπος που περιέγραψε πιο εύστοχα απ’ οποιονδήποτε άλλο την ομορφιά και το μυστήριο της παιδικής ηλικίας που οι νύχτες της ήταν σπαρμένες με μάγια.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 29 Απριλίου 2018
   

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Μαγιάτικη σπονδή στην ποίηση και τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο


Μαγιάτικη Σπονδή στην ποίηση και τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο

      Πλησιάζει η εορτή της Πρωτομαγιάς, και από παράδοση η δημόσια τηλεόραση και τα ραδιόφωνα, μετέδιδαν ή ελάχιστοι σταθμοί εξακολουθούν να μεταδίδουν επαναστατικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Παλαιότερα οι πολυσέλιδες εφημερίδες την ημέρα αυτή, είχαν αφιερώματα στους εργατικούς αγώνες, στον αγωνιστή-κομμουνιστή ποιητή, και δημοσίευαν αποσπάσματα από το γνωστό και χιλιοτραγουδισμένο έργο του «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ». Δημοσίευαν άρθρα για την ιστορία της συγγραφής του, την συμβολή του έργου μέσα στο σύνολο ποιητικό ωκεάνιο σώμα του ποιητή, την μελοποίησή του ( δες, Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης κ. ά.), αναφέρονταν στις εργασίες που γράφτηκαν για το έργο αυτό του Ρίτσου μετά την έκδοσή του σε αυτοτελή τόμο (1936), την κυκλοφορία του στο εμπόριο και τις πολλαπλές επανεκδόσεις του. Ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ» είναι μία από τις ποιητικές συλλογές του ποιητή Γιάννη Ρίτσου που αγαπήθηκε από τους έλληνες και τις ελληνίδες, διαβάστηκε με αγωνιστικό ζήλο και πάθος, τραγουδήθηκε ακόμα και από τους πολιτικούς και κομματικούς αντιπάλους της πολιτικής ιδεολογίας του ποιητή. Η μεγαλόπνοη, γεμάτη φουρτουνιασμένο αγωνιστικό και επαναστατικό ήθος ποίηση του εθνικού μας βάρδου, ενέπνευσε και αγαπήθηκε πανελλαδικά και διαχρονικά από έλληνες και ελληνίδες που μπορεί να πολέμησαν τον ίδιο και το έργο του, να τον φυλάκισαν και να τον εξόρισαν-μέσα στο διχαστικό και ακραία πολιτικό κλίμα της εποχής που έζησε και έγραψε, εξαιτίας της στράτευσής του και της κομμουνιστικής του ιδεολογίας, το ποιητικό του όμως έργο, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτό, τραγουδήθηκε και αγαπήθηκε ακόμα θα γράφαμε και από τους πολιτικούς του βασανιστές. Μπορεί ο ίδιος και η οικογένειά του να υπέστησαν τα πάνδεινα, να ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974, όμως η ποιητική του δημιουργία είχε κερδίσει τις καρδιές και την αγάπη του κόσμου. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο χορευτής της υψηλής ποίησης, είχε κερδίσει από πολύ νωρίς με τον ποιητικό του λόγο και άλλες του δημιουργικές δραστηριότητες το ποιητικό και καλλιτεχνικό στερέωμα τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Ο ποιητικός του λόγος, στάθηκε μια ανοιχτή ομπρέλα αναφοράς και ελπίδας για χιλιάδες ανώνυμους συμπατριώτες μας, μια πνευματική εστία παρηγοριάς και θάρρους στα δικά τους προσωπικά πολιτικά, ιδεολογικά και κομματικά αδιέξοδα. Αν και πολλές φορές μάλλον, το πολυσέλιδο και πολύστικτο έργο του επισκίασε την ποιητική φωνή άλλων ομοϊδεατών του των καιρών του δημιουργών. Όπως πχ. του Τάσου Λειβαδίτη, εν μέρει του Κώστα Βάρναλη, του Μανόλη Αναγνωστάκη επίσης και πολλών άλλων, που στρατεύτηκαν και υποστήριξαν την κόκκινη ιδεολογία, θυσιάζοντας ακόμα και την ίδια τους την ζωή στον οραματικό τους αγώνα για ένα δικαιότερο και καλύτερο πανανθρώπινο αύριο. Για μια κοινωνία χωρίς την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
     Στην μνήμη αυτού του υπέροχου ανθρώπου και αγωνιστή, του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, καθώς πλησιάζει η εορτή της Πρωτομαγιάς αναδημοσιεύω ορισμένα από τα αμέτρητα άρθρα και κείμενα, μελέτες και κριτικές που γράφτηκαν για τον ποιητή πριν και μετά την κοίμησή του. Ορισμένα από τα κείμενα αυτά γράφτηκαν αμέσως μετά τον θάνατό του άλλα, είχαν δημοσιευτεί παλαιότερα σε εφημερίδες και περιοδικά. Υπάρχουν και αυτά, που έχουν συμπεριληφθεί σε συγκεντρωτικούς τόμους των συγγραφέων που τα υπογράφουν, όλα όμως έχουν την αξία και την σημασία τους όχι μόνο για το ωκεάνιο αυτό έργο και τις ποιητικές συλλογές ποταμός, αλλά και για την διαχρονική συνέχεια της ελληνικής ποίησης και γραμματείας του προηγούμενου αιώνα, και γιατί όχι, και των ημερών μας. Από τα Ακριτικά Τραγούδια μέχρι τις μεγάλες ηρωικές συνθέσεις των μεγάλων ποιητών ο δρόμος είναι ενιαίος και διαρκής.
     Ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου, νομίζω ότι δεν έπαψε να μας ενδιαφέρει και να μας απασχολεί ακόμα και σε αυτές τις διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και ατομικές συνθήκες που διανύουμε. Κρύβει μέσα του τόσα πολλά μεταλλεύματα ανθρώπινης ελπίδας και πνευματικής ανάτασης, παρηγοριάς και στοχασμού, σοφίας και επαναστατικής εγρήγορσης, που πάντα όταν ανατρέχουμε σε κάποιον από τους ποιητικούς του τόμους, κάτι καινούργιο θα ανακαλύπτουμε. Κάτι πάντα μας ξεφεύγει από τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα μυστικά του που δεν αναγνωρίσαμε με την πρώτη ανάγνωση, το πρώτο διάβασμα, την πρώτη επαφή. Κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια του πολύτομου έργου του εξακολουθεί να βρίσκει πτυχές που τον μαγεύουν, τον συγκινούν, τον ερεθίζουν, τον κάνουν να θέλει να σταματήσει σε σελίδες που δεν είχαν πριν προσέξει οι άλλοι, να ανοίξει μια συνομιλία μαζί του, να αφήσει τον ποιητικό του λόγο να νοτίσει την συνείδησή του, να δροσιστεί από την ποιητική αύρα ενός έργου και ενός δημιουργού που πρόσφερε τον βίο του στην επανάσταση και την ποίηση ως αντίδωρο. Που συνένωσε τον επαναστατικό λόγο της εποχής του με τον ελληνικό ποιητικό λόγο και την πανάρχαια ανθρωπιστική παράδοσή του. Μια ποίηση που δεν σχεδιάστηκε μέσα σε παγερά σπουδαστήρια ευφυέστατων δημιουργών, ούτε μέσα σε υγρά σπήλαια προφητών ή μεταφυσικών στοχαστών, αλλά θα γράφαμε αν δεν είναι υπερβολή, μέσα στους δρόμους των πόλεων, τα πεζοδρόμια των ποριών, τις εξορίες, τις φυλακές, τα ξερονήσια, μέσα στο μονήρες κελί του ποιητή. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι ο ανθρώπινος λόγος μέσα στην Ιστορία του προηγούμενου αιώνα στο μεγαλείο και την πτώση του. Είναι η σκληρή και τραχιά φωνή του ανώνυμου καθημερινού επαναστατημένου ατόμου που παλεύει να αλλάξει την μοίρα του κόσμου και την δική του. Είναι η ποιητική φωνή ενός αγωνιστή που δεν στροβιλίζεται γύρω από το δικό του ατομικό συμφέρον και περιβάλλον, αλλά που αντιλαλεί προφητικά στις συνειδήσεις εκατομμυρίων αγωνιζομένων. Είναι ο ποιητικός λόγος που σώζει και προσπαθεί να διασώσει τον όλο άνθρωπο μέσα στην ιστορία. Το σώμα του, την συνείδησή του, την ψυχή του, τα όνειρά του, τις μικρές και μεγάλες ελπίδες του, τους οραματικούς του σκοπούς. Και μαζί με το έμψυχο ανθρώπινο δυναμικό που κινείται μέσα στον χρόνο και την ιστορία, αποκτά αγωνιστική υπόσταση και ο άψυχος χώρος, ή μάλλον ορθότερα, ο τόπος που κατοικούν και δρουν τα επαναστατημένα άτομα οικειώνεται τις ελπίδες και τις αγωνίες, τις φοβίες και τις επαληθεύσεις των ανθρώπων. Τα σπίτια-αυτοί οι οικογενειακοί ερειπωμένοι οίκοι παράδοσης και ζωής, ατομικής μακροιστορίας και συλλογικής μακροιστορίας ιστορίας στο έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου είναι ζωντανοί οργανισμοί, αναπνέουν ή εκπνέουν ζωή. Οι επιπλώσεις τους, οι καρέκλες, τα τραπέζια, τα κομοδίνα, οι ντουλάπες, και τα δεκάδες μικροαντικείμενα του νοικοκυριού, τα παράθυρα και οι πόρτες έχουν φωνή συνομιλούν με τον ποιητή, αλλά προπάντων, έχουν μνήμη. Την δική τους και των άλλων. Υπάρχουν βαθιές και πολύχυμες ρίζες σχέσεων μεταξύ των ερειπωμένων οικιών και των ανθρώπων που κατοικούν ή κατοικούσαν μέσα σε αυτές. Είναι οι προγονικές εστίες μνήμης και αναφοράς ζωής και θανάτου, είναι το σκοτεινό παρελθόν και το ακόμα σκοτεινότερο και αβέβαιο μέλλον. Τα πάντα μέσα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου έχουν φωνή, συνομιλούν μεταξύ τους, αφουγκράζονται τα βάσανα και τις κακουχίες των ανθρώπων. Δεσμεύονται ή απελευθερώνονται ακολουθώντας την ανθρώπινη μοίρα. Λέξεις και εικόνες, ανθρώπινες στιγμές και οράματα, διαψευσμένα όνειρα και πολιτικές πρακτικές, κομματικές στρατεύσεις και αγωνιστικές μάχες, έρωτες και οικογενειακές διαδρομές, παιδιά και συγγενείς, επώνυμων και ανώνυμων προσώπων παραστάσεις, ανάγλυφες περιγραφές ερειπωμένων σπιτιών κοντά στην θάλασσα, ερημωμένων τοπίων που ο νυχτερινός θαλασσινός φλοίσβος εντείνει ακόμα περισσότερο την ερημιά τους. Ποιητικές συνθέσεις που αντλούν την πηγή τους από δοξασμένους αρχαίους ελληνικούς βασιλικούς οίκους, πρόσωπα των αρχαίων τραγωδιών, της σημερινής(της εποχής του) πολιτικής επανάστασης, πρόσωπα της επιστήμης και της ποίησης, άνθρωποι του μόχθου και  της βιοπάλης, ρωμαλέα ρεύματα αγωνιστικής ζωής και δράσης και ρεύματα και τεχνοτροπίες της τέχνης, μικρολεπτομέρειες και μεγάλα ταμπλό ποιητικών συνθέσεων, εξιδανικευμένες και αναπόφευκτες μνήμες αγωνιστών, η ζωή και ο θάνατος πλεγμένα σε ένα γαϊτανάκι συνεχών επαληθεύσεων και διαψεύσεων οικοδομούν την καθόλου μυθολογία του ποιητικού σύμπαντος του ποιητή. Ενός σύμπαντος μνήμης και πίστης που δεν βρίσκεται κάπου στο ανεξερεύνητο υπέρ πέραν, κάπου στον άγνωστο και πολύαστρο ουράνιο θόλο, αλλά δίπλα μας, ανάμεσά μας, ζούμε και κινούμαστε μέσα σε αυτό. Που, δεν τον φωτίζουν τα μυριάδες άστρα αλλά οι ψυχές των ανθρώπων.
      Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, δεν υφαίνει την ποιητική του μυθολογία με υλικά παρμένα από θεωρητικά σχήματα ή μη βιωμένες των ανθρώπων στιγμές και κοινωνικές δράσεις, από θεωρίες κατασκευασμένες μέσα σε ακαδημαϊκά μέγαρα ποιητικής ακτινοβολίας, αλλά από το ιστορικό πανόραμα της αληθινής και σκληρής πραγματικότητας της ίδιας της ζωής, έτσι όπως την βιώσαν ο ίδιος και οι χιλιάδες σύντροφοί του. Ακτινοσκοπεί για εκείνους την ιστορία του κόσμου μας, αυτός ο οδηγητής ποιητής, ο λαϊκός λυράρης των λόγων της τυραννισμένης ζωής των χαμένων συντρόφων του-μας, των ανθρώπων με την ζεστασιά και την αισιοδοξία στα χείλη και τα μάτια, των μυριάδων αγωνιστών του κόσμου. Μας εικονογραφεί την ιστορία του κόσμου μας σε όλες του τις κοινωνικές αντιμαχόμενες διαστάσεις, τις αξιακές πολιτικές του παραμέτρους, τις διαλεκτικές του διαδικασίες εξέλιξης, ερμηνείας και κατανόησής του. Μια γυμνή της μνήμης πραγματικότητα έτσι όπως μας λέει στο έργο του «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», για εμάς τους ανύποπτους και άγευστους ακόμα και του δικού μας θανάτου..
«Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι’ αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους που φεύγουν κι αυτοί-κυκλοφορούν με φυσικότητα ανάμεσα στο θάνατό τους».
      Η ποίησή του πλουμίζει την ζωή μας με θαύματα όχι μεταφυσικά αλλά της ίδιας της ιστορίας των καθημερινών ανθρώπων. Είναι το αβίαστο και φανερό μεράκι ενός λαού που δεν έπαψε να αγωνίζεται και να ελπίζει, να γονατίζει και να στέκεται περήφανα ορθός μέσα στο ιστορικό του διάβα. Που γράφει και διαβάζει ποίηση γιατί πιστεύει ότι η ποίηση είναι το προζύμι της ζωής του, είναι αυτή που αμβλύνει την στιφάδα της, αυτή που διαλαλεί μέσα στους αιώνες τη ζεβζεκιά της μοίρας. Ο Γιάννης Ρίτσος, είτε βρίσκονταν σε στρατόπεδα εξορίας, είτε σε φυλακές, είτε είναι περιορισμένος από τις κρατικές αρχές στο σπίτι του σε περιόδους δικτατορίας, είτε κυκλοφορούσε ανάμεσα σε φίλους και θαυμαστές του έργου του-μαθητές του, το βλέμμα με το οποίο αποτύπωνε και ερμήνευε τον κόσμο ήταν πάντοτε ποιητικό. Ένα βλέμμα πλημυρισμένο με φυλακισμένη ή ελεύθερη, στρατευμένη ή κοινωνική ποίηση. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με ένα μέρος της στρατευμένης ποιητικής του απλωσιάς, να τον κουράζουν οι ατέλειωτες επαναλήψεις και περιγραφές του, οι επανερχόμενες ίδιες και ίδιες ποιητικές του εικόνες, οι λέξεις που δεν θέλουν να πάρουν ανάσα και να ξεκουραστούν, που επανέρχονται με πείσμα σαν επαναλαμβανόμενα παλιρροιακά κύματα πνιγμού, μπορεί να μην συναντάμε μέσα στο πληθωρικό έργο του αυτή την επιγραμματική λιτότητα των απλών ανθρώπων, δεν θα συναντήσει όμως, κανένας λάτρης του ελληνικού ποιητικού λόγου, τίποτα τα ψεύτικο στο μεγαλειώδες φόντο του,  καμιά ρητορική εκζήτηση στην απεικόνιση της θεματολογίας του, τίποτα το αναληθές στην επιλογή των προς επεξεργασία ζητημάτων του, το ακατάδεκτο στην ερμηνευτική του ματιά, τίποτα το μη εμπειρικά βιωμένο, το ποιητικά ξιπασμένο. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος παρά τον τεράστιο όγκο των ποιητικών του συνθέσεων κατόρθωσε να μην αποτοιχίσει τίποτα από την ζωή που έζησε. Αντίθετα με τον λόγο του, «ασβέστωσε» εξαγνιστικά την προσωπική του μνήμη, έτσι που αυτή έγινε ουσιαστικό τεκμήριο της ιστορίας της εποχής του. Έδωσε φωνή στις προσδοκίες των απλών ανθρώπων, τους μακάρισε ποιητικά για να τους απαλλάξει από την κακογλωσσιά της μοίρας. Όλες σχεδόν τις αποχρώσεις εμπειριών ζωής των ανθρώπων της εποχής του τις συναντάμε στο έργο του.
Είναι ο Ποιητής του Κόσμου, της «Τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας»  ίσως με την μεγαλύτερη κατανόηση, την μεγαλύτερη σεμνότητα, την μεγαλύτερη μετριοπάθεια ποιητικής φωνής. «Από δω προς την ήλιο», «Σύντροφοι».  Τίποτε άλλο. Μόνο η ηχώ της φωνής του ποιητή μέσα στον χρόνο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 28 Απριλίου 2018
--
Ποίηση Γιάννη Ρίτσου: ατέρμονες κύκλοι
ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΑΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Αλέξανδρος Αργυρίου, εφημερίδα Η Καθημερινή Τρίτη 13 Νοεμβρίου 1990, σ.21.
     Ξεκινώ με την υπόθεση ότι η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εξελίσσεται σπειροειδώς, δηλαδή αναπτύσσεται επάνω σε επάλληλους ατέρμονες κύκλους και συγχρόνως και μέσα στη χρονική της πορεία.
     Συγχρόνως, γιατί μπορώ να υποθέσω ότι γράφει παράλληλα στα ίδια χρόνια διάφορα ποιήματα που εκφράζουν διαφορετικές καταστάσεις. Και μέσα στο χρόνο επειδή, όσο κρίνω, γράφει ποιήματα καταστάσεων, που δίνουν την αίσθηση των ημερολογιακών καταγραφών. Ένα είδος αυτοβιογραφίας, όπου, συνήθως, έχουν εξαφανιστεί οι συγκεκριμένες αφετηρίες τους, που συνεπάγεται ότι ο αφηγητής του ποιήματος δεν μιλάει για τον εαυτό του, αλλά μέσα από ένα συλλογικό εγώ. Αυτή η μεταβολή από το εγώ στο συλλογικό εγώ, (που την αντιλαμβάνομαι απολύτως οργανική), συμβαίνει μάλλον επειδή ο κομμουνισμός του Ρίτσου είναι και ο τρόπος αντίληψης του κόσμου που ενσωματώθηκε στο βιωματικό του πεδίο. Να εξηγηθώ από τώρα και ελπίζω να μην δημιουργήσω παρεξηγήσεις ο κομμουνισμός του Ρίτσου εγγράφεται στην ουμανιστική παράδοση κυρίως αν όχι, αποκλειστικά. Κρατάει γόνιμες σχέσεις με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, ο οποίος, κι αυτός με τη σειρά του, συνδέεται με το κίνημα του Διαφωτισμού.
     Όμως αυτά (και μερικά άλλα) θα τα βρούμε αναλυτικά παρακάτω. Αλλά ας πάρουμε πρώτα μια γενική εικόνα της ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου. Ένας από τους συστηματικούς μελετητές του έργου του ο καθηγητής Γιώργος Βελουδής, σημειώνει το 1987, ότι ο Ρίτσος έχει δημοσιεύσει 105 ενότητες ποιητικές συλλογές ή αυτοτελείς ποιητικές συνθέσεις., και ότι στο ανέκδοτο έργο του υπάρχουν ακόμη 85 τουλάχιστον ποιητικές συλλογές ή μεγάλες ποιητικές συνθέσεις. Έργα του έχουν μεταφραστεί, ως το 1976, σε 18 ξένες γλώσσες. Έχουμε ακόμη 11 τόμους μεταφράσεων και ένα τόμο δοκιμίων.
     Σε συγκεντρωτικούς τόμους, κυκλοφορούν 4 τόμοι (σήμερα 6) με γενικό τίτλο ποιήματα. Ο τόμος Τέταρτη Διάσταση συγκεντρώνει ποιήματα γραμμένα από το ’56 έως το 1972 και το γίγνεσθαι από το 1972 έως το 1977.
      Υπάρχει ακόμη και ο τόμος Επικαιρικά που περιλαμβάνει ποιήματα από το ’45 έως το ’69. Άθροισα τις σελίδες των 7 αυτών τόμων: Είναι πάνω από 2600 σελίδες. Για το σύνολο ο Βελουδής μιλάει για 5.500. Το 1984 για να γιορταστούν τα 50 χρόνια της εκδοτικής παρουσίας του Ρίτσου, εκδόθηκαν τα Επινίκια, που περιλαμβάνουν ποιήματα, γραμμένα από το 1977 έως το 1983, άλλες 230 σελίδες.
     Στη συνολική θεώρηση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, που έγραψε ο Παντελής Πρεβελάκης το ’79 και το ’80, υπολογίζει ότι ο Ρίτσος έγραψε πάνω από 100.000 στίχους.
      Σύμφωνα με την βούληση του Ρίτσου ως ποιητής γεννιέται το 1930, εφ’ όσον από το έτος αυτό αριθμεί την παραγωγή του. Το 1934 εκδίδεται η πρώτη συγκέντρωση ποιημάτων του. Τίτλος Τρακτέρ. Έκτοτε η ποιητική του παραγωγή συνεχίζεται αδιάπτωτα.
      Με το Τρακτέρ και τις Πυραμίδες με ποιήματα των ετών 1930-1935, φάνηκε ο προικισμένος ποιητής, που χρησιμοποιούσε τον παραδοσιακό στίχο με υποδειγματική άνεση, σε ποικίλα μέτρα και με εύστοχες ομοιοκαταληξίες. Πιστεύω πως οφείλουμε να δεχθούμε ότι η παιδεία του Ρίτσου στην ελληνική τονική ποίηση, από τότε θα ήταν σημαντική. Από τον Σολωμό στον Βαλαωρίτη, στον Σικελιανό, στον Βάρναλη, στον Καρυωτάκη, αλλά και στους ελάσσονες, Μαλακάση, Πορφύρα, Γρυπάρη, τίποτε δεν θα του ήταν ξένο. Πρέπει ακόμα να προσθέσουμε τον Μπλοκ, τον Μαγιακόφσκι, τον Αραγκόν, τον Ελυάρ, και τον Χικμέτ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξαντλούμε τα ονόματα των ποιητών από τους οποίους διδάχτηκε-το λέω μεταφορικά, διότι πιστεύω ότι διάβαζε κριτικά τους άλλους ποιητές ο Ρίτσος. Υποπτεύομαι δε ότι ο Ρίτσος δεν παραθέτει τυχαία τα ακόλουθα του Αραγκόν.
     «δεν γράφω ποτέ ένα ποίημα που να μην έχει υπόψη του όλα τα ποιήματα που πρόσφατα έχω γράψει κι όλα τα ποιήματα που έχω πρόσφατα διαβάσει».
     Καταγράφω μια φράση του Ρίτσου που σταχυολόγησε ο τότε κοσμήτορας της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Π. Σαββίδης, στις 10 Ιουνίου 1975, στη συνοπτική, αλλά αξιόλογη εισήγησή του για την αναγόρευση του Ρίτσου σε επίτιμο διδάκτορα της Σχολής: «Η ποίηση δεν θέτει όρους αποδοχής της, αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους».
    Άς βάλω μια τάξη για όσα μίλησα ή υπαινίχθηκα.
α) Για τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που συναντάμε στην ποίηση του Ρίτσου, αρρώστιες, θάνατοι, (ζωή στρατοπέδων. Αλλά με το τελευταίο, ζωή στρατοπέδων το αυτοβιογραφικό στοιχείο αλλάζει χαρακτήρα.
     Αν ζει κανείς σε στρατόπεδο, μοιραία ζει μια συλλογική πραγματικότητα. Κι αν έχει την ευαισθησία ενός ποιητή, που αυτοκυριαρχείται, φυσιολογικά, βιογραφεί μια γενική κατάσταση, που με την περιγραφική ικανότητα του Ρίτσου, ο λόγος του αφηγητή μοιάζει να είναι λόγος ενός κορυφαίου χορού σε τραγωδία. Επί πλέον, σε περιόδους αιχμής, Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, πάλι και εδώ τα αυτοβιογραφικά μεταξιώνονται και αποβαίνουν: έκφραση της συλλογικής μοίρας.
     Για να βγάλω το δικό του συμπέρασμα πιστεύω ότι εξαιρώντας την πρώτη και δεύτερη ποιητική φάση, που κλείνει το 1942 τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία του: μειώνονται συνεχώς στα επόμενα έργα του και καταλήγουν σε απλά σημεία αναφοράς που συνδυάζονται με τις συλλογικές μνήμες. Μια εξαίρεση Το τερατώδες αριστούργημα. Όσοι ξέρετε τα Τρία κρυφά ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη που είναι και αυτά απολογία και απολογισμός ζωής, μπορείτε να καταλάβετε τις χαρακτηρολογικές διαφορές και ποιητικές λειτουργίες των δύο, χαρακτήρων και γραφών, Σεφέρη-Ρίτσου, που ωστόσο η καθεμία έχει τη δική της οικονομία και εσωτερική συνέπεια.
β) Τα ιστορικά στοιχεία που συναντάμε στην ποίηση του Ρίτσου καταγράφουν τις περιπέτειες του έθνους και του λαού-οι λέξεις εδώ χωρίς τον ρητορικό τους εξευτελισμό. Αν ο ποιητής τιτλοφορεί ένα μόνο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του Επικαιρικά, τολμώ να υποστηρίξω ότι όλη η προσφορά του είναι «επικαιρική» χωρίς με αυτό να μπορεί να πει κανείς ότι είναι και «εφήμερη». Το αντίθετο μάλιστα Τα «επικαιρικά» του μνημειώνουν κάποια και πολλά ιστορικά πρόσωπα και περιστατικά.
γ) Το ιδεολογικό στοιχείο που παρεμβαίνει στην ποίηση του Ρίτσου δεν δρα περιοριστικά, επειδή κινείται, σε «ανθρώπινη κλίμακα», για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός ποιήματος του Ελυάρ. Μιλώ βέβαια ότι δεν ενοχλεί το ιδεολογικό ακόμη και έναν αστό ή συντηρητικό ή αδιάφορο πολιτικά αναγνώστη που διαβάζει την ποίηση χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς τα «ανακλαστικά» του να ξυπνούν τη μυθολογία των αμφίστομων «μαχαιριών» τα οποία εν πάση περιπτώσει βρίσκονται έξω από το ποίημα. Εξ άλλου, όσο κρίνω, το ιδεολογικό στοιχείο στο Ρίτσο επεμβαίνει αφαιρετικά, στο σύνολο σχεδόν των ποιημάτων του. Όπως παρατηρούσα και προηγουμένως το ιδεολογικό σκέλος εστιάζεται στην ουμανιστική παράδοση. Η ίδια η Επανάσταση είναι «μια πανανθρώπινη συνάντηση» όπως εκτιμάται ότι θα συμβεί στην αναμενόμενη αταξική κοινωνία.
      Υπενθυμίζω, ότι στο παρελθόν, κάποιοι κριτικοί τη δεύτερη ποιητική φάση του Ρίτσου, από το Τραγούδι της Αδελφής μου έως τη Δοκιμασία τη θεώρησαν ως νεοχριστιανική.
      Εδώ πιστεύω βρίσκεται και ένα (δ) στοιχείο της ποίησης του Ρίτσου, το υπαρξιακό, όπως γενικά το είπανε και που για άλλους ποιητές είναι σαν να γίνεται μόνο με αυτό ποίηση. Ο έρωτας, ο θάνατος, το αίσθημα της απώλειας, της λησμονιάς, της φθοράς, της μοναξιάς και όλο το πλήθος των συναισθημάτων του ιδιωτικού βίου ψυχολογικού και σωματικού. Η αποσιώπηση τέτοιων καταστάσεων από το έργο ενός κατ’ εξοχήν λυρικού ποιητή, έστω στρατευμένου, θα σήμαινε ότι μεροληπτεί φτωχαίνοντας το ίδιο το φαινόμενο της ζωής.
     Έστω, λοιπόν, τα αυτοβιογραφικά, τα ιστορικά, τα ιδεολογικά και τα υπαρξιακά καθορίζουν τις περιφέρειες των επάλληλων κύκλων της ποίησης του Ρίτσου. Ακριβέστερα, τρέφουν την ποίησή του. Αλλιώς ειπωμένο, με γλώσσα του συρμού, καθορίζουν τα μηνύματά του. Για δικό μου λογαριασμό θα μιλούσα για οραματικό κόσμο του συγγραφέα.
………..
Απόσπασμα από την ανέκδοτη ομιλία που έγινε στις 10/3/1989 στην Εταιρεία Σπουδών (ίδρυμα Σχολή Μωραϊτη) για να εορτασθούν τα 80 χρόνια του ποιητή.
--
Σπονδή στο φέρετρο του Γιάννη Ρίτσου
Τάσος Βουρνάς, εφημερίδα Η Αυγή Τρίτη 13 Νοεμβρίου 1990
    Άφωνοι και σιωπηλοί, κρατώντας ακόμα εκείνο το απόθεμα δακρύων που μας έμεινε στα μάτια όταν συνοδεύαμε στην πόρτα του στρατοπέδου με την βαριά ένδειξη «καρκίνος της κύστης» στέκουμε αυτή τη στιγμή νοερά δίπλα στο φέρετρο που περικλείει το σκήνωμα του ποιητή. Γιατί ο Γιάννης Ρίτσος είμαστε εμείς οι ίδιοι, όταν πολεμούσαμε ή τραγουδούσαμε, ζυγιάζοντας την αντρειοσύνη και τη ρωμιοσύνη μας μέσα στη θάλασσα, των στίχων του και της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς κατέβαινε πικρό ποτάμι από τις πληγές μας και γινόταν τραγούδι για τα γινόμενα και τα μέλλοντα. Θυμάμαι το σημαδιακό εκείνο πρωινό που μαζί με τον Θανάση Τσουπαρόπουλο τον συνοδεύσαμε ως την πύλη του στρατοπέδου. Ο Θανάσης είχε εκτονώσει την συγκίνησή του χαράζοντας σ’ ένα χαρτί μερικούς στίχους του που τους έβαλε στη φούχτα του ποιητή. Εγώ έλεγα μέσα μου «δεν θα σπάσεις, δεν θα κλάψεις. Θα του κάνεις κακό του ποιητή με τη φτήνεια των συναισθημάτων σου»!
     Και πράγματι δεν έκλαψα κι όταν ο ποιητής ξαναγύρισε στο στρατόπεδο, χωρίς το βραχνά των υποψιών της σοβαρής νόσου, έλεγε γελώντας.
-Και να φανταστείτε, παιδιά, ότι δεν έκλαψε καθόλου ο αναίσθητος!
Υπήρξε και μια άλλη στιγμή της κοινής στρατοπεδικής μας ζωής, που έλαμψε σαν αστραπή μέσα σ’ ένα σκοτάδι φανατισμού και οδύνης των ψυχών μας. Ήταν εκείνες οι τρομερές στιγμές που η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας με επικεφαλής τον Ντούμπτσεκ, συρόταν ως πρόβατο επί σφαγήν όχι μόνο από τους Σοβιετικούς, αλλά και από τον πρώτο τυχάρπαστο ρωμιό δογματικό που νομιμοποιούσε την πολιτική του ύπαρξη με ένα ράντζο σε μια γωνιά του στρατοπέδου. Όλοι θέλαμε να πούμε το λόγο που μας έπνιγε. Όλοι, προπαντός, θέλαμε να ξέρουμε τι λέει ο ποιητής. Σαν κάποια κρυφή και αδάμαστη δύναμη μας έσπρωξε όλους προς τον Α΄ θάλαμο, όπου είχε ο Ρίτσος το γιατάκι του. Βρήκαμε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο μπροστά στην πόρτα του κι αυτόν όρθιο να κρατά στα χέρια του ένα μεγάλο ντοσιέ με νερομπογιές, είδος ζωγραφικής που προτιμούσε.
      Δεν είπαμε τίποτε, δεν είπε τίποτε. Μόνο κάποια στιγμή άνοιξε αστραπιαία το ντοσιέ μπροστά στα μάτια μας. Και τότε προφτάσαμε να ιδούμε μεγεθυμένη τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε δύο-τρείς μέρες πριν στις αθηναϊκές εφημερίδες. Το άγαλμα του Αγίου Βεντσεσλάς, στην ομώνυμη πλατεία της Πράγας, σαν το σημαδεύουν τα σοβιετικά τανκς!
     Ήταν η απάντηση του ποιητή: μέγιστον μάθημα που δεν διαψεύσθηκε ποτέ από τον ίδιο, αν και επικαλέστηκαν πολλοί το γεγονός σε εποχή φανατισμού. Πολύ ακριβά, με τη σιωπή του, είχε πληρώσει το κόστος του δογματισμού μιας ηγεσίας που νόμιζε ότι, καταπατώντας τον ποιητή, εξασφαλίζει την ισόβια καταδίκη του σε πνευματικό θάνατο.
--
Αγωγιάτες δογμάτων
Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφημερίδα Τα Νέα 5 Οκτωβρίου 1985
     Τα ζντανωφάκια (τα στρουφάκια της άλλης όχθης) σκέφτονται τελικώς αμερικάνικα! Έμαθαν για τα καλά το νόμο της αγοράς, το μάρκετινγκ της διασημότητος. Εγώ θα το ονόμαζα το αντίθετο της διασημομανίας. Διασημομανία είναι να γυαλίζεις συνεχώς τα παπούτσια του κάθε αστερίσκου, ακόμη και με το σάλιο, με σκοπό να συγκατατεθεί ο αστερίσκος να σε ταϊσει στο τραπέζι του. Το αντίθετο είναι το σύνδρομο της διασημοκτονίας. Να βαράς κάθε άξιο ή διάσημο για να γίνεσαι γνωστός ως φονιάς των μεγάλων, όπως ήταν παλιά ο Φωστήρας, φονεύς των γιγάντων.
Έτσι το ζντανωφάκι τα ‘βαλε πια αμέτι μοχαμέτι να γκρεμίσει τον ποιητή Ρίτσο και βέβαια χτυπώντας, τρομάρα του, από τα αριστερά.
Πρέπει να αποδειχτεί ο Ρίτσος ρομαντικός, ελληνοχριστιανός, ερωτόληπτος, αναχωρητικός, ποιητής, λέει το ζντανωφάκι (που γεννήθηκε μετά τον Εμφύλιο…) που δεν κατάλαβε τίποτε ούτε από Κατοχή, ούτε από Εμφύλιο, ούτε από το βάσανο της εργατιάς ο Ρίτσος συμπεραίνει το ζντανωφάκι, είναι ένας βολεμένος μικροαστός ποιητής. Να συνεχίσω; Γνωστή η μέθοδος σκοπός να γίνει σούσουρο για τον τολμηρό νεανία που ξεγύμνωσε το είδωλο και άλλα ηχηρά παρόμοια. Και βέβαια ο Ρίτσος, όπως κάθε ένας, δεν είναι ταμπού αλλά τα ζντανωφάκια δεν ξέρουν δεν μπορούν να κρίνουν ποιητές γιατί δεν τους αφήνουν τα φάλαρα. Σκέψου να κρίνεις έναν ποιητή από τα θέματά του. Εκεί είναι ακόμη τα μειράκια! Αλλά θέλετε άλλη απόδειξη περί ποιότητας και ειλικρίνειας. Στο περιοδικό που εξουθενώνεται ο Ρίτσος, ως μικροαστός δημοσιεύεται ποίημα νεανία που υποτίθεται ότι πληροί τις προδιαγραφές των ζντανωφακίων.
Ιδού: «Μεροκαματιάρηδες εσάς, εργάτες αδέλφια μου, αγωγιάτες, θεριστές, τραχείς απλοί χωριάτες, ναύτες βαρκάρηδες, ψαράδες ταπεινοί με τα χέρια ροζιασμένα»…. Και τα γνωστά λοιπά, να μην τρώω χαρτί. Που εγράφη το ποίημα; Στην Αθήνα, βέβαια. Τόσο διεισδυτική ματιά, που ανακαλύπτει αγωγιάτες και βαρκάρηδες. Αλλά έτσι ήταν πάντα τα ζντανωφάκια: έγραφαν και έκριναν εκ του ασφαλούς: από το γραφείο τους. Αφηρημένα για αφηρημένα. Νέτα-σκέτα: δογματικά νερόβραστα.                   

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Θυμήθηκα τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο


Θυμήθηκα…. τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο
                    ΟΝΕΙΡΟ
Ήμουν τότε κάτω απ’ τη γή, περπατώντας ανάμεσα σε
ρίζες δέντρων, οι δρόμοι ατελείωτοι, στρωμένοι με τ’
άσπρο φεγγάρι, τα παπούτσια μου είχανε φαγωθεί πά-
νω στις πέτρες, τα χέρια μου είχανε φαγωθεί πάνω
στις πέτρες και κανένα αληθινό παιδί δεν ακουγόταν σε
τούτη τη χώρα του αναποδογυρισμένου θανάτου.

Θυμήθηκα…. τον Τάκη Σινόπουλο 
του Νικήτα Παρίση
     Πάνε είκοσι χρόνια από εκείνο το πικρό Πάσχα του 1981 που έφυγε ο ποιητής. Κανένας δεν θυμήθηκε αυτήν την επέτειο. Ούτε μια σεμνή εκδήλωση μνήμης και αναφοράς στον ποιητή. Μέσα στον πληθωρικό ρητορισμό του φετινού επετειακού τρίπτυχου (Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Εμπειρίκος), πνίγηκε και χάθηκε ένας πολλά σημαίνων ποιητής.
     Απίστευτο, ειδικά για τον ποιητή Σινόπουλο, να τον έχουν σκεπάσει οι προσχώσεις της λησμονιάς. Η αδέκαστη και σκληρή δικαιοσύνη του χρόνου δεν σβήνει εύκολα τον λόγο και τους στίχους του ποιητή’ αυτούς τους στίχους που, στα χρόνια της επτάχρονης πνευματικής ξηρασίας, μας μάτωναν με την αιχμή τους τις ξεχασμένες μνήμες και μας έδιναν κουράγιο.
     Αγαπούσε ο ίδιος το ρήμα «σαρώνω» και τη λέξη «σκουπίδια». Πληθωρικές και οι δύο στην ποίησή του. Σαν κάτι να ‘ξερε ο ποιητής για τον αέρα της ιστορίας που σαρώνει και σωρεύει σκουπίδια. Όμως, ο λόγος των ποιητών δεν είναι σκουπίδια. Δεν σαρώνεται εύκολα. Τώρα που πάλι, μέσα στην παγκόσμια παραζάλη, ξαναπαγώνουν οι δρόμοι της ιστορίας, ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος έχει πολλά να μας πει.
     Ο Σινόπουλος, ο ποιητής των αφανών. Αυτή η παράθεση, αυτό το προσκλητήριο άσημων ονομάτων: μνήμες, τόποι, περιστατικά και χαμένα ονόματα από τις σκοτωμένες μέρες του εμφύλιου σπαραγμού. Και ξαφνικά, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, μια μικρή χαραμάδα φωτός για την εκτυφλωτική λάμψη της ποίησης: φύκια, σχιστόλιθοι, όστρακα/μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας, διαμάντια και/μεγάλο μαύρο φως.
Κάτι θα ‘ξερε ο ίδιος. Αναρωτιόταν συχνά: « Μα τι θα πει κεκυρωμένος!». Να απαντήσουμε εμείς, οι μη ποιητές: να τρυπάς, Σινόπουλε, το πηχτό στρώμα της σιωπής και  να ξανάρχεσαι στο φως, ντυμένος τη λάμψη της ποίησης!...
 Νικήτας Παρίσης, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ περιοδικό «ΠΡΟΣΩΠΑ» 21ος ΑΙΩΝΑΣ τχ. 146/22-12-2001, σ.36

   «Εγώ τυφλός και μάτια μου έχω τα πουλιά»

Σημείωση: Το ποίημα το «ΟΝΕΙΡΟ» που προηγείται του κειμένου «Θυμήθηκα… τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο» του Νικήτα Παρίση, και δεν συμπεριλαμβάνεται στο κείμενό του,-αλλά επέλεξα σαν δική μου εισαγωγή-είναι από την συλλογή του ποιητή Τάκη Σινόπουλου «ΠΕΤΡΕΣ»(1972), και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ «ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965-1980, εκδόσεις «ΕΡΜΗΣ» Αθήνα 1980, σ.60. Στον ίδιο τόμο, περιέχεται και η ποιητική του συλλογή «ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ»(1972) που είναι αφιερωμένη στην σύντροφό του Μαρία, από τις σελίδες 61-86.
Η συλλογή ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ, που τόσο συζητήθηκε κατά την έκδοσή της και μεταγενέστερα από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της ποίησης του Τάκη Σινόπουλου, περιέχει τα εξής ποιήματα:
ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΜΑΓΔΑ
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πιθανές προσθήκες στο ποίημα ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ποιητική συλλογή ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ εκδόθηκε αυτόνομα. Δανείστηκα σαν γενικό τίτλο των δικών μου αντιγραφών στην μνήμη του Τάκη και της Μαρίας Σινόπουλου, τον τίτλο του Νικήτα Παρίση από την εφημερίδα «Τα Νέα» 22/12/2001. Αντιγράφω ορισμένα από τα ποιήματα της συλλογής ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ για όποιον ενδιαφερόμενο θέλει να μελετήσει και να ερευνήσει τις δύο συλλογές που συγγενεύουν μεταξύ τους, όπως ο καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης μας λέει. Ή να αναζητήσει και να διαβάσει τις ποιητικές συλλογές του ποιητή Τάκη Σινόπουλου στους εκδοτικούς οίκους που πρωτοεκδόθηκαν ή όπου άλλου. Έτος του ΒΙΒΛΙΟΥ 2018.

       «Καμπύλη σύμφωνη της ομορφιάς που νύχτωσε κάπου κρυφά και βιάζεται να φύγει»
   
Τα ποιήματα της συλλογής ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ
ΚΑΙ ΟΧΤΩ ΠΙΝΑΚΕΣ
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΚΕΔΡΟΣ 1995, διαστάσεις 17,5Χ24, σελίδες 38, δραχμές 2000
     Η συλλογή αυτή του ποιητή Τάκη Σινόπουλου (Αγουλινίτσα) Πύργος Ηλείας 17/3/1917-Αθήνα 25/4/1981 κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση τον Οκτώβριο του 1995 από τις εκδόσεις Κέδρος. Ας δούμε τι γράφετε στον κολοφώνα του βιβλίου.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ ΜΕ ΟΧΤΩ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1995 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε., Γ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 3, ΤΗΛ. 38.09.712. ΑΤΕΛΙΕ-ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ ΦΩΤΟΚΥΤΤΑΡΟ Ε.Π.Ε. ΑΡΜΟΔΙΟΥ 14, ΤΗΛ. 32.44… ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΙΤΑΡΑΣ-ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΠΡΟΥ 9, ΜΟΣΧΑΤΟ, ΤΗΛ. 48.17.. ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΩΛ ΓΕΡΑΝΙΟΥ 5, ΤΗΛ. 52.41..
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΜΙΧΑ ΜΠΑΝΙΑ
Επίσης πριν το ISBN της έκδοσης στην έκτη σελίδα, δίνονται και τα εξής στοιχεία: Παύλος Σινόπουλος, Μαρία Σινοπούλου, Παρασκευή Βασιλοπούλου, 1995, Εκδόσεις Κέδρος Α. Ε. 1995.
Εκτός από τους οκτώ πίνακες του ποιητή που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (1961), που συμπληρώνουν την καλαίσθητη αυτή έκδοση, υπάρχει και ασπρόμαυρη φωτογραφία του ιατρού-ποιητή στο σπίτι του νεότερου ποιητή της Γενιάς του 1970 Γιάννη Κοντού, Καθαρή Δευτέρα. Χωρίς χρονολογία.
Της έκδοσης των ποιημάτων του πλέον Σεφερογενούς ποιητή Τάκη Σινόπουλου, προηγείται η κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα «ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ» του κυρού καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη.
Ας δούμε τι γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης στην τετρασέλιδη Πρώτη Ανάγνωση των ποιημάτων.
      Τριάντα πέντε χρόνια να φτιάχνεις ποιήματα και να δημοσιεύεις ποίηση-ένας δρόμος μακρύς και εξαντλητικός. Τα ονόματα και οι σταθμοί του:
Μεταίχμιο 1951,
Άσματα 1953,
Η γνωριμία με τον Μάξ 1956,
Ελένη 1957,
Μεταίχμιο β΄ 1957,
Η νύχτα και η αντίστιξη 1959,
Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου 1961,
Η ποίηση της ποίησης 1964,
Πέτρες 1972,
Νεκρόδειπνος 1972,
Το χρονικό 1975,
Νυχτολόγιο 1978.
Και τώρα: Το γκρίζο φως 1980.
      Σημασία έχει ότι ύστερα από το Το Χρονικό (έτσι κι αλλιώς ένα βιβλίο μικτό), εδώ και πέντε χρόνια ο Σινόπουλος δεν δημοσίευσε ακριβώς ποιήματα. Ο χάρτης και το Νυχτολόγιο περιέχουν κυρίως ύλη προποιητική: υπομνήματα ζωής και γραφής. Τώρα λοιπόν, στα 63 του χρόνια, ο Σινόπουλος (ύστερα από πεντάχρονη δοκιμασία ή έστω: αμηχανία) ξαναγυρίζει και προχωρεί στην ποίηση με μια νέα σύνθεση σε οχτώ μέρη. Όποιοι αγαπούν τους ποιητές ξέρουν πώς μια τέτοια επιστροφή είναι σημάδι ώριμο, παρήγορο και γενναίο.
     Και δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο: Το γκρίζο φως φωτίζει, στα οχτώ μέρη της σύνθεσης, ορόσημα κρυφά και φανερά ενός γυρισμού. «Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο»-σημείωνε ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιο (σ.25). Αν η απλή αυτή ομολογία δείχνει τον ομφάλιο λώρο της γενέθλιας γης, που κράτησε δικό της ευτυχώς τον επαρχιώτη ποιητή, όσο κι αν αυτός περιπλανήθηκε (η επαρχιακή φύτρα του Σινόπουλου είναι, πιστεύω, η πιο γερή ρίζα της ποίησής του), τώρα ο Πύργος και η ενδοχώρα του μεταβάλλονται από αφετηρία σε τέρμα της περιπλάνησης. Πάντως η γεωγραφία της πατρίδας αποτελεί το σκελετό της νέας σύνθεσης.
     Ο «απέναντι τοίχος» (1) ανήκει σ’ ένα συγκεκριμένο «σπίτι» (3) και το σπίτι σε μια ονομασμένη «πόλη» (2). Η πόλη έχει τα γνώριμα «μαγαζιά» της (2) αλλά προπάντων το απαραγνώριστο «ποτάμι» της (1,2,7). Είναι μια πόλη-χώρα: πράσινη και βλαστημένη πλάι στη θάλασσα (2,4,5,6,8).
     Πλάι στα σημάδια της φυσικής αυτής γεωγραφίας υπάρχει και το αρχετυπικό σκηνικό του γυρισμού, σε λανθάνουσα διατύπωση: το «σκυλί στην πόρτα» και «το γέλιο» της υποδοχής δηλώνοντας με την απουσία τους (3)’ η γυναίκα κυκλοφορεί μόνο μέσα στο όνειρο (5)’ οι φίλοι συμψηφίζονται στον Κίμωνα, που αποκρούει τους νεκρούς (7)’ τέλος, στη σφραγίδα της σύνθεσης, εντοπίζεται η αρχαία εστία με τη χόβολή της (8).
      Κι αν στο ένα άκρο, ως υποδοχή, ανασταίνεται η πραγματική χώρα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, στο άλλο άκρο ανοίγει, φανταστική «πόρτα ελπίδας, η οδός Αχαρνών» (6).Ανάμεσα κυκλοφορεί το: «τραίνο στις 12 και στις 8».
     Κάθε γυρισμός είναι προπάντων δρόμος που έγινε χρόνος. Τα βήματα μιάς τέτοιας διαδρομής ακούγονται καθαρά στο Γκρίζο φως: «θα σας μιλήσω αργότερα» (1)’ «θα ξαναβρείς τα βήματά σου στο δρόμο-χρόνο» (2)’ «στροφή στην καταχνιά του χρόνου» (6)’ «περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο» (8).
     Ο δρόμος-χρόνος είναι οδηγός της μνήμης που ρυμοτομεί την καινούργια σύνθεση. Η δραστηριοποίηση της μνήμης στο παρόν επιβεβαιώνει βέβαια τη φθορά του ανθρώπου και των πραγμάτων, αλλά δεν ματαιώνει την αρχική σημασία τους και την τελική τους σεμνή υπόσχεση. Πρόκειται πάντως για μια μνήμη που δεν λειτουργεί ως αναδρομή στα περασμένα, αλλά ως επιδρομή στα τωρινά και τα μελλούμενα. Η μνημονική αυτή δράση συναντά στο δρόμο της τη φωτιά: είναι ταυτόχρονα εχθρός της και φίλος, αναστέλλει αλλά και καθαρίζει τη μνήμη από τα σαρίδια της. Όταν η σύνθεση σβήνει, η φωτιά έχει γίνει χόβολη (8), γόνιμη και υπομονετική (4,8): ένα «πικρό ξύλο» ή ένα «αυγό» είναι τα δώρα της.
     Ο γυρισμός στο Γκρίζο φως φαίνεται πως αναπλέει τις εκβολές του Αλφειού, αφήνοντας πίσω τους το θάνατο, αν όχι τους νεκρούς(7). Από εδώ προκύπτει και ένας τόνος σωτηρίας που διαπνέει τη σύνθεση. Ωστόσο η ζωή που γλίτωσε από τη δοκιμασία της, έγινε στο μεταξύ περισσότερο μια ζωή ενύπνια. Η πιο γνώριμη κατάστασή της είναι ο αποκαλυπτικός ύπνος (1, 7) και το όνειρο: ερωτικό (5) ή εφιαλτικό (7). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα είδος εγρήγορσης μέσα στον ύπνο, αγρυπνία μέσα στη νύχτα του ύπνου, και καταγγέλλει το ουδέτερο «κοιμάμαι» (6,7).
      Ο σύνθετος αυτός τόνος απαγορεύει πρόχειρες αποφάσεις για την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία της νέας σύνθεσης. Το ποίημα βρίσκεται πέρα από ένα τέτοιο δίλημμα. Δίχως να λείπει η δραματική οξύτητα εντελώς (το γκρίζο φως αγριεύει κάποτε φεγγοβολώντας, ή γίνεται «ξερό» στον «κοφτερό αέρα»), η σύνθεση στο σύνολό της έχει αφήσει πίσω της το δραματικό αγώνα και έχει προχωρήσει στον ποιητικό στοχασμό. Το ταξίδι δίδαξε ότι ο κόσμος δεν αρχίζει, όπως ελπίσαμε, με μας και δεν θα τελειώσει με μας: «πολύ πρίν από σένα» (8).
     Έγινε συχνά ως τώρα λόγος για σύνθεση. Νομίζω πως πολύ σπάνια στα ποιητικά μας πράγματα ο συνθετικός χαρακτήρας είναι τόσο ευδιάκριτος και φυσικός όσο το Γκρίζο φως: ενώ καθένα από τα οχτώ ποιήματα διεκδικεί και πετυχαίνει την κατακόρυφη θέση του, τα κύρια θέματα και οι βασικοί τόνοι της σύνθεσης προκαταβάλλονται, προβάλλονται και υποχωρούν, καθώς πραγματοποιούμε τη διαδρομή μας από το πρώτο ως το όγδοο μέρος. Έτσι εξασφαλίζεται ένα είδος σταυρολεξικής ανάγνωσης της ποιητικής συνοχής.
      Ωστόσο η σοβαρότερη, πιστεύω, αρετή εδώ είναι άλλη. Στο Γκρίζο φως ο ίδιος ο ποιητικός λόγος κάνει αυτό που επιχειρεί και το ποιητικό υποκείμενο της σύνθεσης: επιστρέφει, ενεργοποιεί τη μνήμη του, τη μεταφέρει στο παρόν και απολογίζεται. Μια προσεκτική συγκριτική μελέτη θα δείξει, πιστεύω, ότι Το Γκρίζο φώς κατάγεται από τον Νεκρόδειπνο και θα πρέπει να διαβαστεί ως συνέχειά του. Πάντως καίρια θέματα εκείνης της σύνθεσης επανέρχονται εδώ σε καινούργιες αναλογίες και κατανομές. Μήτρες ποιητικές, που είδαν εκεί για πρώτη φορά το φώς, μεταφέρονται (αυτούσιες σχεδόν) εδώ και δοκιμάζονται κάτω από διαφορετικό φώς. Ο ποιητικός, λοιπόν, λόγος φαίνεται να γυρεύει, ύστερα από τη δραματική του περιπέτεια στον Νεκρόδειπνο, τη γενέθλια γη: ξυπνώντας στην Ιθάκη του, μας αφήνει να διακρίνουμε πάνω στο σώμα της γλώσσας του σημάδια από τα πάθη και τις γνώσεις του. Αυτό είναι όλο, κι αυτό είναι πολύ.
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Ιούνιος 1980
.1.
Πρόκειται για εκείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό
παράθυρο
και για το γκρίζο φώς του απογεύματος στον τοίχο
απέναντι
πολλές φορές κοιτάζοντας
είδα στον ύπνο
το γκρίζο φώς του ποταμού
κατέβαινε
θα σας μιλήσω αργότερα.
.2.
Τώρα μαζί σου ηλιοδεμένος
ο ουρανός του Πύργου
εκείνο το σκούρο χαλκό

Ένα ένα-δέντρα δείχνουν την πόλη
ψιλή βροχή πλαγιάζει
σ’ αυτό το κατηφόρισμα

Θα ξαναβρείς τα βήματά σου
στο δρόμο-χρόνο. Είναι το ίδιο φώς
του Γκρέκο. Τα ίδια
σιδερικά στα μαγαζιά,
το φυσερό το αμόνι.

Τώρα μαζί σου το άρωμα του χόρτου.
Θα ξαναβρείς την πόλη-γέρασε σαράντα χρόνια
Πούλησες τα μαλλιά σου τα δόντια σου
είδες.

Τη νύχτα το ποτάμι κοιμάται στο πλευρό σου
φύλλα της λεύκας ως τις εκβολές.
.3.
Δεν ήταν μήτε το γέλιο
μήτε σκυλί στην πόρτα
το σπίτι απέναντι στον τοίχο του
έχει ένα απόγευμα.
.4.
Οξύ πράσινο-φόρεμα σε αγκάθια
μυρίζεις  από αγρύπνια πολλά δάση
μη μου πείς: Δεν ξέρω αυτό το πέρασμα,
έχει καεί.
Το αίμα κάηκε. Τεντώνεις φαγωμένα χέρια
στις άλλες ηλικίες.
Ο χρόνος προσπέρασε μην ξεχάσεις
Εκείνο που είχες
το πικρό ξύλο.
Τα φύλλα θα βγούν, η βλάστηση
απ’ όλα τα παράθυρα.
.5.
Μουσκεμένα μαλλιά στο νερό-είναι όνειρο.
Γκρίζα μαλλιά στο συρματόπλεγμα-είναι όνειρο
οι πάσσαλοι υπάρχουν
στη θάλασσα το νερό σ’ αγγίζω μ’ αγγίζεις
τα μαλλιά σου ζωντανά καίγονται-είναι όνειρο
κάποιος αγρύπνησε τρυπώντας το σκοτάδι
με τα καρφιά του. Δεν είμαι εγώ, κοιμάμαι.
Σ’ αγγίζω είσαι γυμνότερη απ’ το κόκαλο
το στήθος
χωρίς κανένα μαύρο δώρο.
.6.
Σπάρτα γκορτσές τιναγμένα-
στροφή στην καταχνιά του χρόνου.

Άρχισα να φωνάζω στην κάμαρα-κανείς
Άνοιξα την πόρτα-η οδός Αχαρνών-της
Ελπίδας
Εσύ κοιμάσαι στην οδό –Αχαρνών- της Ελ-
πίδας
Ξύπνα φωνάζω πρέπει ν’ αγοράσεις δάφνη και
Δυόσμο.
Το μοσχοκάρυδο με το λαιμό του πουλιού πού
χαιρόταν
Σκέψου τώρα και μένα
Στείλε μου λίγο φώς τα σπλάχνα μου έχουν αδειά-
σει
τραίνο στις 12 και στις 8.
.7.
Είναι καιρός να κοιμηθούμε
στην αγρύπνια της νύχτας.

Στο προηγούμενο όνειρο μου το ‘λεγε ο Κίμων
το στόμα σου έχει πολύ σκοτάδι.
Μονάχα στα όνειρα, είπε ο Κίμων, έτσι
φεγγοβολάει ξαφνικά το νεκρόφως του ποταμιού.

Ά όχι, άσε αυτούς τους νεκρούς, είπε τότε ο Κί-
μων.
Ήταν μνήμη το μάτι του
τ’ αμίλητο κοίταγμα

Τους κατεβάσαμε
κάτου, στον κάτου κόσμο.

Μονάχα στα όνειρα, είπε ο Κίμων.
.8.
Να θυμηθείς μαζί μου αυτές τις άγριες κουμαριές
περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο στην
πλαγιά

Πολύ πρίν από σένα το ξερό φώς
ο κοφτερός αέρας
ξυστά πάνω στους λόφους-στο Εφταχώρι.

Είχαν τσακίσει τα νεφρά σου.
Στην κατηφόρα έσπασε το φορείο.

Να τιναχτούνε λίγες λέξεις

Και το αυγό που θ’ απομείνει στη χόβολη
θα ‘ναι δικό σου.

ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ (1972)
Στή Μαρία
ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Ανεξιχνίαστη, μεσουρανούσα ανάμεσα στα διψασμένα
δέντρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σο-
φία, πέθανε ο πατέρας της σε φοβερό

δυστύχημα πρίν έξη μήνες, μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλ-
λί, και το κορμί ψημένο επίμονα τα μεσημέρια στο
Σαρωνικό, το στήθος σκύβοντας,

τόντις ωραία, περήφανα τα δυό της στήθια, κι ο Λευ-
τέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή η Σοφία, κι άς
έπαιζε, τα πόδια της ανήσυχα στο κάθισμα, καθώς

βραδάκι δροσιζόμαστε Φωκίωνος Νέγρη, μίλαγαν εδώ
κι εκεί με τη Φανή, χαχάνιζαν κρυφά, κι όταν γυρί-
ζαμε, τ’ ωραίο σώμα εσάλευε όπισθεν.

Από κοντά ο Λευτέρης και στο αφτί τον ρώταγα, γε
λούσε, φίνος πάντα, ένα σκαστό γελάκι, το μουστάκι
του ξανθό στο απάνου στο χείλος, όμορφο παιδί.

Ερεθιζόμουν τότες, έγραφα συνέχεια ποιήματα, σή-
μερα τα κοιτάζω πίνοντας καφέ, βαρυέμαι, ωστόσο
βυθισμένος στα γραφόμενα,

χτυπάει η πόρτα, ο αδελφός μου ο Γιάννης, δανεικά
και τούδωκα, κοίταξε, λέει, να παντρευτείς, καιρός
σου πιά.
……………………………………….
ΜΑΓΔΑ
Μεγάλο μαύρο φώς
Όλη τη νύχτα φώς και τα μάτια της Μάγδας, τα που
λιά διασχίζοντας τα μάτια της Μάγδας, ένα πλήθος
ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύ
χτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί,
πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος
έρωτας-

όπως είναι στα όνειρα, δύο καθίσματα και παράθυρα
δύο, και η πόρτα κι ο κήπος.

Απέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε
ακουστήκανε τά φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το
δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι ο κήπος με
τά δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.

Το μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα

γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού
μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο,
σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ως το άπειρο
βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρό
σωπό σου.

Τότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε από-
τομα η Μάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ’ ένα άλλο
σκοτεινότερο όνειρο, κι εγύρισε, κι ήτανε τώρα η Άρ-
τεμις, η Μίνα, η Δήμητρα, κι ήτανε τώρα εκείνη η
μακρινή Νανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος
του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανά-
στατη.

Τότε έφτασε κι ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει
από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιόν
πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηγορίες, κι όπως
ερχόταν η Νανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την
άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι ο λόφος του ώμου
πιο ψηλά, κι ένα μονοπάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.

Κι από κεί πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγά-
λο δάσος της Καπέλης, κι από κεί πέρα τ’ απομεσή-
μερο, κι η θάλασσα του Αγιαντρέα, κι οι πέτρες έκα
τομμύρια, κι ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.

Κι όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την
ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η
μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και
ξάφνου ο χτύπος πάνω απ’ το κεφάλι μας κι ύστερα

ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έ-
τρεμα ακούγοντας.
……………………………………
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ή-
μουν εγώ, μιλώντας έτσι μέ,

χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι
απ’ τά παράθυρα έμπαινε

δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φώς, τριγύρω μπάγκοι
και τραπέζια και

παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Μπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι ο Φάκαλας, βα-
στούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι άναψαν,
μονάχα πού άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χα-
ρούμενα τους φώναξα.

Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο

Το μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ’ τη βλογιά, στην
Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του,
ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρ-
τύριο, τόσο σκοτεινός πού τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα
τον κατήφορο.

Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα,
σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τόξερες
εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τά πολύ-
βόλα που θερίζαμε

κι άκουγες ώχ και τίποτ’ άλλο. Κι ήρθανε

πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ε-
λεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο
Κωνσταντόπουλος-σε τι εκκλησίες τους διάβασαν,
τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.

Τότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανά-
σκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι η γυ-
ναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον
κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο
σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύ-
χτα καιρό τα δάση λάμπανε κι οι ρίζες λάμπανε, η
φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.

Φεγγάρι φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυρ-
γώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα
το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε
τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα πε-
ριμένετε, και χάραζε ένα τόσο φώς.

Ήρθανε γέροι και παιδιά.

Μές στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Οι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ’ το σώμα τους.
Και τα παιδιά,
βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα
μάτια τους
η καταφρόνια κι η φοβέρα, μήτε μίλησαν.

Χαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζον-
τας, ποιόν σκότωσες εσύ, ποιόν σκότωσες εσύ, πόσους
σκοτώσαμε;

Τόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι άλλα κομένα
σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες
φεύγοντας,

σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,

φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι,
χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες

κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα,
εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρ-
θανε
η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Ντόνα κι η
Νανά, ψιλές σαν άχερο, η Ελένη ακόμα χλόη το χνούδι
της,

δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.

Κι ένα πρωί,

το δέντρο το πρωί που ξύπνησα ήτα όλο πράσινο,
τόσο πολύ τ’ αγάπησα πού ανέβηκε στον ουρανό.

Κι εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου,
γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί
κι άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι
και νυφούλες και,

δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέ-
χεια το γλαυκό. Κι’ ανάμεσα τους ήρθαν

ο Γιάννης ο Μακρής, ο Πέτρος ο Καλλίνικος, ο Γιάν-
νης ο κουτσαίνοντας.

Καθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Ρού-
σκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.

Κι ο κάμπος καταχνιά. Κι ερχόταν άνοιξη, την άκου-
γες. Μια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.

Ήρθανε οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας-
Πάσχα στην έρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.

Βαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προ-
σόρας,
ο Μπακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Το φώς πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε,
τους έλεγα.
………………………………….
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
Δεν τά κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, και-
γότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μια κόλαση, πλάγιασε
πάλι, απέναντι η Φανή,

το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δε-
καεφτά πού πέθανε, κι όξω απ’ την κάμαρα ο σταθμός,
σακατεμένος μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.

Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέ-
ταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντας, κι άκουγες
τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κ από τα
σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω
ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας

την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος
στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής
εκείνη ηα ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μού-
τρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός
και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη
γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνονας

την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύ-
ζαινε το φώς, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό
γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θά-

λασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική
συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον
ήλιο καίγοντας.

Ένας γυμνός ανάσκελα, χωμένος μές στο καλοκαίρι,
βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζί-
και το κεφάλι του πριζότανε.

Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντί-
λαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φώς, πλατύ χω-
ράφι αθέριστο, γιομάτο φώς, κι εκείνος,

έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την
απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο, γράφοντας
τα γεγονότα τ’ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και
μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,

χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας
τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ’ άλλο, κράζοντας,
και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φώς
οι φοβερές φτερούγες πού χτυπούσανε.

Κατέβηκε παντού η σιωπή.

Κατέβηκε με τ’ άροτρο ο Θεός.
…………………………..
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έτσι κατέβηκε απ’ τον πόλεμο, με φαγωμένα τ’ άρ-
βυλα και το χακί του αμπέχωνο.

Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τά
δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού-ποτάμι
παγωμένο φώς.

Βρήκε το σκύλο του-δε γαύγισε.

Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο απόγευ-
μα. Ύστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα, στο κά-
τω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογί-
στηκε.

Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω
σε σπίτια και συρματοπλέγματα.

Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυ-
τότητα.

Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε,

Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες πού πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι φίλοι του
και άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.

Πού πάγαινε καμμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αν-
τιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι
απ’ το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.

Δρασκέλιζε ξέρες κι αμμότοπους, σακατεμένος δίψα-
γε, έπινε από σκοτεινές πηγές.

Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε

στον ίδιο λάκκο.
 Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,

μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό σβη-
σίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος παρα-
σταίνεται με πρόσωπα νεκρών.

Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια
μέρα ο φοβερός αέρας.
Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες παν-
του το ίδιο σκοτάδι.

Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πρίν και
μετά από κάθε ποίημα.

Έφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην περ-
νάνε απ’ τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.

Ύστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,
κι ό,τι στον ίσκιο καραδοκώντας,

ένα άγριο φώς στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,

ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.
Πιθανές προσθήκες στο ποίημα
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
………………
Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.

Μια  μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.

Μά τι θα πεί κεκυρωμένος;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 26 Απριλίου 2018

ΥΓ. Άκουσα στις ειδήσεις σοβαρού ραδιοφωνικού σταθμού, ότι κοιμήθηκε ένας Ωραίος Έλληνας, ο Άγγελος Δεληβορριάς. Καθηγητής και Ακαδημαϊκός, Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη για πολλά χρόνια. Ένας Έλληνας που μας δίδαξε πολιτισμό, διέδωσε πολιτισμό, ανέδειξε την ταυτότητα της περιλάλητης γενιάς του 1930. Πόσες και πόσες Εκθέσεις δεν παρακολουθήσαμε εμείς οι νεότεροι νεοέλληνες είτε στο Νεοκλασικό του στο Κολωνάκι, (Φαγιούμ) είτε στην οδό Πειραιώς. (Γιάννης Τσαρούχης, Αλταμούρας, Στεφάνου…). Οι εκδόσεις επίσης του Μουσείου Μπενάκη είναι σύγχρονοι οδηγοί ανάγνωσης για το έργο εικαστικών και ποιητών. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν έστω και μία φορά μία διάλεξη του Άγγελου Δεληβορριά, θα θυμούνται το μειλίχιο ύφος του, τις τεράστιες γνώσεις του, το ήρεμο ύφος του, το πάθος με το οποίο υποστήριζε τις θέσεις του, το μεγάλο του όραμα όχι μόνο για τα Μουσεία αλλά και την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της παράδοσης. Την απογοήτευσή του για το επίπεδο εικαστικών σπουδών όπου δίδαξε, όπως ανέφερε σε συνεντεύξεις του. Ένας Ωραίος Έλληνας που βρίσκεται πλέον στην Γειτονιά των Αγγέλων φίλων του ποιητών, μουσικών, εικαστικών, εκεί όπου ο Χρόνος ολοκληρώνει ότι η ζωή δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε.