Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Joyce Mansour

                         ΤΖΟΫΣ ΜΑΝΣΟΥΡ
 (Bowden Αγγλία 25 Ιουλίου 1928-Παρίσι Γαλλία 27 Αυγούστου 1986)

         Άγρια σαν μαινόμενη λέαινα, ύπουλη σαν πεινασμένη ύαινα, σκληρή σαν ατσάλι, σωματοβόρα σαν γερακίνα που αναζητά τροφή, η ποίηση της Τζοϋς Μανσούρ. Επιθετική σαν τίγρης που κυνηγά το θήραμά της, ειρωνική σαν το είδωλο του θανάτου που προβάλει πάνω στον καθρέφτη των ερώτων μας, η γαλλόφωνη ποίηση της Μανσούρ. Προκλητική των αισθήσεών μας, ανατρεπτική των ελπιδοφόρων βεβαιοτήτων μας, σκοτεινά ερωτική και αλλόκοτα πένθιμη. Πολλαπλά βίαιη και ενστικτώδης εισδύει τροπαιοφόρα στα στοιχειωμένα ερωτικά μας όνειρα. Μια ποίηση ξαφνική αστραπή, που μας έρχεται από το πουθενά και μας κεραυνοβολεί ανελέητα. Ένας ποιητικός λόγος ακανθώδης, ξηρός, ατσάλινος, σουβλερός. Λέξεις που σαν πρόκες τρυπούν την σάρκα σου, λέξεις κοφτερές λεπίδες που χαράσσουν τις φλέβες σου, λέξεις κολασμένες που συνδαυλίζουν τους απόκρυφους πόθους σου. Σε τυφλώνει η ερωτική τους αγριότητα, συσκοτίζει κάθε προσδοκώμενη βεβαιότητα της σκέψης σου. Λέξεις που μας φανερώνουν το μεδούλι τους, καθώς ρίχνονται με βία πάνω στην άσπρη σελίδα. Εικόνες ποιητικής απελπισίας, εικόνες φρικτής ευωχίας, εικόνες εφιαλτικής μέθεξης. Εικόνες που τεμαχίζουν την ίδια την ερωτική της επιθυμία. Το αντρικό σώμα υπάρχει, μόνο και μόνο για να εξαντλήσει πάνω του, την αχαλίνωτη φαντασία της. Διαμερισματοποιείται για να αναδειχθεί ο μεγαλειώδης ερωτικός της οραματισμός. Προβάλει τεμαχισμένο σαν σπασμένο άγαλμα μέσα από την άμμο του έρωτα, που κουρνιάζουν πάνω στα μέλη του ερωτευμένες κουρούνες. Κτηνώδης ερωτικά  η ματιά της και ενίοτε πρόστυχη, ή καθαρά λεσβιακή. Κολασμένο το ερωτικό της βλέμμα όταν μας μιλά για το αντρικό μόριο, όμως ο λόγος της δεν χάνει την αθωότητά του. Ένα γυναικείο κοίταγμα «παγερή πυρκαγιά» (δικός της ο στίχος) που πυρπολεί την ατμόσφαιρα. Ένα βλέμμα που χαϊδεύει ανατριχιαστικά το σώμα του Άλλου, ένα βλέμμα που θωπεύει τα αντρικά μέλη φλεγόμενο από γυναικείο πόθο σεξουαλικής ελευθερίας. Το αντρικό σώμα στην ποίηση της Τζοϋς Μανσούρ, αυτής της αγαπημένης ποιήτριας των Σουρεαλιστών, είναι το ιερό σώμα των μυστικών εραστών της ελευθερίας. Η παμφάγα ηδονή που οδηγεί στην γυναικεία χειραφέτηση. Η ανεμίζουσα ποιητικής της ταυτότητα. Η ακόρεστη δίψα της να υπερβεί τα όρια των ερωτικών της οραμάτων, της προσωπικής της ελευθερίας, της σωματικής ελευθερίας κάθε γυναικείας φύσης. Η Τζοϋς Μανσούρ οικοδομεί έναν γυναικείο ερωτισμό μέσα στα ποιήματά της, έναν τραχύ ερωτισμό, έναν αστόλιστο αλλά έμορφο ερωτισμό, πρωτόγνωρο για την εποχή της. Μας ξαφνιάζουν οι εικόνες της, μας εκπλήσσουν τα «ξεδιάντροπα» ερωτικά της γουργουρητά, η έλλειψη οποιασδήποτε ερωτικής, συστολής, ηθικής ντροπαλότητας, σεξουαλικής σεμνότητας, λεκτικών υπαινιγμών. Νωπές ροκανισμένες των αισθήσεων μνήμες περνούν μπροστά στα μάτια μας με επιθανάτια χάρη. Συντρίμμια χειρονομιών εικονογραφούνται με δεξιότητα ζωγράφου σε ερωτικό οίστρο. Τρυφερά αγγίγματα, οιμωγές γυναικείας ευαισθησίας και ψελλίσματα αγάπης, φωτογραφίζονται με απρόβλεπτη καθαρότητα, ρεαλισμό και  εκφραστικό θάρρος, ύφος στεγνό αλλά λαμπερό. Η γυναικεία ποίηση της Μανσούρ, επαλήθευσε τις προσδοκίες των υπερρεαλιστών δημιουργών της εποχής της και το κίνημά τους, για την γυναικεία χειραφέτηση, την σωματική τους αυτοδιάθεση, την σεξουαλική τους απελευθέρωση, εκδήλωση και αποδοχή των πιο απόκρυφων ερωτικών τους ενστίκτων. Ο καθαρός γυναικείος ποιητικός της λόγος, πέρα από το τι προσδοκούσαν και επιδίωκαν οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες, στοχεύει ακόμα παραπέρα, να οδηγήσει τον γυναικείο ερωτισμό σε μονοπάτια των ενστίκτων που δεν είχαν μέχρι τότε αναδυθεί στην επιφάνεια. Η γυναίκα μέσα στην ποίηση της Τζόϋς Μανσούρ, η γυναίκα με όλο το εύρος της σεξουαλικότητά της, μπορεί πλέον να μιλήσει ανοιχτά για αυτό που σεξουαλικά επιθυμεί από το άλλο φύλο. Να το εξερευνήσει η χειραφετημένη ματιά της. Να περιγράψει τι περιμένει από τον σεξουαλισμό του, το πώς βλέπει τον άντρα «επιβήτορα» της αγάπης της, τον πως τον θέλει στους χώρους συνεύρεσής των, πως τον επιθυμεί. Είναι η γυναίκα που απορρίπτει την πανάρχαια και εθιμική ταυτότητα του ρόλου της, μέσα στην ιστορία, είτε  ως «Εύα» είτε ως «Μήδεια» είτε ως παρθένα «Κασσιανή», είτε ως σύζυγος «Πηνελόπη», της είναι ξένη η επιλογή της «Άλκηστης», δεν την ενδιαφέρει να μπει στα αντρικά ερωτικά κάντρα των νεαρών ακόλουθων της «Βεατρίκης». Η Μανσούρ τολμά-όπως τόλμησε και η «Γκαλά», η γυναίκα Μούσα των υπερρεαλιστών-και τολμά θαρραλέα και δυναμικά, εκείνη πλέον χρησιμοποιεί τον άντρα και το σώμα του, όχι σαν ερωτικό σύντροφο για να βεβαιώσει τον καρποφόρο ρόλο της μητρότητάς, αλλά σαν ερωτικό αντικείμενο πόθου που θα επιβεβαιώσει τις πιο απόκρημνες σεξουαλικές της φαντασιώσεις. Ένα υπόστρωμα Φροϋδικών αξιών και θέσεων κρυφοκαίει στο έργο της, όπως και στο σύνολο σχεδόν των σουρεαλιστών δημιουργών, για την εκπλήρωση της γυναικείας σεξουαλικότητας, την αποδοχή των πλέων αχαρτογράφητων σεξουαλικών ανθρώπινων ενστίκτων.
    Η ποίηση της Τζοϋς Μανσούρ, της ποιήτριας με το οξύ και διαπεραστικό των πόθων μας βλέμμα, τον έντονο και κυρίαρχο (για τον καθωσπρεπισμό μας) αναιδή σεξουαλικό της λόγο, το απροσποίητο της έκφρασής της, τις καθαρές και ασκόνιστες από κάθε κοινωνική ηθική εικόνες της, τις λέξεις πρόκες που χαράσσουν το σώμα των αισθημάτων μας, λέξεις που κουβαλούν το βάρος μόνο της σκληρότητάς τους, ξεδιπλώνεται μπροστά μας σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα λαγνείας. Ένας ωκεανός που πλημμυρίζει κάθε φοβία μας, που παρασέρνει στα ερεβώδη του βάθη κάθε ερωτικό ενδοιασμό μας, και που με τον πλούτο ζωής που κουβαλά και μεταφέρει μέσα του η ερωτική του αρμύρα και κυματική αγριάδα, απομακρύνει τα φοβερά και εκδικητικά γλαροπούλια του θανάτου. Του θανάτου που κράζει ερωτικά και εκμαυλιστηκά.  Η ποίησή της, είναι η γέφυρα των νέων μοντέρνων καιρών που η γυναικεία ερωτική χειραφέτηση βαδίζει
     Η μετάφραση του πειραιώτη μαθηματικού υπερρεαλιστή ποιητή Έκτορα Κακναβάτου, πέτυχε πέρα από τα αναμενόμενα τον στόχο της. Ο Έκτωρ Κακναβάτος, εφευρίσκει λέξεις νέες, δημιουργεί λέξεις καινούργιες, χρησιμοποιεί ή δανείζεται. Λέξεις πρωτόγνωρης αναφοράς, όπως «παπαδοκορδώνομαι», «ουριοδρομούνε», λέξεις που ηχούν παράξενα στα αυτιά μας, «εξωσμένο» ή ξενίζουν προερχόμενες από την παραδοσιακή χρήση της γλώσσας στον προφορικό μας λόγο, «πυραχτωμένου», «γαυριάζουν», λέξεις εκ πρώτης όψεως αντιποιητικές, «στρουφουλιάζοντας» αντιλυρικές, «μπροβαίνει» χωρίς ίχνος λυγράδας, στεγνές, αποξηραμένες σαν σταφίδες, που διατηρούν όμως μέσα τους την μικρή τους υγρασία και γλυκαίνει η γεύση τους τον ουρανίσκο. Συνήθως χρησιμοποιεί μεγάλες λέξεις πολυσύλλαβες, ρήματα ασυναίρετα, επιθετικά επίθετα, δυνατές μετοχές, εκφράσεις της γλώσσας που συνδυάζονται αντιθετικές σημασίες. Η «παραλυμένη γλώσσα» (δικός της στίχος) της Τζοϋς Μανσούρ, βρίσκει την ανάλογη έκφρασή της στην απόδοσή της στα ελληνικά από τον Έκτορα  Κακναβάτο. Ακραιφνώς σουρεαλιστής ποιητής ο ίδιος, πέτυχε να αποδώσει τον λόγο της γαλλόφωνης ποιήτριας προσφέροντάς μας τις ποιητικές αναλογίες εκείνες που μας έκαναν τον λόγο της αγαπητό και μάλλον οικείο.  Ούτε η ποιητικότητα του λόγου τους εξατμίζεται στην ελληνική του απόδοση, ούτε η τραχύτητα του ύφος της, ούτε η σκληράδα των λέξεών της και των εικόνων της. Η άγρια τρυφερότητα του ερωτισμού της, δεν χάθηκε μεταφερμένη στα ελληνικά. Χωρίς να έχω τα ανάλογα των μεταφραστικών προσπαθειών εφόδια, των δύο σουρεαλιστών ελλήνων δημιουργών, μάλλον, η μεταφορά του ποιητικού της λόγου στα ελληνικά από τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη, είναι πιο μαλακή, μάλλον πιο λεία, αντίθετα του Κακναβάτου, είναι πιο τραχιά και ακανθώδης.
     Για την ιστορία να θυμίσουμε, ότι την ποίηση της JOYCE MANSOUR την έκανε γνωστή στο ελληνικό κοινό ο υπερρεαλιστής ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Πάλι» Νάνος Βαλαωρίτης, στα τέλη του 1966, όταν στο περιοδικό που εξέδιδε, το «πάλι» στο τεύχος 6/Δεκέμβρης 1966, και στις σελίδες 23-25, μεταφράζει ‘ΑΠΟ ΤΑ «ΞΕΣΚΙΣΜΑΤΑ»¨ της ποιήτριας.
Καλέστε με να περάσω μια νύχτα μέσα στο στόμα σας
Διηγηθείτε μου τα νειάτα των ποταμών
Πιέστε τη γλώσσα μου επάνω στο γυάλινο μάτι σας
Δώστε μου το πόδι σας για παραμάνα
Κι’ ας κοιμηθούμε αδερφέ του αδερφού μου
Αφού τα φιλιά μας πεθαίνουν πιο γρήγορα απ’ τη νύχτα.
--
Υπάρχει αίμα στο κίτρινο τ’ αυγού
Υπάρχει νερό στην πληγή της σελήνης
Υπάρχει σπέρμα στον κότυλο του ρόδου
Υπάρχει ένας Θεός στην εκκλησιά
Που τραγουδάει και χασμουριέται.
--
Εξήγησα στο ριγωτό γατί
Τους λόγους τις εποχές τους κανόνες της κουκουβάγιας
Την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων
Και τα γεννητούρια του χταποδιού με τα σπασμωδικά πλοκάμια
Πού σέρνει στο κρεβάτι μου και δεν αγαπάει τα χάδια
Ο ριγωτός γάτος άκουσε χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του
-Χωρίς ν’ απαντήσει
Κι’ όταν έφυγα
Η ριγωτή του πλάτη γελούσε.
--
Δεν υπάρχουν λέξεις
Μόνο τρίχες
Στον κόσμο χωρίς πρασινάδα
Όπου τα βυζιά μου είναι βασιλιάδες
Δεν υπάρχουν χειρονομίες
Μονάχα το δέρμα μου
Και τα μερμήγκια που είναι πλήθος ανάμεσα στα μελίρρητα πόδια μου
Φοράνε τις προσωπίδες της σιωπής όταν εργάζονται
Έρχονται η νύχτα και η έκτασή σου
Και το βαθύ μου σώμα αυτό το μαλάκιο χωρίς σκέψη
Καταπίνει το ταραγμένο σου όργανο
Την ώρα που γεννιέται
--
Μια φωλιά από εντόσθια
Πάνω στο ξεραμένο δέντρο του γεννητικού σου οργάνου
Ένα μαύρο κυπαρίσσι όρθιο μέσα στην αιωνιότητα
Αγρυπνώντας πάνω στους νεκρούς που τρέφουν τις ρίζες του
Δυό ληστές σταυρωμένοι σε κοτολέτες αρνιού
Ειρωνεύονται τον τρίτο πού όταν τελειώσει η αποστολή του
Έφαγε τον κρεάτινο σταυρό του
Ψημένο.
--
Ζούμε κολλημένοι στο ταβάνι
Πνιγμένοι απ’ τις μπαγιάτικες αναθυμιάσεις της καθημερινής ζωής
Ζούμε καρφωμένοι στα χαμηλώτερα βάθη της νυχτός
Τα δέρματά μας ξεραμένα από την κάπνα των παθών
Γυρνάμε γύρω απ’ το νηφάλιο πόλο της αϋπνίας
Δίδυμοι στην αγωνία χωρισμένοι από την έκταση
Ζώντας τον θάνατό μας στο λαιμό του τάφου.
--
Είμαι η νύχτα
Αυτή η νύχτα η παγωμένη από την κρύα ηλιθιότητα της σελήνης
Είμαι το χρήμα
Το χρήμα που γεννάει το χρήμα χωρίς να ξέρει γιατί
Είμαι ο άνθρωπος
Ο άνθρωπος που πιέζει τη σκανδάλη και σκοτώνει τη συγκίνηση
Για να ζήσει καλύτερα.                     

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΑ
    Η γαλλόφωνη ποιήτρια Joyce Mansour γεννήθηκε το 1928 στην Αγγλία, στο Bowden, από αιγύπτιους γονείς. Σπούδασε στην Αγγλία, στην Ελβετία και στην Αίγυπτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου εκδίδει την πρώτη ποιητική της συλλογή Cris(1953), που χαιρετίστηκε θερμά από το υπερρεαλιστικό περιοδικό Medium.
     Να πως αναφέρεται σ’ αυτήν ο Pierre Drachline (Le Monde, 30.8.1986), σε κείμενό του με αφορμή τον θάνατό της (27 Αυγούστου 1986): «Επαναστατημένη από ένστικτο και ερωτευμένη με την ελευθερία, η  Joyce Mansour βρίσκει στον υπερρεαλισμό την ηχώ των πόθων της και την απόρριψη των αρχών της αστικής ηθικής. Όμως, παρότι παίρνει ενεργό μέρος στην όλη ζωή του υπερρεαλιστικού κινήματος, ακολουθεί μια προσωπική πορεία-στην πεζογραφία και στην ποίηση-στην οποία έχει θέση μία σεξουαλική εικονοπλασία, συχνά βίαιη και ταγμένη αποκλειστικά στην θεραπεία της ομορφιάς. Εξυμνεί το άτομο το απελευθερωμένο απ’ όλα τα δεσμά».
     Όταν η Mansour εκφράζεται ποιητικά, πράγμα που γι’ αυτήν είναι το ίδιο με το να ζεί και να σκέφτεται, μια ελευθερία αλλόκοτη αναπηδά μια κ’ έξω απ’ τα ποιήματά της τά διαποτισμένα μ’ έναν ερεβώδη και κραυγαλέο ερωτισμό διαβρωμένον συχνά απ’ το χιούμορ. Ο Andre Breton, με αφορμή την νουβέλλα της  Les Gisants satisfaits, δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει «οραματίστρια». Ένα αδρό φυσιογνωμικό πορτραίτο της ποιήτριας καθώς κι ένα, έντονα φωτισμένο, ανάγλυφο του ποιητικού ταμπεραμέντου της δίνει παρακάτω ο Philippe Andoin στο έργο του: Les Surrealistes (εκδ. Seuil, Paris 1973). «[…] Ωστόσο όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, πού μόλις είχε φθάσει από τη Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά, παρατηρώντας το οξύ προφίλ της, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πώς μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφιάδες και οι ιερείς του ήλιου επαγρυπνούν στις πριγκηπέσσες, κόρες του Ακένατον.
     Αυτή η νεαρή γυναίκα είναι μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες που έχει αγκαλιάσει το υπερρεαλιστικό κίνημα. Απλή, κάπως επιφυλακτική αλλά πρόσχαρη διατηρώντας ένα ίχνος αγγλικής προφοράς του καλύτερου τύπου, έφερε για διάβασμα ποιήματα που η σφοδρότητά της, στον τόνο και στην εικόνα, έκοβε την ανάσα. Η πιο άγρια πρόκληση, το πιο διεστραμμένο τσαλαπάτημα, η αίσθηση της σαρκικής αποχαλίνωσης ζωογονημένη και φτασμένη στο πύρωμα, η φρενίτις του πόθου, μεγιστοποιημένου στο μέτρο κοσμικού εφιάλτη, όπου όλα ξαναγυρίζουν στο χάος, όπου το καθετί δαγκάνει, γδέρνει, πορνεύεται και αιμάσσει, τέτοιο θα ήταν το περιεχόμενο της ποίησης της Joyce Mansoyr, αξιοσημείωτο και μόνο μ’ αυτά, αν όλος αυτός ο σάλος δεν υποβασταζόταν από την ανεξάντλητη κυριαρχία του έρωτα, που οι αμίμητοι τόνοι του την ξεσηκώνουν, τον ανασπούν με εμπυωμένα αίματα, τον οργανώνουν τον εξαγνίζουν».
     Τον Απρίλιο του 1967 παίζεται στο Παρίσι το μοναδικό της μονόπρακτο Le Bleu des Fonds. Μετά τη διάλυση της υπερρεαλιστικής ομάδας, το 1969, συνεργάζεται με τα περιοδικά Bulletin de liaison surrealiste και La Femme surrealiste. Το 1983, παίρνει μέρος στην εκδήλωση όπου συμμετείχαν ο Eugene Ionesco, η Nathalie Sarraute, ο Alain Robbe-Grillet και η Florence Delay για το ανέβασμα του θεατρικού της Virginia Woolf  Freshwater.
     Αρχές του 1986 δημοσιεύει την τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο Trous noirs. Πέθανε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
ΕΡΓΑ
-Cris, εκδ. Seghers, 1953  (Κραυγές υπό έκδοση).
-Dechirures, εκδ. Minuit, 1955  (Σπαράγματα υπό έκδοση).
-Jules Cesar, εκδ. Seghers, 1956  (Ιούλιος Καίσαρ υπό έκδοση).
-Les Gisants satisfaits,  εκδ. J.-J. Pauvert,  1958.
-Rapaces, εκδ. Seghers, 1960  (Όρνια εκδ. Τυπογραφείου Κείμενα, 1987).
-Carre blanc, εκδ. Le soleil noir, 1966.
Les Damnations, εκδ. Visat, 1967.
-Le Bleu des fonds, εκδ. Le soleil noir, 1968,   (Το γαλάζιο των βυθών, υπό έκδοση).
-Phallus et momies, εκδ. Daily Bul,   1969.
-Ca,  εκδ. Le soleil noir, 1970.
-Histoires nocives, εκδ. Gallimard, 1973.
-Faire signe au machiniste, εκδ. Le soleil noir, 1977.
-Trous noirs, εκδ. La pierre dAlun, 1986 (Μαύρες τρύπες, υπό έκδοση).
  Ποιήματα από τις συλλογές Cris, Rapaces, Dechirures, έχουν εκδοθεί με τον τίτλο Ερωτικά (εκδ. Κείμενα, ά εκδ. 1975, β΄ έκδ. 1978)
     Τις ουσιαστικές και χρήσιμες αυτές πληροφορίες για την υπερρεαλίστρια ποιήτρια, μας δίνει ο πειραιώτης μαθηματικός, σουρεαλιστής ποιητής και μεταφραστής Έκτωρ Κακναβάτος, ο οποίος απέδωσε-όπως ο ίδιος αναφέρει την λέξη, και όχι μετέφρασε-και τα δύο βιβλία, από τις παλαιές προσεγμένες εκδόσεις «ΚΕΙΜΕΝΑ» του Τυπογραφείου του αείμνηστου Φίλιππου Βλάχου, με διαφορά περίπου δέκα χρόνων του ενός από το άλλο. Και οι δύο μεταφράσεις πλέον επανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Άγρα».
Εδώ, χρησιμοποιώ τις εκδόσεις των «ΚΕΙΜΕΝΩΝ».      
                            
                              JOYCE MANSOUR
                              ΟΡΝΙΑ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΑΘΗΝΑ 1987
Διαστάσεις 17,5Χ 25, σελίδες 64, δραχμές 500
Με μια ιδιαίτερη αφιέρωση της Joyce Mansour στον μεταφραστή
ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΡΝΙΑ ΤΗΣ JOYCE MANSOUR ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΣΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΕΙΜΕΝΑ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΠΑΤΟΣ ΤΥΠΩΣΕ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΣΑΝ ΟΙ Α. ΔΗΜΑΚΟΥ ΚΑΙ Θ. ΠΑΤΟΥΝΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-Ο ΘΩΡΑΚΑΣ
-ΡΑΒΔΟΜΑΝΤΕΙΑ
-Δεν την ξέρω την κόλαση
Δεν την ξέρω την κόλαση
μά αφόταν γεννήθηκα το κορμί μου καίγεται
το μίσος μου κανένας διάολος δεν συνδαυλίζει
σάτυρος κανένας δεν με κυνηγά
όμως ο λόγος μές στα χείλια μου αλλάζει σε σαράκι
και το εφηβαίο μου στη βροχή ευαίσθητο πολύ
ακίνητο σαν ένα μαλάκιο που κλάνει μουσική
στο τηλέφωνο γαντζώνεται
και κλαίει
το ψοφήμι μου τσαντίζεται άθελά μου
με το γηραλέο πέος σου το εξωσμένο
που κοιμάται
-ΑΡΑΒΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
-PERICOLOSO SPORGERSI
-Κοίτα, είμαι αηδιασμένη από τους άντρες
-Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια
-Θα κυλιέμαι κατά σένα
-Θα γράψω με δυό χέρια
-Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
-Τα χέρια σου κορφολογούσανε
-Προχωρείς επάνω στο ξυλένιο σου άλογο
-Κατρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
-Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
-Ξέρεις ακόμα το γλυκερό άρωμα των φυτειών
-Η ΜΥΩΠΙΑ ΤΩΝ ΔΙΧΩΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
-Η κουκουβάγια των σκοτεινών δασών
-Υπάρχει
-Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
-ΛΕΙΑ ΤΟΥ MACADAM
-Κάνεις γκριμάτσες και
-Ο ρυθμός του χρήματος
-Δεν είναι από λάθος μου
Δεν είναι από λάθος μου
άν τα μπούτια μου είναι καλοχυμένα
μέσα στο πετσί μου
Δεν θέλησα να ξεσηκώσω τον μορφασμό του πόθου σου
Όταν έβγαλα τη φούστα μου
φασκιωμένος από ευτυχία κατάχτησες την σχισμή μου
Δεν είναι από λάθος μου
αν ήχησε ο συναγερμός
και παγιδεύτηκε το χέρι σου
ξεριζώθηκε καταδικάστηκε ανατράπηκε
κι απ’ το λαιμό κρεμάστηκε όμοιο με κούκλα από κρέμα
Δεν είναι από λάθος μου
Ήθελα να σε συγχωρήσω 
-Πρέπει το πουλί να μπουκώσει το ράμφος του με χώμα
-Ο δρόμος σέρνεται μες στων στροφών τη γκρίζα σκόνη
-Αφότου σε γνώρισα
-ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΝΗΜΕΣ
-ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΥΝΟΚΕΦΑΛΟΙ
-ΚΑΝΟΝΑΣ ΖΩΗΣ
Να τρώτε ένα μάτι μέσα σ’ ένα αυγό
ένα άλογο ή ένα ελάφι
ένα μυαλό μαλθακό από υγεία
έναν στραβοκάνη σκύλο ένα βιολί
Να τρώτε για να τρώτε
Να πνιγείτε στο κρέας
Ταρακουνήστε τον κώλο σας πάνω σ’ ένα φανάρι
Να τρώτε για να πεθάνετε μ’ έναν αιμάτινο λυγμό
Τραφείτε για να μποδίσετε τους άλλους
να σας καταβροχθίσουν   
-ΤΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙ
Σε μαστό από ακαζού καθισμένο ένα περιστέρι
στοχαζόταν
Το ράμφος του από έναν βάσκανον αγέρα αφανισμένο
Τα φτερά του γύρω στο λαιμό του κρεμασμένα
στοχαζόταν
Πύρωσε ο μαστός κ’ έχαψε το σκεφτικό πουλί
παρά τη ρώμη της ματιάς του περιστεριού
μ’ όλο που ο μαστός δεν ήταν πεινασμένος
παρά το στοχασμό
του περιστεριού  
-Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο
-Η μυρωδιά της δικαιοσύνης
-ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΠΟΔΙΑ
-ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
-LITTLE ROCK
-Σ’ εξαπάτησα αγαπητέ ανόητε όταν σου ‘κλεισα τα βλέφαρα
-Ο ΕΞΟΛΚΕΑΣ
-ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ
-Τι κάνεις όταν το χρήμα δεν απαντά στην επίκληση
-Θα κάνουμε πέρα τα πτώματα
-ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΟΜΟΡΦΟ ΤΕΡΑΣ
-Χιονίζει όμορφη μάσκα
-ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
-ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ ΟΜΙΧΛΗΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΑ

                          ΤΖΟΫΣ ΜΑΝΣΟΥΡ
                           Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Α
ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΕΙΜΕΝΑ 1978
Διαστάσεις 14,5Χ 22, σελίδες 48, δραχμές 40
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΟΥΛΕΨΑΝΕ ΟΙ Αφοι ΠΑΛΗΒΟΓΙΑΝΝΗ ΠΟΥ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΑΝ, Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΜΠΟΛΑΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΕ, Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΔΙΟΡΘΩΣΕ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ ΠΟΥ ΤΟ ΤΥΠΩΣΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1978
(Περιεχόμενα)
Δεν την ξέρω την κόλαση, σ.7
Δεν την ξέρω την κόλαση
μ’ αφόταν γεννήθηκα το κορμί μου καίγεται
το μίσος μου κανένας διάβολος δεν συνδαυλίζει
σάτυρος κανένας δε με κυνηγά
όμως ο λόγος μές στα χείλια μου αλλάζει σε
σαράκι
το εφηβαίο μου στη βροχή ευαίσθητο πολύ
ακίνητο σαν μαλάκιο ξεφυσάει μουσική
στο τηλέφωνο γαντζώνεται
και κλαίει
το ψοφήμι μου τσαντίζεται άθελά μου
με το γηραλέο πέος σου το εξωσμένο
που κοιμάται.
--
Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια, σ.8
Ονειρεύομαι τά σιωπηλά σου χέρια
πού πάνω στα κύματα ουριοδρομούνε
τραχιά ιδιότροπα
τυραννικά ως δεσπόζουν στο κορμί μου επάνω
μαραίνομαι ανατριχιάζω
ο νούς μου πάει στους αστακούς
ακόρεστες οι περιστρεφόμενες αντένες
ξένουν το σπέρμα των ναρκωμένων
καραβιώνε
τ’ απλώνουν ύστερα στις κορυ-
φογραμμές επάνω, στον ορίζοντα
κορυφογραμμές οκνές πασπαλισμένες
με ψαρίσια σκόνη
εκεί πού όλες τις νύχτες παπαδοκορδώνομαι
μπουκωμένο στόμα χέρια σκεπαστά
θαλάσσιος υπνοβάτης με φεγγάρι
αλατισμένη.
--
Τα χέρια σου κορφολογούσανε, σ.9
Τα χέρια σου κορφολογούσανε
μές στο ξεσκέπαστό μου στήθος
στρουφουλιάζοντας ξανθένιες μπούκλες
τρυγώντας ρόγες
κάνοντας τις φλέβες μου να τρίζουν
πήζοντάς μου το αίμα
μέσα στο στόμα μου η γλώσσα σου
χόντραινε από μίσος
το χέρι σου σημάδευε με ηδονή το
μάγουλό μου
πάνω στη ράχη μου τα δόντια σου
εγγράφανε βλαστήμιες
ανάμεσα στις κνήμες μου έσταζε
των οστών μου το μεδούλι
κ’ έτρεχε τ’ αυτοκίνητο στον αλαζόνα
δρόμο
περνώντας πάτησε την οικογένειά μου.
--
Η μέλισσα πού τον καιρό της χάνει, σ.10
Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
Σε ανθόν επάνω συσπασμένη
ο μαύρος άντρας με άψητες μασχάλες
πού κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια
και πού μέσα στη σκιά της σκιάς βαδίζει
της σκιάς της σκιάς
το χέρι σου πού σέρνεται στο σεντόνι σάμπως
λεκές από λίπος
το χέρι σου πού πιά δε θέλει σηκωθεί
όλα τα χαμένα ετούτα τά σπα-
ταλημένα τά θρηνώδη
σαν τη νύστα εκείνου πού την αυγή θέ να
πεθάνει και το ξέρει ΄
της καρδιάς μου το υνί μέσα στο βάλτο
το αόρατό του ανοίγει αυλάκι
πάνω στις φτέρνες της η νύχτα τρέμει
θεέ πόσο φοβάμαι.
--
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η, σ.11
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η
καρδιά μου
μιλώ με τη μύτη
λύνονται τα μαλλιά μου
γελάς
ανοίγεις το στόμα
αλαφρωμένο κι άδειο σά μια λεχώνα
πηδώ στην αγκαλιά σου
μια κουστωδία χωρατά
μπροβαίνει ξάφνου
το κρεβάτι μου βουλιάζει μέσα στη νύχτα
τά φουστάνια μου πέφτουν
γελάς.
--
Ξέχασέ με, σ.12
Ξέχασέ με
ν’ ανασάνουνε τά σπλάχνα μου
της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι
να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου
δίχως ν’ αναζητούνε τη σκιά σου
να γίνει η όρασή μου όραμα
να ξαποστάσει η ζωή μου
ξέχασέ με θέ μου να με θυμάμαι.
--
Άσε με να σ’ αγαπώ, σ.13
Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μού καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τά κλειστά σου μάτια
άσε με να τά τρυπήσω με τη
σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
--
Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες, σ.14
Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μέσα στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μές στην κοιλιά σου ο θάνατος πού
το μυαλό μου τρώει
όλα ετούτα μιάν αλλόκοτη μέ κάνουν
κόρη.
--
Μην τρώτε τά παιδιά των άλλων, σ.15
Μην τρώτε τά παιδιά των άλλων
γιατί θα σάπιζεν η σάρκα τους
μές στα γαρνιρισμένα στόματά σας
μην τρώτε του καλοκαιριού τά κόκ-
κινα λουλούδια
γιατί ο χυμός τους είναι παιδιών
εσταυρωμένων αίμα
μην τρώτε το μαύρο των φτωχών το καρβέλι
γιατί είναι ζυμωμένο με τά ξυνά τους δάκρυα
και ρίζα θα’ πιανε στα μακρουλά
κορμιά σας
μην τρώτε να πεθάνουνε να ξεραθούνε
τά κορμιά σας
στρώνοντας το φθινόπωρο στην πενθούσα γήν
επάνω.
--
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω, σ.16
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
μέσα στο στόμα μου ο ίλιγγος
κ’ εσύ στη ράχη μου
πάνω στη στέγη γάτος
πού ένα μάτι μασουλάει γλυκερό
μάτι προσκυνητή πού το θεό του
αναζητάει.
--
Η σκιά σου χωρίς στόμα, σ.17
Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τά μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φώς από φωνές
ασίγαστες, πού είναι η κόλασή μου.
--
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου, σ.18
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
στών μυστικών κραυγών σου μέσα το μαυράδι
έχω εισδύσει
κ’ η γή χορεύοντας τραγουδώντας αιωρείται
κόκκινη από τα σπλάχνα σου η γή
από το δηλητήριο δαγκωμένα ΄
το αίμα ενός δαίμονα τυφλός
των νυχτών σου ποταμός αόμματος
ροκανίζει τις αστάθειές σου
το κάψιμο απ’ τους εμπαιγμούς σου
μέσα στο κόκκινο του θάνατού σου
ατλάζι
μές στον τρισκότεινο διάδρομο των
ομματιών σου μπήκα
και η γή χορεύει τραγουδά αιωρείται
και ξεβιδώνεται από αγαλλίαση η κεφαλή μου.
--
Να σε προκαλούνε τά στήθια μου, σ.19
Να σε προκαλούνε τά στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δώ τά μάτια σου να βαραίνουν
τά μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
--
Κάλεσέ με να περάσω μές στο στόμα σου τη νύχτα, σ.20
Κάλεσέ με να περάσω μές στο στόμα σου τη νύχτα
διηγήσου μου των ποταμών τά νιάτα
πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό μου μάτι
δός μου τροφό την κνήμη σου.
Ύστερα άς κοιμηθούμε του αδερφού μου αδέρφι
μια και πεθαίνουν τά φιλιά μας
πιο γρήγορα παρά η νύχτα.
--
Δεν υπάρχουν λέξεις, σ.21
Δεν υπάρχουν λέξεις
τρίχες μόνο
μέσα στον δίχως πρασινάδα κόσμο
όπου τα στήθια μου είναι βασιλιάδες ΄
δεν υπάρχουν ανδραγαθίες
το πετσί μου μόνο καί τά μερμήγκια
πού ανάμεσα στις πληθω-
ρικές μου κνήμες γαυριάζουν
της σιωπής φορούν μάσκες και δουλεύουν.
Έρχεται η νύχτα κ’ η έκτασή σου ΄
το σώμα μου βαθύ, αυτό το δίχως
νόηση χταπόδι
χάφτει το πέος σου που σειέται
πάνω στη γέννησή του.
--
Το κίτρινο ανάψανε, σ.22
Το κίτρινο άναψε
της γιορτινής ημέρας το μάτι
μακραίνουν τά κοντά κοστούμια τους
απελπισμένων σαλτιμπάγκων
ακούγονται τά βιαστικά
τά ξιπασμένα βήματα
των πετεινών και των αντρώνε πού
κατοικούνε τά προάστια
πού θέλουν να μη χάσουνε το τελευταίο μπούσι
σίγουροι πώς έτσι θα φτάσουνε
στής κλίνης μου το πόδι
πρίν από το φεγγάρι.
-- 
Το μυαλό μου φύρανε, σ.23
Το μυαλό μου φύρανε
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο αστακός
πού κάτω απ’ το κρεβάτι μου γαβγίζει.
Κάθε πρωί χαράματα
το μάτι μου είναι κλειστό
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο κόρφος μου από
ξύλο ροδιάς
που σκληραίνει.
Το κρεβάτι μου είναι σταυρός
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία το κορμί σου
πού προστάζει
και γελά
όσο εγώ κοιμάμαι.
Έρχονται τα πρωτοβρόχια.
--
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι, σ.24
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι
θλιμμένο και χωρίς επάγγελμα
πόδι όλο κάλοι μιάς νέγρας εμπνευσμένης
μαύρης της τελευταίας νύχτας.
Μές στους έρημους δρόμους
τραγουδά η νέγρα
το τραγούδι των κόρνων και
των κόκκινων κάλων
το τραγούδι των θλιμμένων
δίχως επάγγελμα ποδιώνε.
--
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού, σ.25
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού
ωχρό απ’ το σαράκι
στον κήπο μου με τ’ ανθισμένα δέντρα ΄
το παράχωσα καλά στη δυσώδη άρουρα
το πότισα τ’ ονομάτισα το κλάδεψα
ξέροντας πώς στον τόπο αυτό
θ’ αναβλαστήσει μια παρθένα
μια κόρη αστράφτοντας από ζωή από φώς
μόνο μια φορά καινούργια μέσα σε παλιατσούρες.
--
Το γέλιο μου πετάει ψηλά, σ.26
Το γέλιο μου πετάει ψηλά
πιο ψηλά από τις μίτρες των καρδιναλίων
πιο ψηλά απ’ την ελπίδα
χαμογελούν τά στήθια μου όταν ο ήλιος λάμπει
παρ’ όλα μου τα ενδύματα και τον σύζυγό μου ΄
είμαι ευτυχισμένη έτσι άσκημη που είμαι
γιατί μ’ αγαπούνε οι γύπες
κι ο θεός ακόμα.
--
Χτυπά το τηλέφωνο, σ.27
Χτυπά το τηλέφωνο
κι απαντά το πέος σου
βραχνιασμένου κανταδόρου η φωνή του
κάνει τις ανίες μου να βράζουν
και το σφιχτό αυγό πού είναι η καρδιά μου
τηγανίζει.
--
Μές στη γαλάζια κλινική τριγύριζε ένα όνειρο, σ.28
Μές στη γαλάζια κλινική τριγύριζε ένα όνειρο
όνειρο πού δραπέτευσε από μυαλό
αναισθητοποιημένο
ένα μικρούλη όνειρο με την ουρά στα σκέλια
μάταια ψάχνοντας για ένα ποντίκι
πού να ‘θελε τη θέση του κορμιού να πάρει
ανθρώπου κοιμώμενου τρυπανισμένου
που έχανε τις ιδέες του
από τη στρογγυλή τη μαύρη τρύπα
μυαλού πυραχτωμένου.
--
Τη νύχτα είμαι το αλάνι στου εγκέφαλου τη χώρα, σ.29
Τη νύχτα είμαι το αλάνι στού εγκεφάλου τη χώρα
σερνάμενο επάνω σε φεγγάρι από μπετόν
η ψυχή μου ανασαίνει δαμασμένη απ’ τον άνεμο
και τη μεγάλη μουσική των μισότρελων
που μασάνε άχυρα φεγγαρίσιο μέταλλο
και πετούνε και πετούν και πέφτουν
στο κεφάλι μου
αμολυμένοι
χορεύω το χορό της χαοσύνης
πάνω στής μεγαλομανίας χορεύω το άσπρο χιόνι
ενώ πίσω απ’ το παράθυρό σου εσύ
ζαχαρωμένη από λύσσα
λεκιάζεις των ονείρων σου το στρώμα
περιμένοντάς με.
--
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα σου, σ.30
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα σου
για να σαλέψει ατροφική μια γλώσσα
έκρυψε το παρφουμαρισμένο πέος του
με χέρι μπλάβο από ντροπή και θάνατο
κ’ ύστερα με βήμα ηχηρό
πέρασε μέσ’ απ’ το κεφάλι μου θρηνώντας.
-- 
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος, σ.31
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
Η νύχτα πρίν την τελική μάχη
Το φαλακρό της άλογο
τη φρεσκάδα ανάπνεε της θάλασσας
κόμπαζε
λύσσαε
χρεμέτιζε το φόβο του
που οι θεοί της επιστήμης
κατηφορίζανε απ’ τα βουνά
μαζί τους φέρνοντας τους άντρες
και τά τάνκς.
--
Στις σκοτεινές της απελπισίας σπηλιές, σ.32
Στις σκοτεινές της απελπισίας σπηλιές
μονάχη γυροφέρνω
μονάχη γεύομαι κρέατα μιαρά
μοναχή πεθαίνω μονάχη μου επιζώ
δίχως αυτιά τα ουρλιαχτά των σφάγιων
να μην ακούω.
Από λέξεις άδειο το στόμα μου γογγύζει.
Είμαι ο έρωτας όταν τον έπλασε ο θεός.
Είμαι εγώ.
Είμαι ο εχθρός.
--
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες, σ.33
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες
κρεμασμένη την καρδιά μου θέ να ‘βρεις
μέσα στο μυρωμένο του έρωτα ερμάρι
ανάμεσα στής αυγής τά ρόδινα
φουστάνια κρεμασμένη
απ’ το σκόρο φαγωμένη απ’ τη λέρα των ετών.
Δίχως ρούχα κρεμασμένη
από την ελπίδα ξέφλουδη
σε πλουσιοπάροχα όνειρα
η καρδιά μου ζεί ακόμα. 
--
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια, σ.34
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
Θέλω να με δείς να ουρλιάζω από ηδονή
τά λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες να σε σμπρώχνουν πράξεις
τά ίσια μαλλιά της αφηρημένης κεφαλής μου
να μπλέκονται στα νύχια σου
απ’ την παραφορά καμπυλωμένα
τυφλός να κρατιέσαι ορθός και αφοσιωμένος
απ’ του μαδημένου μου κορμιού το ύψος
να ξανοίγεις.
--
Ψυχή μου κλάψε πού η γη είναι γυμνή, σ.35
Ψυχή μου κλάψε πού η γή είναι γυμνή
κλάψε ουρανέ καλοτυχισμένε
πού το ψωμί σου ξανανθίζει
κλάψε ανελέητε θεέ
δε γελάει πιά το σκυλί μου
το αιδοίο μου ξεράθηκε
και τα χρυσωμένα φύλλα του ντελίριου πέφτουν.
--
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη, σ.36
Όλα τά βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σού διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μές στον καθρέφτη πού η σκιά μου αποκοιμιέται
Κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τά βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στών ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
--  
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου, σ.37
Θέλω να κοιμηθώ πλάι μαζί σου
μαλλιά μπερδεμένα
αιδοία γαντζωμένα
με το στόμα σου για προσκεφάλι.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
δίχως να μας χωρίζει ανάσα
δίχως λέξεις να μας περισπούνε
δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
συσπασμένη και ιδρωμένη
λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
απ’ την αδράνεια φαγωμένη
της έκστασης τρελή
πάνω στον ίσκιο σου να ‘χω ξεμείνει
καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια σου λαγού
τά σάπια
ευτυχισμένη.  
--
Το νερό γουγλουκίζει κάτω, σ.38
Το νερό γουγλουκίζει κάτω
από το λαζουρένιο μου κρεβάτι
αναβλύζουν δάκρυα απ’ τα φεγγερά μου στήθια
λεκιάζοντας το δέρμα μου άγγελου της λύπης ΄
αγκάλιασέ με
της νυχτός μαδημένο ψάρι.
--
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα, σ.39
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα
πού κοιμάται στα πόδια μας
μαντόνας του θάλπους
κ’ οι χίλιες ντελικάτες δυσωδίες
ζοφερές σαν μια μασχάλη
σαν μια καρδιά αιματωμένες
κι αυτές μές στα κορμιά κοιμούνται
γυναικών γυμνώνε
που πλαγιάζουν στα λιβάδια
ή στους δρόμους ζητιανεύουν
τη φράουλα του έρωτα
την ψευτοχρυσωμένη.
--
Μές στών νεκρών τά στόματα, σ.40
Μές στών νεκρών τά στόματα
ζήτησα τ’ όνομά σου
σ’ αγκάλιασα παρόλο μου τ’ αχούρι
σού χάιδεψα τα χαραγμένα από την αγωνία στήθια
ραβδωτή λαφίνα με μάτια φλόγας,
γυναίκα κολασμένη με πόδια από νεφρίτη
σ’ ακολουθά το πέος μου στον ίσκιο ενός κυμάτου
δίχως να νοιάζεται για τις χρονιές που ραθυμούνε
δίχως ποτέ να πάψει
να ουρλιάζει.
--
Νέγρα νεκρή πάνω σε άμμο άσπρη, σ.41
Νέγρα νεκρή πάνω σε άμμο άσπρη
δίχως ιδέες δίχως μύρα δίχως ρούχα
ανάμεσα στους μηρούς της γλιστράει ο αγέρας
πιέζει ο ήλιος χείλια πυρωμένα
μολωπισμένη στα λαγόνια της
στα ορθάνοιχτά της μάτια.
Κύματα μοχθηρά ενεδρεύουνε
την ηδονή της
κ’ έρχονται και πάνε.
-- 
Ένα ποντίκι, σ.42
Ένα ποντίκι
τίποτα πάρεξ ένα ποντίκι
λιγότερο από τίποτα
ακριβώς ένα ποντίκι
έσπρωχνε μπροστά του ένα πέος
τίποτα πάρεξ ένα πέος
ακριβώς το πέος ενός μιγάδα
λιγότερο από άσπρου
στην καρδιά μαύρου
λιγότερο από άνθρωπου
περισσότερο από ποντίκι
τίποτα πάρεξ ένα τίποτα.
Θεέ μου έλεος
για το ποντίκι.
--
Θα κυλιέμαι κατά σένα, σ.43
Θα κυλιέμαι κατά σένα
διασχίζοντας το χώρο τον ασύνορο τον άπατο
ξυνή σαν ρόδου κάλυκας ΄
θα σ’ έβρω άνθρωπε αχαλίνωτε
νηστευτή καταπιωμένε μές στο βόρβορο
άγιε της ευκαιρίας
και θα κάνεις από μένα
το κρεβάτι σου και το ψωμί σου
τά ιεροσόλυμά σου.
--
Τη νύχτα είμαι βατράχι, σ.44
Τη νύχτα είμαι βατράχι
το πάν κοιμάται το πάν ακούει
του νεκρού νερού τη μυστική φωνή καθώς ψελίζει
τη μέρα είμαι φίδι
κοιμάμαι κ’ ύστερα ακούω
του ήλιου το θόρυβο στο πράσινο
νερό των ομματιών σου.
Μά όταν σηκώνεται η ομίχλη
από τους τεφρούς της παιδικότητάς μου λόφους
ψιθυρίζω ονόματα νυμφών
πού βόσκουνε μές στα λιβάδια
και λούζουν τά γλυκά τους πρόσωπα
στού παρελθόντος μου τά δάκρυα.   
--
Φτερά παγωμένα, σ.45
Φτερά παγωμένα
τά μεγάλα των ποδιώνε δάχτυλα
κατασχισμένα
πέρα για πέρα αιδοίο λογχισμένο
καρδιά λιονταρίσια
αποσυνθεμένη.
--
Θήραμα του Macadam, σ. 46
Είναι τά χέρια σου μέσα στον κινητήρα
στο κασόνι πάνω οι μηροί μου
στα γόνατά μου ανάμεσα το φρένο
η σάρκα σου κολλημένη στο πετσί μου.
Είναι ένα πουλί στον ανεμιστήρα
ένας άνθρωπος κάτω απ’ τις ρόδες
τά χέρια σου πού παίζουνε μ’ ένα
καρφί, μέσα στον κινητήρα.
Μέσα στον κινητήρα υπάρχει μια φωνή
ένας χωροφύλακας το μπλόκ του
ένας δρόμος μέσα στον καθρέφτη
άνεμος ανάμεσα στα γόνατά μου.
Ένας κολοσσός ακέφαλος οδηγεί το όχημα
Είναι τα χέρια μου στο τιμόνι επάνω
το αφελές μου αιδοίο πού ικετεύει.  

    Η Τζόυς Μανσούρ γεννήθηκε στα 1928. Σπούδασε στην Ελβετία, Αίγυπτο και Αγγλία. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου στα 1953 εκδίδει την πρώτη της συλλογή Cris που χαιρετίστηκε από τη σουρεαλιστική επιθεώρηση Medium. Από τότε παίρνει ενεργό μέρος στην όλη ζωή του συρεαλιστικού κινήματος.
Η Μανσούρ εκφράζεται αποκλειστικά ποιητικά, πράγμα που γι’ αφτήν είναι το ίδιο με το να ζει και να σκέφτεται. Μια ελευθερία αλλόκοτη είναι που αναπηδά μια κ’ έξω μέσα απ’ τα ποιήματα και διηγήματά της τα διαποτισμένα μ’ έναν ερεβώδη και κραυγαλέο ερωτισμό διαβρωμένον απ’ το χιούμορ.
«Το να μνημονεύεις την Τζόυς Μανσούρ σ’ ένα πανόραμα σχετικό με τον έρωτα» σημειώνει κάπου ο Maurice Chappaz «είναι σα να μνημονέβεις έναν από τους κύκλους της κόλασης».
Τα Ερωτικά είναι μια επιλογή από τις συλλογές της Cris(1953), Dechirures(1955), και Rapaces(1958), που έγινε με ευθύνη του μεταφραστή, ο τίτλος είναι του εκδότη.
Απ’ όσο ξέρουμε λίγα ποιήματα της Μανσούρ παρουσίασε για πρώτη φορά το περιοδικό «Πάλι» (τ. 6, 1965) σε μετάφραση Νάνου Βαλαωρίτη.
΄Εργα της:
*Το παραπάνω κείμενο, δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου συμπληρωμένο με φωτογραφία της ποιήτριας. Τα έργα που αναφέρονται είναι τα ίδια με αυτά που αναγράφονται στη συλλογή «ΟΡΝΙΑ», με τις εξής διαφορές. Η εργογραφία της σταματά στην συλλογή “Ca” το 1970, και το έργο της, « Jules Cesar» εδώ, αναφέρεται σαν χρονολογία έκδοσης του το 1957.
Όλα τα ποιήματα της συλλογής ΕΡΩΤΙΚΑ, είναι άτιτλα. Επίσης, η συλλογή δεν έχει πίνακα περιεχομένων, αναφέρω τον πρώτο στίχο των ποιημάτων και την σελίδα.
      Αυτό είναι το ποιητικό ερωτικό σύμπαν της Joyce Mansour, μιάς υπερρεαλίστριας ποιήτριας που επέδρασε καταλυτικά στην ποιητική σκέψη, το ύφος, την κόντρα αντιπαράθεση δυνατών λέξεων, στην θεματολογία, στην εικονοποιία των μεταγενέστερων αντρών και γυναικών ποιητών και ποιητριών. Στην ελληνική υπερρεαλιστική επικράτεια, η ποιήτρια Βερονίκη Δαλακούρα, η Νατάσα Θ. Χατζιδάκι, και εν μέρει η Μάτση Χατζηλαζάρου και ορισμένες άλλες, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, έχουν δάνεια στοιχεία μέσα στο έργο τους από την Μανσούρ. Ιδιαίτερα οι δύο πρώτες, μιλούν ανοιχτά και με την ίδια αβίαστη άνεση για σεξουαλικά ή ερωτικά θέματα όπως έπραξε η Τζόϋς Μανσούρ. Από την πλευρά των αντρών υπερρεαλιστών δημιουργών, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος και το πεζό του έργο-ποταμός «Ο Μεγάλος Ανατολικός», μπορούμε να σημειώσουμε ότι έχει πολλά κοινά σημεία με την Γαλλίδα ποιήτρια, στην επιλογή των θεμάτων. Ο πειραιώτης ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, έχει μέσα στο έργο του, ποιήματα με την ίδια πάνω κάτω εικονοποιία, ο Νάνος Βαλωρίτης, παρότι ο ίδιος ανήκει στο υπερρεαλιστικό κίνημα, είναι πιο χαλαρός, με λειασμένες πολλές γωνίες του ποιητικού του λόγου. Η περίπτωση του Νικόλαου Κάλλας είναι πολύ ιδιαίτερη, κατέχει ξεχωριστή θέση μέσα στο παγκόσμιο και ελληνικό ρεύμα του σουρεαλισμού. Ο εικαστικός και ποιητής πάλι Νίκος Εγγονόπουλος, αγαπήθηκε περισσότερο μάλλον για την ελληνικότητα του έργου του, την προσήλωσή του στην ελληνική ορθόδοξη και αρχαία παράδοση, παρά για τα υπερρεαλιστικά του ανοίγματα. Ο φωτοδότης Οδυσσέας Ελύτης, σύντομα και πολύ νωρίς εγκατέλειψε τις δογματικές αξίες της υπερρεαλιστικής τεχνικής και θεματολογίας, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ελληνική ποιητική περιπέτεια.
ΥΓ. Συμπληρωματικά, παραθέτω και το λήμμα της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, που μπορεί να βρει ο καθένας στο διαδίχτυο, για την καλύτερη κατανόηση του ποιητικού έργου της Τζόϋς Μανσούρ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 30/7/2017
Η πόλη του Πειραιά ησυχάζει, μια και έφυγαν τα Πειραιώτικα αποδημητικά πουλιά για τις τελευταίες εβδομάδες των διακοπών. Τελικά, εμείς οι Πειραιείς, από πού κρατά η σκούφια μας;     

*Η Βάση δεδομένων της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, αναφέρει τα εξής σχετικά με την Joyce Mansour:


http://www.biblionet.gr/images/results_top_right.gif
http://www.biblionet.gr/images/results_top_left.gif

http://www.biblionet.gr/images/persons/19237.jpg
Mansour, Joyce, 1928-1986




Η ποιήτρια Τζόις Μανσούρ (1928-1986) γεννήθηκε στο Bowden της Αγγλίας. Η οικογένειά της ήταν από την Αίγυπτο και η ανατροφή της έγινε σύμφωνα με τις παραδόσεις της Ανατολής. Μετά τις σπουδές της στην Αγγλία και την Ελβετία, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο όπου ασχολήθηκε με τον αθλητισμό (υπήρξε, μάλιστα, πρωταθλήτρια Αιγύπτου στα 100 μέτρα). Το 1947 έχασε τον πρώτο της σύζυγό μετά από σύντομη αρρώστια, έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Το 1949 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Σαμίρ Μανσούρ, που τη συνάντησε στις λεμβοδρομίες του Yacht Club. Μετά το γάμο της αρχίζει να μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Καΐρου και Παρισιού και στρέφεται στην ποίηση, γράφοντας στα γαλλικά. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή "Cris" ("Κραυγές", 1953), την οποία φίλοι της όπως ο Pierre Segher ενδιαφέρθηκαν να εκδώσουν. Ο Μπρετόν ενθουσιάστηκε και την αποκάλεσε "κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού" και από τότε η Μανσούρ και ο Μπρετόν έγιναν αχώριστοι φίλοι. Ο Μπρετόν κατακτήθηκε από τη γοητεία της, καθώς εκτός από ικανή ποιήτρια, υπήρξε σαγηνευτική γυναίκα. Ο Phillipe Audoin στο έργο του "Les Surrealistes" (Seuil, Paris 1973), γράφει για τη Μανσούρ: "[...] όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, που μόλις είχε φθάσει από την Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά· παρατηρώντας το οξύ της προφίλ, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πως μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφείς και οι ιερείς του ήλιου αγρυπνούν στις πριγκίπισες, κόρες του Ακενατόν". Το 1954 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Ενταγμένη στο κίνημα των σουρεαλιστών, ακολούθησαν ακόμη δεκαπέντε της βιβλία ποίησης, με κυρίαρχο ένα βίαιο, ορμητικό, συχνά λεσβιακό ερωτικό στοιχείο ("Dechirures", 1955, "Rapaces", 1960, "Carre blanc", 1966, "Les Damnations", 1967, "Phallus et momies", 1969, "Astres et desastres", 1969, "Anvil Flowers", 1970, "Predelle Alechinsky a la ligne", 1973, "Pandemonium", 1976, "Faire signe au machiniste", 1977, "Sens interdits", 1979, "Le Grand Jamais", 1981, "Jasmin d'hiver", 1982, "Flammes immobiles", 1985, "Trous noirs", 1986), τέσσερα βιβλία πεζογραφίας ("Jules Cesar", 1956, "Les Gisants satisfaits", 1958, "Ca", 1970, "Histoires nocives", 1973) και ένα θεατρικό έργο ("Le Bleu des fonds", 1968). Πέθανε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1986, σε ηλικία πενηνταοκτώ ετών, από καρκίνο του μαστού. Ο εξορκισμός του θανάτου διατρέχει το έργο της και κορυφώνεται στις τελευταίες της συλλογές, κάτω από την επίδραση της αρρώστιας της. Ο μεταφραστής της στα ελληνικά, ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, σημειώνει για το έργο της Μανσούρ: "Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου... που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική... Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος".