Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη


ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ
( Κρήτη 7/11/1930- Πέμπτη 18/6/2015)

     Μια από τις γλυκύτατες «γιαγιούλες» της ελληνικής ποίησης, ήταν η ποιήτρια και μεγάλη γατομάνα Μαρία Σερβάκη. Την πρωτοσυνάντησα στο «γατόκαστρό» της στην οδό Άγρας μια παρασκευή του Μάρτη του 2001. Για την ακρίβεια στις 2 Μαρτίου του 2001. Κάποια από τις ποιήτριες που τότε συνομιλούσα μου πρότεινε να την αναζητήσω και να συνομιλήσω με την ποιήτρια. (νομίζω ότι ήταν η ποιήτρια και μεταφράστρια Λύντια Στεφάνου, αλλά και αν όχι, δεν έχει σημασία. Αξιόλογη επίσης γυναικεία ποιητική φωνή και μεταφράστρια). Να την γνωρίσω από κοντά, να μου δώσει τις συλλογές της, που δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο. Είχα προμηθευτεί ήδη τρεις συλλογές της και της είχα διαβάσει. Τον «Μυστρά», την «Ενδυτροβαναρ» και «Ο Άλλος Κήπος». Το όνομά της το είχα συναντήσει σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε έναν τόμο με τα Άπαντα του συγγραφέα Φαίδρου Μπαρλά, αγαπημένου συγγραφέα της άλλης ποιήτριας και ζωγράφου της Νανάς Ησαΐα, όπως μου έλεγε συχνά η Ησαΐα στις συναντήσεις μας. Εφοδιασμένος με τις συλλογές της την επισκέφτηκα, με κάποια δόση απορίας, μια και μου είχαν πει, ότι η Μαρία Σερβάκη, όχι μόνο υποστήριζε με πάθος αρκετά φιλοζωικά σωματεία αλλά και λάτρευε υπερβολικά τις γάτες, πράγμα που διαπίστωσα κατόπιν από κοντά. Όταν για πρώτη φορά την επισκέφτηκα, δεν πρόλαβα να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας και να ανεβώ την σκάλα, χίμηξαν πάνω μου δεκάδες γάτες και γατάκια. Ο σιγαλόφωνος ήχος της φωνής της καλωσορίζοντας με ακούστηκε να μου λέει: «ανεβείτε, μην φοβάστε. Καθίστε στην σάλα και θα έρθω σε λίγο, ετοιμάζω το φαγητό για τις γάτες μου που δεν έχουν φάει ακόμα». Καθώς ανέβαινα προσέχοντας να μην πέσω από τα δεκάδες γατάκια που φούρμαζαν μέσα στα πόδια μου, τρίβονταν και νιαούριζαν ρυθμικά, βλέποντας τον ξένο που είχε εισβάλει στον χώρο τους, παρατηρούσα στην μικρή αυλή-τον κηπάκο του σπιτιού, δεκάδες άλλες γάτες να λιάζονται, να γλείφονται, να κοιμούνται, να με κοιτούν με το ένα τους μάτι μισάνοιχτο κάπως παράξενα, που τάραξα την ησυχία τους. Τις έβλεπα να είναι ανεβασμένες πάνω σε ένα δέντρο, δίπλα στην σκάλα, αν θυμάμαι σωστά-και να κρατούν μια επικίνδυνη ισορροπία που και μόνο που τις έβλεπες πάνω στα κλαδιά του τρόμαζες. Να ακροζυγιάζονται πάνω σε μικρά κλαδιά και έλεγες από μέσα σου τώρα θα πέσουν. Μπήκα στην μεγάλη σάλα και κάθισα σε μια καρέκλα δίπλα σε ένα μεγάλο τραπέζι που βρίσκονταν στο κέντρο. Αμέσως έτρεξαν άλλες γάτες και γατάκια να με μυρίσουν, να με δουν από κοντά, να τριφτούν πάνω μου, να θέλουν να ανεβούν στα πόδια μου, να πασχίζουν να μου προκαλέσουν το ενδιαφέρον, την προσοχή μου ή εγώ την δική τους. Με δυό λόγια, να προσπαθούν να καταλάβουν ποιος ήταν ο επισκέπτης, ο παρείσακτος που εισέβαλε στον χώρο τους. Άλλες πάλι γάτες έπαιζαν πάνω στο κρεβάτι, άλλες βρίσκονταν ξαπλωμένες πάνω σε καρέκλες ή τυλίγονταν παίζοντας με το καλώδιο του τηλεφώνου, άλλες ήταν ανεβασμένες πάνω στα έπιπλα. Ακόμα και πάνω σε ορισμένα βιβλία τις έβλεπα να κάθονται με χάρη, λες και αναζητούσαν ζεστασιά από τις λέξεις των βιβλίων ή αν θέλετε, να πρόσφεραν την θερμοκρασία του σώματός τους στις παγωμένες σελίδες τους. Ο νους μου πήγε στην αρχαία αίγυπτο και στα ιερογλυφικά της, με τις παραστάσεις από γάτες που λατρεύονταν σαν Θεές. Σαν εφτάψυχες Θέες του άλλου κόσμου. Έπειτα από λίγο ήρθε κοντά μας και η ποιήτρια. Ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή συνομιλούσε με άλλες γάτες, ταυτοχρόνως ρωτώντας με, αν αγαπώ τα ζώα. Η καταφατική μου απάντηση και το γεγονός ότι της ανέφερα ότι έχουμε και εμείς στο σπίτι μας οικόσιτα ζώα, μια γατούλα, την πανέμορφη, υπερήφανη και ακατάδεκτη Νανά, την ψηλομύτα, την έκανε να έρθει κοντά μου και, παρότι δεν γνωριζόμασταν, να μου δώσει ένα μητρικό φιλί στο  μέτωπο. Να μου χαμογελάσει τρυφερά και να κάτσει δίπλα μου, ενώ εξακολουθούσε να συνομιλεί και να συμβουλεύει διάφορες γάτες της που στριφογύριζαν ανάμεσα στα πόδια μας και πάνω μας.
     Η Μαρία Σερβάκη ήταν μια ευγενική, τρυφερή και γλυκύτατη ύπαρξη, για όσους έτυχε να την γνωρίσουν από κοντά, σκορπούσε μια θετική ενέργεια ζωής. Ήταν χαμογελαστή και δοτική, ευδιάθετη και χαρούμενη, ευτυχισμένη μέσα στο γατοβασίλειό της. Διέκρινες στο πρόσωπό της μια ηρεμία, στην φωνή της μια γαλήνη, μια καλοσύνη στο παρουσιαστικό της που τα χρόνια της ζωής δεν της είχαν στερήσει όπως συμβαίνει σε άτομα μεγάλης ηλικίας. Καθώς το βάρος των χρόνων και οι ταλαιπωρίες της ζωής και η ατομική τους διαίσθηση του βιολογικού τους τέλους που πλησιάζει, τα καθιστούν παράξενα, γκρινιάρικα, απότομα, οξύθυμα, απαιτητικά. Να τους φταίνε όλα και όλοι, γερολαδάδες από οικονομικό φόβο και συνταξιοδοτική ανασφάλεια. Εκείνη ήταν γλυκύτατη.Εξέπεμπε μια εικόνα αληθινή, αυθεντική. Στην πρώτη μας συνάντηση, έμεινα κοντά της πάνω από 4 με 5 ώρες συνομιλώντας. Μετά τις σχετικές γενικές ερωτήσεις γνωριμίας μας με ρώτησε (ίσως για να με δοκιμάσει;) και πάλι, αν αγαπάω τα ζώα και αν έχουμε στο σπίτι μας ζώα να φροντίζουμε. Της απόκρυψα το γεγονός ότι από δική μου οργανική υπαιτιότητα, ήμουν αλλεργικός στο τρίχωμα των γατών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απέφευγα την συντροφιά τους ή την περιποίησή τους από κοντά. Της μίλησα και για τον Ρεξ ένα μικρό κουταβάκι που είχαμε περιθάλψει πρόσφατα από τον δρόμο. Ένα μικρό σκυλάκι χαριτωμένο και φαγανό. 
Αφού είπαμε διάφορα για τα ζώα, κατόπιν,της έδειξα τις συλλογές της που είχα βρει στο εμπόριο αγοράσει και μελετήσει.Με ρώτησε για την σχέση μου με την Ποίηση. Της είπα ότι έχω εκδώσει μια ποιητική συλλογή και ότι σε επόμενη συνάντησή μας αν το επιθυμούσε, θα την έφερνα μαζί μου, και ακόμα, ότι έχω δημοσιεύσει κριτικές και μικρές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Στο πρόσωπό της έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο, μια ικανοποίηση χαράς μαζί με κάποια δόση περιέργειας, όταν διαπίστωσε από τις κουβέντες μας, τα διαβάσματά μου και την αγάπη μου για την ποίηση, τις ελάχιστες γνώσεις που διέθετα σε θέματα και προβλήματα της διαδρομής του ελληνικού ποιητικού λόγου, την εξέλιξή του. Μου μίλησε για αγαπημένους της ποιητές και ποιήτριες, εξιστορώντας μου συναντήσεις της με γνωστούς έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα στάθηκε στον ποιητή Νίκο Καρούζο. Της είπα ότι τον θεωρώ πολύ μεγάλο κεφάλαιο στον ελληνικό ποιητικό λόγο,-παρά του ότι στην μία και μοναδική μου συνάντηση μαζί του, ακούγοντας τις απόψεις που εξέφραζε για διάφορες κοινωνικές ομάδες, δεν με ενδιέφερε να τον ξανασυναντήσω. Φυσικά αυτό, δεν της το ανέφερα. Μιλήσαμε όμως για την ποίησή του που και οι δύο αγαπούσαμε. Κουβεντιάσαμε για άγγλους ρομαντικούς ποιητές και όχι μόνο. Της έκανα λόγο για τους ποιητές της ελισαβετιανής περιόδου που αγαπώ. Την άκουγα να μου αναλύει ποιήματα με άνεση, να στέκεται σε ζητήματα θεωρίας της ποίησης που ενδιέφεραν και εμένα, συμπλήρωνα τις γνώσεις. μου. Η πρώτη αυτή συνάντηση μαζί της, ήταν για μένα τουλάχιστον, εποικοδομητική. Συμφωνήσαμε να μου τηλεφωνήσει σύντομα και να την επισκεφτώ ξανά, όπως και έγινε. Στην δεύτερη επίσκεψή μου γνώριζα πώς να συμπεριφερθώ απέναντι σε αυτό το τρελό γατομάνι που εισέβαλε ξαφνικά από κάθε σημείο του σπιτιού και σε περικύκλωνε, σε παρατηρούσε εξονυχιστικά σε σημείο να νιώθεις κάπως άβολα που μπήκες στον χώρο τους.
Η Μαρία Σερβάκη με ξενάγησε στην ζεστή παλαιά της οικία, τσιμπήσαμε κάτι πρόχειρα και κουβεντιάσαμε διάφορα. Μιλήσαμε και πάλι για ποίηση, για την λειτουργία της στην ζωή των ανθρώπων. Επιμείναμε,κυρίως, στις ελληνίδες ποιήτριες. Σεμνή και διακριτική η Μαρία Σερβάκη, απέφευγε να συγκρίνει τον δικό της ποιητικό λόγο με αυτόν των άλλων γυναικών ποιητριών. Διαβάσαμε ποιήματα ελληνίδων ποιητριών και την παρακάλεσα-όπως και έκανε-να μου διαβάσει στα αγγλικά ξένους ποιητές για να ακούσω τον ήχο της φωνής της. Να ακούσω από εκείνη πως διαβάζεται ένα ποίημα. Είχε την καλοσύνη ακόμα να μου διαβάσει ένα ή δύο δικά της ποιήματα. Ομολογώ ότι είχα με δική μου υπαιτιότητα, στην αρχή, δυσκολία να κατανοήσω την ποίησή της. Την έβρισκα να απέχει από τον συνηθισμένο γυναικείο λόγο της εποχής της. Αυτά τα μακράς πνοής και γραφής άτιτλα ποιήματά της που ξενίζουν μάλλον με την πρώτη τους προσέγγιση, τις ενότητες ποιημάτων που αναφέρονται στις ερωτικές της εφηβείας της εξομολογήσεις, τα ερωτικά της χορικά, τα εξαιρετικά της επιθαλάμια, την όχι και τόσο συνηθισμένη πραγμάτευση ερωτική της θεματολογία και ύφος. Τις άμεσες μείξεις ειδών του ποιητικού λόγου. Από σεβασμό και εκτίμηση απέφυγα να σχολιάσω ορισμένες απορίες πάνω στο έργο της. Της περιέγραψα όμως την αίσθηση που νιώθω διαβάζοντας ποιήματά της. Στην δεύτερη συνάντησή μας, συνέκρινα τον ποιητικό της λόγο με ποιήτριες της εποχής της, με αυτές που διέθεταν ερωτική πνοή, που ο λόγος τους αποπνέει γυναικεία ερωτική χειραφέτηση, εξομολογητικό ερωτικό τόνο υψηλής ποιότητας, όπως είναι η ποίηση της παλαιότερης Μυρτιώτισσας, την οποία είχε γνωρίσει από κοντά, γνώριζε το έργο της, αποφεύγοντας διακριτικά να μου απαντά άμεσα στους συσχετισμούς μου. Της μίλησα γιαυτό το κρυφτούλι του έρωτα και του θανάτου που κυριαρχεί μέσα στο έργο της από την πρώτη της σχεδόν συλλογή, την «Περιπέτεια», με τα μικρής φόρμας άτιτλα και χωρίς στίξη ποιήματά της. Της τόνισα ότι παρά την αίσθηση της ερωτικής απώλειας που αναγνωρίζουμε στα ποιήματά της, την απουσία του αντρικού ερωτικού συντρόφου, των εφηβικών της σκιρτημάτων, του «ναύτη»-του θαλασσινού νέου, (Μήπως τον έλεγαν Μάριο, όπως σε μια αφιέρωσή της γράφει) η φωνή της δεν οδηγείται στην θανατολατρεία, την θανατολαγνεία. Το απαισιόδοξο νοσταλγικό της βλέμμα νοτίζει την μνήμη της παραμένοντας ακμαίο και σταθερά εστιασμένο σε ένα εφηβικό και νεανικό πλαίσιο επισημάνσεων μεταγενέστερων σχολιασμών τους. Της μίλησα για τον ενεργό και λειτουργικό οραματισμό που πλημμυρίζει την ποιητική της φωνή, όπως στην συλλογή της «Μυστράς», που αποτελείται από μακροσκελείς συνθέσεις ερωτικών αναβαθμών.
(Επεισόδιο του Κήπου. 
Επεισόδιο του Τροβαδούρου. 
Επεισόδιο της Αλχάρδης. 
Ειδύλλιο). 
Μια χορική σύνθεση που την εισαγάγουν οι στίχοι από τον MANFRED Ii Iii: “… a tyrant spell, Which had its birthplace in a star condemnd…” “…The viewless spirit of a lovely sound…”. του λόρδου Βύρωνα. Και είναι αφιερωμένη «Στον Ίου, στην Κράμπ και σ’ όλα τ’ άλλα τα στοιχειά…» Ένα ποιητικό ορατόριο του έρωτα βασισμένο πάνω σε φωνές και ήχους που διαλέγονται μεταξύ τους, εσωτερικές φωνές της φύσης που συνομιλούν μεταξύ τους, διαλογικά μέλη ανάμεσα στον Τροβαδούρο και την Αλχάρδη, ενταγμένα σε ένα δημοτικόμορφο σκηνικό, μεσαιωνικό περιβάλλον. Ένας ερωτικός λόγος που ανακαλεί στην μνήμη αμυδρά εικόνες από το Άσμα Ασμάτων όπου οι φωνές της φύσης, οι παφλασμοί και ο φλοίσβος της θάλασσας, ο σιγαλός ή δυνατός ήχος της βροχής, του υγρού στοιχείου, (θυμηθείτε την σημασία και την λειτουργία του υγρού στοιχείου στις ταινίες του ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι) οι οσμές και οι μυρωδιές από αγριολούλουδα και φυτά της ελληνικής χλωρίδας, πλημμυρίζουν τον ποιητικό της λόγο. Ακούμε την βουή του ανέμου να δροσίζει ακόμα και τις σκηνοθέτιδες αράχνες του έρωτα: «Οι αράχνες σκηνοθετώντας τον έρωτα» αναφωνεί ο Αντίλαλος, ενώ ο πρώτος Ήχος λέει με τρυφερότητα: «Λάφι μου! Μοσχοφεγγαριά μου!». Ενώ ο τρίτος Ήχος διαλαλεί: «Ήταν μια κλωστή αργυρή γύρω στο φεγγάρι». Η σταθερή παρουσία του φεγγαριού μέσα στις ποιητικές της συνθέσεις, το φως και η εσπερινή σκιά του με ότι αυτό σημαίνει στην εξέλιξη της δραματικότητας των σκηνών, στην καθοδήγηση της εξομολόγησης των εσωτερικών φωνών, των ήχων, στο δυνάμωμα των αισθήσεων, στην εγρήγορση της μελλοντικής μνήμης, την οικοδόμηση του λυρισμού των εικόνων, του λυρισμού και της ατμόσφαιρας των προσωπικών στιγμών, αυτή η υφαντουργός φύση και κομμώτρια της ζωής των ανθρώπων, φέρνει στην σκέψη την ποίηση του ισπανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον φυσιολατρικό της καμβά. Από την συλλογή αυτή και έπειτα η φόρμα της Σερβάκη εμπλουτίζεται, υιοθετείται και το ποίημα μικρής πνοής, διατηρώντας τις άτιτλες, ανώνυμες ποιητικές μονάδες με τον «σκληρό» πυρήνα λυρισμού παράλληλα με τις μακροσκελείς ποιητικές της σύνθεσης. Τα ποιήματα βαθειάς ανάσας, εσωτερικού λυγμού, όπως γίνεται με τους σφουγγαράδες, που η ποιήτρια ανασύρει με ευκολία από τα βάθη της θάλασσας από τα ατάραχα νερά των λιμνών από την ήσυχη ροή των ποταμών, από την εφηβική μνήμη. Εικόνες και περιστατικά που αναδύει στην επιφάνεια των αναμνήσεών της. Μια ευαισθησία και ένας έντονος λυρισμός που πλημμυρίζει τον συναισθηματικό της κόσμο, την γυναικεία ερωτική φύση,την φύση της. Η ερωτική απώλεια της δίνει τροφή για να εκφράσει με έναν λόγο τραγικό, σπαρακτικό αλλά υπερήφανα ελεγχόμενο, να αποδώσει τις πλέον απόκρυφες πτυχές των συναισθημάτων της, της γυναικείας της καρδιάς μετά την απώλεια του αγαπημένου. Την βοηθά να αποδώσει με ήρεμο πάθος ακόμα και αν το φυσικό τοπίο είναι μουντό, συννεφιασμένο, βροχερό τα πιο δυνατά και δραστικά συναισθήματα που γεννιούνται μέσα στην καρδιά της με τις εξακολουθητικές απώλειες της ζωής της. Οι νεκροί είναι παρόντες συνομιλούν με τους ζωντανούς όχι ως σκιές αλλά ως ζώσες παρουσίες. Ανοίγεται διάλογος μαζί τους. 
Από τον «Μυστρά» και έπειτα, το σκηνικό αλλάζει, διευρύνεται, η ποιήτρια πειραματίζεται με επιτυχία στις κατοπινές της ποιητικές συνθέσεις με τον υπερρεαλισμό, με το κίνημα αυτό της τέχνης που τάραξε δυναμικά και επαναστατικά τα ιστορικά λογοτεχνικά νερά του μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Του αφιερώνεται ολοκληρωτικά χωρίς να ξεκόψει από τις ελληνικές της ρίζες, από το ηλιόλουστο μεσογειακό τοπίο. Αφομοιώνει ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο του υπερρεαλισμού που δεν έχει την σκληράδα αλλά την στιλπνάδα, που δεν έχει την παγερότητα των ακραιφνώς θα γράφαμε «σκληροπυρηνικών» σουρεαλιστικών φωνών, αλλά κρατά και συνεχίζει τον εσωτερικό λυρισμό των ρομαντικών. Η φωνή της Σερβάκη παραμένει λυρική, ρομαντική στην διάθεσή της. Η ποίησή της έχει μια ατμόσφαιρα ανθρώπινης ζεστασιάς που δεν φυλακίζεται σε νεκροτομία ποιητικής καθαρότητας, φυλακές υπερρεαλιστικής κανονολογίας, αλλά χουχουλιάζει μέσα στο όνειρο, την ονειροφαντασία, τον οραματισμό, την μεταφυσική ατμόσφαιρα, το άπλωμα των αισθήσεων του ανθρώπου σε καταστάσεις μυστικής ενατένισης, ερωτικής προσευχής, υμνωδίας του χαμένου έρωτα. Στα ποιήματά της ακούγονται μυστικές φωνές ερωτευμένων ανθρώπων, μυστικοί ήχοι της φύσης. Ποιήματα που κινούνται και πλέουν σε άλλες διαστάσεις και κλίμα. Ορισμένες ποιητικές συνθέσεις της μου θύμισαν ποιήματα του ποιητή Γιάννη Υφαντή, πέρα φυσικά από την διαπραγμάτευση της θεματολογίας τους. Από την οσάνω συλλογή και έπειτα, βλέπουμε αχνά να διαπραγματεύεται το θέμα της Μήδειας, να προαναγγέλλει σε στίχους της την κατοπινή επεξεργασία του αρχαίου θέματος- γυναικείου συμβόλου-αυτόνομα, όπως θα πράξει στα κατοπινά χρόνια, και συγκεκριμένα, το 2003 που θα εκδώσει την δική της «Μήδεια». 
«Μάνα ω μάνα
Ρίζα ερώτων φονικών
θεότητα εσύ ανάμεσα των ερπετών και των αηδόνων». ή «Σαν ποιες κατάρες ταξιδεύοντάς σε πάλι;». 
ή χαμένη μέσα στο όνειρο γράφει: 
«Προχωρώ
Ώ, σε ποια όνειρα;
Κι’ αλλοίμονο
Φωνάζω
Σ’ αυτές τις συμπαιγνίες των ονείρων
Ποιος θα με γλυτώσει από τα όνειρα;"
Αναρωτιέται και συνεχίζει: 
«Στο λιγοστό ουράνιο ξέφωτο σας ξαναβρίσκω πελαγίσιες
Να ξεδιπλώνετε της νύχτας το χρησμό» 
και: 
«Κι’ έρχομαι κι’ έρχομαι
Τις νύχτες
Τις νύχτες με τα όνειρα».
Ενώ άλλοι πυρήνες των στίχων της μας υπενθυμίζουν το σύμβολο της Μέδουσας. Μόνο που στην περίπτωσή της, ο Περσέας χάνει την ισχύ της αντίστασής του από την μάγισσα. Δραστική η παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος, των στοιχείων της φύσης, με αυτές των γυναικείων συμβόλων των μύθων. Έντονες αλληλένδετες εικόνες του φυσικού τοπίου με την ζωή του ανθρώπου, τις εμπειρίες του, τις προσωπικές της μνήμες, ερωτικές νοσταλγίες. Οι δεκάδες μυστικοί και φανεροί παλμοί της φύσης ενώνονται ποικιλοτρόπως με τα δικά της ατομικά αισθήματα, οργανώνουν λειτουργικά τον ερωτικό της πόθο ή τις ερωτικές της απώλειες. Αυτή η ύφανση των πολλαπλών στοιχείων μου θυμίζει αμυδρά, αν δεν λαθεύω στην ερμηνεία, την ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον και το ποιητικό της σύμπαν. Ο ερωτικός απόηχος της φωνής της, των εφηβικών της νοσταλγιών, των αναμνήσεων, επανέρχεται σαν μνημονικός κυματισμός σε όλες της τις συλλογές. Βλέπε την σύνθεσή της μιας πνοής «το ποίημα αυτό γράφτηκε στο Μαρούσι την άνοιξη του 1958» αλλά εκδόθηκε από τον «Κέδρο»  το 1972, με τον σύνθετο και παράξενο τίτλο «Ενδυτροβανάρ». Η λέξη είναι τα αρχικά του  Ελπήνωρ-Τροβαδούρος-Νάρκισσος. Μια οργανική και αρμονική σύνθεση του Ομηρικού παρελθόντος, της μεσαιωνικής ερωτικής ποίησης των Τροβαδούρων και του παγκόσμιου διαχρονικού συμβόλου του Νάρκισσου.
      Η Μαρία Σερβάκη χρησιμοποιεί συνήθως τους ίδιους μηχανισμούς που υιοθετούν οι υπερρεαλιστές, για να αποδώσει την πραγματικότητα του ονείρου, αυτό που βιώνει στην ζωή της, στις ατομικές της στιγμές δραματικά, χωρίς όμως να παραβλέπει την διαμορφούμενη πραγματικότητα και καταστάσεις στις οποίες ωριμάζει η ποίησή της. Ο ποιητικός της λόγος, ο κατά βάση και κυρίαρχα ερωτικός, στην σκηνική δομή του, δομείται από μια σειρά επαναλαμβανόμενα αισθήματά της που βασίζονται στην ερωτική της ματιά, στην αίσθηση της απώλειας της ζωής. Στον ποιητικό της λόγο αναγνωρίζουμε επάλληλα στρώματα ανάγνωσης. Το κυρίαρχο συμβάν του έρωτα και σιμά αυτό της συνειδητοποίησης του θανάτου-κάτι σύνηθες στον ποιητικό λόγο-κωδικοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αναιρεί το ένα το άλλο, αλλά και να μην εξουδετερώνει το ένα το άλλο. Υπάρχει αν ερμηνεύω ορθά την φωνή της, ένας σύγχρονος τρόπος απόδοσης και προτροπής, όχι μόνο να μην λησμονηθούν καθαρά προσωπικά της γεγονότα, να μην χαθούν τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα στοιχεία των προσωπικών της ερωτικών σχέσεων αλλά να αποδοθούν με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να δώσουν στον ποιητικό της λόγο την ταυτότητά του. Την καλλιτεχνική του αποτύπωση. Και του δίνουν πράγματι έναν άλλο ελεγειακό τόνο, ένα θρηνητικό τόνο μιας εξομολόγησης συνταρακτικής. Θλίψη και θρήνος για απελθούσες καταστάσεις, για χαμένους έρωτες και θανάτους. Για τον κόσμο των σχέσεων και των απορρίψεων που ενώ τραγικά βιώνει, ταυτόχρονα είναι και η ίδια παρατηρητής των γεγονότων που συνέβησαν πριν αποτυπωθούν στην άσπρη σελίδα. Πριν μετατραπούν σε μελλοντικό υλικό ποίησης που την αναμένει στον μελλοντικό χρόνο των αναμνήσεών και της ζωής της. Αν και μάλλον, υποψιαζόμαστε ότι ο νέος εραστής που κρύβεται μέσα σε ονειρικές καταστάσεις ή χάνεται μέσα σε κυματισμούς ομορφιάς και σωματικούς γυναικείους παφλασμούς εξαιρετικών εικόνων, δεν είναι παρά το ίδιο Σύμβολο που αλλάζει όνομα και επανέρχεται τροπαιοφόρο. Σαν να ζητά εξιλέωση μέσω της ποίησης, να θέλει να επανορθώσει ή να ολοκληρώσει ότι αρνήθηκε στο παρελθόν. Η ποίησή της δεν γεννά την τρέχουσα πραγματικότητα της ζωής της αλλά ο σκληρός χαρακτήρας της πραγματικότητας ενεργοποιεί τις δυνάμεις της φαντασίας, τον κόσμο των ονείρων, των οραμάτων, τον γόο της ελεγειακής ατμόσφαιρας όπως συμβαίνει στην συλλογή της «Ο άλλος κήπος» μια συλλογή Θεμάτων και Παραλλαγών, που γράφτηκαν σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους όπως σημειώνει η ίδια: «Γράφτηκε στην Αίγινα, στην Κρήτη, στο Ras El Ballut του Λιβάνου, στην Αθήνα (1966-1977) και εκδόθηκε ιδίοις αναλώμασι το 1977. Μια συλλογή με έντονη την ελεγειακή ατμόσφαιρα, τον προσωπικό θρήνο. Ο ποιητικός λόγος μεταστοιχειώνεται σε μια συνομιλία των ζωντανών με τους νεκρούς που πλέον ζούνε ξεχωριστά, δεν επικοινωνούν. Έχουμε δύο παράλληλους αλλά ταυτόχρονα επικοινωνούντες με έναν άλλο τρόπο κόσμους, μια συνομιλία μεταξύ των ζωντανών με τους νεκρούς. Ένα υπερρεαλιστικό στοιχείο που συναντάμε και στην Δημοτική μας ποίηση. Την συνομιλία των ανθρώπων του πάνω κόσμου με τις σκιές του κάτω. Στην συλλογή αυτή ο λυρικός της παλμός εντείνεται, το σιγαλό της κλάμα ακούγεται από τα βάθη των στοών του χρόνου, από τις κατακόμβες των αγαπημένων της νεκρών που θρηνούν μαζί της. Ο στίχος 
«Εκείνο το λιβάνι τ’ άλλο
Των νεκρών το μύρο» 
και ο στίχος 
«Των ερώτων πενθήστε θρηνήστε τον έρωτα», 
όχι μόνο μας συγκινεί με τον σπαρακτικό τόνο του, αλλά και μας υπενθυμίζει κάτι κυρίαρχο μέσα στην ελληνική ποιητική και θρησκευτική παράδοση των ελλήνων και της εκκλησίας. Τον αιώνιο Θρήνο του "Άδωνι" όπως τον διαβάζουμε διασωθέντα από τον Βιώνα τον Μόσχο τον αρχαίο ποιητή, αλλά και ακόμα τον επεξεργάστηκε στην ομώνυμη ποιητική του σύνθεση ο άγγλος ποιητής Πέρσυ Β. Σέλλεϋ. Ή αν θέλετε, ακούγεται κάθε μεγάλη εβδομάδα να ψέλνεται μέσα στους ναούς των μεγάλων λυγμών και των επαναλαμβανόμενων εξομολογήσεων, στα κοντάκια και τους ύμνους της μεγάλης παρασκευής. Ο έρωτας και ο θάνατος σαρκώνονται μαζί είναι αλληλένδετοι όπως στους Σολωμικούς στίχους. «Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη…». Ή όπως η ίδια κλείνει την ελεγεία της: 
«Κι απάνω ως κάτω
Ακόμα μια φορά
Μ’ είχαν σταυρώσει μοσχοκάρφια»., καθώς, 
«Τις νύχτες μου δεν τις μοιράζομαι πια». 
Η συλλογή έχει σαν μότο ένα δίστιχο του ποιητή Wei- Wu- Wei: “Therefore dedication can only be to/ the extinction of that which dedicates”. Και συμπληρώνεται ακόμα μετά τις αφιερώσεις της «Της Κουϊτση Της παγωνιάς Του φεγγαριού Και των θανάτων μας» με ένα απόσπασμα από το έργο του γερμανού ποιητή Reiner Maria RilkeSonnets to Orpheus” "Breathe, you invisible poem! Pure/ 
exchange unceasing between the great/ 
ether and our existence. Counterweight/
in which I rhythmically occur.” 
(Translation by C. F. Maclntyre). 
Η συλλογή χωρίζεται στα: «Θέματα Α και Παραλλαγές», «Τοπίο της Μέδουσας και χορικό», «Είσοδος και επίκληση της Μέδουσας», που κλείνει με τους στίχους: 
«Πίδακες ξεκινούν το πνεύμα σου/
Κύκνοι αβύσσου./
Λυσίκομα τα κυπαρίσσια τον έρωτα/
Πενθήστε θρηνήστε τον έρωτα», 
ένας ακροτελεύτιος στίχος που επαναλαμβάνεται.Το «Θέμα Β και Παραλλαγές» που τελειώνει με τον στίχο: 
«Μυριάδες ουρανοί
Λησμονημένα αποστηθίζουν θαύματα κι αγάπες». 
Την ενότητα 
«Το πίσω φως της Μέδουσας» 
που και πάλι επαναλαμβάνεται η ελεγειακή επωδός
«Τον έρωτα
Θρηνήστε
Πενθήστε
τον
έρωτα»,
ενώ η ενότητα μένει ανοιχτή στο χρόνο και στην φαντασία του αναγνώστη. Μπορεί ακόμα και στην ίδια την ποιήτρια, όπως διακρίνουμε και στις επόμενες συλλογές της. 
Η Σερβάκη στην σελίδα 70 βάζει τέσσερεις σειρές από τελείες, που δηλώνουν ότι η ενότητα δεν τέλειωσε, όμως στο τέλος της σελίδας ακολουθεί ο ακροτελεύτιος στίχος
Κ’ εσύ
νεκρός.
«Τόσο νεκρός που πιά
Δε θα προδώσεις το
αηδόνι.»
     Το αηδόνι που θα μελωδίσει ξανά τους νέους έρωτες. Ίσως. Δεν είναι νομίζω τυχαία η επιλογή του αηδονιού μέσα στην ποίησή της, που είναι και ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και εικόνα στην ποίηση των άγγλων και άλλων ρομαντικών ποιητών, που δανείστηκαν την εικόνα από τον αρχαίο τραγικό, τον Σοφοκλή, και όχι μόνο. 
Η συλλογή περιλαμβάνει τις εξής ακόμα ενότητες: 
«Έξοδος ή αυτοσχεδιασμοί πάνω σε μια χορογραφία του Ροβέρτου Σαράγα» που αρχινά πάλι με έναν στίχο του Ράινερ Μαρία-Ρίλκε από τα «Σονέτα του Ορφέα». Κάτι που μας δηλώνει τις επιρροές και τις ποιητικές της προσμείξεις και δάνειες προσχώσεις στο έργο της. «Τις νύχτες μου δεν τις μοιράζομαι πια». Τέλος, ακολουθεί η τελευταία ενότητα του «χοροδράματος;» με «Αντικατοπτρισμοί στους κήπους της Αλχάρδης», που εισάγεται με έναν στίχο της ποιήτριας Λύντιας Στεφάνου: 
«Κ’ εγώ σαν τους τρελούς
Πήρα ένα αντίλαλο
Τον αγκάλιασα
Κ’ έγινε φως.». 
Ενώ η τελευταία ενότητα αρχινά με την επανάληψη σε έξι στίχους της λέξης «Οι οιωνοί, οι οιωνοί…" Με τελεία στο τέλος ή ερωτηματικό.
       Καθαρά αυτοβιογραφική η ποιητική γραφή της ποιήτριας Μαρίας Σερβάκη, διαθέτει έναν ιδιαίτερο ξεχωριστό εκφραστικό τρόπο απόδοσης των ονειρικών ή οραματικών της εικόνων και συμβόλων. Περιέχει σύμβολα και στοιχεία από τον χώρο της ψυχανάλυσης. Ενα είδος εξομολογητικής διάθεσης όχι πάνω στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή αλλά πάνω στην λευκή κόλλα. Μέσα στον Κήπο της Ποίησης, των λειτουργιών της. Με την μέθοδο αυτή, την τεχνική αυτή, οι ίδιοι εσωτερικοί μηχανισμοί της ποίησής της ανακουφίζουν και το υποκείμενο που την κυοφορεί. Καλλιεργεί στο χρόνο τις ποιητικές συνθέσεις αφήνοντας το περιθώριο στην ίδια να επιλέξει τα σύμβολα, τα πρόσωπα, τα στοιχεία  και τα στοιχειά της φύσης που δανείζεται και χρησιμοποιεί από την ποιητική ελληνική και ξένη παράδοση για να εκφράσει τον δικό της πόνο, την δική της απόγνωση τον ατομικό της θρήνο. Το προσωπικό της δράμα σαν γυναίκα που παύει με τον τρόπο αυτόν να ανήκει στην περιπτωσιολογία και αποκτά ευρύτερο ενδιαφέρον. Η ποιητική αυτή διαδικασία της Μαρίας Σερβάκη θα τολμούσαμε να σημειώσουμε ότι δεν αφορά τόσο τις διακειμενικές συνομιλίες του ποιήματος όσο τον ίδιο τον τρόπο σκέψης της και τις θέσεις της απέναντι στα πράγματα και τον κόσμο. Την οπτική της. Την φύση που την εμπλέκει και αυτήν δραστικά και καταλυτικά στην δική της ερωτική και συναισθηματική περιπέτεια. Οι εμμονικές της μεταφορές ακόμα και αυτές οι ελάχιστες που εμπεριέχουν το δαιμονιακό στοιχείο που έχουν οι ποιητικές συνθέσεις του άγγλου λόρδου ποιητή Μπάυρον, δεν αναιρούν ούτε σκιάζουν την καθόλου ποιητική της σύλληψη ή τα επιμέρους σύνολά της, με τις καθοριστικές στην εξέλιξη της αφήγησης τελικές εκβάσεις. Υπάρχει μια ερωτική διαρκή ένταση στον λόγο της, όχι όμως όπως συμβαίνει στην Μυρτιώτισσα ή στον περισσότερο ανασφαλή ποιητικό λόγο της Μαρίας Πολυδούρη,-η ποιητική φωνή από την Καλαμάτα, η οποία όμως δεν την κάνει να μας μεταδώσει την ερωτική της πίκρα αποστασιοποιημένα, αλλά μας την μεταδίδει με μια δόση χαιρεκακίας προς τον σύντροφο των νιάτων της, τον αυτόχειρα της Πρέβεζας, τον Κώστα Καρυωτάκη. Αντίθετα ο νέος σε ηλικία έρωτας της Σερβάκη που την σημάδεψε και έχει περάσει πλέον στο πεδίο των αναμνήσεών της, δεν σκιαγραφείται με δόσεις κακίας ή απόρριψης, αλλά τον βλέπει εκ των ερωτικών υστέρων με συμπάθεια και νοσταλγία. Μελαγχολία και μια διάθεση πικρής αναπόλησης. Τα νιάτα της είναι άρρηκτα δεμένα με τα δικά του. Γιαυτό και δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας στην ποίησή της. Σαρκασμός ή πρυτανεία της γυναικείας μετέπειτα ερωτικής φιλαρέσκειας ή πληγωμένου εγωισμού. Το παρελθόν κυλά ομαλά στο παρόν και μαζί διαμορφώνουν το μέλλον. Υπάρχει δηλαδή μια συνεχή ροή των γεγονότων και των καταστάσεων χωρίς χρονικούς διασκελισμούς. Δίχως μαύρους και παγερούς κόμβους απόρριψης των προγενέστερων εμπειριών.
      Φορτισμένος ερωτικά ο λόγος της όπως είναι ο λόγος μια ξεχασμένης ελληνίδας ποιήτριας, της Μαρίκας Πίπιζα, εντάσσεται μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα αυτών των γυναικείων φωνών που δεν διεύρυναν τα όρια του ποιητικού τους λόγου με άλλη θεματολογία. Βλέπε παραδείγματος χάριν την ποίηση της Ρίτας Μπούμη Παππά, την περισσότερο πολιτικοποιημένη ποιήτρια από τις άλλες γυναικείες φωνές. Ο συγκινησιακός της ιστός προέρχεται μόνο από τον ερωτικό λόγο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ή μη ενασχόλησή της με κοινωνικά θέματα και προβλήματα, χαμηλώνει το ύψος της ποιότητας του λόγου της. Σίγουρα δεν ακολουθεί η ποίησή της τις νέες δομές υπερρεαλιστικού πειραματισμού που βλέπουμε στην τεχνοκριτικό και ποιήτρια Ελένη Βακαλό. Όπου το ύφος της είναι περισσότερο μάλλον «περίκλειστο» στους κανόνες των σουρεαλιστικών κανόνων. Και η γλώσσα της ακολουθεί άλλα περισσότερο αντισυμβατικά μονοπάτια. Ο ποιητικός λόγος της Μαρίας Σερβάκη, ο καθαρά ερωτικός της λόγος, είναι περισσότερο συμφιλιωτικός με αυτόν του αναγνώστη και της πραγματικότητας που βιώνει στον δικό του χώρο. Εκτός από οπτικές εικόνες μέσα στο έργο της βλέπουμε να επικρατούν και οι ηχητικές. Ιδιαίτερα ότι έχει να κάνει με το στοιχείο του νερού, το υγρό στοιχείο. Θάλασσα, ποταμοί, λίμνες, το νερό της βροχής κλπ. Αλλά και ήχοι που προέρχονται από διάφορα είδη πουλιών, από γρύλους, από τζιτζίκια, από τα βουητά του ανέμου. Κυριαρχεί ένας φυσικός οργασμός μέσα στα ποιήματά της.  Μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των συναισθημάτων της και των στοιχείων της φύσης, των οργανωτικών στοιχείων με τα οποία δομεί τα μικρής φόρμας ή μεγαλύτερης μακροσκελέστατα ποιήματά της. Ο θάνατος από την άλλη, με όποιον τρόπο και αν παρουσιάζεται ή ονοματίζεται φέρνει στην σκέψη τα ποιήματα του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη και τις επαναλαμβανόμενες μεταμορφώσεις του προσώπου του μέσα στην δική του ποίηση, με τον ιδιαίτερο και αντιπροσωπευτικό υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής του. Ενώ η εντύπωση ότι ο λόγος του ποιητή Νίκου Καρούζου υποδόρια διαχέεται στην ποίησή της, χρειάζεται ειδική έρευνα και ανάλυση. Το προζύμι ίσως είναι κοινό ως προς την λειτουργία του σκοτεινού φωτός και των ενεργειών του.     
     Και στην επόμενη συνάντησή μας, μιλήσαμε και πάλι για την ποίηση και τον κόσμο της. Είχα την αίσθηση ότι η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη, παρότι δεν της το ανέφερα από σεβασμό, έχει σχηματίσει έναν άλλον Κόσμο πέρα από τον ανθρώπινο όπου κατοικοεδρεύει η ίδια η Ποίηση και ο δημιουργός, ή ο αναγνώστης(;). Ο υποψιασμένος αναγνώστης οφείλει να βγει σεργιάνι και εκείνη, η Ποίηση, σαν προσδοκώμενη ερωμένη θα τον συναντήσει. Θα τον προϋπαντήσει και θα τον καλοδεχθεί με ανοιχτές αγκάλες. Μια ονειρική κατάσταση ασφαλώς που απέχει από την πραγματικότητα της καθημερινής ποιητικής του κόσμου και της κοινωνίας. Οι θέσεις αυτές της ποιήτριας Μαρίας Σερβάκη μου θύμισαν τις Πλατωνικές Ιδέες και τον κόσμο τους που υπάρχουν πέρα και πάνω από τον ανθρώπινο κόσμο και την κοινωνία. Κατανοούσα τις απόψεις της, άκουγα τις θέσεις της και προσπαθούσα να νιώσω, να διαισθανθώ, να αφουγκραστώ,  που τελειώνει η ποιητική πραγματικότητα και που αρχίζει η ποιητική φαντασία και ο κόσμος της. Η ευγένεια όμως του ατόμου και η γλυκύτητα της παρουσίας του, η θέρμη με την οποία σε υποδεχόταν σε έκανε να μην θέλεις να εκφράσεις τις όποιες αντιρρήσεις σου. Και έτσι ήταν το σωστό. Σε ποιήτριες και πρόσωπα σαν την Μαρία Σερβάκη, με αυτήν την θετική και ζεστή αύρα που απέπνεε η παρουσία της, εξανεμίζεται κάθε απόπειρα να δείξεις επιφυλάξεις-ενδεχομένως ορθές ερμηνευτικά-για τα ποιήματά της. Ένας ποιητικός λόγος προσωπικής της περιπέτειας, με το ιδιαίτερο στίγμα του και την ξεχωριστή του χροιά σε σχέση με τις άλλες ομοτέχνους της. Και η στάση της να πάψει να ασχολείται την ποίηση και να αφιερώσει το υπόλοιπο του βίου της στις γατούλες της, την καθιστούσε ακόμα περισσότερο ελκυστική στα μάτια μου. Τουλάχιστον η ελληνίδα ποιήτρια δεν έγινε δουλέμπορος στην Αφρική, όπως το ατίθασο παιδί της γαλλικής ποίησης.
     Η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη πάντα ήταν μέσα στην σκέψη μου. Οι συναντήσεις μας υπήρξαν μια ανάσα ανθρωπιάς για μένα στην περιπλάνησή μου στον γυναικείο ελληνικό ποιητικό λόγο. Κανένα ποιητικό τουπέ. Καμία ποιητική έπαρση, τουναντίον συμπάθεια και καλοσύνη, σεμνότητα. Η Σερβάκη ήξερε την αξία της ή δεν ενδιαφερόταν ίσως για αυτήν. Ήταν μάλλον λιγάκι μποέμ ως προς τα ποιητικά της πράγματα. Εξάλλου, είχαν περάσει και τα χρόνια. Γιαυτό και όπως μου είπε, ασχολείται πλέον με τις γάτες της, σε αυτές αφιερώθηκε, δεν ασχολείται με την ποίηση ακόμα και με την διάδοση του δικού της έργου. Η Σερβάκη ήταν πρωτίστως άνθρωπος, αληθινός, ουσιαστικός, γυναικεία φύση τρυφερή, ευαίσθητη, καλλιεργημένη, και κατόπιν κοίταζε τα ύψη του ποιητικού Παρνασσού και πως θα τα κατακτήσει. Καμία γυναικεία ή ποιητική φιλαρέσκεια. Καμία έπαρση ποιητικής υπεροψίας. Ανθρώπινες και ποιητών και ποιητριών συμπεριφορές και ναζιάρικα τουπέ που κυκλοφορούν και δίνουν συνεντεύξεις ή δημοσιεύουν σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες που οφείλουν οι άλλοι να τους αποδέχονται. Η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη σε έπειθε περισσότερο με την παρουσία της ότι ήτανε ποιήτρια πέρα και πάνω από τον γραπτό της λόγο.
     Στην μνήμη της γράφω αυτό το σημείωμα και μεταφέρω ορισμένες από τις πληροφορίες για το έργο της, σε όσους αγαπούν ακόμα την γυναικεία ποίηση, τις γάτες, και ιδιαίτερα, είναι ουσιαστικά και αληθινά και πρακτικά φιλόζωοι.             
Έργα της
Α) ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, Αθήνα 1956, σ. 62
Β) ΜΥΣΤΡΑΣ, Κέδρος 1971, σ. 56
Γ) ΕΝΔΥΤΡΟΒΑΝΑΡ, Κέδρος 1972, σ. 24
Δ) Ο ΑΛΛΟΣ ΚΗΠΟΣ, Αθήνα 1984, σ. 112
Ε) ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ SERCKET BAST RA, BLACKIE BLACKSTONE-CAPTAIN FOSSI, Αθήνα χ.χ. (1992) σ. 26
ΣΤ) ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, εκδόσεις
BLACKIE BLACKSTONE-CAPTAIN FOSSI-Αθήνα 1995, σ. 32                                                       
Ζ) ΤΟ ΦΙΔΙ ΜΙΑ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ εκδόσεις BLACKIE BLACKSTONE-CAPTAIN FOSSI-Αθήνα 1998, σ.18
Η) ΜΗΔΕΙΑ, εκδόσεις BLACKIE BLACKSTONE-CAPTAIN FOSSI-Αθήνα 2003, σ. 18
Θ) ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, εκδόσεις Εκάτη 2014, σ. 32.

Ενδεικτικές πληροφορίες
-Άρης Δικταίος, περ. Καινούργια Εποχή, Άνοιξη 1958, σ.276-278. Βιβ/κη για την «Περιπέτεια»
«…. Ένα πρώτο βιβλίο, λοιπόν η «Περιπέτεια». Ναι, και μοναδική περίπτωση βιβλίου που δεν αποτελεί υπόσχεση, μα έργο τελειωμένο,-από κείνα πού ανοίγει κανείς κάθε τόσο όταν θέλει να χαρεί. Γλώσσα προσεγμένη, τεχνίτη έμπειρου, Ποιητική υπεύθυνη, υποταγμένη σε νόμους που αυστηρά επιβάλλει στον εαυτό της η ποιήτρια. Αποχή από τους κοινούς εκφραστικούς τόπους, αυστηρή. Εξωτερική μορφή αναπόσπαστη από το ήθος που καλείται να εκφράσει. Ήθος, που είναι γνήσιο πάθος, έντονα ακονισμένη ευαισθησία, όραση που μπορεί να κάνει ολόκληρο τον κύκλο της σελήνης, ορατής και αόρατης. Αισθήσεις υλικές που πνευματοποιούνται και πνευματικές που βρίσκουν τον τρόπο να υλοποιηθούν, για  να γίνουν πιο άμεσα αισθητές στον αναγνώστη, χωρίς να γίνονται άκαιρα και υπερβολικά απτές. Ίσως, πραγματικά, στο σημείο αυτό, να προτιμούσα την Σερβάκη κοντύτερα στο συγκεκριμένο παρά στο αόριστο,-αλλά γιατί να ζητήσω κάτι πιο πολύ , που μπορεί να είναι κι ολότελα ξένο προς την ιδιοσυγκρασία της ποιήτριας και να μην αρκεστώ σ’ ό,τι μου δίδεται, σ’ ό,τι είναι, που είναι κιόλας πάντα πολύ, αν όχι και πλούσιο;»……………. 
-Άρης Δικταίος, Αναζητητές Προσώπου, εκδ. Γεώργιος Φέξης 1963, σ. 160-165
-Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007, σ. 1988-1989
«Σερβάκη Μαρία (Αθήνα, 1930): Ποιήτρια, μεταφράστρια, δοκιμιογράφος. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ωε ξεναγός και ω ς καθηγήτρια αγγλικών στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση. Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Ελληνικής Εταιρείας Βύρωνος. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1958, δημοσιεύοντας ποιήματα στο περιοδικό Αθηναϊκά Γράμματα. Συνεργασίες της υπάρχουν και στα περιοδικά Η Λέξη  και Πάροδος.
Έργα: Περιπέτεια (1956), Μυστράς (1971), Ενδυτροβανάρ (1972), Ο άλλος κήπος (1984) [πμ] κ. ά.
     Η Σ. ξεκίνησε με ποιήματα υποβλητικά, γεμάτα συναισθηματική ένταση και υπαινικτικές αναφορές σε φευγαλέα ερωτικά πάθη. Η ερωτική ένταση υπάρχει και στα επόμενα βιβλία της, με τη διαφορά ότι ο λόγος της είναι πιο λυτός και αποφατικός και η συγκίνηση μετριασμένη. Επίσης, η τεχνική των συνήθως μεγάλων σε έκταση ποιημάτων της, από τον Μυστρά και έπειτα, ακολούθησε μια σύνθεση θεατρόμορφη, με σκηνικούς μονολόγους και διαλόγους. Ωστόσο, σε όλες τις συλλογές της, το στοιχείο της φύσης είναι πολύ ενεργό, Η Σ. παρουσιάζει εικόνες θαλερών και έντονα αισθησιακών τόνων, που έχουν πάντοτε μια οργανική σχέση με τα κυμαινόμενα ανθρώπινα αισθήματα. Ο μαγευτικός κόσμος της φύσης, παραπλήσιος με τον κόσμο της Κ. Αγγελάκη-Ρουκ ή της Αθ. Παπαδάκη, συμβολίζει το ρομαντικό πάθος για τη ζωή που, παρά τη ροή του χρόνου και τη θλίψη των αναμνήσεων, παραμένει ακένωτο.
Μ. Γ. Μερακλής, ΣΕΛΙ, σελ. 119. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, περ. Δβζ τχ. 126 (1985), σελ. 60-61 [ββ: Ο άλλος κήπος], Τ. Πορφύρης, «Μαρία Σερβάκη, Αποσταθεροποιήσεις σε συχνότητες αντιεπιστημονικής φαντασίας» περ. Σημειώσεις, τχ. 47/ (1996), σελ. 61-64. Μ. Μαρκίδης, «Οι αντιεπιστημονικές φαντασίες της Μαρίας Σερβάκη», περ. Πση τχ. 10(1997), σελ. 245-252.». 
-Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Επί Τάπητος, εκδ. Γαβριηλίδη 1999, σ. 201-210
«…. Τη γνησιότητα τη δοκιμασία και τις επιτεύξεις της Μαρίας Σερβάκη δύσκολα θα  τις συναντήσουμε στη γυναικεία ποίηση των ημερών μας. Ίσως, στη Δημουλά. Δε θα ΄θελα, βέβαια, να κάνω διαχωρισμό ανάμεσα στην αντρική και τη γυναικεία ποίηση, αλλά η ποιήτρια του Άλλου κήπου ίσως φτάνει σε χώρους που μονάχα μια γυναικεία ιδιοσυγκρασία (αληθινής γυναίκας, χωρίς υπεκφυγές και αλώβητης από την περιρρέουσα σηψαιμία των καιρών) μπορεί να κατακτήσει και πριν και μετά τη σάρκα. Και όχι μόνο να φτάσει στην πλήρη έξαρση και έκσταση με το άλλο φύλο αλλά και να του προσδώσει, μέσα απ’ την αίγλη της, το φως του πάνω στη γη και μες στο χάος, μπρος και πίσω απ’ το θάνατο. Κι αυτό, τουλάχιστον στην ποίησή μας, σπανίζει.
     Μελαγχολικό υστερόγραφο. Ο Άλλος κήπος δεν βρήκε ή δεν θέλησε να βρει εκδότη. Είναι ιδιωτική  έκδοση της ποιήτριας. Θα χαθεί ως βιβλίο. Το γκέτο των ποιητών παραμένει ερμητικά κλειστό.
     Όταν ξυπνήσουν οι εκδότες κι όταν αγαπήσουν την αληθινή ποίηση….»
-Κωστελένος, Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Παγουλάτου 1977, τόμος 4ος σελ. 85.
-Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη Πάτση χ.χ. τόμος 12ος, σελ. 122
-Μάριος Μαρκίδης, περ. Ποίηση τχ. 10/ Φθινόπωρο- Χειμώνας 1997, σ. 245-252. 
Οι αντιεπιστημονικές φαντασίες της Μαρίας Σερβάκη
«…Κάτι μου λέει λοιπόν ότι η ποιήτρια αυτή κατόρθωσε πλέον το μερίδιό της μέσα στο ποιητικό επάγγελμα, ότι εξεπλήρωσε το χρέος της, ότι συνάντησε στην πιό μακρινή δυνατή απόσταση από τον αποδεικτικό λόγο το όριό της. Διότι υπάρχει δυστυχώς το όριο (και την ανατίναξη του κώδικα που λέγαμε δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στο διηνεκές η ίδια εκρηκτική ύλη). Μια παρατήρηση δηλαδή που θα είχα να κάνω και για άλλους εξαιρετικής επίσης ευαισθησίας ποιητές και ποιήτριες της συγκλονιστικής γενιάς της Σερβάκη, όπου σπουδαίοι στίχοι εξακολουθούν να γράφονται και θα γραφτούν αν θέλει ο Θεός κι άλλοι, μα λίγοι θα φτάσουν ίσως, όση τέχνη και να βάλουν μέσα τους, όση νιότη και να μιμηθούν, τον στίχο τον παλιό της Περιπέτειας (1956): εκεί που λέει πως τα κορίτσια τ’ απογεύματα ξαφνιάζουν τα λουλούδια….. Η Μαρία Σερβάκη είναι επίσης η ποιήτρια που έγραψε (το αναφέρω αυτό για την περίπτωση του αναγνώστη πού προτιμά να ξεκινάει απ’ τη δική του αφετηρία τα ποιήματα) πράγματα όπως ότι «ο Θεός είναι τυχαίος».»
-Μιχάλης Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία, εκ. Πατάκη 1986, σ. 119.
«Από το μαγνητικό πεδίο του θανάτου δεν αποσπάται η ποίηση του Λεωνίδα Ζενάκου, ούτε της Μαρίας Ζερβάκη («Περιπέτεια»» 1956). Λιγότερο ο πρώτος, παρά κάποιες υπερρεαλιστικές μεταμοσχεύσεις. Θερμότερη υπαρξιακά η δεύτερη. Το θάνατο ν’ αποτυπώνεται και στο σχεδιασμό μιας πόλης βλέπει η Σερβάκη: σαν ένα από τα δομικά της υλικά. Ώ πόλη με τα περίπαθα μαλλιά/ Να δείχνουν θάνατο/ Ανεξιχνίαστα.».
-Ανδρέας Μπελεζίνης, εφ. Η Καθημερινή 20/7/1993
Η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη, 
Παρουσίαση στο συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας.
«Η τελευταία συλλογή της Μαρίας Σερβάκη, πτυχιούχου της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, «Περίπατοι και σχόλια της Sercket Bast Ra” αφιερώνεται όχι στο σύντροφο του βίου Bernard Blackstone, που κατείχε την έδρα Βύρωνος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ούτε σε εν ζωή αγαπημένα κατοικίδια, αλλά σε ζώα που φαρμακώθηκαν το 1992 από τους άπληστους ιδιοκτήτες των βουνών και των δασών της χώρας. Το αφιερωματικό αυτό κείμενο αποτελεί-και επιτελεί-έργο αράς, μιας αυθεντικής γλωσσικής πράξης που επανάγει την ποίηση στην πρωτογενή της λειτουργία: «… ας έρθει κάποτε και γι’ αυτούς η ώρα να πεινάσουν, να διψάσουν και χέρι να μη βρεθεί με δροσερό νερό ή με ψωμί. Μα με φριχτό φαρμάκι να’ ναι ποτισμένη η τροφή τους. Κι ας μη σκιάσει λύπη το μεγάλο Όσιρη όταν φέρει μπροστά του τις ψυχές τους η S(erect) B(ast) R(a). Γιατί, πράγμα πιο άτιμο δεν είναι απ’ το να επωφελείται κάποιος από τις ανάγκες του ανυποψίαστου και του αθώου. Και να τον εξοντώνει. ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΚΙ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ». Η συλλογή προσγράφεται στις φανταστικές, υποθέτω, εκδόσεις Blackie Blackstone- Captain Fossy και, αν δεν σφάλλω, έχει ιδιωτικό χαρακτήρα, όχι πάντως απλώς παιγνιώδη. Περιέχει ποιήματα γραμμένα από το 1960 ως το 1962, στη διάρκεια άρα τριών δεκαετιών. Το ίδιο ισχύει για την αμέσως προηγούμενη συλλογή «Ο άλλος κήπος», που εκδόθηκε το 1984 αλλά φιλοξενεί ποιήματα γραμμένα ανάμεσα στα 1966 και 1977. Δε θα επέμενα στην εκδοτική αυτή ιδιαιτερότητα, εάν οι παρακειμενικές ενδείξεις, που γενικώς δεν πρέπει να παραγνωρίζονται, στην περίπτωση της Μαρίας Σερβάκη σημαίνουν κάτι παραπάνω από ο,τι συνήθως: την ενότητα ποιητικού βίου και βιωμένης ποίησης.
     Χαρακτηρισμοί βέβαια όπως «σκληρή γενιά» ή «πικρή γενιά», που βρίσκουμε στην πρώτη της συλλογή «Περιπέτεια» που βγαίνει το 1956 και περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα το 1952, μαρτυρούν ότι η Μαρία Σερβάκη έχει τη συνείδηση ότι ανήκει στην ίδια αυτή «ανομολόγητη κοινότητα ποιητών», για την οποία έχει μιλήσει ο Βαγγέλης Κάσσος από το βήμα αυτό, εδώ και λίγα χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να αισθάνεται ότι ανήκει στη χορεία «των κληρονόμων των αετών». Αν πάντως αποβλέψουμε στη θεματική και ποιητική της Σερβάκη, γονιμότερη προσέγγιση προσφέρει η κατάταξη της ποιήτριας στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο και μάλιστα στην τάση της «ουσιαστικής» ποίησης.
     Την προτροπή «Τον έρωτα! Συλλογίσου τον έρωτα!», που απευθύνει η ποιήτρια στον αναγνώστη και εις εαυτήν, θα ακολουθήσει στις επόμενες τρεις συλλογές, που αναφέρω εδώ κατά τη σειρά εγγραφής: «Ενδυτροβανάρ», εκδίδεται το (1972),  «Μυστράς» (1971) και «Ο άλλος κήπος» (1984).
     Στον «Ενδυτροβανάρ» τίθεται  εναργώς το θέμα και το απόρημα του έρωτα και του πρώτου όσο και αιώνιου ζεύγους των μετά την έξωση πρωτοπλάστων. Στο πεποιημένο όνομα δε θα αυθαιρετούσε κανείς παρά μόνο από γραμματική άποψη, αν διέβλεπε ως πρώτο συνθετικό το μύθο του Ενδυμίωνος, ως δεύτερο τη νοσταλγία της ποίησης των τροβαδούρων, και θεωρούσε την ξενίζουσα κατάληξη ως υποδήλωση υπέρβασης των ορίων της εθνικής λογοτεχνίας.
     Στην αμέσως επόμενη συλλογή αποσαφηνίζεται πάντως ότι, κατά τον κύριο χαρακτήρα του, ο άντρας είναι ένας ευρέτης, ένας επινοητής, συνθέτης και στιχουργός, ποιητής και τραγουδιστής, ακριβώς, κατά την ετυμολογική διαφάνεια και τη γονιμότατη μεταφορά ένας «τροβαδούρος». Ο διάλογος και τα λυρικά επεισόδια τελούνται στο Μυστρά, έναν τόπο που με τις φραγκικές καταβολές, τις ύστερες βυζαντινές μνήμες και τις νεοελληνικές απαρχές προσφέρει ένα ιδεώδες πλαίσιο, όπου η ποίηση του ευρωπαϊκού βορρά και κέντρου συναντάται με την νεοελληνική ποιητική εμπειρία. Η συνάντηση γίνεται βέβαια σε καιρούς χαλεπούς και η Ελληνίδα ποιήτρια αγωνίζεται  να διασώσει κάτι από τη λαλιά των αηδονιών της Ζακύνθου και της Προβηγκίας, γοητευμένη εξίσου από τον Σολωμό και από ποιητές που παίνεψε ο Δάντης: «τριαντάφυλλο, στόπε ο Θεός να ανοίξεις!».
     Ο χρόνος δυστυχώς δεν επιτρέπει να αναζητήσουμε τους σολωμικούς απόηχους στο ποιητικό βιβλίο «Ο άλλος κήπος», μολονότι εκεί είναι όπου ο διάλογος τραγουδιστή και Αλχάρδης, Ελοϊζας και Αβελάρδου, ποιήτριας και χορευτή ολοκληρώνεται ποιητικά.
     Το μόνο που προφθαίνω να πω είναι, ότι σήμερα, χωρίς να απαξιώνουμε καμιά προηγούμενη περίοδο ή τεχνική του στίχου, αναζητούμε στην ποίηση λεπταισθησίες, φρικιάσεις και ρυθμούς που από δεκαετίες είχαν παραμεριστεί.   
-Ανδρέας Μπελεζίνης, Παρουσιάσεις Ποιητών, εκδ. Περί Τεχνών 2004, σ. 77-80
-Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, περ. Διαβάζω τχ. 126/11-9-1985, σ. 60-61. 
Στο βάθος ο άλλος κήπος της Μαρίας. 
Βιβ/κη για «Ο άλλος κήπος». Στο τεύχος αφιέρωμα του περιοδικού στον Ζακ Λακάν.
στο βάθος ο άλλος κήπος της Μαρίας
  «Η Μαρία Σερβάκη (που της χρωστάω ό,τι μπόρεσα ποτέ να συλλάβω από την ουσία της ποίησης) μου ‘πε κάποτε-πάνε πολλά χρόνια-πως το ποίημα δεν το φτιάχνουμε αλλά το συναντάμε. Είναι κάπου εκεί και μας περιμένει. Η ποίηση της Μαρίας είναι ο δρόμος προς το ποίημα. Ένας δρόμος μακρύς κι ακάλυπτος, φαρδύς κι ατέλειωτος που ξετυλίγεται χωρίς την ανθρώπινη σκευωρία διατρέχοντας τη φύση.
     Η φύση της Μαρίας είναι ένας άλλος κήπος. Ένας «άλλος κήπος». Όχι γιατί όσα συμβαίνουν στο άπειρο του ουρανού και του χώματος γίνονται μ’ έναν τρόπο που περικλείει και απομονώνει, αλλά γιατί, εντατικά η μάγισσα συγκεντρώνεται στο εργαστήρι της όπου δρα και ακατάπαυστα μεταμορφώνει. Γίνεται έτσι για τη Μαρία ολόκληρος ο κόσμος ένας συγκεκριμένος μαγικός χώρος όπου πότε σα θεατής  και πότε σα μέρος της υπερούσιας ενέργειας, παρακολουθεί ή συμμετέχει στη φύτευση, την άνθιση, τη φθορά. Εδώ ζωή και θάνατος αέναα ανταλλάσσουν ρόλους και θριάμβους.
     Κι ο έρωτας; Ο έρωτας είναι ο μέγας ιερουργός που μέσα απ’ αυτόν συντελείται το θαύμα της μεταμόρφωσης. Η πορεία είναι μία και αδιαίρετη. Η πορεία προς το ποίημα, η ζωή προς το θάνατο, ο προσωπικός προς τον απρόσωπο έρωτα όσο να γίνει «ο Ανώνυμος» και σαν ολοκληρωτική φύση πια να κατακτήσει αλλιώς την ψυχή.
«Γη, θάνατος, νερό η μνήμη.
Το φανατικό προσωπείο του έρωτα». Ή,
«Κι όπως σ’ αγγίζω
Μια άλλη μου ΄ρχεται ομορφιά
Ξιππάζοντας με…
Μπαίνουν στο αίμα μου πουλιά».
     Πολυφωνικό, αντιφωνικό το ποίημα Ο Άλλος Κήπος. Ποιός μιλάει σε ποιον; Ποιός απαντάει σε ποιόν; Κι αυτή η άλλη φωνή πώς ακούστηκε μέσα στη βοερή σιωπή;
«-Η νυχτερίδα;
Το φεγγάρι;-Τα νερά.
Ω τα πηγάδια! Τα πηγάδια».
Κι είναι όπως οι κραδασμοί μας τη νύχτα των βατράχων, των φύλλων, των νερών που διακόπτουν και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον… Ανεπαίσθητοι, φριχτοί υπαγορεύουν τα μυστικά τους. Αλλά ποιος συλλαμβάνει, το μήνυμα;
«Έχουμε εμπλακεί με το λουλούδι, τον καρπό, το κλήμα.
Μιλούνε αυτά περισσότερο από τη γλώσσα του χρόνου»,
λέει ο Ρίλκε στο 14ο  σονέτο τον Ορφέα. Είναι ο άνθρωπος άραγε ο παραλήπτης αυτού του μηνύματος; Όμως ελάχιστο είναι το ανθρώπινο στοιχείο στην ποίηση της Μαρίας. Υπάρχει ένα υποκείμενο που πάσχει ή εκστασιάζεται, αλλά δεν υπάρχει ο Άνθρωπος, η πολιτικο-ψυχολογικό-κοινωνική αυτή μοναδικότητα. Ο άνθρωπος εδώ νοείται σαν φορέας σαν καθρέπτης κι αίσθηση των αλλαγών, σαν μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη του φθαρτού, σαν εποπτεία χώρου και χρόνου και σαν γνώση, βαθιά, σοφία του πεπερασμένου που γίνεται απέραντο, το απέραντο πάλι πεταλούδα. Χύνεται ο άνθρωπος στη φύση, χάνει την ιστορική του σημασία και πλησιάζει την έννοια των άστρων.
«Έγιναν οι μέρες και οι νύχτες μου άφθαρτες
ατέρμονες και όλες όμοιες, σαν την άμμο στην αχτή
αμέτρητα άτομα’»
λέει ο Μπάυρον στον «Μάνφρεντ».
     Στον Άλλο Κήπο, που χωρίζεται σε επτά μέρη («Θέμα Α και Παραλλαγές», «Τοπίο της Μέδουσας και χορικό», «Είσοδος και επίκληση της Μέδουσας», «Θέμα Β και «Παραλλαγές», «Το πίσω φως της Μέδουσας», «Έξοδος ή αυτοσχεδιασμοί πάνω σε μια χορογραφία του Ροβέρτου Σαραγά», «Αντικατοπτρισμοί στους Κήπους της Αλχάρδης»), η φυσική εξέλιξη και η μαγική μετάπλαση που χαρακτηρίζουν όλα τα ποιητικά βιβλία της Μαρίας από την «Περιπέτεια» (1956) ως το «Ενδυτροβανάρ» (1972) (Όνομα παράξενα  φτιαγμένο από τον Ενδυμίων-Τροβαδούρος-Νάρκισσος) και το «Μυστρά», παίρνουν ένα άλλος φως. Έντονη γίνεται η παρουσία του νεκρού. Ο θάνατος δεν είναι μόνο ο παντοδύναμος της φύσης. Είναι και η συγκεκριμένη απώλεια. Και η ποίηση από διονυσιακή έκσταση πάει περισσότερο προς την ελεγεία, το θρήνο.
«Σκύβω στο πρόσωπό σου και σ’ αναζητώ.
Το πρόσωπό σου έχει αδειάσει.
(Πόσο βαθιά χάραξε το όνειρο
Το ξόδι
ετούτο
με το σύθαμπο
που πάει με τα πουλιά!...») Ή:
«Κι εσύ
νεκρός.
Τόσο νεκρός που πια
Δε θα προδώσεις το
αηδόνι.».
     Ο νεκρός είναι  μια στάση. Μια μικρή στιγμή της αιωνιότητας όπου, πριν γίνει ο Ανώνυμος, χρωματίζει ακόμη κάποιο σημείο του χρόνου. Και συνάμα έχει ξεφύγει από τον εγκόσμιο εναγκαλισμό.
«Γιατί δεν είναι αλλού
Κι εδώ δεν είναι».
Παρών ο νεκρός σημαίνει πως κοντοστέκεται ακόμα λίγο ο έρωτας.
     Αλλά και γενικότερα γύρω απ’ αυτή την αραχνένια στιγμή, ύπαρξη-ανυπαρξία, έμπνευση-στοιχειό, ξεπηδάει ολόκληρη η ποίηση της Μαρίας, μια ποίηση θρεμμένη με τους Άγγλους Ρομαντικούς (Μπάυρον, Σέλλεϋ, Κητς), το Σολωμό, τη Δημοτική ποίηση και Μεσαιωνικά οράματα του Τροβαδούρου και της Κυράς του Κάστρου. Μες από κήπους στοιχειωμένους απ’ την απέραντη νοσταλγία του αιώνιου, βγαίνουν μπρος στο φεγγάρι τα σύμβολα της ομορφιάς και του ονείρου, ο Ενδυμίων, ο Νάρκισσος…
«Ένα πράγμα ομορφιάς είναι χαρά για πάντα.
Η ωραιότητά του αυξάνει’
ποτέ δε θα περάσει στο τίποτα’ μα θα κρατάει ακόμα
μια σκιερή, γαλήνια γωνιά για μας κι έναν ύπνο
γιομάτο γλυκά όνειρα και υγεία κι ήρεμη αναπνοή.»,
λέει ο Κητς στον «Ενδυμίωνα». Ο έρωτας της τελειότητας που μεταφράζεται σε έρωτα της ομορφιάς, η φθορά, η καταιγίδα που βαριανασαίνει πίσω απ’ ένα αστραφτερό φύλλο, ο φόβος-που καμιά φορά γίνεται έλξη-για ό,τι αναπότρεπτα μας περιμένει κι ο έρωτας-ένας θάνατος σε επώαση, ένας θάνατος σε έκσταση («Τι άγρια φαντασία που είναι ο έρωτας!» λέει στο «Μυστρά») δίνουν στην ποίηση της Μαρίας μια μοναδική υφή. Κι όχι μόνο γιατί σα χώρος, σα τοπία δεν συναντάται στην ελληνική ποίηση. (Σκιά παρά φως, οπτασία παρά επιθυμία, βλάστηση παρά πέτρα, ζωές άλλες πιο πολύ απ’ την ανθρώπινη…). Αλλά και γιατί μοιάζει να έχει σαν αντικείμενό της τη ρίζα, την πηγή, την αιτία της ποίησης και όχι αυτό καθ’ εαυτό το ποίημα. Βασισμένη πάνω σε μια δομή που υποβαστάει πλατιές εκτάσεις και ρυθμούς ανοίγματος κι επιστροφής, άμπωτης και παλίρροιας και που όμως είναι σχεδόν αόρατη όπως η δομή του οργανισμού της μέλισσας, κινείται μια πλούσια μάζα ποίησης που μοιάζει να αρνείται να μπει στο κανάλι του ποιήματος, σαν λεκτική τελειότητα μιας μόνης στιγμής, γιατί αγκαλιάζει ολόκληρο το χρόνο της ποίησης. Όπως η Μαρία δεν περιορίζεται στη ζωή, αλλά υιοθετώντας τη μεταφυσική της φύσης περιλαμβάνει και το θάνατο στην περιπέτειά της. Απεριόριστη λοιπόν αυτή η ποίηση. Οι στίχοι του Άλλου Κήπου προτείνουν δεν καταλήγουν, υπαινίσσονται δεν δηλώνουν, παρασέρνουν δεν οδηγούν, μαγεύουν δεν πείθουν, στοιχειώνουν δεν περιγράφουν. Όσο να φτάσουμε σε βάθος άλλο. Όπου όλα έχουν γίνει και το ποίημα καθαρό μες στη φωλιά του μας περιμένει.
     Αλλά όποιος δεν είδε τον έρωτά του να στοιχειώνει και δεν ερωτεύτηκε τα στοιχειά του, όποιος  δεν έχει λιώσει περιμένοντας τη μεταμόρφωση, όποιος δεν ξέρει σαν τη φύση να μιλάει για την απώλεια μ’ ένα άνθος («Κι είναι μια φοβερή άνοιξη που άφησες πάνω μου!») «ας μη διαβάζει αυτά τα ποιήματα»!».       
-Λύντια Στεφάνου, Γενικά και Ειδικά για την ποίηση, εκδ. Σοκόλη 1993, σ. 105-117. 
«Η «άγνωστη» ποίηση της Μαρίας Σερβάκη». 
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» του εκδότη του Νίκου Καζαντζάκη, του Γιάννη Γουδέλη, το Φθινόπωρο του 1976.
«Το συνολικό έργο της Μαρίας Σερβάκη μοιρασμένο σε τρία βιβλία (Περιπέτεια 1956, Μυστράς 1971, Ενδυτροβανάρ 1972) αποτελείται από 1916 στίχους, ενταγμένους σε 11 ενότητες με διαφορετικές ονομασίες, αλλά στην ουσία είναι ένα ενιαίο και μοναδικό ποίημα: μια «περιπέτεια» ψυχής, της δικής της, ιδιαίτερη, όμως όχι ιδιωτική. Το ότι η κατεστημένη, όσο και η μη κατεστημένη, κριτική δεν αξιώθηκε ν’ αντιληφθεί την μοναδικότητα της ποιητικής άρθρωσης της Μαρίας Σερβάκη, τον καθαρό από κρύσταλλο λυρισμό που επιμένει ακατάλυτος στο πείσμα των καιρών και των συρμών, δείχνει μονάχα την κατάσταση των πραγμάτων της κριτικής και της ποίησης στα τελευταία είκοσι χρόνια, που σε αδρές γραμμές διαγράφεται κάπως έτσι: Οι μεν κριτικοί-δημοσιογράφοι αδυνατούν να κατατάξουν, ή να πλησιάσουν καν, το έργο που διαφέρει, ενώ οι κριτικοί-ποιητές που σίγουρα θα ξέρουν κάτι παραπάνω, κάνουν σαν να μην βλέπουν. Ή μπορεί κιόλας να μην βλέπουν, να μην παρακολουθούν πια την προσπάθεια του άλλου, κανενός άλλου διαφορετικού απ’ τον εαυτό τους, κι ας είναι η πάλη με τον λόγο κοινή ολωνών υπόθεση. Ας σημειωθεί ότι αυτή η εγωκεντρική προσήλωση δε φαίνεται καθόλου ν’ αποκλείει συνασπισμούς και συμμαχίες, επίκαιρες αν όχι πρόσκαιρες, με αμοιβαία προσφορά ωφελημάτων όσο καιρό κρατήσουν. Η Μαρία Σερβάκη, εξαιτίας, πρώτα, της φυσικής της αθωότητας όσο και της φυσικής της απουσίας-μιας και βρέθηκε αναγκασμένη να ζήσει χρόνια στο εξωτερικό-δεν ήταν δυνατόν να έχει σχέση ή πρόσβαση στις τρέχουσες συναλλαγές. Η δουλειά της έχει μείνει άγνωστη, όχι μονάχα για το ευρύ κοινό που έτσι κι αλλιώς κρατιέται συστηματικά μακριά απ’ την ποίηση με τη βοήθεια όλων σχεδόν των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αλλά και για τους λίγους εκείνους που αγοράζουν τα 500 αντίτυπα μιας «καλής» ποιητικής συλλογής επειδή «κάτι άκουσαν». Εννοώ το μικρό σταθερό κοινό που «πιάνει τα μηνύματα», όσα εκπέμπονται από τα διάφορα κέντρα των κατά καιρούς σχηματιζόμενων και αποσχηματιζόμενων «κύκλων»……»  
-Κίμων Φράϊερ, Contemporary Greek Poetry, 1985, σ. 267-270
Σημειώσεις:
-Η ποιητικής ευγνωμοσύνης  βιβλιοκριτική της σημαντικής σύγχρονης ελληνίδας ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, προς την ομότεχνή της ποιήτρια Μαρία Σερβάκη, όπως μας δείχνει η ίδια η ερμηνεία του κειμένου, είναι θα γράφαμε μια εσωτερική συνομιλία περί ποίησης μεταξύ των δύο αγγλόγλωσσων ποιητριών και μεταφραστριών. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ δεν στέκεται μόνο στους εσωτερικούς κόμβους πρόληψης και αναφοράς της ποίησης της Σερβάκη αλλά, αρθρώνει και έναν «θεωρητικό» κορμό περί ποιήσεως. Περί της αυτόνομης λειτουργίας της ποίησης, των μηνυμάτων της, των ενδεχόμενων σκοπών της, που αυτή μεταφέρει μέσα στην δομή της, την σύλληψή της, με τις λέξεις της, τις δάνειες ξενόγλωσσες παραθέσεις της-αγγλικές στην δεδομένη περίπτωση-και ελληνικές αναφορές της, την συντακτική της «αναρχία» ή και αποδομή της καθιερωμένης σε εμάς τους αμύητους αναγνώστες πλαισίου σύνθεσής της. Η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, δεν φωτίζει μόνο την συγκεκριμένη ποιητική κατάθεση της Μαρίας Σερβάκη αλλά σχεδόν ολόκληρη την μέχρι τότε, ποιητική της σκαλωσιά και παραγωγή της. Οι Άγγλοι ρομαντικοί ποιητές δεν προσέφεραν μόνο την ατμόσφαιρά τους, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της ποίησης της Σερβάκη, αλλά και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, μαζί με τον εσωτερικό τους λυρισμό, το δαιμονιακό στοιχείο που κυριαρχεί σε πολλούς από αυτούς και τα έργα τους, και κυρίως, στον Λόρδο Μπάυρον. Ένας λυρικός– για την ακρίβεια ερωτικός κάπως δαιμονισμός βλέπουμε να κυριαρχεί στις πρώτες μακροσκελείς ποιητικές συνθέσεις και συλλήψεις της Σερβάκη. Όπως και η αίσθηση της γυναικείας απώλειας που προέρχεται από τον αμερικανό ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε. Όπου δηλώνεται καθαρά το όνομα της Άναμπελ. Ποιήματα με παράξενο τίτλο, μακροσύλλαβοι τίτλοι ή σύνθετοι. Τέσσερεις συλλογές της έχουν μονοσύλλαβο, «Περιπέτεια», «Μυστράς», «Ενδυτροβανάρ», «Μήδεια» και ο «Οδοιπόρος», λίγο πριν φύγει από την ζωή. Αλλά, και οι εκδόσεις που χρησιμοποιούσε για να κυκλοφορήσει τα βιβλία της, αν εξαιρέσουμε αυτές που κυκλοφόρησαν από τον γνωστό μας Κέδρο, της Νανάς Καλλιανέση, οι άλλες ανέγραφαν ένα επίσης κάπως προκλητικό όνομα έκδοσης, Blackie Blackstone- Captain Fossi, που παραπέμπει τόσο στις αγγλικές της επιρροές όσο και  σε πρόσωπα ή καταστάσεις της ίδιας της ποίησής της, και μάλλον των ατομικών της ερωτικών περιπετειών. Και δεν είναι τυχαίο ότι από το 1956 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την συλλογή «Περιπέτεια» -κάτι που δηλώνει την μετέπειτα πορεία της-σαν ένα ταξίδι προς συνάντηση όχι μόνο του ερωτά της σε προσωπικό επίπεδο, του άντρα των δικών της ονείρων και αναμνήσεων, όσο σε συνάντηση με το ίδιο το Ποίημα, την ποιητική σύλληψη μάλλον μέσα στο χρόνο, έως την τελευταία της το 2014, συνήθως, δεν μας έδινε ακριβείς πληροφορίες για τις εκδόσεις των ποιημάτων της. Τουλάχιστον αυτές οι συλλογές που έχω στην κατοχή μου και μελετήσει. Έχω φωτοτυπίες συλλογών της που δεν αναφέρεται επακριβώς η ημερομηνία κυκλοφορίας των. Ούτε στο εξώφυλλο ούτε στον κολοφώνα. Μπορεί να οφείλεται στις φωτοτυπίες ή για την ακρίβεια, στα έτοιμα αντίτυπα που είχα δει να έχει σε ευχέρεια στον χώρο της η ποιήτρια. Ίσως να μην είχε και η ίδια τις πρώτες εκδόσεις των έργων της. Πάντως σε ερώτησή μου στις συζητήσεις μας, δεν μου έδωσε σαφή απάντηση. Ήταν σαν ένα όμορφο ποιητικό παιχνίδι μεταξύ μιας γλυκύτατης γυναικείας παρουσίας και ενός πολύ νεότερου αναγνώστη του έργου της. Ορισμένες μεταγενέστερες συλλογές της αναγράφουν την ημερομηνία έκδοσης όχι όμως τον εκδότη, ενώ άλλες είναι εντελώς «γυμνές». Οι αφιερώσεις της συνοδεύονταν πάντα σχεδόν «Εγώ και οι γάτες μου» ή με την συμβουλευτική απορία, «Για τον ποιητή Γιώργο Μπαλούρδο με την εκτίμησή μου. Έχω μεγάλη περιέργεια: τι; Μετά το «… Ολίγη λιβάς…».  Και στις τρείς συναντήσεις μας στο σπίτι της στην οδό Άγρας 21 σιμά στο σπίτι του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη-πράγμα που με έκανε όταν έφευγα από το ζεστό γατήσιο περιβάλλον της να κάνω βόλτες γύρω από το τετράγωνο της οικίας του ποιητή και να προσπαθώ να τον φανταστώ σκυμμένο πάνω στα χαρτιά του να συνομιλεί με τον χρόνο-η Μαρία Σερβάκη περισσότερο στέκονταν στην σχέση μου με τα ζώα.
-Ο ποιητής και μεταφραστής Άρης Δικταίος, κρίνει θετικά το πρώτο ποιητικό φανέρωμα της Μαρίας Σερβάκη και αυτό δεν είναι λίγο για την εποχή που γράφτηκε το κείμενο, μια και ο κριτικός λόγος του Άρη Δικταίου είχε βαρύνουσα σημασία στα τότε λογοτεχνικά πράγματα της εποχής του. Ο Δικταίος εντάσσει την ποίησή της μέσα στις άλλες γυναικείες φωνές της εποχής της και όχι αδίκως. Ποιητικοί περίοδοι που, είχε αρχίσει από την δεκαετία του 1920 να αυτονομείται αργά και σταθερά ο γυναικείος ποιητικός λόγος από τον αντρικό-και τον Παλαμικό-και να αναζητά δρόμους χειραφέτησης παράλληλα με αυτήν των γυναικείων κοινωνικών κινημάτων και αυτοδιάθεσης. Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» Άνοιξη του 1958 στις σελίδες 276-278. Μαζί με την κριτική παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Μαρίας Σερβάκη ο Άρης Δικταίος, κρίνει και παρουσιάζει την συλλογή «Παρακαταθήκη» του ποιητή Ματθαίου Γ. Μουντέ, την «Κυπριακή Συμφωνία» του Θ. Πιερίδη, της πειραιώτισσας Ελπίδας Καρά, «Αναζήτηση» και την ποιητική συλλογή «Γυμνή στο φως» της Ελισάβετ Π. Δουλή. Η κριτική για την Σερβάκη είναι μεγαλύτερη από τις άλλες. 
Επίσης, η Άλκης Θρύλος κρατά τις σελίδες και πάλι για την ποίηση μετά τον Δικταίο. Την κριτική του ο Δικταίος την μεταφέρει και στο βιβλίο του "Αναζητητές Προσώπου", εκδόσεις Γεωργίου Φέξη 1963, σελίδες 160-165. Ο τόμος χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Τα «ΚΡΙΤΙΚΑ» και στην «ΒΙΒΛΙΩΝ ΘΗΚΗ», όπου καταχωρείται η αναδημοσίευση της κριτικής. Στην «ΒΙΒΛΙΩΝ ΘΗΚΗ» ο Άρης Δικταίος εξετάζει και κρίνει επίσης το έργο της Λιλίκας Νάκου, της Ρίτας Μπούμη-Παππά, της Μάτση Ανδρέου, της Ελένης Βακαλό και της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, καθώς και έργα αντρών. Στην ενότητα «ΚΡΙΤΙΚΑ» δημοσιεύει τα κείμενα για την Ζωή Καρέλλη, την Λιλή Ιακωβίδη και την Κική Δημουλά. Ο Δικταίος κάνει μνεία του ονόματός της και στο βιβλίο του «ΘΕΩΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ», εκδόσεις Γεωργίου Φέξη 1962, σελ. 52: «Η «Περιπέτεια» (1956), αντίθετα, της Μαρίας Σερβάκη, ολοκληρώνει την διάθεσή της σ’ αποκρυσταλλωμένες μορφές, επιβάλλοντας, από την πρώτη στιγμή, την ποιήτριά της».
-Το κείμενο του ποιητή και μεταφραστή και ανθολόγου Γιώργου Κ. Καραβασίλη, «ΘΕΑΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΕΡΒΑΚΗ», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό « Νέες Τομές» τεύχος 3/Φθινόπωρο 1985, σ. 201-. Συμπεριλαμβάνεται στον τόμο του ποιητή «ΕΠΙ ΤΑΠΗΤΟΣ» εκδόσεις Γαβριηλίδη 1999, σελίδες 201-210. Στον ίδιο τόμο ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης δημοσιεύει και τα κείμενά του για την Ελένη Βακαλό, την Ρούλα Κακλαμανάκη και την Ολυμπία Καράγιωργα. Στον ίδιο τόμο επίσης, αναγνωρίζουμε σε κριτικές του ποιητή, τα ονόματα του Σταύρου Βαβούρη, του πειραιώτη Ανδρέα Αγγελάκη, του ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα και του Καίσαρα Εμμανουήλ.
-Το κείμενο της ποιήτριας και μεταφράστριας Λύντιας Στεφάνου για τη Μαρία Σερβάκη, «Η «Άγνωστη» ποίηση της Μαρίας Σερβάκη» περιλαμβάνεται στον τόμο Λύντια Στεφάνου, «ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ», εκδόσεις Σοκόλη 1993, σελίδες 105-117. Ως τελευταίο κείμενο από την πρώτη της ενότητα, πριν ακολουθήσει η επόμενη: «Από τις «ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ» της «ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ».
-Το κείμενο του κριτικού Ανδρέα Μπελεζίνη (1929-2011) περιέχεται στον τόμο «ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΕΚΑΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ» Πανεπιστήμιο Πατρών 2-4 Ιουλίου 1993,  που είναι αφιερωμένο στο «ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ». Στην δεύτερη μέρα και στην απογευματινή συνεδρίαση, Κριτικοί παρουσιάζουν ποιητές, ο Ανδρέας Μπελεζίνης παρουσιάζει την Μαρία Σερβάκη και την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σελ. 24. Με ένα ποίημα από τον Άλλο κήπο. Στην  ίδια συνεδρία ο Δημήτρης Κατσαγιάννης παρουσιάζει την ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη, ο Ανδρέας Παγουλάτος την ποιήτρια Λέτα Κουτσοχέρα, ο Μιχάλης Μερακλής τις περιπτώσεις των ποιητριών Ζέφης Δαράκη και Ευαγγελία Παπαχρήστου-Πάνου, και η Λύντια Στεφάνου την Αγγελική Νικολαϊδη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 27 Νοεμβρίου 2019.