Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Τόμας Μάν, η νουβέλα των διλημμάτων ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ

       Το δίλημμα Τέχνη ή Ζωή

                 ή

    οι  παραλλαγές ενός Προλόγου

 

Αλέξανδρος  Ίσαρης

Ο  ΚΩΣΤΑΣ  ΤΑΧΤΣΗΣ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ»

Περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τεύχος 7/Ιούλιος 1989, σ. 11-19

     Ο Κώστας Ταχτσής είχε γράψει τέσσερεις παραλλαγές του ίδιου προλόγου για τον Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν, που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το 1973 από τις εκδόσεις «Τράμ» σε μετάφραση δική μου. Στις επόμενες σελίδες δημοσιεύεται η παραλλαγή εκείνη πού, κατά τη δική μου άποψη, παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς και μερικές από τις επιστολές που μου έστειλε ο ίδιος από το 1972 ως το 1976 (στις 15.7.1976 έλαβα την τελευταία από αυτές). Πιστεύω πώς αξίζει να διαβαστούν οι επιστολές αυτές, που γράφτηκαν στην περίοδο της χούντας και πού αναφέρονται σε πρόσωπα και πράγματα τα οποία, μέσα στο χρόνο, μεταμορφώθηκαν, αλλοιώθηκαν, έμειναν σταθερά ή εξαφανίστηκαν. Το Τρίτο Στεφάνι δε γυρίστηκε ακόμα σε ταινία ούτε έγινε σίριαλ, αλλά εξακολουθεί να διαβάζεται ενώ ο συγγραφέας του βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο σπίτι του.

     Ο Ταχτσής με αποκαλεί «Γιάννη» γιατί προτιμούσε το πραγματικό μου όνομα από το «Αλέξανδρος».

     Η Πέννυ (Δεληγιάννη) ήταν κοινή και πολύ αγαπητή φίλη και των δύο. Τώρα ζει στη Γερμανία.

               1

[Αιόβα, Η.Π.Α.]        3 Νοεμβρίου ‘72

Αγαπητέ μου Ίσαρη

(…) Αν νομίσετε ότι ο πρόλογος-εισαγωγή δεν είναι καλός ή ότι χρειάζεται αλλαγές κτλ., μη διστάσετε να μου το γράψετε. Να μη βάλετε ό,τι κι ό,τι μόνο επειδή από κάτω τ’ όνομά μου , γιατί έτσι κάνετε κακό και στη μετάφραση και σε μένα.

     (…) Ελπίζω να ‘σαι καλύτερα στην υγεία σου. Νεύρα. Να μάθεις να μη λες ούτε καλημέρα σ’ αυτούς πού σου αρνούνται το δικαίωμα να ζήσεις ελεύθερα και δημιουργικά τη ζωή σου, όπως ζητάει το δικό σου ένστικτο. Ο Παπαδόπουλος και Σία δεν είναι οι μόνοι δικτάτορες και τύραννοι σ’ αυτή τη ζωή, οι άλλοι, πού δεν είναι μάλιστα προσωρινοί, είναι ίσως χειρότεροι. Η τυραννία στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει και μιά καλή πλευρά, ενώνει, με το πρόσχημα ενός αγώνα κατά του κοινού εχθρού, ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν είχαν, δεν έχουν, και δε θα ‘χουν ποτέ τίποτα κοινό, εκτός της συνηθισμένης σ’ όλους ανθρώπινης βλακείας. Υπάρχουν κάμποσα θέματα, στα οποία «φίλοι» κι «εχθροί» θα ‘καναν αμέσως μέτωπο εναντίον ενός τρίτου, απ’ τη στιγμή που θ ‘χαν λύσει τις δικές τους διαφορές. Είναι λοιπόν στιγμές που συλλαμβάνω τον εαυτό μου να νιώθει χαιρεκάκια. Στενόκαρδο αίσθημα, αλλ’ ανθρώπινο. Στ’ κάτω-κάτω η ανθρωπότητα είναι μιά αφηρημένη έννοια, και γίνεται συγκεκριμένη μόνο μέσα από μας τους ίδιους και τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε καθημερινές συναλλαγές και άμεση επαφή.

               Με τη φιλία μου

               Κ. Ταχτσής

                2

             30 Νοεμβρίου [1972]

Αγαπητέ μου Ίσαρη.

     Ο μόνος λόγος που δεν σου ‘γραφα τόσον καιρό ήταν ότι δεν είχα τη διεύθυνσή σου. Καθαρογράφοντας διευθύνσεις σ’ ένα καινούργιο ευρετήριο, παρέλειψα, μαζί με άλλα ονόματα, και το δικό σου. Ίσως επειδή έχεις… δύο. (Τώρα που ήμουνα για 3 βδομάδες στη Ν. Υόρκη έχασα ολόκληρο το ευρετήριο. Ευτυχώς πού, γυρίζοντας, βρήκα κάπου εξήντα γράμματα (!) και έτσι αρχίζω να το ανασυγκροτώ-αλίμονο. Λυπάμαι αν η σιωπή μου σου προξένησε έστω και λίγο άγχος-σαν να μή φτάνουν όλα τ’ άλλα, ιδιωτικά και δημόσια, που ‘χουμε στο κεφάλι μας.

     Χαίρομαι που σας άρεσε ο πρόλογος. Πήρα αρκετά στοιχεία απ’ τον πρόλογο της έκδοσης που αναφέρω. Δεν πειράζει. Αυτό που έχει σημασία είναι, όχι να πού σε μένα μπράβο, αλλά να διαβάσουν οι νέοι μερικά σωστά πράγματα ειπωμένα με σαφήνεια και χωρίς προκλητικότητα τύπου Πετρόπουλου.

     Μαζί με το δικό σου και τ’ άλλα γράμματα, με περίμενε κι ένα της Πέννυ με τα νέα της δίκης (1). Ελπίζω να ‘γινε δεκτή η αναίρεση και να βγήκαν τα παιδιά. Θα περιμένω μ’ αγωνία να μάθω νεώτερα, δεν αντέχω πιά όλες αυτές τις ενοχές-να μπαίνουν όλοι μέσα κι όχι εγώ. Συγχρόνως σκέπτομαι πόσο θλιβερό είναι πού όλ’ αυτά δεν τους κάνουν να πάψουν τουλάχιστον να τσακώνονται μεταξύ τους. Η σοφία είναι να μην πανικοβάλλεται κανείς σε στιγμές κρίσης, βάζοντάς τα μ’ άλλους εξ ίσου αθώους. Τέλος πάντων, ούτ’ αυτά, ούτε η απόφαση του εφετείου, ούτε τα νέα της εκλογής των διοικήσεων των φοιτητικών συλλόγων μ’ εκπλήσσουν. Η ρίζα του κακού είναι γνωστή. Το εξοργιστικό είναι να μαθαίνει κανείς στην Αμερική που είναι ποικίλως υπεύθυνη για όλα, πρό πάντων όταν ακούει πολλούς Αμερικάνους να ρωτάνε τί … πολίτευμα έχουμε στην Ελλάδα! Για κλάματα; Μπά! Ξέρεις εσύ ποιός είν’ ο δήμαρχος των Γαργαλιάνων; Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για χιλιοστή φορά είναι: καημένη Ελλάδα. Κάτι πού, φοβάμαι, θα λέει ώσπου να πεθάνει και η δική μου και η δική σου γενιά.

     Μ’ αυτό στο νου, προσπάθησα να πείσω μερικούς να γυρίσουν, έστω και για λίγο. Είμαι από πεποίθηση εναντίον του εκπατρισμού για καθαρά πολιτικούς λόγους, εκτός αν είναι κανείς επαγγελματίας πολιτικός ή διώκεται ποινικά. Νομίζω ότι η Μελίνα κι άλλοι σαν κι αυτήν έχουν κάθε λόγο να γυρίσουν. Και μάλιστα χωρίς την προηγούμενη άδεια της χούντας. Με το έτσι θέλω. Ο ελληνικός λαός τους χρειάζεται επί τόπου. Οι ίδιοι χρειάζονται –ά, πώς λαχταράνε! Είναι σπαραξικάρδιο να τ’ ακούς και να το βλέπεις-τον ελληνικό λαό και την Ελλάδα. Μόνο ο αντιβασιλέας δεν χρειάζεται κανέναν. Ειν’ ανόητο να τον αφήνουν όλοι ν’ αλωνίζει ελεύθερα στο χωράφι της χώρας μας. Η αντίσταση στο εξωτερικό έχει καταρρεύσει προ πολλού. Μόνη ελπίδα τώρα είναι μιά αντίσταση, χωρίς μπόμπες, στο εσωτερικό-με λόγια, πού κόκκαλα δε σπάνε, μα καρδιές μαραίνουν, όπως έλεγε κι η γιαγιά μου.

      Η συζήτηση έγινε-και κράτησε ώρες, ούτε θυμάμαι πόσες- ύστερ’ απ’ τη συμφωνία μου με τον Κακογιάννη να γυρίσει το «Τρίτο Στεφάνι» ταινία. Η Μελίνα και η Παππά τσακώνονται για το ρόλο της Εκάβης, αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι η location. Πού θα γυριστεί η ταινία; Στο Τέλ-Αβίβ είπ’ ο ένας, στο Αλγέρι ο άλλος, στην Κύπρο ένας τρίτος. Η οφθαλμοφανής αλλά δύσκολη λύση είναι φυσικά η Ελλάδα. Αλλ’ ανήκει η Μελίνα στην κατηγορία αυτών που λέγεται ότι θ’ αμνηστευτούν ή όχι; Κι αν ανήκει, είναι σκόπιμο να γυρίσει; Εγώ λέω ναι- εν μέρει ομολογώ, επειδή δε θα μ’ άρεσε να γυριστεί το βιβλίο μου έξω απ’ την Ελλάδα. Οι δυσκολίες θα ‘ταν τεράστιες. Το βλέπει κανείς διαβάζοντας τη συνέντευξη του Γαβρά, που όπως θα είδες θέλει κι αυτός να το γυρίσει. (Ο Ιόλας μάλιστα, τώρα που πέρασα απ’ το Μιλάνο μου πρόσφερε μισό εκατομμύριο για τα δικαιώματα, αλλ’ αρνήθηκα, προτιμώ να το παίξω στο πόκερ, ακόμα κι αν βγάλω λιγότερα). Αλλ’ είναι οι δυσκολίες πού αργά ή γρήγορα θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν. Λίγα είναι τα βιβλία που θα δυσκολευτεί πολύ να χτυπήσει η χούντα, περικόβοντας το σενάριο κτλ. Αν τελικά «Το τρίτο στεφάνι» γίνει αιτία ή έστω η αφορμή να γυρίσουν κάμποσοι άνθρωποι στην Ελλάδα, θα ‘ναι συγκινητικό. Η επιστροφή στη μάνα… Χμ.

     Στη Ν. Υόρκη πέρασα εφιαλτικές αλλά και εξαίσιες στιγμές. Μιά τέτοια εξαίσια στιγμή ήταν η ανάγνωση του διηγήματός μου «Τα Ρέστα» απ’ τη Μελίνα. Μας έκανε όλους και κλαίγαμε. Και στο τέλος έκλαιγε κι εκείνη με λυγμούς, λέγοντας: ίδια η μάνα μου!

     Στη Σαλονίκη σκανδαλίζονται με το ηλίθιο ποίημα του Πετρόπουλου. Στη Ν. Υόρκη-κι ανάμεσα στην αναχώρηση και την επιστροφή μου και στην Iowa –οι μισοί κινηματογράφοι παίζουν πορνογραφικά φιλμ. Αλλά τί βαρετά που είναι στο τέλος! Κακά τα ψέματα. Η μεγαλύτερη κι ερεθιστικότερη αμαρτία είναι η τέχνη- όπως διαπιστώνω και στα σχέδιά σου.

     Είμαι πτώμα. Θα γράψω στην Πέννυ αργότερα. Φίλησέ την εκ μέρους μου.

               Με φιλία.

             Κ. Ταχτσής

(1) αναφέρεται στη δίκη του περιοδικού «Τραμ» (σημ. Εντευκτηρίου)

                    3.

             21 Απρ. 1973

Αγαπητέ Γιάννη-

     Θλιβερή επέτειος…

     Η σιωπή σας προσθέτει στην κατάθλιψη που νιώθω. Δε θεώρησε κανένας σας σκόπιμο να γνωστοποιήσει λήψη του κειμένου. Δεν είναι καλό, και σ’ ένα σημείο δυνατό να ‘χει και νομικές συνέπειες. Ίσως είναι καλύτερα να μην το βάλετε καθόλου. Ή να περιμένετε να το ξαναγράψω. Στο μεταξύ έχω συνέλθει κάπως- μόλις τέλειωσα μιά σειρά ενέσεων, είχα πάθει «ψυχοσωματική κατατονία».

     Ελπίζω εξ άλλου να μη σε δυσαρέστησαν οι καλοπροαίρετες «συμβουλές» μου.

      [….]

       Φιλιά στην Πέννυ. Καλό Πάσχα.

                                                 Κ. Ταχτσής

                     4.

                  14 Σεπτ. ‘73

Αγαπητέ μου Γιάννη.

     Με πυρετό το ‘γραψα με πυρετό σου γράφω κι αυτά τα δυό λόγια. Νομίζω ότι τώρα είναι απείρως καλύτερο-όσες κι αν είναι ακόμα οι αδυναμίες του. Αν μη τι άλλο, είναι σύντομο. Περισσότερο πρόλογος, και λιγότερο εισαγωγή-πού δεν είναι της ειδικότητάς μου.

     Το γόνατό μου-στο οποίο μου ‘καναν παρακέντηση, και θα ξέρουμε αύριο τι συμβαίνει- εξακολουθεί να πονάει πολύ, και σέρνομαι απ’ το κρεβάτι στο γραφείο, απ’ το γραφείο στο κρεβάτι.

      Τώρα, πρόσεξε τις διορθώσεις. Ξέρω, τα δοκίμια που μου ‘στειλες ήταν τα πρώτα, κι ήταν φυσικό να ‘ναι γεμάτα λάθη. Αλλά γιατί όλα τα η με υπογεγραμμένη; Γιατί αντί της παύλας, συνεχώς &; Πρόσεξέ το. Δεν έχεις παρά να παραβάλεις σχολαστικά το κείμενο με τα δοκίμια, και να κάνεις όσο γίνεται περισσότερες διορθώσεις, ώσπου να μην υπάρχει ούτε ένα λάθος. Εξαίρεση κάνω σ’ ορθογραφικά μου λάθη.

      Σε ικετεύω, μην πάρω το τελειωμένο βιβλίο, διαβάσω το κείμενο, και συγχυστώ- σ’ αντάλλαγμα τόσου άγχους που μου στοίχισε αυτή η ιστορία, μόνο και μόνο για χάρη σου.

     Η Πέννυ γύρισε απ’ το Μόναχο ή όχι; Έχω τρείς μεγάλες φωτογραφίες να της στείλω-με τους δυό Γερμανούς φίλους της που έβγαλα έξω απ’ το σπίτι μου όταν ήρθαν να με δουν.

                  Σε φιλώ

                  Κ. Ταχτσής

          Κώστας  Ταχτσής

       ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ»*

Σ’ έναν τόπο όπου οι άνθρωποι αντλούσαν κι αντλούν ακόμα σχεδόν αποκλειστικά την πνευματική τους τροφή απ’ τις εφημερίδες, τα λαϊκά περιοδικά, τον εμπορικό κινηματογράφο και, στις μέρες μας, την τηλεόραση, είχα, παιδί κι ύστερα έφηβος, την τύχη να διαβάσω πολλά βιβλία. Φυσικά, λίγα μου ‘καναν βαθιά εντύπωση, κι όχι πάντα τα καλύτερα. Απ’ αυτά, θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά μιά διασκευή της Οδύσσειας’ ένα διήγημα του Βουτυρά. Το Δουλάκι, θαρρώ, ήταν ο τίτλος’ τα Ευαγγέλια της Μεγαλοβδομάδας, πού ντυνόμουνα παπάς και διάβαζα, σαν παπάς, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη’ τέλος, κάμποσα φυλλάδια του Καραγκιόζη- Ο Καραγκιόζης Μαμμή, Ο Καραγκιόζης Νύφη, σημαδιακά πράματα- πού διάβαζα επίσης φωναχτά, παίζοντας εναλλάξ όλα τα πρόσωπα, απ’ τον ίδιο τον Καραγκιόζη ως τη Βεζυροπούλα.

      Στους λίγους μήνες που κράτησε ο Αλβανικός Πόλεμος, δε θυμάμαι να διάβασα ούτε ένα βιβλίο. Αλλά στα τέσσερα εφιαλτικά χρόνια της Κατοχής, που συνέπεσαν με την εφηβεία μου, και πού πότε είχαμε και πότε δεν είχαμε σχολείο, διάβασα έναν αφάνταστο αριθμό βιβλίων- «φανταστικό», όπως λένε σήμερα οι Έλληνες, μεταφράζοντας απ’ τ’ αγγλικά. Συνήθως τα δανειζόμουνα από έναν παλαιοβιβλιοπώλη, Κωνσταντινουπολίτη, χαρακτηριστικό τύπο καλλιεργημένου Έλληνα της διασποράς, που είχε το μαγαζί του λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας, στο τέρμα Ιπποκράτους. Χάρη σ’ αυτόν, διάβασα σ’ αρκετά τρυφερή ηλικία τα περισσότερα απ’ τα βιβλία που αποτελούσαν τότε το μενού της πνευματικής Αθήνας: Ντοστογιέφσκη, Τολστόη, Μπαλζάκ, μπόλικο Ζολά, Μοπασάν, Ξενόπουλο, Τραυλαντώνη, Γουέλς, την ειρωνική για την εποχή εκείνη Πείνα του Χάμσουν, κι όλο τον Ίψεν, στις εκδόσεις με το κεφάλι του μεγάλου Νορβηγού στο εξώφυλλο, που δεν έλειπαν τότε απ’ τη βιτρίνα κανενός βιβλιοπωλείου. Θυμάμαι επίσης το Ουράνιο Τόξο του Τουργκένιεφ. Αλλ’ αυτό μου το ‘φερε μιά μέρα ένας θείος μου, χωρίς, είμαι βέβαιος, να το ‘χει διαβάσει ο ίδιος. Ήταν αριστερός, και νόμιζε, κι αυτός, ότι όλοι οι Ρώσοι συγγραφείς ήταν κομμουνιστές.

     Αργότερα, στις μεταπολεμικές, για μένα, τάξεις του γυμνασίου, διάβασα για πρώτη φορά Παπαδιαμάντη. Ύστερα, το καλοκαίρι πρίν μπω στα Νομικά, Καβάφη, Καρυωτάκη, και, σ’ ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Νέος Κόσμος (1)- τον Τόνιο Κρέγκερ. Ήταν μιά σπάνια τύχη, περισσότερο φυσικά για μένα, αλλ’ ίσως λίγο και για το ίδιο το διήγημα. Γιατί έπεσε στα χέρια μου σε μιά εποχή ακριβώς, τόσο καίρια στη ζωή όλων μας, που έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται οι διανοητικές και κριτικές μας ικανότητες, χωρίς όμως να ‘χεει χαθεί ακόμα εκείνη η μαγεία με την οποία ντύνει το κάθε τι το συναίσθημα σ’ αυτή την ηλικία, μιά μαγεία πού, μιάς και διαλυθεί, όλα μαζί τ’ αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, συμπυκνωμένα σε μερικές μόνο σελίδες, είν’ ανίκανα να ξαναφέρουν πίσω.

     Είναι λοιπόν ευνόητη η περιέργεια, κι η συγκίνηση με την οποία άρχισα να διαβάζω τη νέα μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη. Αλλ’ απ’ τη δεύτερη σελίδα, εξαφανίστηκε η συγκίνηση, η περιέργεια έγινε απορία, κι ύστερα αμηχανία. Ώστε αυτό ήταν όλο; Θυμόμουνα ακόμα πολύ ζωηρά μερικές σκηνές: την έξοδο των παιδιών απ’ το σχολείο. Τον περίπατο του Τόνιο με τον ξανθό, γαλανομάτη Χάνς Χάνσεν, πού ήταν πρόθυμος να παίξει για λίγο το αιώνιο, μυστικό παιχνίδι της εφηβείας, φτάνει να μην έπαιρναν είδηση οι άλλοι, και, πρό πάντων, χωρίς φιλολογίες και βασιλιάδες που κλαίνε επειδή τους πρόδωσε ο φίλος τους. Ύστερα εκείνο το αξέχαστο μάθημα χορού με τον αμίμητο κύριο Κνάακ. Το πρόσωπο της ξανθιάς, υπεροπτικής Ίνγκεμποργκ Χόλμ, που ‘ρχόταν, έφευγε και ξαναρχόταν μπροστά στα μάτια σου σα δυνατό φώς που αναβοσβήνει, καθώς ο Τόνιο, ερωτευμένος πάλι, προσπαθεί να ελκύσει την προσοχή της. Διαβάζοντας τότε, έτρεμες ολόκληρος, σα να σουνα εσύ ο Τόνιο, σα να χόρευες εσύ ο ίδιος τις καντρίλιες, φοβόσουνα πώς θα γλιστρήσεις πάνω στο τάλκ που ‘χαν ρίξει στο πάτωμα, πώς θα χάσεις τα βήματά σου, στο τέλος τα χάνεις, και γελοιοποιείσαι μπροστά στα μάτια της αγαπημένης σου.  Ώστε όλο εκείνο τ’ όνειρο, όλο εκείνο το θαύμα, το ‘χε πετύχει ο συγγραφέας μ’ αυτές τις απλές λέξεις; Χαμογέλασα μελαγχολικά και συνέχισα, αλλά μ’ αύξουσα ανυπομονησία. Και όταν έφτασα στο κεφάλαιο που ο Τόνιο, γνωστός συγγραφέας πιά- στα τριάντα του, χμ!- γυρίζει στην βορινή πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε κι αγάπησε παράφορα, πρώτα τον Χάνς Χάνσεν, κι ύστερα την Ίνγκεμποργκ Χόλμ, θα μπορούσα να ‘μουνα πραγματικά εγώ ο Τόνιο τη στιγμή που σκέφτεται με φρίκη: «Μεγάλε Θεέ! Πόσο μικρά και γωνιώδη του φαίνονταν τώρα όλα!»-αλλ’ όχι μόνο η πόλη, αλλά και το ίδιο το διήγημα, σα γραφή.

     Όταν έφτασα σ’ εκείνη την αξέχαστη σκηνή, που ο Τόνιο βλέπει μεσ’ απ’ τη τζαμαρία της σάλας του ξενοδοχείου να χορεύουν μαζί τα δυό πλάσματα που είχε αγαπήσει, διαπίστωσα με κάποια απογοήτευση, ότι δεν ήταν ο ίδιος ο Χάνς κι η ίδια η Ίνγκε όπως είχα νομίσει τότε, αλλ’ ο τύπος του Χάνς κι ο τύπος της Ίνγκε. Αυτή τη φορά ανακάλυψα επίσης, ότι οι σχετικές σελίδες ήταν πολύ περισσότερες απ’ ό,τι  θυμόμουνα. Αλλά ποιός πρόσεχε τότε τις σελίδες; Μιά-δυό απ’ αυτές είχαν την εποχή εκείνη τόση ένταση, σα να ‘κλειναν μέσα τους μιά ολόκληρη ζωή. Κι άλλοτε πάλι, διάβαζες είκοσι, τριάντα, κι ήταν σα να ‘χανε κρατήσει μια μονάχα στιγμή, αλλά τί στιγμή!

     Περισσότερη εντύπωση μού ‘κανε τώρα το γράμμα που στέλνει ο Τόνιο στη φίλη του τη Λισαβέτα: «Στέκομαι», της γράφει, «ανάμεσα σε δυό κόσμους. Σε κανέναν δε νιώθω άνετα, κι αυτό μου δημιουργεί δυσκολίες. Εσείς οι καλλιτέχνες μ’ αποκαλείτε αστό, οι αστοί επιχειρούν να με κλείσουν μέσα…». Και πιό κάτω: «Η πιό βαθιά κι η πιό κρυφή μου αγάπη ανήκει στους ξανθούς και τους γαλανομάτηδες, τους ζωντανούς, τους ευτυχισμένους, τους αξιαγάπητους και τους συνηθισμένους». (Εννοείται, ότι η ταύτιση του τύπου του Χάνς Χάνσεν και της Ίνγκεμποργκ Χόλμ με τους ξανθούς και γαλανομάτηδες, χωρίς να ‘ναι τυχαία είν’ εδώ καθαρά συμβατική). Αυτή η τελευταία δήλωση, σκέφτηκα, σηκώνει πολύ νερό. Δεν έχει κανείς αντίρρηση για τους ξανθούς και τους γαλανομάτηδες, τους ζωντανούς και τους αξιαγάπητους, ακόμα και τους συνηθισμένους. Δεν αμφισβητεί κανείς το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του Τόνιο-ή του συγγραφέα-ν’ αγαπάει αυτούς τους ανθρώπινους τύπους κι όχι άλλους. Αλλά πόσο αληθινά ζωντανοί είν’ αυτοί οι «συνηθισμένοι», πόσο αληθινά «αξιαγάπητοι», και πόσο αληθινά «ευτυχισμένοι»; Μήπως ο Μάν, όντας «έξω απ’ το χορό» τους, τους βλέπει κάπως μονοδιάστατα κι επιδερμικά; Μήπως, για χάρη του συμβόλου, θυσιάζει πολλή απ’ την ανθρώπινη ουσία, που είναι, όχι απλώς πολυδιάστατη, αλλ’ ανεξερεύνητη; Απ’ την απάντηση που θα δώσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα, θα εξαρτηθεί η αισθητική ή όποια άλλη αξιολόγηση του Μάν, δηλαδή ο βαθμός του αιώνιου στοιχείου- αυτού του αλάνθαστου κριτηρίου- που υπάρχει σ’ αυτό τουλάχιστο το διήγημα.

      Ο Μάν, γράφοντας κάποτε για τον εαυτό του, είπε ότι ήταν «ένας χρονικογράφος, ένας ανατόμος της παρακμής, ένας εραστής της νοσηρότητας και του θανάτου, ένας εστέτ με μιάν ακατανίκητη έλξη για την άβυσσο» (2). Την εποχή εκείνη-ο Τόνιο Κρέγκερ δημοσιεύτηκε το 1903-όλ’ αυτά βέβαια ήταν πολύ της μόδας. Αλλά ο Μάν δεν ήταν εστέτ. Η «νοσηρότητά» του, πολύ σχετική κι αυτή, ήταν καθαρά θεματική, και καταγόταν απ’ το αισθητικό κίνημα του Νατουραλισμού.

     Ο Νατουραλισμός υπήρξε για την Τέχνη, ό,τι ο υλισμός κι ο θετικισμός για τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Ήταν καρπός της ανάγκης που αντιμετώπισε τότε η λογοτεχνία, να γεφυρώσει το χάσμα που είχ’ αρχίσει να τη χωρίζει απ’ την πραγματικότητα, όπως διαμορφωνόταν κάτω από την επίδραση της επιστήμης. Αλλ’ ο Νατουραλισμός, στα χέρια ενός άξιου συγγραφέα, έτεινε να μεταμορφωθεί σε Συμβολισμό. Απ’ την άλλη μεριά, ο Νατουραλισμός, με τη μανία του για την περιγραφή της υλικής ανθρώπινης μιζέριας, δημιουργούσε στον γνήσιο καλλιτέχνη την ανάγκη να το σκάσει απ’ την πραγματικότητα- το ‘βαλε στα πόδια κι από τότε δεν έχει σταματήσει να τρέχει, ανακαλύπτοντας στο δρόμο του, όπως κι η επιστήμη, όλο και νέες, ανυποψίαστες άλλοτε, πραγματικότητες. Με λίγα λόγια, την εποχή εκείνη, η Τέχνη, ορφανεμένη από κάθε εξωτερικό έρεισμα- μυθικό, θρησκευτικό ή μεταφυσικό-άρχισε ν’ αποχτάει μιάν αυτονομία, πού δεν είχε ποτέ πρίν. Ήταν ακριβώς η εποχή που ο Νίτσε είχε αποφανθεί, ότι ο Θεός ήταν νεκρός. Όσο για τη Φύση, είχε πάψει κι αυτή να ‘ναι, ό,τι ήταν άλλοτε, μιά μεταφυσική ανεξιχνίαστη δύναμη, πότε τιμωρός και πότε καταφύγιο για τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο, κι είχ’ αρχίσει πρό πολλού να γίνεται ένα «άψυχο» αντικείμενο ψυχρής επιστημονικής μελέτης. Ο καλλιτέχνης βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Σε μιά στιγμή που η ανθρωπότητα άρχισε να πιστεύει φανατικά στην «πρόοδο», αυτός, φεύγοντας απ’ την πραγματικότητα, έδινε την εντύπωση ότι οπισθοδρομούσε. Έπρεπε λοιπόν να βαλθεί να δημιουργήσει νέα σύμβολα για ν’ αντικαταστήσει τα παλιά. Πώς; Ήταν πολύ απλό. Αφού η Φύση κι η πραγματικότητα είχαν αρχίσει να διαλύονται απ’ τους ανθρώπους στα εξ ών συνετέθησαν, μπορούσε να πάρει ένα κομμάτι, και να το φορτίσει με νέο νόημα μ’ ένα νέο, προσωπικό τρόπο. Μ’ άλλα λόγια να το κάνει συμβολικό. Κάτι τέτοιο περίπου έγινε στη Γαλλία.

     Αλλά στη Γερμανία η μεταφυσική παράδοση ήταν ανέκαθεν πολύ ισχυρή. Εκεί οι άνθρωποι, ειδικά οι διανοούμενοι, ένιωσαν την ανάγκη να βρούν μιά νέα «θρησκεία». Την πρότεινε ο Νίτσε. Ο Νίτσε, στην αρχή απομυθοποίησε τα πάντα. Η πολεμική του κατά του παραδοσιακού χριστιανισμού υπήρξε αδυσώπητη. Αλλ’ ο Νίτσε ένιωθε συγχρόνως και μιά βαθιά περιφρόνηση για τον θετικισμό, δηλαδή την τάση να πάρει ο άνθρωπος τη θέση του πεθαμένου θεού. Για τον Νίτσε, το απέραντο κενό που είχ’ αφήσει αυτός ο θάνατος ήταν αβάσταχτα μεγάλο και τραγικό, κι απαιτούσε ανάλογη αντιμετώπιση. Θυμάμ’ έναν αφορισμό του, που επαναλάμβανε συχνά ο Τσαρούχης: «τα μεγάλα πράματα πρέπει να τ’ αντιμετωπίζουμε με μεγαλείο-δηλαδή με κυνισμό κι απλότητα».

     Τέλος πάντων, για να γεμίσει αυτό το κενό, προτάθηκαν δυό λύσεις: ο θετικισμός, η επιστήμη, και –η λύση του Νίτσε- μιά νέα παγανιστική θρησκεία, που θύμιζε την αρχαία ελληνική στις καλύτερες στιγμές της. (Απ’ αυτό το πνεύμα ξεπήδησε πολύ πρίν τον Νίτσε η ιδιάζουσα γερμανική ελληνολατρία). Αλλ’ ο ίδιος ο Νίτσε απαρνήθηκε γρήγορα κάμποσα στοιχεία αυτής της παγανιστικής θρησκείας, πέρασε από διάφορες φάσεις- θετικισμού, σκεπτικισμού, ηθικού, ακόμα κι αισθητικού μηδενισμού- για να φτάσει στην τελευταία περίοδο, απ’ την οποία αναδύθηκε ο μύθος του σούπερμαν. Κέντρο της φιλοσοφικής αυτής φάσης του Νίτσε είναι η «ζωή», με κεφαλαίο Ζ. Αυτή η «ζωή» δεν ήταν πάνω απ’ τον φυσικό κόσμο. Ήταν όμως πάνω απ’ το άτομο, και το περιείχε. Απ’ την αντίληψη αυτή απέρρευσε αβίαστα ο μονιστικός μυστικισμός του-ότι όλα δηλαδή είναι πλάσματα του μυαλού του ατόμου- που οδηγούσε, φυσικά, κατ’ ευθείαν στην αισθητική του Συμβολισμού.

     Ο Μάν δέχτηκε την επίδραση των έτοιμων προϊόντων του Ρεαλισμού και του Νατουραλισμού. Συγχρόνως, πέρασε κι απ’ όλες τις φάσεις της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Τηρεί λοιπόν τις συμβάσεις του ρεαλισμού-το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο απ’ τον άλλο μεγάλο γερμανόγλωσσο συγγραφέα του 20ου αιώνα, τον Κάφκα-δίνει όμως στην πραγματικότητα που περιγράφει έναν έντονο συμβολικό χαρακτήρα (Η μέθοδός του ονομάστηκε «συμβολικός ρεαλισμός»). Τη σύνθεση αυτή την πέτυχε κυρίως στο μυθιστόρημά του Οι Μπούντενμπρόοκς, κι’ απ’ τα διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν λίγο πρίν ή λίγο μετά, μ’ εξαίρεση το Θάνατος στη Βενετία (1912), κυριώτατα στο Τόνιο Κρέγκερ.

     Στο διήγημα αυτό, το περιβόητο «ξανθό κτήνος» του Νίτσε-να γιατί ο Χάνς είναι ξανθός- μεταμορφώνεται, όχι βέβαια σ’ αυτό που το μεταμόρφωσε αργότερα ο διεστραμμένος εγκέφαλος των Ναζήδων, αλλά σ’ ένα αβλαβές, λίγο χαζό, όμορφο ξανθό αγόρι, βασισμένο άλλωστε σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο απ’ τη ζωή του Μάν, που ειρήσθω εν παρόδω, άντλησε ανερυθρίαστο απ’ τις παιδικές κι εφηβικές του αναμνήσεις. Σ’ αυτό το αγόρι, πού όταν μεγάλωσε το ‘ριξε στο πιοτό και πέθανε κακήν κακώς κάπου στην Αφρική, έγραψε ο Μάν τα νεανικά του ποιήματα, όπως αργότερα στην Ίνγκε του διηγήματος, που κι αυτή είχε το αντίστοιχό της στη ζωή του.

      Η κεντρική ιδέα του Τόνιο Κρέγκερ συνοψίζεται στο δίλημμα του ίδιου του Μάν. Τέχνη ή Ζωή. Τέχνη όπως την καταλάβαινε τότε, δηλαδή απαισιοδοξία κι ηθικός μηδενισμός, ή Ζωή, δηλαδή «ανθρωπιά», «καλωσύνη». «συμπόνια», κτλ., πού, παραδόξως, θεωρούσε προνόμιο των «συνηθισμένων»; Μ’ άλλα λόγια, ο Μάν έκανε έναν αυθαίρετο, ακόμα και για την εποχή του, διαχωρισμό των ανθρώπων σε «συνηθισμένους» κι «ασυνήθιστους», σ’ «ομαλούς» και σ’ «ανώμαλους». Στο διάλογό του με τη Λισαβέτα Ιβάνοβα, ο Μάν παίζει επίσης με την ιδέα του καλλιτέχνη-πρίγκηπα, ενός όντος στο οποίο απαγορεύονται οι «συνηθισμένες» ανθρώπινες απολαύσεις (ο βασιλιάς έκλαψε κτλ.) καθώς και του καλλιτέχνη- εγκληματία, ενός όντος έξω από κάθε λογής κατεστημένο. Το πρόβλημα που θέτει στον εαυτό του είναι πώς να καταφέρει κανείς να γράψει καλά, χωρίς να πάψει να ‘ναι κι άνθρωπος. Η λύση πού πρότεινε ο Μάν ήταν επιστροφή στα παιδικά χρόνια. Εξ ού και το ταξίδι του Τόνιο στην πόλη που γεννήθηκε.

     Πώς ξαναζεί ο ήρως-καλλιτέχνης τα παιδικά του χρόνια; Με τί τρόπο αναζητάει τον χαμένο καιρό; Το σύστημα του Μάν είναι περιβόητο: η κατά λέξη επανάληψη φράσεων, η επανάληψη γεγονότων και προσώπων, πού, σαν λάιτ- μοτίφ (με την έννοια που έχει πάρει ο όρος στη λογοτεχνία, γιατί στη μουσική δεν έχει ακριβώς την ίδια έννοια) έρχονται και ξανάρχονται μέσα στο διήγημα. Π.χ. ο περίπατος του Τόνιο με τον Χάνς, ανακαλείται στη μνήμη του ήρωα- και του αναγνώστη- χάρη στην υπνωτική επανάληψη ορισμένων φράσεων, παρ’ όλο που τώρα δεν αναφέρεται καθόλου ούτε ο περίπατος ούτε ο Χάνς. Το λάιτ-μοτίφ του καλλιτέχνη-εγκληματία, όπως διατυπώνεται στο διάλογο με τη Λισαβέτα, επανέρχεται στο επεισόδιο της πάρα λίγο σύλληψης του Τόνιο στο ξενοδοχείο της Λύμπεκ. Κι η  κεντρική ιδέα του διηγήματος-Τέχνη ή Ζωή;- επανέρχεται με μεγάλη δραματικότητα στη συνάντηση του Τόνιο, κάπου στη Δανία, με τον «Χάνς» και την «Ίνγκε», που αντιπροσωπεύουν για τον Μάν τις ανθρώπινες αξίες πού βάζει πάνω κι απ’ την Τέχνη. Η θέση που παίρνει τελικά είναι η χωρίς πικρία αποδοχή της μοίρας του, σαν όντος που θα ‘ναι πάντα «έξω» απ’ το χορό, η αποδοχή της άτυχης ερωτικής περιπέτειας με τη Ζωή, πού, παρ’ όλα αυτά, δε θα πάψει ποτέ ν’ αγαπάει. Σ’ αυτή την ψυχολογική κατάσταση, αποφασίζει να συμφιλιώσει, σε μία νέα σύνθεση, το ύφος (Τέχνη) με το θέμα (Ζωή)- το ύφος, που τείνει σ’ όλο και πιό αφηρημένες έννοιες, ως το μηδέν, ως την τελική σιωπή, και το θέμα, δηλαδή την «πραγματικότητα», το στέρεο έδαφος που έχει ανάγκη να πατήσει, για να μη βουλιάξει στην «άβυσσο».

     Τί απ’ όλ’ αυτά είναι ξεπερασμένο σήμερα; Πρώτ’ απ’ όλα, το ύφος του Μάν. Βέβαια, έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε που γράφτηκε αυτό το διήγημα. Αλλά το γέρασμα του ύφους του Μάν δεν οφείλεται τόσο στο χρονικό διάστημα και σ’ όλα όσα μεσολάβησαν- κοινωνικο-πολιτικές, επιστημονικές, αισθητικές, σεξουαλικές επαναστάσεις κτλ.-όσο σ’ ένα βασικό λάθος που ανάγεται  στη σύλληψη του θέματος απ’ τον Μάν, που με την σειρά της επηρεάζει άμεσα το ύφος. Εννοώ τη σχηματικότητα των ηρώων του. Την τάση του να θέλει να διασπάσει  την αιώνια ενότητα της ζωής. Ειν’ αλήθεια ότι προσπάθησε να συμφιλιώσει αυτά που αυθαίρετα χώρισε. Αλλ’ ο διχασμός εξακολουθεί να υπάρχει, και προδίδεται απ’ το «γωνιώδες» ύφος του.

     Γιατί σε μιά εποχή που έχει αποδεχτεί, ότι οι «συνηθισμένοι» άνθρωποι διαπράττουν  τα ειδεχθέστερα είναι εγκλήματα καθισμένοι πίσω απ ‘να γραφείο, σε μιά εποχή που όλοι οι άνθρωποι είναι εγκληματίες ή συνένοχοι, συγχρόνως μάλιστα και θύματα, χωρίς να το ξέρουν, πώς να τολμήσει κανείς να ξεχωρίσει τον «καλλιτέχνη- εγκληματία» απ’ τον «συνηθισμένο»; Ο Κάφκα και, λιγότερο, ο Μούζιλ, το μυρίστηκαν. Ο Μάν όχι. Βέβαια, ο καλλιτέχνης θα κολακεύεται για πολύν καιρό ακόμα να βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι ξεχωριστό, σαν κάτι «αμαρτωλό». Κι όντας, αν είναι πραγματικός καλλιτέχνης, πιό έντιμος απ’ τους διάφορους «συνηθισμένους», θα πληρώνει πάντα την ιδιοτυπία του με τα φρικτότερα αισθήματα ενοχής. Απ’ την άλλη μεριά, οι «συνηθισμένοι», δηλαδή το κατεστημένο, πάντα θα θεωρούν τον εαυτό τους «ομαλό», «κανόνα», και «πρότυπο», πού όλοι θα πρέπει να μιμούνται-ή να μένουν απ’ «έξω». Αλλά παραδοχή αυτής της αντίληψης, θα σήμαινε παραδοχή των αφελών, ναρκισσιστικών ισχυρισμών του καλλιτέχνη, και των υποκριτικών και βρώμικων ισχυρισμών του κατεστημένου.

     Κι όμως. Οι ανθρώπινοι τύποι που μας έδωσε ο Μάν σ’ αυτό το διήγημα, με όλη την αφέλεια και τη σχηματικότητά τους, δεν είναι, στην πράξη, τόσο ξεπερασμένοι όσοι θέλουν να πιστεύουν, κοροϊδεύοντας περισσότερο τον εαυτό τους και λιγότερο τους άλλους, μερικοί αδιόρθωτοι αισιόδοξοι. Οι πολιτικές επαναστάσεις που φιλοδόξησαν ν’ απελευθερώσουν τον άνθρωπο απ’ τα δεσμά του, εκφυλίστηκαν ή εξέθρεψαν τα στυγνότερα ολοκληρωτικά καθεστώτα που γνώρισε η ανθρώπινη Ιστορία. Η πολιτιστική επανάσταση (περισσότερα γράμματα, περισσότερη τέχνη), πήγε χέρι-χέρι με την τεχνολογική επανάσταση (μαζικά μέσα επικοινωνίας). Όσο για τη σεξουαλική επανάσταση, χμ, δε νομίζω πώς κι αυτή άλλαξε σπουδαία πράγματα Plus ca change, plus ca reste le meme.   Ας μη μας ξεγελάνε μερικές βιτρίνες του Δυτικού Κόσμου. Η γυναίκα, στις προηγμένες κοινωνίες, έχει αρχίσει ν’ ανακαλύπτει ότι η ελευθερία στοιχίζει ακριβά, και νοσταλγεί την παλιά σκλαβιά της. Ο άντρας λέει με τα χείλια του, ότι θέλει τη γυναίκα υποκείμενο, δηλαδή ελεύθερη, δηλαδή «άντρα». Αλλά με την καρδιά του, την προτιμάει αντικείμενο, δηλαδή σκλάβα, δηλαδή «γυναίκα»- ένα όργανο για να παίζει πάνω του το αρσενικό τραγούδι του, πού, διαφορετικά, γίνεται πολύ γλυκερό ή πολύ στριγκό. Μπορεί στις προηγμένες κοινωνίες να περιορίστηκαν οι αυθαιρεσίες του χωροφύλακα. Δεν εξέλειπε όμως, ούτε θα εκλείψει ποτέ, ο εντός ημών χωροφύλακας. Ο διαχωρισμός των ανθρώπων απ’ τον Μάν σε «καλλιτέχνες» και σε «συνηθισμένους» είναι βέβαια σχηματικός . Αλλ’ αλλάξτε τον τύπο, κι η ουσία μένει ίδια. Αντικαταστήστε το «καλλιτέχνες» μ’ αυτούς που «προβληματίζονται», όπως θα λέγαμε σήμερα, μ’ αυτούς που έχουν σαφή συνείδηση του υπαρξιακού προβλήματος και κάθε άλλου προβλήματος, μ’ αυτούς που δε συμμορφώνονται. Τώρα αντικαταστήστε το «συνηθισμένοι» μ’ όλους αυτούς πού δεν προβληματίζονται, πού, χωρίς βέβαια να ‘ναι απρόσβλητοι απ’ το κοινό ανθρώπινο άγχος, συμμορφώνονται και καταφέρνουν να το ξορκίζουν, να το ξεχνάνε, να μή το συνειδητοποιούν εντελώς ούτε καν τις στιγμές που δέχονται τη φρικτή πραγματικότητα σα γροθιά στη μύτη. Θα δείτε ότι, κατά βάθος, τουλάχιστον για την ώρα, δεν άλλαξε τίποτα. Λέω «για την ώρα». Γιατί υπάρχει σήμερα κάτι, που απειλεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε κάτι εντελώς άλλο απ’ αυτό που ξέραμε ως τώρα. Πρόκειται για το καμάρι του σύγχρονου πολιτισμού μας, τους ηλεκτρονικούς εγκέφαλους, πού, ας μην το ξεχνάμε, βρίσκονται και θα βρίσκονται εξ ορισμού στα χέρια των «συνηθισμένων». Θέλω να πώ, ότι μπορεί να μην είναι πιά πολύ μακριά η εποχή που τα τέρατα αυτά, υπακούοντας στις «εντολές» των «συνηθισμένων», θα προγραμματίζουν όλη την κλίμακα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως εμείς παράγουμε τώρα τα κοτόπουλα.

     Αλλ’ ώσπου να γίνει αυτό, αν τελικά γίνει, και φοβάμαι ότι έχει αρχίσει να γίνεται, θα κυκλοφορούν ακόμα ανάμεσά μας για κάμποσο καιρό άνθρωποι που δε θα διαφέρουν βασικά απ’ τους τύπους του Μάν. Άνθρωποι σαν τον Χάνς, που θα ζούν τη «ζωή» αμέριμνα, και θα ‘χουν πάντα, στα μάτια ανθρώπων σαν τον Τόνιο, την ελκυστικότητα της «αναισθησίας» τους. Άνθρωποι σαν τον Τόνιο, που θα πληρώνουν μαζοχιστικά το λογαριασμό της «ζωής» των άλλων. Και κάμποσοι σαν τη Λισαβέτα-όλοι αυτοί ασχέτως φύλου-πού θα προσπερνάνε τη ζωή… ζωγραφίζοντας. Αν λοιπόν ο νέος, που θα ‘χει την τύχη να διαβάσει αυτό το διήγημα, δε νιώσει σήμερα την ίδια μαγεία που ‘νιωσα εγώ όταν ήμουνα δεκαεννιά χρονώ, αυτό θα σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, όχι τόσο με το διήγημα, όσο με τον ίδιο το νέο.

IOWA CITY, 1972

(1). Αναφέρεται στη δίκη του περιοδικού «Τραμ» (σημ. Εντευκτήριο)

*. Αδημοσίευτο προλογικό-εισαγωγικό κείμενο για τον Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μάν σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Στο βιβλίο (Θεσσαλονίκη, Τραμ 1973) δημοσιεύτηκε τελικά μιά άλλη, δραστικά συντομευμένη μορφή του προλόγου (πού, αργότερα ο Ταχτσής τη συμπεριέλαβε στο βιβλίο Η γιαγιά μου η Αθήνα), από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι λιγότερο σχετικές με τον Μάν σκέψεις του Ταχτσή (σημείωση του Εντευκτηρίου).

(1). Μου λένε ότι ο μεταφραστής σημειώνεται με τ’ αρχικά Κ.Π., κάτω απ’ το οποίο πιθανό να κρύβεται ο Κλέων Παράσχος.

(2). Βλέπε: Thomas Mann,  Tonio Kroger and other Stories. Introduction by David Luke.

Αλέξανδρος Ίσαρης – ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ, περιοδικό Εντευκτήριο τεύχος 7/7,1989, σελ.11-19.

--

               «Τόνιο  Κρέγκερ»: Μικρή εισαγωγή

    Το Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν το πρωτοδιάβασα το καλοκαίρι του 1946-δηλαδή δεκαεννιά χρονώ- σ’ ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Νέος Κόσμος, σε μετάφραση κάποιου Κ.Π. Ήταν άραγε ο Κοσμάς Πολίτης; Ο Κλέων Παράσχος; Δεν ξέρω.

     Ήταν μιά σπάνια τύχη για μένα, αλλ’ ίσως λίγο και για το ίδιο διήγημα: έπεσε στα χέρια μου σε μιά στιγμή τόσο καίρια στη ζωή όλων μας, όταν έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται οι διανοητικές και κριτικές μας ικανότητες, χωρίς να ‘χει χαθεί όμως ακόμα κι εκείνη η μαγεία μέσ’ την οποία το συναίσθημα τυλίγει, σα νύχτα του καλοκαιριού, το καθετί, ωραίο ή άσκημο-μιά μαγεία που  άπαξ και διαλυθεί, όλα μαζί τ’ αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, συμπυκνωμένα σε μερικές μόνο σελίδες, είναι ανίκανα να φέρουν πίσω.

     Είναι λοιπόν ευνόητη η περιέργεια-και η συγκίνηση- με την οποία άρχισα να διαβάζω το χειρόγραφο της νέας μετάφρασης του Α. Ίσαρη. Αλλ’ απ’ τις πρώτες κιόλας δυό τρείς σελίδες, η συγκίνηση εξαφανίστηκε η περιέργεια έγινε απορία, κι ύστερα αμηχανία. Ώστε αυτό ήταν όλο; Και τί έφταιγε άραγε περισσότερο, η μετάφραση ή το ίδιο το διήγημα-πόσο η μετάφραση και  πόσο το διήγημα; Απ’ το πρώτο μου εκείνο νεανικό διάβασμα, θυμόμουνα ακόμα πολύ ζωηρά μερικές σκηνές: την έξοδο των παιδιών απ’ το σχολείο, τον περίπατο του Τόνιο με τον ξανθό, γαλανομάτη Χάνς Χάνσεν, πού ήταν πρόθυμος να παίξει για λίγο το αιώνιο, μυστικό παιχνίδι της εφηβείας φτάνει μονάχα να μην έπαιρναν είδηση οι συμμαθητές τους, κι ύστερα εκείνο το αξέχαστο μάθημα χορού με τον αμίμητο, γαλλομαθή χοροδιδάσκαλο, τον κύριο Κνάακ, και την ξανθιά, υπεροπτική Ίνγκεμποργκ Χόλμ με την οποία είναι τη φορά αυτή ερωτευμένος ο δύστυχος Τόνιο. Διαβάζοντας τότε, έτρεμες ολόκληρος σα να ‘σουνα εσύ ο Τόνιο, σα να φοβόσουνα εσύ πώς θα γλιστρήσεις πάνω στο πάτωμα πού ήτανε πασπαλισμένο με τάλκ, και πώς εσύ θα χάσεις τα βήματά σου –τα χάνεις, και γελοιοποιείσαι ανεπανόρθωτα μπροστά στα μάτια της αγαπημένης σου. Ώστε όλο εκείνο τ’ όνειρο, όλο εκείνο το θαύμα, το ‘χε πετύχει ο συγγραφέας μ’ αυτές τις ξερές λέξεις, μ’ αυτές τις πεζότατες φράσεις; Χαμογέλασα μελαγχολικά και συνέχισα, αλλά μ’ αύξουσα ανυπομονησία. Κι όταν έφτασα στο κεφάλαιο στο οποίο ο Τόνιο, διάσημος συγγραφέας πιά, γυρίζει επισκέπτης στην υγρή και ομιχλώδη κωμόπολη της Βαλτικής όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε κι αγάπησε παράφορα πρώτα τον Χάνς Χάνσεν κι ύστερα την Ίνγκεμποργκ Χόλμ, θα μπορούσα ν ‘μουνα εγώ ο Τόνιο τη στιγμή που συλλογίζεται με φρίκη: «Μεγάλε θεέ! Πόσο μικρά και γωνιώδη του φαίνονταν τώρα όλα!»- η κωμόπολη, οι άνθρωποι, και το ίδιο το διήγημα σα γραφή.

    Λίγο πιό κάτω, στη σκηνή της σαλοτραπεζαρίας του παραθαλάσσιου ξενοδοχείου, όπου ο Τόνιο, τρώγοντας ολομόναχος, βλέπει μεσ’ από τα κρύσταλλα της μεσόπορτας να χορεύουνε μαζί τα μόνα δύο πλάσματα που είχε αγαπήσει, διαπίστωσα μ’ απογοήτευση πώς δεν επρόκειτο για τον ίδιο τον Χάνς και την ίδια την Ίνγκε, αλλά για δύο άγνωστους ξανθούς νέους στους οποίους ο Τόνιο ξαναβλέπει συμβολικά τον ωραίο, αρρενωπό Χάνς και την ωραία μά ψυχρή Ίνγκε. Οι σχετικές σελίδες, εξάλλου, μου φάνηκαν ετούτη τη φορά πολύ περισσότερες απ’ ό,τι θυμόμουνα. Αλλά ποιός πρόσεχε τότε τις σελίδες; Μιά μόνο απ’ αυτές είχε την εποχή εκείνη τόση ένταση σα να ‘κλεινε μέσα της μιά ολόκληρη ζωή, κι άλλοτε πάλι διάβαζες δέκα και περισσότερες, κι ήταν σα να ‘χανε κρατήσει μιά μονάχα στιγμή- αλλά τί στιγμή!

      Αντίθετα, αυτή τη φορά διάβασα με περισσότερο ενδιαφέρον το περίφημο γράμμα που στέλνει ο Τόνιο στη Λισαβέτα Ιβάνοβνα. «Στέκομαι» της γράφει, «ανάμεσα σε δυό κόσμους. Σε κανέναν δε νιώθω άνετα, κι αυτό μου δημιουργεί δυσκολίες. Εσείς οι καλλιτέχνες μ’ αποκαλείται αστό, οι αστοί επιχειρούν να με κλείσουν μέσα…». Πόσο οικείο ήταν τώρα και σε μένα αυτό το συναίσθημα! Και πιό κάτω: «Η πιό βαθιά κι η πιό κρυφή μου αγάπη ανήκει στους ξανθούς και τους γαλανομάτηδες, τους ζωντανούς, τους ευτυχισμένους, τους αξιαγάπητους και τους συνηθισμένους». Ούτε αυτό το συναίσθημα μου ήταν άγνωστο. Κι ωστόσο, όταν σκεφτείς το πράμα κάπως ώριμα, η δήλωση αυτή του Μάν σηκώνει πολύ νερό. Άσε τους ξανθούς και τους γαλανομάτηδες-είναι μιά καθαρή κι όχι εντελώς τυχαία σύμβαση. Αλλά πώς να προσπεράσεις ασχολίαστα όλα τ’ άλλα; Είναι τάχα αλλιώτικοι οι καλλιτέχνες ή οι «ασυνήθιστοι», απ’ τους «συνηθισμένους», κι είναι τάχα αυτοί οι «συνηθισμένοι» τόσο ζωντανοί, ευτυχισμένοι και πρό πάντων αξιαγάπητοι όσο τους φαντάζεται ο Τόνιο-πού είναι το ίδιο σα να λέμε ο Μάν; Μήπως τους βλέπει και τους μέν και τους δε κάπως μονοδιάστατα και επιδερμικά, αδικώντας κι αυτούς και τον εαυτό του; Μήπως για χάρη του σύμβολου θυσιάζει ένα αδικαιολόγητα μεγάλο μέρος της ουσίας και της πραγματικότητας, πού είναι, όχι απλώς πολυδιάστατη, αλλά κι ανεξερεύνητη, και τι επιπτώσεις έχει αυτή η στάση του στη μορφή του διηγήματος, στη μορφή, πού είναι και το μόνο αλάνθαστο κριτήριο διάρκειας στην τέχνη;

       Ο Μάν, γράφοντας κάποτε για τον εαυτό του, είπε πώς ήταν «ένας χρονικογράφος, ένας ανατόμος της παρακμής, ένας εραστής της νοσηρότητας και του θανάτου, ένας εστέτ με μιάν ακατανίκητη έλξη για την άβυσσο.» Την εποχή εκείνη-το διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε το 1903-όλ’ αυτά ήτανε βέβαια πολύ της μόδας. Αλλά ο Τόμας Μάν δεν ήταν Προύστ , ούτε Γουάιλντ, ούτε Ουισμάν. Η παρακμή, η νοσηρότητα, ο αισθητισμός, η άβυσσος, έχουν στο έργο του καθαρά θεματικό χαρακτήρα, κι είναι άλλο πράμα να γράφεις απλώς τη λέξη «άβυσσος», κι άλλο να χρησιμοποιείς λέξεις εντελώς άσχετες μ’ αυτήν, κι όμως να καταφέρνεις να δίνεις την αίσθηση της αβύσσου. Ο Τόμας Μάν επηρεάστηκε από το γαλλικό ρεαλισμό και το νατουραλισμό, πού έτσι κι αλλιώς, στα χέρια ενός άξιου καλλιτέχνη, τείνουν πάντοτε να πάρουν έναν κάποιο συμβολικό χαρακτήρα. Αλλά ο Μάν, όντας και Γερμανός, επηρεάστηκε πολύ βαθιά κι από τον Νίτσε, και ιδιαίτερα από την τελευταία του φιλοσοφική φάση του «υπεράνθρωπου», κέντρο της οποίας ήταν η ζωή με κεφαλαίο Ζ, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πάρει ο συμβολισμός του έναν έντονα μεταφυσικό-βαρύ γερμανικό, θα λέγαμ’ εμείς-χαρακτήρα, εμφανέστατο στο μυθιστόρημα Οι Μπούντεμπρουκς και στα διηγήματα-νουβέλες Θάνατος στη Βενετία και Τόνιο Κρέγκερ.

      Στο τελευταίο αυτό, το περιβόητο «ξανθό κτήνος» του Νίτσε-να γιατί ο Χάνς είναι ξανθός- μεταμορφώνεται, όχι σ’ αυτό που το παραμόρφωσε αργότερα ο διεστραμμένος εγκέφαλος των ναζήδων, αλλά σ’ ένα μάλλον χαζό, όμορφο, ξανθό αγόρι, βασισμένο άλλωστε σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο απ’ τη ζωή του Μάν. Σ’ αυτό τ’ αγόρι, που ξέρουμε τώρα ότι αργότερα το ‘ριξε στο πιοτό και πέθανε κακήν κακώς κάπου στην Αφρική- κι αυτό μας δίνει το μέτρο που ο Μάν θυσιάζει την ανθρώπινη αλήθεια για χάρη του λογοτεχνικού σύμβολου- αφιέρωσε ο συγγραφέας τα νεανικά του ποιήματα, σ’ αυτό, κι αργότερα στην Ίνγκε του διηγήματος, πού κι αυτή είχε το αντίστοιχό της στη ζωή του.

     Η κεντρική ιδέα του Τόνιο Κρέγκερ συνοψίζεται νομίζω στο δίλημμα του ίδιου του Μάν: Τέχνη ή Ζωή; Τέχνη, όπως την καταλάβαινε την εποχή εκείνη, δηλαδή ηθικός μηδενισμός, άβυσσος, ή Ζωή, δηλαδή ανθρωπιά και καλοσύνη, αρετές πού, περιέργως, ταύτιζε με τους «συνηθισμένους»; Αυτός ο αυθαίρετος διαχωρισμός των ανθρώπων σε «συνηθισμένους» κι «ασυνήθιστους» αποτελεί το μεγάλο μειονέκτημα του διηγήματος, αλλά και τη μεγάλη του γοητείας. Όταν εξετάσεις, βέβαια, κάπως ψύχραιμα το θεωρητικό του υπόβαθρο – επιστημονικοφιλοσοφικό, ψυχολογικό κτλ.-το βρίσκεις σαθρό ή τουλάχιστον σχηματικό κι ελλιπές. Όσο μεγαλύτερος είναι ένας συγγραφέας-δηλαδή όσο περισσότερο είναι το έργο του προορισμένο ν’ αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου-τόσο λιγότερο διασπά την αιώνια ενότητα της ζωής, τόσο λιγότερο υποκύπτει στον πειρασμό να βάλει στους ανθρώπους πινακίδες- ο «κακός», ο «καλός», ο «αναίσθητος», ο «ευαίσθητος» κ.ο.κ. Τώρα πιά, αν είμαστε για κάτι τι σχετικά βέβαιοι, είναι πώς όλοι οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και «καλοί» και «κακοί», κι εγκληματίες και θύματα. Βέβαια, αυτή η γνώση δεν έχει καταφέρει ακόμα να εισδύσει ως την καθημερινή ζωή, κι έτσι πέφτουμε όλοι μας συνεχώς στο ίδιο λάθος με τον Μάν. Κι απ’ την άλλη μεριά, ενώ είν’ αλήθεια πώς οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και εγκληματίες και θύματα, είναι εξίσου αλήθεια ότι μερικοί είναι περισσότερο εγκληματίες και λιγότερο θύματα, και ότι τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους τις υφίστανται αυτοί που είναι περισσότερο θύματα και λιγότερο εγκληματίες. Οι τύποι λοιπόν που διαγράφονται από τον Μάν σε τούτο το διήγημα, δεν είναι, στην πράξη, τόσο ξεπερασμένοι όσο κολακευόμαστε να πιστεύουμε στις αισιόδοξες στιγμές μας. Όλες οι επαναστάσεις- κοινωνικοπολιτικές, επιστημονικές, ψυχολογικές, σεξουαλικές κτλ.- δε φαίνεται να ‘χουν αλλάξει και πολύ την ανθρώπινη «φύση». Ίσως κάποτε συμβεί κι αυτό, αν κι εγώ τουλάχιστο δεν το πολυπιστεύω. Αλλ’ ως τότε θα εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας άνθρωποι που δε θα διαφέρουν ουσιαστικά απ’ τους τύπους του Τόμας Μάν. Άνθρωποι σαν τον Χάνς Χάνσεν και την Ίνγκεμποργκ Χόλμ, πού θα ζούν λίγο-πολύ αμέριμνα κι ασύνειδα τη ζωή, και που θα ‘χουνε στα μάτια ανθρώπων σαν τον Τόνιο στην ελκυστικότητα της αναισθησίας τους. Άνθρωποι σαν τον Τόνιο, που θα πληρώνουν πάντα το λογαριασμό της «ζωής» των άλλων. Και κάμποσοι πού, σαν τη Λισαβέτα Ιβάνοβνα, και ασχέτως φύλου, θα προσπερνάνε τη ζωή-ζωγραφίζοντας!

     Αν λοιπόν ο νέος που θα διαβάσει τούτο το διήγημα στην καινούργια αυτή μετάφραση, δε νιώσει σήμερα έστω και λίγη απ’ τη μαγεία που ‘νιωσα εγώ διαβάζοντάς το τον καιρό που ήμουνα δεκαεννιά χρονώ, αυτό θα πει πώς κάτι δεν πάει καλά, όχι τόσο με το διήγημα ή τη μετάφραση, όσο με τον ίδιο το νέο.

ΚΩΣΤΑΣ  ΤΑΧΤΣΗΣ, «Τόνιο Κρέγκερ»: Μικρή εισαγωγή.  Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΑΘΗΝΑ κι άλλα κείμενα, εκδόσεις Ερμής, 6η έκδοση, Αθήνα Φεβρουάριος 1986, σελ.51-57. (Πρώτη έκδοση 1979).

            ΤΟΜΑΣ   ΜΑΝΝ

     Όταν, εδώ και τρία ή τέσσερα (1) χρόνια, έπαιρνε το βραβείο Νόμπελ ο Τόμας Μάνν, μπορεί να πεί κανείς ότι τίποτε καινούργιο δεν κέρδισε η δόξα του. Πράγματι, στην πατρίδα του ο γερμανός συγγραφέας κάτεχε κιόλας από καιρό την πρώτη θέση-την πρώτη ύστερα από τον Χάουπτμαν-και μιάν από τις πρώτες στην παγκόσμια λογοτεχνία.

     Το βραβείο Νόμπελ δεν ήταν παρά το υπέρτατο στεφάνωμα, το επίσημο, αλλ’ όχι και άδικο αυτή τη φορά, της σταδιοδρομίας ενός λογοτέχνη, πού δεν είχε ακόμα διαγράψει όλο τον κύκλο της δημιουργίας του, βρισκόταν όμως στην κρισιμότερη στροφή της, στο πιό σημαντικό στάδιο της ωριμότητάς του.

     Διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ο Τόμας Μάνν είναι πρίν απ’ όλα, όπως και ο Αντρέ Ζίντ και ο Βαλερύ και πολλοί άλλοι σύγχρονοι λογοτέχνες, ένας στοχαστής. Είναι ο καλλιτέχνης που αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να δώσει αποκρίσεις στα μεγάλα σημερινά προβλήματα, τα ηθικά, τα κοινωνικά, ακόμα και τα πολιτικά, και μέσα από την τέχνη του, αλλά και κατ’ ευθείαν, ένας καλλιτέχνης για τον οποίον δεν υπάρχει μόνο, κατά τη φράση του Θεόφιλου Γκωτιέ, ο εξωτερικός κόσμος, ο κόσμος των μορφών και των σχημάτων, αλλά και ένας άλλος, όμοια σπουδαίος και ουσιαστικός, ο ηθικός. Επιταγές, καλέσματα της ημέρας είναι ο τίτλος που έβαλε ο Τόμας Μάνν σε μιά συλλογή από λόγους του και δοκίμια που δημοσίευσε στα 1929. Και σπάνια τίτλος βιβλίου, όσο και περιεχόμενο ανταποκρίθηκαν πληρέστερα στην επιταχτικότητα, ορισμένων σημερινών προβλημάτων. «Μέσα από τα παιχνίδια της αισθητικής», λέει ο Τόμας Μάνν, αποβλέπω σε μιά ηθική». Αλλά ποιά ηθική; Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου (2) για να καθορίσει τη στάση του, δημοσίεψε τις Σκέψεις ενός απολιτικού, θέλησε και τότε, μ’ όλο που οι περιστάσεις ήσαν εξαιρετικές, να τονίσει ότι έβγαινε άθελα από την καλλιτεχνική μόνωσή του, από τον σιντεφένιο πύργο της τέχνης, όπου είχε μείνει ως τότε κλεισμένος. Ο Τόνιο Κρέγκερ (ήρωας μιάς «νουβέλλας» του Τόμας Μάνν (3)), ο ονειροπόλος και νοσηρά ευαίσθητος, ο μοναχικός, ο έξω από τα κοινωνικά πλαίσια’ ο μυστικόπαθος κ’ ερωτιάρης Τριστάνος (ήρωας άλλης ομώνυμης «νουβέλλας» του Τόμας Μάνν) ο δειλός και άβουλος, ο μπλεγμένος ανέκκλητα μέσα στα δίχτυα ενός νιχιλιστικού σκεπτικισμού, αισθάνθηκαν ότι δεν μπορούσαν να εξακολουθούν να μένουν κλεισμένοι στον πύργο τους, και ότι έπρεπε να κατέβουν εκεί όπου παιζότανε η τύχη όχι μονάχα της πατρίδας τους, αλλά μιάς μορφής πνεύματος, ενός «κλίματος» ψυχικού, ενός πολιτισμού,-του πολιτισμού τους. Στις έννοιες του έθνους, της δημοκρατίας, για τις οποίες πολεμούσε ο συνασπισμός των κρατών της «Αντάντ», ο Τόμας Μάνν αντέταξε ό,τι και τόσοι άλλοι συντηρητικοί γερμανοί λογοτέχνες: την έννοια της φυλής, της ιεραρχίας.

     Ήταν, βέβαια, τούτο ένα πήδημα από τη σφαίρα του ονείρου και του καθαρού στοχασμού, από τους αιώνιους μετεωρισμούς και τα αιώνια μισόφωτα, στο μεγάλο φώς των σταθερών και αποφασιστικών χειρονομιών. Κι αυτή ωστόσο η «έξοδος», μολονότι γινόταν για τόσο υψηλής σημασίας ζητήματα, γινόταν ακούσια, πάντως δεν είχε ελατήρια πολιτικά και δεν απόβλεπε σε σκοπούς πολιτικούς. «Και τότε ακόμα, λέει ο Τόμας Μάνν, αναφερόμενος στην περίοδο εκείνη της ζωής του, μ’ έσπρωχνε πολύ περισσότερο μιά ηθική ανάγκη, παρά το πολιτικό ενδιαφέρον. Και η ηθική πού προσπαθώ να κατεργαστώ είναι ένα πρόβλημα υποκειμενικό. Είμαι, προπαντός, ένας ατομιστής. Με τον εαυτό μου εξηγούμαι. Τα προβλήματά μου είναι προβλήματα του καιρού μου. Μέσα όμως από τον καιρόν αυτό αποζητώ την καλυτέρευση του εαυτού μου». Έτσι ή αλλιώς, το πρόβλημα, το θεμελιακό πρόβλημα του γερμανού συγγραφέα, είναι καθαρά ηθικό. Έτσι, τουλάχιστον, το καθορίζει ο ίδιος.

     Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλου ρώσου κριτικού Μπιελίνσκι. Φωτίζουν και δικαιολογούν τέλεια την ηθική στάση του καλλιτέχνη Τόμας Μάνν: «Η ελευθερία της δημιουργικής προσπάθειας αρμονίζεται  εύκολα με τις κοινωνικές απασχολήσεις. Δεν πρέπει να ζορίζουμε τον εαυτό μας για να γράψουμε επάνω σε ορισμένα θέματα, να ζορίζουμε την έμπνευσή μας. Φτάνει να είναι κανείς πολίτης, παιδί της κοινωνίας όπου ζει και της εποχής του, να αφομοιώνει τα συμφέροντά τους, να ταυτίζει τους πόθους του με τους πόθους τους» (4).

Νοσηρά χαρακτηρίστηκαν τα περισσότερα-και τα κυριότερα- έργα του Τόμας Μάνν. Και οι Μπούντεμπροοκ, η βαθμιαία εξάρθρωση και πτώση μιάς μεγαλοαστικής γερμανικής οικογένειας, και ο Τριστάνος, ιστορία ενός κακόμοιρου έρωτα που διαδραματίζεται σε ένα σανατόριο, και το Μαγεμένο Βουνό, το τελευταίο και σπουδαιότερο μεγάλο έργο του Τόμας Μάνν, ιστορία και αυτό ενός έρωτα-αγνού, σχεδόν ακίνητου, δίχως εξέλιξη-πού πλαίσιο έχει κι αυτός ένα σανατόριο του Νταβός. Πολλοί κριτικοί, και στα τρία αυτά έργα, βρίσκουν την «αναθυμίαση» του θανάτου, ένα από τα χαρακτηριστικότερα συστατικά της ρομαντικής γερμανικής τέχνης, μιά τάση προς την «αυτοδιάλυση». «Ο νιχιλιστής αυτός, έγραψαν για τον Τόμας Μάνν, έχει ιδιαίτερους λογαριασμούς με το θάνατο». «Το έργο του θα μπορούσε να έχει για έμβλημα το κρανίο του ηθοποιού Γιόρκ, του Σαίξπηρ». Τα λόγια του Μπιελίνσκι δίνουν την καλύτερη απόκριση στις κατηγορίες αυτές. Παιδί της εποχής του ένα από τα πιό γνήσια και τα πιό πιστά, από εκείνα που την εκπροσωπούν και την εκφράζουν καλύτερα, δε μπορούσε να μην ποτιστεί και ο Τόμας Μάνν από την ηθική και την πνευματική αναρχία της, από τον νιχιλισμό της, από την αγωνία της, από την αναπόφευκτη νοσηρότητά της. Το έργο του είναι μιά «μαρτυρία», ένα πολύτιμο ψυχολογικό δοκουμέντο, αλλά και μιά σύνθεση, ταυτόχρονα, από τις πλατύτερες, που γέννησαν οι καιροί μας. Το τελευταίο αυτό γνώρισμα του έργου του Τόμας Μάνν, το βλέπουμε ιδίως στο Μαγεμένο Βουνό. Ο ήρωάς του, Χάνς Κάστορπ, από το Αμβούργο, ένας τύπος συνηθισμένου Γερμανού στο σανατόριο όπου πηγαίνει να επισκεφτεί έναν ξάδερφό του άρρωστο και όπου τον καθηλώνει σε λίγο και αυτόν η αρρώστια, κάνει όλο το γύρο της ανθρώπινης γνώσης, περνά από όλα τα στάδια- ψυχικά, πνευματικά, σωματικά-της ανθρώπινης πείρας, ξεδιαλύνεται όλα τα μυστήρια της ζωής. Το κατακάθι της πείρας του είναι πικρότατο. Βλέπει πόσο στενά είναι τα σύνορα της γνώσης και πόσο όλοι οι άνθρωποι στριφογυρίζουν σαν κατάδικοι μες σ’ ένα μάταιο κύκλο. Στο έργο περνούν αντιπροσωπευτικοί  τύποι πολιτισμών και φυλών, του λατινισμού, του εβραϊσμού, του σλαβισμού, όλες οι φαντασιώσεις- επιστημονικές, θρησκευτικές, πολιτικές-όπου παραδέρνει η άμοιρη σύγχρονη ανθρωπότητα.

     Σαν ένα θρίαμβο της ζωής στη μάχη της με το θάνατο, μιά προσπάθεια να νικηθεί η αρρώστια, χαρακτηρίζει ο Τόμας Μάνν το Μαγεμένο Βουνό. Αν δεν είναι θρίαμβος, είναι πάντως προσπάθεια. Κάτω από τον καλλιτέχνη προβάλλει και πάλιν ο άνθρωπος, πού πρίν απ’ όλα ενδιαφέρεται για την ηθική του τελείωση. Από την άποψη αυτή, το Μαγεμένο Βουνό είναι ένα μυθιστόρημα ψυχικής και πνευματικής ανατροφής, όπως ο Βίλχελμ Μάϊστερ του Γκαίτε, ή όπως ο Ζάν Κριστόφ του Ρομαίν Ρολλάν. Ο καλλιτέχνης δίνει μορφή στα προβλήματα πού τον απασχολούν-προβλήματα βαθύτατα ψυχικής ισορρόπησης, πνευματικής πειθαρχίας-για να λυτρωθεί  απ’ αυτά, εκφράζοντάς τα. Αλλ’ είναι τόσο πλατύς ο στίβος του ατομικού αγώνα, ώστε κάθε σκεπτόμενος και αισθανόμενος άνθρωπος βρίσκει εκεί μέσα μιά απόκριση στα ατομικά του προβλήματα. Και έτσι, αβίαστα, φυσικά, το υποκείμενο έργο, όπως παρατηρεί ένας κριτικός, πλαταίνει και αποχτά και μιά πέρα από το άτομο του καλλιτέχνη κοινωνική σημασία. Εκείνην ακριβώς που έχει κάθε αληθινό καλλιτέχνημα.

       «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ  ΝΕΟΣ  ΚΟΣΜΟΣ», Ιούλιος 1935

(Βλ.  και άρθρο μου για τον ίδιο συγγραφέα στην «Πολιτεία» της 19.2.1932, τότε που του απονεμήθηκε το Νόμπελ).

(1). Το άρθρο αυτό γράφτηκε στα 1935.

(2). Του πρώτου παγκόσμιου.

(3). Η νουβέλλα τούτη μεταφρασμένη στα ελληνικά από μένα, δημοσιεύτηκε στο μηνιάτικο περιοδικό «Φιλολογικός Νέος Κόσμος», Τόμος 5ος, , Ιούλιος 1935.

(4). Η σκέψη του Μπιελίνσκι είναι, μου φαίνεται, στο πρώτο μέρος σωστή, στο ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να ζορίζει την έμπνευσή του. όσο για το δεύτερο, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι αυτό που λέμε «εποχή» δεν είναι κάτι ενιαίο ούτε μας επιτρέπει να μιλούμε περιληπτικά για τα «συμφέροντα» μιάς εποχής. Και οι «τάσεις»- κοινωνικοπολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές-κάθε εποχής, δεν ακολουθούν την ίδια φορά, ποτέ δεν συμπίπτουν. Ίσα ίσα,, οι πιό έντονες πάντα σχεδόν στέκονται ενάντια η μια στην άλλη κι έρχονται σε αδιάκοπη σύγκρουση. Αλλά, βέβαια, γενικότερα γνωρίσματα, «δεσπόζουσες ηθικές και ψυχικές» έχει κάθε εποχή και με το νόημα αυτό φαίνεται σωστό και το δεύτερο μέρος της σκέψης του Μπιελίνσκι. (Σημ. του 1956).

ΚΛΕΩΝΟΣ  ΠΑΡΑΣΧΟΥ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι, Ιούνιος 1956, σελ. 196-200.

Σημειώσεις:

Στις 4 Μαϊου 2022 ανήρτησα στο block μου ένα κείμενο μνήμης στον ποιητή, πεζογράφο, μεταφραστή, φωτογράφο, εικαστικό, γραφίστα, αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Ίσαρη. Στο παρόν σημείωμα, αντιγράφω τις δύο εκδοχές του κειμένου-«Πρόλογος», /«Μικρή εισαγωγή»- που έγραψε ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη 1927-Αθήνα 1986) για την μετάφραση της νουβέλας του γερμανού μυθιστοριογράφου Τόμας Μαν, «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ»  από τον Αλέξανδρο Ίσαρη (Σέρρες 1941-24/2/2022) και την οποία, μαζί με τις επιστολές του Κ. Ταχτσή παρουσίασε ο μεταφραστής στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Εντευκτήριο» τεύχος 7/7, 1989, σε.11-19.Τριμηνιαίο περιοδικό με εκδότη και διευθυντή τον συγγραφέα Γιώργο Κορδομενίδη. Βλέπε: ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ, ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ Μ’ ένα σχέδιο της Μαρίας Κλωνάρη, μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κώστα Ταχτσή, εκδ. τράμ/ Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 116. Γραφική επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης. Μονοτυπία και Εκτύπωση: Αφοί Αλτιντζή. Τσιγκογραφίες: Αρίστος Παυλίδης και Σία. Βιβλιοδεσία: Αφοί Βαρουσιάδη. Copyright  1973 by Katharina Mann AND Tram. Διαστάσεις 11Χ17. (Στο οπισθόφυλλο αναφέρονται λογοτεχνικές εκδόσεις του «Τραμ». Όπως της Νόρας Αναγνωστάκη: Μαγικές Εικόνες, Ηλία Πετρόπουλου, ΣΩΜΑ σχέδια Παύλου Μοσχίδη, Δημήτρη Καλοκύρη, Το Πουλί σχέδια Αλέξη Ακριθάκη, Αλέξης Τραϊανός, Οι Μικρές Μέρες σχέδια Αλέξανδρου Ίσαρη, Μίμη Σουλιώτη, Σβούρα, και άλλων. Το καλαίσθητο βιβλιαράκι (με το κόκκινο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο) περιλαμβάνει: Σχέδιο της Μαρίας Κλωνάρη (1973) σ. 1.-Κώστας Ταχτσής, ΠΡΟΛΟΓΟΣ σ.6-11. –Μετάφραση του διηγήματος από τα γερμανικά Αλέξανδρος Ίσαρης σ. 13-107. Κεφάλαια 9.[(κεφ. 1, σ.13-26), (κεφ. 2, σ.27-36), (κεφ. 3, σ.37-41), (κεφ. 4, σ. 42-60), (κεφ. 5, σ.61-62), (κεφ. 6, σ. 64-78), (κεφ. 7, σ.79-86), (κεφ. 8, σ. 87-104), (κεφ. 9, σ. 105-107)].-Ο ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ (Απόσπασμα από το Αυτοβιογραφικό Δοκίμιο, 1930), σ.108-109. -ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ, σ.110-111.–Η έκδοση συνοδεύεται με Φωτογραφίες και Σκίτσο του γερμανού συγγραφέα, σ.113-116. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1977, ενώ κυκλοφόρησε σε γ΄ και δ΄ έκδοση από τις εκδόσεις «Ύψιλον» 1982 και 1985 αντίστοιχα. Στην επανακυκλοφορία του από τις εκδόσεις «Ύψιλον» (του ποιητή και εκδότη Δημήτρη Καλοκύρη), τις τυπογραφικές διορθώσεις και την επιμέλεια της έκδοσης είχε η ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη. Όπως γράφει στην εισαγωγή της νέας έκδοσης ο μεταφραστής, είναι «ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ». Η νέα μετάφραση συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή του Α. Ίσαρη. Βλέπε: Τόμας Μάν, ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ. Μετάφραση-Εισαγωγή Αλέξανδρος Ίσαρης. Σχέδιο εξωφύλλου Α. Ίσαρης. Μακέτα Δ. Καλοκύρης. Επεξεργασία COSMOSWARE. Εκδ. Ύψιλον Αθήνα 1985 σελ. 108. Περιεχόμενα: Αλέξανδρος Ίσαρης , ΜΙΑ -ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ σ.7-19 (Τέσσερεις μαρτυρίες 1. Επιστολή προς τον Α.Β. Χάινιτς. 2. Επιστολή προς τον Χέρμαν Λάνγκε, παλαιό συμμαθητή του. 3. Επιστολή προς την Μάρθα Χάρτμαν. 4. Απόσπασμα από το «Αυτοβιογραφικό Δοκίμιο», 1930.-Οι δύο κόσμοι.-Το πάθος της έκφρασης.). (Κεφ. 1, σ.23-35), (Κεφ. 2, σ.36-44), (Κεφ. 3, σ.45-49), (Κεφ. 4, σ. 50-66), (Κεφ. 5, σ.67-68), (Κεφ. 6, σ.69-81), (Κεφ. 7, σ.82-88), (Κεφ. 8, σ.89-104), (Κεφ. 9, σ. 105-107). Στις δύο τελευταίες σελίδες πληροφορούμεθα για τα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ύψιλον», και το διήγημα «ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ» του Τόμας Μάν σε μετάφραση Κυριάκου Κεντρωτή. Η νουβέλα ο «Τριστάνος» εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1985 από τις εκδόσεις «Ύψιλον» σελ. 76 με «Είκοσι Προλογικές Σημειώσεις για τον “Tristan” 1903 του Thomas Mann. Η μετάφραση αφιερώνεται από τον μεταφραστή «στην Κατερίνα και τον Αλέξανδρο». Από την επανέκδοση της νουβέλας “Tonio Kroger” 1903 από τις εκδόσεις «Ύψιλον» απουσιάζει ο Πρόλογος του 1973 του Κώστα Ταχτσή. Η παρουσίαση –των τεσσάρων γραμμάτων-και του Προλόγου από τον Ίσαρη στο περιοδικό «Εντευκτήριο», σχεδόν 20 χρόνια μετά για να είμαστε ακριβέστεροι, είναι μία από τις τέσσερεις παραλλαγές του Προλόγου όπως ο ίδιος ο αποδέκτης των επιστολών σημειώνει. Επιλέγεται η καταλληλότερη και περισσότερο ενδιαφέρουσα για τον Α. Ι. στην πρώτη έκδοση του 1973 από τις εκδόσεις «τραμ» του ποιητή Γιώργου Κάτου. Ας θυμηθούμε ότι ο γερμανομαθής αρχιτέκτονας, ποιητής και μεταφραστής Αλέξανδρος Ίσαρης υπήρξε συνεργάτης των εκδόσεων «Ύψιλον», και ακόμη, ότι η χώρα (1973) βρίσκεται κάτω από το ζυγό του στρατιωτικού καθεστώτος. Της παρουσιαζόμενης στις σελίδες του περιοδικού εκδοχής, προηγείται μικρό σημείωμα του μεταφραστή και συνοδεύεται με τα 4 γράμματα του Ταχτσή ο οποίος εκείνη την χρονική περίοδο βρίσκεται εγκατεστημένος στις ΗΠΑ προς τον Ίσαρη που κατοικεί στην Ελλάδα. Το τραγικό  είναι, ότι ο μυθιστοριογράφος Ταχτσής δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή.

   Τα σύντομα γράμματα μας παράσχουν πληροφορίες για την περιπέτεια της συνεργασίας των δύο Θεσσαλονικέων συγγραφέων και μεταφραστών, την συναντίληψη δύο φίλων λογοτεχνών σχετικά με την υφή και την φιλοσοφία της νουβέλας, την εντύπωση που αφήνει στον αναγνώστη της. Τα ζητήματα που διαπραγματεύεται, τα ερωτήματα που θέτει ένα από τα πρώτα έργα, του διεθνώς καταξιωμένου γερμανού νομπελίστα μυθιστοριογράφου. Η νουβέλα αυτή του 1903, επηρέασε θετικά όχι μόνο το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό αλλά και τους απανταχού λάτρεις και θιασώτες της γερμανικής λογοτεχνίας, συζητήθηκε και εξακολουθεί να συζητιέται και να απασχολούν τα θέματα που θίγονται και αναδεικνύονται στην μικρής έκτασης αυτή νουβέλα. Το δίλημμα του καλλιτέχνη -δημιουργού μεταξύ Τέχνης και Ζωής, ο ρόλος του καλλιτέχνης μέσα στην κοινωνία, η σχέση του με τα πολιτικά συστήματα της εποχής, η στάση του απέναντι στα κοινωνικά και άλλα προβλήματα, η ερμηνευτική οπτική του, τα προσωπικά του αδιέξοδα, η αποδοχή του ή μη από το κοινωνικό σώμα, το δίπολο πνεύμα σωματική ρώμη, είναι τα κεντρικά ζητήματα- ερωτήματα που απασχόλησαν τους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα και φυσικά, τον Τόμας Μάν. Προβλήματα και ερωτήματα που, παρά την αλλαγή του αιώνα-της  νέας χιλιετίας ακόμα μάλλον, βρίσκονται στην επιφάνεια της πνευματικής και καλλιτεχνικής επικαιρότητας και εξακολουθούν να απασχολούν συγγραφείς, καλλιτέχνες,  κριτικούς, θεωρητικούς αναλυτές του Κόσμου της Τέχνης στον 21ο αιώνα. Ο «Τόνιο Κρέγκερ» ήταν ένα από τα αγαπημένα έργα του Τόμας Μάν, γράφτηκε μετά από το μυθιστόρημά του «Μπούντεμπρουκς» ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρεται σε αυτό αρκετές φορές. Σαν ένα από τα αγαπημένα του έργα, μαζί με το ωριμότερό του «Δόκτορα Φαούστους». Συνηγορούν σε αυτό οι Ημερολογιακές του σημειώσεις, οι κατά καιρούς συνεντεύξεις του, και το μικρό αυτοβιογραφικό βιβλίο του γιού του που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη» το 2005 της σειράς «Μονόκερως», Γκόλο Μάν, «Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μάν» (υπεύθυνος σειράς Αλέξης Ζήρας). Δεκάδες είναι οι λογοτέχνες και οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, οι κριτικοί και αρθρογράφοι των βιβλίων του Μάν, οι οποίοι αγάπησαν και έσκυψαν με προσοχή πάνω στα διλήμματα και ερωτήματα που μας θέτει αυτή η νουβέλα. Ιδιαίτερα, το 9ο κεφάλαιό της, που φωτογραφίζει τον ίδιο τον συγγραφέα και τις θέσεις του. Να αναφέρουμε από τους καλλιτέχνες το χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρώσου ορθόδοξου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, του οποίου τα «Ημερολόγια» έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Βλέπε Αντρέϊ Ταρκόφσκι  «Μαρτυρολόγιο» Ημερολόγια 1970-1986, πρόλογος-μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις «Ίνδικτος» Αθήνα Οκτώβριος 2006, σελ. 382. Ο Ταρκόφσκι διάβαζε τα μυθιστορήματα του Τόμας Μάν, εκτιμούσε το έργο του, και αναζητούσε τα οικονομικά μέσα και τρόπους να γυρίσει ταινία το μυθιστόρημα του Τόμας Μάν «Δόκτωρ Φαούστους». Ανάμεσα στα πολλά μυθιστορήματα, διαβάσματα του ρώσου σκηνοθέτη, (Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Τολστόι κ.ά.) συγκαταλέγονται και τα βιβλία του γερμανού συγγραφέα, και η σχετική νουβέλα. Να επισημάνουμε την αγάπη που έτρεφε ο ποιητής και μεταφραστής Α. Ίσαρης για τον ρώσο σκηνοθέτη. Πλείστα είναι τα αποσπάσματα του Ταρκόφσκι που απαντώνται στα βιβλία του, το ίδιο και η μνημόνευση του ονόματός του, τα ποιήματα που αφιερώνει και συνθέτει για τον Αντρέϊ Ταρκόφσκι. Βλέπε το ποίημα «Αντρέι Ταρκόφσκι» σ.202 της συλλογής «Εγώ ένας ξένος» Ποιήματα 1967-2011, εκδ. Κίχλη 2013. Ο Ίσαρης επίσης, του αφιερώνει το βιβλίο του «Ανάμεσά τους η μουσική», «στη μνήμη του Αντρέι Αρσένγεβιτς Ταρκόφσκι», εκδ. Άγρωστις 1991. Έχει μεταφράσει επίσης στα ελληνικά, ποιήματα του πατέρα του Αρσένι Ταρκόφσκι, δες «Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές» εκδ. Gutenberg 2015. Ευκαιρίας δοθείσης  να αναφέρουμε και τα ονόματα δύο ακόμα ελλήνων ποιητών και δοκιμιογράφων οι οποίοι έχουν επηρεαστεί βαθειά και σε έντονο βαθμό από την καλλιτεχνική δημιουργία του ρώσου σκηνοθέτη. Του ποιητή και κριτικού Δημήτρη Κοσμόπουλο, και την γνωστή ομώνυμη ποιητική του συλλογή, και τον ποιητή Σωτήρη Γουνελά και την μελέτη του για τον ρώσο σκηνοθέτη. Τώρα, σχετικά με την νουβέλα του Τόμας Μάν «Τόνιο Κρέγκερ» το μεταφραστικό και κριτικό ενδιαφέρον του ελληνικού πνευματικού κόσμου αρχινά από την περίοδο του μεσοπολέμου όπως θα δούμε παρακάτω. Ο γερμανός, αστός/μεγαλοαστός μυθιστοριογράφος Τόμας Μάν, ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους λογοτέχνης, αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό κοινό, τους έλληνες διανοούμενους, συγγραφείς και κριτικούς, από νωρίς, όπως μας φανερώνουν οι σχετικές μεταφράσεις και εκδόσεις των έργων του, από τις αρχές των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στην χώρα μας. Το ενδιαφέρον για την δημιουργική του πορεία και εν γένει συμβολή στην παγκόσμια και ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα, συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας. Τα βιβλία του επαναπροσεγγίζονται, εκδίδονται από διάφορους εκδοτικούς οίκους, επαναμεταφράζονται,  τα διηγήματά του και οι μελέτες του κυκλοφορούν και σχολιάζονται ποικιλοτρόπως από νέους σχολιαστές και ερευνητές. Στο ελληνικό κοινό και τους έλληνες συγγραφείς ο Τόμας Μάν ήταν γνωστός και αγαπητός πριν ολοκληρώσει το συγγραφικό του πορτραίτο, πρίν του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1929). Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τον «Τόνιο Κρέγκερ», αυτήν την θερμά συγκινητική, πλέρια ρομαντική, ερωτικά νοσταλγική, μιάς παιδικής αθώας ατμόσφαιρας, αμεταμφίεστων νεανικών αισθημάτων, πρώτων νεανικών ανοιξιάτικων ερεθισμάτων, οσφρήσεων και αγγιγμάτων, πνευματικών και σωματικών κραδασμών, προικισμένα ονειρική αυτή νουβέλα, από μία παλαιά μετάφραση που κυκλοφορούσε με τα αρχικά Κ.Π. Το βιβλίο αυτό-του οποίου η επιρροή και το κλίμα των θέσεων του γερμανού φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε είναι εμφανής (όπως και σε άλλα έργα του Τ. Μ.) είδε το φώς της δημοσιότητας μετά το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του «Μπούντενμπρόοκς», μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον δοκιμιογράφο και κριτικό Κλέωνα Παράσχο με τα αρχικά Κ.Π. τον Ιούλιο του 1935 και δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο περιοδικό «Φιλολογικός Νέος Κόσμος» Τόμος 5ος. Αυτήν την μετάφραση είχε υπόψη του ο Κώστας Ταχτσής και διαβάσει στα εφηβικά του χρόνια, σε αυτήν αναφέρεται στον Ίσαρη και σε εμάς τους αναγνώστες στο κείμενό του. Παράλληλα, αντιγράφω το κείμενο «Τόνιο Κρέγκερ: Μικρή εισαγωγή» την οποία συμπεριλαμβάνει ο Ταχτσής σελ.51-57 στο βιβλίο του ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ, Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 6η  έκδοση, Φεβρουάριος 1986. (Α΄ έκδοση 1979). Με την διπλή αυτή παράθεση έχουμε τις διαφορετικές εκδοχές ενός Προλόγου/Εισαγωγής, χρήσιμη θέλω να πιστεύω όχι μόνο σε συγγραφείς, μεταφραστές αλλά και τους σύγχρονους αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, του γερμανού συγγραφέα, και ασφαλώς του έργου του Κώστα Ταχτσή. Δυστυχώς δεν έχω την τεχνική υποστήριξη και δεν γνωρίζω τον τρόπο να παραθέσω τα κείμενα το ένα πλάι στο άλλο ώστε να δούμε τις μικροδιαφορές αλλά και αλλαγές που επήλθαν στα τρία για την ακρίβεια κείμενα, (περιοδικό Εντευκτήριο, έκδοση Τράμ, Η γιαγιά μου η Αθήνα). Όλα τα κείμενα τα αντιγράφω το ένα μετά το άλλο.  Προσεγγίζω το θέμα από την πλευρά του συγγραφέα και μεταφραστή Κώστα Ταχτσή.

Τα κείμενα, οι βιβλιοκριτικές, οι αναλύσεις και τα μελετήματα για τον «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ» που έχουν δημοσιευθεί είναι αρκετά και τα συναντάμε διάσπαρτα σε περιοδικά και παλαιά έντυπα, σε σελίδες βιβλίων, αναφορές και κρίσεις τίτλων έργων του Τόμας Μάν. Χαρακτηριστικά είναι τα κείμενα και οι αναλύσεις του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου στο περιοδικό "Σημειώσεις" Τα κείμενα του Μάριου Μαρκίδη στο ίδιο περιοδικό όπως και της Ρένας Κοσσέρη. Της Γερτρούδης Μαυρίδου στο προδικτατορικό περιοδικό "Εποχές". Του ελληνοαμερικανού Νίκου Σπάνια, του Βασίλη Λαζανά και του Άρη Δικταίου που έχει μεταφράσει αρκετά βιβλία του Μάν στα Ελληνικά., και άλλων, όπως του πειραιώτη Ευάγγελου Ρόζου. Ορισμένα από τα κείμενα, τα πιο πρόσφατα, είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο. Αναφέρω κρίσεις και θέσεις μου που μου προκάλεσε το διάβασμα αυτής της σημαδιακής νουβέλας αλλά και ευρύτερα η ανάγνωση των βιβλίων του Μάν, προσπαθώντας να δώσω τις δικές μου πληροφορίες για το έργο του στο παρόν αυτό σημείωμα ενώ σε επόμενο θα αντιγράψω άλλες πληροφορίες και στοιχεία που κατόρθωσα στην διαδρομή του χρόνου να αποδελτιώσω. Ενός εξέχοντος μυθιστοριογράφου από τους πλέον αγαπητούς της γενιάς μου. Η σκοπιά προσέγγισης και το πεδίο ανάλυσης, φιλοσοφικής εξέτασης της ταυτότητας της νουβέλας, στο γενικό της περίγραμμα, διαφέρει από μεταφραστή/ια σε μεταφραστή/ια, δίχως να αλλοιώνεται ο κεντρικός πυρήνας της σύλληψης  του έργου, η βαθύτερη ουσία της υπόθεσης, ο ιδεολογικός της άξονας, η σημασία και ο ρόλος της στον συνολικό σχεδιασμό της μεταγενέστερης συγγραφικής παραγωγής του Τόμας Μάν. Παράσχω στην συνέχεια ορισμένα στοιχεία και γνώμες δίχως να εξαντλώ φυσικά το σταθερό ενδιαφέρον της έρευνας για το έργο, και τα ερωτήματα και διλήμματα που μας θέτει ο αστός- μεγαλοαστός λογοτέχνης. Το σύνολο σχεδόν των έργων του γερμανού συγγραφέα στεγάζεται κάτω από κεντρική προβληματική, την σχέση του Καλλιτέχνη με την Κοινωνία. Την στάση του απέναντί της, τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της. Το δίλημμα μεταξύ θεωρίας και πράξης που έχει να αντιμετωπίσει ο καλλιτέχνης. Της απομόνωσης ή της κοινωνικής δράσης ενός δημιουργού. Στο τι περιμένει και πώς βλέπει η κοινωνία τον καλλιτέχνη. Στο αν υπερτερεί στην συνείδηση του ατόμου η καλλιτεχνική δημιουργία έναντι της ίδιας της βούλησης για ζωή. Τι θυσιάζει ο καλλιτέχνης για να κερδίσει τα μέσα βιοπορισμού του. Ποιες ουσιαστικές επιλογές έχει ο καλλιτέχνης, σαν μέλος ενός κοινωνικού σώματος ή ποιες του επιτρέπει η συνείδησή του. Οφείλει να εγκαταλείψει τον ελεφάντινο πύργο του και να αφεθεί με τόλμη στις δράσεις της ζωής, και όπου τον οδηγήσουν, ή να παραμείνει έγκλειστος μέσα στον γυάλινο πύργο του πνεύματος; Να μείνει απαθής ή να δράση και να πράξει; Είναι η Τέχνη υπέρτερη της Ζωής ή όχι; Ή μήπως το αντίστροφο; Αυτά που γράφει στο κείμενό του ο Κώστας Ταχτσής, ένας πολυταξιδεμένος και κοσμοπολίτης έλληνας συγγραφέα, μας φανερώνουν όχι μόνο τα πολλά νεανικά του διαβάσματα-ελλήνων και ξένων λογοτεχνών και αναζητήσεις αλλά, και την πνευματική ανθοφορία που επικρατούσε στην σκλαβωμένη Ελλάδα τα σκοτεινά και δύσκολα χρόνια του πολέμου, της πείνας και της κατοχής, όταν η πατρίδα μας στέναζε κάτω από τις στρατιωτικές δυνάμεις του άξονα και των συμμάχων τους. Το διάβασμα, η συγγραφή ενός βιβλίου, η μετάφραση ενός ξενόγλωσσου έργου, το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων και άλλες καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες, (παράνομες) βρίσκονταν στην «ημερήσια διάταξη» της εποχής. Ήταν η «μόνη» συντροφική παρηγοριά των ελλήνων και ελληνίδων εκείνα τα κατοχικά και πολεμικά χρόνια, οι άλλοι δρόμοι αντίστασης ενάντια στον βάρβαρο εισβολέα. Οι αρμοί επικοινωνίας μεταξύ των ανήσυχων νέων ελλήνων που άνοιγαν τα φτερά των ονείρων τους να πετάξουν σ’ έναν σκοτεινό ελληνικό ουρανό γεμάτο εχθρικά αεροπλάνα ήταν συγκεκριμένοι και περιορισμένοι. Το διάβασμα λογοτεχνικών έργων, η μετάφραση ξένων αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η έκδοση αντιστασιακών ποιητικών συλλογών, πεζογραφημάτων και ασφαλώς περιοδικών και διαφόρων εντύπων, καταλάμβανε τον ίδιο χώρο στις συνειδήσεις και τις ψυχές των νεαρών ελληνοπαίδων, όπως οι χιλιάδες αντιστασιακές τους πράξεις και ενέργειες κατά του ξένου κατακτητή. Η Τέχνη, το φαινόμενο της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας στο σύνολό του σε παρόμοιες στιγμές και περιπτώσεις δεν βρίσκεται απέναντι από την Ζωή, ενάντια της, αλλά συμπορεύεται μαζί της, την βοηθά να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Είναι συγκοινωνούντα τα δοχεία δράσεων των αγωνιστών καλλιτεχνών. Ο καλλιτέχνης, όποιας ιδεολογίας, είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας, εκφραστής των κοινών οραμάτων του λαού του. Είναι χρήσιμες οι πληροφορίες-άμεσες ή έμμεσες-που μας προσφέρει ο Ταχτσής στα γράμματά του και στα κείμενά του εν συνόλω. Δεν είναι απλά μία αναφορά προσωπικών του βιωμάτων, βιογραφικών του παιδικών αναμνήσεων, ιδιαίτερων διαβασμάτων ενός καλλιεργημένου πεζογράφου, ευαίσθητου νεαρού με τις πολλές ανησυχίες και αναζητήσεις. Καθρεφτίζουν το πνεύμα και την ατμόσφαιρα μιάς  ιστορικής εποχής και των ανθρώπων της. Η γέφυρα από την χρονική περίοδο της Κατοχής και του Πολέμου που στήνεται μέχρι την χουντική κατοπινή περίοδο, παρά την διαφορά των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, είναι η ενασχόληση με την Τέχνη. Είναι το διάβασμα βιβλίων, η μετάφραση έργων, η συγγραφή ποιημάτων ή πεζογραφικών έργων, η δημοσίευση. Ο κριτικός στοχασμός πάνω στα ζητήματα που θέτει το ίδιο το φαινόμενο της Τέχνης. Η Τέχνη είναι το κοινό διπλωματικό διαβατήριο επικοινωνίας των ανθρώπων, ή τουλάχιστον, μιάς μερίδας της κοινωνίας. Δεν έχουμε μία ιδανική επιστολική αφήγηση των τότε γεγονότων και καλλιτεχνικών οραμάτων, αλλά μία ειλικρινή και θερμή συνομιλία δύο «εξόριστων» ελλήνων. Και οι δύο βαδίζουν πάνω σε «τεντωμένο σχοινί». Η Δίκη του περιοδικού «Τράμ» εξαιτίας της δημοσίευσης ενός ποιήματος του προκλητικού πάντα Ηλία Πετρόπουλου,-ανεξάρτητα της αξίας και ποιότητάς του-μας δηλώνει με σαφή τρόπο τις πνευματικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν ιδέες που ξέφευγαν από τις ηθικές αρχές και κανόνες της επταετίας. Την καιροφυλακτούσα λογοκρισία και φυλάκιση. Έτσι ,τα λόγια και των δύο, η επιλογή του Ίσαρη να μας παρουσιάσει τα παλαιά γράμματα και τον Πρόλογο έχουν την ιστορική τους σημασία και αξία στην εξέταση και καταγραφή των συγγραφικών δρόμων των δύο Θεσσαλονικέων γλωσσομαθών λογοτεχνών. Ο Ταχτσής είναι μεν καυστικός, καθόλου όμως εριστικός ή απορριπτικός της κοινής προσπάθειας. Ο λόγος του έχει τονισμούς συγκίνησης και είναι προτρεπτικός προς το νεότερό του Ίσαρη, φιλικός. Ένας λόγος συμβουλευτικός, διακριτικός και δηλώνει τις συγγενικές επιρροές και συνομιλίες διαβασμάτων, μεταφράσεων, σχέσεων των προσώπων. Το μεθύσι των κοινών νεανικών διαβασμάτων και στόχων τους. Τα κοινά, ονειρικά της συμπρωτεύουσας βαδίσματα δύο συγγραφέων δημιούργησαν το κατάλληλο φιλικό κλίμα συνεργασίας και προπάντων, επικοινωνίας δύο διαφορετικής ηλικίας και βιωμάτων ατόμων. Αφορμή, ή μία από τις αφορμές, ο παιδικός εφηβικός Ήρωας που στήνει μπροστά στα μάτια μας ο Τόμας Μάν, ο νεαρός Τόνιο Κρέγκερ. Ο καλλιεργημένος νέος που ερωτοτροπεί με την Ομορφιά γύρω του. Διαισθάνεται το ρίγος της καθώς μεγαλώνει. Την αίσθηση της Ομορφιάς, είτε αυτήν την συναντά σε παιδικούς του, σχολικούς φίλους, είτε στο φυσικό τοπίο και τόπο διαμονής του, είτε σε επιβλητικούς ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας είτε σε πρότυπα και σύμβολα της μουσικής. Είναι η πρώτη αίσθηση της νιότης καθώς γλυκοχαράζει, η ανεπανάληπτη αθώα ψηλάφιση των υλικών και πνευματικών πραγμάτων γύρω του. Το ταξίδι της αναζήτησης της αιώνιας Ομορφιάς, μέσα από το πρίσμα της σωματικής ρώμης, το εφηβικό παιχνίδι που ακόμα παίζεται και μοιράζεται δίχως ενοχές. Ο πειρασμός του φλερτ με τον θάνατο, η «προετοιμασία» για το μεγάλο άλμα, στο κοινωνικό κενό του συμβιβασμού και προσαρμογής στον κόσμο της ηθικής των μεγάλων καθώς ενηλικιώνεται. Όταν ακόμα ηθική και αισθητική είναι ένα. Το μουσικό κρεσέντο των χαρών και ηδονών της ζωής χωρίς πυξίδα. Τότε, που γεννούνται τα μεγάλα διλήμματα, τα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου. Η περίοδος που το σύμβολο ταυτίζεται με το πρόσωπο που έχεις δίπλα σου. Η προβολή των εσωτερικών σου ερεθισμάτων στο σώμα του άλλου. Το άγγιγμα ευαισθησίας της άγουρης Ομορφιάς. Το ξάφνιασμα του πρώτου ακαθόριστου ρίγους επαφής. Είναι ο καλλιτέχνης ήρωας, ο κόσμος του, τα αδιέξοδά του. Την προσωπικότητά του, τους δισταγμούς του, τις ενστάσεις του, τα διλήμματά του είναι που θα διαπραγματευτεί σε διάφορες εκδοχές και εποχές ο Τόμας Μάν κατοπινά στα βιβλία του. Η νουβέλα «Τόνιο Κρέγκερ» είναι θα σημειώναμε το «πρόπλασμα» της κατοπινής καθόλου μυθιστορίας του σε διάφορες εκδοχές και παραλλαγές. Το ανοιχτό ακόμα και σήμερα ερώτημα του ανθρώπου, Τέχνη ή Ζωή; Θεωρία ή Πράξη; Καλλιτεχνία ή Βόλεμα; Ομορφιά ή Θάνατος; Παρακμή ή Πάλι; Παρόμοιους προβληματισμούς θα διαπραγματευτεί και στο βιβλίο του «Ο Θάνατος στη Βενετία», ένα πασίγνωστο και πολλαπλά ερμηνευμένο έργο. Ο Τόνιο Κρέγκερ, είναι ένας ακόμα κεντρικός Ήρωας της μυθιστορίας, προερχόμενος από τις περιόδους του ρομαντισμού.  Πρίν από τον Μάν και άλλοι ευρωπαίοι δημιουργοί οικοδόμησαν παραπλήσιους καλλιτεχνικούς Ήρωες στα έργα τους. Ας αρχίσουμε από μία γενική μυθιστορηματική θεώρηση έστω και αν είναι παντελώς άλλη η θεματική προβληματική και το μήνυμα που εκπέμπει ο έφηβος Ήρωας. Ας φέρουμε στην σκέψη μας τους παιδικούς ήρωες όπως ο Άραμ στο γνωστό βιβλίο του Ουίλλιαμ Σάρογιαν, «Με λένε Άραμ». Τον αγαπητό έφηβο «Κνούλπ» στο ομώνυμο έργο του συντοπίτη του νομπελίστα συγγραφέα Χέρμαν Έσσε. Τους παιδικούς ήρωες του Τσάρλς Ντίκενς, της δικής μας Πηνελόπης Δέλτα ή Ζωρζ Σαρή. Η διαφορά όμως του «Τόνιο Κρέγκερ» βρίσκεται στο ότι ο Τόνιο Κρέγκερ είναι ένας καλλιτέχνης  πρωτίστως ήρωας όπως τον αναγνωρίζουμε στο βιβλίο του Γκαίτε, «Τουρκουάτο Τάσο», στον ανάλογό του καλλιτέχνη ήρωα του Χένρυ Τζέημς, στο βιβλίο του το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» και ορισμένων άλλων παγκόσμιων ρομαντικών συμβόλων της λογοτεχνίας των προηγούμενων αιώνων. Ήρωες της μυθιστορίας που διαθέτουν μία διαφορετική καλλιτεχνική ατομικότητα από τους άλλα συνηθισμένα άτομα γύρω τους, μιά ξεχωριστή και επώδυνη ταυτότητα καλλιτεχνικής ευαισθησίας, αλλόκοτης για τους πολλούς. Μιά άλλη, διχαστική εικόνα του προσώπου. Μιάς άλλης οντολογικής πρότασης. Ο πραγματικός και ουσιαστικός Καλλιτέχνης, έστω και αν δεν το επιδιώκει, διακρίνεται από τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που σπονδυλώνουν τον κόσμο της ατομικότητάς του (θετικά ή αρνητικά δεν έχει σημασία). Από τα εσωτερικά διλήμματα της συνείδησής του, τα της ψυχής του άλλα ερεθίσματα, στην αχαρτογράφητη ταυτότητά του, σε σχέση με αυτήν ημών των υπολοίπων κοινών θνητών.  Λογοτεχνικοί παιδικοί ήρωες «μικρομέγαλα» σύμβολα που θέτουν ερωτήματα και αναδεικνύουν ζητήματα πέρα από τα όρια που τους επιτρέπει η ηλικία, ο βιολογικός χρόνος,  η ωριμότητά τους. Είναι τα παιδιά «θαύματα» των χώρων της Τέχνης. Τα Καλλιτεχνικά θαυμαζόμενα από τους πολλούς «ανεξήγητα» θαύματα ορισμένων χαρισματικών προσώπων που, δυστυχώς, δεν θα συναντήσουμε οι οραματισμοί τους και οι απόψεις τους περί ομορφιάς να γίνονται αποδεκτοί από καμία του κόσμου κοινωνία μέσα στην Ιστορία. Γιατί, η αναζήτηση της εφηβικής ομορφιάς έτσι όπως μας την δίδαξε ο Πλάτων στα έργα του, δεν υφίστανται παρά μόνο ως θεματική της τέχνης της μυθοπλασίας. Σε μυθιστορήματα όπως ο «Μωρίς». Η ηθική και οι κανόνες της μέσα στην κοινωνία, είναι που καθορίζει τις αξίες και αρχές συνύπαρξης των ανθρώπων-ετερόκλητων μελών της κοινωνίας και όχι η αισθητική. Η αισθητική είναι μία πολυτέλεια για τον πολύ κόσμο. Μια ενασχόληση των οικονομικά εύρωστων μελών της κοινωνίας, που μπορούν να καθορίζουν επιλογές, όρια και επιτρεπτούς τρόπους συμβίωσης των ανθρώπων και των επιλογών τους. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων διαχρονικά, δεν σκοτίζεται για ζητήματα αισθητικής. Θαυμάζει και λατρεύει την σωματική δύναμη και κυριαρχία, την σωματική ρώμη με ότι αυτό μέσα στην διαδρομή της Ιστορίας και του Πολιτισμού συνεπάγεται. Χορηγοί της Τέχνης, δεν είναι η κοινωνία αλλά οι μαικήνες της. Η βούληση του ανθρώπου είναι να επιβιώσει σε ένα αντίξοο για αυτός περιβάλλον της φύσης ή του πολιτισμού, να τραφεί με όποιον τρόπο μπορεί, και να διαιωνίσει το είδος του απολαμβάνοντας τις μικροχαρές της τυχαίας και σύντομης ζωής του. Δεν σκοτίζεται για τον «έφηβο των Αντικυθήρων» ούτε για την «Αφροδίτη της Μήλου» παρά μόνο (;) αν επισκεφτεί ένα Μουσείο. Από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι σήμερα, ο συγγραφέας- καλλιτέχνης είναι αυτός που σπουδάζει το φαινόμενο της Ομορφιάς, το διαιωνίζει μέσα στο χρόνο και όχι το όποιο κοινωνικό σώμα.   Ο Τόνιο Κρέγκερ, είναι το πρωταρχικό σκιτσάρισμα της εικόνας του αστού καλλιτέχνη-στην εφηβεία του- που θα ολοκληρώσει και θα εδραιώσει στα κατοπινά του έργα ο Τόμας Μάν. Είναι ο κεντρικός άξονας αναφοράς του, ο κόσμος του και τα δίπολα διλήμματά του, τα οποία επανέρχονται διαρκώς στα έργα του. Στην πραγματικότητα, είναι τα ερωτήματα και διλήμματα που μας θέτει ο ίδιος ο γερμανός συγγραφέας, για την εικόνα του εαυτού του, της οικογένειάς του, του μεγαλοαστικού περιβάλλοντος και των συνηθειών του από το οποίο προέρχονταν. Την ακμή και παρακμή αυτής της γερμανικής κοινωνίας σκιτσάρει ο Μάν. Μέσα σε αυτή ανατρέφεται, ζει και αναπνέει όπως και οι ήρωές του και ηρωίδες του. Η σύγκρουση του διπολικού σχήματος Τέχνη-Ζωή, είναι ο παρανομαστής της προβληματικής του, με αριθμητή την γερμανική κοινωνία και τον κόσμο της εποχής του που καταρρέει μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, και όταν η κατάρρευση των παλαιών έστω συμβατικών κοινωνικών αξιών θα οδηγήσει στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία . Ένας άλλος Μάν, ο Κλάους μας έδωσε το έργο του «Μεφίστο». Έργα, τα οποία παραπέμπουν στον μεγάλο γερμανό ρομαντικό Γκαίτε.

     Ο Κώστας Ταχτσής υπήρξε ένα χειραφετημένο κοινωνικά και πολιτικά άτομο, ένας καλλιεργημένος κοσμοπολίτης έλληνας λογοτέχνης, με ευρεία παιδεία και ποικίλα ενδιαφέροντα. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή μυθιστορήματος, διηγημάτων, αρθρογράφησε σε εφημερίδες και περιοδικά, μετέφρασε ξένα θεατρικά έργα και αριστοφανικές κωμωδίες που παραστάθηκαν σε θεατρικές σκηνές και αρχαία θέατρα. Συμμετείχε σε συνέδρια για την χρήση της ελληνικής γλώσσας. Πολλές και συχνές ήσαν και οι δημόσιες κοινωνικές παρεμβάσεις και καταγγελίες του. Το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ήδη μεταφρασμένο στα αγγλικά, όταν στέλνει τις επιστολές στον Ίσαρη και επεξεργάζεται τις εκδοχές του Προλόγου της νουβέλας. Είναι ήδη ένας καταξιωμένος έλληνας συγγραφέας με διεθνή προβολή και αναγνώριση, δεν διστάζει όμως δίχως έπαρση ή συγγραφικό τουπέ, να συνεργάζεται ισότιμα με έναν νεότερό του έλληνα δημιουργό. Ένας καλλιεργημένο αρχιτέκτονα και ποιητή και άριστο μεταφραστή της γερμανικής γλώσσας. Το όνομά του είναι συγγραφική εγγύηση. Ο Ταχτσής δεν φοβάται να ζητήσει από τον Ίσαρη να είναι ειλικρινής απέναντι στα κείμενα που του αποστέλλει από την Αμερική, να διορθώσει τις γλωσσικές του αβλεψίες, τα προβλήματα ύφους, να περιορίσει τις σελίδες της ύλης που θα δημοσιευθεί ως Πρόλογος  στην έκδοση που ετοιμάζεται. Αναφέρει ξενόγλωσσους τίτλους του έργου του Τόμας Μάν, τον σχολιασμό του, και διαβάζει, συμβουλεύεται, ενημερώνεται και χρησιμοποιεί ως σκαλωσιά του δικού του κειμένου. Η στάση του αυτή δηλώνει την αυτοπεποίθηση του Κώστα Ταχτσή ως λογοτέχνη. Μάλιστα, όπως ο ίδιος μας λέει, θα τον έβλαπτε σαν συγγραφέα και σαν όνομα, η απόκρυψη της αλήθειας εκ μέρους του Ίσαρη. Μαθαίνουμε επίσης, για τις προτάσεις και κρούσεις που γίνονταν τότε στον Ταχτσή να γυριστεί κινηματογραφική ταινία το μεταφρασμένο στα αγγλικά, εκδόσεις “Penguin” «Τρίτο Στεφάνι» του. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κινηματογραφική μεταφορά του, την αναζήτηση κατάλληλης χώρας,  των ηθοποιών που θα ερμηνεύσουν τους ρόλους, η εύρεση χρηματοδότη παραγωγού. Ο Ταχτσής θα προτιμούσε η μεταφορά να γίνει στην χώρα που γέννησε το μυθιστόρημα, την Ελλάδα, αλλά η λογοκρισία της επταετίας και οι συνθήκες που επικρατούσαν αποτελούσε εμπόδιο για τον συγγραφέα, τους συμμετέχοντες ηθοποιούς που βρίσκονταν αυτοεξόριστοι στο εξωτερικό. Μας μιλά για τον κύπριο σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, την οικονομική προσφορά του συλλέκτη Ιόλα να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου και την άρνησή του. Αναφέρεται επαινετικά και φιλικά στις δύο ελληνίδες διάσημες «ντίβες» της εποχής που «έριζαν», ποιά θα υποδυθεί τους δύο κεντρικούς γυναικείους ρόλους του μυθιστορήματος. Την Μελίνα Μερκούρη και την Ειρήνη Παπά. (Μικρή παρένθεση, όταν μετά την δικτατορία γνώρισα τον Κώστα Ταχτσή, στο σπίτι του, είχα συναντήσει μερικές φορές την πανέμορφη και εκθαμβωτική Ειρήνη Παπά, και τους άκουγα να συνομιλούν ακόμα για την μεταφορά του «Τρίτου Στεφανιού» στον κινηματογράφο. Ο γράφων, ευτύχησε να διασώσει μία φωτογραφία του με την σημαντική και λαμπρή αυτή ελληνίδα ηθοποιό, και η μνήμη του, δύο συναντήσεις τους στην οικία της και τις ζεστές και φιλικές κουβέντες της. Μεγάλη τιμή για έναν νέο άγνωστο πειραιώτη από δύο πρόσωπα που σημάδεψαν το καλλιτεχνικό ελληνικό στερέωμα. Διαχρονικά, το σύμβολο της Ωραίας Ελένης μέχρι σήμερα, μόνο στο δικό της πρόσωπο και παρουσιαστικό, της πανέμορφης Ελληνίδας Ειρήνης Παπά βρίσκει την συμβολική του αποτύπωση.  Και ήταν εύστοχη και επιτυχημένη η επιλογή του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη να επιλέξει την πεντάμορφη Ειρήνη Παπά να ερμηνεύσει την Ωραία Ελένη στην ταινία του «Τρωάδες» ). Ο Ταχτσής δεν φείδεται ακόμα αρνητικών σχολίων για τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα-λαογράφο Ηλία Πετρόπουλο. Ενδιαφέρεται να μάθει για την-τότε-Δίκη του περιοδικού «Τράμ» από το χουντικό καθεστώς. Παρά την απόσταση που χωρίζει τους δύο συνεργάτες οι σχέσεις τους είναι να επαναλάβουμε θερμές, ειλικρινείς. Το έργο του Κώστα Ταχτσή μας φανερώνει έναν τετραπέρατο έλληνα, έναν έξυπνο και καλλιεργημένο συγγραφέα, ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, ο οποίος μάλλον, εγκλωβίστηκε στα ερεβώδη αδιέξοδα της ψυχής του. Σαν δημόσιο άτομο υπήρξε μάλλον μια ισχυρή αλλά αυτοκαταστροφική προσωπικότητα. Τα βιβλία του δεν έχουν χάσει την γλωσσική τους φρεσκάδα και ζωντάνια. Το συγγραφικό του όνομα είναι στην επικαιρότητα περισσότερο ίσως από άλλων πολυγραφότατων ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών της γενιάς του. Τίποτα δεν πάει χαμένο στα κείμενα του Κώστα Ταχτσή, ακόμα και οι ενστάσεις και πικρίες του, οι απορρίψεις και αρνήσεις του, τα παράπονα και οι κακίες του έχουν την αιτία τους, την αιτιολογία τους, την αφορμή τους, σχηματίζουν το αληθινό πορτραίτο του ως δημιουργού μιας εποχής, που η εικόνα που είχαν οι ξένοι για την Ελλάδα, ήταν διαφορετική. Άπλωνε και αγκάλιαζε το ιστορικό παρελθόν και τον πολιτισμό της, την ορθόδοξη εκκλησιαστική της μεσαιωνική παράδοση και έφτανε μέχρι τους οραματισμούς για την Ελλάδα των δημιουργών της Γενιάς του 1930. Εποχή της αστικής ανοικοδόμησης και της άνθησης της τουριστικής βιομηχανίας, των ξενοδοχείων «Ξενία». Μικρός λαός ο Ελληνικός δυσθεώρητα τα πάθη και τα κλέη του διάσπαρτα στα τέσσερα σημεία της οικουμένης.

Τα θεωρητικά κείμενα, η αρθρογραφία, οι αναλύσεις και τα σχόλια, οι μελέτες, οι αυτοβιογραφικές του σελίδες, οι ημερολογιακές σημειώσεις του Τόμας Μάν, μας είναι γνωστές. Η αλληλογραφία του με τον γερμανό νομπελίστα Χέρμαν Έσσε εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», το ίδιο και η αλληλογραφία του με τον σημαντικό εκπρόσωπο της σχολής της Φρανκφούρτης Θεοντώρ Αντόρνο από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Οι «Ημερολογιακές του σελίδες» μεταφράστηκαν από την ποιήτρια Νανά Ησαϊα και κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Νεφέλη. Οι δοκιμιακές του εργασίες για τον «Σοπενχάουερ», τον Φρειδερίκο Νίτσε», τον «Σίγκμουντ Φρόιντ», για τον «Σίλερ», τον «Γκαίτε», τον «Τολστόϊ» επίσης μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στα ελληνικά. Την ίδια ευτυχή τύχη είχαν τα μεγάλα και πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, τα διηγήματά του, η νουβέλες του. Η ομιλία-διάλεξή του για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ έχει επίσης μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Το μεταφραστικό αυτό γεγονός, για τους μη γερμανομαθείς, προσφέρει την δυνατότητα να έχουν μία συνολική και επαρκή εικόνα της συγγραφικής του παραγωγής. Όταν μάλιστα σημαντικά και αξιόλογα πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας υπογράφουν τις μεταφράσεις των έργων του, συνοδεύουν με σχόλια και γόνιμες αναλύσεις και παρατηρήσεις τα έργα. Βλέπε πχ. την ποιήτρια και εικαστικό Νανά Ησαϊα, τον ποιητή και μεταφραστή Άρη Δικταίο, τους μεταφραστές Τούλα Σιετή και Θεόδωρο Παρασκευόπουλο, τον Ευγένιο Αρανίτση και τον Κοσμά Ψυχοπαίδη και άλλους. Για να αναφερθούμε μόνο στις αυτοτελείς εκδόσεις των έργων του και όχι σε μεταφράσεις και τα μελετήματα που διαβάσαμε ή διαβάζουμε σε περιοδικά και εφημερίδες. Το εξακολουθητικό έντονο μεταφραστικό ενδιαφέρον, η αναγνωστική βουλιμία του ελληνικού κοινού  για τους πνευματικούς θησαυρούς που κρύβουν τα έργα του Τόμας Μάν είναι μεγάλη. Τα βιβλία του σημάδεψαν θετικά τα λογοτεχνικά πράγματα του δυτικού κόσμου, στάθηκαν ένα από τα κεντρικά ορόσημα, στο πού βαδίζει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Έργα όπως: «Μαγικό Βουνό», «Τόνιο Κρέγκερ», «Θάνατος στη Βενετία», «Τριστάνος», «Ο Μάριος και ο Μάγος», «Οι εξομολογήσεις του Φελίξ Κρούλ», «Μπούντεμπρουκς», «Δόκτωρ Φαούστους», «Η Λότε στη Βαϊμάρη», η τετραλογία του «Ο Ιωσήφ και οι αδερφοί αυτού», «Η Λησμονημένη», «Οι στοχασμοί ενός απολιτικού» είναι η γερμανόφωνη πρεσβεία της λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα στο παγκόσμιο πνευματικό σκηνικό. Δείχνουν περίτρανα το σταθερό ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα, για έναν χειμαρρώδη γερμανό συγγραφέα από τους μεγαλύτερους του κόσμου, που τιμήθηκε και με το βραβείο Νόμπελ (1929). Έργα του μεταφέρθηκαν στην κινηματογραφική οθόνη με μεγάλη επιτυχία, βλέπε πχ. «Θάνατος στη Βενετία» από τον ιταλό σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, το «Μαγικό Βουνό», ο «Τόνιο Κρέγκερ». Σημαντικοί θεωρητικοί της τέχνης του μυθιστορήματος όπως ο μαρξιστής Γκέοργκ Λούκας, ο Τέρρυ Ήγκλετον, ο Heinz Kohut, πρόσεξαν και ερεύνησαν το έργο του, το αξιολόγησαν, το τοποθέτησαν στο υψηλότερο βάθρο δίπλα σε άλλα εξέχοντα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και ταξιδεύοντας στην την δική μας μικρή ελληνική γλωσσική και αναγνωστική επικράτεια, δύο μόνο μελετήματα να φέρουμε στην σκέψη μας, του φιλέρευνου και αξιοπρόσεκτου Λάμπρου Η. Μυγδάλη, θα διαπιστώσουμε το εύρος της αναγνωστικής και μεταφραστικής σπουδής, πολύπλευρης και διαχρονικής αποδοχής του. Ενός δημοκράτη γερμανού, αστού, στυλίστα δημιουργού, σοβαρού στοχαστή, με έντονο το αίσθημα της πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης που οφείλει να έχει ο συγγραφέας όταν διαισθάνεται ότι η πατρίδα του και οι συμπατριώτες του οδηγούνται στην καταστροφή. Ακολουθώντας και στηρίζοντας φαινόμενα όπως αυτό του ναζισμού. Ο Τόμας Μάν, που κατέφυγε στην Αμερική την περίοδο του ναζισμού στην Γερμανία, είχε παντρευτεί γερμανοεβραία, είναι εκφραστής μιάς άλλης εικόνας της πατρίδας του, της Γερμανίας, μιάς ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας, μιάς διαφορετικής πολιτιστικής ταυτότητας των συμπατριωτών του. Ο Μάν, εικονογραφεί την μεγαλοαστική «τάξη» της γενιάς και εποχής του, μέσα από το καλειδοσκόπιο της παρακμής της. Τους παραμορφωτικούς ιστορικούς φακούς ερμηνείας της ιστορίας που επέβαλε ένας παράφρων αυστριακός στρατιώτης ο οποίος κατέλυσε την δημοκρατία μέσω των εκλογών. Ο Μάν, ο διανοούμενος Τόμας Μάν βλέπει σταδιακά τον γερμανικό λαό να παρακμάζει, να οδηγείται σε βίαιες και αυταρχικές επιλογές. Να γίνεται έρμαιο μιάς παράφορης συλλογικής του ανθρώπου καταστροφής. Μιάς άνευ προηγουμένου μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία καταστροφής όχι μόνο της πατρίδας του, αλλά ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου, των πολιτιστικών επιτευγμάτων του ευρωπαϊκού κόσμου. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επονομαζόμενος και Μεγάλος, προετοίμασε την λαίλαπα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Και οι δύο αυτοί παγκόσμιοι πόλεμοι με διαφορά μιάς εικοσαετίας του ενός από τον άλλον, διέλυσαν τις μέχρι τότε πανίσχυρες αυτοκρατορίες και μεγάλους αυτοκρατορικούς οίκους. Οδήγησαν στο χάος και την άβυσσο τις κοινωνίες,  διέλυσαν τους ιστούς συνοχής του κοινωνικού σώματος. Τα μεταφυσικά τους πιστεύω. Η μεγαλοαστική τάξη της χώρας του δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Η παρακμή της, που εικονογραφεί ο Μάν στα έργα του, είναι η παρακμή όχι μόνο της Γερμανίας αλλά ενός ολόκληρου Πολιτισμού, του Ευρωπαϊκού. Τα χρόνια που αναγκάστηκε να αναπνεύσει ένα πυώδες όζον, να κυριαρχηθεί από μια δηλητηριώδη φιλοσοφία περί ξεχωριστής φυλής. Ο Γερμανός συγγραφέας, όπως και ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης –τηρουμένων των σχετικών αναλογιών και προβληματισμών- καθρεφτίζει τις ιδέες και τις επιστημονικές θεωρίες, τα φιλοσοφικά ρεύματα  που κυριαρχούσαν την περίοδο αυτή. Ενσωματώνει στα βιβλία του, δομεί τους χαρακτήρες των ηρώων του, εμπλουτίζει τα λόγια τους, σκιτσάρει την ταυτότητα των αξιών, και φορτίζει τις σκέψεις τους, οργανώνει το πλαίσιο των κινήσεων και ενεργειών τους, στηριζόμενος κυρίως, στις θέσεις και κοινωνικές θεωρίες αξιών τριών φιλοσόφων-επιστημόνων. Του Αρθούρου Σοπενχάουερ, του Φρειδερίκου Νίτσε και του Σίγκμουντ Φρόυντ. Τα βιβλία του είναι εμποτισμένα με θέσεις τους, απόψεις τους, θεωρίες τους, ερωτήματα και διλήμματά τους. Οι φιλοσοφικές τους αστραψιές φωτίζουν και τους δικούς του συγγραφικούς δρόμους, σχεδιάζουν την προσωπικότητα και δίνουν την διλημματική εικόνα των ηρώων του. Ο Καρλαϊκός Ήρωας της παλαιάς ιστορίας γίνεται ο Καλλιτέχνης Ήρωας της νέας, με ότι αρνητικό συνεπάγεται στην αλλαγή της κοινωνικής του ταυτότητας και προβολής στο κοινωνικό σώμα. Όλοι οι ήρωες του Τόμας Μάν είναι με τον έναν ή άλλο τρόπο Καλλιτέχνες, που σημαίνει, σύμφωνα με την αντίληψη του Μάν, άνθρωποι της θεωρίας και όχι της πράξης. Αυτόν τον διχασμό, εκφράζουν οι Ήρωές των έργων του. Σχηματικά θα σημειώναμε έχουμε την αντίθεση της γήινης βιολογίας με τον κόσμο των οραματικών ιδεών. Της καθαρής πράξης του απλού ανθρώπου με την νεφελώδη θεωρία του στοχαστή. Του διλήμματος του καλλιτέχνη ο οποίος οφείλει να διαλέξει μεταξύ της Τέχνης και της Ζωής. Αυτό είναι το διαρκές τέμπο της συγγραφικής ορχήστρας του Τόμας Μάν. Αυτή η διλημματική παλινωδία μεταξύ σκέψης και απόφασης επανέρχεται στα βιβλία του. Βιβλία που νομίζεις ότι δεν είναι μυθιστορία αλλά λεξικά μουσικών όρων, μεθόδων και κανόνων, μουσικών συνθέσεων. Μια επανερχόμενη συνεχώς μυθιστορηματική προβληματική με άξονα την τέχνη της μουσικής και των κανόνων της, την θεραπευτική της αγωγή. Μεγάλη αγάπη του είναι η μουσική, ιδιαίτερα ο μυθικός κόσμος του Βάγκνερ.  Θεωρεί ότι το δώρο που πρόσφερε ο Ορφέας στον άνθρωπο, δηλαδή την μουσική, είναι το πρότυπο και για τις άλλες τέχνες, όπως αυτή της μυθοπλασίας.  Ένα συγγραφικό έργο δεν είναι παρά μία αρμονική σύνθεση λέξεων, μια οργανωμένη συμφωνία ιδεών και οραμάτων. Ένας συγγραφικός κόσμος αντιστίξεων και αλληλεπιδράσεων. Μία λεκτική και υφολογική αρμονία και αντίθεση που παράγει την δημιουργική σύνθεση του τελικού ορχηστρικού-συγγραφικού αποτελέσματος, με λέξεις. Όπως όλα τα όργανα της ορχήστρας οφείλουν να βρίσκονται σε μία συνεργασία το ίδιο και οι λέξεις ενός έργου, να δίνουν το ανάλογο νόημα. Να εκφράζουν την ίδια κλίμακα ατμόσφαιρας. Η διαφορά ίσως ενός συνθέτη από έναν συγγραφέα είναι ότι ο συγγραφέας μπορεί να αυτοπαρατηρηθεί, ενώ ο συνθέτης όχι. Αυτή την δυναμική και σχεδιασμό αναδεικνύουν τα έργα του Τόμας Μάν. Από την μία η Καλλιτεχνία, η Μουσική, και από την άλλη η Παρακμή, η Σήψη, η Απώλεια, ο Δισταγμός, η Αρρώστια, ο Θάνατος, ο περιορισμός στο σανατόριο, σαν οριστική διάλυση της Μορφής, του Είδους, δηλαδή της ορατής του Κόσμου και των προσώπων Ομορφιάς. Δύο διαφορετικές εκδοχές με κοινές καταβολές, διαστάσεις, στην συνείδηση του αστού-καλλιτέχνη. Η μουσική ιδιαίτερα, με έναν μυστικό τρόπο, μεταποιεί τις συνειδήσεις των Ηρώων του, ακόμα και όταν ο Ήρωας σαρκάζει ή ειρωνεύεται, παρωδεί την κοινωνία, τους ανθρώπους, τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ο Τόμας Μάν στέκεται ισάξια πάνω στο δοξασμένο μαγικό βουνό της Τέχνης, δίπλα σε ονόματα όπως του Γκαίτε, του Χαίλντερλιν, του Νοβάλις, του Χάουπτμαν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης αντιπαραβάλλεται με το εποικοδόμημα για να χρησιμοποιήσουμε ορισμένους κλισέ όρους. Μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά η Τέχνη με την Ζωή, ή θα παραμείνουν εσαεί αντίπαλοι; Θα συνεχίζεται αυτός ο διχασμός, αυτό το «λάιτμοτίβ» που επαναλαμβάνεται στα έργα του Μάν. Ο Καλλιτέχνης είναι ένας χρήσιμος πολίτης ή αποτελεί πάρεργο για την κοινωνία, ένας αιθεροβάμονας «κηφήνας» που φτερουγίζει μέσα στον γυάλινο πύργο του; Και κάτι ακόμα, η αναφορά παραπάνω στο όνομα του δικού μας παραμυθά συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, δεν έγινε τυχαία και μάλλον όχι άστοχα. Ο Τόμας Μάν τόσο όσο και ο Νίκος Καζαντζάκης θα γράφαμε ότι εκλαϊκευσαν μέσα στα έργα τους τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές και επιστημονικές θεωρίες της εποχής τους που κυριαρχούσαν. Ίσως, ο Σοπενχάουερ και η φιλοσοφία του, το ίδιο και ο Φρειδερίκος Νίτσε κατανοείται καλύτερα από το μεγάλο κοινό των ανθρώπων μέσω της μυθοπλασίας παρά μέσα από τους δύσβατους για τις μεγάλες μάζες διαδρόμους της φιλοσοφίας. Το ίδιο και ο Μπερξόν και οι θεωρίες του που πλημμυρίζουν το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Η τέχνη της μυθοπλασίας κερδίζει στα σημεία.

Οι δύο εργασίες που προανέφερα για τον Τόμας Μάν και είναι απαραίτητες στην επισκόπηση και εξέταση του έργου του, είναι τα βιβλία: Λάμπρος Η. Μυγδάλης, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ (1913-1982), εκδόσεις Διαγωνίου, αριθμός 45, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1983 σελ.30 δραχμές 150 και Λάμπρος Η Μυγδάλης, «Ο THOMAS MANN ΚΑΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ», εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2002 σελ. 224, τιμή 12 ευρώ. Οι σημαντικές αυτές ερευνητικές  βιβλιογραφικές εργασίες του Λάμπρου Η. Μυγδάλη, καταγράφουν με συστηματικό και εμπεριστατωμένο τρόπο, εγκυρότητα και ακρίβεια, τα ίχνη της καθόλου συγγραφικής παρουσίας του Τόμας Μάν στον ελληνικό χώρο, από το 1923, εναρκτήριο χρονικό όριο έως το 2000, καταληκτήριο χρονικό όριο. Από όσο μπορώ να γνωρίζω, δεν έχει εκδοθεί έκτοτε, άλλη παρόμοιας σύνθεσης και εύρους εργασία για έναν μείζονα Γερμανό συγγραφέα. Από την σελίδα 9 της πρώτης εργασίας του Λ.Η. Μ., και το Κεφάλαιο Α. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ αντιγράφουμε τα εξής: «Τόνιο Κραίγκερ, μεταφραστής Κ[λέων] Π[αράσχος]. Φιλολογικός Νέος Κόσμος αρ. 5, Ιούλιος 1935, σ.65-125. Μετάφραση της νουβέλας Tonio Kroger, με εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή. Βλ. και αρ. 17 (Μελέτες-Κρίσεις- Πληροφορίες)». Ενώ, από την δεύτερη εργασία του, στα «ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» μνημονεύεται το όνομα του Κλέων Παράσχου στις αντίστοιχες σελίδες. Ακόμα, μας δίνεται η πληροφορία ότι στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» 11/7/1924 ο Κλέων Παράσχος δημοσιεύει άρθρο για τον Τόμας Μάν. Η δεύτερη βιβλιογραφική εργασία για τον Τ. Μάν δυστυχώς, δεν περιέχει γενικό ευρετήριο, Το βιβλίο αρχίζει με τον ΠΡΟΛΟΓΟ, σ.7-13, το κύριο σώμα της εργασίας ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ σ. 15-179, (αναφέρονται συνολικά πάνω από 50 ονόματα ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων και μεταφραστών οι οποίοι ασχολήθηκαν, έγραψαν, μετέφρασαν, δημοσίευσαν για την συγγραφική παραγωγή και την ζωή του Τόμας Μάν στα ελληνικά, καθώς και αποσπάσματα από εισαγωγές και προλόγους, άρθρα) και ,τον ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ, σ.181-221. Τα ονόματα των Κώστα Ταχτσή και Αλέξανδρου Ίσαρη, αναφέρονται στις σελίδες 35, 74 και σε άλλες.  Ας αναφέρουμε μερικά ονόματα από την δεύτερη εργασία του Λάμπρου Η. Μυγδάλη. Ιωάννης Οικονομίδης, Κλέων Παράσχος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Κωστής Α. Μεραναίος, Κώστας Κουλουφάκος, Ανδρέας Καραντώνης, Ρένα Κοσσέρη, Άρης Δικταίος, Νίκος Σπάνιας, Βασίλειος Λαζανάς, Απόστολος Σαχίνης, Σπύρος Τσακνιάς, Αγγελική Κώττη, Πέτρος Χατζόπουλος, Γερτρούδη Μαυρίδου, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Ηρακλής Δ. Λογοθέτης, Μένης Κουμανταρέας, Αναστάσιος Βιστωνίτης και πολλοί άλλοι. Ερευνητική ευγνωμοσύνη επιβάλλει να παραθέσουμε μερικές ακόμα πληροφορίες που μας παράσχει ο Μυγδάλης που πρώτος συνέταξε: Γράφει στην σελίδα 12 για την δομή του βιβλίου και την μέθοδο της έρευνάς του:

«Στο κύριο μέρος «Τα κείμενα» προτιμήθηκε η διεξοδική ανάλυση του υλικού και ο συνδυασμός της με την ευρεία χρήση παραθεμάτων, να σχηματιστεί μία εποπτική εικόνα της ελληνικής κριτικής στάσης απέναντι στο έργο του Thomas Mann. Αποφεύγεται προγραμματικά σχεδόν οποιαδήποτε αξιολόγηση των κειμένων, γιατί ένας από τους κύριους σκοπούς της μελέτης είναι να προσδιοριστεί  κατά το δυνατόν αντικειμενικότερα το φάσμα των αξιολογικών θέσεων, των ερμηνευτικών παρατηρήσεων και γενικά των αντιλήψεων της ίδιας της κριτικής. Διορθώνονται σιωπηρά ή εμφανώς, αλλά ουδέτερα, ορισμένα αμιγώς πραγματολογικά λάθη και γίνονται σε λίγες περιπτώσεις μερικές διευκρινιστικές συμπληρώσεις. Στον «Απολογισμό» που ακολουθεί μετά από την ανάλυση, επιχειρείται λιγότερο επίσης η καθαυτό αξιολόγηση και περισσότερο ο προσδιορισμός των όψεων του έργου του Thomas Mann που απασχόλησαν την ελληνική κριτική, του τύπου των κειμένων που συγκροτούν αυτήν την ασχολία ως σύνολο, των μεθοδολογικών κατευθύνσεων που ακολουθεί, των κριτηρίων αποτίμησης του συγγραφέα και της γενικής εξέλιξης του αντικειμένου. Στο πλαίσιο κάθε ενότητας αυτού του μέρους μνημονεύονται αρκετές φορές παραδείγματα αντίστοιχων κειμένων με αναγραφή του ονόματος του κριτικού και του έτους δημοσίευσης του κειμένου.».

Γνωρίζουμε πλέον ότι η σημαδιακή (και για την εξέλιξη του έργου του Τ.Μ.) νουβέλλα «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ» μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον κριτικό και δοκιμιογράφο Κλέων Παράσχο. Γι’ αυτήν την μετάφραση με τα αρχικά Κ.Π., που πρωτοδιάβασε στα εφηβικά του χρόνια μας μιλά ο Κ. Τ. Η μετάφραση παρουσιάστηκε στο «μηνιάτικο περιοδικό «Φιλολογικός Νέος Κόσμος» τόμος 5ος, Ιούλιος 1935, με πρόλογο, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κλέων Παράσχος στο βιβλίο του: Κλέων Παράσχος «Ευρωπαϊκή Πεζογραφία και Ποίηση» εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1956, σελ. 197. Ο σημαντικός αυτός παλαιός έλληνας κριτικός και συγγραφέας, επαναδημοσιεύει το εισαγωγικό άρθρο στην μετάφρασή του (1935) και στο παραπάνω βιβλίο του «Ευρωπαϊκή Πεζογραφία και Ποίηση» (1956) στίς σελίδες 196-200.Το κείμενο αυτό μεταφέρω μαζί με των άλλων δύο ολόκληρο στο σημείωμά μου, (όχι απόσπασμα όπως συνήθως έχουμε από τρίτους) για μία πληρέστερη κατανόηση του φιλοσοφικού στίγματος, των ιδεαλιστικών θεωριών και άλλων διλημμάτων του νεαρού «Τόνιο Κρέγκερ». Ο Κλέων Παράσχος υπογράφει και δεύτερο κείμενο για τον Τόμας Μάν, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολιτεία» 19/2/1932 όταν απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ στον γερμανό συγγραφέα, όπως ο ίδιος μας μιλά στις σημειώσεις του. Να μνημονεύσουμε ότι το βιβλίο του Κ. Παράσχου χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες, Ποιητές και Πεζογράφοι. Ορισμένοι από τους ποιητές για τους οποίους μας μιλά είναι ο Λόρδος Βύρων, ο Στέφαν Μαλλαρμέ, ο Πώλ Βαλερύ ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Μιλόζ κ.ά. Ενώ από τους πεζογράφους να αναφέρουμε τα ονόματα του Σατωμπριάν, του Σταντάλ, του Αντρέ Ζίντ, του Μαρσέλ Προύστ, του Σεστώφ κ. ά. Η αναφορά στον παλαιό έλληνα κριτικό και μεταφραστή, δεν γίνεται πλεοναστικά, αλλά για να δείξουμε, σύμφωνα με την δική μας αναγνωστική επάρκεια και αντίληψη, το σημαντικό έργο επιμόρφωσης του ελληνικού κοινού στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, την περίοδο του ελληνικού μεσοπολέμου. Περίοδοι ανθρωπιστικής κρίσης και κατάργησης των ουμανιστικών αξιών, που επέφερε στην ευρωπαϊκή ήπειρο ο πόλεμος, και στην πατρίδα μας , τα δικτατορικά κινήματα και οι απολυταρχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Δυστυχώς, αν δεν κάνω λάθος, οι νέες γενιές των αντρών και γυναικών φιλόλογων και ερευνητών δημοσιεύουν σελίδες επί σελίδων, αναρτούν τις διδακτορικές τους διατριβές και συγγραφικές τους εργασίες για έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, για συγγραφείς, αναφέροντας μόνο (;) ξενόγλωσσες πηγές, ευρωπαίους ή αμερικανούς θεωρητικούς, μελετητές, κλπ., αγνοώντας και «παραγνωρίζοντας» τους έλληνες και ελληνίδες ομοτέχνους τους, οι οποίοι όπως ο Κλέων Παράσχος, ο Αντρέας Καραντώνης, ο Άρης Δικταίος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άλκης Θρύλος, ο Γιάννης Χατζίνης, και πολλοί άλλοι, έβαλαν τις βάσεις, έθεσαν τα θεμέλια της ελληνικής κριτικής και δοκιμιακής σκέψης στην Ελλάδα στην εποχή τους. Είναι κρίμα που αγνοείται η φωνή τους, δεν διαβάζονται πλέον τα βιβλία τους, οι σύγχρονοι- μοντέρνοι αναλυτές και μελετητές, φιλόλογοι και συγγραφείς, δεν ανοίγουν διαύλους επικοινωνίας μαζί τους, δεν συνομιλούν με των εκείνων σκέψεις και απόψεις. Τους θεωρούν (;) παλαιομοδίτικες και ξεπερασμένες φωνές. Προνεοτερικές. Η Κριτική Σκέψη στην χώρα μας τον προηγούμενο αιώνα, ούτε αμελητέα είναι ούτε απορριπτέα αν μάλιστα αναλογιστούμε και τις ανυπέρβλητες κοινωνικές και πολιτικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι έλληνες και ελληνίδες κριτικοί και δοκιμιογράφοι, μεταφραστές. Ούτε μπορούμε να αναφερόμαστε μόνο στην Κριτική Σκέψη της Γενιάς του 1930. Οι Ρίζες και πολλά ανθοφόρα κλαδιά της Ελληνικής Κριτικής Σκέψης, καλλιεργήθηκαν και άνθησαν στους δύο- τρείς  προηγούμενους ελληνικούς ιστορικούς αιώνες. Όπως η κριτική σκέψη του ποιητή Κωστή Παλαμά. Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε. Ο Τόμας Μάν έθεσε τα υπαρξιακά διλήμματα του σύγχρονου ανθρώπου, τα ερωτήματα στο που βαδίζουν και οδηγούνται οι σύγχρονες κοινωνίες και τα άτομα. Ερωτήματα και διλήμματα τόσο σύγχρονα στις μέρες μας, του εφιαλτικού 2022. Αγέρωχα προβάλλουν μπροστά μας φορτισμένα με καινούργια αδιέξοδα.  Άρτουρ Σοπενχάουερ, ο ιδεαλιστής, «πολεμιστής» φιλόσοφος, Φρειδερίκος Νίτσε, εξύμνησε τον Ήρωα-Υπεράνθρωπο, (τον γαλανομάτη ξανθό πανύψηλο γερμανό, άτομο-«κτήνος», τέλος, ο πατέρας της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ. Ο επιστήμονας που έβαλε τις βάσεις της έρευνας και της εξέτασης των εσωτερικών και σκοτεινών δυνάμεων που ενεδρεύουν μέσα στους λαβυρίνθους της ψυχής του ανθρώπου. Των ύπουλων και απειλητικών ανεξέλεγκτων σκοτεινών ροπών της ανθρώπινης συνείδησης. Οι θεωρίες, οι ιδέες, οι θέσεις και αξίες, οι φιλοσοφικές αρχές των τριών μεγάλων αυτών προσωπικοτήτων του δυτικού πνεύματος, προβάλλουν μέσα στα έργα του Τόμας Μαν. Ο Τόμας Μάν διαισθάνθηκε το Κακό στην οντολογική του διάσταση να απλώνεται σαν τοξικό σύννεφο πάνω από την πατρίδα του και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή ήπειρο. Σαγηνεύτηκε από τον μηδενισμό την απαισιοδοξία. Στα ελληνικά ανάμεσα στις άλλες μελέτες του γερμανού συγγραφέα, μεταφράστηκε από την περίοδο του μεσοπολέμου από τις εκδόσεις Γκοβόστη (1938) το μικρό βιβλίο του Τόμας Μάν, «Ο FREUD ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ», από τον Στάθη Φερεντίνο, σελ. 52. Το βιβλιαράκι αυτό περιέχει την διάλεξη που έδωσε ο Τόμας Μάν στην Ιατρική Εταιρεία της Βιέννης. Στην ομιλία του, η ποιητική συνείδηση του συγγραφέα, η γραφή του, συναντιέται-συνομιλεί με την επιστήμη της Ψυχανάλυσης. Έχουμε ένα σύντομο αλλά ουσιαστικό ταξίδι, μια περιπλάνηση στα σκοτεινά και πολύπλοκα σύμβολα, σε αρχέγονους τρομακτικούς μύθους, σε εμμονές και προδρομικές σκιερές εικόνες που είναι εγκατεστημένες στα βάθη της ψυχής του ανθρώπου, αναμένοντας την ευκαιρία να αναδυθούν στην επιφάνεια αλλά και μία περιπλάνηση στην μυθιστορία. Αρχίζοντας από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και φτάνοντας μέχρι τα μεγάλα μυθιστορήματα του προηγούμενο αιώνα και των αντίστοιχων θεατρικών έργων. Στην διάλεξη αυτή ο Μάν, δεν αναφέρεται μόνο στο έργο του Φρόϋντ και του μαθητή του Κάρλ Γιουνγκ, μας μιλά και για τις φιλοσοφικές ιδέες του Σοπενχάουερ, τις θεωρίες του, την επιρροή που άσκησε στην δική του ατομική και συγγραφική προσωπικότητα και συνείδηση. Του πρόσφερε τα ερεθίσματα του σχεδιασμού της δομής των έργων του. Να προσθέσουμε ακόμα δύο μελετήματα που γνωρίζουμε στα ελληνικά. Του Heinz Kohut, «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ» Η ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗΣ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία της τέχνης και ψυχαναλυτική υπεράσπισή της, μετάφραση Μάριου Μαρκίδη, εκδόσεις Έρασμος, αριθ. 1, Αθήνα Ιούλιος 1976, σελ.64. και -Klaus Betzen , «Ο ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ», μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων/ Προβληματισμοί, Αθήνα, Μάιος 1977, σελ.72. Όσο για την μετάφραση του «ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ» στα ελληνικά ας καταγράψουμε τις εξής εκδόσεις: ΤΟΝΙΟ ΚΡΕΓΚΕΡ. Μετάφραση-Εισαγωγή Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Ύψιλον, Γ΄ έκδοση, Αθήνα 1982, σ. 108. Δ΄ Έκδοση, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1985.  Περιέχει: Αλέξανδρος Ίσαρης, ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ (Τέσσερεις μαρτυρίες/ Οι δύο κόσμοι/ Το πάθος της έκφρασης), 7-19.-Τόνιο Κρέγκερ, 23-107. -ΤΟΝΙΟ ΚΡΑΙΓΚΕΡ- Ο ΜΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ (TONIO KROGER.- MARIO UND DER  ZAUBERER (1922)), Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι, Νοέμβριος 2000, σ.254. Περιλαμβάνει: Αλέξανδρος Κυπριώτης: Εισαγωγή, 7-31. –ΤΟΝΙΟ ΚΡΑΙΓΚΕΡ, 33- 147.- Ο ΜΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΒΙΩΜΑ, 149-233.-Σημειώσεις, 235-251.

[Ο Τόνιο Κραίγκερ μοιάζει με τα οικογενειακά άλμπουμ των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Είναι εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές και μουσικές. Ο υψηλός πυρετός της ιλαράς με την κόκκινη κάλτσα στη λάμπα και το πετιμέζι. Η μυστική κρυψώνα και τα γδαρμένα γόνατα. Το πείσμα και τα δαγκωμένα χείλη. Είναι ο κόμπος στο λαιμό. Είναι η μέθη του κονιάκ. Είναι η φυγή που σε γυρίζει πάλι πίσω.

Ο Μάριο και ο Μάγος είναι ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά. Είναι η αίσθηση κινδύνου και ασφάλειας σε συγκεντρώσεις μαζικές. Είναι το αυθόρμητο γέλιο που συγκρατείς, όταν βλέπεις κάποιον άγνωστο να πέφτει στο δρόμο. Είναι η ανησυχία της γοητείας που ασκεί ο Μεφιστοφελής. Ο ήχος απ’ τα κέρματα στο χέρι του ζητιάνου. Το άναμμα τσιγάρου απ’ το φίλτρο. Είναι ο από μηχανής κυνηγός που δεν συμπάθησες ποτέ και η ανομολόγητη θλίψη για τον κακό το λύκο.].

Κλείνοντας την «Νέα Επανασύνδεση» του ο ποιητής και μεταφραστής Αλέξανδρος Ίσαρης, σημειώνει, σελίδα 18, της δ΄ έκδοσης «Ύψιλον»:

«Τέλος, υπάρχει ένα στοιχείο στη νουβέλα αυτή που τη διαφοροποιεί από τα άλλα έργα του Μάν και την κάνει ακαταμάχητη γοητευτική. Είναι το στοιχείο της νοσταλγίας. Πρόκειται για μιά πολυφωνική και πολύχρωμη νοσταλγία για τα απλά και συνηθισμένα, για τη ζεστή, ανθρώπινη φιλία, για τη χαμένη αθωότητα, τη φύση, την πατρίδα, τον έρωτα. Η νοσταλγία αυτή που διατρέχει τις γραμμές του «Κρέγκερ», κορυφώνεται προς το τέλος, όταν ο ήρωάς μας ξαναβλέπει στα πρόσωπα δύο αγνώστων νεαρών τους αγαπημένους των παιδικών του χρόνων: Μήπως σας είχα ξεχάσει; Όχι, ποτέ! Ούτ’ εσένα Χάνς, ούτ’ εσένα ξανθιά Ίνγκε! Για σας εργαζόμουνα, κι όταν με χειροκροτούσαν κοίταζα κρυφά γύρω μου, μήπως είσαστε κι εσείς εκεί…

Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου διαβάζουμε: Αναλογίστηκε τις άγριες περιπέτειες των αισθήσεων, των νεύρων και του μυαλού που είχε ζήσει, κι είδε τον εαυτό του κατασπαραγμένο από  ειρωνεία και πνεύμα, ερημωμένο και παράλυτο από γνώσεις, μισοερειπωμένο απ’ τους πυρετούς και τα ρίγη της δημιουργίας να παραδέρνει γεμάτος τύψεις ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις, ανάμεσα σε αγιοσύνη και αμαρτία, μια εδώ και μια εκεί’ εκλεπτυσμένο, φτωχό, αποκαμωμένο από ψυχρές και τεχνητά διαλεγμένες εξάψεις, χαμένο, εγκαταλελειμμένο, ταλαιπωρημένο: έκλαψε από τύψεις και νοσταλγία».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Μάης 2022.