Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Ο ποιητής Αντώνης Α. Ζαρίφης σαν κριτικός

    ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ  ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΑΝΤΩΝΗ Α. ΖΑΡΙΦΗ

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Στιγμές πολύ ανθρώπινες», εκδ. «Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά», Πειραιάς 1992, (ποίηση). τχ. 59/Άνοιξη 1993, χρ. 28ος, τόμ. Ζ΄, σ.380-381.

     Αυτό το λυρικό κοίτασμα δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο «ανενεργό»… στο συρτάρι του Κώστα Αγγελόπουλου! Έπρεπε ολοκληρωμένη η ποιητική συγκομιδή του να δημοσιευθεί ώστε όλοι όσοι είχαν διαβάσει τα περιστασιακά δημοσιευμένα ποιήματά του και είχαν σχηματίσει την πεποίθηση ότι πρόκειται για γνήσια φωνή, να το επιβεβαιώσουν!

     Αποφάσισε λοιπόν ο Κ. Αγγελόπουλος-μετά από πολλούς προσωπικούς και απόλυτα σεβαστούς δισταγμούς-να εκδόσει τα ποιήματά του σ’ έναν καλαίσθητο τόμο με τον τίτλο «Στιγμές πολύ ανθρώπινες», του οποίου το εξώφυλλο φιλοτέχνησε με μεγάλη επιτυχία ο γιος του Χρήστος Κ. Αγγελόπουλος.

     Σ’ αυτό το βιβλίο περιλαμβάνεται μια πλούσια ποιητική ύλη, η οποία χωρίζεται σε δύο ενότητες με κοινά λίγο-πολύ φιλολογικά και θεματολογικά χαρακτηριστικά η κάθε μία, τα οποία η ποιητική φύση τα «χειρίζεται» για να προσαρμόσει κάθε εκδοχή του ψυχισμού της.

     Πρόκειται για τα «Εαρινά σκιρτήματα» και τις «Χειμερινές καταιγίδες», δύο μονάδες ενός πλούσιου λυρικού δυναμικού, που συγκροτούν τη «λογοτεχνική οικονομία» της συλλογής, η οποία μάλιστα αναπτύσσεται σε βιωματικούς χώρους μέσα από τους οποίους εκφράζονται όλες οι αποχρώσεις του αισθήματος μ’ εντονότερους ίσως κάποιους διακριτικούς… ερωτικούς τόνους, που διαρρέουν από τους άρτιους στίχους του μ’ έντεχνες ίσως ρωγμές, που δεν φαίνεται να τις επιδιώκει ο ποιητής.

     Άλλωστε πέρα από τις εκλεπτυσμένες αυτές διαρροές, η ερωτική ατμόσφαιρα, στην ευρύτατη διάστασή της, είναι μία «φυσική κατάσταση» αναγκαία για να ενδυναμώσει ο ποιητής τους δεσμούς με πρόσωπα, πράγματα, ιδέες και χώρους. Γιατί όλα αυτά θ’ αποτελέσουν το πρωτογενές υλικό της συμβολιστικής του για να ξεπροβάλει μέσα από τους στίχους του ο μύθος του Σαρωνικού, με την πανέμορφη Αίγινα-μια γαλάζια στιγμή-που «απαγγιάζει» τη συναισθηματική φόρτισή του τα «πυρά μεσημέρια».

     Στην ποιητική του φόρμα ισορροπεί η πλαστικότητα του λυρισμού του με την ηπιότητα του νόστου του. Έτσι ο ποιητής «επινοεί» εκφραστικά σχήματα χωρίς να καταφεύγει σε ακραίες αφαιρέσεις, αλλά και χωρίς να μεταχειρίζεται τις γνωστές κοινότοπες εκφραστικές διεξόδους. Είναι δε αξιοσημείωτο το πόσο διακριτικά αφομοιωμένος είναι στο στίχο του ο ρομαντισμός του. Τόσο που ο ποιητής κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ερημικός και εσωστρεφής, πράγμα που βέβαια δεν συμβαίνει μια και πολύ συχνά η απολογητική του διάθεση περισσεύει…

     Έτσι λοιπόν ο Κώστας Αγγελόπουλος μας οδηγεί μέσα απ’ τα μονοπάτια των ευαίσθητων στοχασμών του για να μας ξαποστάσει σε ευτυχισμένα αισθητικά ξέφωτα, όπου θα προσεγγίσουμε την ουσία της ποίησης.

     Μιάς ποίησης ανθρωποκεντρικά προσανατολισμένης, άμεσης, μεστής που πρέπει να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Τόσο σε ό,τι αφορά το δημιουργικό όσο και σε ότι αφορά τον αναγνώστη που θα επιδιώξει διαβάζοντας ποίηση την ουσιαστική μετάθεσή του σε επίπεδα αισθητικών αναζητήσεων που δεν είναι συνηθισμένα.

ΜΑΡΙΑ ΑΔΑΜ, «Μέτεστι», «Ελληνική ποίηση», εκδ. Διογένης-Αθήνα 1977., τχ. 25/ Άνοιξη 1978, χρ. ΙΓ΄, τομ. Δ΄, σ.238.

          Την ποίηση της δ. Αδάμ γνώρισα σε συγκεκριμένο χώρο, την κατάλληλη ώρα: την ώρα της αμφισβήτησης’ την ώρα που το κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η τέλεια έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων και η σύγχυση στην έκφραση, στην σκέψη και στη ζωή γενικότερα.

     Η ποιήτρια, λοιπόν, κάνει μιά επιτυχημένη προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μας και η προσπάθειά της αυτή δεν έγκειται στο ότι θέλει να μας πεί άγνωστα πράγματα αλλά με το δικό της τρόπο να μας διαγράψει τη συνισταμένη της ανθρωπιάς της. Μιάς ανθρωπιάς που δεν παίρνει ποτέ κηρυγματικό τόνο αλλά, στοιχειοθετείται έμμεσα, προβάλλοντας, θάλεγα μεσ’ από τις πολλές ανθρώπινες ανησυχίες της.

     Η φιλοσοφική παιδεία της κάνει αισθητή την παρουσία της σ’ όλες σχεδόν τις ποιητικές της συνθέσεις και κάτω από τον προσωπικό της απέριττο λυρισμό κρύβεται μιά βαθιά θεώρηση της ζωής. Η φωνή της, μετά απ’ αυτό, παίρνει ένα οικουμενικό τόνο…

     Στο «Μέτεστι» της δ. Αδάμ-όπου έχουμε μια ισορροπία στοχασμού και αισθήματος, μιά αρμονική συνύπαρξή τους με ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα-υπάρχει πολλή αλήθεια. Και η αλήθεια δεν έχει σημασία μόνο για τον ποιητή αλλά περισσότερο για τον άνθρωπο. Ο ποιητής σκύβει πάνω της ή και την κυνηγά σ’ όλες τις μορφές της-ακόμα και με τα φευγαλέα οράματά της ερωτοτροπεί. Ο άνθρωπος την χρειάζεται γιατί τον βοηθάει στη γνώση και την λειτουργία του κόσμου. Και η δ. Αδάμ μας λέει την αλήθεια γιατί ξέρει πώς την χρειαζόμαστε, γιατί η ποιητική και η ανθρώπινη συνείδησή της δεν της επιτρέπουν να μας την κρύβει. Γιαυτό οι συνθέσεις της δεν είναι ποιητικές φωτοβολίδες με στιγμιαία λυρική λάμψη, δεν είναι ένας λαμπρός ήλιος πού απειλείται από τα παρακείμενα σύννεφα αλλά το σταθερό φώς που φωτίζει τις επικίνδυνες καμπές ενός μονοπατιού, του μονοπατιού που ακολουθούμε όλοι μας, σε μιά δύσκολη διαδρομή γεμάτη παρανοήσεις και συμβιβασμούς.

ΙΩΑΝΝΑ Σ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ, «Όνειρα χωρίς παπούτσια», Πειραιάς 1999 (ποίηση) Περίοδος Β΄, τχ. 8/4,5,6,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ.96

     Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα της κας Αντωνάκου εκπλήσσεται με το πλούσιο γλωσσικό της οπλοστάσιο και με την ανάλαφρη μουσικότητα των στίχων της.

     Η θεματολογία της παρουσιάζει μια ποικιλία που εκτείνεται από το προσωπικό της βίωμα μέχρι το «κοινωνικό σχόλιο». Η κ. Αντωνάκου έχει το προνόμιο να μην πλατειάζει, να ονειρεύεται, να αντιστέκεται στις ιστορικές «εκτροπές». Γενικά είναι μια «ανυπάκουη» ποιήτρια, παρασυρμένη από την ποίηση που ανθίζει στη γη του Ομήρου.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΓΕΣΤΗ, «Ερωτικά», Αθήνα 1983, (ποίηση) τχ. 30/12,1983, χρ. 18ος, τομ. Ε΄, σ. 159

       Το ερωτικό στοιχείο βαραίνει μέσα στα «Ερωτικά» της Ελένης Αργέστη αφού, άλλωστε, κι ολόκληρη η συλλογή της είναι αφιερωμένη στον Έρωτα. Η ποιήτρια με τη μεστή αυτή λυρική της άσκηση επιδιώκει να σταματήσει την υποβάθμιση της ύψιστης δημιουργίας και να τραγουδήσει τον έρωτα, τονίζοντας ίσως την ευτυχισμένη διαφορά που χαρίζει στον άνθρωπο ο «Λόγος», συγκριτικά προς τα άλλα πλάσματα του έμβιου βασιλείου. Το αίσθημα κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα της ποίησης της ενώ η εσωτερική μουσική του στίχου της οδηγείται αβίαστα στον αισθησιασμό, περνώντας απ’ τους προσωπικούς της εκφραστικούς δρόμους. Στους τόνους της υπάρχουν διακυμάνσεις, φυσική άλλωστε συνέπεια για ένα πολυτραγουδισμένο θέμα.

ΖΗΣΗΣ  ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, «Αποχρώσεις Ψυχής» (Η Ρόζυ και άλλα διηγήματα), Πειραιάς, Ιούλιος 2006. Περίοδος Β΄, τχ. 9/7,8,9,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ. 153

      Ο Ζήσης Βαφειάδης με το βιβλίο του «Αποχρώσεις ψυχής» μας αποκαλύπτει και την πεζογραφική του στόφα. Οι «Αποχρώσεις Ψυχής» είναι μια συλλογή διηγημάτων που προσεγγίζουν με έναν ιδιαίτερα απέριττο λυρικό τρόπο τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.

     Στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε χαρεί τις λυρικές του επιδόσεις με τα παραδοσιακά, γεμάτα μουσικότητα, ποιήματά του. Τώρα, όπως προαναφέραμε, γνωρίζουμε τις πεζογραφικές του επιδόσεις. Ο Ζ. Β. είναι πολύ καλός χειριστής του λόγου-παλαίμαχος δικηγόρος γαρ-και ιδιαίτερα του λογοτεχνικού. Οι αφηγήσεις του έχουν μια καλαίσθητη δομή, ενώ η όλη αρχιτεκτονική των διηγημάτων του αποκαλύπτει μια αναμφισβήτητη στερεότητα.

     Οι μυθοπλασίες του είναι ανθρωποκεντρικές με απροσδόκητες εξελίξεις χάρη στην ευρηματικότητά του. Η πεζογραφική κατάθεση του Ζ. Βαφειάδη υπάρχει πεποίθηση ότι θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των φιλότεχνων αναγνωστών.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΡΛΑΚΟΣ, «Ερωτικά», Πειραιάς 1983, (ποίηση) τχ. 30/12, 1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 160

     Η πρώτη παρουσία του Γιάννη Βουρλάκου στα γράμματα με τα «Ερωτικά» του μας αποκαλύπτει τη σπάνια αισθηματική φόρτισή του πού δεν κατορθώνει-προς το παρόν-να την περάσει αναλλοίωτη μέσα στο στίχο του. Η κοινοτοπία του στίχου του και η επανάληψη πολλές φορές φτωχαίνουν το πραγματικό πρόσωπο του αισθήματός του. Οπωσδήποτε όμως δεν θα πρέπει να σταματήσει τις εκφραστικές του αναζητήσεις, σε τρόπο που να μπορέσει να δώσει ωριμότερους ποιητικούς καρπούς.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΤΡΑΚΟΣ, «Οραματισμοί», Αθήνα 1986, (σχ. 14Χ21, σ. 64), (ποιήματα), τχ. 39-40/Άνοιξη 1987, χρ.22ος, τόμ. Στ΄, σ.93.

     Η όγδοη συλλογή του Δημ. Γιατράκου «Οραματισμοί» δεν ξεφεύγει από το οικείο ποιητικό του κλίμα. Ο Δημήτρης Γιατράκος συνεχίζει την ποιητική του «περιπέτεια» μέσα σε απλά ποιητικά σχήματα με λιτά, βέβαια, εκφραστικά μέσα. Οι ποιητικοί παλμοί του γεμάτοι νόστο και τρυφερότητα στοχεύουν να προσεγγίσουν στην πεμπτουσία της κάθε ποιητικής προσπάθειας που είναι η προβολή του ανθρωπιστικού ιδεώδους. Πράγμα που νομίζω πώς επιτυγχάνεται από την ποίηση του Δ. Γιατράκου.

ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ποιήματα 1956-1980», Αθήνα 1980, τχ. 30/12,1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 159

     Ο Τάσος Ζερβός μ’ αυτό τον τόμο των ποιημάτων του μας παρουσιάζει συνολικά την ποιητική του συγκομιδή, ενώ παράλληλα μας αποκαλύπτει τις δυνατότητες της εκφραστικής του. Μιά «πικρή γεύση» βγαλμένη απ’ τις τραυματικές εμπειρίες του αιώνα μας, καλύπτεται πίσω από τα μελαγχολικά-πολλές φορές-σύμβολά του, μιά γεύση ζωής που κορυφώνεται όσο η διαδρομή του προς την ωριμότητα περνά μέσα απ’ τη στέρεη δομή του ποιητικού του λόγου.

      Η έμπνευσή του πηγαία, έντονα ερωτοτροπούσα με τη σοφία και την αλήθεια των ιερών κειμένων, αναβαθμίζει πραγματικά, τη λυτρωτική λειτουργία της ποίησης και προσανατολίζει τη συγκίνηση στον εξαίσιο χώρο του αισθήματος.

       Θα ήταν παράλειψη αν δεν τονίζονταν ακόμη το χάρισμα του ποιητή στον αποσπασματικό λόγο.

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, «Κύκλοι Επάλληλοι», έκδοση Περιοδικού «Λιμάνι», Πειραιάς, (ποίηση).  Περίοδος Β΄, τχ. 5/ 7,8,9,2005, χρ. 40ος, τόμ. Η΄, σ. 267

     Ο Κώστας Θεοφάνους είναι ένα μεγάλο λιθάρι που στηρίζει το πειραϊκό λυρικό οικοδόμημα. Ένας ποιητής με ιστορικότητα, που σφραγίζει την πειραϊκή και όχι μόνο γραμματολογία με τα διακριτικά μεν, αλλά ιδιαίτερα εμφανή λυρικά ανεξίτηλα ίχνη του. Ένας καλλιτέχνης με άποψη, με εκφραστική ιδιοσυγκρασία ιδιαίτερη, σμιλευμένη με το λιτό ύφος του και διαμορφωμένη μετά από εντατική άσκηση που διαρκεί πέντε ολόκληρες δεκαετίες.

     Οι «Κύκλοι Επάλληλοι» που περιέχουν μεγάλο μέρος των ποιητικών καλλιτεχνημάτων του διαγράφουν τη λυρική πορεία του και αντανακλούν έντονα την πολύχρωμη ευαισθησία του. Ο Κ. Θ. δεν είναι ένας μονοδιάστατος γραφιάς, αλλά ένας επίμονος συλλέκτης του κάλλους, είναι παντοτινά ερωτευμένος με τη ζωή γιατί-όπως γράφει –«η ζωή είναι ποίηση και η ποίηση είναι ζωή».

     Η αισθητική λοιπόν, αναζήτηση, για τον Κ.Θ. εκτός του ότι έχει υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές, είναι γι’ αυτόν ο «άρτος ο επιούσιος», είναι ο πυρήνας της ζωής, που αγωνιζόμενος, τον αποκαλύπτει μέσα από την περίτεχνη δομή των ποιημάτων του.

     Διαβάζοντας κανείς με εμβρίθεια τα ποιητικά κείμενά του, ανακαλύπτει τους μύχιους πόθους του που επιμελώς τους προβάλλει με τους εκτυφλωτικούς ποιητικούς αντικατοπτρισμούς του. Με τους «Κύκλους Επάλληλους» η ποιητική φωνή του δεν σταματά, οι κομψευόμενοι στίχοι του θ’ αναβλύζουν εσαεί ακόμα και ως ευγενικές χειρονομίες της πεζής και επίπεδης καθημερινότητας των καιρών μας.

     Αν και το ποιητικό του κλίμα είναι αμυδρά μελαγχολικό, το συνολικό ποιητικό γεγονός εξυφαίνεται και «εξιστορείται» τελικά με μια αισιόδοξη πληρότητα, γεμάτη με τη συγκίνηση της Άνοιξης. Το κάθε ποίημά του είναι ένα δάκρυ χαράς ή λύπης που λάμπει στο χαμηλόφωτο «δωμάτιό» του, είναι το «όρθιο φεγγάρι» σε «εχθρικούς καιρούς».

     Ότι και να γράψει κανείς για την ποιητική συγκομιδή του Κ. Θεοφάνους φαντάζει ελάχιστο. Όποιος διαβάσει και ξαναδιαβάσει τις συλλογές του αν δεν απολεσθεί στο πολύπυκνο δάσος των αισθημάτων του, θα διανύσει έκθαμβος τις ποιητικές λεωφόρους του για να συλλέξει εκπλήξεις και ευρήματα που θα αναβαθμίσουν τον ψυχισμό του. Έτσι θα επιτευχθεί η μετάβαση από τη φθορά της άσκοπης τύρβης «στα βάθη του κόσμου».

     Αυτή η ποίηση δωρίζει αξίες, αναζωπυρώνει θολά όνειρα, εκστασιάζει…, ανατρέπει κατεστημένες συνειδήσεις… γίνεται οδοδείκτης για τον άρτιο λόγο και την άρτια πράξη.

      Ο Κώστας Θεοφάνους είναι άγρυπνος φρουρός του εξευγενισμένου λυρισμού, είναι ένας λαξευτής του στίχου με ιδιαίτερη κλίση στη σύνθεση των λεπτών αποχρώσεων του λόγου.

     Η αναζήτηση για τον δίκαιο κόσμο, η πίστη του για τις πανανθρώπινες αξίες, η «καλπάζουσα» αγωνία του για τα όνειρα που χάνονται, ο έρωτας σαν δύναμη που ενεργοποιεί τον συναισθηματισμό του, η άδολη αγάπη για το ωραίο, αποτελούν τον «βιωματικό εξοπλισμό» και συνάμα την πρώτη ύλη, που χρησιμοποιεί για την εκφραστική του εκτόνωση.

     Η ποίηση υπάρχει όταν διαβάζεται, η ποίηση υπάρχει όταν βιώνεται, η ποίηση θα κορυφώνεται και θα ξεχειλίζει τον κόσμο όσο υπάρχουν ποιητές σαν τον Κώστα Θεοφάνους.

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, «Οι Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά» (1884-2004), έκδοση Νομαρχίας Πειραιά, Πειραιάς 2006. Περίοδος Β΄, τχ. 9/7,8,9,2006, χρόνος 41ος, τόμος Θ΄, σ. 152-153

          Οι καταθέσεις του Κώστα Θεοφάνους στην πειραϊκή πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή δεν είναι μόνο έγκυρες, αλλά και διαχρονικές. Η παρουσία του στα πειραϊκά-και όχι μόνον-πολιτιστικά δρώμενα γίνεται πάντοτε αισθητή γιατί οι «σοδειές» του είναι πλούσιες σε ωριμότητα και έντονη ανθρώπινη αίσθηση.

     Το τελευταίο βιβλίο του «Οι Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά» είναι καρπός μιας μακρόχρονης ενασχόλησης του Κ.Θ. με τα εικαστικά και είναι η τελική (;) έκδοση ενός πονήματος που άρχισε το 1961 με την έκδοση των «Πειραιωτών Καλλιτεχνών» για να ολοκληρωθεί το 2006 και να συμπεριληφθούν όλες οι αισθητικές του μελέτες και αναζητήσεις γύρω από τους εικαστικούς δημιουργούς πού δραστηριοποιήθηκαν στην πόλη μας. Είναι ένα έργο αγάπης για τους Πειραιώτες ζωγράφους και γλύπτες, αλλά και μια ακόμη αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο Κ. Θ. με τη διεισδυτική κριτική δεινότητά του εκτείνει την προσφορά του και στις εικαστικές τέχνες, των οποίων υπήρξε όχι μόνο ένας απλός καταγραφέας, αλλά ένας αξιόλογος αισθητικός μελετητής με έγκυρη αντίληψη για το έργο κάθε ζωγράφου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Πέραν δε όλων αυτών ο Κ. Θεοφάνους προσφέρει ένα χρηστικό εργαλείο στον αυριανό μελετητή της εικαστικής τέχνης, όπως αυτή εξελίχθηκε στην πόλη μας. Αυτό, άλλωστε, δηλώνεται και από τη δομή του βιβλίου του, η οποία φανερώνει μια συστηματική κατηγοριοποίηση των Πειραιωτών εικαστικών καλλιτεχνών, μια αντικειμενική αξιολόγηση και τονίζει την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπισε το έργο κάθε ζωγράφου.

     Με το βιβλίο αυτό, λοιπόν, ο Κ.Θ. θεμελίωσε ίσως την αποτύπωση της πειραϊκής εικαστικής ιστορίας, τον πλούτο της οποίας ανέδειξε και γι’ αυτό αναφερόμαστε για μια ακόμη φορά σε μία ποιοτική παρουσία και προσφορά.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Φ. ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗΣ, «Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας», έκδοση Πνευματικού Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Αστακού, Αθήνα 2008. Περίοδος Β΄, τχ. 18/10,11,12,2008, χρ. 43ος, τόμ. 10ος, σ.181

     Η μελέτη και η ανάδειξη των λαογραφικών στοιχείων ενός τόπου αναδεικνύει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του και τη συνεισφορά των τοπικών εθίμων στη συγκρότηση του συνολικού εθνολογικού status της χώρας. Έτσι η μελέτη, η συλλογή, η κατάταξη και η καταγραφή των ηθών και των εθίμων του Ξηρομέρου Ακαρνανίας, που πραγματοποίησε με επιστημονική ευσυνειδησία ο καταξιωμένος φιλόλογος και πρ. διευθυντής της «Ιωνιδείου Σχολής» κ. Μενέλαος Καραμεσίνης, συνέστησαν ένα βιβλίο, το οποίο αφ’ ενός θα αποτελέσει οδηγό μελέτης για κάθε μελλοντική ερευνητή και αφ’ ετέρου από μόνο του είναι μια σπουδαία «κατάθεση» για την επιστήμη της Λαογραφίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΜΗΣ, «Επιστρέφοντας απ’ το όνειρο», Πειραιάς 1976, (ποίηση). τχ. 24/Άνοιξη 1977, χρ. ΙΓ΄, τόμ. Δ΄, σ.164-165

     Το νέο βιβλίο του Γιώργου Κόμη «Επιστρέφοντας απ’ το όνειρο» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ταξίδι στο …. όνειρο για όλους, όσους ταξιδεύουν μαζί του στους γνώριμους λυρικούς κόσμους του. Η πρώτη επαφή πούχα κ’ εγώ με τη νέα του ποιητική συλλογή, με γέμισε μ’ αδιάκριτα ερωτηματικά. Μού γέννησε, αίφνης, την επιθυμία να τον ρωτήσω: «-Τί ρόλο να παίζει, άραγε, η άνοιξη στη ζωή του; Πού βρίσκει την τόλμη και καλημερίζει την ομορφιά;». Μά εκείνος, πιστός στο ποιητικό του χρέος, μου αποκρίνεται:

                Κι αν φοβάσαι να καλημερίσεις

                την Άνοιξη-τότε τί απομένει, στ’

                αλήθεια, για Σένα;

       Μπροστά στο γεγονός ότι ο ποιητής χαμογελά και τραγουδάει πηγαία κι αληθινά κάθε ανοιξιάτικη εικόνα, δεν έχει, νομίζω, αξία η ανάλυση των αισθητικών λεπτομερειών.

     Ο ποιητής νιώθει μιάν άμετρη αγάπη για όλους εμάς, που βρισκόμαστε μπροστά σε μερικά ανθρώπινα, απλά ερωτηματικά, διατυπωμένα μ’ ένα σαφέστατο λυρικό τρόπο. Διαβάζοντας τη συλλογή του Γ. Κ. καταλαβαίνουμε πώς έχουμε να πάρουμε μέρος σε μιά φιλική συζήτηση που κάνει ο ποιητής μαζί μας. «Πού με πάει η αιώνια αναζήτηση της αγάπης»; Θα μας ρωτήσει κάποτε. Και σύγκαιρα θα μας υπενθυμίσει πώς το περίφημο ανέβασμα του βιοτικού μας επιπέδου δεν μας εξασφάλισε επαρκείς ποσότητες αγάπης. Ίσως γιατί ο πλαϊνός μας αδιαφορεί χωρίς, βέβαια, πρόθεση. Ίσως γιατί εμείς οι ίδιοι αδιαφορούμε….

      Αν μου επέτρεπε ο ποιητής να κάνω μιά ελεύθερη μετάφραση του τίτλου της συλλογής του, θάλεγα πώς είναι το προσωπικό μας ημερολόγιο. Ναι, για το προσωπικό μας ημερολόγιο πρόκειται, για το δικό μου, για το δικός σας’ για ένα ημερολόγιο που οι σελίδες του γεμίζουν απλές κουβέντες π’ ανιστορούν την εναλλαγή πραγμάτων και καταστάσεων. Η ανάμνηση, το χαμένο όνειρο ο θάνατος είναι δικά μας θέματα γιατί και ο ποιητής είναι ο δικός μας άνθρωπος, που για μιά στιγμή μονάχα κατορθώνει να μας υποκαταστήσει, να σκεφτεί και να εκφράσει τα δικά μας βιώματα, τις δικές μας ανησυχίες, με το ξεχωριστό προσωπικό του ύφος:

«Η ζωή πρέπει-μα πρέπει-ν’ ανήκει

σε αυτούς που μπορούν να κάνουν

τα μικρά μεγάλα

και να βλέπουν

τα μεγάλα σαν μικρά».

     Να, μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, διατυπωμένη με την ανθούσα τεχνοτροπία του επιγραμματικού στίχου, πού, κατά τη γνώμη μου, είναι η φυσική κατάληξη και ολοκλήρωση της μοντέρνας εκφραστικής. Και πού αυτή την τεχνοτροπία ενστερνίζεται απόλυτα ο ποιητής, στην προσπάθειά του να εξωτερικεύσει το στοχασμό του.

    Στους σημερινούς καιρούς, που η ποίηση διέρχεται αναμφισβήτητα κρίση, είναι ευπρόσδεκτες ποιητικές φωνές, που κρύβουν μέσα τους ανθρωπιά, ειλικρίνεια και προσδοκία, όπως η φωνή του Γιώργου Κόμη, που ανεπιφύλακτα μας κερδίζει.                                                                

ΔΙΟΝΥΣΗΣ Β. ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΣ, «Στο ζώδιο των Διδύμων», Κορυδαλλός, (ποίηση),τχ. 30/12, 1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 159-190

      Ο απλός ποιητικός λόγος είναι αναμφισβήτητα αρετή για τον ποιητή αρκεί βέβαια να μην αγγίζει τα όρια του απλοϊκού. Ο Δ. Κουλεντιανός μ’ αυτή τη συλλογή του δείχνει πώς προσπάθησε ν’ αποφύγει συστηματικά την παγίδα του απλοϊκού. Απλός λοιπόν ο λόγος του, ανθρώπινος ο στοχασμός του αφήνει να διαγραφούν οι αρετές της τέχνης του, που είναι η αμεσότητα και η ανθρωπιά.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΡΜΑΤΣΟΥΡΗΣ, «Αλίκμητα», Πειραιάς 2008 (ποίηση).  Περίοδος Β΄, τχ. 15/1,2, 3,2008, χρ. 42ος, τόμ. 10ος, σ.32

     Γνωστός ποιητής και διανοούμενος με δραστηριότητα στον πειραϊκό πνευματικό χώρο ο καπετάν Λευτέρης Μαρματσούρης μας αιφνιδίασε ευχάριστα με την ποιητική συλλογή του «Αλίκμητα» που κυκλοφορήθηκε αυτές τις μέρες στον Πειραιά.

     Πρόκειται για μια συλλογή με επιλεκτικές θεματολογικές ιδιαιτερότητες που σκιαγραφούν τις ιερές πνευματικές αναζητήσεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζεται, σκέφτεται και «αναπνέει» ελληνικά (!...) στον χωρόχρονο.

     Τα «Αλίκμητα» χωρίζονται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα «Ταξίδια στον χώρο», που σηματοδοτούν τη μία από τις συνισταμένες της εμπνευσής του, που ‘ναι οι εμπειρίες του από την πλοιαρχική του θητεία. Στο δεύτερο μέρος υπάρχουν τα ‘Ταξίδια στον χρόνο», ο άλλος πυλώνας έμπνευσης του κ. Α.Μ. για την οποία, ο ποιητής διαθέτει μια «βιωματική μάθηση», μια μάθηση που ξεπερνάει την απλή γνώση και που προσεγγίζει τον αληθινό ιστορικό πυρήνα των γεγονότων, των μύθων, των δοξασιών που συνιστούν τον χρόνο.

     Τα εκφραστικά του μέσα είναι λιτά, ο στίχος του περίτεχνα απέριττος, ενώ η ποίησή του, στις έμμετρες εκδοχές της, φανερώνει τη στιχουργική του δεξιοτεχνία. Ο στοχασμός του υπερέχει ίσως σε πολλές από τις ποιητικές του δημιουργίες, κάνοντας τον λόγο του μεστό, προσπελάσιμο και φορέα της σοφίας των εμπειριών του.

     Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, ο καπετάν Λευτέρης με την πρόσφατη ποιητική του κατάθεση «νοτίζει» τον στερεοτυπικά αποξηραμένο-στις μέρες μας-κόσμο των ιδεών.

ΛΟΥΚΑΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ, «Λυρικές Φωνές», Πειραιάς 1976, (ποίηση).τχ. 24/Άνοιξη 1977, χρ. ΙΓ΄, τόμ. Δ΄, σ. 164

     Ο Λουκάς Μουζάκης είναι από τις λίγες παραδοσιακές φωνές του τόπου μας, που διατηρούν ανόθευτο το «χρώμα» τους. Η ποίησή του μπορεί ν’ ακούγεται σήμερα σαν μιά μελωδία απόμακρη και παράταιρη στους ηλεκτρονικούς ήχους της εποχής μας μά είναι βαθύτατα ειλικρινής-γεμάτη ρομαντισμό, ρέμβη και ανθρώπινες προεκτάσεις. Χωρίς θριαμβικούς τόνους, χαμηλόφωνη, θαρρείς πώς ακούγεται ψιθυριστά. Αν και από την πρώτη ματιά η ποίηση αυτή φαίνεται απαισιόδοξη, στο βάθος της είναι αξιόπρεπα παραπονεμένη. Ο Λ.Μ. είναι πληθωρικά ευαίσθητος και η ευαισθησία του αποτελεί τη συνισταμένη της βαθιάς προσήλωσής του στα ανθρώπινα ιδανικά και της ποιητικής του αγνότητας. Η έμπνευσή του ξεκινάει-όπως είχε παρατηρήσει κι ο αλησμόνητος Χρ. Λεβάντας-από τις γνησιότερες πηγές του λόγου. Και στις λυρικές του ασκήσεις είναι φανερή η προσπάθεια για τη στιχουργική τελειότητα…

      Στην αναζήτηση της αξίας, στη βίωση της τιμιότητας «γυμνάζεται» τριάντα τόσα χρόνια ο ποιητής. Και θα εξακολουθήσει να γυμνάζεται «όσο θα τρεμοσβήνουνε στον ουρανό τ’ αστέρια…»  

ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ, «Διηγήματα-Χριστουγεννιάτικα-Πρωτοχρονιάτικα-Πασχαλινά», εκδ. «Φιλολογική Στέγη Πειραιώς» 1979, τχ. 27/Καλοκαίρι 1980, χρ. ΙΕ΄, τόμ. Δ΄, σ. 413

     Φορέας πλούσιων ανθρωπιστικών μηνυμάτων ο Β. Μ. σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος επραγματοποίησε-μετά από τόσα χρόνια καταξιωμένης θητείας στην τέχνη-την πρώτη του έκδοση. Πρόκειται για μιά συλλογή διηγημάτων, που αφορούν περισσότερο σ’ επιτυχημένες  αισθητικές ασκήσεις στους χώρους της ηθογραφίας, όπως διαμορφώνεται στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Κρήτη.

     Μύθοι πλασμένοι μέσα στη διάρκεια της ομορφιάς ή στην αβεβαιότητα του σύγχρονου κόσμου, ποτισμένοι με την αισιοδοξία της Χριστιανικής Ιδέας, που πρυτανεύει μεγαλόπρεπη στο έργο του.

     Ο Β.Μ. θέλει να ονομάζεται Χριστιανός συγγραφέας και είναι, αν κρίνει κανείς την πηγαία του πίστη και τη γαληνεμένη καρτερία του στο υπαρξιακό πρόβλημα και στις μεταφυσικές του διαστάσεις.

      Στα διηγήματά του δεν κηρύττει’ προσεύχεται με τα δικά του εκφραστικά σχήματα, που τα διακρίνει επάρκεια λιτού ύφους και άνεση.

        Κάτω από τις λέξεις του κρύβεται μιά πλούσια ποικιλία εμπειριών, μιά βιωματική διαδρομή ανάμεσα σε πολέμους και σε ελπίδες, μιά πίκρα για τις χαμένες ευκαιρίες εξιλέωσης, μιάν ανεξάντλητη αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή.

      Με ουσιαστική δράση στον πνευματικό χώρο και σημαντική προσφορά στον Πειραϊκό περίγυρο, καταγράφει την ευαισθησία του με μια στερεωμένη έκφραση, πάσχει μ’ ό,τι το ανθρώπινο, στολίζοντας έτσι την ασφυκτική ατμόσφαιρα των σύγχρονων καιρών.

ΦΑΝΗΣ ΜΟΥΛΙΟΣ,  «Ευδαίμονες», εκδ. «Γνώσεις», (πεζογραφήματα), τχ. 30/12,1983, χρ.18ος, τόμ. Ε΄, σ. 160

      Είναι φανερή η προσπάθεια του Φάνη Μούλιου μ’ αυτό του το βιβλίο να διαμορφώσει ένα προσωπικό αφηγηματικό σχήμα, αυτό που θα τον διαφοροποιήσει σαν πεζογράφο. Στην προσπάθειά του αυτή ο Φ. Μ. φαίνεται να αγγίζει την επιτυχία αν κρίνει κανείς ότι στους «Ευδαίμονες» υπερέχει μιά σταθερή εκφραστική γραμμή, χωρίς ποιοτικές ανισότητες, πράγμα που δείχνει πώς κάπου εδώ τελειώνουν οι ασκήσεις και στερεώνεται ο προσωπικός λόγος. Ασφαλώς υπάρχουν ακόμη και κάποια ατελή στοιχεία, ξεκινώντας απ’ την έλλειψη της αφαίρεσης, που δημιουργεί στη διαδρομή των μύθων την κόπωση και καταλήγοντας στο σημείο των πότε-πότε εξαντλητικά μεγάλων προτάσεων. Τα θέματά του είναι σύγχρονα, βγαλμένα μέσα απ’ τους πολυποίκιλους «παραλογισμούς» του κόσμου μας, στους οποίους ο Φ.Μ. εισέρχεται διεισδυτικά για να αφηγηθεί και να διαμαρτυρηθεί μ’ έναν λανθάνοντα σαρκασμό κάτω απ’ τις λέξεις του, που ‘ναι επιλεγμένες από ένα δικό του λεξιλόγιο.

 ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΠΑΦΟΥΝΗ-ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΙΟΣ, «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια», έκδοση Ι.Μ. Τ. Ι.Ι.Ε., Πειραιάς 2005, (μελέτημα). Περίοδος Β΄, τχ. 5/ 7,8,9,2005, χρ. 40ος, τόμ. Η΄, σ. 267-268

     Η Ιστορική έρευνα των τοπικών κοινωνιών είναι αναμφισβήτητα πολύτιμη γιατί αναδεικνύει την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα ενός τόπου. Μέσα από τις απόπειρες καταγραφής της ιστορικής τους πορείας διαγράφεται επιτυχώς ο τρόπος αφομοίωσης των κορυφαίων ιστορικών γεγονότων-που σημάδεψαν ολόκληρη τη χώρα, από τις τοπικές κοινωνίες. Ακόμα διαφαίνεται το «μπόλιασμα» τω κορυφαίων γεγονότων από τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες που παρήχθησαν και παράγονται από τις επιμέρους κοινωνίες.

     Ο φιλίστωρ με τη διεισδυτική του ματιά θα διακρίνει τις αντανακλάσεις της «κεντρικής» ιστορίας στον «μικρόκοσμο» μιας συνοικιακής περιοχής. Εκεί «άνθρωποι και τόποι» αλληλοσφραγίζονται για να εκφραστεί η ιδιοσύστατη συλλογική συνείδηση, η οποία και στην ουσία καταγράφεται για να διασωθεί!... Μ’ αυτή την πεποίθηση η Ευαγγελία Μπαφούνη και ο Νίκος Μέλιος, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του «Ινστιτούτου Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και Ιστορίας των Επιχειρήσεων», κυκλοφόρησαν το καλαίσθητο βιβλίο «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια» με το οποίο ασχολούνται με την έρευνα της ιστορικής εξέλιξης των πολύπαθων Καμινίων. Μια συστηματική συγγραφή- απόδειξη στέρεης επιστημοσύνης-που έχει γίνει με αγάπη μέσα από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό με επιλογές καίριες, ώστε να αποκαλύπτεται αβίαστα το όποιου μεγέθους ιστορικό ζητούμενο.

     Η συνθετική «χαρτογράφηση» των Καμινίων είναι προφανές, ότι με το βιβλίο αυτό, δεν επιδιώκεται, αλλά η επιμελημένη σπονδυλωτή και με ιστορική τάξη χρονολογική παράθεση των συμβάντων επιτυγχάνεται. ‘Ετσι δημιουργείται η αντίληψη στον αναγνώστη μιας ιστορικής σύνθεσης που λειτουργεί «υποδορίως» και με «λανθάνοντα» τρόπο.

     Το βιβλίο αυτό αδικείται αν ενταχθεί στην κατηγορία των βιβλίων «ειδικού ενδιαφέροντος» δεδομένου ότι το βεληνεκές του εκτείνεται πέρα από τα όρια του περιορισμένου τοπικισμού.

     Η όλη προσπάθεια είναι εμπλουτισμένη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, όπου απεικονίζεται ανάγλυφα το κλίμα άλλων  εποχών. Σημαντική είναι και η εικαστική συμμετοχή της κας Ελένης Γράτσου για το επιτυχές αυτό πόνημα.

ΤΟΥΛΑ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΟΥ-ΜΠΟΥΤΟΥ, «Χάι-Κου», έκδοση Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε., Πειραιάς 2006 (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ. 7/1,2,3,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ.46-47

      Η κ. Τούλα Μπούτου είναι γνωστή για το πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο της και την εν γένει δημιουργική δράση της στον πολιτιστικό-πειραϊκό κυρίως-στίβο. Πρόκειται για μια διακρατική παρουσία στον χώρο των γραμμάτων, της οποίας η λογοτεχνική συγκομιδή αριθμεί 17 βιβλία και αρκετές τιμητικές διακρίσεις.

     Στην τελευταία ποιητική συλλογή της που κυκλοφορήθηκε από το Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε. με τίτλο «Χάϊ Κου», συμπυκνώνεται ίσως ο πλούτος του λυρικού της εύρους στα ολιγόστιχα της άρτιας στιχουργικής τεχνικής χάϊ κου.

     Με την καινούργια, λοιπόν, λογοτεχνική προσφορά της η ποιήτρια μας δίνει την εντύπωση ότι μεταθέτει την ανθρώπινη αναζήτησή της, σε επίπεδα, όπου οι ποιητικοί της κώδικες είναι περίτεχνοι και η δημιουργία τους χρειάζεται στιχουργικό οίστρο και εμβριθή και πολύπλευρη ψηλάφιση του ποιητικού αισθήματος και του ανθρώπινου βιώματος. Μέσα απ’ αυτή την προσπάθεια παράγει η κ. Τ.Μ. το ποιητικό γεγονός το ολιγόστιχο-το πολύ-αισθητικό προϊόν που αναπέμπει μουσική και που οι λέξεις εμφυτεύουν αναίμακτα φορτίσεως στην ψυχή, παλμούς έντονους στην καρδιά και λάμψεις στα μάτια.

     Αυτό το επιτυγχάνει γιατί με τα χάϊ κου επιχειρεί να μας μεταφέρει μέσα σε τρείς στίχους μια πληρότητα, που όσο κι αν μοιάζει με μια εγκάρδια χειραψία, είναι κάτι παραπάνω…, είναι ένα αποτύπωμα εύγλωττο στα πρόσωπά μας.

     Αν και όλο το τυπογραφικά άψογο αυτό βιβλίο, που κοσμείται και από τα σχέδια της Ελένης Γράτσου, διατηρεί μια ενιαία λυρική αίσθηση, χωρίζεται σε τέσσερις  επιμέρους ενότητες: Της ζωής, του έρωτα, της αγάπης, της φυγής.

     Την κάθε ενότητα την διακρίνει διαφορετικός βαθμός συγκινησιακής φόρτισης και λυρικής έντασης, ο οποίος ίσως κορυφώνεται στην τέταρτη ενότητα που περιλαμβάνονται τα «τραγούδια» της φυγής.

     Έχουμε την εντύπωση ότι μ’ αυτό το πόνημα η κ. Τούλα Μπούτου κατακτά επάξια ένα ακόμη αναβαθμό στην κλίμακα της ποιητικής ωριμότητας.

ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΕΔΑΚΗ-ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ, «Μικρές Ιστορίες για μετά τα καλοκαίρια». εκδ. Έσοπτρον -Κοράλλι-Αθήνα 2008, (πεζό). Περίοδος Β΄, τχ.18/10,11,12,2008, χρ. 43ος, τόμ. 10ος, σ.180

     Μια πεζογραφική δοκιμή της φιλολόγου κ. Άννας Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου αρκεί για να την εντάξει στον χώρο της δόκιμης πεζογραφίας και να την συμπεριλάβει στους ευαίσθητους λογοτέχνες της χώρας μας. Ο λόγος λοιπόν για το βιβλίο της «Μικρές ιστορίες για μετά τα καλοκαίρια» που κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις «Έσοπτρον-Κοράλλι» και συμπεριλαμβάνει πεζογραφήματα δομημένα πάνω στον προσωπικό της καμβά και στην ιδιοτυπία του λόγου της.

     Οι δομές της στέρεες και οι περιγραφές της, που διαθέτουν ίσως μια ελκυστική σχολαστικότητα, γίνονται εύκολα οικείες στον αναγνώστη, στον οποίο ξεδιπλώνει η συγγραφέας μια πλούσια συναισθηματική υποδομή, πού πρέπει να είναι και το ουσιώδες χαρακτηριστικό που «προσάπτει» στους ήρωές της.

     Ο μύθος της παράγει εύγλωττες εικόνες με αυτοβιογραφικά μάλλον ψιμύθια που δίνουν ιδιαιτερότητα στη ροή της αφήγησής της.

     Η κ. Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου έχουμε την πεποίθηση ότι θα συνεχίσει να γράφει γιατί τα κείμενά της σίγουρα θα πλουτίσουν τα λογοτεχνικά μας δεδομένα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ,  «Μονομαχία με τη σιωπή», εκδ. «Δωδέκατη Ώρα» 1983, (ποιήματα) τχ. 30/12,1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 159

      Με τη λιτή του γραφή και τη στέρεη στοχαστική αναζήτηση ο Γιώργος Παπούλιας δηλώνει συμμετοχή στα βιώματα των καιρών μας. Η δομή των ποιημάτων του έχει έναν προσωπικό σχεδιασμό, αρκετά ευρηματικό. Η ποίησή του είναι μιά προσπάθεια για προσεγγίσεις στην πεμπτουσία, της ζωής. Και για μας, πέρα απ’ τις φιλοσοφικές ακροβασίες της εποχής, η μόνη ουσιαστική προσέγγιση στη ζωή, είναι… η ίδια η ποίηση…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΣΤΙΚΟΣ, «Τα υφαντά της νύχτας» (Στον αστερισμό της Κόνισκας)», εκδ. Δωδώνη 2005 (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ. 8/4,5,6,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ. 95

     Η ποίηση του Δημήτρη Πιστικού, έτσι όπως καταγράφεται στο βιβλίο του «Τα υφαντά της νύχτας» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωδώνη το 2006, φέρνει ίσως το προσωπικό λυρικό του στίγμα.

     Ο ποιητής με δεδομένο το πλούσιο ποιητικό του φορτίο «περιφέρεται» στον αστερισμό της Κόνισκας, ενός μικρού ορεινού χωριού, όπου συνηθίζει να περνάει τα καλοκαίρια του και να αφουγκράζεται ήχους, που στα τραγούδια του μετατρέπονται σε μια ιδιότυπη μελωδία ιδιαίτερα αισθητή, γεμάτη εικόνες και σχήματα-προϊόντα μιας ποιητικής ιδιοσυγκρασίας που αποδίδεται με ευρηματικότητα και δεξιοτεχνία.

     Ο Δημήτρης Πιστικός είναι ένας ποιητής που το λυρικό του αποτύπωμα είναι σύμφυτο στην ποιητική του δομή και «οργανικό» στοιχείο του στίχου του. Έτσι ο λυρικός του κόσμος- χωρίς τα χαρακτηριστικά του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού-είναι στέρεος και μόνιμα προσανατολισμένος στη διακριτή αισθητική αναζήτηση.

     Το αίσθημά του ποικιλόχρωμο και «προστατευόμενο» προξενεί τις περισσότερες φορές την έκπληξη αλλά και τη γαλήνη! Περιδιαβαίνοντας τον στίχο του είναι εύκολο να «παρασυρθείς» από το αχνό ερωτικό του κλίμα και να ταξιδέψεις σε τόπους που υφαίνεται –όπως προαναφέραμε-περίτεχνα η ποιητική του εικόνα-και να ανιχνεύσεις τον ευαίσθητο λυρικό του λόγο.

ΧΑΡΑ ΡΙΖΟΥ, «Ξεφυλλίσματα», Πειραιάς 2008, (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ.15/1,2,3,2008, χρ. 42ος, τόμ. 10ος, σ.32

     Ποιήματα έμμετρα, μελωδικά που τα χαρακτηρίζει η λιτή εκφραστικότητα και η στιχουργική δεξιοτεχνία περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή της κ. Χαράς Ρίζου που κυκλοφορήθηκε στον Πειραιά το 2008.

     Η κ. Χαρά Ρίζου με τις περίτεχνες στιχουργικές της απόπειρες, επιστρέφει στις «εξ ορισμού» παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, διατηρώντας τη λυρική τους αρτιότητα.

     Η συλλογή της χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: στα κοινωνικά-υπαρξιακά, στα οικογενειακά, στα τοπολατρικά και τα ερωτικά. Τυπολογία που σηματοδοτεί τον πλούσιο κόσμο της, έναν απλό ανθρώπινο κόσμο, τον οποίο η ποιήτριά μας εκτός του ότι τον σέβεται, τον τραγουδάει και επάξια, ανιχνεύει το φως του και δικαιώνεται.

ΧΑΡΑ ΡΙΖΟΥ, «Αριθμοποιηματάκια», εκδ. Φλαούνας-Αθήνα 2009 (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ. 18/ 10,11,12,2008, χρ. 43ος, τόμ. 10ος, σ.181

     Η ευρηματική δημιουργία, η προσωπική καλλιέργεια, το επιστημονικό ήθος και η διάθεση για προσφορά είναι τα στοιχεία που πλεονάζουν στην προσωπικότητα της διδάκτορος Φιλολογίας κ. Χαράς Ρίζου.

      Αυτά γίνονται εμφανή, όταν κανείς μελετήσει το τελευταίο της πόνημα, τα «Αριθμοποιηματάκια», όπου θα διαπιστώσει πως η κ. Χ.Ρ. συνθέτει την παιδαγωγική της ευαισθησία με την πηγαία ποιητική της έκφραση και την πλούσια εικαστική της αντίληψη. Έτσι με την επιτυχή συνδρομή του ζωγράφου κ. Γιώργου Παπαγεωργίου άνοιξε ίσως ένα παράθυρο στην αντικειμενικά δυσπρόσιτη μαθησιακή διαδικασία που αφορά μάλιστα σε παιδιά των πρώτων σχολικών εμπειριών.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Δέκα εμπιστευτικά διηγήματα κι ένα κοινό», Αθήνα, τχ. 30/12, 1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 160

     Στα διηγήματα του Γιάννη Σπανόπουλου αποθεώνεται η ελλειπτική γραφή’ διηγήματα γραμμένα σ’ ένα σύγχρονο στυλ, πού μέσα τους απηχούνται οι εντάσεις των καιρών και η οξύτητα της εποχής μας. Προτάσεις σύντομες, λιτές, διάλογοι μονολεκτικοί, με μιά εσωτερικότητα χαρακτηριστική, ένα γράψιμο που κρύβει μιά προδιάθεση πρόζας, που αν καλλιεργηθεί δίνει-σίγουρα-άξια θεατρικά αποτελέσματα. Στα θέματα της συλλογής το υπαρξιακό πρόβλημα, προσαρμοσμένο στην καθημερινότητα, ωμά, ρεαλιστικά δοσμένο, εμφανίζεται με την εσωτερική σύγκρουση των ηρώων ή αβγατίζεται κάτω από τη σιωπή, την υπομονή και την ελπίδα.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΟΓΙΑΣ, «Γαίας Φως», εκδ. Ιωλκός 2005, (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ. 7/1, 2, 3, 2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ.48

     Ο Μανώλης Τόγιας είναι ένας Πειραιώτης ποιητής, απ’ αυτούς που θα ενταχθούν στην επερχόμενη ποιητική ομάδα «κρούσης» που θα «κυριαρχήσει» ίσως στον πειραϊκό χώρο και όχι μόνο.

      Η πρώτη ποιητική του συλλογή η «Γαίας Φως», που κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις «Ιωλκός» το 2005 περιλαμβάνει ποιήματα με μια ενότητα ύφους και με εμφανή την «επιδίωξη» τους να κατακτήσουν τη λυρική πληρότητα.

     Μέσα στους στίχους του αναδεικνύονται εικόνες, που απεικονίζουν το περίσσευμα της ευαισθησίας, όπως αναφέρει και στον πρόλογο της συλλογής ο λογοτέχνης Χρίστος Αδαμόπουλος.

     Η ποίησή του έχει μια πληθωρικότητα και οι λέξεις του εκφράζουν μια ανθρώπινη αναζήτηση και μιά υπαρξιακή αγωνία, έκδηλη της ποιητικής ατμόσφαιράς του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΡΟΥΣΗΣ, «Ο ουρανός συνεχίζεται», εκδ. περιοδικό «Λιμάνι»-Πειραιάς 2006 (ποίηση). Περίοδος Β΄, τχ. 8/4,5,6,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ.95-96

      Η ποίηση του Δημήτρη Φερούση είναι μια ήπια λυρική ροή που αναβλύζει ίσως την επουράνια τάξη… Η ποιητική του μελωδία υφέρπει-δεν κραυγάζει-κάτω από τις επιλεγμένες λέξεις του.

     Στο όλο κλίμα του εμπεριέχεται μια ευσέβεια και οι ποιητικοί παλμοί του γίνονται ιδιαίτερα αισθητοί χωρίς να θορυβούν. Στα ποιήματά του η εκφραστική του πορεία έχει συνήθως μια «ανέλπιστη» εξέλιξη. Ο Δ. Φ. , λοιπόν, δεν επιδιώκει την έκπληξη. Αυτή υπάρχει μάλλον στην ποιητική δομή του από την οποία διαφαίνεται η τεχνικά άρτια διαχείριση των λέξεων.

     Το όλο κλίμα του νοσταλγικό και απολογητικό ίσως, είναι έντονα χρωματισμένο με την ένθεη-νομίζω-συνείδησή του. Αυτή η ποιητική του κατάθεση, καρπός μιας εκφραστικής και όχι μόνο ωριμότητας, μας δηλώνει μια κατάφαση για τη ζωή, τον έρωτα και την προσδοκία του… επέκεινα.

     Ο ποιητής «μάστορας» του λόγου, δόκιμος συγγραφέας, με τη συλλογή του αυτή, επιβεβαιώνει το βαρύτιμο αίσθημα που αναδεικνύει την ανθρωπιά του.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΦΥΤΡΑΣ, «Ο συγγραφέας», εκδ. ΑΩ-Αθήνα 2010, (δοκίμιο). Περίοδος Β΄, τχ.24 / 4,5,6, 2010, χρ. 45ος, τόμ.11ος, σ. 59

     Πολλές φορές, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο θεματικά δύσκολο, δεν αξιολογούμε το αποτέλεσμα αλλά την τόλμη του συγγραφέα που καταπιάστηκε μ’ ένα τόσο δύσκολο και «απέραντο» θέμα. Έτσι λοιπόν ο γνωστός συγγραφέας και λογοτέχνης κ. Λευτέρης Φύτρας αποπειράθηκε να δοκιμαστεί στη δοκιμιακή γραφή, αναλώνοντας τα συγγραφικά του πυρομαχικά στην ανάλυση και στην αναγκαία σύνθεση του συγγραφικού φαινομένου. Προσέγγισε με λίγα λόγια τη συγγραφική προέλευση και λειτουργία με αναλυτική διάθεση για να αναδείξει τα συνήθως κύρια χαρακτηριστικά του συγγραφέα, την ψυχοδομή και την ιδιότυπη συναισθηματική φόρτιση που τον «ξεχωρίζουν».

     Δεν είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε άποψη, αν σ’ αυτούς τους καίριους προβληματισμούς που απασχολούν και τον ίδιο, απαντά ο κ. Λευτέρης Φύτρας. Αρκεί το γεγονός ότι διαβάζοντας το κείμενό του προβληματιστήκαμε κι εμείς γόνιμα. Άλλωστε το δοκίμιο δεν είναι μόνο λογοτέχνημα, που ως τέτοιο ο κ. Φύτρας το αντιμετωπίζει σχεδόν άριστα. Το δοκίμιο έχει επιστημονική υφή και ο δοκιμιακός λόγος έχει τη δομή της μαθηματικής παράστασης που απαιτεί την ‘αυστηρότητα» της λογικής συνεπαγωγής. Οι χαλαρές διατυπώσεις της μορφής «το ύφος είναι η «αύρα» του γραπτού λόγου…» ίσως είναι (μεταφυσικά) ευρηματικές, αλλά πάντως δεν μας εξηγούν τι είναι το ύφος, για το οποίο λεξικά λογοτεχνικών όρων έχουν αφιερώσει σελίδες. Αξιέπαινη η προσπάθεια, αν δεν είχε τον υπότιτλο του δοκιμίου, αλλά των εμπειριών του καθόλα αξιόλογου συγγραφέα.

ΓΙΑΝΝΗ Ε. ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ, «Χρήστος Λεβάντας, ο συγγραφέας και ο άνθρωπος» (Ανάτυπο από το τεύχος Νο 32 της «Φιλολογικής Στέγης» με συμπληρώσεις και προσθήκες», Πειραιάς 1985 (σχ. 17Χ24, σελ. 40), τχ. 34/10,11,12,1985, χρ.20ος, τόμ. Ε΄, σ. 378

     Κύρια επιδίωξη κάθε αυθεντικής δημιουργικής προσπάθειας είναι η σύναψη μιάς ουσιαστικής σχέσης με τη ζωή. Αν ιχνηλατήσει κανείς πορείες δημιουργών σίγουρα θα εντοπίσει «τοποθεσίες μεστής ζωής», γεμάτες καίριες καταθέσεις ψυχής απαιτητικές σε συνέπεια και εύθραυστες σε κάθε αβασάνιστη συναγωγή καλών ή κακών συμπερασμάτων.

     Ο Γιάννης Χατζημανωλάκης, ασχολούμενος σ’ αυτό του τα μελέτημα με το Χρ. Λεβάντα κατορθώνει να ξεπεράσει την «τυπική» αυτή ιχνηλασία του έργου και της προσωπικότητας ενός δημιουργού και να επιδοθεί σ’ ένα ψηλάφισμα, που μπορεί να μην εξαντλείται από την φύση του, όμως μας κρατάει μακριά από τις παγίδες των όποιων αφορισμών γύρω από τις καθοριστικές πτυχές του ανθρώπου και του δημιουργού. Η όλη προσέγγιση του μελετητή έχει δύο άξονες αναφοράς, το συγγραφέα και τον άνθρωπο Χρ. Λεβάντα. Και για το Γ.Χ. βαραίνουν ισότιμα και οι δύο αυτοί άξονες, των οποίων δέχεται τη συνύπαρξη και τη συλλειτουργία.

      Ο Χρήστος Λεβάντας υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις προσωπικότητες της πειραϊκής πνευματικής ζωής. Κυρίως ασχολούμενος με το διήγημα και περιστασιακά μ’ άλλα είδη του λόγου-εκτός βέβαια της δημοσιογραφίας πού ήταν η πηγή του βιοπορισμού του-μπορεί να ενταχθεί στο σχολή του Δ. Βουτυρά, την τεχνοτροπία της οποίας καλλιέργησε και προώθησε, δίνοντάς μας μιά αξιόλογη γραφή στο χώρο του κοινωνικού διηγήματος, σφραγισμένη απόνα ιδιότυπο, γλωσσικό γνώρισμα. Η προσφορά του γενικά στην πειραϊκή πνευματική ζωή αλλά και στη ζωή του ευρύτερου ελλαδικού χώρου τον καταξιώνουν δίχως άλλο και του δίνουν μια θέση στα νεοελληνικά Γράμματα.

     Η προσπάθεια του Γ.Χ. που με το συγκροτημένο λόγο του, τη διεισδυτική ματιά του, τη μεθοδικότητα και πάνω απ’ όλα τη συνθετική του δεινότητα, έρχεται να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά ότι μέσα στα πλαίσια ενός αφιερώματος-μελετήματος πρέπει να τηρούνται τα μέτρα-και τηρούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση-έτσι ώστε να ‘χει τα ποθούμενα αποτελέσματα και να μην εκτρέπεται σε ανεδαφικούς ρητορισμούς και υπερβολές. Θα ήταν παράλειψη, στο σημείο αυτό, δεν αναφερθούν μερικές από τις «πρακτικές» αρετές του μελετήματος, όπως είναι η εργογραφία, το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, οι χρονολογικοί πίνακες, το ανθολόγιο και άλλα στοιχεία, που ανοίγουν ανεμπόδιστα τις θύρες σε κάθε αμύητο στο έργο του Χρ. Λεβάντα.

ΧΑΡΗΣ ΧΡΟΝΗΣ, «Επί Χάρτου», Πειραιάς 1986, (σχ. 17Χ24, σελ. 64) (ποιήματα), τχ. 36/ Καλοκαίρι 1986, χρ. 21ος, τόμ. Ε΄, σ.475-476

     Η αυστηρή προσήλωση της ποίησης σε κάποιους αισθητικούς κανόνες της έδιναν μια στατικότητα, την περιόριζαν-αν δεν την εξαντλούσαν θεματολογικά-και τη μετέθεταν σε μια μονοδιάστατη «καλολογία».

     Βέβαια όλοι αυτοί οι αφορισμοί μπορούν να θεωρηθούν σήμερα ανυπόστατοι αν σκεφτεί κανείς ότι η ποίηση στη διάρκεια του χρόνου έχει την αυθυπαρξία της, τη δική της νομοτέλεια, τους δικούς της κώδικες, διαθέσιμους για όποιον θέλει να την προσεγγίσει είτε σαν πομπός είτε σαν δέκτης. Θ’ αποφύγω να παρασυρθώ σ’ άλλες σχετικές σκέψεις έστω και αν «ηθικός αυτουργός» όλων αυτών των προβληματισμών μου είναι ο γνωστός Πειραιώτης ποιητής Χάρης Χρόνης, δόκιμος και γνωστός από τη μέχρι τώρα προσφορά του στα γράμματα-και ιδιαίτερα στην ποίηση. Αν θα’ θελε κανείς να προσεγγίσει την καινούργια του δουλειά, την ποιητική του συλλογή «Επί Χάρτου…» θα ‘πρεπε να προσανατολισθεί σε δύο κύριους άξονες αναφοράς. Τον πρώτο, αυτό που στηρίζει την εκφραστική του ιδιοτυπία και το δεύτερο, τη θεματολογία του. Βέβαια ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι στεγανοποιημένος, η εκφραστική ιδιοτυπία του καθορίζεται και καθορίζει την ποιητική του ύλη. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο ποιητής εκφράζεται ευρηματικά, ξεφεύγοντας από τις καθιερωμένες φόρμες και καταγράφει τα ερεθίσματά του με μια συμβολικά απλή γραφή που κάπου μας αιφνιδιάζει, αφήνοντάς μας περιθώρια να διακρίνουμε την καθαρά προσωπική ποιητική του δεξιοτεχνία.

     Επιλέγει τις λέξεις του με μια ελευθερία, τονίζοντάς τους την ποιητική τους διάσταση και επιβεβαιώνοντας έτσι τη σύγχρονη αντίληψη ότι οι λέξεις σταμάτησαν να χωρίζονται πλέον σε ποιητικές και μη. Η αρχιτεκτονική του στίχου του έχει μια στέρεη δομή, αυτή που ακολουθείται και συνολικά στο ποίημα.

     Είναι όλα αυτά τα «τεχνικά» χαρακτηριστικά ικανά για να σηματοδοτήσουν το ποίημα; Είναι πάντοτε η ελευθερία στην επιλογή των λέξεων, ο αιφνιδιασμός της ευρηματικής γραφής, η δεξιοτεχνία στη δομή του στίχου αρκετά για να στοιχειοθετήσουν το ποίημα; Όχι, το καθοριστικό είναι η ποιητική φόρτιση, αυτή που διαπερνά το στίχο, μεταγγίζοντάς μας το αίσθημα, την ευαισθησία, τη μουσικότητα-που μπορεί να ‘ναι και λανθάνουσα-και γενικά μεταθέτοντάς μας στην ατμόσφαιρα του ποιητή.

     Στην περίπτωση του Χάρη Χρόνη έχουμε δίχως άλλο ένα γνήσιο ποιητικό παλμό, η φωνή του είναι αυθεντική, απροσποίητη και πάνω απ’ όλα προσπελάσιμη, έχουμε να κάνουμε με μια βιωματική γραφή που δεν απαιτεί «κουραστικές» αναγνώσεις, ούτε μετέρχεται κραυγαλέες εκφράσεις. Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση που «εμφιλοχωρεί» στην καθημερινότητα, χωρίς να διστάζει «να πάρει ύψος» όταν το ποιητικό περιβάλλον-που έχει δημιουργηθεί-το επιτρέπει. Άρα, λοιπόν, στο στίχο του Χάρη Χρόνη εγκατοικεί μια ποίηση τόσο λεπταίσθητη, όσο και πηγαία, σύγκαιρα με την προχωρημένη «τεχνική» του.

      Θα ‘ταν παράλειψη αν δεν τονίζαμε την ιδιαίτερη ικανότητα του ποιητή στην αποσπασματική γραφή, στο στίχο που ναι προορισμένος να μείνει, να διατηρήσει τη λυρική αυτοδυναμία του και τη μακροβιότητά του. Ο Χάρης Χρόνης με το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο του «Επί Χάρτου…’ νομίζω ότι δικαιώνεται σαν ένας ποιητής ουσίας.

ΚΥΠΡΟΣ  ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ, «Το φώς δεν χάνεται από την Κύπρο», έκδοση «Πνευματικής Κύπρου»-Λευκωσία 1979 (ποίηση). – «Αντιποιήματα πάνω σε υφασματογραφίες», Έκδοση Δήμου Λευκωσίας 1981., τχ. 29/Φθινόπωρο 1982, χρ. 17ος, τόμ. Ε΄, σ.66.

     Η σύγχρονη Κυπριακή λογοτεχνία έχει να παρουσιάσει αξιόλογες, δημιουργίες και καταξιωμένους δημιουργούς. Στο πανέμορφο «νησί της Αφροδίτης», πού, τα τελευταία χρόνια, η φυσιογνωμία του αλλοιώθηκε από την τραγικότητα των συγκυριών, με την υποδούλωση ενός μεγάλου μέρους του στο βάρβαρο εισβολέα, η πνευματική παραγωγή και προσφορά έχει δικαιώσει τις απόπειρες και τις αναζητήσεις των Κυπρίων λογοτεχνών.

     Ένας από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς της σύγχρονης Κύπρου είναι και ο ποιητής κ. Κύπρος Χρυσάνθης. Η παρουσία του στη λογοτεχνία του τόπου του έχει καταξιωθεί και από την ποιότητα της προσφοράς του και από την συνέπειά του.

     Οι ποιητικές επιδόσεις του ενέχουν τα στοιχεία της λυρικής ωριμότητας και μιάς παν- ανθρώπινης αντίληψης της ζωής. Οι εμπειρίες του, επηρεασμένες από το ιδιαίτερο ιστορικό κλίμα του τόπου του, καταγράφονται με τη δική του αισθητική αντίληψη. Γι’ αυτό ο λόγος του διατηρεί την ιδιαιτερότητά του, σ’ όλη την έκταση των στίχων του και ο στοχασμός του ισορροπεί απόλυτα με τα απέριττα εκφραστικά του μέσα.

     Οι εικόνες του, ευρηματικές, εναλλάσσονται μέσα στο ποίημα χωρίς να διαταράσσουν τη συνοχή του, έτσι ώστε το ύφος του να διατηρεί την ενότητά του και η αποκάλυψη του ποιητικού του ήθους να πραγματώνεται τόσο αβίαστα μπορεί κανείς να αποκωδικοποιήσει τη συμβολική του και να αναλύσει τις μορφές του.

      Μέσα στα πλαίσια της πολυσήμαντης προσφοράς του κ. Κύπρου Χρυσάνθη εντάσσονται  και τα έργα του «Το φώς δεν χάνεται από την Κύπρο» και «Αντιποιήματα πάνω σε υφασματογραφίες».

ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ, «Η ευτυχία της Γής», έκδ. Κύπρος-Λευκωσία 1983 (ποίηση), τχ. 30/ 12, 1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ.159

     Ο γνωστός σ’ όλους μας Κύπριος ποιητής συνεχίζει ακούραστος τη λυρική παραγωγή του μ’ έναν ακόμη ποιητικό του βιβλίο. Οι στίχοι του μαστορικά δεμένοι, με μιά αρμονική μουσικότητα, φέρνουν το βάρος της πίκρας και σύγκαιρα της σύγχυσης των καιρών μας. Ο ποιητής, σε πλήρη ωριμότητα, σηματοδοτεί μ’ ένα συνεπές ήθος τις συγκινήσεις που πηγαία και αβίαστα μας τις μεταγγίζει, κάνοντάς μας κοινωνούς της εκφραστικής του αρτιότητας.

ΑΛΕΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ, «Απολογισμός», Πειραιάς 1983, (ποίηση), τχ. 30/12, 1983, χρ. 18ος, τόμ. Ε΄, σ. 160

     Ένας λυρισμός διάχυτος από ανθρωπιά, μιά ποίηση γεμάτη πόνο για τα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής μας, μιά πνοή νόστου κι αισθήματος είναι ο «Απολογισμός» του Πειραιώτη ποιητή Αλέκου Χρυσοστομίδη.

     Μ’ ένα γαλήνιο στοχασμό, με στίχο ευθύ, λιτό, που στοχεύει άμεσα τα θέματά του, ο ποιητής αποκαθιστά μιά γνήσια επικοινωνία με το περιβάλλον του και κατορθώνει, μέσα από την προσωπική του αναζήτηση, να φωτίσει πολύπλευρα τη γραφή του.

Ο Πειραιάς και το Ρεμπέτικο τραγούδι» (Ημερολόγιο 2006), έκδοση «Το Λιμάνι της Αγωνίας», Πειραιάς. Περίοδος Β΄, τχ. 7/1,2,3,2006, χρ. 41ος, τόμ. Θ΄, σ.47-48

      Η Δημοτική παράταξη της πόλης μας «Το Λιμάνι της Αγωνίας», όπως κάθε χρόνο, μας εντυπωσίασε και φέτος με την έκδοση του Ημερολογίου του 2006, που έχει σαν θέμα του τον Πειραιά και το ρεμπέτικο τραγούδι.

      Πρόκειται για μια έκδοση με τυπογραφική αρτιότητα, στην οποία αποθησαυρίζεται πλήθος πληροφοριακών στοιχείων με τη ρεμπέτικη μουσική, τους δημιουργούς της και τον Πειραιά.

      Το πλούσιο υλικό του Ημερολογίου και τα εμβριθή κείμενά του, είναι προσφορά του πειραιώτη μελετητή του ρεμπέτικου και συλλέκτη κ. Σπύρου Παπαϊωάννου, η δε επιμέλεια της έκδοσης οφείλεται στις κυρίες Έντζη Βενιέρη, Κατερίνα Μαυροειδή και Ελένη Σταματάκη.

       Το Ημερολόγιο είναι εμπλουτισμένο με πλήθος εύγλωττων φωτογραφιών, που «τεκμηριώνουν» σε κάποιο βαθμό το γεγονός ότι ο πειραϊκός χώρος αλλοτινών εποχών ήταν χώρος υποδοχής, φιλοξενίας και έμπνευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού.

     Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι μια περίτεχνη μουσική, που μαζί με τον ιδιότυπο στίχο απηχεί τις κατ’ εξοχήν παρακμιακές εκφάνσεις της ζωής. Μέσα απ’ αυτές τις μουσικές αποτυπώνονται οι ιστορικοκοινωνικές συνθήκες μιας εποχής που εικάζεται (;) ότι συνέδραμαν στη δημιουργία, ανάπτυξη και εκτέλεση αυτού του είδους.

     Μελετώντας κάποιος το Ημερολόγιο είναι αλήθεια ότι σχηματίζει μια συνολική αντίληψη για τη φυσιογνωμία αυτού του μουσικού είδους και για τη νοοτροπία και ιδιότυπη πρακτική των πολυτάλαντων δημιουργών του. Ήταν το ρεμπέτικο, το τραγούδι, που στοιχήθηκε απόλυτα στην «παραβατική» συμπεριφορά, άμεσα συνδεδεμένο με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, που αναπτύχθηκε κατά κανόνα στην προπολεμική περίοδο, έχοντας αναφορά τις «οριακές» περιφέρειες του Πειραιά. Αυτές φιλοξενούσαν ίσως τα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα, τη φτωχολογιά, τη στέρηση, τις εξουθενωτικές συνθήκες διαβίωσης που δημιουργούσαν μια κουλτούρα, ως έκφραση της απελπισίας και της απόρριψης από το «όνειρο». Αυτό εκφραζόταν με την άμεση, αυθεντική και αυτοσχέδια ρεμπέτικη μουσική, τη μουσική των πολύπαθων βιωμάτων.

     Μια παραγκωνισμένη μουσική που τραγούδησε τα πάθη μιας κοινωνικής ομάδας με τις δικές της νόρμες και λογικές. Είναι δε φυσικό-στις μέρες μας-όλο αυτό το υλικό να γίνει αντικείμενο κοινωνιολογικών και μουσικολογικών αναλύσεων αλλά και τρόπος διασκέδασης για τους σύγχρονους Νεοέλληνες.

     Η συμβολή του Ημερολογίου στα μουσικολογικά και πολιτιστικά πράγματα τόσο της πόλης μας όσο και της πατρίδας μας είναι σημαντική και πιστεύουμε ότι πέραν της πληροφόρησης που προσπορίζεται σχετικά ο κοινός αναγνώστης, αποτελεί και χρησιμότατη πηγή υλικού για κάθε επίδοξο μελετητή.

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΙΡΑΙΟΓΝΩΣΙΑ (24 συν 3 κείμενα για τον Βασίλη). Επιμέλεια-Ανθολόγηση: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος), εκδόσεις «Κιβωτός»-Πειραιάς 2008 (Ανθολόγιο). Περίοδος Β΄, τχ. 18/10,11,12,2008, χρ. 43ος, τόμ. 10ος, σ.180-181

      Μια συλλογή κειμένων καταξιωμένων συγγραφέων με αναφορές στον Πειραιά εκτός εμπορίου κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Κιβωτός, αφιέρωμα στη μνήμη του Βασίλη Σολωμού, του αδικοχαμένου γιου του Δημήτρη και της Βαγγελίτσας Σολωμού, ιδιοκτητών του γνωστού βιβλιοπωλείου «Κιβωτός», που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Ιακώβου Δραγάτση.

     Την επιμέλεια και την ανθολόγηση των κειμένων έκανε ο Γιώργος Μπαλούρδος, ο οποίος έγραψε έναν εκτενή πρόλογο-κείμενο γλαφυρό, τεκμηριωμένο που δείχνει ένα βαθύ γνώστη της ελληνικής λογοτεχνίας και πληθωρικό δοκιμιογράφο.

     Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσε το ποίημα-σύμβολο της Βαγγελίτσας Σολωμού, που προτάσσεται όλων των κειμένων και που η αφαιρετική του γραφή είναι ενδεικτική μιας αξιοπρεπούς στάσης απέναντι στην οδύνη της τραυματικής μνήμης.

Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. (Εισαγωγή, επιλογή κειμένων, επιμέλεια Στρατής Μαϊστρέλλης), έκδοση «Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά», Πειραιάς 2010. (Ανθολόγιο), Περίοδος Β΄, τχ. 24/4,5,6,2010, χρ. 45ος, τόμ. 11ος, σ. 59

     Μια συλλογή αποσπασμάτων από κλασικά κείμενα, που αναφέρονται στον Πειραιά, έργο αρκετά επίπονο του φιλόλογο κ. Στρατή Μαϊστρέλλη, κυκλοφορήθηκε αυτές τις ημέρες από την «Ιωνίδειο Σχολή» και ήρθε να συμπληρώσει τη βιβλιογραφία που αναφέρεται στην πόλη μας και να αναδείξει την ιδιοσυστασία της. Ο κ. Στρατής Μαϊστρέλλης, με μεθοδικό τρόπο-παρά την αποσπασματικότητα των κειμένων- κατορθώνει έντεχνα να μας δώσει μέσα από αυτά τα αποσπάσματα μια νοητή ενότητα, σε τρόπο ώστε να αναδεικνύεται αβίαστα η νοοτροπία, η τοπική ατμόσφαιρα και ιδιαίτερα η ιστορική συνέχεια του τόσο πολύπαθου μα τόσο λαμπρού επινείου της πατρίδας μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

     Πρίν λίγες μέρες, για την ακρίβεια στις 22 Ιουνίου, ανάρτησα στην ιστοσελίδα μου ένα ανθολόγιο ποιημάτων και ένα μελέτημά μου-σαν εισαγωγή-στον ποιητικό λόγο του Πειραιώτη ποιητή και κριτικού Αντώνη Α. Ζαρίφη. Το ανθολόγιο συνοδεύονταν από σχετικές πληροφορίες για τις πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες που συμμετέχει εδώ και μισό αιώνα ο πειραιώτης ποιητής, καθώς και με καταγραφή των μικρών του μελετημάτων. Η αποδελτίωση έγινε από τα τεύχη που έχω στην κατοχή μου του περιοδικού Φιλολογική Στέγη, τεύχη που είτε αγόρασα είτε μου στάλθηκαν από τις δικές μου συμμετοχές σε αυτά. Έτσι και πάλι τα παραπάνω βιβλιοκριτικά του σημειώματα προέρχονται από την ίδια αριθμητική ποσότητα των τευχών.

     Μένοντας σταθερός και πεισματικά ακλόνητος στις πειραϊκές μου πεποιθήσεις, θεωρώ ότι ο Αντώνης Α. Ζαρίφης, είναι ο ποιητής ο οποίος δραστηριοποιείται εντός των ορίων της πόλης μας, και είναι ο άξιος αντιπρόσωπος της γενιάς του και ίσως και της δικής μας γενιάς. (Γενιές 1970/1980). Με την αντιγραφή ορισμένων κριτικών σημειωμάτων του, θέλησα να δείξω το εύρος της σκέψης του, την ποιότητα του λόγου του, την αρτιότητα της γραφής του, την εμπεριστατωμένη κρίση του, την τεχνογνωσία του πάνω στην ποίηση, το διήγημα, το δοκίμιο και όχι μόνο. Τα γραφόμενά του, μας δηλώνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, την ποιότητά του σαν συγγραφέα και κριτικό, τον κύκλο των ενδιαφερόντων του, τις γνώσεις του πάνω στα «μυστικά» του δοκιμιακού λόγου. Λιτά τα κριτικά του σημειώματα, μετρημένος ο λόγος του, προσεγμένες οι διαπιστώσεις του, με σαφήνεια μας εισαγάγει στο συγγραφικό σύμπαν του συγγραφέα που εξετάζει. Στέκεται στις λεπτομέρειες εκείνες που οι άλλοι, προσπερνούν, παραβλέπουν, ίσως και να μην τις αντιλαμβάνονται. Καλοδουλεμένος λόγος που μας ελκύει, αντιπροσωπευτικός της πειραϊκής γενιάς των δοκιμιογράφων και κριτικών φωνών της εποχής μας.

     Να επαναλάβω για μία ακόμη φορά και ας γίνομαι κουραστικός. Αν υπήρχε ουσιαστικό και ειλικρινές ενδιαφέρον εκ μέρος των ιθυνόντων των πολιτιστικών πραγμάτων του Δήμου μας, φωνές σαν του πειραιώτη Αντώνη Α. Ζαρίφη θα τις είχανε πλησιάσει και θα τους ζητούσαν να εκδώσει ο Δήμος του Πειραιά το έργο τους. Να το δωρίσουν στα Σχολεία του Πειραιά. Να μάθουν-όσοι δεν γνωρίζουν από τους νεότερους-τι πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις κυοφόρησε η πόλη του Πειραιά. Πνευματικές δυνάμεις, συγγραφείς και ποιητές, κριτικούς, που δυστυχώς, μάλλον αγνοούν οι νεότεροι Πειραιώτες. Όταν όμως τα πνευματικά πράγματα του Πειραιά τα έχουν αφήσει σε ένα μόνο πρόσωπο ή σε ένα ή έστω δύο δημοσιογραφικά έντυπα και τα επιλεκτικά αφηγήματά τους, τότε πως μπορεί να γνωρίζει ο νυν δήμαρχος ή ο επόμενος, οι δημότες αναγνώστες και φιλότεχνοι ότι υπάρχουν και άλλες πειραϊκές πνευματικές και καλλιτεχνικές σημαντικές δυνάμεις που προέρχονται από την πολιτιστική κιβωτό του Δήμου των προηγούμενων γενεών. Πρόσωπα που έχουν προσφέρει και εξακολουθούν να προσφέρουν στην Πόλη. Ο δε ραδιοφωνικός δημοτικός σταθμός αγνοεί κάθε άλλη φωνή. Με αποτέλεσμα, και οι Πειραιώτες αυτοί,-που δεν είναι και λίγοι- να μην τον ακούν. Υπάρχει λύση; Ασφαλώς. Να τους αναζητήσουν. Να βοηθήσουν εμπράκτως και όχι με λόγια οι φορείς του Δήμου, να διαδώσουν οι ιθύνοντες το έργο και τις δημιουργίες των παλαιότερων δημιουργών. Όχι σε μια επιμνημόσυνο λογοτεχνική δέηση, κάναμε έστω το τυπικό "καθήκον" μας μια και όλοι οι Δημότες πληρώνουν τα δημοτικά τέλη,-που σημαίνει πρέπει να καρπούνται και τα ανάλογα οφέλη, αλλά, σαν μια διαρκή ανοικτή συζήτηση μαζί τους,  (δηλαδή με το πρόσφατο παρελθόν και ιστορία της πόλης) μια επιθυμία να ακούσουν τον νέο τους λόγο, να διαβάσουν τις παλαιές και νέες τους καταθέσεις, να τους γνωρίσουν δια ζώσης, και το κυριότερο, να διατεθεί ένα ποσό,-όπως διατίθεται αν δεν κάνω λάθος από τις δημοτικές προσόδους, να επανεκδοθούν τα βιβλία τους. Να συγκεντρωθούν τα άτακτα και σκόρπια δημοσιεύματά τους και να εκδοθούν. Χωρίς κανενός είδος εξαιρέσεις, πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές, συγγραφικές ή άλλου είδους μεροληψίες και αποκλεισμούς. Όλοι ανήκουν στην Πόλη, πρόσφεραν σε αυτήν, την ανέδειξαν, μίλησαν για αυτήν πέρα των γεωγραφικών της ορίων, την τίμησαν με τα έργα και τις δημιουργίες της. Ο Πειραιάς, δεν είναι αποκλειστική υπόθεση κανενός και καμίας σύγχρονης ή παλαιότερης φωνής, αν ακόμα και σήμερα, 2021 δεν το κατανοούν αυτό οι "αρμόδιοι" τότε μάλλον, η εσωτερική μετανάστευση των σύγχρονων πειραιωτών από εσκεμμένες ενέργειες θα είναι μεγαλύτερη από τον τελευταίο βομβαρδισμό της Πόλης από του συμμάχους.

     Το περιοδικό "Φιλολογική Στέγη" όπως και η παλαιά εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς» του Παύλου Πέτσα όπως και άλλες εφημερίδες (Χρονογράφος, Κοινωνική, Δημότης, Ελληνική Ώρα κλπ.) και περιοδικά του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά, είναι ο καθρέφτης της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής εικόνας της πόλης μας. Αρέσει δεν αρέσει στους σημερινούς που είναι στα πράγματα, ή είναι στις ίδιες θέσεις χρόνια, όλοι εμείς, οι νεότερες γενιές, στηριχθήκαμε πάνω στις δικές τους δημιουργίες, στις πνευματικές καταθέσεις των πειραιωτών δημιουργών, των δύο προηγούμενων αιώνων. Διαβάσαμε, χαρήκαμε, απολαύσαμε τα δικά τους έργα. Δεν μεγαλώσαμε μέσα στις πολυτελείς αίθουσες του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, προερχόμαστε και από τα πέντε δημοτικά του διαμερίσματα. Και κάτι ακόμα, όλοι οι τωρινοί, δεν διδάχτηκαν τίποτα από την προσφορά και τις ενέργειες του συχωρεμένου πρώην προέδρου του Φιλολογικού Σωματείου, να αναδείξει όλα τα άνθη της δικής του γενιάς και των προηγούμενων από αυτόν; Δυστυχώς, το τραγικό λάθος του ήταν ότι δεν θέλησε να έχει δίπλα του τον κατάλληλο διάδοχό του. Και η μοίρα της πόλης, φέρθηκε άδικα στον Πειραιά, χάθηκε πολύ νωρίς ο λογοτέχνης Χρίστος Αδαμόπουλος, ο μόνος που θα μπορούσε να σταθεί ισάξια στην θέση του Γ.Χ. ο οποίος, είχε την ικανότητα και την διπλωματική καπατσοσύνη να διαχειριστεί τα πνευματικά πράγματα του Πειραιά προς όφελος όλων ανεξαιρέτως. Στην διατήρηση και ανάδειξη της μνήμης και του έργου των παλαιότερων Πειραιωτών. Έσβησε ξαφνικά το καντήλι της ζωής του, χάθηκε όπως φαίνεται η ευκαιρία να γεννηθούν οι δυνάμεις εκείνες που θα έφερναν στην επιφάνεια του παρόντος χρόνου τους παλαιούς συγγραφείς, ποιητές, διηγηματογράφους, κριτικούς κλπ., όχι για να τους βραβεύσουμε εκ των υστέρων αλλά, να τους αναδείξουμε ως λειτουργικό κτήμα και μέγεθος της παράδοσης της Πόλης.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 30 Ιουνίου 2021

ΥΓ. Δεν φτάνει που δεν είσαι 25 χάνεις και τα 150 ευρώ. τα σκάτ… πάλι.

                       

 

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

 

                 ΑΝΔΡΕΑΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

       (Χίος  5 Φεβρουαρίου 1919- Εκάλη 23 Ιουνίου 1996)

          «Αυτός ο άνθρωπος αυτός, που περπατά πάντα σκυφτός και δεν μιλάει σε κανένα, κλαίει, κλαίει για μένα, αυτός, ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός…..»

                                                                 Ρίτα Σακελλαρίου

     Το πασίγνωστο σε όλους μας τραγούδι που τραγουδούσε η χρυσή λαϊκή φωνή με τις μεγαλύτερες επιτυχίες, Ρίτα Σακελλαρίου, και έγινε και δικαίως, μουσικό σύμβολο, τις δεκαετίες που βρίσκονταν «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο Λαός στην εξουσία», το ζεμπέκικο του Ανδρέα, ήταν το κοινωνικό-πολιτιστικό σύμβολο της Πασοκικής πολιτικής περιόδου. Από τότε που ο ιστορικός ηγέτης της Αλλαγής και σοσιαλιστής πρωθυπουργός Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, σε προσωπικές του στιγμές ανθρώπινης χαλάρωσης, σηκωνόταν και το χόρευε. Έριχνε τις περίφημες ζεμπεκιές του. Όπως έδειχναν και μιλούσαν τα φωτογραφικά ρεπορτάζ της εποχής εκείνης και τα μυριάδες σχόλια των εφημερίδων. Λαϊκό άσμα περισσότερο φημισμένο από τα άγνωστα στους πολλούς τότε Έλληνες,  Κάρμινα Μπουράνα του Κάρλ Ορφ, ( Carl Orff, Carmina Burana), που επένδυαν τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις και ξεσήκωναν θυελλώδεις ενθουσιασμούς, οχλαγωγίας οραματικές ελπίδες,  απροσδιόριστες πατριωτικές συγκινήσεις, τα αλαλάζοντα πλήθη της Αλλαγής. Όλους εμάς, που γεμίζαμε τα στάδια και τα γήπεδα, τις πλατείες, τους δρόμους και τους παράδρομους, τις παράκτιες ακτές, στηνόμασταν μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης για να ακούσουμε την φωνή του να μας προσφωνεί: Το «Ελληνικές Λαέ». Τότε άρχιζε το δικό μας, ενός ολόκληρου Λαού της Ιστορίας του «παραμύθι». Με την έννοια της πολιτικής και κοινωνικής παραμυθίας που έχει ανάγκη το ανθρώπινο είδος για να αντέξει την εχθρότητα και αδιαφορία της Φύσης. Όσοι και όσες Έλληνες και Ελληνίδες δεν έζησαν από κοντά τις μεγαλειώδεις αυτές στιγμές, τα πολιτικά ονειρικά γεγονότα, όσοι και όσες δεν συμμετείχαν στα παλλαϊκά αυτά αγωνιστικά πανηγύρια, τα συλλαλητήρια της Αλλαγής, όσοι από τον χρόνο-δεν «ευτύχησαν», να είναι έφηβοι, νέοι, παιδιά, τα νεότερα πολιτικά αυτά χρόνια, δεν μπορούν να αισθανθούν, να μαντέψουν, να κατανοήσουν, να εικάσουν, τι νιώθαμε, αισθανόμασταν όλοι εμείς οι συγκεντρωμένοι, όταν έβγαινε στο μπαλκόνι-στην εξέδρα ο Ανδρέας και μιλούσε στα πλήθη. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Ο ουάν μαν πολιτικό «σώου». Είμασταν ο πολυπληθής χορός-ακροατές- που μαγεύονταν  από τον σύγχρονο έλληνα πολιτικό «ιεροφάντη». Το ανώνυμο ετερόκλητο πλήθος που ανέμενε την ιστορική πολιτική και κοινωνική Αλλαγή από τον νέο της εποχής του «μεσσία». Την δικαίωση των κοινωνικών αγώνων του, των προσδοκιών του, την επιδοκιμασία των οραμάτων των παλαιότερων γενεών που στέναξαν σε προσωπικό και καθολικό επίπεδο την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας και των δεκαετιών μετά τον εμφύλιο. Η λεγόμενη δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα, στην ουσία κεντροαριστερή πλειοψηφία, εξακολουθούσε να μένει αδικαίωτη ιστορικά και πολιτικά. Το μικρό σχετικά χρονικό διάστημα που κυβέρνησε ο Γέρος της Δημοκρατίας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, δεν ήταν αρκετό για να φέρει τις ποθούμενες ενός ολόκληρου Λαού αλλαγές που είχε ανάγκη η πατρίδα. Το επίσης κυβερνητικό μεσοδιάστημα, μεταξύ της μεταπολίτευσης και της ανόδου του Πασοκ στην εξουσία (Ιούλιος 1974-Οκτώβριος 1981) που κυβέρνησε η συντηρητική παράταξη, η Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του συνετού, μετρημένου, ολιγομίλητου, πρακτικού και ρεαλιστή, ευρωπαϊστή έλληνα Σερραίου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, τα 7 αυτά ταραγμένα χρόνια, δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν τα πολιτικά μίση και ιδεολογικά πάθη, τις σκοτεινές μνήμες των ελλήνων και ελληνίδων, τις προσωπικές έχθρες των συμπατριωτών μας, που προέρχονταν από την περίοδο της ξενοκίνητης κατοχής, του εμφυλίου σπαραγμού και των μετέπειτα πέτρινων χρόνων που ακολούθησαν. Με ετεροβαρές αρνητικό, κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο για την δημοκρατική και αριστερή και κουμμουνιστογενή πλευρά του ελληνικού λαού. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες διακυβέρνησης που τολμήθηκαν από τον τότε ηγέτη της συντηρητικής παράταξης στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, την διασφάλιση των άρθρων του συντάγματος, στην φυλάκιση των υπαιτίων του πραξικοπήματος και της κυπριακής τραγωδίας. Στο να κατορθώσει η λαβωμένη χώρα να συμμετάσχει ως ισότιμο μέλος στην τότε ΕΟΚ και τις ευρωπαϊκές διεθνείς αποφάσεις. Εμείς οι νέοι που ζήσαμε αυτά τα ελπιδοφόρα χρόνια, σαν πολιτικοποιημένα και συνειδητοποιημένα άτομα, εξεγερμένοι, αμφισβητίες, με τροπαιοφόρες φιλοδοξίες, βιώσαμε τις ανατροπές αυτές άμεσα, από πρώτο χέρι. Συμβαδίσαμε κοινωνικά και πολιτικά με τις αιχμηρές και δραματικές αυτές συνθήκες, επιλογές που έκανε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ώστε να σταθεί η «αχαμνή» ελληνική δημοκρατία στα πόδια της. Να μπορέσει να βηματίσει σταθερά και περήφανα δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Να αφήσει πίσω της τα σκοτεινά τελευταία χρόνια που την πισωγύρισαν. Μικρή ή μεγάλη (ποιος γνωρίζει να πει με βεβαιότητα) μερίδα από τις προηγούμενες δικές μας γενιές Ελλήνων, «συνδιαμόρφωσαν» τις τότε πολιτικές εξελίξεις. (παλαιοί εκσυγχρονιστές δεξιοί, δημοκράτες φιλελεύθεροι κεντρώοι, ανανεωτικοί αριστεροί, πρώην κομμουνιστές) Πολιτικές φυσιογνωμίες της μεταπολίτευσης του προηγούμενου αιώνα που συμμετείχαν ενεργά στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. (Αρκετές εξαγοράζοντας τους δημοκρατικούς τους αγώνες με κυβερνητικούς θώκους). Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε μετά την πάροδο τόσων δεκαετιών, ότι η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν κατόρθωσε παρά τις προσπάθειές της, να εξαλείψει τις νωπές ακόμα μνήμες του εμφύλιου σπαραγμού και των μεταγενέστερων χρόνων. Το εμφύλιο τραύμα παρέμενε ανοιχτό και με φρικτές παντοειδείς επιπτώσεις στο ελληνικό σώμα. Αυτοί που ανδρώθηκαν αυτά τα χρόνια βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Οι έλληνες παρέμεναν διχασμένοι, χωρισμένοι σε δύο μεγάλα στρατόπεδα με ότι αυτό συνεπάγονταν στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, την στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, στην εξέλιξη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής μας. Όλων μας. Από την μία η προπαγάνδα της κόκκινης πλευράς, από την άλλη η σκοτεινή πλευρά της δεξιάς παράταξης που θεωρούσε το κράτος και τους θεσμούς του φέουδό της. Συνεχής ο στιγματισμός των ηττημένων,-και εν μέρει η αγιοποίησή τους-κρατούσαν τα κοινωνικά χάσματα αγεφύρωτα . Όπως και νάχει, η μεταπολιτευτική περίοδο της διακυβέρνησης Καραμανλή υπήρξε θετική στην εδραίωση της Δημοκρατίας στην πατρίδα μας. Αυτό του το αναγνωρίζαμε, οι τότε νέοι-αυτοί που δεν ψήφιζαν το κόμμα που ίδρυσε ή δεν αρνούμασταν πολλές από τις πολιτικές του πρακτικές. Θυμάμαι ότι ακόμα και το «Η Κύπρος είναι μακριά» που λέγεται ότι είπε, παραβλέφτηκε μπροστά στην σύνολη θετική του πολιτική συνεισφορά. Το εμφύλιο χάσμα «καλύφθηκε» όταν στην κυβερνητική εξουσία ήρθε ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και το τότε Πασοκ. Είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια, το πώς ένιωσαν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες όταν ο Ανδρέας με το πάνω από 47% ανήλθε στην εξουσία με συνεργάτες, τον Δρεττάκη, τον Γενηματά, τον Χαραλαμπόπουλο, τον Μώραλη, την Μερκούρη, τον Γιαννόπουλο, τον Αρσένη, την Βάσω Παπανδρέου, τον Σημίτη, τον Πάγκαλο, τον Λαλιώτη (το θείο βρέφος), τον Μανίκα, και μια σειρά άλλων πρωτοκλασάτων κυβερνητικών στελεχών, που στελέχωσαν τις κυβερνήσεις του Ανδρέα, τις πανηγυρικές φορές που ο ελληνικός λαός του εμπιστεύτηκε την τύχη του. Ο ηγέτης που δεν προτιμούσε τον Νάσο Πατέτσο και «το ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…» αλλά αγαπούσε την μουσική Τζαζ και τον Βασίλη Τσιτσάνη, την Σωτηρία Μπέλλου, το ρεμπέτικο και την Μαρίκα Νίνου, που θαύμαζε την σύγχρονη ελληνίδα «ωραία Ελένη», ηθοποιό Ειρήνη Παππά, που προσκαλούσε στο Καστρί τον ηθοποιό Γιώργο Πάντζα, και τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό, την Μαρία Φαραντούρη και επέλεξε να συμπεριλάβει σε κυβέρνησή του τον σύζυγό της ποιητή Τηλέμαχο Χυτήρη, αλλά και ήθελε να ακούει και να χορεύει τα τραγούδια της Ρίτας Σακελλαρίου, ενώ διάβαζε μόνο βιβλία της οικονομικής επιστήμης (υπήρξε αξιόλογος καθηγητής στις ΗΠΑ) και αστυνομικά μυθιστορήματα, ήταν ο πολιτικός ηγέτης που άλλαξε συθέμελα την Ελλάδα. Διεύρυνε τους διπλωματικούς της ορίζοντες, επούλωσε πληγές του εμφυλίου της, έδωσε φωνή σε πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες που ήσαν αποκλεισμένες για δεκαετίες από την δημόσια σκηνή. Επέτρεψε με την πολιτική ανοχή των κυβερνήσεών του να διοριστούν και να εργαστούν στο δημόσιο, έλληνες και ελληνίδες που δεν ανήκαν στην πράσινη παράταξη. Που δεν σύχναζαν στα «πράσινα καφενεία», αλλά στα «μπλε», τα «κόκκινα», τα «ροζ», τα «εμπριμέ». Απορρόφησε με το κίνημα αλλαγής που ίδρυσε τις πιο ακμαίες πολιτικά, ανθηρές ριζοσπαστικές δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής. Στελέχη του κέντρου και της αριστεράς συνεργάστηκαν μαζί του. Στο πολιτικό του στέγαστρο μπόρεσαν να στεγαστούν ο Μάρκος Βαφειάδης και ο καθηγητής-δημοτικιστής Ιωάννης Κακριδής. Ο Ανδρέας του ζιβάγκο και της πρωθυπουργικής γραβάτας, υπήρξε ένα εθνικό σύμβολο-τουλάχιστον για μεγάλη μερίδα των νεότερων Ελλήνων και Ελληνίδων. Ήταν ο πολιτικός που δεν μπορούσες να τον προσφωνήσεις στον πληθυντικό, τον αποκαλούσες όποτε αναφερόσουν σε εκείνον με το μικρό του Πατρινού πολιτικού όνομα, ο Ανδρέας. Ο δικός τους Ανδρέας. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες,-οι συντηρητικοί από παράδοση- του τα συγχωρούσαν όλα, του τα επέτρεπαν όλα. Με έναν τρόπο παράξενο και ακατανόητο στους πολιτικούς του αντιπάλους. Ήταν ο ηγέτης που συγκεφαλαίωνε-τότε- τις κυρίαρχες αρετές και τις αντίστοιχες παθογένειες του χαρακτήρα των Ελλήνων. Κοτσονάτος, λεβέντης, δημοκράτης, έξω καρδιά, σχετικά αφιλοχρήματος. Γειωμένος στις καθημερινές χαρές, τις καθημερινές απολαύσεις, παρά τις κυβερνητικές του υποχρεώσεις. Δεν έκρυβε τις προτιμήσεις του προς το ωραίο φύλο, το ουίσκι, τον αντιδιανοουμενισμό του. Τον επιλεκτικό ποδόγυρο του. Σοβαρός οικονομολόγος αλλά όχι καθεστωτικός διανοούμενος της επιστήμης του. Ανασφαλής αλλά και εγωπαθής, αν θυμηθούμε τις κυβερνητικές του εκπαραθυρώσεις και ανασχηματισμούς, ακόμα και μέσα από αεροπλάνα. Ιδεολόγος και πειραματιστής, λαϊκιστής και φιλελεύθερος, εμψυχωτής λαοπλάνος και ρομαντικός ακαταμάχητος ρήτορας. Ιδιοφυής τακτικιστής και μαχόμενος ακτιβιστής. Παλαιός μαρξιστής –τροτσκιστής και αστός από τζάκι με καλούς τρόπους συμπεριφοράς προς τους πάντες. (Ακόμα και οι δηλητηριώδεις δημοσιογραφικές πένες μιλούσαν για την μεγάλη του ειλικρινή και πηγαία ευγένεια που τον διέκρινε). Τον  απεκάλεσαν «αρχηγό» τρομοκρατικής οργάνωση, ότι έρεπε πολιτικά προς τα άκρα.  Τον είπαν τριτοκοσμικό, αντιδυτικό, εθνικιστή, καταστροφέα της ελληνικής οικονομίας, του παραδοσιακού αγροτικού ιστού της χώρας, διχαστικό, όμως όλοι τους υποκλίνονταν μπρος στην πολιτική του ευφυΐα και διορατικότητα. Αναγνώριζαν την έμφυτη προσωπική του πολιτική ευγένεια,- ανέχτηκαν να αποκαλεί «εφιάλτη» πολιτικό του αντίπαλο. Ανέχτηκαν την θρησκευτική του τυπικότητα στα χρόνια των γηρατειών του. Τον επίσης γηρατειών του έρωτα, τον πολέμησαν λυσσαλέα και με ύπουλο και άτιμο πολιτικά τρόπο και ενέργειες. Το πολιτικό του θάρρος και προσωπικό του ρίσκο, καλόν αγώνα, να υπερασπιστεί την κατά πολλά χρόνια νεότερη του σύντροφό του, και μάλιστα αεροσυνοδό-(δεν προέρχονταν από παλαιό πολιτικό ή οικονομικό τζάκι) όταν όλοι και όλες, από τις αντιπολιτευτικές παρατάξεις την-τους πετροβολούσαν. Το νεύμα καθώς κατέβαινε από το αεροπλάνο, χιλιάδες έλληνες και ελληνίδες ξάφνιασε αλλά και πολλά εκατομμύρια ελλήνων ζήλεψαν.

     Ο Ανδρέας υπήρξε ο πολιτικός κυρίαρχος πρωταγωνιστής, ο των Ελλήνων αδιαμφισβήτητος πολιτικός ηγέτης μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, που ίδιος άμεσα και έμμεσα διαμόρφωσε, προσδιόρισε, συνέθεσε, μετέπλασε. Οικοδόμησε το κλίμα και την εικόνα της. Με κύριο πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον χαρακτήρα του. Έδωσε την εικόνα και την ποιότητα, τις γραμμές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, στεκόμενος μπροστά στον καθρέφτη του σαν απλός μικρομεσαίος Έλληνας. Οι επιλογές του ήσαν οι επιλογές μας. Ακόμα και σαν «μεγάλος ασθενής» στο Ωνάσειο, κατόρθωσε να συγκινεί τα πλήθη εξ αποστάσεως, να τα κάνει να εύχονται υπέρ υγείας του. Η πατροκτονία, είναι μια δραματικότατη ενέργεια με τραγικές επιπτώσεις, ένα άγος είτε αποπειράται σε προσωπικό των ανθρώπων επίπεδο, είτε αφορά την πολιτική ή θρησκευτική σκηνή. Του συγχωρέθηκαν οι ανθρώπινες αδυναμίες του, γιατί ήσαν βέβαιοι για την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Οι παλαιοί σύντροφοί του και πολιτικοί συνοδοιπόροι του γνώριζαν ότι δίχως την δική του «μυθική» ή αν θέλετε «μυθοποιημένη» από τους έλληνες παρουσία δεν θα υπήρχαν. Δεν θα στέριωναν πολιτικά. Αυτός ήταν ο κεντρικός άξονας που γύρω του περιστρέφονταν οι πράσινοι δημοκρατικοί πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες και στελέχη. Ο Αντρέας, υπήρξε ο έλληνας πολιτικός των νεότερων χρόνων που κατέβηκε και περπάτησε δίπλα, κοντά στους ανθρώπους, τις μεγάλες μάζες, χωρίς να κατεβεί από το εκλογικό του «μπαλκόνι». Κατόρθωσε να γεφυρώσει την πολιτική απόσταση που χώριζε πάντοτε τους πολιτικούς  από τους ψηφοφόρους τους και μάλιστα, χωρίς να τον ψηφίζουν. Ήταν ο πολιτικός που είτε ψήφιζες το κόμμα που ίδρυσε είτε ακολουθούσες άλλες πολιτικές παρατάξεις βρίσκονταν πάντα στο κέντρο των συζητήσεών σου. Των μελλοντικών εξελίξεων. Υπήρξε ο ψυχικός και συναισθηματικός τροφοδότης ελλήνων και ελληνίδων. Ακόμα και οι παλαιοί κομμουνιστές αγωνιστές ηγέτες της κατοχής και του εμφύλιου, δεν ευτύχησαν τέτοιας τιμής, οικείωσης με τα μέλη των οικογενειών των απλών ανώνυμων ελλήνων.

     Ο Ανδρέας είτε με την φυσική του παρουσία είτε με το πολιτικό του εκτόπισμα κατόρθωνε να συνεγείρει τους Έλληνες και τις Ελληνίδες δίχως μάλλον σοβαρές πολιτικές προϋποθέσεις. Τα μεγάλα των Ελλήνων πλήθη αυτόν ακολουθούσαν και όχι τα υπάκουα στελέχη του. Ήταν ο μάγος της πολιτικής σκηνής αυτών των δεκαετιών και μιας κοινωνίας αγχωμένης από οράματα και ιδεολογικές διαψεύσεις. Ήταν το ωραίο πολιτικό «ψέμα» της πολιτικής αλλαγής που κατόρθωσε να υλοποιηθεί σε κοινωνική και πολιτική αλήθεια χάρις σε εκείνον. Εκείνος έστησε και οργάνωσε το θεσπέσιο αυτό ελπιδοφόρο πανηγύρι των νιάτων μας, των προσδοκιών μας. Ήταν ο έμπειρος σχεδιαστής τους. Γνώριζε τις αναλογίες των βαρών του καθενός μας. Των αντοχών μας, Ήταν ο δημοκράτης ηγέτης που όφειλαν να τον αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση. Ήταν ο δικός μας Αντρέας, όχι του ρόλου που έπαιζε πάνω στο σανίδι της πολιτικής.

      Ίσως επειδή είμασταν νέοι, ίσως να ήταν ο πολιτικός ηγέτης που περιμέναμε. Ίσως να ήταν η πολιτική των νιάτων μας ανώριμη κρίση.  Εκείνος αναμφισβήτητα υπήρξε το μεγάλο δημοκρατικό χειροκρότημά μας που δεν άρχισε ούτε τελείωσε στην εποχή του.

         Και από το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά, «ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ» πολιτισμικό πορτρέτο εκδόσεις Πεδίο-Αθήνα 2019, σελίδα 185:

«Ο Ανδρέας αξιοποίησε την πεποίθηση ότι ένα έθνος δεν είναι απλώς μια πολιτική οντότητα αλλά ένα σύστημα πολιτιστικής αναπαράστασης. Είδε το έθνος και την κοινωνία ως ενιαία, μια συμβολική κοινότητα που έχει τη δύναμη να δημιουργεί αίσθηση ταυτότητας και πίστης. Σ’ αυτό στήριξε την επιτυχία του αφηγήματός του και ανέτρεψε το παράδειγμα της εθνικόφρονος Δεξιάς αλλά και της ηρωικής Αριστεράς, διευρύνοντας τα όρια του δικού του αφηγήματος ως τη μεθοριακότητα. Δοκίμασε όχι μόνο νέα στοιχεία αλλά και νέους συνδυαστικούς κανόνες ωσότου το έθνος και η κοινωνία ταυτιστούν σε μια πολιτισμική αναπαράσταση, που χωρούσε μέσα «όλο τον λαό».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

23 Ιουνίου 2021.

Καθώς το καντήλι της μνήμης είναι ακόμα αναμμένο.