Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός

                                                ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

                                                     In Memoriam

Απουσίες

Απογευματάκι Ιανουαρίου,
δεν στρίβω γωνίες, αλλά παραπατάω
σε ευθείες. Σκέπτομαι τους πεθαμένους
ποιητές, που δεν βλέπουν αυτές τις ώρες:
το φως να κάθεται στα δέντρα
και να συγκρατεί τις αναμνήσεις
τον καφέ εσπρέσο με το τσιγάρο΄
τον σκούρο ουρανό και κάπου αλλού
να βρέχει. Θα φορούσαν βαρύ παλτό,
κασκόλ, και θα βάδιζαν γρήγορα
μη τους πιάσει η μπόρα.
Σε μια βιτρίνα καθυστερούν
και κοιτάζουν τα ρούχα της εποχής.
Θυμούνται τα ραντεβού τους
και τη ροή του έρωτα.
Τέλος πάντων, είναι άνθρωποι
και γυρίζουν σπίτι.
Όλα όμως τα παραπάνω
και άλλα πολλά τα γράψανε
στα παλιά τους τα παπούτσια
και πέθαναν.
     Από την συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος 1997

            Πρωτοσυνάντησα τον ποιητή Γιάννη Κοντό, έναν ποιητή από τους πιο γνωστούς και ενδιαφέροντες της περίφημης Γενιάς του 1970 στο σπίτι της οδού Καλλιδρομίου του Κίμωνα Φράιερ. Αν θυμάμαι καλά, στον τοίχο της περίφημης σκάλας με τις δεκάδες φωτογραφίες παλαιότερων και νεότερων ποιητών, υπήρχε ανάμεσα στις άλλες και η φωτογραφία του ποιητή Γιάννη Κοντού. Ο Κίμων πάντα μου μιλούσε θετικά για τον ποιητή αυτόν, όπως αργότερα, και ένας άλλος φίλος του από τον Πειραιά, ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης. Έκτοτε, όσες φορές συναντιόμασταν είτε στις εκδόσεις-βιβλιοπωλείο του Κέδρου ή αλλού, ή στους δρόμους της πρωτεύουσας πάντα με χαιρετούσε εγκάρδια και φιλικά και με ρωτούσε είτε για τον Κίμωνα-όσο ζούσε-είτε για άλλους ομοτέχνους του. Θυμάμαι αυτόν τον ψηλό και κάπως ευτραφή ποιητή με τα κόκκινα κασκόλ του να απαγγέλλει ποιήματά του ή αγαπημένων του ποιητών με φωνή αργή και θερμή και να μας κοιτά καθώς καθόμασταν στον καναπέ μαζί με τον Κίμωνα περιμένοντας την αντίδρασή μας. Ο Κίμων τον ρωτούσε για λέξεις που δεν καταλάβαινε και κρατούσε τις σημειώσεις του. Οφείλω να αναφέρω για την ιστορία, ότι ήταν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ποιητές που παραβρέθηκαν στην κηδεία του Κίμωνα και ως εκπρόσωπος των εκδόσεων Κέδρος.
Αργότερα, καθώς πιο συστηματικά γνώρισα την περίφημη αυτή γενιά, αναγνώρισα την συμβολή του ποιητή Γιάννη Κοντού σ’ αυτήν την ομάδα που ανδρώθηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε εν μέρει και μέσα στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Διάβαζα τα σκοτεινά κάπως αινιγματικά και πολλές φορές αφηρημένα ποιήματά του, άκουγα τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο όποτε τύχαινε, αλλά περισσότερο, στεκόμουν στις βιβλιοπαρουσιάσεις και τα μικρά του κείμενα που δημοσίευε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ιδιαίτερα για τους ζωγράφους. Αγόρασα και απόλαυσα τους δύο τόμους των πεζών του «Τα Ευγενή Μέταλλα»-Στοιχεία Βιογραφίας, εκδόσεις Κέδρος 1994 και 2005 και μελετούσα τον ποιητικό του λόγο μέσα στο πλαίσιο και των άλλων ποιητών και ποιητριών της Γενιάς του 1970. Υπήρχαν ποιητικές του συλλογές που μου άρεσαν, άλλες όχι και τόσο, ο ποιητικός του λόγος, παρότι όπως ο ίδιος έγραφε και πολύ ορθά ήταν επηρεασμένος από τους ποιητές Κώστα Καρυωτάκη και Μίλτο Σαχτούρη, εμένα μου θύμιζε σε ορισμένα του σημεία και την μικρή καθημερινή εικονοποιία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού είναι γεμάτη εικόνες μικρών καθημερινών πραγμάτων, στιγμών και στιγμιότυπων της ζωής ενός ανθρώπου που έχει συνείδηση της ανθρώπινης ερημιάς και των αδιεξόδων του. Παρότι στα πεζά και στον εξομολογητικό του λόγο διακρίνουμε ένα άτομο αρκετά κοινωνικό και δραστήριο, που μετέχει στα καθημερινά δρώμενα της ζωής-και εξαιτίας της εργασιακής του σχέσης στις εκδόσεις Κέδρος-να παρακολουθεί τις διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής, να διαβάζει βιβλία, να συναναστρέφεται με άτομα του καλλιτεχνικού χώρου από όλο το φάσμα των γενεών, να του αρέσει ο κινηματογράφος και να χαρτογραφεί τις όχι και λίγες κοινωνικές επαφές του και τα πρόσωπα που γνωρίζει στο διάβα της δικής του πνευματικής πορείας, στον ποιητικό του λόγο αντικρίζουμε έναν άλλο δημιουργό. Αν ξεχωρίσουμε τις αφιερώσεις ποιημάτων του σε διάφορους ομότεχνούς του και φίλους ενδεικτικά αναφέρω τους: Δήμο Πάνου, Νίκο Καλλίτση, Χριστόφορο Λιοντάκη, Σωτηρία Μπέλλου, Τάσο Ρόζο, Γιάννη Νεγρεπόντη, Γιώργο Μανιώτη και μια πλειάδα άλλων προσώπων, η ποίηση του είναι συνήθως τόσο σκοτεινή και απαισιόδοξη-ιδιαίτερα στις πρώτες του συλλογές, που ίσως απωθεί τον αναγνώστη εξαιτίας της συνολικής της φαντασιακής ατμόσφαιρας. Στιγμές φθοράς επαναλαμβάνονται κατά κόρον ή πάλι καθημερινά στιγμιότυπα κάπως παιδικά διατυπωμένα παραμορφώνονται με τρόπο άκαιρο χωρίς να αντικατοπτρίζουν πάντα την σκληρή πραγματικότητα, άλλοτε πάλι, ανοίγει συνομιλία με άλλους δημιουργούς και τα ποιήματά τους, δες το ποίημα «Παλιά βυζαντινή εικόνα» απάντηση σε ένα ποίημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά μάλλον δεν κατορθώνει να συνομιλήσει μαζί του ουσιαστικά και με σαφήνεια.
«Τι να τους πω/
για τη διάφανη μορφή σου;/
Θα πάει στα χαμένα,/
Περισπωμένη της ψυχής μου,/
θα σε πω στα παιδιά/
και θα νιώσουν.».
Αντίθετα, νομίζω ότι πετυχαίνει την ποιητική του συνομιλία στο ποίημα με τον μακροσκελή τίτλο «Ένα λαϊκό κεντήδι έσβησε μες στο κρασί ή: ο θάνατος του καπετάν Αντρέα Ζέπου ή: Κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα». Αν παραγνωρίσουμε τον τεράστιο τίτλο του, το ποίημα συνδυάζει στοιχεία κάπως σουρεαλιστικά με έναν παραδοσιακό τρόπο πεζής απεικόνισης, το βαραίνει και το ξεστρατίζει σίγουρα ο εμβόλιμος στίχος του συνθέτη και ρεμπέτη Γιάννη Παπαϊωάννου «Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη/ μπρος στ’ ακρογιάλι/ το Ζέπο περιμένει….» παρά η τσαρουχικής εμπνεύσεως εικόνα με το κόκκινο γαρίφαλο του ψαρά στο αυτί του να χορεύει «ένα ζεϊμπέκικο γύρω από το θαλασσινό κουφάρι». Ο Γιάννης Κοντός όπως βλέπουμε από την συλλογική συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Τα ποιήματα (1970-2010) εκδόσεις Τόπος 2013, που είναι αφιερωμένα στον σημαντικότερο σεφερογενή ποιητή Τάκη Σινόπουλο, παρά τις όχι πάντα άρτιες ποιητικές του συνθέσεις, πειραματίζεται διαρκώς μέσα στην ποίησή του ανοίγοντας συνομιλία, παραλλάσσοντας ή προσθέτοντας εμβόλιμους στίχους άλλων ποιητών, ή το σύνηθες, προτάσσοντας μικρές ποιητικές ρήσεις άλλων πριν την δική του ποιητική κατάθεση. Ο ποιητικός κόσμος της πρώτης του περιόδου, είναι σίγουρα πιο σκοτεινός, κουβαλά μέσα του μεγαλύτερους όγκους απελπισίας, φέρει μεγαλύτερο εύρος νοηματικών αμφιβολιών για την απεικονιζομένη πραγματικότητα, είναι πιο νευρικός και ταραχώδης και χρησιμοποιεί σε αρκετές ποιητικές μονάδες, σύμβολα μεν της απτής καθημερινότητας αλλά απροσπέλαστα και δυσερμήνευτα σε σχέση με τον ποιητικό λόγο άλλων ποιητών της γενιάς του. Αντίθετα, γίνεται πιο σαρκαστικός και ειρωνικός στις μετέπειτα συλλογές του, παρότι κρατά σταθερά την καθημερινής υφής εικονοποιεία του. Η γλώσσα του είναι στρωτή και καθημερινή, μια γλώσσα που την μιλά και την χρησιμοποιεί ο γνωστός ή άγνωστος διπλανός μας στις καθημερινές του βιοποριστικές ανάγκες και συναναστροφές. Και επαναλαμβάνω, γιαυτό θεωρώ ότι η ποίησή του έχει συγγένειες με την γραφή του Γιάννη Ρίτσου, χωρίς φυσικά να μεταφέρει μέσα της το ιδεολογικό ή πολιτικό φορτίο της γλώσσας του ποιητή της Ρωμιοσύνης, έχει επίσης κάτι, που θυμίζει τον ήπιο λυρισμό του Τάσου Λειβαδίτη και πάλι σημειώνοντας, χωρίς να μεταφέρει τα μεγάλα βάρη της υπαρξιακής αγωνίας της γλώσσας και εικονογραφίας του Τάσου Λειβαδίτη. Ο Κοντός, αφήνεται περισσότερο στην περιγραφή των απλών στιγμιότυπων χωρίς να τον ενδιαφέρει ίσως πάντα τι εντύπωση θα αφήσει το αποτέλεσμα της περιγραφής αυτής στην συνείδηση του αναγνώστη, αποβάλει από μέσα του το δικό του άγχος και αγωνία και σίγουρα, απελπιστική διάθεση, αλλά δεν επεξεργάζεται την συναισθηματική αυτή εκροή, ίσως να μην τον ενδιέφερε, ίσως να μην το ήθελε, πάντως είναι σίγουρο ότι οι ποιητικές του μονάδες μάλλον μένουν μια ποιητική τοιχογραφία που ξεθωριάζουν πολύ εύκολα, χάνοντας την χρωματική στιλπνότητα της πρώτης καταγραφής και ματιάς. Στις μικρότερες ποιητικές του συνθέσεις που συναντάμε στην συλλογή του «Τα οστά» 1982, ακεραιώνει με περισσότερη επιτυχία την ποιητική αίσθηση, του πάει περισσότερο ο μικρός στίχος, που δεν είναι σίγουρα «Χάϊ-Κου» αλλά η συμπυκνωμένη αίσθηση μιας πραγματικότητας σίγουρα τραγικής και παραπλανητικής.
«Πλένεσαι/
και τα νερά που τρέχουν/
ποτίζουν τις μηλιές/
του κάτω κόσμου».
--
«Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν/
γύρω μου. Γίνανε ασβέστης./
-Με την κιμωλία τους/
γράφω ποιήματα-.»
--
«Τα ρούχα μας μπερδεμένα/
στην καρέκλα, μοιάζουν/
φίδια σε οργασμό».
--
Έγειρε λίγο κοίταξε στα μάτια/
τον κόσμο. Ένα χορωδιακό γέλιο/
ανέβηκε στον ουρανό./
Μετά ακούστηκαν κέρματα και λαμαρίνες/
στην άσφαλτο.»
     Εδώ στους μικρούς αυτούς ακέραιους στίχους η ποιητική αίσθηση δένει αρμονικά με την σκληρή πραγματικότητα, ο εσωτερικός στοχασμός γίνεται δημιουργική πνοή, γίνεται πηγή έμπνευσης για να αποτυπωθεί. Κανένας εγκεφαλικός ξεστρατισμός, καμία εικόνα παράταιρη της αρχικής σύλληψης, ποιητικός στόχος και καθημερινή γλώσσα σχηματίζουν μια ήπια ποιητική καθημερινή ατμόσφαιρα που δεν ενοχλεί, δεν ξενίζει, δεν σε αφήνει αδιάφορο.
Στο βιβλίο «Ανωνύμου Μοναχού» που εξέδωσε τρία χρόνια μετά, το 1985, και είναι αφιερωμένο στο θεσσαλονικιό πεζογράφο και καθηγητή Γιώργο Ιωάννου, υιοθετεί μια ποιητική πεζογραφική φόρμα που του ταιριάζει μάλλον περισσότερο καθώς οι καταστάσεις απεικονίζονται φωτογραφικά, στιγμιοτυπικά, χωρίς μεγάλη επεξεργασία από την σκέψη, το συναίσθημα φουντώνει και ξεχειλίζει χωρίς να γίνεται μελό, χωρίς να ρέπει σε λυδικά απλώματα, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τα γνωστά του σύμβολα, τις οικείες του εικόνες, τα καθημερινά του στιγμιότυπα, μόνο που είναι πλέον και ο ίδιος πιο ώριμος, πιο κατασταλαγμένος όχι μόνο ποιητικά αλλά και συναισθηματικά, γίνεται πιο στωικός, αποκτά μια εσωτερική γαλήνη χωρίς να χάσει την απαισιοδοξία του, χωρίς να αποχωριστεί την πεσιμιστική του διάθεση, ποιητικά όμως, δείχνει πιο ολοκληρωμένος σκηνοθέτης των ποιητικών του βιτρό.
Στην «Η Υποτείνουσα της Σελήνης» που εκδόθηκε το 2002 ο Γιάννη Κοντός θα γράφαμε ζωγραφίζει πια με χρώματα ώχρας τον κόσμο, τον αφήνει στην σκοτεινότητά του, στα αδιέξοδά του συνειδητοποιώντας πλέον το μάταιο της ίδιας της ποιητικής προσπάθειας. Εκείνο που μένει, είναι αυτή η πικρή και απαισιόδοξη αίσθηση της ξεφλουδισμένης ώχρας πάνω στην ποιητική εικόνα, αυτό το νότισμα της σέπιας μούχλας της μοναξιάς και της απογοήτευσης.
Ο κεραμέας
«Μιλούσε και έριχνε τα λόγια του/
λαχνούς μέσα στα κανάτια και κάτω/
από κεραμίδια. Εκεί στοιχειώνανε και/
ξεχνιόντουσαν. Έτσι κυλούσε η ζωή./
Μέχρι που έγινε ξαφνικός σεισμός:/
άρχισαν λόγια, φωνές γράμματα,/
μυστικά, ευχές να πετάγονται/
στον αέρα, να τρέχουν νεράκι/
σε κοινή θέα./
Μετά τόσα χρόνια, ποιος θυμάται/
τον κεραμέα, τη φωτιά, το καμίνι,/
την κόπωση, την επιστροφή στο σπίτι,/
τον ύπνο του και την επανάληψη/
της κοπιώδους εργασίας του./
Τα λόγια, όμως, πέταξαν μαζί με τα πουλιά».
         Και αυτόν τον ποιητή κεραμέα, τον Γιάννη Κοντό αποχαιρετώ με τον δικό μου τρόπο και συνοδεύω στο τελευταίο του ξόδι νοερώς γράφοντας αυτές τις ελάχιστες γραμμές.
Θα τελειώσω με το κείμενο του ποιητή Γιάννη Κοντού για τον Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη που δημοσιεύεται στον πρώτο τόμο των πεζών του «Τα Ευγενή Μέταλλα» σελίδες 122-123
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ
Δεν ξέρω γιατί σήμερα, Κυριακή πρωί, γυρνώντας από το περίπτερο που πήρα τις εφημερίδες, θυμήθηκα έντονα τον Ανδρέα, περνώντας κάτω από νεραντζιές. Είναι Δεκέμβριος. Ή μάλλον το ξέρω γιατί οι μυρωδιές του Δεκεμβρίου μου έφεραν στο νου ένα βιβλίο του που μου άρεσε πολύ, την Οδό Θρασυβούλου. Και ξέρω, όταν θυμάμαι ποιήματα και ποιητές, βαδίζω πιο εύκολα, παίρνω κουράγιο, έρχονται στις οθόνες μου (τι κινηματογράφος και αυτός), πρόσωπα, παλιές αγάπες, και ένα αεράκι εύκρατο, και μεγάλη νοσταλγία και επιθυμία με καταλαμβάνει. Λοιπόν, τον Ανδρέα τον γνώρισα γύρω στα 1966, από ποιήματά του και ένα δίσκο, την Ελένη, που είχε μουσική του Γιώργου Κουρουπού. Αυτά όλα τα άκουγα τότε στο Β Πρόγραμμα της τότε ΕΙΡ, στις έντεκα το βράδυ. Τον ίδιο γνώρισα όταν υπηρετούσα τη θητεία μου, στα 1969, στο σπίτι της Πόπης Πετριόλη, υψιφώνου και δασκάλας μουσικής.. Τότε, ήμαστε μια παρέα νέοι με προσδοκίες και μεγάλη διάθεση για έρωτες και υποσχέσεις: Άρτεμις, Νίκος Καλλίτσης(αργότερα κάναμε μαζί ένα δίσκο, την Απόπειρα), Σπύρος Βλασσόπουλος-μουσικός με ιδιαίτερες ευαισθησίες και καλοσύνη-, Λήδα, μερικές φορές η μητέρα της Λήδας η Δανάη(φωνή μύθος), η Φανή(για το χατίρι της έγραψα πολλά ποιήματα), και άλλοι που ερχόντουσαν για μία δύο φορές και χανόντουσαν, και, όταν τους έβλεπα, πίεζα το μυαλό μου να θυμηθώ. Ο Ανδρέας, σε εκείνες τις συναντήσεις, φορούσε ένα μαύρο βελούδινο σακάκι. Είχε κοντά μαλλιά(χωρίς να είναι η μόδα τότε). Κομψός, σβέλτος, ελαφρά ειρωνικός, μερικές φορές ζόρικος, και πάντα ένα ποίημα στο στόμα να ακούγεται, μέσα στη νύχτα, κρότος και φως. Τότε είχε βγάλει δύο βιβλία: Τις προτάσεις της αθωότητος και τον Πρίγκιπα των Κρίνων. Εγώ δεν είχα εκδώσει ακόμη, και τον έβλεπα με λίγο δέος. Τον ανίχνευα, μετρούσα τις κινήσεις του, τα λόγια του. Πάντα μιλούσε για τον Οδυσσέα Ελύτη με θαυμασμό και με παραδείγματα τους στίχους του. Ήταν καθηγητής αγγλικής σ’ ένα σχολείο του Πειραιά (Πειραιωτάκι και ο ίδιος). Επίσης, είχε σπουδάσει θέατρο στο Λονδίνο. Μεγαλύτερος λίγο στα χρόνια από μένα. Τον απασχολούσε πολύ η μετάφραση ποιημάτων. Μέχρι που έφυγε, μετέφρασε πολλούς ποιητές, σύγχρονους και παλιότερους. Ποιητές που πλησίαζε με την ευαισθησία και τον λυρισμό που τον διέκρινε. Επίσης, όλοι αυτοί οι ποιητές των διαφόρων εποχών του ταίριαζαν πολύ. Στο παραπάνω σπίτι, ένα βράδυ μας διάβασε ποιήματα του Γιώργου Δανιήλ (που έμενε στον Καναδά, και μας άφησε και αυτός πρόωρα), μάλιστα το βιβλίο ήτανε Οι πρόκες, με «Μια εισαγωγή ή ένα γράμμα» του Τάκη Παπατσώνη. Μιλήσαμε πολύ εκείνο το βράδυ, κυρίως εμείς οι δύο. Ο Ανδρέας έγραφε ωραία τραγούδια. Μάλιστα είχε πάρει βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Ακουγότανε με τις φωνές της Λήδας και του Σπύρου. Μέχρι το τέλος του έγραφε στίχους. Πολλά είχανε γίνει επιτυχίες. Έγραψε και θέατρο. Γενικώς ήταν ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής και πολύμορφος. Είχε ένα λυρισμό δυνατό και πολύχρωμο. Μάλιστα, όταν πήγε ποιητικά (στα τελευταία βιβλία) σε σκληρότερες περιοχές της ζωής, ο λυρισμός του δεν τον εγκατέλειψε. Απλώς άλλαξε μορφές και προσωπεία. Έχω μια φωτογραφία που βγάλαμε μαζί έναν Οκτώβριο στη Σόλωνος. Γελούσαμε αγκαλιά στον φακό. Χωρίς να φανταζόμαστε τι θα γινόταν μετά από χρόνια.
Υπεράσπιζε με πάθος και δυναμισμό τις ιδέες του και τις επιλογές του. Δάσκαλος καλός με μαθητές να τον λατρεύουν και να τους μαθαίνει ποίηση. Θυμάμαι τη γιορτή του στα 1972, που πήγαμε μια μεγάλη παρέα. Θυμάμαι τη γιαγιά του και τη μητέρα του, το γλέντι, την ανεμελιά, τα πρόσωπά μας αρρυτίδωτα. Αργότερα, βλεπόμαστε αραιότερα, αλλά πάντα αγαπημένα. Ένα βράδυ, με μεγάλη τρυφερότητα, μεθυσμένο, με πήγε σπίτι. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όταν τον πρωτοκτύπησε η ανίατη ασθένεια, παγώσαμε. Ο Ανδρέας όμως συνέχιζε να γράφει ακόμη και παιδικά βιβλία, δεν ησύχαζε ποτέ με τη γραφή και τη γλώσσα. Και μια άνοιξη-μετά από τρία χρόνια-έφυγε νέος άλλος ένας δικός μας άνθρωπος. Γλυκό απογευματάκι, στο Νεκροταφείο του Πειραιά, και η μητέρα του μέσα στα αναφιλητά της να λέει: «Το διαμάντι μου, το παιδί μου», κι εμείς ένα γύρο σιωπηλοί, και το κενό μαύρο και βαθύ.»

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015
Πειραιάς, Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015.     

                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου