Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΑΤΑΥΝΤΕ-δεσποινίς

ΡΟΜΠΕΡΤΟ  ΑΤΑΥΝΤΕ

«Μέθοδος της Δεσποινίδος Μαργαρίτα»
Θέατρο ΚΑΠΠΑ

     Τι έμεινε άραγε-σε μας της γενιάς του 1980-από το περιπετειώδες ταξίδι του πνεύματος, από το πέρασμα μέσα από τους λαβυρίνθους της κοινωνικής αμφισβήτησης, το περιβόητο σχέδιο της εκπαιδευτικής αλλαγής, της τόσο πολυδιαφημισμένης πολιτικής ανατροπής, στην μετά τη Δικτατορία εποχή.
      Τι αξίζει να θυμάται κανείς από μια παρατεταμένη περίοδο πολλαπλών ζυμώσεων στον καλλιτεχνικό χώρο, τότε που η ονειρική μεγαλοσύνη της εφηβείας συνοδοιπορούσε με τον ερωτικό εξτρεμισμό του σώματος που δεν είχε χαράξει ακόμα τα ίχνη του.
     Ένας φιλοσοφικός επαναστατικός αναρχισμός κουφόβραζε στις ψυχές όλων μας. Τότε που το προσωπικό ήταν και κοινωνικό, το ατομικό γίνονταν και συλλογικό, και η οραματική εσωστρέφεια δεν είχε μπολιάσει ακόμα τις καρδιές μας.
     Σκόρπιες μνήμες που βίωσαν το χρόνο και επιβίωσαν της χρονικής στιγμής που τις κυοφόρησε, δεν είναι ο βίος μας;
 Μνημονικός μελοδραματισμός ή εξομολογητική μελαγχολία, τώρα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν;
     Τω καιρώ εκείνω, που το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών διαβαζόταν παράλληλα με το κόκκινο βιβλίο του Μάο, και τα επαναστατικά κείμενα του Τσε, είδα για πρώτη φορά το έργο του Ατάυντε.
Στο Θέατρο «Διονύσια», το πρόγραμμα που έχει απομείνει από εκείνη την θρυλική παράσταση βοηθά την μνήμη να ξεδιπλωθεί ξανά.
     Τρεις φορές παρακολούθησα την παράσταση. Δύο μαζί με τον μεταφραστή του έργου, συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, και μία μαζί με την συντροφιά της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του τότε σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη.
Ήταν το θεατρικό γεγονός, όχι μόνο εκείνης της ταραγμένης ποικιλοτρόπως εποχής.
     Ο αντιεξουσιαστικός αυτός θεατρικός μονόλογος,(τότε που δεν ήταν ακόμα τόσο εύκολο να σταθής στην σκηνή μόνος σου) έγινε «μύθος»στο θεατρόφιλο κοινό αφού τον ρόλο υποδύονταν η μεγάλη Έλλη Λαμπέτη.
     Διακριτικά, σεμνά, αθόρυβα, με παιδικό δέος παρακολουθούσα την DIVA στις πρόβες του έργου και πάνω στην σκηνή.
Εύθραυστη, ονειρική, μαγευτική, κυκλοθυμική ορισμένες φορές, τραγικά γήϊνη, ερμήνευσε τον ρόλο με τον τρόπο που η ίδια γνώριζε με την βελούδινη κάπως υψηλών τόνων φωνή της. (και ένα ελαφρό ψεύδισμα αν δεν κάνω λάθος;)
     Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα», είναι ένα θεατρικό έργο γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, ας μην μας διαφεύγει ότι γράφτηκε σε μια εποχή ανατροπών.
Κυριαρχεί η λεκτική υπεραφθονία, οι εκκωφαντικοί λεκτικοί γδούποι, συχνότατες μηνυματικές διακηρύξεις διαδέχονται τις τραγικές σιωπές και τις αλλόφρονες σωματικές κινήσεις.
Οι αριστοφανικού τύπου αθυροστομίες, ο νευρωτικός του ρυθμός, και η έντονη σεξουαλική του πρόκληση, χρειάζονται σίγουρα την υποκριτική δεξιοτεχνία ενός μεγάλου ταλέντου για να «σαρκωθούν» να αποκτήσουν το απαραίτητο ειδικό βάρος που προϋποθέτει το θεατρικό αυτό σύμβολο, που, δεν έχει χαρακτήρα μάλλον, ούτε το ίδιο το έργο μεγάλες δραματικές εναλλαγές.
Η διαβρωτική αυτή σάτιρα χρειάζεται το σωματικό ύφος μιας μεγάλης υποκριτικά παρουσίας για να σταθεί πάνω στην σκηνή, να αποδοθεί σε όλη της την επαναστατική κυνικότητα. Ο ανατρεπτικός του καλπασμός πρέπει να χαλιναγωγηθεί από ένα πειθαρχημένο σώμα, που θ ελέγχει το σωματικό ύφος και τους εξτρεμιστικούς φωνητικούς του χρωματισμούς.
   Χωρίς αυτά τα αυτονόητα πράγματα, το κείμενο μετατρέπεται σε ένα ξεπερασμένο-ιδιαίτερα σήμερα που οι συνθήκες άλλαξαν-κηρυγματικό μανιφέστο. Ένα ανατρεπτικό μεν, αλλά κλασικό στο είδος του ιδεολογικά φορτισμένο τσιτάτο.
     Η αντικομφορμιστική του όμως γλωσσική ιδεολογία, ενταγμένη στην εποχή της και με ότι αυτό πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά συνεπάγεται, μετά μάλιστα τον αγώνα για την σεξουαλική απελευθέρωση και την κάθε είδους ιδεολογική αντιστροφή, τι μπορεί να σημαίνει ο λόγος ενός τέτοιου κειμένου;
     Κατανοεί τη συμβολή του θεατρικού λόγου σήμερα, ένα μάλλον αδρανές θεατρικά κοινό, βραχυκυκλωμένο από τα διάφορα τηλεπαιχνίδια και τους βίαιους και αιματηρούς πολέμους γύρω του;
     Το κέντρο βάρος του έργου, πέφτει στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα μιας συμπλεγματικής δασκάλας, μιας ανέραστης γυναικείας παρουσίας που μην κατορθώνοντας να αγαπηθεί, ή ορθότερα φλεγόμενη από το πάθος για έρωτα, δεν ισορρόπησε σαν χαρακτήρας, σαν άτομο, καταφεύγει στην εύκολη και δοκιμασμένη επιλογή που του δίνει ένα κυρίαρχο δυναστευτικό σύστημα.
Την πνευματική, την ψυχική αλλά και σωματική εξουσιαστική βία. Την ίδια στιγμή, που η εξέλιξη της θεατρικής της ιχνογράφησις αναδύεται η σαθρότητα της επιλογής της.
Λάμπει το κενό της ψυχής της, μαραγκιάζει το σώμα της,
κούφια αυστηρή κηρυγματολογία βγαίνει από το στόμα της.
     Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι ο στερημένος εαυτός όλων μας. Ο παράφορος αλλά εκτροχιασμένος συναισθηματικά τρόπος να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
     Το αιρετικό αυτό κείμενο μας «διδάσκει» το πώς μια αστική ηθική με τους τρεις πυλώνες της κυριαρχικής της δομής, το στρατό, την εκκλησία, και την εκπαίδευση, ποδηγετεί τις συνειδήσεις των ανθρώπων, και αλυσοδένει τις επιθυμίες όλων μας.
    Ο Γιώργος Μαρίνος, έχοντας ευτυχώς κάνει στροφή στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, μας μαγεύει με την πραγματικά σημαντική αυτή παράσταση.
Μακριά, από την φωτεινή ενζενική παρουσία της Έλλης Λαμπέτη, και την ορθή δεύτερη σκηνική παρουσία της Πρωτοψάλτη, αλλά και εκείνη της Θέμις Μπαζάκα, οικοδομεί την δική του θεατρική εικόνα.
     Νευρώδης, επιθετικός, βασανιστικά αγχώδης, βίαιος, σαρκαστικός, εκδικητικός, με τον έντονο υστερικό του χαρακτήρα ενσαρκώνει έναν ρόλο σε όλο το τραγικό αδιέξοδο της ψυχικής του πτώσης.
Αποκαλυπτικές χειρονομίες, σωματικός «παροξυσμός», οδυνηρές σωματικές κινήσεις απεγνωσμένοι φωνητικοί χρωματισμοί, σπονδυλώνουν, την ηρωϊδα σύμβολο, με τρόπο εύληπτο, αλλά και ηδονικό ταυτοχρόνως.
    Ο Γιώργος Μαρίνος, δεν μας λέει το Φλωμπερικό: «Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είμαι εγώ» και αυτό το οφείλει στην σωστή καθοδήγηση του σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη. Αλλά, μας λέει και σε μας τους μαθητές-θεατές, ποια είναι η ευνουχισμένη προσωπικότητα όλων μας, από τις συγκεκριμένες επιλογές μας που προέρχονται από την κυρίαρχη ηθική. Και είναι εύστοχη η σκηνοθετική αυτή άποψη γιατί με τον δηλωτικό αυτόν τρόπο, το σύμβολο αντέχει μέσα στον χρόνο, πείθει διαρκώς ο θεατρικός λόγος πέρα από την εποχή που τον κυοφόρησε, και την κοινωνική ατμόσφαιρα που το προεξόφλησε θεατρικά.
     Πληθωρικός ο Γιώργος Μαρίνος όπως πάντα και παιγνιώδης, υστερικός ακόμα και στις παύσεις του, αμήχανος από την λεκτική καταιγίδα που και εκείνον τον πλημμυρίζει, εκτίθεται σε ένα θεατρικό παιχνίδι δεξιοτεχνίας απαράμιλλο.
     Η ορθή σκηνοθετική επιλογή του Γιώργου Μιχαηλίδη οδήγησε τον ηθοποιό σε σωστούς δρόμους, χωρίς να τον αγκυλώσει σε παλαιότερες ερμηνευτικές ερμηνείες άλλων ηθοποιών. Ο ρόλος απέκτησε μια μάλλον άλλη ταυτότητα.
     Ο λειτουργικός λόγος της μετάφρασης, κοινωνεί ακόμα και σήμερα ίσως χωρίς τους ίδιους γλωσσικούς κώδικες, αλλά σε ευρύτερα πλαίσια σκηνικής παρουσίας.
(υπάρχει και κυκλοφορεί στο εμπόριο και η μετάφραση του Πάνου Κατέρη, από τις εκδόσεις Δωδώνη).
     Ο ακραίος ρεαλισμός της σκηνοθετικής ματιάς, δεν άφησε και πολλά περιθώρια στην σκηνογράφο και ενδυματολόγο Κατερίνα Καμπανέλλη να αυτοσχεδιάσει.
Έτσι, τα μουντά, σκοτεινά χρώματα του σκηνικού βάθους, ο δωρικός σκηνικός διάκοσμος αλλά και η ζεστή παλαιομοδίτικη ενδυματολογική πρόταση της ηρωίδας χωρίς προκλητικότητα, αποκάλυψαν σε εμάς τους μαθητές-θεατές την πληγωμένη προσωπικότητα της Δεσποινίδος Μαργαρίτας που δεν έχει από πουθενά αλλού να κρατηθεί πέρα από την εξουσία της.
    Όμως η Ιστορία μας διδάσκει, ότι η ψυχική άβυσσος χαίνει με τέτοιου είδους εκφράσεις και τρόπους συμπεριφοράς, αλλά και στείρας διδασκαλικής αυταρχικής συμπεριφοράς, χρειάζονται άλλου είδους υπερβάσεις από όλους μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός φύλλου 16506/Δευτέρα 22 Απριλίου 2002, σελίδα 4.

Πειραιάς, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.
                 

                      

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ-ΘΕΑΤΡΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΘΕΟΤΟΚΑΣ

«Το παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας»

    «Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μιαν όμορφην ημέρα ο Μαυριανός κι οι άρχοντες εκάνανε τραπέζι κι αθιβολή δεν είχανε κι αθιβολή τους παίρνει…».

                                         Ο Μαυριανός και ο Βασιλιάς

      Τι στόχους είχε ο «πιο καρτεσιανός από τους Νεοέλληνες πεζογράφους» όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, γράφοντας το «Παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας»;
    Το έργο αυτό του Γιώργου Θεοτοκά, γράφτηκε στα 1944, στις πιο φρικιαστικές και αγωνιώδεις ώρες του τέλους της Γερμανικής Κατοχής, γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στις σημειώσεις του κειμένου. Βλέπε «Θεατρικά έργα» τόμος Α, σελίδα 101.
      Η Ελληνική κοινωνία τρομοκρατημένη και τραυματισμένη έβγαινε από μια ιστορική τραγωδία και πριν προλάβει να ανασάνει, έμπαινε στον τραγελαφικό και άδοξο και πολιτικά αδιέξοδο εμφύλιο σπαραγμό. Ποιος είχε δίκιο, ποιος άδικο ποτέ ίσως δεν θα το μάθουμε επακριβώς, αφού ο πόνος και ο σπαραγμός, οι κακουχίες και τα βάσανα των νεκρών και των αδικοχαμένων και από τις δύο πλευρές ήταν αβάστακτος και οι πολιτικές και κοινωνικές πρωτίστως συνέπειες ήσαν τεράστιες και φοβερές. Ο πόνος μέχρι τις μέρες μας είναι ακόμα νωπός για αρκετές οικογένειες αμφοτέρων των πλευρών, και τα πολιτικά μίση και πάθη, ακόμα δεν έχουν πάψει.
Η Ελλάδα, δεν κατόρθωσε να κλείσει τις πληγές του εμφύλιου σπαραγμού της νωρίς, όπως έκαναν άλλες χώρες. Τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τα πολιτικά λάθη της και τις άστοχες ιστορικές επιλογές της.
Η μεταγενέστερη ιστορική γραφή και απεικόνιση των τότε γεγονότων και δραματικών συμβάντων, δικαιώνει την ανθρώπινη μνήμη μάλλον κατά το «δοκούν» οι τραγικές όμως απώλειες δεν αναπληρώνονται για έναν λαό, όσα επιτύμβια και αν αναγείρουμε, όσο ηρώα και αν στήσουμε, όσες ιστορικές σελίδες και αν γράψουμε.
   Η Ελληνική κοινωνία, φυλάκισε το Όνειρο, για να δημιουργήσει Δίκαιο ή καλύτερα πολιτικοποίησε το ανθρώπινο βίωμα στο όνομα ενός αβέβαιου ιστορικού μέλλοντος, και, τα αποτελέσματα σε όλους μας γνωστά.
    Σε τι λοιπόν αποσκοπούσε ο λογοκρατούμενος συγγραφέας με την κωμωδία αυτή, σε αυτές τις δύσκολες ώρες;
     Ο πιο Ευρωπαίος από την γνωστή γενιά του 1930, επεδίωξε να «πνευματοποιήσει»την πολιτική σκέψη των συγχρόνων του, προσπάθησε να απαλλαγεί από τις ηθογραφικές αγκυλώσεις της εποχής του, μπόλιασε με τις ιδέες ενός αστικού δημοκρατισμού,  και «συντηρητικού»  φιλελευθερισμού το έργο του και πρόβαλε ο ίδιος ως η ευγενέστερη και μειλίχια φωνή της γενιάς του 1930. Αυτής της φοβερής και τρομερής για τις προηγούμενες γενιές γενιά. Που διέσωσε μάλλον μόνο ότι τις πήγαινε στην δική της παιδευτική καλλιέργεια και ιδιοσυγκρασία.
    Ήταν προφητικός αλλά και διστακτικός, από ιδιοσυγκρασία Ελληνότροπος, αλλά και από παιδεία Ευρωπαίος. Σημαντική μορφή των Ελληνικών γραμμάτων, γόνιμη πνευματική παρουσία αλλά και ακραίος αρκετές φορές στις ερμηνευτικές του προτάσεις.
      Το έργο, βασίζεται σε μια παραλλαγή Δημοτικού τραγουδιού «Ο Μαυριανός και ο Βασιλιάς» ή ακόμα, και το «Στοίχημα» μια άλλη εκδοχή του ίδιου λαϊκού μοτίβου (δες «Τραγούδια των Ελλήνων» του Άγη Θέρου, τόμος Α΄ σελίδα 298).
     Η τετράπρακτη αυτή κωμωδία, ανήκει στην κατηγορία του λεγομένου Νεοποιητικού λαϊκού δράματος. Ο συγγραφέας δανείζεται λαϊκούς μύθους, διάφορα στοιχεία και δοξασίες από την λαϊκή παράδοση και οικοδομεί την θεατρική του γραφή. Αποκρυσταλλώνει με έντεχνο τρόπο τον προφορικό λόγο σε θεατρική σκηνική δραματουργία. Σε αυτό, βοηθά το γεγονός ότι αρκετές παραλογές δημοτικών τραγουδιών-ιδιαίτερα Ακριτικών-έχουν σκηνική διάρθρωση και συγγενεύουν με τα δομικά στοιχεία του λαϊκού ποιητικού θεάτρου.
Λογοτεχνικές και θεατρικές δραματοποιήσεις δημοτικών τραγουδιών υιοθέτησαν αρκετοί συγγραφείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Εξωτερικό
Ενδεικτικά αναφέρω τους: Ηλία Βουτιερίδη, Νίκο Καζαντζάκη, Παντελή Χορν, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νικόλαο Ποριώτη, και Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από την Ισπανία, Ερρίκο Ίψεν από την Νορβηγία, Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς από την Ιρλανδία και άλλοι.
     Ο Θεοτοκάς, δανείστηκε τα λαϊκά στοιχεία της παράδοσης και εμπλούτισε με αυτά συστηματικά το θεατρικό του έργο, δίνοντας στην νέα ερμηνεία, φιλοσοφικές διαστάσεις.
Συγχωνεύει την Ιστορία-είτε αφορά μια προσωπικότητα, είτε ως ιστορικό γεγονός-με τον θρύλο και την θεατρική γραφή και υφαίνει με κέφι, και ευσυνειδησία και ασφαλώς έχοντας γνώση των κανόνων της θεατρικής τέχνης, την δική του εκδοχή.
Το διλημματικό αυτό έργο, είναι από τα αρτιότερα θεατρικά έργα του συγγραφέα.
     Είναι μάλλον το τελευταίο έργο του ως «κοσμικού» θα λέγαμε δημιουργού, προεικονίζει τις τελευταίες φάσεις ενός αστού κοσμοπολίτη στοχαστή, λίγο πριν αποδεχθεί ή «καταφύγει» στην Ορθοδοξία όπως μας φανερώνουν οι τελευταίες του δημιουργίες με την ευδιάκριτη πρόταση «Θεοπτίας του».
    Ο Γιώργος Θεοτοκάς, ενσωματώνοντας πολλά και ετερόκλητα στοιχεία της παράδοσης, απαντά κατά κάποιον τρόπο στον Βασίλη Ρώτα, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιώργο Κοτζιούλα, για το τι είναι λαϊκό θέατρο (ή θέατρο του Βουνού), και μας προτείνει την δική του ερμηνευτική εκδοχή για το τι σημαίνει λαϊκό και ταυτοχρόνως δραματουργικό.
     Διαφοροποιείται επίσης, τόσο από φιλοσοφικό ποιητικό έργο που προτείνουν ο Άγγελος Σικελιανός ή ο Νίκος Καζαντζάκης, όσο και από το ψυχολογικό αστόδραμα των: Γρηγορίου Ξενόπουλου, Δημητρίου Μπόγρη, ἠ του Παντελή Χορν. Ο Θεοτοκάς, δεν υιοθετεί το ιστορικό δράμα έτσι όπως μας το παρουσίασε ο άλλο μεγάλος συγγραφέας της γενιάς του 1930, ο Άγγελος Τερζάκης.
Ο Θεοτοκάς, χρησιμοποιεί τον «ψυχολογισμό» για να αρθρώσει την δική του θεατρική πρόταση.
      Στο έργο μας μιλά, για την διαφορά ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα, την ασυνεννοησία μεταξύ τους, τις περίπλοκες σχέσεις τους, το ατελέσφορο των ερωτικών τους προσπαθειών, το επισφαλές της όποιας επικοινωνίας τους. Με δύο λόγια, την δυσκολία συνύπαρξης των δύο φύλων και την δυσκολία της συζυγίας τους.
    Ακόμα το έργο, κωμικοποιεί τις πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες των Ελλήνων, στηλιτεύει τους διάφορους φανατισμούς και τις ιδεοληψίες τους, αλλά και τις όποιες άσκοπες λογομαχίες τους και προτείνει μια πολιτική ισορροπία η οποία θα προέρχεται από την «αρχή της πεφωτισμένης δεσποτείας».
Οι διάφοροι κώδικες της δραματουργίας του μας αποκαλύπτουν περισσότερο τους στοχασμούς και τις φιλοσοφικές του έρευνες παρά τις θεατρικές του αναζητήσεις.
     Το θεατρικό του έργο, πολλές φορές είναι «γεμάτο» κηρυγματική διάθεση, εγκεφαλικότητα, ακόμα υποτροπιάζει το λυρικό στοιχείο από το έργο του, και ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων του δεν διακρίνεται εύκολα, δεν παύει όμως να είναι ένα θεατρικό παιχνίδι, μεταξύ Ονείρου και πραγματικότητας, εφικτού και ανέφικτου, της τρέλας και της φρονιμάδας.
      Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο κύριος Χατζηπαπάς ήταν καταπληκτική.   Μια θεατρική πρόταση με γρήγορους ρυθμούς, κεφάτη διάθεση, ανάλαφρη ατμόσφαιρα, με μια πανδαισία χρωμάτων και ευρηματικών σκηνικών ερμηνειών, που θύμιζε έντονα τα παιχνίδια των παρεξηγήσεων των Σαιξπηρικών κωμωδιών.
     Όλοι οι συντελεστές ήσαν υπέροχοι, μέσα σε αυτό το γενικό πανδαιμόνιο υποκριτικής, πολυποίκιλων ήχων, μουσικών χρωματιστών και σκηνικής επένδυσης.
Ένας σκηνικός πανζουρλισμός, που ενώ ίσως υπέσκαπτε την ιστορική και ερμηνευτική πρόταση του θεατρικού λόγου, αναπλήρωνε την έλλειψη αυτή, με διασκεδαστική και ευχάριστη ειρωνευτική του φόρμα.
     Το έργο του «νεοδραγουμικού» όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός της λογοτεχνίας Δημήτριος Τσάκωνας, Θεοτοκά δικαιωνόταν χρονικά στα χέρια μιας ομάδας άξιων ερμηνευτών και συντελεστών.
Ιδιαίτερα ο ρόλος (το Πουλί) του ηθοποιού Γιάννη Σιαμσάρη με την εξπρεσιονιστική εμφάνισή του και την ιδιόμορφη κάπως φωνή του, έκλεψε την παράσταση.
     Είτε με τρέλα, είτε με φρονιμάδα η απόλαυση του Θεατρικού παιχνιδιού ήταν υπέροχη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 1998, σελίδες 5,7

Πειραιάς, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.                         

ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ-Καβάφης καθ οδόν

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ

«Καβάφης καθ’ οδόν»
Από το Θέατρο Έναστρο-Δωματίου

     Ένας κόμπος ανεβαίνει σταθερά στο λαιμό, κάθε φορά που έρχονται στην σκέψη μου πρόσωπα που γνώρισα και έφυγαν τόσο πρόωρα από κοντά μας.
     Μια αίσθηση ματαιότητας με πλημμυρίζει για το ανόητο, ελπιδοφόρο αυτό παιχνίδι του τίποτα, που όλοι μας παίζουμε και λέγεται Ζωή, λέγεται Ιστορία, γενέθλιος Πόλη, Έρωτας του Ωραίου, αναζήτηση της ιδανικής Ομορφιάς, πελαγοδρόμηση μέσα στους λαβυρίνθους της ψυχής και του πνεύματος. Ρεύμα επιθυμίας προς το άλλο σώμα που σε απωθεί και σε έλκει ταυτόχρονα, που σε οδηγεί προς το χάος και το στίγμα του Έρωτα, της αγάπης και της αγωνίας, της ιστορίας σου και της τέχνης σου. Θάνατος, η μουσική χωρίς νότες, η τέχνη χωρίς μορφή, ο έρωτας χωρίς τα άγγιγμα του σκληρού πόθου, το σκούρο και ανερμήνευτο του ειδώλου μας μπροστά στον καθρέπτη της πρόσκαιρης ζωής.
       Η πόλη του Πειραιά σαν θηλυκή μαινάδα μπροστά στην φουφού της ιστορίας της κηδεύει τα παιδιά της με άσπλαχνο τρόπο, αδιαφορία, κυνισμό, απάθεια και παθιασμένο έρωτα προς αυτά, που ολοκληρώνεται μόνο με την φυσική τους απώλεια. Εκεί στην κρυφή γωνιά του τίποτα της ιστορίας της που δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.
    Ζωή τρελή, ζωή μηδαμινή, ζωή σημαδεμένη στο χάος βουτηγμένη.
Και ενώ η αδιάφορη προς το ανθρώπινο ζώο Φύση μας υπενθυμίζει σταθερά και αδιάκοπα το βέβαιο του θανάτου και μας οδηγεί με χαιρεκάκια στα όρια της ανυπαρξίας με σταθερά και αργά βήματα μέχρι ο χρόνος να μας σπρώξει στην μαύρη τρύπα ομαδικώς, ο όποιος Πολιτισμός και οι μεγάλοι διαχρονικοί μύθοι του αλλά και οι μικρότεροι οι προσωπικοί μας που γίνονται εικόνες τέχνης, αγωνίζονται ασθμαίνοντας να μας βοηθήσουν να κρατηθούμε από το ελπιδοφόρο δόλωμα της Τέχνης όπως το ψάρι από την τριχιά του θανάτου του ψαρά.
Γιαυτό πιστεύω ότι η ζωή κυλάει, όχι τόσο με τις ανδραγαθίες των μεγάλων και φημισμένων αντρών της Ιστορίας και τα ένδοξα κλέη τους, όσο με τα χιλιάδες καθημερινά μας πάθη και αστοχίες τις κρυφές και παράλογες αμαρτίες μας τις αστοχίες εκείνες που πικραίνουν δημιουργικά το βίο μας και φωτίζουν έστω και με μουντό φως την μοναχική μας πορεία αλλιώς.
    Από την Λαϊδα ως την Μαρία την Αιγυπτία και από την Σαπφώ ως την Κασσιανή κοινός ο δρόμος της ζωής.
Από τον ωραίο και καλλίγραμμο οινοχόο βοσκό τον Γανυμήδη ως τα μαβιά μάτια του Κωνσταντίνου Καβάφη κοινός ο πόθος του έρωτα.
Και από το παράπονο του κραταιού Αχιλλέα στον Άδη ως το τραγούδι του Νεκρού αδερφού, κοινή η μοίρα και το μοιρολόγι της ζωής.
Μνήμη θανάτου στην καθ’ οδόν πορεία μας ελπίζοντας μάλλον περισσότερο για τους άλλους, παρά για εμάς τους ίδιους.
Μνήμη θανάτου προς τις μοιραίες φαντασιώσεις μας, τα παραπαίοντα ίχνη των ονείρων μας.
Ο καθένας ρίχνει τα ζάρια της ατελέσφορης πορείας μας και όποιος και όσο αντέξει.
     Μεγάλη υπόθεση στον χώρο της ζωής και της ποίησης ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.
Ένα όνομα που κερδίζει συνεχώς έδαφος, ένας ποιητικός λόγος που ακούγεται και διαβάζεται από τους πάντες ανά την υφήλιο.
Κωνσταντίνος Καβάφης, αυτός ο πονηρός γέρων της Αλεξάνδρειας. Αυτής της πόλης των ηδονών και της μαγείας, του ανατολίτικου ρυθμού και της μαγγανείας της γνώσης, αυτής της παγκόσμιας μέσα στην ιστορία Εταίρας που αποδέχθηκε τα πάθη της και καταφεύγοντας στην έρημο της απάθειας αγίασε.
    Ο Κωνσταντίνος Καβάφης με την ποιητική του γραφή και ερωτικό οραματισμό, μας  δίδαξε τις ανάγκες του σώματός μας, έδωσε στο σώμα μας και τις ανάγκες του φωνή να μιλήσει και να αφηγηθεί τις δικές του επιθυμίες, να μιλήσει για ότι εκείνο και μόνο το αφορά. Οι επιθυμίες και οι ανομολόγητες αισθήσεις του αναδύθηκαν από την άβυσσο της μεταφυσικής και της ομιχλώδους και ευμετάβλητης μέσα στην ιστορία ηθικής μας. Οι αισθήσεις του σώματός μας αποκαθηλώθηκαν από την ονειρική φαντασία μας, αποπαγηδεύτηκαν από την σκουριά των θρησκευτικών προλήψεων, περπάτησαν σιμά μας και μας αγνόησαν πανηγυρικά, μας έστρεψαν αυτές την πλάτη.
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας οικουμενικός δημιουργός γιατί, ενώ μας μιλά για τις προσωπικές του επιθυμίες, τους ατομικούς του έρωτες-αυτοί οι μνημονικοί Καβαφικοί ομοφυλόφιλοι έρωτες με τις δεκάδες αισθήσεις και ερωτικές μυρωδιές-μας αναφέρει τα δικά του ερωτικά σκιρτήματα και ερεθίσματα των δικών του αισθήσεων, ταυτόχρονα μας παραπέμπει στα διάφορα ιστορικά συνδηλούμενα με αποκαλυπτικό τρόπο και σαγηνευτική μαγεία, σε μια καθημερινή και απλή γραφή με ένα κοίταγμα τόσο σε εμάς οικείο, που καθιστά το δικό του ατομικό θέμα και βλέμμα πανανθρώπινο και διαχρονικά επίκαιρο.
    Ο Καβάφης σωματοποιεί τις ενδόμυχες επιθυμίες μας, τις απαγορευμένες σκέψεις μας, και μας προτρέπει να τις κοιτάξουμε κατάματα αποφεύγοντας το βλέμμα της Μέδουσας των κοινωνικών μας Ερινύων.
      Χωρίς ενοχές, χωρίς σκάνδαλα, χωρίς φόβο, χωρίς έπαρση για τους αδυνάτους, αλλά και χωρίς ταπείνωση και εύκολο μεταφυσικό εξιλασμό μας λέει: Να, κοιτάξτε το σώμα σας είναι εδώ, μοναδικό και ανεπανάληπτο και σας περιμένει, σας καλεί μέσω των επιθυμιών των άλλων σωμάτων, οι επιθυμίες του όποιες και αν είναι στέκονται εδώ μπροστά σας, οι διάφορες και κάθε φορά μαγευτικές του ανάγκες περιμένουν δικαίωση, μετά από αυτό η μνήμη, μόνον την φθορά του μπορεί να απεικονίσει.
      Είναι αγχώδης η γραφή του και η φωνή του όλο πίκρα, γλυκόπικρη ιχνηλασία επιθυμιών ανεκπλήρωτων.
Το σώμα δεν ακολουθεί πάντα τα ένστικτά του. Οι εποχές, οι φραγμοί της κοινωνίας, οι πολιτικές συνθήκες, οι ιστορικές απαγορεύσεις οι δολοφονικές απαγορεύσεις των θρησκευτικών δοξασιών, οι προσωπικές συνθήκες ζωής και παιδείας, τα οικογενειακά βιώματα, οι κάθε είδους προλήψεις και δισταγμοί, εμποδίζουν το σώμα να εκφραστεί με τους δικούς του κανόνες, να μιλήσει την δική του και μόνο γλώσσα, να αφεθεί ελεύθερο στην απόλαυση των καθημερινών στιγμών, στην μυσταγωγία της εκπλήρωσης των αναγκών του.
    Δεσμωτήριο κατά τον θείο Πλάτων της ψυχής είναι το σώμα, όμως του σώματος, είναι η κοινωνία.
Ναός του Θεού είναι για την χριστιανική παράδοση το σώμα, αλλά οι εμπορικές κάθε είδους συναλλαγές του, σκοτώνουν κάθε υγιή μας επιθυμία και αμαυρώνουν την ζωή μας άχαρα και δυναστευτικά.
     Το σώμα, το σώμα μας, στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη έχει την δική του φωνή, αντίθετα από τον ίδιο τον ποιητή που η φωνή του γίνεται μνήμη, αναπόληση περασμένων στιγμών. Η μνήμη όμως, προσφέρει λαλιά στον δημιουργό για να εκφράσει οτιδήποτε εκείνος θεωρεί ότι πρέπει να διασωθεί από την ελεύθερη φωνή του σώματός του.
Ο Καβάφης κατορθώνει αυτό που δεν μπόρεσαν να πετύχουν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς με το τεράστιο έργο του, ο μύστης Άγγελος Σικελιανός με το αχαρτογράφητο μάλλον ακόμα ποιητικό του πεδίο, ακόμα και ο Διονύσιος Σολωμός, με τον ωραιοπαθή δεκαπεντασύλλαβό του και τον μισοτελειωμένο μυστικό του οραματισμό και ιδεαλιστικό του ερωτισμό, αλλά και αυτός ο σκληροτράχηλος Νίκος Καζαντζάκης, με την κάπως κακοτράχαλη γραφή του, την μεγάλη του εγκεφαλικότητα που συναντάμε μέσα στην ποιητική ή πεζή φόρμα του και την ακόμα πιο τεράστια θεματολογία του.
     Η γραφή εναντίον του σώματος, να η διαφορά της γενιάς του Κωστή Παλαμά από εκείνη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Και στην μέση, η αμφιβολία και ο πεσιμισμός του Κώστα Καρυωτάκη και η άλλη Στροφή του Γιώργου Σεφέρη, πριν φανεί το όνειρο και πάλι του μελωδού Οδυσσέα Ελύτη.
Τα άρρητα ρήματα της παράδοσής τους ανθίζουν και μοσχοβολούν ακόμα.
    Ο Καβάφης, κατέβασε στη γη το σώμα και τις επιθυμίες του, το σταύρωσε και το ανάστησε όπως οι διάφοροι πολιτισμικοί μύθοι κάνουν με τους συλλογικούς τους ιδεοτύπους.
Ο ποιητής συνομιλεί όχι με ιδεατά πρόσωπα μεταφυσικές ιδέες, αλλά με υπαρκτά ιστορικά αγαπημένα του πρόσωπα ή πρόσωπα της ιστορίας που σημάδεψαν την εποχή τους ή άλλαξαν τον ρου της καθημερινής ιστορίας της εποχής τους.
Γιαυτό και το σώμα, όταν αποτυγχάνει στην ιστορική του ερωτική πορεία ειρωνεύεται, σαρκάζει, μειδιά, την ίδια του την προσπάθεια, και όλοι μας γνωρίζουμε, πόσο εξίσου φρικτή και επώδυνη είναι η αποτυχία του σώματός μας παραπλήσια με εκείνη των ιδεών μας. Το τίμημα είναι αβάσταχτα σκληρό και είτε εκδηλώνεται ως αρρώστια, είτε κρυφοκαίει ως ανεκπλήρωτη επιθυμία, έτσι όταν υποψιάζεται την αποτυχία του, παραμένει στο ημίφως,  κρύβεται πίσω από τις απαλές σκιές των κεριών, σκηνοθετεί την παρουσία του αλλά και την όποια έλλειψή του.
Σωματικές σκιές που επιθυμούν είναι μάλλον το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Αλεξανδρινού. Σώματα που κοχλάζουν από ζωή και αγωνίζονται να παραμείνουν στην επιφάνεια της ιστορίας, σώματα που γνώρισε και αγάπησε, σώματα που ερωτευθήκαμε και ποθήσαμε και εμείς μέσω της ποίησής του.
     Από την άλλη, ο Πειραιώτης δημιουργός Ανδρέας Αγγελάκης, βιώνει και αυτός την ματαιότητα του ερωτικού εγχειρήματος, το άδοξο των ερωτικών του επιθυμιών, καταφεύγει στην ενοχική λαγνεία, την τρομαχτική πραγματικότητα των τραυματικών επιθυμιών, στην μοναχική και αδηφάγα λύτρωση του θανάτου. Η οδυνογόνος γραφή του έρχεται από την ζωή της πιάτσας του λιμανιού, των σκοτεινών σοκακιών, των ατέλειωτων σκιών των πάρκων και όχι του κλειστού δωματίου η γραφή του ανακαλεί στην μνήμη την ταινία «Μάμα Ρόμα» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι και τους ατέλειωτους ερωτικούς δρόμους της Άννας Μανιάνι, χωρίς όμως τον δικό της λυρισμό και μητρική αποφασιστικότητα.
Οι προσωπικές του ενοχές και τα ατομικά του αδιέξοδά γίνονται εφιαλτικά όνειρα γραφής, τρόμος ποιητικού κενού. Συναντάμε στο έργο του μια ερωτική ξενηλασία που παγώνει την αίσθηση μέσα από την περιγραφή της σωματικής φθοράς.
     Το ποιητικό έργο «Καβάφης καθ’ οδόν», γράφτηκε μετά την σπαρακτική συλλογή του «Μεταφυσική της μιας Νύχτας» (1982), το συγκλονιστικότερο και δραματικότερο μάλλον έργο του Ανδρέα Αγγελάκη, και την ποιητική του σύνθεση 
«ο Μακρύς μονόλογος για την Πολυδούρη» (1989) που γράφτηκε μετά, τα ποιήματα αυτά έχουν μια ενότητα ύφους χωρίς την ίδια πάντοτε ισορροπία.
      Ο «Καβάφης καθ’ οδόν» είναι μία ακόμα αφορμή για να μας μιλήσει ο συγγραφέας για την δική του ζωή και τα ερωτικά της πάθη, και φυσικά, η φιλοδοξία του ποιητή να ζωντανέψει ποιητικά έναν άλλο ομότεχνό του ποιητή, τον Αλεξανδρινό ποιητή με τα όμορα ερωτικά βιώματα και να τον καταστήσει πρόσωπο οικείο στις μέρες μας.
Μια προσπάθεια που μάλλον κατά την γνώμη μας, δεν πετυχαίνει τον στόχο της.
    Οι δέκα ποιητικές ονειροφαντασίες του Ανδρέα Αγγελάκη δεν μας προσφέρουν με επάρκεια ούτε αναπλάθουν το μαγευτικό κλίμα της ζωής του Αλεξανδρινού και της εποχής του, ούτε επίσης το ερωτικό τοπίο των ποιημάτων του, την ερωτική απελευθερωτική ανάσα της ποιητικής του φόρμας, το θρόισμα της ερωτικής του μοναξιάς.
     Το ποίημα, είναι μια προσωπική κραυγή απόγνωσης του Πειραιώτη συγγραφέα που αποζητά διέξοδο μέσα από άλλες ποιητικές φωνές και παρουσίες με όμορες ευαισθησίες και ψυχικές απογνώσεις. Σίγουρα ο Ανδρέας Αγγελάκης πρέπει να γνώριζε και να είχε διαβάσει την ποιητική σύνθεση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου για τον Αλεξανδρινό, αλλά η ποιητική στιγμιοτυπική ποίηση του Ρίτσου είναι ένα άλλο πρόβλημα, όπως επίσης και το πώς παρουσιάζεται το αντρικό σώμα, το πώς θαυμάζεται ή το πώς θωπεύεται, το πώς αιχμαλωτίζεται από το βλέμμα του ποιητή, αυτό φαίνεται καθαρότερα στο έργο τα "Ερωτικά" του ποιητή της Μονεμβάσιας.
    Το κείμενο αυτό του ποιητή Αντρέα Αγγελάκη δεν έχει την πιο άρτια δομή που είχε το άλλο του έργο ο μονόλογος για την Πολυδούρη, πεζολογεί αναμνησιακά για να αναφερθεί στα δικά του αδιέξοδα που ίσως του προετοιμάζουν την δική του πορεία την σε εμάς γνωστή. Η «Μεταφυσική της μιας Νύχτας» είχε ήδη δουλέψει υπόγεια και σκληρά και προετοίμαζε το αποτέλεσμα.
     Τότε θα αναρωτηθούμε, προς τι το θεατρικό ανέβασμα; Σκοπιμότητες θεατρικές, Καβαφικές αγάπες επίκαιρες; Ή μόδα Σμαραγδιακή;
     Πως μετατρέπεται σε θεατρική πρόταση η όποια ανθρώπινη παθολογία, χωρίς να σκανδαλίσει ή να χαθεί κάτω από το βάρος μιας δήθεν επίκαιρης επαναστατικότητας;
     Ο σκηνοθέτης κύριος Μίλλας, έστησε μια φασφουντάδικη παράσταση χωρίς νεύρο, περισσότερο από όσο έπρεπε στο πόδι, και μας έδωσε μια θεατρική απόπειρα ενός ποιητικού έργου χωρίς να γνωρίζει ούτε τι είχε προηγηθεί του ποιητικού κειμένου, ούτε τι ακολούθησε μετά στην συγγραφική διαδρομή του ποιητή. Χωρίς αίσθηση του ποιητικού χώρου του κειμένου που επεξεργάστηκε, χωρίς να κατορθώσει να αναπλάσει την ατμόσφαιρα μια εποχής κάπως κοντινή σε μας, χωρίς τις ανάλογες εξωτικές μυρουδιές από τις ερωτικές διαθέσεις του ποιητή, ή ακόμα χωρίς να κατορθώσει να συλλάβει την συγκινησιακή απόγνωση του Ανδρέα Αγγελάκη. Μια δήθεν πορεία προς ένα δήθεν αδιέξοδο.
Το ίδιο το κείμενο έχει από μόνο του αρκετές δυσκολίες στο ανέβασμά του, δυσκολίες περισσότερο ανάπλασης της ατμόσφαιρας θα σημειώναμε, και μάλιστα καθ’ οδόν προς τον Πειραιά. Ακόμα, οι υποτυπώδεις διάλογοί του είναι από μόνοι τους παρακινδυνευμένες προσπάθειες για να μην καταφύγει κανείς στην γραφικότητα του προκλητικού, της ομοφυλόφιλης επιτήδευσης.
Ο θεατρικός καθρέπτης δωματίου, δεν είναι εύκολο να μετατραπεί σε ψυχιατρικό ντιβάνι του σκηνοθετικού προτρεπτικού μηνύματος.
    Το έργο δεν είχε καν ατμόσφαιρα, οι φωτισμοί ήσαν τόσο έντονοι που εξαφάνιζαν κάθε απόπειρα ανάμνησης Καβαφικής σκιαγράφησης αλλά, και Πειραιώτικης ερωτικής πρότασης.
   Ο ηθοποιός κύριος Γιώργος Λιβανός, χωρίς αίσθηση των κανόνων του μονολόγου και της θεατρικής διασκευής, απέδωσε χωρίς ρυθμό τον λόγο, δεν κράτησε τους απαραίτητους χρόνους του κειμένου, δεν είχε τις αναγκαίες παύσεις που ολοκληρώνουν την προσωπική ερμηνεία του κάθε θεατή, τράβηξε ένα μακαρόνι τόσο βιαστικό και κακόηχο που καταλάβαινες αμέσως ότι ο άνθρωπος βιαζόταν και ήθελε να πάει σπίτι του, ότι ήθελε να απαλλαγεί από το θεατρικό και σκηνοθετικό αυτό φορτίο
Οι μεγάλες και ανεξέλεγκτες χειρονομίες του, βοήθησαν έτι περισσότερο στην κακόηχη απαγγελία του, δεν είχε ύφος, ούτε καν ατομικό.
     Η κυρία Βαρβάρα Κυρίτση, όμορφη στην εμφάνιση-αλλά αυτό δεν αρκεί-σε μια μικρή και υποτυπώδη σκηνή, μάλλον δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο από το να ξεκουράσει για λίγο τον τόσο βιαστικό παρτενέρ της.
     Και αναρωτιόμαστε, προς τι όλη αυτή η απόπειρα σκηνοθέτη και ηθοποιών; Και οι δύο ηθοποιοί όπως γράφει το κακόγουστο φωτοτυπημένο σημείωμα, έχουν δουλέψει και αλλού, δεν κατανοώ τουλάχιστο εγώ, γιατί αυτές οι προχειρότητες και δουλειές του ποδαριού; Μήπως θα όφειλαν να επαναπροσδιορίσουν την θεατρική τους διαδρομή και να σταθούν με σεβασμό προς τον θεατρικό εαυτό τους περισσότερο, παρά τους άμοιρους όποιους θεατές ή τα όποια θεατρικά κείμενα;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 16.235/ Παρασκευή 9 Μαρτίου 2001, σελίδες 6,7.
Πειραιάς, ημέρα του Αγίου Ανδρέα που αντρειώνει το κρύο, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.
Πειραιάς, διορθώνοντας τις αβλεψίες του 11/1/2015     
         
         

                   

ΤΖΕΦ ΜΠΑΡΟΝ-Κάθε Πέμπτη κύριε Γ.

ΤΖΕΦ  ΜΠΑΡΟΝ

«Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν»

Από το Θέατρο Διαδρομή του Γιώργου Μιχαλακόπουλου


    Το Ελληνικό Θέατρο οφείλει πολλά στους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς και ιδιαίτερα σε αυτούς που ανδρώθηκαν μαζί του, αλλά και χαρτογράφησαν με τον θεατρικό τους λόγο την Ελληνική ιδιοπροσωπία.
Η παράδοση μακρά και ένδοξη. Οι συντελεστές πάμπολλοι και συχνά αγνοημένοι, η προσφορά τους όμως μεγάλη και σημαντική.
    Οι συνθήκες όμως άλλαξαν, οι ιδεολογίες βρίσκονται σε λήθαργο, η πολιτική του εφικτού έχει χαθεί και επικρατούν οι δημαγωγοί και οι λαοπλάνοι. Το κοινωνικό και πολιτικό κοσμοείδωλο αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Οι παλαιές σταθερές της ομαδικότητας, παραχωρούν την θέση τους στο άτομο, την προσωπικότητά του και τα όποια προβλήματά της.
Η σύγχρονη πραγματικότητα της κοινωνίας αναζητά εναγώνια διεξόδους, ανακαλύπτει καινούργιους δρόμους, επιλέγει διαφορετικές κοινωνικές σταθερές, κάνει άλλες επιλογικές ζυμώσεις, πειραματίζεται πέρα από τους μέχρι πρόσφατα άρρηκτους δεσμούς της πατρίδας, της φυλής, της θρησκείας, της ερωτικής προτίμησης, της τέχνης.
     Η Καμπανέλλικη Αυλή δεν αρκεί μάλλον στην μεταμοντέρνα αδηφάγα θεατρική αγορά. Ούτε ο Κεχαϊδικος Ταβλαδώρικος κόσμος προσφέρει πλέον τις συνιστώσες εκείνες που έχουν ανάγκη οι σύγχρονοι άνθρωποι, το νέο πολυπολιτισμικό και αταξινόμητο πολιτικά και παιδευτικά κοινό. Ο Ελληνικός Τσεχωφικός μικρόκοσμος ανήκει και ευτυχώς στο παρελθόν.
      Το μελαγχολικό βάρος της Ελληνικής δραματουργίας, έχει παραχωρήσει την θέση του στις καινοτομίες, πειραματισμούς, ανατροπές, λύσεις…, που προτείνει το Παγκόσμιο θέατρο, χωρίς να αποκόβεται από τους παραδοσιακούς του δεσμούς εντελώς.
Η νοσταλγική ενατένιση αντικαταστάθηκε από την οικουμενική ονειροπόληση. Η καλπάζουσα αδηφαγία της ανοιχτής αγοράς, ώθησε και το θέατρο να μεγεθύνει τις προοπτικές του, να εμπλουτίσει την θεματογραφία του, να ανακαλύψει νέους εκφραστικούς τρόπους, να υιοθετήσει καινούργιες αισθητικές φόρμες για να κατακτήσει ένα σωστότερα ενημερωμένο και ορθότερα υποψιασμένο απαιτητικό θεατρικό κοινό.
      Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή όχι, αν το αποδεχόμαστε ή μη, και σε ποιο βαθμό, η σύγχρονη θεατρική γλώσσα και στον τόπο μας, συνομιλεί με Αμερικάνικους θεατρικούς χρωματισμούς, έχει Αμερικάνικη προφορά. Ίσως, σε αυτό να μας βοήθησε και ο σύγχρονος Αμερικάνικος κινηματογράφος και η τηλεόραση και όχι μόνο.
     Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην θεατρική κοινωνική κριτική ενός Άρθουρ Μίλλερ, στην πολιτική αγκιτάτσια και τον κοινωνικό ρεαλισμό μιας Λίλιαν Χέλμαν. Δεν μένουμε καθηλωμένοι από την χωρίς τυμπανοκρουσίες κοινωνική προβληματική ενός Νήλ Σάϊμον, δεν αναγνωρίζουμε συγγενικά στοιχεία της Καμπανελλικής Αυλής στο έργο «Η μικρή μας πόλη» του Θόρτον Ουάϊλντερ; Στα έργα του Χιούμπερτ Σέλμπυ, και σε ορισμένα έργα του Γιώργου Μανιώτη;
Ακόμα, δεν μαγευόμαστε  από τον πληγωμένο ψυχισμό ενός Τέννεσυ Ουϊλλιαμς, ενός Έντουαρντ Άλμπι ή ενός Ευγένιου Ο’ Νήλ;
      Σε αυτήν την παράδοση της Αμερικάνικης δραματουργίας και σε εκείνων που ακολούθησαν μετά τον μεσοπόλεμο, ανήκει και το έργο του Τζεφ Μπάρον, «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν».
     Ο κορυφαίος υπερβατιστής και επιδέξιος Αμερικανός ρήτορας Ραλφ Γουάλντο Έμερσον γράφει στα δοκίμιά του ότι: «η φιλολογική ιστορία υπογραμμίζει την επιρροή των μειονοτήτων έστω και αν κάποτε τη μειονότητα αυτή την αποτελεί και ένα μόνον άτομο». Αυτά από τον διαμορφωτή της Αμερικάνικης συνείδησης πριν δύο αιώνες.
     Την ιστορία δύο διαφορετικών ατόμων που ανήκουν ο καθένας τους στην δική του μειονότητα με τα ιδιαίτερα προβλήματά τους, διαπραγματεύεται ο θεατρικός λόγος του Τζεφ Μπάρον.
Το έργο, είναι μια σπουδή πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τις κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων.
     «Ένας υπέργηρος Εβραίος, ο κύριος Γκρίν, μετά τον θάνατο της γυναίκας του μένει κλεισμένος στο ερειπωμένο σπίτι του, αρνούμενος να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, απαρνούμενος ακόμα και την ίδια του την κόρη, τα εγγόνια του, μια που αυτή παντρεύτηκε με μη Εβραίο.
Ο χρόνος γι’ αυτόν σταμάτησε πριν αρκετές δεκαετίες. Ακόμα και το μοναδικό ρολόι του, δεν δουλεύει, το τηλέφωνό του δεν λειτουργεί και αρνείται να το επισκευάσει.
Από την άλλη, ο Ρος Γκάρντινερ, ένας σύγχρονος γιάπης Εβραίος ομοφυλόφιλος, που ένα τυχαίο αυτοκινητικό ατύχημα θα τον φέρει σε επαφή με τον κύριο Γκριν. Δύο κόσμοι φαινομενικά ξένοι, με διαφορετικές αντιλήψεις, άλλες παραδόσεις, αντίθετο αξιολογικό σύστημα αναφοράς, ανόμοιο τρόπο ζωής, άλλες ηθικές καταβολές. Δύο διαφορετικές ηλικίες, δύο όμοιες μοναξιές. Με κοινή εύθραυστη ευαισθησία. Αγωνίζονται να επικοινωνήσουν μέσω μιας απλής αλλά τόσο απαραίτητης καθημερινότητας. Καθένας αντιπροσωπεύει και ένα επίπεδο εμπειριών, έστω και αν αρνούνται στην αρχή τουλάχιστον, ο ένας τον άλλον. Αναζητούν διαύλους επικοινωνίας για να έρθουν κοντύτερα. Δύο γυμνές ψυχές σε απόγνωση που τους τυλίγει το ίδιο πέπλο μοναξιάς».
     Το μεγάλο ηλικιακό χάσμα, ο διαφορετικός ερωτικός προσανατολισμός, η ανόμοια ονειρική πραγματικότητα, ο βουβός βαθύς πόνος και των δύο, αναγκάζουν τα δύο αυτά πρόσωπα να πυργωθούν στο ανασφαλές εγώ τους και να αρνηθούν την επικοινωνία.
Ιδιαίτερα ο γηραιός στεγνοκαθαριστής, που δεν έχει να περιμένει τίποτα πλέον από τους ανθρώπους. Και ο οποίος, σε όλη του την ζωή ακολούθησε πιστά τις παραδόσεις της φυλής του και αντιμετώπιζε τους αλλοφύλους του σαν ξένους και μιαρούς. Με τον ίδιον τρόπο αντικρίζει και τον νεαρό ομόφυλό του, επιτυχημένο στέλεχος και ομοφυλόφιλο Ρος Γκόρντινερ, τον κοιτάζει με την ματιά εκείνου που έχει επενδύσει πάνω στον νεαρό Εβραίο όλη την ιστορική παράδοση της φυλής του.
     Απόλυτος, ξηρός, μονόχνωτος, αιχμάλωτος ενός κόσμου που και ο ίδιος δεν αποδέχεται με σιγουριά και βεβαιότητα. Ενώ, έχει ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του και βρίσκεται εκτεθειμένος σε κάθε είδους κινδύνους, ο ίδιος είναι κλειδωμένος αρνούμενος ακόμα και την αμετάκλητη πραγματικότητα του θανάτου της γυναίκας του. Οι αντοχές του είναι ελάχιστες, τα ψυχικά του όμως αποθέματα καραδοκούν με αγωνία αναμένοντας μια ελάχιστη αφορμή για να αναδυθούν και να λυτρώσουν και τον ίδιο.
  Φοβισμένος και ανέμελος, κουμπωμένος με τους ανθρώπους αλλά πρόθυμος μετά από συζήτηση.
Ο ένας αξιολογεί στο όνομα της ηθικής της παράδοσης, ο άλλος εξομολογείται από εσωτερική ανάγκη. Μια κοινή εξομολογητική πορεία που μοιραία τους οδηγεί στην ψυχική λύτρωση.
     Το έργο αυτό, είναι μια μελαγχολική κωμωδία, με πολλά ερμηνευτικά επίπεδα. Με στερεή θεατρική δομή, γνώστης των θεατρικών αναγκών ο συγγραφέας, με στιλιζαρισμένη χαρακτηρολογία και χωρίς μελοδραματισμούς, με έναν ρεαλισμό που τσακίζει, μας αποκαλύπτει τον βαθύτερο, αληθινό χαρακτήρα των δύο ηρώων.
Στις εννέα συναντήσεις-Πέμπτες των ηρώων ο θεατής θα ανακαλύψει δικές του ευαισθησίες, Η θεατρική γραφή είναι άκρως ενδιαφέρουσα, χωρίς θεατρινίστικους ακκισμούς, χωρίς ανάγωγες εξάρσεις και προπάντων χωρίς διδακτισμούς.
     Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος σαν σκηνοθέτης, κατόρθωσε να δώσει με δωρικό τρόπο και λιτές χειρονομίες τους απαραίτητους συναισθηματικούς τονισμούς που απαιτεί το έργο. Δεν κατέφυγε ούτε στην καρικατούρα των τύπων, ούτε στην μελοδραματική ατμόσφαιρα, ούτε τον κέρδισε το ιδιαίτερο του θέματος που επεξεργάσθηκε ώστε να αφεθεί σε πιασάρικες σκανδαλιστικές λύσεις. Ισορρόπησε με αξιοζήλευτη μαεστρία και κράτησε τις δέουσες αποστάσεις. Σαν σκωτσέζικο ντουζ εναλλάσσονταν οι κωμικοτραγικές σκηνές. Σκηνοθέτησε τον εαυτό του με την ίδια αυστηρότητα και ειλικρίνεια που σκηνοθέτησε και τον νεότερό του Γεράσιμο Σκιαδαρέση.
Σαν κύριος Γκριν, ήταν ένα χάρμα οφθαλμών, έχοντας κατακτήσει την θεατρική γλώσσα, κόμισε ένα ύφος και ένα ήθος που δύσκολα αντιγράφεται. Δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τον πολύ νεότερό του ηθοποιό. Ευμετάβλητος μέσα στην σοβαρότητά του, με θαυμάσιες γκριμάτσες, μας έδωσε «χειραφετημένα» γεγονότα λόγου και εκφράσεις χωρίς άσκοπες χειρονομίες, χωρίς λιγώματα και παραπλανητικές περιπλανήσεις.
     Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης από την άλλη, κάτω από την σωστή καθοδήγηση του Μιχαλακόπουλου, ζωγράφισε με ωμό ρεαλισμό που τραβούσε, τον ρόλο του, και με μια διακριτική ποιητική τραγικότητα. Ο κάπως γρήγορος τόνος της φωνής του, και το αυστηρό παρουσιαστικό του, δεν άφηνε περιθώρια για άλλου είδους σχολιασμούς. Ο υποκριτικός του κώδικας φώτισε με τον ορθότερο τρόπο την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Καταδύθηκε στην εφιαλτική απόγνωση του γηραιού κυρίου Γκριν, ως Άγγελος λυτρωτής, και στάθηκε συμπληρωματική χαρακτηρολογία στον μοναδικό ήρωα.
Ένα ωραίο ντουέτο, σε ένα θέατρο δωματίου που δεν βλέπουμε εύκολα.
      Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ ήταν άψογη, σε σωστά Ελληνικά και τους ανάλογους θεατρικούς ρυθμούς, ο λόγος έτρεχε ευχάριστα, με λιτό και αυστηρό συγχρόνως ύφος, αλλά, και ποιητική ατμόσφαιρα.
     Η μουσική επένδυση της Ηλέκτρας Παπακώστα και το ζωντανό σαξόφωνο του Ανδρέα Μουρτζούκου, συνόδευσαν την μοναδική διαδρομή με τρυφερότητα  και τον απαραίτητο θλιμμένο τόνο.
Οι φωτισμοί του Νίκου Καβουκίδη φώτισαν ορθά τον χώρο και έδωσαν τις πρέπουσες φωτοσκιάσεις της χαρακτηρολογίας.
Τέλος, τα σκηνικά και τα κουστούμια του Απόστολου Βέττα, συμπληρώνουν την ψυχική διάθεση των ηρώων και στις εννέα σκηνικές παρουσίες.
Το σκηνικό επίσης, με τον λιτό διάκοσμό του, συμπλήρωνε την μουντή ατμόσφαιρα του μέσα κόσμου των ηρώων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2001, σελίδες 4,5.
Πειραιάς, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.                         


Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΝΟΣ ΜΠΕΛΛΕΙ-ΞΑΝΘΙΑ ΦΡΑΟΥΛΑ

ΜΙΝΟΥ  ΜΠΕΛΛΕΙ

«Ξανθιά  φράουλα»

     Τι να πει κανείς γιαυτόν τον λαϊκό αοιδό που κρατά επάξια δεκαετίες τώρα, τον τίτλο του Star. Αυτό το χαρισματικό άτομο που από μόνο του είναι μάλλον ένα εκμαγείο υποκριτικής πάνω στην σκηνή.
Το αυτοσχεδιαστικό του στιλ, το ύφος του που τροποποιείται σε κάθε ατάκα, η τεράστια γκάμα της εκφραστικότητάς του, το υποκριτικό του ταλέντο, η κινησιολογική του σπιρτάδα, ο ζεστός και ποικιλόμορφος τόνος της φωνής του, το All’ Improviso πολλές φορές παίξιμό του, που συνειδητά ξεφεύγει από τους κανόνες του θεατρικού κειμένου, οι στιλπνοί χρωματισμοί της σκηνικής του παρουσίας, καθιστούν τον Γιώργο Μαρίνο έναν γνήσιο θεατράνθρωπο. Ένας χαρακτήρας που οι εσωτερικοί του παλμοί, χτυπούνε στον ίδιο χρόνο με τους θεατρικούς ρυθμούς του ρόλου που ενσαρκώνει.
     Ο Γιώργος Μαρίνος κατόρθωσε όχι μόνο νομίζω χωρίς δυσκολία, να είναι πάντα ο εαυτός του. Ζεστό και οικείο πρόσωπο και όχι παγερό προσωπείο, εύπλαστος χαρακτήρας και όχι στερεοτυπική φιγούρα, αδρό καλλιτεχνικό ήθος και όχι ή εστετίστικη υφολογική πόζα. Πάντα χωρίς μάσκα κερδίζει χρόνια τώρα τον σεβασμό των ακροατών του και των θεατών του.
     Μετά την επιτυχία του έργου «Λούλου», ο Γιώργος Μαρίνος ενσαρκώνει φέτος τον ρόλο του Ντομένικο στην κωμωδία του Μίνου Μπελλέϊ, «Ξανθιά Φράουλα».
      Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την τριπρόσωπη αυτή κωμωδία βουλεβαρδικής υφής το 1980, με τους: Ηλία Λογοθέτη, Κώστα Αρζόγλου και Πάνο Μιχαλόπουλο. Ήταν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από αυτόν τον καταπληκτικό και σπουδαίο ηθοποιό τον Ηλία Λογοθέτη. Τον είχαμε πρώτη φορά απολαύσει στην γνωστή κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού έργου «Βαβυλωνία».
    Έφηβος τότε, ο κυρός συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γνωρίζοντας την αγάπη μου για το Θέατρο με έκανε κοινωνό της μετάφρασης του έργου που μετέφραζε και έπειτα παρακολουθήσαμε την παράσταση.
Την περίοδο εκείνη όλων των ειδών οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις όχι μόνον επιτρέπονταν, αλλά επιβάλλονταν, σε όλους τους τομείς.
      Έργα με ιδιαίτερη ευαισθησία και τολμηρή-για την εποχή εκείνη και την Ελληνική κλειστή και συντηρητική κοινωνία-θεματολογία, παίζονταν στις Αθηναϊκές αίθουσες, έπλαθαν την αισθητική μας, και διαμόρφωναν την παιδεία μας.
Ενδεικτικά αναφέρω: το συγκλονιστικό έργο «Μπέντ» του Μάρτιν Σέρμαν, που διαπραγματεύεται το θέμα των φυλακισμένων ομοφυλόφιλων καταδίκων-των προσώπων με το ροζ τρίγωνο στο πέτο-στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Νταχάου,(με τον Πέτρο Φυσσούν και τον Γιάννη Φέρτη), το έργο η «Χοντρή μας φίλη» του Τσάρλ Λώρενς, μια σπαρταριστή κωμωδία σε θέατρο της οδού Ιπποκράτους, με τον ανεπανάληπτο Πειραιώτη ηθοποιό Θύμιο Καρακατσάνη, η «Ερωτική τριλογία» του Χάρβευ Φέρστιν, στο γνωστό Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη, και αν η μνήμη μου δεν με απατά, η μετάφραση ήταν του Πειραιώτη ποιητή Αντρέα Αγγελάκη. Το «Ένας Έλληνας σήμερα» αν θυμάμαι σωστά τον τίτλο, του Δημήτρη Κολλάτου εκείνη πάνω κάτω την περίοδο, «Το Κάτω από την σκάλα» στο Θέατρο Μουσούρη με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Μοσχίδη, το γνωστό έργο «Τσάι και συμπάθεια» στο Θέατρο πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, (με τον Χρήστο Πολίτη), τον γνωστό «Λάκκο της αμαρτίας» του συγγραφέα Γιώργου Μανιώτη σε σκηνοθεσία Ευγένιου Τριβιζά κ.λ.π.
Έργα ευαίσθητα, τρυφερά, ρομαντικά, μιας ιδιαίτερης ερωτικής επιλογής, που προκαλούσαν για την εποχή τους ένα ανατρίχιασμα και μια δικαιολογημένη ίσως αντίδραση, αλλά ταυτοχρόνως ενεργοποιούσαν τον ερωτικό επαναστατικό μας οραματισμό και ρομαντισμό για ένα μέλλον με περισσότερη προσωπική ελευθερία, ατομική δικαιοσύνη, κοινωνική ισοπολιτεία, σωματική αυτοδιάθεση, ελεύθερες ερωτικές επιλογές, χωρίς κοινωνικούς στιγματισμούς, χωρίς ρατσισμούς κάθε είδους και μορφής, χωρίς πνευματική λογοκρισία και φυσικά, μια διαφορετική πολιτική επιλογή.
     Η «Ξανθιά Φράουλα»δεν είναι μάλλον μια ηθογραφική χαρακτηρολογία ομοφυλόφιλων προτύπων. Ούτε μια απλή «βουλεβαρδική» θεατρική κωμωδιούλα, ένα Ιψενικό τρίγωνο κλισέ από τα τόσα που απεικονίζονται σε τέτοιου είδους θεατρικές προτάσεις. Το έργο είναι μάλλον μια δίπρακτη ιλαροτραγωδία που έχει τους έντονους ρυθμούς, τους χρωματικούς τόνους και απαλούς επιτονισμούς, και τους κανόνες της κλασικής κωμωδίας.
     Το γνωστό τυπικό ζευγάρι (άντρας, γυναίκα, εραστής) έχει αντικατασταθεί από (άντρας, άντρας, εραστής). Ένα μοτίβο αρκετά σύνηθες και γνώριμο στο θεατρικό κοινό της εποχής του, αλλά πιστεύω και μετέπειτα.
     Ο συγγραφέας, Μίνο Μπελλέι, αυτός ο έξυπνος θεατράνθρωπος ανήκει στην νέα γενιά της Ιταλικής θεατρικής διανόησης. Όπως είναι οι: Μπρουζάτι, Βαρτμύλλερ,  Τερρόν, κ.λ.π. Μια θεατρική γενιά που ασφαλώς έχει τις επιρροές της από την παλαιότερη πιο κλασική γενιά που ανήκουν οι: Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ντάριο Φο, Εντουάρντο ντε Φίλιππο και άλλοι.
     Ο Μπελλέι, από τεχνικής θα λέγαμε πλευράς, αρχιτεκτονεί ένα έργο γρήγορων ρυθμών, ανάλαφρων διαθέσεων, ξεκούραστο, ελαφρών και ευχάριστων προθέσεων, χαριτωμένων στιγμιότυπων και ίσως επιφανειακών προδιαγραφών. (κάτι σαν τις γνωστές ομοφυλόφιλες ταινίες με τον Ούγκο Τονιάτσι). Αλλά, και με αντισυμβατικούς και ρηξικέλευθους για την εποχή του διαλόγους.
     Ο συγγραφέας μπολιάζοντας το έργο με αρκετές ανατροπές και συνεπικουρούμενο αυτή η τεχνική με γρήγορους ρυθμούς και μια ανάλαφρη διάθεση, προσφέρει την δυνατότητα στους ηθοποιούς να ξεφύγουν από την υφολογική ομοιομορφία της θεατρικής πρακτικής, και ίσως και από την οργανωτική καθοδήγηση των σκηνικών οδηγιών.
    Κατά την διάρκεια της παράστασης, μπορεί να εξελίσσεται η θεατρική συλλογιστική και οι ηθοποιοί, ανάλογα με τον βαθμό της ατομικής τους εμπειρίας και προσωπικής ωριμότητας που διαθέτουν, έχουν την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσουν και να εμπλουτίσουν τους τυποποιημένους ρόλους, με μια ευρύτατη ποικιλία θεατρικών χειρονομιών και εκφράσεων. Χωρίς το έργο, να χάνει την εσωτερική του ισορροπία, «αποδεσμεύει» τους ρόλους και αφήνει να διαφανούν οι χαρακτήρες των ηθοποιών αν ασφαλώς το προτρέψει το παιχνίδι αυτό, και ο σκηνοθετικός κανόνας.
     Τον τρόπο αυτό του παιχνιδιού, μάλλον τον κατανόησε ο σκηνοθέτης Γιάννης Διαμαντόπουλος ο οποίος είχε ξανασκηνοθετήσει το έργο. Έτσι, έστησε μια παράσταση που ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα του έργου. Επίσης, πρέπει να κατανόησε το παιχνίδι αυτό και ο Γιώργος Μαρίνος, κι ενστικτωδώς έδωσε τον εαυτό του με πάθος και αρκετό μπρίο.
      Οι ερωτικές αψιμαχίες, τα μικροκαυγαδάκια, τα απρόοπτα, οι σκηνές ζηλοτυπίας, τα χαριτωμένα πειράγματα, τα διάφορα υπονοούμενα, η ερωτική προδοσία, η μοιχεία, η ανία της πολύχρονης σχέσης, και οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο και να διαλύσει την τόσο μακροχρόνια συμβίωση ενός ζευγαριού-έστω και ομοφυλόφιλου-ξεδιπλώθηκαν μπροστά στα μάτια μας με τόση ευκολία και άνεση αλλά και χαριτωμένο τρόπο, που δεν ξάφνιασαν τους θεατές ακόμα και τους πιο αμύητους περί τα ερωτικά.
     Τα προβλήματα είναι τα ίδια είτε αφορούν τον άντρα και την γυναίκα, είτε δύο άντρες, είτε δύο γυναίκες ή όποια άλλη μορφή συμβίωσης επιθυμεί ο καθένας μας.
Το γέλιο πήγαζε από τις διάφορες ατάκες του έργου αβίαστο, οι σπαρταριστές σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη, καθώς και συναισθηματική χαλαρότητα.
Το κωμικό στοιχείο ξεπηδούσε χωρίς προβλήματα από την αλήθεια της περιπέτειας του ζευγαριού και των διαφόρων καταστάσεων που αντιμετώπιζαν. Κάτι που μου θύμισε ένα άλλο έργο, το «Κάτω από τη γέφυρα» με το καταπληκτικό δίδυμο Μοσχίδη, Μιχαλακόπουλο, σε σκηνοθεσία του Μίνωα Βολονάκη.
    Ο Γιώργος Μαρίνος, έπλασε έναν «Ντομένικο» αληθινό χαρακτήρα, τρελό, κυκλοθυμικό, γιομάτο σπιρτάδα, έξυπνα ευφυολογήματα, αεικίνητο, απολαυστικό στις πολύχρωμες χειρονομίες του και στάσεις του κορμιού του, πλούσιο εκφραστικά, με εξαίρετη άρθρωση και πονηρά γλωσσικά ακίσματα, ποιητικό ακόμα και στις διάφορες μηχανορραφίες του και ερωτικές του ίντριγκες.
      Ιδιαίτερα στην δεύτερη πράξη, που υποδύονταν τον εκκεντρικό αδελφό του «Ντομένικο» ήταν μια αποκάλυψη, και ένα πρότυπο για τέτοιους ρόλους.
Λιτός, σεμνός, ακριβής μέσα στην ιδιαιτερότητά του, ο Γιώργος Μαρίνος ο ηθοποιός πλέον, ένιωσε μάλλον ότι από την αρχή θα μπορούσε αβίαστα να πει ότι ο «Ντομένικο» είμαι εγώ. Ο ρόλος του, ήταν ο χαρακτήρας του.
Μόνο που, ορισμένες φορές μιλούσε πυροβοληδόν και χάνονταν η μαγεία της απόλαυσής του.
    Ο Χάρης Σώζος, ως «Αντόνιο» ήταν κάπως υποτονικός, κάπως περισσότερο τυπολογικά διαθέσιμος από όσο ζητούσε ο ρόλος. Αλλά κοντά στον Μαρίνο ποιος μπορεί να σταθεί με ευκολία;
     Ο Μάνος Πίντζης ως «Αντριάνο»ήταν μάλλον περισσότερο διακοσμητικός, άτονος, χωρίς τσαγανό, με ένα καλογυμνασμένο και ωραίο σώμα, αλλά χωρίς νεύρο. Ίσως για να επιβεβαιώσει την ρήση του θείου Πλάτωνα, ότι η Ομορφιά δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, η εξυπνάδα όμως έχει.
Η Ομορφιά από μόνη της φανερώνει την αλήθεια της.
    Τα σκηνικά και τα κουστούμια του Γιώργου Ασημακόπουλου, ταίριαζαν με την ατμόσφαιρα του έργου, και στέκονταν αρωγοί των προθέσεών του.
Η Μουσική του Γιάννη Νένε διακριτική και ευχάριστη.
Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ έδιναν με άνεση το στίγμα της παράστασης.
     Την όλη διαχείριση και διεύθυνση της παράστασης, στο Θέατρο του Κούρκουλου στην περιοχή της Κυψέλης, την είχε αναλάβει η φίλη Πειραιώτισσα και καθηγήτρια Αγγλικών Χαρά Λούντζη, η οποία μου πρόσφερε και τις απαραίτητες προσκλήσεις-παρακολούθησα το έργο τρεις φορές- και για τις οποίες την ευχαριστώ.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» Τετάρτη 15 Μαρτίου 1999, σελίδες 4,5.
Πειραιάς, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2013.
       

                    

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ

Με τον τρόπο του Χρίστου

«Εικών ειμί, της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων»

      Για πού ταξιδεύει η ψυχή (μας), όταν η έλευση του θανάτου σταματά την πυξίδα της πρόσκαιρης ζωής. Που καταφεύγει ο Λόγος, όταν η ύπαρξη αμαυρώνεται από την αιώνια αμορφία του αναπόφευκτου μοιραίου, μη έχουσα πλέον είδος. Ποιος θα ξαναδημιουργήσει το κάλλος της μορφής, όταν οι νεφέλες του σκότους καλύψουν την μαγεία της όρασης. Που πάει η αθωότητα των αισθήσεων καθώς οι πιστωτές του χρόνου αμείλικτα παραμονεύουν, για να πάρουν πίσω το τίμημα της ζωής. Τι απομένει από την αλήθεια του βίου, όταν η ζωή γίνεται σκόνη και το σώμα ξανά «φύση δοθήναι».Πόση από την εμπειρία του φωτός που εκπέμπει στην διάρκεια του βίου του κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, διασώζεται στο βασίλειο των σκιών;
      Φοβερό το του θανάτου μυστήριο. Αλλά, και η δωρεά της ανεσπέρου αναστάσεως της διαρκούς ανακυκλωμένης ζωής ακόμα φοβερότερη.
     Αγωνιωδώς αναζητούμε σημεία αναφοράς και ελπίδας, εμείς τα φθαρτά όντα της στιγμής. Επώδυνοι διαχειριστές των αδυναμιών μας, ο καθένας μας, ανά πάσα στιγμή βρίσκεται αυτοπροσώπως μπροστά σε ερωτήματα ουσιαστικά, σε διλήμματα θεμελιώδη, σε αδιέξοδα χωρίς επιστροφή.
Και η πειρατική αυτή περιπέτεια της ζωής δεν έχει τέλος.
      Αργά και σταθερά, αναπάντεχα ή αναμενόμενα η πόλη του Πειραιά κηδεύει τα παιδιά της. Αυτά που βύζαξε με την αρμύρα της θάλασσάς της. Αυτά που κανάκεψε με τα ρεμπέτικα τραγούδια της. Αυτά που έθρεψε με τις μυροφόρες εμπειρίες του λιμανιού της.
Αυτά, που τους δίδαξε τα δικαιώματά της. Αυτά που ο βίος τους συνέχισε την αθωότητά της.
      Και ένα από τα παιδιά της που έφυγε εντελώς ξαφνικά και αναίτια, είναι και ο Χρίστος Αδαμόπουλος.
Ο Χρίστος, έζησε σε μια εποχή που της δοθήκαμε, την ερωτευθήκαμε και ακόμα την ζούμε έστω και αν βουλιάζουμε μαζί της στα σύγχρονα (τωρινά) αδιέξοδά της.
     Ο Χρίστος, υπήρξε ένας άνθρωπος που μέσα από την προσωπική του φθαρτότητα αναζητούσε διακαώς αυτό το κάτι, που ενώνει την ζωή με τον θάνατο. Το φως με το σκοτάδι. Το όνειρο με την πίστη.
     Ξεχασμένος συνήθως μέσα στα οράματά του, άνοιγε με μεγάλη άνεση και ευκολία συνομιλία με ποιητές αλλά και καθημερινούς ανθρώπους. Με άτομα στυλοβάτες της Ελληνικής παράδοσης, αλλά και απλούς μοναχούς της ζωής, και ξωμάχους της ορθόδοξης πίστης.
Ο Χρίστος, ευτύχησε να κάνει το σύντομο πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο, ένα όνειρο ποιητικό, χωρίς να το σκιάσει με τους εφιάλτες της ιστορίας, τουλάχιστον όσες φορές και όποτε το κατόρθωνε αυτό, το δύσκολο για όλους μας, εγχείρημα.
Ο Χρίστος δεν ήταν ποιητής.
Ζούσε όμως και ανέπνεε μέσα σε μια ποιητική ατμόσφαιρα.
     Και το κυριότερο, προσπαθούσε να εμφυσήσει και στους άλλους γύρω του, αυτό το ελπιδοφόρο αεράκι της ζωής.
Ο Χρίστος, ευτύχησε να δημιουργήσει τον μύθο του, μέσω του οποίου ανατροφοδοτούσε κάθε στιγμή της σύντομης ύπαρξής του. Η προσωπική του σταθερά και στέρεα πίστη στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, θέλω να πιστεύω, ότι τον βοηθούσε να υπερβεί την όποια συναισθηματική ή οντολογική διάλυση του ατομικού του βίου.
   Η αναφορικότητά του στον Διονύσιο Σολωμό, αλλά και στον Χριστό, στον Οδυσσέα Ελύτη αλλά και στους λατρευτικούς ύμνους της παράδοσης, ήταν το γιοφύρι που ο ίδιος έστηνε για να απολαμβάνει τις επαναλαμβανόμενες οσμώσεις της Άνοιξης.
Γιαυτό, ενώ οι συγγραφικές του μελέτες μπορεί να μην διακρίνονταν για την φιλολογική τους ερμηνευτική αρτιότητα ή να μην έχουν το ειδικό βάρος μιας συστηματικής αξιολογικής προσέγγισης, τις διακρίνει όμως, ο εξιδανικευτικός χαρακτήρας που διευρύνει συνήθως τις εξόδους ψυχικής διαφυγής.
Ο Χρίστος σαν συγγραφέας, με την μεγάλη του ευαισθησία που είχε θέλγονταν περισσότερο από τις ρήσεις των «τρανών» της ποίησης παρά από τις αντιρρήσεις των αρνητικών της ζωής.
   Και, μάλλον δανειζόμενος τις επιλογές του, το συγγραφικό στίγμα του εκφράζει ο στίχος μιας άλλης σημαντικής ποιητικής φωνής του Πειραιά της Ειρήνης Αλιφέρη η οποία γράφει:
«Τον αντίχειρα/ το μέσο και το δείκτη/ για να κάνω τον σταυρό μου/ Τον αντίχειρα/ τον μέσο και το δείχτη/ για να πιάσω το μολύβι μου/ Συγγενεύουν στενά/ ο Θεός μου και η Ποίηση».
     Στον Χρίστο Αδαμόπουλο, οφείλω-σαν Πειραιώτης-ότι ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το όποιο ταλέντο μου και με προσκάλεσε να δώσω την πρώτη μου διάλεξη 19 Φεβρουαρίου του 1990 στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Και επίσης, τα τόσα επαινετικά του λόγια προς τις συγγραφικές μου καταθέσεις μέχρι και μία ημέρα πριν την ξαφνική εκδημία του στα Γραφεία της εφημερίδος Κοινωνικής, όταν ετοίμαζα την ύλη του «Πειραίκού Λευκώματος», που δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την έκδοσή του.
   Έστω, και αν γνώριζε ή του είχα δημοσίως και κατ’ ιδίαν τις αρνήσεις μου και τις αμφιβολίες μου για τις συγγραφικές του επιλογές.
    Ο Χρίστος, είχε μεγάλη φαντασία, αλλά καθόλου σχεδόν συνθετική σκέψη, του το είχα πει αρκετές φορές και πάλι συζητούσαμε και χαιρόμουν να τον ακούω να μου απαγγέλλει ποιήματα που αγαπούσε. Ή να συζητά για τις εικαστικές δημιουργίες του γιου του.
      Ο Πειραιώτης συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14/9/1949 και έφυγε από κοντά μας την Τετάρτη 7/7/2010.
     Δείγματα των πρώτων δημοσιεύσεών του, αναγνωρίζουμε στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» τεύχος 31/1,2,1976, «Η Νυμφοδώρα», στο περιοδικό «Νέα Εστία» τεύχος 1194/1-4-1977, «Στους τόπους που μεγάλωσε ο Στρατής Μυριβήλης» και σε άλλα έντυπα.
Έκτοτε είτε με το όνομά του, είτε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Χρίστος Ράχτης ή Χρίστος Άνθης ή Ακροατής, δημοσίευσε δεκάδες κείμενά του σε διάφορα περιοδικά. Έδωσε επίσης αρκετές διαλέξεις στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.
Ακόμα, από 9 έως 16 Νοεμβρίου του 1986 διοργάνωσε την ατομική του έκθεση συνεικόνων «Αντιστοιχίες φυσικού και νοητού κόσμου»στο Δημαρχείο του Πειραιά.
     Στον εκδοτικό χώρο παρουσιάστηκε το 1986 από τον εκδοτικό οίκο, Οι εκδόσεις των Φίλων με το βιβλίο του «Ένας Διάλογος για τον Άνθρωπο»-Δέκα αναφορές στον ψυχισμό και στα οράματα του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (ομιλία).
Το 1987 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο εκδίδεται η μελέτη του «Λόγος κεκρυμμένος περί φωτός ή «Αξονική τομογραφία Οδυσσέα Ελύτη»-Μελέτη ομιλίας και Ελληνικής γραφής.
Το 1989 κυκλοφορεί η ομιλία του «Ο ποιητής Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος», Η σαφήνεια και η ασάφεια στην Νεοελληνική ποίηση.
Και μαζί με τον Πειραιώτη ποιητή και κριτικό Στέλιο Γεράνη, το ίδιο έτος κυκλοφορούν το βιβλίο «Κωστής Παλαμάς-130 χρόνια (1859-1989)», (Χρονολόγιο ποιητικό και κριτικό ανθολόγιο, αναμνήσεις, εργογραφία). Έκδοση Πολιτιστικού και Πνευματικού Κέντρου Δήμου Πειραιά-Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά.
     Το 1993, συμμετέχει στο δίτομο έργο «Χαριστήριο στον Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλο» (με κείμενό του και ένα γράμμα) από τον εκδοτικό οίκο Αστήρ-Παπαδημητρίου.
Και το 2006 (σε συνεργασία με τον Πειραιώτη ποιητή και κριτικό Αντώνη Ζαρίφη, ο ίδιος γράφει το (χρονικό) «θεέ μου γράφω γιατί είσαι ανεξάντλητος» στο βιβλίο που εκδόθηκε με τίτλο «Το παιδί και ο ουρανός» από τις εκδόσεις Κιβωτός, εις μνήμη του Βασίλη Σολωμού.
     Όπως τελευταία μου ανέφερε ετοίμαζε ένα μελέτημα για τον Διονύσιο Σολωμό.
  Χρίστο μου, καλό παράδεισο.

Φιλικά, Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, Πειραιάς Ιούλιος 2010.
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Κοινωνική» Τρίτη 13 Ιουλίου 2010 σελίδα 9.

Υ. Γ. Το κείμενο αυτό, καθώς και άλλα κείμενα πνευματικών ανθρώπων της πόλης μας, δημοσιεύτηκε σε ένα δισέλιδο αφιέρωμα που ετοίμασα μερικές μέρες μετά την εκδημία του Χρίστου Αδαμόπουλου και την ταφή του στο νεκροταφείο του Σχιστού.
   Τρία χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγε τόσο αναπάντεχα από την πόλη του Πειραιά ο Χρίστος Αδαμόπουλος. Ένα άτομο με μεγάλη ευαισθησία, αρκετές γνώσεις, ατσίδα στην διοργάνωση εκδηλώσεων και δημοσίων σχέσεων, και πάντα με ένα ποιητικό λόγο στα χείλη και μια αμέτρητη αισιοδοξία για την ζωή. Ευτυχισμένος οικογενειάρχης, στόχευε ψηλά, μόνο που ο χρόνος άλλα ετοίμαζε.
Μας χώριζε η πίστη. Εκείνος πίστευε θερμά, εγώ, δεν πιστεύω εξίσου θερμότερα. Μας ένωνε η αγάπη μας για τον Πειραιά και προπάντων για την ποίηση. Δυστυχώς δεν πρόλαβε την αλλαγή σε γνωστό Σωματείο της πόλης, μετά την παραίτηση του πολυετούς  προέδρου του. Ήταν η πιο ορθή λύση στην διοίκηση του.
Από το έργο του, τι θα μείνει; Κανείς δεν ξέρει ακόμα. Ο Χρίστος στον Πειραιά ήταν πιο χρήσιμος εν ζωή παρά ως συγγραφέας. Είχε φοβερή ευαισθησία. Αλλά σχεδόν καθόλου συνθετική σκέψη. Ήταν ένας ευγενής, αισιόδοξος χαρακτήρας που συνήθως ονειροβατούσε και ταξίδευε μόνος του μέσα στα οράματά του.

Πειραιάς, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2013.