Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Λογοτεχνικά Αφιερώματα του περιοδικού Επτά Ημέρες της Καθημερινής


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ

      Η γενιά μου, γενιά του 1980, μεγάλωσε και ανδρώθηκε διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά. Κάθε είδους περιοδικά (λογοτεχνικά, επιστημονικά, εικαστικά, ιστορικά, πολιτικά, ποικίλης ύλης κλπ). Το ίδιο συνέβαινε και με τις εφημερίδες. Ο έντυπος λόγος στην πατρίδα μας μετά την μεταπολίτευση του 1974, βρίσκονταν σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι. Η εφημερίδα «Η Βραδινή» που την είχε κλείσει η δικτατορία με τις εξαίρετες φιλολογικές σελίδες της που την επιμέλεια είχε ο Μπάμπης Κλάρας, αδερφός του Άρη Βελουχιώτη. Η παλαιότερη προδικτατορική «Αθηναϊκή» που για ένα διάστημα την αγοράζαμε στο σπίτι. Η παραδοσιακή δημοκρατική εφημερίδα το «Έθνος» με τις σελίδες της για το βιβλίο του Κώστα Τσαούση και τα εξαιρετικά κείμενα κριτικής κινηματογράφου του Βασίλη Ραφηλίδη, τα σαββατιάτικα κείμενα της πειραιώτισσας Κωστούλας Μητροπούλου, οι εφημερίδες και τα περιοδικά του δημοσιογραφικού συγκροτήματος του Χρήστου Λαμπράκη, η πρωινή και κυριακάτικη «Το Βήμα» και η απογευματινή «Τα Νέα», το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» και «Οικονομικός Ταχυδρόμος» με τα οικονομικά άρθρα και οι αναλύσεις του Γιάννη Μαρίνου που για πολλές δεκαετίες σχεδόν μέχρι των ημερών μας εξακολουθούσα να αγοράζω. Εκδοτικό συγκρότημα με το μεγάλο και σημαντικό επιτελείο των συνεργατών τους, δημοσιογράφων και συγγραφέων, στοχαστών και διανοουμένων. Ποιους να πρωτοθυμηθώ, τον Κώστα Σταματίου με τις βιβλιοκριτικές του, τον Παύλο Παλαιολόγο με τα εξαιρετικά του χρονογραφήματα, τον πειραιώτη θεατράνθρωπο και συγγραφέα Μάριο  Πλωρίτη με τα κυριακάτικα πολιτικά και κοινωνικά του κείμενα,-στο προδικτατορικό «Βήμα» έγραφε θεατρικές και κινηματογραφικές κριτικές, τον αξέχαστο συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά με τα χιουμοριστικά του κείμενα που διαβάζαμε καθημερινά στα απογευματινά «Νέα». Η εκδοθείσα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης  δημοκρατική και με αριστερό πρόσημο «Ελευθεροτυπία» και η «Κυριακάτικη» Με τα πολιτικά κείμενα του δημοσιογράφου Γιώργου Βότση, του Δημήτρη Νέτα του Γιώργου Μασαββέτα και τόσων άλλων πολιτικών αναλυτών, τα πλούσια πολιτιστικά αφιερώματα σε πρόσωπα της τέχνης, σε βιβλία, σε σχολές, στον κινηματογράφο, την μουσική, τον χορό κλπ. Το τιμόνι της έκδοσης το είχε ο δημοσιογράφος μουσικόφιλος Σεραφείμ Φυντανίδης, και στο πολιτιστικό ο Δημήτρης Γκιώνης με το μεγάλο επιτελείο του. Διαβάζαμε τα κείμενα του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, της πεζογράφου Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, τις κινηματογραφικές κριτικές του Φενεκ Ν. Μικελίδη, τα κείμενα του Ηλία Πετρόπουλου.  Του Κώστα Μπαζαίου τα κείμενα για την οικολογία και την υγιεινή διατροφή. Οι εφημερίδες «Η Καθημερινή» και η «Μεσημβρινή» της γνωστής δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου αγοράζονταν από εμένα. Εφημερίδες έγκυρες που διέθεταν επίσης σημαντικό επιτελείο συνεργατών με λόγο ευθύ, έγκυρο, με τα ιστορικά τους άρθρα και κείμενα πάντα τεκμηριωμένα και ακριβή, με άποψη και δημοσιογραφική θέση. Με τις σελίδες τους για τα βιβλία του Αλέξανδρου Κοτζιά και της Ελισάβετ Κοτζιά, του Παντελή Μπουκάλα κάθε Τρίτη και την Κυριακή.. Αλλά και οι κομματικές εφημερίδες της αριστεράς, η κουλτουριάρικη και διανοουμενίστικη «Η Αυγή» που ιδιαίτερα το Κυριακάτικο φύλλο της ήταν χρήσιμο και κατατοπιστικό σε όσους ενδιαφέρονταν για την Τέχνη. Διαβάζαμε τα κείμενα του ιστορικού Τάσου Βουρνά, του Κώστα Βεργόπουλου, τις βιβλιοκριτικές του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και τόσων άλλων διανοουμένων της εποχής εκείνης. Η εβδομαδιαία «Η Εποχή», που κυκλοφόρησε τα μετέπειτα χρόνια την αγόρασα για να διαβάσω τα κείμενα και τις κριτικές βιβλίου της Μάρη Θεοδοσοπούλου, και ενίοτε τον Κυριακάτικο « Ο Ριζοσπάστης» για τα αφιερώματά του σε συγγραφείς και ποιητές κομμουνιστές. Ακόμα, η κομματική εβδομαδιαία «Εξόρμηση» που στο τιμόνι της βρίσκονταν ο έμπειρος δημοσιογράφος και φανατικός θεατράνθρωπος Νίκος Λαγκαδινός. Που δημοσίευαν τα κείμενά τους ο Δημήτρης Γιάκος, ο Δημοσθένης Ζαδές, ο Γιάννης Πλαχούρης, ο Βάλτερ Πούχνερ και άλλοι. Σποραδικά αγόραζα την πρωινή «Επικαιρότητα», την «Πρώτη»,  μια φιλοβασιλική την «Νέμεση»  με ιστορικά αφιερώματα για τον θεσμό της Βασιλείας τον ολιγόχρονο «Αναγνώστη», που δημοσίευε κείμενά του ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, ο Νίκος Μακρής κ. ά. Τον «Θούριο» με θέματα που αφορούσαν την ελληνική παιδεία,  τον «Ελεύθερο Τύπο» με τις βιβλιοκριτικές του Μισέλ Φάϊς και του Νίκου Δαββέτα, την παραδοσιακή «Εστία», με τα εξαίρετα ιστορικά της μονόστηλα και τις κριτικές βιβλίου κάθε Σάββατο από την Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου αν θυμάμαι σωστά. Τον «Ελεύθερο που έγραφε ο Τάκης Νατσούλης κριτικές βιβλίου, την «Απογευματινή» με τα κείμενα της Ροζίτας Σώκου, της Ελένης Χαλκούση, του Σαββίδη,  και γενικά, κάθε έντυπο που είχε αφιερώματα στην ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, σε λογοτέχνες και την τέχνη. Τα πολιτικά περιοδικά «Επίκαιρα» και «Πολιτικά Θέματα».
     Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των παλαιών δημοσιογραφικών αναγνωσμάτων και εξόδων μου, η παλαιά αλλά πάντα επίκαιρη και σύγχρονη εφημερίδα «Η Καθημερινή» με τις ακριβείς δημοσιογραφικές πληροφορίες και ανταποκρίσεις, την πολιτική της ενημέρωση και αντικειμενικότητα και τις σελίδες της αφιερωμένες στην λογοτεχνία, ήταν στην ημερήσια διάταξη των παλαιών αγορών και αναγνωσμάτων μου. Όπως η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» είχε τη «Βιβλιοθήκη» της, η εφημερίδα «Τα Νέα» τα «Πρόσωπα του 21ου αιώνα», έτσι και «Η Καθημερινή» εξέδιδε τις «Επτά Ημέρες»-ένα έντυπο περιοδικό μέσα στην εφημερίδα της Κυριακάτικης έκδοσης- που ήταν αφιερωμένες σε θέματα λογοτεχνίας, σε έλληνες λογοτέχνες, σε ιστορικά ζητήματα,  στο Βυζάντιο, σε περιοχές της ελλάδος, στην μουσική τις εικαστικές τέχνες, την αρχαία ελλάδα. Αφιερώματα για το σύγχρονο Θέατρο και το Αρχαίο, τον Κινηματογράφο, για την τέχνη της φωτογραφίας κλπ.
Αποδελτιώνω ορισμένα φύλλα από τις «Επτά Ημέρες» που έχουν διασωθεί στο αρχείο μου για τους εναπομείναντες εραστές της λογοτεχνίας και της ποίησης που αφορούν έλληνες λογοτέχνες
• Κυριακή 13/10/1996, Γιώργος Σεφέρης. Με τον καημό της Ρωμιοσύνης. Επιμέλεια αφιερώματος: Κωστής Λιόντης- Όλγα Σέλλα.
-Γιώργος Σεφέρης. 25 χρόνια μετά, σταθερά πρόσωπο αναφοράς.
-Αλέξης Αργυρίου, Η διάσταση του ποιητή. Συνοπτική περιγραφή του ποιητικού βίου του Γιώργου Σεφέρη.
-Φώτης Α. Δημητρακόπουλος.-Γ. Γαλάνη, Άγνωστο κυπριακό ποίημα. Η διαδικασία γένεσης, ωρίμανσης και αποτύπωσης ενός ποιήματος μέσα από το αρχείο χειρογράφων.
-Θανάσης Χατζόπουλος, Εργαστήρι ποίησης και ήθους. Οι «Μέρες», τα λογοτεχνικά Ημερολόγια του Σεφέρη, αναδεικνύουν τη διαδικασία του ποιητικού έργου.
-Δέσποινα Ι. Δούκα, Ο αλληλογράφος Σεφέρης. Οι επιστολές του μπορούν να θεωρηθούν μορφές λογοτεχνίας εν τω γεννάσθαι.
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ο δοκιμιογράφος Γιώργος Σεφέρης. Ολίγα τινά για τον μύθο της ελληνικότητας και τον διάλογο πάνω στην ποίηση.
-Νάτια Χαραλαμπίδου, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Φιλόδοξος πειραματισμός πάνω στην αφήγηση-Ξεκίνησε το Μεσοπόλεμο και ολοκληρώθηκε το 1954
-Ναταλία Δεληγιαννάκη, Από το σχεδίασμα του «Βαρνάβα Καλοστέφανου» Το αδημοσίευτο μυθιστόρημα που ενέπνευσε στον Σεφέρη η κυπριακή του εμπειρία.
-Παντελής Μπουκάλας, Η σεφερική ποιητική γλώσσα. Χωρίς να υψώνει τείχη ο ποιητής στις πολλές μορφές του λόγου, τον υπηρέτησε με διάρκεια.
-Ένα γράμμα του Γιώργου Σεφέρη στον Γιώργο Π. Σαββίδη
-Μαριλίζα Μητσού, «Η αλληλεγγύη της διασποράς» Η στέρεη συνεργασία και φιλία του Γιώργου Σεφέρη με το νεώτερό του, φιλόλογο, Γ. Π. Σαββίδη.
-Έντμουντ Κήλυ, «Αγαπητέ, Κύριε Σεφέρη…». Η γνωριμία του Κήλυ με τον Σεφέρη, του 1952, κατέληξε σε μακρόχρονη και ανιδιοτελή φιλία.
-Κίρκη Κεφαλέα, Γ. Σεφέρης, Τζων Φάουλς: παράλληλοι. Το μυθιστόρημα ο «Μάγος» του Άγγλου συγγραφέα συνδιαλέγεται με την «Κίχλη» του Έλληνα ποιητή.
-Στιγμιότυπα από την καριέρα του ως διπλωμάτη
-Κωστή Γιούργου, Ο Σεφέρης στη Δικτατορία. Στάθηκε στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων, καταγγέλλοντας δημόσια το εκφυλισμένο καθεστώς.
-Οι σημαντικοί σταθμοί στη ζωή του
-Οδηγός για να γνωρίσετε τον Σεφέρη. (Επιλεκτική βιβλιογραφία)  
• Κυριακή 2/3/1997, ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. Μνήμης λειτουργός. Επιμέλεια αφιερώματος Γιώτα Μυρτσιώτη
-Γιώτα Μυρτσιώτη, Ν. Γ. Πεντζίκης, ένας ασυνήθιστος άνθρωπος. Η πολυδιάστατη προσωπικότητα του λογοτέχνη και ζωγράφου.
-Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, επιμέλεια-σύνταξη χρονολογίου, Χρονολόγιο Ν. Γ. Πεντζίκη
-Το πορτρέτο του καλλιτέχνη. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης απαντάει σε 31 ερωτήσεις της Isadora Rosenthal-Kamarinea.
-Χ. Δ, Γουνελάς, Ο αφηγητής του ρευστού κόσμου. Το έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη, μια συγγραφική Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη.
-Στρατής Πασχάλης, Κόντογλου και Πεντζίκης. Κοινά σημεία αλλά και διαφορές στο έργο των δύο δημιουργών.
-Μάρη Θεοδοσοπούλου, Ο «Κοχλίας» του Πεντζίκη.. Ως μέλος της συντακτικής ομάδας του πρωτοποριακού περιοδικού, η συμβολή του ήταν καθοριστική.
-Νίκη Λοϊζίδη, Η σημειογραφία ενός αδιεξόδου. Ψηφαρίθμηση, η ιδιόμορφη τεχνοτροπία που χρησιμοποίησε ο Ν. Γ. Πεντζίκης.
-Κάρολος Τσίζεκ, Ιδιόρρυθμος μποέμ. Ήταν προσωπικότητα πολύπλευρη με σπάνιο πνευματικό ανάστημα.
-Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Διάδοχος των Βυζαντινών. Ομότεχνοι του Ν. Γ. Πεντζίκη γράφουν για το λογοτεχνικό και ζωγραφικό έργο του.
-Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Μικρό γραμματικό
-Γιάννης Μενεσίδης, Μνήμης παρηγοριά.
-Ανδρέας Φωκάς, Μια ζωγραφιά.
-Ιωάννης Ζήκας, Ο κυρ-Νίκος
-Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός, Το Άγιον Όρος του Πεντζίκη. Ως «εύρος και ολοκληρία κατά Θεόν», άσκησε διά βίου απεριόριστη γοητεία στον συγγραφέα.
-Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Στύφνος, Στρύχνος ή ο Ελλέβορος ερυθροσέπαλος; Περίπατοι και εκδρομές περί την Καβάλα με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη
-Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη, Επιστολές Αντίδωρα, Επιστολές Παραμυθίας. Αλληλογραφία του Ν. Γ. Πεντζίκη με τους Ελύτη, Τσίλλη, Παπατζώνη και Κουράκη.
-Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Έκτοτε δεν είχα πια κανένα πάρεδόσε με το κόμμα». Ανέκδοτο κείμενο του Ν. Γ. Πεντζίκη, γραμμένο πιθανότατα τον Αύγουστο του 1949
-Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Πάνω στα βάσανα που επιβάλλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο
-ιερομόναχος Συμεών, Λόγος Επιμνημόσυνος
• Κυριακή 6/7/1997, Άγγελος Σικελιανός. Επιμέλεια αφιερώματος: Πέγκυ Κουνενάκη
-Πέγκυ Κουνενάκη, Άγγελος Σικελιανός ο οραματιστής
-Η ζωή και το έργο του
-Χρίστος Αλεξίου, Οι οικουμενικές διαστάσεις του ποιητή. Η Ορφική λατρεία, ο Χριστιανισμός και τα πανανθρώπινα ιδεώδη χαρακτηρίζουν την ποίηση του Σικελιανού.
-Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, Ο ποιητής και ο στοχαστής. Η πορεία υπέρβασης του Άγγελου Σικελιανού από το ατομικό στο συλλογικό και η μύηση στον ορφισμό.
-Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, Σικελιανός ο Ελληνολάτρης. Ανέκδοτα κείμενα προς τους αδελφούς Ίωνα και Φίλιππο Δραγούμη, αλλά και για την αναβίωση της Δελφικής Ιδέας.
-Ηλίας Γ. Μαλανδρής, Το όραμα του Σικελιανού. Πηγές έμπνευσης του ποιητή ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.
-Λίας Παπαδάκη, Πνευματικό συναπάντημα. Η συνάντηση Σικελιανού-Εύας Πάλμερ έμελλε να σφραγίσει τη ζωή και την τέχνη τους.
-Κική Ν. Ακριτίδη, Το ιερό μένος της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού. Σχόλια σε ανέκδοτες επιστολές της προς την Τζόαν Βάντερπουλ πάνω στο αρχαίο δράμα.
-Γιώργος Χατζηδάκης, Ένας Ορφικός στη γειτονιά του Διονύσου. Καθόλου ευκαταφρόνητο το θεατρικό έργο του Σικελιανού, είδε το φως της σκηνής μετά το θάνατό του.
-Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Ο Σικελιανός και η θεατρική πράξη
-Βασίλης Αγγελικόπουλος, Μουσικές για τον Σικελιανό. Από τον Σίμωνα Καρά στον Θάνο Μικρούτσικο και (σκηνικώς) από τον Μάνο Χατζιδάκι στον Γιώργο Τσαγκάρη.
-Β. Α., Πρώτοι το τραγούδησαν οι δεσμοφύλακες. Μίκη Θεοδωράκη: «Πνευματικό Εμβατήριο»
-Β. Α., Ο πιο πρόσφατος μουσικός Σικελιανός. Θάνου Μικρούτσικου: «Ανεπίληπτος θάνατος»
-Βασίλης Αγγελικόπουλος, Το άγνωστο μουσικό έργο της Εύας. Είχε συνθέσει μουσική για έργο του Σικελιανού, αρχαίο δράμα, βιβλικά κείμενα, Σαίξπηρ και άλλους ποιητές.
-Άννα Σικελιανού, Τι λέει η Άννα για την μουσική της Εύας.
-Κική Ν. Ακριτίδη, Γράμματα στην Άννα. Τη στηριγμένη στο κοινό όραμα  εγκεφαλική σχέση με την Εύα διαδέχτηκε ο αισθησιακός έρωτας για την Άννα.
-Μαίρη Νικολοπούλου, Το Μουσείο Δελφικών Εορτών. Μετά από πολλές περιπέτειες το σπίτι του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού στεγάζει πλέον ενθυμήματα της δράσης τους.
-Βασίλης Καρασμάνης, Εβδομήντα χρόνια Δελφικές Εορτές. Το αρχαίο δράμα στους Δελφούς, από τον Άγγελο Σικελιανό και την Εύα έως τις ημέρες μας. 
• Κυριακή 19/10/1997, Κωνσταντίνος Τσάτσος, 10 χρόνια από το θάνατό του. επιμέλεια αφιερώματος: Κωστής Βατικιώτης
-Κωστής Βατικιώτης, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ο Φιλόσοφος-Πρόεδρος της Δημοκρατίας
-Δέσποινα Μυλωνά, Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Τσάτσου
-Κωνσταντίνος Καραμανλής-Ιωάννα Τσάτσου-Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος. Μηνύματα για τα 10 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Τσάτσου
-Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Ο Φιλόσοφος Δάσκαλός μας
-Κωνσταντίνος Μ. Καλλίας, Ο ανυποχώρητος της Δημοκρατίας
-Γεώργιος Μητσόπουλος, η προσφορά στη Νομική Επιστήμη
-Άγγελος Βλάχος, Μνήμη ενός γενναιόδωρου ανθρώπου
-Ανδρέας Φ. Ζαϊμης, Το χάρισμα της αξιοκρατίας
-Γεράσιμος Κ. Αποστολάτος, Η προσφορά στο Σύνταγμα του ‘75
-Παναγιώτης Φωτέας, Η ευαισθησία στα εθνικά θέματα
-Κώστα Π. Μιχαηλίδη, Η Θεωρία της Τέχνης του Κ. Τσάτσου
-Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, Ο ποιητής Κωνσταντίνος Τσάτσος
-Ευάγγελος Ν. Μόσχος, Ένα δοκίμιο εθνικής αυτογνωσίας
-Ντόρα Τσάτσου, Μια ιστορία αληθινή σαν παραμύθι
-Εργογραφία Κωνσταντίνου Τσάτσου
• Κυριακή 24/5/1998, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ-«Κι’ έδειξε πάσαν ομορφιά…». Επιμέλεια αφιερώματος Όλγα Σέλλα.
-Στυλιανός Αλεξίου, Ο ποιητής της Ελευθερίας. Στιγμές από τη ζωή και το έργο του Διονυσίου Σολωμού.
-Θεοδόσης Πυλαρινός, Η περιπετειώδης ιστορία ενός αγάλματος
-Νίκος Γ. Μοσχονάς, Ιόνια Νησιά: 18ος και 19ος αιώνας. Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε και συνέγραψε τα ποίηματά του ο Σολωμός.
-Χάρης Ξανθουδάκης, Η σολωμική ποίηση εμπνέει… Οι μελοποιήσεις του Σολωμού από τον Νικόλαο Μάντζαρο έως τους νεότερους συνθέτες.
-Κατερίνα Τικτοπούλου, Το ανολοκλήρωτο σολωμικό έργο. Ευρισκόμενα και Αυτόγραφα: Εκδοτική σπαζοκεφαλιά και αναγνωστική πρόκληση.
-Γιώργος Βελουδής, Το ποιητικό έργο του Σολωμού. Τα πρώτα ιταλικά ποιήματα, η πατριωτική ποίηση της ζακυνθινής νιότης, ο ώριμος ποιητής-φιλόσοφος.
-Διονύσης Καψάλης, Οι αναγνώσεις του «Ύμνου». Το αίτημα της ελευθερίας και της αλήθειας προβάλλεται στο έργο του Σολωμού.
-Γιώργος Κοροπούλης, «Σαν τον πύργο της Πίζας». Ορισμένες προϋποθέσεις για τη βαθύτερη κατανόηση του σολωμικού έργου.
-Παντελής Μπουκάλας, Το «απόκρυφο της τέχνης». Οι τσακισμένες λέξεις και ο ακέραιος κόσμος του Διονυσίου Σολωμού.
-Γιώργος Γ. Αλισσανδράτος, Κριτική προσέγγιση του Σολωμού. Οι πρώτες φιλολογικές ερμηνείες του σολωμικού έργου και ο διάλογος Πολυλά-Ζαμπέλιου.
-Δημήτρης Αγγελάτος, «Με τρόπο μικτό και νόμιμο». Η καταγωγή των ιδεών και της τέχνης του Σολωμού και η ερμηνεία τους από τον Κώστα Βάρναλη.
-Τασούλα Καραγεωργίου, «Με λογισμό και μ’ όνειρο». Η συνάντηση των νέων με τη σολωμική ποίηση στα ελληνικά σχολεία.
-Σταθμοί στη ζωή και το έργο του Σολωμού
• Κυριακή 4/7/1999, Γρηγόριος Ξενόπουλος, επιμέλεια αφιερώματος: Κυριάκος Ντελόπουλος
-Κυριάκος Ντελόπουλος, Συνάντηση με τον Ξενόπουλο. «Εδαπάνησε το τάλαντό του και είχε πλούσια ανταμοιβή την αγάπη»
-Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Ο πιο λαϊκός Έλληνας συγγραφέας. Η κρίσιμη συνεισφορά του Ξενόπουλου στην εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
-Άλκης Αγγέλου, Ξενόπουλος και Παλαμάς. Η στάση του σώματος και η κίνηση της ψυχής…
-Βίκυ Πάτσιου, Οι «αληθινές» ιστορίες του Ξενόπουλου. Ρεαλιστικές συμβάσεις και αναζητήσεις
-Μαρία Τριχιά-Ζούρα, Ο Ξενόπουλος ως κριτικός. «Δάσκαλος και οδηγός της νεοελληνικής κριτικής»
-Γιώργος Φράγκογλου, Ο Ξενόπουλος και το θέατρο. Η αποφασιστική συμβολή του στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής σκηνής.
-Κυριάκος Ντελόπουλος, Ο Ξενόπουλος για παιδιά. Ακμαίος και σημερινός, πάντα φιλικός και ωφέλιμος.
-Βίκυ Πάτσιου, «Ο Φαίδων, η Κυρά-Μάρθα, ο Ανανίας… ή αλλιώς ο Ξενόπουλος της Διαπλάσεως των Παίδων»
-Με το φιλί του Φαίδωνος. Μικρός φόρος τιμής στην ευεργετική αυθεντία του Ξενόπουλου.
-Στάθης Αλημίσης, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων»
-Φαίδων, Ένα παραμύθι
-Χρήστος Μπουλώτης, Και με Αρχαιότητα… Σας ασπάζομαι, Φαίδων. Αρχαιογνωστικά θέματα στις Αθηναϊκές Επιστολές του Ξενόπουλου
-Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Ελληνικού Αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον». Ένα πρώιμο δείγμα της μελλοντικής πορείας του συγγραφέα
-Ευτυχία Αμιλήτου, «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Η απάντηση του Ξενόπουλου στις επιτιμήσεις της κριτικής.
-Ο μεταφρασμένος Ξενόπουλος.   
• Κυριακή 6/2/2000, Στρατής Τσίρκας, επιμέλεια αφιερώματος: Όλγα Σέλλα.
-Ένας συγγραφέας χωρίς σύνορα. Χρονολόγιο Στρατή Τσίρκα
-Χρύσα Προκοπάκη, Ο Τσίρκας και οι «Πολιτείες» του Σήμερα
-Χρύσα Προκοπάκη, Μπλόφα, πρόγκα και αιφνιδιασμός
-Γράμματα φίλων και ομοτέχνων. (Ι. Π. Μ. Αγαπητή Αυγή. Γιάννης, Αγαπητέ μου Μιχάλη. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Αγαπητέ μου Στρατή. Μίκης, Τάσος, Νανά, Νόρα
-Το μωσαϊκό της Ιστορίας. Καλύτερο ξένο μυθιστόρημα στη Γαλλία το ’71, η Τριλογία του Τσίρκα.
-Παύλος Ζάννας, Διατρέχοντας τον κόσμο του Τσίρκα και των «Ακυβέρνητων Πολιτειών»
-Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Από το διήγημα στο μυθιστόρημα
-Μάρω Δούκα, Διαβάζοντας ένα διήγημα
-Σοφιανός Χρυσοστομίδης, Ο συνάδελφος Στρατής Τσίρκας
-Λένα Σαββίδη, Μια ξεχωριστή ανάμνηση
-Μένη Κουμανταρέα, Ένας φελάχος τζέντλεμαν στην Αθήνα
-Μάρη Θεοδοσοπούλου, Πόσο «χαμένη» η «άνοιξη»…
-Εξώφυλλα και σελίδες.
• Κυριακή 15/2/2004, Άγγελος Τερζάκης, επιμέλεια αφιερώματος: Ηλίας Κ. Μαγκλίνης-Όλγα Σέλλα.
-Ηλίας Κ. Μαγκλίνης, Χρονολόγιο Άγγελου Τερζάκη
-Άρης Μπερλής, Στηθοσκόπος της αγωνίας μας
-Άγγελος Γ. Αφρουδάκης, Το μυθιστορηματικό σύμπαν του Άγγελου Τερζάκη
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ο Τερζάκης δοκιμιογράφος
-Γιάννης Βαρβέρης, Άρωμα μελαγχολίας
-Θανάσης Θ. Νιάρχος, Απόπειρα προσωπογραφίας
-Τάσος Ρούσσος, Ο Τερζάκης του Εθνικού Θεάτρου
-Ελένη Χατζηαργύρη, «Ο Τερζάκης που γνώρισα»
-Ηλίας Κ. Μαγκλίνης, Η εποχή των «Εποχών»
-Δημήτρης Άγγ. Τερζάκης, Ο Τερζάκης και η μουσική
-Εργογραφία Άγγελου Τερζάκη
     Αυτά είναι τα οκτώ αφιερώματα του περιοδικού ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας Η Καθημερινή που αποδελτιώνω για την ιστοσελίδα μου μετά την παρέλευση τόσων ετών. Τα αφιερώματα που έχω υπόψη μου είναι όλα εξαιρετικά, όχι μόνο γιατί το επιτελείο των συνεργατών του περιοδικού είναι σημαντικό αλλά, και γιατί, τα μελετήματα που δημοσιεύονται έχουν ακόμα και σήμερα πιστεύω το ενδιαφέρον και την χρησιμότητά τους. Αφιερώματα ημερήσιων και κυριακάτικων εφημερίδων σε θέματα και ζητήματα πολιτισμού, ιστορίας και ελληνικής γραμματείας που άφησαν εποχή και δεν επαναλήφτηκαν. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ελληνική λογοτεχνία, οι κριτικοί και οι δοκιμιογράφοι, διάβασαν και φύλαγαν τα αφιερώματα αυτά στις βιβλιοθήκες τους, το ίδιο θέλω να πιστεύω ότι έπραξαν και οι εκπαιδευτικοί.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 31 Μαρτίου 2018    

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Σαν τον πύργο της Πίζας


«Σαν τον πύργο της Πίζας»
Ορισμένες προϋποθέσεις για τη βαθύτερη κατανόηση του σολωμικού έργου
του Γιώργου Κοροπούλη
Συγγραφέα
Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες, Κυριακή 24/5/1998, σελίδες 18-20

     ΟΙ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΕΣ εκφράσεις που κωδικοποιούν τον θαυμασμό μας για τον Σολωμό οργανώνονται πάντα γύρω από τη λέξη «ποιητής». Αν όμως της ξεδιπλώνουμε, όπως τα καραβάκια που άλλοτε φτιάχναμε διπλώνοντας ένα χαρτί αν τις λειάνουμε, ώστε να κρατήσουμε το νόημά τους στην παλάμη μας-τότε βλέπουμε πως η «ποίηση» στην οποία τόσο παθιασμένα είχαμε από κοινού προσηλωθεί, ήταν το σχήμα που χάθηκε. Μου φαίνεται λογικό και επείγον ν’ αναρωτηθούμε τι φταίει γι’ αυτό, πριν πούμε οτιδήποτε για το έργο του Σολωμού-αφού ό,τι ουσιώδες ειπωθεί προϋποθέτει πως ακούμε την ποίηση και πως γι’ αυτήν προπάντων μιλάμε.
    Από τη μεριά, η επίσημη πρόσληψη του σολωμικού έργου μοιάζει αδύνατον ν’ αποσυνδεθεί από τους όρους παραγωγής μιας ιδεολογίας η οποία, εν προκειμένω, μορφοποιήθηκε στο μοντέλο του «εθνικού ποιητή». Η εμπλοκή αυτή, περιορισμένη πια μόνον στη συνοδό ρητορεία της, εξακολουθεί να έχει δύο τουλάχιστον προφανείς επιπτώσεις. Αφενός το σολωμικό έργο κηρύσσεται έκτοπο ή κατά βάθος παρωχημένο κι ο «Σολωμός» εγκαταλείπεται να λιτανευθεί σαν ιερό λείψανο που η αγιοσύνη του μας επιτρέπει να δημηγορούμε περί έθνους, περί γλώσσας και ενίοτε περί ποιήσεως. Αφετέρου, και υπό την προυπόθεση ότι αντιδρώντας στρεφόμαστε στο ίδιο το έργο, η έμφασή μας, οργανώνεται υπερπροσδιορισμένη από την ρητορεία προς την οποία αντιτίθεται: μας φαίνεται, δηλαδή, ανέφικτο να προτείνουμε για το ποιητικό επίτευγμα του Σολωμού μια απόλυτο τιμή δίχως η πρότασή μας να συνέλκει είτε την τετριμμένη πια απαξίωση των θεωρητικών ζητήσεων (προς όφελος ενός αρμόζοντος, δήθεν στην ποίηση «εμπειρισμού») είτε μια βίαιη μετάθεση του Σολωμού εκτός κοινωνίας-της κοινωνίας του και της κοινωνίας μας, αξεδιάλυτα. Σε κάθε περίπτωση, η συσπείρωση στο έργο δίνει την εντύπωση απώλειας εδάφους και μεγέθους-και με τη σειρά της ιδεολογικοποιείται βίαια.
     Αλλά κι αν υποθέσουμε πως παρακάμπτουμε τις δυσκολίες που απαρίθμησα και οι οποίες εν συνόλω παραπέμπουν την ανάγνωση του Σολωμού σ’ ένα πλέγμα υπερκειμένων προβλημάτων αν υποθέσουμε πως επινοούμε μια νέα, αδιατάρακτη προσήλωση στο σολωμικό έργο, ώστε απ’ αυτήν ν’ απορρεύσει μια επιτέλους ολοκληρωμένη ανάγνωσή του, τότε βλέπουμε πως, απ’ την άλλη μεριά, το ίδιο το έργο καθόλου δεν αποτελεί το κατεξοχήν δεδομένο μας, όπως πιστεύαμε, και η μεθοδική ανάγνωσή του αποσυναρμολογείται σ’ ένα δεύτερο, υποκείμενο αυτή τη φορά, πρόβλημα: Ένα ερώτημα σχετικά με την ακρόαση της ποίησης εν συνόλω υπόκειται, πράγματι, σε οποιοδήποτε ερώτημα εγείρεται εντός της ποίησης-και προπάντων στο ερώτημα που η φετινή επέτειος εγείρει σχετικά με τον Σολωμό.
Γέφυρες και ρωγμές
      Αφενός ο ποιητής που «μορφώνει την ύλην»-κατά την εναρκτήριο διατύπωση του Σολωμού-κάνει ν’ ακουστεί ένας εξαιρετικά σύνθετος ήχος, όμως το σχέδιο αυτού του ήχου ολοένα συχνότερα διαλύεται,  μέσα στον ασύντακτο, ασχεδίαστο θόρυβο που παράγουν οι πολλαπλασιαζόμενες αναπαραστάσεις ποίησης (το ίδιο φαινόμενο μπορεί, εννοείται, ν’ ανιχνευθεί αναλογικά σε όλες τις εκφάνσεις του ενιαίου εγχειρήματος της μορφοπλασίας). Αφετέρου, ισχυρίζομαι ότι μια πλήρης υπόθεση εργασίας σχετικά με τον Σολωμό περιλαμβάνει, στη διαδικασία επαλήθευσής της την αναπόφευκτη απόδειξη της προσωρινά αναπόδεικτης πεποίθησης όσων καταλαβαίνουν από ποίηση ότι η δυνατότητα ακρόασης του σολωμικού έργου συμπίπτει (ακόμη, κι ίσως για πάντα) με τη δυνατότητα ακρόασης των δυνατοτήτων και των ορίων του λυρισμού μας εν γένει. Αν έχω δίκιο, τότε οφείλουμε να ξετυλίξουμε το νήμα ξεκινώντας κι από τη μια κι από την άλλη άκρη του-ωσότου τα δύο είδωλα συμπέσουν. Κι από τη μιαν άκρη, το υποκείμενο αρχικό ερώτημά μας (το ερώτημα, θυμίζω, σχετικά με την ακρόαση της ποίησης εν συνόλω) αναδιατυπώνεται ως πρόβλημα της ποίησης που σήμερα γράφεται και των κριτηρίων που προτείνονται για την ανάγνωσή της: Δίχως αξιολόγηση σημερινή ποίηση και κριτική της ποίησης, παράγοντας ομοιώματα και των δύο εντέχνως διακινούμενα, μπορούμε απλώς να προσποιούμαστε ότι οι γέφυρες με τον Σολωμό και κάθε άλλον άξιο ποιητή μας δεν κόπηκαν.
     Ο τελευταίος συλλογισμός ισχύει πρωτίστως ad hominem κι επομένως επαναληπτικά, δεν γενικεύεται-αλλά μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε τον Σολωμό μόνον εκ των ένδον. Αυτό δεν σημαίνει πως καλούμεθα να τον απομονώσουμε από τις συμφράσεις του’ σημαίνει όμως, μεταξύ άλλων, πως, αναγνωρίζοντας στο έργο του την εμβέλεια και διαρκή επικαιρότητα ενός μείζονος λογοτεχνικού γεγονότος, καλούμεθα ν’ ανανεώνουμε (εκ παραλλήλου, αλλά διαρκώς) τη συνθήκη ακρόασης του: κρίνοντας δημοσίως, διαβάζοντας, γράφοντας. Κοιτάζοντας άλλωστε το κάλπικο νόμισμα μιας επετείου κι απ’ τις δυο μεριές, στην πραγματικότητα ελέγχουμε τις πιθανότητες να λαξευθεί σχεδόν εξ αρχής μια συνθήκη ακρόασης του σολωμικού έργου (και εν γένει της ποίησης) σε ορίζοντα πρόσληψης ο οποίος φαίνεται πια συμπαγώς αρνητικός. Θα διαπιστώσουμε πως υπάρχει (πάντα υπάρχει) μια ρωγμή ,μολονότι όλοι κάνουν πως δεν την βλέπουν. Για να εντοπισθεί όμως αυτή η ρωγμή, πρέπει προηγουμένως να αρθεί μια παρεξήγηση.
     Στην έκκληση να προσεγγίσουμε τον Σολωμό εκ των ένδον (έκκληση που ισοδυναμεί με την ευχή να εννοούμε την ποίηση τίποτα περισσότερο και προπάντων τίποτα λιγότερο) μοιάζει να έχει ήδη ανταποκριθεί ο σολωμισμός, και μάλιστα τόσο μεθοδικά ώστε η αναγκαία μικρολογία του, που αναπτύχθηκε γύρω από το αληθινό επίτευγμα της έκδοσης σολωμικού έργου, συμπαρέσυρε ένα ποσοστό έγνοιας και γόνιμων αποριών και η εξοικείωση με τον κώδικά του αποτελεί αναπόφευκτο ολίσθημα. Κατά το σχήμα του Σολωμού για τη γλώσσα, πρώτα πρέπει να του υποταχθεί κανείς κι έπειτα, αν θέλει να μην αερολογεί, να τον κυριέψει. Σπεύδω ωστόσο να προσθέσω πως αυτή η ανάγκη δεν απαξιώνει το έργο των μειζόνων σολωμιστών (προπάντων του Λίνου Πολίτη, στον αιώνα μας), αλλ’ αντιθέτως ωρίμασε χάρη στην προσφορά τους: το οξύμωρο χαρακτηρίζει εξ αρχής τον σολωμισμό, πρόσφατα όμως φαίνεται να επιπλέκεται οριστικά εις βάρος του.
Τα σολωμικά «αινίγματα»
     Είναι αναφαίρετα από οποιαδήποτε (χρηστική ή μη) έκδοση του Σολωμού τα «Προλεγόμενα» του Πολυλά; Πώς λύνονται τα περίφημα αινίγματα των «λυρικών μονάδων» και των «μετακινούμενων μοτίβων»; Τα «αποσπάσματα» θα αντιμετωπιστούν με φόντο ένα Ρομαντικό πρόγραμμα, θα προβληθούν σε ένα υπόρρητο σχέδιο (η ενστικτωδώς ορθή αναζήτηση του οποίου παράγει νέες περιπλοκές και προπάντων μη αναγνώσιμα κείμενα), θα αναδιευθετηθούν σύμφωνα με την πραγματικά αφελή και οριστικά άστοχη πρόθεση να παρουσιαστούν ως «λογοτεχνικά έργα» (όμως το συναφές αίτημα να προκύψουν αναγνώσιμα κείμενα παραμένει υγιές) ή κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, που κανείς δεν θέλει να το καταλάβει; Τι δεν πρέπει εντέλει να χαθεί από την έκδοση Πολυλά, τι δεν είναι στην έκδοση αυτήν (και μόνο) ανατρέψιμο από τις περαιτέρω σολωμικές έρευνες;
     Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει σήμερα να μιλήσει για τον Σολωμό, μοιραία καλείται ν’ απαντήσει σ’ αυτά και σε άλλα, ομοίως κρίσιμα ερωτήματα-κι η λύση φαίνεται πως είναι να ξανασχεδιάζει, κάθε φορά ακριβέστερο, τον φιλολογικό χάρτη, με βάση τον οποίον εδώ και καιρό διασχίζουμε τη συχνά αφιλόξενη ενδοχώρα του «σολωμικού προβλήματος». Περιοχές αχαρτογράφητες υπάρχουν ακόμη, και μάλιστα κρίσιμες: εκκρεμεί, φερ’ ειπείν, η, ορθή επιτέλους, προβολή της ποίησης του Σολωμού στο ευρωπαϊκό φόντο, κι επομένως η βαθιά γνώση του Ρομαντικού πεδίου. Η συνεισφορά του Βελουδή (στο Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική, εκδ. Γνώση), παρά την τάση υπερερμηνείας, είναι εν προκειμένω πολύτιμη-απομένει όμως να δειχθεί το μείζον’ ότι ο Σολωμός, εμβρυωδώς θεωρητικός, οργάνωνε τα ρινίσματα των μελετών του χάρη  σ’ ένα ποιητικό σχέδιο το οποίο ταυτοχρόνως αναπροσανατόλιζε την εργασία του ώστε να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας ουσιώδους (και αναγκαστικής για τον ίδιο) απόκλισης από τον Ρομαντικό «τύπο» είναι πρωτότυπος και παραμένει καταστατικός, κυρίως αν δεχτούμε ότι ο Ρομαντισμός υπήρξε ένα πρόταγμα, η εμβέλεια του οποίου συμπεριλαμβάνει και το δικό μας παρόν. Απομένει, για να μιλήσουμε γενικά, να υποδειχθεί μια ολοκληρωμένη και επαληθεύσιμη άποψη για τον Σολωμό και την ποίησή του (μια υπόθεση εργασίας στην αρχή, ένα αποδεδειγμένο θεώρημα εντέλει), ώστε ο χάρτης ν’ αποκτήσει νόημα.
     Άλλωστε, η δυνατότητα να εγκλωβιστούμε εκ του ασφαλούς  στον σολωμισμό, ανασυγκροτώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την απορία του Αβερρόη, (στο γνωστό διήγημα του Μπόρχες), θέτοντας δηλαδή και με την ίδια χειρονομία διαστρέφοντας τα εκάστοτε ερωτήματα, μόνον θεωρητικά υφίσταται. Ο ίδιος ο σολωμισμός είναι τελικά αδιέξοδος, ακριβώς γιατί δεν αποτελεί περιττή προσθήκη, από την οποία θα ήταν σκόπιμο ν’ απαλλαγούμε, αλλά μιαν αναπαράσταση ουσιωδών ερωτημάτων σχετικών με τον Σολωμό εκτός τόπου όπου αυτά τα ερωτήματα μπορούν να αληθεύουν: Είτε θα διανοιγεί προς μιαν ανάγνωση του σολωμικού έργου η οποία υποχρεωτικά θα ισοδυναμεί με εκ βάθρων ανατροπή της επίσημης ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης και των ιδεολογικοποιήσεων οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στα εγκεκριμένα σχήματά της, είτε θα συντριβεί πάνω στις αντιφάσεις του. Είδος μικτό αλλ’ ατόφιο, εδώ, δεν υπάρχει-υπάρχει μόνον η πιθανότητα να κατανοήσουμε ότι τα ερωτήματά μας θ’ ανανεώνονται επ’ άπειρον ενώπιον αντιφάσεων, η ευσταθής ισορροπία των οποίων στο ποιητικό πεδίο δεν αναιρεί (ίσως μάλιστα να προϋποθέτει κιόλας) την ασταθή σχέση τους οπουδήποτε αλλού-γιατί οπουδήποτε αλλού δεν έχουν μορφοποιηθεί. Η ρωγμή, την οποία αναζητούσαμε, εντοπίζεται σ’ αυτή την επίγνωση.
Ο ίσκιος ενός κόσμου
     «Βέβαια η μορφή τυράννησε το Σολωμό. Υπερθεματίζοντας μάλιστα εκείνους που είχαν την ίδια περίπου καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία μαζί του, αλλά οι δυσκολίες τους ανάγονται κυριότερα στο επίπεδο μιας τεχνικής […] ο Σολωμός έβλεπε στη μορφή κάτι που περνούσε τα όρια της τέχνης του και έφτανε σε μια φιλοσοφία ή μάλλον σε μια μυστική αποκατάσταση της μορφής, περίπου όπως την φαντάστηκαν ο Πλάτων ή ο Γκαίτε (στη βοτανική) […].
     “E la forma sia l’ abito del vero senso profondo d’ ogni cosa”.  Η “forma” αυτή τον τυράννησε-με την πολιτική έννοια-μέχρι τέλους της ζωής του» Και πιο κάτω: “E la forma sia labito del vero senso”…ακούγεται παράξενα σήμερα η φράση αυτή που προϋποθέτει μια ορισμένη τέχνη και μια ορισμένη απομόνωση […]. Όμως πέρα από τα συμπεράσματα […] υπάρχει πάνω στο  ζήτημα μια συνισταμένη, που τη βγάζομε κυρίως από τα έργα της τέχνης αποτελέσματα […] Η συνισταμένη αυτή γέρνει ολόκληρη,  τον πύργο της Πίζας, προς τη μεριά της μορφής […]».
     Αυτά έγραφε στο σπουδαίο «Δοκίμιο/Το εκφράζεσθαι» (τώρα στο: Μελέτες, Α’ εκδ. Δόμος, σ.σ. 27 κι 46 αντιστοίχως) ο απομονωμένος Ζήσιμος Λορεντζάτος το έγραφε μάλιστα το 1945-46-γεγονός που σημαίνει πολλά, αν λάβουμε υπ΄ υπόψιν τη μετέπειτα πορεία του (αρκεί άλλωστε ν’ αντιπαραβάλουμε το «Απόσωμα» που ο ίδιος έγραψε το 1972), σημαίνει όμως προπάντων (για μας πια) πως έχουμε προειδοποιηθεί εδώ και πενήντα χρόνια τουλάχιστον, κι έχοντας ήδη στην προϊστορία μας, τον Πολυλά και τον Παλαμά. Απομένει να σκεφτούμε για ποιους λόγους μεθοδικά λησμονήσαμε πως είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την πολυσυζητημένη πια «πτώση» του Σολωμού (τα συντρίμμια, τα αποσπάσματα) δίχως να κατανοήσουμε τη φύση των έλξεων οι οποίες, αναστυλώνοντας τον λυρισμό, τον θέλουν ταυτόχρονα να γέρνει πάντοτε (ολόκληρος πια) προς τη μεριά της μορφής-παράδοξα σταθερός, μια στιγμή πριν χαθεί, «σαν τον πύργο της Πίζας».
     Κι όμως μια ολοκληρωμένη υπόθεση εργασίας σχετικά με το σολωμικό έργο δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τη διαπίστωση ότι ο Σολωμός υπήρξε, για μας, ο πρώτος ο οποίος είδε στο πλούσια βαθμολογημένο σχέδιο των ήχων κάθε στίχου κάτι βαθύτερο (κι ίσως αντίθετο) από τη φανερή μελωδία της μητρικής γλώσσας, η οποία έτσι κι αλλιώς γι’ αυτόν αποτελούσε-μην το ξεχνάμε-μιαν εκκρεμότητα’ είδε το ηχητικό είδωλο ενός κρυμμένου νοήματος, τον ίσκιο ενός κόσμου  ολόκληρου και το αποτύπωμα του νόμου του εκείνου (του πρώτου και ακατάλυτου νόμου της ποιήσεως) σύμφωνα με τον οποίο το νόημα ενός ποιήματος υφίσταται «υπό μορφήν μορφής» εντέλει εξώθησε αυτή την επίγνωση ως τα όριά της, παραδέχτηκε όλες τις επιπτώσεις της και, εκτελώντας μια κίνηση εκκρεμούς που τον καθήλωνε, τις αναχώνευσε κι αυτές στη μορφή του ποιήματος. Αν το τόξο που διαγράφει αυτό το εκκρεμές ολοκληρωθεί, προκύπτει ο κύκλος εντός του οποίου μπορεί να γράφεται και ν’ ακούγεται η ποίησή μας’ εν γένει.
Γιώργος Κοροπούλης, εφημερίδα Η Καθημερινή-ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Κυριακή 24 Μαϊου 1998, σελίδες 18-20.
Σημειώσεις:
Γράφοντας το κείμενο του σύγχρονού μας ποιητή Ηλία Λάγιου για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, διάβαζα ταυτόχρονα-ή ξαναδιάβαζα- ορισμένα κείμενα σύγχρονών μας ποιητών και συγγραφέων για παλιότερους έλληνες ποιητές και δημιουργούς. Δεν το πράττω τυχαία αυτό, με ενδιαφέρει να δω, πως οι νεότεροι έλληνες δημιουργοί όχι μόνον ενσωματώνουν μέσα στην ποιητική τους δημιουργία τα ποιητικά νάματα των παλαιοτέρων ποιητών,  φράσεις στίχους, αποσπάσματα, ρήσεις, αυτόνομες ποιητικές μονάδες ύφος, λέξεις, φόρμα, κλπ, ανοίγουν δηλαδή μια ουσιαστική και αληθινή συνομιλία με έργα παλαιοτέρων, και όχι μια απλή εξωτερική μίμηση ή τεχνική, της φόρμας του ύφους κλπ, κάτι φυσικά που προϋποθέτει αγάπη για το έργο των παλιότερων δημιουργών, έναν σεβασμό και μια διάθεση να συνεχίσουν τυπικά ή ατύπως το έργο τους, και όχι να το χρησιμοποιήσουν για να αναδειχθεί το δικό τους. Το εύρος ανάγνωσης των πεδίων αυτών είναι μεγάλο, ευρύ και βαθύ. Πολλοί σύγχρονοί μας ποιητές-ξεκινώντας από την γενιά του 1970 και μετέπειτα, έχοντας τα αναγκαία εφόδια και τις ανάλογες σπουδές, ενέσκηψαν πάνω στα έργα των παλαιοτέρων και, άνοιξαν μια διαρκή συνομιλία μαζί τους, με τους ποιητές και ακόμα, με αρκετούς παλαιότερους δοκιμιογράφους ή μελετητές που είχαν ανοίξει επίσης μια συνομιλία μαζί τους και σχολίαζαν τα έργα στην προσπάθεια τους να οικοδομήσουν την δική τους ποιητική θεωρία ή να συμπληρώσουν παλαιότερες θεωρίες. Δύσκολο εγχείρημα αλλά και ελκυστικά ενδιαφέρον. Το δημιουργικό αυτό παιχνίδι της τέχνης από τα σχόλια του Ευσταθίου στον Όμηρο μέχρι τον Κωστή Παλαμά και τη αναστύλωση του Ανδρέα Κάλβου και τα ποιητικά του προλογίσματα σε διάφορους ποιητές. Από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τα σχόλια και τις μελέτες του πάνω στον Τ. Σ. Έλιοτ, την ποιητική συμβολή και συμβουλή του Γιάννη Ρίτσου σε πολλούς νεότερους ομοτέχνους του. Από τον ποιητή της γενιάς του 1970, Νάσο Βαγενά και τα σχόλια του στον Χόρχε Λουϊ Μπόρχες και σε άλλους παλαιότερους δημιουργούς, από τον επίσης ποιητή και κριτικό της ίδιας γενιάς Βασίλη Στεριάδη και τις κρίσεις του για άλλους ποιητές, και ασφαλώς ορισμένους ποιητές της νεότερης γενιάς του ιδιωτικού οράματος(1990) και μετέπειτα, κοινή η διαδρομή ανάγνωσης, επανερμηνείας, ερωτημάτων, σχολίων και ενδοκειμενικών συνομιλιών στον ελληνικό ποιητικό λειμώνα. Θέσεων και απόψεων, κρίσεων, αποδοχών και απορρίψεων των προγενέστερων ανθρώπων του πνεύματος. Εκείνο που χρήζει μάλλον ειδικής έρευνας είναι πρώτον, η σχεδόν πλήρης από όλους τους μεταγενέστερους αποδοχή της Καβαφικής ποίησης, σε σημείο να ξενίζει παράφορα και παρά το αναμφισβήτητο μεγαλείο και αξία της, και, δεύτερον κάτι μάλλον το «φαλλοκρατικό» για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της κοινωνιολογίας το προηγούμενου αιώνα που υιοθετούσαν οι γυναίκες-επαναστάτριες του φύλου τους και αγωνίστριες κάτω από το πνεύμα της Σιμον ντε Μποβουάρ, του περιβόητου Κάστορα κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, δηλαδή, ενώ βλέπουμε άντρες ποιητές όλων των γενεών να αναγνωρίζουν την αξία των έργων παλαιότερων αντρών δημιουργών και να διακρίνουμε ξεκάθαρα τις επιδράσεις που δέχτηκαν από αυτούς, και τις ανοιχτές συνομιλίες που κράτησαν καθ’ όλη σχεδόν την διάρκεια της ποιητικής τους διαδρομής, δεν συναντάμε εύκολα γυναίκες δημιουργούς που να έχουν επηρεάσει άντρες ομοτέχνους τους ή το κυριότερο γυναίκες ομοτέχνους τες. Δηλαδή, οι υπόγειες ή φανερές ποιητικές διαδρομές μέσα στο χρόνο επιρροής ή ανάγνωσης, δεν προέρχονται από την μεγάλου εύρους γυναικεία ελληνική γραφή, με ελάχιστες και όχι τόσο σημαντικές εξαιρέσεις παλιότερων γυναικών δημιουργών. Η θηλυκή ποιητική φωνή και η γυναικεία γραφή μένει κάπως απομακρυσμένη από τα ποιητικά τεκταινόμενα της αντρικής αντίστοιχή της. Μένει μάλλον περίκλειστη στα δικά της ενδιαφέροντα, την θεματολογία και τους ποιητικούς προβληματισμούς. Εξαίρεση ίσως αποτελεί ο ποιητικός λόγος της σύγχρονής μας-αν και παλαιότερης σχολής-ποιήτριας Κικής Δημουλά, που φοβάμαι, ότι πέρα από την αναμφισβήτητη αξία του έργου της, άλλες πνευματικές και ίσως κοινωνικές παράμετροι κράτησαν στην επικαιρότητα την ποιητική της φωνή τις τελευταίες δεκαετίες. Ίσως, και μπορεί να λαθεύω, να μην γνωρίζουμε την πραγματική συνεισφορά της ποιητικής της κατάθεσης στον σύγχρονο γυναικείο ελληνικό ποιητικό λόγο, για να μην αναφέρω τον ανδρικό. Γυναικείες ποιητικές φωνές παλαιότερων εποχών, έχουν λησμονηθεί εδώ και χρόνια πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν τον κύκλο των επιδράσεών τους στις νεότερες ποιητικές γενιές. Σύγχρονές μας γυναικείες φωνές σε σχέση με εκείνες των αντρών, όπως της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, της Μαρίας Λαϊνά, της Μαρίας Κούρση, της Μαρίας Ζερβάκη, της Νανάς Ησαϊα, της Τζένης Μαστοράκη, της Αθηνάς Παπαδάκη, Κατερίνας Γώγου, της Νατάσας Χατζηδάκη, της Ρούλας Αλαβέρας, της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, της Χαράς Χρηστάρα, της Ζωής Καρέλλη, από την Θεσσαλονίκη, δεν μας παρέχουν μάλλον επαρκείς αποδείξεις για την επίδραση της γυναικείας ποιητικής τους φωνής σε άλλες ομοτέχνους τους. Ή τουλάχιστον, σε μεγάλο εύρος και διάρκεια χρόνου. Για να μην σταθώ σε παλαιότερες γυναικείες φωνές όπως της Μυρτιώτισσας, της Αιμιλίας Δάφνη, της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη, της Ρίτας Μπούμη Παππά, της Κοραλίας Θεοτοκά, της Όλγας Βότση, της Έφης Αιλιανού, της Ιωάννας Τσάτσου, και άλλες αξιόλογες ποιητικές φωνές από την επαρχία ή τα Επτάνησα. Ο γυναικείος ελληνικός ποιητικός λόγος, είναι μάλλον πιο περίκλειστος σε σχέση με τον αντρικό αντίστοιχό του. Την ίδια αναγνωστική και κριτική επιθυμία προσέγγισης,-αντρών ποιητών- συναντάμε και στην ξένη ποιητική δυτικοευρωπαϊκή γραμματεία. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο άλλης εργασίας έρευνας. Το σίγουρο είναι πάντως ότι, όλοι μας γνωρίζουμε, τι επίδραση είχε πάνω στο έργο του Τόμας Στερν Έλιοτ ο αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, που του «διαμόρφωσε» την «Έρημη Χώρα». Η ευρωπαϊκή ποίηση και έρευνα μας έχει επίσης επισημάνει αντίστοιχα, την επίδραση της ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον στις μεταγενέστερες γυναικείες φωνές, την επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας-παλαιάς Σοβιετικής Ένωσης-του έργου της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, και άλλα παραδείγματα που μας επισημαίνουν οι ξένοι ιστορικοί των ιστοριών της λογοτεχνίας. Αν και, ο γυναικείος χώρος της πρόζας περισσότερο και όχι τόσο μάλλον αυτός της ποίησης μας έχει δώσει αποδείξεις ότι οι γυναίκες δημιουργοί παράλληλα με το καθεαυτό έργο τους οικοδόμησαν και μια θεωρία περί ποιήσεως. Ο κόσμος των υπερρεαλιστών ανδρών και γυναικών είναι μάλλον ένα άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο, που χρήζει άλλης έρευνας και προσέγγισης.
     Στην δική μας ποιητική επικράτεια έχουμε πολλά παραδείγματα σύγχρονων αντρών δημιουργών που επαναπροσέγγισαν παλαιότερους ποιητές και τους ερμήνευσαν με σύγχρονα κλειδιά και αναφορές. Κάτω από αυτό το σκεπτικό, ξαναδιάβασα όλο το αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή στον γενάρχη ποιητή Διονύσιο Σολωμό και στάθηκα στο κείμενο του νέου συγγραφέα Γιώργου Κοροπούλη. Το κείμενο του Κοροπούλη, με «ανάγκασε» να ξαναδιαβάσω τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά, το κείμενο του Ζήσιμου Λορεντζάτου και ορισμένα από τα κεφάλαια τν βιβλίων του Γιώργου Βελουδή, κείμενα που αφορούν τον Σολωμό-το εξεταζόμενο θέμα-ώστε με την ανάλογη μικρή επάρκεια μου, να κατανοήσω σωστότερα το εξαιρετικό και ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη. Μια ενιαία αναγνωστική και σχολιαστική σκάλα για να συνειδητοποιήσουμε την δική μας ποιητική αυτογνωσία. Τουλάχιστον, για όσους ενδιαφέρονται ακόμα για τέτοιου είδους ζητήματα-ειδικού ενδιαφέροντος φυσικά-αλλά αποτελούμενες όλες αυτές οι παλαιότερες και σύγχρονές μας ερμηνείες  και επαναπροσεγγίσεις τα καρποφόρα κλαδιά και τα άνθια του δέντρου της ποιητικής μας παράδοσης, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το Σολωμικό.
     Το ίδιο το κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Κοροπούλη από μόνο του μας αποκαλύπτει τις προθέσεις και τους σκοπούς του, τους στόχους του και τα ερωτηματικά του, τις ενστάσεις του και τις αποδοχές του. Στην ουσία του, στον κεντρικό του σχεδιασμό, είναι ένα κείμενο θεωρητικό περί Ποιήσεως και των ερμηνευτικών προβλημάτων της, αν δεν κάνω λάθος. Το αποσπασματικό έργο του Διονυσίου Σολωμού του δίνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις δικές του αμιγώς θεωρίες σε ένα διπλό παιχνίδι ερμηνείας και ανάγνωσης. Για το Σολωμικό έργο πρωτίστως, και περί ποιήσεως γενικότερα. Στόχος δύσκολος αλλά όχι ακατόρθωτος όπως μας αποκαλύπτει το ίδιο το κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη. Πάνω όμως από όλα προέχει η ανάγνωση και επανανάγνωση του ίδιου του ποιητικού έργου του Διονυσίου Σολωμού, και η ευχαρίστηση και συγκίνηση που αισθανόμαστε κατά την διάρκεια και μετά το πέρας της ανάγνωσής του.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Κοροπούλης φέρουν το βάρος της αλήθειας των ερμηνειών του. Το κείμενο είναι εύληπτο, σε σημεία του-ελάχιστα μάλλον χρειάζονταν μεγαλύτερη σαφήνεια-διαθέτει στέρεα δομή, υποστυλώματα από σολωμικές του αναγνώσεις άλλων ερμηνευτών, έχει στόχο και πάνω από όλα, ξεφεύγει από το τετριμμένα κλισέ ενός επετειακού αφιερώματος για τον ποιητή. ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι ερωτήσεις που θέτει ο Γιώργος Κοροπούλης μέσα στο κείμενο και πάνω στο κείμενο του Σολωμού και των κατά καιρούς ερμηνειών του. Είναι μια προσέγγιση εντελώς προσωπική και γιαυτό φέρει το βάρος της δικής του αλήθειας, έχει κριτήριο δίκαιο, όχι απόρριψης, και εστιάζει τον φωτισμό τους στο πως θα ξανακάνουμε ελκυστικό το σολωμικό έργο, αποφεύγοντας παλαιότερες επικίνδυνες προσεγγίσεις του αν όχι εκμεταλλευτικές.
Δεν θα ήθελα να δώσω μια φιλολογική ματιά στην ανάγνωση του κειμένου του Γιώργου του Κοροπούλη, ούτε να το συνδέσω με άλλες φωνές ερμηνευτικές της Σολωμικής ποίησης, γιατί προτιμώ να είναι ένα αυτόνομο κείμενο, αυτοκίνητο σε σχέση με άλλες ερμηνείες και όχι συνδυαστικά σκεφτόμενος.
     Το αφιέρωμα πάντως της εφημερίδας Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, με χρήσιμα κείμενα, σημαντικών μελετητών, που μας φωτίζουν από αρκετές πλευρές το Σολωμικό έργο και τα προβλήματά του.
Η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, έστω και θρυμματισμένη, μας αποκαλύπτει τα μυστικά της με την ανάγνωσή της. Ο Διονύσιος Σολωμός, δεν είναι ο ποιητής του Ύμνου στην Ελευθερία μόνο, ίσως αυτό τον εγκλώβισε μέσα σε ένα εθνικό και πατριωτικό καθαρά περιβάλλον. Η ποίηση του επτανήσιου μάγιστρου της ποίησης, είναι τα μικρά και σκόρπια λυρικά του, τα μισοτελειωμένα ποιητικά του ρομαντικά διαμαντάκια. Ο ρομαντισμός της εποχής του που ευτυχώς δεν λέει ακόμα και στις μέρες μας να ξεφουρτουνιάσει. Ο Διονύσιος Σολωμός μέσα στις ψυχρές και παγερές εποχές που όλοι μας ζούμε, είναι ένα δροσερό αεράκι πνοής ατελεύτητης. Είναι η ζωντανή πνοή του ελληνικού μέσα μας ρομαντισμού και διάθεσης. Και ιδιαίτερα τώρα της περιόδου του ελληνικού Πάσχα, που η Φύση και η εκκλησιαστική ποίηση σε προσκαλούν να ξανά ανακαλύψεις τον εσώτερο χαμένο ανθρώπινο εαυτό σου, πέρα την πίστη ή την απιστία σου, πέρα από τον βαθμό αγάπης μας προς τον ποιητικό λόγο. Το φορτίο ευαισθησίας και ρομαντισμού που φέρουν μέσα τους τα εκκλησιαστικά ποιητικά κείμενα και η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού είναι πολύ μεγάλο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 30 Μαρτίου 2018
Για ένα Πάσχα όχι μόνο της παράδοσης αλλά των ψυχών μας. Και όποιος αντέξει. Στην ανάγνωση ή την πίστη.
                 

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Ανάθεμα τα γράμματα


             Ανάθεμα τα γράμματα!....
                           (Ι-144)
Από μικρόθεν μ’ έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου:
«Παιδίν μου, μάθε γράμματα, και ωσάν εσέναν έχει.
Βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,
και τώρα διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος.
Αυτός, όταν εμάνθανε, υπόδησιν ούτε είχεν,
και τώρα, βλέπεις τον, φορεί τα μακρυμύτικά του.
Αυτός, όταν εμάνθανε, ποτέ του ούκ εκτενίσθη,
και τώρα καλοκτένιστος και καμαροτριχάρης.
Αυτός όταν εμάνθανε, λουτρόθυρα ούκ οίδε,
και τώρα λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδα.
Αυτός, ο κόλπος του έγεμε φθείρας αμυγδαλάτας,
και τώρα τα υπέρπυρα γέμει τά μανοηλάτα.
Και πείσθητι γεροντικοίς και πατρικοίς μου λόγοις,
και μάθε τα γραμματικά, και ωσάν εσέναν έχει».
     Και έμαθα τα γραμματικά, μετά πολλού και κόπου.
Αφού δε τάχει γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάναν’
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει!
ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν
καθ’ ήν με παρεδώκασιν είς το διδασκαλείον,
προς το να μάθω γράμματα, τάχα να ζω απ’ εκείνα!
Εδάρε τότε αν μ’ έποικαν τεχνίτην χρυσοράπτην,
απ’ αυτούς όπου κάμνουσι τα κλαπωτά και ζώσι,
και έμαθε τέχνην κλαπωτήν την περιφρονημένην,
ού μη ήνοιγα το αρμάριν μου και ηύρησκα ότι γέμει
ψωμίν, κρασίν πληθυντικόν και θυννομαγειρίαν,
και παλαμιδοκόμματα και τσίρους και σκουμπρία;
παρού ότι τώρα ανοίγω το, βλέπω τους πάτους όλους
και βλέπω χαρτοσάκουλα γεμάτα τα χαρτία.
Ανοίγω την αρκλίτσαν μου να εύρω ψωμίν κομμάτιν,
και ευρίσκω χαρτοσάκουλον άλλο μικροτερίτσιν.
Απλώνω εις το περσίκι μου, γυρεύω το πουγκίν μου,
διά στάμενον το ψηλαφώ, και αυτό γέμει χαρτία.
Αφού δε τάς γωνίας μου τάς όλας ψηλαφήσω,
ίσταμαι τότε κατηφής και απομεριμνημένος,
λιποθυμώ και ολιγωρώ εκ της πολλής μου πείνας’
και από την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν
γραμμάτων και γραμματικών τα κλαπωτά προκρίνω.
Την κεφαλήν σου, δέσποτα, είς τούτο τι με λέγεις;
Αν έχω γείτονα τινά και έχει παιδίν αγόριν,
να τον ειπώ ότι «μάθε το γραμματικά να ζήση» ;
αν ού τον είπω «μάθε το τσαγκάριν το παιδίν σου»,
παρακρουνιαροκέφαλον πάντες να με ονομάσουν!
Και άκουσον την βιοτήν τσαγκάρου, και να μάθης
την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ’ εκάστην.
Γείτονα έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγκάρην τάχα,
πλήν ένι, καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος.
Όταν γάρ ίδη την αυγήν περιχαρασσομένην,
ευθύς: «Άς βράση το θερμένω, λέγει προς το παιδίν του,
και: «Να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια,
αγόρασε και βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν,
και δός με να προγεύσωμαι, και τότε να πετσώνω».
Αφού δε κλώση το τυρίν και τα χορδοκοιλίτσια,
κάν τέσσερα τον δίδωσι γεμάτα εις το μουχρούτιν,
και πίνει τα και ερεύγεται. Κερνούν τον άλλον ένα,
και παρευθύς υπόδημαν επαίρνει και πετσώνει.
Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση,
ρίπτει το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν
και το σουγλίν και το σφετλίν και το σφηκώματά του,
και λέγει την γυναίκαν του: «Κυρά, καθές τραπέζιν’
και πρώτον μίσσσον το εκζεστόν, δεύτερον το κρασότατον,
και τρίτον το μονόκυθρον, πλήν βλέπε να μη βράζη!»
Αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτση,
ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ και ιδώ τον
το πώς ανακομπώνεται κατά της μαγειρίας,
αν ού κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν.
Αυτός γαρ εμπουκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν,
και εγώ υπάγω και έρχομαι πόδας μετρών των στίχων.
Αυτός χορταίνει το γλυκύν εις το τρανόν  μουχρούτιν,
και εγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,
γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρα’
αλλά τα μέτρα που ωφελούν την άμετρόν μου πείναν;
Έδε τεχνίτης στιχιστής εκείνος ο τσαγκάρης’
ειπέ το Κύριε ελέησον, και ήρξατο ρουκανίζειν.
Εγώ, δε, φεύ της συμφοράς! Πόσους να πλέξω στίχους,
πόσους να γράψω κάλλιστα, πόσους να λαρυγγίσω,
να τύχω μου του λάρυγγος της άκρας θεραπείας.
     Ώρμησα τάχατε καγώ το να γενώ τσαγκάρης,
μη να χορτάσω το ψωμίν το λέγουν αφρατίτσιν,
αλλά το μεσοκάθαρον το λέγουσι της μέσης,
το επιθυμούν γραμματικοί και καλοστιχοπλόκοι.
Και τέως γυρεύων ηύρηκα και ταρτερόν οκάπου,
Και εδώκα το και ηγόρασα σουγλίν από τσαγκάρην,
και ως ήσαν τα καλίγια μου πλήρης εξεσχισμένα,
επιάσα τάχατε μικρόν να τα περισουφρώσω’
και κρούω σουγλέαν το χέριν μου και εδιέβην απεκείθε,
και ως πρήσμαν εκ του κρούσματος  γέγονα τη χερί μου,
και ολόκληρον εδιάβασα μήναν εις τον ξενώνα.
     Αν έμαθον την ραπτικήν εντέχνως επιστήμην,
Μετά βελόναν ταρτερού και ράμματα σταμένου,
και ψαλιδόπουλον μικρόν, να ήμην οικοδεσπότης’
αν γαρ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον,
οκάποιας τέως γειτόνισσας ρούχον να παρελύθην,
και παρευθύς να μ’ έκραξεν: «Δεύρο, τεχνίτα, δεύρο,
να, κέντησον το ρούχον μου και έπαρ’ το ραπτικόν σου».
     Αν ήμην παραζυμωτής ή δουλευτής μαγκίπου,
προφρούρνια κάν να εχόρταινα, και ωσάν εμέναν είχεν.
‘Ως γαρ εδιάβαινα προχθές οκάπου, εις μαγκιπείον,
ηύρηκα την μαγκίπισσαν έσωθεν ισταμένην
και τοις χερσί κατέχουσαν άσπρον σεμιδαλάτον,
απόξυσμα τριπτούτσικον και ερουκάνιζέν το’
ένδον εισήλθον παρευθείς και προς εκείνην λέγω:
«Κυρά, κυρά μαγκίπισσα, το πώς ακούεις ούκ οίδα,
εία δές και εμέ τριπτούτσικον δαμίν να ρουκανίσω».
Απόκρισιν δ’ ουκ εδωκεν η τρισαθλία όλως,
και ως είδα το ασυνείδητον και το ανυπόληπτόν της
στενάζων και λυπούμενος άλλην διέβην ρύμην.
     Αν ήμην οξυγαλατάς, το οξύγαλον να επώλουν,
την τσούκαν του οξυγάλακτος εις ώμον μου να εβάστουν,
από ψυχής να εστρίγγιζα, περιπατών να ελάλουν;
«Επάρετε δρουβανιστόν εξύγαλον γυναίκες!»,
και εκείναι ως το χρήζουσι συντόμως να εξεπώλουν.
     Καταβλαττάς αν έμαθον και σηκωτής αν ήμην,
ως σηκωτής να εδούλευα την άπασαν ημέραν,
και το βραδύ να μ’ έδιδαν μεγάλην κομματούραν,
το άσπρον εμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν
και μονοκύθρου μερτικόν εκ τα λαπαριμαία’
και καν μετά το σχόλασμαν να έπιανα την λαπάραν,
και να την έκρουα κοπετόν, ως και το δίκαιον είχε.
     Κεντίκλας κάν αν έμαθα και τους πιπεροτρίπτας
οδοιπορών να εστρίγγιζα, περιπατών τας ρύμας:
«Κυράδες, χειρομάχισσες, καλοοικοδεσποινές μου,
Προκύψατε, βηλαρικάς επάρετε κεντίκλας,
και τους πιπεροτρίπτες μου, να τρίβετε πιπέριν!»
Και ως είν’ καλοοικοδέσποινες οκάποσες γυναίκες,
και τας κεντίκλας να έπαιρναν και τους πιπεροτρίπτας….
     Γείτοναν έχω κοσκινάν, φάρσωμα μας χωρίζει,
και βλέπω την ιστίαν του πως συχνοφακλαρίζει,
και πως πολλάκις των κρεών την τσίκναν απολύει’
πώς δ’ αύ εις την ανθρακιάν την φοβεράν εκείνην
κείμενα βλέπω, βασιλεύ, τα πλήθη των ιχθύων’
και εγώ τσικνώνω δια ψωμίν, ζητώ και ουδέν με δίδουν,
αλλ’ ονειδίζουν άπαντες και καθυβρίζουσί με,
λέγοντες: «Φάγε γράμματα και χόρτασε, παπά μου,
και τρώγε μυριεμπύρετος, εκ τα γραμματικά σου,
έκβαλε τα παπαδικά και γένου προσχεράρης».
Σοί δε συμβούλω χρώμενος, δέσποτα τι μοί λέγεις;
Ελπίζω το σόν έλεος να με χειραγωγήση,
και να εύχωμαι τα σκήπτρα σου μέσης από καρδίας,
σκήπτρα κρατήσης, κράτιστε, γης πάσης και θαλάσσης.

Σημείωση:
Τα αποκαλούμενα Προδρομικά Ποιήματα, μια και εντάσσονται τα πλείστα από αυτά στο γενικό corpus ποιημάτων που συνέγραψε ο γνωστός μας Θεόδωρος Πρόδρομος, γνωστός  βυζαντινός λόγιος και συγγραφέας της εποχής της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185),  είναι αυτοτελής θεματικές ιστορίες, σάτιρες ή παρωδίες που παρωδούν, σατιρίζουν, καυτηριάζουν, λοιδορούν, και εν μέρει χλευάζουν την βυζαντινή κοινωνία και τους ανθρώπους της εποχής των και καταστάσεις, κυρίως, τους ιερείς και τους μοναχούς, που ήσαν σε πληθυσμιακή αφθονία σχεδόν σε όλη την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.. Σίγουρα προέρχονται ή αμυδρά μας θυμίζουν, τους αρχαίους έλληνες εθνικούς κωμικούς και ιδιαίτερα τον Αριστοφάνη, χωρίς όμως να διαθέτουν την δική του αιχμηρότητα του σατιρικού του λόγου, την πολιτική του σπιρτάδα και κοινωνική κριτική, και να οικοδομούν την τέχνη της κωμωδίας στην μεσαιωνική γεωγραφικά ελλάδα και τον  ευρύτερο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι ποιήματα λαϊκά, διαθέτουν χάρη και αυθεντικότητα, είναι απροσποίητα και έχουν αφέλεια και τονισμούς πειράγματος και σε σημεία τους παιχνιδίζουν ειρωνικά, τα οποία προέρχονται από τις απαρχές της ελληνικής μεσαιωνικής δημώδους λογοτεχνίας, όπου βλάστησαν και καρποφόρησαν τα λεγόμενα Ακριτικά Τραγούδια, και το γνωστότερο από όλα, το έπος του Διγενή Ακρίτα. Περίπου τον 11ο αιώνα μ. χ. αιώνα. Ένα διεθνής απήχησης πατριωτικό και εθνικό έπος, το οποίο αποτελεί το πρώτο γραπτό μνημείο της νεότερης ελληνικής γραμματείας. Ένα λαϊκό έπος, που διαθέτει λογοτεχνική δομή, ύφος, ταυτότητα και δράση. Τα Προδρομικά στιχουργήματα, είναι μάλλον γραμμένα στο ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου όπως μας έχουν μιλήσει για αυτά οι διάφοροι έλληνες και ξένοι μελετητές των έργων της εποχής αυτής.  Μας έχουν διασωθεί σε αρκετά χειρόγραφα που έχουν εκδοθεί και επιμεληθεί από επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας. Ο πρώτος που εξέδωσε δύο από τα Προδρομικά ποιήματα, είναι ο δάσκαλος του γένους ο Αδαμάντιος Κοραής στα Άτακτά του. Το ενδιαφέρον σε αυτά τα λαϊκά και αυθεντικού χαρακτήρα σατιρίσματα, βρίσκεται στην γλώσσα στα οποία είναι γραμμένα. Είναι η ενδιάμεση γλώσσα μετά την γλώσσα την ελληνική της ελληνιστικής εποχής, και η οποία έχει πλέον διαμορφωθεί και έχει αποκτήσει την δομή και την φόρμα της. Είναι μια γλώσσα καθόλου πεποιημένη, δεν θυμίζει σχεδόν καθόλου την αρχαία ή την αρχαίζουσα, έχει τους δικούς της κανόνες και ρυθμολογία, είναι πολυσύνθετη, υιοθετεί στις καταλήξεις της το τελικό  ν, χρησιμοποιεί συνήθως τις μετοχές, τις δοτικές κλπ., ανάλογα με το θέμα της εξιστόρησης που αναφέρεται υιοθετεί και το αντίστοιχο λεξιλόγιο, αλλά και δεν αποκλείει και μέσα στο σώμα της λέξεις και πτώσεις που προέρχονται από την αρχαία κλασική. Σίγουρα, πολλές από τις λέξεις των Πτωχοδρομικών ποιημάτων μας είναι άγνωστες και ίσως τις ακούμε για πρώτη φορά, ή τουλάχιστον δεν τις χρησιμοποιούν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αφορούν επαγγέλματα και καταστάσεις κοινωνικές της επαρχίας και της υπαίθρου.  Η γλώσσα αυτή όμως, έτσι όπως διαμορφώνεται την περίοδο αυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όταν ήδη η αυτοκρατορία έχει αποκτήσει τα ελληνικά της χαρακτηριστικά και έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων η ελληνική τους ταυτότητα σε συνδυασμό με την χριστιανική πίστη της καθ’ ημάς ανατολής, με ότι αυτό συνεπάγεται στην κατοπινή πορεία και εξέλιξη της ρωμιοσύνης, εμπεριέχει όλα εκείνα τα δομικά στοιχεία τα οποία θα οικοδομήσουν την νέα ελληνική γλώσσα και ντοπιολαλιά των διαφόρων ίσως περιοχών του ελληνικού χώρου. Αν συνδυαστεί δε και με τα άλλα κείμενα της δημώδους μεσαιωνικής γραμματείας έχουμε ένα πανόραμα βίου, κοινωνικών αντιδράσεων και πιστεύω των ανθρώπων της εποχής. Τα ποιήματα αυτά πέρα από τον καθαρά ευτράπελο χαρακτήρα τους, πέρα από τον παρωδικό τους τόνο, είναι στιχουργήματα με φιλοσοφία ζωής, παροιμιακής πρόθεσης, διδακτικά, αυτό που αποκαλούμε ψυχωφελή, και πάνω από όλα, καθόλου μα καθόλου πεποιημένα. Εκτός από τους μοναχούς, τα βέλη τα σατιρικά, περιλαμβάνουν και το γυναικείο φύλο με όλες τους τις κοινωνικές αντιδράσεις και εγωτικές συμπεριφορές. Το βλέμμα που καυτηριάζει τα κακώς οικογενειακά και κοινωνικά κείμενα είναι αντρικό. Πολλές από τις λέξεις των δημοτικών αυτών ποιημάτων, τις αναγνωρίζουμε στο σημερινό μας λεξιλόγιο και στην καθημερινή μας ομιλία. Πράγμα που μας δείχνει ότι, τουλάχιστον στο θέμα της γλώσσας, η συνέχεια της ιστορικής παράδοσης των ελλήνων συνεχίζεται από την εποχή των Πελασγών (;) μέχρι την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των τάμπλετ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 28 Μαρτίου 2018

Σημεία των πολιτικών καιρών:
 Ημείς οι πτωχοί τω πνεύματι αυτό το κείμενο θα διαβάζαμε την εύσημον ημέρα της Ποιήσεως εάν και εφόσον μας προσκαλούσαν οι εκδοτικοί και εμπορικοί παράγοντες της ποίησης, οι εθνοπατέρες συγγραφείς του πανεπιστημιακού χώρου, της ανοθεύτου γλωσσικής καθαρότητος, να αναγνώσομεν  μακροσκελές ποίημα, και ουχί ποιημάτιον τι, προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού των Ο.  Χωρίς τόνο παρακαλώ μην μπερδευτούν με τους 72 παλαιούς μεταφραστάς.
 Άχ! πόσα χρόνια έχει να μου προσφέρει και εμέ ανήρ τις, άσπρο ευωδιάζον τριαντάφυλλο. Παρμένο από το σώμα της παράδοσης το ορθόδοξο κορμάκι της νιότης
• Τι να σας πω βρε Έλληνες απόγονοι των Κολοκοτρωναίων, του Μάρκου Μπότσαρη και του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, μικρά τσολιαδάκια των μπρελοκ της τουριστικής ανάπτυξης, που βδελύσσεστε τον ιστορικό Θάνο Βερέμη και τον συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο με τα αντεθνικά ντοκιμαντέρ τους στο Σκάϊ για την επανάσταση του 1821. Που  διαβάζετε μόνο τα Οράματα και Θάματα του μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη, Να Δω τα καημένα γαϊδουράκια των νησιών μας με POS να κόβουν απόδειξη στους τουρίστες, και να πάω να ανάψω το καντηλάκι της ποιήτριας Αλίκης Νικολαϊδου, της γραμματέως του αντιπροέδρου της επαράτου με το μυστρί, με τις τηλεοπτικές της εκπομπές στην ΥΕΝΕΔ εθνικής ανατάσεως, με τα μεγάλα άσπρα σκουλαρίκια της και το περμανάντ ξανθό μαλλάκι  της. Να κόβουν απόδειξη POS και οι ιερείς με την ομπρέλα στα νεκροταφεία, like Μαίρη Πόπινς,  αυτοί που κάνουν ευχέλαιο στα σπίτια, τα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικοί που δέχονται δωρεές από διαφόρους φίλους τους και χορηγίες, οι καλλιτέχνες που επ’ αμοιβή συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Όχι μόνο να φορτώσετε τα βάρη στους καημένους τους γαϊδαράκους, αρκετούς ανθρώπινους μπόγους σηκώνουν εξασκώντας τα επαγγελματικά τους χρέη, που στο κάτω-κάτω, δεν τους αναλογούν.
• Φρυκτή και απάνθρωπη η εικόνα που είδαμε στις οθόνες των τηλεοράσεων, αυτά τα καλοκάγαθα ορθόδοξου ήθους και πατριωτικού φρονήματος νεαρά αντράκια- στρατιωτάκια, αυτούς τους τρείς ελληναράδες που βασάνισαν το μικρό και φοβισμένο σκυλάκι, και το πέταξαν πάνω από τον φράκτη και φωτογράφιζαν τις πράξεις τους. Να τους θυμίσεις το σύντροφο σκυλί του  Ομηρικού Οδυσσέα τον Άργο ή τον Φλοξ της ταινίας οι Γερμανοί ξανάρχονται. Δεν άκουσα καμιά αρά, κανένα σχόλιο, καμιά καταδίκη από τα λαλίστατα χείλη των δύο τουλάχιστον αρχιερέων. Να βγάλουν μια ανακοίνωση οι νεολαίες των κομμάτων, όπως έβγαλαν για να υπερασπιστούν τα 100 και πάνω καλόπαιδα που έκαναν φασόν αντιγραφή σε πανεπιστήμιο της Πάτρας. Και οι έλληνες αυτοί θα κάνουν οικογένεια, και θα αγαπήσουν την σύζυγό τους και τα παιδιά τους πραγματικά, ή αυτά των άλλων συγγενών τους; Θα διεκδικήσουν τα πολιτικά και εργασιακά τους δικαιώματα χωρίς βία; Θα λύσουν τις κοινωνικές διαφορές τους ειρηνικά; Ένα ακόμα παράδειγμα του ελληνικού κοινωνικού και εθνικού μας φρονήματος, της έκπτωσης των ατομικών μας δήθεν πατροπαράδοτων ανθρωπιστικών αξιών. Μπούρδες που θα έλεγε και η Σαπφώ Νοταρά. Κατά τα άλλα, μόνο αυστηρά μηνύματα ξέρουμε να στέλνουμε στους πάντες. Να κάνουμε ανέξοδες υποδείξεις και να μιλάμε για ενότητα και σύμπνοια. Η σύγχρονη των ημερών μας αποτυχία της θρησκείας, της εκκλησίας, της πολιτικής, της νομικής επιστήμης, της τέχνης, του πολιτισμού. Άχρηστα πράγματα σε πολλές μα πάρα πολλές ελληνικές της φάρας μου συνειδήσεις, καθημερινές πρακτικές και κοινωνικές συμπεριφορές που δεν συνάδουν ούτε με την ελληνική παράδοση ούτε καν με τα μεγάλα λόγια περί κλασικού μεγαλείου, περί πολιτιστικού φωτισμού των δυτικών, περί μόνης αληθινής και πραγματικής πίστης, περί διδαγμάτων ημών των ελλήνων στον κόσμο, και άλλες περίτρανες μεγαλαυχίες για εσωτερική και μόνο κατανάλωση. Η ανακοίνωση του δικηγόρου που θα τους υπερασπιστεί μας δηλώνει του λόγου το αληθές. Κρίμα σε όλους μας.
• Θα θέλαμε να γνωρίζαμε ποιοι είναι αυτοί οι έλληνες και οι ελληνίδες που πηγαίνουν στα Σκόπια να παίξουν στο καζίνο, να αγοράσουν διάφορα καταναλωτικά προϊόντα και για ιατρικές υπηρεσίες, και να ξέραμε την άποψή τους για το όνομα της γειτονικής αυτής χώρας. Και, τους 1500 έλληνες και ελληνίδες που έκαναν εμπάργκο στα τούρκικα προϊόντα και δεν μεταβαίνουν πλέον για τα ψώνια τους στην Αδριανούπολη όπως δήλωσε ευτραφής κυρία κάνοντας την «αυτοκριτική της»-για πόσο  χρονικό διάστημα αλήθεια ; -τώρα που κρατούν ομήρους ακόμα τους δύο έλληνες στρατιώτες.
• Ευχάριστη έκπληξη η επαναφορά των Δέκα Μικρών Μήτσων του κυρίου Λάκη Λαζόπουλου στον Αντένα. Άφησαν εποχή όταν για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν. Δίδαγμα της τότε πολιτικής σάτιρας. Όλοι οι χαρακτήρες του ταλαντούχου ηθοποιού και σεναριογράφου είναι εξαιρετικοί. Κρίμα που αργότερα κατέφυγε σε μια μάλλον χυδαιολογία.. Αν υποψιαστώ ότι δεν θα είναι ισάξιας ποιότητας οι νέοι Μήτσοι θα αλλάξω κανάλι.
• Εντάξει ο πολυγραφότατος συγγραφέας κύριος Βασίλης Βασιλικός, αλλά ο αγαπημένος θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Μανιώτης τι πιστεύει ότι θα προσφέρει στην ελληνική πολιτική σκηνή συντασσόμενος με τον κύριο Γιάνη Βαρουφάκη. Ίσως ότι ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Την ανάδειξη στην πρωθυπουργία του Κυριάκου. .
• Ευαγγελίζου χαρά μεγάλη, τιμημένα ελληνικά νιάτα του σερβάιβορ, των τηλεπαιχνιδιών και των άπειρων εκπομπών μαγειρικής, (εν τέλει ποιος τα τρώει όλα αυτά τα φαγητά και τα γλυκά εμείς, ή τα στέλνουμε ντιλίβερι στην λεγεώνα των ξένων)  η πατρίς δεν τελεί εν κινδύνω, ο πετίτ Αλέξης από τα Ψαρρά ελάλησε. Αυτά είπε η έγκυρος ΕΡΤ και ο ανταποκριτής της Άλκης Στέας. Ευτυχείτε.