Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης και το ποίημά του αφιερωμένο στον Μάνο Χατζιδάκι

 Ο  ΧΙΤΩΝΑΣ  ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

                              Στον Μάνο Χατζιδάκι

Ο χιτώνας του ποιητή

Διαποτισμένος από το γαλάζιο του αίμα

Πάντα επιστρέφει στη γη

 

Ενώ τα χέρια του

Όλο και μεγαλώνουν στον ουρανό

 

Και μένει ο ίδιος ολόγυμνος

Αδιάφθορος

Εκεί ψηλά

Να μας φωτίζει

 

Κι από τα μάτια του αναδύεται

Μιά πένθιμη μουσική

 

Λυγμός σιωπής

ΤΑΚΗΣ  ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

      Σχετικά με τα ποιήματα:

      Το ποίημα του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη περιλαμβάνεται στην σελίδα 36 του τόμου «ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ», Είναι το 8ο  στη σειρά των «Ανοιχτών Επιστολών» πρίν το ποίημα αφιερωμένο στον Μ. Χατζιδάκι ο Θεσσαλονικιός ποιητής γράφει:

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ

     ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΓΝΩΣΤΗ η σπουδαία συμβολή του Μάνου Χατζιδάκι στην ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού και διεθνής η αναγνώρισή του. Σκέφτηκα πώς ο καλύτερος τρόπος να συμμετάσχω στο τιμητικό βιβλίο που ετοιμάζουν οι φίλοι του ήταν να του αφιερώσω ένα ποίημά μου που παρακαλώ να θεωρηθεί σαν ελάχιστη ένδειξη τιμής και αγάπης στον έξοχο μουσικοσυνθέτη, που είχε μάλιστα την καλοσύνη να μελοποιήσει την ποιητική μου σύνθεση «Επιτάφιος».

      Ο ποιητής και μεταφραστής Τάκης Βαρβιτσιώτης, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 17 Απριλίου 1916 και απεβίωσε στη γενέθλια πόλη του την 1 Φεβρουαρίου 2011. Ορισμένοι μελετητές αναβιβάζουν κατά μία ημέρα την απώλειά του 31/1/2011. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους έλληνες μεταπολεμικούς λυρικούς ποιητές και μεταφραστές. Στην διάρκεια του πολύχρονου βίου του εξέδωσε δεκάδες ποιητικές συλλογές και βιβλία με μεταφράσεις ευρωπαίων λυρικών ποιητών. Όπως: «Φύλλα ύπνου» (1949), «Επιτάφιος» (1951), «Χειμερινό ηλιοστάσιο» (1955), «Το ξύλινο άλογο» (1955), «Αλφαβητάριο» (1955), «Το πέπλο και το χαμόγελο» (1963), «Η μεταμόρφωση» (1971), «Η φθινοπωρινή σουίτα και άλλα ποιήματα» (1975), «Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία» (1977), «Η Άννα της απουσίας» (1979), «Καλειδοσκόπιο» (1983), «Σύνοψη» Α (1981), Β΄(1982), Γ΄(1989)" , «Φαέθων» (1992), «Νήματα της Παρθένου» (1997), «Τα Δώρα των Μάγων» (1999), «Μικρά ερωτικά εγκώμια» (2002) και άλλα. Τα βιβλία του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος, Αρμός, Καστανιώτη. Μετέφρασε Σαίν Τζών Πέρς, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Πάμπλο Νερούντα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Στέφανο Μαλλαρμέ κλπ. Ενώ έγραψε και μελέτες για τον έλληνα ποιητή Γιώργο Σαραντάρη «Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γ. Σαραντάρη» και για τον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «ένας περιπαθής του ενστίκτου». Τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και διεθνή βραβεία για το έργο του, την ποιητική και μεταφραστική του προσφορά.

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους στυλοβάτες, ποιητικούς συνδημιουργούς της Λογοτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης τον προηγούμενο αιώνα. Δεν εγκατέλειψε ποτέ του την Θεσσαλονίκη. Εμφανίστηκε στα γράμματα από την ηλικία των 20 ετών και μέχρι πριν φύγει από την ζωή, εξακολουθούσε να είναι ακμαίος συγγραφικά. Η ποίησή του διαθέτει μεγάλα και πλούσια φορτία λυρισμού και έχει εντονότατο θρησκευτικό χαρακτήρα, μυστικιστική ταυτότητα και έκσταση. Δίχως να εντάσσεται στον κύκλο των χριστιανών-θρησκευτικών ποιητών αλλά στους ευρωπαίους μεταφυσικούς, η γραφή του στηρίζεται και οικοδομείται πάνω σε χριστιανικά σύμβολα και πρόσωπα, όπως δείχνουν τίτλοι ποιημάτων του και ποιητικών του συνθέσεων. Είναι μία φωνή με ιδιαίτερο χαρακτήρα και ύφος η οποία κατασκευάζει τον δικό της «μύθο». Έχει έναν ξεχωριστό μεταφυσικό ήχο που συνδέει την ρυθμολογία του στίχου με την μουσική μελωδία των λέξεων. Διαθέτει πλούσια εικονοποιία, μαγευτική ατμόσφαιρα μιάς μυστικής πνοής ενός άλλου κόσμου, όχι παράλογου ή ακατανόητου, αλλά δομημένου σε μία θρησκευτική των συμβόλων συζυγία κεντημένη πάνω στον αστρικό ουράνιο θόλο που σκέπει την ανθρώπινη παρουσία. Σπάνια, ξεχωριστή ποιητική γραφή, δεξιοτέχνης χειριστής της ελληνικής γλώσσας και του λόγου, δίχως να κόψει τους δεσμούς του με την ελληνική ποιητική παράδοση, αντίθετα μάλιστα, ενσωμάτωσε μέσα στην φωνή του τα πλέον γόνιμα ρυάκια του ευρωπαϊκού λυρισμού και μυστικής θρησκευτικής διάθεσης και ενατένισης. Εκφράζοντας με νέο, σύγχρονο, μοντέρνο τρόπο και αίσθηση, παλαιά μεταφυσικά ερωτήματα και του ανθρώπου αγωνίες. Απορίες προβληματισμούς και ανησυχίες. Έναν ερωτικό λόγο μυστικών προβολών που δεν είναι μία ξένη πρόσκαιρη επένδυση αλλά, αποτελούν γονιμοποιά στοιχεία της ίδιας της ποιητικής σύλληψης. Ένας λόγος στρωτός, ένα ύφος κρυστάλλινο. Νηφάλια σκέψη ισορροπεί μεταξύ γήινης ύπαρξης και ουράνιας αναγωγής. Τραγουδά εξίσου την εδώ παρουσία και την ουράνια, σ' έναν ουρανό πάντα ξάστερο, ασυννέφιαστο. Ανεπιτήδευτη γραφή, οικεία ευγενική έκφραση, εγκάρδια διάθεση, ενθουσιαστική στο γενικό ευρύτερο περίγραμμά της. Έναστροι πόθοι και ερωτισμός. Είτε είναι ερωτικός ο λόγος του είτε μεταφυσικών αποχρώσεων εκφράζει την καθαρότητα της ανθρώπινης ψυχής, την αθωότητα της συνείδησης, την μαγεία ενός κόσμου που όλοι μας νοσταλγούμε και αποζητούμε να ζήσουμε εκ νέου. Ο Ουρανός μεσολαβεί για την καλύτερη και λαμπερότερη ποιότητα της ζωής μας. Φωτεινές οι λέξεις του, λαμπερές, χαρμόσυνων μηνυμάτων, μελωδικές, ρυθμικές. Λέξεις «πορσελάνινες», εύθραυστες, διάφανες, αστέρες στο ποιητικό στερέωμα λαμπεροί στην αρχή της γέννησής τους και όχι στο σβήσιμό τους. Οι στίχοι του έχουν μία συνεχή ροή, δίχως σημεία στίξεως γιαυτό αρχίζει κάθε στίχος με κεφαλαία γράμματα. Ένας λόγος μετάξινος, μια φωνή φλογερή χωρίς να μας καίει, να μας τσουρουφλίζει, αντίθετα μας ζεσταίνει με την σταθερή θερμοκρασία της, την πηγαιότητα των αισθημάτων της. Ένας λόγος συνήθως ανοιξιάτικος μιάς μουσικής ανοιξιάτικης καρποφορίας. Λες και βρισκόμαστε διαρκώς μέσα σ' έναν θάλαμο ανοιξιάτικων θαυμάτων και ουράνιων εκπλήξεων. Μιάς αιώνιας μουσικής λυρικής αυγής. Η ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη έχει μουσική δομή και συντίθεται με μουσικούς όρους. Αυτό δεν το δηλώνουν μόνο οι μουσικοί όροι-τίτλοι πολλών ποιημάτων του, οι μνείες του σε ευρωπαίους κλασικούς συνθέτες ή οι αφιερώσεις του σε έλληνες συνθέτες, βλέπε τον Πειραιώτη Μενέλαο Παλλάντιο, «Τρείς μουσικές στιγμές», δάσκαλο μουσικής και του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και η βελούδινη μελωδία των στίχων του που σίγουρα θα συγκινούσαν με την λυρική τους τρυφερότητα και τον μουσικοσυνθέτη από την Ξάνθη. Όσοι καταπιάστηκαν με την ποίησή του ή τις μεταφράσεις του μίλησαν θετικά και επαίνεσαν την ποιητική του συμβολή, το έργο του. 

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1949, μετά την ιταλική και γερμανική κατοχή, τον πόλεμο και απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο εισβολέα. Μετά το πέρας του εμφύλιου σπαραγμού, με την ποιητική συλλογή «Φύλλα, ύπνου» (1949). Δύο χρόνια μετά, το 1951, εκδίδει την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Επιτάφιος». Μία ποιητική συλλογή που παραπέμπει τόσο στην γνωστή σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου και την μελοποίησή της από τον Μίκη Θεοδωράκη, όσο και κυρίως στα πασίγνωστα και συγκινητικά «Εγκώμια» του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής της Μεγάλης Εβδομάδος. Σίγουρα πάντως, η μικρή ποιητική ολιγόστιχη σύνθεση του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη δεν έχει ούτε θεματική ούτε υφολογική, λεκτική ή εννοιολογική συγγένεια, με την σύνθεση του ποιητή της Ρωμιοσύνης πέρα από τον τίτλο. Το συνθετικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου έχει σαν πηγή έμπνευσής του ένα πολιτικό γεγονός που συνέβει κατά την διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας στην Θεσσαλονίκη και τον δημόσιο θρήνο μιάς Μάνας η οποία στην μέση του δρόμου θρηνεί και κλαίει το παιδί της όπως δείχνει η φωτογραφία της εφημερίδας. Ένα στιγμιότυπο από την απεργία των καπνεργατών. Η σύνθεση του Ρίτσου έχει πολιτικές αποχρώσεις, επαναστατικής κόκκινης διάθεσης και προβολής και είναι βαπτισμένη μέσα σε μία εικονοποιία και στιχουργική η οποία προέρχεται από την δημοτική λαϊκή ποίηση, την στιχουργική και ρυθμολογία του δεκαπεντασύλλαβου δημοτικού τραγουδιού. Είναι πλούσια σε λυρισμό και γεμάτη λεκτικά λυρικά πλουμίδια από αυτά που μας συνηθίζει ο Γιάννης Ρίτσος στα έργα του. Ένας ποιητικός λόγος που ρέπει αν δεν είναι τραγούδι, λαϊκή τραγουδιστική ευφορία ή πόνος, λυγμός ή πένθιμο μοιρολόι. Μια μεγάλη ορχήστρα με πολλά λαϊκά όργανα και φωνές που όλους και όλα τα ενώνει ο πολιτικός σκοπός, το ιδεολογικό μήνυμα. Ορισμένες φορές και ο έντονος διδακτισμός και κομματική σκοπιμότητα. Μια ωκεάνια λυρική ευφορία με πολιτικό και κομματικό επαναστατικό, ιδεολογικό πρόσημο. Είναι οι συνθέσεις του γήινες, χθόνιες, ανθρώπινων διαστάσεων και ευκταίων στόχων. Ο Γιάννης Ρίτσος πάντα υπήρξε συνεπής στα ραντεβού του με το τρένο της πολιτικής ιστορίας που του «σφυρίζει» η κόκκινη πολιτική του ιδεολογία. Αυτήν επέλεξε να αντιπροσωπεύσει μέσα από τα μικρά πράγματα της ζωής και του κόσμου καταγραφές και τις μεγάλες δυσθεώρητες επιταγές της ιστορίας, τις προσκλήσεις των αλλαγών των καιρών που ποιητικά δοξολογεί. Είναι το ισχυρό Εγώ που μεταποιήθηκε σε πανίσχυρο Εμείς. Είναι η Τέχνη που έγινε Πράξη μέσω της ιδεολογίας. Είναι η προσδοκώμενη μέσα από τους καθημερινούς θυσιαστικούς αγώνες ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, αδερφοσύνη. Ο ποιητικό θόρυβος του ενθάδε, του κοινωνικού τώρα της δικαίωσης της πράξης, των αγώνων και όχι της θεωρίας. Είναι η συγγένεια της ζωής με την τέχνη. Η πολιτική διαμέσου της ποίησης και η ποιητική φωνή ως ηχείο της πολιτικής. Αντίθετα η κοφτή, λιτή, δωρική σύνθεση μουσική ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη, ορμώμενη από άλλη αιτία- τον θάνατο και την ανάσταση του αρχαίου Θεού Άδωνη, στηρίζεται σε άλλα μη πολιτικά-μεταφυσικά μονοπάτια δημιουργίας. Μια γραφή έντονα λυρική, λιτή, ακριβολόγα, καθαρή, συνήθως άσπιλη, διαθέτει μία διάχυτη ιερότητα, μία μυστική ιερότητα η οποία εξαπλώνεται μέσα μας σαν μία θεϊκή μελωδία πολύχρωμων ενορχηστρώσεων. Μία ποιητική γραφή και ένας ποιητικός λόγος ο οποίος όπως μας οδηγεί προς τα άστρα, ατενίζει τον ουράνιο θόλο, κάτι που ταίριαζε στην ονειροπόλα φαντασία και ιδιοσυγκρασία, ψυχοσύνθεση του ευαίσθητου, ρομαντικού και τρυφερού, ονειροπόλου Μάνου Χατζιδάκι. Ο Μελωδός των Ονείρων μας συνθέτης, μαέστρος και στιχουργός Μάνος Χατζιδάκις επτά χρόνια αργότερα, το 1958 αποφασίζει να εργαστεί μουσικά,-μελοποιήσει- οκτώ τραγούδια βασισμένα πάνω στην ποιητική αυτή σύνθεση του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, τον «Επιτάφιο». Δυστυχώς ο κύκλος αυτός των τραγουδιών δεν ολοκληρώθηκε-από όσο γνωρίζω. Ας μην λησμονούμε ότι ο Μάνος Χατζιδάκις πρώτος αυτός ηχογράφησε το έργο «Επιτάφιος» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου με την φωνή της Νανάς Μούσχουρη. Ένας δίσκος ο οποίος θυμάμαι, κυκλοφορούσε και ακούγονταν μετά την δικτατορία και πωλούνταν στα τότε γνωστά δισκάδικα του Πειραιά, όπως του «Θεοφανίδη» που ο μουσικογνώστης υπάλληλος, το πρότεινε στους νέους μουσικόφιλους Πειραιώτες παράλληλα με την εκτέλεση του Μίκη. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο Μ. Χατζιδάκις ήθελε, είχε αποφασίσει, να συνθέσει και το έργο «Μέρες Επιταφίου» πάνω σε στίχους του ποιητή Νίκου Γκάτσου. Ένα έργο, όπως και αυτό του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη που δεν ολοκλήρωσε. Στο δίσκο «Η Εποχή της Μελισσάνθης» να θυμίσουμε ότι ακούμε, απολαμβάνουμε ένα τραγούδι βασισμένο σε Εκλογή από τα «Εγκώμια» της Μεγάλης Παρασκευής. Κάτι που μας φανερώνει την κατά τακτά διαστήματα διαρκή ενασχόληση του μουσικοσυνθέτη με το θέμα αυτό. Την επιθυμία του να ασχοληθεί και να φέρει εις πέρας μιας τέτοιας μορφής και θεματολογίας σύνθεση και μουσικού ύφους, μουσικής τεχνογνωσίας βασισμένη σε ποιητικά και ρυθμικά, συγκινητικά μελωδικά στοιχεία της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικής παράδοσης. Όπως μας λένε οι ειδικοί περί της Μουσικής και των συνθέσεων του Μάνου Χατζιδάκι, η ποιητική σύνθεση «Επιτάφιος» είτε προέρχεται από την πανάρχαια ελληνική θρησκευτική χριστιανική ποιητική ορθόδοξη παράδοση, είτε υφαίνονται οι στίχοι, προέρχονται από νεότερους έλληνες λόγιους ποιητές, ποιητικές συνθέσεις οι οποίες στηρίζονται πάνω στην βυζαντινή υμνογραφία, τα μέλη, την ρυθμολογία, το κλίμα, δεν είναι παρά μία θα ονομάζαμε, μυστική λειτουργία της περιόδου της Ανάστασης της Ανοίξεως. Μία ποιητική υμνογραφική λαϊκή μυσταγωγία της τελετουργίας των στιγμών της περιόδου της Ανοίξεως μετά την παγερή και του θανάτου- του άλλου κόσμου-περίοδο του χειμώνα που έχει προηγηθεί. Από την εις Άδου Κάθοδο στην Ανάσταση. Στην υπέρβαση της φθοράς του Θανάτου. Της Νίκης του μέσω του ποιητικού μύθου της ανθρώπινης φαντασία η οποία μετατρέπεται κάθε φορά σε ζωογόνα ελπιδοφορία της πίστης. Δηλαδή της υπέρβασης. Εδώ βασίζεται το «παιχνίδι» της εμπιστοσύνης που οδηγεί στην πίστη ή στην απιστία. Η ευλογία του προσωπικού του καθενός μας παιχνιδιού είναι που τελικά μετράει. (Η έννοια του παιχνιδιού όπως μας μίλησε για αυτό ο Κώστας Αξελός). Το διακύβευμα παραμένει άγνωστο και αινιγματικό στο επέκεινα για τον άνθρωπο. Σε αυτό το πνευματικό και μυστικό πλαίσιο δεν στηρίζονται και οι ποιητικές συνθέσεις του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, υφασμένες με ιστορικά γεγονότα προερχόμενα από την εθνική μας παλιγγενεσία; Αυτήν την πνευματική- μεταφυσική κοσμοθεωρία δεν ασπάζονται και οι έλληνες και ελληνίδες σύγχρονοι δημιουργοί, βιώνοντας και εκφράζοντας τα ίδια συναισθήματα και ιερότητα πιστεύου την Πασχαλινή περίοδο μαζί με τον ανώνυμο αγράμματο ελληνικό λαό και την παράδοσή του; Είναι η διαχρονική εκδοχή και συνέχεια της πανάρχαιας ελληνικής μυστικής πνευματικής παράδοσης που έχει τις ρίζες της στα Αδώνια Μυστήρια, τα σωστικά πασχάλια πάθη του Διονύσου, και η οποία εξακτινώνεται μέσα στην βυζαντινή κατοπινή παράδοση και υμνολογία, τον επιτάφιο θρήνο και δοξαστική υμνολογία για τον Χριστό, τα σταυρικά του πάθη και την ένδοξη λαμπριάτικη ανάσταση. Τα Οκτώ αυτά τραγούδια που δεν ολοκληρώθηκαν φέρουν τον τίτλο: «Όλα τα χέρια», «Κοιμισμένη φλόγα», «Πως φεύγουν οι κορυδαλλοί», «Στο κοιμητήρι των πουλιών», «Πνιγμένα αστέρια», «Θρηνήστε τον Άδωνη», «Μάγοι και αρνάκια», «Ω, εσύ αμόλυντη παρθένα», «Μια στάλα αίμα μεγαλώνει».

     Είκοσι χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2003, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν τον πολυσέλιδο τόμο 692 σελίδων, σε μακέτα εξωφύλλου Αντώνη Αγγελάκη, «ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-2002», τιμή 36,40 ευρώ. Ο χρήσιμος αυτός τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα και τις ποιητικές συλλογές από το 1941 έως το 2002 όπως δηλώνει και η χρονολογία. «ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941» έως «ΛΥΡΙΚΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ». Ο εύχρηστος αυτός τόμος συνοδεύεται από το βοηθητικό στον αναγνώστη «ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ» σελίδες 611-637 [Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη 613-617 από τον Vincenzo Rotolo.- Επίλογος από τον Ηλία Κεφαλά 619-622.- τα Σχόλια που εμπεριέχονται στην ποιητική συλλογή «Φαέθων» 623-625. –Μελέτη που εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή «Θαυμαστή αλιεία» 626-633 από τον Fernando Rielo σε μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς.- ΒΙΟ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, 635-637. Τέλος οι σελίδες 639-665, περιλαμβάνουν ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ (1912-2003)]. Οι σελίδες 85-89 περιλαμβάνουν τα ποιήματα της σύνθεσης «Επιτάφιος» (1951). Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα και άτιτλα, δίχως σημεία στίξεως. Όλα μαζί μονόστιχα, δίστιχα, τρίστιχα ή πεντάστιχα σπονδυλώνουν την σύνθεση και μας εισαγάγουν στο μυστικό θρησκευτικό κλίμα της ποίησης του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη. Κομίζοντας τα μεταφυσικά μηνύματα και τις ανησυχίες του ποιητή.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Όλα τα χέρια δεν είναι κλώνοι τριανταφυλλιάς

Όλα τα δάχτυλα δεν κατοικούν σε δροσερά ποτάμια

Όλα τα αηδόνια δεν είναι στολίδια χαράς

 

Τα κομμένα φύλλα περιπλανιούνται γύρω απ’ τα δέντρα

Τ’ άλογα τρέχουν αλαφιασμένα στα μονοπάτια

Τ’ άνθη ετοιμάζουν το φέρετρο των εποχών

 

Χαρείτε την άνοιξη χαρείτε

 

Τα πιάνα λησμόνησαν τους καπνούς των πεθαμένων παιδιών

Οι λάμπες δεν προστατεύουν τα όνειρά τους

 

Ένα μικρό κυκλάμινο ολομόναχο

Προσεύχεται μπροστά στη δύση

 

Κι όλα τα κορίτσια γονατιστά

Χαρίζουν τα μάτια τους στις βιολέτες

--

Κοιμητήριο τούτης της χρονιάς

Σκαμμένο με το φώς των δακρύων

Εγκαταλειμμένο στην αρχαιότερη βλάστηση

Τόσο γαλήνιο σαν τέλμα φθινοπωρινό

Τόσο γλυκό για ν’ αγαπήσεις το θάνατο

 

Πυρακτωμένα αγκάθια μέτωπα γυμνά

Σκληρό κοράλλι του μαρτυρίου

--

Είχε μάθει την αθωότητα των φτερών

Τα κρίνα του αγρού

Τη ζεστασιά των καρπών

Είδε τους κήπους σπαρμένους με παιδικά χαμόγελα

Και μ’ άσπρα λουλούδια

 

Είδε τις στέγες που έλειωναν ρόδινες

Στα πρώτα φιλήματα του καλοκαιριού

 

Είδε γυναίκες που ξερρίζωναν τα μαλλιά τους

Άντρες ανυπεράσπιστους να τους σκοτώνουν

 

Είδε τέσσερα νεκρά περιστέρια

Να φρουρούν

Την καρδιά του μοναχικού Ρόδου

 

Είδε τη διαφάνεια

Να τινάζει πάνω στα κρύσταλλα

Την αγγελική κόμη της

--

Τα σύννεφα κρεμνούν τις εικόνες τους

 

Θρυμμάτισε το δοξάρι της η χαραυγή

Ο ουρανός έχει χιονίσει τα πρώτα του βλέφαρα

 

Θρηνείστε τον Άδωνη

 

Τα πράσινα κλωνάρια του κορμιού Του

Τη γαλάζια φλέβα της υπομονής Του

Τον καρφωμένο ήλιο του στήθους Του

Τα μαργαριτάρια των ματιών Του

Τη λαμπερή ομίχλη της φωνής Του

Τον ματωμένο ίσκιο της νυφικής κλίνης των μαλλιών Του

 

Φυλάξτε τα διασκορπισμένα μέλη Του

Μέσα στα πιο λευκά σεντόνια

Για ν’ ρχεται κάθε άνοιξη να τ’ ανταμώνει

 

Κι ας απλωθούν τα δάκρυα

Να γίνουν πέπλα γιασεμιών

Και να ντυθούν τα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου

Κι ας ανεβούν την κλίμακα των αρωμάτων

--

Παστάδες του όρθρου

Οι τάφοι πληθαίνουν

 

Η ανθρώπινη σάρκα

Χάνει το βάρος της

 

Μια στάλα αίμα μεγαλώνει μεγαλώνει

Ώσπου να γίνει ρόδο

Ώσπου να γίνει ανεμώνη

Κηλίδα φωτεινή

Μάτια ευρύχωρα πιό στιλπνά

Κι απ’ όλη τη θάλασσα

Λάμψη και τρόπαιο της καρδιάς

--

Όλη τη μέρα

Τα σκουριασμένα καρφιά πάνω στο δέντρο

 

Και τη νύχτα

Το κηροπήγιο του ύπνου της σελήνης

 

Κοίμισε η φλόγα τον καθρέφτη της

Κι απομακρύνεται με τους κορυδαλλούς

--

Θυμούμαι του μόχθου της σποράς την εποχή

Σέρνει το αμαξάκι της η βροχή

Η ομίχλη ανάβει τις λάμπες

 

Ναυάγια πνιγμένα αστέρια

Μες στις καμπάνες θαμμένοι αποχαιρετισμοί

 

Μα κάπου ένας άνεμος

Αναδεύει τα φρύγανα

 

Εκείνοι πού χλεύασαν το φώς

Χάθηκαν κάτω από τη γη

 

Εκείνες που έκλαιγαν

Νιώθουνε μέσα τους ν’ αναρριγεί

Το βλέφαρο της χαραυγής

 

Κάποια ρωγμή ουρανού

Χείλη κρεμασμένα

Πού ονειρεύονται ρυάκια

 

Ανθίζουν κιόλας οι σταυροί

 

Τα φωτοστέφανα έκρυψαν

Μέσα στο χιόνι τα δάκρυά τους

 

Και τι θα πείτε για τις λεμονιές

Και τι θα πείτε για τα πορτοκάλια

Όταν φορέσουνε τα γιορτινά τους τα Χριστούγεννα

 

Μάγοι κι αρνάκια

Θα ξανασμίξουν τα χνώτα τους

Για να ζεστάνουν το άστρο

Πάντα ίδιο

Και πάντα καινούργιο

Πού τώρα κείτεται νεκρό

--

Ω εσύ αμόλυντη Παρθένα των καιρών

Τόσο χλωμή ανάμεσ’ απ τα φύλλα

Ραγισμένη λάμψη σύναξη μητρική

Χείλη ξανακλεισμένα απ’ την οδύνη

Ποτέ λοιπόν από την άλλη όχθη του χρόνου

Θα γείρει πάνω στη δυστυχία μας

Ένα εκατόφυλλο χαμόγελό Σου

Κι αφού ταξιδέψει σ’ όλη τη γη

Κι αφού φωτίσει όλες τις θάλασσες

Θα ‘ρθει να κατοικήσει μέσα στα μάτια των κοριτσιών

Για να μας μάθει την άνοιξη

--

Μα να το αίμα μας

Αναβλύζει ξανανιωμένο

Γεμάτο βάγια και νιφάδες

 

Τα ταξιδιωτικά περιστέρια

Τα φιλιά του γυρισμού

Ο χορός των φτωχών

Κάτω απ’ τα πορφυρά λαμπιόνια

Πού ξενυχτούν την ελπίδα

 

Επιτέλους η νύχτα κρατούσε την υπόσχεσή της

 

Επιτέλους τα χείλη μας

Ύστερ’ από τόσες πληγές

Έγιναν άξια να χαιρετήσουν

 

Το αθώο ψωμί

Τη γέννηση των πηγών

Την απόλυτη έκσταση

     Το δέος της Ζωής, της διαρκούς φθοράς και επαναλαμβανόμενης ανάστασής της συνεχίζεται μέσα στην ροή του χωροχρόνου, της εναλλαγής των εποχών, της ανθρώπινης μυθικής αναζωογονητικής και αναγέννησης παραμυθίας. Μιάς παραμυθίας που είτε με εγκάρδιες μελωδίες της ποίησης, είτε με τις χορδές των ψυχικών ανατάσεων της μουσικής ρυθμολογίας συνεχίζει να ενεργοποιεί την ανθρώπινη φαντασία και να γεννά νέα ονειρικά ταξίδια προς τ' άστρα. Τον Ουρανό που επαναπαύονται ο έρωτας και η μοναξιά της ζωής που μας προσφέρθηκαν ως ευχή και κατάρα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Σάββατο 29 Απριλίου 2023.  

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον πειραιώτη εικαστικό Γιάννη Τσαρούχη

      ΦΩΝΕΣ  ΜΙΑΣ  ΑΛΛΗΣ  ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

 

           Για τον Γιάννη Τσαρούχη

      Σαράντα χρόνια ήθελα να μιλήσω στον Γιάννη Τσαρούχη, μα δεν μ’ άφηνε να πω λέξη. Μιλούσε μόνο αυτός. Κι εγώ τον άκουγα-ευτυχώς ήξερα να τον ακούω. Μα η επιθυμία μου να του μιλήσω παρέμενε επιτακτική και καιροφυλακτούσα τη στιγμή που θα μπορούσα να το κατορθώσω. Και να επιτέλους, η  ποθητή στιγμή. Εκείνος κάτω στην πλατεία, εγώ να του μιλώ χωρίς περιορισμό και, θέλει, δε θέλει να μ’ ακούει. Αγαπητέ Γιάννη σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την ικανοποίηση που μου χαρίζεις, την ώρα μάλιστα που ‘ρθαμε δω να σε τιμήσουμε.

     Κάποτε υπήρχε μια σοπράνο που τη λέγανε Μαρίκα Παλαίστη. Είχε τραγουδήσει «Κάρμεν» στον Τσάρο, στον καιρό του, κι από τότε η μέν Παλαίστη μας το θύμιζε κάθε φορά με τα φέιγ βολάν της κι ο Τσάρος δεν θέλησε να ξανακούσει αυτή την όπερα όσο ζούσε. Η Παλαίστη λοιπόν θαύμαζε κάθε άξιο καλλιτέχνη του καιρού της, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι ακριβώς εκπροσωπούσε ο καθένας απ’ αυτούς. Μιά μέρα με μιά φίλη της, Κυρία ίδιας περίπου ηλικίας, βρεθήκαμε μπρός στον Τσαρούχη. – «Ποιος είν’ αυτός;» ρωτάει η φίλη της. Και η Παλαίστη της εξηγεί. «Είναι ο Τσαρούχης. Ένας σκηνοθέτης που ζωγραφίζει».

     Είμουν κοντά τους κατά σύμπτωση κι άκουσα τη συζήτηση. Δεν ξέρω γιατί μα σκεπτόμουν πολλές φορές στις μέρες που ακολούθησαν τη φράση αυτή της Παλαίστη. Για να καταλήξω τέλος, πώς η Παλαίστη μες στην τρέλα της, είχε εκστομίσει μιά αλήθεια αποκαλυπτική. Ο Τσαρούχης υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης της ζωγραφικής Του. Σκηνοθετούσε κάθε λεπτομέρεια στάσης, καθίσματος, βλέμματος, σκηνικού και όλα, για να φανερωθεί η ουσία και το πνεύμα μιάς προσωπικής ζωγραφικής, που επιχειρούσε ν’ απεικονίσει αυτό το «ιδιαζόντως ελκυστικό» λαϊκό πρόσωπο ή περιβάλλον, ή πρόσωπο μέσα στο περιβάλλον, για να καταλήξει τέλος στην τυπική σφραγίδα ενός Αλεξανδρινού, που χορεύει ελληνικούς χορούς όχι από εθνικό πάθος, αλλά από χιούμορ και από μιά, ας την πούμε, πνευματική αυταρέσκεια. Κι όσο προχωρώ στη σκέψη πάω να καταλήξω στο ερώτημα: Μήπως κι ο σεβασμός στο νεοκλασικό, που κυριαρχεί στις μέρες μας, δεν είναι τάχα κι αυτός μιά επιλογική Τσαρουχική, που μας την κληροδότησε όχι δίχως την πρόθεση να ειρωνευτεί την σημερινή μας παρακμή;

     Αυτή η σπουδή μας για το «νεοκλασικό» δεν είναι κάπως παρανοϊκή, όταν ακόμη και η έννοια του κλασικού έχει τελείως καταβαραθρωθεί στον τόπο μας, επίσημα και ανεπίσημα;

     Δεν είναι τρέλα, σ’ αυτό τον αυριανικό χώρο τυχοδιωκτών και καιροσκόπων, να απαιτούμε τον σεβασμό του «νεοκλασικού»- γέννημα μιάς σπουδαιοφανούς, «αρχοντικής» παλιάς Αθήνας;

    Ο Τσαρούχης τα γνωρίζει όλ’ αυτά, τα σεβάστηκε, τα οικειοποιήθηκε για να τα ειρωνευτεί κατόπιν αρκούντως, μεσ’ απ’ τη ζωγραφική του και μεσ’ από το σύγχρονο μυαλό του. Το εθνικά ειδωλολατρικό Του σώμα, μ’ έναν βυζαντινό μανδύα ενδεδυμένο, καλλιεργούσε την έννοια του γραφικού, του παραδοσιακού, του νεοκλασικού ενώ συγχρόνως μας επέβαλε-υπέβαλε θα ‘λεγα καλλίτερα-τις αισθητικές επιλογές του.

     Ο Τσαρούχης δεν μπορούσε να είναι μόνο ζωγράφος. Η Χώρα μας, με τη μικρότητά της και τα συνεχή κοινωνικοπολιτικά της προβλήματα, δεν είναι δυνατόν ν’ ανεχθεί τους αμιγείς καλλιτέχνες. Αυτούς πού ασχολιούνται μόνο με την Τέχνη τους. Όλοι οφείλουν να μιλούν και μ’ όλα ν’ ασχολούνται.

     Υπήρξαν λίγοι, πολύ λίγοι μόνο, Ποιητές αυτοί πού σώθηκαν και δώσανε βιώσιμα έργα, παραμένοντας όρθιοι κι αγέρωχοι στη φθορά των καταιγίδων και του Χρόνου. Ένας απ’ αυτούς, τους πολύ λίγους, ήταν ο Τσαρούχης. Ζωγράφιζε για να εκφραστεί, για να μαθητεύσει στην Τέχνη του και για να σχολιάσει τα όσα συμβαίναν γύρω του. Κι έγινε το Θαύμα.

      Προσπαθούσε στην αρχή σαν αυτοδίδαχτος να ζωγραφίζει πιστά, ένα πρόσωπο, έναν άντρα να κάθεται στη καρέκλα, ένα κρεβάτι του σπιτιού του, μιά γυναίκα γειτόνισσα. Και γινότανε Τσαρούχης! Μετά θέλησε να κάνει Θέατρο. Σκηνή, πόρτες, παράθυρα. Και γινότανε Τσαρούχης!

     Θέλησε να ζωγραφίσει ενδυμασίες, φορέματα παιδιών, ανδρών και γυναικών, ενδυμασίες άλλων εποχών. Και γινότανε Τσαρούχης!

     Ζήλεψε το αρχιτεκτονικό σκηνικό του Κλώνη και προσπάθησε να το αντιγράψει μέσα στο «Εθνικό», σκηνογραφώντας τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι στη διασκευή του Σκουλούδη, κι έγινε Τσαρούχης!

      Θέλησε να κάνει την «Μήδεια» με την Κάλλας και τον Μινωτή, κι έγινε Τσαρούχης!

      Θέλησε να δει τις Τέσσερις Εποχές μεσ’ απ’  την Παρισινή του εξορία το ’70, κι έγινε Τσαρούχης, φανταστικός!

     Θέλησε να σκηνοθετήσει «Εκάβη», κι έγινε Τσαρούχης!

     Τέλος θέλησε να χορέψει ζεϊμπέκικο κι έγινε κι αυτός Τσαρούχης. Ένας τεράστιος λευκός Τσαρούχης που εξαφάνισε τον χορό και τον οδήγησε σ’ ένα αυστηρό πίνακα ζωγραφικής. Ο Ζεϊμπέκικος, αυτό το παράνομο πάθος του Διός μες στο ελληνοχριστιανικό ιερατείο, έγινε Τσαρούχης!

      Υπήρξε και είναι αναρχικός! Δεν συμβιβάστηκε με τους καιρούς. Αυτοί ήρθανε κοντά του. Απέφυγε να συνυπάρξει με τις ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτές τον πλησιάσανε σκόπιμα και καιροσκοπικά, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των παρασίτων και των εντόμων.

     Ο Τσαρούχης πρώτος εσατίρισε την βαλκανική ιδιοσυγκρασία μας. Χάρη στον πόλεμο και χάρη στο κλείσιμο των συνόρων μετά από αυτόν, μπορέσαμε ν’ αποκτήσουμε μεσογειακή συνείδηση και να ξεφύγουμε λίγο από τον διχασμό που εκ παραδόσεως μας κατέχει, στο να αιωρούμεθα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση: την ύπαρξη εκείνου του χρυσού κλειδιού, την γνωρίζει καλά ο Τσαρούχης, ενώ καμιά κυβέρνηση ποτέ, ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, θα υποπτευθεί το ζήτημα σαν ένα πρωταρχικό πρόβλημα του ελλαδικού χώρου. Το μόνο σοβαρό μάλιστα, τώρα που πάμε να ενταχθούμε στην Ευρώπη.

     Είναι αλήθεια πώς εμείς, σαν λαός, σκεφτόμαστε και ενεργούμε σοβαρά μονάχα μεσ’ από έναν ισχυρό εθνικό κίνδυνο, σεισμό, αφανισμό. Κι αυτό είναι που μας χάρισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μιά καταστροφή και μιά ευκαιρία να σκεφτούμε επιτέλους σοβαρά για τον τόπο και τη μοίρα μας. Όμως μαζί με την καταστροφή, μας προσέφερε και μιά θλιβερή αυτοϊκανοποίηση, επίσημα τοποθετημένη, σαν εκείνη του Καραγκιόζη: να πιστεύουμε με κομπασμό ότι συμβάλουμε τα μέγιστα στη νίκη των συμμάχων. Χωρίς εμάς θα ‘σαν χαμένοι, οι άμοιροι. Κι επειδή δεν έφτανε μόνο αυτό, μας χτυπούσαν κι ένα γκόνγκ κάθε πρωί στο ραδιόφωνο, την ώρα που μιά βαρύγδουπη φωνή μας θύμιζε πώς είμασταν οι «από τριών χιλιάδων ετών Έλληνες». Τόση γελοιογραφία πώς να την αντέξει κανείς;

     Τότες είναι πού αντιδράσανε μιά ομάδα γνησίων εκπροσώπων του ελλαδικού χώρου, φυσιογνωμίες αληθινές κι όχι κατασκευασμένες. Και θεμελιώσανε μιά νεώτερη μεταπολεμική παιδεία και περιείχε την ανακάλυψη και τη σημασία του ταπεινού, του γραφικού και της αυτοσάτιρας του Θεάτρου Σκιών, μαζί με την περιφρόνηση του κενόδοξου και τενεκεδένιου μεγαλείου των εθνικών μας εορτών.

     Ο Τσαρούχης μαζί με τον Πικιώνη, τον Σικελιανό και τον Μόραλη, αποκαλύπτανε τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη, τα χαλίκια της θάλασσας, τις στολές των ναυτικών και τα γιλέκα των χορευτών. Ο Ελύτης κι ο Σεφέρης, τα νησιά του Αιγαίου και τις απόκρυφες πτυχές των Αποστόλων και του Μακρυγιάννη. Ο Εμπειρίκος κι ο Εγγονόπουλος, τον εξωλογικό μαγικό χαρακτήρα της γλωσσικής μας παράδοσης. Ο Ρίτσος μυθοποιούσε την Αντίσταση και τον βραβεύανε με το σκληρό μετάλλιο της Μακρονήσου. Κι ο Γκάτσος, μετέφερε τους αινιγματικούς Δελφούς στο σιωπηλό τοπίο της Αρκαδίας.

     Ο Τσαρούχης ζωγράφιζε ναύτες με χάρτινες σημαιούλες ελληνικές γυναίκες να καλλωπίζονται σε καθρέφτες αιωρούμενους, κρατώντας σημαίες ελληνικές μνημόσυνα μ’ ετοιμολιπόθυμες γυναίκες που να κρατούν σημαίες ελληνικές, παρελάσεις και λειτουργίες εκκλησιαστικές, με στρατιωτικές φρουρές κι ατέλειωτες σημαίες χάρτινες, ελληνικές.

     Αν δεν υπήρχε αυτό το μέγιστο μάθημα απ’ τους σοφούς της νιότης μου, θα ‘χαμε πνιγεί πρίν γεννηθούμε νεοέλληνες. Θα ‘χαμε γίνει οι ίδιοι φορείς μιάς οριστικής καταστροφής μας.

     Το γραφικό και το ταπεινό, υπήρξαν ζωτική ανάγκη για το έθνος εκείνο τον καιρό. Κι άς το χλευάζαν τότε οι κομμουνιστές και οι υπερφίαλοι μεγαλομανείς κυβερνητικοί. Κομμουνιστές, ιδαλγοί παλαιών ονείρων χαμένοι στο παιγνίδι τους και στο παιγνίδι των «Μεγάλων». Κυβερνήσεις αδέξιες, φθαρμένες, με ανεπαρκή νοημοσύνη κι ευαισθησία, εκτρώματα, που διαφεντεύουνε τον τόπο ως τις μέρες μας, μ’ ελάχιστες καλοπροαίρετες εξαιρέσεις, πού όμως δεν κατόρθωσαν ν’ αλλάξουνε τον ρούν της αντιδραστικής μας μηχανής. Το γραφικό υπήρξε ανάγκη, ως τη στιγμή που από αντίδραση να μετατεθεί και ν’ αποκτήσει το απαραίτητο πνευματικό του βάθρο για να μας συνδέσει μ’ ό,τι βιώσιμο συντηρούσαμε απ’ την Παράδοση. Κι εκεί ακριβώς συνέβη το κακό. Γύρω στα ’60. Πρίν γίνει η μετάθεση, επεβλήθη με μιά μικρόπνοη ευμάρεια η εθνική πορνεία. Λεγόταν Τουρισμός. Ανακαλύψαμε σαν κοινές γυναίκες τον εύκολο πλουτισμό μας κι ευθύς βιομηχανοποιήσαμε το γραφικό και το μετατρέψαμε σε Εθνικό, προστατευμένο από Νόμους και ιερά Διατάγματα, χάνοντας έτσι τη μοναδική ευκαιρία που μας έδωσε ο Πόλεμος: να υπάρξουμε έστω για λίγο σοβαροί και με δικό μας περιεχόμενο.

     Ο Τουρισμός έγινε η μόνη μας επιδίωξη, το κράτος βρήκε έναν εύκολο τρόπο να καλύψει την ανικανότητά του στα οικονομικά προβλήματα του τόπου, ενώ συγχρόνως άρχιζε η δίωξη του σοβαρού και η άνθιση χασάπικων και βαλκανικών συρτακίων, προς άγραν χρημάτων κι εραστών! Η «λεβεντιά» απέκτησε τα ενδύματα της Τρούμπας κι ένας καινούργιος ηθικός κώδικας άρχισε να κατευθύνει τον εξ Αράβων γειτόνων προερχόμενων αισθηματισμό μας. Πήγαμε πάλι έναν αιώνα πίσω και με κατεύθυνση ανατολική. Το περίφημο τραγούδι του Τσιτσάνη «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», βγήκε προφητικό. Εμείς βέβαια δεν πήγαμε, αλλά την φέραμε την Αραπιά στον τόπο, «χωρίς συστάσεις», και αποκτήσαμε εντός ολίγου όλες τις αισθηματικές καταβολές της και συνήθειες.

    Ο Τσαρούχης εφανερώθη, απ’ την αρχή, ένας γενναίος αντιστασιακός. Κι όχι ένας αντιστασιακός των συνθημάτων, των γηπέδων και των μεταδικτατορικών επικαίρων. Αντιστασιακός στη φθορά και στο ψέμα σαν γνήσιος φορέας ήθους, πολιτισμού και ατέλειωτου ταλέντου.

     Και τη ζωή του εσκηνοθέτησε με μιά παρόμοια γνώση και γενναιότητα. Γιατί ήξερε να ζει λεπτές αποχρώσεις και απόκρυφες λεπτομέρειες, μη ορατές στους αμύητους και «πολλούς». Και πέτυχε θριαμβευτικά και στη Ζωή του και στην Τέχνη του, το γνησίως Ελληνικόν!

     Για να κατανοήσετε την έννοια της Τσαρουχικής αντίστασης, θα σας αφηγηθώ μιά χαρακτηριστική σκηνή από τον συνυπάρχοντα βίον μας. Μιά λεπτομέρεια ζωής κι αληθινής ευαισθησίας!

     Γιορτάζαμε την απελευθέρωση, και μαζί το τέλος του πολέμου. Όλοι μας χυμένοι στους δρόμους, με σημαίες και κονκάρδες στο πέτο, φανερώναμε τις ομάδες μες στις οποίες, άλλος λίγο άλλος πολύ, αντισταθήκαμε στους Γερμανούς. Ο κόσμος απ’ όλες τις συνοικίες κατέβαινε στο κέντρο, στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην πλατεία Συντάγματος. Απέναντι απ’ τη Μεγάλη Βρετανία είτανε του Γιαννάκη. Από εκεί είχαμε συμφωνήσει να ξεκινήσουμε οι φίλοι τότε, ο καθένας με τη σημαία του, δίχως πιά προφυλάξεις. Οι σημαίες οι περισσότερες είτανε ρωσικές, μετά αμερικάνικες και τρίτες στη σειρά, οι αγγλικές. Μες στην οχλοβοή και στον αλαλαγμό, βλέπουμε ξαφνικά τον Τσαρούχη ν’ ανεβαίνει μόνος την Πανεπιστημίου και να ‘ρχεται προς τα εμάς, κρατώντας μιά κινέζικη σημαία. Ο μόνος που κρατούσε τη σημαία του τέταρτου σύμμαχου: της τότε Εθνικιστικής Κίνας. Τη σημαία την είχε κατασκευάσει μόνος του κι ερχότανε λαμπρός και τολμηρός, περιφρονώντας την απερίσκεπτη και θορυβώδη πλειοψηφία. Γελούσανε πολλοί κι εμείς μαζί. Μα εκείνος περπατούσε ατάραχος με τη σημαία της Κίνας να κυματίζει ολομόναχη μέσα στη θάλασσα των άλλων σημαιών. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, ύστερ’ απ’ αυτό, έκρυψα τη δικιά μου.

     Ο Τσαρούχης είχε αντιδράσει γι’ άλλη μιά φορά με γνησιότητα και με θάρρος. Ανεγνώρισε τον μη παίζοντα τότε ρόλο στην Ευρώπη σύμμαχο. Τον Κινέζο. Και τον ετίμησε, όχι όμως χωρίς κάποια ειρωνεία. Προς τα πού όμως; Προς την Κίνα ή προς την Ελλάδα; Δεν το διευκρίνισε ποτέ. Γιατί αυτό δεν μετρούσε στη Ζωγραφική!

     Πολλοί θυμούνται πολλά. Κι είμαι βέβαιος πώς θα γραφτούν ατέλειωτα βιβλία με διάφορες στιγμές του Τσαρούχη, ιδιότυπες- τονίζω τη λέξη όχι για μένα μα γι’ αυτούς πού θα «γράψουν» - αλίμονο. Θα γράψουν φυσικά:

     -Όταν έδινε ρεσιτάλ σε σπίτια μέσα στην Κατοχή τραγουδώντας, με θαυμάσια κοστούμια σχεδιασμένα από τον ίδιο, άριες της Βιολέτας από την «Τραβιάτα» του Βέρντι.

     -Όταν έπαιζε την Αμαλία από το μόλις δημοσιευμένο μονόπρακτο του Καραγάτση. Κι αυτό σε σπίτι αρχοντικό στην Πλάκα.

     -Όταν έψελνε στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου την Μεγάλη Εβδομάδα, σας αριστερός ψάλτης με νεαρούς ψαλτάδες γύρω του τον Νίκο Γεωργιάδη, τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Ιάννη Ξενάκη, τον αδερφό του τον Κοσμά κι άλλους πολλούς που δε θυμάμαι. Όλοι τρέχαμε να τον δούμε και να τον ακούσουμε. Πραγματοποιούσε νεοελληνική Παιδεία μα και χλευάζονταν απ’ τους πολλούς-όπως άλλωστε κι όλοι οι άξιοι του καιρού του.

     Κυκλοφορούσαν τότε περίπου τριάντα περιοδικά και τα εικοσιεννέα απ’ αυτά σκορπίζανε θυμό και ειρωνεία για τα πρόσωπά τους και τα έργα τους. Φύγαν οι Γερμανοί, φύγαν και τα εικοσιεννέα περιοδικά, φύγαν και οι εκδότες τους. Μα έμειναν τα έργα αυτών των λίγων πού χλευάστηκαν, για να τροφοδοτήσουν την Ελλάδα με αληθινή Τέχνη κι ελληνική συνείδηση. Και ο Τσαρούχης πρώτος μέσα στους πρώτους.

     Αλήθεια, μπορεί κανείς ν’ αναρωτηθεί, τι ήταν όλες αυτές οι δραστηριότητες του Τσαρούχη μέσα στην Κατοχή; Η Τραβιάτα, η Ψαλτική, η Αμαλία και οι Βαλκυρίες, λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση όταν ο Τσαρούχης έπαιζε την Βρουγχίδη και η Δόρα Στράτου τον Βόταν; Ήταν Ζωγραφική.

     Μια απαραίτητη σκηνοθεσία Ζωής για να μπορέσει ν’ αντέξει η αντίστασή του στο γεμάτο Θάνατο κλίμα εκείνου του καιρού. Κι απολυτρωμένο το χέρι Του, να σχηματίζει με σχέδιο και χρώμα ό,τι του έλειπε κι ό,τι ζητούσε ν’ αποκτήσει. Μιά σκηνή, ένα φόρεμα, ένα βλέμμα, ένα σώμα. Κι όλα, για να μας συνδέουν με την Τέχνη, την εξαφανισμένη από τους σκοτεινούς κείνους καιρούς.

     Δεν ήταν γραφικές ιδιοτυπίες ενός ζωγράφου «ασυγκίνητου» στις πυρκαγιές, στα πάθη του καιρού του. Ήταν και παραμένει όσον ολίγοι υπεύθυνος σ’ αυτή τη χώρα, για να παρέχει μορφή και περιεχόμενο στη νεοελληνική μας ευαισθησία- όσο υπάρχουν βέβαια ακόμη ανώνυμοι φορείς πού να την απαιτούν και να συντηρούν μέσα τους ίχνη ανησυχίας και μη εφησυχασμού για την εθνική μας πορεία.

     Η Ιστορία μας απέδειξε πώς οι πολιτικοί μας ποτέ δεν κατορθώσανε να έχουν οράματα, εκτός από δυό τρείς, πού όμως κι αυτοί δεν μπόρεσαν να τους δώσουνε πνοή ώστε να ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο ζωής. Μονάχα οι Ποιητές μπορούν να θάβουνε τον Χρόνο και να χαρίζουνε στη χώρα πού τους γέννησε μία περίπτωση μετάλλινης ή αργυρής Αθανασίας, έναν σιγανό ψίθυρο αγέρα, ατέλειωτο μες στους αιώνες.

     Μ’ αυτό δεν το γνωρίζουν οι «πολλοί». Ούτε οι δημοσιογράφοι. Ούτε κι αυτοί που γράφουν, κάτω απ’ τ’ όνομά τους, τη λέξη Ποιητής. Μιά τραγική πλειοψηφία που δημιουργεί την σύγχυση και την παλινωδία.

     Γι’ αυτό πρέπει να ‘ρθει μιά νέα καταστροφή. Για να σκεφθούμε πάλι σοβαρά κι ίσως ξανά γνωρίσουμε πώς θ’ αποφύγουμε την πλάνη και την απάτη, έτσι όπως φανερώνονται στον τόπο μας ντυμένες μ’ εθνικές πολύχρωμες ενδυμασίες, κατασκευασμένες από μόδιστρους και από παράγοντες αθλητικούς. Η Χώρα πρέπει να καταστραφεί. Να φάει τα τρωκτικά της. Κι ίσως σαν ξαναγεννηθεί, να γίνει άξια των ποιητών της.

     Είμαι βέβαιος πώς κάπως έτσι θα μιλούσε ο Ποιητής Γιάννης Τσαρούχης, αν τον αφήναν να μιλήσει σήμερα αντί να μας ακούει εμάς πού άξια τον γιορτάζουμε. Μόλο που χαίρομαι, καθώς είπα και στην αρχή, έτσι που μ’ ακούει αδιαμαρτύρητα και με περισσή ευγένεια! Μα πρίν τελειώσω, κάτι θέλω να πω ακόμη. Κάτι σαν εκμυστήρευση.

     Μες στα σαράντα χρόνια που γνωριζόμαστε, συναντηθήκαμε πολλές φορές είτε μιλώντας είτε συνεργαζόμενοι στο Θέατρο. Πάντα σκεφτόμουν τη Ζωγραφική του, περ’ από τη συγκίνηση που μου παρείχε. Και προσπαθούσα να εκπαιδευτώ, μ’ όλες τις περιπέτειες τις εσωτερικές που μου παρείχε ένα τέτοιο εγχείρημα. Μιά μέρα ανακαλύπτω το δισδιάστατο της Ζωγραφικής του. Και το ερμηνεύω, νεαρός όντας, ανάγωγα και δίχως κατανόηση. Του μίλησα με τόλμη και θρασύτητα. Του είπα ότι ρουφάει τη ζωή από τα πρόσωπα και τα μεταφέρει στις ζωγραφιές του νεκρά, χωρίς τις αληθινές τους διαστάσεις.

      Και τι μπορούσα να υποψιαστώ τότε για τις αληθινές διαστάσεις της Ζωγραφικής; Μα τόλμησα και ο Τσαρούχης, όπως ήταν φυσικό, θύμωσε. Δεν μου ξαναμίλησε για πολύ καιρό. Έχουμε μάλιστα και μιά φωτογραφία μαζί, σαν δουλέψαμε στον «Μαρσύα», στην Αίγινα, το ’49: ο ένας κοιτάζει απ’ τη μιά μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη.

     Μετά δουλέψαμε πολλές φορές μαζί. Δεν θυμάμαι αν του είχα ζητήσει συγνώμη για να μου ξαναμιλήσει. Του τη ζητώ απόψε τη συγνώμη που του οφείλω.

     Δεν έχει περάσει ούτε μιά μέρα από τότε. Εκείνος είναι πολύ νέος κι εγώ λίγο πιό νέος απ’ αυτόν. Μόνο που σήμερα γνωρίζω καλά ό,τι όφειλα να γνωρίζω από τότε, στην εποχή του «Μαρσύα» και του «Ματωμένου Γάμου». Γι’ αυτό τιμώντας τον, θα του  παίξω μερικά τραγούδια μου από το έργο του Λόρκα, για το οποίο εκείνος πραγματοποίησε ένα οπτικό θαύμα, ο Γκάτσος μιά αποκαλυπτική ποιητική πράξη με τη γλώσσα και ο Κούν μιά εξαίσια παράσταση, ενώ εγώ, μπορώντας και μή, τους ακολούθησα με τη μουσική μου.

     Αγαπητέ μου Γιάννη, είμαστε όλοι  νέοι όπως τότε, μόνο που μερικοί απουσιάζουν χωρίς να το θέλουν.

     Βρισκόμαστε τον Φεβρουάριο του ’48 στο «Θέατρο Τέχνης», στο παλιό Θέατρο Μουσούρη, στον  Άγιο Γιώργη τον Καρύτση. Τη Νύφη παίζει η Έλλη Λαμπέτη, τον Γαμπρό ο Χατζημάρκος, τον Λεονάρντο ο Διαμαντόπουλος και τη Μάνα η Βάσω Μεταξά. Δουλεύουμε όλοι μέρα νύχτα. Και, κάπως έτσι, ανοίγει η αυλαία. Σε χαιρετώ.

     ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ *,

*Για τον Γιάννη Τσαρούχη, ομιλία με αφορμή τη βράβευση του Γιάννη Τσαρούχη από τον Δήμο Αμαρουσίου, στις 16 Μαϊου 1988.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ, εξώφυλλο Αλέξανδρος Ίσαρης, διορθώσεις Βάσω Κυριαζάκου. εκδόσεις Ίκαρος εκδοτική εταιρεία, Αθήνα, Δεκέμβριος 1988, σελ. 189-199.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Στις ένθετες φωτογραφίες που συνοδεύουν το βιβλίο η με αριθμό 10 δείχνει τον Μάνο Χατζιδάκι με τον Γιάννη Τσαρούχη. Στις σημειώσεις της έκδοσης σελίδα 253 αναγράφονται τα εξής από τον Μ.Χ. «Στο Παρίσι, το 1970, με τον Γιάννη Τσαρούχη… Ένας ακόμη φίλος ζωγράφος. Ιερατική φυσιογνωμία, διάσημος για την επανάστασή του μέσα στον τόπο, εναντίον πάσης βαλκανικής κληρονομιάς και συνήθειας. Μας έμαθε να τρέφουμε σεβασμό στη Κασσιανή, στον Καραγκιόζη και στους Γάλλους εμπρεσσιονιστές. Χορεύει με δικό του τρόπο λαϊκούς χορούς, κι έτσι μας εξωθεί στο να τους αποφεύγουμε. Μεγίστη συνεργασία μας, οι «Όρνιθες», το 1959.».

    Και οι 65 ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συναντάμε στον τόμο έχουν τον ανάλογο σχολιασμό τους από τον Μ.Χ.

«…Το ιδανικό των νεκροταφείων έγινε ιδανικό των δημοκρατικών μας κυβερνήσεων. Του  κόσμου μας. Γιατί συμφέρει. Και τις «δημοκρατικές» μας κυβερνήσεις και τα έθνη και τις πατρίδες μας», σ.66, «Μια μώβ σκιά Μαϊου».»

     Ο τόμος «Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι», περιλαμβάνει 36 κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι τα οποία δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά της εποχής, εφημερίδες, (Ελευθεροτυπία) προγράμματα εκδηλώσεων, ομιλίες του, τις οποίες ο Μελωδός των Ονείρων μας έδωσε μπροστά στο κοινό με την ευκαιρία μιάς μουσικής εκδήλωσης ή ενός συνεδρίου. Βλέπε την εναρκτήρια ομιλία του στην συζήτηση που διοργανώθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης για την «Σημασία της παράδοσης στον καιρό μας». Γράφει μεταξύ άλλων θέτοντάς μας διαρκώς ανοιχτά ερωτήματα: «Και πρώτ’ απ’ όλα, τι θα πει παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’ άστρα εκτόξευσή μας; Πώς είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πώς μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να ‘μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ’ τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φώς που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;….», σ.19. Την ομιλία του στην προβολή της ομώνυμης ταινίας «Ο Φελλίνι, ο Νίνο Ρότα και μιά «Πρόβα Ορχήστρας»», δηλώνει στην αρχή της ομιλίας του: «Αγαπώ τον Φελλίνι, σαν άνθρωπο που με διδάσκει ανεξάντλητα και εξαντλητικά, σαν φίλο που γνωρίζει βαθιά τα μυστικά μου και τα νομιμοποιεί, σαν σύντροφο που κουβεντιάζει μαζί μου ώρες ατέλειωτες για μυστικιστικές καταβολές και για μιά σύγχρονη ερμηνεία τους, τέλος σαν αποκλειστικό προσωπικό μου Μάγο, που κάθε φορά μου αποκαλύπτει και μιάν αθέατη πλευρά του εαυτού μου, με συμπληρώνει πότε σαν άστρο και πότε σαν πουλί, έτσι που γίνομαι αγνώριστος, αθέατος και, τελικά, διαφεύγων.», σ.25. Την ομιλία του κατά την βράβευση του αμερικανού σκηνοθέτη συζύγου της Μελίνας Μερκούρη, Ζύλ Ντασέν, του ζωγράφου και καθηγητή στην σχολή καλών τεχνών Γιάννη Μόραλη από τον Δήμο Αθηναίων, του πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη από τον Δήμο Αμαρουσίου. Ή μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα «Ο Φτωχός Ναύτης». Ο Μ. Χ. μας μιλά για την συνεργασία του γάλλου ποιητή και σκηνοθέτη Ζαν Κοκτώ και του συνθέτη Μιγιό. Γράφει: «Το αποτέλεσμα του «Φτωχού Ναύτη» ανήκει τόσο στον Κοκτώ όσο και στον Μιγιό. Η θεατρική δομή και το ποιητικό  κείμενο του Κοκτώ δεν αποτελούν ένα συμβατικό βάθρο για το Μουσικό αποτέλεσμα του Μιγιό. Είναι το βασικό τμήμα του αποτελέσματος. Ίσως πολύ περισσότερο από ότι στον Βάγκνερ τα λιμπρέτα που έγραψε ο ίδιος ή από ό,τι στον Γκλούκ τα ανανεωτικά λιμπρέτα του Καλσαμπίτζι. «Ο Φτωχός Ναύτης» είναι από τα έργα που θα λέγαμε ότι έγιναν από το τίποτα. Ένα παιχνίδι μαγικό και ολέθριο μαζί. Παρ’ όλα αυτά, αν η γραμμική του καθαρότητα δεν ενθαρρύνει για μιάν οποιαδήποτε ανάλυση, το βάρος του έργου μπαίνει κατευθείαν στην συνείδηση….». σ. 14. Τα κείμενα, οι ομιλίες ή οι συνεντεύξεις του, όπως αυτή με τον ηγέτη-τότε-της ανανεωτικής αριστεράς Λεωνίδα Κύρκο, η συνομιλία του με τον χορογράφο και χορευτή Μωρίς Μπεζάρ, «Οι δικές μου ρίζες είναι θάλασσα…», πρόσωπα που εκτιμούσε και σέβονταν, συνάντησε, και συνεργάστηκε μαζί τους κατά την διάρκεια της δικής του επαγγελματικής μουσικής και καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας. Κείμενα τα οποία μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό που σχεδίασε και διεύθυνε το «Τέταρτο». Ενώ υπάρχουν και εκείνα τα οποία δημοσιεύτηκαν σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής όπως «Η Λέξη», ή πολιτικά περιοδικά που ο Μάνος Χατζιδάκις σέβονταν και εκτιμούσε ανεξάρτητα αν συμφωνούσε με το πνεύμα την φιλοσοφία και την πολιτική τους αρθρογραφία και ύλη, όπως το «Αντί». Διαβάζουμε ακόμα, την συνομιλία του με τον ποιητή Θανάση Φωσκαρίνη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω». Πρόσωπα διεθνούς καλλιτεχνικής ακτινοβολίας, ελληνικές και ξένες καλλιτεχνικές και της τέχνης αναγνωρισμένες προσωπικότητες με τις οποίες ο ποιητής και συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις συνεργάστηκε ή διατηρούσε φιλικές σχέσεις, σέβονταν και εκτιμούσε τις κρίσεις τους, γινόταν κοινωνός των ιδεών τους, άκουγε τα λόγια και τις προτροπές τους. Όπως ο ποιητής και στιχουργός, μεταφραστής σταθερός συνεργάτης του, ο Νίκος Γκάτσος. Για τον ποιητή Νίκο Γκάτσο δημοσιεύονται δύο κείμενα, το «Ο Νίκος Γκάτσος-ένας πολύ αυστηρός φίλος» μία συνομιλία του η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» που εξέδιδαν οι συνεκδότες ποιητές Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος. Στην ερώτηση για την ποιητική συλλογή «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, δίνει την εξής απάντηση: «Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την «Αμοργό». Πάντα πιστεύω ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μιά αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναϋπάρξουν. Αλλά μπορώ να πω πόσο σημαντικό ποίημα είναι η «Αμοργός»: υπήρξε το πιό ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, διότι καμία από τις εργασίες των άλλων σημαντικών μας ποιητών εκείνου του καιρού, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα ελληνικά γράμματα, δεν έδωσε με τόση πυκνότητα και τόση αρτιότητα ένα ολόκληρο ποίημα, όπως είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Οφείλω να σας πω ότι την «Αμοργό» την ανεκάλυπτα, από μία εποχή και πέρα, συνεχώς. Δεν ήταν κάτι που με θάμπωσε μόλις μου πρωτοεμφανίστηκε και πού έμεινα μ’ αυτό τον θαυμασμό-όπως μου συνέβη για παράδειγμα με τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, πού, όταν τον πρωτοδιάβασα, θαμπώθηκα κι έμεινα για πολύ καιρό με το αρχικό θάμπωμα. Σήμερα βέβαια αναγνωρίζω το μεγαλείο του ποιήματος, αλλά αναγνωρίζω και τις ρωγμές του. Στον Γκάτσο δεν αισθάνθηκα αυτό το θάμπωμα, αλλά από μία εποχή και μετά άρχισε να μου αποκαλύπτεται και, σε κάθε στιγμή αυτής της αποκάλυψης, συμπληρωνόταν μπροστά μου ένα μνημειώδες έργο νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του μεσοπολέμου. Το έχει γράψει δηλαδή ένας άνθρωπος που ζει βαθιά τον καιρό του, ενώ συγχρόνως περιέχει βαθιά και την παράδοσή του. Η «Αμοργός» είναι η έκφραση αυτών των δύο στοιχείων που συνθέτουν την προσωπικότητα του Γκάτσου: βαθιά Έλληνας και βαθιά Ευρωπαίος.», σ. 126-127. Ενώ, το δεύτερο κείμενό «Για τον Νίκο Γκάτσο» της σελίδας 148-151 είναι προλόγισμά του στην βράβευση του Νίκου Γκάτσου από τον Δήμαρχο Αθηναίων. Ο Μ. Χατζιδάκις μας λέει ότι όπως και άλλοι βραβευμένοι, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Αλέξης Μινωτής, η Ελένη Βλάχου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας έτσι και ο Ν. Γκάτσος υπήρξαν και είναι φίλοι του και δάσκαλοί του.  Γράφει: «Για όλους θα μπορούσα να πω πολλά ή τίποτα. Όλοι είναι φίλοι μου. Όμως δεν είμαι ο κατάλληλος για εορταστικούς προλόγους. Οι άνθρωποι αυτοί σημάδεψαν την κατασκευή μου και τροφοδότησαν άπειρες φορές τις αντιδράσεις μου. Πώς μπορώ να μιλώ για δασκάλους; Έτσι αναγκαστικά θα εκφράσω απόψεις μου περί βραβεύσεως και περί ποιητών.». Ωραίο και ευχάριστα διαβάζεται και το κείμενό του για την υπερρεαλίστρια ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη κ.λπ.

                 ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΑΝ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

    Θυμάμαι στα χρόνια της Κατοχής ένα μικρό παιδάκι πού τρύπωνε σαν ποντικάκι, έβρισκε ένα πιάνο κρυμμένο πίσω από τα σκηνικά και άρχιζε ν’ ακομπανιάρει εκεί που έπρεπε την παράσταση. Το παιδάκι το έλεγαν Μάνο Χατζιδάκι.

     Κάποτε τσακωθήκαμε για ασήμαντη αφορμή, που το νεανικό κουράγιο και η νεανική αγριότης την έκαναν σημαντική. Εκείνο τον  χρόνο επρόκειτο να συνεργαστώ με τη Ραλλού Μάνου, πού θα έδινε το μπαλέτο Μαρσύας στις αρχαιότητες της Αιγίνης. Η μουσική του μπαλέτου ήταν γραμμένη από τον Μάνο Χατζιδάκι. Τον Απόλλωνα τον έκανε η Κατσέλη, τον Μαρσύα η Ραλλού Μάνου και μία από τις νύμφες ήταν η Ντόρα Τσάτσου. Το κοινό ήταν τόσο ενθουσιασμένο, που στο τέλος βγήκαμε όλοι οι συνεργάτες να χαιρετίσουμε. Αυθόρμητα έπιασα το χέρι του Χατζιδάκι και του ‘πα: «Στα συγχωρώ όλα, έχεις ταλέντο!».

     Άργησα πολύ να καταλάβω πλήρως τη μουσική αξία των έργων του, επειδή διέφεραν από την παραδοσιακή μουσική, που λάτρευα πάντα. Κάποιες σημαντικές πράξεις του Χατζιδάκι με βοήθησαν να καταλάβω τη μουσική γενικά, και ειδικά τη μουσική του αξία. Πρώτα απ’ όλα, ήταν η διάλεξη που έκανε μετά την Κατοχή, στην οποία παρευρισκόταν επί σκηνής η Σωτηρία Μπέλλου, πού στο τέλος τραγούδησε. Η διάλεξις αυτή απεκάλυπτε εις το κοινό την ενότητα όλης της μουσικής, που ενώνει τα πιό περίεργα επιτεύγματα.

     Όταν σε μιά παράσταση των Ορνίθων στο κλειστό θέατρο «Πορεία», παρακολουθούσα το έργο με τον Teriade, ο Teriade ενθουσιασμένος με βοήθησε να κατανοήσω πλήρως το επίτευγμα του Χατζιδάκι. Μου είπε επί λέξει τα εξής: «Η Ελλάς έχει στο πρόσωπο του Χατζιδάκι τον δικό της Όφφενμπαχ. Είναι αρχαίος Έλληνας κάνοντας ό,τι του καπνίσει. Με καντάδες και μ’ ανατολίτικους ρυθμούς είναι αρχαίος Έλληνας. Η μουσική του είναι αξιαγάπητη».

     Μιά εργασία του που ίσως όλος ο κόσμος, δυστυχώς, αγνοεί είναι η μουσική για την Ορέστεια του Αισχύλου, γραμμένη για την τουρνέ της Κοτοπούλη στην Αίγυπτο. Την άκουσα να την εκτελεί στο πιάνο στο θέατρο Κοτοπούλη μιά φορά, τραγουδώντας ο ίδιος.

     Η μουσική είναι σαν τη ζωγραφική’ και οι δύο τέχνες, όσο πρωτοφανείς κι αν θέλουν να είναι, πρέπει να υποτάσσονται στους αθάνατους κανόνες της τέχνης τους.

       ΓΙΑΝΝΗΣ  ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, 20 Οκτωβρίου 1986

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΜΕ ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ.  Συλλογή και φροντίδα ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ Εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ- ΠΛΕΣΣΑΣ, Αθήνα, Μάρτιος 1996, σελίδες 259-260.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

    Για την έκδοση των Ανοιχτών Επιστολών στον Μάνο Χατζιδάκι,  βλέπε και σημείωμά μου της 7/4/2023. Εδώ σκέφτηκα να παραθέσω τις γνώμες των δύο ελλήνων καλλιτεχνών και συνεργατών μαζί, δίχως να καταφύγω σε φιλολογικούς σχολιασμούς και εργογραφικές τεκμηριώσεις, πέρα από αυτές που μας παράσχουν τα δύο βιβλία. Σαν ένα «συμπλήρωμα» των απόψεων και των εξιστορήσεων από τις κατά διαστήματα άψογες και αρμονικές συνεργασίες τους. Σαν μία πνευματική και καλλιτεχνική συναντίληψη δύο Ελληνικών προσωπικοτήτων του προηγούμενου αιώνα, οι οποίοι διαμόρφωσαν την πολιτιστική και αισθητική εικόνα της Ελλάδας, σφράγισαν με την παρουσία τους την προβολή και την διάδοση του πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού και παράδοσης στο εξωτερικό. Ας μην νομίσουμε όμως ότι τα κείμενα, οι ομιλίες και τα γραπτά του Μάνου Χατζιδάκι, διαπραγματεύονται μόνο μουσικά θέματα, μουσικά ακούσματα και μουσικοκριτικές. Ποιητικά του διαβάσματα ή τις συνομιλίες και τις συνεργασίες του με πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου. Δεν είναι οι «εκμυστηρεύσεις» ενός σοβαρού, πεπαιδευμένου-μουσικά και καλλιτεχνικά- έλληνα, ο οποίος από την νεαρή του ηλικία φανέρωσε το μουσικό και αισθητικό του ταλέντο, αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε ξεχωριστά από συναδέλφους του καλλιτέχνες και φιλότεχνους ή πνευματικούς σηματωρούς της γενιάς του. Τα δημοσιευμένα αυτά κατά καιρούς κείμενα, και συγκεντρωμένα στον τόμο «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ», είναι μία σειρά πνευματικών και της συνείδησής μας ερεθισμάτων. Κάθε κείμενο είναι και μία σειρά ερωτημάτων που απευθύνονται σε όλους μας. Είναι προσκλήσεις και ανοιχτά ερωτήματα τα οποία κεντρίζουν τις χορδές της ψυχής και της σκέψης μας. Αναμοχλεύουν τις βεβαιότητες της συνείδησής μας, φωτίζουν πτυχές των παραδοσιακών βεβαιοτήτων μας που αποφεύγουμε να δούμε ή αρνούμαστε να δούμε την αληθινή εικόνα του προσώπου μας στον καθρέφτη της ύπαρξής μας, Είναι γοητευτικές, ειρωνικές, ή περιπαιχτικές προτάσεις ή απαντήσεις ενός έλληνα ο οποίος δεν έπαψε να είναι ουσιαστικός επαναστάτης, νέος, γεμάτος όνειρα και ερωτισμό και ταυτόχρονα συνειδητός και ενεργός πολίτης αυτής της χώρας, της κοινωνίας του καιρού του κόσμου. Είναι ένας λόγος, μία φωνή παλλόμενη, πολύχρωμη, στοχαστική, εποικοδομητικά και επιμορφωτικά καταγγελτική, ένας «Σωκρατικό κέντρισμα» για τους ανθρώπους της τέχνης, τους νέους και τις νέες της εποχής του (και όχι μόνο), τον σκεπτόμενο και ενεργούντα πολιτικά και όχι κομματικά ή ιδεολογικά πολίτη. Είναι οι προτάσεις του περί αισθητικής όχι μόνο στον χώρο της τέχνης και της καλλιτεχνίας αλλά της ίδιας της ζωής, της πολιτικής της εκπροσώπησης και έκφρασης. Τα κείμενα του Μελωδού των Ονείρων μας είναι κατ’ εξοχήν πολιτικά κείμενα, γιαυτό και προκάλεσαν τόση αναταραχή στο δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό και κυβερνητικό κατεστημένο τις χρονικές περιόδους που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Τα κείμενα αυτά όπως και τα άλλα που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο του «Τα Σχόλια του Τρίτου» εκδόσεις Εξάντας 1980, ά, έκδοση, θα σημειώναμε ότι αποτελούν την προσωπική του αυτοβιογραφία. Την αφήγηση ενός πάντα σκεπτόμενου νεανικά και επαναστατικά ατόμου από τον χώρο της τέχνης, το οποίο δεν επαναπαύτηκε στις τιμητικές του δάφνες, δεν έκλεισε νωρίς τον κύκλο των ενδιαφερόντων του και των ενασχολήσεών του. Οι άνθρωποι και οι απόψεις τους, οι ενέργειές τους, οι πολιτικές και οι κοινωνικές αντιδράσεις τους, οι προσωπικές τους επιλογές, η πρωτεύουσα που έζησε και δραστηριοποιήθηκε, η χώρα που γεννήθηκε, η Ελλάδα, το ήθος της παλαιάς παράδοσής της και των προγόνων της-τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονταν-οι προπολεμικές και μεταπολεμικές γενιές των ελλήνων-τα διάφορα κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά συμβαίνοντα και οι παράλληλες αντιδράσεις των δημόσιων κρατικών φορέων αλλά και των της αντιπολίτευσης, η έκπτωση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος από τον πρωταρχικό του στόχο και σκοπό, η αλλοίωση του υγιούς πολιτικού φρονήματος των ελλήνων και ελληνίδων, η καταστροφή των ζωντανών στοιχείων της ελληνικής παράδοσης και καλλιτεχνικής αισθητικής στο όνομα μιάς σύγχρονης εμπορικών μόνο προδιαγραφών καταναλωτικής ελληνικής κοινωνίας, Ποιά ελληνική ταυτότητα μπορεί να έχουν οι ακολουθούντες έναν «φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό» Σε άτομα που φωτογραφίζονται ενδόξως μπροστά σε σπασμένες κολώνες και μιλούν «αρχαία ελληνικά σε αγγλική μετάφραση». Όπως μας λέει ο ίδιος με την διαχρονική σοφία των λόγων του: «…Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα «παραδοσιακά» και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλεγκτα, μαζί με τις «φιλότιμες προσπάθειες» των «ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα» να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστον κάτι σαν γελοιοποίηση και μιά καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας», σ.21. Πόσο επίκαιρη είναι ακόμα και σήμερα η ερώτηση του πολίτη και καλλιτέχνη Μάνου Χατζιδάκι όταν ρωτά τον Λεωνίδα Κύρκο: «Μ.Χ. Να σε ρωτήσω τώρα κάτι που ανάγεται στο παρελθόν. Δεδομένου ότι η κομμουνιστική παράταξη, εκτός από τους πόθους μιάς πρώτης μεταπολεμικής γενιάς οραματιστών, σύρει μια σειρά από σφάλματα, γιατί δεν εγκαταλείπετε τον όρο «κομμουνιστικό κόμμα» στο εν πολλαίς αμαρτίαις ΚΚΕ και συνεχίζετε τη συμμετοχή σας στο βιασμό της κομμουνιστικής ιδεολογίας και στο μετασχηματισμό της σ’ ένα σύστημα διοίκησης;». σ.45 ή παρακάτω, πόσο προφητικός και διορατικός είναι ο λόγος του, όταν κάνοντας μία ορθή πολιτική διαπίστωση ρωτά τον Λ. Κ. «γιατί δεν προπαρασκευάζετε μια μελλοντική σας ανάμιξη στα κοινά, μεγαλύτερου βεληνεκούς από αυτήν που σας προορίζει ο όρος «Εσωτερικού»; Βέβαια, απάντησες ήδη κατά κάποιο τρόπο. Πρόκειται ωστόσο για ερώτημα που εύλογα τίθεται, από ανθρώπους που σας συμπαθούν και σας αγαπούν και που θέλουν αναμφισβήτητα, είτε ακολουθώντας σας είτε όχι, να σας δούν να έχετε μιά ουσιαστική ανάμιξη στα κοινά, πού ως τώρα τα διαχειρίζονται αποκλειστικά οι εξ επαγγέλματος αμφιβόλων μαζών». σ.47. Και αυτόν τον ενεργό πολιτικά Έλληνα και δάσκαλο καλλιτέχνη τον λοιδόρησαν, τον σπίλωσαν, τον έβρισαν, του φέρθηκαν ποταπά και χυδαία κοντυλοφόροι της λεγόμενης «προοδευτικής» παράταξης και της δεξιάς έντυπα και εφημερίδες. Ακόμα και μουσικολόγοι στράφηκαν εναντίον του. Βλέπε το εύγλωττο, χαρακτηριστικό τελευταίο κείμενό του-(Κυριακή, 27/4/1980) με τίτλο «Σχόλια για όσα έγιναν, για όσα γίνονται, για όσα μέλλει να γενούν και η νοσταλγία των χοίρων με την τελική επιστροφή» στα «Τα Σχόλια του Τρίτου». Ακόμα και στις μέρες μας, που, κόπτονται και διατυμπανίζουν όλοι και όλες τα περί ισότητας και ελευθερίας, δημοκρατίας και άλλα παρεμφερή πολιτικά και κοινωνικά κίβδηλα τιμαλφή περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του σύγχρονου πολιτισμού μας, κοιτάνε και μιλούν για τον Έλληνα αυτόν δάσκαλο του Γένους μας κοιτώντας τον μέσα από διάφορες κλειδαρότρυπες. Ακόμα και ο Πειραιάς, που τον τραγούδησε στα πέρατα της οικουμένης με τα τραγούδια και την μουσική του, δεν αξιώθηκε να του στήσει μία προτομή, να δώσει σε έναν κεντρικό δρόμο το όνομά του, σε μία πλατεία, σε ένα μουσικό σχολείο. Μιλάμε όλοι μας και αναφερόμαστε στους πολιτικούς και αγωνιστικούς αγώνες του Μίκη, και έτσι πρέπει να πράττουμε, να διατηρούμε την μνήμη τους στην μνήμη μας, αλλά, αποφεύγουμε να αναφερθούμε σε αυτόν τον ευπρεπή άντρα, τον αξιοπρεπή καλλιτέχνη, τον σοβαρό σκεπτόμενο και προβληματιζόμενο συνειδητό πολίτη. Αυτόν τον αναρχικό των ονείρων και της καθημερινής πολιτικής πράξης. Τον ποιητή και μουσικό που συνδύασε τον μουσικό και ποιητικό οραματισμό με την πολιτική πράξη και φωνή διαμαρτυρίας για κάθε νεολαίο που στάθηκε ενάντια στο σύστημα, σε κατεστημένες αγκυλώσεις και  κοινωνικές και κυβερνητικές πρακτικές. Ύψωσε την φωνή σαν συνειδητός σκεπτόμενος πολίτης, όχι για ίδιον όφελος, αλλά για τις νέες γενιές των ελλήνων που θα ερχόντουσαν μετά από αυτόν, για μία διαφορετική πολιτική διακυβέρνησης. Για ένα άλλο ουσιαστικότερο και αυθεντικό ταξίδι ευαισθησίας ακόμα και προσωπικής μοναξιάς. Τα σοφά του λόγια και οι παρακαταθήκες του, αυτούς τους δρόμους εξακολουθούν να μας φωτίζουν. Την Πολιτική στην Τέχνη και την κακή Τέχνη της πολιτικής.

     Σε μερικές εβδομάδες θα πάμε να ψηφίσουμε, ας αφιερώσουμε λίγο από τον χρόνο μας και ας ανατρέξουμε στα γραπτά και δημοσιεύματά του, ας σταθούμε στους προβληματισμούς του και τα ερωτήματα ή διλήμματα που ο Μάνος Χατζιδάκις μας θέτει. Ας ακούσουμε την βελούδινη μουσική του ξανά και ξανά, ας αισθανθούμε την ονειρικότητα των στίχων του, ίσως, ενδέχεται, να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί στο τι και ποια πρόσωπα θα ψηφίσουμε ως εκπροσώπους μας. Ίσως.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 23 Απριλίου 2023

ΥΓ. Δεν μπορώ να μην σημειώσω ότι με σεισμούς ήρθε στην κυβερνητική εξουσία με σεισμικές δονήσεις την διεκδικεί ξανά.

Υπάρχουν στιγμές, που η ιδιωτική τηλεόραση φέρεται αντάξια του προορισμού της. Την σωστή, ποιοτική και άξια πολιτιστική ψυχαγωγία των θεατών της. Όπως συνέβει εχθές το βράδυ στην εκπομπή του Μεγάλου Καναλιού της κυρίας Ρούλας Κορομηλά, η οποία ήταν αφιερωμένη στην μουσική παρουσία και το έργο του μουσικοσυνθέτη και στιχουργού Σταμάτη Σπανουδάκη. Ενός καλλιτέχνη με μουσικό και ατομικό ήθος, σεμνότητα και σοβαρό, μεγάλο ταλέντο.