Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ο κινηματογράφος στον Πειραιά

        Ο Πρώτος βουβός Κινηματογράφος στον Πειραιά

        Ας κάνουμε τώρα μια μικρή Πειραϊκή ανάπαυλα μέσα από τα «Πειραιώτικα» του ποιητή των «Ειδυλλίων» Νίκου Ι. Χαντζάρα, με κείμενο που έγραψε στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς»το Σάββατο 20 Ιουλίου του 1946.
        Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας(Πειραιάς 1884-Πειραιάς 2/6/1949) όπως έχω ξαναγράψει υπήρξε μια σημαντική μορφή των Πειραϊκών γραμμάτων την περίοδο του Μεσοπολέμου, το έργο του είναι μικρό-αποτελείται από μία μικρή συλλογή- με τον τίτλο «Ειδύλλια», που δημοσίευσε το 1931 από τον εκδοτικό οίκο «Μουσικά Χρονικά» και μια μικρή ταμπλέτα με τον τίτλο «Μικρά Ειδύλλια» που κυκλοφόρησε αργότερα χωρίς χρονολογία έκδοσης που συμπεριελάμβανε αναθεωρημένα του ποιήματα και μερικά άλλα. Μεγάλος είναι ο όγκος των δημοσιογραφικών του δημοσιευμάτων που δημοσίευσε στις διάφορες τοπικές εφημερίδες του Πειραιά της εποχής του, μια και εργάζονταν ως δημοσιογράφος επαγγελματικά. Στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά είναι συγκεντρωμένη ένα μέρος από την ανέκδοτη δημοσιογραφική του εργασία που δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» έτσι όπως μας διέσωσε το Αρχείο του ποιητή ένας άλλος Πειραιώτης λογοτέχνης και δημοσιογράφος ο Χρήστος Λεβάντας. Υπάρχουν ακόμα ανέκδοτα κείμενα και ρεπορτάζ που έχει δημοσιεύσει ο ποιητής Νίκος Ι, Χαντζάρας στην ίδια εφημερίδα αλλά και σε άλλες, πλήρης καταγραφή των δημοσιευμάτων του δεν υπάρχει μέχρι σήμερα όπως και των περισσότερων Πειραιωτών δημιουργών, μια, και δεν έχει γίνει συστηματική αποδελτίωση του τοπικού τύπου. Στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά δεν υπάρχουν επίσης όλα τα σώματα των τοπικών εφημερίδων, ακόμα και των πιο σύγχρονων. Σε γενικές όμως γραμμές το ποιητικό έργο μας είναι γνωστό, καθώς και αρκετές δημοσιογραφικές του δημοσιεύσεις που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε διάφορα τοπικά έντυπα. Τον έχω αποδελτιώσει στις διάφορες ποιητικές ανθολογίες και έχω συγκεντρώσει έναν μεγάλο όγκο βιβλιογραφικών αναφορών για το έργο του.
        Εδώ διάβασα πρόσφατα ένα ακόμα μικρό χρονογράφημά του, που αναφέρεται στους επιχειρηματίες του Πειραιά και ανάμεσα σε αυτούς είναι και αυτός ο οποίος έφερε τον πρώτο βουβό κινηματογράφο στην πόλη μας.
        Δεν κάνω ειδική έρευνα, απλά παρουσιάζω το κείμενο διορθώνοντας τις μικρές του ορθογραφικές αβλεψίες και το παρουσιάζω σαν μια ακόμα μαρτυρία των διαδραματιζομένων την εποχή εκείνη. Οι μαρτυρίες και οι δημοσιογραφικές καταγραφές του Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι πολύτιμες, γιατί μας δίνουν μια εικόνα της πόλης του Πειραιά και των κατοίκων της από ένα δραστήριο δημοσιογραφικά άτομο που είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά πράγματα και γεγονότα της εποχής του, και που η μνήμη του, συγκρατεί ακόμα συμβάντα που διαφορετικά θα μας ήταν άγνωστα. Επειδή τα «Πειραιώτικα» του ποιητή των «Ειδυλλίων» δεν έχουν την ιστορική ακολουθία της αφηγηματικής καταγραφής του Άγγελου Κοσμή, δεν είναι εύκολο, αλλά και όχι λανθασμένο, να τον συγκρίνουμε μαζί του, έπειτα, το βιβλίο του Κοσμή «Περασμένα και Αλησμόνητα» έχει εκδοθεί αυτοτελώς και έτσι, μπορούμε ευκολότερα να ανατρέξουμε σε αυτό. Πέρα όμως από αυτή την ερευνητική δυσκολία τα κείμενα του Χαντζάρα μας είναι χρήσιμα για τις πληροφορίες που μας δίνει από μνήμης και ασφαλώς ξεχωρίζουν για την έντονη νοσταλγία τους για μια πόλη που χάθηκε οριστικά, αναβιώνουν μια άλλη ατμόσφαιρα της πόλης, και μας προσφέρουν στοιχεία για επώνυμους αλλά και ανώνυμους Πειραιώτες που με τον τρόπο τους σημάδεψαν την πόλη και άφησαν τα ίχνη τους πάνω της.
Σίγουρα, αν ζούσε μερικά χρόνια ακόμα να έκανε μια επιλογή των δεκάδων δημοσιευμάτων του και να τα εξέδιδε, σαν μια ακόμα προσωπική μαρτυρία μια και όπως διακρίνει κανείς από τα σκόρπια κείμενά του η αγάπη για την πόλη του Πειραιά είναι μεγάλη, ουσιαστική, αληθινή και ανυστερόβουλη.
Ας απολαύσουμε λοιπόν τον λόγο ενός γνήσιου Πειραιώτη μέσα από το μικρό αυτό δημοσιογραφικό χρονικό του.
                                     ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ

                                     Καλά  Χρόνια

        Η ερήμωση του Πειραιά η γυμνότητά του από θαύματα καλοκαιρινά, από ατραξιόν, μου θυμίζει τα παλιά και δοξασμένα, τα γιομάτα ζωή, τα πολυθόρυβα χρόνια. Θυμάμαι τους παλιούς μακαρίτες επιχειρηματίες, εκείνους που δίνανε τον τόνο στην κοσμική ζωή μας, εκείνους που είχανε κι έμφυτη καλλιτεχνική κλίση, και δεν αποβλέπανε μονάχα στο κέρδος από την επιχείρηση, μα ικανοποιούσανε και το αίσθημά τους ζητούσανε να ιδούνε αν το έργο τους είχε ευχάριστο αποτέλεσμα στο λαό του Πειραιά.
        Έρχεται στο μυαλό μου το όνομα του Αποστόλου Κονταράτου, του μακαρίτη Αλεξαντρόπουλου, του Γκαβανίζη του συμπολίτη οδοντογιατρού, του συμπολίτη Τάκη Τσούκα, ανώτατου υπαλλήλου του Δήμου τα τελευταία χρόνια.
        Ο οδοντογιατρός Γκαβανίζης, έφερε τον πρώτο βουβό κινηματογράφο στον Πειραιά. Τον εγκατέστησε στο Δημοτικό μας Θέατρο στα 1912. Το θέατρο φωτιζόταν τότε με γκάζι. Και ο επιχειρηματίας έβαλε ηλεκτρικό για πρώτη φορά. Τότε παιζότανε κάτι ταινίες Δανικές. Δεν είχαν παρουσιαστεί ακόμα οι ηρωϊδες του σινεμά, η Γαλλίδα Ρομπί, και η Ιταλίδα Φραντσέσκα, η πολύ χαριτωμένη καλλιτέχνιδα με το χαρακτηριστικό πλατύγυρο ψάθινο καπέλο της με τον πλατύ φιόγκο στο λαιμό.
Και τον ταμία του πρώτου κινηματογράφου του βουβού τον θυμάμαι. Ήταν ο μακαρίτης ο Βασίλης ο Τεμπέλης.
        Άλλος μακαρίτης, ο Γιώργης ο Συνοδινός, ζήλεψε για την επιχείρηση του Γκαβανόζη που είχεν επιτυχία. Και σε λίγο τέντωσε την οθόνη του σινεμά στο καφενείο στις Βερσαλλίες, και οικονόμησε και μια πιανόλα, ενώ ο Γκαβανόζης στο σινεμά του διατηρούσε μιαν καλή ορχήστρα.
         Ο Συνοδινός είχε στενή φιλία με τον ασφαλιστή των δημοτικών κτημάτων κι εζήτησεν υπέρογκα ασφάλιστρα από τον τότε δήμαρχο Σκυλίτση, για την ενοικίαση του Δημοτικού Θεάτρου στον Γκαβανόζη. Και ο ρέκτης συμπολίτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Δημοτικό Θέατρο και να εγκαταστήσει τον κινηματογράφο του στο γωνιακό καφενείο του Διονυσιάδη, έπειτα Κωστάλα για(;) Σκουζέ και Αυδή. Ταμίας του νέου κινηματογράφου ήταν ο νεαρός τότε κύριος Γιάννης Πλυντζανόπουλος, γιος  του μακαρίτη Σταύρου Πλυντζανόπουλου, αγαπητού από τον κόσμο για την καλή του καρδιά.
        Ο Κονταράτος και ο Γκαβανόζης οι δύο οδοντίατροι και μανιώδεις φιλότεχνοι, φέρανε και την περίφημη Γερμανίδα καλλιτέχνιδα της ελαφριάς μουσικής και του χορού Έλσας Έγκελ.
        Ο θίασος του Δυάμαλη είχεν εγκατασταθή στα 1928 στο θέατρο του Χρυσοστομίδη, το παλιό λαϊκό θέατρο «Απόλλων» του Πασαλιμανιού, που είχε παίξει χρόνια κι εθριάμβευε στην τιμητική του με τον «Δον Ηλία Κολοκύθο».
        Εκεί έπαιξε η Έλσα Έγκελ, ωραία τριαντάρα τότε με την υψίφωνο Σωσώ Καντύλη, τον τενόρο Τζινιόλι, την καρατερίστα Δαμάσκου και τον άντρα της, το Συράκο και τη Συράκου και τον περίφημο κωμικό Στυλιανόπουλο. Τότε μεγάλες πιένες στο λαϊκό θέατρο Χρυσοστομίδη. Πατείς με, πατώσε. Πανζουρλισμός για την Έλσα Έγκελ.

                                     Νίκος Ι. Χαντζάρας
Εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» Σάββατο 20 Ιουλίου 1946,
σελίδα 1.

ΥΓ. Όπως ανέφερα και στην αρχή του σημειώματος, ο υπομνηματισμός των στηλών «Πειραιώτικα» του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι πολύ δύσκολος, μια και χρειάζεται κανείς πολύ χρόνο και έρευνα για να διασταυρώσει τα στοιχεία που ο Χαντζάρας παραθέτει, και δεν αναφέρονται από άλλες πειραϊκές πηγές. Ιδιαίτερα τα καλλιτεχνικά χρειάζονται ιδιαίτερες πληροφορίες που αφορούν τα καλλιτεχνικά πράγματα της εποχής στην συγκεκριμένη περίπτωση της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, μια που ο ιστορικός του Θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης, αλλά και ο μετέπειτα ιστορικός Γιάννης Σιδέρης, δεν μας έχουν διασώσει τις παραστάσεις στον Πειραιά, μόνο από εφημερίδες του τοπικού χώρου και των Αθηναϊκών μπορεί να βρει κανείς στοιχεία σωστά και πάλι με επιφύλαξη, μια και ο Πειραιάς, επειδή γειτνίαζε με την πρωτεύουσα, δεν συνηθίζονταν να καταγράφουν οι άνθρωποι της εποχής τα διάφορα γεγονότα και εκδηλώσεις που συνέβαιναν στην πόλη. Επίσης, από όσο έχω συζητήσει με τον γιο του Χρυσοστομίδη τον μακαρίτη Αλέκο Χρυσοστομίδη, τον γνωστό στις παλαιότερες γενιές θεατράνθρωπο, δεν υπάρχει μια καταγραφή των θεατρικών δραστηριοτήτων του πατέρα του και αντίστοιχα του θεάτρου Χρυσοστομίδη είτε στο Πασαλιμάνι είτε κατόπιν στην γνωστή μάντρα του Κερατσινίου. Τα μόνα γνωστά είναι τα καφενεία όπου σύχναζαν οι τότε καλλιτέχνες της εποχής και δίνονταν διάφορες θεατρικές εκδηλώσεις ή παραστάσεις Καραγκιόζη από Πειραιώτες Καραγκιοζοπαίχτες. Τώρα για το καφενείο Κωστάλα μάλλον εννοεί την οδό Σκουζέ και γωνία Αυδή; Πάντως υπήρχε Πειραιώτης ηθοποιός Αυδής, ο γνωστός πολιτευόμενος «ετελείωσε-ετελείωσε» που έμεινε στην ιστορία με την γνωστή του ατάκα, του βουλευτή που του ζήταγαν ρουσφέτια. Το επίθετο του οδοντιάτρου Γκαβανόζη γράφεται και Γκαβανέζη και Γκαβανίζη.
Όσον αφορά την τέχνη του κινηματογράφου στον Πειραιά, όπως είδαμε καις την περίπτωση του κινηματογράφου «Παλλάς», το μεράκι και η αγάπη δύο οδοντιάτρων-έστω και αν ο ένας έπραξε με πλάγιο τρόπο-για την έβδομη τέχνη έφερε τα αναμενόμενα καλλιτεχνικά αποτελέσματα σε μια φτωχή εργατούπολη, που δεν είχε και πολλούς τρόπους να διασκεδάσει και να ξεδώσει. Κάτι, που επισημαίνει και ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, τονίζοντας ότι υπήρχαν επιχειρηματίες που δεν είχαν μόνο τους σκοπό το κέρδος αλλά και τι ανταπόκριση είχε η όποια προσπάθειά τους από τον ίδιο τον Πειραϊκό λαό. Οι καλλιτέχνες που αναφέρει ο Χαντζάρας είναι πρόσωπα που μεσουράνησαν στην εποχή τους. Κάτι που ακόμα αξίζει να τονιστεί, είναι το ότι είχαν την οικονομική δυνατότητα ορισμένοι Πειραιείς της εποχής, να προσκαλέσουν αναγνωρισμένους και διεθνούς φήμης καλλιτέχνες για να δώσουν παραστάσεις  στην πόλη του Πειραιά.
Τέλος, αξίζει κάποτε να καταγραφούν οι διάφορες παραστάσεις και εκδηλώσεις που έγιναν στο φουαγιέ ή την κύρια αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, έτσι ώστε οι μελλοντικές γενιές να έχουν μια όσον το δυνατόν πλήρη εικόνα των διαφόρων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στην πόλη μας, όχι μόνο από τον χώρο του θεάτρου, αλλά και τον χώρο της μουσικής, του κινηματογράφου, των εικαστικών εκθέσεων, των διαφόρων διαλέξεων και λογοτεχνικών εκδηλώσεων, από την αρχή της οικοδόμησης αυτού του μοντέρνου Πειραϊκού αρχιτεκτονήματος, αυτού του Πειραϊκού Nαού του πολιτισμού, μέχρι των ημερών μας, που ανακαινισμένο πλέον μετά από τα τραύματα των δύο σεισμών έχει δοθεί στο Πειραϊκό κοινό και όχι μόνο.
Εξάλλου, η πόλη μας ο Πειραιάς, δεν έχει και πολλά αξιοθέατα για τους επισκέπτες-εκτός του Αρχαιολογικού της Μουσείου και εκείνο του Ναυτικού- δεν υπάρχει μία μα μία θεατρική αίθουσα, και μόνο μία κινηματογραφική.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη παρουσίαση, σήμερα, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014.

Πειραιάς, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014.                        

περιοδικό ΚΑΜΠΥΛΗ

                                                Καμπύλη
                                  έκδοση τέχνης

          Ένα άλλο προκλητικό για την θεματολογία του περιοδικό, με καθαρές ομοφυλόφιλες αναφορές που κυκλοφόρησε τα επαναστατικά για την Ελλάδα εκείνα χρόνια υπήρξε και η «καμπύλη».
Η «καμπύλη» κυκλοφόρησε το πρώτο της τεύχος τον Απρίλη του 1978. Η τιμή της με το μολύβι γραμμένη στο οπισθόφυλλο ήταν 30 τότε δραχμές. Η «καμπύλη», υπήρξε μια προσωπική έκδοση μερικών ατόμων όπως μου είχε πει για την έκδοσή της ο αείμνηστος ποιητής-μεταφραστής και καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας Πειραιώτης Ανδρέας Αγγελάκης, ήταν το μεράκι της ομάδας του ΑΚΟΕ και του περιοδικού του, του περιβόητου «Αμφί» που κυκλοφόρησε το πρώτο του τεύχος την Άνοιξη του 1978, την ίδια χρονιά με την «καμπύλη». Δυστυχώς μετά από τόσα χρόνια, δεν θυμάμαι πιο από τα δύο αυτά περιοδικά εκδόθηκε πρώτο, πάντως, η τιμή και οι συντελεστές και των δύο ήσαν οι ίδιοι, ήταν ο πρώτος αυτός πυρήνας ευαίσθητων, δραστήριων, υποψιασμένων και μορφωμένων ανθρώπων που αποφάσιζαν ομού να κάνουν την σεξουαλική τους επανάσταση ενάντια σε μια άκρως συντηρητική και οπισθοδρομική κοινωνία της εποχής τους. Όπως έχω ξαναγράψει και για άλλα περιοδικά, η εποχή αυτή αναζητούσε καινούργιους πρωτόγνωρους τρόπους έκφρασης, οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ήσαν πάμπολλες και ποικίλες, η εκδοτική παραγωγή συναγωνίζονταν θα γράφαμε την εμπορική παραγωγή της χώρας, περιοδικά, βιβλία, εφημερίδες, μικρές μπροσούρες, εφημερίδες ανακοινώσεις στους τοίχους, προκηρύξεις, ομιλίες, διαλέξεις, κινηματογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, μοντέρνες εικαστικές προτάσεις, πολλές μα πάρα πολλές μουσικές εκδηλώσεις των μεγάλων σταδίων και των πλατειών, επαναστατικές πολιτικές ομιλίες, διαδηλώσεις, ατέλειωτες πορείες, ατέλειωτα ξεσολιάσματα παπουτσιών, κοκορομαχίες μεταξύ των πολιτικών ομάδων και πολλά ντου στα τότε όργανα της τάξης. Η Ελλάδα βρίσκονταν σε έναν διαρκή αναβρασμό πολιτικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό. Ήταν η εποχές που ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί σαν χώρα αναζητούσαμε να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας, να την φέρουμε στην επιφάνεια και να την προβάλλουμε και στους άλλους γύρω μας, η χώρα μας, αυτή την περίοδο ζούσε ένα σχεδόν καθημερινό επαναστατικό πανηγύρι, μια ολόκληρη χώρα αναζητούσε τους τρόπους να ενταχθεί στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, να απολαύσει τα διάφορα και σε πολλούς τομείς αγαθά των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφήσει πίσω της ένα βάναυσο στρατιωτικό παρελθόν και μια κοινωνία κλειστή, απομονωμένη, συντηρητική και σίγουρα βραδυκίνητη. Όλοι όσοι άνηκαν στην λεγομένη δημοκρατική παράταξη-την κεντροαριστερά-είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι ο ανατολικός κόσμος, ο κομμουνιστογενής είχε αρχίσει να τρίζει, βλέπαμε τις διάφορες ρωγμές των κλειστών, αυταρχικών και δικτατορικών αυτών συστημάτων και συνειδητοποιούσαμε ότι δεν υπάρχει πολιτική ελπίδα σωτηρίας από αυτά τα μοντέλα διακυβέρνησης, εξαίρεση αποτελούσαν οι δογματικοί οπαδοί τους που έβλεπαν ακόμα με τα γυαλιά της «ιδεοληψίας» τους, οι από εδώ, θέλαμε την αλλαγή και την ένταξή μας στην μεγάλη χοάνη των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών-των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών αν θέλετε- αυτή ήταν η πολιτική μας φιλοδοξία, μια Ελλάδα σύγχρονη, δημοκρατική, ανεπτυγμένη, απαλλαγμένη από την βαριά σκιά της εκκλησιαστικής τυπολατρίας, κοινωνικά ισότιμη για όλα τα μέλη της που θα απολάμβαναν τα οφέλη ενός κόσμου δικαιότερου και ανεκτικότερου, ενός κόσμου που θα σέβονταν την κάθε λογής διαφορετικότητα, μιας κοινωνίας που θα συνέθετε όλες τις ανομοιογένειες των μελών της σε μια κοινή πορεία ευρωπαϊκής σύγχρονης ανάπτυξης. Ο Πωλ Σουήζη ένας πολύ γνωστός κοινωνιολόγος και οικονομικός αναλυτής της εποχής που τα βιβλία του διαβάζονταν κατά κόρον, είχε πει αν θυμάμαι καλά ότι «καλύτερα οι σύγχρονες κοινωνίες να προσπαθήσουν να βελτιώσουν το καπιταλιστικό σύστημα και να του δώσουν ένα πιο ανθρώπινο και δικαιότερο πρόσωπο, παρά να καταλήξουν να ακολουθούν τα δικτατορικά και κλειστά καθεστώτα των ανατολικών χωρών» και δυστυχώς ή ευτυχώς, η ιστορία τον δικαίωσε. Ευτυχώς για την χώρα μας που σταθήκαμε από την από εδώ πλευρά όσο και αν φωνάζουν κάποιοι μπαχαλάκηδες της πολιτικής και της κοινωνίας, τα θετικά των δυτικών κοινωνιών χρησιμοποιούν σε όλους τους τομείς για να τις αμφισβητήσουν.
          Σε αυτή την πολύ ρευστή περίοδο η ομάδα που χειραφετήθηκε πρώτη και αποφάσισε να βγει στην επιφάνεια και να μιλήσει για τα προβλήματά της και να ζητήσει τα δικαιώματά της ήταν η μικρή αλλά δυναμική ομάδα του ΑΚΟΕ, του Απελευθερωτικού Ομοφυλοφιλικού Κινήματος Ελλάδας που για πρώτη ιστορικά στιγμή φανερώθηκε και διεκδίκησε την ισοτιμία και αυτοδιάθεση ερωτική των μελών της. Η ομάδα αυτή εκτός από το σημαντικό περιοδικό που εξέδωσε κυκλοφόρησε και το μικρών αυτών διαστάσεων περιοδικό.
          Η «καμπύλη» από όσο γνωρίζω, εκδόθηκε μία και μόνη φορά, πρώτο τεύχος Απρίλης του 1978. Οι διαστάσεις της ήσαν 13Χ20, σελίδες 32, δηλαδή σε δύο δεκαεξασέλιδα, τα κείμενα ήσαν στο πολυτονικό σύστημα της εποχής και, ήταν δεμένο με καρφίτσα. Το χρώμα του ήταν λευκό και τα στοιχεία του ήσαν στοιχεία τυπογραφείου, δεν έχει σελίδα περιεχομένων, δεν είχε εικόνες, φωτογραφίες ή διαφημίσεις, εκτός από ένα σχέδιο του εξωφύλλου, που ήταν παραχωρημένη όπως αναγράφεται στην μέσα σελίδα του εξωφύλλου: «το σχέδιο παραχωρήθηκε ευγενικά από τον Αντρέα Αγγελάκη που το χρησιμοποίησε στο βιβλίο του «ΚΥΟΦΟΡΙΑ», αναφέρεται στην γνωστή ποιητική συλλογή του Πειραιώτη ποιητή και παριστάνει δύο πρόσωπα γυμνά, έναν άντρα και μια γυναίκα που κοιτούν τα γεννητικά τους όργανα.
Στο λευκό εξώφυλλο αναγράφεται με μικρά μπολντ γράμματα σε μονοτονικό ο τίτλος του περιοδικού καμπυλη και ακριβώς από κάτω, εκδοση τέχνης, υπάρχει στη μέση το σχέδιο και στο κάτω μέρος της σελίδας αναγράφονται τευχος 1 και δίπλα απριλης 78, η σελιδαρίθμησή του είναι από το 3 έως το 31. Το οπισθόφυλλο είναι λευκό, στο μέσα του μέρος όμως αναγράφονται τα εξής:
Α.Α.
Λ. Θεοδωρακόπουλος
Ν. Παναγιωτόπουλος
Ν. Μουρατίδης
Τάκης Σπ.
ακριβώς από κάτω και προς τα δεξιά με μεγάλα μαύρα γράμματα αναφέρεται ο τίτλος του περιοδικού ΚΑΜΠΥΛΗ και από κάτω τα εξής στοιχεία:
εκδότης-διευθυντής Φατούρος Ν.
ασκληπιού 175, ττ. 705
εξώφυλλο: ε. τριάντη-χαλκιάς α.
εκτύπωση: φωτο πριντ εμμανουήλ μπενάκη 69α.
          Όπως βλέπουμε από τα ονόματα που αναγράφονται στην μέσα σελίδα του οπισθόφυλλου ανήκουν όλα στην πρώτη ομάδα του ΑΚΟΕ και του αντίστοιχου περιοδικού του. Ο Α. Α. είναι ο ποιητής και καθηγητής Ανδρέας Αγγελάκης, ο οποίος για τον φόβο των ιουδαίων τότε, αν και εργάζονταν στην ιδιωτική εκπαίδευση και ήταν γνωστός και καταξιωμένος ποιητής δεν έγραφε με το όνομά του, ούτε στο «Αμφί », αλλά με ψευδώνυμο. Ο άλλος είναι ο γνωστός σε όλους μας ποιητής και μεταφραστής Λουκάς Θεοδωρακόπουλος ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές του ΑΚΟΕ και της δημόσιας κίνησης με πολλούς προσωπικούς αγώνες στο ενεργητικό του. Ο άλλος είναι ο Ν. Παναγιωτόπουλος γνωστό στέλεχος και αυτός της ομάδας από τότε. Ο Νίκος Μουρατίδης είναι ο πλέον γνωστός μας άνθρωπος της τηλεόρασης και συγγραφέας και δραστήριος κοινωνικά μέχρι τις ημέρες μας. Τέλος ο Τάκης Σπ. Πρέπει να είναι ο επίσης γνωστός μας Πειραιώτης συγγραφέας και σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης που μας έδωσε κατόπιν θαυμάσια καλλιτεχνικά δείγματα της δουλειάς του, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στις μελέτες του.
Αυτά είναι τα άτομα που συναπαρτίζουν την πρώτη αυτή εκδοτική ομάδα του περιοδικού «καμπυλη» που αξίζει να σημειωθεί, αν δεν κάνω λάθος τρία από τα άτομα αυτά είναι Πειραιώτες.
Ας ταξιδέψουμε τώρα μέσα στις σελίδες της και ας απολαύσουμε τα κείμενά της:
          Οι σελίδες αρχίζουν με ποιήματα του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και είναι τα εξής:
ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ
1
«Όνειρο φριχτό. Στην Αγγλία ίσως,
εγώ κι ένας άλλος (ποιος;) σε κτίριο καινούργιο
σκηνές αποτρόπαιες. Συμπλέγματα γεμάτα
μίσος, μορφές που ανεβοκατέβαιναν
τις σκάλες κι έμπαιναν
σε καμαράκια κρυφογελώντας, κρυφογνέφοντας.
Ένα είδος φίδι ιππόκαμπο σιχαμένο
στη γυαλάδα του έδινε ο ένας στον άλλο
φτύνοντας στο στόμα….»
2
Μέσα σε οικόπεδο με μποτίλιες, τσουκνίδες
και κονσερβοκούτια είδα στ’ όνειρό μου
πως κάποιος με παράσυρε…..»
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Χάιδεψε μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου/
και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου/
το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό
απ’ αυτά που λέμε πάνω στην έξαψη
και μετά δε θυμόμαστε,…»
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
Τόσο πολύ χαράχτηκες μ’ αίμα κρυσταλιασμένο/
στο μυαλό μου που κάθε καινούργιο/
σώμα στην αγκαλιά μου νομίζω πως είσαι συ./
Κι ο χρόνος περνάει-μέρες, μνήμες, βροχές
και συ δε λες να φύγεις απ’ τα πρόσωπα/
που βλέπω στο μισοσκόταδο, πίσω τους στέκεσαι/
βαριά κι αμίλητα. Στ’ όνειρό μου/
πάλι χτες σε είδα πάνω από βάραθρο/
να ζυγιάζεσαι./
και πίσω μια θάλασσα γεράκια τρώγανε/
το φεγγάρι/
και κάτω έχασκε γκρεμός με φίδια σφιχτοπλεγμένα/
κι ο άνεμος έφερνε κραυγές./
Σε χτίζω και σε γκρεμίζω με το σάλιο μου»
          Συγκλονιστικές εμπειρίες-όνειρα, του Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, που ακόμα και σήμερα που τα πράγματα έχουν αλλάξει και υπάρχει σχετική απελευθέρωση σε πολλά θέματα, σοκάρουν για την ωμότητά τους, την σκληράδα τους αλλά και την βαθειά τρυφερότητά τους. Σκηνές που θυμίζουν την αμερικάνικη ταινία «Ψωνιστήρι» με τον Άλ Πατσίνο.  Ποιήματα εμπειρίες ζωής που στοιχειώνουν την ύπαρξη κάθε μοναχικού ανθρώπου που ζητά την απόλυτη αφοσίωση στο πρόσωπο του άλλου, ζητά την χαμένης στοργή στο βλέμμα του άλλου, ζητά την παρηγοριά στο άγγιγμα ευαισθησία του άλλου που σπάνια το βρίσκει και ακόμα πιο σπάνια το απολαμβάνει. Ο Αγγελάκης μας έχει προσφέρει θαυμάσιους στίχους που λυγίζουν και την πιο απόλυτη σκληράδα μας, στίχους εμπειρίες ζωής και αίσθησης που βιώνουν τα άτομα που αναζητούν την παρηγοριά στο ίδιο τους το φύλλο. Πρόσωπα που παλεύουν να μην είναι πλάτη με πλάτη με τον άλλον αλλά πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, χέρι με χέρι, ανάσα με ανάσα. Ποιήματα προκλητικά στον καιρό τους που έδιναν έναν άλλον τόνο στην σεμνότυφη ερωτική εικόνα της κοινωνίας, προκλητικά και σοκαριστηκά, αλλά πέρα για πέρα αληθινά και ανθρώπινα.
          Ακολουθεί κατόπιν ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
με τα ποιήματα:
ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
                             IN MEMORIAM
«Αν μπορείς πές της όχι!/
Σ’ αρπάζει απ’ το λαιμό με νευρώδικα χέρια,/
σε τινάζει σα δέντρο, σε παραλύει. Ή καθισμένη/
βασιλικά, με τις πιέτες του φουστανιού της προσεχτικά/
διπλωμένες, προσηλωμένες στη διαφάνεια της κίνησής της,/
σου πετάει το μήλο. Κι εσύ δαγκάνεις αστόχαστα,/
το βοηθάς να κατέβει στον ισοφάγο σου, με γλυκείες
μπαλίτσες σάλιου, το διεκπεραιώνεις στην έρημη παραλία/
του στομαχιού σου,/
γεμάτη λέπια ψαριών και μουσικά όστρακα….».
Από τη συλλογή «Συστάδες»
Τα Κεφαλαία
«Εξόρισε τα κεφαλαία απ’ τα γραφτά του/
ξέροντας πως η ζωή συνεχίζεται μ’ εκείνα/
τα μικρά κι ασήμαντα πράγματα της κάθε/
μέρας. Έτσι κι ο θάνατος μοιάζει πιο/
συνεπής με τη φύση του και λιγότερο τρομερός./
Συγγενεύει με τα φυτά και με τον/
ασβέστη».
Τα Δέντρα
«Θα καταργήσω τον άνεμο και θα γίνω δέντρο./
Δεν φοβάμαι πια τίποτα. Ούτε/
κι εσύ. Θ’ ανθίζουμε και θα καρπίζουμε,/
ακίνητοι, ωραία φρούτα. Ίσως λιγάκι/
άνοστα, μα τι πειράζει;»
Οι Πέτρες
«Γέμισες το δωμάτιο πέτρες νομίζοντας/
πως μπορείς να σκοτώσεις τα μοχθηρά/
πουλιά και τα φίδια…»
Το Πουλί
«Έλα πουλί μου κάθησε σ’ αυτό το παράθυρο/  
Και μη ρωτάς γιατί ‘ ναι έτσι/
σκοτεινή αυτή η κάμαρη. Χτένισε το λοφίο/
σου, καθάρισε το ράμφος σου κι άφησε/
το τραγούδι σου ν’ ανέβει παθητικό τη/
σκάλα του έρωτα και του θανάτου. Που/
ξέρεις; Μπορεί να φωτιστώ κι εγώ, να/
    γίνω πιο πράσινος.».
Σ’ ΕΝΑ ΦΤΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΤΗ
«Αυτάρκης μέσα στη δόξα σου/
δεν έχεις πια ανάγκη τις Μούσες./
Μεροκαματιάρης του στίχου/
Ξημεροβραδιάζεσαι γράφοντας/
Μικρές ελεγείες του τίποτα./
Έχεις πια το Κοινό σου: μικρό,/
Φανατικό, στενοκέφαλο,/
Έτοιμο πάντα ν’ αναμασήσει το γρασίδι/
Που του προσφέρεις απλόχερα./
Γιατί το ζήτημα δεν είναι πιά το τι γράφεις/
μα πως το γράφεις εσύ./
Γι’ αυτό κι εκδίδεσαι σε χιλιάδες αντίτυπα./
Ξεφουρνίζεις τις συλλογές/
σαν εκκολαπτική μηχανή τα κλωσσόπουλα./
Οι εκδότες αναγαλιάζουν/
κάτω απ’ τα φουντωτά σου πούπουλα:/
«Χαίρε, η χρυσοτόκος όρνις».».
          Νομίζω δεν χρειάζονται σχόλια τα ποιήματα αυτά του ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου και δραστήριου αγωνιστή σε όλη του την ζωή Λουκά Θεοδωρακόπουλου. Εν γένει πάντως τον ποιητικό του λόγο τον διακρίνει το αίσθημα της ερωτικής ενοχής, η νοσταλγία της χαμένης ερωτικής ευκαιρίας, ενός προσωπικού υπαρξιακού αδιεξόδου λόγος που προσπαθεί να αγκιστρώσει την δραματικότητα της αίσθησης σε σύμβολα και εικόνες του άμεσου περιβάλλοντος, μοτίβα πολύ συνήθη στην ελληνική ποίηση την  μετά τον εμφύλιο περίοδο, καθώς οι νέοι ποιητές και ποιήτριες αναζητούν ένα κοινό πεδίο σταθερής αναφοράς για να ξεδιπλώσουν τις απόψεις τους, ψάχνουν μια κοινή αναγνωρίσιμη γλώσσα για να εκφράσουν το μετεμφυλιακό κοινωνικό και προσωπικό τους άγχος και τις καθημερινές αγωνίες τους. Ένα από τα πράγματα που ξεχωρίζει κανείς στην ποίηση του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, αλλά και στον λόγο αυτών που συμμετέχουν σε αυτές τις επαναστατικές πρωτοβουλίες απελευθέρωσης και σωματικής χειραφέτησης, είναι ότι ο λόγος τους είναι πέρα για πέρα στηλιτευτικός απέναντι στο αξιακό κοινωνικό σύστημα της εποχής τους, είναι ειρωνικός και χλευαστικός απέναντι στον κοινωνικό ταρτουφισμό, και τις διάφορες προκαταλήψεις και την ιδεολογική σκουριά που παράγουν οι κατεστημένοι θεματοφύλακες.  Η προσφορά του Λουκά Θεοδωρακόπουλου είναι μεγάλη, όχι μόνο στα γράμματα με την ποίησή του, τις εξαίρετες μεταφράσεις του και τις μελέτες-μαρτυρίες του, αλλά και γιατί επώνυμα και καθαρά πρωτοστάτησε στην δημιουργία ενός κινήματος ερωτικής αυτοδιάθεσης που άλλαξε πολλές πεπαλαιωμένες αντιλήψεις στον ελληνικό χώρο, και το κυριότερο δεν ζήτησε ανταλλάγματα, υπήρξε σεμνός μέχρι το τέλος της ζωής του, εργατικός μια και από την μεταφραστική του εργασία ζούσε και πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί την κοινωνική αδικία, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος που είχα την τύχη να συζητήσω αρκετές φορές μαζί του, υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας πολιτικά ανένταχτος αριστερός που δεν εξαργύρωσε την ιδεολογική του σταθερότητα. Το ποίημα για τον φτασμένο ποιητή αναφέρεται σε αυτόν τον μεγάλο και σπουδαίο ποιητή που έγραψε «Τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στην ζωή το μεγάλο Ναι», και αυτός που δυστυχώς έβλεπε τα «Σοβιετικά τανκς να χορεύουν σαν μπαλαρίνες του Μπολσόι» καθώς καταλάμβαναν τις γύρω όμορες χώρες της τότε Μέκκας του Κομμουνισμού.
Το 1996 από τις εκδόσεις Νεφέλη του Γιάννη Δουβίτσα κυκλοφόρησε ένας τόμος με τα ποιήματα του Θεοδωρακόπουλου, με τίτλο «Τέσσερις ποιητικές συλλογές
( 1960-1986)» Κυκλοφορούν ακόμα «Ραντεβού με τον πύργο του Άιφελ» εκδόσεις Κέδρος 1971 της Νανάς Καλλιανέσης, δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1998, «Ο Καιάδας-Το χρονικό μιας πολιορκίας» που εκδόθηκε το 1976 από τον εκδοτικό οίκο Εξάντας της Μάγδας Κοτζιά, το γνωστό «Αμφί  και Απελευθέρωση» που εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, και ασφαλώς οι σημαντικές μεταφράσεις του από την Αγγλική και Γαλλική γλώσσα.
          Ακολουθούν κατόπιν τέσσερα ποιήματα του Νίκου Παναγιωτόπουλου
ΝΤΕΚΟΛΤΕ
                           ARABIA UBER ALLES
«Παστίλιες(με ροζ περίβλημα) (τυλιγμένες) έρχονται και/
παρέρχονται: η Θεοδότη/
η οποία τραγουδά το «μοχθηρό τραγούδι της κάτω» από/
το… (συνειρμικά). «Τραγουδώ το», αναστενάζει./
«Γλιστρώ και χαιρετώ». «Το αντίο είναι ένα φιλί το οποίο/
(!)(!;)(;)(!) «Αντί να είμαι η/
Θεοδότη θα προτιμούσα να ήμουν η Αλάνκα της/
Ράναγκαρ!».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΥΡΑΜΙΔΩΝ
«Τεχνικολόρ ηφαίστεια είναι ό,τι (ονειρεύεται η Θεοδότη). Λέγει….».
Α. Είναι μια ετικέττα νεσκαφέ
«Την άφησαν εκεί/
Τρεις μοναχικοί/
Βεδουϊνοι»
Και το ποίημα
ΚΑΙ ΜΕ ΕΞΩΜΗ ΠΛΑΤΗ
  «…καν καντσονέττες at all. Καθώς ο τροπικός ήλιος ανατέλλει.».
Ακολουθεί κατόπιν το μικρό πεζό του Νίκου Μουρατίδη
ΟΙ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ
«Ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξεως. Την ζήλευε. Όχι ότι δεν ήταν καλός μαθητής. Αυτός, αλλά να Αυτή τον περνούσε κάνα-δυό βαθμούς στην έκθεση! Τι να το κάνης όμως. Ήταν σαν φώκια. Χοντρή με εκείνα τ’ απαίσια χοντρά γυαλιά της, που τα μάτια της φαινόντουσαν σαν μπιλίτσες, και κείνα τα σγουρά μαλλιά της που η μάνα της-τι γούστο Θεέ μου!-της τα έδενε αλογοουρά και μπροστά, της τα κατσάρωνε.
          Κανείς δεν την έπαιζε, μα εκείνη δεν είχε την διάθεση για παιχνίδια. Σε κάθε διάλειμμα την έβλεπες να κάθεται και να διαβάζει.
-«κάνω μια επανάληψη» έλεγε με κείνη την γλυκερή αποκρουστική φωνή της. Σχιζόταν κάθε φορά Αυτός να γράψη καλή έκθεση αλλά ήταν εκείνα τα ορθογραφικά λάθη που του έτρωγαν βαθμούς και πάλι εκείνη, με το δέκα, έμενε στην κορυφή…
…..Ο Μίμης ήταν το πιο όμορφο παιδί μέσα στην τάξη. Από μικρά παιδιά ήταν οι καλύτεροι φίλοι, ο Μίμης έμενε απέναντί του. Όλοι στο σχολείο ήθελαν να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν ήταν και πολύ καλός στα μαθήματα, αλλά στη γυμναστική και στα παιχνίδια, ήταν πρώτος. Ήξερε να παίζη και κιθάρα.
Τον είχε μάθει ο πιο μεγάλος αδελφός του, που πήγαινε στην τετάρτη τάξη του γυμνασίου.               
Δεν έμοιαζαν καθόλου. Κι’ αυτός ήταν όμορφος, ψηλός, και-Θεέ μου-τι δασύτριχος! Αλλά ήταν μελαχρινός. Ο Μίμης ήταν ξανθός.
Σ’ όλες τις γιορτές ο Μίμης ήταν καλεσμένος απ’ τους πρώτους. Έτσι όπως ήταν όμορφος, με τα παιχνίδια που ήξερε-απ’ τον αδελφό του-και την κιθάρα, ήταν πάντα το πρόσωπο που συγκέντρωνε το περισσότερο ενδιαφέρον, πιο πολύ κι απ’ αυτόν που γιόρταζε…»
Ευαίσθητο και τρυφερό το μικρό αυτό αφήγημα του Νίκου Μουρατίδη αναπλάθει μια εποχή περασμένη μιας σχολικής ζωής που όλοι μας πάνω κάτω αυτής της ηλικίας προλάβαμε και ζήσαμε, καλογραμμένο κείμενο, νοσταλγικό και απαισιόδοξο, με έναν κρυφό ερωτισμό να σιγοβράζει ανάμεσα στα σχολικά μειράκια, τότε, που γεννιούνται οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες, τότε που αναζητάς την ταυτότητά σου μέσα στα όχι και τόσο αθώα παιχνίδια με τους συνομήλικούς σου, τότε που η ενοχή μπερδεύεται με το ερωτικό βλέμμα, τότε που το τυχαίο άγγιγμα γίνεται ανεκπλήρωτη τις περισσότερες φορές πρόσκληση, τότε που τα χείλη είναι υγρά από την αφανέρωτη επιθυμία, τότε…
Ο Νίκος Μουρατίδης, αν δεν κάνω λάθος μετά από τόσα χρόνια που είναι Πειραιώτης, έκανε καριέρα στην τηλεόραση, ασχολήθηκε επαγγελματικά σαν μουσικός παραγωγός, έγραψε τηλεοπτικά σενάρια καθώς και δύο παιδικά βιβλία και, τρεία μυθιστορήματα από τις εκδόσεις Τετράγωνο, το «Εγώ ήμουν αντράκι» το 2009, το «Η βραχονησίδα» επίσης την ίδια χρονιά και το «1972-το τελευταίο Καλοκαίρι» το 2011.

Ακολουθεί τέλος και κλείνει τις σελίδες του περιοδικού ο Τάκης Σπ.(ετσιώτης;), με την πολυσέλιδη σελίδες 14 έως 31 «Μια Φιλία»
«Τέλειωσε βιαστικά την τελευταία σειρά των Αρχαίων, έγραψε στην άκρη της επομένης σειράς, την ημερομηνία, κι από κάτω τ’ όνομά του, με διαφορετικά γράμματα απ’ το υπόλοιπο κείμενο, τράβηξε δύο χαρακιές με κόκκινο στυλό, παράτησε το στυλό, και τεντώθηκε τεμπέλικα.
          Κοιτάζοντας την σελίδα, παρατήρησε πως δεν είχε γράψει ωραία γράμματα. Άρχισε με στρογγυλά, καλλιγραφικά, αλλά μετά τα χάλαγε. Ενώ στην αρχή έγερναν όλα δεξιά, και το κείμενο άφηνε περιθώριο, απ’ την μέση και κάτω, γίνονταν πότε ίσια, πότε λοξά, έβγαιναν απ’ το περιθώριο ακατάστατα. Φαίνονταν ότι τα ‘χε γράψει βιαστικά, βαριεστημένα. Τότε, θυμήθηκε την καθηγήτρια, που τους έλεγε: δεν θέλω μόνο σωστά τα κείμενα, αλλά και καθαρά, ωραία γράμματα. Τα γράμματα θα παίξουν ρόλο στην βαθμολογία σας, μα δεν τον ένοιαζε. Χμ, σκέφτηκε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη σελίδα, και βλέποντας την ημερομηνία,26 Απριλίου 1966, και τ’ όνομά του. Α. Καρύδης, δεν κλείνει άσχημα η σελίδα. Στ’ όνομά του έγραφε πάντα ωραία γράμματα. Θα προτιμούσε βέβαια, να το ‘χε γράψει ολόκληρο, όχι μόνο τ’ αρχικά, αλλά δεν μπορούσε όλο εκείνο το Αντώνιος, όπως το ‘θελαν στο σχολείο, δεν το ‘χε συνηθίσει, του φαινόταν ότι δεν ήταν διό του, όλοι τον φώναζαν Τώνη, εκτός απ’ τους καθηγητές που τον έλεγαν με το επώνυμο, γι αυτό στα τετράδια απ’ το μικρό του όνομα, έγραφε πάντα μόνο τ’ αρχικό….».
Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά και μαθητικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν «παιδιά που δεν γίνονται άντρες» όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς. Η σχέση του Αντώνη με τον μεγαλύτερο συμμαθητή του Προκόπη είναι μια ιστορία εφηβική και αληθινή μέσα στην επικράτεια του πρωτόγνωρου εφηβικού έρωτα, της πρώτης φοράς που νομίζεις ότι θα κρατήσει αιώνια. Και συνήθως όλοι αυτοί οι μικροί και μεγάλοι ερωτικοί βιασμοί, συνήθως καταλήγουν σε μοιραία αδιέξοδα. Η ερωτική επαφή των δύο παιδιών δεν είχε την ίδια βαρύτητα και στα δύο. Ο ένας κοκορεύτηκε την πράξη του στους άλλους συμμαθητές του, ο άλλος αποδέχθηκε την ντροπή του και «ένα πύρινο κύμα του ‘βαψε το πρόσωπο κατακόκκινο, κάτι λες κι έλυσε τα γόνατα του, κι έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα καρφωμένος εκεί. Ύστερα, έτρεξε αμέσως για το σπίτι του, γρήγορα, σαν να τον κυνηγούσαν».
Εφηβική περιπέτεια του έρωτα και της ενοχής, καλογραμμένη και σε σωστές δώσεις ευαισθησίας, ωραίες εικόνες, κυνικού ερωτικού μεγαλείου όταν η ορμή της ζωής δεν ψάχνει για φύλλο για να εκτονωθεί αλλά επιβεβαιώνεται με οτιδήποτε έχει δίπλα της, και από κοντά η κοινωνική καταξίωση του αντριλίκι, το μειδίαμα και η ενδεχόμενη επανάληψη, ενώ από την άλλη ο κρυφός πόθος και πόνος της πρώτης επαφής για τον άλλον, μιας επαφής που σβήνει με το πέρασμα της ενηλικίωσης ή καθίσταται κινητήριος δύναμη για την μετέπειτα ωρίμανση και εξέλιξη. Στην ζωή, είτε προτιμάς τους άντρες, είτε προτιμάς τις γυναίκες, είτε και τα δύο, δεν υπάρχει ρομαντισμός, παρά η απέραντη σκληρότητα και ο ατομικός κυνισμός, η παιδεία και η καλλιέργεια η προσωπική του καθενός μας  αντρών ή γυναικών είναι αυτό που ξεχωρίζει την ευαισθησία της ερωτικής επαφής από την ερωτική κτηνωδία, τα χρόνια που διαμορφώνεται η ερωτική ταυτότητα του ατόμου είναι τα πιο επικίνδυνα και τα πιο τρελά, η ερωτική προσωπικότητα έρχεται με την κοινωνική και πνευματική ωρίμανση και αυτή, όσο κρατήσει ή όσο την αφήσουν οι εξωτερικές συνθήκες να κρατήσει.
Πέρα όμως από αυτά, το συγγραφικό αποτέλεσμα της αίσθησης που αφήνει η ανάγνωση της εφηβικής αυτής τρυφερής και ίσως τραυματικής εμπειρίας είναι ουσιαστικό. Το διήγημα διαβάζεται με προσοχή, θυμίζει παιδικά χρόνια και σίγουρα ξυπνά στον καθένα αναμνήσεις μιας άλλης προσωπικής εποχής.
          Αυτά είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στο πρώτο και μοναδικό τεύχος του περιοδικού «καμπύλη», και αυτοί υπήρξαν οι πρώτοι συνεργάτες της, πρόσωπα φτασμένα, καταξιωμένα στον χώρο τους και σίγουρα με αρκετή υπευθυνότητα όσον αφορά την ζωή τους.
Η «καμπύλη» έκλεισε και αυτή τον κύκλο της, αφήνοντας πίσω της μια αίσθηση μελαγχολίας και χαράς, γνωρίζοντας ο σύγχρονος αναγνώστης πλέον, ότι η τύχη του καθενός μας είναι μόνο στα χέρια μας, πουθενά αλλού, και αυτό σημαίνει διαρκής αγώνας για τα πάντα μέχρι την τελική πτώση της ζωής του καθενός μας, μια που το "για πάντα μαζί" ανήκει στο χαρτί των στιχουργών ή μήπως όχι;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014
Πειραιάς, Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014.             

     

                     

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

περιοδικό "ΧΩΡΑ"

                              Χ Ω Ρ Α

                      Τριμηνιαία έκδοση

     Τέσσερα χρόνια μετά την μεταπολίτευση του 1974 και η ελληνική λογοτεχνία βρίσκεται σε άνθηση, εκατοντάδες μυθιστορήματα Ελλήνων και ξένων εκδίδονται, μεταφράζονται έργα πολιτικά, ιστορικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, κοινωνιολογικά, τέχνης, δοκιμιακά, και άλλων επιστημών στον εκδοτικό χώρο, τον κύριο λόγο τον έχουν τα ιστορικά βιβλία και οι μελέτες που αφορούν την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας(1967-1974) και την αιματοβαμμένη περίοδο του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Εκατοντάδες αριστερής οπτικής και ερμηνείας βιβλία κυκλοφόρησαν τα χρόνια αυτά, βιβλία ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, αυτοβιογραφικά, βιογραφικά, μελέτες που ανέλυαν ελεύθερα την κρίσιμη για την χώρα αυτή περίοδο που σημάδεψε τις επόμενες γενιές και οικοδόμησε το μετεμφυλιακό μας κράτος. Επίσης, δεκάδες λογοτεχνικά περιοδικά έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια, αρκετά έχουν σταθεροποιήσει την έκδοσή τους και δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για την έρευνα και την μελέτη των λογοτεχνικών πραγμάτων τόσο των παλαιότερων γενεών όσο και των σύγχρονων ρευμάτων, αργά και σταθερά σχηματίζουν τους πρώτους πυρήνες του νέου αναγνωστικού κοινού. Την περίοδο αυτή, και για αρκετά ακόμη ευτυχώς χρόνια, που ο κόσμος βρίσκονταν σε μια διαρκή εγρήγορση όσον αφορά τα πολιτικά πράγματα στην χώρα, σε ένα επαναστατικό αναβρασμό όσον αφορά τα διεθνή και σε μια μεγάλη πολιτιστική άνθηση, στην αγουροξυπνημένη πολιτικά Ελλάδα, οι άνθρωποι έγραφαν και διάβαζαν ποίηση, η εκδοτική ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα υπήρξε την περίοδο αυτή πολύ μεγάλη, το ίδιο συνέβει και με τα περιοδικά. Άνθρωποι με παιδεία και πολιτισμό, πολλοί από αυτούς είχαν μάλιστα σπουδάσει και στο εξωτερικό, συγγραφείς που ήδη είχαν εκδώσει βιβλία τους και ήσαν γνωστοί σε ένα μικρό κοινό, αποφάσιζαν μόνοι τους ή με την συνδρομή μερικών φίλων τους να εκδώσουν και ένα λογοτεχνικό κυρίως περιοδικό. Τα περιοδικά συνήθως τα εξέδιδαν με δικά τους έξοδα, αν ήσαν τυχεροί, κάποιος εκδοτικός οίκος τους τα κυκλοφορούσε-διακινούσε, ή μέσω των διαφημίσεων των νέων βιβλίων που οι οίκοι αυτοί εξέδιδαν στήριζαν οικονομικά τα περιοδικά, ή ακόμα, υπήρχαν και οι περιπτώσεις εκείνες που παλαιοί εκδοτικοί οίκοι εξέδιδαν μαζί με τα βιβλία τους και περιοδικά.
  Συνεχίζοντας να καταγράφω τα περιοδικά αυτής της περιόδου που είναι τα χρόνια των δικών μας εφηβικών χρόνων και κατεπέκταση των πολιτιστικών και ιστορικών πραγμάτων των δικών μας γενεών, αναφέρω σήμερα ένα περιοδικό κατά τη γνώμη μου αρκετά αξιόλογο, μόνο που από όσο εγώ γνωρίζω, κυκλοφόρησε σε ελάχιστα τεύχη, ήταν πολύ η εκδοτική του παρουσία υπήρξε αρκετά βραχεία.
  Το περιοδικό αυτό ονομάζονταν «ΧΩΡΑ» και όπως αναγράφονταν κάτω από τον τίτλο του ήταν τετραμηνιαίο. Το περιοδικό πρωτοκυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1978 το πρώτο του τεύχος. Το δεύτερο τεύχος του-παρά τις εξαγγελίες της εκδοτικής του ομάδας-κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1979. Έκτοτε, τουλάχιστον εγώ δεν συνάντησα ξανά στα περίπτερα αυτό το περιοδικό.
Οφείλω να καταθέσω, ότι την περίοδο αυτή κάθε είδους περιοδικό ήταν εύκολο να το βρει κανείς ή μέσα στον Ηλεκτρικό Σταθμό της Ομονοίας που υπήρχε ένας αρκετά ενημερωμένος περιπτεράς, ή στην πλατεία Κάνιγγος και στα περίπτερα των αρχών της οδού Σόλωνος ή Ακαδημίας. Τα περίπτερα της οδού Κάνιγγος ήσαν γεμάτα με κάθε είδους περιοδικά, εκεί μπορούσες να αγοράσεις οτιδήποτε περιοδικό ήθελες, και φυσικά, τα διάφορα βιβλιοπωλεία της Αθήνας είχαν αρχίσει να πωλούν από τα ράφια τους και ορισμένους τίτλους περιοδικών, υπήρχαν επίσης από όσα η μνήμη συγκρατεί και αρκετά πρακτορεία που διακινούσαν περιοδικά, ένα από αυτά θυμάμαι ήταν απέναντι από τα Γραφεία του ΑΚΟΕ στην οδό Ζαλόγγου αριστερά, όπως έστριβες από την Ζωοδόχου Πηγής και εκεί  έβρισκες πολλά παλαιά τεύχη περιοδικών. Περιζήτητοι τίτλοι περιοδικών θυμάμαι ήσαν τα αφιερώματα της «Νέας Εστίας», το περιοδικό «Πρωτοπόροι», η «Επιθεώρηση Τέχνης», η «Διαγώνιος», «Το Τραμ», «Ο Χάρτης», «Η Καινούργια Εποχή», το «Θέατρο» και πολλοί άλλοι.
  Επανερχόμενος στην «ΧΩΡΑ» αναφέρουμε τα εξής:
Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1978.
Οι διαστάσεις του περιοδικού ήσαν 18,5Χ 27, οι σελίδες και των δύο τευχών ήσαν 78, το χρώμα του ήτα λευκό και με μεγάλα μαύρα γράμματα στο εξώφυλλο αναγράφονταν, ο τίτλος του περιοδικού, οι συνεργάτες του και το νούμερο του τεύχους καθώς και η ημερομηνία έκδοσης. Το οπισθόφυλλο ήσαν λευκό και στην κώχη του, αναφέρονταν το νούμερο του τεύχους και ο τίτλος, το χαρτί ήσαν χοντρό και οι σελίδες είχαν μεγάλο πλαίσιο. Το περιοδικό εκδίδονταν στο πολυτονικό σύστημα της εποχής, όπως ανέφερα πρόθεση των εκδοτών ήταν το περιοδικό να είναι τετραμηνιαίο, δηλαδή 3 τεύχη τον χρόνο.
  Το πρώτο τεύχος έχει λευκό χοντρό εξώφυλλο και με μαύρα κεφαλαιογράμματα αναφέρονται ο τίτλος του, «ΧΩΡΑ» ακριβώς από κάτω με κόκκινα μικρά «τετραμηνιαία έκδοση» και από την μέση και προς τα κάτω η πρόταση «Είδηση για τον αναγνώστη» και ακολουθούν τα τρία ονόματα ελλήνων συγγραφέων στα αριστερά και ακριβώς απέναντί τους τα κείμενα με τα οποία συμμετέχουν.
Αντώνιος Ζέρβας Ο Ροθόδιχος
Κωστής Παπαγιώργης Ο Νομοθέτης που αυτοκτονεί
Νίκος Λεβέντης Ποιήματα
Μετά από μικρή απόσταση από κάτω υπάρχει και το όνομα ξένου συγγραφέα με το κείμενό του δίπλα.
Μαρσέλ Προυστ Τι σημαίνει ύφος στον Φλωμπέρ
Στο τέλος του εξωφύλλου και προς τα δεξιά, υπάρχει ο αριθμός «1» του τεύχους, με κόκκινα μικρά γράμματα ο μήνας «Σεπτέμβριος» και δίπλα με μαύρα η χρονιά «1978».
Στην πρώτη μέσα σελίδα ξαναγράφονται τα ονόματα των συνεργατών και τα κείμενα με τα οποία παρουσιάζονται και ακριβώς δίπλα οι σελίδες των παρουσιαζομένων.
Στην δεύτερη αριστερή σελίδα προς το τέλος διαβάζουμε
Υπεύθυνος κατά το νόμο, Γ. Κ. Ζέρβας, Βερανζέρου 5.
Συντακτική επιτροπή Α. Ζέρβας, Ν. Λεβέντης, Κ. Παπαγιώργης.
Τυπογραφική επιμέλεια: Ευγενία Πολιτοπούλου.
Τιμή τεύχους Δρχ. 80.
Ετήσια συνδρομή δρχ. 240, τεύχη 3. Συνδρομές εξωτερικού 10 $.
Εμβάσματα: Κ. Α. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΟΡΩΝΗΣ 17, ΚΑΤΩ ΧΑΛΑΝΔΡΙ.
  Στην σελίδα 3 ακολουθεί μια ανώνυμη(από την συντακτική επιτροπή) δισέλιδη πρόταση του σκοπού της έκδοσης που αναφέρει τα εξής:
  «Στο χώρο αυτού που συμβατικά ονομάζουν πνευματικό πολιτισμό, κάθε φορά που ο φιλισταισμός κάνει δυναμικά την εμφάνισή του, το αποτέλεσμα είναι ίδιο και απαράλλακτο: το θέαμα της αθλιότητας. Η κρίση δεν αγκαλιάζει μονάχα το ανέστιο πλήθος των γραμμάτων, αλλά έχει να κάνει με μια παρακμή των ηθών πολύ βαθύτερη από την κατάσταση της παιδείας, της καλλιέργειας ή της μόρφωσης. Η σύγχυση, ο τσαρλατανισμός και ο πληθωρισμός-της ανάξιας γλώσσας μια και μιλάμε για την τέχνη του λόγου-επιβάλλονται σα φυσική ατμόσφαιρα. Καρναβάλι της ανευθυνότητας! Ο ένας φέρνει τον τράγο και ο άλλος το κόσκινο.
  Οι ιδεολόγοι, πολιτικοί οι περισσότεροι, όχι μόνο δίνουν το παρόν σε τούτο το προσκλητήριο, αλλά ζητούν και παίζουν τον πρώτο ρόλο. Είτε μιλά για την ιστορία, είτε για τη λογική (της εξουσίας πάντα), η γλώσσα της ηθικής ξέρει να σέρνει πίσω της την κουστωδία της ενοχής, στιχοπλόκοι, λογοπλέχτες, γραφιάδες κάθε λογής, οι «πνευματικοί άνθρωποι» εκλιπαρούν το συγχωροχάρτι, άλλοτε ατομικά και άλλοτε ομαδικά. Το δικαστήριο έχει στηθεί: ποιος δικάζει όμως και ποιος δικάζεται;
  Πριν από όλα οι ιδέες: ο άνθρωπος, η ιστορία, η ελευθερία, η παράδοση και από κοντά οι υψηλότεροι τίτλοι: ποίηση, τέχνη, φιλοσοφία. Καθώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να θολώνονται τα νερά για να φαίνονται βαθύτερα, όλοι οι κιβδηλοποιοί κυνηγούν προσχήματα γενικής παραδοχής και, φυσικά, τα βρίσκουν στο πρόσωπο αυτού που καθημερινά εξευτελίζουν. Η λογοτεχνία, ολοένα και περισσότερο, παύει να είναι αυτό που πιστεύουμε ότι είναι: μάρτυρας της παρουσίας μας και η σκέψη, χάνοντας τη δύναμη του λόγου και της σιωπής, παίρνει τη θέση του ανήλικου υπασπιστή στο πλευρό της πάντα ενήλικης εξουσίας. Να ένα ασφυκτικά κατοικημένο παρόν.
  Μέσα σ’ αυτόν τον ενορχηστρωμένο συγχρονισμό ή αναχρονιστική αγάπη μιας γλώσσας, που επιμένει να μιλά και να γράφει επειδή μιλούσε και έγραφε-παρατατικοί που αγκαλιάζουν την ιστορία ενός λαού-δε σημαίνει αναγκαστικά την αναζήτηση ενός άλλου τόπου, μιας άλλης ΧΩΡΑΣ, άσυλο για τους δραπέτες. Από τους νοσταλγούς του παρελθόντος εκείνο που λείπει είναι οι νοσταλγοί του παρόντος που, σε πείσμα κάθε λογικής, γυρεύουν να φτάσουν εδώ ακριβώς που είμαστε. Αλλά μόνο με τη σκέψη και την ποίηση;
  Ερώτηση που βάζει σε κίνηση τον μηχανισμό της περιφρόνησης. Ας πολλαπλασιάσουμε τις αφορμές: έρωτας του ωραίου, πίστη στη γλώσσα, πίστη στην άποψη ότι όλες οι επαναστάσεις είναι επαναστάσεις ύφους. Μόνο με τη σκέψη και την ποίηση; Όποιος ξέρει να ακούει εκείνον που προτείνει σε όλους τους ποιητές να γράφουν πάνω από την πόρτα τους ότι η βλακεία περνά παντού εκτός από την ποίηση, καταλαβαίνει τι πάει να πει να απαντάς-να απαντάμε-Ναι.
  Ο πληθυντικός, το εμείς, πάντα προβληματικό, λογαριάζοντας τους συνεργάτες, όλους αυτούς που πασκίζουν να φυλάξουν την ταυτότητά τους μέσα σε μια εποχή λήθης και διάλυσης, η αριθμητική θυμίζει πιεστικά τον ιερομόναχο του Σολωμού. Με κριτήριο κείμενα και όχι πρόσωπα, αυτές οι σελίδες μπορούν και θέλουν να αποδείξουν ότι δεν σκοπεύουν σε ατομικά μανιφέστα, αλλά δέχονται, από παντού και απ’ όλους, κάθε γραφτό που αντιμάχεται το νεοελληνικό λεξικό παραδεδεγμένων ιδεών και δείχνει ότι, και καλά, ορισμένα πράγματα επιμένουν να υπάρχουν».
  Η εκδοτική αυτή πρόταση των συντελεστών της έκδοσης (μάλλον το ύφος και η πυκνότητα του κειμένου θυμίζει Κωστή Παπαγιώργη, ή Αντώνη Ζέρβα) είναι νομίζω ακόμα και σήμερα επίκαιρη, Από τότε, οι ανώνυμοι γραφείς, διαπιστώνουν τις κοινωνικές και λογοτεχνικές παθογένειες, μιλούν για τσαρλατάνους, για κιβδηλοποιούς, για στιχοπλόκους, λογοπλέχτες, για Καρναβάλι της ανευθυνότητας και άλλα πολλά. Επισημάνσεις καίριες, έστω και αν, γράφω αν, μας φαίνονται κάπως υπερβολικές, και έχουν έναν τόνο «βαρύγδουπο». Το κείμενο είναι αρνητικά διαπιστωτικό και πέρα όπως θέλουν να πιστεύουν οι γράφοντες από την κουστωδία της ενοχής. Και η ερώτηση που θέτει είναι σαφής στην πρόθεσή της. Μόνο «με τη σκέψη και την ποίηση» καταπολεμάτε η βλακεία που βρίσκεται παντού και που όλους σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ενδεχομένως να μας αγγίζει. Το σίγουρο είναι πάντως όπως η Ιστορία μας έχει διδάξει, ότι το Κακό το πολεμάς και το αντιμετωπίζεις, την Βλακεία όμως με τίποτε, μα με τίποτε δυστυχώς.
  Στην Πέμπτη λευκή σελίδα, γράφεται το εξής:
«Απόσπασμα από το μακρύ ποίημα ο ΡΟΘΟΔΙΧΟΣ»
Και ακολουθεί το απόσπασμα του ποιήματος από την σελίδα 6 έως 18.
Με την υπογραφή Αντώνης Ζέρβας 1974-1978.
  Ο ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Αντώνης Ζέρβας, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1953-, ήταν συνεκδότης του ως άνω βραχύβιου περιοδικού και έχει τυπώσει τις εξής συλλογές και μελέτες από όσο γνωρίζω:
Το 1972, το βιβλίο «Τελχίνες» και «Τετράδιο», εκδόσεις Κέδρος
Το 1983, το βιβλίο «Η ανάσταση της κυρά-Τσίνης», εκδ. Καστανιώτης
Το 1987, το βιβλίο «Το βιβλίο των υπακοών», εκδόσεις Δόμος
Το 1990, το βιβλίο «Τα κουρσιμαία», εκδ. Καστανιώτης
Το 1994, το βιβλίο «Η ποιητική έδρα του Στέλιου Ράμφου»
Το 1996, το βιβλίο «Τα Άκτα. Το έπος της ομιλίας μας», εκδ. Ίνδικτος
Το 1998, το βιβλίο «Ορμές της αυτοπάθειας», εκδ. Ίνδικτος
Το 1999, το βιβλίο «Λογαριασμοί υπό την ουράνια αιωνομηδαμινότητα»
Το 2000, το βιβλίο «Μαρσέλ Προυστ, η νεκρώσιμη ιεροτελεστία της Βέρμας»
Το 2001, το βιβλίο «Μικρές και μεγάλες διάρκειες»
Το 2001, το βιβλίο «Επισκέψεις 2», εκδόσεις Ίνδικτος
Το 2003, το βιβλίο «Ο Βιβλίσκος, το μηδέν και η Ταβανίς»
Και αρκετά άλλα αλλά που όπως αναγνωρίζουμε έχουν πολύ παράξενους τίτλους. Κείμενα του Πειραιώτη δημιουργού, μπορεί να συναντήσει κανείς και στο περιοδικό «Ίνδικτος», την «Συνέχεια» την «Ποίηση», το περιοδικό «Νέα Εστία», το περιοδικό «η λέξη» και σε αρκετά άλλα, επίσης στις εφημερίδες «Κυριακάτικη Αυγή» 17/9/2006, «Η Καθημερινή» Κυριακή 11/3/2001 και συνέντευξη στον Πειραιώτη δημοσιογράφο Νίκο Ξυδάκη 13/6/2004 κ.λ.π.
«Και το σπίτι μου ακίνητο και τα παράθυρά μου/
πολύφυλλα ανασαίνουν τη θέα σου/
  Και το σπίτι μου κατασκότεινο για την επίσκεψη και/
τα παράθυρά μου τιμονεύονται προς το βυθό/
  Τα πουλιά του σπιτιού μου σύροντας τους αγέλαστους/
προγόνους μου./
οι κατερχόμενοι βηματισμοί/
  Και το τραπέζι μου ζητώντας τη μορφή να δίνει τη ζωή/
αθάνατη».
  Στις σελίδες 19 έως 70 έχουμε το πρώτο μέρος του εκτενούς δοκιμίου του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη, «Ο Νομοθέτης που αυτοκτονεί».
Το κείμενο αυτό, που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά, είναι μια πολιτική ανάγνωση και ερμηνεία του Πλατωνικού έργου. Το 1980, από τις εκδόσεις Κέδρος, ο συγγραφέας εξέδωσε την μελέτη αυτή σε βιβλίο συμπληρωμένη και επεξεργασμένη.
«Ο Σωκράτης παραδίνεται στο νόμο της πολιτείας που τον ανάθρεψε( τω δε νόμω πειστέον) και δεν διστάζει στιγμή να υποταχθεί στην αδικία για χάρη της δικαιοσύνης, να δώσει ζωή στην πόλη προσφέροντάς της, σφάγιο, τον εαυτό του. Αυτοκτονία αλλόκοτη, ακόμη και στα μάτια των ίδιων των μαθητών του που μοιάζει ληξιαρχική πράξη της ηθικής-δηλαδή της βίας. Μαιευτήρας σε όλη του τη ζωή, επιμένει, και την τελευταία του στιγμή, ξεγεννώντας τον ίδιο τον εαυτό του αυτή τη φορά, να φέρει στον κόσμο το απόλυτο κράτος δικαίου….».
Ακολουθούν οι σελίδες 72 έως 74 με άτιτλα πεζό-ποιήματα του Νίκου Λεβέντη:
«μ’ άφησες μόνο, ν’ σ’ αναζητώ ενόσω ο θρήνος δεν ακούγονταν απόμακρη/
κίνηση που σβήνει στη ζάλη έφευγα με το απελπισμένο μου πάθος οδηγό,/
αλλά που οδηγεί η μνήμη της μορφής πάρεξ στο θάνατό σου που σ’ ολοκλήρωσε;/
θέλω να ζήσω την έσχατη στιγμή να συγκεντρώσω τις εκλάμψεις καταλάμποντας/
ο ίδιος σ’ αυτή την αβέβαιη μουσική, ένας δρόμος με παρασέρνει στο υγρό/
προσκέφαλο ξαγρυπνώντας ξανάρχεται η εικόνα ο άλλος είναι απειλή και/
μέθη, διστάζω θέλω να ζήσω άπειρα να σε τραγουδώ πριν σβήσω με την/
ιδανική μορφή σου, χαίνει άδειο και κρύο τ’ άγνωστο και αδυνατώ ν’ ακολουθήσω/
εδώ θα περιμένω την ανάστασή σου τ’ αναπαλμού σου την ανάσα να με/
ξυπνήσει απ’ το βαθύ μου πόνο, μη γνωρίζοντας διέξοδο στην καταιγίδα/
όρμησα αξεδιάκριτα, τον άνεμο και τη βροχή κάλεσα κοντά μου κι ο ουρανός/
στην πρόσκληση έστελνε παραμυθία το γλυκό φως του».
Ο ποιητής Νίκος Λεβέντης, έχει εκδώσει από τις Εκδόσεις των Φίλων την ποιητική συλλογή «Κομιδή» το 1987 και το 2008 από τις εκδόσεις Ίνδικτος την «Ποίηση(1971-2007).
  Τέλος σε μετάφραση «Χ», έχουμε το δοκίμιο του Μαρσέλ Προυστ, «Τι σημαίνει ύφος στον Φλωμπέρ», σελίδες 75-78.
«Υπάρχει μια γραμματική ομορφιά (όπως υπάρχει μια ομορφιά ηθική, δραματική κλπ.) που δεν έχει τίποτα να κάνει με την ορθότητα. Μια παρόμοια ομορφιά θα γεννούσε με μεγάλο κόπο ο Φλωμπέρ. Βέβαια, αυτή η ομορφιά πιθανό να εξαρτιόταν ορισμένες φορές από τον τρόπο που εφαρμόζονταν μερικοί συντακτικοί κανόνες. Και ο Φλωμπέρ γοητευόταν όταν αναγνώριζε στους συγγραφείς του παρελθόντος, στο Μοντεσκιέ για παράδειγμα, κάποια προήχηση του Φλωμπέρ…».
Ένα ενδιαφέρον κείμενο περί λογοτεχνικού ύφους που αξίζει να το διαβάσει κανείς για να δει πως ένας τεχνίτης αυτής της ψιλοβελονιάς της γραφής και των αναρίθμητων λεπτομερειών βλέπει ένα άλλον μάστορα της Γαλλικής μυθιστορηματικής γραφής τον Γουσταύο Φλωμπέρ.
  Το δεύτερο τεύχος του περιοδικού και μάλλον και το τελευταίο, κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 1979.
Το τεύχος ακολουθεί δική του σελιδαρίθμηση. Έχει 73 σελίδες με ύλη και δύο λευκές, και αυτό το τεύχος είναι σε πολυτονικό και στο ίδιο σχήμα. Μόνο ο τίτλος αλλάζει και γίνεται μπολντ. Υπάρχει όμως, μία διαφορά, στο οπισθόφυλλο του πρώτου τεύχους σημειώνονται τα ονόματα των συνεργατών και των κειμένων του δεύτερου τεύχους αναγράφοντας τα εξής:
«Στο επόμενο τεύχος της η Χώρα θα δημοσιεύσει:
1.     Νίκος Λεβέντης: Μνημείο, πολύστιχο ποίημα.
2.     Κωστής Παπαγιώργης: Η Μαγνησία.
3.     Αντώνιος Ζέρβας: Μύθος και Τελετουργία, μελέτη στα Κάντο της Πίζας του Έζρα Πάουντ».
 Στο παρόν όμως δεύτερο και τελευταίο τεύχος, ο ποιητής και μεταφραστής Πειραιώτης Αντώνης Ζέρβας, δεν δημοσιεύει την μελέτη του για τα Κάντο του Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ, αλλά μεταφράσεις του των: Πάουντ, Γουϊλιαμς, Όλσον και Ρεμπώ.
  Το τεύχος αρχίζει με το ποίημα ποταμός «Μνημείο» του ποιητή Νίκου Λεβέντη σελίδες 4 έως 13, με υπογραφή (1976-1978) Νίκος Λεβέντης.
Ένα μακροσκελές ποίημα, ποίημα ποταμός, της μιας ανάσας, χωρίς σημεία στίξεως. Μιας εσωτερικής πνοής ποίημα με ωραίες εικόνες και μια γλώσσα που ρέει παρόλο τον τεράστιο όγκο του.
«Όταν ανοίξω σταθερά το βήμα μου κι η θέλησή μου ελεύθερη/
στον ίδιο της σκοπό ενθαρρύνοντας την ακολουθία/
όμαιμες γενηές που σα σκιές πλανιώνται στο ξερό χορτάρι της πατρίδας/
αιώνια επίκληση θρήνου μαρτυρικού ή καθαρή συνείδηση/
να ξαναβρώ τη φωνή των προγόνων/
μακρυνή ραγισματιά ο χτύπος της καμπάνας/
γερτοί ώμοι κοιτάζοντας τη σιωπή τ’ ουρανού/
το λευκό πρόσωπο και το βλέμμα της οδύνης/
χαιρετώ και διαβαίνω σιωπηλά το στενό λιθόστρωτο/
οι κήποι στο δειλινό κλείνουν το χρώμα τους/
όπως φιλόστοργα με συγκρατούσε η ξένη γυναίκα στην απογευματινή ερημιά/
άσφαλτα ακούω τον ίδιο ήχο της καμπάνας/
που πηγαίνει η μακρόθυμη λύπη των άκληρων;/
ο διχασμός της ζωής απ’ τη μικρόψυχη έχθρα…».
Στις σελίδες 14 έως 21 έχουμε τις σελίδες «Από το ανέκδοτο ημερολόγιο» του Γιάννη Μανούσακα.
«Τρίτη 16 Ιούλη του 1974
Μεγαλύτερο έγκλημα ύστερ’ από την 21 του Απρίλη του 1967, εναντίον του Ελληνικού Έθνους δεν γίνηκε μέχρι χτες που ανατράπηκε από τη χούντα ο πρόεδρος της Κυπριακής δημοκρατίας Μακάριος. Χτες το μεσημέρι και ύστερα παρατηρούσα τους Αθηναίους να κοιτάει ο ένας τον άλλο ερωτηματικά και μια παράξενη θλίψη είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους….».
Ακολουθούν οι παράξενες μεγαλογράμματες σε στυλ αρχαίων επιγραμμάτων ποιητικές καταθέσεις του Μανώλη Γρηγορέα, από την «ΑΘΛΗΣΙΣ»
«+ΤΗΣΝΥΧΤΑΣ—ΤΟΝΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΤΟΝΑΝΔΡΕΙΟΝ—ΤΗΣ/
ΗΔΟΝΗΣΠΙΣΤΕΥΣΕΚΑΙΔΩΚΕ—ΤΟΥΣΜΑΣΤΟΥΣΣΟΥ»
Σαν μικρά ποιητικά σπαράγματα που διασώθηκαν πάνω στην λευκή σελίδα. Σελίδες 22 έως 32.
Ο Χαράλαμπος Κωστόπουλος μας δίνει το πεζό απόσπασμα «Από τις εικόνες», στη μνήμη της Αντωνίας Νεαμωνίτου
«… κι’ έτσι ξαφνικά όπως ένας αέρας ανοίγει την πόρτα η γυναίκα μπαίνει και θρυμματίζει την εικόνα του προφήτη που γιόρταζαν…» ένα κείμενο δυόμιση σελίδων χωρίς ένα σημείο στήξις.
Ακολουθούν τρία ποιήματα του Νίκου Ρέγκα, «Ελεγείο», «Κορίτσι», «Χαιρετισμός», σελίδες 36-37.
Κορίτσι
«Σαν φίδι που σκορπάει τη λάμψη του στις φτέρες/
 στο δρόμο μέσα λαχανιάζει το κορίτσι./
 Λακτίσματα από φωνές και φώτα/   
 που το ποσό ορίζουν.»
Ακολουθεί «Η ΜΑΓΝΉΣΙΑ» η συνέχεια της πολιτικής ανάλυσης του Πλάτων από τον Κωστή Παπαγιώργη, σελίδες 38-60.
Ο Κωστής Παπαγιώργης υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη και σημαντική περίπτωση στα ελληνικά γράμματά μας, ασχολήθηκε όχι μόνο με την συγγραφή φιλοσοφικών κειμένων, την κριτική παρουσίαση βιβλίων που κράτησε σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά, υπήρξε και ο υπεύθυνος της Φιλοσοφικής σειράς των βιβλίων που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Γνώση, καθώς και ο μεταφραστής πολλών βιβλίων. Ακόμα θυμάμαι σε βιβλίο του, πως περίγραφε το πώς «δανειζόταν» διάφορα βιβλία από βιβλιοθήκες της Γαλλίας που σπούδαζε και τα πετούσε από το παράθυρο για να τα πουλήσει σε Γαλλικά παλαιοπωλεία και να ζήσει και να συνεχίσει τις σπουδές του. Είναι αυτό που λένε ότι συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, ακόμα και στις πιο μορφωμένες. Υπήρξε ένα από τα δυνατά και λαμπερά μυαλά της ελληνικής διανόησης, του ελληνικού σύγχρονου διαφωτισμού.
Ακολουθούν οι μεταφράσεις του Πειραιώτη συν εκδότη, μεταφραστή και ποιητή Αντώνη Ζέρβα, σελίδες 61-71.
Α. από τον ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ, «Από το Κάντο CXV»
Β. από τον επίσης γνωστό Αμερικανό ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, τρία ποιήματα: «Μια νέγρα», το «Να τι πρέπει να πεις» και το «Τραγούδι».
Γ. ακολουθούν οι πολυσέλιδες «Οι Αλκυόνες» του Τσάρλς Όλσον. και
Δ. «Γράμμα από την πρωτεύουσα, η κυρία από το Σακανούκ στην κόρη της» του Ζακ Ρουμπώ.
Τα βιβλία είναι από:
(1) Ezra Pount: Drafts and Fragments from Cantos CX-CXII, New Direction 1969.
(2) William Carlos Williams, Selected Poems, New Directions 1969.
(3) Charles Olson, Selected Writings, New Directions 1966.
(4) Jacques Roubaud: Le sentiment des choses, Gallimard 1970.
  Αναφέρω την βιβλιογραφία στην ξενόγλωσση μορφή της, για να δούμε ο Πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής, τι διάβαζε τότε, τι μετέφραζε  και έπειτα από πόσο χρόνο από την έκδοση του έργου του εκάστοτε ποιητή. Σίγουρο πάντως είναι ότι σαν ποιητής ο Πειραιώτης Αντώνης Ζέρβας μέσα στο έργο του, έχει αρκετές επιρροές από ξένους δημιουργούς και ιδιαίτερα από τον μεγάλο Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ.
Τέλος, το τεύχος κλείνει με ένα γράμμα του τρομερού παιδιού των Γαλλικών και όχι μόνο Γραμμάτων, του θρυλικού Αρθούρου Ρεμπώ. Η μετάφραση είναι και πάλι του «Χ», (ίσως του Ζέρβα;) με τίτλο
«Γράμμα του Ρεμπώ στην Αδελφή του Ισαβέλλα»,
Μασσαλία, 10 Ιουλίου 1891.
«…Είμαι συνέχεια όρθιος, μα δεν πάω καλά. Ως τώρα έχω μάθει μόνο με τις πατερίτσες να περπατάω, αλλά μου ναι αδύνατο ν’ ανέβω ή να κατέβω ακόμα κι ένα σκαλοπάτι. Όταν βρεθώ μπροστά σε σκάλα με ανεβάζουν ή με κατεβάζουν σηκωτό. Είπα και μου καναν ένα ξύλινο πόδι, πολύ ελαφρό, βερνικωμένο και με γνάφαλα, εξαιρετικά φτιαγμένο (στοίχισε 50 φράγκα). Πάνε κάμποσες μέρες που το ‘βαλα και δοκίμασα να συρθώ, κρατώντας πάντα τις πατερίτσες, αλλά ερέθισα το κομμένο μου πόδι και άφησα το καταραμένο εργαλείο στην πάντα. Δεν θα μπορέσω με τίποτα να το χρησιμοποιήσω προτού περάσουν δεκαπέντε με είκοσι μέρες, και τότε πάλι με τα δεκανίκια για ένα μήνα και όχι παρά πάνω από μια ή δύο ώρες την ημέρα. Το μόνο θετικό είναι που έχω τρία στηρίγματα αντί για δύο.
  Ξανά λοιπόν με τις πατερίτσες. Τι βαρεμάρα, τι κούραση, τι θλίψη άμα συλλογίζουμαι τα παλιά μου ταξίδια και πόσο ενεργητικός είμουνα μόλις πριν πέντε μήνες πρωτύτερα! Που ‘ναι οι τρεχάλες στα βουνά, οι ιππασίες, οι περίπατοι, οι έρημοι, τα ποτάμια και οι θάλασσες; Από σήμερα μια ζωή κωλοσούρτης! Γιατί καταλαβαίνω πιά πως δεκανίκια ξύλινα ή μηχανικά πόδια είναι σκέτη κοροϊδία, και δεν καταφέρνεις στο τέλος παρά να σέρνεσαι κακομοίρικα χωρίς καμιά ελπίδα. Κι εγώ ότι είχα αποφασίσει να γυρίσω στη Γαλλία για να παντρευτώ. Αντίο παντρειά, αντίο οικογένεια, αντίο μέλλον! Έφυγε η ζωή μου, δεν είμαι πιά παρά ένα ακίνητο κούτσουρο.
…. Δεν μπορώ να σας πω τι θα κάνω, ακόμη είμαι πολύ άσχημα για να ξέρω και ο ίδιος. Δεν είμαι καλά, το ξαναλέω. Τρέμω μη με βρει κανένα κακό.
….Μα ο κυριότερος λόγος είναι που δεν καταφέρνω να κουνηθώ, δεν μπορώ, δε θα μπορέσω πριν περάσει πολύς καιρός, και για να ‘μαι ειλικρινής, δε νιώθω γιατρεμένος μέσα μου, και από ώρα σε ώρα περιμένω καμιά έκρηξη…
….όσο ηλίθια και νάναι η ζωή, ο άνθρωπος θ’ αρπάζεται πάντα πάνω της…..».
  Και μόνο αποσπάσματα να διαβάσει κανείς από το γράμμα αυτό που ο Αρθούρος Ρεμπώ στέλνει στην αδελφή του, θα νιώσει μεγάλη πίκρα για το τρομερό αυτό παιδί της ποίησης που φιλοδόξησε σαν έφηβος  να αλλάξει όχι μόνο τον Γαλλικό αλλά τον δυτικοευρωπαϊκό χάρτη της ποίησης. Αυτός ο ατίθασος, ο εγωιστής, ο αδάμαστος, ο αριβίστας νέος, ο φυγάς θεόθεν και αλήτης της ζωής, που αναζήτησε μέσα από την ερωτική του σχέση με τον ποιητή Πωλ Βερλαίν να οικοδομήσει ένα ποιητικό «σύμπαν», που αναζήτησε έναν δάσκαλο της ποιητικής γλώσσας στο πρόσωπο του Βερλαίν, αυτός το φτωχό αγροτόπαιδο που όλος ο κόσμος των ονείρων κάποτε ήταν δικός του, αυτός που μαγεύονταν με τα ταξίδια, που τα παράτησε όλα και έγινε δουλέμπορος στην Αφρικανική ήπειρο, αυτός που δεν παραδέχονταν κανέναν ποιητή παρά μόνον τον εαυτό του, να βρίσκεται τώρα καθηλωμένος από την Μοίρα, με τεράστια κινητικά προβλήματα, με κομμένο το ένα του πόδι μακριά από τους δικούς τους και να προσπαθεί από την μία να κάνει καινούργια όνειρα για μια νέα αρχή στην ζωή του και από την άλλη να μην μπορεί. Κάτι μέσα του να του το αρνείται. Αυτός που ενώ μας έδωσε το σημαντικό του έργο που άλλαξε το ρου του ποιητικού λόγου, δεν ξανά ασχολήθηκε με τον ποιητικό λόγο, λες και η Μοίρα τον είχε ταγμένο μόνο για αυτό. Ευτυχώς που ο Πωλ Βερλαίν μας διέσωσε το έργο του. Όμως, καθώς γράφει το «όσο ηλίθια και νάναι η ζωή, ο άνθρωπος θ’ αρπάζεται πάντα πάνω της», μας δίνει αυτή την σπίθα ελπίδας, έστω και αν δεν την πιστεύει, έστω και αν φοβάται για την δική του ζωή. Αυτός που από «χορευτής» της ποίησης έγινε ένας «σακάτης» της ζωής.
Πραγματικά το γράμμα αυτό του Αρθούρου Ρεμπώ(Artur Rimbaud) που μας μεταφέρει από την έκδοση της Πλειάδας(1972) των έργων του Γάλλου ποιητή ο Πειραιώτης ποιητής Αντώνης Ζέρβας έξι χρόνια μετά, είναι συγκλονιστικό, γιατί μας διδάσκει το πόσο επισφαλής και εφήμερη είναι οποιαδήποτε καθημερινή φήμη, πως η  Μοίρα μας παίζει παράξενα παιχνίδια, πως ένα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός μπορεί να αλλάξει συλλήβδην την πορεία ενός καθημερινού ή καλλιτέχνη ανθρώπου.
Ο Αρθούρος Ρεμπώ στον ελληνικό χώρο είναι αρκετά γνωστός στους ασχολουμένους με την ποίηση, τόσο οι «Εκλάμψεις», όσο και το «Μια εποχή στην κόλαση» έχουν μεταφραστεί αρκετές φορές και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ακόμα η αλληλογραφία του με τον ποιητή Πωλ Βερλαίν είναι επίσης πολυμεταφρασμένη και ιδιαίτερα τα γράμματα εκείνα που αφορούν την ερωτική σχέση των δύο αντρών.
  Εδώ τελειώνει το ταξίδι στο βραχύβιο αλλά ενδιαφέρον περιοδικό «ΧΩΡΑ», ένα περιοδικό, που παρά τις καλές προθέσεις της συντακτικής του επιτροπής, παρά την ποιότητα και το επίπεδο της ύλης του, χωρίς διαφημίσεις, χωρίς φωτογραφικό υλικό, δεν κατόρθωσε να επιβιώσει μέσα στην μεγάλη πλημμυρίδα των άλλων εντύπων. Τα πρόσωπα όμως των εκδοτών του περιοδικού επιβίωσαν, δημιούργησαν και μας άφησαν σπουδαίο έργο, και άλλα εξακολουθούν να δημιουργούν.
Και ένα από τα σπουδαία αυτά παιδιά του Πειραιά στον χώρο της ποίησης είναι και ο Αντώνης Ζέρβας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014.
Πειραιάς, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014.