Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

ΝΤΑΝΗΣ ΦΩΤΟΣ, ΕΡΩΣ ΣΩΜΑΤΩΝ, εκδόσεις Οδυσσέας 1985

 

Ερωτικά φλασάκια από την ελληνική λογοτεχνία. Νούμερο 2

       «Ρόδο, Μύκονος και Τζιά….» ακούγεται να τραγουδά η φωνή του Θέμη. Αν και, οι καρμπόν απαντήσεις στον κύριο Γιώργο Τσελίκα στον ΣκάΪ, «Πού πηγαίνετε για διακοπές;» είναι όλες ΠΑΡΟ άντε και καμμιά Αντίπαρο. Τσαντίστηκε ο δημοσιογράφος και δεν ξαναρωτάει. Καλέ, οι εκδρομείς πάνε να νηστέψουν για τον Δεκαπενταύγουστο! Τι δεν καταλαβαίνετε;  Η Τζίλντα, (σύμφωνα με την συνέντευξη του ίδιου του αγαπητού συνθέτη Σταμάτη Σπανουδάκη. Έτσι τον αποκαλεί η γυναίκα του) ετοιμάζεται για φθινοπωρινή συναυλία. Η επιτυχία είναι δεδομένη. «Μια αγάπη για το Καλοκαίρι θα ‘μαι και γω…» μας υπενθυμίζει ο διαχρονικός στίχος του Γιώργου Παπαστεφάνου. Ζάπινγκ. Οι βάσεις ανακοινώθηκαν νωρίτερα φέτος από κάθε άλλη χρονιά. Η ελληνική μαθητιώσα νεολαία με τα μπαγκάζια της φεύγει για τις Αυγουστιάτικες διακοπές μετά το πέρας των πανελλαδικών εξετάσεων. Ευτυχές το γεγονός ότι δεν καταστρέφουν τα σχολικά βιβλία μετά το τέλος των εξετάσεων οι κουρασμένοι ελληνόπαιδες. Τι ελληνική πολιτιστική! συνήθεια και αυτή, την θυμάστε; Άλλοι καιροί παλαιά ήθη. Τώρα και τα μαθήματα θα είναι σε Γκοβ. Wallet,  σε χαρτονομίσματα για τους «σπασίκλες» σε κέρματα για τους «κουμπούρες».  Η πρώτη των πρώτων μαθήτρια από την Νάξο, γενέτειρα της ποιήτριας Διαλεχτής Ζευγώλης- Γλέζου. Ενώ η σύγχρονη Ελίνα από την Θεσσαλονίκη, συνεχίζει το δρόμο της μαθηματικού Υπατίας. Κάτω από άλλες κοινωνικές και πολιτικές, ιστορικές συνθήκες ασφαλώς. «Καλοκαιράκι βραδινό μπανάκι..» ακούγεται από τις συχνότητες του ραδιοφώνου να άδει ο Χαριτοδιπλωμένος. Δίχως μαγιό. Σούπερ παραντάις το καταντήσαμε το κάμπινγκ. Ξινή η πορτοκαλαδίτσα για τους εναπομείναντες στο κλεινόν άστυ. Αυτές οι έγχρωμες πλέον επαναλήψεις των Καναλιών με τον θρυλικό Ζήκο, κοντεύουν να ξεπεράσουν και τα χρόνια που ο μαθητής του δημοτικού Ζήκος πέρασε τις τάξεις. «Μάθε παιδί μου γράμματα…». Σαρδέλες από τον κόλπο της Καλλονής για να πέσει και η χοληστερίνη συνέλληνες και πάρα πολλά υγρά. Και του πουλιού το γάλα που λέει και ο Βασιλόπουλος. Ο Αλμπέρτο του Velvet, έχασε την παρθένα ηθική του, δεν άντεξε την απόρριψη της Άννας και έβαλε το κέρατο στην σύζυγό του Κριστίνα. Την παντρεύτηκε από συμφέρον για να σωθεί η πατρική επιχείρηση. Όχι σαν τον δικό μας τον πολιτικό-ονόματα να μην λέμε-που έμεινε με μία, την περιστέρα που μας έλεγε και ο αξέχαστος Τζιμάκος. Τραγουδίστρια Σακίρα και φορολογία δεν πάνε μαζί ή όχι; Περί αυτού θα αποφανθεί η ισπανική δικαιοσύνη. Ο Ρολάντο αναζητεί ποδοσφαιρική πολυεκατομμυριούχου στέγη να κάνει μασάζ  στα πόδια του. Η αλησμόνητη Μπουμπού των Δύο Ξένων στο μεγάλο κανάλι εξακολουθεί να μας δροσίζει με τις παροιμιώδεις ατάκες της και τα νευρασθενικά ξεσπάσματά της. Το ίδιο και η Φλωράνς από την Πάρο. «Μπανάκι μανάκι…» τραγουδά ο Σάκης Μπουλάς καθώς το φάσμα του πληθωρισμού εξανεμίζει το ισχνό βαλάντιο του νέο- έλληνα. Οι ειδικοί περί της τηλεφωνίας μας προπαγανδίζουν διαρκώς ότι πρέπει κάθε δύο χρόνια να αλλάζουμε την συσκευή του κινητού μας. Κανείς όμως δεν μας εξηγεί ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο και αν μας είναι χρήσιμη μια τέτοια επαναλαμβανόμενη αγορά. Οι πολυεθνικές της οικονομίας αρχίζουν να δημιουργούν καταναλωτικές ανάγκες ακόμα και για τις γαλοπούλες και τους κορμοράνους. Μην ξεχνάτε τα κουβαδάκια με νερό για τα αδέσποτα. «Θάλασσα πλατιά σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις….» τραγουδά η πριγκιπέσσα Αλίκη. Χρυσό μετάλλιο για τις δύο ελληνίδες πρωταθλήτριες του Κόσμου. Ανάσα χαράς. Και δίχως παρατράγουδα. Μαθητούδια από το Κιλκίς χαμογελάνε για τις διακρίσεις και τις βραβεύσεις τους. Οι τηλεοπτικοί δέκτες επιτέλους γέμισαν νεανικά δροσερά χαμόγελα. Εφηβικά βραβεία και διακρίσεις μιάς μελλοντικής γενιάς της Ελλάδας που θα πάρει τα ηνία της μεταπολίτευσης. Όταν αποφασίσουν να συνταξιοδοτηθούν τα επαγγελματικά καλόπαιδα της πολιτικής και της δικηγορίας. Επιτέλους, ελληνικές προκρίσεις και ανάρτηση ελληνικών σημαιών στους στίβους της επιστήμης και του αθλητισμού, να γλυτώσουμε για λίγο και από «μπαμπούλες» ιατροδικαστές, παιδοψυχολόγους, ψυχιάτρους, ποινικολόγους, συνηγόρους υπεράσπισης, επιδημιολόγους, ειδικούς της μετεωρολογίας και άλλα συναφή επαγγέλματα που μας φτιάχνουν την καιρική μας διάθεση. Πολλά ιατρικά λάθη κυρία Παγώνη μας, που κοστίζουν ζωές ελλήνων και ελληνίδων κάθε ηλικίας. Λέγεται, ότι μετά την  εισαγωγή σου σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, (και πριν σε εξετάσουν ή σε εγχειρήσουν) θα σε βάλουν να τραγουδάς το  Bye, bye Life, bye bye happiness  από το « ALL THAT JAZZ”. Έτσι για περαιτέρω εκσυγχρονισμού του εθνικού συστήματος υγείας. Γεμίσαν τα τηλεπαράθυρα οικογενειακούς συμβούλους επικοινωνίας, για τον γάμο μας, για την ανατροφή των παιδιών μας, συμβούλους πώς θα διαχειριστούμε τον χωρισμό, συμβούλους πώς μετά το διαζύγιο δεν θα αγχωνόμαστε, πριν και μετά την επανασύνδεση, στο ενδιάμεσο διάστημα. Οικογενειακά μελτέμια της ψυχολογίας καύσωνες. Μας άφησε χρόνους και ο πατριάρχης Ματθαίος. Έμειναν οι συνεντεύξεις του με την κυρία γλωσσομαθέστατη  Βίκυ, η οποία, πριν προλάβεις να εκφράσεις το συντακτικό ή ορθογραφικό λάθος σε έχει βάλει στην γλωσσική τάξη. Βάλτε μέχρι πέντε αστεράκια σας παρακαλώ, που λέει και η διαφήμιση. Στο τέλος θα θέσουν τις ζωές μας σε ένα ηλεκτρονικό λυχνάρι που θα περιέχει όλες τις παρελθούσες και τις μέλλουσες εμπειρίες της ζωής μας και αναμνήσεις. Θα χρειαζόμαστε έναν προσωπικό ο καθένας μας σύμβουλο Αλαντίν να το τρίψει το ηλεκτρονικό πορτοφολάκι μας, να βγούμε στην επιφάνεια να πάρουμε ανάσα ζωής. Το τζίνι της οικονομίας της εκσυγχρονισμένης ζωής μας. «Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα» λέει ο γερόλυκος Παπακωνσταντίνου, σύζυγος της πάρα πολύ καλής ηθοποιού Ελένης Ράντου. Συγγραφείς δημοσιογράφοι με τηλεοπτική σεμνότητα παρουσιάζουν τα βιβλία τους περί της διεθνούς διπλωματίας και της γείτονος στάση αναθεωρητισμού. Τρέμε διπλωματικό κατεστημένο του υπουργείου εξωτερικών.  «Καλοκαίρι» τραγουδά ο Διονύσης Σαββόπουλος, αειθαλής σαν την μαμά ελλάδα, που κάποτε έλαμψε και τώρα στέκεται στον ήλιο των νέων καιρών δίχως αντηλιακό. Η γερμανίδα υπουργός εξωτερικών μίλησε για τα δίκαια της Ελλάδας. Άραγε, ετοιμαζόμαστε να προμηθευτούμε νέα πολεμικά αμυντικά όπλα από την ευρωπαϊκή σύμμαχο χώρα, που δεν αναγνωρίζει τις πολεμικές της κατοχής αποζημιώσεις; Την ίδια διπλωματική γλώσσα θα χρησιμοποιήσει και κατά την επίσκεψή της στην γείτονα; Ή την πρόφτασε ο νταβάριτς (της αγίας και ομοουσίου τριάδος της τρίτης ρώμης) που εισέβαλε στην ουκρανία, και θα συνεργαστεί με την σύμμαχό μας στο Νάτο στην οικοδόμηση πυρηνικού εργοστασίου στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου; Τι θα έλεγαν οι Ίωνες Φιλόσοφοι άραγε; Οι μικρασιάτες έλληνες για την σημερινή πολιτική και διπλωματική κατάσταση της σύγχρονης ιστορίας; Τι απάντηση θα έδιναν ή τι λύσεις; Το Αιγαίο δεν ανήκει μόνο στα ψάρια του ή όχι; Διαμαρτύρονται οι τσούχτρες που εισέβαλαν στα ζεστά νερά του. Θα δικαιωθεί το Μικρασιατικό Ελληνικό χυμένο αίμα, ή θα το σκεπάσει η μυρωδιά του πετρελαίου των αγορών; Η ψυχική μας υγεία σε κρίση με ανοιχτές τις οθόνες της τηλεόρασης. Έρχονται οι νέες ηλεκτρονικές εφαρμογές και μειώνεται ο χρόνος εξοικείωσης μαζί τους. Εύστοχες οι θέσεις του κυρίου Μουρατίδη για την ελληνική τηλεόραση σε συνέντευξή του. Ότι η τηλεόραση μιλά μόνο για τον εαυτό της. Ανακύκλωση εκπομπών και παρουσιαστών. Τα συντρίμμια του Κινέζικου πυραύλου μπορεί να πέσουν και στην ελληνική επικράτεια. Όσοι τα προηγούμενα χρόνια διάβαζαν το «κόκκινο βιβλιαράκι» του μεγάλου τιμονιέρη δεν φοβούνται. Οι άλλοι, του Τσα Γκάι Τσεκ της Φορμόζας, ας προσέχουν.

Μαζί με ένα βιβλίο στο χέρι και αυτό το Καλοκαίρι.

     Το δεύτερο ερωτικό φλασάκι προέρχεται από το βιβλίο του έλληνα συγγραφέα Ντάνη Φώτου,  «Έρως σωμάτων», εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, Απρίλιος 1985, σελίδες 157. Είναι μικρά καλογραμμένα διηγήματα που μιλούν για τον έρωτα, την μοναξιά, τον θάνατο, τις σχέσεις των ανθρώπων, την διάλυση του κοινωνικού ιστού, επαφής, από την αλλαγή των οικονομικών αναγκών και κοινωνικών προτεραιοτήτων των ανθρώπων. Μικροί εσωτερικοί ερωτικοί ή μη μονόλογοι, εξομολογήσεις ψυχής γραμμένοι με ευαισθησία, ειλικρίνεια, τόλμη, θάρρος και αγάπη για τις αξίες του ανθρώπου που χάνονται. Για τα όνειρα του συγγραφέα που δεν υλοποιήθηκαν. Συναισθήματα και πάθη ατόμων, κρυφοί ανεκδήλωτοι έρωτες, αλαζονικές συμπεριφορές, νεανικές πόζες, ναζιάρικοι πόθοι σωμάτων και εκμαυλισμοί χαρακτήρων. Πρόσωπα με επώνυμο ή ανώνυμα, άντρες και γυναίκες. Εκδηλώσεις τρόπων ζωής νεανικών όμορφων προσώπων και κορμιών μπρος στον ερωτικό καθρέπτη των σχέσεων που προβάλουν μπροστά μας σε μικρές σεκάνς. Στάσεις και επιλογές βίου που παρασέρνουν στο διάβα τους σώματα, έρωτες, όνειρα, οράματα, κρυφά πάθη, φιλίες, γυναίκες λαϊκές που στοιχειώνουν την φαντασία του συγγραφέα. Λείψανα αισθημάτων, κρυφές επιθυμίες, ανεκδήλωτες αγάπες. Δειλά πλησιάσματα. Λυγμοί. Σχέσεις φιλικές, ετεροφυλόφιλες, ομοφυλόφιλες, αντρικές και γυναικείες φιγούρες που άρχισαν να ξεθυμαίνουν στον χρόνο. Εσωτερικές εξομολογήσεις και αναμνήσεις. Αλύτρωτες στιγμές χαράς. Χάδια της ψυχής και του σώματος. Αισθήσεις του έρωτα, στιγμές συμφέροντος και ιδιοτέλειας, βάσανα δίχως τελειωμό. Απορρίψεις και αρνήσεις. Πόρτες που κλείνουν με το πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας ίχνη γυμνοσάλιαγκα. Φωνές και ουρλιαχτά, σιωπές και ψιθυρισμοί, χειρονομίες βίου με προβλέψιμες ή απρόβλεπτες εναλλαγές. Το βάρος του χρόνου σημαδεύει τους ήρωες, τα σώματά τους, τις μνήμες και όλα αλλάζουν καταλυτικά και αξέχαστα. Οι αφηγήσεις του πεζογράφου Ντάνη Φώτου, εντάσσονται στην «αστική λογοτεχνία». Τα πάντα συνέβησαν ή συμβαίνουν μέσα στα όρια της πόλης, της πρωτεύουσας. Περιοχές της Αθήνας και συνοικίες της, περνούν μπροστά στα μάτια μας με μεγάλη άνεση και ταχύτητα. Οι πολυκατοικίες, τα διάφορα μπαρ και οι καφετέριες, η αγορά της και άλλες μικρές κρυψώνες του κέντρου της αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται το εξομολογητικό υφαντό του συγγραφέα. Αφηγήσεις σε μία γλώσσα μεικτή. Ξένες λέξεις (αγγλικές) συνεχίζουν το νόημα των ελληνικών προτάσεων, ακόμα και στίχοι ρόκ τραγουδιών. Σκόρπια ονόματα ποιητών και συγγραφέων διανθίζουν τον αφηγηματικό λόγο. Μικρά σχετικά κείμενα τα οποία στηρίζονται ή βασίζονται σε παραλλαγές άλλων σημαντικών στιγμών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σε δάνειους πυρήνες της ευρωπαϊκής μυθοπλασίας. Διακειμενικές συζητήσεις μπολιάζουν τον εξομολογητικό λόγο, μετατρέπονται σε παρωδία, στο νέο συγγραφικό σκηνικό του έλληνα πεζογράφου. Σε πρόσωπα-σύμβολα της λογοτεχνίας που σημάδεψαν τον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Όπως η περίπτωση της κλασικής νουβέλας του Τόμας Μάν, «Θάνατος στη Βενετία» όπου η αποσύνθεση και η παρακμή της αστικής τάξης και των κοινωνικών συμβάσεών της απεικονίζεται εύστοχα και πεντακάθαρα από τον μεγαλοαστό γερμανό νομπελίστα συγγραφέα. Τον πλέον καλοντυμένο συγγραφέα όπως μας λέει ο Ν. Φ. «Θάνατος στη Βενετία» ένα λογοτέχνημα το οποίο έγινε ευρέως γνωστό στο μεγάλο κοινό μετά την μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη από τον ιταλό σκηνοθέτη κόκκινο κόμη Λουκίνο Βισκόντι και τις εξαίρετες ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Στην δική του εκδοχή για τον «Τάτζιο», ο έλληνας συγγραφέας μας δίνει μία άλλη διάσταση του όμορφου νεαρού ήρωα. Της στενής φιλικής επαφής των δύο προσώπων που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν, μετά την γνωριμία τους στον θερινό κινηματογράφο που παρακολουθούσαν την ταινία. Δύο χρόνια σχέσης. Ο Ντάνης Φώτος μας δίνει τον κυνισμό και τον συμφεροντολογησμό των άκομψων πρακτικών του όμορφου νέου στην διάρκεια της αλλοίωσης των σωματικών του χαρακτηριστικών από τον χρόνο και την ερωτική κραιπάλη, που επιφέρει και την φθορά του εσωτερικού του χαρακτήρα, στην ελληνική εκδοχή του συμβόλου-ήρωα της πεζογραφίας. Εδώ θυμίζει τον ιρλανδό Όσκαρ Ουάιλντ και τον ήρωά του Ντόριαν Γκρέυ. Η ομορφιά δίχως ωριμότητα και σοφία καταντά βάσανο και απειλή για τον ίδιο τον ευειδή ερωτύλο νεαρό. Ομορφιά δίχως της ψυχής την καλοσχηματισμένη φόδρα που θα την στερεώσει από τα μέσα, φέρνει συνήθως καταστροφικά αποτελέσματα σε αυτόν που την διαθέτει και για όσο διάστημα την απολαμβάνει. Μετατρέπει τον Τάτζιο σε Τατζού. Η Ομορφιά, όπως την διδαχθήκαμε από τα Πλατωνικά κείμενα, είναι μία παγίδα για τις αισθήσεις. Η ελευθέρωση από την μαγγανεία της επέρχεται μέσω της συνειδητοποίησης της προσκαιρότητάς της. Ο έρως είναι παιδαγωγός γιατί στηρίζεται στη γνώση και όχι την αφορμή του, την Ομορφιά. Η  ομορφιά είναι πολυπλόκαμη μέσα στην εξελικτική φθορά της γιαυτό και σχετική. Η ομορφιά δεν έσωσε ποτέ τον κόσμο όπως είπε ο μεγάλος αμαρτωλός, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Αυτή είναι άποψη των απανταχού διανοουμένων. Η βία και το εμπορικό συμφέρον, η ισχύς και η οικονομία, οι μεγάλες κληρονομικές οικογένειες, οι πολιτικοί επαναστάτες και δικτάτορες της εξουσίας, σχηματίζουν το πλαίσιο και τα όρια της οικοδόμησης και διατήρησης κανόνων των ανθρώπινων Κοινωνιών. Η φαντασία των συγγραφέων χτίζει αστερόκοσμους ισότητας και ομορφιάς, δικαιοσύνης και εξάλειψη των ανισοτήτων. Αιωνιότητες ερωτικής ευωχίας. Η πραγματικότητα της ζωής δείχνει συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, φτώχεια, φθορά, ασχήμια, πτώσεις αξιών και παρεκτροπές δικαίου. Τα νιάτα, δεν είναι απαραίτητα όμορφα, οι πρεσβύτερες ηλικίες προβάλλουν πάνω τους τις δικές τους επιθυμίες, παλαιές βουλήσεις ζωής, όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, φιλοδοξίες, βλέποντας την δική τους ζωή να αργοσβήνει. Τα νιάτα είναι άσοφα όχι γιατί είναι άσχημα αλλά γιατί δεν συνειδητοποιούν το τέλος του παιχνιδιού της ομορφιάς, της ζωής που τους αναμένει. Κοκορεύονται μπροστά στον καθρέπτη του χρόνου αγνοώντας ή παραβλέποντας τι τα περιμένει. Δεν έχουν συναίσθηση τι σημαίνει πείρα χρόνου όχι διατήρηση της εικόνας της ομορφιάς. Ο Πλάτωνας έλυσε το ζήτημα της αποδοχής της νεανικής ομορφιάς μέσω της παιδαγωγίας. Στην εποχή του που οι συνθήκες ήσαν άλλες. Ούτε όμως ο Έρως Καλού κατόρθωσε να αποτρέψει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο ιστορικός τον εξήγησε και τον δικαιολόγησε όχι ο φιλόσοφος. Ο έρωτας του βλέμματος προκαλεί τον πόνο της επιθυμίας, της απόκτησης, της κατάκτησης. Παιδαγωγία μέσω του Οράν, δηλαδή των αισθήσεων ή μυητική διδασκαλία μέσω της γνώσης. Η Ομορφιά είναι Ουράνια, δηλαδή άπιαστη. Μια χίμαιρα του νου που αποτυπώνεται στην συνείδηση ως Καλό. Μόνο η τέχνη της γλυπτικής κατόρθωσε να την αποτυπώσει στον Χρόνο, και κατόπιν η ζωγραφική. Το Σώμα, της Ζωής, δεν είναι Όμορφο, είναι μία απάτη που την καλύπτει η φωτεινότητα της πλαστικής τέχνης. Ο Καλλιτέχνης καθιστά την απάτη αληθινή, αντίθετα ο φιλόσοφος στηρίζεται στην ηθική. Τα πολιτικά συστήματα και τα αντίστοιχα θρησκευτικά, η οργάνωση της απόδοσης της δικαιοσύνης στηρίζουν τις Κοινωνίες, τα Κοινωνικά Συστήματα όχι η Αισθητική. Η Αισθητική και τα ερωτικά της επιτεύγματα είναι για τους Μαικήνες.

Τα μικρά κείμενα του έλληνα συγγραφέα περιστρέφονται γύρω από κείμενα-διαβάσματά του που γονιμοποίησαν την δική του γραφή. Ακόμα και ο τίτλος του παρόντος κείμενου, «Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο» δηλώνει την δική του εκδοχή και ερμηνεία της γερμανικής νουβέλας του Τόμας Μάν. Το σύμβολο του νεαρού όμορφου Τάτζιο (αυτού του κάπως δίφυλου εφήβου, να μην σημειώσουμε άφυλου) έχει υμνηθεί από τον ξένο και ελληνικό ποιητικό λόγο. Όπως και ο αρχαίος Αντίνοος. Στον χώρο της πεζογραφίας τουλάχιστον ο γράφων, γνωρίζει μόνο αυτήν την παραλλαγμένη σύγχρονη εκδοχή του. Την ειρωνεία του έλληνα Τάτζιο να γίνει Τατζού. Εδώ δεν πρυτανεύει ο αρχικός μύθος αλλά το εξωτερικό περίβλημά του στην σταδιακή φθορά του. Η ερωτική και κοινωνική παρωδία του. Η ίδια η ζωή ορίζει το τι είναι όμορφο και τι όχι, και η κατάχρησή της, φέρνει τα ανάλογα αποτελέσματα. Ο Τάτζιο δεν είναι παρά η απεικόνιση του τι δεν μπορούμε να είμαστε ερωτικά, παρά τις καλές προθέσεις των ποιητών, να πετύχουμε, να διατηρήσουμε, να ονειρευτούμε, να έχουμε. Το θείο και ιδανικό της Ομορφιάς μόνο στις παραστάσεις της Πομπηίας σκέψης των ρομαντικών ποιητών υφίστανται ή στους κυνικούς και μοντέρνους καιρούς μας, στα χέρια ενός άξιου πλαστικού χειρουργού και αισθητικού. Οι δεκαοχτώ αφηγήσεις- εξομολογήσεις άλλες έχουν ελληνικό τίτλο άλλες ξένο άλλες μεικτό. Ορισμένα κινούνται σε μία πολιτική ατμόσφαιρα. Σε άλλων το σκηνικό, εξελίσσεται στην επαρχία. Το «Δυο ονόματα και μια μικρή φράση» Δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 16ης Δεκεμβρίου 1978, διαβάζουμε στην σελίδα 83 μετά τον τίτλο. Το «Μι γιώτα κάπα άλφα» είναι αφιερωμένο «Στην Έμμε που  μετάνιωσε». Το «Η εξομολογήτρα του Αιγαίου» είναι αφιερωμένο «Στον Λεωνίδα Πουλικάκο». Να εξάρουμε την πλούσια και πολυσύνθετη, με λυρισμού πάθους γλώσσα του Ντάνη Φώτου. Μια γλώσσα που καθρεφτίζει τις δεκαετίες του 1980 στην χώρα μας. Γλώσσα στοχαστική με νοηματικά βάθη, αλλά και παιχνίδια ήχων λέξεων, και πολλά πάρα πολλά επίθετα. Πχ. «σ’ ένα έμπεδο έμπλεο εμπαιζόμενων μπινέδων…». Προτάσεις μακροσκελείς χωρίς πολλά σημεία στίξεως.  Τα ονόματα του Τσίρκα, του Καββαδία, του Μισίμα του Ραντιγκέ, του Πετρόπουλου, του Αλμπέρ Καμύ, του μουσικού Ροντ Στιούαρτ, δένουν με δρόμους των Αθηνών, το ξενοδοχείο Ομόνοια και άλλα στέκια του κέντρου της Αθήνας.

 Από τον ίδιο παλαιό εκδοτικό οίκο, «Οδυσσέας» τον Νοέμβριο του 1989, κυκλοφόρησε και το δεύτερο σπονδυλωτό βιβλίο του συγγραφέα Ντάνη Φώτου, «Εγκόλπιο πάθους», σελίδες 214. Τα μικρά αυτά βιβλία λογοτεχνίας τσέπης, εντάσσονται στην επιθυμία ανάδειξης σύγχρονων ελληνικών συγγραφικών φωνών από τον εκδοτικό οίκο παράλληλα με αυτές των ξένων ομοτέχνων τους. Οι μακέτες των εξωφύλλων ανήκουν στον Γιάννη Ρούσση ενώ οι φωτογραφίες των εξωφύλλων στον Κωστή Κορωναίο. Διαβάζουμε σχετικά για τον συγγραφέα:

Ο Ντάνης Φώτος γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1955 στην Αθήνα και παραμένει από τότε πιστός στην Κυψέλη. Πέρασε από την Πάντειο, τη Νομική Αθηνών και τέλειωσε πολιτικές επιστήμες στην Αμερική. Ασχολείται με το γράψιμο, τον αθλητισμό, το ζεν, το day- dreaming και τη μάταιη αγάπη μιάς γυναίκας. Ο Έρως σωμάτων είναι το πρώτο του βιβλίο και ταυτόχρονα η εκπλήρωση μιας παλαιάς υπόσχεσης στον εαυτό του ακριβά πληρωμένης.   

            Φλασάκι Νούμερο 2                                     

«Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο» σ. 43-51

          Ο όμορφος Τατζού, το όνομα με τις χιλιάδες εκπλήξεις, και σκιές, όνομα μοιρασμένο ανάμεσα στη Βία Αππία και στο Παγκράτι. Ένας άντρας κλασικών διαστάσεων και καθαρών γραμμών, τίμια πράγματα, ένας φίλος μου που με τέτοιο όνομα κιόλας άγγιζε τα όρια του μύθου. Η μαλακιά του σάρκα, οι μακρόλεπτοι μηροί του, «καλός». Το χαμόγελό του και οι πρωινές κυριακάτικες εγέρσεις μας αναμνήσεις κάποιου ποιητή, «όπου και να κοιμηθώ ο Τάτζιο με ξημερώνει» μ’ εκείνη την κυματιστή προφορά του,, σαν να κρύβουν οι ίδιες οι λέξεις μια δικιά τους ανασφάλεια. Ξαπλωμένος ράθυμα αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο, είναι αργά κάποια ώρα το πρωί, δέκα ή έντεκα, φουλ εργάσιμες ώρες κατ’ άλλους. Πολλές φορές καθόμαστε έτσι τις αργίες, εγώ ήδη στο τραπέζι μου κι αυτός μόλις ξυπνάει, ανάμεσα από εφημερίδες, μπουκάλια, τη Μάνια ή και τη Nys ακόμα, φαντάσου. Εγώ από το άλλο δωμάτιο τον κοντράρω σε ακαταστασία μα είναι αδύνατον να τον νικήσω στη απαρίθμηση ερωμένων προσώπων. Εκεί είπαμε, αυτός είναι ο Τάτζιο -μόνο για μένα Τατζού-με τα χειλικόληκτα προσόντα κι εγώ είμαι ένας φίλος του, εκείνος ο εύσωμος και κάπως ατσούμπαλα ντυμένος. Κουβεντιάζουμε από διαφορετικούς χώρους μέσω διαδρόμου, περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο, κάτι μου έδωσε την ευκαιρία να του πω: youve got a butterfly mind. Μπά, ώστε Ive got two flies απαντάει γελώντας. Πρέπει να του το ανταποδώσω το λεκτικό παιχνίδι του, με προκαλεί, οπότε πάνω στην ώρα προλαβαίνω, ones enough αγόρι μου. Και τότε εκείνος να στέκεται στην πόρτα μου γυμνός και ξυπνημένος να μου δείχνει τα φρεσκοακονισμένα Κωνσταντίνου Πέτρου Φωτιάδη λευκά δόντια του απειλητικά κι εκδικητικά, τόσο κακός αυτός.

     Θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε σε μια παρέα βλέποντας όλοι μαζί το «Θάνατος στη Βενετία» απ’ τον Βισκόντι. Δεν είχαμε συστηθεί καλά καλά, περιττό είναι μερικές φορές αφού συμφωνήσαμε πως ο Τόμας Μάνν ήταν ο πιο καλοντυμένος συγγραφέας των δύο τελευταίων αιώνων-άντε, μαζί με τον Όσκαρ Ουάιλντ- ντύσιμο τραπεζίτη τουλάχιστον ήταν η επιτυχημένη απόφασή μας. Το όνομα το πήρε μόνος του, βαφτίστηκε από τον μικρό ξανθό ερωδιό του φιλμ κι ας ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος. Από κείνη την αποφράδα μέρα δεν απαντούσε σε κανένα άλλο όνομα, είχε πάει και στο Πρωτοδικείο ν’ αλλάξει το άλλο, η γραμματέας εκεί του το ‘κοψε, άκου εκεί Τάτζιο Πολυζωγόπουλος, αν είναι δυνατόν. Έτσι λοιπόν περιορίστηκε στον προφορικό λόγο, όποιος το ξεχνούσε τον διόρθωνε επιτακτικά.

     Μείναμε καιρό μαζί, εκείνος τριτοετής στη Σχολή Καλών Τεχνών, εγώ Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, υποκατάστημα Αμπελοκήπων του αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα. Χωρίσαμε το διαμέρισμα στα δύο εκτός κουζίνας και μπάνιου και ζούσαμε εντελώς πετυχημένα, χωρίς παρεμβολές και αγριότητες, σεμνά πράγματα δηλαδή, τα «χρυσά παιδιά της πολυκατοικίας» κούνια που τους κούναγε. Κι ας τραγουδάει ολόκληρος Τάτζιο αυτός τα ρεμπέτικά του στο μπάνιο κι ας ρυθμίζω εγώ το μηχανάκι μου στην είσοδο, αυτό το ισοβίως σχεδόν χαλασμένο δίτροχο που ποτέ δε μας εξυπηρέτησε. Τελεία και παύλα, ήμασταν τα χρυσά παιδιά. Αρκούσε ένα χαμόγελο του Τάτζιο στο διαχειριστή, από εκείνα τα σπέσιαλ τα δικά του για να δεχτεί αυτός να περιμένει καμιά βδομάδα την εξόφληση, η δε κυρία Νίτσα μας έφερνε πιπεριές τηγανιτές ή κανένα ραβανί, έτσι εργένικα που ζούσαμε εμείς να μη σκελετωθούμε. Κι ας ήταν το ψυγείο τίγκα στο ζαμπόν και στο καμεμπέρ  (είχε και τις αδυναμίες του ο κύριος) το ραβανί της κυρίας Νίτσας όμως γινόταν ανάρπαστο από εμάς τους τυχάρπαστους. Ας είναι.

     Φωτογράφιζα μια μέρα τεστάροντας την Nikon ενός φίλου όταν μου πέταξε στο μπαλκόνι πώς μυρίζω σταθερότητα. Τι; Να, δηλαδή έχω την τάση λέει να παγώνω και να παγιώνω καταστάσεις, είμαι κομμάτι καταπιεστικός, δεν τον αφήνω λέει ελεύθερο ν’ αναπτύξει την προσωπικότητά του, να βρει αυτό που του ταιριάζει. Εγώ; Ναι, λέει, εγώ κρεμιέμαι συνέχεια πάνω στις ίδιες αντιλήψεις, ο φόβος μου μη λείψει το αποκούμπι και μείνω μόνος, τον διέκοψα. Βρε συ τι λες, παραμιλάς; Σε χτύπησε ο ήλιος ή το ούζο πρωινιάτικα; Τι μου τραγουδάς τόση ώρα για καταπίεση, συντήρηση και συναφείς μαλακίες; Εσύ δε μου κόλλησες, μου ρίχτηκες κοινώς, και τι ωραίο σπίτι που έχεις και τι ωραίους δίσκους βάζεις κι εσύ το άστεγο τ’ ορφανό και το κατατρεγμένο να γυρνάς από δω κι από εκεί, μου το ‘φερες πλαγίως (παλιά μου τέχνη κόσκινο) να μείνουμε μαζί, όλα στη μέση τα έξοδα, να δοκιμάσουμε τουλάχιστον, βοήθησέ με καλέ κύριε να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου μου φάνηκε να ψέλλιζες σαν γυφτάκι.

     Ας όψεται εκείνος ο Βισκόντι ο καταραμένος που το ‘πα το ναι και το σκυλομετάνιωσα. Μπήκες, σιγουρεύτηκες στρογγυλοκάθισες, μου κουβαλούσες μετά τις δώδεκα το βράδυ  και καθημερινές όλη τη σκυλοπαρέα και γαυγίζατε και καπνίζατε τα πάντα και πηδιόσαστε κι εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθεί γιατί αύριο το χρεωστικό υπόλοιπο θέλει κεφάλι καθαρό και όχι φουρτουνιασμένο από τα άνομα και τα έκνομα τα χθεσινοβραδινά. Δε λέω, εντάξει μια στις τόσες, αλλά σχεδόν κάθε βράδυ τα ίδια η βαλίτσα πήγαινε μακριά, σχεδόν κόντευε να μη φτάσει. Και ύστερα μου ζητάς και τα ρέστα από πάνω, με κατσαδιάζεις που θέλω καμιά φορά την ησυχία μου, στο σπίτι μου, στο σπίτι όπου είσαι απλώς φιλοξενούμενος και πληρώνεις μόνο τα μισά κοινόχρηστα κι αυτά όποτε θυμηθείς.

     Μήπως ξέχασες ποιος απαιτούσε Μύκονο Αύγουστο μήνα Θεέ και Κύριε; Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου πάμε κάπου αλλού με λιγότερο κόσμο, όχι εσύ, εκεί στο πείσμα σου να θες μάλλον να βρεθείς ανάμεσα στις θεότρελες να «διασκεδάσεις» όπως έλεγες, να ψυχαγωγηθείς για να σε μαζεύω εγώ μετά σαν καλός και φιλότιμος συγκάτοικος μεθυσμένο από τις μπερδεμένες αγκαλιές σου. Και θες να το παίξεις και λίγο pusher και δώστου το κρυφτό με τη Δίωξη κρατώντας δυο τσιγαριλίκια σφιχτά στα χεράκια σου να τρέχεις στις παραλίες, εσύ ο έμπορας ο τρομερός για δύο χιλιάρικα, όταν τη βραδιά ξόδευες τουλάχιστον δέκα. Άς μην ήμουν συμφοιτητής στην Πάντειο με τον τοπικό κύριο Υπομοίραρχο που έκανε τα στραβά μάτια για χάρη μου και σου ‘λεγα εγώ τα εμπόριά σου και τα κέρδη σου καημένε μου. Θα σ’ αλυσοδένανε και θα ‘βγαινες έξι τον αριθμό χρονάκια ύστερα λιωμένος, αρνάκι άσπρο και παχύ και ηλίθιο. Τα ξεχνάς όλα αυτά, ή μάλλον δε σε συμφέρει να τα σκέφτεσαι, γι’ αυτό βγάλε το σκασμό και φέρε μου το φωτόμετρο από μέσα, φρύαξες και βρόντηξες την πόρτα φεύγοντας.

       Ας βάλουμε λοιπόν τώρα που λείπεις όλα τα χαρτιά κάτω. Ο Τάτζιο ήταν καλό παιδί και όμορφος και ζωγράφος καταπληκτικός, μα κι απ’ αυτούς που οι εφημερίδες και τα λαϊκά περιοδικά τους ονομάζουν «αδελφές» τα κουλτούρ-ρολλά τους λένε «γκαίυ», άλλοι τους μπερδεύουν με τους τραβεστί και μόνο το δίδυμο Μπέττυ- Πετρόπουλος μπορεί κάπως να βάλει τάξη σ’ αυτό το εσκεμμένα σκοτεινότατο χάος. Πού και πού μου ξεπόρτιζε ντυμένος γυναίκα και ροβολούσε κατά Σύνταγμα να δοκιμάσει εκεί πρώτα τα φτερά του, ύστερα Κολωνάκι, Ομόνοια καμιά φορά, σπανιότερα Δέλτα. Και όταν λέμε Δέλτα εννοούμε ακριβώς Δέλτα, στο παλιό τουριστικό, όχι Συγγρού κι επιμιξίες ανεπίτρεπτες με την αντιπνευματική πλέμπα μου ούρλιαζε κάποιο πρωί χαράματα στις τρεις να πάω να τον πάρω με τ’ αυτοκίνητο γιατί τέλος πάντων.

     Άλλοι μου λέγαν τι θες και τον θρέφεις και δεν το διώχνεις το αχάριστο το αγλαρότεκνο, άλλοι με γράφανε συνδρομητή στο «λάμδα» για πλάκα κι άλλοι απλώς ζηλεύανε την τύχη μου τέτοιο παιδί να το συγκατοικώ και να το… χαίρομαι. Άλλοι, οι πιο γάτοι τούτοι εδώ, περίμεναν στη σειρά και βάζαν λόγια του μικρού απεργαζόμενοι συκοφαντίες κι εξοστρακισμούς να τον πάρουνε με τα νερά τους να μ’ εκδικηθούν, σκασίλα μου. Ούτε μου μ’ ένοιαζε να πω την αλήθεια πια. Στην αρχή, πριν ενάμιση χρόνο οι συζητήσεις μας για τον Μαξ Ερνστ ήταν αποκαλυπτικές, παίζαμε μουσική εγώ κιθάρα αυτός φλάουτο με τις ώρες, το γλεντάγαμε όλο και περισσότερο. Όταν όμως ο Αντώνης έγινε Τάτζιο, αισθάνθηκε Τάτζιο, τότε πάνε και οι συζητήσεις πάνε και οι μουσικές, άρχισε να ψάχνεται και να στρώνει τη ζωή του διαφορετικά από μένα τον «ενταγμένο», το σκλάβο το μισθωτό. Δεν του είπα τίποτα, το σημείωσα και πήγα πάρα κάτω. Στα μάτια μου είχα ακόμα αυτό τον θαυμάσιο φίλο που ζούσαμε μαζί, λάθος μου βέβαια που δεν έβλεπα τον Αντώνη να μεταμορφώνεται σ’ ένα νέο ζώο, έναν ερωδιό όλο φτερά και μολύβια για τα μάτια, ο Τάτζιο πια ψάχνοντας σήμερα για καλτσόν σκούρο στο νούμερό του. Its okey with me του είπα με τα φρέσκα Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης αγγλικά μου, αν θες να ζεις όπως πιστεύεις δικαίωμά σου, του το ‘βαλα κατ’ αρχήν συνταγματικά, σεβάσου τη δική μου ζωή την κούρασή μου, το υποχρεωτικό μου ωράριο. Εκείνος είχε παρατήσει τη Σχολή, δεν πατούσε σε εργαστήρια, ζωγράφιζε αραιά και πού, ήταν απορροφημένος από τα άλλα τα φωταγωγημένα.

     Ώσπου κάποια μέρα διαπίστωσα πως μάλλον ξόδευε περισσότερα απ’ όσα του στέλναν οι δικοί του από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό φάνηκε ξαφνικά όταν έκανε την εμφάνισή του το στέρεο, ένα συγκρότημα αρκετών βατ και σεβαστής αξίας , η ευμάρεια και η πορνεία του είπα πάνε αγκαλιά και δεν κρύβονται. Και τι με νοιάζει εμένα; Εμένα δε με νοιάζει καθόλου, μα μπορώ να στο πω, έτσι θέλω να στο πω για να το ακούσεις και μια φορά, να το ξέρεις πως υπάρχει και αυτή η οπτική. Μου τα ψάλανε τα κάλαντα οι φίλοι, ο Τατζού σου μου λένε, αυτός ο μικρός, ο κενός, ο όμορφος, ο ψυχρός και έτσι, είναι ακριβός κι από πάνω, πάει για το βραβείο από μόνος του. Μα τι λέτε βρε παιδιά εγώ, ναι εκείνοι να επιμένουν ώσπου μου σκάσανε και την τιμή, δέκα χιλιάρικα και επί συνεντεύξει, γι’ αυτό και  έπαιρνε το τηλέφωνο στο δωμάτιό του για δυο μόνο λεπτά, το πολύ τρία μιλώντας μ’ αυτές τις φωνές τις παχύσαρκες από την άλλη άκρη. Εντάξει, δικαίωμά σου κι ομορφιά σου. Αν νομίζεις πάντως πως θα κρατηθείς αιώνια, μια ζωή ολόκληρη στον Όλυμπο, εκεί ανάμεσα στους θεούς, τις μαινάδες και τα γανυμηδάκια τότε ετοιμάσου για απογοητεύσεις χύμα κι εποποιίες διαψεύσεων. Μάτια μου το δέκα γίνεται πέντε, δύο, τσάμπα πολύ γρήγορα και θα σου στοιχίσει αφάνταστα αυτή η μείωση και θα λες κι ευχαριστώ πριν ακόμα μάθεις κατά που πέφτει το Λιτόχωρο, πόσο μάλλον ο Όλυμπος, ο θρόνος του Διός. Γαμώ τη πορνεία μου φώναξες εκτός εαυτού κι άρχισες να μαζεύεις, θα φύγω και να τυλίγεις κουβέρτες, είσαι ένας αισχρός αστός η πρόχειρη και ξεκάρφωτη ετικετολογία σου πάλι, θα ζήσω ελεύθερο πουλί έλεγες κι οραματιζόσουν τα δικά σου τ’ απελευθερωμένα μεσάνυχτα ανάμεσα στην Πιερρό, την Τζίλντα και τις άλλες μοναξιασμένες πνοές μέσα στο λαμέ αγοραίο χάραμα των σεξουαλικών λεωφόρων.

      Και όμως με βρήκες. ‘Ηρθες και με βρήκες, κατάφερες και μ’ ανακάλυψες και ήρθες χτες στο σπίτι μου, σ’ αυτό το καινούργιο όχι το παλιό κι αμαρτωλό ύστερα από πέντε άγνωστα χρόνια. Στέκοντας στην πόρτα δε συστήθηκες όταν σου άνοιξα, νόμισες πως δε θα χρειαζότανε να συστηθείς όπως εκείνη την πρώτη φορά στο σινεμά, έτσι ακόμα νόμιζες, τόσα τα λάθη σου και οι μαγνητικές σου πορείες τόσο διαφορετικές από τις πραγματικές. Περίμενες πως θα σ’ αναγνώριζα αμέσως με την πρώτη ματιά, περίμενες πως θα ‘πεφτα στην αγκαλιά σου, θα σε φιλούσα μ’ εκείνο το πάλαι ποτέ πάθος, εκείνη την αφιέρωση. Τίποτε απ’ όλα αυτά, διαψεύστηκες και δέχτηκες την αλήθεια του «τι θέλετε κύριε» κατάμουτρα, άθελά μου, τόσο αγνώριστος ήσουν, είχες αλλάξει. Το λερωμένο σου παλτό πολυφορεμένο, η προϊούσα φαλάκρα σου, το διπλοσάγονο και η βέρα σου που πάσχιζες να κρύψεις (λες και υπήρχε λόγος να ντρέπεσαι γι’ αυτήν) όλες οι υπονοούμενες κινήσεις σου, μπαίνοντας να αισθάνεσαι υποχρεωμένος να γλιστρήσεις στις ίδιες μανιέρες, όλα αυτά ήταν απλώς αποσκευές λησμονημένες. Ούτε κάθισες καν, αρνήθηκες, οποιοδήποτε ποτό, έτσι βιαστικά στα όρθια μου έριξες την απαίτησή σου, αυτή κυρίως μ’ έκανε να σε σβήσω από τη μνήμη μου για πάντα. Εσύ ο Αντώνης, έστω ο Τάτζιο, εσύ, αν έχω πενήντα χιλιάδες να σου δώσω μέχρι αύριο το πρωί στις δέκα, στην ανάγκη ξέρεις να τα πάρω απ’ το ταμείο της Τράπεζας θα μου τα επέστρεφες σε δυο μέρες ακριβώς. Αν ήθελα ήξερα να τον τρόπο να δικαιολογήσω, να καλύψω το έλλειμμα, να το κάνω γι’ αυτόν, είναι ανάγκη, στην παλιά μας φιλία. Και ξαφνικά η μεταστροφή στο κρίσιμο σημείο, το σημείο κάμψης εκεί όπου δοκιμάζεται η αντοχή των υλικών, η πρότασή του με τα υπονοούμενα παιδιά της πώς αυτός εδώ ήταν, ό,τι ήθελα απ’ αυτόν, να κάνει κι εκείνη την ανήκουστη κίνηση του ξεκουμπώματος, να έτσι λίγο μια ιδέα αποκάλυψης του υποσχετικού που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Φαντάσου, έτσι ξαφνικά, δεν είναι δυνατόν ψιθύρισα πισωπατώντας.

      Τον πέταξα έξω παρ’ όλη την ταραχή μου και την αγάπη μου  που έσκουζε. Το σοκ δεν ήταν μικρό, ήρθαν κι όλα μαζεμένα, ο Τάτζιο, ο Τατζού που στόλιζε το σπίτι εκείνο, το άλλο χρυσό παιδί, ο ζωγράφος ο τόσα υποσχόμενος, έτσι σήμερα, παχύς λιγδερός άσχημος εντελώς μια πόρνη, προκειμένου.

      Γι’ αυτό τον θυμήθηκα κι έγραψα τούτη την ιστορία του. Όταν συνήλθα κάπως από τον χορό των αναστατωμένων εντυπώσεων έψαξα στο ντουλάπι κι έβγαλα απ’ το τελευταίο συρτάρι τις φωτογραφίες χύμα. Κάπου χωμένες κι αταχτοποίητες όλες οι άγνωστες τώρα και παλιές φωτογραφίες, αυτές οι δεκαπέντε είκοσι για τα δυο σχεδόν χρόνια που περάσαμε ναζί. Τις κοίταζα αργά, τις χάιδευα με τα μάτια μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που είχα αντικρίσει πριν από λίγο.

     Ήταν όμορφος αναντίρρητα. Ίσως όμως να ήταν και το χρώμα της Βενετίας που δεν εννοεί μερικές φορές να ξεκολλήσει απ’ το chiaroscuro. Τέτοιες αναμνήσεις που μαυρίζουν και ξεφτίζουν έτσι απότομα, άθελά μου επαναλαμβάνω, δεν τις χρειάζομαι. Έσκισα τις φωτογραφίες αποφασιστικά και γύρισα στο σαλόνι ν’ αδειάσω το αποτσίγαρο. Ένα φίλτρο φτηνό στραβοσβησμένο από χέρι που έτρεμε, δυο ίχνη από χείλια με ρουζ ξεθωριασμένο που ήρθαν έτσι χωρίς αιδημοσύνη ένα βράδυ βιαστικά στο σπίτι μου, ούτε θυμάμαι πότε. Μόνο ένα όνομα Τατζού, από το Τάτζιο, ένας δικός μου φίλος κάποτε. Σελίδες 43-51.

Το βιβλίο περιέχει εν συνόλω 18 αφηγήσεις

1., Fusillado de amor 2., Αθήνα, η πόλη των εχθρών 3., Έρη. 4., «Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο». 5., Το ανιμαλίτο του Χαλαντριού. 6., Μάγκυ Κλέμενς. 7., Au Skippers Bar.  8., Ένα πρωί γίνεται λέξεις. 9., Δύο ονόματα και μια μικρή φράση. 10., Ένας Ορφέας εν μέσω των Θρακών. 11., Ερωτευμένη μ’ ένα όνειρο των 10 mgr. 12., Τα της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλων. 13.,  Η σκόνη του Newport  Road. 14., Μι γιώτα κάπα άλφα. 15., Che ricordi, fabbro mio. 16., Τη δίψα της ψυχής το ανάγνωσμα (για τα λεφτά σου και μόνο). 17., Αμύντα και Ζαλεύκου, 1983. 18. Η εξομολογήτρα του Αιγαίου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ανρί Τρουαγιά, ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ, κεφάλαιο ΧΧΙΙ

 

ΕΡΩΤΙΚΑ ΦΛΑΣΑΚΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

         «Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα…» λένε οι στίχοι του τραγουδιού του Νίκου Καρβέλα, και δεν θέλω να αλλάξω την βελόνα του ραδιοφώνου, έστω και αν βράζω μέσα στην πόλη και το σπίτι. Είναι μια κάποια ζηλευτή δροσιά το παλαιό τραγούδι. Σε λίγες μέρες μας υποδέχεται ο Αύγουστος, οι άνθρωποι-όσοι μπορούνε-απολαμβάνουν τις διακοπές τους. Άλλοι ετοιμάζονται να εκδράμουν σε βουνά και λαγκάδια, θάλασσες και ιαματικές πηγές, σε ξενοδοχειακές μονάδες τριών αστέρων. Σούπερ λούξ. Σαν την μικρή παγωμένη πορτοκαλαδίτσα που δροσίζει το μέσα μας. Πρίγκιπες-διάδοχοι Σαουδάραβες επισκέπτονται την χώρα μας, σούρτα φέρτα υπουργών εξωτερικών και υπουργών εθνικής αμύνης. Οι γειτονικοί καιροί ου μενετοί. Σελέμπριτοι της λαϊκής δημοκρατίας προσκλήθηκαν στο προεδρικό μέγαρο, από την συνταξιούχο υψηλόφρονη της δικαιοσύνης. Άραγε, όσες νέες ομάδες προσκλήθηκαν τι πήγαν να εορτάσουν; Ούτε που είχαν γεννηθεί. Το «καταφύγιο» της μεταπολίτευσης εόρτασε τα οικονομικά σκάνδαλα των πολιτικών της μεταπολίτευσης; Όπως οι ίδιοι οι εθνοσωτήρες πατέρες μας κατηγορούν η μία την άλλη πολιτική παράταξη. Αντί να τον κλείσουν αυτόν τον πολιτικά προβληματικό κύκλο 48 χρόνια μετά, να ησυχάσουμε και να μπούμε σε άλλες πολιτικά εποχές, διατηρούν ανοικτές πληγές. Άντεξε, είπε, ο πολιτικός κύριος Ευάγγελος Βενιζέλος, την δεκαετία των μνημονίων, στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Μα αγαπητοί έλληνες πολιτικοί, πότε η επαγγελματική κάστα που ανήκετε χρεοκόπησε; Πάντα μέσα στα πράγματα είσαστε. Θέλετε να μας σώσετε από ποιους άραγε; Και ποιος σας το ζήτησε; Έχει άδικο μετά ο δημοσιογράφος κύριος Θανάσης Λάλας στην εκπομπή του στα «Παραπολιτικά» όταν λέει: «Μην τους πιστεύετε, επαγγελματίες πολιτικοί είναι που ενδιαφέρονται να εκλεγούν ξανά για να έχουν δουλειά». Άδικο πολιτικά έχει ή δεν τον κατανοώ πολιτικά σωστά. Τα δάση της χώρας καίγονται. Άλλη μία νέα μητροκτονία. Το σήριαλ Λιγνάδη και Πισπιρίγκου συνεχίζει να μονοπωλεί το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Δώστε καλοκαιρινή άδεια στους δημοσιογράφους, να μπορέσουμε να μαγειρέψουμε με την ησυχία μας τα γεμιστά με κιμά όχι ορφανά. Προσλήψεις ιερέων, άραγε, και μοναχών αγίων; Ατύχημα και θάνατος ξένου νεαρού άγγλου τουρίστα από την πίσω έλικα ελικοπτέρου. Οι Άγριες Μέλισσες ευτυχώς τέλειωσαν. Παρά λίγο να είχαμε την σύγχρονη μοντέρνα πολιτική των δεκαετιών 1960-1970 Φωσκολιάδα.  Παίδαρος ο Αλμπέρτο στο ισπανικό σήριαλ Velvet. Καλή η επιλογή της ΕΡΤ-1 να επαναλάβει την «Ζακέτα να πάρεις».  Αυτή η ΕΡΤ-3 μας έχει δείξει όλη την γενεαλογία του εγκλήματος στο Αμέρικα. Αλγεινή εντύπωση τα πλακάτ διαμαρτυρίας- ανεξάρτητα των προθέσεων του σωματείου ηθοποιών-στον ιερό χώρο της Επιδαύρου. Ας μείνουν μερικοί χώροι μακριά από την δημόσια εξομολόγηση και διεκδίκηση των καιρών μας. Διαφορετικά τι να παρακολουθήσεις; Σε καπελώνουν παρά την επιθυμία σου. Κρατήστε και μερικά στον θεατρικό οίκο σας βρε παιδιά. Ο αθλητικός ποδοσφαιρικός όμιλος της πόλης έχασε. Χωρίς γαβριάτικο σχόλιο. Στις ειδήσεις ανέφεραν ότι η τραγουδίστρια Τζένιφερ Λόπεζ υπέγραψε συμβόλαιο γάμου με τον παλαιό της έρωτα, με ρήτρα να της κάνει έρωτα τέσσερεις φορές την εβδομάδα. Πάει τον ξέκανε τον άνθρωπο. Μάλλον θέλει να γίνει πλούσια, μα πολύ πλούσια χήρα. Κάτι σαν την ελληνίδα Βίρνα Δράκου. Αχ! που είστε ομάδες του Πόλο να μας φιλοξενήσετε στα αποδυτήρια. «Μύκονος και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι…» Μικρά κουβαδάκια στα πεζοδρόμια και στους δρόμους για τα αδέσποτα ζώα. Μας έχουν ανάγκη. Φορ έβερ. «Τι να πούμε τι; τι να τραγουδήσουμε…» λέει η φωνή του Δημήτρη Μητσιά. Ο πορφυρογέννητος καλά κρατεί. Μπλέηκ ο κυβερνήτης. Ο πετίτ από την Άρτα, άσπρισαν τα μαλλάκια του από την κυβερνητική αναμονή. Το τηλέφωνο του ηγέτη του πράσινου ήλιου παρακολουθείται. Καμιά παρακολούθηση των ψηφοφόρων να ανέβουν τα εκλογικά ποσοστά του θα γίνει ή θα μαζεύουμε πράσινες βρούβες τον χρόνο των εκλογών! Καλός ο πιτόγυρος κύριε Δημήτρη αλλά με αυτή την ζέστη καλύτερα μία γρανίτα και μία πράσινη σαλάτα. Λένε οι εκδρομείς και βουρ για ποδόγυρο τουριστικών θελημάτων. Να αυξηθεί και το ποσοστό σπερματικής αναπαραγωγής της χώρας. Γιατί όπως πάμε θα μπερδευόμαστε από πιά ήπειρο θα κάνουμε εισαγωγή. Κάποιος πρέπει να μαζέψει και τα εσπεριδοειδή της ελληνικής υπαίθρου.

 Ένα βιβλίο στην παραλία κάνει την ηλίαση πέρα. Αυτό σκέφτηκα και εγώ και αποφάσισα να αφήσω την ποίηση για τον κρύο και ακριβό ηλεκτρικό χειμώνα. Θέλησα να μεταφέρω ορισμένα αναγνωστικά ερωτικά- ομοερωτικά φλασάκια από παλαιά μου διαβάσματα και νέα αναγνωστικά ξεσκονίσματα. Αρχινώ με το πρώτο φλασάκι από την μυθιστορηματική τριλογία του Ανρύ Τρουαγιά, Οικογένεια Ηνγκλετιέρ. Το τρίτο μέρος της. Ακόμα θυμάμαι την συγκίνηση που ένιωσα όταν διάβασα την τριλογία και ιδιαίτερα το τρίτο μέρος της. Ένιωσα άβολα και πικραμένος από την έκβαση του έρωτα των δύο Γάλλων φίλων. Η συγκίνηση ήταν εντονότερη επειδή στο περιθώριο των σελίδων υπήρχαν γραμμένα ελάχιστα σχόλια από τον σύντροφο-φίλο που μου το δώρισε. Δεν θέλησα να δώσω μία φιλολογική σκοπιά ούτε ανάλυση. Ήθελα να ξαναζήσω την συγκίνηση εκείνων των χρόνων όταν το πρωτοδιάβασα. Αυτό κράτησε η σωματική και ψυχική μου μνήμη. Και ασφαλώς το πρόσωπο που μου το έδωσε. Τα άλλα δύο μέρη του τρίτομου μυθιστορήματος είναι «ΟΙΚΟΓΕΝΙΑ ΗΝΓΚΛΕΤΙΕΡ» και «ΟΙ ΠΕΙΝΑΣΜΈΝΟΙ ΣΚΥΜΝΟΙ». Από τις ίδιες καλαίσθητες εκδόσεις της Ελένης Βλάχου, της εφημερίδας «Η Καθημερινή» με νούμερο 191-192.  Henri Troyat, Ι. Les Eygletiere, και II. La , aim de Lionceaux Μέρος πρώτο και δεύτερο Νούμερο 193-194. Στην εξαιρετική και προσεγμένη μετάφραση της Ειρήνης Μπουζάλη των εκδόσεων «ΓΑΛΑΞΙΑ».  Δεν μετέφερα το ΧΧΙΙΙ κεφάλαιο από «ΣΑΡΑΚΙ» του οποίου η αρχή μας μιλά για την κηδεία των δύο φίλων εραστών για να μην βαρύνω περισσότερο το πένθιμο κλίμα του ΧΧΙΙ κεφαλαίου. Όσο για τον συγγραφέα διαβάζουμε ενδεικτικά:

Ο Ανρί Τρουαγιά (Λέβ Ταράσωφ Τρουαγιά) γεννήθηκε στη Μόσχα το 1911 και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1920. Έπειτα από λίγα χρόνια αρχίζει μια ανοδική λογοτεχνική σταδιοδρομία, με μια σειρά από μυθιστορήματα-ποτάμια και ψυχαναλυτικές βιογραφίες: «Το φώς των διακαίων», «Η σπορά και ο θερισμός». «Όσο θα υπάρχη η γη». «Ντοστογιέφκυ», «Πούσκιν», «Λέρμοντωφ» το 1938 του απονέμεται το βραβείο Γκονκούρ και το 1959 εισέρχεται στην Γαλλική Ακαδημία. Ο Ανρί Τρουαγιά θεωρείται από τους πιο σημαντικούς συγχρόνους μυθιστοριογράφους. Το ύφος του είναι θαυμάσιο, οι σκέψεις του διαυγείς σαν κρύσταλλο, οι ψυχολογικές αναλύσεις του οξύτατες και καθολικές. Έχει μεγάλες συνθετικές ικανότητες και κατορθώνει- όπως η μεγάλη γενεά των Γάλλων και Ρώσων μυθιστοριογράφων που αποτελούν τους κοινούς προγόνους του-να συνθέτη μεγάλους πίνακες ζωής από τα καθημερινά μικρά και ασήμαντα γεγονότα………    

           Φλασάκι Νούμερο 1

Κεφάλαιο ΧΧΙΙ

     Τυφλωμένος  απ’ τον ήλιο, ο Ζαν Μάρκ κατέβασε το μικρό κινητό εκράν μπροστά στο πάρ-μπρίζ. Ο Ζιλμπέρ πού ωδηγούσε έκανε το ίδιο. Το αυτοκίνητο κυλούσε γρήγορα και ρυθμικά στον αυτοκινητόδρομο του Νότου. Ο άνεμος έμπαινε από τα κατεβασμένα τζάμια. Ο Ζιλμπέρ είχε ξεκουμπώσει το γιακά του πουκαμίσου του. Πάνω στη λεπτή του μύτη σκαρφάλωναν κάτι τεράστια μαύρα γυαλιά.

«Προσπέρασε αυτό το φορτηγό», είπε ο Ζάν- Μάρκ.

Ο Ζιλμπέρ υπάκουσε, ξαναγύρισε στο δεξί μέρος του δρόμου και τραύλισε:

«Είσαι πραγματικά καλός δάσκαλος. Χάρη σε σένα κατάφερα να κάνω κάτι για το απολυτήριό μου. Χάρη σε σένα θα πάρω το δίπλωμα οδηγήσεως!»

«Ορίστε», είπε ο Ζάν Μάρκ, «κάνω τους άλλους να πετυχαίνουν και δεν πετυχαίνω τίποτα εγώ!»

«Πού ξέρεις; Περίμενε πρώτα τ’ αποτελέσματα! Αρκεί να μην πέσης σε κανένα πολύ ηλίθιο καθηγητή…»

     «Έπειτα απ’ αυτά που κατάφερα να κάνω στο Αστικό και το Εμπορικό, ακόμα κι ο πιό επιεικής κριτής θα είναι υποχρεωμένος να με απορρίψη. Όχι, τις έχασα τις εξετάσεις, το προαισθάνομαι. Θα πρέπει να ξαναδώσω τον Οκτώβρη και από δω και πέρα θα πρέπει να στρωθώ για καλά!»

      «Με τη Βαλερί δίπλα σου;» είπε ειρωνικά ο Ζιλμπέρ.

     Ο Ζάν-Μάρκ δεν αποκρίθηκε. Το ροχαλητό του κινητήρα μεταδιδόταν στο κεφάλι του. Απορούσε που δεν ένοιωθε ευχαριστημένος μ’ αυτή την αυτοκινητάδα, αφού την ωνειρευόταν τόσο καιρό. Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση κάποιας ημερομηνίας κατέστρεφε κάθε ευχάριστη προοπτική μπροστά του. Ότι κι αν προσπαθούσε να πιστέψη πώς συμφωνούσε σ’ όλα με τον Ζιλμπέρ για τη ζωή του, η απειλή του γάμου του άπλωνε πάνω του στη σκιά της. Τρείς βδομάδες ακόμα! Ξόδευε τις τελευταίες στιγμές ελευθερίας του με τσιγκουνιά, με την τραγική πεποίθηση πώς σε λίγο θα ήταν κατεστραμμένος. Αντί για την ανυπομονησία, που θα έπρεπε να νοιώθη την παραμονή της τελετής, όλα μέσα του δεν ήταν παρά κουρέλια. Ίσως οι περισσότεροι άνδρες ένοιωθαν την ίδια αγωνία, λίγο πρίν παντρευτούν. Ήταν σαν τους άλλους. Θα συνήθιζε σαν τους άλλους. Ίσως μάλιστα θα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ευχαριστημένος από την τύχη του. Βρίσκονταν τώρα στον «κατάλογο των προσκεκλημένων» στις επισκέψεις των οίκων ραπτικής… Ένα αυτοκίνητο πέρασε τον Ζιλμπέρ, ακολούθησε ένα άλλο και ένα τρίτο ακόμα.

     «Όλοι μας προσπερνούν», είπε ο Ζιλμπέρ.

     «Άστους», είπε ο Ζάν-Μάρκ. «Δεν βιαζόμαστε!»

     «Ναι! Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους το να μη βιάζωνται σημαίνει ολόκληρη τη ζωή μπροστά τους. Για μας σημαίνει μερικές ώρες».

     «Γιατί το λές αυτό;»

     «Εσύ δεν το σκέπτεσαι καθόλου;» ρώτησε ο Ζιλμπέρ.

Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στις ρίζες των ξανθών του μαλλιών. Έβγαλε τα γυαλιά του και κοίταξε τον Ζάν-Μάρκ. Τα μάτια του έλαμπαν από δάκρυα. Ξαφνικά τραύλισε:

                «Σε ικετεύω, Ζάν-Μάρκ, μην παντρευτής!»

Η μουσική αυτής της φωνής, το φώς αυτών των ματιών!

                «Τι σ’ έπιασε;» είπε ο Ζάν Μάρκ. «Κοίταζε μπροστά σου!»

Ο Ζιλμπέρ ξανάστρεψε την προσοχή του στο δρόμο και είπε πάλι:

                «Μην παντρευτής. Ζάν Μάρκ! Δεν αγαπάς τη Βαλερί και δεν τολμάς να το ομολογήσεις ούτε στον εαυτό σου. Ποιόν προσπαθείς να ξεγελάσης παίζοντας αυτή την κωμωδία; Εκείνην; Τον εαυτό σου; Εμένα; Δεν είμαι στραβός! Ξέρω τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου! Δεν έχεις το δικαίωμα να καταστρέψης τη ζωή σου,  επειδή κάποιο βράδυ, από αδυναμία, από κουταμάρα, πρότεινες σ’ αυτή την κοπέλλα να παντρευτής! Δεν είναι φτιαγμένη για σένα! Είσαι ο πιό ευαίσθητος, ο πιό βαθύς άνθρωπος που γνωρίζω! Κ’ εκείνη δεν είναι παρά μιά ηλίθια που κινείται κουρδισμένη στον κοσμικό μηχανισμό! Και οι γονείς της! Και οι φίλοι της! Και το περιβάλλον της! Όλα είναι κραυγαλέα ψεύτικα!».

     Για μιά στιγμή ο Ζάν-Μάρκ θύμωσε που του έλεγε αυτά ακριβώς που σκεπτόταν ο ίδιος. Δεν υπάρχει χειρότερη αντιδικία, σκεπτόταν, απ’ αυτήν όπου οι δύο αντίπαλοι έχουν την ίδια γνώμη! Αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να θυμώση, υπέκυψε σ’ ένα κύμα τρυφερότητας και μουρμούρισε απλώς:

                «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να τα καταλάβης, Ζιλμπέρ!»

                «Τα καταλαβαίνω όλα!» φώναξε ο Ζιλμπέρ. «Και πρώτα πρώτα φοβάσαι το σκάνδαλο! Είσαι πολύ ευγενικός για να σπάσης τα τζάμια, έστω κι αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μην πεθάνης από ασφυξία! Κι όμως, αν ήθελες, θα ήταν τόσο απλό!»

Η σιωπή ξανάπεσε ανάμεσά τους. Εκατοντάδες αυτοκίνητα κυλούσαν στην ίδια κατεύθυνση με το δικό τους, φέρνοντας, ίσως, καθένα το δράμα του μέσα στο τσόφλι του από βαμμένη λαμαρίνα. Ο Ζιλμπέρ ωδηγούσε πιό γρήγορα, με το βλέμμα καρφωμένο στη γραμμή του ορίζοντα. Μετά τη στροφή του Φονταινεμπλώ, μούγκρισε:

«Τόλμησε να της πης πώς σ’ αρέσει το τομάρι της!»

«Σώπα, Ζιλμπέρ!»

«Σώπαινα μήνες! Τώρα δεν μπορώ άλλο! Ζάν-Μάρκ, έλα να το σκάσουμε! Δεν υπάρχη άλλη λύση!»

                «Πώς αυτό;»

«Έχω χρήματα! Ας φύγουμε μαζί για την Αίγυπτο…

όχι  για την Ελλάδα! Να δώ την Ελλάδα μαζί σου! Όλη εκείνη η πετρωμένη ομορφιά στον ήλιο, κ’ εμείς οι δύο μπροστά της!»

                Η έξαψή του κέρδιζε τον Ζάν Μάρκ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, οραματίστηκε κι αυτός αυτή τη διαβολεμένη ευτυχία, την αγνή και δυνατή σαν τον ελληνικό ουρανό. Του ήρθαν στη μνήμη οι φωτογραφίες που είχαν φέρει πέρυσι, από την κρουαζιέρα τους, ο πατέρας του και η Κάρολ. Κολώνες ακρωτηριασμένες, ένα αέτωμα με πολύτιμο ανάγλυφο, η Κάρολ ακουμπισμένη σ’ ένα σωρό μάρμαρα, το χαμόγελό της στον ήλιο. Μόνον εκείνη θα μπορούσε να τον σώση από τη Βαλερί. Και ίσως από τον Ζιλμπέρ! Γιατί ήταν κάτι περισσότερο από γυναίκα. Κάτι μοιραίο, σταθερό, ολοκληρωτικό σαν τις ηρωϊδες των αρχαίων τραγωδιών: την Κλυταιμνήστρα, την Ηλέκτρα, την Ερμιόνη, τη Φαίδρα… Ονόματα από τα σχολικά βιβλία. Πάντως, στην καρδιά της Ελλάδας, αυτά τα σχολικά κλισέ θα πρέπει να έπαιρναν ζωή. Ο Ορέστης και ο Πυλάδης περιδιάβαζαν στους δρόμους της Αθήνας, πιασμένοι από το χέρι. Όλοι εκεί ήταν δυνατά, όλα ήταν όμορφα, επειδή ο ήλιος έκαιγε τη σκόνη του χρόνου. «Εδώ είναι το αξιοθρήνητο γρανάζι των αρραβώνων, του γάμου, της δεξιώσεως, του γραφείου, των χρημάτων, του κρεβατιού… Εκεί κάτω είναι η απόδραση από τον αιώνα μας. Να φύγω, να φύγω… Αλλά θα πρέπει να ξαναγυρίσω κάποια μέρα…» Ο δρόμος κυλούσε μπροστά του μονότονος. Πότε-πότε κάποιο τζάμι του έρριχνε μιάν αστραπή ήλιου στα μάτια, παρά το κατεβασμένο εκράν. Σταμάτησαν στα διόδια. Ο Ζιλμπέρ έδωσε τα δύο φράγκα. Ένας τροχονόμος με τη ράχη ακουμπισμένη στο τζάμι της καμπίνας τους παρατηρούσε επίμονα, με τα φρύδια σουφρωμένα κάτω από την άσπρη του κάσκα. Το αμάξι ξεκίνησε πάλι μ’ ένα ευχάριστο θόρυβο. Ο Ζιλμπέρ πέρασε τις ταχύτητες χωρίς τριξίματα.

                «Δεν είναι δυνατό!» είπε ο Ζάν-Μάρκ.

                «Τί δεν είναι δυνατό;»

                «Να φύγουμε εσύ κ’ εγώ!»

                «Και γιατί όχι; Λέγε! Γιατί όχι; Θα είμαστε τόσο ευτυχισμένοι εκεί πέρα!»

                «Εκεί πέρα, ναι, μπορεί!... Αλλά έπειτα, εδώ;…»

                «Εκεί κι εδώ και όπου νάναι και πάντα» είπε ο Ζιλμπέρ.

Γύρω τους γλιστρούσε το τοπίο άγριο και αυστηρό: βράχοι σαν ξασπρισμένα κόκκαλα τρυπούσαν την καστανή γή, καχεκτικές λεύκες, σβησμένα μονοπάτια. Πλησίαζαν στη διασταύρωση του Υρή.

                «Να στρίψω δεξιά;» ρώτησε ο Ζιλμπέρ.

                «Όχι. Συνέχισε για τη Νεμούρ. Θα φάμε εκεί. Έπειτα θα γυρίσουμε στο Παρίσι.»

                «Βιάζεσαι να γυρίσης;»

                «Θα ήθελα να είμαι πίσω κατά τις οκτώ.»

                «Έχεις ραντεβού με τη Βαλερί; Έτσι, έ; Και δεν τολμάς να της το σκάσης!»

    Δεν είχε ραντεβού με τη Βαλερί, αλλά η ιδέα να περάση τη βραδιά με τον Ζιλμπέρ, τον έκανε ξαφνικά ν’ ανησυχή. Αυτό το αγόρι τον τραβούσε τόσο, που έχανε την αίσθηση της ισορροπίας, σαν να βρισκόταν στο χείλος κάποιου γκρεμνού. Μιά πνιχτή φωνή έφτασε στ’ αυτιά του μέσα από τον θόρυβο του ανέμου και του κινητήρα:

                «Μά δεν καταλαβαίνεις, Ζάν-  Μάρκ; Σ’ αγαπώ! Κ’ εσύ μ’ αγαπάς, το ξέρω, το νοιώθω!»

     Τα λόγια αυτά αντήχησαν βαθιά μέσα στον Ζάν Μάρκ.

Μια τρελή χαρά ανακατεύτηκε βαθιά με τον τρόμο του. Σαν να τον είχε ικανοποιήσει ο Ζιλμπέρ, λέγοντάς του ακριβώς αυτό που φοβόταν περισσότερο ν’ ακούση.

     «Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, Ζάν-Μάρκ;» είπε πάλι ο Ζιλμπέρ τρυφερά.

     «Πώς θα μπορούσες να ζήσης μαζί μου;» είπε ο Ζάν Μάρκ, σκληρά. «Το σκέφτηκες; Μπορείς να μας φανταστής εμάς τους δύο, σαν εκείνα τα αηδιαστικά αγόρια, που σέρνονται κατά ζεύγη, στο Σαίν-Ζερμαίν-ντε Πρέ;»

                «Και τον Ορέστη και τον Πυλάδη τους βρίσκεις αηδιαστικούς;»

                «Ίσως ήταν, όταν ζούσαν!»

                «Τότε λοιπόν καλύτερα να πεθάνουμε!»

                «Μην λές βλακείες! Δεν θέλω να μας δείχνουν με το δάχτυλο. Αυτό είναι όλο!»

                «Αλλά θέλεις να κάνης έρωτα κάθε βράδυ με μια γυναίκα που δεν αγαπάς!» μούγκρισε ο Ζιλμπέρ. «Αφού υπάρχω εγώ! Αφού υπάρχουμε εμείς οι δύο! Αυτό, Ζάν Μάρκ, δεν θα το υποφέρω!»

     Πάτησε δυνατά το γκάζι; Η  M. G. έφτασε ένα μεγάλο, αμερικάνικο αμάξι, το διπλάρωσε, το  προσπέρασε.

                «Τώρα κρατήσου δεξιά», είπε ο Ζάν Μάρκ. «Και κόψε λίγο.»

                Αλλά ο Ζιλμπέρ συνέχισε να πατάη.

                «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Ζάν-Μάρκ.

                «Και γιατί να μην το κάνω; Φοβάσαι;»

                «Όχι.»

      Ο Ζάν- Μάρκ γύρισε και είδε το μεγάλο, αμερικάνικο αυτοκίνητο, που έμενε πίσω.

     «Κόψε», είπε πάλι.

      «Όχι, δεν θα κόψω!» ξεφώνισε ο Ζιλμπέρ με ξαφνική ορμή.

     «Είσαι τρελλός;»

«Ναι, Ζάν-Μάρκ, είμαι τρελλός! Και φταίς εσύ! Εσύ κ’ εγώ είναι αδύνατο, λές; Αλλά εσύ χωρίς εμένα είναι το ίδιο αδύνατο! Λοιπόν τι μας μένει να κάνουμε; Πές μου! Πές μου λοιπόν! Βλέπεις πώς δεν ξέρεις ούτε εσύ!»

     Το πόδι του Ζιλμπέρ βούλιαξε μέχρι κάτω το γκάζι. Το αυτοκίνητο πήδησε. Ένας πικρός τρόμος κυρίεψε τον Ζάν-Μάρκ. Ένα εμετικό βαθούλωμα ήταν στη θέση του στομαχιού του. Συγχρόνως προκαλούσε την καταστροφή του. Υπήρχε άλλη διέξοδος στο δίλημμα που τον βασάνιζε; Ο δείκτης του κοντέρ τρεμόπαιζε στον αριθμό εκατόν σαράντα. Τ’ άσπρα χέρια του Ζιλμπέρ έτρεμαν πάνω στο βολάν. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο και σκληρό, απελπισμένο και τρυφερό. Ένας δαιμονισμένος άγγελος, που έσκιζε τον αέρα, ορμώντας πάνω σ’ ένα τοίχο. Ο Ζάν- Μάρκ άκουσε τον εαυτό του να στενάζη με πνιγμένη φωνή:

                «Ζιλμπέρ! Ζιλμπέρ! Μη!»

      Μια στροφή κλειστή, γλειμμένη, με ωραία άσπρα κάγκελα, που υπογράμμιζαν την καμπύλη της, ερχόταν καταπάνω τους. Εκατόν εξήντα.

                «Σ’ αγαπώ!» ούρλιαξε ο Ζιλμπέρ. «Σ’ αγαπώ!»

     Την ίδια στιγμή η μηχανή πέταξε, οι ρόδες ντεραπάρισαν τρίζοντας με θυμό, κάτι πράσινα και άσπρα σημάδια αιωρήθηκαν μπροστά στα μάτια του Ζάν-Μάρκ. Σαν σε αστραπή, ξαναείδε δύο σώματα καταματωμένα στην άκρη κάποιου δρόμου, προς το μέρος του Πυισώ, την Κάρολ να κρύβη το πρόσωπο με τα χέρια της: «Τί φρίκη, Ζάν-Μάρκ! Δεν μπορώ να το αντικρύσω αυτό!» Έπειτα όλα θόλωσαν μέσα στο κεφάλι του. Ένας θόρυβος από σιδερικά και τζάμια που σπάνε τον ξεκούφανε, ενώ κάποιο ζεστό υγρό γέμιζε το στόμα του. «Μά είναι ηλίθιο!» σκέφτηκε. «Εντελώς ηλίθιο! Δεν μπορεί να συμβαίνη αυτό σε μένα!» Κ’ έχασε τις αισθήσεις του. σελίδες 312-318.

HENRI  TROYAT,  LES EYGLETIERE.  III. La Malandre πρώτη έκδοση 1967. Κεφάλαια XXII

ΑΝΡΙ ΤΡΟΥΑΓΙΑ,  ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ (ΗΝΓΚΛΕΤΙΕΡ), Μετάφρασις ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΠΟΥΖΑΛΗ. εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ. Νούμερο 195-196. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ. Εξετυπώθη τον Μάρτιον του 1971, εις το τυπογραφείον των Εκδόσεων Γαλαξία- Αριθμός εκτυπώσεως 158, σελίδες 376, δραχμές 40.

Από το οπισθόφυλλο:

Όπως το σαράκι κατατρώει τα ξύλα της οικοδομής και προετοιμάζει την πτώση της, έτσι και η ρηχότητα της μοντέρνας ζωής ροκανίζει τα θεμέλια της κοινωνίας. Το Σαράκι είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του Τρουαγιά και ασφαλώς το δραματικότερο’ γιατί οι επιπτώσεις των σφαλμάτων των ηρώων της τριλογίας δημιούργησαν ασυγκράτητες πλέον καταστροφικές καταστάσεις. Οι Ηνγκλετιέρ (Οικογένεια Ηνγκλετιέρ, Οι Πεινασμένοι σκύμνοι, Το Σαράκι) ανήκουν στα πρόσφατα έργα του συγγραφέως. Βασικό θέμα τους είναι η αποτυχημένη απόπειρα συνδιαλλαγής δύο γενεών, γονέων και παιδιών, μέσα σε ένα κόσμο που παραπαίει. Το σπίτι των Ηνγκλετιέρ είναι μία μικρή ανθρώπινη κοινωνία, ασύνδετη και χαλαρωμένη, μιά πιστή απεικόνιση της αστικής κοινωνίας του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Ανρί Τρουαγιά έχει μεγάλες συνθετικές ικανότητες και κατορθώνει-όπως η μεγάλη γενεά των Γάλλων και Ρώσων μυθιστοριογράφων που αποτελούν τους κοινούς προγόνους του-να συνθέτη μεγάλους πίνακες ζωής από τα καθημερινά μικρά και ασήμαντα γεγονότα. Στους Ηνγκλετιέρ  συναντούμε όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης του’ το θαυμάσιο ύφος, τους διαυγείς σαν κρύσταλλο στοχασμούς του, τις οξύτατες και καθολικές ψυχολογικές αναλύσεις του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, εν μέσω καύσωνος

28/7/2022

 

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Ο ποιητής Νίκος Καρούζος με τα μάτια του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση

Ο ποιητής Νίκος Καρούζος με τα μάτια του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση

 

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 29/3/1981

Τα τελευταία βιβλία του Νίκου Καρούζου

     Θα μπορούσαμε άραγε να υποστηρίξουμε πώς υπάρχει τουλάχιστο μια γενική αρχή κάθε ποιητικής; Ο Πόε είχε αμφιβολίες , αλλά, εμείς (σύγχρονοι μιας εμπειρίας που μας πείθει γι’ αυτό)ξέρουμε πώς αυτή η αρχή υπάρχει πραγματικά και πώς θα ‘πρεπε να τη διατυπώσουμε κάπως έτσι: ο ποιητής είναι κάποιος για τον οποίο οι λέξεις δεν είναι μέσα επικοινωνίας αλλά αντικείμενα.

     Στην ποίηση, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην επικοινωνία, αυτά τα αντικείμενα μπορούν να ακτινοβολούν ένα σύνολο από σημασίες ή καμιά, μπορούν να γοητευτούν ή να απωθούν, μπορούν να είναι άλλοτε σκληρά σαν τον ίδιο το βράχο που σπρώχνει ο συγγραφέας-Σίσυφος κι’ άλλοτε αινιγματικά κι ανάλαφρα σαν ιππόκαμποι που κολυμπάνε μέσα στα διάφανα νερά των νοημάτων. Οι μεγάλοι ποιητές είναι πάντα ιδεολόγοι της Λέξης μ’ ένα τρόπο που ανακεφαλαιώνει όλες τις κατάρες της Βαβέλ σε μία: να ξαναφτιάχνεις τον Κόσμο απ’ το καθαρό υλικό της μοναξιάς.

     Τώρα-νομίζω-μπορεί να ξανατεθεί αυτή η συζήτηση με αφορμή τα τελευταία βιβλία του Νίκου Καρούζου (Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα. Μονολεκτισμοί  και ολιγόλεκτα) που θεμελιώνουν για πρώτη φορά ίσως μιά τόσο εντυπωσιακή προβληματική του λεκτικού ιδιώματος, χάρη στην οποία η ποίηση μετακινείται ως τις άγονες και μαζί θαυμαστές παρυφές του μονόλογου. Αυτά τα βιβλία μιλάνε λοιπόν για τα όρια της ποίησης σαν αναζήτησης, όπως τα προηγούμενα μιλούσαν για τη ρίζα της ποίησης σαν εμπειρίας. Μιά τέτοια μετακίνηση είναι, αν δεν κάνω λάθος, προϊόν της βιολογίας που ρυθμίζει τη μοίρα της τέχνης και την οποία είμαστε μυστικά πρόθυμοι να θαυμάσουμε και επίσημα υποχρεωμένοι να περιφρονούμε.

     Ένας αναρχικός Λόγος εμφανίζεται εκεί όπου υπήρχε ήδη ο αναρχισμός της ματιάς. Το να ζήσουμε το τέλος της ποίησης (αν αυτή η τέχνη μπορούσε πραγματικά να πεθάνει) δεν σημαίνει αναγκαστικά να μιμηθούμε τους ντανταϊστές, δηλαδή τη χειρονομία της ξαφνικής απόρριψης, το χαρούμενο πήδημα στους κήπους της τεμπελιάς και της πρόκλησης. Γιατί υπάρχει προφανώς ένας άλλος δρόμος, ο δρόμος του Καρούζου, δηλαδή μιας μαγείας που γίνεται τόσο υπερβολική ώστε να σκεπάζει την ομορφιά με το άγριο βάρος της ανάγκης. Σ’ αυτό το δρόμο που διασχίζει τη νύχτα της θέλησης και της μοναξιάς περπάτησαν φυσικά αρκετοί άνθρωποι, μόνο που η περίπτωση του Καρούζου είναι ίσως η πιο ερεθιστική: γιατί δίπλα της πλανιέται ένα άρωμα αναπόφευκτου και μαθηματικής ακρίβειας. Όλοι οι εσωτερικοί ρυθμοί που χαρίζουν στον αλχημιστή και τον αιρετικό την απομόνωση είναι εδώ παρόντες: η χίμαιρα, η μέθη, η μοναχική παραξενιά του νου, η ασκητική.

     Ο Καρούζος (αυτών των τελευταίων βιβλίων) είναι λοιπόν ένας ασκητής (ας πούμε ένα είδος Αγ. Φραγκίσκου της Ασίζης, ένα είδος ερημίτη που μαθαίνει τη γλώσσα των πουλιών ύστερα από ατέλειωτους περιπάτους στο δάσος, όπου η ανθρώπινη ομιλία είναι μία ανάμνηση δίχως νόημα, μια κοσμοπολίτικη περιπέτεια σε βάρος του πεπρωμένου της αγιότητας). Εδώ η γλώσσα ακολουθεί μια ιδιότυπη μοίρα πέρα απ’ την επικοινωνία και ίσως την τέρψη, δεν είναι ένα μέσο αλλά μία φυλακή. Και η ποίηση γίνεται δύσκολη με την καθαρή σημασία της λέξης, γιατί οι δυσκολίες-της αντανακλούν όχι τις πιέσεις της επιτήδευσης, αλλά τις πραγματικές δονήσεις της αλλοτρίωσης μέσα στην καρδιά της γλώσσας. Δυστυχώς η μοναξιά είναι μια μοίρα, δεν είναι μια εφεύρεση, κι έτσι αυτή η ποίηση των τελευταίων βιβλίων του Καρούζου, αν και λιγότερο μεταδοτή απ’ την ποίηση της Ελάφου των άστρων, δεν είναι λιγότερο σημαντική. Άσχετα απ’ αυτό, το πρόβλημα παραμένει: η Ιστορία της ποίησης δεν είναι πάντα μια Ιστορία της απόλαυσής- της.

     Στο έργο του Καρούζου το κεφάλαιο «δύσκολη ποίηση» αποκτάει λοιπόν μια διαλεκτική ικανότητα να «συζητάει» το γενικό πρόβλημα της φύσης του σύγχρονου Λόγου. Πώς; Μα με μια επικίνδυνη άσκηση που οδηγεί τη γλώσσα στις πιο σκοτεινές και ανήσυχες επιφάνειες του κόσμου των συνειρμών, σε μια εφιαλτική ταξινόμηση των νοημάτων που υπογράφεται απ’ το πικρό κέφι της μέθης και του αυτοσχεδιασμού. Εδώ το λεκτικό ιδίωμα γίνεται ένας κήπος όπου βλασταίνει η απάνθρωπη μοίρα της Βαβέλ (στην οποία είναι ταγμένος κάθε αληθινός ποιητής απ’ την ημέρα που «οι λέξεις άλλαξαν νοήματα και τα νοήματα λέξεις»), ένα θησαυροφυλάκιο όπου περιφέρεται σαν διάφανο άρωμα η κατάρα μιας ευαισθησίας που έγινε άπληστη.

     Η ποίηση μεταμορφώνεται έτσι σε μια μαγεία που διδάσκει όχι πια τη μηχανιστική πίστη στο πνεύμα, αλλά τα πολύπλοκα μυστήρια του λεξικού, δηλαδή τα αινιγματικά κλειδιά της ευφράδειας, της δεξιοτεχνίας και της φιλαρέσκειας, όπου έχει μεταναστεύσει, επίσημα πια, αυτό που ονομάζουμε υπαρξιακό όραμα. Ναι, για τη σύγχρονη ποίηση το λεξικό δεν είναι, πια παρά μια απαρίθμηση των φετίχ, μια εφιαλτική αλληγορία της αϋπνίας όπως: η μνήμη για τον Μπόρχες, ένας ερειπωμένος κόσμος όπου τριγυρίζουν εξαγριωμένα τα φαντάσματα της Σημασίας.

     Το να μιλήσει κανείς για τον Καρούζο σημαίνει λοιπόν να αναφερθεί σ’ έναν άνθρωπο για τον οποίο η ακοή είναι μια μαγική καταδίκη όπως η αφή για το Μίδα. Η γλώσσα γίνεται ένα παραλήρημα που στεγάζει τη γοητεία κι όχι πια την αξία της καλής πρόθεσης. Οι λέξεις δεν είναι μνημεία της έγνοιας, αλλά υποσχέσεις του πειρασμού. Και η ποίηση (ακριβώς στην περίπτωση του Καρούζου) γίνεται με τη σειρά της το πιο αιματηρό κεφάλαιο στην Ιστορία της τέχνης: ένας χώρος που η έμπνευση δεν θυσιάζεται στις απαιτήσεις του ντεμοντέ και του φιλάνθρωπου διαλόγου, αλλά στα θαυμαστά μοναχικά παιχνίδια της ειρωνείας, της περιπέτειας και της ιδιοφυίας.

ΛΟΓΙΚΗ  ΜΕΓΑΛΟΥ  ΣΧΗΜΑΤΟΣ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13/9/1989

«ΛΟΓΙΚΗ Μεγάλου Σχήματος» είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Νίκου Καρούζου («Ερατώ») που περιέχει 15 καινούργια ποιήματα και 7 ζωγραφιές φτιαγμένες από τον ίδιο. Οι ζωγραφιές αυτές μπορεί να είναι απλώς στολίδια, μπορεί όμως να είναι ποιήματα χωρίς λέξεις, νοηματικά παιχνίδια σε μια χρωματική κλίμακα, μέσα από τη σιωπή της οποίας ξεπετάγονται λουλούδια και καρποί. Δεν είναι εύκολο να πούμε με ακρίβεια.

     Έχω ξαναγράψει σ’ αυτή τη σελίδα για τον Νίκο Καρούζο και θέλω να επαναλάβω εδώ, επωμιζόμενος όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας εκτίμησης, ότι κατά τη γνώμη μου, που με τα χρόνια εξελίσσεται σε πεποίθηση, ο Καρούζος, σε ό,τι αφορά την ποίηση, αποτελεί τη σημαντικότερη φυσιογνωμία της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς-μια άποψή που, απ’ ό,τι ξέρω τη συμμερίζονται κι άλλοι εκτός από μένα, και προς χάρη της οποίας εμείς οι λίγοι (;) θα πρέπει να δώσουμε μια μικρή μάχη.

     Αλλά τί είδους μάχη; Ίσως είναι μάταιο να προσπαθείς να ερμηνεύσεις την ποίηση, εκτός κι αν αγνοούμε εδώ τη φιλολογική της ερμηνεία-μια εργασία πού, παρά το κύρος και το επιστημονικό της υπόβαθρο, δεν διαφέρει σε ύφος από το να λύσεις σωστά ένα δύσκολο σταυρόλεξο. Αλλά η ίδια η ουσία της ποίησης είναι μια ομίχλη. Είναι ένα είδος μαγείας, μια Καθαρή Μορφή, μέσω της οποίας οι λέξεις μπορούν να δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Δεν υπάρχει τρόπος ν’ αποδείξουμε ποια ή τί είναι η καλή ποίηση. Ο Σεφέρης έφτασε βαθύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο στο έργο του Κάλβου με τη διαπίστωση ότι «… κατά βάθος είναι άλαλος…» Ήθελε να πει ότι ο Κάλβος τείνει στη σιωπή όσο κι ένα ρυάκι που καταλήγει στο πουθενά και που ο παφλασμός του δεν είναι πια παρά μια ηχώ. Εννοούσε, δηλαδή, ότι μια τέτοια γλώσσα, τόσο ιερατική και ερμητική, ήταν ο αντίλαλος του εαυτού της, μια σκιά, όχι κάτι το αληθινό. Πραγματικά, αυτή είναι ακριβώς η γοητεία του Κάλβου, αλλά για να καταλάβει κανείς τη διατύπωση του Σεφέρη, θα πρέπει να έχει ήδη καταλάβει τον Κάλβο, αλλιώς μοιάζει με παραδοξολόγημα.

     Το πρόβλημα της κριτικής είναι ότι αποτελεί μια τέχνη που τείνει να ταυτιστεί με το αντικείμενό της. Έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πεις σε κάποιον κάτι και να το καταλάβει αν ήδη δεν το γνωρίζει κατά κάποιο τρόπο. Μπορείς να καταλάβεις την κριτική μόνο αν έχεις καταλάβει το έργο. Τέλος, οτιδήποτε έχει γραφεί γύρω από την ποίηση είναι κατώτερο από την ίδια την ποίηση.

     Για την ποίηση του Καρούζου λοιπόν δεν θα μπορούσα να γράψω τίποτα πιο ουσιαστικό απ’ αυτό που εκφράζουν τα ίδια τα ποιήματα. Διαβάστε τον «Υπνόσακο» και τα «Χορταριασμένα Χάσματα». Η γνώμη μου είναι ότι δεν θα ήταν σκόπιμο για κάποιον που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με το έργο του Καρούζου να ξεκινήσει το διάβασμα με τη «Λογική Μεγάλου Σχήματος» ή με κάποιο άλλο από τα τελευταία του βιβλία. Ακόμα κι ο μυημένος αναγνώστης πέφτει σε μια περιοχή φιλοσοφικών παράδοξων και λεκτικών κατασκευών που τον κάνουν πιθανόν να νιώθει ότι τα ελληνικά του είναι ελλιπή κι ότι οι απόψεις του για τη σωστή ανάγνωση ενός ποιήματος είναι ανίσχυρες ν’ αντιμετωπίσουν το μέλλον. Καθώς περνάνε τα χρόνια, ο Καρούζος βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια απώτερη κατάσταση της συνείδησης, που μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο με ακροβασίες, με υποθέσεις και πειραματισμούς. Κάποτε τα ποιήματά του έμοιαζαν με ιστορίες, μικρές και μεγάλες αστραπές συγκίνησης, σε ραψωδικό τόνο, που φωτίζουν παράξενες καφκικές καταστάσεις, παραμυθένιες και αλλόκοτες. Ο «Βαρβαρόσσα» είναι ίσως απ’ τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ στα ελληνικά. Αργότερα ο Καρούζος ακολούθησε μια πορεία σαν αυτή του Κάμινγκς. Έφτασε σ’ ένα είδος ακραίας ποίησης, αποξενωμένης από κάθε συμβατικό νόημα. Είναι ποιήματα που μοιάζουν με χρησμούς και ξόρκια.

     Δεν διέπραξε κανένα λάθος αισθητικής ή άλλου είδους σ’ αυτή την πορεία. Τη διέτρεξε με τρόπο οδυνηρό αλλά τέλειο. Αν μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα μοιάζουν με την πρώτη ματιά ακατανόητα, ας σκεφτούμε τι μπορεί να λένε για τη ζωή μας. Είναι ένας γρίφος; Είναι ένας μύθος που τον ζούμε με τα μάτια των άλλων; Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τα σκιρτήματα της ζωής, δεν μπορούμε όμως να κατανοήσουμε την ουσία της.

     Αυτό λέει η ποίηση του Καρούζου και προχωράει με τραγούδια και αινίγματα προς το σκοτάδι, ξετυλίγοντας ένα νήμα που την άλλη άκρη του την κρατάει ο Ηράκλειτος.

       «ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΚΟΚΚΙΝΑ;  ΒΛΕΠΕΙΣ ΛΕΥΚΑ»

Τα τελευταία κείμενα του Νίκου Καρούζου

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Τετάρτη 25/9/1991 (ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΙΒΛΙΟ)

Νίκου Καρούζου: Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο «Ίκαρος»

    Η ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ είναι μία χαρά για τους δημοσιογράφους (η λογοτεχνική πλευρά της αποκλειστικότητας ποτέ δεν υποτιμήθηκε) και πιθανόν για τους εκδότες (όχι πάντα), καθώς και μια αφορμή ανεκδήλωτης ή απωθημένης λύπης για τους συγγραφείς (παρότι συχνά συγκατατίθενται σ’ αυτή την πρόβα) γιατί βλέπουν εκείνο το γεγονός που κυοφόρησαν και ονειρεύτηκαν σαν ένα Όλον να διαμελίζεται. Η έκδοση ενός βιβλίου είναι για το συγγραφέα ένα γεγονός λυτρωτικό και ταυτόχρονα επικίνδυνο (διότι νιώθει να πετάει ξαφνικά στο κενό), ένας παράδοξος τοκετός ταυτόχρονα πανηγυρικός και μελαγχολικός. Βλέποντας ίσως να δημοσιεύονται εδώ μερικά από τα κείμενα του τελευταίου βιβλίου του Νίκου Καρούζου, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, ένα χρόνο ακριβώς μετά το θάνατό του, διαισθάνεται κανείς την ανυπαρξία αυτής της μικρής προσωπικής συντέλειας του κόσμου, που είναι για κάθε συγγραφέα η έκδοση ενός καινούργιου βιβλίου, το τέλος ενός κόσμου επαγρύπνησης και η αρχή ενός νέου. Ο Καρούζος προετοίμασε τη (λογοτεχνική) διαθήκη του ένα χρόνο πριν και πέθανε δίχως ίχνος αυτοεγκατάλειψης και χωρίς καμιά αγανάκτηση για την απότομη και υποχρεωτική συμπύκνωση της ζωής του μπροστά στο θάνατο, μόνο με μια εντεινόμενη αίσθηση ότι η ζωή είναι ένας γρίφος, μια έκπληξη διαρκείας, ένας ταυτόχρονα εύθυμος και μακάβριος παραλογισμός. Του θανάτου το κατώφλι το πέρασε πιστεύοντας απλώς (και πολύ σεμνά) ότι κάποιος ή κάτι του αφαίρεσε το δικαίωμα να εμβαθύνει στα μυστικά της ζωής. Δεν πειράζει!

     Ακόμη περισσότερο εντυπωσιακό είναι ότι αυτά τα κείμενα (με το γενικό τίτλο Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο), που γράφτηκαν ακριβώς γύρω από την έμμονη ιδέα ενός κύκνειου άσματος, δεν αναφέρονται στο θάνατο παρά με τον ίδιο εκείνο αιώνιο, παράξενο τρόπο του Καρούζου, που ήταν ο τρόπος κάποιου που επικοινωνεί με τον Κάτω Κόσμο καθισμένος στο καφενείο, όπως ο Αρτώ. Εν ολίγοις ο Καρούζος έγραψε τα τελευταία αυτά ποιήματα με τον ασυγκράτητο  μεταφυσικό ενθουσιασμό που είχε γράψει όλα τα προηγούμενα. Ήξερε ότι τα ποιήματα είναι μνήματα και ότι ο καρκίνος ήταν ένα κόλπο της φύσης που ο ίδιος προκάλεσε με το να ψάχνει διαρκώς τι είναι εκείνο που διαχωρίζει τους ανθρώπους από την Ουσία τους. Πέθανε ίσως επειδή μολύνθηκε από το θάνατο στη διάρκεια της επίμονης ενασχόλησης μαζί του.

     Θα μου πείτε, όλα αυτά είναι θεωρίες λιγάκι ποιητικές και αυθαίρετες. Ίσως να είναι. Αλλά τι άλλο να πει κανείς για κάποιον που περιμένει να πεθάνει, γράφοντας:

Μαίνομαι στο ηλιοβασίλεμα με

    βυσσινί μυαλό μου.

Αν ήμουνα πορτοκαλί

συμπέρασμα θα ‘χα

εγκυμοσύνη.

Νομίζεις κόκκινα; Βλέπεις λευκά

φορούντες;

Μήπως υπάρχει πράσινο στη λέξη

Κακοθεϊα;

Μα τι λέτε κύριε!

Τότε λοιπόν το καφετί σε

    ενέργεια το μαύρο!

Σε περιβάλλω κίτρινο.

Κι αν είχα λαδοχρώματα μεγάλη

   ερυθρότητα!

Τέτοια γενειάδα το γαλάζιο που

     τρελαίνει…

Μοβ από φτώχεια χωρίς έλεος μοβ

     από Λένιν.

     Ας πούμε ότι τα χρώματα είναι επιρρήματα, όπως ο Καρούζος. Ήταν λοιπόν στιγμές που νόμιζε άσπρα και στιγμές που νόμιζε μαύρα και στιγμές (οι καλύτερες) που σκεφτόταν σ’ εκείνο το μήκος κύματος που αποτελούσε τη διαύγεια κάποιου βαθύτερου νοήματος, αποκαλυπτικά ωραίου και ανησυχητικά στριφνού. Ο ίδιος έβλεπε συχνά την αγιότητα της Φύσης σαν μια κωμωδία, όχι επειδή ήταν ιερόσυλος (αντιθέτως!) αλλά επειδή πίστευε ότι η αγιότητα δεν είναι του κόσμου τούτου ενώ εμείς είμαστε. Ό,τι έκανε κι ό,τι έζησε ήταν μια παρωδία της αγιότητας: οράματα που προκαλούν η αυτοσυγκέντρωση και το αλκοόλ. Και το λέω αυτό για να προλάβω πιθανόν κάποιες λανθάνουσες τάσεις να αναγορευτεί άγιος της πρώτης μεταπολεμικής λογοτεχνικής εικοσαετίας. Ανάλογοι σπουδαιοφανείς τίτλοι κατέστρεψαν τη φήμη πολλών ανθρώπων, του Παπαδιαμάντη συμπεριλαμβανομένου (ακούνε οι σημερινοί 15χρονοι ότι είναι ο άγιος των γραμμάτων και σκέφτονται: «Δίκιο θα ‘χουν. Αφού δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, άγιος θα ‘ναι»).

     Αυτός θα ήταν ο δεύτερος θάνατος του Καρούζου. Πράγμα ανάρμοστο μια και ο ίδιος δέχτηκε κάτι περισσότερο από μια αντανάκλαση του θανάτου, τόσο του βιολογικού όσο κι εκείνου της πνευματικότητας αυτής της εποχής, που τον οδήγησε, όπως και πολλούς άλλους μεγάλους ποιητές, στο να φέρει την ποίηση στο κενό και στη σιωπή, στο παραδοξολόγημα και στο παιχνίδι με τελείως άναρθρες καταστάσεις:

Διακοπή; Νομίζω ναι.

Συνέχεια; Δεν το νιώθω.

Φόβος; Αλλά γιατί;

Μήπως όνειρα; Για τον Άμλετ.

Ασθμαίνοντας διακοπή

και ζήτω η ζωή λαγνοβοώντας

ζήτω

το Μέγα του Πραγματικού

Χρωματικό Παραλήρημα

ως τον Τάρταρο ζήτω. (…)

ελληνικά δεν έχει πια δεν έχει

     απαρέμφατα

μαγευτικός μου ενικός η άφατη

      αποσύνθεση

με κυανά φωνήματα

χορτώδη κεκραγότα ο γόος

 

εκεί η νόηση λαδόχορτο που η

     γραφή δεν πιάνει…

     Σημαντικότερο είναι λοιπόν να τον καταλάβουμε. Σ’ αυτό το τελευταίο, μετά θάνατον, βιβλίο υπάρχουν ήδη (ήδη ή ακόμη; τι να πει κανείς!) τα εκπληκτικά σημάδια μιας ξέφρενης διάθεσης για κατανόηση του κόσμου, αυτής που απολακτίζει το θάνατο και λέει:

Στον ουρανό οι δυνατότητες

είναι μόνο συναρπαστικές.

Καθώς κρεμόμουνα στον αέρα

κρατημένος από ένα κάτασπρο

     σύννεφο

σε μυθική οθόνη της φαντασίας

παρατηρούσα τις τιμές

των στοιχείων του αίματός μου

κι άκουγα μιαν εκθαμβωτική

     μουσική πράξη

σχεδόν εξωανθρώπινη

προς τ’ αριστερά στο γεωγραφικό

     χάρτη

στο σημείο που βρίσκεται το βουνό

     Τρόμος

τυλιγμένο πάντοτε μ’ αστραπές

και έκπαγλες καταιγίδες.

Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι

που έλεγε: ανήκουμε στα νερά (…)

ήρθε στο μυαλό μου ο Λεονάρντο

που ήξερε θεσπέσιες ειδήσεις απ’

      το σώμα.

Αυτές οι ειδήσεις απ’ το σώμα ήταν οι μόνες που έφτασαν εγκαίρως. Για του πνεύματος ειδήσεις θα υπάρξει διαμάχη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το μέλλον θα δείξει. Άλλοι λένε ότι το μέλλον είναι τώρα κι ότι ο Καρούζος υπήρξε πράγματι ο ποιητής που ήξερε τι έλεγε όταν έλεγε:

     Μήπως είναι κι ο θάνατος δικτατορία; Ή δημοκρατία; Θ’ αφήσω σε εκκρεμότητα το ερώτημα.

     Δεν ήταν ο τέλειος ποιητής, αυτός που λέει τα πάντα χωρίς να πει τίποτα. Ήταν ο αναπάντεχα συγκινησιακός ποιητής και μύστης, αυτός με τις πολλές αστραπές, αυτός που, κατά κάποιο τρόπο, είπε τα πάντα λέγοντας τα πάντα. 

                ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ  Ή  ΑΚΡΙΔΑ;

Εφημερίδα  ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ  Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 1991. (Κάθε ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΙΒΛΙΟ)

Νίκος Καρούζος- Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θέμελη

     ΑΠΟ ΤΙΣ εκδόσεις «Ύψιλον», κυκλοφόρησε με τη μορφή μικρού βιβλίου η «τελευταία», όπως αποκλήθηκε, συνέντευξη του Νίκου Καρούζου στον Κωνσταντίνο Θέμελη. Στο κείμενο της συνέντευξης κυριαρχούν απόψεις γύρω από τις έννοιες του Χρόνου και της Μνήμης, της απολίθωσης του εξωτερικού κόσμου και της ροής του εσωτερικού, της γλώσσας ως μοίρας του ανθρώπου και της απλότητας ως κατάκτησης. Μπορεί επίσης να βρει κανείς, εδώ, ένα διευκρινιστικό σημείωμα, ένα επίμετρο, φωτογραφίες του ποιητή, ορισμένα ποιήματα που ο ίδιος δήλωσε ότι αγαπάει, και μια συμβολική συμμετοχή του Αλέκου Φασιανού με δύο σχέδια. Αρκετά δεν είναι;

     Ναι, μόνον που εκκρεμεί το ερώτημα του εάν και κατά πόσο ωφελεί το να γίνεται έστω και μια τόσο ευγενική κατάχρηση των καρπών της αγάπης μας για έναν άνθρωπο και ένα έργο. Το ερώτημα δεν είναι πλατωνικό, είναι επίκαιρο. Εννοώ, τώρα, μετά το θάνατο του Καρούζου.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο των 50 σελίδων συγκεντρώνει ένα πλήθος από αντιφατικές ερμηνείες της πραγματικής ή υποτιθέμενης ωφέλειάς του. Σπάνια βρίσκεις βιβλία υπέρ της έκδοσης του οποίου να συνηγορούν τόσοι πολλοί λόγοι, όσοι ακριβώς επιβάλλουν την αναβολή της. Προσπαθώντας, κατά το δυνατόν, να σταθώ συνεπής προς έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, θα τολμήσω να θίξω το πρόβλημα ξεκινώντας από τα συναισθήματα που πιστεύω ότι θα έπρεπε να προκαλεί.

     Ικανοποίηση. Υπήρξε, και είναι ακόμη,  φυσικά ένας πολύ παρεξηγημένος καλλιτέχνης ο Νίκος Καρούζος: έζησε έντονα γράφοντας για το θάνατο και πέθανε με μια νύξη λατρείας για τη ζωή, καταπληκτικής ειλικρίνειας. Ένας άνθρωπος που ακροβατεί κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι πολύ εύκολα να θεωρηθεί αναξιόπιστος, γιατί είναι, σήμερα πια, τόσο έντονη η σχέση ανάμεσα στο βάθος του έργου και στην εικόνα του συγγραφέα, δηλαδή στον τρόπο ζωής, ώστε νιώθει κανείς τον πειρασμό να σκεφτεί ότι οποιοσδήποτε ξενυχτάει πίνοντας, προσπαθεί απεγνωσμένα να μιμηθεί τον Μποντλέρ.

     Η δύναμη της εικόνας είναι μακιαβελική. Αφού, για παράδειγμα, τα αγγλικά αστυνομικά μυθιστορήματα μας έπεισαν ότι ένας συγγραφέας καπνίζει πάντα πίπα, καλό είναι ένας συγγραφέας να μην καπνίζει πίπα, ώστε να μη μοιάζει με συγγραφέα, διότι δεν πρέπει να μοιάζει αφού είναι στ’ αλήθεια. Έτσι φτάσαμε στο να εκλαμβάνεται ένας ποιητής που έκανε τη ζωή του Καρούζου (και όλοι ξέρουμε τι είδους ζωή έκανε) σαν εκπρόσωπος της τάσης να μετατραπεί η λογοτεχνία σε φολκλόρ. Υπήρξαν πολλοί ευφυείς άνθρωποι που παρασύρθηκαν να υποθέσουν ότι κάποιος που συμπεριφέρεται μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί περισσότερο να αναπαραστήσει την παραδοσιακή αντι- κοινωνική εικόνα της ποίησης, παρά να μεταβάλει τις συνήθειές του σύμφωνα με το ουσιαστικό της περιεχόμενο.

     Αυτή είναι η πρώτη αιτία της αλλεργίας που παρουσίασε ένα μέρος του κοινού απέναντι σ’ αυτό το έργο, του οποίου ο συγγραφέας αυτό-περιορίστηκε με τρόπο τόσο επίμονα δραματικό ώστε λίγοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε ποτέ να είναι αυθεντικός.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ παρεξήγηση οφείλεται στο ίδιο το έργο. Ήταν ένα έργο που ξεκίνησε σαν ένας ψίθυρος πραγματικά γλυκός,  ωρίμασε, τόσο σαν τεχνική όσο και σαν έμπνευση, μέσα σ’ έναν ουρανό υπαρξιακής και φιλοσοφικής ευρυχωρίας, και κατέληξε σε τραγικά και ερμητικά λογοπαίγνια, σ’ ένα μείγμα απόγνωσης και ευφυούς ελπίδας για τη μοίρα του ανθρώπου, σ’ ένα κύμα αδιέξοδου, μεταφρασμένο σε ειρωνεία, σε μάχες λογικής παραλόγου και σε αναγραμματισμούς. Αυτό το τελευταίο τμήμα του έργου φάνηκε σε ορισμένους (σε πάρα πολλούς, είν’ αλήθεια: σ’ εκείνους που άρχισαν να διαβάζουν τον Καρούζο ξεκινώντας απ’ το τέλος) τόσο ακατάληπτο και καταθλιπτικό, δηλαδή τόσο ψεύτικο, ώστε το αντιμετώπισαν μ’ εκείνη την καχυποψία που περιγράφει ο Εγγονόπουλος στα «Κλειδοκύμβαλα». Πολύ άδικα βέβαια, διότι, όσο κι αν δεν μας αρέσει, όλοι οι σημαντικοί ποιητές (και συγγραφείς) φτάνουν κάποτε  στα άκρα του λεκτικού ιδιώματος, στα όρια της σιωπής, και στα παιχνίδια με την παραφροσύνη, που καμιά φορά εκπέμπουν λάμψεις ωραιότερες παρά ποτέ.

     ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ λοιπόν μπορεί να νιώσει κανείς σκεφτόμενος ότι ένα ακόμη βιβλίο σχετικό μ’ αυτό τον ποιητή συμβάλλει, με κάποιο τρόπο, στο να γίνει γνωστό και αντιληπτό εκείνο που πράγματι προσπάθησε να μας πει.

   Νιώθει όμως κανείς και λύπη για τη βιασύνη αυτού του μνημόσυνου, για το ότι το κείμενο δεν βρήκε τη θέση σ’ ένα πιο συνολικό βιβλίο (αν μπορώ να το ονομάσω έτσι), για τα λάθη στην εκτίμηση του αντίκτυπου που θα είχε και για τους υπερβολικά μελοδραματικούς τόνους του προλόγου που υπογράφει ο Κωνσταντίνος Θέμελης χωρίς να σκεφτεί ότι, όσο κι αν είναι ισχυρή και αυθόρμητη η αγάπη του για τον Καρούζο, όσο κι αν είναι ειλικρινής η πρόθεσή του, παραμένει ηθικά και λογοτεχνικά μετέωρη η προσπάθεια ν’ αναμείξει τον εαυτό του στο ιστορικό της επαφής με τον ποιητή, κατά τρόπο τόσο απροκάλυπτα δακρύβρεχτο και θυελλώδη. Λυπάμαι που το λέω.

     Ο ΚΑΡΟΥΖΟΣ απομακρύνθηκε από τους γύρω με την ελπίδα ότι θα τολμήσουν να τον πλησιάσουν αυτοί, κι έτσι κατέληξε μόνος του: εν ολίγοις, έσπειρε τριαντάφυλλα και θέρισε ακρίδες.

     Δεν ήταν δυσνόητο το έργο του, μόνο που έμοιαζε συχνά απρόσιτο λόγω της έντασής του, ήταν ένα πολύ δυνατό και παράξενο πικρό ποτό που δεν ταίριαζε σε νηφάλιες τύψεις και καθησυχαστικούς ελιγμούς ανάμεσα στην ποίηση και στις συνήθειες των διανοουμένων. Γι’ αυτό θα πρέπει να αγαπήσουμε-στην περίπτωση που θέλουμε να το κάνουμε-ένα τέτοιο περίφημο έργο, έστω και παράφορα, αλλά με σεβασμό προς τις συγκυρίες, με ψυχραιμία μπροστά στις εκδηλώσεις της αγάπης και, τελικά, μέσω εκείνης  της απόστασης που, παραδόξως, το φέρνει ακόμα πιο κοντά.

     Γι’ αυτό δεν ξέρω αν το βιβλίο με τη συνέντευξη είναι τριαντάφυλλο ή ακρίδα.

                ΤΑΞΙΔΙ  ΠΡΟΣ  ΤΑ  ΑΚΡΑ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ  Τετάρτη 29/6/1994, σ.48/4 (Τέχνης έργα)

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ: «Τα ποιήματα- Β΄» Ίκαρος, σελ. 585

      Δεύτερος τόμος των ποιημάτων του Νίκου Καρούζου κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες και μ’ αυτόν συμπληρώνεται η εκδοτική κάλυψη του ποιητικού του έργου: επίκειται η έκδοση ενός τρίτου τόμου με το σύνολο των πεζών. Περιλαμβάνει τις συλλογές: «Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας», «Ο ζήλος του μη- σχετικού με παροράματα», «Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα», «Φαρέτριον», «Αναμνηστική λήθη», «Αντισεισμικός τάφος», «Συντήρηση ανελκυστήρων», «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη», «Ερυθρογράφος», «Λογική μεγάλου σχήματος» και το κύκνειο άσμα «Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο». Καλύπτει το διάστημα 1979-1991.

     Για να το πούμε απλά, αυτός ο τόμος περιέχει συγκεντρωμένο το έργο της δεύτερης περιόδου του Καρούζου (μολονότι είναι πάντα παρακινδυνευμένο να μιλάμε για περιόδους με ακρίβεια διάκρισης  μεταξύ τους’ ο Καρούζος, για παράδειγμα, αναφερόταν σε τέσσερεις περιόδους, κάνοντας έναν υπαινιγμό για τις τέσσερεις εποχές της ποιητικής του ζωής: ωστόσο, εδώ, θα ιστορούσαμε να περιοριστούμε σε δύο: από το ξεκίνημα ως της ωριμότητα κι από εκεί ως το τέλος, σε όλη τη διαδρομή των πειραματικών αναζητήσεων).

     Ένα τέτοιο βιβλίο είναι πρώτα απ’ όλα χαρακτηριστικός προάγγελος του «τέλους κάθε πιθανής λογοτεχνίας», αυτής της αρρώστιας της εποχής, με άλλα λόγια της υπαρξιακής αγωνίας που οδηγεί τους πιο σημαντικούς συγγραφείς και ποιητές στα άκρα του λεκτικού ιδιώματος, πέραν της γλώσσας, στις παρυφές του άναρθρου, όπου εκείνο με το οποίο η λογοτεχνία συνδιαλέγεται δεν είναι η συγκίνηση αλλά η σιωπή. Είχα γράψει κάποτε πως ο Καρούζος πέθανε γιατί δεν είχε τι άλλο να πει, και σήμερα μια τέτοια σκέψη συνεχίζει να μου φαίνεται λογική. Στο βιβλίο αυτό, στον τόμο Β΄ ξεδιπλώνεται, με εκπληκτικές πράγματι κορυφώσεις, η ιστορία ενός μείζονος ποιητή που θέμα του υπήρξε εξ αρχής το αδιέξοδο. Πώς να εκφράσεις το πέρασμα του χρόνου (αιώνιο θέμα του Καρούζου), δηλαδή ένα παρόν που δεν υπάρχει; Πώς να εκφράσεις το σώμα που φεύγει, τη γλώσσα που δεν επαρκεί, τη μουσική που δεν πείθει, τη φύση που δεν αποκαλύπτεται, τους νεκρούς που δεν υπάρχουν (άλλο μεγάλο θέμα αυτά τα φαντάσματα), τη μέρα που δεν ανατέλλει, τη μοίρα που δεν σταθμίζεται; Πώς να εκφράσεις έναν Θεό που δεν επεμβαίνει στη διαλεκτική του έργου του; Με δυό λόγια: πώς να εκφράσεις το ίδιο το δεν των πραγμάτων; Η ποίηση του Καρούζου είναι μια εποποιϊα της αδυναμίας μας, ένα αρνητικό τραγούδι, μια μεγαλόπνοη αναζήτηση του ορίου όπου η γλώσσα και η ιστορία αναστέλλονται: ποτέ ποιητής δεν σφράγισε με τόση ευγλωττία τον αμίλητο χαρακτήρα του πραγματικού, την εγγαστριμυθία στη σχέση μορφής και ουσίας.

     Αυτό το βιβλίο μας εισάγει στο δράμα της ανέφικτης ερμηνείας του κόσμου μ’ έναν επίλογο της εποχής όταν μια τέτοια ερμηνεία ήταν ακόμη ποθητή, με μιάν ανταύγεια από το δραματικό φεγγοβόλημα του «Υπνόσακου» και των «Χορταριασμένων χασμάτων»: υπάρχει ακόμη εδώ μια τελευταία αναλαμπή δέους για τις δυνατότητες της γλώσσας και το θαυματουργό ρόλο του ποιήματος στην εξιλέωση. Ύστερα τούτη η βεβαιότητα διαλύεται σε αστάθμητες διακυμάνσεις των οποίων οι κανόνες οδηγούν στα άκρα: η ποίηση γίνεται ερμητική, απρόβλεπτη, σχεδόν ασυνάρτητη μέσα στην ιδιοφυΐα της’ η λέξη απορροφάται από το λογοπαίγνιο, η φράση αρπάζεται από ένα στιγμιαίο ίλιγγο. Εδώ δεν υπάρχουν πια ποιήματα, μόνο ποίηση’ μάλιστα, θα λέγαμε, απλώς στόχοι: ο στίχος είναι ένα είδος εξίσωσης δίχως συνέχεια, ένα αντικείμενο λησμονημένο μέσα στη μοναξιά μιας γλώσσας που έχει συντριβεί πάνω στη ματαιότητα της πρόθεσης: «Γιατί να γράφουμε ποίηση;» μοιάζει να λέει. Το αδιαπέραστο εκείνο «δεν» των πραγμάτων ξυπνάει εδώ όλους τους δαίμονες ενός λόγου ο οποίος τριγυρίζει μέσα στα ερείπια σαν ένας νεκρός που δεν μπορεί να βρει ησυχία: σάτιρα, χίμαιρα, πειράματα, αναγραμματισμοί και αυτόματη γραφή. Η λύπη θέλει να μιλήσει πλέον σε μια γλώσσα αμετάδοτη.

     Ο Καρούζος έζησε σαν ένα παιδί που μετατρέπει το σώμα της μητέρας σε παιχνίδι, και η μυθική μητέρα, εδώ, είναι πάντα η γλώσσα. Μ’ αυτό το παιχνίδι προσπάθησε να διασκεδάσει τον εσωτερικό καταναγκασμό της ατέρμονης ομιλίας, δηλαδή της λογοτεχνίας, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει, οι δεσμοί ήταν πολύ ισχυροί, το νήμα δεν κόπηκε: τότε πήρε αυτό το παιχνίδι για να το διαμελίσει, να το αποσυναρμολογήσει, να φτιάξει την παρωδία του, να βρει στα συντρίμμια την ελευθερία της σιωπής. Μας θυμίζει τη μοίρα του Μπέκετ και του Φερντινάν Σελίν.

     Κι ωστόσο, υπάρχει κάτι γαλήνιο σε τούτη την προσπάθεια και, παραδόξως, πολύ κατανοητό: αυτό το κάτι είναι η επίγνωση, το εξαιρετικά συγκροτημένο γνώθι σ’ αυτόν, η πρόγευση ενός θανάτου απαλλαγμένου από φόβο. Την ιδιαιτερότητα του μυαλού και του ταλέντου του ο Καρούζος δεν την έκανε όπλο αλλά ταυτότητα.  «Οι άρρωστοι ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους’ οι υγιείς είναι ίδιοι». Στην αγάπη του γι’ αυτό το έργο ένας ασκημένος αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει τη διαφορά της δικής του μελαγχολίας και να διδαχθεί από τον Καρούζο το σεβασμό που κάθε διαφορά απαιτεί.

               ΕΝΑ  ΚΟΡΙΤΣΙ  ΟΝΟΜΑΤΙ  ΜΑΡΙΑ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5/11/1997, σ. 34 (Βιβλίο)       

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ: Θρίαμβος χρόνου. Επίμετρο Ελισάβετ Λαλουδάκη. Εκδόσεις Απόπειρα.

     Η συλλογή αυτή («συλλογή» με την έννοια μάλλον του έργου ενός συλλέκτη), που εκδίδεται εφτά χρόνια μετά το θάνατό του Καρούζου λίγα σύντομα ποιήματα στην ουσία, γραμμένα όπως του χαϊκου, «γρατσουνιές στην επιφάνεια του χρόνου»- εισάγει μ’ έναν αναπάντεχο διακριτό τρόπο τον αναγνώστη της σε μια περιοχή περισσότερο βιογραφική παρά λογοτεχνική. Στην περίπτωση του Νίκου Καρούζου, ό,τι ονομάζουμε «ανέκδοτο», «αφανή», «αποκηρυγμένα» κ.λπ. δεν είναι παρά οι καρποί μιας αυθόρμητης χειρονομίας, μικρές χαριτωμένες δωρεές, σταθμοί στο παιχνίδι της αφιέρωσης: πρέπει να το αποκαλούμε «χαρισμένα». Τα έργα αυτά πολύ δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς εφάμιλλο του corpus, και ούτε γράφτηκε με τέτοια φιλοδοξία, ωστόσο δεν παύει να είναι διάσπαρτο από ζωηρές εκπλήξεις ποιητικής δυναμικής, που δικαιώνονται απ’ την ιδέα της δημοσίευσης με το παραπάνω: όλο το μεταφυσικό και λυρικό λεξιλόγιο είναι εδώ παρόν.

     Τέτοια ποιήματα κατέχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, στην Αθήνα και αλλού, αλλά χάθηκαν, άλλα ξεχάστηκαν, άλλα παρουσιάστηκαν κατά καιρούς σε σελίδες περιοδικών: κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Θα λέγαμε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τον τύπο της συγκυρίας που τα γέννησε, πώς αποτελούν από μόνο τους ένα είδος. Πρόκειται συνήθως για αστραπιαίους αυτοσχεδιασμούς δίχως την πρόθεση να ικανοποιηθούν τα αυστηρά λογοτεχνικά κριτήρια, όπου διακρίνονται εντούτοις εδώ κι εκεί, οι φωσφορίζουσες όψεις μιας περίφημης ποιητικής. Μετέχουν όλα τους σε μια κοινή ανάσα του εφήμερου, όμως αυτό το εφήμερο φέρνει τα ίχνη της αέναης δράσης ενός εξαιρετικά επινοητικού λυρισμού, μελαγχολικού, ριζοσπαστικού, βαθυστόχαστου ακόμη και σε ώρα ανάπαυσης. Όπως συμβαίνει με τα πάρεργα των περισσότερων συγγραφέων, τα «χαρισμένα» ποιήματα του Νίκου Καρούζου προσφέρονται για ένα κοίταγμα απ’ τη ρωγμή εκείνη που χωρίζει τη ζωή απ’ το κείμενο, την ποίηση απ’ τη βιογραφία, το έργο απ’ το τέχνασμα. Στα «έγκυρα» ποιήματα, οι ραφές δεν φαίνονται, η επιφάνεια είναι λεία: εδώ, ένα κριτικό βλέμμα μπορεί να αναγνωρίσει πού πιο εύκολα τους κανόνες, τις συμβάσεις, τις ρίζες του ύφους.

     Τα συγκεκριμένα ποιήματα αφιερώθηκαν (αφιερώθηκαν, πραγματικά, με έμφαση)σ’ ένα μικρό κορίτσι, που ο Νίκος Καρούζος δεν γνώρισε ποτέ, υπήρξε απλώς η κόρη ενός φίλου του και προς χάριν εκείνου συντελέστηκε η μονόπλευρη επικοινωνία, με την αντήχηση, πάντοτε, μιας φανερά συγκινημένης παρόρμησης. Αυτός ο φίλος, ο Σταύρος Καλάρογλου, συγκέντρωσε, εν ολίγοις, προς χάριν της κόρης του Μαρίας, το περιεχόμενο μιας παράξενης προίκας, φτιάχνοντας έτσι ένα είδος ανθοδέσμης με τα λουλούδια που της έστελνε κάποιος άγνωστος. Αυτά τα μηνύματα (κάτι σαν ραβασάκια που είναι συνάμα χρησμοί), πέρα απ’ τη συζητήσιμη λογοτεχνική τους αξία και σημασία, κεντρίζουν ήδη μιαν άλλη συζήτηση, εκείνη του πολιτισμού της λογοτεχνικής αφιέρωσης.

     Στην οξύτητα, της δυνατές αντιθέσεις, τους ξαφνικούς ιλίγγους της ποίησης του Καρούζου, ειδικά αυτής των τελευταίων χρόνων, μιας ποίησης οπωσδήποτε ερμητικής, «δυσανάγνωστης», δεν έπαψε ποτέ να υφέρπει η νοσταλγία του νηπτικού ιδεώδους, μια μεταφυσική της πενίας και της παραίτησης, η ίδια η ζωή του ερημίτη που στοχάζεται επίμονα τη ματαιότητα. (Ξέρουμε πως αυτός ο στοχασμός συνθέτει μια ολόκληρη θεωρία της φθοράς, της Ιστορίας, της παγίδευσης των ιδεών στον εκμετρούμενο χρόνο). Σε μια τέτοια προοπτική, και ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων, λίγο-πολύ πεζών περιστάσεων, η αφιέρωση μοιάζει να γίνεται, συμβολικά, η ίδια η μοίρα του ποιητικού γεγονότος. Σ’ αυτή την τόσο ζωηρά καλλιεργημένη απ’ τον Καρούζο φιλοσοφία της ακτημοσύνης (συγγενούς, συχνά, με τα ανακλαστικά της «σαλότητας» του μοναχισμού ή με τις εμπειρίες του ζεν), ο λυρισμός δεν μπορεί παρά να νοείται στην εκδοχή του της πληρότητας, παρά σαν ένα διαμεσολαβητικό αντικείμενο, δεν είναι δυνατόν να «κατέχει» κανείς το ποίημα εν είδει πιστοποιητικού φήμης ούτε επιτρέπεται να ελπίζει στη μουσειακή του ταρίχευση. Πρέπει το ποίημα να αναβοσβήνει στο στιγμιαίο παρόν της προσφοράς πρόσωπο με πρόσωπο, πρέπει ν’ αποτελεί τη μουσική μιας  συνάντησης. Το ποίημα νοείται μόνον ως δώρο.

     Όσο κι αν μια τέτοια εξιδανίκευση της ποιητικής χειρονομίας αδυνατεί να ενταχθεί ρεαλιστικά στην ιστορική μοίρα του βιβλίου, το οποίο δεν παύει να συνιστά εμπόρευμα, χρησιμεύει κάλλιστα σαν υπενθύμιση της ενέργειας του λογοτεχνικού γεγονότος, είναι ένας βαθύς υπαινιγμός για το ποια θα ήταν η χρήση του λυρισμού σ’ έναν υποδειγματικό κόσμο. Ειν’ αλήθεια πως αν ο Καρούζος διαμαρτυρήθηκε  για τη φτώχεια του (για την οποία ήταν επίσης πολύ περήφανος) το έκανε εν ονόματι της ποίησης, της έμμονης ιδέας, της «τρέλας» αν θέλετε, πάντως όχι από ντροπή για την ανύπαρκτη φορολογική δήλωση. Έτσι, στη συνήθειά του να δωρίζει ποιήματα (σε φίλους ή θαυμαστές ή οικοδεσπότες κοινωνικών εκδηλώσεων), στην πηγαία επιμονή του να το αφιερώνει (δεν το αφιέρωνε απλώς: προσέφερε το κάθε χειρόγραφο στην κυριολεξία σαν δωριζόμενο αντικείμενο) του άρεσε να βλέπει ένα κατάλοιπο της εποχής που το δώρο αντιπροσώπευε μιάν αξία συναισθηματική όχι συμβολική, πόσο μάλλον οικονομική. Δεν θα ‘μουν άραγε συνεπής προς την πιο ατράνταχτη συνθήκη της ποίησης αν έλεγα πως, ακόμη και τυπωμένο, ακόμη και μέσα στο βιβλίο, το ποίημα, κάθε ποίημα είναι το φάντασμα ενός δώρου;

     Στο νου μου έρχεται το «Για την Ελίζα», ο πιανιστικός αυτοσχεδιασμός του Μεγαλύτερου ανάμεσα στους μουσικούς, που γράφτηκε- χαρίστηκε με τον ίδιο τρόπο: δεν είναι καμιά μεγάλη σελίδα του ρομαντισμού, αλλά το θυμόμαστε ακόμη. Το κορίτσι που αναφέρεται απ’ τον Νίκο Καρούζο σαν η «μικρούλα και άγνωστη φίλη μου Μαρία» υπήρξε αποδέκτης ενός οιωνού, κι ας μην το ήξερε τότε ακόμη: πέρασε πλάι της σχεδόν την άγγιξε, μια μεγάλη, πολύ ψηλή, παράξενη σκιά, κάτι σαν άγγελος της κρυμμένης αλήθειας.

        ΕΥΓΕΝΙΟΣ  ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ

Σημείωση:

       Η έναστρη Νέκυα της Ποίησης ή Η Φωτογένεια της θλίψης της Κριτικής

       Δεν τον συνάντησα ποτέ στην ζωή μου, (μία φορά που ήταν να μιλήσει μαζί με τον Γιώργο Βέλτσο στην «αίγλη» του Ζαππείου στην Αθήνα αν η μνήμη δεν με απατά δεν ήρθε). Δεν έχω ακούσει την φωνή του στο τηλέφωνο. Ελάχιστες φορές τον έχω δει στην τηλεόραση. Μόνο φωτογραφίες του έχω δει σε έντυπα που υπήρξε συνεργάτης. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται και τον θεωρώ, έναν από τους σημαντικότερους κριτικούς της γενιάς του. Μία κριτική φωνή της γενιάς του 1970, που, μας έμαθε να αγαπάμε και να διαβάζουμε τον ποιητικό λόγο και το καλό και ποιοτικό βιβλίο.  Ευγένιος Αρανίτσης, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα (5/10/1955-) και εφόσον σύμφωνα με τους γραμματολόγους το καταληκτικό όριο της τρίτης μεταπολεμικής Γενιάς είναι το 1955, δικαιωματικά συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν. Ανελλιπής και σταθερή η κριτική του παρουσία στην πολιτική απογευματινή εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Τον διαβάζαμε απνευστί και με προσοχή, περιέργεια. Θαυμάζαμε το άπλωμα της σκέψης του, τον προσωπικό του τρόπο ανάγνωσης της Ποίησης. «Κλειστήκαμε» αρκετά βράδια μαζί του στο «Δωμάτιο με τις εικόνες» του, ονειρευόμενοι τον αστροφόρο λόγο του Οδυσσέα Ελύτη. Εξερευνήσαμε την «Αφρική» μαζί του. Μάθαμε τις «Λεπτομέρειες για το τέλος του Κόσμου».  Ταξιδέψαμε με την «Θάλασσά» του και άλλα του βιβλία, που κυκλοφόρησε από τότε που φανερώθηκε στα ελληνικά γράμματα. Ο Κερκυραίος ποιητής, δεν ήταν ο μόνος κριτικός που συνεργάζονταν με την παλαιά δημοφιλή εφημερίδα, (ούτε το μόνο έντυπο που δημοσίευε κείμενά του) ήταν όμως, η πλέον αξιοπρόσεκτη κριτική φωνή της. Είτε στης μικρής σε έκταση βιβλιοπαρουσιάσεις του, είτε στις ολοσέλιδες αναλύσεις του, είτε στους κοινωνικούς και άλλους σχολιασμούς του, η φωνή του Ευγένιου Αρανίτση μας έθελγε, εμάς τους νέους αναγνώστες της τέταρτης μεταπολεμικής γενιάς αναγνώστες και ιχνηλάτες του ποιητικού λόγου, της Γενιάς του 1980. Τους γεννημένους από το 1956 και εδώθε. Αγοράζαμε την παλαιά εφημερίδα στο σπίτι κάτι που σημαίνει ότι, η πνευματική και καλλιτεχνική μας ιδιοσυστασία και αναγνωστικές επιλογές προσανατολίστηκαν από την κριτική και πολιτική αρθρογραφία του εντύπου. Εκπαιδεύτηκε η ματιά μας από τα γραπτά των συνεργατών της. Φυσικά και των άλλων εντύπων που αγοράζαμε. «Τα Νέα», την «Καθημερινή», « Το Βήμα», το «Έθνος», την «Μεσημβρινή», την «Αυγή» κ.λπ.  Η σταθερή του σελίδα (εννοώ του Αρανίτση) κάθε Τετάρτη, «Βιβλιο-παρουσία» ήταν η αγαπημένη μας. Ενώ παράλληλα, αναζητούσα την κειμενογραφία του σε άλλα περιοδικά και έντυπα, αγόραζα τα βιβλία του. Όταν τα τελευταία χρόνια, δημιούργησα αυτήν την μικρή λογοτεχνική ιστοσελίδα , δεν έπαψα να παρέχω πληροφορίες  για το έργο του, να αντιγράφω-από το προσωπικό μου διασωθέν αρχείο αποκομμάτων εφημερίδων και περιοδικών-κριτικές του. Να τις αναρτώ για να τον γνωρίσουν οι νεότερες ηλικίες αναγνωστών. Σε αυτήν την Καλοκαιρινή καυτή περίοδο, μέσα σε μια πόλη που βράζει από την ζέστη και οι τοίχοι αχνίζουν  σκέφτηκα να μεταφέρω και τις υπόλοιπες βιβλιοκριτικές του ποιητή και κριτικού Ευγένιου Αρανίτση για τον ποιητή και την ποίηση, το άτομο Νίκο Καρούζο. Έχω αναρτήσει αρκετά σημειώματα για την ποίηση του Νίκου Καρούζου, όπως και κείμενα όπως προείπα του Ευγένιου Αρανίτση. Στο σημερινό, προσπαθώ να κάνω μία μικρή αποτίμηση της κριτικής παρουσίας του Ευγένιου Αρανίτση, και ακροθιγώς να θίξω την ποίηση του Νίκου Καρούζου. Δεν διαβάζω τα κείμενα του Αρανίτση σαν ειδικός ή φορτωμένος με πανεπιστημιακές «επαγγελματικές» ή άλλες περγαμηνές, αλλά, σαν ένας απλός αναγνώστης που χαίρεται την ελληνική και ξένη ποίηση και ταυτόχρονα, αναζητεί κριτικά κλειδιά για να ξεκλειδώσει τα μυστικά της και τους βαθμούς ερμηνείας της. Αυτά τα εφόδια ανάγνωσης της Ποίησης μας πρόσφεραν τα κείμενα και τα γραπτά του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση, όπως και άλλων ασφαλώς κριτικών φωνών της γενιάς του και παλαιότερων ελλήνων συγγραφέων. Η αποτίμηση είναι καθαρά προσωπική και γιαυτό ενδέχεται να είναι και λανθασμένη. Απέφυγα συνειδητά να συγκρίνω την κριτική γραφίδα του Ευγένιου Αρανίτση με άλλες κριτικές ομοτέχνων του, γιατί, δεν ήθελα να μπω σε ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης ή πρώτης ή δεύτερης καλύτερης και εγκυρότερης ερμηνευτικής γραφής. Ήθελα να δώσω όσο μπορώ τις δικές μου θετικές εντυπώσεις διαβάζοντας  και ξαναδιαβάζοντας τα κριτικά σημειώματα του Αρανίτση και να καταθέσω τις προσωπικές μου εντυπώσεις. Αξιολογήσεις που, από τότε που τον ανακάλυψα και άρχισα να τον διαβάζω παρέμεινα σταθερός «θαυμαστής» του. Είθε, στο μέλλον να ενδιαφερθεί εκδοτικός οίκος και να συγκεντρώσει, διαμερισματοποιήσει θεματικά τις κριτικές του και να τις κυκλοφορήσει αυτοτελώς. Ή να προβεί σε μία επιλογή τους. Όπως έχουμε με αρκετές άλλες σύγχρονές μας κριτικές φωνές, τώρα μάλιστα, που έχει αρχίσει η εκδοτική αποτίμηση των ποιητών και ποιητριών, συγγραφέων της Γενιάς του 1970 από δύο τουλάχιστον εκδοτικούς οίκους που γνωρίζω. Αν και, το σημερινό μάλλον πρόβλημα, εστιάζεται στο πραγματικό αναγνωστικό ενδιαφέρον των νεότερων ελληνικών γενεών με τα έργα αυτά- όχι και τόσο μακρινά τους-και όχι μία επιπλέον έκδοση που θα γεμίσει τα ράφια των βιβλιοθηκών ή θα σταθεί η αφορμή για μία επαγγελματική ανέλιξη στις πανεπιστημιακές σχολές και βαθμίδες. Τα όποια βιβλία αν δεν διαβάζονται, δεν συζητιούνται, δεν κοινωνούν με το ενδιαφέρον των ανθρώπων είναι εντελώς άχρηστα. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που καταστρέφονται με μεγάλη ευκολία τα Δάση. Η Φυσική χλωρίδα. Και πανίδα.

        Ιδιαίτερη και ιδιάζουσα η επίγεια παρουσία του ποιητή Νίκου Καρούζου, του ποιητικού του έργου. Μυστική ποιητική φωνή και ψελλίσματα ενός «Φτωχός εγώ ειμί και πένης» που ψέλνει ο παλαιός ψαλμωδός. Μας κληροδότησε ένα ποιητικό έργο διανθισμένο αρμονικά ή μάλλον χτισμένο με στοχαστικές και θεολογικές του verset, με αποφθεγματικές υπαρξιακών τόνων ρήσεις. Λεκτικά καντηλάκια δοκιμιακών του στοχασμών, οντολογικών προταγμάτων, ερωτημάτων δίχως απάντηση. Ή μάλλον απαντήσεων σκοτεινών, δυσερμήνευτων στον κοινό νου. Ένας ποιητικός λόγος που κινείται στο μεταίχμιο της φθοράς και της αφθαρσίας. Της ζωής και του θανάτου. Αυτής της λεπτής αόρατης για εμάς τους πολλούς συνοριακή γραμμή, που, μόνο η φωνή της Κασσάνδρας ή του μάντη Τειρεσία μπορεί να ερμηνεύσει.  Το προνόμιο αυτό, για την ακρίβεια το χάρισμα ευτύχησαν να το έχουν ορισμένοι, ελάχιστοι ποιητές. Όπως ένας Άγγελος Σικελιανός, ένας Οδυσσέας Ελύτης, ένας Νίκος Καρούζος.  Η ποιητική γλώσσα του Νίκου Καρούζου είναι μία μετατραυματική εμπειρία του ανθρώπινου όντος στην νέα δημιουργία που καλείται να ζήσει και να επιβιώσει ο νέος Αδάμ. Ο μεταπτωτικός Αδάμ που το περιβάλλον που οφείλει να ζήσει δεν είναι το αρχέγονο παραδείσιο, αυτών για το οποίο μας μιλούν οι παλαιοί θρησκευτικοί μύθοι και δοξασίες με την δομημένη τους ιεραρχία, αλλά μία άγνωστη, μυστική παραφθαρμένων χριστιανικών συμβολισμών Νέκυα. Η Ποίηση δεν είναι η πια η Ευρυδίκη των ρομαντικών καιρών αλλά, ο Λάζαρος που έχασε την ομιλία του στην επιστροφή του από τον Άλλο Κόσμο. Σε έναν κόσμο του σύγχρονου ερέβους που, τα φωσφορίζοντα σήματα του Κακού και της απώλειας σκιάζουν ακόμα περισσότερο τις σκιές των πεθαμένων στο βασίλειο του Άδη. Ο Νίκος Καρούζος είναι ο τελευταίος μυστικός ποιητής. Ο μυστικός μιάς γλώσσας που δεν κοινωνεί, που του αποκαλύφθηκε όχι από τον ευαγγελιστή προφήτη αλλά από το πρόσωπο Εκείνου που δεν διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του, ούτε στο φώς της ημέρας ούτε στο νύχτιο σκοτάδι. Είναι ο μυστικός της ακοινωνησίας των λέξεων. Της διάλυσης της νοηματικής τους λογικής. Του λογικού τους συμπεράσματος που, αγωνίστηκε να οικοδομήσει με θυσιαστικό πείσμα και αυταπάρνηση ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.  Την περίπτωση του ποιητή Νίκου Καρούζου, όπως και του ποιητή και κριτικού Ευγένιου Αρανίτση μάλλον κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να τους συνεξετάσουμε. Κάτω από την κοινή ομπρέλα της γλωσσολογίας όχι ως επιστήμης αλλά, ως ποίησης. Εκδήλωση και φανέρωμα του ποιητικού φαινομένου με το θετικό και αρνητικό φορτίο του. Τα έκδηλα εσωτερικά αυτοσυμπεράσματά του.  Μια γλωσσική Νέκυα λεκτικών σημάτων των εν ζωή ακόμα και της πλειονότητας των αφανών. Επώνυμων και ανώνυμων που, γεύτηκαν το φως της ζωής και ξεδιψούν τώρα στις φωσφορίζουσες σημάνσεις της γλώσσας. Των λέξεων που, δεν ανήκουν ούτε στο εδώ ούτε στο εκεί, αλλά στο μεταίχμιο της μνήμης, και της συγκίνησης της ποιητικής γραφής. Κοινό το ταμείο του Ποιητή και του Κριτικού. Σαν ένα είδος μαθητείας ενός γεροντότερου προς τον νεότερο. Που ίσως, δεν τον αμφισβητεί αλλά τον συνεχίζει με έναν άλλον τρόπο. Με ποιητικές προσλαμβάνουσες που μεταποιούνται σε κριτικό λόγο, κριτική σκέψη.

     Σε παλαιότερα σημειώματά μου, διαφόρων ημερομηνιών των τελευταίων δύο χρόνων όπως προανέφερα, έχω μεταφέρει και άλλα βιβλιοκριτικά σημειώματα για τον ποιητή Νίκο Καρούζο του Ευγένιου Αρανίτση που γνώριζα, είχα διαβάσει και είχα φυλάξει σε φάκελο. Αν τα εξετάσουμε συγκεντρωτικά αυτά τα σε ερευνητική συνέχεια σημειώματα, θα έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα του βλέμματος του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση για την ποίηση, το έργο και το πρόσωπο, τον χαρακτήρα του ποιητή Νίκου Καρούζου. Επιπλέον, θα έχουμε μία πολυδιάστατη θεωρία περί Ποίησης, περί της λειτουργίας της, του σκοπού και των οραματισμών της, της χρησιμότητάς της, της αξίας των μηνυμάτων της, των μηχανισμών της, με δύο λόγια, έχουμε έναν παράλληλο κριτικό λόγο περί Ποιητικής του ίδιου του Ευγένιου Αρανίτση. Περί της χρήσης της ποιητικής γλώσσας, της επιλογής των λέξεων, των δυνατοτήτων τους,  αυτών των λεκτικών σημάτων ενταγμένα μέσα σε μία ατμόσφαιρα φιλοσοφική, σε ένα κλίμα υπαρξιακό και οντολογικό. Χωρίς να προβαίνω σε άλλους συσχετισμούς, τα κριτικά σημειώματα του Αρανίτση ανακαλούν στη μνήμη τις γλωσσικές απόψεις του Μάρτιν Χάιντεγκερ για την ποίηση του Γκέοργκ Τράκλ αν δεν παρερμηνεύω τις δύο περιπτώσεις, και όχι ενός Βαλερύ. Τα κριτικά σημειώματα του Ευγένιου Αρανίτση δεν είναι «καθαρά» με την έννοια που θα σημειώναμε για άλλες παλαιότερες ή της γενιάς του κριτικές φωνές. Οργανωμένα στον κριτικό κανόνα και πλαίσιο. Είναι κριτικά σημειώματα που μπορούν να σταθούν και από μόνα τους ως «δημοσιογραφικού» τύπου κριτικά μοντέλα περί των μηχανισμών και της ουσίας του ποιητικού λόγου. Το δημοσιογραφικά με την έννοια του εντύπου που δημοσιεύονται και του χώρου που καταλαμβάνουν, και τον επίκαιρο σκοπό που υπηρετούν. Είναι κριτικά και ταυτόχρονα θεωρητικά κείμενα δίχως να υποσκάπτει η μία λειτουργία την άλλη. Η κριτική την θεωρία ή το αντίστροφο. Ούτε ασφαλώς και τον ποιητικό λόγο που εντρυφούν. Συνυπάρχει ο κριτικός με τον θεωρητικό λόγο ισότιμα και ισόκυρα. Τα κριτικά του κείμενα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο εσωτερικών και εξωτερικών αναφορών του, από δάνεια θεωρητικά στίγματα και σημαντικούς ποιητικούς κόμβους, πάγια στοιχεία που προέρχονται από το ίδιο το ποίημα, την ποιητική συλλογή, το βιβλίο που ο Ευγένιος Αρανίτσης έχει μπροστά του και μας παρουσιάζει, μας προτείνει με σεβασμό, εντιμότητα, ειλικρίνεια δίχως να χάνει την δική του αλήθεια (του κριτικού), διατηρώντας το ατομικό πάντα ύφος του. Οι προεκτάσεις της κριτικής του σκέψης εκπλήσσουν, το εύρος των γνώσεών του, της ποιητικής του παιδείας, ο γλωσσικός του πλούτος και η χρήση νέου λεξιλογίου. Οι λεπτές του διακρίσεις, οι διακριτές αποχρώσεις των ερμηνευτικών του επισημάνσεων, οι κοινόχρηστες και μη λέξεις που χρησιμοποιεί στην θεμελίωση των επιχειρημάτων του. Στην εδραίωση μιάς θεωρίας που δεν αυτονομείται από την κριτική του πρόταση. Οι σταθερές εσωτερικές ερωτήσεις που θέτει μέσα στα κείμενα επιβεβαιώνουν του κριτικού λόγου το αληθές και διευρύνουν το βάθος και το μέγεθος της κριτικής του σκέψης και θέασης των κειμένων που εξετάζει. Ερωτήσεις τόσο προς το ίδιο το κείμενο, τον ποιητή, όσο και εμάς τους αναγνώστες τους. Στο πως διαμορφώνουμε την αντίληψή μας καθώς αναλύουμε το ποίημα, τι να προσέξουμε στην συλλογή, που να επικεντρώσουμε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας. Πώς να συντονίσουμε τις άμεσες και έμμεσες ποιητικές εσωτερικές παραπομπές του δημιουργού. Να φωτίσουμε τι προσπαθεί να σκαρώσει η ποιητική του ιδιοφυΐα. Ενώ το κριτικό του βλέμμα ξεκαθαρίζει τα σκοτεινά σημεία της ποίησης του ποιητή που διαβάζει. Να μας αποκαλύψει τις ποιητικές επιχωματώσεις  της ίδιας της ποιητικής γραφής. Τις εσωτερικές διεκδικήσεις ποιητικών μονάδων που αφήνουν πίσω τους προγενέστερες καταθέσεις. Θαρραλέα μιλά για την θεματογραφία και την ποιητική τεχνοτροπία και φιλοσοφία του ποιητή Νίκου Καρούζου. Εκφράζει τις απόψεις είτε είναι θετικές ή αρνητικές, δεν έχει σημασία. Σε μία τόση σταθερή και «μακρά» σειρά κριτικών κειμένων και βιβλιοπαρουσιάσεων είναι εύλογο να μην είναι ευθύγραμμη ούτε η θετική ούτε η αρνητική κρίση. Εξάλλου, τι θετικό ή αρνητικό να πει κανείς όταν κινείται στο μεταίχμιο της καθόλου ζωής ή του φαινομένου του θανάτου. Ούτε η σιωπή δεν μπορεί να εκφράσει την περιπέτεια της θεϊκής αλαλίας. Σημασία έχει ότι οι θέσεις του διέπονται από αληθινή αγάπη τόσο προς τον ίδιο τον ποιητή Νίκο Καρούζο όσο και προς τις ποιητικές του δημιουργίες και ποιητικά κληροδοτήματα που μας άφησε πολλές φορές, δίχως να τον ενδιαφέρει και να τον αφορά.

 Έκοβα και κρατούσα-όσα μπορούσα-τα  αποκόμματα με τις  κριτικές του, τα σχόλιά του, τα κείμενά του Ευγένιου Αρανίτση. Μπορώ να πω, ανήκω στο «φαν κλαμπ» των γραφομένων του συγγραφέα και κριτικού κυρίου Ευγένιου Αρανίτση.  Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές κριτικές φωνές της ελληνικής κριτικογραφίας της εποχής μας. Μία κριτική φωνή με άποψη, θέση, παιδεία, ευρυμάθεια, πλούσιο λεξιλόγιο, ορθή κρίση για το τι είναι Ποίηση, ποια η λειτουργία της, οι μηχανισμοί της, η δομή της, ποιες λέξεις τις είναι αναγκαίες και ποιες όχι στην οικοδόμηση του ποιητικού αποτελέσματος. Ποιο το ποιητικό φαινόμενο στη διαχρονία του. Ο κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης διαθέτει πλούσια έκφραση, άνεση γραφής, πολύχρωμο και πυκνό ύφος, σπινθηροβόλο πνεύμα, οξεία κριτική σκέψη. Εξετάζει τόσο την επιφάνεια όσο και το βάθος των συλλογών, των ελληνικών και ξένων ποιημάτων, βιβλίων που έχει πάνω στο γραφείο του, όχι τόσο ως «ειδικός» όσο ως γνωρίζων καλά να διαβάζει τα ποιητικά έργα, να ανοίγει ουσιαστική κουβέντα μαζί τους. Να θέτει ερωτήματα που ίσως ακόμα, και ο ίδιος ο δημιουργός δεν έχει συλλάβει κατά την διάρκεια της ποιητικής του παραγωγής. Να δίνει απαντήσεις από κριτικό του σημείωμα σε κριτικό σημείωμα. Ο λόγος του οργανικά λειτουργικός κινείται σε μια ατμόσφαιρα υπαρξισμού, μιάς γλωσσικής οντολογίας άρρηκτα συνδεδεμένης με την ίδια τη ζωή, τις ανάγκες της, την φιλοσοφία της, την ποιητική λειτουργία ως έκφραση του πολιτισμού απέναντι στο σκοτεινό θαύμα της ύπαρξης. Κατάφορτος από εσωτερικά σήματα, ενδοποιητικές αναφορές όπως το έργο του Καρούζου. Πολύστικτων βιωμάτων ίσως και αντιφατικών, όπως είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Αρανίτσης γνωρίζει πολύ καλά τι μας λέει, γιαυτό και δεν φοβάται να το εκφράσει ευθαρσώς, να εκθέσει την δυναμική των θέσεών του, τις ομοτραπέζιες με τον ποιητή απόψεις του. Ακόμα και αν διαισθάνεται ότι μπορεί να ενοχλήσουν, να προκαλέσουν στους αναγνώστες μια γλυκειά θυμηδία. Ο λόγος του δεν είναι δυσνόητος, είναι κατανοητός για εμάς τους αμύητους, ακόμα και όταν τα κείμενά του έχουν μία φοβερή πυκνότητα ίσως και σε σημεία τους δισημία. Χρειάζονται μάλλον ειδική αρματωσιά και εξοικείωση, όμως δεν σε αφήνουν αδιάφορο, τουναντίον, σε ελκύουν από όποια πλευρά και αν τα πλησιάσεις με τα μικρά σου εφόδια. Σε διδάσκουν τα μυστικά της Ποίησης, του ποιητικού φαινομένου χωρίς πρόθεση διδασκαλίας.  Είναι μία κριτική σύγχρονη σκέψη που πηγάζει από μία οντολογική δεξαμενή, από λέξεις πολυσημασιολογικές γιαυτό και ορίζουσες το νόημά τους και κατ’ επέκταση της ποίησης. Η γραφή του δεν ξεμακραίνει από την πραγματική υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Μας μιλά για το φαινόμενο του θανάτου σαν να μας μιλά για το φαινόμενο της ζωής με την ίδια συνέπεια. Όπως και ο ποιητής Νίκος Καρούζος παίζει με το φαινόμενο της ζωής όπως και του θανάτου. Οι λέξεις είναι το παιχνίδι, η φωνή είναι ο λυγμός του θαύματος, η ποίηση είναι το άχρηστο συνοδευτικό εφόδιο  στο πέρασμά μας στην απέναντι όχθη. Ο ήχος και η σιωπή γίνονται ένα. Η εικόνα της λέξης και το αντεστραμμένο είδωλό της. Σημαίνον και σημαινόμενο οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, έχουν την ίδια αξία μπρος στην ηλιόλουστη αγνωσία μας. Στο παράλογο όχι του θανάτου αλλά του ίδιου του φαινομένου της ζωής. Αχερουσία η Ποίηση και οι λέξεις το κάλπικο νόμισμα που πληρώνουμε στον περαματάρη. Ο οβολός ο οξειδωμένος, που δεν εξαργυρώνεται. Το παίγνιο των αισθήσεων.  Ο Ευγένιος Αρανίτση πλησιάζει το κείμενο το διερευνά, και παράλληλα, οικοδομεί την ποιητική του θεωρία που συνήθως δεν απέχει από την ποιητική θεωρία του συγγραφέα που εξετάζει. Όπως γίνεται και με το έργο του ποιητή Νίκου Καρούζου. Είναι σαν να έχουμε δύο Ποιητικές αλληλένδετες εκδοχές του ίδιου αποτελέσματος, δίχως  αυτή του κριτικού να καλύπτει του ποιητή. Θαυμάζεις την ευστροφία της σκέψης του, την ευλυγισία της κριτικής του ματιάς, το βάθος των αναλύσεων του, την επιλογή της διαλεκτικής λεκτικής του τεκμηρίωσης. Γλώσσα δίχως μπουκώματα, χωρίς σκοτεινές πλευρές, παραπλανητικές, προτάσεις μακροσκελείς. Υπάρχει μία εσωτερική ισορροπία στα κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση, ενώ ταυτόχρονα έχουμε μια σταδιακή εξέλιξη των θέσεών του. Οι λέξεις του αντανακλούν ασκίαστες το νόημα του ποιητικού έργου που έχει μπροστά του. Οι προτάσεις του μακροσκελείς, παρ’ όλα αυτά, δεν διακρίνονται από μία επικίνδυνη ευθραυστότητα, όπως έχουμε σε άλλες κριτικές φωνές. Δεν θα ήθελα να κάνω αντιπαραθέσεις με άλλα πρόσωπα και κριτικά σημειώματα τρίτων. Δεν είναι μία κριτική γραφή περίκλειστη στον εαυτό της, η οποία επαναπαύεται στις δάφνες της αναγνωρισιμότητας της. Σίγουρα έχουμε νοηματικές ρωγμές, όχι όμως αγεφύρωτα εννοιών χάσματα τα οποία θα οδηγούσαν σε μία αναγνωστική παρανάγνωση του κρινόμενου έργου, της ποιητής συλλογής, παραπλάνησης του αναγνώστη. Η κριτική του σκέψη έχει μία ανθρωποκεντρική θεώρηση και αυτό, τουλάχιστον εμένα, μου αρέσει. Δεν είναι κατεψυγμένες θεωρίες περί ποιήσεως και των κρυφών νοημάτων της. Δεν είναι ψιθυριστή αποτίμηση ενδοποιητικών επιταγών, έχει ένα σταθερό τονικό βαθμό ήχου η κριτική του φωνή, διπλανής ομιλίας και συνομιλίας μαζί μας όπως και με τον κόσμο του ποιητή. Ο Ευγένιος Αρανίτσης αφού συνομιλήσει σοβαρά και με ειλικρίνεια με τον ποιητή ή συγγραφέα, μας μεταφέρει την χαρά και τα μυστικά της συζήτησής τους συνεχίζοντας την κουβέντα μαζί μας. Τα κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση είναι ένα εκθετήριο κριτικής σκέψης  περί Ποιητικής. Συνθέτει δίχως να εντυπωσιάζει, ερμηνεύει δίχως να είναι υπερβολικός, αναλύει δίχως να είναι απορριπτικός. Τα κείμενά του για τον ποιητή και τα βιβλία του Νίκου Καρούζου δεν είναι αντιφατικά, είναι συμπληρωματικά. Ο καλός και σημαντικός ποιητής ή ποιήτρια, δεν είναι ένα Τοτέμ που πρέπει διαρκώς να το προσκυνούμε δίχως αντίρρηση. Ή είναι τα ποιητικά πρόσωπα σύμβολα που προτείνουν ορισμένοι για όλους εμάς, που επιλέγουν για εμάς χωρίς εμάς. Ο Ευγένιος Αρανίτσης όπως και ορισμένες άλλες κριτικές φωνές, ξεφεύγει από αυτή την παραδοσιακή κριτική πεπατημένη «σχολή».  Ο Αρανίτσης είναι ενώπιος ενωπίω δίχως να διεκδικεί το ξεχωριστό δικαίωμα του κριτικού. Ο αποφθεγματικός φορές λόγος του Καρούζου οργανώνεται σε ένα ενιαίο όλον στα κριτικά κείμενα του Αρανίτση. Τα κείμενά του συγκινούν με την εσωτερική ζεστασιά της λογικότητάς τους. Έχουν μια παράξενη ομορφιά θανάτου, δηλαδή μιάς παράξενης συγκίνησης στον κοινό νου. Είναι πολυαξονικά ενώ έχουν κέντρο και περιφέρεια. Οι σκέψεις του μοιάζουν σαν «στιβάδες» που περιστρέφονται γύρω από τον ποιητικό πυρήνα και τα αποτελέσματά του. Και οι δύο, ο ποιητής και ο κριτικός, είναι φύση και ίσως θέση ασκητικές,  χωρίς να είναι αποσυνάγωγοι του κόσμου τούτου. Αν δεν κάνω λάθος στα κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση εμφωλεύει μία αισθητική της ποίησης και της ποιητικής της, που ομοιάζει με αυτή του ποιητή. Δεν ξέρω αν ο ποιητής Νίκος Καρούζος ήταν μία «παραφρονημένη» ποιητική διάνοια σίγουρα πάντως υπήρξε μια από τις ισχυρότερες ποιητικές φωνές του περασμένου ελληνικού αιώνα, και ο κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης μια κριτική συνείδηση που έζησε από κοντά τον ποιητή, με ευμένεια και γενναιοδωρία κρατά ζωντανή και ενεργή την μνήμη του στους μέλλοντες ποιητικούς αιώνες ενός Κόσμου που ο ποιητής και το ποιητικό φαινόμενο που παράγει του είναι εντελώς μα παντελώς άχρηστα και τα δύο. Είναι μία σύγχρονη αναγκαστική των πολιτισμικών μας συνηθειών «δερματίτιδα» που δεν ξέρουν πώς να την θεραπεύσουν οι σύγχρονοι καιροί. Η Ποίηση όπως και η Τέχνη είναι πλέον η επίσημη δικαιολογία για να σηκώσουμε το πλακάτ της κοινωνικής μας διαμαρτυρίας, η αναγκαία σύμβαση για τις δημόσιες σχέσεις μας. Η Ποίηση είναι η φαρμακία άλλων εποχών. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν σαλπάρει με τα πανιά της γιαυτό και δεν χρειάζεται να δεθεί στο μεσαίο κατάρτι και να αποφύγει τις φωνές των Σειρίνων που τόσο τον σαγηνεύουν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 26 Ιουλίου 2022