Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Μπρα ντε φερ με την εξουσία


      «Μπρα ντε φερ» με την εξουσία
Τίτος Πατρίκιος
Δεν μου αρέσει να κάθομαι στ’ αυγά μου

     Γιός κωμικών ηθοποιών, πνευματικό παιδί του Ρίτσου που «σκότωσε» τον «πατέρα» του για να τον ξανασυναντήσει ύστερα από πολλά χρόνια, συνιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», σπουδασμένος νομικός και κοινωνιολόγος, παλαιός αντιστασιακός, συνεργάτης πριν από τη δικτατορία με τον Κώστα Σημίτη στο δικηγορικό του γραφείο και φίλος (αλλά όχι «κολλητός») του Πρωθυπουργού, ο Τίτος Πατρίκιος ανήκει στους ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι πραγματώνουν την έννοια του διανοούμενου με την κοινωνιολογική της σημασία. Παρεμβαίνοντας δηλαδή στο δημόσιο διάλογο-και όχι σαν ένας απλός σχολιαστής της καθημερινότητας-δίνοντας το «παρών» σε διάφορες κρίσιμες στιγμές της πορείας της χώρας, καταθέτοντας την άποψή του ή θέτοντας ερωτήματα με άνεση μεγάλη και με αμεσότητα. Και καταφέρνοντας να «ακούγεται» χωρίς να καβαλάει καλάμι και χωρίς να προκαλεί. Γι’ αυτές του τις ιδιότητες, για την πλευρά του bon vireur που έχει, για τα στεγανά που δεν δέχεται, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Μήπως τελικά παράγιναν στενές οι σχέσεις του με την εξουσία;
     «Με την εξουσία, είτε το ξέρουμε είτε το αγνοούμε είτε το θέλουμε είτε όχι, πάντα έχουμε σχέσεις. Αφού η εξουσία είναι και η έκφραση της δικής μας συμμετοχής στο κράτος. Το αίτημα είναι λοιπόν για έναν άνθρωπο των γραμμάτων να η γίνει κρατικοδίαιτος. Να μη δεχτεί επιδόματα, αργομισθίες, αλλά να διεκδικήσει την αμοιβή της εργασίας του. Διότι και η λογοτεχνική παρουσία είναι εργασία. Έπειτα, αν τύχει και συμφωνεί σε κάποια φάση μαζί με την εξουσία, να μην αμβλυνθεί τόσο η κριτική του ένταση, ώστε να μετατραπεί σε λιβανιστή της. Και τέλος, να μην πιστέψει πως θα μπορέσει να την ανατρέψει με τα γραπτά του και μόνον.
     Οι ποιητές, οι φιλόσοφοι δεν βασίλεψαν ποτέ όπως ονειρεύτηκε ο Πλάτων και στις καλύτερες περιπτώσεις ανέστειλαν τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Αν λοιπόν κάποια στιγμή ένας άνθρωπος του πνεύματος κάνει μια χειραψία με την εξουσία πρέπει να ξέρει το εξής: ότι η χειραψία γρήγορα θα μετατραπεί σε «μπρα ντε φερ». Γιατί η εξουσία δεν είναι ποτέ αθώα. Δίνοντας λοιπόν το χέρι σου, πρέπει να είσαι σε εγρήγορση. Να το κρατάς ψηλά, γιατί η εξουσία θα προσπαθήσει να σου το κατεβάσει, να σε δελεάσει. Αλλά να μην έχεις και τη βλακώδη φιλοδοξία να της το κατεβάσεις εσύ».
-Ούτε για λόγους συμβολικούς; Μήπως δηλαδή θα έπρεπε ο άνθρωπος των γραμμάτων πάντα να την αντιστρατεύεται;
«Ναι», λέει ο Τίτος Πατρίκιος.
«Αλλά τότε αφήνεις το χέρι και αρχίζεις να γράφεις. Η συμβολική αντιστράτευση γίνεται πολλές φορές φιγουρατζίδικη. Η ουσιαστική αντιστράτευση είναι να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, ώστε μέσα από το έργο σου, μέσα από τον ιδιαίτερο λόγο της λογοτεχνίας να μπορείς να αποτυπώσεις την εξουσία και να την αντιστρατευτείς αναπλαστικά. Όπως αναπλάθει τη ζωή η λογοτεχνία».
--
-Μα γιατί δεν κάθεται στ’ αυγά του αυτός ο Πατρίκιος;
Ας γράφει ποιήματα.
«Δεν μου αρέσει να κάθομαι στ’ αυγά μου. Πρώτον, διότι δεν είμαι κλώσα. Και δεύτερον, διότι πολλοί που κάθισαν στ’ αυγά τους, τα έσπασαν και λερώθηκαν πάρα πολύ άσχημα»
Δηλώνει με έμφαση στα «ΝΕΑ».
«Αυτού του τύπου η αυτοπροστασία ή ετεροπροστασία μου είναι αποκρουστική. Προτιμώ το ρίσκο και τον κίνδυνο να πέσω στη λούμπα. Καλύτερα να δοκιμάζει κανείς να προχωρήσει πάνω σ’ αυτήν την ταλαντευόμενη και γλιστερή σανίδα που ενώνει τις δύο άκρες του βαράθρου. Έστω και από περιέργεια, για να δει τι βρίσκεται απέναντι».
Αυτό το βιβλίο (η κυρία Μικέλα Χαρτουλάρη εννοεί το βιβλίο «Ίσαλο γραμμή» που μόλις είχε εκδοθεί) έρχεται σαν μια κίνηση συνεπής προς την όλη στάση του Τίτου Πατρίκιου. Ο οποίος πολιτογραφημένος αριστερός, μπήκε στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ, πολιτογραφημένος Έλληνας βρίσκεται συχνότατα στο εξωτερικό να συνομιλεί με άνεση με Γάλλους, Ιταλούς, Ισπανούς ή Γερμανούς, πολιτογραφημένος ποιητής γράφει άρθρα, δοκίμια, σχόλια, αναλύσεις και αφηγήματα.
«Δεν πιστεύω στις πολιτογραφήσεις. Πιστεύω στη ροή των ανθρώπων, αλλά όχι στις ριζικές μετατροπές τους. Και η πολιτική επιλογή που έκανα πέρσι τέτοιον καιρό, δεν με έκανε να αισθανθώ ότι έπαψα να είμαι αριστερός. Αντίθετα και ισχυρότερος Έλληνας νιώθω και ισχυρότερος ποιητής και ισχυρότερος αριστερός, αφού τις απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα δεν τις δίνουν οι δηλώσεις για τον εαυτό μας, αλλά η ίδια η ζωή μας. Επειδή όμως υπάρχει η τάση να σε βάζουν σε κουτάκια, το σημαντικό για μένα είναι να χαράζω εγώ-στον βαθμό που μπορώ-τα όρια μέσα στα οποία θα κινούμαι. Αλλά και να τα σπάω».
     Κι αυτό το σύνθημα «άνευ ορίων και όρων» του Εμπειρίκου που τόσο κολλάει στη σημερινή ηλεκτρονική κατάργηση των συνόρων; Ο Τίτος Πατρίκιος έχει ξεκαθαρισμένη άποψη:
«Μου φαίνεται φράση εντελώς ουτοπική. Γιατί αν δεν υπάρχουν όρια, όροι ή προϋποθέσεις ακυρώνεται και κάθε πάλη εναντίον των εξωτερικών καταναγκασμών-οι οποίοι δεν έχουν πάψει ποτέ να υπάρχουν».
-Μπορεί άραγε να επηρεάσει τα πράγματα ένας άνθρωπος των γραμμάτων; Σήμερα που κυριαρχούν η εικόνα και η μαζική ενημέρωση; Όσοι πιστεύουν ότι ο Τίτος Πατρίκιος θα πέσει στην παγίδα των μεγάλων λόγων, γελιούνται. Ξυπνά μέσα του ο κοινωνιολόγος και ο συστηματικός αναγνώστης και τονίζει:
     «Ποτέ ένας συγγραφέας δεν επηρέαζε με αυτόν τον τρόπο. Επηρέασαν ίσως αυτές οι συγκλονιστικές και πολύ σπάνιες περιπτώσεις, όπου ένας κρυσταλλωμένος λόγος ενέπνευσε λαούς και πολιτισμούς ολόκληρους και τους οδήγησε να τροποποιήσουν όχι τα πράγματα, αλλά την ίδια την Ιστορία. Παράδειγμα τα Ευαγγέλια, το Κοράνιο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ίσως ακόμη και το Κόκκινο Βιβλίο του Μάο. Αλλά αυτά δεν είναι έργα λογοτεχνικά. Ούτε η «Ιλιάδα» ούτε ο «Δον Κιχώτης» ούτε τα έργα του Σαίξπηρ ή του Γκαίτε τροποποίησαν τα πράγματα. Κι ας μην υπήρχε τηλεόραση. Διότι η δουλειά του συγγραφέα είναι κάτι άλλο. Όχι να οδηγήσει τους ανθρώπους στη μεταβολή του κόσμου, αλλά να οδηγήσει τη συνείδηση των ανθρώπων στο να συλλάβει πως μεταβάλλεται ο κόσμος. Και σε τρίτο επίπεδο να επηρεάσει-εάν μπορέσει ποτέ-τον κόσμο. Μην ταυτίζουμε λοιπόν το λογοτεχνικό έργο με άλλες μορφές λόγου, που ενεργοποιούν ευθέως τις συνειδήσεις. Από την εποχή του Κάφκα π.χ. δημιουργήθηκαν πλήθος γραφειοκρατικά τέρατα, αλλά χάρη στον Κάφκα φοβόμαστε λιγότερο το γραφειοκρατικό τέρας. Πρώτα λοιπόν εγώ πιστεύω στην πρακτική χρησιμότητα της λογοτεχνίας. Και η λογοτεχνία είναι «χρήσιμη» στον βαθμό που μας βοηθάει όχι ενδεχομένως  να αλλάζουμε τα πράγματα, αλλά να αναπροσαρμόζουμε την ίδια μας την ζωή μέσα στα πράγματα».
--
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ:ΕΙΚΟΣΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΑΛΟ ΓΡΑΜΜΗ
Τίτος Πατρίκιος, Δεν μου αρέσει να κάθομαι στ’ αυγά μου. Συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 1997, σελ. 4-5/26-27. Στις σελίδες «ΠΑΝΟΡΑΜΑ»
Σημειώσεις:
     Σε μια εβδομάδα έχουμε βουλευτικές εκλογές στην χώρα μας. Εμείς οι απλοί φορολογούμενοι πολίτες θα προσέλθουμε στις κάλπες για  να εκλέξουμε τα άτομα που θα μας εκπροσωπήσουν στο νέο κοινοβούλιο και θα κρατήσουν το κυβερνητικό πηδάλιο της χώρας. Θα εκλέξουμε μέσα από συγκεκριμένους κομματικούς σχηματισμούς και ομάδες, τα πρόσωπα που θα στείλουμε στην κυβέρνηση, την μείζονα ή ελάσσονα αντιπολίτευση. Θα εκλεγούν πρόσωπα που έχουν δοκιμαστεί τα δέκα αυτά χρόνια της μνημονιακής κρίσης, πρόσωπα φθαρμένα ή άφθαρτα από την διαχείριση της πολιτικής κυβερνητικής ή αντιπολιτευτικής εξουσίας, και θα αποκλειστούν άλλα. Δυστυχώς, δεν θα ψηφίσουν οι Έλληνες του εξωτερικού, που διαμένουν μόνιμα σε άλλες χώρες-ηπείρους, ούτε και οι νέοι και οι νέες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό εξαιτίας της κρίσης και της κοινής μας πτώχευσης. 
Θα διαπράξουμε και πάλι, για ακόμα μία φορά το ίδιο λάθος; Δηλαδή θα σκεφτούμε πριν την κάλπη το κοινό καλό και όχι το ιδιοτελές συμφέρον μας; Θα μας εκπροσωπήσουν άτομα εγνωσμένης καθαρής πολιτικής συνείδησης και διατεθειμένα να «σπάσουν αυγά» ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το κόμμα; Ή θα εκλέξουμε και πάλι υποψηφίους βουλευτές και βουλευτίνες που θα εκφράσουν ξανά τις ίδιες, κουραστικές και ζημιογόνες πολιτικές και κοινωνικές μας παθογένειες σαν λαός; Η κάλπη, δηλαδή η πολιτική, η δικαιοσύνη και η ιδεολογία, δεν είναι τυφλή. Έχει προσδιοριστικό όνομα, έχει επιλεκτική θέση και κρίση, κάνει επιλογές ανάλογα με το στενό της συμφέρον, μεροληπτεί. Για να κερδίσει την εξουσία και να την διατηρήσει. Οι ίδιες κοινωνικές και πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις, ισχύουν και για το εκλογικό σώμα, δηλαδή τον λαό, όλους εμάς.Τον λαό που δεν είναι ανεύθυνος των όποιων επιλογών του. Που ανέχεται ή αποζητά ρουσφέτια και ανταλλάγματα για ίδιον του καθενός και κάθε μίας όφελος. Ένα πολιτικό αλισβερίσι που διατηρεί το εκκρεμές της πολιτικής διακυβέρνησης πάντοτε σε κίνηση. Ανέκαθε, όταν "κινδυνεύει" το κρατούν πολιτικό και κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, οι λέξεις είναι οι ίδιες: «Η πατρίς τελεί εν κινδύνω». «Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης». «Υπάρχει κίνδυνος σύρραξης με τους γείτονες». «Άδεια ταμεία παραλάβαμε». «Εμείς, είμαστε καλύτεροι και αποτελεσματικότεροι στην διαχείριση από τους προηγούμενους». «Θα στηθούν ειδικά δικαστήρια για τα ενδεχόμενα οικονομικά σκάνδαλα της προηγούμενης διακυβέρνησης του αντιπάλου κόμματος». «Θα συνεργαστούμε εφόσον και αν δεχτούνε τις πολιτικές μας θέσεις, που για εμάς είναι κόκκινη γραμμή». «Όχι στην οικογενειοκρατία» αρκεί βέβαια να μην αφορά τα οικογενειακά πρόσωπα του δικού μας κόμματος. «Ναι στα νέα τζάκια». «Όλα στο φώς» (ακόμα και τώρα που έχει οικονομικά προβλήματα η ΔΕΗ. Για πληρώστε ένα λογαριασμό των ΔΕΚΟ στα ταμεία των τραπεζών. 3 ευρώ προμήθεια, η συναλλαγή, ακόμα και για την ΕΥΔΑΠ). «Παραλάβαμε χάος»,. «Θα καταργήσουμε τους αντιδημοκρατικούς νόμους των προηγούμενων». «Θα φέρουμε επενδύσεις». «Θα μειώσουμε τις κρατικές δαπάνες» και άλλες υποσχέσεις. Που, όπως λέει ο θυμόσοφος λαός, ήμουν νιός και γέρασα και αλλαγή δεν είδα. Σε μια εβδομάδα, θα δούμε πάλι μία από τα ίδια ή ισχνές χαραμάδες αλλαγής; Ότι αποφασίσει η κάθε τέσσερα έτη κάλπη για τους 300 της ελληνίδας Πηνελόπης.
     Το Κράτος και η Βία μας δίδαξε ο παππούς μας Αισχύλος στάλθηκαν από τον Πατέρα των Θεών και των Ανθρώπων τον Δία, να βασανίζουν αιωνίως τον φίλο και προστάτη των Ανθρώπων τον Προμηθέα. Παράξενη αλήθεια αυτή η συσχέτιση, της Θείας αρχής και εξουσίας με την Κρατική εξουσία και αρχή και την Βία.  Προφητικός ο λόγος του αρχαίου έλληνα τραγικού ή διαπιστωτικός; Η Ιστορία, έχει δώσει την απάντησή της στον συσχετισμό αυτό ενός παλαιού Ποιητή, του Αισχύλου. Ανεξαρτήτως αν εμείς δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε ή δεν θέλουμε να το συνειδητοποιήσουμε ή αποδεχτούμε.
Την δεκαετία του 1980, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης ο κύριος Κούβελας, απεκάλεσε λαπάδες τους ποιητές. Προφανώς σε σχέση με τους πολιτικούς που είναι πολιτικά «λαμόγια». Οι ποιητές, τι να πωλήσουν, τα όνειρά τους ή την φαντασία τους, Ούτε είναι αποτελεσματικά προιόντα αυτά στην πολιτική και κομματική κονίστρα, ούτε τρώγονται. Ούτε αξιοποιούνται. Είναι σαν τις τιμητικές θέσεις εν αποστρατεία προσώπων  στα ψηφοδέλτια επικρατείας. Τίγκα στο παράσημο. Μας τιμά με την παρουσία του ο τάδε ποιητής και συγγραφέας ή ο δείνα πανεπιστημιακός. Κάτι σαν τις βουτιές που κάνει ο θείος Σκρούτζ μέσα στο γεμάτο χρήμα θησαυροφυλάκιό του. Τα κόμματα, χρειάζονται πνευματικές γιρλάντες για να φωτίσουν την σκοτεινή συνείδηση της εξουσίας τους. Και μάλιστα, κατά περίσταση. Αλλιώς, άπαξ η τιμητική συνεργασία, και πολύ σου πάει «κακόμοιρε» ποιητή. Ξαναγύρνα στην ποιητική σου στρούγκα να γράψεις τις πολιτικές σου αναμνήσεις με ποιητικό τέμπο.
     Το ζήτημα της συνεργασίας των ανθρώπων του πνεύματος, των συγγραφέων, των καλλιτεχνών με την εξουσία και δη την κυβερνητική, και την συνεργασία τους μαζί της, είναι ένα ανοιχτό θέμα από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι απόψεις για την συνεργασία ή μη των καλλιτεχνών με τους κομματικούς σχηματισμούς διίστανται. Οι θέσεις που έχουν εκφραστεί είναι απόλυτες και ορισμένες φορές διχαστικές μέσα στο σώμα των διανοουμένων. Στον ευρωπαϊκό χώρο-ιδιαίτερα στην Γαλλία-οι περιπτώσεις του Αντρέ Μαλρώ και του Ζαν Πωλ Σαρτρ, (τον προηγούμενο πολιτικό αιώνα) είναι χαρακτηριστικές. Στον τρόπο της ενεργής συμμετοχής ή αποχής αντίστοιχα, σε έναν κυβερνητικό κομματικό σχηματισμό ή την υποστήριξη  ενός προβεβλημένου πολιτικού προσώπου είτε προέρχεται από την συντηρητική παράταξη είτε από την κεντρώα ή κεντροαριστερή. Ας θυμηθούμε επίσης την περίπτωση του αντιστασιακού Τσέχου συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Του προέδρου-ποιητή της αφρικανικής χώρας που επισκέφτηκε την χώρα μας επί προεδρίας του φιλόσοφου Κωνσταντίνου Τσάτσου. (μου διαφεύγει το όνομά του). Στην πατρίδα μας, έχουμε πάμπολλα παραδείγματα και περιπτώσεις συγγραφέων και διανοουμένων και καλλιτεχνών που συμμετείχαν σε κυβερνητικά σχήματα ή διετέλεσαν βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου. Πχ. ο ποιητής Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, την περίδο των Ιουλιανών, ακόμα πιο παλαιά στην Ιόνιο Βουλή την περίπτωση του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του πολυγραφότατου νομικού και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του τελευταίου πρωθυπουργού που καθέρεσε την κυβέρνησή του η δικτατορία, του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, που διετέλεσε υφυπουργός, του φιλόσοφου Κωνσταντίνου Τσάτσου, ως ο δεύτερος πρόεδρος της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, μετά την Μιχαήλ Στασινόπουλο (επίσης ποιητή και συγγραφέα), του ηθοποιού Κώστα Καζάκου, που διετέλεσε βουλευτής του ΚΚΕ. Της τραγωδού Άννας Συνοδινού, που διετέλεσε υφυπουργός της Νέας Δημοκρατίας, (θυμάστε το πανό που σήκωσε μέσα στην ελληνική βουλή;), του παιδαγωγού Ευάγγελου Παπανούτσου, που συνεργάστηκε με την κυβέρνηση του Γέρου της Δημοκρατίας- Γεωργίου Παπανδρέου, και πραγματοποίησε μαζί με τους συνεργάτες του την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Της ποιήτριας και νομικού Ρούλας Κακλαμανάκη, που έγινε υφυπουργός εργασίας επί Πασοκ. Του πεζογράφου Σπύρου Πλασκοβίτη, βουλευτή επί Πασοκ, του πεζογράφου Περικλή Κοροβέση με τον Σύριζα, του καθηγητή Γιώργου Γραμματικάκη με το Ποτάμι. Του παλαιού καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, που τέθηκε επικεφαλής των βουλευτών επικρατείας επί Ανδρέα Παπανδρέου. (από τους εισηγητές της Δημοτικής γλώσσας και υποστηρικτή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης το 1976 επί κυβερνήσεως Γεωργίου Ράλλη). Του πεζογράφου Βασίλη Βασιλικού, επί Πασοκ, του ποιητή Τίτου Πατρίκιου επίσης. Της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη που είναι η καλύτερη υπουργός πολιτισμού στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια, του μουσικοσυνθέτη Θάνου Μικρούτσικου σαν υπουργός πολιτισμού, όπως και της εκδότριας Μυρσίνης Ζορμπα με την τελευταία κυβέρνηση και της ηθοποιού Λυδία Κονιόρδου. Και ορισμένων άλλων ελλήνων συγγραφέων και διανοουμένων, καλλιτεχνών προερχόμενων κυρίως από τον χώρο του θεάματος. Για να μείνω σε ενδεικτικά ελληνικά ονόματα που έρχονται πρόχειρα στην σκέψη. Εξαιρώντας την ομάδα των δημοσιογράφων και εκείνη των προερχομένων από τον αθλητισμό.
Οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς, οι ποιητές και οι άνθρωποι της τέχνης πάντα ήσαν ενεργοί πολίτες, παρόντες και μπροστάρηδες στα προβλήματα των ελλήνων. Μετείχαν στα πολιτικά κοινά, είτε με το έργο τους, είτε με την στάση ζωή τους, είτε με την ψήφο τους, πάντα ευθαρσώς και φανερά εξέφραζαν τις απόψεις και κρίσεις τους, τις πολιτικές ή κομματικές τους θέσεις μέσω των δημόσιων παρεμβάσεών τους-συνεντεύξεις, ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, υπογραφή επιστολών διαμαρτυρίας, δημοσιεύματά τους κλπ. Αν δεν είσαι ενεργό πολίτης, δεν μπορείς να είσαι ούτε «καλός» συγγραφέας ούτε «υποφερτός» αναγνώστης. Η ένταξη από την άλλη, πολλών διανοουμένων σε ένα κόμμα, δημιουργούσε πάντοτε πολλές συζητήσεις και γεννούσε πολλά ερωτηματικά. Για το αν όφειλε ή έπρεπε ένας άνθρωπος του πνεύματος και της τέχνης να ενταχθεί σε έναν κομματικό σχηματισμό. Να γίνει δηλαδή, ένας στρατευμένος διανοούμενος, υποστηρικτής μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και εκφραστής προσανατολισμένων ιδεολογικών σκοπιμοτήτων. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή της ενεργούς συμμετοχής ή μη ενός συγγραφέα, ενός ποιητή, ενός καλλιτέχνη σε ένα μόνο κόμμα, παραμένει ανοιχτό και συνεχώς αναδιαπραγματευόμενο από τους φίλους ή αναγνώστες του ποιητή. 
Πιστεύω, ότι σε μια ανοιχτή δυτική δημοκρατία, όλες οι επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις πρέπει να εκπροσωπούνται. Όλες, μα όλες. Και όχι να έχουμε διαρκώς μια Βουλή δικηγόρων και νομικών, λες και βρίσκεσαι σε δικαστική αίθουσα. Κάτω από αυτό το σκεπτικό, ένας Ποιητής, ένας Δημιουργός, ένας συγγραφέας, ένας καλλιτέχνης, οφείλει να συμμετάσχει στα κοινά ενεργά και δραστήρια. Το πρόβλημα έγκειται κατά πόσο ο ίδιος ο δημιουργός ή καλλιτέχνης θα θελήσει να τον χρησιμοποιήσει το κομματικό κατεστημένο και να γίνει ένα απλό κατά περίσταση φερέφωνο των κομματικών επιδιώξεων κομματικών στελεχών ή άλλων παραγόντων ενός κόμματος, μιας ιδεολογίας. Κατά πόσο θα δεχτεί να χειραφετηθεί σαν ενεργός πολίτης, απεμπολώντας την ατομική του πολιτική και κοινωνική ανεξαρτησία, την αυτονομία του, κάνοντας «σκόντο» σε βασικές αξιακές αρχές της συνείδησής του και του πνεύματός του. Εδώ, θα προσθέσουμε, και το θέμα της καλλιτεχνικής ανέλιξης και προβολής που τυγχάνει ένας διανοούμενος τόσο από τους κομματικούς μηχανισμούς, όσο και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν το σικέ πολιτικό παιχνίδι γίνεται επ’  αμοιβαία επωφελεία, και το κόμμα και ο υποστηρικτής του διανοούμενος «βολεύονται» και προβάλλονται ομού, τότε τίθεται ζήτημα. Αν πάλι, είναι μια συναισθηματική ή ιδεολογική επιλογή του ίδιου του συγγραφέα, που είναι δικαίωμά του-τότε κυοφορούνται άλλα ανοιχτά πολιτικά ερωτήματα. Πχ. ποιες κυβερνητικές ή κομματικές αποφάσεις οφείλει να ακολουθήσει και να υποστηρίξει με τον δημόσιο λόγο του, την υπογραφή του, την δημόσια στήριξή του,τον κομματικό χώρο που επέλεξε να ενταχθεί; Και επίσης, αν ένας επαγγελματίας βουλευτής μπορεί να μετακινείται από έναν πολιτικό σχηματισμό σε έναν άλλον, επειδή έτσι (όπως λέει το επιβάλει η συνείδησή του), να αλλάζει κομματικό στρατόπεδο, έχει δικαίωμα να πράξει το ίδιο και ένας Ποιητής, ένας Συγγραφέας, ένας Καλλιτέχνης; που δεν είναι και επαγγελματίας πολιτικός. Μπορεί να σιτιστεί από το καλλιτεχνικό του επάγγελμα. Που αρχίζει το πολιτικά και ιδεολογικά ορθό και που ολοκληρώνεται; Ποιος μπορεί να το διατυπώσει αυτό ξεκάθαρα και αβίαστα; Και σε ποιο βαθμό, οφείλει ένας διανοούμενος, να μετέχει και να σιγοντάρει με την δημόσια στάση του τα διάφορα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται εντός και εκτός του κοινοβουλίου; Με δυό λόγια, που αρχίζει η πολιτική αλήθεια και που το πολιτικό ψέμα στους μετέχοντες ενεργά στα κοινά από τα κυβερνητικά έδρανα ή τα αντιπολιτευτικά; Ερωτήματα μάλλον όχι και τόσο άστοχα, για τα πρόσωπα εκείνα που ανήκουν στον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό χώρο και εμπλέκονται στην πολιτική και δημόσια σκηνή. Ένας διανοούμενος, είναι πρωτίστως πολιτικό πρόσωπο ή πνευματικός άνθρωπος; Που αρχίζουν τα όρια μεταξύ τους και ποιες οι διαχωριστικές τους γραμμές, αν υπάρχουν;
     Μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου ένα μέρος της συνέντευξης του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, στην δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» κυρίας Μικέλας Χαρτουλάρη, (η οποία μας έχει δώσει παλαιότερα εξαιρετικά δείγματα συνεντεύξεων με έλληνες συγγραφείς και παρουσιάσεως του έργου τους), Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 1997, σ.4-5. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας τότε-του νέου βιβλίου του ποιητή «ΊΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΉ» από τις εκδόσεις Κέδρος, με την ευκαιρία των επικείμενων βουλευτικών εκλογών σε μία εβδομάδα.
Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ένας εγνωσμένος δημοκρατικών φρονημάτων ποιητής, πάντοτε στάθηκε μπροστάρης στους κοινωνικούς αγώνες του λαού του. Τόσο με τις πράξεις και δημόσιες παρεμβάσεις του, όσο και με την ποιητική του δημιουργία. Είναι ένας αειθαλής δημιουργός, που εξακολουθεί να δημιουργεί και να μετέχει στα πολιτικά κοινά της πατρίδας του. Μια από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της ελληνικής επικράτειας και της γενιάς του, που παρά τις κατά καιρούς «στρατεύσεις» του, δεν έχασε την ανεξαρτησία της φωνής του, δεν χαμήλωσε την ποιότητα της σκέψης του, δεν μείωσε το ενδιαφέρον του και την φροντίδα του για τον ποιητικό λόγο αλλά και τον πολιτικό. Θυμόμαστε όλοι, όχι μόνο ότι υπήρξε ένας αντιστασιακός έλληνας τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1940-1950, όχι μόνο ότι υπήρξε ένας από τους συνιδρυτές του παλαιού αριστερού σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», αλλά και σχετικά πρόσφατα, τις εξαιρετικής ποιότητας τηλεοπτικές του συνεντεύξεις με πρόσωπα της διεθνούς διανόησης και φιλοσοφίας. (Εκπομπές που αξίζει να προβληθούν ξανά από την δημόσια τηλεόραση). 
Το σύνολο ποιητικό του σώμα κυκλοφόρησε το 2017 και 2018 σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Κίχλη.
     Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος με την πολύχρονη πείρα του θέτει τις σωστές βάσεις για τον ρόλο του ποιητή στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου. Ανίσχυρη είναι η Τέχνη μπροστά στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ο φτωχός αλλά αναγκαίος συγγενείς που τον κάνουμε συνδαιτυμόνα για να «γεμίσουμε» την κομματική ή πολιτική μας βιτρίνα. Και έχει δίκιο όταν λέει ότι ποτέ ένας συγγραφέας δεν κατόρθωσε να επηρεάσει τον Κόσμο όπως οι μεγάλοι διαπολιτισμικοί «Μύθοι» μέσα στην Ιστορία. Μέσα στα βιβλία θα πρόσθετα και την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Το μόνο που κατορθώνει η Λογοτεχνία είναι, όπως πολύ σωστά λέει, να μας βοηθάει να «αναπροσαρμόσουμε την ίδια μας την ζωή μέσα στα πράγματα». Τα άλλα είναι για τους εκδότες και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων.
     Εκλογές σε μία εβδομάδα, που όπως είπε η βουλευτής κυρία Κανέλλη σήμερα το πρωί στον δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά, φρόντισε η υπηρεσιακή κυβέρνηση, να κάνει μία εβδομάδα πριν τις εκλογές 11 ρουσφέτια. Το ένα το ανέφερε. Αν αυτό λέγεται εκσυγχρονισμός του πολιτικού μας συστήματος, τότε μήπως θα πρέπει να σκεφτόμαστε σοβαρά να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών του ελληνικού κοινοβουλίου; 200 δεν φτάνουν να μας εκπροσωπούν;
Και μία απορία λίγο πριν την κάλπη. Συνεχώς διατυμπανίζεται από τα επίσημα πολιτικά χείλη, τους δημοσιογράφους, τους βουλευτές, και άλλους παράγοντες και δημόσιους αναλυτές, ότι έφυγαν από την χώρα, μετανάστευσαν στο εξωτερικό περίπου 450-500.000 νέοι έλληνες και ελληνίδες. Τα πιο δυνατά και έξυπνα μυαλά της χώρας. Οι έλληνες μελλοντικοί επιστήμονες-οι άριστοι-επειδή δεν βρήκαν εδώ εργασία και υποφερτή αμοιβή μετά τις σπουδές τους. Και κάνω την εξής αφελή ερώτηση. Αν αυτοί οι νέοι και νέες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για καλύτερη τύχη και επαγγελματική σταδιοδρομία όπως μας λένε συνέχεια οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, οι βουλευτές στα κανάλια, είναι τα πλέον μπρίλιαν, λαμπρά και δυνατά μυαλά της χώρας, τότε οι υπόλοιποι νέοι και νέες, σπουδαστές και φοιτητές που έμειναν και κατοικούν στην χώρα, τι είναι; Τα πλέον κουτά μυαλά, τα πλέον άχρηστα; τα κάρβουνα, τα μπάζα; Ποιοι μένουν δηλαδή στην χώρα από τους νέους; Οι επίδοξες ξαπλώστρες της Μυκόνου και των παραθεριστικών κέντρων; Αυτοί που μένουν εδώ, δεν αξίζουν; Ή μήπως δεν λέγεται ότι για να ξενιτευτείς χρειάζονται χρήματα, χρειάζεσαι οικονομική στήριξη και βοήθεια. Και ότι από το υπάρχον νεανικό δυναμικό, σπουδαστικό και φοιτητικό, που παραμένει στην πατρίδα μας, ένα μέρος τουλάχιστον από αυτό, διαθέτει εξίσου ένα υψηλό εκπαιδευτικό δείκτη ευφυΐας, είναι δυνατά νεανικά μυαλά, αλλά η κομματοκρατία, η πολιτική ρουσφετολογία, τα διάφορα παραδοσιακά κομματικά και ιδεολογικά κονέ, και κυρίως, η μη οικονομική στήριξη, τους αναγκάζει ή θα τους αναγκάσει να παραμείνουν εντός των ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Όχι επειδή δεν θα ήθελαν να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά στο εξωτερικό, ή να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες μετά το πέρας των σπουδών τους, αλλά διότι, δεν έχουν την οικονομική βοήθεια και στήριξη. Ας πάψουν πια οι πολιτικοί μας, να μιλάν για τα δυνατά ελληνικά μυαλά που έφυγαν στο εξωτερικό, και στα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν τους επιτρέπει το εδώ πολιτικό και κομματικό, πελατειακό σύστημα να ψηφίσουν δια αποστάσεως. Και προσπαθούν να αναπληρώσουν το κενό με ελληνοποιήσεις; Γιατί να επιστρέψουν οι νέοι που έφυγαν αν τους αρνείστε την συμμετοχή της ψήφου, και αποτελούν τα πιο δυνατά και περίλαμπρα μυαλά της χώρας; ένα δυνατό μυαλό, ένας έξυπνος νέος, ένας νέος με ελπίδες και όνειρα, δεν καταλαβαίνει, δεν συνειδητοποιεί, ποιοι και γιατί τον έδιωξαν από την χώρα του; Αυτή είναι η αριστεία του πολιτικού μας συστήματος; Μπορεί να κάνω και λάθος.
 Έτσι και αλλιώς, εμείς οι μεγαλύτεροι, καταδικασμένοι είμαστε να παραμείνουμε εδώ στα πάτρια χώματα, αφού δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα. Να βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες, τον πάκη, τον αλέξη, τον κούλη, τον βασίλη, την φώφη, τον δημήτρη, τον γιάνη, τον νίκο, την ζωή, ομού με τους δημοσιογραφικούς αστέρες που λάμπουν μέσα στο κομματικό τους αδαμάντινο πύργο, να μας συμβουλεύουν εμάς, τα χαζά μυαλά, τα τριτοκλασάτα και βάλε, πως θα πάρουμε την κατώτατη σύνταξη όταν έρθει η ώρα-αν έρθει-πως θα αντιμετωπίσουμε τα ράντζα στα νοσοκομεία, πως θα πληρώσουμε τον εμφια, την εισφορά αλληλεγγύης, θα, ανασάνουμε για λίγο, από αυτά που μας τάζουν οι πολιτικοί, όταν γίνουν οι εκλογές. 
Και μία ακόμα απορία. Αλήθεια, για να παραμείνει μερικές εβδομάδες ακόμα στην κυβέρνηση ο κύριος Αλέξης Τσίπρας γίνονται ντάλα καλοκαίρι οι εκλογές; Δηλαδή, αν προκηρύσσονταν νωρίτερα, πριν τις ζέστες και τον καύσωνα τι θα έχανε το πολιτικό σύστημα; Πως μπορείς να ζητάς από μεγάλης ηλικίας άτομα με αυτήν την ζέστη να πάνε να ψηφήσουν, και αν δεν πάνε, να βγάλεις περισπούδαστες ανακοινώσεις ότι ο ψηφοφόρος λαός είναι αδιάφορος και ανώριμος και απαξιώνει την πολιτική; Γιατί να αφήσει ο αδειούχος την άδειά του και να τρέχει στα χωριά του να σας ψηφίσει; Γιατί δεν θέλησαν οι πολιτικοί μας να προκηρύξουν νωρίτερα εκλογές; Ποιος άραγε απαξιώνει την δημοκρατία και τους θεσμούς, την πολιτική και την δικαιοσύνη, το πολιτικό φθαρμένο μνημονιακό πολιτικό και βουλευτικό σύστημα της χώρας ή εμείς οι ψηφοφόροι πολίτες;
Ερώτηση θέτω ένας Λαπάς.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 30 Ιουνίου 2019
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς ντιμπέιτ; 
Ευτυχώς μας έμεινα τα 40 κορόμηλα και τα χαρούπια από την Κρήτη. Βαρέθηκα τα γεμιστά και το «κόκκινο» χαβιάρι. Τις πταίει;                      

        

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Λόγος περί Βιβλιοθηκών. Γ. Χ. Θεοχάρης Αμειψισπορά. Ποίηση


            Γιώργος Χ. Θεοχάρης
       ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ
                    ποιήματα
ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Συλλογή ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Τυπώθηκε τον Δεκέμβριο του 1996. Φωτοστοιχειοθεσία «Ο. Κ.». Τεχνική φροντίδα Γιάννης Καρτέρης Βιβλιοδεσία Ε. Λυράκης Παραγωγή Περίτεχνων.
Σελίδες 64, 21 εκ. το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει με έργο του ο ζωγράφος Σπύρος Κουρσάρης.

     Με μια μικρή καθυστέρηση λόγω λανθασμένης αναγραφής των στοιχείων της διεύθυνσης, (όχι εξαιτίας των ΕΛΤΑ), μου ταχυδρομήθηκε σε φωτοτυπία η ποιητική συλλογή του ποιητή κυρίου Γιώργου Χ. Θεοχάρη μετά από τηλεφωνική έκκληση εκ μέρους μου. Ευχαριστώ τον Διευθυντή της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδειάς και τον ποιητή κύριο Γιώργο Χ. Θεοχάρη, που είχαν την καλοσύνη να μου φωτοτυπήσουν και να μου αποστείλουν (με τα σχετικά μικροέξοδα εκ μέρος τους) την ποιητική συλλογή «Αμειψισπορά» που εκδόθηκε το 1996 από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδειάς.
     Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας βρίσκεται στην Πλ. Κατσώνη, 32100 Λεβαδειά ενώ, η διεύθυνση του ποιητή, είναι Σερρών …, 32003 ΑΣΠΡΑ ΣΠΙΤΙΑ, όπως δίδονται τα στοιχεία στην φωτοτυπία της συλλογής την χρονιά που κυκλοφόρησε.
      Πάντοτε πίστευα ότι ο ρόλος μιας Δημόσιας Βιβλιοθήκης ή μιας Δημοτικής αντίστοιχα (με τα περιφερειακά-διαμερισματικά της τμήματα), οφείλει να είναι διαφορετικός από αυτόν που της επιφυλάσσει ο κρατικός παραδοσιακός γραφειοκρατικός, δημοσιοϋπαλληλικός σχεδιασμός της. Δηλαδή, ένα είδος «παρκαρίσματος» χιλιάδων τόμων παλαιών και νέων βιβλίων, κάθε είδους και κατηγορίας εντύπων και περιοδικών, εφημερίδων, που έχουν εκδοθεί ή εξακολουθούν να εκδίδονται ανά την ελληνική επικράτεια. Από εκδοτικούς οίκους, τυπογραφεία, εφημερίδες, δημόσιους φορείς (Ακαδημία, Μητροπόλεις, Νομαρχίες, Δήμοι κ. ά), από Φιλολογικά Σωματεία, Εκδρομικά, Θεατρικούς Συλλόγους, Γκαλερί, Πινακοθήκες αλλά και ιδίοις αναλώμασι από τους συγγραφείς. Βιβλία, Περιοδικά και πάσης φύσεως εκδοτικό υλικό, που αρμόδιοι κρατικοί φορείς εντεταλμένοι, κάθε φορά αποφασίζουν για τα οικονομικά κονδύλια που θα ξοδευτούν-για το τρέχον έτος- στην κρίση και επιλογή την αγορά νέων τίτλων και κατηγοριών βιβλίων, περιοδικών,  εντύπων, που είναι χρήσιμα και χρηστικά στο αναγνωστικό και ερευνητικό τους κοινό, στις Βιβλιοθήκες των Δήμων ή των τόπων καταγωγής των. Μέσα σε αυτήν την γενική και αποδεκτή κατηγορία αγορών, εντάσσεται και η οικειοθελής προσφορά των κυκλοφορούντων- εκτός εμπορίου βιβλίων, από τους ίδιους τους συγγραφείς. Πού συνήθως, δεν αγοράζουν τα βιβλία των δημοτών τους (αν δεν τους τα προσφέρουν οι ίδιοι) εκτός και αν είναι ένα αρκετά προβεβλημένο το έργο τους, ή έχει πολυδιαφημιστεί (γυριστεί ένα μυθιστόρημα σίριαλ στην τηλεόραση) ή ακόμα βάλουν το χεράκι τους, τα διάφορα «κονέ» δημοτικά, πολιτικά, φιλικά και καταδεχτεί μια δημοτική αρχή, να αγοράσει ορισμένους τίτλους δημοτών συγγραφέων μετά πολλών κόπων και βασάνων. Οι Δημόσιες και Δημοτικές Βιβλιοθήκες συγκεντρώνουν στους κτηριακούς τους χώρους παλαιότερο και νεότερο κυκλοφοριακά τυπογραφικό «θησαυρό». Ένα ογκώδες πολύστικτο και ποικίλης θεματολογίας εκδοτικό υλικό,- που κυκλοφόρησε ή κυκλοφορεί, επανεκδόθηκε-το οποίο θα βοηθήσει τους δημότες εραστές της φιλαναγνωσίας και της έρευνας και συγκέντρωσης στοιχείων που χρειάζονται. Είναι σημαντική η συμβολή των Βιβλιοθηκών στην πολιτιστική ανάπτυξη ενός Δήμου, μιας Πόλης, ενός Χωριού, μιας Κωμόπολης, της Χώρας ευρύτερα, και στην ανάδειξη και προβολή του τοπικού πολιτιστικού υλικού που διαφύλαξε η προσωπική και συλλογική μνήμη των ανθρώπων (προφορική και γραπτή) στο διάβα του χρόνου. Ένα πνευματικό και πολιτιστικό εκδοτικό υλικό που σχετικά ανέξοδα και με υποφερτή ευκολία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ίδιους τους Δημότες, τους ερευνητές επισκέπτες, τους πάσης φύσεως και παιδείας αναγνώστες. Χιλιάδες τόμοι βιβλίων, εγκυκλοπαίδειες παλαιότερων ετών, σειρές λογοτεχνικών περιοδικών και σώματα πολιτικών και τοπικών εφημερίδων, ένα τεράστιο-πολλές φορές αχρησιμοποίητο-υλικό, που μπορούν να ερευνήσουν, να δανειστούν, να αντιγράψουν, να φωτοτυπήσουν, και είναι χρήσιμο σε σχολικές εργασίες, σε νέους και νέες, μαθητές και μαθήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες, εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων,-πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια-, ιδιωτικά σχολεία και σπουδαστήρια, σε ερευνητές και συγγραφείς, επιστήμονες που χρειάζονται πληροφορίες και στοιχεία για την συγγραφή μιας εργασίας μιας μελέτης. Να συμπληρώσουν, τα βιβλιογραφικά κενά ενός θέματος, της βιογραφίας ενός προσώπου. Με δυό λόγια σε κάθε ενδιαφερόμενο ανά πάσα στιγμή, σχετικά ανέξοδα και χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Ένα εκδοτικό πολιτιστικό και ιστορικό υλικό, λαογραφικό και επιστημονικό, χιλιάδες τόμοι βιβλίων, που πρέπει να είναι διαθέσιμα προς άμεση χρήση, έρευνα και επεξεργασία, αποδελτίωση και φωτοτύπηση. Βιβλία ανεξαρτήτου θεματολογίας και κατηγορίας, χρονιά έκδοσης και συγγραφέως τους που «στοιβάζονται» στα ράφια και τα υπόγεια των Βιβλιοθηκών περιμένοντας τους αναγνώστες τους. Παλαιότερες εκδόσεις που δεν βρίσκονται πλέον στο εμπόριο. Βιβλία δυσεύρετα για το ευρύ και συνεχώς ανανεούμενο κοινό. Εκδόσεις και Εκδοτικοί οίκοι που περάτωσαν τον χρονικό τους εμπορικό και εκδοτικό κύκλο και όπως οι φανατικοί βιβλιόφιλοι γνωρίζουν, τα βιβλία τους δεν επανεκδόθηκαν. Βλέπε ενδεικτικά: οι παλαιές εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη, του Δίφρου, των νεοτέρων χρόνων, τα Κείμενα, του Ιδεογράμματος, των εκδόσεων Δελφίνι, των εκδόσεων Γιοβάνη, της Παρουσίας, των Εκδόσεων των Φίλων, και πολλών άλλων ανά την ελληνική επικράτεια παλαιότερων και νεότερων σημαντικών εκδοτικών οίκων όπως πχ. των Αδελφών Τολίδη, των εκδόσεων Κωνσταντινίδη, του Υπερίων κλπ. Ακόμα και των πλέων πρόσφατων μικρών εκδοτικών οίκων με την μικρή σχετικά εκδοτική χρονολογική κυκλοφορία, των λογοτεχνικών περιοδικών και άλλων μικρών εκδοτικών μονάδων, που η οικονομική κρίση τους ανάγκασε να διακόψουν την λειτουργία τους. Εκδοτικές προσφορές με καλαισθησία και ποιότητα. Εδώ, να επισημάνουμε και τα δύο ιστορικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας, αυτό της «Εστίας» και εκείνο του «Ελευθερουδάκη» που δραστηριοποιήθηκαν και στις εκδόσεις, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Στις Βιβλιοθήκες, συναντάμε επίσης, ειδικής εντοπιότητας μελέτες και εργασίες, βιβλία και τίτλοι περιοδικών και εφημερίδων τοπικού ενδιαφέροντος και θεματολογίας, ιστορίας και παράδοσης. Διαβάζουμε βιβλία αφηγητών και ατομικών ή οικογενειακών αναμνήσεων των κατοίκων της περιοχής. Μπορούμε να βρούμε χάρτες και οδηγούς περιοχών, ταξιδιωτικές περιγραφές, χρήσιμα και σπάνια χειρόγραφα για την καλύτερη γνωριμία μας για την τοποθεσία που επισκεπτόμαστε. Την ιστορία του και τον πολιτισμό του. Με δύο λόγια, ένα απαραίτητο, χρήσιμο πολιτιστικό υλικό που ανασύρουν από την λήθη και την σκόνη του χρόνου οι επισκέπτες των Δημόσιων και Δημοτικών, Ιδιωτικών Βιβλιοθηκών και Αρχείων. Πανεπιστημιακών Σπουδαστηρίων. (πχ. είναι απαραίτητη η επίσκεψη στην βιβλιοθήκη και το αρχείο του Θεατρικού Μουσείου για τους εκκολαπτόμενους σπουδαστές, ηθοποιούς και συντελεστές των θεατρικών σχολών. Η επίσκεψη στις Μουσικές Βιβλιοθήκες για τους λάτρεις της Μουσικής κλπ.).
Οι Δημόσιες ή Δημοτικές και οι Ιδιωτικές Βιβλιοθήκες και τα Αρχεία, είναι οι απαραίτητοι χώροι πνεύμονος πολιτισμού μιας χώρας, ενός δήμου, μιας πόλης. Είναι τα παράλληλα εκπαιδευτήρια πνεύματος και πολιτισμού, μαζί με τις σχολικές εκπαιδευτικές μονάδες, τα μουσεία, τις πινακοθήκες, τις γκαλερί, τους αρχαιολογικούς χώρους. Είναι η ερευνητική, αναγνωστική, συγγραφική, εκπαιδευτική περιπέτεια ενός λαού μέσα στον χρόνο και την καθόλου ιστορία. Είναι τα Εκθετήρια συγκέντρωσης της συλλογικής του Μνήμης. Όσο σπουδαίο και δοξασμένο και αν είναι ένα ατομικό ή συλλογικό εθνικό ανδραγάθημα, αν δεν το διασώσει η Ανθρώπινη Μνήμη ή η Μνήμη του Τοπίου, αυτό χάνεται μέσα στη σκόνη του χρόνου.
      Πιστεύω, και ίσως να μην κάνω μεγάλο λάθος, ότι οι Δημόσιες και Δημοτικές Βιβλιοθήκες οφείλουν να είναι κέντρα και φυτώρια πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκδόσεων. Στέκια καλλιτεχνικών και πολιτιστικών αναφορών και αναδείξεων πνευματικών ιδεών, προσώπων, νέων ρευμάτων της τέχνης. Χώροι, μικρά κέντρα γνωριμίας και ανάδειξης της πολιτιστικής ιστορίας μιας πόλης, ενός τόπου. Κτήρια συνάντησης και ζυμώσεως νέων πολιτιστικών προτάσεων και εκδηλώσεων, γνωριμίας μας με την ιστορική μας παράδοση και κουλτούρα. Όπως τα παλαιότερα ιστορικά χρόνια, ήσαν κέντρα σύναξης κοινωνίας των πολιτών, τα προαύλια των εκκλησιών, οι πλατείες του χωριού, τα καφενεία στα μεγάλα αστικά κέντρα. (πέρα από χώρους ψυχαγωγίας και ξοδέματος της σχόλης των ανθρώπων που είναι τα καφενεία. Σημερινά καφέ). Στέκια που οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν και συνομιλούσαν μεταξύ τους. Κουβέντιαζαν τα προβλήματά τους, έστηναν τους χορούς τους, τα γλέντια τους, τραγουδούσαν τους σκοπούς του τόπου τους, έκαναν τα πανηγύρια τους και μετείχαν από κοινού στα διάφορα πολιτιστικά και πνευματικά δρώμενα αλλά και σε τσιμπούσια. Οι Βιβλιοθήκες, ακόμα και οι πιο «φτωχές», εννοώ σε συλλογή και διαφύλαξη βιβλιακού υλικού, είναι η ιστορική, λαογραφική, εκπαιδευτική, θρησκευτική, πολιτιστική Μνήμη ενός τόπου, μιας χώρας των ανθρώπων τους. Δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω. Στα δωμάτια και τα ράφια τους, συγκεντρώνεται η ιστορική, πολιτιστική και επιστημονική και εκπαιδευτική παράδοση ενός τόπου. Αυτή που υπήρξε, αυτή που υπάρχει και είναι ακόμα ζωντανή, και αυτή που προετοιμάζει το μέλλον ενός Έθνους.
 Οι Βιβλιοθήκες, δεν είναι μόνο αναγνωστήρια μαθητών, φοιτητών, αναγνωστών, ή τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι κέντρα αναπαλαίωσης περασμένων γραπτών μνημείων ή συντήρησης του μόχθου των προγενέστερων. Η λειτουργία των Βιβλιοθηκών οφείλει να είναι πολλαπλή και πολύπλευρη, όπως και ο ρόλος τους μέσα στην κοινωνία, στο  κοινωνικό σώμα, να είναι δεχτικές στα νέα ρεύματα της τέχνης και του πολιτισμού, των ιδεών, των προτάσεων. Να είναι κέντρα προσκλήσεων πολιτιστικών εκδηλώσεων, εκδόσεων, καλλιτεχνικών γεγονότων, όσο αδιάφορο και αν φαίνεται ότι είναι το κοινό των επισκεπτών τους. Όσο και αν έχει απαξιωθεί στις μέρες μας η χαρά της γνώσης, η απόλαυση της αναγνωστικής περιπέτειας, το ερευνητικό ταξίδι μέσω των βιβλίων. Οι Βιβλιοθήκες, δεν είναι κενοτάφια βιβλίων και εκδόσεων, κυκλοφορούντων νέων τίτλων περιοδικών. Καταψύκτες περασμένων συγγραφικών και εκδοτικών μεγαλείων και γνωστών μας συγγραφέων και δημιουργών. Οι Βιβλιοθήκες είναι ζωντανοί οργανισμοί πνεύματος, δημόσιας πλέριας διάδοσης της γνώσης και του πολιτισμού, της ιστορίας. Κέντρα πολιτιστικής και πνευματικής αυτογνωσίας και εθνικής αυτοσυνειδησίας. Όπως και τα Μουσεία, είναι οι πυλώνες Ιστορίας και Πολιτισμού, Παράδοσης ενός Έθνους, μιας Χώρας, ενός Δήμου, ενός χωριού, όσο φτωχό και απόμακρο από τα φώτα της δημοσιότητας και αν βρίσκεται. Ας το επαναλαμβάνουμε αυτό όσο κουραστικό και αν φαίνεται. Ας το τονίζουμε, ας εξακολουθούμε να το πιστεύουμε μέσα στην σύγχρονη αναγνωστική ανωριμότητά μας ή έστω, ας το ονειρευόμαστε. Ας μην λησμονούμε τον λόγο του άγγλου συγγραφέα Τζώρτζ Όργουελ, στο έργο του 1984: «όταν η παλαιά ομιλία εκτοπιζόταν μια για πάντα θα έσπαζε και ο τελευταίος δεσμός με το παρελθόν». Φυσικά ο Όργουελ μας μιλά για την νέα γλώσσα και τις λέξεις της νέας ομιλίας που χρησιμοποιούν οι παγιδευμένοι και φυλακισμένοι άνθρωποι, ξεχνώντας την παλαιά σημασία των λέξεων. Όμως αν μαζί με την νέα ομιλία των καιρών μας προσθέσουμε και την αδιαφορία μας για τις εστίες πολιτισμού που είναι οι Βιβλιοθήκες, το βιβλίο στην πλέον πλέρια σημασία και αξία του, τότε βλέπουμε-συνεπικουρούμενο το πρόβλημα και από την κρατικίστικη αντίληψη αβελτηρίας και αδιαφορίας των δημόσιων φορέων ή ατόμων-, το πώς χάνουμε την άμεση και ουσιαστική σύνδεσή μας με το κοινό μας παρελθόν. Πως κόβουμε τις ρίζες μας με τις κοινές εμπειρικές αλήθειες του βίου μας. Πως το αληθεύειν και κοινωνείν της γνώσης, του βίου, μετατρέπεται σε φωτοτυπία του φαίνεσθαι μιας διαθλασμένης μέσα στα πολλά κάτοπτρα καταναλωτικής διαφήμισης ύπαρξης. Κοινωνική και πολιτική ελευθερία και προσωπική έμπνευση, δε υπάρχει χωρίς πνευματική καλλιέργεια, χωρίς γνώση, που δεν αποσκοπεί πρώτα και κύρια στο κέρδος, στην κατανάλωση, αλλά στην ίδια την καλυτέρευση και απόλαυση της ζωής με απλά και ουσιαστικά μέσα. Στην δια βίου καλλιέργειά της. Ας θυμηθούμε και έναν άλλον συγγραφέα, τον ρώσο Νικολάϊ Γκόγκολ και το έργο του «Νεκρές Ψυχές». Ας θυμηθούμε τον αμερικανό μυθιστοριογράφο Μπράντμπερυ και το προφητικό έργο του «Φαρενάϊτ 451». Για να αναφέρω ελάχιστα έργα του προηγούμενου αιώνα σαν παράδειγμα της χρησιμότητας και συνεισφοράς των Βιβλίων και να μην καταφύγω στην παλαιά Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας. Που ξαναβρήκε το σημερινό της πρόσωπο στην σύγχρονη Αίγυπτο. Τα βιβλία είναι και αναπνέουν ζωή. Και ζωή παράγουν και οι Βιβλιοθήκες, όσο και αν δεν το αναλογιζόμαστε αυτό όσο θα έπρεπε. Οι Βιβλιοθήκες, δεν είναι χώροι παθητικής πρόσληψης αλλά ενεργητικής δυναμικής παρέμβασης στα κοινά. Η Παιδεία που προσφέρουν είναι πολλαπλά χρήσιμη, ακόμα και στους αυτοδίδαχτους ερευνητές ή συγγραφείς. Γιατί ένας επισκέπτης των Βιβλιοθηκών δεν συνομιλεί μόνο με τους γύρω του επισκέπτες αλλά και με τους ήρωες, τα οράματα, τα ιδανικά, τα όνειρα των βιβλίων των συγγραφέων. Συνομιλεί με την ατομική του και συλλογική Ιστορία. Οι Βιβλιοθήκες, είναι κοινές πηγές, και δροσερά ρυάκια γνώσεων και ανταλλαγής ιδεών. Διαφωνιών και ζυμώσεων. Επαναπροσδιορισμού του κοινωνικού μας βλέμματος. Φυτώρια νέων δημιουργών, ανοιχτές «πανεπιστημιακές» μονάδες που περιμένουν υπομονετικά και αφιλοκερδώς. Κάθε αναγνώστης ενός βιβλίου, είναι και ένας λιλιπούτειος Βιβλιοθηκάριος-Ήρωας γνώσεων του Κόσμου, του αργεντινού συγγραφέα και παραμυθά Χόρχε Λουϊς Μπόρχες.
     Οφείλουμε και εμείς οι επισκέπτες και αναγνώστες των Βιβλιοθηκών, να κρατάμε την σχέση μας μαζί τους εναργή και ζωντανή, σταθερή, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά καιρούς οι επισκέπτες από μια γραφειοκρατική στάση και δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη για τον ρόλο τους μέσα στην κοινωνία, από ορισμένους εργαζόμενους και εργαζόμενες σε αυτές, που είναι τα λάθος άτομα στην λάθος εργασιακή θέση. Οι Βιβλιοθήκες, είναι αυθύπαρκτοι κατά κάποιον τρόπο πνεύμονες ζωής. Ή θα έπρεπε να είναι. Δεν είναι τόποι παρκαρίσματος βιβλίων και περιοδικών, χώροι της σχόλης μας ή κάλυψης της δημοσιοϋπαλληλικής μας ιδιότητας και εργασίας. Μια Βιβλιοθήκη, όπως όλοι αναγνωρίζουμε, οφείλει συνεχώς να εμπλουτίζεται και να ανανεώνεται, να τροφοδοτείται με νέο υλικό, τεχνικό εξοπλισμό, να είναι προσβάσημη στις νέες ηλεκτρονικές τεχνολογίες από απόσταση, χωρίς προϋποθέσεις, να προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες της (τουλάχιστον οι Δημόσιες και Δημοτικές. Όπως τα δημόσια νοσοκομεία). Οι Βιβλιοθήκες, πρέπει να διαθέτουν-και είναι εύλογο αυτό-τα απαραίτητα οικονομικά κονδύλια για την λειτουργία τους και τεχνική υποστήριξή τους. Να είναι ανοιχτές στην κοινωνία με σύγχρονα μέσα προβολής και προσέλκυσης των επισκεπτών, πέρα από τους παραδοσιακούς και χρονοβόρους. Να ελκύουν αναγνώστες και όχι να απωθούν. Φυσικά οι εργαζόμενοί των βιβλιοθηκών οφείλουν να μετεκπαιδεύονται, να διαθέτουν τις απαραίτητες επιστημονικές και προπάντων αναγνωστικές γνώσεις, τα ενδιαφέροντα, πέρα από τα τυπικά προσόντα,-της βιβλιοθηκονομίας- και να αμείβονται επαρκώς. Το κυριότερο όμως, για την δική μου μικρή γνώμη είναι να αγαπούν το διάβασμα, το βιβλίο, την γνώση, να μην φοβούνται να κρατήσουν τα βιβλία στα χέρια τους (για να μην σκονιστούν τα ρούχα ή τα χέρια τους), να μην βαριούνται να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες, γιατί δεν είναι πίσω τους ακριβώς τα βιβλία που αναζητούν αυτοί, να είναι εργαζόμενοι που να τους ενδιαφέρει και η δική τους καλλιέργεια, εξυπηρετικοί, λειτουργικοί στην άσκηση των δημόσιων και δημοτικών καθηκόντων τους. Να μην φέρνουν προσχήματα στην ανεύρεση του αναζητούμενου υλικού, να μην προβάλλουν την «αγραμματοσύνη» τους στους επισκέπτες ως εργασιακό τους καθήκον. Της αδιαφορίας τους προς εξυπηρέτηση, της εχθρικής πολλές φορές συμπεριφοράς τους. Να κωλυσιεργούν στην άσκηση των καθηκόντων τους, μέχρι να κουραστεί ο επισκέπτης και να μην ξαναπατήσει σε αυτές. Δυστυχώς, η πείρα και η εμπειρία μας έχει δείξει, ότι η άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων αρκετών ελλήνων και ελληνίδων που εργάζονται στις Βιβλιοθήκες, τους είναι απεχθές βάρος. Δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το διάβασμα ούτε με το βιβλίο. Απλά καλύπτουν μια εργασιακή τους ανάγκη. (θεμιτό από μια άποψη κάλυψης της ανεργίας αυτό). Σίγουρα δεν είναι αυτός κανόνας στις Δημόσιες Βιβλιοθήκες ή τα Αρχεία, όμως τα παραδείγματα παρόμοιων συμπεριφορών ποικίλουν και είναι πάρα πολλά και συχνά δυστυχώς. Τα άτομα, οι κρατικοί υπάλληλοι ή δημοτικοί που εργάζονται σε αυτές και τα Αρχεία, πρέπει να αμείβονται με επάρκεια, να έχουν το εργασιακό τους ωράριο,  όμως αυτό, μάλλον, δεν μπορεί να είναι κριτήριο για την εργασία σου σε τέτοιας φύσεως και ίσως «ιδιαιτερότητας» χώρους. Χώροι που χρειάζονται άλλου είδους εργασιακή φιλοσοφία και εκπαίδευση, οπτική και γνώση του κύκλου πορείας ενός βιβλίου. Οι Βιβλιοθήκες ή τα Αρχεία χρειάζονται μάλλον να αντιμετωπίζονται με μια διαφορετική νοοτροπία στην στελέχωσή τους. Η ανθρώπινη στελέχωσή τους οφείλει να έχει άλλες κοινωνικές και εκπαιδευτικές προδιαγραφές. Αν δεν αγαπάς το βιβλίο, αν δεν διαβάζεις «συστηματικά», αν δεν ενημερώνεσαι έστω και για τα εργασιακά σου καθήκοντα, αν δεν έχεις πνευματικές αναζητήσεις, καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, αν δεν έχεις αισθανθεί το πυρετώδες πάθος να κρατήσεις ένα βιβλίο στα χέρια σου, να το μυρίσεις, να το ξεφυλλίσεις, να σκονιστείς καθώς το αναζητάς, να αγγίξεις την μούχλα του, να νιώσεις το μεράκι της αναγνωστικής περιπέτειας και χαράς, δεν κάνεις για τις Βιβλιοθήκες. Μπορείς να απασχοληθείς σε άλλους δημόσιους ή δημοτικούς φορείς εξυπηρέτησης των πολιτών. Ίσως και να κάνω λάθος σε αυτές μου τις κρίσεις. Μπορεί να ισχύουν εν μέρει ορισμένες από τις οσάνω παθογένειες. Μπορεί και να μην ισχύουν, και να ανήκουν σε έναν ιδανικό κόσμο που οι άνθρωποι λατρεύουν το βιβλίο, το αντιμετωπίζουν και του συμπεριφέρονται όπως στους αγαπημένους τους φίλους και πρόσωπα. Η αγάπη όμως για το βιβλίο, την ανάγνωση και την γνώση, οφείλει να είναι κοινή και από την από εδώ πλευρά των εργαζόμενων στις Βιβλιοθήκες και από την άλλη πλευρά των αναγνωστών και επισκεπτών. Δεν νομοθετείς κανόνες για να χτίσεις ένα νομικό πλαίσιο που ωφελεί μόνο τις εσωτερικές λειτουργίες του χώρου που εργάζεσαι. Στην προκειμένη περίπτωση των Βιβλιοθηκών. Το στοίχημα του πολιτισμού είναι κοινό για όλους μας, και όχι κατά οικονομική ή εργασιακή περίσταση και πολιτική ή κομματική περίπτωση. Εκτός, αν αποδεχτούμε σαν κοινωνία και πολιτικό σύστημα και λαός, ότι ο Πολιτισμός σε αυτήν την χώρα είναι ο πάντα φτωχός και ρακένδυτος συγγενής και τον στέλνουμε στα συσσίτια του πνεύματος και του πολιτισμού για να ξεδίνει και να περνά τις κενές ώρες του. Για τους ελάχιστους έλληνες και ελληνίδες που δεν είναι φαν του αθλητισμού, των τηλεριάλιτη, των τηλεπαιχνιδιών, των διαγωνισμών φραπέ, μαγειρικής και ομιλίας μας στα κινητά.
     Ο Πολιτισμός στην χώρα μας, μέσα στον οποίο ανήκουν και οι Βιβλιοθήκες δεν είναι ένα μεγάλο συλλογικό ΚΑΠΗ. Ο Πολιτισμός μάλλον, παρά τα όσα λέγονται και εξαγγέλλονται στην πατρίδα μας, είναι πολιτισμός του φαίνεσθαι και των μουσικών εκδηλώσεων, των ρετρό μουσικών και θεατρικών επαναλήψεων, των φιλάνθρωπων εκδηλώσεων μας για να δείξουμε στους εαυτούς μας ότι ακόμα δεν χάσαμε την ανθρωπιά μας στην περίοδο της κρίσης που βιώνουμε. Είναι ένα ευκολοχώνευτο τηλεπαιχνίδι κοινής κοινωνικής τηλεθέασης που γεμίζει στάδια και γήπεδα αυτοπεναλαμβανόμενων ακουσμάτων και θεαμάτων. Μια επαναλαμβανόμενη χρήση ανακύκλωσης παλαιότερων προτάσεων και περιπετειών ζωής και καλλιτεχνικών εκφράσεων. Τυπολατρίας μιας παράδοσης που χάνοντας την αυθυπαρξία της και τον ουσιαστικό της ρόλο μετατράπηκε σε προσκλητήριο πατριωτικών εξάρσεων και εθνικών θουρίων προς τηλεπώληση και τον επικερδή πάντα τουρισμό μας. Φεύγοντας ηλικιακά οι παλαιότεροι δημιουργοί και καλλιτέχνες, αφήνουν τον χώρο σε μειράκια της τηλεοπτικής διαφήμισης και του θεάματος. Βασικές τομές δεν έγιναν ούτε μάλλον πρόκειται να γίνουν σε αυτήν την χώρα, αν δεν κάνω λάθος και δεν αστοχώ στις θέσεις μου, εφόσον όλοι βολευόμαστε με αυτά που παρακολουθούμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, μετράμε την αναγνωσιμότητα μιας έκδοσης από το πόσα τιράζ πούλησε, τι κέρδος μας έφερε, και όχι το πόσες συνειδήσεις επηρέασε-αν επηρέασε-σε πόσες ψυχές αναγνωστών επέδρασε θετικά και δημιουργικά η ανάγνωση ενός βιβλίου, και όχι αν άνοιξε τις πύλες της κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης και κερδοφορίας η έκδοση ενός βιβλίου. Κοιτάτε τι βιβλίο πρότεινε ο παλαιός πολυγραφότατος συγγραφέας του εξαιρετικού «Ζ» στον γνωστό και αγαπητό έλληνα σκηνοθέτη για να γυρίσει ταινία; Δέστε τι βιβλίο προσφάτως εκδοθέν, του ανθρώπου που έφυγε με το ελικόπτερο, διαφημίζει μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι; Οι εμπορικές σκοπιμότητες επεκράτησαν σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Φιλοδοξία μας, δεν είναι πια η τέρψη και η χαρά της αναγνωστικής περιδιάβασης, η εποικοδομητική καλλιέργειά μας μέσω του διαβάσματος, αλλά το χαλάρωμα στην παραλία και η πρόχειρη μίμηση. Γίναμε όλοι διαφημιστικά κουτάκια της Κόκα Κόλα σαν και αυτά που ζωγράφιζε ο πατέρας της Ποπ Άρτ, αμερικανός ζωγράφος Άντυ Γουώρχολ. Μόνο που αυτός, είχε ταλέντο και εικαστική φλέβα. Και κοντά στα χρηματιστήρια των αγορών οικοδομήσαμε και τα χρηματιστήρια της τέχνης. Αν αληθεύουν τα παραπάνω από τον γράφοντα-και δεν είναι ανέριστες ονειροδιαβάσεις ξεπερασμένων εποχών- οι Βιβλιοθήκες, μοιάζουν και αυτές σαν τα αρχαία αρχαιολογικά ερείπια, σαν μοναχικά αλειτούργητα ξωκλήσια, σαν χώροι σκονισμένου μεγαλείου που θα επισκεφτούμε μία στις τόσες, όταν δεν βρίσκουμε κάτι που αναζητούμε στο Ιντερνετ. Αλλαγή στάσης ζωής των ανθρώπων και των αναγνωστών και των ενδιαφερόντων τους; Αλλαγή νοοτροπίας σκέψης και οπτικής του σύγχρονου αναγνώστη και των υπολοίπων φορέων του βιβλίου; Παρατηρείστε πχ. τα τελευταία χρόνια, πόσοι επισκέπτονται τον ιερό λόφο της Ακρόπολης και πόσοι το νέο αρχαιολογικό μουσείο για να θαυμάσουν εν τάχει τα εκθέματα και να πιούν τον καφέ τους απολαμβάνοντας την θέα, του ιερού βράχου. Από απόσταση. Ίσως κάνω λάθος. Θυμάστε πόσοι μαθητές και μαθήτριες σχολείων πέρασαν για ένα λεπτό(!) και θαύμασαν κάποτε έναν πίνακα του El Greco στην Εθνική Πινακοθήκη; Αλήθεια τι τους έμεινε από αυτήν την μονόλεπτη και πολύβουη και βιαστική επίσκεψη;
     Βιβλιοθήκες, χώροι ζεστοί, φιλόξενοι,  πνευματικής αναζωογόνησης. Βιβλιοθήκες, χώροι παράδοσης και κάποτε ανατροφής πολιτισμού, ίσως και σήμερα! Ο χρόνος θα δείξει προς τα πού θα στραφεί η πυξίδα των αναγνωστικών ενδιαφερόντων των πολιτών-επισκεπτών και της φροντίδας των Βιβλιοθηκών εκ μέρους της Πολιτείας. Ως τότε, καλό είναι να τις επισκεπτόμαστε παρά τις δυσκολίες. Να τις λειτουργούμε έστω και με την παρουσία μας. Μια κοινή συναντίληψη των δημόσιων φορέων με τους έλληνες και ελληνίδες αναγνώστες, για την τύχη τους θα άξιζε. Αυτό χρειαζόμαστε. Ένα κοινό όραμα δημιουργικής συνεργασίας των Βιβλιοθηκών με τους Εκδότες βιβλίων, περιοδικών και αναγνωστών. Όχι περίκλειστοι χώροι σκονισμένων βιβλίων και περιοδικών που δεν θα διαβαστούν ποτέ και ίσως, λόγω έλλειψη χώρου, πεταχτούν ή πολτοποιηθούν. Όταν λησμονείται ένα βιβλίο στα ράφια μιας Βιβλιοθήκης, ή δεν παρέχεται ακόμα και για φωτοτύπηση, λησμονείται μια ανθρώπινη ζωή. Η περιπέτεια του βίου της. Χρειαζόμαστε μια κοινή συμπόρευση Βιβλιοθηκών με άλλους φορείς πολιτισμού. Μια συνεργασία για ένα μέλλον με Βιβλιοθήκες-όχι κτηριακών μοντέρνων συγκροτημάτων, όχι παρκαρίσματος βιβλίων, εκδόσεων, αρχείων και ανθρώπων-, ίσως φέρει ένα άλλο λειτουργικότερο διαρκές παρόν και μελλοντικό για τις ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ. Αν δεν λαθεύω.
      Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στο νου μου καθώς έχω μπροστά μου την φωτοτυπία της ποιητικής συλλογής του ποιητή κ. Γιώργου Χ. Θεοχάρη, που μου απέστειλε η ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ, που εξέδωσε το 1996. Μάλιστα η χαρά μου και ορισμένες από τις σκέψεις μου επιβεβαιώθηκαν για τον ρόλο και τους στόχους των Βιβλιοθηκών, όταν είδα στην τελευταία σελίδα και τις άλλες εκδοτικές κυκλοφοριακές δραστηριότητες της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, από το 1991 έως το 1996 και την σημερινή φωτοτυπία που κρατώ στα χέρια μου και αγνοούσα. Πράγμα που μας δείχνει περίτρανα ότι αν υπάρχει θέληση, μεράκι και όρεξη για δουλειά, από δημόσιους λειτουργούς, επιτυγχάνεται ο ρόλος και ο στόχος των Βιβλιοθηκών, υλοποιείται το όραμα και το όνειρο συγκεκριμένων ανθρώπων που εργάζονται σε αυτές. Όταν το κλίμα πολιτισμού περιφέρεται μέσα στους χώρους των Βιβλιοθηκών πνέει και έξω από αυτές.
Ανατυπώσεις και κυκλοφορίες νέων βιβλίων είναι το έργο που αφήνει στο χρόνο η Δημόσια Βιβλιοθήκη Λεβαδείας. Που ήρθα σε επαφή μαζί της εξαιτίας της αποστολής της φωτοτυπίας της ποιητικής συλλογής, που ευχαριστώ για άλλη μια φορά τους εργαζόμενους που φρόντισαν για αυτό.
Ας δούμε τις εκδόσεις της Βιβλιοθήκης:
1.Ανδρέου Διαμαντόπουλου: Τροφώνιος-Έρκυνα-Λεβάδεια, 1991. Ανατύπωση από έκδοση του 1936
2.Τάκης Λάπας: Η χώρα της Λειβαδιάς, 1991. Ανατύπωση από έκδοση του 1954
3.Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας: Η διαδρομή και το έργο της, 1992
4. Τάκης Λάπας: Στα ψηλώματα του Παρνασσού, 1993. Ανατύπωση από έκδοση του 1937
5. Βασίλειος Τζέμος: Ιστορία του Ορχομενού της Βοιωτίας, 1993. Ανατύπωση από έκδοση του 1963
6. Παναγιώτης Μαγιάκος: Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804), 1993. Ανατύπωση από έκδοση του 1932
7. Δημήτρης Πάνου: Οι Καταλάνοι στη Βοιωτία, 1994.
     Όπως μας δείχνει ο μικρός αυτός κατάλογος εκδόσεων της Βιβλιοθήκης, η φροντίδα των επανεκδόσεων στρέφεται κυρίως και πρωτίστως στην περιοχή και σε θέματα που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό και την ιστορία ή πρόσωπα της Βοιωτίας. Δεν γνωρίζω αν και άλλες Δημόσιες Δημοτικές Βιβλιοθήκες έχουν προβεί σε παρόμοιες εκδόσεις ή επανεκδόσεις, στήριξης του ντόπιου πολιτισμού και των συγγραφέων τους. Ίσως σίγουρα θα υπάρχουν. Αλλά τέτοιας φύσεως εκδοτικές δραστηριότητες σε χαροποιούν και σε εκπλήσσουν. Και οφείλουμε συγχαρητήρια-και ας μην τα χρειάζονται-στους δημοτικούς υπαλλήλους συντελεστές που αποτόλμησαν να αναμετρηθούν με την γραφειοκρατία και την δημοσιοϋπαλληλική ραστώνη και ασχολήθηκαν με κάτι που δεν «πουλάει», αλλά γιατρεύει ψυχές και πνεύμα. Και προπάντων, διαδίδει την Ιστορία και τον Πολιτισμό της χώρας. Ελπίζω, η Δημοτική Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, να συνεχίζει το ωραίο αυτό έργο της ακόμα και σήμερα παρά τις οικονομικές δυσκολίες και άλλες αντιξοότητες. Με το ίδιο ή άλλο δημοτικό εργασιακό δυναμικό.
     Όσον αφορά την έκδοση της συγκεκριμένης συλλογής του κύριου Γιώργου Χ. Θεοχάρη του συντοπίτη ποιητή και συγγραφέα, από την ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ, αναφέρονται τα εξής:
Προλόγου δίκην
Επειδή πεισματικά αρνούμαστε να απελπιστούμε.
Επειδή ασπαζόμαστε εκείνο το αρχαίον «ουκ έστιν γλυκύτερον παραμυθίον τέχνης».
Επειδή πιστεύουμε ότι μιλούσε σοβαρά ο Νίτσε όταν μας βεβαίωνε πως η τέχνη προστατεύει από τη διανοητική κυριαρχία.
Επειδή μάθαμε, όλο και πιο πολύ να διακρίνουμε την αλήθεια του μύθου από το μύθο της αλήθειας.
Επειδή δεν διακρίνουμε πιά μέσα στην αιθαλομίχλη τίποτα πιο αληθινό από το ωραίο.
Επειδή αρνούμαστε να απατηθούμε άλλη μία φορά από σοφούς και ιεροκήρυκες.
Επειδή όσοι επάξια ιερούργησαν τα μυστήρια των μυστηρίων ήσαν ποιητές.
Επειδή όσο αναγνωρίζουμε τους ποιητές, τους κάνουμε λιγότερο επικίνδυνους…
Επειδή διαβλέπουμε πως ο συντοπίτης μας ποιητής Γ. Χ. Θεοχάρης δεν είναι ονειροπώλης αλλά αδιαπραγμάτευτα ονειροπόλος, και επειδή στην Αμειψισπορά του δεν διακρίναμε τίποτα υβριδιακό, εμείς οι της εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, ομόφρονα αποφασίσαμε να δώσουμε τόπο στην ιερή τρέλλα και για το 1996 εκδίδουμε την ποιητική του αυτή περι- συλλογή με την ταξιδιωτική οδηγία:
Μη προσδεθείτε κατά την πτήση
γλυκιά αιχμαλωσία δεν υπάρχει
πεμπτουσία άλλωστε και της ποίησης
η ελευθερία.
Η εφορεία της Βιβλιοθήκης
Η Πρόεδρος
Μαριέττα Μπαμπαλούκα
Ο Αντιπρόεδρος
Σαλούστρος Δημήτριος
Τα Μέλη
Γαζής Κώστας
Ταγκαλέκας Δημήτριος
Μελέτη Ευαγγελία
Κωτσαδάμ Παγώνα
Μπαρδώσας Γιάννης
Ο Διευθυντής
Λεωνίδας Διαμαντής
       Της εφορείας αυτές οι καταθέσεις μας φανερώνουν νομίζω με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο την αγάπη και την φιλοσοφία ζωής αυτών των συντελεστών στην λειτουργία των καθηκόντων τους απέναντι στους συντοπίτες τους πρωτίστως και σε εμάς τους υπόλοιπους που χαιρόμαστε τις προσπάθειες των κόπων τους και των προσπαθειών τους. Την συμβολή τους, στην διάδοση της ιστορίας και παράδοσης του τόπου τους και της σύγχρονης πνευματικής συνέχειας από ποιητές όπως ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης.
     Ποιήματα του ποιητή Γιώργου Χ. Θεοχάρη, έχουμε διαβάσει παλαιότερα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Όπως πχ. στο περιοδικό «Τετράμηνα» που εκδίδεται στην Άμφισσα, στο περιοδικό «Ευθύνη» που εκδίδονταν στο κέντρο της Αθήνας από τον γνωστό εκδοτικό οίκο, στο περιοδικό «Αλφειός» που εκδίδονταν στον Πύργο, το λογοτεχνικό περιοδικό από την Θεσσαλονίκη «Ο Παρατηρητής», στο περιοδικό «Γραφή» της Λάρισας, το «Πλανόδιον» του ποιητή Γιάννη Πατίλη, στο ολιγόχρονο περιοδικό «Ρεύματα», στην «Ακτή» που εκδίδεται στην Κύπρο, στο «Εμβόλιμον» και σε άλλα, που συνεργάστηκε ο ποιητής δημοσιεύοντας ποιήματά του για πρώτη φορά και που, δημοσιεύει στην συγκεντρωτική αυτή έκδοση των τεσσάρων δεκαεξασέλιδων. Η συλλογή είναι αφιερωμένη σε τρία γυναικεία προφανώς οικογενειακά του πρόσωπα. Στην Αλέκα, στην Πέπη, στην Χαρούλα. Όπως αναγράφεται ο γεννημένος στη Δεσφίνα της Φωκίδας το 1951 ποιητής, έξι χρόνια πριν την κυκλοφορία της συλλογής, εξέδωσε και την ποιητική συλλογή «Πτωχόν Μετάλλευμα», εκδόσεις ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ Άσπρα Σπίτια, 1990. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Εμβόλιμον που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας, και ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και τα λατινοαμερικάνικα.
      Η ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ, είναι η πρώτη συλλογή που διαβάζω του ποιητή κυρίου Γιώργου Χ. Θεοχάρη. Δεν έχω διαβάσει εκτός από τα σκόρπια ποιήματα του σε περιοδικά συγκεντρωτικούς τίτλους βιβλίων του. Μάλιστα, το ποίημά του «ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Γ. Σ.», που αναφέρεται στον νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, καθώς και το ποίημα «Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ» του ωραίου και υπερήφανου αυτού έλληνος ήρωος της επανάστασης του1821 που κοσμεί έφιππος, το άγαλμά του, την πόλη του Πειραιά στην ομώνυμη πλατεία στο λιμάνι, με έκαναν ν' αναζητήσω την συγκεντρωτική ποιητική του συλλογή έστω και καθυστερημένα. Και επικουρικά, ένα ακόμα ποίημά του, το “PRESTO” που το αφιερώνει στον πειραιώτη καθηγητή μαθηματικών και σουρεαλιστή ποιητή Έκτωρ Κακναβάτο. Μια ιδιαίτερη περίπτωση σουρεαλιστή και μοντέρνου ποιητή μέσα στον παραδοσιακό πειραιώτικο ποιητικό λειμώνα.
      Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το «γεώμορον» και το «Εισόδημα κτηθέν εκ προσπαθείας».
Το πρώτο μέρος αποτελείται από 16 ποιητικές μονάδες, το δεύτερο από 24, έχουμε ένα σύνολο 40 έντιτλων ποιημάτων. Πολλά ποιήματά του, τα αφιερώνει σε γνωστούς μας ποιητές και άλλα πρόσωπα. Αναφέρω τους σχετικούς τίτλους:
-Ν’ ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ, Στον Γιάννη Πατίλη
-ΑΣΘΜΑΙΝΟΝ ΑΣΜΑ, Στον Νάνο Βαλαωρίτη
-Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ ΚΙ Η ΚΟΥΝΙΑ ΤΗΣ, Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
-ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΓΑΡ, Στον Γιώργη Παυλόπουλο
-FOTO LUX, Στον Βασίλη Αγγλόπουλο
-PRESTO, Στον Έ. Κακναβάτο
-ΑΠΟΛΟΓΙΑ, Στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο
-ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ, Στην Μάρω Τριανταφύλλου
Η συλλογή κλείνει με τα περιεχόμενα και τις πρώτες δημοσιεύσεις ορισμένων ποιητικών του μονάδων. Οι περισσότερες δημοσιεύονται πρώτη φορά.
Όπως βλέπουμε, ο ποιητής που βιοποριστικά εργάστηκε στο «Αλουμίνιο της Ελλάδος» αφιερώνει ποιήματά του σε ποιητές από όλες τις γενιές, (γενιά του 1970, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Πατίλης) σε έλληνες ποιητές που θήτευσαν αποκλειστικά στο υπερρεαλιστικό κίνημα, (Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος), στον ποιητή και βιβλιογράφο Δημήτρη Δασκαλόπουλο, τον ποιητή από τον Πύργο Γιώργο Παυλόπουλο, συντοπίτη του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, και σε μία γυναικεία γραφίδα, την Μάρω Τριανταφύλλου. Οφειλές πνευματικές και δάνειες ποιητικές επιρροές! όπως και αν το ερμηνεύσουμε, είναι κάτι που συνηθίζεται από τους έλληνες ποιητές και συγγραφείς. Και αυτό οφείλουν να πράττουν οι έχοντες συγγραφική συνείδηση και γνωρίζοντες τις καταβολές και τις προσλήψεις τους, τα δάνεια στοιχεία, μέσα στα κείμενά τους.
     Η πρώτη εντύπωση που αφήνει στον αναγνώστη η ποιητική συλλογή είναι η έκπληξη. Έκπληξη από τον ασυνήθιστο, μη συνήθη τίτλο της.
Αμειψισπορά, σημαίνει η εναλλαγή καλλιέργειας, η καλλιέργεια διαφορετικών φυτών στο ίδιο έδαφος, προκειμένου να βελτιωθεί το χώμα και ν αυξηθεί η παραγωγή. Έτσι την ερμηνεύει το «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ» με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Δ΄ έκδοση του ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας κυρίου Γιώργου Μπαμπινιώτη, σελ.173, έκδοση Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ, Αθήνα 2012. Η Αμειψισπορά είναι γένους θηλυκού και είναι λέξη που χρησιμοποιείται από την Γεωπονία. Το αντίθετό της είναι η μονοκαλλιέργεια. 
Η δεύτερη έκπληξη προέρχεται από τους τίτλους των ποιημάτων του που είναι κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να σημειώσουμε η « συν-περίληψή τους».
Ο τίτλος της συλλογής, αν και μας ξενίζει, κάπως, είναι εύστοχος και ευθύβολος μια και αντιπροσωπεύει επαρκώς το ποιητικό περιεχόμενό της. 
Τα ποιήματα του ποιητή Γιώργου Χ. Θεοχάρη έχουν όλα την ιδιαιτερότητά τους αλλά ταυτόχρονα, αποτελούν ένα ενιαίο ποιητικό σώμα μιας και μόνης ποιητικής φωνής, που δεν διστάζει να αναμετρηθεί με την ποικιλία των τίτλων των λέξεων, με διαφορετικές γλωσσικές χρήσεις της ποιητικής αποτύπωσης. Δεν αρνείται να εντάξει αρμονικά μέσα στο ποιητικό σώμα λέξεις αλλόγλωσσες. 
Υπάρχουν τίτλοι από λατινογενής γλώσσες, πχ. Conserto morto σ.24, Presto σελ.49, Foto Lux σελ. 38. 
Υπάρχει τίτλος ποιήματος που προέρχεται από τον σύγχρονό μας τεχνικό όρο Software. Τίτλοι με ποικιλία λέξεων από όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας: βλέπε Περί λύχνων αφάς σελ. 22, Λειψανάβατα σελ.27, Ασθμαίνον άσμα σ.29, Τσοπάνος του άστεως σελ. 43,Απέσβετο γάρ σελ. 35, -που παραπέμπει στον τελευταίο χρησμό του Μαντείου των Δελφών στον αυτοκράτορα Ιουλιανό-.Τίτλοι μονολεκτικοί όπως το ποίημα Ήθελε σελ. 26, Άθυρμα σελ.17, Απολογία σελ. 49 αλλά και τίτλους μακροσκελέστατους όπως φέρει το ποίημα, Ανεπιτυχές αρχιτεκτονικό σχέδιο αποκλεισμού της μνήμης σελ. 42, το Για την προσεταιριστικότητα στην Τέχνη σελ. 50, ή η σύνθεση Η μεγάλη δοκιμασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη στα τέλη του εικοστού αιώνος σελ. 36. Τίτλοι που ηχούν παράδοξα, όπως Περί της υπάρξεως ζωής πρίν το θάνατο σελ. 39. Ή με ερωτηματικό πρόσημο, Περί τίνος πρόκειται σελ. 52. Τύποι της γραμματικής όπως Ποιητικόν αίτιον σελ. 54. Τίτλοι ποιητικών μονάδων που από μόνοι τους κάτι θέλουν να μας δηλώσουν, δεν είναι τυχαίοι, να περιμένουμε πριν την ανάγνωση του ποιήματος. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης, οι τρείς εκδοχές Των παρόντων καιρών I, II, III, σελ. 44,45,45, που έχουν άμεση σχέση είτε με την αρχαία ιστορία, βλέπε Μέγας Αλέξανδρος και τα ιστορικά γεγονότα τα σχετικά με τον Κλείτο και τον Φιλώτα, που ο ποιητής χρησιμοποιεί αρχαίο σκηνικό για να μας δηλώσει μια σύγχρονη πολιτική ματιά στα γεγονότα και τους ανθρώπους της εξουσίας. Να μας πει με ξεκάθαρο τρόπο, ότι η όποια εξουσία θέλει μόνο υπάκουους χειροκροτητές και αυλοκόλακες.Χρησιμοποιεί και συμπεριφέρεται με τον δυναστικό αυτόν τρόπο ακόμα και στα πολιτικά άτομα, που τους βοήθησαν κάποτε να ανέλθουν στην εξουσία και τους υπηρέτησαν πιστά.
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ Ι
Αν είσαι υπάκουος και πιστός
και συγκεντρωτικός
κι αν φωνάζεις ζήτω
Αλέξανδρος εγώ
και σε τιμώ.
Πάντα θα μου θυμίζει ο Γρανικός
πώς μ’ έσωσες
καλέ μου Κλείτο.
--
Μ’ αν είναι να μου κάνεις κριτική
και δεν χειροκροτάς, σαν πρώτα,
Αλέξανδρος εγώ
και σ’ εκτελώ ΄
κι εσέ και τον Φιλώτα. 
          Αλλά και η δεύτερη ποιητική σύνθεση ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΙΙ, που έχει σαν υπότιτλο ή επίγραμμα για το Πολυτεχνείο,
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΙΙ
(ή επίγραμμα για το Πολυτεχνείο)
Εδώ παλαίψανε οι φοιτητές με το μεγάλο δράκο.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πρώτοι τη βολέψανε.
Άλλος στο βουλευτήριο,
άλλος στη δημαρχία,
άλλος κλειδούχος στο κοινό ταμείο
κι άλλος παρατρεχάμενος στου αρχηγού τη βίλλα.
--
Οι δεύτεροι, παρέμειναν ανώνυμοι,
σαν τους λοιπούς οπλίτες.
Της επταετίας αγωνιστές,
κορόϊδα της μεταπολίτευσης,
σαν τα σφαχτάρια κρέμονται
απ’ το τσιγκέλι των ιδανικών τους.
      Πόσο αλήθεια σύγχρονο είναι αυτό το ποίημα στις μέρες μας, πόσο αντιπροσωπευτικό των ημερών μας πολιτικών γεγονότων και κοινωνικών συμβάντων. Το ποίημα είναι μια σατιρική ματιά των πολιτικών γεγονότων μετά την δικτατορία στην χώρα μας. 
Η ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη είναι ποίηση κατά βάθος πολιτική, είναι ένας πολιτικός αντιστασιακός λόγος φορώντας τον μανδύα της σάτιρας. Δεν είναι πολιτικά στρατευμένη όπως είναι η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Μανόλη Αναγνωστάκη, ποιητικά έργα δημιουργών που έζησαν τα πάθη και τα βάσανα της Κατοχής και του Ελληνικού Εμφύλιου κατόπιν σπαραγμού. Ο ποιητικός λόγος του Θεοχάρη είναι ο σύγχρονος κριτικός λόγος της εποχής μας, μέσα από συμβολισμούς και πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας που το καθένα του, συμβολίζει διαχρονικά τις επιλογές του που το σημάδεψαν και έμεινε στην Ιστορία. Ο ποιητικός του λόγος, φέρνει στο νου περισσότερο τον πολιτικό Βάρναλη παρά τους ποιητές της ήττας. Όμως, αυτά δεν είναι τα πολιτικά παιδιά της μεταπολίτευσης; Αυτές δεν είναι οι μετέπειτα ιστορικές επιλογές τους που επικρατούν ακόμα και σήμερα, λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές; Ποιος έχει ιστορικό δίκαιο, οι πολιτικές πράξεις και επιλογές των παιδιών της μεταπολίτευσης και οι πρακτικές τους ή ο ποιητικός σατιρικός και καυστικός ποιητικός λόγος και η λαγαρή ματιά του σημερινού ποιητή, που φωτογραφίζει καταστάσεις; Ποίηση σφιχτή συμπιεσμένη από την πικρή διαπίστωση της πολιτικής δράσης των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών καιρών μας, είναι η ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, που μας παρουσιάζει πεντακάθαρα και ειλικρινά την δραματική δυστυχώς όψη της πολιτικής κατάστασης στην χώρα μας στους καιρούς μας.
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΙΙΙ
Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πρίν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
‘Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.
     Πικρή και απαισιόδοξη πολιτική και κοινωνική διαπίστωση. Διάψευση των παλαιών οραμάτων, της ορμητικής φλόγας που έγινε ένα «ξερό φυτίλι». Τι μπορεί να κάνει ο κατοπινός ποιητικός λόγος μπροστά στην Κρεόντεια εξουσία, την αρχή, μόνο να την καταγγείλει μπορεί άμεσα και φανερά ή έμμεσα και μέσα από ένα παλιότερων καιρών ιστορικό σκηνικό. Οι μάσκες αντίστασης του σύγχρονου ποιητή. Η άλλη προτροπή του «Αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού.
Η στιχουργική συντομία είναι συνήθως αυτό που χαρακτηρίζει την ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, παρά του ότι συναντάμε μέσα στην συλλογή και μακροσκελείς συνθέσεις του. Ποιητικός λόγος συμπαγής, ορισμένες ποιητικές του συνθέσεις οδηγούν την επιθυμία του για μια σύγχρονη αφήγηση των γεγονότων μάλλον προς τους ατραπούς του δράματος της προσωπικής επίγνωσης, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας. Ενώ η αφήγηση αναφέρεται στο παρελθόν, το δράμα εξελίσσεται στο τώρα, στο σήμερα, στο παρόν. Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης αναμειγνύει αρμονικά το τότε με το τώρα για να κεντριστεί η συνείδηση που δεν θέλει να αποδεχτεί την νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. «Αλλάζουν δραματικά οι καιροί». Το ίδιο διαπιστώνουμε και στο ποίημα «Ο Ενεστώς εις τον Μέλλοντα» συμπιέζεται ο χρόνο σε ένα διαρκές ανοιχτό παρόν.
Γράφει:
Θα περάσουν χρόνια πολλά.
Το πικραμένο μου βλέμμα θα βρίσκεται
σε νάρκη βλαστήσεως
αναμένοντας την κρίσιμο θερμοκρασία
που θα προκύψει από το ζέον των λέξεων
για να λάμψει ξανά.
Τόσον καιρό κάτω απ’ το χώμα η θλιφτή μου φωνή
δεν θα μπορεί ν’ αντικρούσει τ’ αγκιδωμένα λόγια
που για μένα θα λένε οι επιζώντες.
Θα περάσουν χρόνια πολλά.
Των αιώνων οι άνεμοι θα έχουν σαρώσει
ως και τον έσχατο κόκκο του φτωχού μου σαρκίου.
Πάνω απ’ το χώμα το υφάδι των λέξεων
θα πλέκει το σήμερα σε μια νέα τελετουργία
με το στημόνι της γλώσσας
κι εγώ τίποτε άλλο δεν θα γνωρίζω
πάρεξ, ό,τι εν όσω ζούσα μπόρεσα να φανταστώ.
      Μπορεί οι κριτικοί και οι ασχολούμενοι με τον ποιητικό λόγο να αποφαίνονται ότι η Ποίηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί, (δεν μπορούμε να γράψουμε νε βεβαιότητα τι είναι η Ποίηση) όμως ο ποιητικός λόγος που έχουμε μπροστά μας, είναι εμφανώς πολιτικός, οντολογικός και προσδιορίσημος. Είναι ένας σύγχρονος των ημερών μας λόγος που ενώνει τον βουβό και σιγαλόφωνο σπαραγμό της ιστορίας έτσι όπως μας την αφηγείται ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Σεφέρη, με την ποιητική φωνή των ποιητών της γενιάς του 1970. Είναι ένας σύγχρονος ποιητικός λόγος που ταλανίζει συνειδήσεις έστω και αν αυτές ολιγωρούν πολιτικά. Είναι παρόν στην πλέον ανθρώπινη αλήθεια αποδοχής της πραγματικότητας. Μια ποίηση που μέσα από λέξεις φαινομενικά ή και μπορεί να είναι, αντιποιητικές, οικοδομεί την δυναμική της αλήθειας της. Είτε είναι δίστιχο το ποίημα είτε πολύστιχο, η ουσία είναι η ίδια. Η πικρή διαπίστωση της σύγχρονης πραγματικότητας. Τα ίδια τα ποιητικά υλικά όπως και τα πολιτικά συμβάντα έχουν πάντα δύο ισόμοιρες όψεις.
«Ήταν ένας άνθρωπος που γινόταν όνειρο.
Ήταν κι ένας άλλος που γινόταν πραγματικότητα.»
Γράφει στο 12ο ποίημα της σύνθεσης Λειψανάβατα.
     Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης αναμετράται διπλά μέσα στο έργο του. Με τον χρόνο και τις λέξεις.
Γράφει στο ποίημα ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Απ’ την στιγμή
που τον κυρίευσε η απογοήτευση
πέρασε την υπόλοιπη ζωή του
σε χρόνο υπερσυντέλικο.
     Γιαυτό καταφεύγει στο μεγάλο και άγνωστο περιβόλι της ελληνικής γλώσσας. Σε λέξεις που παρότι έχουν ειδικό σημασιολογικό στιγματισμό, προέρχονται από το εργασιακό του περιβάλλον και τις εργασιακές του δραστηριότητές, αλλά και από το λιβάδι της γεωλογία και της φυτολογίας, εκφράζουν αυτό που θέλει να πει και να αποτυπώσει στους στίχους του. Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης εμπλουτίζει το ποιητικό σκηνικό με λέξεις που δεν το περιμένεις. Είναι λέξεις που έχουν διττή σημασία, και για το επάγγελμα που εκπροσωπούν και για την ποιητική εικόνα που μας παρουσιάζουν. Είναι λέξεις που υφαίνουν το νήμα του παρελθόντος με το παρόν. Που μπορεί να αποσπούν για λίγο την προσοχή μας, δεν σκιάζουν όμως το ποιητικό νόημα, δεν αποπροσανατολίζουν τον κεντρικό στόχο του.Δικαιολογούν την ύπαρξή τους μέσα στο ποιητικό σώμα και σπονδυλώνουν μέ ποιητικό τρόπο, το διάστημα μεταξύ ελπίδας και απαισιοδοξίας, ανεκπλήρωτου ονείρου και στυφής γεύσης στα χείλη. Μια ποίηση, πολιτικής διαπίστωσης και διακριτικής αισθαντικότητας. Και το σπουδαιότερο, παρά το λεξιλόγιο της, είναι μια ποίηση που χρησιμοποιεί μια νέα τεχνολογία μέσα σε μια ποιητική ατμόσφαιρα που διαθέτει μουσικότητα και ρυθμό. Μια ποίηση που στηρίζεται τόσο στην παράδοση όσο και στον σύγχρονο ποιητικό λόγο.
Ποιήματα-άνθη από πολλούς ανθώνες που δικαιολογούν αβίαστα τον τίτλο της συλλογής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 28 Ιουνίου 2018