Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑΣ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑΣ

     «Γιαυτό, λοιπόν, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ παραιτήσεως και ανικανότητας, μεταξύ περιστασιακής ή λειτουργικής και διαρκούς ή κατεστημένης βλακείας, μεταξύ πλάνης και ελλείψεως ευφυΐας. Η πράξη αυτή διακρίσεως ενέχει σπουδαιότατη σημασία, γιατί οι συνθήκες του βίου σήμερα είναι τόσο ερεβώδεις, συγκεχυμένες και περίπλοκες, που από τις περιστασιακές βλακείες του κάθε ατόμου χωριστά εύκολα μπορεί να συναχθεί η κατεστημένη βλακεία του κοινωνικού συνόλου, πράγμα που, σε τελική ανάλυση, απάγει την παρατήρηση εκτός του πεδίου των ατομικών ιδιοτήτων και μας άγει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία πάσχει διανοητικώς…»
                             Robert Musil
    Το 1995 από τις γνωστές και καλαίσθητες εκδόσεις «Άγρα» του Σταύρου Πετσόπουλου, κυκλοφόρησε ένα μικρό εβδομήντα σελίδων βιβλιαράκι, τίτλος του «Η Τέχνη της Πολιτικής Ψευδολογίας», (1712) κείμενο του John Arbuthnot αποδιδόμενο στον Jonathan Swift, σε εισαγωγή του καθηγητή του University of Southern California, Jean-Jacques Courtine. Το αντιπροσωπευτικό του κειμένου εξώφυλλο είναι από χαρακτικό του 1743 «Characters Caricaturas» του William Hogarth(1697-1764), η μετάφραση της ενδιαφέρουσας ακόμα και σήμερα πολιτικής μπροσούρας είναι της ποιήτριας και μεταφράστριας Αλόης Σιδέρη.
    Ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής,, δοκιμιογράφος Jonathan Swift(1667-1745) είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, από το παραβολικό μυθιστόρημά του «Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ» σε μετάφραση του συγγραφέα και μεταφραστή Μίλτου Φραγκόπουλου που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κρύσταλλο το 1982, γνωρίζω ακόμα, ότι το 1992  από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε σε μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλλη, «Η μάχη των βιβλίων».
Σατιρικά ή λιβελογραφικά πολιτικά κείμενα(αποσπάσματα) του Ιρλανδού πάστορα είναι δημοσιευμένα σε διάφορα  λογοτεχνικά περιοδικά.
     «Ανυπεράσπιστα χωριά να υφίστανται αεροπορικούς βομβαρδισμούς, οι κάτοικοί τους να σκορπίζουν στην ύπαιθρο, τα ζώα να πυροβολούνται, οι καλύβες να παραδίδονται στις φλόγες: ιδού τι ονομάζουν ειρήνευση.
Εκατομμύρια χωρικοί να απογυμνώνονται από τη γη τους και να πετάγονται στους δρόμους παίρνοντας μαζί μόνο οτιδήποτε μπορούν να κουβαλήσουν στην πλάτη τους: ιδού τι ονομάζουν μεταφορά του πληθυσμού ή διευθέτηση των συνόρων. Άνθρωποι φυλακίζονται για χρόνια χωρίς δίκη ή να δέχονται μια σφαίρα στην πλάτη ή να στέλνονται για να πεθάνουν στα αρκτικά κάτεργα: ιδού τι ονομάζουν εξάλειψη των ύποπτων στοιχείων»
                             George Orwell
    Το βιβλίο αυτό, το είχα διαβάσει την περίοδο που συγκέντρωνα βιβλιογραφικό υλικό για μια μελέτη για τον Νικολό Μακιαβέλλι που τότε ετοίμαζα και, αργότερα, δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Οδός Πανός» τχ. 138/10,12,2007-τώρα δημοσιευμένο και στο bloc μου. Το κείμενο του Ιρλανδού συγγραφέα ήρθε στο νου μου αυτές τις μέρες που συμβαίνουν νέα πρωτόγνωρα και ριψοκίνδυνα πολιτικά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της πατρίδας μας. Το δημοψήφισμα που εξήγγειλε η σημερινή κυβέρνηση, είναι το δεύτερο που θυμάμαι, το πρώτο ήταν για την επαναφορά ή όχι της Μοναρχίας στην Ελλάδα, τότε λόγω εφηβικής ηλικίας δεν ψήφισα, αν και πανηγύρισα για την αλλαγή του πολιτεύματος. Όπως πανηγύρισα αργότερα που έγινε η πλήρης σύνδεση το 1981, από την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο, η ισότιμη εισδοχή της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ, αλλά και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, όταν ο Αντρέας Παπανδρέου ο θρυλικός ηγέτης και ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα της Αλλαγής, πάλι χαρήκαμε που ο γεωγραφικός ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας δεν άλλαξε. Ο Αντρέας Παπανδρέου, συνέχισε σε γενικές γραμμές τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας-ακολουθώντας τον οραματικό σχεδιασμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή που είχε μεταπηδήσει στην προεδρία της Δημοκρατίας-διευρύνοντας τις πολιτικές συμμαχίες της χώρας, συνομιλώντας με τους ηγέτες του κινήματος των Αδεσμεύτων, Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, Ίντιρα Γκάντι της Ινδίας και άλλων, καθώς και με τα γνωστά ιστορικά ανοίγματα προς τις Αραβικές χώρες, στεκόμενος συμπαραστάτης στον αγώνα των Παλαιστινίων. Ανεξάρτητα από την διεύρυνση των διπλωματικών οριζόντων του Αντρέα Παπανδρέου, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας μας δεν άλλαξε, οι πολιτικές και διπλωματικές του αποφάσεις δεν εγκυμονούσαν ουσιαστικές ανατροπές στη θεσμική πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δομή της ελληνικής πολιτείας. (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ κλπ). Φιλοευρωπαϊκή πολιτική μέχρι τέλους, κράτησε και ο ιστορικός ηγέτης του Συνασπισμού Λεωνίδας Κύρκος, σεβόμενος τόσο την αστική δημοκρατία της οποίας υπήρξε βουλευτής όσο και τις πολιτικές επιλογές της. Θυμούνται οι παλιότεροι την φράση του: «άλλο δικτατορία του προλεταριάτου, και άλλο δικτατορία επί του προλεταριάτου», όταν αναφέρονταν στα τότε ανατολικά κομμουνιστικά καθεστώτα.
    Δεν είμαι πολιτειολόγος, αλλά θεωρώ ότι ο Ελληνισμός σαν Έθνος ιστορικά, καταξιώθηκε μέσα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, παρόλα τα κατά καιρούς σκαμπανεβάσματα που είχαμε σαν χώρα. Η πατρίδα μας έμεινε αδιαίρετη, ασύγχυτη και κοινωνικά αναβαπτισμένη. Η ευεργετική αυτή πορεία προσανατολισμού που οραματίστηκε ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης και συνέχισε ο ηγέτης της κοινωνικής αλλαγής έδωσε την δυνατότητα στην χώρα μας να αναπτυχθεί οικονομικά και πολιτικά. Η όποια απώλεια της εθνικής μας ταυτότητας ή αλλοτρίωση της ελληνικότητας δεν προήλθε από τους ευρωπαίους εταίρους μάλλον, αλλά από εμάς τους ίδιους, οι ιστορικές συνθήκες άλλαξαν, οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες διεύρυναν τους οικονομικούς και ιδεολογικούς ορίζοντές τους, οι διεθνείς πολιτικές συμμαχίες αναπροσανατολιστήκαν, ενώ η χώρα μας έζησε μια ιστορικά μακρά ειρηνική περίοδο και με σχετική οικονομική ευμάρεια των κατώτατων λαϊκών τάξεων. Το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έβαλε την ταφόπλακα στις ιδεολογικές διαιρέσεις που ανεξάρτητα από πια πλευρά υποστηρίζονταν, γεννήθηκαν και οικοδομήθηκαν στην γηραιά ευρωπαϊκή ήπειρο. Ανεξάρτητα αν μας αρέσει ή όχι, ή το πώς και με πιο τρόπο εφαρμόστηκε ανά την υφήλιο, και ο κομμουνισμός σε όλες του τις θεωρητικές εκδοχές, παιδί του ευρωπαϊκού διαφωτισμού υπήρξε.
    Θεωρώ ότι, γράφοντας και πάλι, ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας μας είναι δεδομένος, υπερβαίνει και είναι πέρα από κάθε πολιτική ή δημοψηφισματική απόδειξη και αναπόδεικτη απόδειξη μιας όποιας ενδεχόμενης λαϊκής πολιτικής απόφασης που θα μας οδηγούσε εκτός Ευρώπης και εκτός Ευρώ. Για να προλάβω τις όποιες ενδεχόμενες θεμιτές αντιδράσεις των όποιων αναγνωστών του κειμένου αυτού, σημειώνω ότι είμαι εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα, χαμηλόμισθος και δεν ελπίζω ότι θα αντέξω ηλικιακά  μέχρι τα 67 μου χρόνια για να πάρω μια πενιχρή σύνταξη, και δεν έχω άλλα περιουσιακά στοιχεία, πέρα από την παιδεία  που διδάχθηκα από το οικείο μου περιβάλλον, τους δασκάλους μου και τις συνεχείς μελέτες μου και αναγνωστικά μου ενδιαφέροντα. Για να μην ακούσω ότι άκουσε ένας από τους σημαντικότερους σκιτσογράφους μας-συνεχής θαυμαστής του και αναγνώστης των κειμένων του-ο Αρκάς. Όποιοι ανήκουν στην λεγόμενη δημοκρατική όχθη του πολιτικού ποταμού της χώρας μας, δεν είναι απαραίτητα αντικυβερνητικοί, ούτε μετέχουν στις σημαντικές κυβερνητικές αποφάσεις που ενδεχομένως θα αλλάξουν την πορεία της Ευρώπης, ή της χώρας μας, απλά είναι και θα παραμείνουν φιλοευρωπαϊστές, και δεν πιστεύουν ότι το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο οποίο επάξια ανήκει και η χώρα μας είναι μια Collegium Illicitum, μόνο για τα ισχυρά οικονομικά και στρατιωτικά κράτη της Βόρειας Ευρώπης, αλλά μια πολυπολιτισμική κοινωνία εθνών και λαών που το καθένα διατηρεί την εθνική ετερότητά του ενταγμένο μέσα στο ευρύτερο ισχυρό πολιτισμικό, οικονομικό και στρατιωτικό πλαίσιο της δυτικής αυτής συμμαχίας. Οι κάτοικοι αυτής της πτωχής με μεγάλο ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν χώρας, δεν μπορούν να κρυφθούν στις κατακόμβες της ιστορίας ή της ιδεολογικής ιδεοληψίας μεγάλης μερίδας των συμπολιτών μας για να διατηρήσουν τα αυθαίρετα κεκτημένα τους, ούτε να μετατρέψουμε την πατρίδα μας σε ορμητήριο κορεσμένων ιδεολογικά πολιτικών προθέσεων ακραίων μειοψηφιών, παρά τα σίγουρα αθέμιτα πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια μεταξύ των Ευρωπαίων Συμμάχων μας, και την κεντρική έλλειψη συμφωνίας στο ελληνικό ζήτημα του ογκώδους χρέους, της φορολογικής πολιτικής, της δυσβάσταχτης οικονομικής λιτότητας και εξαθλίωσης της χώρας μας εδώ και πέντε χρόνια. Σίγουρα πιστεύω, ότι αν αυτό συνέβαινε σε μια άλλη Ευρωπαϊκή Βόρεια χώρα, θα έβρισκαν πιο διέξοδες λύσεις, πιο αποτελεσματικές, πιο ελαφρυντικές, αλλά και από την άλλη, εμείς φταίξαμε, εμείς κατασπαταλήσαμε χωρίς πολιτική περίσκεψη και χωρίς κοινωνική αιδώ τα χρήματα που μας έδωσαν οι εταίροι μας τα προηγούμενα χρόνια, δεν εκμαυλίστηκαν μόνον οι πολιτικοί αλλά και εμείς σαν λαός, βολευτήκαμε, και τώρα πληρώνουμε τα επίχειρα της κοινωνικής και οικονομικής μας αφροσύνης, δυστυχώς όπως λέει μια σοφή παροιμία, «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Και όλοι μαζί τρέχουμε αλλόφρονες στα ΑΤΜ μην χάσουμε την ιστορική μας δραχμούλα     
Μέσα σε αυτές τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες οφείλουμε να πορευθούμε και να επανανακαλύψουμε το στίγμα μας σαν χώρα, σαν λαός, σαν παράδοση κοινωνίας των πολιτών και όχι καταθετών, του αυτάδελφου ελληνικού φρονήματος και όχι των εγωπαθών αυθαιρεσιούχων παντός είδους και ποικιλίας, και να επιδιώξουμε μια συμφωνία που δεν θα πληγεί το γόητρο της μιας ή της άλλης πλευράς, ούτε θα είναι ετεροβαρής από την από εδώ πλευρά, αλλά σαν ισότιμα μέλη μιας πολλών συμφερόντων, συγκρούσεων και ταχυτήτων Ευρωπαϊκής κοινότητας που οφείλει να σταθεί πάνω από φυλετικά Ευρωπαϊκά προβλήματα, και εμείς σαν χώρα, να πάψουμε να ομφαλοσκοπούμε πάνω στις γνωστές μας μεγαλοϊδεατικές αγκυλώσεις, και αλυτρωτικής του έθνους μας από τους ξένους παράδοση.
    Για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι της δικής μας ευθύνης την επόμενη Κυριακή, γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Jean- Jacques Courtine, «Η Τέχνη της Πολιτικής Ψευδολογίας»:
«Πρέπει να εξαπατάς το λαό για το καλό του; Ιδού το καίριο ερώτημα που θέτει, σε σατιρικό τόνο, το παρόν φυλλάδιο που αποδόθηκε στον Jonathan Swift(1667-1745).
Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας είναι όντως «η τέχνη να υποβάλλεις στο λαό σωτήρια ψεύδη με κάποιο καλό σκοπό». Τέχνη λεπτή που διέπεται από τους κανόνες ενός σοφού υπολογισμού, του οποίου το κείμενο παρέχει τις βάσεις: να προνοείς ώστε τα ψέματα να μην υπόκεινται σε κανενός είδους επαλήθευση, να μην υπερβαίνεις ποτέ τα όρια της αληθοφάνειας, να ποικίλλεις την απάτη επ’ άπειρον, να τελειοποιείς την παραγωγή των πολιτικών ψευδολογιών ιδρύοντας «Ψευδολογικές εταιρείες». Αυτοί είναι μερικοί από τους νόμους του αληθούς ψεύδους που κρίνονται απαραίτητοι για την εκπαίδευση ενός Ηγεμόνα. Η σύντομη αυτή πραγματεία, που απηχεί, με τρόπο ειρωνικό, το μάθημα του Machiavelli, διατηρεί στο ακέραιο την επικαιρότητά της: παραδόξως, το ψέμα του σήμερα μοιάζει με το ψέμα του χθες. Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας παρέχει έτσι την ταπεινή της συμβολή στις πολιτικές συζητήσεις των ημερών μας και στις «συναλλαγές» που τις διαταράσσουν.
Παρ’ όλα αυτά, κάθε αναλογία με παλαιότερα, τωρινά ή μελλοντικά πρόσωπα ή κόμματα δεν είναι παρά καρπός της τύχης.».

* το απόσπασμα του αυστριακού συγγραφέα Robert Musil, είναι από το βιβλίο του Uber die Dummheit, «Περί Βλακείας», εκδόσεις Δελφίνι 1992, σε μετάφραση και σημειώσεις Γιώργου Κεντρωτή, σ. 52
** το απόσπασμα του άγγλου μυθιστοριογράφου George Orwell, είναι από το δοκίμιο «Politics and the English Language” του έργου «Collected Essays. Journalism and Letters” του Τζώρτζ Όργουελ, από το ως άνω βιβλίο σε μετάφραση της Αλόης Σιδέρη, σ. 20

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή, 28 Ιουνίου 2015
Πειραιάς, 28/6/2015                              

                       

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

    Οι Ιστορίες της Λογοτεχνίας, αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα οργάνωσης της γραμματείας ενός έθνους, συγκεντρώνουν διαχρονικά, τα κυριότερα ονόματα και τα έργα των πεζογράφων, των ποιητών των ποιητριών των δοκιμιογράφων και των λογίων ενός λαού. Οι Ιστορίες της Λογοτεχνίας, ανάλογα με την ιδεολογική, ή άλλη ιδιότητα (πανεπιστημιακή, πολιτική, ιστορική κλπ) των ατόμων που συντάσσουν την πολύπλευρη και πολύπλοκη αυτή πνευματική εργασία, φωτίζει και καταγράφει τα λογοτεχνικά γεγονότα και τα πρόσωπα εκείνα που παρουσιάστηκαν στο λογοτεχνικό στερέωμα ενός έθνους. Ασφαλώς, όπως και στις καθαυτό Ιστορίες ενός λαού, δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, υπάρχει σχετική ευρυχωρία απόψεων και θέσεων και ορισμένες φορές πάλι, συναντάμε και μεροληψίες, ή κρίσεις που έρχονται σε αντίθεση με την γενικότερη αποδοχή ενός έργου ή ενός συγγραφέα, αυτό συμβαίνει γιατί, ο ιστορικός της Λογοτεχνίας είναι και αυτός ένα άτομο που επηρεάζεται τόσο από το κοινωνικό όσο και από το γενικότερο καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής του, αλλά και τις ιδιαίτερες αναγνωστικές του προτιμήσεις. Ο Ιστορικός της Λογοτεχνίας, οφείλει να έχει-και έχει-, μεγάλη και ευρεία γκάμα γνώσεων και πληροφοριών, να έχει πρόσβαση στα αρχεία των βιβλιοθηκών ή των άλλων ιδιωτικών φορέων, να γνωρίζει επαρκώς τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα, και μεγάλη εποπτεία, πέραν των ορίων της πατρίδας του, των παγκόσμιων λογοτεχνικών διαδραματιζομένων. Μια γενική ιστορία της λογοτεχνίας ειδικότερα ή μια συνοπτική όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των έργων ενός δημιουργού, μια και ο εν ζωή δημιουργός συνεχίζει να εκδίδει το έργο του, βρίσκεται δηλαδή εν εξελίξει, γιαυτό περιορίζεται σε αυτό που έχει στην κατοχή του έχει μελετήσει και έχει αποδελτιώσει. Όπως και οι γενικές βιβλιογραφίες, έτσι και οι ιστορίες της λογοτεχνίας, είναι ανοιχτές στον χρόνο, έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Υπάρχει ένα τεχνικό-χρονικό όριο μέσα στο οποίο κινούνται με την σχετική ασφάλεια. Πολλές φορές, μέρος της κατατιθέμενης έρευνάς τους επικαλύπτεται από άλλες εργασιακές μελέτες άλλων ιστορικών, ή είναι συμπληρωματικές των εργασιών του ίδιου του ιστορικού. Οι Ιστορίες της Λογοτεχνίας μας είναι πολλαπλά χρήσιμες ακόμα και αν επαναλαμβάνουν στοιχεία που ήδη γνωρίζουμε, μας είναι χρήσιμες γιατί συστηματοποιούν τις γνώσεις μας και κωδικοποιούν τις πληροφορίες που έχουμε για την συνολική παιδεία της πατρίδας μας.
    Αρκετές δεκάδες είναι οι Ελληνικές Ιστορίες της Λογοτεχνίας, ιστορίες που καλύπτουν τα κενά μας και οργανώνουν τις σχετικές μας έρευνες. Από την πολύτομη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του ιστορικού Αλέξανδρου Αργυρίου έως την συνοπτική του Άριστου Καμπάνη, από την μεροληπτική του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου έως την ιδεολογικά χρωματισμένη του Νίκου Παππά, και από τις πανεπιστημιακές του Λίνου Πολίτη και Μάριου Βίττι έως την κοινωνιολογικής υφής του Δημητρίου Τσάκωνα, από την κάπως περιληπτική του Ρόντερικ Μπήτον έως εκείνη της γενιάς μου, του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, (που μας γνώρισε τα πρόσωπα και τα έργα του ελληνικού διαφωτισμού), από την έγκυρη σε στοιχεία του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη έως την διαμερισματοποιημένη του Μιχάλη Μερακλή, και από την σε γαλλική γλώσσα του D. C. Hesseling, έως τις «Δεκαέξι διαλέξεις περί ελλήνων ποιητών» του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού 1916-εφόσον δεχτούμε ότι και αυτή η εργασία συμπεριλαμβάνεται σε μια γενική έρευνα των ιστοριών της λογοτεχνίας, ο στόχος είναι κοινός, η ανάδειξη διαχρονικά των πνευματικών δυνάμεων της Ελλάδας στην κοινή τους πορεία για την καλλιτεχνική τους αυτοσυνειδησία και ταυτότητα μέσα στο γενικό ευρωπαϊκό πλαίσιο και την παγκόσμια λογοτεχνική πραγματικότητα.
    Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο, καταγράφω τις αμιγώς ιστορίες της λογοτεχνίας που γνωρίζω και έχω μελετήσει, αλλά και τις εργασίες εκείνες που κατά την γνώμη μου, μπορούν να συμπεριληφθούν σε μια πιο ανοιχτή κατηγορία εργασιών που μας δίνουν στοιχεία και πληροφορίες για την πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας, των ανθρώπων της, των έργων τους διαχρονικά, και επέχουν θέση ιστοριών της λογοτεχνίας.
--
• Γλαύκος Αλιθέρσης,
  Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αλεξάνδρεια 1938
• Στυλιανός Αλεξίου,
  Ελληνική Λογοτεχνία-Από τον Όμηρο στον 20ο αιώνα, Στιγμή 2011
• Αλέξανδρος Αργυρίου,
  Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 8, Καστανιώτης 2001-2007
• Μάρκος Αυγέρης,
  Εισαγωγή στην Ελληνική Ποίηση και Πεζογραφία, Θεμέλιο 1966
• Γεώργος Βαλέτας,
  Επίτομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ράνος 1966
• Γεώργιος Βαλέτας,
  Στοιχεία Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ράνος 1967
• Mario Vitti,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας 1978/β΄ έκδοση 2003
• Ηλίας Π. Βουτιερίδης,
  Η Νεοελληνική Λογοτεχνία( Γενικό Ιστορικό εξέτασμά της), Ζηκάκης 1930
• Ηλίας Π. Βουτιερίδης,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αδαμάντιος Παπαδήμας 1976
• Θ. Ι. Γαλάνης,
  Γραμματολογία, Κνωσσός χ.χ.
• Γεώργιος Κ. Γαρδίκας,
  Ελληνική Γραμματολογία, Ι. Σιδέρης 1933
• Αναστάσιος Αθ. Γούναρης,
  Ελληνική Γραμματεία, Μακεδονικές Εκδόσεις 2000
• Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος 1975/ 9η έκδοση Γνώση 2000
• Σοφοκλής Δημητρακόπουλος,
  Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα 1978
• Κώστας Θρακιώτης,
  Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1956) Δίφρος 1965
• Κ. Ν. Ε.,
  Νεότερη Παγκόσμια Λογοτεχνία, Αθήνα χ.χ.
 • Περικλής Καλοδίκης,
  Η Νεοελληνική Λογοτεχνία, τόμοι 3, Gutenberg 1984
• Άριστος Καμπάνης,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Συμπλήρωμα(Ιστορία της Νέας Ελληνικής
  Κριτικής 1800-1925), Εστία 1936
• Άριστος Καμπάνης,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α. Καραβίας 1971
• Κώστας Γ. Κασίνης,
  Νεοελληνική Λογοτεχνία από τις αρχές έως την επανάσταση( Σύγχρονη Ανθολογία
  Κειμένων), Πορεία 2006
• Γιάννης Κορδάτος,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Βιβλιοεκδοτική 1962
Denis Kohler,
  Η Νεοελληνική Λογοτεχνία από τον 11ο αιώνα, Αρχιπέλαγος 1998
• Δημοσθένης Κούρτοβικ,
  Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Πατάκη 1995
• Αλέκος Κουτσούκαλης,
  Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 3, Ιωλκός 1989
• Γιάννης Σ. Κωτσαδάμ,
  Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Μακεδονικές Εκδόσεις 2003
• Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης,
  Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, 6η έκδοση, Δόμος 1996
• Σπύρος Μελάς,
  Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γεώργιος Φέξης 1962
• Μιχάλης Γ. Μερακλής,
  Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1980)-Ποίηση, Πατάκη 1987
• Μιχάλης Γ. Μερακλής,
  Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία(1945-1970)ΙΙ Πεζογραφία, Κωνσταντινίδη χ.χ.
• Μιχάλης Γ. Μερακλής,
  Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία(1945-1970)Ι Ποίηση,Κωνσταντινίδη χ.χ.
• Καριοφύλης Μητσάκης,
  Εισαγωγή στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία,-Πρωτονεοελληνικοί χρόνοι, Γρηγόρη
  1983
• Μαρία Μιρασγέζη,
  Νεοελληνική Λογοτεχνία, τόμοι 2, Αθήνα 1992
• Νίκος Μπελογιάννης,
  Οι πρώτες μακρυνές ρίζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πορεία 1976
• Νίκος Μπελογιάννης,
  Σχέδιο για μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρυνές ρίζες
  Προσχέδια, σημειώσεις, Άγρα 2009
• Νίκος Μπουγάς,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 2, Σταφυλίδης χ.χ.
• Μιχάλης Νικολιδάκης,
  Νεοελληνικά…, Ηράκλειο 1989
• Παύλος Νικόδημος,
  Σύντομη Επισκόπηση Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Νικόδημος 1972
• Νίκος Παναγιωτάκης,
  Αρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 2, Βενετία 1993
• Πάνος Παναγιωτούνης,
  Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, Γκούζος 1996
• Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας,
  Νέα Ελληνική Γραμματολογία-Γενικά Στοιχεία, Αθήνα 1948
• Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας,
  Νέα Ελληνική Γραμματολογία, Δημακαράκος 1981
• Νίκος Παππάς,
  Η Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τύμφρη 1973
• Ευστράτιος Η. Πεντέας,
  Επίτομος Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, Γενική Υπηρεσία Στρατού 1981
• Λίνος Πολίτης,
  Συνοπτική Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Δωδώνη 1987
• Βαγγέλης Ραπτόπουλος,
  Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκη 2005
• Χάρης Σακελλαρίου,
  Σχολές και ρεύματα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Κίνητρον 1994
• Δημήτρης Σιατόπουλος,
  Γραμματολογική και Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια της Ελληνικής Λογοτεχνίας,
  τόμοι 2, Παγουλάτος χ.χ.
• Ζ. Ι. Σιαφλέκης,
  Συγκρητισμός και Ιστορία της Λογοτεχνίας, Επικαιρότητα 1988
• Βαγγέλης Σκουβαράς,
  Τα Νεοελληνικά Γράμματα-Σύντομο διάγραμμα, Ιστορία, Νέα Ελληνική
  Λογοτεχνία, Αθήνα 1976
• Μιχάλης Σταφυλάς,
  Διαρκής Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, (19 τεύχη), Πνευματική Πορεία
  1998  
• Ανδρέας Δ. Σταφυλίδης,
  Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Σταφυλίδη χ.χ.
• Κώστας Α. Τρυπάνης,
  Ελληνική Ποίηση,-Από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, 1988
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 3, Λαδιάς 1981
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πολιτικής κοινωνίας, τόμος  Α΄
  Κυρομάνος 2003
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πολιτικής κοινωνίας, τόμοι 9,
  Σώφρων 1992
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Λογοτεχνία και Κοινωνία στον Μεσοπόλεμο, Κάκτος 1987
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Η Γενιά του 1930 τα πριν και τα μετά, Κάκτος 1989
• Δημήτρης Τσάκωνας,
  Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα, Κάκτος 1988
•  Ο Ελληνικός Υπερρεαλισμός, Κάκτος 1988
• Μάνος Χωριανόπουλος,
  Κορυφαίες Μορφές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμοι 3, Σμυρνιωτάκη
  1990-1995
• Μάνος Χωριανόπουλος,
  12 Εξέχουσες μορφές του καιρού μας, Αθήνα 2005
• Ιωάννης Κολλάρος-Μιχάλης Μαυρουδής,
  Συνοπτική Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ρώσση χ.χ.
• Φαίδων και Γλυκερία Μπουμπουλίδου,
  Η Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία (Γραμματολογικά διάγραμμα), τόμος 2ος,
  Αθήνα 1991
• Φαίδων και Γλυκερία Μπουμπουλίδου,
  Η Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία (Γραμματολογικό διάγραμμα)-1983-1984, τόμος
  3ος, Αθήνα 1991
• Θανάσης Γιοχαλάς-Τόνια Καφετζάκη,
  ΑΘΗΝΑ-Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία,
  Εστία 2013
• Λιάνα Γιαννακοπούλου,
  Ο Παρθενώνας στην ποίηση, ΕΛΙΑ 2009
• Σταύρος Π. Κοταμανίδης,
  Σύγχρονοι Λογοτέχναι και Πνευματικοί Άνθρωποι των Σερρών. πρόλογος: 
  Τριαντ.Δ. Θεοδωρίδης, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών-Μελένικου,
  Αθήνα 1970
• Πάνος Λιαλιάτσης,
  Η Αργολική Λογοτεχνία 1830-1993, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου
  "Ο Παλαμήδης", Αθήνα 1994
• Δώρα Μεντή: εισαγωγή, ανθολόγηση κειμένων,
  Η Αθήνα από τον 19ο στον 21 αιώνα. Μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά
  Ως την σημερινή εικόνα της πόλης, Πατάκη 2009
• Κώστας Μίσσιος,
  Τα βιβλία των Μυτιληνιών Συγγραφέων 1940-1989, Μυτιλήνη 1980
 • Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
  Πειραϊκό Πανόραμα, Πνευματικό και καλλιτεχνικό χρονολόγιο του Πειραϊκού
  Χώρου(1784-2005), πρόλογοι: Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Πειραιάς-
  Τσαμαντάκης 2006  
• Κώστας Μιχάλης Σταμάτης,
  Πελοποννησιακή Λογοτεχνία, τόμοι 8, Αθήνα 2000
D. C. Hesseling,
  Histoire de la Litterature Greque modern, Belles Lettres 1924
• Μαρία Πεσκετζή,
  Θεωρία της λογοτεχνίας και νεοελληνική κριτική, Σαββάλας 2003
• Θεοδόσης Πυλαρινός: επιμέλια,
  Ελληνική Αρχαιότητα και Νεοελληνική Λογοτεχνία. Πρακτικά, Κέρκυρα 2009
• Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμοι 12, Χάρη Πάτση 1966
• Δημήτρης Κωστελένος,
  Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, τόμοι 5, Παγουλάτος χ.χ.
• Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων, Διάφοροι, Μαλλιάρη 1997
• Κύπριοι Συγγραφείς, τόμοι 6, Χρ. Ανδρέου 1982-1983
• Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Συλλογικό έργο, Πατάκη 2007
• Γιώργος Βαλέτας,
  Βιογραφίες ποιητών και συγγραφέων, Παρνασσός χ.χ.
• Γιώργος Σακκάς,
  Βιογραφίες Ελλήνων Συγγραφέων, Πούντζα 1976
• Γιάννης Σολδάτος,
  Δια του κατόπτρου-150 έλληνες συγγραφείς, Κοχλίας 2002
• Διονύσης Τσουράκης,
  Βιογραφίες Ελλήνων Λογοτεχνών, Ελληνοεκδοτική 1997
• Δημήτρης Μαυραγάνης-Γιώργος Μυρτάλης,
  Βιογραφίες Ελλήνων Συγγραφέων, Ντουντούμης 1994
• Βασίλης Αναγνωστόπουλος-Κώστας Φωτάκης,
  Λεξικό Συγγραφέων, Πατάκη 2000
• Πρακτικά Συμποσίου Ποίησης, 26 τόμοι από το 1982 έως σήμερα.
• Γιώργος Κεχαγιόγλου: επιλογή και παρουσίαση-ερευνητική αναφορά
  Οι ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. εργασία δημοσιευμένη στο διαδίκτυο. 

    Αυτός είναι ένας γενικός κατάλογος των ελληνικών ιστοριών της λογοτεχνίας, που έχω υπόψη μου κατά την διάρκεια των πολύχρονων μελετών και εργασιών μου, νομίζω καλύπτω το θέμα, αν προσθέσει κανείς και τις πολύτομες ιστορίες-ανθολογίες της ποίησης και της πεζογραφίας των εκδόσεων Σοκόλη.
Οι ελληνικές ιστορίες της λογοτεχνίας αποτελούν ουσιαστικό και χρήσιμο παράγοντα στους σπουδαστές και αναγνώστες της ελληνικής και της κυπριακής λογοτεχνίας και ποίησης, είναι οι βάσεις δεδομένων για τις εργασίες των συγγραφέων και των γραμματολόγων, ορισμένες από αυτές διαβάζονται σαν μια ευχάριστη μυθιστοριογραφία, άλλες θέλουν μια πιο ιδιαίτερη προσοχή, άλλες ανήκουν πλέον στην ιστορία των ελληνικών λογοτεχνιών, όλες τους όμως, είναι χρήσιμες και επιμορφωτικές των όποιων ενδιαφερόμενων αναγνωστών της ελληνικής γραμματολογίας κατά την μακραίωνη πορεία της, από την αρχαιότητα μέχρι των ημερών μας,(κυκλοφορούν επίσης και οι ιστορίες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της βυζαντινής) τόσο του κεντρικού ελλαδικού χώρου, όσο και του απόδημου ελληνισμού(των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Αυστραλίας κλπ) και του Κυπριακού.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή, 21 Ιουνίου 2015
Πειραιάς, 21/6/2015

                          

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Τατιάνα Α. Σταύρου

Τατιάνα Δ. Σταύρου

Κωνσταντινούπολη 1899-Αθήνα 24/9/1990


Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Σταύρου Τατιάνα

 

Τόπος Γέννησης:
Κωνσταντινούπολη
Έτος Γέννησης:
1899
Έτος Θανάτου:
1990
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:
Πεζογραφία
Μελέτη
Χρονικό - Χρονογράφημα

Βιογραφικό Σημείωμα
ΤΑΤΙΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ (1899-1990)


Η Τατιάνα Σταύρου (το επώνυμο από το γάμο της με το Δημήτρη Σταύρου το 1929 -το πατρικό της Αδαμαντιάδου) γεννήθηκε στο Βαφεοχώριο της Κωνσταντινούπολης, κόρη του φιλολόγου και γυμνασιάρχη Ιωάννη Αδαμαντιάδη και της συζύγου του Σμαράγδας. Είχε πέντε αδέρφια. Δύο χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ενώ είχε προηγηθεί ο θάνατος του πατέρα, η οικογένεια Αδαμαντιάδη κατέφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής η Σταύρου εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στην Υπηρεσία Πρόνοιας των Στρατευομένων. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία, συνεργάστηκε με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1956-1957) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1958), μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών και του ελληνικού P.E.N. Club. Πέθανε στην Αθήνα. Η Τατιάνα Σταύρου ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του μεσοπολέμου. Από νεαρή ηλικία στράφηκε με ενδιαφέρον προς τα γράμματα, ενθαρρυμένη και από το οικογενειακό της περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια των νεανικών της χρόνων στην Πόλη ήρθε σε επαφή με τους δημοτικιστικούς κύκλους και τα περιοδικά Λόγος (των Όμηρου Μπεκέ και Γιάννη Χαλκούση) και Ζωή (του Απόστολου Μελαχρινού), ενώ στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1932 με τη δημοσίευση ενός διηγήματός της στο περιοδικό του Απόστολου Μελαχρινού Ο Κύκλος. Ακολούθησε η έκδοση της συλλογής διηγημάτων της Εκείνοι που έμειναν με την οποία η Σταύρου καθιερώθηκε στο χώρο της λογοτεχνικής παραγωγής της λεγόμενης γενιάς του ΄30, ειδικότερα της μερίδας εκείνης των δημιουργών που επικεντρώθηκαν θεματικά στις ιστορικές περιπέτειες του ελληνισμού από τον πόλεμο του 1897 ως τη μικρασιατική καταστροφή. Στο σύνολο του έργου της η Σταύρου έμεινε πιστή στις επιταγές του ψυχογραφικού ρεαλισμού με βιωματικά ερείσματα, και της θεματικής που εγκαινίασε με το πρώτο της έργο και επέκτεινε με τα επόμενα στο χώρο των ιστορικών περιόδων του ελληνοϊταλικού πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής της είναι η έμφαση στην περιγραφή προσωπικών τραγωδιών των ηρώων της και η ενδιαφέρουσα προσέγγιση και απόδοση της γυναικείας ψυχολογίας. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ρυθμός, Νέα Επιθεώρηση, Νεοελληνικά Γράμματα, Οικογενειακή Ζωή, Νέα Εστία, Καινούρια Εποχή, Αιολικά Γράμματα και άλλα, όπου δημοσίευσε ποιήματα, λογοτεχνικές μεταφράσεις, καθώς επίσης άρθρα και μελέτες για την ελληνική παράδοση. Τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935 για τη συλλογή διηγημάτων Εκείνοι που έμειναν), το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1942 για το Μυστικές πηγές), το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1967 για τη μελέτη Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος), το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1968 για τη μελέτη Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος), το β΄ κρατικό βραβείο πεζογραφίας (1974 για το Εάλω η Πόλις), το βραβείο του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών (1982 για το σύνολο του έργου της). Έργα της μεταφράστηκαν στα γερμανικά και τα ρωσικά. 
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Τατιάνας Σταύρου βλ. Ζήρας Αλεξ., «Στάυρου Τατιάνα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Μαλεβίτσης Χρήστος, «Τατιάνα Σταύρου», Νέα Εστία128, ετ.ΞΔ΄, 15/10/1990, αρ.1519, σ.1415-1416, Μπουκουβάλα – Αναγνώστου Ιωάννα, «Σταύρου Τατιάνα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Σταυροπούλου Έρη, «Τατιάνα Σταύρου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Η΄, σ.98-120. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Άγρας Τέλλος, Κριτική για τις Πρώτες ρίζες, Νεοελληνικά Γράμματα42, 26/1/1936, ετ.Β΄, σ.11-15.
• Άγρας Τέλλος, Κριτική για τις Μυστικές πηγές, Καλλιτεχνικά Νέα11, 21/8/1943, ετ.Α΄, σ.2.
• Βαρίκας Βάσος, Κριτική για το Άλλο πρόσωπο του ανθρώπου, Το Βήμα, 9/5/1959.
• Δ[έλιος] Γ., Κριτική για το Οι πρώτες ρίζες, Μακεδονικές Ημέρες2, 3/1936, ετ.Δ΄, σ.89-90.
• Δημαράς Κ.Θ. , «Ηρακλής Βασιάδης», Το Βήμα, 14/11/1975.
• Ζήρας Αλεξ., «Σταύρου Τ.», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
• Θρύλος Άλκης, Κριτική για το Άλλο πρόσωπο του ανθρώπου, Καινούρια Εποχή, Καλοκαίρι 1959, σ.246.
• Κουλούρης Χρήστος Ν., «Τατιάνα Σταύρου», Λογοτέχνες του καιρού μας, σ.129-132. Αθήνα, Νέα Σκέψη, 1965.
• Μαλεβίτσης Χρήστος, «Τατιάνα Σταύρου», Νέα Εστία128, 15/10/1990, αρ.1519, σ.1415-1416.
• Μπουκουβάλα – Αναγνώστου Ιωάννα, «Σταύρου Τατιάνα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Μπουμπουλίδης Φαίδων Κ., Το λογοτεχνικό έργο της Τατιάνας Σταύρου. Αθήνα, 1986 (ανάτυπο από το Νεοελληνικόν Αρχείον, τομ.Β΄)
• Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., Κριτική για το Εκείνοι που έμειναν, Ο Κύκλος3, 1933, σ.387-389.
• Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., Κριτική για τα Εκείνοι που έμειναν, Οι πρώτες ρίζες, Οι μυστικές πηγές και Το καλοκαίρι πέρασε, ΓράμματαΔ΄, 7/1943, αρ.7, σ.15-20 (τώρα και στον τόμο Τα πρόσωπα και τα κείμεναΒ΄ · Ανήσυχα χρόνια, σ.73-81. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1980).
• Παπαδάτος Γιάννης – Αλέφαντος Παναγιώτης, «30 χρόνια από την ίδρυσή της. Η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά· Συνέντευξη με την Τατιάνα Σταύρου», Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας3, ετ.Γ΄, 1988, σ.329-335.
• Σαχίνης Απόστολος, Κριτική για το Το καλοκαίρι πέρασε, Τα Νέα Γράμματα3, 5/1944, περ.Β΄, ετ.Ζ΄, σ.229-231 (τώρα και στον τόμο Η πεζογραφία της Κατοχής, σ.84-87. Αθήνα, Ίκαρος, 1948).
• Σπανδωνίδης Πέτρος, Κριτική για το Εκείνοι που έμειναν, Η πεζογραφία των νέων, σ.59-60. Θεσσαλονίκη, 1934.
• Σταυροπούλου Έρη, «Τατιάνα Σταύρου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Η΄, σ.98-120. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.
• Φλώρος Παύλος, «Τατιάνας Σταύρου: Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος – Το Υπουργείον Παιδείας του Αλύτρωτου Ελληνισμού», Νέα Εστία83, ετ.ΜΒ΄, 1η/2/19968, αρ.974, σ.207-209.
• Χατζίνης Γιάννης, «Τατιάνας Σταύρου: Μυστικές πηγές» Νέα Εστία32, ετ.ΙΣΤ΄, 1η/8/1942, αρ.363-364, σ.762-763.
Αφιερώματα περιοδικών
• Νέα Εστία132, 15/8/1992, αρ.1563, σ.1977-1992.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Πεζογραφία
• Οι πρώτες ρίζες. Αθήνα, έκδοση του περιοδικού Κύκλος, 1936.
• Μυστικές πηγές. Αθήνα, Πυρσός, 1940.
• Εκείνοι που έμειναν. Αθήνα, 1933.
• Το καλοκαίρι πέρασε. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου. Αθήνα, Εστία, 1958.
ΙΙ.Μελέτες - Χρονικά
• Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος · Το Υπουργείο Παιδείας του Αλύτρωτου Ελληνισμού. Αθήνα, 1967.
• Εάλω η Πόλις. Αθήνα, Εστία, 1973.
• Η εκπαίδευσή μας άλλοτε. 1973.
• Ηρακλής Βασιάδης · Ο τελευταίος ιατροφιλόσοφος. Ιωάννινα, 1975.
• Το ζωντανό Βυζάντιο · Χρόνος - Πνεύμα - Άνθρωποι. Αθήνα, έκδοση Αποστολικής Διακονίας, 1976.
• Τετράδια μνήμης. Μυριβήλης - Βενέζης - Καστανάκης - Μυρτιώτισσα. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1982.
• Θησαυροφυλάκιο · Δοκίμια. Αθήνα, Πρόσπερος, 1986.
• Το παραμύθι της ζωής μου. Αθήνα, Νεανικός Πρόσπερος, 1989.
• Οι πουλητάδες της Πόλης. Αθήνα, έκδοση της Οργάνωσης Μέσων Ερμηνείας Περιβάλλοντος, 1989.

Επιπλέον Πληροφορίες
Αρχείο του λογοτέχνη υπάρχει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
     Αυτές τις πληροφορίες μας δίνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, για την πεζογράφο, ποιήτρια και δοκιμιογράφο Τατιάνα Αδαμαντίδου Σταύρου.
    Ξαναδιάβασα πρόσφατα το «Χρονικό» της «Εάλω η Πόλις», και η συγκίνηση που ένοιωσα ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισα να διαβάσω όσα βιβλία της δεν είχα διαβάσει και να γράψω δυό λόγια για το έργο της. 
Για την συγγραφέα Τατιάνα Α. Σταύρου μου είχε μιλήσει πρώτος, εδώ και αρκετές δεκαετίες, όταν με είχε προσκαλέσει σπίτι του, ο εκδότης του «Πρόσπερου» και της γνωστής λογοτεχνικής εφημερίδας που εξέδιδε, ο συγχωρεμένος ποιητής Τάσος Κόρφης. Ο Τάσος Κόρφης μαζί με τον ποιητή Ορέστη Αλεξάκη, εξέδιδαν και επιμελούνταν συν τοις άλλοις, και μια σειρά βιβλίων με τον γενικό τίτλο «Φωνές». Ήταν μια εξαιρετική σειρά-«Ποιητική Ανθολογία»-από όλο το εύρος των ποιητικών φωνών της εποχής, παλιότερων και νεότερων. Το πρώτο τομίδιο όπως μου λέει η έκδοση, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πρόσπερος» το 1979 και είχε τον τίτλο «Εξήντα Φωνές», με πρώτο δημοσιευμένο ποίημα, της σημαντικής ποιήτριας της Θεσσαλονίκης Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου. Αν δεν κάνω λάθος, κυκλοφόρησαν αρκετές δεκάδες ετήσιες ποιητικές φωνές. Ο Τάσος Κόρφης, αφού με ρώτησε για τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα και τις καλλιτεχνικές-συγγραφικές μου ασχολίες, μου πρότεινε να διαβάσω τα μελετήματα της Τατιάνας Α. Σταύρου «Θησαυροφυλάκιο» που είχε εκδώσει, έκτοτε, όποτε συναντούσα κείμενο της πεζογράφου και ποιήτριας, το διάβαζα με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Ο λαγαρός της λόγος, ο ελεγειακός τόνος της γραφής της, η γυναικεία της ευαισθησία και δεινότητα της αφηγηματικής της ανάπλασης, οι ψυχογραφικές της περιγραφές καθώς αναπλάθει τον χαρακτήρα των ηρώων της, η βαθειά και αδρή σκιαγράφηση των εσωτερικών διλημμάτων των προσώπων που απεικονίζει στο έργο της, καθώς βυθίζεται με μεγάλη μαεστρία στα δραματικά βάθη της ιστορίας του ελληνισμού, το μεγάλο και ουσιαστικό εύρος των ιστορικών της γνώσεων, οι ιστορικές της διαπιστώσεις, ο λυρικός μέχρι λιγώματος ψυχολογικός ρεαλισμός των ηρώων της, η θεματογραφία της που αγγίζει κρίσιμες ιστορικές στιγμές της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού έθνους, η στρωτή γραφή της, η ανάλυση των καθημερινών συμπεριφορών των απλών ανθρώπων που μας αποκαλύπτουν τις σταθερές συντεταγμένες του ανθρώπινου βίου, το συναισθηματικό χωρίς όμως να λυγίζει ύφος της, η πλούσια σε βιωματικές εμπειρίες μνήμη της, το ευρύχωρο λεξιλόγιο της που κουβαλά μέσα στο προσωπικό της θησαυροφυλάκιο σημαντικούς μαργαρίτες της ελληνικής γλώσσας, η λεπτή ισορροπία που κρατά μέσα στο έργο της μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας καθώς η συγκινητική της αφήγηση ακολουθεί την μοιραία ροή του χρόνου της απώλειας και της καταστροφής των γεωγραφικών πυξίδων του ελληνισμού, η τροφοδότηση της λογοτεχνικής της πρότασης με στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και μνήμης, που σηματοδοτούν ένα άλλο κοίταγμα της ιστορίας, κάτι σαν ιστορικό παραμύθι, διατηρώντας όμως στο ακέραιο την αλήθεια της ιστορίας και αναπλάσεις των ιστορικών γεγονότων, καθώς το ύστερο βλέμμα της αφηγήτριας αποτυπώνει με συγκίνηση τα συμβάντα. Οι κρίσεις της είναι προσεγμένες όταν αναφέρονται στην άλλη πλευρά, την αντίπερα όχθη, και στηρίζονται σε αληθινά και πραγματικά ιστορικά γεγονότα και ντοκουμέντα, πράγμα, που καθιστά την γραφή της φερέγγυα. Η Σταύρου, κρατά ζωντανά τα μνημονικά αντισώματα της ιστορίας του νέου ελληνισμού, υπενθυμίζοντάς μας χωρίς κομπασμό αλλά με ελεγειακή διάθεση, τις διαχρονικές πολιτισμικές δημιουργικές προτάσεις της καθ' ημάς ανατολής, καθώς οι Έλληνεςσυνήθισαν να θρηνούν χαμένες πατρίδες και να πελαγοδρομούν ανάμεσα σε δαιδάλους χαμένων εθνικών ονείρων.
     Η Τατιάνα Α. Σταύρου, ανήκει στην ομάδα εκείνη των συγγραφέων που ασχολήθηκαν συστηματικότερα από άλλες, με θέματα της Βυζαντινής ιστοριογραφίας, και με τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ελληνισμός τόσο της Κωνσταντινούπολης, όσο και της μικράς Ασίας γενικότερα. Εκτός από τους γνωστούς παλιότερους συγγραφείς, μικρασιάτες κυρίως, που ασχολήθηκαν με τα ιστορικά γεγονότα και τον πολιτισμό των ελληνικών τόπων της Ιωνίας, όπως ήταν παραδείγματος χάριν, ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ο Στρατής Δούκας, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, που είναι πιο γνωστοί στο ευρύ κοινό, υπάρχει και μια σειρά άλλων συγγραφέων-αντρών και γυναικών-που ασχολήθηκαν με θέματα και προβλήματα της Βυζαντινής ιστοριογραφίας, ή ιστορικές προσωπικότητες που σημάδεψαν καταλυτικά και δραματικά την αυτοκρατορία μέχρι την Άλωση της και την τελική της πτώση. Ενδεικτικά αναφέρω, τον συγγραφέα της Ερόικας, Κοσμά Πολίτη και το έργο του «Κωνσταντίνος ο Μέγας», την γνωστή αγωνίστρια της αριστερής διανόησης Ρόζα Ιμβριώτη και την μελέτη της «Η γυναίκα στο Βυζάντιο», τους Έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό, την ηθοποιό και συγγραφέα Τιτίκα Σαριγκούλη και τα θεατρικά της έργα που έχουν βυζαντινή θεματολογία, τον Νίκο Καζαντζάκη με τις μελέτες και τα θεατρικά του έργα, την Μαρία Ιορδανίδου την γνωστή μας "Λωξάνδρα", τις μυθιστορηματικές μελέτες του συγγραφέα Χρήστου Ζαλοκώστα, τα ιστορικά μυθιστορήματα με θέματα ερανισμένα από Βυζαντινές οικογένειες, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργου Λεονάρδου, του Δημήτρη Λαζογιώργου Ελληνικού, οι πολύτομες αυτοκρατορικές ιστορικές μονογραφίες του Κώστα Κυριαζή, τα έργα του πρώην πρωθυπουργού και ιστορικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου και πολλών άλλων συγγραφέων, που, παρά τις αρχαιοελληνικές τους καταβολές, δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται και να ερευνούν την χιλιόχρονη αυτή περίοδο του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Στις προσθήκες των βιβλιοπωλείων, θα  συναντήσει κανείς και ορισμένες χρήσιμες μελέτες, για την πρόσληψη της βυζαντινής ιστορίας και την μετάπλασή της από Έλληνες πεζογράφους, ποιητές και δοκιμιογράφους.Ας μην ξεχνάμε τον Δωδεκάλογο του Γύφτου του ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Θάνατο και την Ανάσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου του Οδυσσέα Ελύτη, τον Ένδοξό μας Βυζαντινισμό του Κωνσταντίνου Καβάφη και πολλών άλλων.  
    Η λογοτεχνική περιπέτεια της Τατιάνας Α. Σταύρου, σίγουρα όπως μας φανερώνουν οι δημοσιεύσεις της, στηρίζεται κυρίως στις μνήμες της ιδιαιτέρας της πατρίδας και καταγωγής την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν παύει να διατηρεί μέσα στο έργο της, ένα χρονικά ευρύ πλαίσιο ιστορικών αναφορών που περιλαμβάνει τον μεγάλο πόλεμο, την μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο της κατοχής, και καταλυτικά γεγονότα της βυζαντινής περιόδου.
     Κωνσταντινούπολη, η κεφαλίδα των Πόλεων, όπως την αποκαλεί ένα λαϊκό δίστιχο, που είναι μάλλον η δεύτερη πολιτισμική αναφορά των απανταχού Ελλήνων μετά την Αθήνα.. Κέντρο του ορθού λόγου η Αθήνα, κέντρο της ορθοδόξου πίστεως η Κωνσταντινούπολη, κέντρο του περιφερειακού εμπορίου και οικονομικής ανάπτυξης η Αλεξάνδρεια, έτσι, για να κλείσει το ισοσκελές αυτό δημοκρατικό, αυτοκρατορικό πολιτισμικό και οικονομικό τρίγωνο του διαχρονικού έθνους των Ελλήνων. Παλιά κλέη μιας άλλης ιστορίας και πολιτισμικής παράδοσης, που δεν έχει να κάνει τίποτα, μα απολύτως τίποτα , ούτε με την σημερινή Ελλάδα, αλλά κυρίως, ούτε με τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες.
     Ας απολαύσουν όσοι ενδιαφερόμενοι, μέσα στην λαύρα της σαββατιάτικης μέρας, την γαλήνη και τρυφεράδα του μνημονικού λόγου της Τατιάνας Α. Σταύρου και την αφηγηματική της αναδημιουργία, που είναι μια όαση ευαισθησίας, μέσα στην ογκώδη ξηρασία των ψυχών των Ελλήνων και Ελληνίδων που συναντάμε γύρω μας, και την καταλυτική τους απάθεια και αδιαφορία για οτιδήποτε θυμίζει ελληνική ιστορική μνήμη και παράδοση. Την χώρα αυτή τις τελευταίες δεκαετίες, δεν την σκότωσαν ή την πρόδωσαν οι ξένοι, αλλά, οι ίδιοι της οι κάτοικοι, κομπάζοντας για τον εγωπαθή καταστροφικό τους χαρακτήρα, την φίλαυτη έπαρσή τους και προπάντων την ιστορική τους αμάθεια. Είμαστε η μόνη βαλκάνια ευρωπαϊκή, περιφερειακή χώρα, που αφήσαμε τους ίδιους της τους κατοίκους να την καταστρέψουν σε περίοδο ειρήνης. «Ην πολυειδές το κακόν»
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
• «Σελίδες Ημερολογίου» θα μπορούσε να ονομαστεί η μικρή αυτή εργασία που επιθυμούσε να φέρει στην επιφάνεια της μνήμης τα περιστατικά της πολιορκίας του 1453. Γιατί το τρομαχτικό αυτό γεγονός δε θάφτηκε τελειωτικά. Μήτε και έπαυσε ποτέ κατά πολλούς τρόπους και με μύριες αφορμές να επηρεάζει ακόμη τη μοίρα του Ελληνισμού.
    Οι δοκιμασίες που προηγήθηκαν της πολιορκίας και προϊδεάζουν για την τύχη που περιμένει τους τελευταίους προμάχους του Σταυρού στην πρώτη χριστιανική πρωτεύουσα της Οικουμένης είναι πολλές. Άρχισαν πολύ πριν από την επίσημη έναρξη της πολεμικής ημερομηνίας. Αποτελούν έτσι μιάν άλλη σελίδα στην τραγική Ιστορία του τέλους. Παρ’ όλα αυτά όμως η αρχή, η αποφράς εκείνη 6 Απριλίου, αφήνει κάποιαν ελπίδα ελπίδας να θαμποφέγγει. Μονάχα όταν τα μερόνυχτα διπλώνουν και ο αποκλεισμός της Πόλης-Κράτος ολοκληρώνεται, τότε το αληθινό πρόσωπο της τραγωδίας παίρνει το σχήμα του. Τότε και το δράμα ανεβαίνει στις κορυφές του υψηλού πάθους.
     Αυτές τις ύστατες 29 ημέρες του Μαΐου όπου η ένταση φτάνει στο άωτον θέλησε η συγγραφεύς να αναστήσει με όσο γίνεται περισσότερη ιστορική μέριμνα, σεβασμό και πίστη. «Σωφρόνως και ευσεβώς και δικαίως» όπως ταιριάζει στα φοβερά πάθη των Βυζαντινών μαρτύρων και ηρώων.
    Αν την αφιερώνει στον Μεγαλομάρτυρα βασιλέα τους είναι γιατί πιστεύει ότι με τη θυσία του γεφυρώνει ένα ιστορικό χάσμα τεσσάρων αιώνων. Στην εποχή του βρίσκονται οι ρίζες της τωρινής μας ύπαρξης καταπώς διαμορφώθηκε στους χρόνους της εξουθένωσής μας.
    Μέσα στο ζοφερό ύπνο της δουλείας, λαμπάδα ορθή, η μορφή του η αποπνευματωμένη, παρηγορούσε, εμψύχωνε και οδηγούσε προς την Ανάσταση.
    Έγινε θρύλος, έγινε παραμύθι, τραγούδι έγινε μα δεν έπαυσε ποτέ να συντροφεύει το ορφανεμένο Γένος με την απόκοσμη παρουσία του.
    Μαρμαρωμένος και ζωντανός, νικημένος και νικητής του θανάτου ντύθηκε όλες τις όψεις που του έδωσε η λαίκή φαντασία. Ανταποκρίθηκε σε όλες τις λαχτάρες της ψυχής ενός χιλιοβασανισμένου λαού και δεν τον αποχωρίστηκε ως την κάποια δικαίωσή του.
Από τον πρόλογο του βιβλίου «Εάλω η Πόλις», εκδόσεις Εστία 1973
Η πόλις που ακολουθεί και η φαντασία που συνοδεύει
    Η πρώτη σειρά είναι από γη. Καφεδιά φρυμένη γη με τούφες πράσινες ανοιχτές ή πράσινες σκούρες. Κατηφοριές ξανθές τα χωράφια, λεκέδες άσπρους από αραιά σπίτια.
    Πάνω στο αδρό της πρόσωπο βλέπεις τις βαθιές ρυτίδες που χαράξαν οι αιώνες. Ξεχωρίζεις το έργο του νερού και την κούραση του ανθρώπου. Στο πιο ψηλό σημείο, εκείνο το λευκό τετράγωνο είναι πάντοτε σίγουρα το παρεκκλήσι κάποιου προφήτη.
    Αυτή είναι η πρώτη σειρά που περικυκλώνει την απέραντη πεδιάδα. Η δεύτερη μοιάζει από τσαλακωμένο χαρτόνι μπλέ, από ουσία σκούρη και ευκολομάλαχτη. Οι γραμμές λυγίζουνε μαλακές. Τα έργα των ανθρώπων δεν διακρίνονται. Βαθιοί λάκκοι σκιεροί δείχτουν σχεδόν μαύροι, γιομάτοι σκοτεινό μυστήριο. Ανάρια, ανάρια, χοντρές, άσπρες κλωστές-τα μονοπάτια και οι δρόμοι-μπλέκονται δένονται και πάλι χωρίζουνε. Μερικές τους έρπουν ως τις κορυφές σαν ασπροσκούληκες και ξεδιπλώνουνται. Τις νύχτες, ανάμεσα στη μαυρίλα, ξεχωρίζεις καμιά φορά να περπατά ένα φωσάκι ελάχιστο, να τρέχει, να χάνεται, να ξαναφαίνεται. Είναι αυτοκίνητο, που ανεβαίνει, δρασκελά την τελευταία στρογγυλάδα και πάει κατά τις μεγάλες αμαρτωλές πολιτείες. Πάει να χαθεί στην ανώνυμη μάζα της πολυκοσμίας. Κάποτε στην ωραία καμπύλη πάνω κάθουνται σύννεφα να ξεκουραστούν. Ακουμπούν τα τριανταφυλλένια, χαρούμενα σύννεφα ανάλαφρα, διακριτικά, έτοιμα πάντοτε να ξαναπετάξουν. Πάντοτε πρόθυμα να φύγουν γι’ αλλού. Τα άλλα όμως, τ βλοσυρά, γεμάτα βροχή και κακία, πέφτουν βαριά χωρίς διόλου να ενδιαφέρονται για την ομορφιά της γραμμής που χαλά. Στρατοπεδεύουνε αδιάφορα και προσβλητικά με τη διάθεση θαρείς να μη σαλέψουν ποτέ από κεί.
    Η τρίτη γραμμή πιο πέρα, αλάργα, αυτή είναι λες πλασμένη από όνειρο. Δεν έχει στέρεο περίγραμμα μήτε καμιά σχέση, ούτε την πιο μακρινή με το χώμα. Είναι πλασμένη από καθάριο αγνό όνειρο….
Από το βιβλίο «Μυστικές πηγές», εκδόσεις Εστία 3η έκδοση.
Κάτι σαν επίλογος
    Χάραμα, σχεδόν έφτασε στον Πειραιά. Κοιτούσαμε εμείς οι καθυστερημένοι πρόσφυγες γυρωτρύγυρα ξαφνιασμένοι, απογοητευμένοι, ανήσυχοι. Αυτή είναι η Ελλάδα; Αυτή λοιπόν είναι η Ελλάδα που λατρέψανε αιώνες οι γονιοί μας και οι παππούδες μας και οι προπάπποι μας; Αυτός ο γυμνός λόφος είναι η Ελλάδα; Κι αυτή η κίτρινη σκόνη είναι η Ελλάδα; Και το άθλιο μουράγιο και τούτο είναι η Ελλάδα; Μα στη δική μας φαντασία, η Μεγάλη Πατρίδα ήτανε υπερκόσμια, υπέρκαλλη, χωρίς ψεγάδια. Άστραφτε. Δεν ήταν ξερή γη και βάρκες χοντρές κι άνθρωποι λεροί. Στην Ελλάδα του ονείρου μας δεν είχαν ούτε σκόνες, ούτε θολά, ούτε σκουπίδια όπως ετούτη που έπαιρνε το μάτι μας από την πρώτη κι όλας στιγμή.
    Θάλασσα κυματίζει η πίκρα μέσα μας για το χωρισμό από την κοντινή, την ιδιαίτερη πατρίδα του καθενός μας: Την Πόλη! Θάλασσα η απογοήτευση για την μεγάλη ονειρεμένη πατρίδα όλων μας: Την Ελλάδα. Εμείς, εκεί μακριά, αγαπούσαμε μιαν Ελλάδα άυλη, ωραία, πεντακάθαρη, χωρίς σκόνες, χωρίς κακοχτισμένα σπίτια και ανορθόγραφες επιγραφές. Και τώρα-τι καημός-ύστερα από αιώνες λαχτάρας, την αντικρίζουμε και νάτην φτωχή, τυραννισμένη, ξεχτένιστη.
     Ήταν 22 του Δεκέμβρη στο 1924 που πάτησε το πόδι μας στο ελεύθερο ελληνικό χώμα, «Χώμα τιμημένο, χώμα ελληνικό» καθώς λέγαμε παιδιά σε κείνο το ποίημα του σχολείου. Πότε το όνειρο δεν συγκρούστηκε πιο βαθιά, πιο τρομαχτικά μέσα στη μικρή ανθρώπινη καρδιά, έτσι όπως έγινε σε μας τους Πολίτες. Δεν ήταν μονάχα η απογοήτευση της πρώτης στιγμής σα βγήκαμε στο βουερό και ακατάστατο λιμάνι. Το χειρότερο ήταν η σύγκρουση της κάθε μέρας, της ταπεινής ασήμαντης ζωής. Η σύγκρουση που σκοτώνει. Αυτή στάθηκε για χρόνια η μοίρα μας….
Από το βιβλίο «Το παραμύθι της ζωής μου», εκδόσεις Νεανικός Πρόσπερος 1989
• Από τούτο δα το χρώμα αποφάσισα κι εγώ να μεταφέρω λιγάκι ως εδώ μα δεν ξέρω αν το κατάφερα. Η μεταφορά τέτοιο λογιώ πραμάτων είναι πολύ επικίνδυνη. Εκεί που τα κρατάς στο χέρι και κάτι θαρρείς, πάει χάθηκε. Όλα τούτα που ανέφερα δεν θα απόμειναν βέβαια παρά μονάχα στις αναμνήσεις μας. Οι τεράστιες αλλαγές που γίνανε στην Ανατολή σκούπισαν μαζί με τα καφάσια, τα χαρέμια, τα φέσια, τα σαρίκια, τα φανάρια και όλα αυτά τα συμπαθητικά τους συμπληρώματα. Οι πασάδες, όσοι απόμειναν, ανοίξανε γραφεία και με το ζόρι και με το καλό προσπαθούνε να γίνουν έμποροι. Η χανούμισα που έπληττε και γέμιζε τις ώρες της με ίντριγκες, χαλβάδες και μαλεμπιά τώρα έγινε στενογράφος, χορεύτρια ή γιατρός. Δεν έχει ώρα να πλήξει, ούτε περισσεύει καιρός να μασσά. Το μαλεμπί κι ο χαλβάς και τα λεμπλεμπιά θ’ απομένουνε βέβαια όσο υπάρχει Τουρκιά και ακόμη ίσως όταν δεν θα υπάρχει. Έχω την πεποίθηση πως δεν βρίσκεται πράμα στον κόσμο που να βαστά πιο γερά μέσα μας από τις αναμνήσεις της γεύσης. Τα αρχαιότερα πράματα του κόσμου θαρρώ πως είναι οι συνταγές μαγειρικής. Δεν είναι, λοιπόν, που θα λείψει απ’ την παράδοση της Ανατολής η καλοφαγία, αλλά η σημασία της η πρωταρχική που είχε. Η λαιμαργία θ’ αναγκαστεί να περάσει στο δεύτερο πλάνο, γιατί ο οικονομικός παράγων που μπήκε κι αυτός μέσα στο λεξιλόγιό της μακαρίας χώρας του Ισλάμ δεν ανέχεται τέτοιες υπερβολές…
Από το βιβλίο «Οι Πουλητάδες της Πόλης», εκδόσεις Οργάνωση Μέσων Ερμηνείας Περιβάλλοντος ΕΠΕ-Αθήνα 1989
Ελλάδα
    Τι εκνευρισμός! Έτσι που πάμε, θα καταντήσει, θαρρώ, ν’ ακούμε και μέσα στον ύπνο μας. Οι αισθήσεις οξύνονται από την καθημερινή υπερένταση. Είναι που μείναμε χωρίς γραφείο τι γίνεται η δουλειά στο σπίτι. Και τι δουλειά! Ασταμάτητη και άτσαλη, δίχως σύστημα.
Ίσως όμως τώρα νάμαι άδικη. Να μην είναι κανείς. Ίσως και να μην αποκοιμήθηκα διόλου. Κρότος βέβαια δεν ακούστηκε, ούτε χτύπημα κουδουνιού. Μήτε κι εκείνο το σιγανό, σα συνθηματικό που κάνουν μερικές: Τρακ, τρακ, τακτράκ. Κανένα απ’ όλα αυτά.
    Και όμως έχω την αίσθηση πως κάποιος είναι πίσω εκεί και περιμένει. Αν και νωρίς βέβαια, πολύ νωρίς. Η πλάση ακόμα φλέγεται. Ο ήλιος ψηλά επίμονος, άσπονδος, εχτρικός. Μοναδικός ήχος το στρίγγλισμα του τραμ. Σαν άπρεπος μέσα στην τόση φλογερή ησυχία, γλιστρά, τρυπά τα νεύρα και χάνεται….
Από το βιβλίο «Το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου», εκδόσεις Εστία 1958
Μυρτιώτισσα
    Τη συνηθίσαμε να τη βλέπουμε σεβάσμια, αρχοντική με τ’ άσπρα της μαλλιά και τα μεγάλα της μάτια και τώρα δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε πως δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Μεγαλοπρεπή, στητή, στόλιζε τον τόπο, λάμπρυνε τις συντροφιές, έδινε έναν αέρα ευγένειας και καλοσύνης στις φιλολογικές συγκεντρώσεις, στα τραπέζια τα γιορταστικά με την παρουσία της. Τη συντρόφευε σα φωτοστέφανος η φήμη της παλιάς της ομορφιάς, ο θρύλος των ερώτων, που τόσο συγκινούν όταν είναι μπλεγμένοι μάλιστα γύρω από πρόσωπα γνωστά και δοξασμένα. Έτσι όλα τούτα ενωμένα με την ποίηση και με την ανάμνηση του καλλιτέχνη γιού της, που τόσο νωρίς τον έχασε, της δίνανε εκείνη την αίγλη που λίγες γυναίκες γνώρισαν στον τόπο μας….
Από το βιβλίο «Τετράδια Μνήμης»-Μυριβήλης-Βενέζης-Καστανάκης-Μυρτιώτισσα, εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1992.
Ένας Θεός εκθρονισμένος
     Μα και θεατρικοί συγγραφείς σημασίας, που ταυτόχρονα έγραψαν διηγήματα και διακρίθηκαν σ’ αυτό-κάτι απολύτως φυσικό άλλωστε-δεν είναι λίγοι. Ο Όσκαρ Ουάιλντ μας έρχεται στο νου από τους πρώτους. Και δεν είναι κανείς βέβαιος μαζί του πως αν αφαιρέσει την εξυπνάδα, τη γοργότητα του διαλόγου και την αστραφτερή επιφάνεια των θεατρικών του τύπων, δεν μένουν τα διηγήματα σαν το σταθερότερο πάντως το πιο εκλεκτό σημείο του έργου του.
    Θεατρικός συγγραφέας περιωπής με έργο διηγηματικό ογκώδες είναι ο Πιραντέλλο, και παλιότερος θεατρικός, ο ποιητής Μαίτερλιγκ, που είχε τη θαυμαστή ικανότητα να στήνει έργα χειροπιαστά  συναρπαστικά και μαζί αφηρημένα. Συνδυασμός βέβαια σπάνιος αλλά που φαντάζει φυσικός για τον συγγραφέα του «Πελέα και της Μελισσάνθης»….
Από το «Θησαυροφυλάκιο»-Δοκίμια, εκδόσεις Πρόσπερος 1986
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Σάββατο, 13 Ιουνίου 2015
Πειραιάς, 13/6/2015               
                              





Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης

                      ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

         Μια διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους

                                 Μέρος Α

    Ανατρέχοντας την ελληνική ιστορία με θλίψη διαπιστώνουμε, ότι υπήρξαν ήρωες, οι λεγόμενοι «μίνορες», που αγνοήθηκαν ή σκεπάσθηκαν από την σκόνη της ιστορίας οι οποίοι όμως συνεισέφεραν στο κοινωνικό σώμα με την προσωπική τους θυσία και τον ατομικό τους αγώνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου, με τις άλλες προσωπικότητες τις ένδοξες, τις πολυφημισμένες, τις χιλιοτραγουδισμένες από τους κατοπινούς ιστορικούς. Τις ατομικότητες εκείνες που ο βίος τους, τα ηρωικά τους ανδραγαθήματα, το δημιουργικό τους έργο, έγιναν θρύλος εθνικός, παραμύθι δοξαστικό, παράδειγμα διδαχής στην κοινωνική συνείδηση του κόσμου, ζωντανές παρουσίες μέσα στο κοινωνικό σώμα, και οι οποίες μνημονεύονται ακόμα με τιμή και υπερηφάνεια καθώς αποτελούν την Εθνική δαφνοστεφανωμένη ηρωική πινακοθήκη του λαού μας. Παραγνωρίζοντας εμείς οι κατοπινοί θεατές των ιστορικών συμβάντων, ότι, πριν από τον παππού μας τον Όμηρο υπήρξαν δεκάδες ανώνυμοι σε μας αοιδοί, ότι η γη της Ιωνίας έθρεψε εξίσου δυνατά και πολυμήχανα μυαλά πριν από τον Αθηναίο Αριστοκλή, τον κράτιστο Πλάτωνα. Ότι εκτός από τους «τοπ-καταναλωτικά» θαυματοποιούς αγίους, ο συναξαριστής της εκκλησίας αναφέρει χιλιάδες πρόσωπα που θυσιάστηκαν για το όποιο πιστεύω τους, για τα προσωπικά τους θρησκευτικά οράματα. Ότι το αμαρτωλό Βυζάντιο, δεν το κυβερνούσαν μόνο μαφιόζικες χριστιανικές υπάρξεις και διεφθαρμένοι αυτοκράτορες πολιτικοί, αλλά και πνευματικά υγιείς ανθρώπινες μονάδες, ότι στην επανάσταση του 1821 αναγνωρίζουμε ένα ανώνυμο πάνθεο από χιλιάδες άτομα, τους λεγόμενους αφανείς ήρωες, που η ιστορία ούτε στα ψηλά γράμματα δεν τους αναφέρει, ούτε καν στις σημειώσεις της δεν σχολιάζει τα ηρωικά τους κατορθώματα, τις πολιτικές τους αρετές, τους στρατιωτικούς τους ευφυής σχεδιασμούς, την ατομική τους αυταπάρνηση. Αλήθεια, ποιος γνωρίζει ότι ο ήρωας Νικηταράς ο επονομαζόμενος και Τουρκοφάγος, πέθανε πάμπτωχος και ζητιάνος στον Πειραία; Ο Πιπίνος παραδείγματος χάριν που πυρπόλησε την Τούρκικη ναυαρχίδα χάνεται μπροστά στο μεγαλείο του Κωνσταντίνου Κανάρη, παραμένει ένας μικρός δευτερεύον ήρωας στη σκιά ενός μεγάλου. Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση συναντάμε και στα μετέπειτα ιστορικά χρόνια. Δεν είναι ίσως τυχαία η φήμη και η αναγνωρισιμότητα του περιοδικού «Ο Μικρός ήρωας».
    Το ίδιο μπορούμε να αναφέρουμε με αρκετή ευκολία και στο σύνολο χώρο της Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας. Η προσεκτική ανάγνωση των Ιστοριών της Ελληνικής Λογοτεχνίας, θα μας κάνει να διαπιστώσουμε πέρα από τις παραλήψεις σκόπιμες ή μη, τις αδικαιολόγητες μονομέρειες, τις συγγραφικές πολιτικών χρωματισμών σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αποσιωπήσεις, τις ταξικές υπερτονίσεις εκείθεν κακείθεν, ή ακόμα και τις σε προσωπικό επίπεδο αρνητικές κρίσεις, όσο, και το μεγάλο χάσμα μνημόνευσης και αναφοράς που υπάρχει ανάμεσα στους λεγόμενους ελάσσονες και μείζονες συγγραφείς. Ένα χάσμα, που δυστυχώς ο συγγραφικός ιστορικός σεισμός δεν το γεμίζει με άνθη. Στην Ελλάδα, και ίσως να λαθεύω, υπάρχει μια ιστορική παράδοση να επιλέγουμε και να προβάλουμε τους δικούς μας μύθους, σε όλους γενικά τους χώρους σε αντιδιαστολή με αυτούς των άλλων. Όχι σε σχέση μόνο με τις αλλόγλωσσες ξένες πνευματικές παραδόσεις, όσο μέσα στον ίδιο τον καλλιτεχνικό μας χώρο. Υπάρχει η τάση να επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε τους δικούς μας άξονες αναφοράς, για να αντιπαραβληθούμε με την άλλη ομάδα, το άλλο περιοδικό, της άλλης Ιστορίας της Λογοτεχνίας, του διπλανού πνευματικού στρατοπέδου, του άλλου φιλολογικού σωματείου ή ακόμα και σχολής. Και ιστορία φτιάχνουν οι παρέες, για να θυμηθούμε και τον εθνικό μας τραγουδοποιό, τον Διονύση Σαββόπουλο, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την διαχρονική συνέχεια της παράδοσης που και εμείς, όπως και οι άλλοι, αποτελούμε μέρος της και ο καθένας από το δικό του προσωπικό μετερίζι ανάλογα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του προσφέρει στο κοινό καλό. Ανάβει την φωτιά του βωμού της κοινής μας Εστίας.
    Και ίσως πέρα από τα χρησιμότατα βιογραφικά λεξικά ή άλλου είδους εγκυκλοπαιδικά μελετήματα, τα απαραίτητα στην έρευνά μας για την φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού χώρου, αξίζει να επαναγραφεί μια Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, με την εγκυρότητα αλλά όχι την «ακαδημαϊκή» μάλλον ματιά του δασκάλου μας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, την οργάνωση αλλά όχι «πανεπιστημιακής» υφής ίσως ελλειπτικότητα του σημαντικού ιστορικού Λίνου Πολίτη, την ευρύτερη ματιά αλλά όχι τις «μεροληπτικές» ιδεολογικές θέσεις του ξεχασμένου μάλλον Νίκου Παππά, την επιστημονική καταγραφή και πλέρια αναφορά αλλά ξεπερασμένη μάλλον σήμερα από τις ιστορικές συνθήκες ιστορία του Ιστορικού της αριστεράς Γιάννη Κορδάτου,(του πρώτου που έχει ξεχωριστό κεφάλαιο για την γυναικεία πνευματική παρουσία), την κοινωνιολογική και ευρύτερης ερμηνείας, αλλά κάπως βιβλιογραφικά «επισφαλή» ματιά του ΔημήτρηΤσάκωνα, ή την διαμερισματοποιημένη σε περιόδους ματιά, του άδοξου από άστοχες πολιτικές επιλογές Φαίδωνος Μπουμπουλίδη. Για να αναφερθώ ενδεικτικά σε ατομικές Ιστορίες Λογοτεχνίας που σημάδεψαν τη εποχή μας. Και φυσικά, χωρίς να παραγνωρίζω την σημαντική προσφορά της Ιστορίας του Μάριο Βίττι, που φτάνει ως τις μέρες μας, αλλά με αρκετά «κραυγαλέα» κενά. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία του Ρόμπερτ Μπήτον που εστιάζεται περισσότερο στην πεζογραφία, και ασφαλώς χωρίς να λησμονήσουμε την ευρυχωρία της Εγκυκλοπαίδειας-Ιστορίας του Χάρη Πάτση, την επιστημονικά ακριβή αλλά όχι αναλυτική μια και είναι «Εισαγωγή» του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, αυτήν του θεματικού σπασίματος (Ποίηση-Πεζογραφία) του Μιχάλη Μερακλή, και ίσως κάπως πέραν των ορίων «λαίκόμορφη» ματιά του Αλέκου Κουτσούκαλη (η οποία επίσης έχει κεφάλαιο για την γυναικεία παρουσία), και την σίγουρα πιο χρηστική και αποδελτιωτική ματιά λογοτεχνικής ανθρωπογεωγραφίας του Αλέξανδρου Αργυρίου και διαφόρων άλλων. Για να μην αν αναφερθώ σε όλες, μια και υπάρχουν πάνω από τριάντα Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ιστορίες που παρότι δεν αντιμάχονται η μία την άλλη, αν δεν λαθεύω, νομίζω ότι η κάθε μία ξεχωριστά δεν συμπληρώνουν τα μεγάλα κενά που έχουμε στην αποδελτίωση και καταγραφή της Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας, αλλά, λειτουργούν συμπληρωματικά ορισμένες φορές κάτω από την πίεση άλλων ιστορικών, πολιτικών, ιδεολογικών, εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακών ή και εκδοτικών αναγκών, που δυσκολεύουν την συνεξέταση του ιστορικού υλικού, μια και δεν έχουμε ακόμα και σήμερα μια ολοκληρωμένη πρόταση και συνολική αποδελτίωση των διάσπαρτων ανά την Ελλάδα λογοτεχνικών και άλλων περιοδικών, των εφημερίδων, των περιοδικών εντύπων, και μια συγκεντρωτική εργογραφία ή και χρονολογική θεματογραφία του συνόλου των έργων των Ελλήνων δημιουργών, αν δεχτούμε σαν αρχή τα Ακριτικά Έπη. Σκόπιμα δε ν μνημόνευσα τις σειρές των εκδόσεων Σοκόλη, διότι εμπίπτει σε άλλου είδους, συλλογικού ερευνητικού ενδιαφέροντος αναζητήσεις.
    Τα αναφέρω αυτά, όχι τυχαία, για να επισημάνω τα μεγάλα κενά που συναντάμε καθώς φιλοδοξούμε να καταγράψουμε την παρουσία και να επανεξετάσουμε την συγγραφική πορεία πολλών αξιόλογων λογοτεχνικών φωνών, οι οποίες έμειναν στην αφάνεια ή δεν αναφέρθηκαν όσο θα έπρεπε ή απαξιώθηκε η παρουσία τους από τους μελετητές, και ακόμα ίσως, άλλες σίγουρα σκοπιμότητες να οδήγησαν στην αποσιώπηση του έργου τους και της σημασίας της προσφοράς του. Αλλά για να είμαστε και δίκαιοι με τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, «Ποία δόξα έστηκεν επι γης αμετάθετος».
    Και ένας τέτοιου είδους, μάλλον μέχρι πρόσφατα λησμονημένος ποιητής, υπήρξε ο Τάσος Λειβαδίτης. (Και μιλώ για τις ελάχιστες αυτοτελείς εργασίες που έχουν δημοσιευτεί-σε σχέση με το πληθωρικό του έργο-τις μετρημένες στα δάχτυλα διατριβές κ.λ.π.). Τον ποιητή που τον συνδέουν μόνο με τη γενιά της ήττας, στην οποία ανήκουν ο «αιρετικός» Άρης Αλεξάνδρου σημαντικός ποιητής, ο Τίτος Πατρίκιος με αξιόλογη και πολύπλευρη δημιουργική παρουσία, ο Θεσσαλονικιός Μανόλης Αναγνωστάκης με το δικό του ξεχωριστό πολιτικό στίγμα και πνευματικό ύψος, ο Τάκης Σινόπουλος ο πιο Σεφερογενής της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, ο ανεξερεύνητος ακόμα Νίκος Καρούζος, ο γλωσσικά άρτιος Σταύρος Βαβούρης, ο παραγνωρισμένος Μηνάς Δημάκης, ο επίσης λησμονημένος Άθως Δημουλάς, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος που διασώθηκε περισσότερο σαν κριτικός και μελετητής, ο πιο σαλός από όλους Μιχάλης Κατσαρός με την τρελή ελευθερία του, ο πρόσφατα χαμένος ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας και άλλοι σημαντικοί δημιουργοί της γενιάς του Τάσου Λειβαδίτη. Μια γενιά που άφησε τα ίχνη της από πολύ νωρίς στο λογοτεχνικό χώρο, και σίγουρα, πιο τυραννημένη, απελπισμένη και απαισιόδοξη από την γενιά του 1930. Μια γενιά που τα όνειρά της ανθοφόρησαν μέσα στα στρατόπεδα και τις φυλακές. Οι ποιητές-οι από την εφηβεία τους χάνοντας το είδος της μορφής των-ή ορθότερα η ποίηση του στρατοπέδου, όπως αναφέρεται από τους μελετητές της περιόδου εκείνης, ανέδειξε σημαντικά ποιητικά ονόματα και γέννησε μεγάλου διαμετρήματος ποιητικές δημιουργίες, μια και η φρικτή και θανατερή ιστορική πραγματικότητα και τα διάφορα και πολύμορφα κοινωνικά αδιέξοδα ήταν εκείνα που τροφοδότησαν το έργο των δημιουργών αυτών. Ο Πόλεμος και η Κατοχή για τους δημιουργούς αυτής της γενιάς, υπήρξε ο μοναδικός και κύριος ιστορικός συμπλέκτης αναφοράς που συνέδεσε τα διάφορα στάδια της ατομικής τους καρτερικής πορείας. Ωρίμασαν μέσα στις κακουχίες, στερέωσαν την προσωπική αξιοπρέπειά τους μετρώντας τις συμφορές τους, ανδρώθηκαν με υψηλό φρόνημα από το αποθησαύρισμα τόσων οικειωμένων μαρτυριών. Η αιματοβαμμένη οδοιπορία της πατρίδας τους έγινε οδοιπορικό της ίδιας τους της ύπαρξης, όμως στον χώρο της Ποίησης, πρυτάνευσε μια καταλυτική παρουσία που προέρχονταν από προηγούμενη γενιά, και σκίασε κατά κάποιον τρόπο, πολλές από τις φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ή τις επικάλυψε με τον μεγαλόπρεπο επαναστατικό της οίστρο, την καθολική αγωνία της ανθρώπινης εξέγερσης και αναζήτησης ενός καλύτερου αύριο. Η επιβλητική, αξεπέραστη, σημαντική, τροφοδότρια φωνή του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Το πληθωρικό μέχρι κοπώσεως έργο του, η δυναμική και παθιασμένη ατομική του παρουσία, η σταθερή και συνεπής πολιτική του επιλογή, η στράτευσή του στην αριστερή-κομμουνιστική πλευρά του φεγγαριού, η μαρτυρική και γεμάτη δυσκολίες διαρκής προσωπική του πορεία, οι κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα εξορίες του, επέδρασαν «ανταποδοτικά» στη διάδοση του πολύμορφου και ορισμένες φορές-ελάχιστες-άνισου ογκώδες έργου του. Ο Γιάννης Ρίτσος, κατά κάποιον τρόπο, δεν υπήρξε μόνον ο δάσκαλος των αγωνιστών ποιητών αυτής της γενιάς, και, ασφαλώς των νεότερων-αν και δεν είναι τόσο εύκολο να κοινωνήσουμε με τα ιστορικά βιώματα της εποχής εκείνης-αλλά και η μεγάλη ιδεολογική σημαδούρα που πάνω της, προσέκρουσαν όλες οι θαρραλέες ποιητικές φωνές, οι κελαρίζουσες την ανθρώπινη αγωνία. Η προσκόλλησή του σε έναν συγκεκριμένο πολιτικά χώρο, που δικαίως την περίοδο εκείνη συνδέθηκε μαζί του, του πρόσφερε μια άλλη αίγλη κάπως δυσανάλογη από άλλους ομοϊδεάτες του δημιουργούς, που συμπορεύονταν με τον χώρο αυτόν. Ακολούθησε την χορεία των φυλακισμένων, των κατατρεγμών κοινωνικά, των καταπιεσμένων πολιτικά, των εξόριστων για τα πολιτικά τους φρονήματα, των βασανισμένων από τις νικήτριες πολιτικές δυνάμεις, των δολοφονημένων από τους νικητές του εμφύλιου σπαραγμού, με δυό λόγια, των αγωνιστών και πατριωτών εκείνης της ιδεολογικής παράταξης, που εξήλθαν ηττημένοι από τον εμφύλιο σπαραγμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενός εμφύλιου αδελφοκτόνου πολέμου, που λανθασμένες εσωτερικές πολιτικές τακτικές, ξένοι πολιτικοί παράγοντες υπέθαλψαν για δικά τους συμφέροντα, με αποτέλεσμα, την συμφορά και το αιματοκύλισμα του Ελληνικού λαού στο σύνολό του, για μεγάλο και παρατεταμένο χρονικό διάστημα σε όλο το γεωγραφικό σώμα της ελληνικής επικράτειας. Και δυστυχώς, η εμφύλια αυτή διχοστασία που συνεχίστηκε και στα κατοπινά πέτρινα χρόνια, με προβλέψιμες επακόλουθες διαστάσεις, μια και η ιστορία αποδεικνύει, ότι, ο νικητής πάντοτε φέρεται εχθρικά και απάνθρωπα στον νικημένο. Σταθερά και μεθοδευμένα προβάλλει την δική του ισχύ, πάνω στο ψυχικό πτώμα και πνευματική εκμηδένιση του αντιπάλου, και ιδιαίτερα, με μεγαλύτερη σκληρότητα, όταν ο πόλεμος είναι αδελφοκτόνος. Και καθώς αιμορροούσε η διαλυμένη παράταξη, και οι πληγές δεν ήθελαν να κλείσουν, η αριστερά εφαρμόζοντας τις πολιτικά προσωποπαγείς επιλογές της, και έναν εξωστικό ιδεολογικό λόγο, κατά κάποιον τρόπο επανεξόρισε τα άτομα και τους δημιουργούς εκείνους που δεν υπάκουσαν τυφλά στην δική τους ιδεολογική πρόσκληση. Εφάρμοσε μια εσωτερική εξορία για τους δημιουργούς εκείνους, που μεταγενέστερα, δεν αποδέχθηκαν τα θέσφατα της πολιτικής προπαγάνδας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως ο κορυφαίος ενός αδικαίωτου δραματικού χοροδράματος, διατηρώντας την παρουσία του με καθαρά προπαγανδιστικούς για τον κομματικό χώρο όρους. Το συνολικό έργο του, που ελάχιστοι σύντροφοί του το έχουν διαβάσει στο σύνολό του, υπήρξε και ακόμα είναι η παραστιά της αγωνιστικής τους παραμυθίας. Και σίγουρα, ο ποιητής-δάσκαλος Γιάννης Ρίτσος, έχασε από την προσκόλληση αυτή, μέλη της δημιουργικής του αυτοτέλειας, το έργο του, άξιζε και εξακολουθεί να θέλγει, πέρα από την αφομοιωτική στράτευση των εκάστοτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι μεγάλος, γιατί είναι Ποιητής, και όχι γιατί ένας οποιοσδήποτε κομματικός χώρος τον χρησιμοποίησε με την συγκατάθεσή του, για πέραν της Τέχνης σκοπούς. Η προβολή του, σε έναν σπαρασσόμενο ακόμα κόσμο, και μετά το χρονολογικό τέλος της εμφύλιας διαμάχης, οδήγησε σε δεύτερη μοίρα την αξιολόγηση και πριμοδότηση των άλλων φωνών, που και αυτές, στον δικό τους χώρο συνέδεσαν την πνευματική τους δημιουργία με τους αγώνες και τις θυσίες του λαού κατά την διάρκεια της ξενόδουλης Κατοχής και μεταγενέστερα. Οι σημαντικές αυτές ποιητικά δραστήριες μονάδες, που συνδέθηκαν με χαλαρό, ή στερεότερο παραστατικό τρόπο με τους αγώνες και τις θυσίες του αριστερού κινήματος, έγιναν μάλλον οι δορυφόροι της Ρίτσιας δημιουργικής παρουσίας. Ο Γιάννης Ρίτσος φώναζε ποικιλοτρόπως, όταν άλλοι σιωπούσαν ή αν θέλετε βίωναν τον σπαραγμό με άλλους κώδικες αντίστασης. Ο θάνατος, δεν μας αγγίζει όλους με τον ίδιο τρόπο, όπως πάλι, και η πίστη σε μια ανώτατη αρχή, έχει ως αφετηρία το υποκείμενο που πιστεύει, που με την εξόδιο εξομολογητική διαμεσολάβηση προς το κοινωνικό σώμα επανέρχεται σαν φαρμακευτική αγωγή στην στερέωση της μεταφυσικής βεβαιότητας της ίδιας της ύπαρξης. Η αναζήτηση και όχι η εύρεση είναι το πρωτεύον. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θάνατο, το άλλο πρόσωπο του Θεού, ο σταθερός τόπος της κοινής μας συνάθροισης, εκλαμβάνεται αυστηρά προσωπικά και ιδιαίτερα από κάθε άτομο, που είτε βιώνει το γεγονός σε δικές του ξεχωριστές ιδιωτικές στιγμές, είτε το αντιμετωπίζει στον περιβάλλοντα χώρο, καθώς έρχεται σε κοινωνία σχέσεων με τους διπλανούς του οικείους του ή μη. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου, την ψυχοσύνθεση και τα βιώματα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, έχουμε και την ιδιαίτερη μαρτυρία του. Οι πνευματικοί δημιουργοί ή καλλιτέχνες που στάθηκαν στο περιθώριο για δικούς τους λόγους κατά την διάρκεια των ιστορικών γεγονότων, είναι αρκετοί, τα άτομα αυτά, ακολούθησαν μια μοναχική πορεία, σηκώνοντας το ιστορικό βάρος της σκοτεινής μνήμης τους από τους ιδεολογικούς αγώνες των νεανικών τους χρόνων, κρατώντας την ευπρέπεια των πολιτικών τους επιλογών και την αξιοπρέπεια της ιστορικής τους διαδρομής, μέσα σε μια ταραγμένη από διάφορες απόψεις περίοδο και σε μια εποχή χαώδη και δολοφονική, είτε πάλι, στράφηκαν σε άλλου είδους πνευματικές αναζητήσεις. Άλλοι, ακολούθησαν την μοιραία εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων χωρίς αντίδραση, αλλά πίστεψαν όχι απαραπόνετα, ότι οι παλαιοί σύντροφοί τους ξέχασαν την κοινή τους διαδρομή, και το πολιτικό κόμμα που πίστεψαν αφιλάνθρωπα τους διέγραψε και τους σπίλωσε στις συνειδήσεις των κομματικών στελεχών. Το τραγικότερο και πλέον αδιέξοδο υπήρξε, ότι όλοι τους είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται παταγωδώς, να συνθάπτονται ομού από τον αλάστορα χρόνο. Υπάρχει και μια μικρή μερίδα ανθρώπων αυτής της περιόδου, που αντάλλαξαν τα παλαιά κλέη τους με αξιώματα των αρχόντων και των νικητών της νέας τάξης πραγμάτων. Πως το εκφράζει ο παππούς μας Ευριπίδης στις «Τρωαδίτισσες» του: «Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες, Έλληνες…». Το σίγουρο και μάλλον ιστορικά επαληθεύσιμο είναι, ότι η επονομαζόμενη γενιά της Ήττας, αξιοποιώντας ή μη τους αγώνες της, δεν έμεινε και τόσο στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μεταγενέστερα, πέρα από τις αναμφίβολες δυσκολίες και αντιξοότητες, ακόμα και τα συνεχή συντροφικά μαχαιρώματα που την ταλάνισαν και την παγίδεψαν σε διλληματικές προθέσεις επιβίωσης. Οι ποιητές της-να συμπληρώσουμε και οι Ποιήτριες αυτής της περιόδου-βρήκαν το ατομικό τους πνευματικό στίγμα, και το εξέλιξαν επαναπροσδιορίζοντας το, μέσα στα όρια των ιδεολογικών και πολιτικών τους επιλογών, και, παρά τις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, εχθρικές πολιτικές κρατικές επιλογές, άρθρωσαν έναν λόγο αξιόλογο, συγκροτημένο, ριζοσπαστικό, ελπιδοφόρο και, αρκετές φορές, μακρά των προηγούμενων ποιητικών τους μουντών, σκοτεινών και απέλπιδων δημιουργικών καταθέσεων της γενιάς του μεσοπολέμου.
     Όμως το πρόβλημα δεν έπαψε να υπάρχει. Δυστυχώς η αριστερά, και αναφέρομαι ιδιαίτερα στην πιο συντηρητική της φωνή, λειτούργησε με Κρόνια συμπλέγματα, κατασπαράσσοντας και κατασπιλώνοντας τα τέκνα της με τρόπο απροκάλυπτα σκοτεινό και ιδεολογικά άδικο. Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι ιστορικά και πατροπαράδοτα, αυτό συμβαίνει μέσα στην διαχρονία της Ελληνικής παράδοσης σε όλους τους πνευματικούς και κοινωνικούς χώρους. Τα κληρονομικά κύτταρα των Ελλήνων, θέλγονται από τέτοιου είδους πρακτικές και συμπεριφορές. Και πάλι ο Ευριπίδης στο ίδιο έργο του γράφει: «…οι δυστυχίες, παιδί μου, δε σου βάλαν μυαλό κι είσαι όπως πρώτα…».
     Όπως είναι φυσικό, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, στον πνευματικό και κοινωνικό αυτόν κανόνα του αποκλεισμού. Υπήρξε ένας άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε στον προσωπικό του βίο, που φυλακίστηκε για μια περίοδο της ζωής του, που εξορίστηκε σε ξερονήσια μαζί με άλλους ομογάλακτους ομοϊδεάτες του, που βρέθηκε σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, αντιμετώπισε γενικότερα, τις χιλιάδες δυσκολίες της εποχής του, που υπήρξαν ενεργά μέλη της αντίστασης και συνεχή δραστήρια μέσα στην πολιτική κονίστρα. Το πολιτικά στρατευμένο αυτό άτομο, ανεξάρτητα από την όποια προσφορά του, παραγκωνίστηκε, έμεινε στο περιθώριο της δόξας των ηττημένων. Ο δρόμος της προσωπικής σιωπής που επέλεξε να κρατήσει με αθώο πείσμα μέχρι το τέλος της ζωής του,-δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη-αλλά και αυτή η εξακολουθητική και πολύτροπη συνομιλία με τους νεκρούς, τους χαμένους του συντρόφους, τους Άλλους συνέλληνες γενικότερα, τον διέσωσε από την φθορά του χρόνου στις συνειδήσεις των μεταγενεστέρων, του διατήρησε καθαρό το δημιουργικό του πρόσωπο, τον έκανε να μην χρειάζεται να φορέσει προσωπείο, τον έκανε οντολογικότερο και ουσιαστικότερο. Ο ποιητικός του στόχος, υπήρξε η διαρκής συνομιλία με τους νεκρούς της γενιάς του και, η ανάδειξη του προσώπου του Άλλου, μέσα από την κοινωνία μαζί του. Οι μακροσκελείς ποιητικές του συνθέσεις, οι δυσαρμονικές ορισμένες φορές σε σχέση με την επιδιωκόμενη κατάθεσή του, οι ενοραματικές του εικόνες, τα εκλεκτικά μέχρι μονομέρειας θεματολογικά του σχεδιάσματα, η ακλόνητη πίστη του σε έναν λαϊκό αριστοκρατισμό, οι μακρόσυρτες λυρικές ερωτικές του συνθέσεις, ο περίκλειστος κόσμος της γενιάς του και ο τειχισμένος περίγυρος των ποιητικών του εικόνων, τα ερειπωμένα σπίτια που εντείνουν την θλίψη και τη μοναξιά, ο εχθρικός ιστορικά καινούργιος χώρος, η μνήμη που δεν λέει να ησυχάσει από τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, τα επανερχόμενα σα νοσταλγική νότα πρόσωπα της μητέρας και του πατέρα του, αλλά, και ένας «Φροϋδικός» ευνουχισμός που ξενίζει για τον ποιητικά νηφάλιο λόγο του Τάσου Λειβαδίτη. Επίσης, τα σκοτεινά τοπία και οι ερειπωμένοι δρόμοι, και μια διαρκής υπόμνηση της επιθυμίας του για σεξουαλική επαφή με την γυναίκα που τόσο υμνεί και με πολλούς τρόπους αναφέρει μέσα στο έργο του, μια επαναλαμβανόμενη οργιώδη ερωτική αναφορά προς τη γυναικεία ερωτική πρόκληση, σαν σωματικό αντικείμενο πόθου που σπαράζει κάτω από το πολλαπλό συντροφικό άγγιγμα του άντρα, κάτι που θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τον ευδιάκριτο σεξουαλισμό του μυθιστοριογράφου Μ. Καραγάτση.
Η γυναίκα στο ποιητικό του έργο χάνει κάθε ιδεατή ωραιότητα, αποφλοιώνεται από κάθε μεταφυσική της εικονογραφία, μόνο η μητρότητα διασώζεται σαν στοιχείο προέκτασης του ερωτικού ενστίκτου αλλά και της χαμένης τρυφερότητας και παιδικότητας. Άλλες πάλι φορές η γυναίκα, αποκτά-ή ορθότερα ταυτίζεται-με την εικόνα της Παναγίας, ή το εκκλησιαστικό σύμβολο της αιώνιας δυστοτόκου μητρότητας παίρνει τις απαραίτητες για τον ανθρώπινο πόνο διαστάσεις, γίνεται μια ζεστή μήτρα, που αναπαύει την αντρική αγωνία, τον διαρκή αντρικό αγώνα για προσωπική ανάταση, είναι το πρόσωπο που τον γειώνει καθώς πεταρίζει στα σκοτεινά μονοπάτια της μνήμης και των ψυχικών του αδιεξόδων, καθώς νοιώθει μόνιμο και απαραίτητο μέλος ενός τσίρκου της ιστορίας που επαναλαμβάνεται χωρίς έλεος και ελάχιστες στιγμές δικαίωσης, αλλά χιλιάδες διάψευσης.
     Ο μέχρι ερωτικής εκτόνωσης απελπισμένος τόνος της ποιητικής του γραφής, η ομαλή λειτουργία ομόκλητων συγκινησιακών φωνών μέσα στο σύνολο έργο του, οι δεκάδες μικρής εξομολογητικής φόρμας λυρικές του συνθέσεις, που η λεκτική αμετροέπεια του λόγου του δεν τις εμποδίζει στο να πάρουν την μορφή επιγραμματικής κατάθεσης, οι ιδιοσυγκρασιακοί στίχοι που αποκόπτονται από ένα ήδη υπάρχον κατατεθειμένο ποιητικό σώμα για να μετατραπούν σε αυτόνομες ποιητικές μονάδες, η πονεμένη ευφράδεια και η ορθά οργανωμένη ποιητική του οικονομία σε ποιήματα της περιόδου μετά την ποίηση του Στρατοπέδου, το λυρικό και συγκινησιακά φορτισμένο λεξιλόγιό του, ο πολυδύναμος-θα γράφαμε-ευαγγελικός του, παρηγορητικός του στοχασμός, μια παρακλητική ερωτική γραφή που φέρνει στον νου τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, και άλλα στοιχεία που συναρθρώνουν μια ποίηση μεγάλου βεληνεκούς και απύθμενης λυρικής ανθρώπινης ευαισθησίας, σχηματίζουν μια όχι τυχαία ποιητική εκκλησία των κεκοιμημένων με εμάς τους ζωντανούς. Μια διαρκή ποιητική κοινωνία των Κοινωνούντων.  Έγνοια του, αυτοί που μεταφέρουν μέσα τους το ψυχικό περιχαράκωμα του εμφύλιου σπαραγμού και έμειναν κατάστικτοι από τις τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και που δεν κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Φροντίδα του, αυτοί που είδαν τα οράματά τους να διαψεύδονται και κομματιάστηκαν συναισθηματικά καθώς αντιλήφθηκαν νωρίς, τις νέες αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών να τους παραγκωνίζουν. Συνοδοιπόρησε με αυτούς που ένιωσαν μέτοικοι στην ίδια τους την χώρα και που αγωνίστηκαν σκληρά και τόσα προσέφεραν στην απελευθέρωσή της. Στάθηκε πάντα κοντά σε έναν βασανισμένο μεν λαό, αλλά που «Πως δα ο λαός, που ορθή δεν έχει κρίση, ορθά μπορεί να κυβερνά την πόλη;», όπως γράφει στις «Ικέτιδες» και πάλι ο παππούς μας Ευριπίδης. Υιοθέτησε τον πονεμένο λόγο των κατατρεγμένων, τον βουβό σπαραγμό των αδικημένων, τον αδικαίωτο θρήνο των χαμένων της ζωής, των περιφρονημένων των νικητών της ιστορίας. Προσέφερε έναν ελεήμονα λόγο, σε αυτούς που στάθηκαν ξένοι στην αλλοτρίωση των ιδανικών τους ταξιδιών, στους διαρκείς πρόσφυγες των ονείρων τους. Αιμάτωσε στοργικά τους ρακένδυτους ψυχικά από τις πολλές τραυματικές εμπειρίες του βίου τους. Κοστολόγησε θετικά και με επιείκεια αυτούς που συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο των αγώνων τους λύγισαν, δεν άντεξαν μέχρι τέλους, αλλά και έδειξε εμβληματικά αυτούς που κράτησαν με θάρρος, λεβεντιά και αυταπάρνηση την αξιοπρέπεια των σκοπών τους. Μίλησε με καθαρή συνείδηση και ξεκάθαρη ποιητική φωνή για την εντιμότητα της κοινωνικής τους προσφοράς. Ο Τάσος Λειβαδίτης, κράτησε μια αξιοπρεπή στάση απέναντι στη ζωή περιφρουρώντας το αγωνιστικό του φρόνημα. Η αποφθεγματική του τραγικότητα συνήθως συνοδοιπορεί με μία απελπισμένη ρητορική η οποία απλώνει τον κλυδωνιζόμενο λυγμό του σε τεραστίων διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις. Κυρίως, την πρώτη του ποιητική περίοδο-την εντονότερα πολιτική-είναι ανώνυμες ποιητικές συνθέσεις με επικαιρικό χαρακτήρα, χωρίς να λείπουν και οι επώνυμες καταθέσεις. Το τρίπτυχο της ποιητικής δημιουργίας του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη αν αποδελτιώσουμε τις λέξεις κλειδιά που εκφράζουν την καθημαγμένη συνείδησή του, αλλά και άλλων δημιουργών της γενιάς του, είναι η λέξη Θεός, Ποίηση, Ποιητής, Ιστορία. Και μια συνεχή υπόμνηση και παρουσία του Θανάτου μέσα στα χρονικά της ανθρώπινης καθημερινότητας που είτε προλαβαίνει την Επανάσταση και τα επακόλουθά της, είτε χωρίς περίσκεψη και αιδώ θερίζει αδιάκοπα με το δρεπάνι της Ιστορίας υπενθυμίζοντάς μας το μάταιο της όποιας ανθρωπίνης προσπάθειας. Και το σπουδαιότερο, της ποιητικής αυτής λιτανείας, είναι ότι ο Θάνατος δεν αγγίζει μόνο σωματικά τους ανθρώπους, αλλά τους καταστρέφει και τα όποια ονειρικά τους ελπιδοφόρα ερείσματα και οραματικές προσδοκίες. Τεταρταία η ατμόσφαιρα μιας μεγάλης χρονικής περιόδου η ποίησή του. Η ιστορική επίκληση του Θεού επί ματαίω, χωρίς επιστροφή το αδιέξοδο της Επαναστατικής μνήμης, η ανθρώπινη ύπαρξη μένει μετέωρη στο κενό των λεκτικών καταθέσεων του ποιητή που εξακολουθεί ποιητικά να παράγει για να ξορκίσει τι; και γιατί; Είτε χρησιμοποιεί επικών διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις για να περιγράψει την αφόρητη αίσθηση διάψευσης που βιώνει, είτε σύντομους ελεγειακούς πυρήνες για να φωτογραφήσει την ειρηνοποιό και πανανθρώπινη-ουμανιστική του διάθεση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία περιστρέφεται παραμένουν σταθερά και ακλόνητα ως στοιχεία της ποιητικής λειτουργίας για την εσωτερική περιδιάβαση στην άβυσσο των ψυχικών γκρεμνών. Αυτός, ο πιο «άμωμος» από τους ποιητές της γενιάς του, αναπέμπει συνεχώς «δεήσεις» παρηγοριάς, όχι στο προσωπικό του απαισιόδοξο συνειδησιακό τίποτα, όσο στην πολυέλαιο παραμυθία της Τέχνης που εκπορεύεται όμως, από μια βαθειά θρησκευτική πίστη, χρησιμοποιώντας λεκτικά σύμβολα και εικόνες που αποτελούν τους διαχρονικούς ζυμομύκητες της ανθρώπινης ζωής των απλών καθημερινών ανθρώπων, των μέσα στο καμίνι της ζωής συναγωνιστών του. Των βασανισμένων ανθρώπων που βλέπουν την χαρισάμενη από τις δυστυχίες ζωή τους να σταυρώνεται χωρίς ελπίδα αποκαθήλωσης, χωρίς την αξιομακάριστο προσφορά βοήθειας από κανέναν Σίμωνα Κυρηναίο.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, κατακοσμεί την ανθρώπινη περιπέτεια στις πιο απλές και καθημερινές της στιγμές, αναπέμπει φιλάνθρωπες διαβιβάσεις ποιητικής παρηγοριάς, παίρνει τα αιματοβαμμένα γεγονότα και κλώθει την ιστορία της γενιάς του μακριά από ένδοξους ηρωισμούς, πέρα από πονηρά ρήματα επαναστατικού μεγαλείου, έξω από μαχητικά προστάγματα κομματικής αναγνώρισης, από θορυβώδεις πολιτικές μεταστάσεις που πλημμυρίζουν άλλους ομοτέχνους του. Η ζωοποιός του ποιητική έμπνευση, που ρέει χειμαρρώδης και λαγαρή, ποτίζει τις γυμνωμένες από τους Κατοχικούς και Μετεμφυλιακούς φαύλους πολιτικούς συν-σεισμούς της χώρας του ψυχές, τις διψασμένες για δικαιοσύνη, τους ανάπαυτους σωματικά από τους φρικτούς θανάτους, προτείνοντάς τους έναν «ευαγγελικό» με την ευρύτερη και ουσιαστικότερη έννοια λόγο, που πιστεύει ότι θα τους γαληνέψει και θα τους προφυλάξει από τα απανωτά και άδικα χτυπήματα της Μοίρας. Η Ποίησή του είναι χαρμολυπικά νεκρώσιμη, καθώς συναριθμεί κεκοιμημένους και ζωντανούς στην κοινή μετάληψη της ποιητικής λειτουργίας, στην μετακομιδή των κοινών εμπειριών της ζωής μέσα στον οικτίρμονα λόγο της Τέχνης. Η μοναχική πορεία του βίου του, η διακριτική του σεμνότητα, ο σεβασμός που έδειξε σε νεότερους δημιουργούς, η δικαιότοκος κριτική του κατάθεση, η έλλειψη τάσης του για προβολή τόσο του ίδιου όσο και του έργου του, δεν επαινέθηκε μόνο από τους διώκτες του, τους αντιπάλους των πολιτικών του χαρακωμάτων, αλλά και τους ομοϊδεάτες του, παλαιούς του συντρόφους, που ίσως δεν του συγχώρησαν την αθόρυβη και μοναχική διαδρομή που ακολούθησε, τα μετά την ταραγμένη μετεμφυλιακά περίοδο, και ιδιαίτερα, μετά το 1974 χρόνια.
     Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, σύμφωνα με το Χρονολόγιο που συνέταξε ο συγγραφέας και κριτικός Γιάννης Κουβαράς,-ο οποίος είναι ίσως ο συστηματικότερος και πιο εμβριθής λάτρης της ποιητικής του παρουσίας, έχει συγγράψει τα περισσότερα άρθρα από οποιονδήποτε άλλον ερευνητή του ποιητή-στο αφιερωματικό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος 228/13-12-1989, σελίδα 20, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή, ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης, γεννήθηκε στην περιοχή του Μεταξουργείου στις 20 Απριλίου του 1922. Η γέννησή του, σημαδεύτηκε από το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης-από όπου δανείστηκε το δεύτερο όνομά του-αλλά που ατυχώς η Πασχάλιος αυτή ατμόσφαιρα εξασθενίσθηκε μέσα στα ματωμένα χώματα της Ιωνικής γης και της Μικρασιατικής Εθνικής  Καταστροφής. Δυστυχώς, παρότι οι πληροφορίες που μας παρέχει ο ποιητής και κριτικός Γιάννης Κουβαράς για τον ποιητή είναι πάντα ακριβείς, η ημερομηνία γέννησης του ποιητή, συνηθέστερα διαφοροποιείται, ακόμα και από άλλους αξιόλογους μελετητές του ή ιστορικούς. Πολλοί αναβιβάζουν το έτος γέννησής του στο 1921. Παρακάτω, στην παράθεση των πηγών, θα αναφέρω και τις διαφορές.
Ο «παραλίγο» Νομικός, είναι ο Βενιαμίν μιας τετραμελούς οικογένειας, αδερφός του, υπήρξε ο γνωστός μας κωμικός ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης, ο άλλος του αδερφός, ήταν μουσικός στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο ποιητής, από νέος εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και οργανώθηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, που του κόστισε τόσες εξορίες και φυλακίσεις. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, μια συννεφιασμένη Κυριακή, σύμφωνα με τον λαϊκό μας μουσικό βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
    Ο Τάσος Λειβαδίτης, παρουσιάζεται στα γράμματα αρκετά νέος. Πρώτη του ποιητική παρουσία είναι η συνεργασία του με το γνωστό αντιστασιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα», τεύχος 55/15-11-1946, σελίδα 339. Στην σελίδα με τον τίτλο «Νέοι Ποιητές» στην δεξιά στήλη, δημοσιεύει το ποίημα «Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη»(απόσπασμα):
«Καβάλλα όταν παιδί στου Ψηλορείτη έγνεφε να βγει στην αυγή, σεργιανίζει τον ήλιο…».
Στην αριστερή στήλη ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημα «Βγενιώ». Το ποίημα αυτό του Τάσου Λειβαδίτη, δεν συμπεριλαμβάνεται στα «Άπαντα» του ποιητή. Είναι ένα δημοτικόμορφο, συνθετικό όπως φαίνεται, ποίημα, με χαροποιό διάθεση, λαμπερή ατμόσφαιρα και ελπιδοφόρα έξαρση. Η γυναικεία εικόνα, προαναγγέλλει την λάμπουσα παρουσία της μέσα στο έργο του. Μετά από δύο τεύχη τεύχος 57/15-12-1946, την ίδια εμφύλια χρονιά, ξαναδημοσιεύει στην σελίδα 369 στο ίδιο περιοδικό, το ποίημά του «Απ’ το Δεκέμβρη»:
«Απ’ τους καμένους κάμπους μας τ’ ακούν μακριά οι χωριάτες σφηνώνει μες στη γη τ’ αλέτρι…»
Ποίημα, που κινείται στην ίδια ατμόσφαιρα με το προηγούμενο, με έντονο το λαϊκό στοιχείο.
Στα πρώτα του αυτά ποιήματα, είναι έντονη η πληθωρική αισιοδοξία, η ξάστερη και λάγνα ατμόσφαιρα του υπαίθριου χώρου, το φυσικό τοπίο φωτίζεται από μια νεανική ερωτική διάθεση. Έναν χρόνο αργότερα, το 1947, μεσούσης της εμφύλιας σύρραξης, εκδίδει μαζί με άλλους συντρόφους του νέους της αριστεράς, το βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό «Θεμέλιο». Την ίδια χρονιά, θα δημοσιεύσει στο γνωστό για τις διαφορετικές πολιτικές του θέσεις λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 42ος τεύχος 482/1-8-1947, στην σελίδα 917, κάτω από το κείμενο του Μ. Καραγάτση, το πολύστροφο ποίημά του «Η Κυρά της Όστριας»:
«Νάφτες μου που διαβαίνετε και πάτε κατά το Νοτιά μην είδατε απ’ το βράχο της να παίζει με τους γλάρους…».
Ένα θαυμάσιο και συγκινητικότατο δισέλιδο ποίημα, που έχει έντονα τα υπερρεαλιστικά στοιχεία, χωρίς να απεμπολεί τα σύμβολα της λαϊκής παράδοσης, με εξαίσια επίθετα, ουσιαστικά που δίνουν φωτεινές εικόνες, με ένα θρησκευτικό συναίσθημα μιας γήινης μεταφυσικής ομορφιάς να πλημμυρίζει τους στίχους, λέξεις που λαμπυρίζουν μέσα στο Αιγαιοπελαγίτικο πέλαγος, ηδύοσμες εικόνες που θυμίζουν έντονα τον πρώιμο Οδυσσέα Ελύτη, αλλά, και μια λαϊκή μεταφυσική, ένας λόγος μεστός λαϊκών νοημάτων, εξαγνιστική της φυσικής κατάστασης που φέρνει στον νου μας τον λόγο του Γιάννη Ρίτσου. Το αισιόδοξο και φωτεινό χωρίς σκιές αυτό ποίημα, αναδύει μια «γαλαζογέλαστη» ομορφιά, μια ηλιόλουστη και ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα, με λέξεις έμπλεες φως και έρωτα που τίποτα δεν θυμίζει την κατοπινή ποιητική εξέλιξη του ποιητή. Η μορφή του κοριτσιού, στέκει σύμβολο ξάστερο σαν «Μεσοπελαγήτισσα Παναγιά», έτοιμη να ορτσάρει πέρα από το όνειρο την καρδιά του ποιητή. Ένα ποίημα, που πάλι θα επαναλάβω, λες και αναδύεται από τα αθώα και ξέγνοιαστα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, από την παιδική χαροποιό ατμόσφαιρα των Ελλήνων υπερρεαλιστών ζυμωμένο με κώδικες και σύμβολα της ελληνικής παράδοσης. Μιας παράδοσης από την οποία δεν ξέκοψε ποτέ ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
    Τα κατοπινά χρόνια, αρχίζει ο δρόμος του προσωπικού του μαρτυρίου. Φυλακίσεις, ταλαιπωρίες, κακουχίες, εξορίες σε διάφορα μέρη για τις πολιτικές του ιδέες. Στους κρανίου τόπους αυτούς, έχει για συγκρατούμενούς του όλους τους συγκατηγορούμενους ιδεολογικά ομοϊδεάτες του της αριστεράς. Τον δάσκαλο και βάρδο της Ρωμιοσύνης ποιητή Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου, τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον ηθοποιό Μάνο Κατράκη και άλλους συναγωνιστές της κομμουνιστικής παράταξης.
Την περίοδο αυτή, 1948 έως 1952, πρωτοσχηματίζει την ποιητική του φόρμα, που, θα αναδείξει στην κατοπινή ποιητική του διαδρομή. Είναι ο αρχηγέτης, όπως τον αποκάλεσαν, της ποίησης του Στρατοπέδου, μιας ποιητικής ατμόσφαιρας και θεματολογίας, που την τροφοδοτούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και την αρδεύουν τα πολιτικά επακόλουθα της ήττας των αγωνιστών, και ενός ηττημένου στρατού. Μια ποίηση μακροϊστορική που συνδέεται άμεσα με την μικροιστορία των ανθρώπων που βιώνουν τα τραγικά επακόλουθά της.
    Το 1952 δημοσιεύει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», έκτοτε, και σε τακτά χρονικά διαστήματα, 1953 «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», 1956 «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» κλπ., παρουσιάζει μια σημαντική ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα, κρατώντας παράλληλα στην προδικτατορική εφημερίδα της ΕΔΑ, «Η Αυγή», αλλά, και μετά την μεταπολίτευση του 1974, την στήλη της κριτικής βιβλίου. Ακόμα, υπάρχουν μελέτες και δοκίμιά του στο γνωστό για την εποχή του αριστερό και προοδευτικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Για την ποιητική του σύνθεση «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» 1953, του απονέμεται το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, στέλνει τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, στα εδώλια του κατηγορουμένου για το φιλειρηνικό του περιεχόμενο.
Το 1957 ο Δήμος Αθηναίων τον βραβεύει με το Α΄ Βραβείο Ποίησης για το έργο του, «Συμφωνία αριθμός 1».
Το 1977 του απονέμεται το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, «Βιολί για μονόχειρα» το Α Βραβείο κερδίζει η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά για το έργο «Μόργκαν Ιωάννης».
Το 1980 λαμβάνει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Εγχειρίδιο Ευθανασίας», το Δεύτερο Βραβείο παίρνει ο ποιητής Παντελής Πάσχος για το έργο του «Ο Ουρανός ένδον». Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κρατικά βραβεία, δες: «Ημερολόγιο 2001» των εκδόσεων Ιανός. «Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 1956 έως 1999».
Αυτήν την περίοδο, για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει διάφορα κείμενα σε περιοδικά με το ψευδώνυμο Ρόκκος. (η πληροφορία ερανίζεται από τον μελετητή Γιάννη Κουβαρά, ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος στο βιβλίο του δεν τον αναφέρει).
Το 1961 σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, γράφει το σενάριο για το κοινωνικό δράμα «Συνοικία το Όνειρο», που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι ηθοποιοί Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Σαπφώ Νοταρά, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παϊζη, και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία, βγήκε στους κινηματογράφους στις 19/10/1961 και έκοψε 74.427 εισιτήρια. Η μουσική επένδυση της ταινίας έγινε από τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. («Βρέχει στη φτωχογειτονιά»), με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ο ρεαλισμός της ταινίας ενόχλησε την τότε πολιτική εξουσία και για ένα διάστημα απαγορεύτηκε η προβολή της.
Το 1962 πάλι σε συνεργασία με τον συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, θα γράψει το σενάριο της ταινίας «Ο Θρίαμβος»(Όταν η μοίρα κυβερνά). Την ταινία σκηνοθέτησε και πάλι ο Αλέκος Αλεξανδράκης σε συνεργασία με τον Αριστείδη Καρύδη, χωρίς όμως εμπορική επιτυχία αυτή την φορά. Η ταινία παρουσιάστηκε στις οθόνες στις 11/2/1963 και έκοψε μόνο 15.110 εισιτήρια. Πρωταγωνιστούσαν μεταξύ άλλων ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης, η συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων Ζώρζ Σαρρή, η Σαπφώ Νοταρά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Τζαβαλάς Καρούζος και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί. Περισσότερα για τις ταινίες δες: Άγγελος Ρουβάς-Χρήστος Σταθακόπουλος, «Ελληνικός Κινηματογράφος», τόμος Α, σελίδα 204 και 232. και ακόμα, Μ. Σ., «Συνοικία το Όνειρο και Κράτος Φασισμός», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τεύχος 80-81/8,9,1961, σελίδες 222-223.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, διέπρεψε και ως στιχουργός, η συνεργασία του με τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έδωσε άλλη εικόνα στην στιχουργική του φωνή. Τον Οκτώβριο του 1960, ο Θεοδωράκης θα γράψει τη μουσική για το έργο «Πολιτεία». Οι γνωστοί και χιλιοτραγουδισμένοι από όλους μας στίχοι, ανήκουν σε δύο ομογάλακτους ιδεολογικά ποιητές: τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Από τα οκτώ τραγούδια του έργου, τα τέσσερα είναι του Λειβαδίτη:
1. «Μάνα μου και Παναγιά», 2. «Δραπετσώνα», 3. «Έχω μια αγάπη», 4. «Σαββατόβραδο».  Τα τραγούδια πρωτοερμήνευσαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα.
Για άλλες πληροφορίες δες: Μίκης Θεοδωράκης, «Μελοποιημένη Ποίηση» εκδόσεις Ύψιλον, τόμος Α, σελίδες 50-51. Επίσης έγραψε τους στίχους για τον κύκλο Μαρία Φαραντούρη 1964, «Πήρα τους δρόμους του Ουρανού» σελίδα 131, γράφει ακόμα τους στίχους δύο τραγουδιών για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Της Εξορίας» 1976, «Μου μιλάτε για κείνον» 1975, και «Ερωτικό γράμμα»(Μη χάνεις το θάρρος σου) 1975, σελίδα 275. Ακόμα, θα γράψει 18 τραγούδια για την μουσική σύνθεση του Μίκη με τίτλο «Τα Λυρικά» 1976, σελίδες 278-281. Θα γράψει το τραγούδι «Τα νεαρά ζευγάρια» για την σύνθεση «Οκτώβρης ‘78», σελίδα 285. Στην σελίδα 430 του βιβλίου των εκδόσεων Ύψιλον, υπάρχει σύντομο βιογραφικό του ποιητή, με ηλικία γέννησης το 1921. Στον δεύτερο επίσης τόμο «Συμφωνικά-Μετασυμφωνικά-Ορατόρια», σελίδες 289-292, συναντάμε 11 στιχουργικά κομμάτια για το έργο «Λειτουργία Νούμερο 2»(Τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο)1982. Ο μουσικοσυνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου θα γράψει το Ορατόριο «Σκοτεινή Πράξη» 1997 σε ποίηση του Λειβαδίτη, το έργο είχε παρουσιαστεί τον Απρίλιο του 1994 από την Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, στο Μέγαρο Μουσικής, και ένα χρόνο μετά, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Δες: Λιάνα Μαλανδρενιώτη εφημερίδα «Η Εποχή» Κυριακή 13/7/1997. Ακόμα, ο συνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης, θα γράψει σε ποίησή του το έργο «Φυσάει» με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και με την συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Δες σχετικά: εφημερίδα «Το Βήμα» 15/5/1994, Πάνος Γεραμάνης εφημερίδα «Τα Νέα» 15/9/1993, και Λάμπρος Λιάβας εφημερίδα Ελευθεροτυπία 16/2/1994.
Στις 19/4/2002 στο Θέατρο «Διθύραμβος» ανέβηκε η παράσταση «Αργοπορημένες Αμοιβές» βασισμένη σε ποιητικά κείμενα του ποιητή, σύνθεση κειμένων, σκηνοθεσία και σκηνικά του Μίλτου Παύλου, διδασκαλία των κειμένων του Μιχάλη Ζωγραφίδη, ερμηνεύτρια Έφη Νιχωρίδη.
Ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, εκτός από τα παραπάνω περιοδικά που αναφέραμε, υπάρχουν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» όπου συναντάμε και τα περισσότερα: τχ. 25/4,1959, σελίδες 172-176, δημοσιεύονται τα «Δεκατρία ποιήματα», στο τεύχος 86/2,1962 σελίδες 165-172 δημοσιεύονται τα «Δεκαπέντε ποιήματα», στο τεύχος 100/4,1963 σελίδες 282-289 η «25η  ραψωδία της Οδύσσειας», στο τεύχος 84/12, 1961 σελίδες 608-611 παρουσιάζεται το μελέτημά του «Ποίηση και κοινό»(Σημειώσεις από μια περιοδεία), στο τεύχος 105/9, 1963 σελίδες 269-284 δημοσιεύονται οι συγκλονιστικές και συνταρακτικές μαρτυρίες φυλακισμένων στο «Προσκυνούμεν σου τα πάθη»- γράμματα σε φυλακισμένους, 27 γράμματα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας,(δύο από τον Πειραιά). Στο τεύχος 117/9,1964 συναντάμε μια διπλή παρουσία του, σελίδες 144-156, Αποσπάσματα (ανέκδοτη ποιητική σύνθεση με δομή θεατρικού έργου), και σελίδες 218-220 βιβλιοκριτική για το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου «Μαρτυρίες» με τον τίτλο «Οι Μαρτυρίες μιας άγρυπνης συνείδησης». Στο τεύχος 14/9,1966 σελίδες 132-136 το κείμενό του Ένα θέμα για διερεύνηση-«Η Ποίηση της Ήττας»-σαν συνέχεια της συζήτησης που είχε ανοίξει το κείμενο του Βύρων Λεοντάρη σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού-και σελίδα 137-141 τα «Δέκα Ποιήματα». Στο τεύχος 143-144/11,12,1966 σελίδες 489-490 παρατίθεται η άποψή του στην ερώτηση του περιοδικού «Οι πνευματικοί άνθρωποι της αριστεράς μιλούν για την εθνική κρίση και για το χρέος τους στον τόπο». Και στο τεύχος 82/10,1961 σελίδες 359-360 έχουμε τις θέσεις των σεναριογράφων «Πως δουλέψαμε για την ταινία-Συνοικία το όνειρο» του Κώστα Κοτζιά και του Τάσου Λειβαδίτη. Γνωρίζουμε ακόμα ότι στο βραχύβιο περιοδικό «Θεμέλιο» δύο τεύχη το 1947, ο Τάσος Λειβαδίτης μεταφράζει τον «Επιτάφιο» του Γάλλου Loys Masson (η πληροφορία από τον ιστορικό της Λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου).
Στο περιοδικό «Σχεδία», τεύχος 2/15-3-1989, σελίδα 1.
Στο περιοδικό «Αντί», τεύχος 59/27-11-1976 σελίδες 36-37.
Στο περιοδικό «Ομπρέλα» τεύχος 9/9,1990 σελίδες 29-30, και τεύχος 15/11,1991 σ. 58, και τεύχος 23-24/4,1994 σελίδες 28-29 και αλλού.
Το σύνολο ποιητικό του έργο, εκτός εκείνων των ποιητικών συνθέσεων που δεν συμπεριέλαβε τις συλλογές του, εκδόθηκε σε 19 αυτόνομες συλλογές.
Το 1965 κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος 430 σελίδων, με τον τίτλο «Ποίηση(1949-1965)».
Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» κυκλοφόρησαν 3 τόμοι με τα ποιητικά του Άπαντα του ποιητή,
Τόμος Α1950-1966, τόμος Β 1972-1977, τόμος Γ 1979-1987.
Το 1966, ένα χρόνο πριν την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το Εκκρεμές» που περιλαμβάνει εννέα διηγήματά του.
Μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» 1990.
Το 1997, εκδίδεται η συλλογή με τίτλο «Απάνθισμα» που είναι ερανίσματα στίχων του από το έργο του, την επιλογή για την έκδοση αυτή έκανε ο δημοσιογράφος Γιώργος Δουατζής.
Το διήμερο 16 και 17 Σεπτεμβρίου του 1989, πραγματοποιήθηκε στα Γιάννενα Συμπόσιο στην μνήμη του ποιητή από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννίνων και τον τομέα ΜΝΕΦ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα παραπάνω βιβλία εκδόθηκαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε μέρος(επιλογή) των μεταδικτατορικών του βιβλιοκρισιών στην εφημερίδα «Η Αυγή» με τον τίτλο «Έλληνες Ποιητές» με πρόλογο του ποιητή Τίτου Πατρίκιου και επιλογή κειμένων και επίλογο του ποιητή και επιμελητή εκδόσεων, και συνεκδότη τον συγγραφέα Θανάση Θ. Νιάρχο. Το βιβλίο περιλαμβάνει 74 κριτικές παρουσιάσεις ποιητικών βιβλίων, αντρών και γυναικών από διάφορες γενιές, ιδιαίτερα από την γενιά του 1970. Πράγμα, που μας φανερώνει ότι ο ποιητής και κριτικός Τάσος Λειβαδίτης δεν φοβήθηκε να συνομιλήσει και να γνωρίσει τις δημιουργίες άλλων δημιουργών, και γιατί όχι, να αποδεχθεί με τον τρόπο του, τις νεότερες ποιητικές φωνές και να τις παρουσιάσει στο ευρύ κοινό. Και στο βιβλίο αυτό, όπως και σκόρπια μέσα στο σύνολο έργο του, ο ποιητής καταθέτει τις απόψεις του για την Τέχνη, ειδικότερα τι είναι Ποίηση, πως γράφεται και ποια η λειτουργία της, θέσεις και απόψεις που με ποιητικό τρόπο, εκφράζει και μέσα στην ποιητική του δημιουργία, που, η λέξη Ποιητής και Ποίηση, αναφέρεται πάμπολλες φορές. Οι κρίσεις του, που διατυπώνονται με περισσή ευγένεια, δεν είναι πάντοτε θετικές, δείχνουν όμως, πως ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης παρακολουθούσε την ποιητική πορεία των ποιητών, και μελετούσε το προηγούμενο δημοσιευμένο έργο τους, πριν ασχοληθεί μαζί τους, στα μικρής αλλά καίριας παρέμβασης, κριτικής του κατάθεσης. Γνωρίζουμε ακόμα, ότι μελετούσε ξένους δημιουργούς, που αρκετά συχνά, θέσεις και απόψεις τους παρουσιάζονται εμβόλιμα στους στίχους του, αλλά, και στην υποστήριξη και εδραίωση των δικών του κριτικών προτάσεων. Ευτύχημα θα αποτελέσει, η συγκέντρωση, η επεξεργασία και η έκδοση και των υπολοίπων δημοσιευμένων κριτικών του και των μικρών του σκόρπιων σε εφημερίδες μελετημάτων, ώστε να έχουμε, μια πλήρη εικόνα της συνολικής του παρουσίας. Ανέκδοτο και αχαρτογράφητο είναι ακόμα, το μεταφραστικό του έργο που πραγματοποίησε ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους.
    Λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και εφημερίδες, από όσο γνωρίζω από την έρευνα, τρία μόνο του έχουν αφιερώσει το τεύχος τους.
Το περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 228/13-12-1989, με εξαίρετες συνεργασίες των: Γιάννη Κουβαρά συγγραφέα και φιλόλογου και μελετητή του έργου του Λειβαδίτη, του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, του καθηγητή πανεπιστημίου και δοκιμιογράφου Ερατοσθένη Καψωμένου, της συγγραφέως Δώρας Μεντή, του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου, της Α. Γκότοβου, του κριτικού Αλέξη Ζήρα, του μελετητή Απόστολου Μπενάτση, του δοκιμιογράφου Γιώργου Κεντρωτή, της φιλολόγου και δοκιμιογράφου Αλεξάνδρας Μπουφέα, της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου. Πολλά, από τα δημοσιευμένα κείμενα, είναι από το Συνέδριο που έγινε στα Ιωάννινα, από το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον ποιητή. Την επιμέλεια του πολυσέλιδου αφιερώματος,(σελίδες 19-91) είχε ο εκδότης του περιοδικού Γιώργος Γαλάντης.
Το περιοδικό «η λέξη» τεύχος 130/11,12,1995 του αφιερώνει τις σελίδες του,(705-853) με σημαντικούς συγγραφείς του καιρού μας, να γράφουν για τον ποιητή, όπως: ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος (γράμμα), ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο ιστορικός και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου, ο φιλόλογος και θεατρικός κριτικός, συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, η δοκιμιογράφος και μεταφράστρια Σόνια Ιλίνσκαγια, ο κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής, η πεζογράφος Μάρω Δούκα, ο συγγραφέας Απόστολος Μπενάτσης, η δικαστικός και Πειραιώτισσα ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη, ο εκδότης και συγγραφέας Μάριος Μαρκίδης, ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης, ο συγγραφέας Τάκης Μενδράκος, ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος(γράμμα), η συγγραφέας Βερονίκη Δαλακούρα, ο φιλόλογος και δοκιμιογράφος Γιάννης Κουβαράς, η σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γ. Παπαντωνάκης, η ποιήτρια Εύα Μυλωνά, και ο συνεκδότης του περιοδικού συγγραφέας, Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Το ένθετο περιοδικό της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη» τεύχος 353/15-4-2005, με κείμενα των: Αλέξη Ζήρα κριτικού, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου κριτικού, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου κριτικού, σελίδες 16 έως 22.
Επίσης, η εφημερίδα της αριστεράς «Η Κυριακάτικη Αυγή» της 10 Νοεμβρίου 1996, σελίδες 34-37, με τις συνεργασίες των: Αθηνά Καλοκύρη, που είχε και την επιμέλεια του αφιερώματος, και των Ν. Δρέττα, Χατζηγιάννη, και του Πειραιώτη δοκιμιογράφου Δημήτρη Ραυτόπουλου.
Το περιοδικό «Νεοελληνική Παιδεία» τεύχος 16/ του 1989.
     Το 1991, από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα» κυκλοφόρησε το βιβλίο-διδακτορική διατριβή-του Απόστολου Μπενάτση, «Η Ποιητική Μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη», με πρόλογο του καθηγητή Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου. Μια μελέτη 385 σελίδων, που χρησιμοποιώντας το κλειδί της «δομικής σημαντικής» προσπαθεί να ανακαλύψει την κρυμμένη ιδεολογία του ποιητή.
     Το 2012, από τις γνωστές εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφορεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη πολυσέλιδη εργασία, σελίδες 380, της φιλολόγου, καθηγήτριας και δοκιμιογράφου, Έλλη Φιλοκύπρου με τίτλο «Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας»-η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη. Το βιβλίο μετά την εισαγωγή, χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια, με τίτλους, που ερανίζεται από ποιήματα του ίδιου του ποιητή:
1. «Πόσο λίγο βρίσκεται κανείς μες στη ζωή του…», 2. «Πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα», 3. «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει», 4. «Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις», 5. «Αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουνε συμβεί», 6. «Άρρωστος για Θεό», 7. «Μόνον όποιος φεύγει ξαναβρήκε την πατρίδα», 8. «Θα έσωζα την ανθρωπότητα, αλλά πως;», 9. «Και τι ξέρουμε εμείς από τραγούδι;».
όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο, η εργασία αυτή: «Συνδυάζοντας τη διεργασία των συγκλονιστικών βιωμάτων της γενιάς του με έναν συνολικότερο υπαρξιακό προβληματισμό, ο Τάσος Λειβαδίτης αποτυπώνει στην ποίησή του την περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου, την απώλεια της συλλογικής και της ατομικής ταυτότητας, την αίσθηση της διάψευσης και της ήττας, την αιχμαλωσία σε μια ζωή ερήμην. Αλλά και τη συμφιλίωση με το παράλογο, τον αναπροσδιορισμό του εαυτού, την ανεύρεση ενός προορισμού μέσα στις συνεχείς παραπλανήσεις. Η ποίηση δεν καταγράφει απλώς αυτήν την περιπέτεια, τη βαθαίνει και την ανατροφοδοτεί συμπλέκοντας τον εξομολογητικό λόγο με την αποσιώπηση, την απελπισία με την ελπίδα, τη βίωση της ενοχής με την επίγνωση της αθωότητας.
Μελετώντας το έργο του Λειβαδίτη ο αναγνώστης ανακαλύπτει μια οικεία πραγματικότητα, υπονομευμένη, διάτρητη, συγκροτημένη από αντιφάσεις μιας πραγματικότητα που, κυριαρχημένη από την καταλυτική παρουσία του απέραντου και του ανεκπλήρωτου, προσφέρει την εμπειρία της υπαρξιακής ακεραίωσης, έναν κόσμο που μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».    
    Το 2013, από τις εκδόσεις «Μετρονόμος», κυκλοφόρησε το βιβλίο, «Τάσος Λειβαδίτης»-Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι. Που περιλαμβάνει τους μελοποιημένους στίχους του ποιητή. Το 182 σελίδων αυτό μελέτημα, την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Σπύρος Αραβανής και ο Θανάσης Συλιβός, που γράφει και τον μονοσέλιδο πρόλογο. Για το στιχουργικό και εν γένει ποιητικό έργο του ποιητή, γράφουν σημαντικοί άνθρωποι της τέχνης, όπως: Σπύρος Αραβανής: «ο μελοποιημένος λόγος του Τ. Λειβαδίτη», ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης: «Πως μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Τ. Λ», του συγγραφέα Φώντα Λάδη: «Στη Δραπετσώνα», του Σταύρου Καρτσωνάκη: «Σκέψεις για τον ποιητή Τ. Λ. και την ιστορική συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη, του τραγουδιστή Πέτρου Πανδή: «Τα Λυρικά, ο αγαπημένος κύκλος των τραγουδιών», του μουσικοσυνθέτη Μίμη Πλέσσα: «Τραγούδι σαν το Μοιρολόι δεν γράφεται», του Γιώργου Μιχαλόπουλου: «για το Φυσάει και τον Τ. Λ», ο Μιχάλης Γελασάκης: «Φυσάει. Ο υποπνέων και θυελλώδης Τ. Λ.», Πέτρος Τσώνης: «η αγάπη του Γιώργου Τσαγκάρη για τον Τ. Λ.», ο Μιχάλης Γρηγορίου γράφει το «Βαθύς στοχασμός, σοφία και τρυφερότητα», ο Λίνος Ιωαννίδης, γράφει «η μουσική στην ποίηση του Τ. Λ.». και για τον Τάσο Λειβαδίτη γράφουν μελέτες οι: Γιώργος Δουατζής συγγραφέας και δημοσιογράφος, «Τ. Λ. Είκοσι πέντε χρόνια μετά», ο ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει το κείμενο «ο άνθρωπος Τ. Λ.», ο κριτικός και ποιητής Γιάννης Κουβαράς γράφει το κείμενο: «ο στιχουργός και ο ποιητής», ο δοκιμιογράφος Απόστολος Μπενάτσης γράφει: «Λειβαδίτης και μουσική», και ο Γιάννης Βάγιας, γράφει το κείμενο: «Ο αξέχαστος φίλος μου Τάσος Λειβαδίτης». Υπάρχει επίσης, και η Δισκογραφία του ποιητή.  
    Το 2014, η πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή» εξέδωσε μια ενδιαφέρουσα σειρά γνωριμίας μας, με τους Έλληνες Ποιητές, ένας από τους τόμους, ήταν αφιερωμένος στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Ο τίτλος του 120 σελίδων βιβλίου, που περιέχει και cd, έχει τίτλο «Τάσος Λειβαδίτης» «Ο Κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…»-Εργογραφία-Ανθολογία-Απαγγελία. Την εξαιρετική αυτή εκδοτική προσπάθεια για τον ποιητή, και την εκτενέστατη εισαγωγή με τίτλο «Ο Ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης, της Ουτοπίας και της Ανθισμένης Ματαιότητας» είχε ο έγκυρος και συστηματικός μελετητής του έργου του, φιλόλογος και κριτικός Γιάννης Κουβαράς, που μας έχει δώσει και άλλες πολύτιμες μελέτες για τον Τάσο Λειβαδίτη, επίσης, την Ανθολόγηση ποιημάτων του Λειβαδίτη, είχε ο Γιάννης Κουβαράς και η φιλόλογος και δοκιμιογράφος Αλεξάνδρα Μπουφέα.
     Εδώ αντιγράφω το πρώτο μέρος της μελέτης μου για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη-«Μια διαρκής συνομιλία για τους κεκοιμημένους», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός» τεύχος 140/4,6, 2008, σελίδες 67-94. Στο δεύτερο μέρος, θα καταγράψω την βιβλιογραφία για τον ποιητή που σύναξα σαν συνέχεια της μελέτης στο ίδιο περιοδικό.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο, 6 Ιουνίου 2015.