ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Μια
διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους
Μέρος Α
Ανατρέχοντας την ελληνική ιστορία με θλίψη
διαπιστώνουμε, ότι υπήρξαν ήρωες, οι λεγόμενοι «μίνορες», που αγνοήθηκαν ή
σκεπάσθηκαν από την σκόνη της ιστορίας οι οποίοι όμως συνεισέφεραν στο
κοινωνικό σώμα με την προσωπική τους θυσία και τον ατομικό τους αγώνα αν όχι
περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου, με τις άλλες προσωπικότητες τις ένδοξες, τις
πολυφημισμένες, τις χιλιοτραγουδισμένες από τους κατοπινούς ιστορικούς. Τις
ατομικότητες εκείνες που ο βίος τους, τα ηρωικά τους ανδραγαθήματα, το
δημιουργικό τους έργο, έγιναν θρύλος εθνικός, παραμύθι δοξαστικό, παράδειγμα
διδαχής στην κοινωνική συνείδηση του κόσμου, ζωντανές παρουσίες μέσα στο
κοινωνικό σώμα, και οι οποίες μνημονεύονται ακόμα με τιμή και υπερηφάνεια καθώς
αποτελούν την Εθνική δαφνοστεφανωμένη ηρωική πινακοθήκη του λαού μας.
Παραγνωρίζοντας εμείς οι κατοπινοί θεατές των ιστορικών συμβάντων, ότι, πριν
από τον παππού μας τον Όμηρο υπήρξαν δεκάδες ανώνυμοι σε μας αοιδοί, ότι η γη
της Ιωνίας έθρεψε εξίσου δυνατά και πολυμήχανα μυαλά πριν από τον Αθηναίο
Αριστοκλή, τον κράτιστο Πλάτωνα. Ότι εκτός από τους «τοπ-καταναλωτικά»
θαυματοποιούς αγίους, ο συναξαριστής της εκκλησίας αναφέρει χιλιάδες πρόσωπα
που θυσιάστηκαν για το όποιο πιστεύω τους, για τα προσωπικά τους θρησκευτικά
οράματα. Ότι το αμαρτωλό Βυζάντιο, δεν το κυβερνούσαν μόνο μαφιόζικες
χριστιανικές υπάρξεις και διεφθαρμένοι αυτοκράτορες πολιτικοί, αλλά και
πνευματικά υγιείς ανθρώπινες μονάδες, ότι στην επανάσταση του 1821
αναγνωρίζουμε ένα ανώνυμο πάνθεο από χιλιάδες άτομα, τους λεγόμενους αφανείς
ήρωες, που η ιστορία ούτε στα ψηλά γράμματα δεν τους αναφέρει, ούτε καν στις
σημειώσεις της δεν σχολιάζει τα ηρωικά τους κατορθώματα, τις πολιτικές τους
αρετές, τους στρατιωτικούς τους ευφυής σχεδιασμούς, την ατομική τους
αυταπάρνηση. Αλήθεια, ποιος γνωρίζει ότι ο ήρωας Νικηταράς ο επονομαζόμενος και
Τουρκοφάγος, πέθανε πάμπτωχος και ζητιάνος στον Πειραία; Ο Πιπίνος παραδείγματος
χάριν που πυρπόλησε την Τούρκικη ναυαρχίδα χάνεται μπροστά στο μεγαλείο του
Κωνσταντίνου Κανάρη, παραμένει ένας μικρός δευτερεύον ήρωας στη σκιά ενός
μεγάλου. Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση συναντάμε και στα μετέπειτα ιστορικά
χρόνια. Δεν είναι ίσως τυχαία η φήμη και η αναγνωρισιμότητα του περιοδικού «Ο
Μικρός ήρωας».
Το ίδιο μπορούμε να αναφέρουμε με αρκετή
ευκολία και στο σύνολο χώρο της Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας. Η προσεκτική
ανάγνωση των Ιστοριών της Ελληνικής Λογοτεχνίας, θα μας κάνει να διαπιστώσουμε
πέρα από τις παραλήψεις σκόπιμες ή μη, τις αδικαιολόγητες μονομέρειες, τις συγγραφικές
πολιτικών χρωματισμών σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αποσιωπήσεις, τις ταξικές
υπερτονίσεις εκείθεν κακείθεν, ή ακόμα και τις σε προσωπικό επίπεδο αρνητικές
κρίσεις, όσο, και το μεγάλο χάσμα μνημόνευσης και αναφοράς που υπάρχει ανάμεσα
στους λεγόμενους ελάσσονες και μείζονες συγγραφείς. Ένα χάσμα, που δυστυχώς ο
συγγραφικός ιστορικός σεισμός δεν το γεμίζει με άνθη. Στην Ελλάδα, και ίσως να
λαθεύω, υπάρχει μια ιστορική παράδοση να επιλέγουμε και να προβάλουμε τους
δικούς μας μύθους, σε όλους γενικά τους χώρους σε αντιδιαστολή με αυτούς των
άλλων. Όχι σε σχέση μόνο με τις αλλόγλωσσες ξένες πνευματικές παραδόσεις, όσο
μέσα στον ίδιο τον καλλιτεχνικό μας χώρο. Υπάρχει η τάση να επιδιώκουμε να
οικοδομήσουμε τους δικούς μας άξονες αναφοράς, για να αντιπαραβληθούμε με την
άλλη ομάδα, το άλλο περιοδικό, της άλλης Ιστορίας της Λογοτεχνίας, του διπλανού
πνευματικού στρατοπέδου, του άλλου φιλολογικού σωματείου ή ακόμα και σχολής.
Και ιστορία φτιάχνουν οι παρέες, για να θυμηθούμε και τον εθνικό μας
τραγουδοποιό, τον Διονύση Σαββόπουλο, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την
διαχρονική συνέχεια της παράδοσης που και εμείς, όπως και οι άλλοι, αποτελούμε
μέρος της και ο καθένας από το δικό του προσωπικό μετερίζι ανάλογα με τις
δυνάμεις και τις δυνατότητές του προσφέρει στο κοινό καλό. Ανάβει την φωτιά του
βωμού της κοινής μας Εστίας.
Και ίσως πέρα από τα χρησιμότατα βιογραφικά
λεξικά ή άλλου είδους εγκυκλοπαιδικά μελετήματα, τα απαραίτητα στην έρευνά μας
για την φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού χώρου, αξίζει να επαναγραφεί μια Ιστορία
της Ελληνικής Λογοτεχνίας, με την εγκυρότητα αλλά όχι την «ακαδημαϊκή» μάλλον
ματιά του δασκάλου μας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, την οργάνωση αλλά όχι «πανεπιστημιακής»
υφής ίσως ελλειπτικότητα του σημαντικού ιστορικού Λίνου Πολίτη, την ευρύτερη
ματιά αλλά όχι τις «μεροληπτικές» ιδεολογικές θέσεις του ξεχασμένου μάλλον
Νίκου Παππά, την επιστημονική καταγραφή και πλέρια αναφορά αλλά ξεπερασμένη
μάλλον σήμερα από τις ιστορικές συνθήκες ιστορία του Ιστορικού της αριστεράς
Γιάννη Κορδάτου,(του πρώτου που έχει ξεχωριστό κεφάλαιο για την γυναικεία
πνευματική παρουσία), την κοινωνιολογική και ευρύτερης ερμηνείας, αλλά κάπως
βιβλιογραφικά «επισφαλή» ματιά του ΔημήτρηΤσάκωνα, ή την διαμερισματοποιημένη
σε περιόδους ματιά, του άδοξου από άστοχες πολιτικές επιλογές Φαίδωνος
Μπουμπουλίδη. Για να αναφερθώ ενδεικτικά σε ατομικές Ιστορίες Λογοτεχνίας που
σημάδεψαν τη εποχή μας. Και φυσικά, χωρίς να παραγνωρίζω την σημαντική προσφορά
της Ιστορίας του Μάριο Βίττι, που φτάνει ως τις μέρες μας, αλλά με αρκετά
«κραυγαλέα» κενά. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία του Ρόμπερτ Μπήτον που
εστιάζεται περισσότερο στην πεζογραφία, και ασφαλώς χωρίς να λησμονήσουμε την
ευρυχωρία της Εγκυκλοπαίδειας-Ιστορίας του Χάρη Πάτση, την επιστημονικά ακριβή
αλλά όχι αναλυτική μια και είναι «Εισαγωγή» του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, αυτήν
του θεματικού σπασίματος (Ποίηση-Πεζογραφία) του Μιχάλη Μερακλή, και ίσως κάπως
πέραν των ορίων «λαίκόμορφη» ματιά του Αλέκου Κουτσούκαλη (η οποία επίσης έχει
κεφάλαιο για την γυναικεία παρουσία), και την σίγουρα πιο χρηστική και
αποδελτιωτική ματιά λογοτεχνικής ανθρωπογεωγραφίας του Αλέξανδρου Αργυρίου και
διαφόρων άλλων. Για να μην αν αναφερθώ σε όλες, μια και υπάρχουν πάνω από
τριάντα Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ιστορίες που παρότι δεν
αντιμάχονται η μία την άλλη, αν δεν λαθεύω, νομίζω ότι η κάθε μία ξεχωριστά δεν
συμπληρώνουν τα μεγάλα κενά που έχουμε στην αποδελτίωση και καταγραφή της
Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας, αλλά, λειτουργούν συμπληρωματικά ορισμένες
φορές κάτω από την πίεση άλλων ιστορικών, πολιτικών, ιδεολογικών,
εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακών ή και εκδοτικών αναγκών, που δυσκολεύουν την
συνεξέταση του ιστορικού υλικού, μια και δεν έχουμε ακόμα και σήμερα μια
ολοκληρωμένη πρόταση και συνολική αποδελτίωση των διάσπαρτων ανά την Ελλάδα
λογοτεχνικών και άλλων περιοδικών, των εφημερίδων, των περιοδικών εντύπων, και
μια συγκεντρωτική εργογραφία ή και χρονολογική θεματογραφία του συνόλου των
έργων των Ελλήνων δημιουργών, αν δεχτούμε σαν αρχή τα Ακριτικά Έπη. Σκόπιμα δε
ν μνημόνευσα τις σειρές των εκδόσεων Σοκόλη, διότι εμπίπτει σε άλλου είδους,
συλλογικού ερευνητικού ενδιαφέροντος αναζητήσεις.
Τα αναφέρω αυτά, όχι τυχαία, για να
επισημάνω τα μεγάλα κενά που συναντάμε καθώς φιλοδοξούμε να καταγράψουμε την
παρουσία και να επανεξετάσουμε την συγγραφική πορεία πολλών αξιόλογων
λογοτεχνικών φωνών, οι οποίες έμειναν στην αφάνεια ή δεν αναφέρθηκαν όσο θα
έπρεπε ή απαξιώθηκε η παρουσία τους από τους μελετητές, και ακόμα ίσως, άλλες
σίγουρα σκοπιμότητες να οδήγησαν στην αποσιώπηση του έργου τους και της
σημασίας της προσφοράς του. Αλλά για να είμαστε και δίκαιοι με τους ιστορικούς
της λογοτεχνίας, «Ποία δόξα έστηκεν επι γης αμετάθετος».
Και ένας τέτοιου είδους, μάλλον μέχρι
πρόσφατα λησμονημένος ποιητής, υπήρξε ο Τάσος Λειβαδίτης. (Και μιλώ για τις
ελάχιστες αυτοτελείς εργασίες που έχουν δημοσιευτεί-σε σχέση με το πληθωρικό
του έργο-τις μετρημένες στα δάχτυλα διατριβές κ.λ.π.). Τον ποιητή που τον
συνδέουν μόνο με τη γενιά της ήττας, στην οποία ανήκουν ο «αιρετικός» Άρης
Αλεξάνδρου σημαντικός ποιητής, ο Τίτος Πατρίκιος με αξιόλογη και πολύπλευρη
δημιουργική παρουσία, ο Θεσσαλονικιός Μανόλης Αναγνωστάκης με το δικό του
ξεχωριστό πολιτικό στίγμα και πνευματικό ύψος, ο Τάκης Σινόπουλος ο πιο
Σεφερογενής της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, ο ανεξερεύνητος ακόμα Νίκος
Καρούζος, ο γλωσσικά άρτιος Σταύρος Βαβούρης, ο παραγνωρισμένος Μηνάς Δημάκης,
ο επίσης λησμονημένος Άθως Δημουλάς, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος που διασώθηκε περισσότερο
σαν κριτικός και μελετητής, ο πιο σαλός από όλους Μιχάλης Κατσαρός με την τρελή
ελευθερία του, ο πρόσφατα χαμένος ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας και άλλοι
σημαντικοί δημιουργοί της γενιάς του Τάσου Λειβαδίτη. Μια γενιά που άφησε τα
ίχνη της από πολύ νωρίς στο λογοτεχνικό χώρο, και σίγουρα, πιο τυραννημένη,
απελπισμένη και απαισιόδοξη από την γενιά του 1930. Μια γενιά που τα όνειρά της
ανθοφόρησαν μέσα στα στρατόπεδα και τις φυλακές. Οι ποιητές-οι από την εφηβεία
τους χάνοντας το είδος της μορφής των-ή ορθότερα η ποίηση του στρατοπέδου, όπως
αναφέρεται από τους μελετητές της περιόδου εκείνης, ανέδειξε σημαντικά ποιητικά
ονόματα και γέννησε μεγάλου διαμετρήματος ποιητικές δημιουργίες, μια και η
φρικτή και θανατερή ιστορική πραγματικότητα και τα διάφορα και πολύμορφα
κοινωνικά αδιέξοδα ήταν εκείνα που τροφοδότησαν το έργο των δημιουργών αυτών. Ο
Πόλεμος και η Κατοχή για τους δημιουργούς αυτής της γενιάς, υπήρξε ο μοναδικός
και κύριος ιστορικός συμπλέκτης αναφοράς που συνέδεσε τα διάφορα στάδια της
ατομικής τους καρτερικής πορείας. Ωρίμασαν μέσα στις κακουχίες, στερέωσαν την
προσωπική αξιοπρέπειά τους μετρώντας τις συμφορές τους, ανδρώθηκαν με υψηλό
φρόνημα από το αποθησαύρισμα τόσων οικειωμένων μαρτυριών. Η αιματοβαμμένη
οδοιπορία της πατρίδας τους έγινε οδοιπορικό της ίδιας τους της ύπαρξης, όμως
στον χώρο της Ποίησης, πρυτάνευσε μια καταλυτική παρουσία που προέρχονταν από
προηγούμενη γενιά, και σκίασε κατά κάποιον τρόπο, πολλές από τις φωνές της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, ή τις επικάλυψε με τον μεγαλόπρεπο επαναστατικό της
οίστρο, την καθολική αγωνία της ανθρώπινης εξέγερσης και αναζήτησης ενός
καλύτερου αύριο. Η επιβλητική, αξεπέραστη, σημαντική, τροφοδότρια φωνή του
ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Το πληθωρικό μέχρι κοπώσεως έργο του, η δυναμική και
παθιασμένη ατομική του παρουσία, η σταθερή και συνεπής πολιτική του επιλογή, η
στράτευσή του στην αριστερή-κομμουνιστική πλευρά του φεγγαριού, η μαρτυρική και
γεμάτη δυσκολίες διαρκής προσωπική του πορεία, οι κατά μεγάλα χρονικά
διαστήματα εξορίες του, επέδρασαν «ανταποδοτικά» στη διάδοση του πολύμορφου και
ορισμένες φορές-ελάχιστες-άνισου ογκώδες έργου του. Ο Γιάννης Ρίτσος, κατά
κάποιον τρόπο, δεν υπήρξε μόνον ο δάσκαλος των αγωνιστών ποιητών αυτής της
γενιάς, και, ασφαλώς των νεότερων-αν και δεν είναι τόσο εύκολο να κοινωνήσουμε
με τα ιστορικά βιώματα της εποχής εκείνης-αλλά και η μεγάλη ιδεολογική
σημαδούρα που πάνω της, προσέκρουσαν όλες οι θαρραλέες ποιητικές φωνές, οι
κελαρίζουσες την ανθρώπινη αγωνία. Η προσκόλλησή του σε έναν συγκεκριμένο
πολιτικά χώρο, που δικαίως την περίοδο εκείνη συνδέθηκε μαζί του, του πρόσφερε
μια άλλη αίγλη κάπως δυσανάλογη από άλλους ομοϊδεάτες του δημιουργούς, που
συμπορεύονταν με τον χώρο αυτόν. Ακολούθησε την χορεία των φυλακισμένων, των
κατατρεγμών κοινωνικά, των καταπιεσμένων πολιτικά, των εξόριστων για τα
πολιτικά τους φρονήματα, των βασανισμένων από τις νικήτριες πολιτικές δυνάμεις,
των δολοφονημένων από τους νικητές του εμφύλιου σπαραγμού, με δυό λόγια, των
αγωνιστών και πατριωτών εκείνης της ιδεολογικής παράταξης, που εξήλθαν ηττημένοι
από τον εμφύλιο σπαραγμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενός εμφύλιου
αδελφοκτόνου πολέμου, που λανθασμένες εσωτερικές πολιτικές τακτικές, ξένοι
πολιτικοί παράγοντες υπέθαλψαν για δικά τους συμφέροντα, με αποτέλεσμα, την
συμφορά και το αιματοκύλισμα του Ελληνικού λαού στο σύνολό του, για μεγάλο και
παρατεταμένο χρονικό διάστημα σε όλο το γεωγραφικό σώμα της ελληνικής
επικράτειας. Και δυστυχώς, η εμφύλια αυτή διχοστασία που συνεχίστηκε και στα
κατοπινά πέτρινα χρόνια, με προβλέψιμες επακόλουθες διαστάσεις, μια και η
ιστορία αποδεικνύει, ότι, ο νικητής πάντοτε φέρεται εχθρικά και απάνθρωπα στον
νικημένο. Σταθερά και μεθοδευμένα προβάλλει την δική του ισχύ, πάνω στο ψυχικό
πτώμα και πνευματική εκμηδένιση του αντιπάλου, και ιδιαίτερα, με μεγαλύτερη
σκληρότητα, όταν ο πόλεμος είναι αδελφοκτόνος. Και καθώς αιμορροούσε η
διαλυμένη παράταξη, και οι πληγές δεν ήθελαν να κλείσουν, η αριστερά
εφαρμόζοντας τις πολιτικά προσωποπαγείς επιλογές της, και έναν εξωστικό
ιδεολογικό λόγο, κατά κάποιον τρόπο επανεξόρισε τα άτομα και τους δημιουργούς
εκείνους που δεν υπάκουσαν τυφλά στην δική τους ιδεολογική πρόσκληση. Εφάρμοσε
μια εσωτερική εξορία για τους δημιουργούς εκείνους, που μεταγενέστερα, δεν
αποδέχθηκαν τα θέσφατα της πολιτικής προπαγάνδας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος
χρησιμοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως ο κορυφαίος ενός αδικαίωτου δραματικού
χοροδράματος, διατηρώντας την παρουσία του με καθαρά προπαγανδιστικούς για τον
κομματικό χώρο όρους. Το συνολικό έργο του, που ελάχιστοι σύντροφοί του το
έχουν διαβάσει στο σύνολό του, υπήρξε και ακόμα είναι η παραστιά της
αγωνιστικής τους παραμυθίας. Και σίγουρα, ο ποιητής-δάσκαλος Γιάννης Ρίτσος,
έχασε από την προσκόλληση αυτή, μέλη της δημιουργικής του αυτοτέλειας, το έργο
του, άξιζε και εξακολουθεί να θέλγει, πέρα από την αφομοιωτική στράτευση των
εκάστοτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι μεγάλος, γιατί είναι
Ποιητής, και όχι γιατί ένας οποιοσδήποτε κομματικός χώρος τον χρησιμοποίησε με
την συγκατάθεσή του, για πέραν της Τέχνης σκοπούς. Η προβολή του, σε έναν
σπαρασσόμενο ακόμα κόσμο, και μετά το χρονολογικό τέλος της εμφύλιας διαμάχης, οδήγησε
σε δεύτερη μοίρα την αξιολόγηση και πριμοδότηση των άλλων φωνών, που και αυτές,
στον δικό τους χώρο συνέδεσαν την πνευματική τους δημιουργία με τους αγώνες και
τις θυσίες του λαού κατά την διάρκεια της ξενόδουλης Κατοχής και μεταγενέστερα.
Οι σημαντικές αυτές ποιητικά δραστήριες μονάδες, που συνδέθηκαν με χαλαρό, ή
στερεότερο παραστατικό τρόπο με τους αγώνες και τις θυσίες του αριστερού
κινήματος, έγιναν μάλλον οι δορυφόροι της Ρίτσιας δημιουργικής παρουσίας. Ο
Γιάννης Ρίτσος φώναζε ποικιλοτρόπως, όταν άλλοι σιωπούσαν ή αν θέλετε βίωναν
τον σπαραγμό με άλλους κώδικες αντίστασης. Ο θάνατος, δεν μας αγγίζει όλους με
τον ίδιο τρόπο, όπως πάλι, και η πίστη σε μια ανώτατη αρχή, έχει ως αφετηρία το
υποκείμενο που πιστεύει, που με την εξόδιο εξομολογητική διαμεσολάβηση προς το
κοινωνικό σώμα επανέρχεται σαν φαρμακευτική αγωγή στην στερέωση της μεταφυσικής
βεβαιότητας της ίδιας της ύπαρξης. Η αναζήτηση και όχι η εύρεση είναι το
πρωτεύον. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θάνατο, το άλλο πρόσωπο του Θεού, ο
σταθερός τόπος της κοινής μας συνάθροισης, εκλαμβάνεται αυστηρά προσωπικά και
ιδιαίτερα από κάθε άτομο, που είτε βιώνει το γεγονός σε δικές του ξεχωριστές ιδιωτικές
στιγμές, είτε το αντιμετωπίζει στον περιβάλλοντα χώρο, καθώς έρχεται σε
κοινωνία σχέσεων με τους διπλανούς του οικείους του ή μη. Ανάλογα με την
ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου, την ψυχοσύνθεση και τα βιώματα της κάθε
ανθρώπινης ύπαρξης, έχουμε και την ιδιαίτερη μαρτυρία του. Οι πνευματικοί
δημιουργοί ή καλλιτέχνες που στάθηκαν στο περιθώριο για δικούς τους λόγους κατά
την διάρκεια των ιστορικών γεγονότων, είναι αρκετοί, τα άτομα αυτά, ακολούθησαν
μια μοναχική πορεία, σηκώνοντας το ιστορικό βάρος της σκοτεινής μνήμης τους από
τους ιδεολογικούς αγώνες των νεανικών τους χρόνων, κρατώντας την ευπρέπεια των
πολιτικών τους επιλογών και την αξιοπρέπεια της ιστορικής τους διαδρομής, μέσα
σε μια ταραγμένη από διάφορες απόψεις περίοδο και σε μια εποχή χαώδη και
δολοφονική, είτε πάλι, στράφηκαν σε άλλου είδους πνευματικές αναζητήσεις.
Άλλοι, ακολούθησαν την μοιραία εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων χωρίς αντίδραση,
αλλά πίστεψαν όχι απαραπόνετα, ότι οι παλαιοί σύντροφοί τους ξέχασαν την κοινή
τους διαδρομή, και το πολιτικό κόμμα που πίστεψαν αφιλάνθρωπα τους διέγραψε και
τους σπίλωσε στις συνειδήσεις των κομματικών στελεχών. Το τραγικότερο και πλέον
αδιέξοδο υπήρξε, ότι όλοι τους είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται
παταγωδώς, να συνθάπτονται ομού από τον αλάστορα χρόνο. Υπάρχει και μια μικρή
μερίδα ανθρώπων αυτής της περιόδου, που αντάλλαξαν τα παλαιά κλέη τους με
αξιώματα των αρχόντων και των νικητών της νέας τάξης πραγμάτων. Πως το εκφράζει
ο παππούς μας Ευριπίδης στις «Τρωαδίτισσες» του: «Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες,
Έλληνες…». Το σίγουρο και μάλλον ιστορικά επαληθεύσιμο είναι, ότι η
επονομαζόμενη γενιά της Ήττας, αξιοποιώντας ή μη τους αγώνες της, δεν έμεινε
και τόσο στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μεταγενέστερα, πέρα
από τις αναμφίβολες δυσκολίες και αντιξοότητες, ακόμα και τα συνεχή συντροφικά
μαχαιρώματα που την ταλάνισαν και την παγίδεψαν σε διλληματικές προθέσεις
επιβίωσης. Οι ποιητές της-να συμπληρώσουμε και οι Ποιήτριες αυτής της περιόδου-βρήκαν
το ατομικό τους πνευματικό στίγμα, και το εξέλιξαν επαναπροσδιορίζοντας το,
μέσα στα όρια των ιδεολογικών και πολιτικών τους επιλογών, και, παρά τις
αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, εχθρικές πολιτικές κρατικές επιλογές, άρθρωσαν
έναν λόγο αξιόλογο, συγκροτημένο, ριζοσπαστικό, ελπιδοφόρο και, αρκετές φορές,
μακρά των προηγούμενων ποιητικών τους μουντών, σκοτεινών και απέλπιδων δημιουργικών
καταθέσεων της γενιάς του μεσοπολέμου.
Όμως το πρόβλημα δεν έπαψε να υπάρχει.
Δυστυχώς η αριστερά, και αναφέρομαι ιδιαίτερα στην πιο συντηρητική της φωνή,
λειτούργησε με Κρόνια συμπλέγματα, κατασπαράσσοντας και κατασπιλώνοντας τα
τέκνα της με τρόπο απροκάλυπτα σκοτεινό και ιδεολογικά άδικο. Αλλά, αν θέλουμε
να είμαστε δίκαιοι ιστορικά και πατροπαράδοτα, αυτό συμβαίνει μέσα στην
διαχρονία της Ελληνικής παράδοσης σε όλους τους πνευματικούς και κοινωνικούς
χώρους. Τα κληρονομικά κύτταρα των Ελλήνων, θέλγονται από τέτοιου είδους
πρακτικές και συμπεριφορές. Και πάλι ο Ευριπίδης στο ίδιο έργο του γράφει: «…οι
δυστυχίες, παιδί μου, δε σου βάλαν μυαλό κι είσαι όπως πρώτα…».
Όπως είναι φυσικό, ο ποιητής Τάσος
Λειβαδίτης, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, στον πνευματικό και κοινωνικό
αυτόν κανόνα του αποκλεισμού. Υπήρξε ένας άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε στον
προσωπικό του βίο, που φυλακίστηκε για μια περίοδο της ζωής του, που εξορίστηκε
σε ξερονήσια μαζί με άλλους ομογάλακτους ομοϊδεάτες του, που βρέθηκε σε
κατάσταση απόλυτης ένδειας, αντιμετώπισε γενικότερα, τις χιλιάδες δυσκολίες της
εποχής του, που υπήρξαν ενεργά μέλη της αντίστασης και συνεχή δραστήρια μέσα
στην πολιτική κονίστρα. Το πολιτικά στρατευμένο αυτό άτομο, ανεξάρτητα από την
όποια προσφορά του, παραγκωνίστηκε, έμεινε στο περιθώριο της δόξας των
ηττημένων. Ο δρόμος της προσωπικής σιωπής που επέλεξε να κρατήσει με αθώο
πείσμα μέχρι το τέλος της ζωής του,-δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη-αλλά και αυτή
η εξακολουθητική και πολύτροπη συνομιλία με τους νεκρούς, τους χαμένους του
συντρόφους, τους Άλλους συνέλληνες γενικότερα, τον διέσωσε από την φθορά του
χρόνου στις συνειδήσεις των μεταγενεστέρων, του διατήρησε καθαρό το δημιουργικό
του πρόσωπο, τον έκανε να μην χρειάζεται να φορέσει προσωπείο, τον έκανε
οντολογικότερο και ουσιαστικότερο. Ο ποιητικός του στόχος, υπήρξε η διαρκής συνομιλία
με τους νεκρούς της γενιάς του και, η ανάδειξη του προσώπου του Άλλου, μέσα από
την κοινωνία μαζί του. Οι μακροσκελείς ποιητικές του συνθέσεις, οι δυσαρμονικές
ορισμένες φορές σε σχέση με την επιδιωκόμενη κατάθεσή του, οι ενοραματικές του
εικόνες, τα εκλεκτικά μέχρι μονομέρειας θεματολογικά του σχεδιάσματα, η
ακλόνητη πίστη του σε έναν λαϊκό αριστοκρατισμό, οι μακρόσυρτες λυρικές
ερωτικές του συνθέσεις, ο περίκλειστος κόσμος της γενιάς του και ο τειχισμένος
περίγυρος των ποιητικών του εικόνων, τα ερειπωμένα σπίτια που εντείνουν την
θλίψη και τη μοναξιά, ο εχθρικός ιστορικά καινούργιος χώρος, η μνήμη που δεν
λέει να ησυχάσει από τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, τα επανερχόμενα σα
νοσταλγική νότα πρόσωπα της μητέρας και του πατέρα του, αλλά, και ένας
«Φροϋδικός» ευνουχισμός που ξενίζει για τον ποιητικά νηφάλιο λόγο του Τάσου
Λειβαδίτη. Επίσης, τα σκοτεινά τοπία και οι ερειπωμένοι δρόμοι, και μια διαρκής
υπόμνηση της επιθυμίας του για σεξουαλική επαφή με την γυναίκα που τόσο υμνεί
και με πολλούς τρόπους αναφέρει μέσα στο έργο του, μια επαναλαμβανόμενη οργιώδη
ερωτική αναφορά προς τη γυναικεία ερωτική πρόκληση, σαν σωματικό αντικείμενο
πόθου που σπαράζει κάτω από το πολλαπλό συντροφικό άγγιγμα του άντρα, κάτι που
θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τον ευδιάκριτο σεξουαλισμό του
μυθιστοριογράφου Μ. Καραγάτση.
Η
γυναίκα στο ποιητικό του έργο χάνει κάθε ιδεατή ωραιότητα, αποφλοιώνεται από
κάθε μεταφυσική της εικονογραφία, μόνο η μητρότητα διασώζεται σαν στοιχείο
προέκτασης του ερωτικού ενστίκτου αλλά και της χαμένης τρυφερότητας και
παιδικότητας. Άλλες πάλι φορές η γυναίκα, αποκτά-ή ορθότερα ταυτίζεται-με την
εικόνα της Παναγίας, ή το εκκλησιαστικό σύμβολο της αιώνιας δυστοτόκου
μητρότητας παίρνει τις απαραίτητες για τον ανθρώπινο πόνο διαστάσεις, γίνεται
μια ζεστή μήτρα, που αναπαύει την αντρική αγωνία, τον διαρκή αντρικό αγώνα για
προσωπική ανάταση, είναι το πρόσωπο που τον γειώνει καθώς πεταρίζει στα
σκοτεινά μονοπάτια της μνήμης και των ψυχικών του αδιεξόδων, καθώς νοιώθει μόνιμο
και απαραίτητο μέλος ενός τσίρκου της ιστορίας που επαναλαμβάνεται χωρίς έλεος
και ελάχιστες στιγμές δικαίωσης, αλλά χιλιάδες διάψευσης.
Ο μέχρι ερωτικής εκτόνωσης απελπισμένος
τόνος της ποιητικής του γραφής, η ομαλή λειτουργία ομόκλητων συγκινησιακών
φωνών μέσα στο σύνολο έργο του, οι δεκάδες μικρής εξομολογητικής φόρμας λυρικές
του συνθέσεις, που η λεκτική αμετροέπεια του λόγου του δεν τις εμποδίζει στο να
πάρουν την μορφή επιγραμματικής κατάθεσης, οι ιδιοσυγκρασιακοί στίχοι που
αποκόπτονται από ένα ήδη υπάρχον κατατεθειμένο ποιητικό σώμα για να μετατραπούν
σε αυτόνομες ποιητικές μονάδες, η πονεμένη ευφράδεια και η ορθά οργανωμένη ποιητική
του οικονομία σε ποιήματα της περιόδου μετά την ποίηση του Στρατοπέδου, το
λυρικό και συγκινησιακά φορτισμένο λεξιλόγιό του, ο πολυδύναμος-θα
γράφαμε-ευαγγελικός του, παρηγορητικός του στοχασμός, μια παρακλητική ερωτική
γραφή που φέρνει στον νου τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, και άλλα στοιχεία που
συναρθρώνουν μια ποίηση μεγάλου βεληνεκούς και απύθμενης λυρικής ανθρώπινης
ευαισθησίας, σχηματίζουν μια όχι τυχαία ποιητική εκκλησία των κεκοιμημένων με
εμάς τους ζωντανούς. Μια διαρκή ποιητική κοινωνία των Κοινωνούντων. Έγνοια του, αυτοί που μεταφέρουν μέσα τους το
ψυχικό περιχαράκωμα του εμφύλιου σπαραγμού και έμειναν κατάστικτοι από τις
τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και που δεν κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στις
νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Φροντίδα του, αυτοί που είδαν τα
οράματά τους να διαψεύδονται και κομματιάστηκαν συναισθηματικά καθώς
αντιλήφθηκαν νωρίς, τις νέες αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών να
τους παραγκωνίζουν. Συνοδοιπόρησε με αυτούς που ένιωσαν μέτοικοι στην ίδια τους
την χώρα και που αγωνίστηκαν σκληρά και τόσα προσέφεραν στην απελευθέρωσή της.
Στάθηκε πάντα κοντά σε έναν βασανισμένο μεν λαό, αλλά που «Πως δα ο λαός, που
ορθή δεν έχει κρίση, ορθά μπορεί να κυβερνά την πόλη;», όπως γράφει στις
«Ικέτιδες» και πάλι ο παππούς μας Ευριπίδης. Υιοθέτησε τον πονεμένο λόγο των κατατρεγμένων,
τον βουβό σπαραγμό των αδικημένων, τον αδικαίωτο θρήνο των χαμένων της ζωής,
των περιφρονημένων των νικητών της ιστορίας. Προσέφερε έναν ελεήμονα λόγο, σε
αυτούς που στάθηκαν ξένοι στην αλλοτρίωση των ιδανικών τους ταξιδιών, στους
διαρκείς πρόσφυγες των ονείρων τους. Αιμάτωσε στοργικά τους ρακένδυτους ψυχικά
από τις πολλές τραυματικές εμπειρίες του βίου τους. Κοστολόγησε θετικά και με
επιείκεια αυτούς που συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο των αγώνων τους λύγισαν, δεν
άντεξαν μέχρι τέλους, αλλά και έδειξε εμβληματικά αυτούς που κράτησαν με
θάρρος, λεβεντιά και αυταπάρνηση την αξιοπρέπεια των σκοπών τους. Μίλησε με
καθαρή συνείδηση και ξεκάθαρη ποιητική φωνή για την εντιμότητα της κοινωνικής
τους προσφοράς. Ο Τάσος Λειβαδίτης, κράτησε μια αξιοπρεπή στάση απέναντι στη ζωή
περιφρουρώντας το αγωνιστικό του φρόνημα. Η αποφθεγματική του τραγικότητα
συνήθως συνοδοιπορεί με μία απελπισμένη ρητορική η οποία απλώνει τον
κλυδωνιζόμενο λυγμό του σε τεραστίων διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις. Κυρίως,
την πρώτη του ποιητική περίοδο-την εντονότερα πολιτική-είναι ανώνυμες ποιητικές
συνθέσεις με επικαιρικό χαρακτήρα, χωρίς να λείπουν και οι επώνυμες καταθέσεις.
Το τρίπτυχο της ποιητικής δημιουργίας του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη αν
αποδελτιώσουμε τις λέξεις κλειδιά που εκφράζουν την καθημαγμένη συνείδησή του,
αλλά και άλλων δημιουργών της γενιάς του, είναι η λέξη Θεός, Ποίηση, Ποιητής,
Ιστορία. Και μια συνεχή υπόμνηση και παρουσία του Θανάτου μέσα στα χρονικά της
ανθρώπινης καθημερινότητας που είτε προλαβαίνει την Επανάσταση και τα
επακόλουθά της, είτε χωρίς περίσκεψη και αιδώ θερίζει αδιάκοπα με το δρεπάνι
της Ιστορίας υπενθυμίζοντάς μας το μάταιο της όποιας ανθρωπίνης προσπάθειας.
Και το σπουδαιότερο, της ποιητικής αυτής λιτανείας, είναι ότι ο Θάνατος δεν
αγγίζει μόνο σωματικά τους ανθρώπους, αλλά τους καταστρέφει και τα όποια ονειρικά
τους ελπιδοφόρα ερείσματα και οραματικές προσδοκίες. Τεταρταία η ατμόσφαιρα
μιας μεγάλης χρονικής περιόδου η ποίησή του. Η ιστορική επίκληση του Θεού επί
ματαίω, χωρίς επιστροφή το αδιέξοδο της Επαναστατικής μνήμης, η ανθρώπινη
ύπαρξη μένει μετέωρη στο κενό των λεκτικών καταθέσεων του ποιητή που
εξακολουθεί ποιητικά να παράγει για να ξορκίσει τι; και γιατί; Είτε
χρησιμοποιεί επικών διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις για να περιγράψει την
αφόρητη αίσθηση διάψευσης που βιώνει, είτε σύντομους ελεγειακούς πυρήνες για να
φωτογραφήσει την ειρηνοποιό και πανανθρώπινη-ουμανιστική του διάθεση, το
αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία περιστρέφεται
παραμένουν σταθερά και ακλόνητα ως στοιχεία της ποιητικής λειτουργίας για την
εσωτερική περιδιάβαση στην άβυσσο των ψυχικών γκρεμνών. Αυτός, ο πιο «άμωμος»
από τους ποιητές της γενιάς του, αναπέμπει συνεχώς «δεήσεις» παρηγοριάς, όχι
στο προσωπικό του απαισιόδοξο συνειδησιακό τίποτα, όσο στην πολυέλαιο παραμυθία
της Τέχνης που εκπορεύεται όμως, από μια βαθειά θρησκευτική πίστη, χρησιμοποιώντας
λεκτικά σύμβολα και εικόνες που αποτελούν τους διαχρονικούς ζυμομύκητες της
ανθρώπινης ζωής των απλών καθημερινών ανθρώπων, των μέσα στο καμίνι της ζωής
συναγωνιστών του. Των βασανισμένων ανθρώπων που βλέπουν την χαρισάμενη από τις
δυστυχίες ζωή τους να σταυρώνεται χωρίς ελπίδα αποκαθήλωσης, χωρίς την
αξιομακάριστο προσφορά βοήθειας από κανέναν Σίμωνα Κυρηναίο.
Η
ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, κατακοσμεί την ανθρώπινη περιπέτεια στις πιο απλές
και καθημερινές της στιγμές, αναπέμπει φιλάνθρωπες διαβιβάσεις ποιητικής
παρηγοριάς, παίρνει τα αιματοβαμμένα γεγονότα και κλώθει την ιστορία της γενιάς
του μακριά από ένδοξους ηρωισμούς, πέρα από πονηρά ρήματα επαναστατικού
μεγαλείου, έξω από μαχητικά προστάγματα κομματικής αναγνώρισης, από θορυβώδεις
πολιτικές μεταστάσεις που πλημμυρίζουν άλλους ομοτέχνους του. Η ζωοποιός του
ποιητική έμπνευση, που ρέει χειμαρρώδης και λαγαρή, ποτίζει τις γυμνωμένες από
τους Κατοχικούς και Μετεμφυλιακούς φαύλους πολιτικούς συν-σεισμούς της χώρας
του ψυχές, τις διψασμένες για δικαιοσύνη, τους ανάπαυτους σωματικά από τους
φρικτούς θανάτους, προτείνοντάς τους έναν «ευαγγελικό» με την ευρύτερη και
ουσιαστικότερη έννοια λόγο, που πιστεύει ότι θα τους γαληνέψει και θα τους
προφυλάξει από τα απανωτά και άδικα χτυπήματα της Μοίρας. Η Ποίησή του είναι
χαρμολυπικά νεκρώσιμη, καθώς συναριθμεί κεκοιμημένους και ζωντανούς στην κοινή
μετάληψη της ποιητικής λειτουργίας, στην μετακομιδή των κοινών εμπειριών της
ζωής μέσα στον οικτίρμονα λόγο της Τέχνης. Η μοναχική πορεία του βίου του, η
διακριτική του σεμνότητα, ο σεβασμός που έδειξε σε νεότερους δημιουργούς, η
δικαιότοκος κριτική του κατάθεση, η έλλειψη τάσης του για προβολή τόσο του
ίδιου όσο και του έργου του, δεν επαινέθηκε μόνο από τους διώκτες του, τους
αντιπάλους των πολιτικών του χαρακωμάτων, αλλά και τους ομοϊδεάτες του,
παλαιούς του συντρόφους, που ίσως δεν του συγχώρησαν την αθόρυβη και μοναχική
διαδρομή που ακολούθησε, τα μετά την ταραγμένη μετεμφυλιακά περίοδο, και
ιδιαίτερα, μετά το 1974 χρόνια.
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, σύμφωνα με το
Χρονολόγιο που συνέταξε ο συγγραφέας και κριτικός Γιάννης Κουβαράς,-ο οποίος
είναι ίσως ο συστηματικότερος και πιο εμβριθής λάτρης της ποιητικής του
παρουσίας, έχει συγγράψει τα περισσότερα άρθρα από οποιονδήποτε άλλον ερευνητή
του ποιητή-στο αφιερωματικό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος
228/13-12-1989, σελίδα 20, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή, ο
Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης, γεννήθηκε στην περιοχή του Μεταξουργείου στις
20 Απριλίου του 1922. Η γέννησή του, σημαδεύτηκε από το χαρμόσυνο γεγονός της
Ανάστασης-από όπου δανείστηκε το δεύτερο όνομά του-αλλά που ατυχώς η Πασχάλιος
αυτή ατμόσφαιρα εξασθενίσθηκε μέσα στα ματωμένα χώματα της Ιωνικής γης και της
Μικρασιατικής Εθνικής Καταστροφής.
Δυστυχώς, παρότι οι πληροφορίες που μας παρέχει ο ποιητής και κριτικός Γιάννης
Κουβαράς για τον ποιητή είναι πάντα ακριβείς, η ημερομηνία γέννησης του ποιητή,
συνηθέστερα διαφοροποιείται, ακόμα και από άλλους αξιόλογους μελετητές του ή
ιστορικούς. Πολλοί αναβιβάζουν το έτος γέννησής του στο 1921. Παρακάτω, στην
παράθεση των πηγών, θα αναφέρω και τις διαφορές.
Ο
«παραλίγο» Νομικός, είναι ο Βενιαμίν μιας τετραμελούς οικογένειας, αδερφός του,
υπήρξε ο γνωστός μας κωμικός ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης, ο άλλος του αδερφός,
ήταν μουσικός στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο ποιητής, από νέος εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ
και οργανώθηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, που του κόστισε τόσες
εξορίες και φυλακίσεις. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, μια
συννεφιασμένη Κυριακή, σύμφωνα με τον λαϊκό μας μουσικό βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη,
στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, παρουσιάζεται στα
γράμματα αρκετά νέος. Πρώτη του ποιητική παρουσία είναι η συνεργασία του με το
γνωστό αντιστασιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα», τεύχος
55/15-11-1946, σελίδα 339. Στην σελίδα με τον τίτλο «Νέοι Ποιητές» στην δεξιά
στήλη, δημοσιεύει το ποίημα «Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη»(απόσπασμα):
«Καβάλλα
όταν παιδί στου Ψηλορείτη έγνεφε να βγει στην αυγή, σεργιανίζει τον ήλιο…».
Στην
αριστερή στήλη ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημα «Βγενιώ». Το ποίημα
αυτό του Τάσου Λειβαδίτη, δεν συμπεριλαμβάνεται στα «Άπαντα» του ποιητή. Είναι
ένα δημοτικόμορφο, συνθετικό όπως φαίνεται, ποίημα, με χαροποιό διάθεση,
λαμπερή ατμόσφαιρα και ελπιδοφόρα έξαρση. Η γυναικεία εικόνα, προαναγγέλλει την
λάμπουσα παρουσία της μέσα στο έργο του. Μετά από δύο τεύχη τεύχος
57/15-12-1946, την ίδια εμφύλια χρονιά, ξαναδημοσιεύει στην σελίδα 369 στο ίδιο
περιοδικό, το ποίημά του «Απ’ το Δεκέμβρη»:
«Απ’
τους καμένους κάμπους μας τ’ ακούν μακριά οι χωριάτες σφηνώνει μες στη γη τ’ αλέτρι…»
Ποίημα,
που κινείται στην ίδια ατμόσφαιρα με το προηγούμενο, με έντονο το λαϊκό
στοιχείο.
Στα
πρώτα του αυτά ποιήματα, είναι έντονη η πληθωρική αισιοδοξία, η ξάστερη και
λάγνα ατμόσφαιρα του υπαίθριου χώρου, το φυσικό τοπίο φωτίζεται από μια νεανική
ερωτική διάθεση. Έναν χρόνο αργότερα, το 1947, μεσούσης της εμφύλιας σύρραξης,
εκδίδει μαζί με άλλους συντρόφους του νέους της αριστεράς, το βραχύβιο
λογοτεχνικό περιοδικό «Θεμέλιο». Την ίδια χρονιά, θα δημοσιεύσει στο γνωστό για
τις διαφορετικές πολιτικές του θέσεις λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος
42ος τεύχος 482/1-8-1947, στην σελίδα 917, κάτω από το κείμενο του
Μ. Καραγάτση, το πολύστροφο ποίημά του «Η Κυρά της Όστριας»:
«Νάφτες
μου που διαβαίνετε και πάτε κατά το Νοτιά μην είδατε απ’ το βράχο της να παίζει
με τους γλάρους…».
Ένα
θαυμάσιο και συγκινητικότατο δισέλιδο ποίημα, που έχει έντονα τα υπερρεαλιστικά
στοιχεία, χωρίς να απεμπολεί τα σύμβολα της λαϊκής παράδοσης, με εξαίσια
επίθετα, ουσιαστικά που δίνουν φωτεινές εικόνες, με ένα θρησκευτικό συναίσθημα
μιας γήινης μεταφυσικής ομορφιάς να πλημμυρίζει τους στίχους, λέξεις που
λαμπυρίζουν μέσα στο Αιγαιοπελαγίτικο πέλαγος, ηδύοσμες εικόνες που θυμίζουν
έντονα τον πρώιμο Οδυσσέα Ελύτη, αλλά, και μια λαϊκή μεταφυσική, ένας λόγος
μεστός λαϊκών νοημάτων, εξαγνιστική της φυσικής κατάστασης που φέρνει στον νου
μας τον λόγο του Γιάννη Ρίτσου. Το αισιόδοξο και φωτεινό χωρίς σκιές αυτό
ποίημα, αναδύει μια «γαλαζογέλαστη» ομορφιά, μια ηλιόλουστη και ελπιδοφόρα
ατμόσφαιρα, με λέξεις έμπλεες φως και έρωτα που τίποτα δεν θυμίζει την κατοπινή
ποιητική εξέλιξη του ποιητή. Η μορφή του κοριτσιού, στέκει σύμβολο ξάστερο σαν
«Μεσοπελαγήτισσα Παναγιά», έτοιμη να ορτσάρει πέρα από το όνειρο την καρδιά του
ποιητή. Ένα ποίημα, που πάλι θα επαναλάβω, λες και αναδύεται από τα αθώα και
ξέγνοιαστα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, από την παιδική χαροποιό ατμόσφαιρα των
Ελλήνων υπερρεαλιστών ζυμωμένο με κώδικες και σύμβολα της ελληνικής παράδοσης.
Μιας παράδοσης από την οποία δεν ξέκοψε ποτέ ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
Τα κατοπινά χρόνια, αρχίζει ο δρόμος του
προσωπικού του μαρτυρίου. Φυλακίσεις, ταλαιπωρίες, κακουχίες, εξορίες σε
διάφορα μέρη για τις πολιτικές του ιδέες. Στους κρανίου τόπους αυτούς, έχει για
συγκρατούμενούς του όλους τους συγκατηγορούμενους ιδεολογικά ομοϊδεάτες του της
αριστεράς. Τον δάσκαλο και βάρδο της Ρωμιοσύνης ποιητή Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή
και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου, τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον ηθοποιό Μάνο
Κατράκη και άλλους συναγωνιστές της κομμουνιστικής παράταξης.
Την
περίοδο αυτή, 1948 έως 1952, πρωτοσχηματίζει την ποιητική του φόρμα, που, θα
αναδείξει στην κατοπινή ποιητική του διαδρομή. Είναι ο αρχηγέτης, όπως τον
αποκάλεσαν, της ποίησης του Στρατοπέδου, μιας ποιητικής ατμόσφαιρας και
θεματολογίας, που την τροφοδοτούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και την
αρδεύουν τα πολιτικά επακόλουθα της ήττας των αγωνιστών, και ενός ηττημένου
στρατού. Μια ποίηση μακροϊστορική που συνδέεται άμεσα με την μικροιστορία των
ανθρώπων που βιώνουν τα τραγικά επακόλουθά της.
Το 1952 δημοσιεύει τις πρώτες του ποιητικές
συλλογές: «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»,
έκτοτε, και σε τακτά χρονικά διαστήματα, 1953 «Φυσάει στα σταυροδρόμια του
κόσμου», 1956 «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» κλπ., παρουσιάζει μια σημαντική
ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα, κρατώντας παράλληλα στην
προδικτατορική εφημερίδα της ΕΔΑ, «Η Αυγή», αλλά, και μετά την μεταπολίτευση
του 1974, την στήλη της κριτικής βιβλίου. Ακόμα, υπάρχουν μελέτες και δοκίμιά
του στο γνωστό για την εποχή του αριστερό και προοδευτικό περιοδικό «Επιθεώρηση
Τέχνης». Για την ποιητική του σύνθεση «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»
1953, του απονέμεται το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη
Βαρσοβία της Πολωνίας. Η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, στέλνει τον
ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, στα εδώλια του κατηγορουμένου για το φιλειρηνικό του
περιεχόμενο.
Το
1957 ο Δήμος Αθηναίων τον βραβεύει με το Α΄ Βραβείο Ποίησης για το έργο του,
«Συμφωνία αριθμός 1».
Το
1977 του απονέμεται το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, «Βιολί για
μονόχειρα» το Α Βραβείο κερδίζει η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά για το έργο «Μόργκαν
Ιωάννης».
Το
1980 λαμβάνει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Εγχειρίδιο
Ευθανασίας», το Δεύτερο Βραβείο παίρνει ο ποιητής Παντελής Πάσχος για το έργο
του «Ο Ουρανός ένδον». Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κρατικά
βραβεία, δες: «Ημερολόγιο 2001» των εκδόσεων Ιανός. «Κρατικά Βραβεία
Λογοτεχνίας 1956 έως 1999».
Αυτήν
την περίοδο, για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει διάφορα κείμενα σε περιοδικά
με το ψευδώνυμο Ρόκκος. (η πληροφορία ερανίζεται από τον μελετητή Γιάννη
Κουβαρά, ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος στο βιβλίο του δεν τον αναφέρει).
Το
1961 σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, γράφει το σενάριο για το κοινωνικό δράμα
«Συνοικία το Όνειρο», που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στην ταινία
πρωταγωνιστούσαν οι ηθοποιοί Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Σαπφώ Νοταρά,
Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παϊζη, και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί του ελληνικού
κινηματογράφου. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία, βγήκε στους κινηματογράφους στις
19/10/1961 και έκοψε 74.427 εισιτήρια. Η μουσική επένδυση της ταινίας έγινε από
τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. («Βρέχει στη
φτωχογειτονιά»), με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σύμφωνα με τα
δημοσιεύματα της εποχής, ο ρεαλισμός της ταινίας ενόχλησε την τότε πολιτική
εξουσία και για ένα διάστημα απαγορεύτηκε η προβολή της.
Το
1962 πάλι σε συνεργασία με τον συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, θα γράψει το σενάριο της
ταινίας «Ο Θρίαμβος»(Όταν η μοίρα κυβερνά). Την ταινία σκηνοθέτησε και πάλι ο
Αλέκος Αλεξανδράκης σε συνεργασία με τον Αριστείδη Καρύδη, χωρίς όμως εμπορική
επιτυχία αυτή την φορά. Η ταινία παρουσιάστηκε στις οθόνες στις 11/2/1963 και
έκοψε μόνο 15.110 εισιτήρια. Πρωταγωνιστούσαν μεταξύ άλλων ο Αλέκος
Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης, η συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων Ζώρζ
Σαρρή, η Σαπφώ Νοταρά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Τζαβαλάς Καρούζος και άλλοι
γνωστοί ηθοποιοί. Περισσότερα για τις ταινίες δες: Άγγελος Ρουβάς-Χρήστος
Σταθακόπουλος, «Ελληνικός Κινηματογράφος», τόμος Α, σελίδα 204 και 232. και
ακόμα, Μ. Σ., «Συνοικία το Όνειρο και Κράτος Φασισμός», περιοδικό Επιθεώρηση
Τέχνης τεύχος 80-81/8,9,1961, σελίδες 222-223.
Ο
Τάσος Λειβαδίτης, διέπρεψε και ως στιχουργός, η συνεργασία του με τον
μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έδωσε άλλη εικόνα στην στιχουργική του φωνή. Τον
Οκτώβριο του 1960, ο Θεοδωράκης θα γράψει τη μουσική για το έργο «Πολιτεία». Οι
γνωστοί και χιλιοτραγουδισμένοι από όλους μας στίχοι, ανήκουν σε δύο
ομογάλακτους ιδεολογικά ποιητές: τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη
Χριστοδούλου. Από τα οκτώ τραγούδια του έργου, τα τέσσερα είναι του Λειβαδίτη:
1.
«Μάνα μου και Παναγιά», 2. «Δραπετσώνα», 3. «Έχω μια αγάπη», 4.
«Σαββατόβραδο». Τα τραγούδια
πρωτοερμήνευσαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα.
Για
άλλες πληροφορίες δες: Μίκης Θεοδωράκης, «Μελοποιημένη Ποίηση» εκδόσεις Ύψιλον,
τόμος Α, σελίδες 50-51. Επίσης έγραψε τους στίχους για τον κύκλο Μαρία
Φαραντούρη 1964, «Πήρα τους δρόμους του Ουρανού» σελίδα 131, γράφει ακόμα τους
στίχους δύο τραγουδιών για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Της Εξορίας» 1976, «Μου
μιλάτε για κείνον» 1975, και «Ερωτικό γράμμα»(Μη χάνεις το θάρρος σου) 1975,
σελίδα 275. Ακόμα, θα γράψει 18 τραγούδια για την μουσική σύνθεση του Μίκη με
τίτλο «Τα Λυρικά» 1976, σελίδες 278-281. Θα γράψει το τραγούδι «Τα νεαρά
ζευγάρια» για την σύνθεση «Οκτώβρης ‘78», σελίδα 285. Στην σελίδα 430 του
βιβλίου των εκδόσεων Ύψιλον, υπάρχει σύντομο βιογραφικό του ποιητή, με ηλικία
γέννησης το 1921. Στον δεύτερο επίσης τόμο «Συμφωνικά-Μετασυμφωνικά-Ορατόρια»,
σελίδες 289-292, συναντάμε 11 στιχουργικά κομμάτια για το έργο «Λειτουργία Νούμερο
2»(Τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο)1982. Ο μουσικοσυνθέτης Μιχάλης
Γρηγορίου θα γράψει το Ορατόριο «Σκοτεινή Πράξη» 1997 σε ποίηση του Λειβαδίτη, το
έργο είχε παρουσιαστεί τον Απρίλιο του 1994 από την Ορχήστρα των Χρωμάτων του
Μάνου Χατζιδάκι, στο Μέγαρο Μουσικής, και ένα χρόνο μετά, στο Δημοτικό Θέατρο
Πειραιά. Δες: Λιάνα Μαλανδρενιώτη εφημερίδα «Η Εποχή» Κυριακή 13/7/1997. Ακόμα,
ο συνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης, θα γράψει σε ποίησή του το έργο «Φυσάει» με
ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και με την συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου
Μιχαλακόπουλου. Δες σχετικά: εφημερίδα «Το Βήμα» 15/5/1994, Πάνος Γεραμάνης
εφημερίδα «Τα Νέα» 15/9/1993, και Λάμπρος Λιάβας εφημερίδα Ελευθεροτυπία
16/2/1994.
Στις
19/4/2002 στο Θέατρο «Διθύραμβος» ανέβηκε η παράσταση «Αργοπορημένες Αμοιβές»
βασισμένη σε ποιητικά κείμενα του ποιητή, σύνθεση κειμένων, σκηνοθεσία και
σκηνικά του Μίλτου Παύλου, διδασκαλία των κειμένων του Μιχάλη Ζωγραφίδη,
ερμηνεύτρια Έφη Νιχωρίδη.
Ποιήματα
του Τάσου Λειβαδίτη, εκτός από τα παραπάνω περιοδικά που αναφέραμε, υπάρχουν
στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» όπου συναντάμε και τα περισσότερα: τχ.
25/4,1959, σελίδες 172-176, δημοσιεύονται τα «Δεκατρία ποιήματα», στο τεύχος
86/2,1962 σελίδες 165-172 δημοσιεύονται τα «Δεκαπέντε ποιήματα», στο τεύχος
100/4,1963 σελίδες 282-289 η «25η ραψωδία της Οδύσσειας», στο τεύχος 84/12, 1961
σελίδες 608-611 παρουσιάζεται το μελέτημά του «Ποίηση και κοινό»(Σημειώσεις από
μια περιοδεία), στο τεύχος 105/9, 1963 σελίδες 269-284 δημοσιεύονται οι
συγκλονιστικές και συνταρακτικές μαρτυρίες φυλακισμένων στο «Προσκυνούμεν σου
τα πάθη»- γράμματα σε φυλακισμένους, 27 γράμματα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας,(δύο
από τον Πειραιά). Στο τεύχος 117/9,1964 συναντάμε μια διπλή παρουσία του,
σελίδες 144-156, Αποσπάσματα (ανέκδοτη ποιητική σύνθεση με δομή θεατρικού
έργου), και σελίδες 218-220 βιβλιοκριτική για το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου «Μαρτυρίες»
με τον τίτλο «Οι Μαρτυρίες μιας άγρυπνης συνείδησης». Στο τεύχος 14/9,1966
σελίδες 132-136 το κείμενό του Ένα θέμα για διερεύνηση-«Η Ποίηση της Ήττας»-σαν
συνέχεια της συζήτησης που είχε ανοίξει το κείμενο του Βύρων Λεοντάρη σε
παλιότερο τεύχος του περιοδικού-και σελίδα 137-141 τα «Δέκα Ποιήματα». Στο
τεύχος 143-144/11,12,1966 σελίδες 489-490 παρατίθεται η άποψή του στην ερώτηση
του περιοδικού «Οι πνευματικοί άνθρωποι της αριστεράς μιλούν για την εθνική
κρίση και για το χρέος τους στον τόπο». Και στο τεύχος 82/10,1961 σελίδες
359-360 έχουμε τις θέσεις των σεναριογράφων «Πως δουλέψαμε για την
ταινία-Συνοικία το όνειρο» του Κώστα Κοτζιά και του Τάσου Λειβαδίτη. Γνωρίζουμε
ακόμα ότι στο βραχύβιο περιοδικό «Θεμέλιο» δύο τεύχη το 1947, ο Τάσος
Λειβαδίτης μεταφράζει τον «Επιτάφιο» του Γάλλου Loys Masson (η
πληροφορία από τον ιστορικό της Λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου).
Στο
περιοδικό «Σχεδία», τεύχος 2/15-3-1989, σελίδα 1.
Στο
περιοδικό «Αντί», τεύχος 59/27-11-1976 σελίδες 36-37.
Στο
περιοδικό «Ομπρέλα» τεύχος 9/9,1990 σελίδες 29-30, και τεύχος 15/11,1991 σ. 58,
και τεύχος 23-24/4,1994 σελίδες 28-29 και αλλού.
Το
σύνολο ποιητικό του έργο, εκτός εκείνων των ποιητικών συνθέσεων που δεν
συμπεριέλαβε τις συλλογές του, εκδόθηκε σε 19 αυτόνομες συλλογές.
Το
1965 κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος 430 σελίδων, με τον τίτλο
«Ποίηση(1949-1965)».
Από
τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» κυκλοφόρησαν 3 τόμοι με τα ποιητικά του Άπαντα του
ποιητή,
Τόμος
Α1950-1966, τόμος Β 1972-1977, τόμος Γ 1979-1987.
Το
1966, ένα χρόνο πριν την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών, κυκλοφόρησε το
βιβλίο του «Το Εκκρεμές» που περιλαμβάνει εννέα διηγήματά του.
Μετά
τον θάνατό του, κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Τα χειρόγραφα του
φθινοπώρου» 1990.
Το
1997, εκδίδεται η συλλογή με τίτλο «Απάνθισμα» που είναι ερανίσματα στίχων του
από το έργο του, την επιλογή για την έκδοση αυτή έκανε ο δημοσιογράφος Γιώργος
Δουατζής.
Το
διήμερο 16 και 17 Σεπτεμβρίου του 1989, πραγματοποιήθηκε στα Γιάννενα Συμπόσιο
στην μνήμη του ποιητή από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννίνων και τον
τομέα ΜΝΕΦ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα παραπάνω
βιβλία εκδόθηκαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Το
2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε μέρος(επιλογή) των
μεταδικτατορικών του βιβλιοκρισιών στην εφημερίδα «Η Αυγή» με τον τίτλο
«Έλληνες Ποιητές» με πρόλογο του ποιητή Τίτου Πατρίκιου και επιλογή κειμένων
και επίλογο του ποιητή και επιμελητή εκδόσεων, και συνεκδότη τον συγγραφέα
Θανάση Θ. Νιάρχο. Το βιβλίο περιλαμβάνει 74 κριτικές παρουσιάσεις ποιητικών
βιβλίων, αντρών και γυναικών από διάφορες γενιές, ιδιαίτερα από την γενιά του
1970. Πράγμα, που μας φανερώνει ότι ο ποιητής και κριτικός Τάσος Λειβαδίτης δεν
φοβήθηκε να συνομιλήσει και να γνωρίσει τις δημιουργίες άλλων δημιουργών, και
γιατί όχι, να αποδεχθεί με τον τρόπο του, τις νεότερες ποιητικές φωνές και να
τις παρουσιάσει στο ευρύ κοινό. Και στο βιβλίο αυτό, όπως και σκόρπια μέσα στο
σύνολο έργο του, ο ποιητής καταθέτει τις απόψεις του για την Τέχνη, ειδικότερα
τι είναι Ποίηση, πως γράφεται και ποια η λειτουργία της, θέσεις και απόψεις που
με ποιητικό τρόπο, εκφράζει και μέσα στην ποιητική του δημιουργία, που, η λέξη
Ποιητής και Ποίηση, αναφέρεται πάμπολλες φορές. Οι κρίσεις του, που
διατυπώνονται με περισσή ευγένεια, δεν είναι πάντοτε θετικές, δείχνουν όμως,
πως ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης παρακολουθούσε την ποιητική πορεία των ποιητών,
και μελετούσε το προηγούμενο δημοσιευμένο έργο τους, πριν ασχοληθεί μαζί τους,
στα μικρής αλλά καίριας παρέμβασης, κριτικής του κατάθεσης. Γνωρίζουμε ακόμα,
ότι μελετούσε ξένους δημιουργούς, που αρκετά συχνά, θέσεις και απόψεις τους παρουσιάζονται
εμβόλιμα στους στίχους του, αλλά, και στην υποστήριξη και εδραίωση των δικών
του κριτικών προτάσεων. Ευτύχημα θα αποτελέσει, η συγκέντρωση, η επεξεργασία
και η έκδοση και των υπολοίπων δημοσιευμένων κριτικών του και των μικρών του
σκόρπιων σε εφημερίδες μελετημάτων, ώστε να έχουμε, μια πλήρη εικόνα της
συνολικής του παρουσίας. Ανέκδοτο και αχαρτογράφητο είναι ακόμα, το
μεταφραστικό του έργο που πραγματοποίησε ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους.
Λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και εφημερίδες,
από όσο γνωρίζω από την έρευνα, τρία μόνο του έχουν αφιερώσει το τεύχος τους.
Το
περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 228/13-12-1989, με εξαίρετες συνεργασίες των:
Γιάννη Κουβαρά συγγραφέα και φιλόλογου και μελετητή του έργου του Λειβαδίτη, του
ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, του καθηγητή πανεπιστημίου και δοκιμιογράφου
Ερατοσθένη Καψωμένου, της συγγραφέως Δώρας Μεντή, του ιστορικού της ελληνικής
λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου, της Α. Γκότοβου, του κριτικού Αλέξη Ζήρα, του μελετητή
Απόστολου Μπενάτση, του δοκιμιογράφου Γιώργου Κεντρωτή, της φιλολόγου και
δοκιμιογράφου Αλεξάνδρας Μπουφέα, της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου. Πολλά, από
τα δημοσιευμένα κείμενα, είναι από το Συνέδριο που έγινε στα Ιωάννινα, από το
πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον ποιητή. Την επιμέλεια του πολυσέλιδου
αφιερώματος,(σελίδες 19-91) είχε ο εκδότης του περιοδικού Γιώργος Γαλάντης.
Το
περιοδικό «η λέξη» τεύχος 130/11,12,1995 του αφιερώνει τις σελίδες του,(705-853)
με σημαντικούς συγγραφείς του καιρού μας, να γράφουν για τον ποιητή, όπως: ο
ποιητής Γιάννης Ρίτσος (γράμμα), ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο μουσικοσυνθέτης
Μίκης Θεοδωράκης, ο ιστορικός και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου, ο φιλόλογος και
θεατρικός κριτικός, συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, η δοκιμιογράφος και
μεταφράστρια Σόνια Ιλίνσκαγια, ο κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης
Μερακλής, η πεζογράφος Μάρω Δούκα, ο συγγραφέας Απόστολος Μπενάτσης, η
δικαστικός και Πειραιώτισσα ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη, ο εκδότης και
συγγραφέας Μάριος Μαρκίδης, ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Μαρκόπουλος, ο
ποιητής Μανόλης Πρατικάκης, ο συγγραφέας Τάκης Μενδράκος, ο κριτικός Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, ο ποιητής
Νικηφόρος Βρεττάκος(γράμμα), η συγγραφέας Βερονίκη Δαλακούρα, ο φιλόλογος και
δοκιμιογράφος Γιάννης Κουβαράς, η σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου, ο Κώστας
Σοφιανός, ο Γ. Παπαντωνάκης, η ποιήτρια Εύα Μυλωνά, και ο συνεκδότης του
περιοδικού συγγραφέας, Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Το
ένθετο περιοδικό της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη»
τεύχος 353/15-4-2005, με κείμενα των: Αλέξη Ζήρα κριτικού, Κώστα Γ.
Παπαγεωργίου κριτικού, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου κριτικού, σελίδες 16 έως 22.
Επίσης,
η εφημερίδα της αριστεράς «Η Κυριακάτικη Αυγή» της 10 Νοεμβρίου 1996, σελίδες
34-37, με τις συνεργασίες των: Αθηνά Καλοκύρη, που είχε και την επιμέλεια του
αφιερώματος, και των Ν. Δρέττα, Χατζηγιάννη, και του Πειραιώτη δοκιμιογράφου
Δημήτρη Ραυτόπουλου.
Το
περιοδικό «Νεοελληνική Παιδεία» τεύχος 16/ του 1989.
Το
1991, από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα» κυκλοφόρησε το βιβλίο-διδακτορική
διατριβή-του Απόστολου Μπενάτση, «Η Ποιητική Μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη», με
πρόλογο του καθηγητή Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου. Μια μελέτη 385 σελίδων, που
χρησιμοποιώντας το κλειδί της «δομικής σημαντικής» προσπαθεί να ανακαλύψει την κρυμμένη
ιδεολογία του ποιητή.
Το 2012, από τις γνωστές εκδόσεις «Νεφέλη»
κυκλοφορεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη πολυσέλιδη εργασία, σελίδες 380, της φιλολόγου,
καθηγήτριας και δοκιμιογράφου, Έλλη Φιλοκύπρου με τίτλο «Ένοχος μιας μεγάλης
αθωότητας»-η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη. Το βιβλίο μετά την
εισαγωγή, χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια, με τίτλους, που ερανίζεται από ποιήματα
του ίδιου του ποιητή:
1.
«Πόσο λίγο βρίσκεται κανείς μες στη ζωή του…», 2. «Πάντα γίνεται ένα έγκλημα
εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα», 3. «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»,
4. «Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις», 5. «Αλίμονο αν
μαθαίναμε όσα μας έχουνε συμβεί», 6. «Άρρωστος για Θεό», 7. «Μόνον όποιος
φεύγει ξαναβρήκε την πατρίδα», 8. «Θα έσωζα την ανθρωπότητα, αλλά πως;», 9.
«Και τι ξέρουμε εμείς από τραγούδι;».
όπως
γράφεται στο οπισθόφυλλο, η εργασία αυτή: «Συνδυάζοντας τη διεργασία των
συγκλονιστικών βιωμάτων της γενιάς του με έναν συνολικότερο υπαρξιακό
προβληματισμό, ο Τάσος Λειβαδίτης αποτυπώνει στην ποίησή του την περιπέτεια του
σύγχρονου ανθρώπου, την απώλεια της συλλογικής και της ατομικής ταυτότητας, την
αίσθηση της διάψευσης και της ήττας, την αιχμαλωσία σε μια ζωή ερήμην. Αλλά και
τη συμφιλίωση με το παράλογο, τον αναπροσδιορισμό του εαυτού, την ανεύρεση ενός
προορισμού μέσα στις συνεχείς παραπλανήσεις. Η ποίηση δεν καταγράφει απλώς
αυτήν την περιπέτεια, τη βαθαίνει και την ανατροφοδοτεί συμπλέκοντας τον
εξομολογητικό λόγο με την αποσιώπηση, την απελπισία με την ελπίδα, τη βίωση της
ενοχής με την επίγνωση της αθωότητας.
Μελετώντας
το έργο του Λειβαδίτη ο αναγνώστης ανακαλύπτει μια οικεία πραγματικότητα,
υπονομευμένη, διάτρητη, συγκροτημένη από αντιφάσεις μιας πραγματικότητα που,
κυριαρχημένη από την καταλυτική παρουσία του απέραντου και του ανεκπλήρωτου,
προσφέρει την εμπειρία της υπαρξιακής ακεραίωσης, έναν κόσμο που μόνο όταν τον
μοιράζεσαι υπάρχει».
Το 2013, από τις εκδόσεις «Μετρονόμος»,
κυκλοφόρησε το βιβλίο, «Τάσος Λειβαδίτης»-Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι.
Που περιλαμβάνει τους μελοποιημένους στίχους του ποιητή. Το 182 σελίδων αυτό
μελέτημα, την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Σπύρος Αραβανής και ο Θανάσης Συλιβός,
που γράφει και τον μονοσέλιδο πρόλογο. Για το στιχουργικό και εν γένει ποιητικό
έργο του ποιητή, γράφουν σημαντικοί άνθρωποι της τέχνης, όπως: Σπύρος Αραβανής:
«ο μελοποιημένος λόγος του Τ. Λειβαδίτη», ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης:
«Πως μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Τ. Λ», του συγγραφέα Φώντα Λάδη: «Στη
Δραπετσώνα», του Σταύρου Καρτσωνάκη: «Σκέψεις για τον ποιητή Τ. Λ. και την
ιστορική συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη, του τραγουδιστή Πέτρου Πανδή: «Τα
Λυρικά, ο αγαπημένος κύκλος των τραγουδιών», του μουσικοσυνθέτη Μίμη Πλέσσα: «Τραγούδι
σαν το Μοιρολόι δεν γράφεται», του Γιώργου Μιχαλόπουλου: «για το Φυσάει και τον
Τ. Λ», ο Μιχάλης Γελασάκης: «Φυσάει. Ο υποπνέων και θυελλώδης Τ. Λ.», Πέτρος
Τσώνης: «η αγάπη του Γιώργου Τσαγκάρη για τον Τ. Λ.», ο Μιχάλης Γρηγορίου
γράφει το «Βαθύς στοχασμός, σοφία και τρυφερότητα», ο Λίνος Ιωαννίδης, γράφει
«η μουσική στην ποίηση του Τ. Λ.». και για τον Τάσο Λειβαδίτη γράφουν μελέτες
οι: Γιώργος Δουατζής συγγραφέας και δημοσιογράφος, «Τ. Λ. Είκοσι πέντε χρόνια
μετά», ο ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει το κείμενο «ο
άνθρωπος Τ. Λ.», ο κριτικός και ποιητής Γιάννης Κουβαράς γράφει το κείμενο: «ο
στιχουργός και ο ποιητής», ο δοκιμιογράφος Απόστολος Μπενάτσης γράφει:
«Λειβαδίτης και μουσική», και ο Γιάννης Βάγιας, γράφει το κείμενο: «Ο αξέχαστος
φίλος μου Τάσος Λειβαδίτης». Υπάρχει επίσης, και η Δισκογραφία του ποιητή.
Το 2014, η πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή»
εξέδωσε μια ενδιαφέρουσα σειρά γνωριμίας μας, με τους Έλληνες Ποιητές, ένας από
τους τόμους, ήταν αφιερωμένος στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Ο τίτλος του 120
σελίδων βιβλίου, που περιέχει και cd, έχει τίτλο «Τάσος Λειβαδίτης» «Ο Κόσμος
μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…»-Εργογραφία-Ανθολογία-Απαγγελία. Την
εξαιρετική αυτή εκδοτική προσπάθεια για τον ποιητή, και την εκτενέστατη
εισαγωγή με τίτλο «Ο Ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης, της Ουτοπίας και
της Ανθισμένης Ματαιότητας» είχε ο έγκυρος και συστηματικός μελετητής του έργου
του, φιλόλογος και κριτικός Γιάννης Κουβαράς, που μας έχει δώσει και άλλες
πολύτιμες μελέτες για τον Τάσο Λειβαδίτη, επίσης, την Ανθολόγηση ποιημάτων του
Λειβαδίτη, είχε ο Γιάννης Κουβαράς και η φιλόλογος και δοκιμιογράφος Αλεξάνδρα
Μπουφέα.
Εδώ αντιγράφω το πρώτο μέρος της μελέτης μου
για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη-«Μια διαρκής συνομιλία για τους κεκοιμημένους»,
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός» τεύχος 140/4,6, 2008, σελίδες 67-94.
Στο δεύτερο μέρος, θα καταγράψω την βιβλιογραφία για τον ποιητή που σύναξα σαν
συνέχεια της μελέτης στο ίδιο περιοδικό.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Σάββατο, 6 Ιουνίου 2015.