Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Είναι 33.333 οι στίχοι της Καζαντζακικής Οδύσσειας;

 

Μία Καζαντζακική πρόσκληση για εξομολόγηση

«Ένας άνθρωπος των γραμμάτων είναι σαν ένα κομμάτι γης  όπου γίνονται ανασκαφές. Είναι πάντα κυριολεκτικά ανακατωμένος και ξέσκεπος».

                 Φρανσουά Μωριάκ

Υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι με τον έναν ή άλλον τρόπο, άμεσο ή έμμεσο είναι παρόντες στις αναζητήσεις και τα διαβάσματά σου από την στιγμή που μόνος σου ή κάποιος άλλος φιλαναγνώστης, τυχαία ή όχι σου τους γνώρισε, σε έφερε επαφή με τα βιβλία τους. Υπάρχουν έργα (ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, θεατρικά, δοκιμιακά, μελέτες, λογοτεχνικά ημερολόγια, αυτοβιογραφίες κλπ.) τα οποία δεν φεύγουν εύκολα από την μνήμη σου όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Εντυπώνονται έντονα μέσα σου, έστω και αν με την πάροδο του χρόνου των διαβασμάτων σου η προσωπική σου αναγνωστική βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται, συμπληρώνεται με νέες συγγραφικές φωνές, καινούργιες αναζητήσεις και τίτλους βιβλίων. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν και τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, αυτό αποδεικνύει το διαρκές και αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο του ακόμα και σήμερα, που διανύουμε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, το ενδιαφέρον μας για έναν έλληνα ποιητή και πεζογράφο, φιλόσοφο και λεξικογράφο, θεατρικό συγγραφέα και ταξιδιωτικό περιηγητή του προηγούμενου αιώνα είναι μεγάλο.  Θέλω να πιστεύω ότι τα έργα του που άγγιξαν την γενιά μου, τα διάβασαν, συνομίλησαν μαζί τους, επηρεάστηκε από τις ιδέες του, τις απόψεις του παρά τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν με την γλώσσα του, αυτήν την κακοτράχαλη δημοτική, την αμίλητη τουλάχιστον για τους αναγνώστες των μεγάλων αστικών κέντρων, που είχανε προσαρμοστεί σε μία γλωσσική προφορικότητα μυθιστορηματικού λόγου εντός και πέριξ της περιοχής του Κολωνακίου, κεντρίζουν και σήμερα το ενδιαφέρον των νεότερων και πολύ σύγχρονων συγγραφέων και αναγνωστικών γενεών. Την δική μου γενιά, δεν την τρόμαζε το πλήθος των βιβλίων του, πχ. ο όγκος της «Οδύσσειας», της «Αναφοράς στον Γκρέκο», τα διάφορα είδη και κατηγορίες στις οποίες ανήκαν αρκετοί τίτλοι του, αντίθετα μάλιστα, μας βοηθούσαν να αποκτήσουμε ένα αισθητικό κριτήριο, να γνωρίσουμε με ποιητικό τρόπο τι σημαίνει ελληνισμός, ελληνικότητα, πατρίδα, ιστορική συνέχεια, ελληνική παράδοση, ελλάδα, έλληνες, με τις αρετές και τα κουσούρια τους/ μας. Προμηθευόμασταν τις επιμελημένες επανεκδόσεις τους από διάφορους εκδοτικούς οίκους,-στα κατοπινά χρόνια προσφέρθηκαν σε φτηνή τιμή από την πολιτική εφημερίδα το «Έθνος». Οι αναγνωστικές γενιές μετά την μεταπολίτευση (μιλώ για την μετά του 1970 γενιά) του «οφείλουν» ένα μέρος του ανοίγματος της σκέψης και των πνευματικών οριζόντων των τότε εφήβων. Η μεγαλοστομία του δεν μας κούραζε, όπως αποδεχόμασταν την φωνή του ποιητή Κωστή Παλαμά το ίδιο και την δική του. Οι «άδειες» στέρνες της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας της γενιάς μου, γέμιζαν με τον δικό τους λόγο. Η πόλη του Πειραιά, στην πολιτιστική της διαδρομή, έχει αναδείξει και να μας προτείνει πλήθος σημαντικών και αξιόλογων ονομάτων τα οποία ασχολήθηκαν, έγραψαν μελέτες, έδωσαν διαλέξεις και ομιλίες, δημοσίευσαν άρθρα για το Νίκο Καζαντζάκη και τα έργα του. Συνήθως οι θέσεις τους είναι θετικές αλλά δεν απουσιάζουν και οι αρνητικές. Ας μην λησμονούμε το πέρασμα από την Πόλη μας του Νίκου Καζαντζάκη στα εφηβικά φοιτητικά του χρόνια των νομικών του σπουδών. Δυστυχώς, δεν κατόρθωσα μέχρι σήμερα να εντοπίσω το γεωγραφικό στίγμα της διαμονής του, όταν διέμενε στο πρώτο λιμάνι. Τα βιβλία του θέλω να πιστεύω ότι διαβάζονται και σήμερα ακόμα με τον ίδιο ζήλο, την ίδια θέρμη, δίχως απαγορευτικούς περιορισμούς και αποκλεισμούς. Το αναφέρω αυτό γιατί ακόμα και στα εφηβικά μου χρόνια-ως νεοσσός αναγνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας- θυμάμαι άτομα και πνευματικούς κύκλους οι οποίοι μας απέτρεπαν να τα διαβάσουμε. Τις ίδιες αποτροπές είχαμε και την περίοδο που ήταν να προβληθεί σε Πειραϊκό κινηματογράφο (Ζέα) η ταινία «Ο Τελευταίος Πειρασμός» του Μάρτιν Σκορτσέζε, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη. Αντίθετα είχαμε χαρεί την τηλεοπτική διασκευή στη μικρή οθόνη του έργου του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»  Υπήρχαν κύκλοι ατόμων που θεωρούσαν τα έργα του βαρύγδουπα, φλύαρα, ορισμένα δίχως οργανωμένη εσωτερική δομή, με ροπή προς τον φιλοσοφικό παρά τον καθαρό λογοτεχνικό λόγο, επαγγελματικές του συγγραφικές βιασύνες. Μια ατεχνία που καλύπτονταν από πολλαπλές επιστρώσεις λέξεων και εικόνων, επαναλήψεις. Βαριές κουβέντες, αρνητικές για τον ίδιο και την γραφή του, όμως τις ακούγαμε και τις διαβάζαμε μέσα στην απειρία μας, προσπαθώντας να αρθρώσουμε την δική μας γνώμη. Ορισμένα του ιδιωτικού του βίου δημοσιεύματα που αφορούσαν τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του σε πρωινή έγκυρη πολιτική εφημερίδα, μας είχαν προκαλέσει ενόχληση, θλίψη. Είμασταν αντίθετοι στην κοινοποίηση πολύ προσωπικών του στιγμών και μάλιστα, από άτομα του στενού του περιβάλλοντος. Υπήρχε φυσικά και η άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του έργου του, οι θαυμαστές του, και αυτούς προσπαθούσαμε να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να προσεταιριστούμε. Το επικολυρικό μεγαλόπνοο ποιητικό του έπος, την «Οδύσσεια», σπάνια την αναφέρανε. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι αναγνώστες της, ακούγαμε να αναφέρονται σε αυτήν, να την σχολιάζουν, να εκφέρουν γνώμες, συνήθως αρνητικές, ή θετικές απόψεις με ενστάσεις αλλά, υποψιαζόμασταν ότι δεν την είχαν εξ ολοκλήρου διαβάσει. Να μην θυμούνται κομμάτια της το καταλαβαίναμε αλλά να μιλούν για αυτό το κολοσσιαίο έπος, την «κραυγή του μελλοντικού ανθρώπου» κατά Καζαντζάκη και να την αγνοούν ήταν ενοχλητικό. Φυσικά λόγω απειρίας της νεότητος, άγνοιας, δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε αν είχανε διαβάσει το ογκώδες αυτό ποίημα, τις 24 Ραψωδίες της, τους 33.333 στίχους της. Η άποψη μου αυτή, εδραιώθηκε όταν ένα πολιτιστικό σωματείο- ομάδα (;) της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά την εποχή εκείνη, διοργάνωσε εκδήλωση σε μία υπόγεια αίθουσα για την περίπτωση Καζαντζάκη και την παρακολούθησα. Μεταγενέστερα και σε άλλες αίθουσες μεγαλόσχημων της τέχνης και της θρησκείας. Ακόμα και εγώ ο αδαής καταλάβαινα ότι οι ομιλητές δεν την είχαν διαβάσει και όμως μιλούσαν θετικά ή αρνητικά για το τιτάνιο αυτό ποιητικό έπος, που, όπως φαίνεται, για αρκετές δεκαετίες βυθίστηκε στην αδιαφορία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού από τον πρώτο καιρό που εκδόθηκε και ο ίδιος ο συγγραφέας το μοίραζε από χέρι σε χέρι σε αριθμημένα αντίτυπα στους φίλους και πνευματικούς του συντρόφους. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, ένα τόσο ογκώδες έργο που ζυγίζει πάνω από 20 κιλά και περιέχει στις σελίδες του αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, σε τρομάζει, σε αποθαρρύνει η όψη του, χρειάζεσαι γερές αντοχές και μεγάλη επιμονή και επιμονή να το πλησιάσεις και να το διαβάσεις. Είναι το ερώτημα που διατυπώνει ο θεατρολόγος και κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος, στο κείμενό του «Ποιος φοβάται τις λέξεις;» σελ. 157-. Βλέπε «Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη» Επιλογή Κριτικών Κειμένων, Επιμέλεια Roderick Beaton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011. Στην δεύτερη ενότητα, «Ο ποιητής της Οδύσσειας». Και ενδέχεται, ακόμα και στις μέρες μας, να υπάρχουν πολλοί που φοβούνται αυτό το λεκτικό και φραστικό κελάρυσμα του ποταμού της δημοτικής γλώσσας του Νίκου Καζαντζάκη. Στο εξωτερικό, μετά την μετάφρασή του από τον ποιητή και δάσκαλο της αγγλικής ποίησης Κίμωνα Φράιερ, η πορεία της αναγνώρισής του και της ανάγνωσής του ήταν διαφορετική, ανοδική. Ακόμα και σήμερα όπως μας δείχνουν τα στοιχεία το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού-αυτών που διαβάζουν και ασχολούνται- είναι μεγάλο. Ο Φράιερ άνοιξε το δρόμο και του το οφείλει η ελληνική γραμματεία, φυσικά, ακολούθησαν και άλλοι νεότεροι μελετητές και μεταφραστές του Καζαντζακικού έργου ανά την υφήλιο. Η οικουμενικότητα των Ομηρικών Επών συνάντησε- συνέπλευσε- με την παγκοσμιότητα της Καζαντζακικής «Οδύσσειας».

Παρενθετικά, για την ιστορία της δικής μου αναγνωστικής διαδρομής του έργου του Καζαντζάκη και ιδιαίτερα της «Οδύσσειας», η έκδοση που είχα προμηθευτεί και κυκλοφορούσε τότε από τις εκδόσεις της Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σε φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια του Ε. Χ. Κάσδαγλη,- επανέκδοση της πρώτης-την είχα αγοράσει στις 4 Ιουνίου του 1977 όπως μου υπενθυμίζει η σφραγίδα ενός καταλόγου βιβλίων της βιβλιοθήκης μου, σε μία άθροιση των 17/συλλαβων στίχων των 24 Ραψωδιών στο σύνολο τους έβγαιναν 33.284 στίχοι. Έλλειπαν δηλαδή 49 για να συμπληρωθεί ο αριθμός 33.333 της τελικής της μορφής. Φυσικά, και όταν την πρωτοδιάβασα για πρώτη φορά και μεταγενέστερα, όταν την πλησίαζα εκ νέου, δεν αποτολμούσα να αθροίσω το γενικό σύνολο. Άφηνα την απορία μου αναπάντητη, δεν μπορούσα να καταλάβω έκτοτε αν οφείλεται σε δική μου λανθασμένη αρίθμηση ή σε κάποια τυπογραφική αβλεψία της έκδοσης. Όταν  αυτό το επικολυρικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό, ποιητικό μοιρολόι της ανθρώπινης αγωνίας και εξερεύνησης, σπαρακτικής κραυγής, κραυγής απόγνωσης του δυτικού πολιτισμού, τραγικής και αιματηρής περιπλάνηση της λευκής ανθρωπότητας ήρθε και πάλι στην σκέψη μου, λόγω ατμοσφαιρικών και άλλων δυσκολιών, και θέλησα να το διαβάσω, να κουβεντιάσω μαζί του, να πεταρίσει ο νους μου αλλού- το πρώτο τρίμηνο του 2024, δεν αποτόλμησα να μετρήσω μία-μία τις σειρές των 900 σελίδων του ογκωδέστατου τόμου. Τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα, δεν άφηναν περιθώρια για τέτοιους σχολαστικισμούς, για άκαιρα ψειρίσματα. Αφοσιώθηκα στην αργή και σταδιακή ανάγνωσή της και επικουρικά, σε σκόρπιες μελέτες και βιβλία για το έργο του Καζαντζάκη. Και στην μνήμη όλων των ανώνυμων αναγνωστών της και αναγνωστριών της διαχρονικά, καταγράφω τους αριθμούς των στίχων των εικοσιτεσσάρων ραψωδιών. [Α-1378. Β-1496. Γ. 1464. Δ.-1363. Ε-1345. Ζ-1292. Η-1362. Θ-1288. Ι-1354. Κ-1402. Λ-1359. Μ-1314. Ν-1400. Ξ-1410. Ο-1460. Π-1394. Ρ-1351. Σ-1445. Τ-1439. Υ-1319. Φ-1440. Χ-1476. Ψ-1315. Ω-1418].

     Γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου πίσω, υπήρξαν νέοι της γενιάς μου, οι οποίοι είχαν διαβάσει την μελέτη του πειραιώτη Βασίλη Λαούρδα, τα δημοσιεύματα του πειραιώτη Ευάγγελου Παπανούτσου, γνώριζαν το κείμενο του Κρητικού διηγηματογράφου εγκατεστημένου μόνιμα στον Πειραιά Βελισσάριου Μουστάκα, του κριτικού Δημήτρη Ραυτόπουλου, του εκδότη και συγγραφέα Ευάγγελου Ρόζου, του βιβλιοκριτικού Κώστα Σταματίου. Σποραδικά και που διαβάζαμε μικρά άρθρα στον τοπικό τύπο. Η αίθουσα του τότε Γαλλικού Ινστιτούτου, νυν ιδιοκτησία της Βιβλιοθήκης Λασκαρίδη, ήταν γεμάτη πάντως όταν κατέβηκε στον Πειραιά ο Κίμων Φράϊερ και έδωσε την γνωστή διάλεξή του. Τα παλαιά τεύχη και αφιερώματα του περιοδικού «Νέα Εστία» υπήρξαν τροφοδότης των Καζαντζακικών διαβασμάτων μας. Στα νεότερα χρόνια συστηματικός ερευνητής και μελετητής της φιλοσοφίας και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη είναι ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας κριτικός Βρασίδας Καραλής και ο επίσης πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης. Από την άλλη, αν προσέξει ο όποιος ενδιαφερόμενος αναγνώστης τα λήμματα της «Βιβλιογραφίας για τον Ν. Καζαντζάκη (1906- 2012)», των Γιώργου Ν. Περαντωνάκη- Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου, Π.Ε. Κρήτης 2018, θα διαπιστώσει όχι και λίγα ονόματα λογίων, διανοουμένων, συγγραφέων άτομα τα οποία προέρχονται από την πόλη του Πειραιά ή κατοίκησαν σε αυτήν και των όμορων δήμων, τον ευρύτερο Πειραϊκό χώρο. Ονόματα όπως ο ποιητής και μελετητής του έργου του Νικηφόρος Βρεττάκος, (ογκωδέστατος ο τόμος που συνέγραψε), ο δημοκράτης μαχητής ιερέας και θεολόγος αντιστασιακό π. Γεώργιος Πυρουνάκης, (που υπήρξε σύμβουλος «εισηγητής» στον τότε αρχιεπίσκοπο στο να στείλει η επίσημη διοίκηση της ελλαδικής εκκλησίας έναν ιερέα να συνοδεύσει τον νεκρό, κατά την μεταφορά του από το εξωτερικό, αλλά δυστυχώς, δεν εισακούστηκε), Ο παπαγιώργης ο Πυρουνάκης-που υπήρξε σημαντικός ευεργέτης για τον εργατόκοσμο της Πόλης μας και τα παιδιά των φτωχών Πειραιωτών και όχι μόνο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, ήταν μέχρι την κοίμησή του ακλόνητος υποστηρικτής του έργου του Καζαντζάκη, το ίδιο και ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Διαβάζουμε επίσης, το όνομα του πεζογράφου Κώστα Σούκα, του κυρού πανεπιστημιακού και κριτικού Βαγγέλη Αθανασόπουλου. Έχουμε τις παρουσίες της ποιήτρια και πολιτικού Ρούλας Κακλαμανάκη, του μελετητή της λογοτεχνίας Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, του Γεωργίου Δρόσου, του Μ. Καραγάτση. Αναγνωρίζουμε το όνομα του Σαλαμίνιου (;) Δημήτρη Καραμβάλη, του αγαπητού μας Εμμανουήλ Κριαρά, του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα, του αλεξανδρινού ποιητή και κριτικού (που γεννήθηκε στον Πειραιά) του Τίμου Μαλάνου. Δεν απουσιάζουν επίσης τα ονόματα του δοκιμιογράφου και μεταφραστή Ευάγγελου Μόσχου, του κριτικού Τάκη Μενδράκου, του Μανόλη Ρούνη, του Πάνου Σπάλα, ο άσπονδος εχθρός του Καζαντζάκη Σπύρος Μελάς. Ακόμα να συμπληρώσουμε ότι ο σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαριάς, για ένα διάστημα καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, έχει ανεβάσει θεατρικό έργο- την έχουμε παρακολουθήσει- του Καζαντζάκη.

     Αρκετοί νέοι της γενιάς μου αναζητώντας την συγγραφική τους ταυτότητα, και τον αναγνωστικό τους προσανατολισμό, λάτρεις του Καζαντζάκη, διάβαζαν τα μυθιστορηματικά του συναξάρια, (ιδιαίτερα αυτά που είχαν μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή σκηνοθετηθεί από τον τηλεοπτικό φακό. (« Αλέξης Ζορμπάς» «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται»). Παρακολουθούσαμε θεατρικά του έργα που ανεβάζονταν στις πειραϊκές και αθηναϊκές σκηνές, σε καλοκαιρινά φεστιβάλ. («Βούδας», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Νικηφόρος Φωκάς»,) Κέντριζαν την προσοχή μας αυτά που διαπραγματεύονταν θέματα από την Βυζαντινή Ιστορία. Τα συσχετίζαμε με θεατρικά έργα άλλων πεζογράφων όπως ο Άγγελος Τερζάκης. Τα παραμυθιακής ατμόσφαιρας πεζογραφήματά του μας έθελγαν. Οι ποιητικές του προσωπογραφίες μας συγκινούσαν («Τερτσίνες»), ξεσηκώναμε τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της γραφής του, την διαβάζαμε παράλληλα με τα Σεφερικά «Ημερολόγια» τις πολύτομες αυτοβιογραφικές μέρες του νομπελίστα ποιητή. Μεταγενέστερα μπήκε στην αναγνωστική μας ζωή η γραφή του Αντρέ Ζίντ. Φιλοδοξούσαμε ανοήτως, να γράψουμε μία μελέτη για τον Νίκο Καζαντζάκη, βασιζόμενοι στα ίχνη του Ζαν Πωλ Σαρτ, «Ο άγιος Ζενέ» για τον γάλλο συγγραφέα Ζαν Ζενέ. Τα υπαρξιακά ερωτήματα και οντολογικά διλήμματα που έθετε ο λόγος του, ήταν μία άλλη ατραπός στις αναζητήσεις μας και τα ενδιαφέροντά μας. Για την ακρίβεια, πελαγοδρομούσαμε μεταξύ πίστης και απιστίας των λόγων του, των έργων του, σε μία κρίσιμη ηλικία για τις ζωές μας. Τότε, που «ασπρογάλιαζε» η ανατολή της νιότης μας και άρχιζαν να φυτρώνουν «τα γαϊδουράγκαθα» των ερωτικών και άλλων στρατευμένων κοινωνικά ερωτικών παθών μας. Αλλά όταν η νιότη τρέχει με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και κάνει απειράριθμες και απότομες ριψοκίνδυνες στροφές, πώς να πιάσει φρένο και να σταθεί στα «φανάρια» της Καζαντζακικής γραφής και φιλοσοφίας, ενατένισης της ανθρωπότητας. Τι να κατανοήσεις, αντιληφθείς από αυτήν την φωνακλάδικη πολυφωνική ορχήστρα της τραγικής αγωνίας του μετά Ομηρικού ανθρώπου (όχι μόνο του Έλληνα). Αυτήν την σπαρακτική οιμωγή της σύγχρονης του ανθρώπινης καθολικότητας που φιλοδοξεί να ελέγξει την Μοίρα του, το Πεπρωμένο του. Να το κατανοήσει, το αποδεχτή ο άνθρωπος δίχως ελπίδα και μεταφυσική ανταμοιβή. Αυτήν την Σισύφεια πορεία για την οποία μας μιλούσε ο «Άρπαγος», στην «Οδύσσειά» του, στο φιλοσοφικό του μανιφέστο την «Ασκητική» και σ’ άλλα του έργα. Μια παρατεταμένη καθολική του ανθρώπου σπαρακτική κραυγή ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη, ανακαλεί στη μνήμη τον πίνακα του ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ. Σπάνια αναπνέουν οι λευκές σελίδες των βιβλίων του, κυκλώπεια τείχη και αρχαία σπαράγματα λέξεων και φράσεων σε κυκλώνουν από παντού, σε πνίγουν, σε σμπαραλιάζουν μέχρι να σε κάνουν κοινωνό του Τίποτα, της Αβύσσου που στροβιλίζεται στον εαυτό της όπως μια μαύρη τρύπα στο διάστημα, καταβροχθίζοντας χώρο και χρόνο, τις άπειρες διαστάσεις της ζωής και του θανάτου, ακόμα και τον μεγάλο τεχνίτη «Ωρολογοποιό». Αλλά είπαμε, η ανωριμότητα της νεαρής ηλικίας με τον ενθουσιώδη αυθορμητισμό της, την φρεσκάδα και παρατολμία της φαντασίας της, των αρυτίδωτων εμπειριών της, τους ψιθυρισμούς των ονείρων της, το πρώτο κελάιδισμα των ηδονών της και το αγουροξύπνημα των αισθημάτων της, την γεύση των σωματικών της αισθήσεων, δεν βοηθούσαν να διαθέσεις την αναλογούσα υπομονή και επιμονή για να διαβάσεις το έργο του Καζαντζάκη. Να αποκτήσεις πρωιμότερα την αναγκαία αναγνωστική πείρα και εμπειρία της όποιας ωριμότητας των χρόνων που κάλπαζαν. Εξάλλου, δεν  ήσουν βέβαιος για τις αναγνωστικές λογοτεχνικές επιλογές του μέλλοντός σου που θα σοδιάζονταν οι επερχόμενες προτιμήσεις σου. Έσπερνες επιθυμίες καλλιεργούσες ψευδαισθήσεις. Αταξίδευτος ο Κόσμος ακόμα και εσύ δεν είχες ανακαλύψει τον ατομικό σου αναγνωστικό «αστρολάβο». «Ω τι αχαλίνωτος ρομαντισμός, λυρικότητα» θα πουν πολλοί, γυρίζοντας σελίδα. Τι παλαιομοδίτικες αναμνήσεις. Αλλά ο καθείς και η Ραψωδία του.

«΄Ε συμπλωρίτες, πάρτε τα κουπιά, κι ο καπετάνιος φτάνει’

και σείς, μανάδες, δώστε το βυζί στα βρέφη μή φωνάζουν!

Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου, τρουλώσετε τ’ αυτιά σας’

τα πάθη και τα βάσανα θα πω του ξακουστού Οδυσσέα!...».  

Ο Καζαντζάκης, για να θυμηθώ έναν ήρωά του, τον «γερό λαδά» (που τόσο καταπληκτικά ερμήνευσε ο ηθοποιός Δ. Σταρένιος), και φέρνει στη σκέψη τον «Σάυλοκ» του ελισαβετιανού δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ήταν ακριβώς ο αντίποδάς του, ο άπληστος για γνώση, ο αδηφάγος αναγνώστης, ο βιβλιοφάγος, ο «Δίας» (όπως τον αποκαλούσαν οι νεανικοί του φίλοι) που αρέσκονταν να κολυμπά μέσα σε ένα φουρτουνιασμένο γλωσσικό πέλαγος, σε μία λεκτική υπερτροφία, ποιητής και φιλόσοφος μαζί, ο πεζογράφος που μετουσίωνε ότι διάβαζε και παρατηρούσε σε γραφή, σε κείμενο σε Ποίηση.

«Άλη σωτηρία δεν υπάρχει, άλη ζωή δεν υπάρχει άλη πραγματικότητα δεν υπάρχει- μονάχα η Ποίηση. Νάσαι καλα, πέρασε το κακο, αρχίζει πάλι ο άγιος Ανήφορος…..»

          Γράμμα του Ν. Καζαντζάκη στον Κίμωνα Φράιερ, Αντίπολη 5.2.56. στο βιβλίο Κίμων Φράιερ: «Η Πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σελ. 68.

Ο Καζαντζάκης, «πνευματοποίησε» τον Ποιητικό λόγο. Η ξεχωριστή και ιδιάζουσα πολυχρωμία της ταυτότητας της γλώσσας του ήταν ένα εμπόδιο γα μας τότε ίσως και σήμερα. Μας απωθούσε και μας έλκυε ταυτόχρονα, εμπλούτιζε μεν το ατομικό μας πενιχρό λεξιλόγιο, αλλά χρειαζόμασταν την αρωγή Λεξικών, ήταν απαραίτητη η βοήθειά τους. Μπαίναμε σε μια άλλου είδους αναγνωστική περιπέτεια. Μονοπάτια που ανοίγαμε με κόπο και άτακτα διαστήματα. Χαιρόμασταν όταν διαισθανόμασταν τα διάφορα στάδια του ιστορικού ελληνισμού που μας φανέρωνε και των παραδόσεών του, αυτήν την πρωτόγνωρη για εμάς άγνωστη τότε λυρική ουτοπία του ελληνικού χώρου. Το θρυμματισμένο, κατακερματισμένο ιστορικό κάδρο της πατρίδας μας με τα διασκορπισμένα πάνω στο ελληνικό χώμα ερείπια, εστίες ζωής πολιτισμού και ναοί αποτυπώματα θρησκευτικής ανάσας και μεταφυσικής ελπίδας. Λέει σε περιηγητικό του κείμενο:

«Το πρόσωπο της Ελλάδος είναι ένα παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη, του 21, της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας, του Βυζαντίου, της Ρώμης, [της Ελληνιστικής εποχής,] της Ελληνικής Κλασικής εποχής, του Δωρικού μεσαίωνος, της Μυκηναϊκής, της Αιγαιικής, της Λίθινης. Στέκεσαι σε μια σπιθαμή ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία. Μνήμα βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι’ ανεβαίνουν φωνές και σε κράζουν. Ποια να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει το σώμα της κι’ η καρδιά σου ταράζεται και δεν αποφασίζει. Για ένα Έλληνα, το ταξίδι στην Ελλάδα είναι γοητευτικό, εξαντλητικό μαρτύριο….».

Αυτά τα γράφει σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Η Καθημερινή 7/11/ 1937. Ο Νίκος Καζαντζάκης για εμάς τους νέους με τον έντονο αγωνιστικό πατριωτικό χαρακτήρα εξαιτίας όχι μόνο του επτάχρονου στρατιωτικού καθεστώτος αλλά και των διαδηλώσεων και πορειών για την κατοχή και την σκλαβιά της Κύπρου το 1974, φάνταζε σαν μία ξεχωριστή περίπτωση λογοτέχνη, λάτρη της διαχρονικότητας του Ελληνισμού, μία άλλη ισχυρή φυσιογνωμία στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας, όπως η Πηνελόπη Δέλτα, ο Ίωνας Δραγούμης, ο αντιστασιακός Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής και δάσκαλος Κωστής Παλαμάς, ο ορφικός αγγελόμορφος Άγγελος Σικελιανός. Ο εμπνευστής της Ελευθερίας Διονύσιος Σολωμός, ο υμνωδός της Νίκος Καζαντζάκης. Κάπου ανάμεσα και ο Ανδρέας Κάλβος. Καθώς άνοιγες την αυλόπορτα του λογοτεχνικού μπαλκονιού σου, της παράδοσης της ελληνικής λογοτεχνίας, δεν μπορούσες να παραβλέψεις αυτές τις θεσπέσιες ποικίλες πολυδιάστατες αναλυτικές περιγραφές του, τις εκπληκτικές εικονογραφίες των ταξιδιωτικών του περιηγήσεων σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Γης. (η σειρά; «Ταξιδεύοντας»). Αυτές τις τόσο χαρακτηριστικές σκιαγραφήσεις του ταραγμένων ψυχών και ρωμαλέων σωμάτων των ανθρώπων, του ζέοντος σώματος του χώματος του Ελληνισμού. Τον εκπληκτικό χαρακτήρα των τοπιογραφιών του, την ζωντάνια των μικρολεπτομερειών των ταμπλό της ανθρώπινης πινακοθήκης του. Απεικονίσεις πορτραίτων της ανθρώπινης συνείδησης των περιπετειών της φωτεινά και σκοτεινά φτερουγίσματα. Ενσωματωμένες ανθρώπινες ηρωικές καταστάσεις, ηρώα, μυθολογικές εξιστορήσεις, παρεμβολές εξωλογικών συμβάντων και γεγονότων, ηρωικά ανδραγαθήματα και άθλα, ζώα μικρά μετά μεγάλων που συμμετέχουν σε ένα αέναο αινιγματικό παιχνίδι της ανθρώπινης ζωής και της γραφής, των λέξεων, η φύση με τα αποκαλυπτικά αποκαλυπτήρια των μυστικών της μα και της φθοράς της. Η πανίδα και η χλωρίδα, το Οικουμενικό διαχρονικό παραμύθι του γένους των ανθρώπων. Οι Κρητικές μαντινάδες, τα δημοτικά άσματα, το τραγούδι και ο χορός, η ζωή και ο θάνατος σε όλες τους τις μορφές, εκδοχές και εμφανίσεις, στην αργή διαδικασία του σβησίματός τους. Η ακατάσχετη βία, οι σεισμοί, η Ελένη και ο Μενέλαος, οι δικοί του μαθητές-απόστολοι, οι σύντροφοι συνταξιδιώτες του. Ένας ανάγλυφος χάρτης της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης σμιλευμένος με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου από τον Κρητικό «Μονιά». Εντυπώσεις της ζωής, του μυαλού πεταρίσματα, της φαντασίας του προθέσεις. Το μεγάλο πολυκάντηλο ο Ήλιος, με ύμνο προς αυτόν αρχινάει το έπος του, όπως ο δάσκαλός του Φρειδερίκος Νίτσε, το έργο του «Ζαρατούστρας». Η παρουσία των ενεργειών του είναι διάσπαρτοι μέσα στις 24 ραψωδίες του, τα προσωνύμιά του και οι χαρακτηρισμοί του πάμπολλοι. Αυτός η αρχή και το τέλος, όπως πίστευε ο αρχαίος φαραώ Ακενατών. Δεν μπορεί να μην σταθείς κανείς στα συγγραφικά του εφευρήματα, τις τεχνικές του, την σχεδιαστική του δομή ή αποδόμηση, την λαϊκότροπη φόρμα και μορφολογία της αφήγησης των θεμάτων του, την ευρύτητα και πολυμηχανία της σκέψης του, την διαλεκτική του ισορροπία. Την πληθωρικότητα του λυρισμού του, την ποιητικότητα των συλλήψεών του ακόμα και των ποιο στεγνών του περιγραφών, στραγγιγμένων κειμένων του. Την ρυθμική τονικότητα των λέξεών του, των στίχων του που ρέπουν προς τον πεζό λόγο, προς την πεζολογία δίχως να απολέσουν κάτι από την μουσικότητά τους. Διαβάζαμε σε περιοδικά για την ευπώλητότητα των βιβλίων του, υψηλοί πάντα οι δείκτες των πωλήσεών τους παγκοσμίως και χαιρόμασταν και μαζί προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους και μεθόδους να κατανοήσουμε τα έργα του, την φωνή του, να ξεαμπαρώσουμε τα μυστικά των βιβλίων του.

      Αν και στην εποχή μας, με τις ραγδαίες και απότομες αλλαγές και εξελίξεις που έχουν επέλθει στην κοινωνία και τις ζωές μας, ανακατατάξεις ασύλληπτων ταχυτήτων, που ο άνθρωπος ακολουθά ασθμαίνοντας την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και όχι το αντίθετο, παγιδεύτηκε από αυτήν, που από στιγμή σε στιγμή δεν γνωρίζεις τι θα σου συμβεί, (τι θα σου ξημερώσει) δεν μπορούμε να γράψουμε με βεβαιότητα αν τα έργα του (ή τουλάχιστον τα περισσότερα που ανήκουν στο λογοτεχνικό είδος), συνεχίζουν να αποτελούν σύγχρονα πνευματικά στηρίγματα, συγγενικά μοντέλα γραφής στην μοντέρνα «πασαρέλα» της σύγχρονης ελληνικής-μιλώντας πάντα λογοτεχνικής παραγωγής. Αν τα ίδια τα βιβλία του μετά από τόσες δεκαετίες από τον θάνατο του συγγραφέα τους, δημιούργησαν τις δικές τους προϋποθέσεις, καλλιέργησαν τις πεζογραφικές και ποιητικές εκείνες συνθήκες παράδοσής τους, γενικευμένης ή εξατομικευμένης «μίμησης» τους. Τί απήχηση έχει ακόμα η γραφή του, το ύφους του, για τις πολύ νεότερες ηλικιακά γενιές ελλήνων και ελληνίδων εκκολαπτόμενων λογοτεχνών, ακόμα και αυτών που κατάγονται από την Κρήτη τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω. Ποιοί και ποιές τον διαβάζουν ακόμα και τι αναζητούν στο έργο του, συγκινούν ακόμα οι αγωνίες και ιδέες του ή είναι διανοήματα –λόγια μιάς ευφάνταστης ψυχής. Το ιστόγραμμα των χρονολογικών περιόδων του αναγνωστικού ενδιαφέροντος για το πολυσχιδές έργο του φημισμένου έλληνα λογοτέχνη, όχι όμως δυστυχώς βραβευμένου με το Νόμπελ, έχει υψηλές κορυφές και αντίστοιχα μεγάλα βάθη. Και απέχουμε πολύ από το να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα αν και στις μέρες μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για το αν ο Καζαντζάκης ως ένας από τους πνευματικούς δασκάλους, σημαίνουσες προσωπικότητες «γκουρού» στις συνειδήσεις της επαναστατημένης και μαχόμενης ειρηνόφιλης νεολαίας του δυτικού κόσμου τις προηγούμενες δεκαετίες του αιώνα που μας πέρασε, κατέχει και σήμερα την ίδια θέση. Το όνομά του βρίσκονταν δίπλα σε άλλα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μεγέθη όπως ο γερμανός Έρμαν Έσσε, ο γάλλος Αλμπέρτ Καμύ, ο ιρλανδός Όσκαρ Ουάϊλντ, ο ινδός Κρισναμούρτι κλπ. Το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή τα βιβλία του δεν αντιμετωπίζονται ως «ευαγγέλια» για τις νεότερες γενιές, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αμίλητη χρήση της δημοτικής γλώσσας που υιοθέτησε και χρησιμοποίησε στα βιβλία του, το ζήτημα αυτό ενδέχεται να μην αφορά κανέναν πια. Πέρα από έναν στενό κύκλο πανεπιστημιακών γλωσσολόγων και ιστορικών του γλωσσικού μας ζητήματος ερευνητών. Μια προφορική γλώσσα γεμάτη Ιδιωματικές εκφράσεις και νεολογισμούς, όμως ξένα δάνεια χρησιμοποιούμε και σήμερα αλλά άλλης χροιάς και νοηματικής ποιότητας. Ίσως να ξενίζει αυτή η λαϊκότροπη ιδεολογία της ηθογραφικής- λαογραφικής του ταυτότητας. Εξάλλου, η περίοδος της ηπειρωτικής και νησιώτικης ηθογραφίας έχει κλείσει τον κύκλο της. Οι φωνές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Κώστα Κρυστάλλη, του Αργύρη Εφταλιώτη και άλλων, όπως των Μικρασιατών λογοτεχνών, Φώτη Κόντογλου, Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Διδώ Σωτηρίου, ή των ηρωικών στιγμών της επανάστασης Θανάσης Πετσάλης Διομήδη, ή της Κωνσταντινουπολίτικης ατμόσφαιρας της Μαρίας Ιορδανίδου, μνημονεύονται και ερευνώνται ως ειδικές περιπτώσεις με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της γραφής και του ύφους τους μέσα στο πλαίσιο καταγραφής της διαδρομής και συνέχειας της ελληνικής πεζογραφίας. Αμιγώς συγγραφέας ή φιλόσοφος, θεατρικός δραματουργός ή ποιητής, κοινωνιολογίζουσα η γραφή του ή με μεγάλα κοιτάσματα θρησκειολογικών αναφορών, ταξιδιωτική ή δημοσιογραφική, δεν γνωρίζαμε που να τον εντάξουμε, πολυπρισματική η φωνή και γραφή του, όταν ακόμα η αναγνωστική μας περιέργεια στριφογύριζε σαν σβούρα και τα όνειρά μας πελαγοδρομούσαν αναζητώντας πυξίδα. Τότε για εμάς, σήμερα;

     Μένει κανείς έκθαμβος με τις αστείρευτες συγγραφικές του δυνάμεις, αυτήν την απληστία της παγκόσμιας περιέργειάς του για κάθε είδους και κατηγορία ανθρώπινης γνώσης. Η φωνή του δεν είναι μόνο έκγονη της Ομηρικής επικής ποιητικής φωνής, απόγονη της παραμυθιακής του αρχαίου Αισώπου, σύγχρονη συνέχεια της θεώρησης του σύμπαντος Κόσμου του αινιγματικού Ηράκλειτου, η μοντέρνα της ελληνικής ματιάς «αγχιβασίας». Προέκταση των ιδεών και φιλοσοφικών προταγμάτων της Νιτσεϊκής και Μπερξονικής προβληματικής και στοχασμού, είναι συνέχεια πολλών ηρωικών και μη καθημερινών ανθρώπων έργα και οικουμενικών παραδόσεων. Είναι το μεγάλο ηχείο της παγκόσμιας του πολιτισμού περιπλάνησης μέσα και ταυτόχρονα έξω από τα σύνορα του χρόνου της Ιστορίας. Η συνέχεια της διαχρονικής προσφοράς του ελληνικού αλφαβήτου στο οικοδόμημα του παγκόσμιου πολιτισμού του «Νέου Ανθρώπου», του «Νέου Αδάμ» και της απομάκρυνσής του από τον Χριστιανικό παράδεισο. Τα έργα του είναι το προσωπικό του κερδισμένο στοίχημα να κάνει τον Κόσμο παιχνίδι όπως γράφει σε ένα γράμμα του στον Παντελή Πρεβελάκη. «Αν δεν θέμε να γίνουμε παιχνίδι του κόσμου, πρέπει να κάμουμε παιχνίδι τον κόσμο».

     Παρά την απήχηση των έργων του κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα τον προηγούμενο αιώνα, παρά τις επαναξιολογήσεις του και σιγά- σιγά της μείωσης κάπως των αρνητικών κρίσεων για τίτλους έργων του, ο Καζαντζάκης παραμένει ένα σημείο αμφιλεγόμενο στην ιστορία των γραμμάτων μας. Στις μέρες μας -και αυτό είναι εύλογο- (ο ιστορικός χρόνος κυλά ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του δημιουργούς και καλλιτεχνήματα, αδιάφορος για συγγραφείς και αναγνώστες) τόσο ο ποιητικός όσο και ο πεζογραφικός λόγος έχει υιοθετήσει άλλη φόρμα, καλλιεργήσει άλλη τεχνική, ακολουθεί διαφορετική της μυθοπλασίας σχεδιαστική, οι παραστάσεις των μοντέρνων συγγραφέων είναι παντελώς ξένες από εκείνες των παλαιότερων γενεών. Οι ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες των σύγχρονων ανθρώπων ανάγκες, πήραν άλλη τροπή, άλλαξαν καταλυτικά, ανατράπηκαν παλαιότερων χρόνων μεταφυσικές δοξασίες, θρησκευτικές συνήθειες και συμπεριφορές, υπαρξιακές βεβαιότητες και οντολογικές σταθερές κατέρρευσαν. Η τέχνη, και στην προκειμένη περίπτωση ο πεζογραφικός και ο ποιητικός λόγος αναζητά το νέο του πρόσωπο, (αν δεν το έχει ανακαλύψει) διαμορφώνει το καινούργιο του ύφος και εκφραστικές αντοχές, της προσωπικής του γλώσσας διανύσματα, αφήνει πίσω του των προηγούμενων λογοτεχνικών γενεών παραδόσεις, διαπλάθει την εικόνα του μέλλοντός του στο εδώ και τώρα. Στο Σήμερα και στο Ενθάδε της ροής των στιγμών και των τυχαίων γεγονότων. Από την άλλη, η ελληνική γλώσσα εδώ και χρόνια, έχει μπολιαστεί, εμπλουτιστεί με εκατοντάδες ξένες λέξεις και φράσεις, ιδιωματισμούς, επιδράσεις στον προφορικό κυρίως λόγο συνεννόησής μας, μα και στον γραπτό. Λέξεις, φράσεις, τυπολογίες, ήχους, εσωτερικές της ορθογραφίας αλλαγές, συντακτικές τροποποιήσεις, γραμματικές παρεμβάσεις, οι οποίες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και το ύφος της ελληνικής πανάρχαιας γλώσσας με πρωτόγνωρο και ενδέχεται δυσάρεστο πολλές φορές τρόπο. Ακόμα και την γλωσσική δομή των κανόνων του Μανώλη Τριανταφυλλίδη που, εφαρμόζεται μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης. Λεκτικά σήματα επικοινωνίας μας τα οποία ζυμώνουν την δημόσια εικόνα και εκφορά της, «σύμφωνα» μάλλον με τους κανόνες και τις αρχές, επιταγές του αγγλικού αλφαβήτου, της αγγλικής γλώσσας της ιστορίας και της παράδοσής της, ως διεθνές πλέον μοντέλο επαφής και επικοινωνίας των ανθρώπων, ως μεικτό σύστημα γραφής και χρήσης αποδεκτής από όλους μας. Το ανάγλυφο του ελληνικού αλφαβήτου άλλαξε. Αυτό που ήταν να θαφτεί θάφτηκε αυτό που ήταν να διασωθεί διασώζεται συνήθως εν ετέρα μορφή και ηχητικό άκουσμα ανασταίνεται. Τα γλωσσικά μας κριτήρια άλλαξαν ακολουθώντας τις ανάγκες και προτεραιότητες των ζωών μας. Κυριότερα σε εργασιακά περιβάλλοντα τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται ή είναι μέτοχοι ξένοι επενδυτές αλλά και στους χώρους της μουσικής, της μόδας, της τεχνολογίας, του τουρισμού των ταξιδιωτικών επιχειρήσεων, των εμπορικών μας συναλλαγών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις που δέχθηκε η ελληνική γλώσσα τις δεκαετίες των μεταπολεμικών χρόνων, καθιστούν την παλαιότερη πεζογραφική και ποιητική, θεατρική, ελληνική παράδοση ξένη στο σύγχρονο, μοντέρνο αναγνωστικό κοινό, στις νεότερες γενιές των ελλήνων (που γεννήθηκαν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και μεταγενέστερα). Οι νεότερες γενιές των λογοτεχνών αισθάνονται απόμακρες, δεν έχουν καμία σχέση με τις προηγούμενες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντά τους. Θεωρούν την όποια δημιουργική προσφορά τους παλαιομοδήτικη. Είναι σαν επίσκεψη σε ένα Μουσείο με την ευκαιρία μιάς αναδρομικής μνήμης συγγραφικών και γλωσσικών εκθεμάτων. Επέτειοι μνημοσύνων μιάς άλλης εποχής. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η Καζαντζακική δημοτική γλώσσα. Ξένη στα χείλη και τα αυτιά, στην χρήση των νεότερων ατόμων. Προφορικά και γραπτά φωνήματα μιάς αδιάφορης τους αισθητικής, ενός παρά φουσκωμένου, συμπυκνωμένου λεξιλογίου μιάς δεξιοτεχνικής βεβαίως υψηλών νοηματικών προθέσεων στιχουργίας και πεζογραφικής τεχνικής καθαρότητας αλλά, όχι διευκολυντική των εκφραστικών αναγκών συνεννόησης και επικοινωνίας. Ο «Άρπαγος» σαν λεξικογράφος περιηγήθηκε όλη την Ελλάδα, ανθολογώντας, συγκεντρώνοντας, συνάζοντας, μαζεύοντας, αποθησαυρίζοντας, κατηγοριοποιώντας αυτόν τον τεράστιο λαϊκό πλούτο, γλωσσικό θησαυρό λέξεων και φράσεων της παράδοσης του ελληνικού λαού στην ιστορική του εξέλιξη. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι σημαντική υπήρξε και η συνεισφορά του ποιητή Παντελή Πρεβελάκη προς τον δάσκαλο και φίλο του Καζαντζάκη στην συγκέντρωση του πολύσπαρτου γλωσσικού υλικού. Ο Παντελής Πρεβελάκης έστελνε τους μαθητές του και συνέλεγαν λέξεις και ιδιώματα, τα κατέγραφαν και τα έστελνε στον Καζαντζάκη για την οικοδόμηση της «Οδύσσειάς» του. Βοήθεια δέχτηκε εκτός από το άμεσο περιβάλλον του και από τον κλασικό φιλόλογο με τον οποίο συνεργάστηκε μαζί του στην μετάφραση των δύο Ομηρικών επών, τον Ιωάννη Κακριδή. Έχουμε επιστολές του Καζαντζάκη που παρακαλεί από το εξωτερικό παιδικούς τους φίλους (φαρμακοποιούς και γιατρούς) να του συλλέξουν λέξεις ειδικής βαρύτητας και χρήσης φυτών και λουλουδιών, βοτάνων και παρενεργειών τους κλπ.

Μιάς άλλης ιστορικής εποχής ελληνική γλώσσα ως τραγούδι και ως δημόσια εκφραστική τοπικών χαρακτηριστικών προφορικής επικοινωνίας, κοινού κουβεντολογιού στα διάφορα επίπεδα προταγμάτων του βίου του ελληνικού λαού. Μεταγενέστερες αλιεύσεις μαρτυριών ανθρώπινων σχέσεων, κοινών βαδισμάτων, μεταφυσικών αγωνιών, ερωτημάτων περί ζωής και θανάτου. Φυσικά, κάθε γενιά συγγραφέων αλλά και αναγνωστών, δημιουργεί, οικοδομεί, εκφράζει τις δικές της ανάγκες και οραματισμούς. Και ενδέχεται «συμπληρωματικά» να στρέφει που και που τα ενδιαφέροντά της και στα συγγραφικά κληροδοτήματα των προηγούμενων χρόνων και γενεών. Στο αλισβερίσι αυτό της εύρεσης κοινών τόπων αποδοχής και κοινωνίας των ατόμων- από μονάδες σε κοινότητα- αλληλοεπίδρασης (της γραφής και της ανάγνωσής της) σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η εκπαιδευτική μας αγωγή από μικρή ηλικία. Το πλαίσιο που εφαρμόζεται της γενικής μας παιδείας και των «ενεργητικών» δυναμικών κατευθύνσεων και στόχων της. Όπως προτάσσεται από την πολιτική της εκάστοτε επίσημης πολιτείας, του ελληνικού κράτους και των θεσμών που το υποστυλώνουν και το υπηρετούν. Οι δημόσιοι και ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί μηχανισμοί έχουν αμεσότερες, δραστικότερες επιλογές και ευκαιρίες στο να μας διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και να μας προσανατολίσουν ως προς τα πνευματικά μας ενδιαφέροντα και ενασχολήσεις, να στρέψουν το βλέμμα μας προς τον άλφα ή τον βήτα συγγραφέα, καλλιτέχνη ή ένα έργο παλαιότερων εποχών και παραδόσεων. Μια και η λογοτεχνία εκφράζει στις σελίδες της το ιστορικό γίγνεσθαι και «ποιοτική ή μη» ανθρωπογεωγραφία κάθε εποχής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα για την «ευθύνη» ημών των αναγνωστών ή και συγγραφέων, αν στέκει φυσικά στην εξέταση του ζητήματος. Όλοι οι έλληνες και οι ελληνίδες έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, γνωρίζουμε και ψελλίζουμε τις πρώτες στροφές από τον εθνικό μας ύμνο του Διονυσίου Σολωμού, πόσοι και πόσες όμως από εμάς τον έχουν διαβάσει ολόκληρο-δηλαδή όλες τις στροφές του- ή έχουμε ανατρέξει σε άλλα του καλύτερης σύνθεσης ποιήματα ή αποσπάσματα; Δεν αναφέρομαι στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα που θα εκπονήσουν εργασίες και διδακτορικά, για μία καθηγεσία ή εργασιακή εξέλιξη, στην μικρή ομάδα των κουλτουριάρηδων καλλιτεχνών και διανοουμένων που θα μιλήσουν ή θα γράψουν μελέτες, θα ανεβάσουν στο θεατρικό σανίδι πχ. την «Γυναίκα της Ζάκυθος» και θα δώσουν συνεντεύξεις με την ευκαιρία της νέας οπτικής που βλέπουν και ερμηνεύουν το έργο. Οφείλοντας εμείς να το αποδεχτούμε και να επικροτήσουμε την καινούργια ερμηνευτική ή παραστασιογραφία του σκηνοθέτη, της θεατρικής ομάδας, του καθηγητή. Μιλώ για το ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό που αγαπά συστηματικά ή περιστασιακά την ελληνική ποίηση και την παράδοσή της, επισκέπτεται βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία, αγοράζει όπως η πλειονότητα ρούχα ή άλλα της ζωής αξεσουάρ, βιβλία ή λογοτεχνικά περιοδικά. Παραβλέποντας το γεγονός ότι στις μέρες μας, έχει καλλιεργηθεί μία τάση, μία ειδική κατηγορία φιλαναγνωσίας ατόμων, αυτή των συλλεκτών-αναγνωστών. Που μάλλον, δεν τους ενδιαφέρει και τόσο η απόλαυση της ανάγνωσης όσο η πρώτη έκδοση και κυκλοφορία ενός βιβλίου, κοσμώντας τα ράφια των βιβλιοθηκών τους ή τα τραπεζάκια των σαλονιών τους. Για να μην αναφέρουμε τα βιβλία με αφιερώσεις που δωρίζονται από χέρι σε χέρι με άκοπες τις σελίδες τους αλλά βαρύγδουπες αφιερώσεις. Αναφέρομαι σε έναν ποιητικό λόγο (αντίστοιχα και πεζογραφικό) την προιστορία και την παράδοσή του οποίου, την προσλαμβάνουν και την διαχειρίζονται όχι μόνο οι πανεπιστημιακές αίθουσες και τα σπουδαστήρια κριτικής εργασίας, τα βιβλιοκριτικά γραφεία των συγγραφέων, αλλά, ως κοινό αγαθό ανάγνωσης διαχρονικά, όχι ως καλλιτεχνική εκδήλωση της εγωπάθειας των εκάστοτε δημιουργών. Δεν βάζω μέσα σε εισαγωγικά την λέξη εγωπάθεια, μια και έχω ακούσει-όπως όλοι μας- δημοσίως πάμπολλες φορές «ότι εγώ γράφω για τον εαυτό μου», «εγώ ανεβάζω μία θεατρική παράσταση για την πάρτη μου», για «να πραγματοποιήσω αποκλειστικά το δικό μου και μόνο όνειρο», καλλιτεχνικό «ψώνιο». Όμως με τις απόψεις αυτές-κατά την κρίση μου μιλώντας πάντα δίχως να είναι απαραίτητο κάποιος να συμφωνήσει- και η Ποίηση πάει περίπατο, σου είναι αδιάφορη γενικά η τέχνη- και είναι χάσιμο χρόνου να ασχοληθείς μαζί της, να ξοδέψεις το υστέρημά σου και κατ’ επέκταση, να παρακολουθείς τις εξελίξεις της όποιας μορφής και είδους καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης. Και φυσικά, από την πολιτική της τέχνης που εκπορεύονταν- όπως έγραφαν τα έντυπα και οι γραφίδες των διαφόρων αριστερών λογίων- από το Μέγαρο του πανίσχυρου δημοσιογραφικού συγκροτήματος, ο δρόμος της κουλτούρας προς το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Φαλήρου, δεν είναι μακρινός, ούτε ξένος. Για να μην αναφερθούμε στην επικράτηση της ελίτ της πανεπιστημιακής κουλτούρας που προβάλλεται ως η μόνη αυθεντία. Η μεταφρασμένη μελέτη στα ελληνικά από τον κ. Μιχάλη Μήτσο, του καθηγητή του Χάρβαντ Michael J. Sandel, «Η τυραννία της αξίας» Τι έχει απογίνει το κοινό καλό, εκδόσεις Πόλις 2022,  μας φανερώνει από τα μέσα, ποιοι και πώς καθοδηγούν τα εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά πράγματα, και τα αναγνωστικά μας ενδιαφέροντα. Αλλά κάθε έλληνας και ελληνίδα συγγραφέας και αναγνώστης και μία ξεχωριστή γνώμη, συμπληρώνοντας την λαϊκή ρήση. Μετακινούμενος αναγνωστικά όμως στα διάφορα στάδια και επίπεδα της ελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας, των σταδίων εξέλιξης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς κυρίως σήμερα, (με την λεξιπενία μας) να μην θαυμάσεις το συγγραφικό (έστω φλύαρο, πομπώδες, ακατανόητο) μόχθο και αγωνιστικό σθένος αυτού του έλληνα Κρητικού, την ευρύτητα των φιλοσοφικών ενδιαφερόντων του πραγματικά μεγάλου συγγραφέα «Ξάνθου Τεντζεράκη». Του ατόμου που τον κατηγόρησαν δημόσια για «μαύρη ανανδρία», για «ευνουχισμένο άτομο» για «αντιελληνιστή», για «εχθρό του ελληνικού έθνους», για «άθεο» και «σατανιστή», για «κομμουνιστή» ή «αντικομουνιστή» αναλόγως. Για «μωροφιλόδοξο αντίχριστο», «εθνικιστή», «σωβινιστή» για «μισέλληνα»  και τόσα άλλα κοσμητικά επίθετα που γνωρίζουμε να κατασκευάζουμε ή να χρησιμοποιούμε εμείς οι νέο-έλληνες για να αντιμετωπίσουμε τις όποιες φοβίες μας και εθνικές ανασφάλειές μας, συμφέροντά μας ή όταν βαριόμαστε να στρωθούμε να διαβάσουμε τα βιβλία ενός παγκόσμιας αναγνώρισης έλληνα συγγραφέα ο οποίος έμεινε στα σκαλιά της Ακαδημίας και μόνο. Να κάνει συντροφιά στον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Οδυσσέα Ελύτη και τόσους άλλους πνευματικούς δημιουργούς. Πέρα όμως από τις εσωτερικές του αντιφάσεις και της ψυχικής του ισορροπίας οικογενειακά τραύματα, δεν μπορείς να μην υποκλιθείς στα φτερουγίσματα και την εκτίναξη της σκέψης του ποιητή αυτού με την ελληνική και εξωελλαδική κοσμοθεωρία. Ότι πήρε τον αρχαιοελληνικό Ομηρικό επικό κύκλο ταξιδιωτικής περιπλάνησης και νόστου και τον έφερε σε επαφή, τον έκανε ισότιμο με νεότερες επικές παραδόσεις άλλων φυλών και λαών και τον έκλεισε. Να μην ζηλέψεις τις περιπλανήσεις της φαντασίας του σε πνευματικούς ορίζοντες πρωτόγνωρης έκτασης και ποικιλίας. Την χρήση και υιοθέτηση συμβόλων φυλών και παραδόσεων εξωτικών. Την οικειοποίηση «μαγικών» ηρωικών τοτέμ ξένων προς τον ελληνικό πολιτισμό. Την πολυμηχανία των συλλήψεών του, το στιχουργικό του σθένος και αντοχές. Το ότι έδωσε σε αυτό το επικό λυρικό παραμύθι την καλλιτεχνική μορφή που εκείνος φιλοδόξησε. Και να φανταστεί κανείς, και ο σημερινός αναγνώστης, ο Καζαντζάκης σκόπευε να συνθέσει ένα ακόμα μεγαλόπνοο έπος το «Νέο Ακρίτα», ως συνέχεια της «Οδύσσειας». Ένα προσωρινό σχεδιάγραμμά του διαβάσουμε σε γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη με νούμερο 262, σελ. 487-490. Πού, ο «Ακρίτας» ο «Νέος Αδάμ» του, στις 24 Ραψωδίες του, θα επέχει θέσει του τρίτου μέρους της Δαντικής σύλληψης, αυτήν του «Παραδείσου. Ενώ η «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο» είναι το έργο του «Οδύσσεια». Βλέπε τα «Τετρακόσια γράμματα του Ν. Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», β΄ έκδοση εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, Δεκέμβρης του 1984 σε επιμέλεια του κληρονόμου της Ελένης Σαμίου- Καζαντζάκη, Κύπριου Πάτροκλου Σταύρου. Η πρώτη κυκλοφορία του πολύτιμου για την κατανόηση της ζωής και του πνεύματος, της φιλοσοφικής θεώρησης του «Μονιά», αυτού βιβλίου έγινε το 1965 και την τυπογραφική επιμέλεια είχε ο Ε. Χ. Κάσδαγλης. Να παρατηρήσουμε σαν αναγνώστες του Καζαντζακικού έργου το εξής, γράφει ο Καζαντζάκης στην συγκεκριμένη επιστολή:

«όταν πεθάνω, κάποιος βιογράφος μου θα γράψει –ο ηλίθιος- πώς ήμουνα φύση ασκητική, με λίγες επιθυμίες, ένας άνθρωπος που ζούσε άνετα στην εγκατάλειψη και στη φτώχεια. Και κανένας δε θα ξέρει πώς αν κατάντησα «ασκητής» είναι γιατί δεν μου στάθηκε βολετό να ζήσω την αληθινή μου φύση, και γιατί προτίμησα πάλι τη γύμνια από τη φτηνή μπουρζουαζίστικη εξευτελιστική λιβρέα». Και συνεχίζει: “Be strong and play the man”. Τα λόγια αυτά που λέει ο αρχιερέας στέφοντας το βασιλιά της Αγγλίας κυκλώνουν εδώ- γύρα το μέτωπό μου, σα στέμμα. Τα ‘ξερα, μα χάρηκα που τα βρήκα εδώ καθιερωμένα σε μία τόσο επίσημη- και κάθε ανθρώπου- τελετή», σελ. 484.

 Η επιστολή με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1939 αποστέλλεται την περίοδο που ο Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αγγλία. Να προσέξουμε και το γεγονός την φλόγα που σιγοκαίει ακόμα μέσα στην ψυχή του Καζαντζάκη να συνθέσει ένα νέο Έπος, «ελεύθερος από τα δεσμά της λογικής» μια και αισθάνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε ή δεν κατανοήθηκε το βιβλίο του η «Ασκητική», ούτε και η ποιητική της απλοποίηση η «Οδύσσεια».

Ο Καζαντζάκης επιμένει να φτιάχνει παραμυθιακές διδαχτικές ιστορίες όπως ο αρχαίος παραμυθάς Αίσωπος. Οι «λέξεις του έχουν ακόμα πολύ βάρος», τα «σπλάχνα μου είναι ακόμα γιομάτα αγαπημένη λάσπη»… Πώς μπορεί λοιπόν ένας σύγχρονος συγγραφέας ή αναγνώστης να παραβλέψει αυτό το πνευματικό μέγεθος της ελληνικής γραμματείας και της παράδοσής της; Πώς γίνεται να μην εκπλαγεί από την ευστροφία του μυαλού του, γράφει: «πρέπει πρώτα το κεφάλι μου να γιομώσει από το πολύτιμο αέριο «ήλιο», που ν’ ανεβαίνει χωρίς να παίρνει φωτιά». Δεν αφήνει τίποτα απέξω η διαλεκτική συνθετικότητα των συμπερασμάτων της γραφής του. Παρατηρεί κάθε εξέλιξη του επιστητού της ανθρώπινης περιέργειας και εφεύρεσης και τις συνθέτει διαλεκτικά μέσα στα έργα του. Αναζητήσεις του που προκαλούν ίλιγγο στον απλό καθημερινό άνθρωπο, τους συναδέρφους του συγγραφείς, στο αναγνωστικό κοινό. Ναι, επιδιώκει την αναγνώριση και την καταξίωση, και ποιος δημιουργός δεν την θέλει. Τέχνη δίχως ακροατήριο, θρησκεία δίχως πιστούς, λογοτεχνία δίχως αναγνώστες δεν υφίστανται. Ο Πολιτισμός είναι εκδήλωση άμεσης ή έμμεσης κοινωνικότητάς μας, μία πλευρά της κοινωνικοποίησής μας. Ταυτίστηκε με Ήρωες «τοτέμ» της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης, και φυσικά ιδιαίτερα, με το ελληνικό πρότυπο του Οδυσσέα ως συνεχούς ταξιδευτή, εξερευνητή. Αλλά και επιλεγμένων άλλων προτύπων διεθνούς αναγνώρισης και επιρροής όπως ο Χριστός, ο Δον Κιχώτης, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Λένιν και άλλοι. Μάσκες  και Προσωπεία ισχυρού συμβολισμού και επίδρασης στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Το αίμα και το πνεύμα ρέει άφθονο μέσα στις 24 ραψωδίες του ποιητικού αυτού Έπους του Ελληνισμού, του τελευταίου όπως φαίνεται που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα, με την υιοθέτηση όχι του 15/συλλαβου της δημοτικής παράδοσης με την αθωότητα των ερωτικών και των πένθιμων παιχνιδιών του των ηρωικών του εξάρσεων, της κλέφτικης αρματωσιάς του αλλά, του 17/συλλαβού, με την διαφορετική ρυθμική τραχύτητα και βιαιότητα, αγριάδα. Θεωρώ, ότι θα άξιζε στις μέρες μας, που σιγά-σιγά έχει μαζευτεί το συγγραφικό του έργο, συγκεντρωθεί η αλληλογραφία του, έχουν εκδοθεί τα βιβλία του, επιμεληθεί τα ανέκδοτά του, έχει δημιουργηθεί ο διεθνής κύκλος των φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, να είχαμε μία έρευνα και μία καταγραφή για τα βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα που είχε διαβάσει ο ποιητής και λογοτέχνης, φιλόσοφος Νίκος Καζαντζάκης. Πέρα από την παράθεση κειμένων, αποσπασμάτων, ρήσεων, αναφορά σε δεκάδες ονόματα ξένων δημιουργών που μας παράσχει μέσα στα βιβλία και τα γραπτά του. Ο Νίκος Καζαντζάκης ως αναγνώστης αποκλειστικά και μόνο. Ως κάτι παραπάνω από ένας επαρκής αναγνώστης της εποχής του. Η βιβλιοφιλία και φιλαναγνωσία του φέρνει στο νου μας την εικόνα ενός άλλου έλληνα ποιητή, αυτήν του Κωστή Παλαμά, την αντίστοιχη αναγνωστική προσήλωση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη στην αρχαία, ελληνιστική και βυζαντινή Ιστορία και Γραμματεία. (Απωθημένο του Αλεξανδρινού να γίνει Ιστορικός, όπως απωθημένο του Κρητικού να εμφανιστεί ως Φιλόσοφος). Αν πάλι είχαμε αποπειραθεί να συγκεντρώσουμε τι διάβαζε και τι συνέλεγε ο Καζαντζάκης από τον ελληνικό και ξένο τύπο και τα διάφορα περιοδικά, τότε θα χανόμασταν σε ένα πέλαγος πληροφοριών που ίσως και να μην είχε νόημα. Εμβόλιμα όχι και λίγα είναι και τα ξενόγλωσσα γλωσσικά δάνειά του. Η χρήση όρων και εννοιών, ως ξενομαθής, και όχι μόνο ως λατινομαθής εξ αφορμής της νομικής του επιστήμης.

Τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη σε προσκαλούν και σε προκαλούν να ανοίξεις ουσιαστική συνομιλία μαζί τους κάθε φορά που τα πιάνεις στα χέρια σου. Αν δεν είναι υπερβολικός ο τόνος του παρόντος σημειώματος, να ανοίξεις μία συζήτηση με τον εαυτό σου, με τις δικές σου αξίες, προτιμήσεις, πιστεύω, κοινωνικές αντιλήψεις, ηθικές αξιολογήσεις, διλήμματα, ερωτήσεις. Θεωρήσεις του πνεύματός σου, της σκέψης σου ανοίγματα και της φαντασίας σου πετάγματα. Ιδιαίτερα όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτό το εξωτικής ατμόσφαιρας ταξιδιωτικό παραμύθι που είναι η «Οδύσσεια». Ένα παιχνίδι του Κόσμου, ένας Κόσμος παιχνίδι όπως φιλοδοξούσε ο Καζαντζάκης. Ασφαλώς, θα ήταν άδικο να του δίναμε την αποκλειστικότητα του κλασικού λογοτέχνη, δηλαδή ότι τα έργα του σε φέρνουν ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου, σε επαφή με προσωπικές σου αναζητήσεις, προβληματισμούς, ερωτήματα, αποκλειστικά και μόνο στον Νίκο Καζαντζάκη. Στην παράδοση της ελληνικής γραμματείας θα συναντήσουμε αρκετές αντρικές και γυναικείες συγγραφικές φωνές που τα έργα και οι δημιουργίες τους σου προσφέρουν αυτήν την δυνατότητα. Οι λογοτεχνικές τους παραγωγές δεν είναι απλά εύπεπτα αναγνώσματα της παραλίας, των «νοικοκυρίστικών μας» αναγνωσμάτων, στα ενδιάμεσα χρονικά κενά της σχόλης μας. Οι «γλώσσες» του πνεύματος έχουν αγγίξει πολλούς και αξιόλογους δημιουργούς από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας. Τα βιβλία «τσιμεντόλιθοι» δεν ζυγίζουν το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον από τις σελίδες τους αλλά από το περιεχόμενό τους και την αιμοδότηση της καλλιτεχνικής τους ποιότητας ως ατομική και γενική αίσθηση πολιτιστικής προσφοράς. Πάντως, όπως φαίνεται, μεταξύ άλλων του πνευματικών δασκάλων ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον ελισαβετιανό δραματουργό Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ και ασφαλώς τον ιταλό Δάντη Αλιγκέρι του οποίου την «Θεία Κωμωδία» μετέφρασε και είχε ως σχεδιαστικό πρότυπο του δικού του έργου. Δύο φυσιογνωμίες παγκόσμιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που ο λόγος τους ακούγεται και τον απολαμβάνουμε δίχως τα «παράσιτα» της πολιτικής αναγνωστικής ορθότητας ακόμα. Και ευτυχώς.

    Ορισμένοι τίτλοι έργων του, όπως το μεγαλόπνοο ποιητικό του έπος «Οδύσσεια», το φιλοσοφικό και «θεολογικό» του «μανιφέστο» η «Ασκητική», το αυτοβιογραφικό του «Αναφορά στο Γκρέκο», τους διαβάζεις και τους ξανά διαβάζεις με την ίδια έκπληξη και θαυμασμό όπως και την πρώτη φορά που ήρθες σε επαφή μαζί τους. Είναι έργα ακόνισμα της δικής σου σκέψης, συμπυκνωτές ιδεών που σε βασανίζουν, περιπλανήσεων ερωτήματα του νου, εσωτερικοί δρόμοι εξερεύνησης της ψυχής σου. Θεμελιώδη περί της ύπαρξης επαναλαμβανόμενα οντολογικά διλήμματα. Όλα αυτά που τυραννούν και  ταλανίζουν κάθε σκεπτόμενο άτομο το οποίο θέλει να ερμηνεύσει και να κατανοήσει το τυχαίο και στιγμιαίο πέρασμά του από αυτήν την ζωή, να ξεφύγει από την μάζα και ότι καταχρηστικά ονομάζουμε στον δημόσιο λόγο αποδοχή συμπερασμάτων της «κοινής γνώμης». Από τον χώρο των εικαστικών τεχνών νομίζω ότι ένας πίνακας του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν φέρει ως τίτλο τα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα. Επαναλαμβανόμενα ερωτήματα από πού προερχόμαστε, τί είναι ζωή, τί θάνατος, τί υπάρχει μετά, ποιός ο μέγας «Ωρολογοποιός» του σύμπαντος και ποιο το σχέδιό του; Μηδενιστής ή Ένθεος, φιλόσοφος ή  άθεος, λογοτέχνης ή λεξικογράφος, ποιητής ή προφήτης ο Νίκος Καζαντζάκης, συγκέντρωσε μέσα στο έργο του τα κυριότερα ρεύματα του παγκόσμιου πολιτισμού στην διαχρονική τους έκθεση. Τις μεγάλες εκείνες μορφές που διαμόρφωσαν τον Κόσμο μας- ανάλογα με τις τοπικές και εθνικές και μεταφυσικές παραδόσεις από τις οποίες προέρχονταν-την εξέλιξη και μετάλλαξη των ιδεών τους, του οικουμενικού πνεύματος που τροφοδοτεί τις δεξαμενές της Ανθρωπότητας. Τροφοδότριες πνευματικές και σωματικές δυνάμεις, ψυχικές αντοχές οι οποίες άλλαξαν τον ρου της καθόλου ανθρώπινης Ιστορίας και Περιπέτειας. Δεν είναι ατομικοί του σχεδιασμοί και αφηγήσεις ενός ευφάνταστου νου τα βιβλία του, εξιστορήσεις εξωτικών περιπλανήσεων, ταξιδιωτικών περιγραφών ενός ανήσυχου πνεύματος, η προσωπική του αναφορά σε τραυματισμούς της ψυχής τους όπως ορισμένοι από τους κριτικούς του υποστηρίζουν, είναι η παγκόσμια περιέργεια, το τραύμα της ανθρώπινης ψυχής όχι ενός ανθρώπου αλλά ολάκερης της ανθρώπινης φύσης που εκφράζει με τα γραπτά του ο Νίκος Καζαντζάκης. Αυτό το επαναλαμβανόμενα οικοδόμημα και γκρέμισμα, επαναλαμβανόμενης άγριας βίας και καταστροφής, πριν καν ανθήσει η ζωή που επανέρχεται στις σελίδες του, αυτό το μαρτυρολόγιο των παρανόμων και παραβατικών άγριων υπάρξεων που συγκεντρώνει δίπλα του, παίρνει στα ταξίδια του, στις πόρνες και τους εγκληματίες, έτσι όπως ο μεγάλος ιδεότυπος της χριστιανικής εκκλησίας ο Χριστός προσκαλεί δίπλα του για να τους αναπαύσει. Έτσι όπως τους εικονογραφεί, αυτές τις άγριες φυλές των ανθρώπων ο αγιογράφος και πεζογράφος κυρ Φώτης Κόντογλου. Έτσι όπως τις κινηματογραφεί ο σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε στις ταινίες του. Αυτές τις «συμμορίες των ανθρώπων» που τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Αυτός ο οικουμενικός μετά Ομηρικός «παραμυθάς» με την έννοια της ανθρώπινης παρηγοριάς και παραμυθίας ο Νίκος Καζαντζάκης, που τον κατηγόρησαν για τόσα και τόσα. Δημοσίως τα πιό στενά του γυναικεία φιλικά πρόσωπα, (Γαλάτεια…, Έλλη…) έγινε σημείο αμφιλεγόμενο από τα νιάτα του, τα πρώτα του συγγραφικά βαδίσματα. Πολύ ορθά ένας ιερωμένος, ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης προερχόμενος από τις τάξεις της επίσημης ελλαδικής ορθόδοξης εκκλησίας συσχετίζει την περίπτωσή του με εκείνη του Χριστού, του αρχηγού και καθοδηγητής της πίστης και εμπιστοσύνης των απανταχού χριστιανών.

Αμφιλεγόμενη ατομικότητα λοιπόν ο Νίκος Καζαντζάκης, σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας, με φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου φανατικούς αρνητές, αναγνώστες, που αρνούνται την σύνολη δημιουργία του.

Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε την υπόθεση του Νίκου Καζαντζάκη;

     Ας κλείσουμε το νέο αυτό Καζαντζακικό σημείωμα με τον ακροτελεύτιο λόγο του καθηγητή και σταθερού ερευνητή του Καζαντζακικού έργου στο κείμενό του για την «Οδύσσεια» κ. Γιάννη Μότσιου. Γράφει: «Μια σύγκριση με παλαιότερες εποχές, αναφορικά με την απήχηση του Καζαντζακικού έργου στα αναγνωστικό κοινό, θα οδηγούσε στην εξαγωγή απαραίτητων και ωφέλιμων  για την έρευνα συμπερασμάτων: για τους δρόμους πρόσληψης, καταξίωσης και σημερινής αξιολόγησης καθενός έργου χωριστά, αλλά και του συνόλου της πολύπλευρης και πλούσιας προσφοράς του Νίκου Καζαντζάκη στα ελληνικά γράμματα.». σελίδα 156 στον τόμο «Εισαγωγή στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη».

ΥΓ. Η ρήση του Φρανσουά Μωριάκ είναι από το βιβλίο του Ιωάννη Βράνου, «υπόθεση Ν. Καζαντζάκη. Τα υπέρ και τα κατά», Θεσσαλονίκη 1979.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

15 Μαϊου 2024

 

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Παναγής Λεκατσάς, Για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Νίκου Καζαντζάκη

ΕΝΑ  ΑΝΟΙΧΤΟ  ΓΡΑΜΜΑ

             ΓΙΑ  ΤΗΝ  «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»

                ΤΟΥ κ. ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ

Περιοδικό ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ. τχ. 117/ Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1939, σελ. 2

Ιδρυτής Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ. Διευθυντής ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ.

Σεβαστέ μου κ. Καζαντζάκη.

     Σας ζήτησα για χάρη να μου επιστρέψητε και να δημοσιέψω το γράμμα που σας έστειλα ευχαριστώντας όταν έλαβα το ανεκτίμητο δώρο σας. Με τη δημοσίεψή του άλλο δεν ήθελα παρά να δηλώσω εκ μέρους μου όσων με την ίδια βουβή συγκίνηση χαιρέτησαν το καταπληκτικό μεγαλούργημα που δωρήσατε στο Έθνος μας, στο πνευματικών εξαρχής εξουθενωμένο Έθνος, πως είμαστε ολότελα ανεύθυνοι εμείς για μιάν αναξιοπρέπεια που καταδικάζει τόσο την πνευματική μας ζωή, όσο το έργο σας την εξυψώνει και τη μεγαλύνει. Εννοώ την επίκριση που οργιάζει από τα πιό αναρμόδια ή δήθεν αρμόδια στόματα, πού ωστόσο μάταια προσπαθούν να κρύψουν κάτου από μιά τάχα πνευματώδη αυταρέσκεια τον αγιάτρευτο  καϋμό της θλιβερής μηδαμινότητας. Μα τώρα και μ’ όλο που μόνο η ευγένεια νίκησε τις εύλογες αντιρρήσεις σας, με μεγάλη μου λύπη βλέπω πώς όσο κι’ αν είναι ο θαυμασμός, όση κι’ αν είναι η λατρεία που δείχνει για το έργο σας, είναι τόσο φτωχό, τόσο μηδαμινό, που ανυπολόγιστα πιό λίγα απ’ όσα σκέφτομαι κι’ αισθάνομαι τώρα, που μπορώ να πω πώς εδιάβασα ακέρηα την Οδύσσεια, θα φανέρωνε-και θα μ’ αδικούσε. Επιτρέψτε μου λοιπόν’ να συμπληρώσω, παρά να το δημοσιέψω.

      Το να μη μπορεί να καταλάβει και να χαρεί το έργο σας ένας άνθρωπος αμόρφωτος, είναι πολύ φυσικό’ είναι τόσο περίτεχνη η μορφή και τόσο κατ’ ουσία λυρική η έκφραση, που δε μπορεί να τη χωνέψει τ’ άπραγο μυαλό. Το να μη συμφωνεί επίσης κανείς με το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου σας, όπως κι’ εγώ, πού τώρα πού νομίζω πώς τώνιωσα, είμαι υποχρεωμένος να το δηλώσω, είναι ενδεχόμενο’ η αθρόα κατάλυση κάθε παραδομένης ηθικής αξίας, η ξέσκεπη κι’ αχόρταγη περιφρόνηση για τον άνθρωπο τον μικρό, που ωστόσο δεν φταίει για τη μικρότητά του κι’ αξίζει περισσότερο τη συμπόνια  παρά την καταφρόνεση, τη βοήθεια παρά την εξουθένωση-κι’ εκείνο το ιδεώδες του απροσμάχητου εγωϊσμού του μεγάλου ανθρώπου, που και τα σύμπαντα να φάει δεν θα χορτάσει, μ’ όλο που τίποτε δεν δημιουργεί, όλα αυτά δεν νομίζω πώς μπορούν να συγκινήσουν όλους τους ανθρώπους του σήμερα ή και πολλούς του  αύριο. Μα εκείνος που πιστεύει πώς έχει μυαλό και ψυχή κάπως καλλιεργημένα και δε νιώθει το ασύγκριτο αυτό θαύμα της τέχνης πού ανασύρατε από ποιά δεν ξέρω αιωνιότητα, ή το νιώθει και δεν αποκαλύπτεται με τον βαθύτερο σεβασμόν ενώπιόν του- αυτός είναι αθεράπευτα μέτριος ή τιποτένιος άνθρωπος.

      Ίσως κάποιος απ’ αυτούς λοιπόν θα με ρωτούσε με ποιό κύρος και με ποιάν αρμοδιότητα μιλώ κι’ αναγνωρίζω. Κι’ εγώ λοιπόν θα του απαντούσα-κι’ έπρεπεν ίσως να το καθαρίσω πρώτα- πώς μιλώ με το ακαταμάχητο κύρος και την αρμοδιότητα του ανθρώπου που μιάν από τις υψηλότερες χαρές της ζωής αναζήτησε και την ηύρε στ’ αριστουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος. Κι’ ένας όπως εγώ ή ο Άλφα ή ο Βήτα, το ίδιο κάνει, που έχουμε δασκάλους έναν Όμηρο, έναν Αισχύλο, έναν Πίνδαρο, ένα Δάντη, ένα Σαίξπηρ, ένα Γκαίτε και όσους άλλους φέγγουν σαν ήλιοι πρώτου μεγέθους μέσα στη νύχτα της Γής, μπορεί να κρίνει, ή τουλάχιστον έχει το δικαίωμα να κρίνει. Γιατί το δικαίωμα να κρίνει ένα μεγάλο έργο, δεν τώχει εκείνος που δημιούργησε ένα ίσο ή μεγαλύτερο, μα κι’ εκείνος που ξέρει ποιό είναι το ίσο, ποιό το μεγαλύτερο και ποιό το μικρότερο, κι’ αυτό το ξέρει καθένας που έχει ανοίξει την ψυχή του στ’ αριστουργήματα του ανθρώπου- εγώ, εκείνος, αυτός, το ίδιο κάνει.

     Είναι τόσο λοιπόν πρωτ’ απ’ όλα συντριπτική η εντύπωση που προξενεί το έργο σας, που  η κριτική σκέψη εξουθενώνεται και η ψυχρή γλώσσα παραλύει μπροστά του. Δεν είναι το έργο σας, και τούτο πρέπει καλά να το καταλάβουν, από τα έργα που μπορούνε τώρα να κριθούν και που είναι συνεπώς προορισμένα να φθαρούν μιά μέρα, μά από τα έργα που δυναμώνει ο χρόνος πάνω από κάθε κρίση κι’ επίκριση, ως τη στιγμή πού γίνονται μιάς πάγκοινης λατρείας προσκύνημα. Το κάθε μάτι μπορεί ν’ αναγνωρίσει επάνω του έκτυπα όλα τα χαρακτηριστικά της τελειωμένης ποιητικής μεγαλοφυϊας. Και πρώτ’ απ’ όλα την τιτανική αλλά υπερτέλεια σύνθεση- τη σύνθεση, τη λυδία αυτή λίθο κάθε αριστουργήματος, πού μάταια την αναζητούν οι άλλοι και σε τριών ακόμη στροφών ποιήματα. Εγώ τουλάχιστον άναυδος μένω μπροστά στην άχραντη ενότητα που συνέχει το γιγάντιο τούτο σώμα-όλα τα απειρόπληθα κι’ ετερογενή στοιχεία του πού τείνουν σε μιά φοβερή καταλυτική φυγή αποκέντρωσης, στην άνετη ισορροπία, στη μυστηριώδη ενότητα, στην γαληνή, πληρότητα της οργανικής ζωής. Μέγα, γιγαντόκλωνο, χιλιόχρονο δέντρο το έργο σας π’ άρχισε να ζει από το μικρό πράσινο φυλλαράκι που βγήκε από τον πρώτο σπόρο και που μέσα από τους αιώνες της ζωής του έφτασε τον ουρανό στο ψήλος και σκέπασε ένα κόσμο στο πλάτος, ακολουθώντας στην ανάπτυξή του ένα παναρμόνιο και ασύλληπτα πολυσύνθετο κάτου από την απλότητά του σχέδιο, σχέδιο πού υπήρχε ήδη μέσα στον πρώτο, τον άσημο σπόρο.

      Η έμπνευση πού το γεμίζει ποταμός και κάθε κύμα του μεγάλου χρυσοποταμού καινούργιο. Κάθε σας εύρημα καταπληκτικό στην εύρεσή του’ το κάθε τι σοφά μετρημένο από το πάνσοφο σχέδιο’ και κάθε στίχος τόσο περίτεχνος σαν κι’ απ’ αυτόν μόνο να επρόκειτο να αποτελείται το όλο έργο. Σκέφτομαι τις δήθεν λυρικές στιχοθάλασσες των άλλων που σε κάθε εκατό στίχους ένας μόνο μπορεί να βρίσκεται της προκοπής, δηλαδή στίχος πού ν’ ανταποκρίνεται στο βαθύτερο νόμο της ποίησης, κι’ αναλογίζομαι όχι μόνο τον άθλο, αλλά και κυρίως το υψηλό μάθημα της μεγαλοφυϊας για την αξιοπρέπεια στην τέχνη, όταν μέσα στις τριάντα τρείς χιλιάδες στίχους του έργου σας δεν βρίσκεται ούτε ένας που να μή μπορούσαμε απ’ αυτόν και μόνον να εκτιμήσουμε πληρέστερα όλη την τεχνική αξία του όλου έργου. Κάθε εικόνα επίσης, σύνθετη ή απλή, είναι με την πιό βαθειά σοφία συγκροτημένη, έτσι που όχι μόνο την οφθαλμαπάτη του πραγματικού στην παράσταση να αγγίζει, αλλά και να πετυχαίνει στην εξιδανίκευση την αποπνευμάτωση εκείνη των σχημάτων και των χρωμάτων που σ’ αυτήν όσοι ζήσανε τη σάρκα του κόσμου σαν πνεύμα βρίσκουν την πραγματικήν υπόσταση του κόσμου.

       Ανήσυχο σαν τη θάλασσα πού το πλημμυρίζει, βαθύ σαν την άβυσσο της ψυχής π’ αγωνίζεται να την γεμίσει, ωραίο στον εωσφορισμό του κι’ αγαθό στην ομορφιά του σαν τη γη που πάει να τη διαλύσει, το τραγούδι σας, βρίσκεται πολύ- πολύ πιό ψηλά από τη μικρόχαρη ζωή μας, την ηθικώς εξουθενωμένη κάτου από τον λήθαργο της ανανδρίας. Μόνον ένας ήρωας έχει ηθικώς το δικαίωμα να μιλήσει για το έργο τούτο. Εμείς κατ’ ανοχήν σας μόνο μιλούμε. Αλλά κι’ όλα τα λόγια πώχουμε να πούμε συγκεφαλαιώνονται σ’ αυτά τα λίγα; -«Ήρθατε επί τέλους να δικαιώσητε μ’ ένα έργο πού θα το κρατήσουν τα υψηλότερα κύματα του χρόνου στην κορυφή τους την  πνευματική ζωή ενός έθνους πού ουσιαστικά τίποτε άξιο «του παντός αιώνος» δεν κατάφερε να δημιουργήσει. Το ποίημά σας εκτινάσσεται σε μετέωρο προς το μέλλον φέρνοντας μέσα του μαζί με τη κοσμοθρεμμένη ψυχή του ανθρώπου πού δεν έχει πατρίδα στη γη και την Ελλάδα ολόκληρη’ ό,τι δηλαδή ωραίο και υψηλό σαν σάρκα και σαν πνεύμα κλείνει τ’ όνομα τούτο».

      Προσκυνώ με το βαθύτερο σέβας τη μεγαλοδύναμη ψυχή πού έπλασεν ένα τέτοιο κόσμο, που θα δικαιώνει στο δίχως τέρμα μέλλον την τέφρα μας και την τέφρα των πραγμάτων πού αγαπήσαμε σαν ιδέες και σαν ομορφιές. Και σας προσωπικώς σας ευχαριστώ και πάλι- επιτρέψτε μου τη φτωχή λέξη- για την καλοσύνη σας. Σας ευχαριστώ και για την ευλογία σας’ η μεγαλοφυϊα είναι το μόνο άμεσο πλάσμα του θεού και η ευλογία της η μόνη πού εισακούεται.

      Δεχθείτε σας παρακαλώ την έκφραση του βαθύτερου θαυμασμού μου.

          ΠΑΝΑΓΗΣ  ΛΕΚΑΤΣΑΣ

      ΤΟ  ΕΚΟΥΣΙΟ  ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΓΜΟΣ ΤΩΝ  ΛΕΞΕΩΝ

     “I am part of all that I have met;

       Yet all experience is an arch wherethrough

       Gleams that untraveled world, whose margin fades

       For ever and for ever when I move.

                ULYSSES, Alfred Tennyson (1809-1892)

       Αντιγράφω στο νέο Καζαντζακικό σημείωμα (διαβάζοντας παράλληλα τις 24 Ραψωδίες της «Οδύσσειας») την απαντητική επαινετική επιστολή του πρώτου έλληνα θρησκειολόγου και εθνολόγου, Θιακιού Παναγή Λεκατσά (Ιθάκη 15/8/1911- 6/9/1970) για το έπος «Οδύσ(σ)εια» του Νίκου Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης γράφει την «Οδύσσεια» με ένα «σ». Αποστέλλει το ογκώδες, βαρύ, δαιδαλώδες, πολύπτυχο, πολυσέλιδο ποιητικό του έπος στον Παναγή Λεκατσά, διατηρούν επαφή. Ο Παναγή Λεκατσάς το θεωρεί και εύλογα, «ανεκτίμητο δώρο», του γράφει για την «συντριπτική εντύπωση» που προκαλεί, το «άνοιγμα» που οφείλει να έχει η ανθρώπινη ψυχή να δεχτεί την αξία μιάς τέτοιας σημαντικής πνευματικής προσφοράς, να την κρίνει στις σωστές της διαστάσεις, τα γίνει συν-μέτοχη των μηνυμάτων της, να την αποδεχτεί ως μία αξιοπρόσεκτη ποιητική κατάθεση τεραστίων μεγεθών και πολιτισμικών προσλήψεων. Αναφέρει ονόματα φυσιογνωμιών του παγκόσμιου πολιτισμού φάρους, όπως ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε… πνευματικά μεγέθη εκτοπίσματα διαχρονικής πολιτιστικής της ανθρωπότητας κληρονομιάς. Ο Παναγή Λεκατσάς είναι ενήμερος για το πώς υποδέχτηκαν οι άνθρωποι των γραμμάτων το μεγαλόπνοο, πολυφωνικό, πολυπολιτισμικό αυτό ελληνικό έπος. Με «βουβή συγκίνηση» σκεπτικισμό, προσοχή, χαρά, θέλει να υπερασπιστεί την φιλόδοξη αυτή προσπάθεια του Κρητικού γραφιά, την παγκοσμιότητα του Πνεύματος. Την παντοδυναμία του πέρα από γλώσσες, φυλές, παραδόσεις, τοπικά ιστορικά χαρακτηριστικά, φιλοσοφίες και θρησκείες, στην καθολικότητά του. Το Πνεύμα χαραγμένο πάνω στην σκηνογραφία των λέξεων, στο μεγάλο ταμπλό εικονογραφίας της δημοτικής γλώσσας των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Αυτήν την πολύχρωμη και πολύπτυχη φλυαρία των λέξεων, την φουρτουνιασμένη θάλασσα των εικόνων, τους θυελλώδεις στροβίλους των νοημάτων, των ήχων και κακοηχία των γραμμάτων, των φθόγγων, των κακοτράχαλων φράσεων, την λάμπουσα ή σκοτεινή δίνη του ελληνικού αλφαβήτου στην χάραξη της νέας οικουμενικής συμβολοποιίας του, της μυθοπλαστικής του διάστασης. Της ανακάλυψης και διαπραγμάτευσης, στέριωμα καινούργιων κοινών οικουμενικών συμβόλων. Ότι εν τάχει μας μεταγγίζει η σκέψη, ο νους και η καρδιά του μεγάλου Κρητικού στον αγώνα και αγωνία του να κάνει την φθαρτή ύλη αιώνιο πνεύμα, στα τέσσερα στάδια της ανάβασης του ανθρώπου όπως αναφέρει  σε απαντητική επιστολή του στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» 25/3/1939 υπερασπιζόμενος το έργο του. Τα τέσσερα στάδια που οφείλει να διανύσει ο άνθρωπος είναι: «Το καλό και το κακό είναι οχτροί». «Το καλό και το κακό συνεργάζουνται», «Το καλό και το κακό είναι ένα», και τέλος, «Το ένα αφτό δεν υπάρχει». Όπως συγκεφαλαιώνει την ταυτότητα των ιδεών και των φιλοσοφικών του αξιών στο έργο του «Ασκητική».

Από την χρονιά (1938) που κυκλοφόρησε η «Οδύσσεια» και ο Κρητικός «Μονιάς» όπως θα μας έλεγε ο Παντελής Πρεβελάκης, αρχίζει να επισκέπτεται φιλικά του πρόσωπα, λογίους, να τους χαρίζει με αφιέρωση τα αριθμημένα αντίτυπα του έργου, δημοσιεύονται θετικοί και αρκετοί αρνητικοί σχολιασμοί, ενστάσεις, κρίσεις όχι επιβραβευτικές για την αξία του σε διάφορα περιοδικά, έντυπα και εφημερίδες. Γράφονται κριτικές αμφιβολίες για την ανάγκη έκδοσής της, ανοίγονται συζητήσεις, προκαλούνται λογοτεχνικοί διαξιφισμοί, δίνονται διαλέξεις, κρατούνται αποδελτιωτικά σημειώματα, διατυπώνονται ερωτήματα, εγείρονται απορίες για αυτό το πολυόματο, πολύηχο, προφητικό, μυητικό, μυστηριακό, πένθιμο, υμνητικό Έπος. Πνευματικοί ασπασμοί φιλίας, κριτικές λυκοφιλίας, έχθρας, άρνησης, απόρριψης, φανατισμοί. Σημαντική απήχηση είχε η σειρά 7 κριτικών δημοσιευμάτων και αναλύσεων του έπους από την παλαιά φίλη του Καζαντζάκη, ελληνίδα παιδαγωγό και φιλόσοφο, επιστήμονα την Έλλη Λαμπρίδη στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» που δημοσιεύει και ο Παναγή Λεκατσάς την απάντησή του. Ο Νίκος Καζαντζάκης και η ελληνίδα επιστήμονας, επιμελήτρια και μεταφράστρια είχε μεταφράσει έργο του. Την βλέπουμε κατά διαστήματα να συνεργάζεται μαζί του, να δημιουργεί φιλικές επαφές, να συνταξιδεύουν-όταν σπούδαζαν-στην Ελβετία ακολουθώντας τα χνάρια του γερμανού ρομαντικού φιλοσόφου δασκάλου του Καζαντζάκη, Φρειδερίκου Νίτσε. Περισσότερες και κατατοπιστικότερες πληροφορίες αντλούμε στον τόμο Έλλη Λαμπρίδη, «Σημειώματα στην Οδύσσεια του Ν. Καζαντζάκη», επιμέλεια και επίμετρο: Κωνσταντίνος Γαρίτσης, εκδόσεις «Έμβρυο»- Στέλιος Βασιλειάδης, Αθήνα 2017, και στο «Χρονολόγιο» της Έλλης Λαμπρίδη (Πέμπτη 9/1/1896- Τετάρτη 28/1/1970) στον τόμο με «Επιστολές προς Ν. Καζαντζάκη, Δ. Καπετανάκη, Π. Πρεβελάκη, Γ. Σεφέρη, Α. Σικελιανό», επιμ. Κ. Γαρίτσης, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, Αθήνα 2016. Η Έλλη Λαμπρίδη υπήρξε μία σημαντική προοδευτική προσωπικότητα, από τις πρώτες αγωνίστριες της απελευθέρωσης και χειραφέτησης των Γυναικών στην χώρα μας και διεθνώς. Ήταν κομμουνίστρια,  της είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια και το διαβατήριο κατά διαστήματα από το ελληνικό κράτος. Υπήρξε σημαντική παιδαγωγός, η πρώτη ελληνίδα φιλόσοφος, συγγραφέας δεκάδων άρθρων, μελετημάτων, μονογραφιών, γλωσσολόγος, αρθρογράφος και μεταφράστρια. Διετέλεσε μαθήτρια αρκετών φιλοσόφων της εποχής της, μαθήτευσε κοντά στον αυστριακό Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, δημοσίεψε ξενόγλωσση μελέτη για το έργο του, τον Ζαν Πωλ Σάρτρ και άλλους. Γνώρισε από κοντά και την Χάννα Άρεντ. Έργα της εξέδωσε και η Ακαδημία Αθηνών όπου φυλάσσεται η Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη της Έλλης Λαμπρίδη. Συνεργάστηκε με πολλά προοδευτικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής της, εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Ιδρυτικό μέλος του Ελληνοσοβιετικού συνδέσμου, και στενή προσωπική φίλη και συνεργάτης του Νίκου Καζαντζάκη, διευθύντρια του Γραφείου του, ως υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου στο υπουργείο εξωτερικών επί πρωθυπουργίας Θεμιστοκλή Σοφούλη. Στενή και η γνωριμία της με τον Άγγελο Σικελιανό, έγραψε μελέτη για το έργο «Μήτηρ Θεού».

Αναστάτωση προκάλεσε και η διάλεξη που έδωσε για την «Οδύσσεια» στην Θεσσαλονίκη, του μαθητή του Πρεβελάκη, πειραιώτη Βασίλειου Λαούρδα. Η κριτική του προσέγγιση ήταν αρνητική. Η διάλεξη κυκλοφόρησε σε ανάτυπο και συμπεριελήφθηκε κατόπιν στα «Δοκίμια» του Λαούρδα που κυκλοφόρησαν σε επιμέλεια του ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου. Την μετέφερα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα το προηγούμενο διάστημα.

      «Οδύσσεια» το υμνητικό μοιρολόι, ο αγωνιστικός θρήνος του Ανθρώπου στην φιλοδοξία του να κερδίσει την Αθανασία. Ένα ποιητικό έπος ένδοξων αγωνισμάτων, ηρωικών αρετών, πολυπολιτισμικών αλληγοριών, «θεολογικών» επιδράσεων, φιλοσοφικών αξιωμάτων, ταξιδιωτικό και «περιηγητικό» (όπως τα έργα του αρχαίου Παυσανία), μετά Ομηρικό Χρονικό όχι μόνο του Έλληνα Ανθρώπου αλλά της καθολικότητας της μεταπολεμικής Ανθρωπότητας. Των νέων του ανθρώπου, των αθλημάτων και γεύσεών του, αγώνων του κατάκτησης της απόλυτης Ελευθερίας. Δηλαδή, η φαιδρότητα της ανθρώπινης επιθυμίας που ίσως μόνο η «ύβρις» της γλώσσας κατόρθωσε να αναχαιτίσει, την ανθρώπινη φιλαυτία και εγωτισμό της ατομικότητάς μας, να υπερβούμε την σκοτεινή Μοίρα ως διαπλοκή Ζωής και Θανάτου μαζί.  Ένα ποιητικό έπος που ξεφεύγει από τα πολιτιστικά όρια της γλώσσας που το γέννησε και εκφράζει με τον δραστικότερο τρόπο το ανθρώπινο διαχρονικά παγκόσμιο συναίσθημα και πεπρωμένο, το ποθούμενο, τις αχτίδες των προθέσεων της σκέψης, τις σκοτεινές σκιές του νου, τις αστοχίες των καθημερινών δράσεων. Την φιλοσοφία και μεταφυσική της κοσμικότητας του καθολικού ανθρώπου στο ιστορικό γίγνεσθαι της ακατάπαυστης ροής του χρόνου ως επαναλαμβανόμενες καταστάσεις, στιγμιότυπα, αναβασίες ανάστασης και καταβασίες θανάτου. Ο «ξυνός λόγος» της ισορροπίας των αντιθέσεων του προφητικού Ηράκλειτου, το αρμυρό δάκρυ της αποδοχής της Ομηρικής «Έρις» που συνέχει το σύμπαν. Ένα πολύστιχο χρονικό της τραγικότητας και του πόνου, της θλίψης και της αγωνίας του ερχόμενου ανθρώπου, «η κραυγή του μελλοντικού ανθρώπου» όπως γράφει σε γράμματα του ο Καζαντζάκης που χάνεται στο χάος. Η ιλαροτραγική εξέλιξη της ανθρώπινης παγκόσμιας περιέργειας. Η τρέλα του Νου που αγωνίζεται να τιθασεύσει η Γλώσσα, να οργανώσει τα συστήματα ασφαλείας του, διεξόδων του τρόμου του. Το ταξίδι του Καζαντζακικού Οδυσσέα αρχίζει από εκεί που τελειώνει η αρχαία Ομηρική Οδύσσεια. Το ταξίδι της εξερεύνησης και της μύησης συνεχίζεται με άλλους της ψυχής και της συνείδησης όρους, γνωριμίες και συναντήσεις με ανθρώπους και πολιτισμούς, μυθολογίες και θρησκευτικές δοξασίες. Το επικό Κρητικό άπλωμα της Καβαφικής στιχουργικής Ιθάκης.

Το πολυστρωματικό αυτό έργο, η «Οδύσσεια», δεν είναι μόνο σύγχρονες περιγραφές ιστορικών στιγμιότυπων τυλιγμένες σε μιά μυθολογική αχλή της ελληνικής παράδοσης, δεν είναι η ευστροφία της σκέψης ενός μεγαλοφυούς ποιητή που εικονίζει συμβάντα οικουμενικών συμβολισμών και σημασίας, αξίες ζωής ακατόρθωτης ή κατορθωμένης, πλάνα συγκοινωνούντων χρονολογικών περιόδων. Εικόνες εγκλωβισμένες στην μυθολογική ή ιστορική τους ανθρωπογενή διάσταση, πολιτική αναφορά, οντολογική τους προοπτική. Ο εξευμενισμός της θλίψης της ομολογίας της ανθρώπινης αποτυχίας, η ενσυναίσθηση μιάς προσβολής του Ανθρώπου απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο της Ζωής, στην κυκλωτική Αιωνιότητα των Φυσικών προβολών της στους ατέρμονους κύκλους της αναδημιουργίας και αυτοκαταστροφής της. Είναι το έπος της ποίησης μιάς γλώσσας που αλήθευε στις μαρτυρικές ιερές ισορροπίες των ανθρώπων και τις ιεροσυλίες των κατολισθήσεών του. Το γλωσσικό σύστημα της υπεράσπισης της προφορικότητας της κοινωνίας και επικοινωνίας τους. Ο εξεγερτήριος λόγος μιάς Ποίησης στην αμάχη της με την ίδια την ύπαρξη ως κατόρθωμα και αποτυχία, ως προπομπός και ως απόηχος προφητικών αναμενόμενων. Το αιματόχρωμο και φλύαρο τραύμα των λέξεων που δεν θέλει να επουλωθεί, ο επιζών ρυθμός και αρρυθμία μιάς γλώσσας στην «νεκροφάνεια» της μελλοντικής μεταφυσικής ερμηνείας της. Η παραχάραξη της σιωπής με τους σπινθηρισμούς των φορτίων των 24 γραμμάτων. Ένα μεγαλούργημα της ελληνικής ποίησης διαφορετικό και ξέχωρο από αυτά που μας έχουν παραδοθεί και κληροδοτήσει άλλοι, σπουδαίοι δημιουργοί της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής που ακολούθησαν τα Ομηρικά επικά ίχνη και οικοδόμησαν ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά κομψοτεχνήματα της πεζογραφίας και της ποίησης της δικής τους πολιτισμικής παράδοσης. Η Ιθάκη, δεν είναι πλέον ένα ελληνικό νησί στο Ιόνιο πέλαγος αλλά ολάκερη η Γη, ο περίπλους της, ο Κόσμος όλος από κατασκευή του μέχρι συντέλειάς του, σε μία χαρτογράφηση του ταξιδιού των λέξεων, φράσεων, φθόγγων, γραμμάτων, εικόνων, παραστάσεων της ανθρώπινης ομιλίας. Οι ανθρώπινες φυλές και οι πολιτισμοί τους, οι παραδόσεις και ο μεταφυσικός στεναγμός, θρησκευτικός τους λυγμός, ο ιερός φόβος τους, η ανιερότητα των μη λεχθέντων. Είναι η ίδια η Ιστορία στις κρισιμότερες στιγμές της διλημματικής της αφήγησης, στα εξομολογημένα αδιέξοδα των μικρολεπτομερειών της, οι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές της στους τροχούς των κινητήριων παλμών της, των εσωτερικών της δυνάμεων και των θανατηφόρων πισωγυρισμάτων της. Η ελληνική φωνή στα κατορθωτά όρια και τις υπερβάσεις της. «Οδύσσεια», ένα έπος εικονογράφηση της μεγαλειώδους εξερεύνησης του ανθρώπινου Νου, των «εξωπραγματικών» του φαντασιακών συναντήσεων, των ψυχολογικών αναταράξεων του. Οι μυθολογούσες εξακτινώσεις της εμπειρικής πραγματικότητας. Μία εξουθένωση των λέξεων, το λύγισμά τους, το τέντωμά τους, στην πληθωρικότητά τους, ως την σουρεαλιστική τους εκμηδένιση. Αμέτρητα τα πλάνα της, αναφορές, ιδεολογικές και μεταφυσικές συνδηλώσεις, σωτηριολογικές προκλήσεις μίμησης. Μυητικά της ανθρώπινης ψυχής βαδίσματα, σκαλωσιές και παραπατήματα, αχάρακτες μεισμαγιές. Αισθητικής ομορφιάς σήματα αλλά και γλωσσικής ακαλαισθησίας. Προσταγές ατομικής, ξεχωριστής παρότρυνσης ηθικά χρωματισμένες, αρετολογίας μηνύματα και καθηκοντολογίας, συντροφικότητας σκιτσαρίσματα. Οντολογικά διλήμματα και υπαρξιακοί προβληματισμοί, ερωτήματα επανερχόμενα άλυτων υπομνήσεων, ευκταίες απαντήσεις που δεν δίνονται. Άθλα κοινωνούντων επιφανών και αφανών υπάρξεων και οντοτήτων, η ανθρωπότητα σε κίνηση, σε αμάχη με τον εαυτό της, το κρυφό Είναι της. Αναγνωρίσιμες αποτυχίες και στραπατσαρίσματα της συνείδησης, εύλογες αμφιβολίες, επανερχόμενες αντιφάσεις, ευθυγραμμίσεις της ανθρώπινης διαδρομής μεταξύ καταστροφής και αναδημιουργίας, μεταξύ επανεκκίνησης και τερματισμού των κτύπων των φλεβών της. Μία κυκλική σύνθεση των αντιθέτων δυνάμεων, η διαλεκτική του φωτός με το σκοτάδι. Κοσμολογικές αρχές και «συμπαντικές» θεωρίες, επιδράσεις της σύγχρονης φιλοσοφίας, των θρησκευτικών (με ότι υποδηλώνει ο όρος στην συνείδηση του κάθε ανθρώπου) σταδίων αυτογνωσίας. Υπερβάσεις χειρονομιών της γραφής, των λέξεων, ήχοι φωνών των ανθρώπινων ορίων φθαρτότητας, ένα έπος μυστικής «προσευχής» για την ματαιότητα της ανθρώπινης φαγωμάρας, των στόχων της μετατροπής της υλικότητας του Κόσμου σε Πνεύμα, του Αγώνα προς το τετέλεσται. Η προσπάθεια εξήγησης και εντοπισμού του «μικροβισμού» στους πολιτισμικούς οργανισμούς της Ζωής. «Οδύσσεια», μία πολύπλοκη, πολυεστιακή λάμπουσα και ερεβώδης ανθρωπογεωγραφία, φωτισμού άγνωστων χωμάτων, εξωτικών τοπόσημων της Γης, μια σύνταξη της παγκόσμιας μνήμης ως γλωσσικό «ρέκβιεμ». Ένα συναξάρι ονειρικών επαφών οραματικών σχέσεων αφηγήσεων της «απάνθρωπης ερημιάς» και μοναξιάς του Ανθρώπου. Η ποίηση της ανθρώπινης δόξας και ήττας, απελπισίας και ανάσας, των δακρύων ροές και λύτρωσης, όπως τις αντιλαμβανόταν αυτή η οστέινη ψηλόλιγνη Κρητική φιγούρα που φέρνει στο νου προπλάσματα και αγαλμάτινες μορφές του Αλμπέρτο Τζακομέτι. Αυτή η Ελληνική μορφή διανοουμένου που θύμιζε όψεις συγγραφέων της Ρώσικης Λογοτεχνίας, τον παρομοίαζαν με τον Λέοντα Τολστόι. «Οδύσσεια», η πολυστόχευση των ανδραγαθημάτων της ανθρώπινης φυλής, ένα ατέλειωτο κομβόι μαχών, θανάτων και επαναστατικών θαυμάτων. Η κυοφορία νέων ελπιδοφόρων αγώνων, υπερηφάνειας και κομπασμού, έπαρσης και αυτοσυνειδησίας. Πολλαπλά διατεταγμένα σε μία γραμμική σειρά ή όχι «ιντερμέδια» αυτοτελών σκηνών λυρισμού και περιπετειώδους σκληρότητας. Επαναλήψεις και τσακίσματα στίχων, απρόοπτες «συγκοπές» λέξεων και φράσεων. Υπερβάσεις παθών παραδείγματα μίμησης «πράξεως σπουδαίας και τελείας». Ηρώα ψυχών και σωμάτων, μωρίας του ανθρώπινου είδους στο ανηφορικό μονοπάτι για κατάκτηση της πρόσκαιρης αθανασίας, της αιωνιότητας, όπως την οραματίστηκε το ανθρώπινο έλλογο ζώο όταν βγήκε από το σπήλαιο του «Πολύφημου», γυμνό, τρομαγμένο, φοβισμένο, νυσταγμένο, χαρούμενο, σαστισμένο, περίεργο, δίχως την παραπλανητική σιγουριά της προβιάς του. Οι σκιές αφηγούνται την ατομικότητα της ιστορία τους, την προσωπική τους μυθολογία, προσδιορίζονται και χαρακτηρίζονται μέσα από τις λέξεις, τα κενά τους, την συνθετική και πολυσυνθετική έμφασή τους. «Οδύσσεια», η ανθρώπινη πολυσυλλεκτικότητα μετά την  περιπλάνηση της μνήμης δίχως αρχή και τέλος στην καινούργια αποστολή της. «Οδύσσεια», το αποτέλεσμα μιάς «καταραμένης» ευλογίας των πέντε αισθήσεων, των φτερουγισμάτων της καρδιάς, του νου μοιρολόι, οι πεταλούδες ψυχές στον Άδη επί της Γης. Ο οίστρος των λέξεων των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου στους άπειρους συνδυασμούς τους, στις συμπλεκτικές τους σχέσεις, στους αμέτρητους συνδυασμούς των διασταυρώσεών τους, στις νοηματικές σηματοδοτήσεις και επικαλύψεις τους. Στους μετεωρισμούς των επεξηγήσεών τους, επαφών και αλληλο-συσχετίσεών τους. Ένα περιπετειώδες ελληνικό σύγχρονο ποιητικό έπος χωνευτήρι ισοζυγιών ζωής και θανάτου, της αλήθειας και της μαρτυρίας της ζωής και της αλήθειας και της μαρτυρίας της γλώσσας.

      Αυτό το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά γράμματα και τα παγκόσμια πνευματικά δεδομένα ποιητικό εγχείρημα, η «Οδύσσεια», αντανακλά, καθρεπτίζει, εμπεριέχει, συγκεφαλαιώνει, οργανώνει, καλλιεργεί και εκθέτει τις ιδέες, τις φιλοσοφικές αρχές, τις κοινωνικές αντιλήψεις, την ηθική αρετολογία, το σύστημα και ατομικούς κανόνες γραφής και ορθογραφίας της δημοτικής γλώσσας του ίδιου του Νίκου Καζαντζάκη σαν μία αγωνιστική ύπαρξη εν τόπω και χρόνο σαν δημιουργό, στοχαστή, διανοητή, φιλόσοφο και λόγιο και παράλληλα, του καθολικού Ανθρώπου, της πανανθρώπινης οντότητας στην συμπερασματική της ζωής της εικονογράφηση με τα ριζώματα των πολιτισμικών της κληροδοτημάτων, μεταφυσικών και θρησκευτικών αρχετύπων, ετοιμόρροπων δοξασιών και θεωριών, υπεράσπισης των πολλαπλών ταυτοτήτων της ανθρώπινης φυλής στην εξέλιξή της. Μία πολύκλαυστη παραδοχή της ήττας μας μέσω του παιχνιδιού και των παγιδευτικών ρόλων και σημασιών των λέξεων. Όλος ο Νίκος Καζαντζάκης είτε στην πρωτογενή είτε στην επαγγελματικών προδιαγραφών συγγραφική διάσταση, εμπεριέχεται στον συμπυκνωμένο ποιητικό επικό λόγο σε μία διάσπαρτη φιλοσοφική επεξήγηση, σε έναν ερωτηματικό στοχασμό στο βιβλίο του «Ασκητική» και ξεδιπλώνεται με εποικοδομητικούς ποιητικούς συνειρμούς, συμβολισμούς και αλληγορίες, βαθειάς λυρικότητας, ιχνομυθίσεις στο ποιητικό του έπος «Οδύσσεια».  Είναι η του συγγραφέα ατομική του φιλόδοξη των λέξεων «ανομία» για αθανασία και αναγνώριση, επιτυχία, παραδοχή της αξίας της γραφής του. Η έξοδός του προς τον Κόσμο μακρυά από την πατρώα Κρητική γη, την ασφάλεια της πατρικής και των προγόνων του προστασία. Εγωλατρία ή αυτοθυσία στον βωμό της ανθρωπότητας, ποιος μπορεί να απαντήσει με σιγουριά, βεβαιότητα και γιατί; Είναι αυτός ο ρόλος του αναγνώστη; μάλλον όχι. Στην δεδομένη περίπτωση, στο κατά Καζαντζάκη ανάγνωσμα «ευαγγέλιο». Η γραφή είναι ένα παιχνίδι παγίδευσης ή αυτοπαγίδευσή μας, αιχμαλωσίας μας στους μηχανισμούς αποδόμησης και αναδόμησης τεχνηέντως της ζωής μας.  Ψευδαίσθηση της φαντασίας στην πάλη μας για αιωνιότητα, αθανασία, επικράτηση, τιθάσευση των δυνάμεων της Φύσης πριν την ονοματολογία τους στην καταχρηστικότητά μας. Η γραφή φέρνει σε επαφή τον πυρετό του πομπού συγγραφέα-ποιητή με τον πυρετό του δέκτη αναγνώστη, η φαρμακεία της τέχνης ως παρηγοριά και ελπίδα ψευδαισθήσεων. Το κούρσεμα της φαντασίας μας με λέξεις.

      Όμως ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρξε μόνο ένας ταλαντούχος γραφιάς, επαγγελματίας συγγραφέας και μεταφραστής, μία πολυμήχανη σκέψη, ένας οργιώδης νους, σπάνια περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα, ένας ερμηνευτής, «απλοποιητής» επεξηγηματικός περιηγητής της παγκόσμιας γνώσης και φιλοσοφίας αναλυτής, ένα «σουρωτήρι» της διασωθείσας πολιτισμικής μνήμης αλλά, και ένας ικανότατος, αποτελεσματικότατος, εργατικότατος, ανθολόγος λεξικογράφος της ελληνικής γλώσσας. Ένας ακούραστος περιηγητής συλλέκτης λέξεων της Δημώδους Ελληνικής, ακούραστος διασώστης καταγραφέας της Ομιλούμενης, των δημοτικών ασμάτων και τραγουδιών, της κοινωνίας των σχέσεων των λαϊκών, απλών και ανώνυμων ελλήνων και ελληνίδων της εποχής του, της μητρικής τους γλώσσας των διαφόρων αγροτικών και νησιωτικών περιοχών της Ελλάδας, και φυσικά της γενέτειρας γης του, της Κρήτης και των οικογενειακών του καταβολών. Ανεξάρτητα του τελικού αποτελέσματος, τις προσθοαφαιρέσεις του και της πολυσυνθετικότητας των ίδιων των λέξεων που συνέλεγε, συγκέντρωνε χρησιμοποιούσε στις ταξιδιωτικές του περιπλανήσεις όλος αυτός ο προσωπικός του μόχθος είναι κάτι πρωτόγνωρο για έλληνα συγγραφέα και αξίζει τον θαυμασμό μας ακόμα και σήμερα. Αυτός ο με «πρωτόγονα» μέσα-για τις συνθήκες της εποχής του, πυρετώδης μόχθος του να διασώσει λέξεις και ιδιώματα λέξεων, φράσεων και φθόγγων, ρυθμούς, ηχητικά ακούσματα, μελωδίες και παραφθορές τους, μετρική συλλαβών και παύσεις λέξεων, κόψιμο προτάσεων για να ταιριάξει ο δεκαπεντασύλλαβος, η ρίμα. Παράξενοι τονισμοί στίχων, λέξεων, σημεία στίξεως, μακρόσυρτων λέξεων και φράσεων ιδιόρρυθμης και μάλλον κακοτράχαλης ορθογραφίας και ακουστικής έκφρασης. Ένας κόσμος ακούσματα και ψελλίσματα δημοτικών λαϊκών τραγουδιών, μαντινάδων, μοιρολογιών, κρητικής και πανελλαδικής εμβέλειας φωνήματα και ήχοι. Ένας αθησαύριστος πλούτος ελληνικών λέξεων άγνωστών μας, «αμίλητων» από το ευρύ κοινό που μας πρόσφερε με καταγραφική επιμέλεια, υπομονή και ευσυνειδησία ο Καζαντζάκης σε διαρκή ζύμωση και εξέλιξη της προφορικής της αναταραχής διαστάσεων. Η επανοργάνωση του προφορικού λόγου σε σύστημα ποιητικών κανόνων της γραπτής της αποτύπωσης. Δημώδεις χαράξεις ακουστικής εκφραστικότητας μάλλον, παρά οπτικής, σαν επινοητικό «κυρίαρχο» μοντέλο χρήσης της Δημοτικής γλώσσας αποδεκτής από την καθολικότητα των Ελλήνων και την Ελληνική Εκπαιδευτική κοινότητα και πολιτεία. Ένα προσωπικό στοίχημα τιτάνιων προσδοκιών, βαβελικών όμως μάλλον αποτελεσμάτων και τελικών συμπερασμάτων. Μία μείξη εύηχων και κακόηχων εκφράσεων, λέξεων. Τα γλωσσικά κτερίσματα της ομιλούμενης δημώδους ελληνικής στην διαχρονία της ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, ορεινό ή νησιώτικο, ομιλούντα ακόμα ή σε αχρησία, παραφθαρμένων νοημάτων. Σπαράγματα αρχαίας συγγενικής εκφραστικής συνέχειας, (από την αρχαία, την βυζαντινή, ακόμα και την καθαρεύουσα γλώσσα). Λέξεις και φράσεις σε νοηματικό ή ακουστικό λήθαργο, παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας τους στον χρόνο, αλλοίωση των πρώτων πυρήνων μαρτυριών τους επαληθεύσεών τους ως ανθρώπινη εμπειρία. Οι Λέξεις έχουν και ακολουθούν, ιχνογραφούν την δική τους ιστορία όπως και η ζωή την δική της. Και οι λέξεις που συνέλεξε ο Νίκος Καζαντζάκης σκιαγραφούν την δική τους μυθογραφία, τα ιδιαίτερα ταμπλό μυθοποιητικής τους σχεδιαστικής. Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας ακούραστος «ναυαγοσώστης» εκατοντάδων χιλιάδων άγνωστων λέξεων, λησμονημένων, σπερματοφόρων, λίπασμα προγενέστερων ριζών τους, μεγάλης πολιτιστικής βαρύτητας, ανάσες ποιότητας της υλικότητας και φθαρτότητας του Κόσμου μας. Γράμματα και Λέξεις τα οποία σύνταξε κανονιστικά στιχουργικά, σε μία παράσταση μετρικών προτάσεων, σε μία παρέλαση επαναλαμβανόμενων κυκλικών χορών των γραμμάτων, στο μεγαλόπνοο Έπος του σαν ένα άλλου είδους «Λεξικό», αν δεν λαθεύω. Προσπάθησε και κατόρθωσε να αγκαλιάσει ότι γλωσσικά υπήρχε και σηματοδοτούσε η ελληνική γλώσσα και η παράδοσή της, η μικρό ιστορία και μακροιστορία της. Στα μονοπάτια των ειρηνικών δημιουργικών στιγμών της, των πολεμικών περιόδων της, του «κομφούζιου» της ηχητικής και ορθογραφικής της αναρχίας, των απλοποιητικών της μηχανισμών. Συγκέρασε την Ιστορία του ανθρώπου με την ιστορία της γλώσσας του διασώζοντας τις κοινές πηγές αναφορών τους. Δυστυχώς όμως- κατά την γνώμη μου- παραγνωρίζοντας το άπειρο πλήθος και το ασήκωτο βάρος της ίδιας της γλώσσας στα αδιέξοδά της, έφτιαξε ένα «νταμάρι» από διαφόρων μεγεθών, σχημάτων, βαρών μεταλλεύματος και ιζηματικών στρωμάτων λέξεις και τις φόρτωσε στους ώμους της γραφής του. Επανέφερε στην επιφάνεια την φθορά και την «σήψη» τους των νεκρών λέξεων λίπασμα, λέξεις οι οποίες είχαν πεθάνει, απωλέσει πλέον την ισχύ της κοινωνούσας ανθρώπινης μαρτυρίας τους εξαιτίας της αλλαγής των κοινωνικών, εθιμικών, παραδοσιακών, θρησκευτικών και ιστορικών ραγδαίων στην ελλάδα και τον κόσμο συνθηκών και εξελίξεων. Οι δείκτες του ρολογιού του χρόνου της ζωής και της ιστορίας περιστρέφονταν ασταμάτητα, ξεπερνούσαν τους χρόνους δημιουργίας και διάρκειας των λέξεων. Η Σύναξη και η πρωτόγνωρη αυτή ανθολόγηση, η ονοματολογία κάθε αισθητής περιέργειας και ανακάλυψης μέσα στην γραμματική των λέξεων,  ήταν κάτι που ξένισε και δημιούργησε αντιδράσεις. Ήταν η ποιητική ομολογία μιάς ατομικότητας με ανοιχτά τα φτερά της συνείδησής της και των γραμματολογικών του αντιλήψεων για την χρήση της Δημοτικής. Κάπως σχηματικά μπορεί και αυθαίρετα, θα σημειώναμε, ότι «παράθεσε» ένα «τουρλού» λέξεων με ξεχωριστή μεν γεύση και άρωμα των υλικών αλλά, στο τελικό του αποτέλεσμα μάλλον «άγευστο» για τον ουρανίσκο, αμίλητο για τα χείλη, «κακόηχο» για τα αυτιά των Ελλήνων των σύγχρονων καιρών στην σταδιακή ή απότομη μετάβασή τους από την αγροτική στην αστική τους κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων, εικόνων δόμησης της αρχιτεκτονικής της μοντέρνας μεταπολεμικής ζωής. Γκρεμίσματος του παλαιού του κόσμου οικοδομήματος και οικοδόμησης νέου στεγάστρου της καινούργιας εικόνας του έμψυχου και άψυχου υλικού. Το ρέκβιεμ των λέξεων ακολούθησε την πτωτική πορεία της ανθρωπότητας.

Ενδέχεται ο Νίκος Καζαντζάκης να συνένωσε τον ρόλο του λεξικογράφου («ανεπίσημου» γλωσσολόγου;) με αυτόν του καθαρόαιμου ποιητή και πεζογράφου. Τον σκόπελο αυτόν τον ξεπέρασε στις δικές του συγγραφικές δημιουργίες ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ενσωματώνοντας τις θρησκευτικές του ιδέες μέσα σε ένα νησιώτικης ακτινοβολίας χρήσης λεκτικού ιδιώματος της πατρώας γης του, των εθίμων και της ζωής της Σκιάθου. Είναι διακριτή η Δημώδη από την Καθαρευουσιάνικη ομιλία και έκφραση των έργων του. Ενώ ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ο μικρασιάτης αγιογράφος, έδωσε μία βυζαντινών προοπτικών εικονογραφία στο λεξιλόγιό του, περικλείοντας το πλήθος των περιγραφικών του μικρολεπτομερειών της ελληνικής μικρασιάτικης ζωής και μνημών των αλησμόνητων πατρίδων, της Μικράς Ασίας, σε ένα κουκούλι εθιμικών και οικογενειακών συστατικών ενός χριστιανικού ορθόδοξου κληροδοτήματος. Ο ιεραποστολικός του Μικρασιάτικος φανατισμός, δεν εντοπίζεται στην γλώσσα αλλά στα προτάγματα της ατομικής και οικογενειακής του πίστης. Η Ρωμιοσύνη του κυρ Φώτη Κόντογλου, δεν στηρίζεται τόσο στην γλώσσα, όσο στην φιλοτέχνηση της λαϊκής ψυχής της προγονικής πίστης θαυματοποιίας των ζωών τους, στις προλήψεις και παραδόσεις, ηθών και εθίμων, των πανάρχαιων πολιτιστικών αναφορών της Ανατολής. Το «πρόβλημα» έτσι μετατοπίζεται από την γλώσσα στην πίστη, ή καλύτερα, στους αναβαθμούς της ορθοπραξίας και λειτουργικής «τυπολογίας» και τελετουργίας της Ορθόδοξης παράδοσης. Από την άλλη, η γλώσσα του Παντελή Πρεβελάκη και του Ιωάννη Κονδυλάκη ως συγγραφέων καταγόμενων από την Μεγαλόνησο, έμεινε μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο της μυθιστορηματικής γραφής, οι συγγραφικές τους απαιτήσεις στηρίζονται στην καθαρότητα του ρόλου του συγγραφέα και όχι στον συσχετισμό του με τον ρόλο του φιλοσόφου ή γλωσσοπλάστη. Η γλώσσα και η εκφραστική τους, δεν παραχώρησε την ελευθερία και ανεξαρτησία της σε αγωνιώδη υπαρξιακά ερωτήματα θρησκευτικής ατμόσφαιρας, οντολογικής προέλευσης διλημμάτων όπως έπραξε ο συμπατριώτης τους Νίκος Καζαντζάκης. Κυρίως ο Παντελής Πρεβελάκης ο οποίος διέθεται και μεγαλύτερη εικαστική παιδεία και αγωγή, διαχώρισε το πεζογραφικό και ποιητικό του ταλέντο («Ο Νέος Ερωτόκριτος») από τον δοκιμιακό του λόγο και τις μελέτες του την σύνθεση βιοεργογραφία που σχεδίασε για τον Νίκο Καζαντζάκη, παραμένοντας όμως ένας ακόλουθος κάτω από την βαρειά σκιά του. Μην ελπίζοντας ότι θα τον ξεπεράσει, του έμεινε ισόβια πιστός μαθητής.

Η Καζαντζακική γλώσσα είναι πολυστρωματική στην ομιλούμενη, ηχητική της αρχαιολογία, το ζήτημα μάλλον βρίσκεται στο κατά πόσο υπερτερεί ο ανθρωπομορφισμός της, η πνευματοφορία της, η εσωτερική της πλαστικότητα, από την καλλιτεχνική της οργάνωση και διάσταση, την αισθητική της φόρμα, την αρτιότητα της ερμηνευτική της με λογοτεχνικά κριτήρια. Η διαλεκτική της είναι περισσότερο μάλλον φιλοσοφικών αποχρώσεων. Η προσέγγιση στην «υπερβολή» του μεγαλειώδους αυτού ελληνικού έπους του προηγούμενου αιώνα, διατηρεί σε ισχύ το ερώτημα με ποια κριτήρια διεξάγεται ακόμα και στις μέρες μας η αποδοχή και ανάγνωσή του; Η συζήτηση που ανοίγουμε μαζί του παραμένει και ευτυχώς, ακόμα ανοιχτή; Τι διασώζεται από όλον αυτόν τον πακτωλό των λέξεων,  την πληθωρικότητα των εικόνων, την επαναληπτικότητα των στίχων, τον «στροβιλισμό» των στροφών, των διάσπαρτων πεδίων των ιδεών, της δομής της φιλοσοφίας του; Τα όποια «ελαττώματα» και αστοχίες της δραματικής της σκηνογραφίας, εσωτερικές αδυναμίες του έπους λειτουργούν ανασταλτικά; Η λεκτική σεισμική καταπλάκωσή μας από ένα ετερογενές υλικό γραμμάτων και νοηματικών μεταλλευμάτων, ανάγεται στις ιστορικές και κοινωνικές μεταλλαγές των τραυμάτων μας και των ενδιαφερόντων μας, ή μήπως είναι οι επακόλουθες συγγραφικές αστοχίες, η μη σωστή διαχείριση και γνώση των κανόνων της ποίησης και της μυθιστορηματικής τεχνικής; όπως κατηγόρησαν παλαιότεροι και σύγχρονοι κριτικοί τον Καζαντζάκη; Ή μήπως ακόμα διαισθάνθηκε ο Κρητικός στοχαστής ότι το ελληνικό αλφάβητο ακολουθεί και αυτό, υπόκειται στην βιολογική φθορά της οργανικής ύλης όπως και των πολιτισμών; Ας φέρουμε στη σκέψη μας τις θεωρίες της περιοδολόγησης των πολιτισμών ως ζωντανών οργανισμών, ακμής και παρακμής τους από τον φιλοσοφικό λόγο του Ο. Σπλέγκλερ.

Σίγουρα η προσωπική του συγγραφική αλήθεια πρυτανεύει της «ψευδογραφίας» της φαντασίας του, δεν έχουμε στον λόγο του ψευδολογικά επιχειρήματα επιβολής γλωσσικών μοντέλων ως χρήση δημόσιων αξιωμάτων. Στρατιώτης και όχι στρατηγός της γλώσσας ο Νίκος Καζαντζάκης, υπηρέτης αλλά και «δαμαστής της», διαμορφωτής της. Αναγνωρίζουμε τις ορθογραφικές καθαρά προσωπικές του επιλογές, νεανικά και παιδικά Κρητικά ακούσματα και ψιθυρισμούς, διαμορφώσεις της τυπολογίας στην αφαιρετική ή προσθετική της διάσταση. Πώς γράφει τις λέξεις,- δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι αν έτσι τις συνάντησε ή τις διαμόρφωσε σύμφωνα με τα γλωσσικά του κριτήρια, (δεν μιλώ για τις ελάχιστες λέξεις που κατασκεύασε ο ίδιος και μας λέει), τι και πόσα σύμφωνα ή φωνήεντα χρησιμοποιεί ή αφαιρεί, καταργεί, τους φθόγγους που υιοθετεί, πώς τονίζει και που τις λέξεις του, οι μονοσύλλαβοι ήχοι του, ποιές και τι απορρίπτει στον ηχητικό τους συλλαβικό βηματισμό, στο σύστημα οργάνωσης του 17σύλλαβου. Την ιδιοτυπία και ιδιαιτερότητα (Κρητική συνήθως) κάθε λέξης ξεχωριστά, κάθε φορά στην επανάχρησή της, επανεκτίμηση της νοηματικής της βαρύτητας και συμπληρωματικότητας. Στην γραμματική και συντακτική εκφορά και τυπολογία της τελικής μορφής, των κανόνων κλίσεών της και πτώσεών της εκδοχή, των «ροπών» της είτε προς ένα είδος απλουστευμένης «καθαρεύουσας» ή συνηθέστερα λαϊκότροπης ιδιαίτερης ντοπιολαλιάς (ακόμα και ανάλογα με τις αλλαγές των καιρικών συνθηκών) επιβίωσης εξακτινωμένων ακουσμάτων από διάφορους επαρχιακούς περιφερειακούς ιδιωματισμούς της γλωσσικής προφορικότητας. Λέξεων στις αναθεωρητικές μεταμορφώσεις τους. Πάμπολλα διαφόρων ειδών και καταστάσεων,  περιγραφών επίθετα, και μετοχές, ρηματοποιημένα μακρόσυρτα ουσιαστικά, που από μόνα τους ξυπνούν μνήμες και εμπειρίες, δωρεές παλαιότερων λεκτικών καταβολών, παραστάσεις σε εξέλιξη ολοκληρωμένης αφήγησης.

Το πολύκλωνο και πολύριζο αυτό ποιητικό έπος, η «Οδύσσεια», των 7 γραμμάτων (όπως την γράφει με ένα «σ» ο Καζαντζάκης) περιέχει τις προσωπικές του υπερβολές, εξακολουθητικές εμμονές, γλωσσικές πεποιθήσεις, την διαδοχή των ρόλων χρήσης της πανελλήνιας γραμματικής της γλώσσας στα χρόνια του. Ένα ανοιχτό παιχνίδι της γλώσσας- σίγουρα συνυφασμένο και με την πολιτική και ιδεολογία των χρόνων του- στον μέλλοντα χρόνο της Ελλάδος, την προιστορία της παράδοσης της κατοχύρωσης του ελληνικού αλφαβήτου. Το «πιστεύω» της γλώσσας του ως μοντέλο κοινής ομιλίας και εκπαιδευτικής αγωγής. Ψυχαρικοί απόηχοι στην γραφή του δεν κλονίζουν τις δικές του απόψεις, ούτε άλλων «Μαλλιαρών» όπως θα έγραφε ο Ιωάννης Κονδυλάκης Δημοτικιστών. Η εξομοιωτική ποιητική ομοηχία, η αμίλητη του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη («Κούφια καρύδια») δεν γίνεται παράδειγμα προς μίμηση. Αποτυχημένα πειράματα της Δημοτικής απλοποίησης. Οι της λογοτεχνικής αριστερής διανόησης προσεγγίσεις γραπτά και ηχητικά παραδείγματα, προφορικής εκφραστικότητας ακολουθούν περισσότερο την ιδεολογική πολιτική πλατφόρμα των κομμουνιστών διανοουμένων παρά την ορθοφωνία της κοινής καθομιλουμένης Δημοτικής. (Ακόμα και στις μέρες μας, μετά την μεταπολίτευση του 1974, δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ την λέξη του Γιούνη, και σίγουρα γελάγαμε, με τα γλωσσικά ευτράπελα της μιξοκαθαρεύουσας των ανακοινώσεων των τότε στρατιωτικών ηγετών). Ο δρόμος του Μανώλη Τριανταφυλλίδη ήταν ακόμα αβέβαιος, αναφέρομαι στα χρόνια του Καζαντζάκη. Ο Ιωάννης Κακριδής βοήθησε τον Κρητικό συγγραφέα στην μεταφραστική γλωσσική του ιδιόμορφη εκφραστική, έδωσε μορφοπλαστικότητα ίσως περισσότερο στις κοινές τους Ομηρικές μεταφράσεις λέξεων παρά στην πρωτογενή γραφή και λόγο του. Όμως η λεκτική και γλωσσική αυτή συγκεφαλαίωση παρά του ότι δεν είναι όπως φαίνεται από την σύνθεση της δομής της αναρχούμενη, χαώδης μπορεί, χάνει την απλότητά της στην συγγραφική της πρόθεση, γίνεται ένα γλωσσικό πολυεργαλείο για τις ανάγκες και τα πεδία έρευνας μόνο (;) των γλωσσολόγων και των ειδικών ερευνητών των ριζών και της καταγωγής των λέξεων, της απογονικής γλώσσας στους καρπούς και επικάρπιά της, συνθετική της ανθοφορία. Μπορεί να λαθεύω, μια και δεν είμαι γλωσσολόγος και απολαμβάνω το σύγχρονο αυτό ελληνικό έπος με ποιητικά και καλλιτεχνικά καθαρά κριτήρια και αισθητήρια ανάγνωσης. Και σίγουρα πάντως η «Οδύσσεια» δεν είναι μία απορριπτέα περιπτωσιολογία ανάμεσα σε άλλα μεγαλόδοξα έργα της εποχής της.

     Η Καζαντζακική «Οδύσσεια» είναι μία Κιβωτός του αθησαύριστου πλούτου των λέξεων, των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου της ιστορικής παράδοσης του Ελληνισμού και των ανθρωπολογικών του διαστάσεων. Μία λεκτική κορφολόγηση της ελληνικής τραγικότητας στις πιο καρποφόρες στιγμές της. Αυτός ο ελληνικός φωτεινός κόσμος ο μικρός, ο σκοτεινός ο μέγας στις ανθρώπινες συμπερασματικές επεξηγήσεις του, αντιληπτές εμπειρίες των διαστάσεών του, στα μέτρα των πέντε αισθήσεων του Ανθρώπου. Της τάξης και αταξίας του Κόσμου μας στις ανακυκλούμενες περιπέτειες, των λυγμών της ανθρώπινης φωνής και φύσης, της απελπισίας της και των αναστεναγμών της. Ένα κράμα Ζωής και Θανάτου. «Οδύσσεια», γέφυρα συγγενική όχι μόνο με το έργο του «Ασκητική» αλλά και με την ποιητική της αναφορά και καταγωγική πρόσληψη την Ομηρική. Και ασφαλώς, χρειάζεται ενδελεχέστερη ερευνητική τεκμηρίωση για να βρούμε τα κοινά σημεία της με τον «Οδυσσέα» του ιρλανδού Τζαίημς Τζόυς, όπως πρώτος μίλησε ο ελληνοαμερικανός ποιητή Κίμων Φράιερ.

     Ο Νίκος Καζαντζάκης σχεδιάζει την τελική δομή της, επεξεργάζεται και οργανώνει το σύστημά της στις 7 εκδοχικές μορφές της για σχεδόν 13 χρόνια. Χειμώνας του 1925 έως τον Χειμώνα του 1938. Το χρήσιμο μελέτημα-βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη και η αλληλογραφία που διατηρούσαν μεταξύ τους, μας ξεκαθαρίζουν από πρώτο χέρι τα στάδια γραφής της, συμπληρώνουν τα κενά μας στην ανάγνωσή της, φωτίσουν ό,τι καταγράφει και αναφέρει το Καζαντζακικό βλέμμα και νους στις αναβασίες και η καρδιά του στις καταβασίες της. Αλήθειες και παραδοξότητες των ακροβατικών του «τσίρκου» αυτού που ονομάζουμε Ζωή, σαν ένα απειροελάχιστο στιγμιότυπο μέσα στο Φυσικό περιβάλλον, στο Σύμπαν ακορντεόν της δημιουργίας και αναδημιουργίας του.

     Η τελευταία εκδοχή της, εμπεριέχει και το πολιτικό στίγμα του ασκητή ποιητή. Η «Οδύσσεια» αλλά και τα άλλα βιβλία του Καζαντζάκη, μας αποκαλύπτουν πώς διαχειρίστηκε ο Κρητικός «Μονιάς» τον ατομικό του χρόνο, πώς «σπατάλησε» τα στάδια της προσωπικής του ελευθερίας, τους αγγελικούς και δαιμονικούς συλλογισμούς, διαλογισμούς, τους εφιάλτες που τον τυραννούσαν. Τους πειρασμούς του, τις δυϊστικές του αντιλήψεις, τα μανιχαϊστικά του διλήμματα. Τον σιγαλόφωνο πεσιμισμό του, τον φωνακλάδικο ηρωισμό του, τον δελεαστικό μηδενισμό του, την ηθικολογία του, αυτόν τον ατέλειωτο «χορό σκιών δημιουργημένων από τον νου» που γράφει κάπου, την ανθρώπινη Καζαντζακική σύλληψη της Ιστορίας δοσμένης με ποιητικούς όρους. Αμάγαλμα κοσμοθεωριών, επαναλήψεις μάταιων παθιασμένων αγώνων μπροστά στην σκοτεινή άβυσσο, μία κυκλική ατέρμονη αναγέννηση της “elan vital” του φιλοσόφου δασκάλου του Ανρί Μπερξόν που φοίτησε κοντά του στα φοιτητικά του χρόνια στη Γαλλία. Διπλές όψεις της Ζωής ή της Γλώσσας τα έργα του; Περιπέτεια της ύλης ή του Πνεύματος;

     Πρωτόγνωρο συγγραφικό εγχείρημα για τα ελληνικά αλλά και τα παγκόσμια δεδομένα η θαυμαστή έκδοση, η μνημειώδης «Οδύσσεια», για όποιον την έχει δει έστω και μία φορά στην ζωή του από κοντά, αυτό το ογκωδέστατο, πολυσέλιδο βιβλίο. «Λεηλατεί» την φαντασία μας η προσέγγισή του, απαιτεί την αμέριστη προσοχή μας. Ξαφνιάζει ακόμα και σήμερα η κυκλοφορία της πολυπολιτισμικής και υπερ-ιστορικής «Οδύσσειας», η σύλληψή της, η αρχιτεκτονική της γραφής της, ο δαιδαλώδης σχεδιασμός της, η πολυδόμησή της, αυτό το περίτεχνο σύστημα της Καζαντζακικής πλοκής της, οι αναρίθμητοι συμβολισμοί της, οι μεταφυσικοί της κόμβοι, οι οραματισμοί που αναβλύζουν από τις 24 ραψωδίες της, οι προβαλλόμενες με στιχουργικό λυρισμό νοηματοδοτήσεις της, οι προτυπώσεις των χαρακτήρων των ηρώων της. Οι αναγνωστικοί της προβολείς που μας δείχνει ο ίδιος ο Κρητικός διανοητής και στοχαστής για να την κατανοήσουμε. Αν μάλιστα αναλογιστούμε, τα τεχνικά της συγγραφής ενός βιβλίου δεδομένα της εποχής και της κυκλοφορίας του, τα μέσα που είχε ο ποιητής στην διάθεσή του (χαρτί, μελάνι, μολύβια, γόμες, ξύστρες, φωτισμός, αντιγραφές και διορθώσεις χειρογράφων κλπ.), την εκδοτική τεχνολογία και τεχνογνωσία της εποχής, δέσιμο των σελίδων, στοιχεία τυπογραφικά, χρώμα και ποιότητα, βάρος χαρτιού, αντίτυπα, εικονογράφηση, σχεδιασμός εξώφυλλων, εσωτερικά σχέδια, κοσμήματα ή βινιέτες, τους τρόπους μεταφοράς και αποστολής ενός «δέματος» που ζυγίζει πάνω από 20 κιλά, (βαριές που είναι οι λέξεις, υπερβαίνουν και το ανθρώπινο του συγγραφέα ασθενές σώμα), τα έξοδα αποστολής, ακόμα- ακόμα και τους τρόπους τους οποίους θα έπρεπε να μηχανεύεται ο αναγνώστης για να μπορέσει να κρατήσει στα χέρια του ένα μεγάλου μεγέθους και διαστάσεων βιβλίο για να το διαβάσει, να το ξεφυλλίσει, να κάνει τις αναγκαίες σημειώσεις του, τότε πραγματικά οφείλουμε να μιλάμε για ένα συγγραφικό και εκδοτικό άθλο, θαύμα. Παραβλέποντας τον απαραίτητο αναγκαίο χρόνο ανάγνωσης που χρειάζεται στην κατανόησή του, την σχετική επάρκεια και κατοχή απαραίτητων γνώσεων, υποδομής μας, κριτηρίων ανάγνωσης, ενημέρωσης σε γενικά και ειδικά Λεξικά της Ελληνικής Γλώσσας για την ερμηνεία της, ώστε να έχουμε μία δυνατή σχετική επάρκεια κατανόησής της, αφομοίωσης των ιδεών, των φιλοσοφικών θεωρήσεών της, μηνυμάτων και άλλων πληροφοριακών σταδίων που κρύβει στα σπλάχνα της αυτό το τελευταίο μετά Ομηρικό έπος της ανθρώπινης λευκής και όχι μόνο φυλής. Στο πόσες αριθμητικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και πληροφόρησης είναι ακόμα και στις μέρες μας οι άγνωστες λέξεις της στον αναγνώστη. Τα τελευταία μόλις χρόνια κυκλοφόρησαν δύο ογκώδεις μελέτες για το Γλωσσάρι της «Οδύσσειας» και των άλλων βιβλίων του. Βλέπε Βασίλειος Α. Γεωργάς, «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024, και Νίκος Μαθιουδάκης, «Η Οδύσσεια των Λέξεων. Νεολογικά αθησαύριστα στο έπος του Ν. Καζαντζάκη», εκδόσεις Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2000. Το μελέτημα αυτό είχε προσφερθεί και από την εφημερίδα «Το Βήμα» αν θυμάμαι σωστά, σε δύο μέρη. Ενώ ο συγγραφέας και νομικός Γιώργος Στεφανάκης σε βιβλίο του συμπεριέλαβε ένα Καζαντζακικό Γλωσσάρι, που είχε συντάξει ο ίδιος ο Καζαντζάκης αλλά δεν συμπεριελήφθηκε στις εκδόσεις της «Οδύσσειας». Πρέπει να είναι αυτό που μέρος του, ανάρτησα πριν λίγο καιρό στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα και σχολίασα. Επανερχόμενος, το σύστημα αρχειοθέτησής της και οι άλλες επεξεργασίες της τελικής της μορφής, μάλλον δεν τις γνωρίζουμε, ούτε πως διαχειρίστηκε-που και αν τις διοχέτευσε- τις υπόλοιπες χιλιάδες λέξεις που αφαίρεσε, άφησε απ’ έξω, από τον τελικό αριθμό επιλογής των 33.333 στίχων. Ο κυρός ποιητής και καθηγητής Κώστας Στεργιόπουλος, αναστηλωτής και επιμελητής των έργων του Τέλλου Άγρα, έχει δημοσιεύσει μελέτη για τους αριθμητικούς υπολογισμούς και τις Ιαπωνικές καταβολές του αριθμού 33.333. Ακολουθώντας τα ερευνητικά πρώτα βήματα του μαθητή του Καζαντζάκη, του Κρητικού Παντελή Πρεβελάκη, ο καθηγητής Peter Bien στην δίτομη σημαντική εργασία του: «Καζαντζάκης. Η Πολιτική του Πνεύματος» απόδοση στα ελληνικά Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου, εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001,- ιδιαίτερα στις ενότητες του πρώτο τόμου- συνεχίζοντας την ανάγνωση και την εσωτερική έρευνα της δομής του ποιητικού έπους που αρχίνησε ο Πρεβελάκης συμπληρώνει τις πληροφορίες και τις γνώσεις μας με νέα στοιχεία και ανάλυση του έργου.

Εδώ, μας «επιβάλλει» το αναγνωστικό μας ήθος να μνημονεύσουμε το εξής. Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στην δεύτερη σύζυγο του Νίκου Καζαντζάκη, την πεζογράφο και εκδότρια κληρονόμο των έργων του Ελένη Ν. Καζαντζάκη, η οποία δίχως να φείδεται κόπων με αφοσίωση και υπομονή, καρτερία, αντέγραφε τις χειρόγραφες σελίδες που έγραφε και διόρθωνε ο σύντροφός της και φρόντιζε την επιμέλειά τους. Δεν είναι μικρή η προσωπική της εργασία και άλλες χειρονακτικές εργασίες, συνεισφορά της στην διάδοση και διάσωση ενός ογκώδους και διαφορετικών ειδών συγγραφικό έργο. Ακόμα και οι επαγγελματικές συγγραφικές και μεταφραστικές ανάγκες τους γίνονταν κάτω και από την δική της επίβλεψη.

     Ο Παναγής Λεκατσάς, διαβάζει με προσοχή την «Οδύσσεια» ενθουσιάζεται, με ειλικρινή θαυμασμό, συγκίνηση βουβή, βαθειά, επίγνωση της αξίας του τιτάνιου αυτού ποιητικού έπους που έχει μπροστά του, σπεύδει να του ζητήσει την άδεια να δημοσιεύσει την επαινετική του επιστολή. Δεν μας προσδιορίζει, αν τον κατανοώ σωστά, αν διάβασε μονομιάς ή τμηματικά κάθε μία από τις 24 Ραψωδίες του έργου. Σημαντική η μαρτυρία του, από τους πρώτους αναγνώστες της, όπως και η αναγνωστική μαρτυρία της Έλλης Λαμπρίδη. Του απευθύνεται στον πληθυντικό ζητώντας του να δημοσιεύσει στα «Νεοελληνικά Γράμματα» (το περιοδικό έχει ανοίξει μία κριτική συζήτηση για το έπος) το περιεχόμενο της επιστολής, παρά τις σχετικές «ενστάσεις» σεμνότητας, ευγένειας και διακριτικότητας του Κρητικού ποιητή και συγγραφέα. Εστιάζει την προσοχή του στην δομή και την σύνθεση του, υποκλίνεται στην στιχουργική του τελειότητα, την αρτιότητα και ισοκρατήματα της μουσικότητάς τους, τον μελωδικό βηματισμό των λέξεων. Δεν μπλέκεται στην κοσμοθεωρία του και τις εσωτερικές του αντιφάσεις όπως η Έλλη Λαμπρίδη και σε λέξεις επιπρόσθετες όχι απαραίτητες στην ποιητική ροή των στίχων που χαλούν την γενική εικόνα του, η οποία δημοσιεύει μία σειρά 7 βιβλιοκρισίες- για την «Οδύσσεια» στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» αρνητικών προσήμων σχόλια και παρατηρήσεις. Από 4 Μαρτίου 1939 έως 15 Απριλίου 1939. Σχετικά πρόσφατα ας επαναλάβουμε, κυκλοφόρησαν στην Αθήνα το 2016 και το 2017 αντίστοιχα, από τις εκδόσεις «Έμβρυο» του Στέλιου Βασιλειάδη, δύο μελετήματα της σημαντικής παιδαγωγού, γλωσσολόγου, φιλοσόφου, μεταφράστριας, ελληνίδας επιστήμονος, λογοτέχνιδος Έλλης Λαμπρίδη. Την γνωστή μας με το όνομα “Mudita” όπως την αποκαλεί ο Καζαντζάκης. Αν δεν λαθεύω, η «Αγαπημένη Μουντίτα», που της αφιερώνει έργο του, συνταξιδεύει μαζί με τον Καζαντζάκη στους δρόμους της Ελβετίας με ορμητήριο την Ζυρίχη, ακολουθώντας τα χνάρια του μεγάλου δασκάλου του Καζαντζάκη, του Φρειδερίκου Νίτσε. Ο Καζαντζάκης με την Λαμπρίδη συνάπτουν πνευματικές και φιλικές σχέσεις. Διατηρούν αλληλογραφία έχει μεταφράσει έργο του, γράψει μελέτες. Το πρώτο βιβλίο κυκλοφόρησε σε προσεγμένη επιμέλεια του Κωνσταντίνου Γαρίτση, περιλαμβάνει τις «Επιστολές προς Νίκο Καζαντζάκη, Δημήτριο Καπετανάκη, Παντελή Πρεβελάκη, Γιώργο Σεφέρη, Άγγελο Σικελιανό». Σελίδες 206 με συνοδευτικά ευρετήρια των Επιστολών της Λαμπρίδη ανά Αποδέκτη και ανά Ημερομηνία. Το δεύτερο βιβλίο του ίδιου εκδοτικού οίκου, σε επιμέλεια και επίμετρο και πάλι του ίδιου επιμελητή, φέρει τον γενικό τίτλο: Έλλη Λαμπρίδη, «Σημειώματα στην Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη.» Επίμετρο, Ι. Ο Οδυσσέας του Νίκου Καζαντζάκη: Το αυτοθεούμενο υποκείμενο. ΙΙ. Η λιοπάρδαλη της Οδύσσειας Μιά persona για την Έλλη Λαμπρίδη. Επιμελημένες και υπομνηματισμένες εργασίες. Στις σελίδες 91 έως 94 γίνεται αναδημοσίευση της ευχαριστήριας επιστολής του Παναγή Λεκατσά. (είναι μάλλον η μοναδική έντυπη αναδημοσίευση από όσο μπορώ να γνωρίζω). Προσθετικά, από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» Αθήνα 2019, σε επιμέλεια και κείμενα της Γιολάντα Χατζή κυκλοφορεί η Νουβέλα της Έλλης Λαμπρίδη, «Καπνός ήταν…». Όπως αναγράφονται στα «Προλεγόμενα»: «Στη νουβέλα της Έλλης Λαμπρίδη Καπνός ήταν… περιγράφεται η γνωριμία της συγγραφέως με το Νίκο Καζαντζάκη το 1918 στη Ζυρίχη, η αρχή και η εξέλιξη του αισθηματικού τους δεσμού και οι περιηγήσεις τους σε διάφορα μέρη της Ελβετίας, μέχρι τον αποχωρισμό τους.».

     Ο Παναγή Λεκατσάς σε σχέση με τις θέσεις άλλων κριτικών φωνών, λειτουργεί με διαφορετικά κριτήρια, αισθάνεται την επιθυμία, την «ανάγκη», πνευματική «υποχρέωση» αλληλεγγύης απέναντι στον Καζαντζάκη. Θέλει να εκφράσει δημόσια όχι μόνο τις θερμές του ευχαριστίες για αυτό το «καταπληκτικό μεγαλούργημα» όπως το αποκαλεί, την «Οδύσσεια» την οποία «ξεκοκάλισε» με χαρά και ευχαρίστηση αλλά και να του δηλώσει αμέσως την αμέριστη συμπαράστασή του -στις αρνητικές κριτικές επιθέσεις και σχολιασμούς που δέχεται τόσο ο Καζαντζάκης όσο και το έργο του στην ολότητά του αλλά ιδιαίτερα, η «Οδύσσεια». Ας φέρουμε στη σκέψη μας το τι γράφτηκε στο περιοδικό «Αναγέννηση» που συνεργάζονταν ο ποιητής, την ομιλία του «μαθητή» του Παντελή Πρεβελάκη, του πειραιώτη Βασίλειου Λαούρδα και την καταδίκη και απόρριψη της «Οδύσσειας» κλπ. Πέρα από τους επιβραβευτικούς σχολιασμούς της εποχής από λογίους, στο τι αναφέρονταν σε εφημερίδες και έντυπα, ενυπόγραφα ή ανυπόγραφα άρθρα, η υποδοχή των πρώτων συγγραφικών βαδισμάτων και εμφανίσεων του Νίκου Καζαντζάκη στα ελληνικά γράμματα δεν ήτανε πάντοτε θετική, επιδοκιμαστική, τα ειρωνικά σχόλια ήταν αρκετά, ίσως, έως και «ζηλόφθονα», εξίσου μάχιμες όμως και οι απαντήσεις του Καζαντζάκη. Να θυμίσουμε ότι η λογοτεχνική καθιέρωσή του άρχισε την δεκαετία του 1950, μέχρι τότε ήσαν μεν γνωστός αλλά το όνομά του δεν είχε την βαρύτητα του έλληνα λογίου που κατάκτησε αργότερα, ιδιαίτερα την επόμενη δεκαετία με τις κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του, και τις μεταφράσεις του Κίμωνα Φράιερ, κυρίως της «Οδύσσειας». Εν τάχει να μνημονεύσουμε τα ευγενικά όχι πάντα λόγια του ποιητή Κωστή Παλαμά. Βλέπε τόμους των Απάντων του των εκδόσεων «Μπίρη». Ο συγγραφέας και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Ηλίας Βουτιερίδης τον κατηγορεί για «λογοκλοπή», αντιγραφή της δικής του θεατρικής τραγωδίας «Το γιοφύρι της Άρτας». Ας μνημονεύσουμε και το ομότιτλο έργο του Γιώργου Θεοτοκά που διαπραγματεύεται θεατρικά τον λαϊκό θρύλο. Άλλοι σχολιαστές, που ανήκαν στους πρώτους «επαναστατικούς» κύκλους των Δημοτικιστών, τον μέμφθηκαν ότι μεταφράζει σε γλώσσα Καθαρευουσιάνικη βιβλία για τις παλαιές καλές εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη. Ας μην λησμονούμε επίσης, ότι από την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, για την ακρίβεια το 1909, είχε ιδρυθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης σύλλογος Δημοτικιστών με πρόεδρο το Νίκο Καζαντζάκη, όπως αναφέρει το κύριο όργανο των προοδευτικών διανοούμενων Δημοτικιστών, το περιοδικό «Ο Νουμάς» υποστηρικτικό και εκφραστή της κίνησης των «Μαλλιαρών» όπως τους χαρακτήρισε ο Κονδυλάκης. Τα πρώτα του άρθρα και κείμενα με τα ψευδώνυμα (Κάρμα Νιρβαμή, Πέτρος Ψηλορείτης κλπ.) που δημοσίευσε, η συμμετοχή του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, οι βραβεύσεις ή απορρίψεις θεατρικών έργων του, η έκδοση των πρώτων πρωτόλειων πεζών, θεατρικών του δραμάτων, ποιημάτων- τερτσίνες, μικρών βιβλίων και συλλογών του, δεν βρήκαν την απήχηση και την αποδοχή που περίμενε ο «Μονιάς» όπως θα έγραφε ο πιστότερος μαθητής του ποιητής και μελετητής του, συνοδοιπόρος του Παντελής Πρεβελάκης. Η συμβολή του Παντελή Πρεβελάκη τα χρόνια εκείνα στην ανάδειξη του έργου του Καζαντζάκη είναι μεγάλη και σημαντική. Συνολικά, τα βιβλία που εξέδωσε, τα δημοσιεύματα, τα άρθρα που έγραψε, η βιοχρονοεργογραφία που συνέθεσε, η πολυσέλιδη αλληλογραφία που διατηρούσε με τον Νίκο Καζαντζάκη, «400 γράμματα», οι ομιλίες που έδωσε ο Πρεβελάκης, φανερώνουν την αμέριστη αγάπη και θαυμασμό του ακόμα και εις βάρος του δικού του έργου. Ο Καζαντζάκης επισκίασε κατά κάποιον τρόπο τις άλλες Κρητικές συγγραφικές φωνές όπως η ποιητική φωνή και παρουσία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου κάλυψε ποιητικές φωνές ομοϊδεατών του όπως ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο «συμπλωρίτης» νεανικός συνοδοιπόρος του Καζαντζάκη, ο Ορφικός Άγγελος Σικελιανός ακολούθησε την δική του στράτα, και ας συνταξίδεψαν στην Αγιορείτικη Μοναστική Πολιτεία, φιλοδοξώντας να ιδρύσουν μία νέα Θρησκεία. Να γίνουν απόστολοι ενός νέου Θεού. Οι δημόσιες συμμετοχές του Καζαντζάκη σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και συζητήσεις, οι απόψεις του για την χρήση και συνεισφορά της δημοτικής γλώσσας σε διάφορα έντυπα, οι θρησκευτικές του αντιδράσεις και περιπαιχτικά πρώτα νεανικά του σχόλια, οι ειρωνικές «σπόντες» για εκκλησιαστικά πρόσωπα, ιερά σύμβολα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, η εκδηλωμένη αθεΐα του, παρά την θρησκευτικότητα του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας του, η θέση που είχε η γυναικεία παρουσία στα έργα του, ο κουφοβράζων ερωτισμός του, (δεν ήταν τόσο ερωτικά άγευστος προς την γυναικεία παρουσία όπως τον ήθελαν. Τον κατηγόρησαν ως «ανέραστο» και… Βλέπε σε πρωινή εφημερίδα μετά την χούντα, τι δημοσίευε συγγενικό πρόσωπο της πρώτης γυναίκας του), προκάλεσαν αντιδράσεις από επίσημους φορείς και άτομα εντός και εκτός εκκλησιαστικών κύκλων. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση, να σημειώσουμε ότι οι αντικληρικές ανοιχτές του θέσεις δεν αντιμετωπίστηκαν με τα ίδια μέτρα και σταθμά όπως παρόμοιες και κριτικής λεγόμενα και γραφόμενα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του κυρ Φώτη Κόντογλου και άλλων λογίων και διανοουμένων της εποχής. Χριστιανών συγγραφέων ή της θύραθεν παιδείας. Οι εκφράσεις πχ. του Θέμη Κορνάρου, του Εμμανουήλ Ροϊδη και άλλων όπως του Ανδρέα Λασκαράτου, του Γεωργίου Σουρή ήσαν πιο αιχμηρές και δηλητηριώδεις. Ενοχλούσαν ακόμα οι δημόσιοι πολιτικοί και ιδεολογικοί διαξιφισμοί του. Το εκκρεμές της πολιτικής σκέψης και των θέσεών του, από την μία επαινούσε το επαναστατικό πείραμα των κομμουνιστών (τον θεωρούσαν οπαδό της τρίτης διεθνούς) και από την άλλη, απέρριπτε και αρνιόταν το μοντέλο κυβερνητικής εξουσίας και κρατικής διακυβέρνησης όπως εφαρμόστηκε και επιβλήθηκε στην τότε Σοβιετική Ένωση και διαδόθηκε παγκοσμίως, στα κατασταλτικά προτάγματα της επιβολής του, μετά την επίσκεψή του στην τότε «Ρουσσία». Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» στην λογοτεχνία, ήταν πολύ στενός κορσές για τις συγγραφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις. Τα τρία κείμενά του που διαβάζουμε στο: «το σοσιαλιστικό μανιφέστο του 1945» με προλεγόμενα Μεσεβρινού και τρία κείμενα του Ν. Καζαντζάκη» Λευκωσία- Κύπρος 1974, (μου το είχαν φωτοτυπήσει στη Εθνική Βιβλιοθήκη παλαιότερα) φανερώνουν τις κάπως απλοποιητικές και γενικόλογες θέσεις και απόψεις του Καζαντζάκη, για το τι σημαίνει μαχητή και «ακτιβιστή» (;) ιδεολόγο ο Σοσιαλισμός. Αρκετή αοριστία για ένα πολύ πρακτικό πολιτικό πλάνο κυβερνητικής εφαρμογής. Η Κρητική ατίθαση και αγωνιστική, ανεξάρτητη και απελευθερωτική ματιά του, οι θέσεις του περί Μαρξισμού- Κομμουνισμού (θετικές και αρνητικές), η σχέση και η συνεργασία του με τον Δημήτρη Γληνό και τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και το περιοδικό του ‘Αναγέννηση», οι απόψεις του για τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον Φασισμό της εποχής του, (νομίζω και για τον Φύρερ), οι ταξιδιωτικές περιηγητικές του εντυπώσεις σε διάφορες άλλες χώρες της άπω ανατολής με κομμουνιστικό καθεστώς, δημιουργούσαν αντιδράσεις. Ο Καζαντζάκης ήταν τόσο άγευστος της πολιτικής τέχνης και μηχανογραφιών, που, παραιτήθηκε γρήγορα από την δημόσια «κυβερνητική» θέση που είχε αναλάβει ως άνευ χαρτοφυλακίου υφυπουργός. Παρά την υποστήριξη των Βενιζελικών και του Γεωργίου Παπανδρέου στο πρόσωπό του. Ας θυμηθούμε και την αρχική του στενή φιλία και πολιτική συνοδοιπορία με τον διάσημο τα χρόνια εκείνα συγγραφέα Παναϊ Ιστράτι και η κατοπινή τους διαφωνία, τερματισμός της σχέσης τους. Αρκετές δηλώσεις του ήταν αντιφατικές και πολύ θεωρητικές. Ομοιδεάτες του λόγιοι και διανοούμενοι, αριστεροί και αστοί τον αντιμετώπισαν ο καθένας από την μεριά της ομάδας που ήταν ενταγμένοι, με τα ανάλογα ιδεολογικά κριτήρια. Οι ενέργειες και τα λόγια του, οι συμμετοχές και οι θέσεις του προκάλεσαν δυσφορία, αντιδράσεις, απαξιωτικούς σχολιασμούς από την μία αλλά και αποθεωτικούς από την άλλη επαίνους. Όπως αντιλαμβανόμαστε και μας πληροφορούν οι ιστορικές πηγές, υπήρχε από τότε ένα πνευματικό «κατεστημένο», στενοί λογοτεχνικοί κύκλοι και  άτομα, τα οποία κινούνταν σε ένα «διχαστικό» και φανατισμού κλίμα. Ή μαζί μας ή εναντίον μας. Ή ακόλουθος ή εχθρός μας. Φιλικά λογοτεχνικά έντυπα ή εχθρικά. Ένας «μανιχαϊσμός» αγάπης ή έχθρας. Οι δημόσιες αυτές νοοτροπίες και συμπεριφορές τον εμπόδισαν, του στέρησαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας και άλλες βραβεύσεις. Το ίδιο συνέβει και με τον Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό κλπ. Και παρ’ ολίγον να του στοιχίσει έναν εκκλησιαστικό αφορισμό εκ μέρους της ελλαδικής εκκλησίας. Η καθολική είχε απαγορεύσει τίτλους βιβλίων του.

   Τα γραπτά, τα δημοσιεύματα και τα βιβλία του Καζαντζάκη δεν βλάστησαν και καρποφόρησαν στον λειμώνα των ποιητικών και πεζογραφικών γραμμάτων εύκολα, ειρηνικά, ομαλά, όλα μαζί. Αγνοήθηκαν, κατά κάποιον τρόπο μέχρι την δεκαετία του τέλους του 1950, όταν άρχισε να γίνεται γνωστότερος στο εξωτερικό ο λόγος του, τα βιβλία του, να συγκρίνονται με εκείνα του γερμανού συγγραφέα Έρμαν Έσσε, του γάλλου Αλμπέρτ Καμύ και άλλων φημισμένων δυτικοευρωπαίων συγγραφέων και στοχαστών. Έγινε σιγά-σιγά ένα είδος «γκουρού» για την κουρασμένη και προβληματισμένη, αηδιασμένη, επαναστατική και ειρηνόφιλη δυτικοευρωπαϊκή νεολαία, και φυσικά, την αμερικάνικη, με τις στρατιωτικές επεμβάσεις της υπερδύναμης. Ας το επαναλάβουμε και ας είναι ήδη γνωστό. Οι μεταφράσεις του ελληνοαμερικανού ποιητή Κίμωνα Φράϊερ στην αγγλική γλώσσα και οι κινηματογραφικές μεταφορές των δύο μυθιστορημάτων του, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Αλέξης Ζορμπάς» από τον σκηνοθέτη και ποιητή Μιχάλη Κακογιάννη και τον σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, η συμμετοχή ηθοποιών διεθνούς βεληνεκούς όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Άντονι Κουήν, έδωσαν μία άλλη αναγνωστική και προβολής «αίγλη» στο έργο του, στο όνομά του, στην πνευματική του αξία, στην διάδοσή του, έγινε ο πιό πολυμεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας και τα βιβλία του έγιναν μπεστ σέλλερ. Αρκετές χιλιάδες τα αντίτυπα της κυκλοφορίας του. Το διεθνές αναγνωστικό του κοινό αυξήθηκε απότομα και μαζί και το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ελληνική σύγχρονη γραμματεία. Άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι Ελλάδα, δεν ήσαν μόνο οι αρχαίοι φιλόσοφοι και τραγικοί ποιητές και σημαντικοί ιστορικοί αλλά και οι σύγχρονοι ποιητές της, λογοτέχνες της, μουσικοί της, τα πολιτιστικά επιτεύγματα των χρόνων μετά την εθνική της ανεξαρτησία, του 1821. Την επαναπροσέγγισαν έστω και με όρους καθαρά τουριστικούς.

     Ο γερμανός ρομαντικός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε, του εμφύσησε το επαναστατικό πάθος και τον ίλιγγο του μεταφυσικού φτερουγίσματος, ο άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος Κάρολος Δαρβίνος του εδραίωσε την έλλειψη μεταφυσικής, πίστης σε μία άνωθεν Θεολογική αρχή, της ανυπαρξίας του χριστιανικού Θεού της ανάστασης. Τον βοήθησε να κατανοήσει τις κοινές ρίζες κοινής καταγωγής και εξέλιξης του ανθρώπου με τα υπόλοιπα έμβια όντα και άλλες μορφές και είδη ζωής όχι ως θεωρία επεξηγηματική αλλά ως επιστημονική τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Οι ιδιαιτερότητες της ζωής των όντων στην σφαιρική τους πανιστορική και της φύσης, διαχρονική θέαση. Ο δάσκαλός του Ανρί Μπερξόν του εμφύσησε την θέση της ανακύκλωσης της ζωτικής ορμής, ροής της καθόλου Ζωής. Ο Σπένγκλερ την ανακύκλωση, την ακμή και παρακμή των πολιτισμών. Ο δανός φιλόσοφος Σιόρεν Κίρκεγκωρ τον δίδαξε την ηρωική αντιμετώπιση του  πόνου, της πεσιμιστικής εγκαρτέρησης. Ο Χριστός την αγάπη, το έλεος, ο Λένιν την επαναστατική δράση, ο Δον Κιχώτης το όραμα, ο φιλόσοφος Μιγκέλ ντε Ουναμούνο την γονιμοποιό αμφιβολία της κριτικής πίστης, ο Μπλαζέ Πασκάλ την συνέχεια του προσωπικού στοιχήματος της πίστης, ο Βούδας την υπομονή, εγκαρτέρηση, αυταπάρνηση, την άφεση, την ελεημοσύνη, την νιρβάνα, την  αταραξία. Ο Όμηρος το βουητό του ελληνικού αλφαβήτου στις ηρωικές πολεμικές του στιγμές, όταν οι αρχαίοι Θεοί κυβερνούσαν τη γη. Ο Οδυσσέας τον πολυμήχανο ταξιδευτή μέγα Νου, την περιπλάνηση ως μόνη εμπειρία της ιστορίας κ. ά. του πολιτισμικού εποικοδομήματος πρότυπα. Μια σύναξη μυστών του ανθρώπινου γένους στην αγωνιστική διαδρομή τους, την επαναστατική ορμή τους προς την Άβυσσο. Την ανακύκλωση του ένδοξου της ανθρωπότητας μηδενός. Του συμβολισμού του τίποτα ως πρόταση και ερμηνεία της γλώσσας. Ανήσυχο πάντα πνεύμα ο Καζαντζάκης, ατίθασο, ερευνητικό, με το ζιζάνιο της περιέργειας πάντα παρόν, έγραψε κείμενο για την Εβραϊκή γλώσσα, κάτι σπάνιο για τους χρόνους του, από μη θεολόγο συγγραφέα της θύραθεν παιδείας, διάβαζε νηπτικούς χριστιανούς εκκλησιαστικούς πατέρες, μαρτυρολόγια και συναξάρια χριστιανών αγίων, βίους αυτοκρατόρων, ταυτίζονταν με τα μαρτύρια και τους βασανισμούς εθνομαρτύρων αγίων, αγωνιστών της απελευθέρωσης της Κρήτης από τον Οθωμανικό ζυγό, της Ελλάδος. Άραγε, γνώριζε τις θεωρίες του Απόστολου Μακράκη; τι θα συλλογίζονταν για τα κηρύγματά του, άλλων λαϊκών προφητών, άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, το έργο «Φιλοκαλία» και άλλα έργα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη; Είχε διαβάσει τα κείμενα των Γνωστικών, τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας, τα βιβλία περί ιστορικότητας του Ιησού του Ερνέστου Ρενάν, του Κάουτσκι, και άλλων γάλλων και γερμανών θεολόγων επιστημόνων της εποχής; Είχε παρακολουθήσει ταινίες του σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν; Δεν γνωρίζουμε αν μετέφραζε από τα «Σανσκριτικά», παρά τα γλωσσικά ίχνη σε έργα του όπως μας λένε οι ειδικοί, όπως γνωρίζουμε ότι μετέφρασαν βουδιστικά κείμενα επτανήσιοι έλληνες ποιητές, ή κινέζους φιλοσόφους. Ποιες ήταν οι θέσεις του για τα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και του Νταχάου, της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, τον ινδό Κρισναμούτη;

 Έναν «ιερεμιακό» προφητικό τόνο έχει η φωνή του Καζαντζάκη. Ο βίος του ασκητικός, ο ίδιος νηστευτής πολλών ανθρώπινων ηδονών, ένας γυμνός σταυρός βρίσκονταν πάντα δίπλα του να του υπενθυμίζει το ιερό της ζωής του καθήκον, το χρέος του απέναντι στην ανθρωπότητα. Να σώσει ο Άνθρωπος τον Θεό και να σωθεί μαζί του. Μια μορφή «απομονωτισμού» τον διέκρινε αν και πολυταξιδευμένος, κοσμογυρισμένος. Ποια κοινή καθημερινή ανθρώπινη ζωή και συνείδηση, ψυχή, μπορεί να σηκώσει πάνω της, να αντέξει μέσα της ένα τόσο μεγάλο και διαρκές βασανιστικό μαρτύριο και αγωνία όσο η δική του;. Αυτήν την μίμηση του ανέφικτου, της απέλπιδας ανθρώπινης κατάστασης, του ηρωικού παραδειγματικού τέλους ως αποδοχή του μηδενός, της ακροτελεύτιας κατάστασης του τίποτα. Οι εξασκημένοι ώμοι του άντεχαν, οι ώμοι όμως των φιλότεχνων και φιλέρευνων ελλήνων συναδέλφων του, των απλών ανθρώπων, των γύρων του; Το πλέριο άπλωμα της σκέψης του σε μονοπάτια πρωτόγνωρα για έλληνες του μεσοπολέμου τρόμαζε, η μεγάλη του περιέργεια για κάθε είδους και μορφή ανθρώπινη γνώση φόβιζε. Ηχούσαν παράξενα οι συνταγμένες ή ασύντακτες επαναληπτικές προτροπές του «προς «εαυτόν»- ως «Σωτήρα» του Κόσμου- προς τον Άνθρωπο στην γενική του σύλληψη, της Ύπαρξης. Ακόμα και ο γλωσσικός πληθυντικός που χρησιμοποιούσε στις συνομιλίες του, τον «διαχώριζαν» από τον επίσημο καθιερωμένο ρόλο και εικόνα των υπολοίπων νέων διανοουμένων. Οι πολύπτυχοι ερεθισμοί της σκέψης του, οι «ιεραποστολικές» διδαχές του, η ακατάπαυστη γονιμότητα του μυαλού του, οι συγγραφικές του μεγαλοφυείς συνθέσεις, οι πειραματισμοί του σε διάφορα είδη της γραφής, πετυχημένες ή λιγότερο πετυχημένες ιστορίες του, οι επιλογές του σε ορισμένες αγωνιστικές φυσιογνωμίες της ανθρωπότητας, η ταύτισή του μαζί τους, η χρησιμοποίηση της ζωής και της διδασκαλίας τους ως παραδειγματικούς χαρακτήρες των ηρώων του, τον έκαναν σαν συγγραφέα «επιφυλακτικά» αγαπητό στους πνευματικούς κύκλους των φιλότεχνων. Τα «χρονικογραφικά» του μνημονάρια, οι αλληλογραφικές του μαρτυρίες, οι συναξαρικές εξομολογήσεις, οι κάπως πομπώδεις προσφωνήσεις του, οι πολιτισμικές του εγγραφές ακόμα και οι «μανιέρες» και εμμονές του, ήταν  κάτι ξένο για τα αυτιά της εποχής. Η γλωσσική- όχι άσκοπη φλυαρία του, μία λεκτική φλυαρία που προσπαθεί μάλλον να πείσει τον εαυτό του πρώτα με αυτά που γράφει, εκφράζει και μας καταθέτει-, ίσως είναι αυτή που ξενίζει και ερεθίζει την φαντασία μας περισσότερο. Διάσπαρτες, σκόρπιες μέσα στα βιβλία του οι επανερχόμενες αναφορές του σε αγωνιστικές και ηθικές αξίες, η μνήμη ηρωικών θανάτων. Οι σταθερές των ιδεών του αναγνωρίσιμες, φράσεις και λεκτικά μεγαλόστομα «τσιτάτα» χρησιμοποιούνται και επαναλαμβάνονται με ταχύτητα από τα πρώτα του συγγραφικά σκιρτήματα ως τα ανέκδοτα γραπτά του που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του το 1957. Περισσότερο πρυτανεύουν οι φιλοσοφικές σταθερές του, παρά οι τεχνικές της μυθιστοριογραφίας του. Ενσαρκώσεις ιδεών και όχι μυθιστορηματικών χαρακτήρων, ατομικότητες μελλοντικών εποχών προηγούμενων ιστορικών καταβολών.  Δεν είναι πάντα ομαλή και άρτια η τεχνολογία και το κανονιστικό πλαίσιο της πεζογραφίας του. Αυτές οι μικρές και μεγάλες εντυπωσιακές βιογραφήσεις του, «ανακεφαλαιώσεις» των χιλιάδων διαβασμάτων του, φιγούρες που προβάλλουν σε μία δίσημη αποτελεσματικότητα. Αυτές οι «πολιούχες» του ελληνικού αλφάβητου μυστικές ή φανερές μυητικές φωνές και εικόνες, ήχοι και περιγραφές μορφών, εξερευνήσεις της ψυχής και του νου, κάτι που εξακολουθεί να μας τραβά σαν μαγνήτης. Μια πυρετώδη οίηση γραφής, για γνώση, μία απληστία να γνωρίσει και να μάθει τα πάντα, να γευτεί την δημιουργία και την καταστροφή της ύλης και του πνεύματος, της ζωής στους υψηλότερους αναβαθμούς της προσωπικής εμπειρίας, της σύνθεσης και αποσύνθεσης της, του Φυσικού περιβάλλοντος ως ουσιαστικό και κεντρικό στοιχείο του Ανθρώπινου Πολιτισμού. Των εκθεμάτων της γλώσσας, των αετωμάτων των μνημονικών απεικονίσεών της. Δεν είναι καλλιτεχνικές «μινιατούρες» τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, μικρά της γραφής και της γλώσσας κομψοτεχνήματα, κηροπήγια μεταφυσικού φωτισμού, είναι τεράστιες τοιχογραφίες παρελθόντων και μελλοντικών στιγμών της ανθρώπινης Ιστορίας, πολυέλαιοι ακτίνων φωτός ιδεών και αξιών. Είναι λόγοι «πανηγυρικής» αγωνίας και απόγνωσης, για τον Άνθρωπο, την γλώσσα του, τις λέξεις, τις πράξεις, την λαλιά του, τους Θεούς του. Ένα είδος ένδοξου, ηρωικού «κενοταφίου» ηττημένων λέξεων της πρόσκαιρης σοφίας του, της προσδιορισμένης από την Μοίρα τυχαίας αστραπής της σύντομης και μικρής αγωνιστικής διαδρομής της ζωής του. Όχι μόνο η «Ασκητική», η «Οδύσσειά» του, αλλά και άλλα του ποιητικά και πεζογραφικά αριστουργήματα θα μπορούσαμε να σημειώναμε ίσως όχι υπερβολικά και άστοχα, ότι δεν είναι παρά «Το κατορθωμένο σώμα» του ελληνικού αλφαβήτου, το πανελλήνιο σώμα των ομιλούντων και μη λέξεων όπως τις συγκέντρωσε, ανθολόγησε, κατέγραψε, συμμάζεψε, άκουσε, αντέγραψε και χρησιμοποίησε η Κρητική μνήμη και η γραφίδα του λεξικογράφου Νίκου Καζαντζάκη στα ταξίδια του στην ελληνική αγροτική και νησιωτική επικράτεια.  Αυτή η ωκεάνια βουή της ανθρώπινης αγωνιστικής συνείδησης, μιάς μυητικής απόλυτης λευτεριάς που έγινε έπος, η «Οδύσσεια». Διαρκής η λεκτική απληστία του Νίκου Καζαντζάκη, φέρνει στο νου την αντίστοιχη του ποιητή Κωστή Παλαμά, μόνο που ευτυχώς ο ποιητής Κωστής Παλαμάς μας κληροδότησε και τις θεωρίες του περί Ποίησης και Κριτικής σκέψης, των αρχών και των κανόνων της ποιητικής πρόθεσης, αντίθετα από τον ποιητή Καζαντζάκη ο οποίος από όσο γνωρίζω, δεν μας άφησε κείμενα ή βιβλία που να αποτυπώνουν συστηματικά και μεθοδικά τις θεωρητικές του θέσεις και απόψεις για την Ποίηση, την λειτουργία της, τον ρόλο της, την μετρική και την ρυθμολογία της. Αυτόν τον ρόλο στις ζωές των ανθρώπων ο Νίκος Καζαντζάκης τον επιφύλασσε στον χώρο και τα πεδία διδασκαλίας της Φιλοσοφίας. Αυτές που φωλιάζουν στα γραπτά και τα βιβλία του. Η χρήση ενός «παράξενου» τονισμού των λέξεων ή η υπερβολική ατονία τους, η μορφολογική τους εικόνα, η απλουστευτική απλοποίηση της ορθογραφίας τους, η πολυσυνθετικότητα και πολυσυλλαβικότητα των λέξεων, κυρίως των επιθέτων, προκαλεί ένα είδος «αναστάτωσης» στις διαβαστικές μας προσεγγίσεις. Διαβάζοντας τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη έχεις την αίσθηση ότι επικρατεί ένα είδος πολυτέλειας της σκέψης ενός συγγραφέα που μπορεί και να μην λαμβάνει υπόψη του τις αναγνωστικές ανάγκες του αναγνώστη του. Επικρατεί μία άγρια επιθυμία καταστροφής των υπαρχόντων πολιτισμικών υλικών και μεταφυσικών κληροδοτημάτων του ανθρώπινου είδους, μέσω της χρήσης ίσως και των αδιεξόδων της ίδιας της Γλώσσας. Της επαναοικοδόμησης του Κόσμου ενός καινούργιου πολιτισμού, ο οποίος θα επαναγραφεί από την αρχή μέσω των σημάτων της Γλώσσας και των άγραφων εμπειριών της. Να αρχίσει το «κοντέρ» της μνήμης από την αρχή αν θέλουμε να κατακτήσουμε την απόλυτη, πραγματική ελευθερία, ακηδεμόνευτη από παλαιότερες ιστορικές μυθολογικές και μεταφυσικές θρησκευτικές και ηθικές δεσμεύσεις. Ένας νέος πολιτισμός που ακόμα δεν έχουν χαραχθεί τα θεμέλιά του στην καινούργια ανθρώπινη παγκόσμια συνείδηση και ψυχή. Η πάλη του Διγενή Ακρίτα Ανθρώπου με τον Χάροντα παμφάγο Θεό. Μόνο που αυτή η παγκόσμια «λύτρωση» ακόμα και στην περίπτωση του στοχαστή και γραφιά Καζαντζάκη, θρησκευτικού κλίματος στοχαστή, αυτό επιδιώκεται με παλαιά υλικά σε προϋπάρχοντα της ιστορίας και του πολιτισμού ασκιά. Ο Κρητικός ποιητής καλλιεργεί και ανασκαλεύει παλαιά χώματα και λιπάσματα για να φυτέψει και ανθίσει το καινούργιο δέντρο Ζωής. Στρατευμένος στην ζωή ή στην τέχνη, στον θάνατο ή την ανάσταση, στην θεωρία ή στην πράξη, στην δράση της εμπειρίας ή στην εμπειρία της δραστικότητας των λέξεων, ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα σε ερωτήματα παρόμοιου είδους διαβάζοντας τον Νίκο Καζαντζάκη; Ίσως μόνο ότι ο «σταυρός» που ύψωσε ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ο άπειρος συνδυασμός των 24 λέξεων του ελληνικού αλφαβήτου. Ο Κούρσος των πειρατών της ανθρώπινης αγωνίας και αγώνα έκφρασης.

     Ο Νίκος Καζαντζάκης σίγουρα δεν ήταν «ακραίος» στον λόγο του, τόσο καταγγελτικός όσο άλλοι ομότεχνοί του. Δεν είχε την δηλητηριώδη πέννα ενός Εμμανουήλ Ροϊδη ή την σατιρική φλέβα ενός Ανδρέα Λασκαράτου, την σαρκαστική και περιπαιχτική ενός Γεωργίου Σουρή, υπήρξε όμως αρκετά «άτακτος» και κάπως προκλητικός απέναντι στο κοινωνικό, θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, γλωσσικό, εκπαιδευτικό κατεστημένο της εποχής του στα πρώτα του βήματα και ίσως και μεταγενέστερα. Η θέση του είναι κατά κάποιον επαμφοτερίζουσα σε πολλά ζητήματα, οι εμμονικές του διατυπώσεις επίσης. Η πάλη του με αυτό που ο ίδιος αποκαλεί Θεό, είτε με μικρό «θ» είτε με μεγάλο «Θ», είτε μέσα σε «εισαγωγικά» ή αφήνει να εννοηθεί, η προσφωνούμενη μέσα στην Ιστορία αυτή λέξη, είναι κάτι ασύλληπτο ακόμα και για πιστό. Το πολιτιστικό πλαίσιο των οραματικών του στόχων πάντα ανθρωπογενές, ανθρωποκεντροφόρο. Ταυτιζόταν με ότι κέντριζε την φαντασία του και ξυπνούσε τον λυρισμό της ψυχής και της καρδιάς του. Σημαίνοντος ιδεότυπου αγάπης και θυσίας, αγώνων, προσωπικοτήτων της Ιστορίας, της Πολιτικής, της Θρησκείας. Το βιβλίο του «Τερτσίνες», οι τόμοι των «Θεατρικών» του, τα «Ταξιδιωτικά» του, η «Αναφορά στον Γκρέκο», το έπος του «Οδύσσεια», «Ο φτωχούλης του Θεού» και άλλα μυθιστορήματά του, πχ. «Τόντα Ράμπα» είναι ένα μεγάλο ταμπλό μιμήσεων και προκλήσεων. Δοξαστικά υμνητάρια κλέη κατορθωτά και ακατόρθωτα για τους ζεμένους από το θείο υνί. Οι σύγχρονοι της Ιστορίας και της Ζωής «Ιώβ». Μέσα στα έργα του φανερώνονται όλες οι προσανατολιστικές του ιδεολογικές αρετές, φιλοσοφικές  ζυμώσεις, περιγραφές διλημμάτων κοινωνικών παραδόσεων και ιστορικών αγωνιστικών μεταβατικών αλλαγών και εποχών, οι πλόες ανθρώπων, θεών και ιδεών. Οι μεγάλες όμως ανθρωπομάζες δεν έχουν συνηθίσει να αφήνονται σε τέτοια μεγέθη ιστορικής «αρετής» και άθλων. Οι άνθρωποι της τέχνης που αγαπούν την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, αρκούνται σε αρμονικές ισορροπίες ερμηνείας, θεωρίες και ιδέες καθησυχαστικών επεξηγήσεων, ίσως και κακοχωνεμένες προσεγγίσεις. Τα φιλοσοφικά του φτερουγίσματα έλκουν αλλά και τρομάζουν το μεγάλο κοινό της λογοτεχνίας που αναζητά την αισθητική τέρψη, την σύμπλευση των απόψεων του συγγραφέα με τις δικές του αναγνωστικές ανάγκες, τις προσωπικές θέσεις και κρίσεις του μελλοντικού αναγνώστη δεν τον αφορούν τα Κρητικά του πετάγματα. Είναι μάλλον αρκετά δύσκολο αν όχι και ακατόρθωτο τόσο ένας επαρκής δημιουργός όσο και ένας επαρκέστερος κριτικός να αντιληφθεί ποιες οι πραγματικές αληθινές ανάγκες απόλαυσης ενός άγνωστου αναγνώστη. Ακόμα και αν ένα βιβλίο ανήκει στην κατηγορία των ευπώλητων, όπως τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, ιδιαίτερα στο εξωτερικό που αγαπήθηκαν ίσως και «περισσότερο» από ότι στην Ελλάδα, και πάλι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα τι είναι αυτό, ποια στοιχεία είναι εκείνα που καθιστούν το έργο αγαπητό και πολυδιαβασμένο, συζητήσιμο στα χείλη νέων σε ηλικία αναγνωστών. Επανέρχεται στην αναγνωστική επιφάνεια με τους δικούς του  όρους και προϋποθέσεις και όχι με τα κριτικά «τσιτάτα» της ακαδημαϊκής κριτικής και βλέψεις του συγγραφέα, ή των πανεπιστημιακών- ακαδημαϊκών ερευνών. Οι γνώσεις ημών των αναγνωστών είναι πάντα λειψές.

     Ο Νίκος Καζαντζάκης σαν «επαγγελματίας» γραφιάς, βιοπορίζονταν από τα γραπτά και τις άλλες συγγραφικές του ενασχολήσεις, ξενόγλωσσος και συστηματικός επαρκής αναγνώστης είχε την άνεση να αφομοιώνει, να «μεταλλάσσει» στα δικά του γραπτά κάθε παλαιότερη ή σύγχρονη θεωρία, φιλοσοφική ιδέα, κοσμολογική άποψη, επιστημονικό επίτευγμα που ερχόταν από την εσπερία. Χιλιάδες τα διαβάσματά του, δεκάδες οι συνεργασίες με εφημερίδες της εποχής, οι μεταφράσεις του όχι μόνο λογοτεχνικών έργων αλλά και φιλοσοφικών δοκιμίων, η συγγραφή παιδικών βιβλίων αναγνωστικών για σχολική χρήση. Συγγραφικές συνεργασίες όπως αυτές με την πρώτη του σύζυγο την Γαλάτεια Καζαντζάκη. Σημαντική και η συνεισφορά του στην παιδική λογοτεχνία. Τα δύο βιβλία του, «Μέγας Αλέξανδρος» και «Τα παλάτια της Κνωσού» είναι υποδείγματα ιστορικής και αρχαιολογικής τεκμηρίωσης. «Προσάρμοζε» την γραφή του σε κάθε του νέο διάβασμα,  εικονογραφούσε κάθε ανθρωπογεωγραφία χαρακτήρων και συγκεκριμένα ιστορικά τοπόσημα και αρχαιολογικούς χώρους που επισκέπτονταν ή πολιτείες του εξωτερικού με πρόσωπα που συνομιλούσε μαζί τους, ήθελε να τους πάρει συνέντευξη. Οι επισκέψεις του στην Κίνα, η συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Τσου εν Λάϊ, οι συνομιλίες του με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ, στην Ινδία, ο Μαχάτμα Γκάντι και το Βιετνάμ, η Αφρική, η Μαύρη Ήπειρο με τον δικό της πολιτισμό ήθη και έθιμα, η Αίγυπτος και οι δύο πόλοι της γης, όλα περνούν μπροστά από τα μάτια μας, τα διαβάσματά μας. Αρκετοί κριτικοί του κάνουν λόγο για τις διαρκείς μεταλλάξεις του, και πλείστες αντιφάσεις του, στην ένδυση χαρακτήρων που επέλεγε και επεφύλασσε κάθε φορά για τον ίδιο σαν συγγραφέα, σε αυτήν την πολύχρωμη απεραντοσύνη του κόσμου που μας αφηγείται, εξιστορεί. Το δίλημμα αν κατατάσσεται στους αμιγώς λογοτέχνες ή τους φιλοσόφους, στους ποιητές ή πεζογράφους είναι μάλλον ένα άκαιρο ερώτημα. Ο Καζαντζάκης ήταν τα πάντα, ότι μπορεί να συμπεριλάβει μία ανθρώπινη-πέρα από τα καθημερινά μέτρα-ύπαρξη. Ούτε μόνο εγκεφαλικός ούτε μόνο καρδιακός ο λόγος του, ένας συγκερασμός, μία μίξη του πνεύματος με την ύλη, της ζωής με τον θάνατο, του ανατολικού μεταφυσικού πνεύματος με τον ρασιοναλιστικό τρόπο σκέψης του δυτικού ανθρώπου. Ένα κράμα ιδεών, θεωριών, φιλοσοφιών της ανθρώπινης περιπέτειας, μυθικών και ιστορικών συμβόλων, γλωσσικών ιδιωμάτων και ιχνών. Εκλεκτικές οι συγγένειές του, και Έλληνας και Οικουμενικός, και γήινος και ουράνιος. Και συν-μεταφραστής του παππού μας Ομήρου και εξομολόγος μπροστά στην Κρητική εικόνα του Γκρέκο.  Αλλά πάνω από όλα, ένας ακούραστος λεξικογράφος με αστείρευτες δυνατότητες και δυνάμεις, λεκτικές και γλωσσικές ανθολογικές ικανότητες, λες και ο Κόσμος όλος ολοκληρώνεται όχι σε ένα παγκόσμιο βιβλίο- ποιητικό μεγαλειώδες έπος-στους άπειρους συνδυασμούς και σχέσεις αλληλοσυσχέτιση των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Ένα επαναλαμβανόμενο ρολόι της Ιστορίας του χρόνου των γραμμάτων, των λέξεων, των νοημάτων τους των εννοιών τους. Κάθε λέξη και μία προϊστορία εμπειριών και πίστεων, αξιών ζωής και μεταφυσικής υλικής πραγματικότητας. Αν αληθεύουν, είναι βάσιμες αυτές οι προσωπικές μου ερμηνευτικές και αναγνωστικές προσεγγίσεις των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, τότε, ίσως θα μπορούσαμε να γράφαμε ότι η καθόλου συγγραφική παραγωγή του Καζαντζάκη, δεν είναι παρά μία ανοιχτή στο χρόνο και στο αναγνωστικό κοινό διαλεκτική «αυτοβιογράφηση» της προσωπικότητάς του σαν άτομο, σαν ποιητή, σαν Κρητικό, σαν Έλληνα. Οι αγωνίες και οι βασανισμοί του καθόλου χαρακτήρα του Έλληνα και του πλάνητα βίου του μέσα σε ένα ρέον σύμπαν λέξεων, που προετοιμάζουν την αυτοκαταστροφή του και την αναδημιουργία του.

     Το «νεανικό» του «Όφις και Κρίνος» (αχλή ατμόσφαιρα αισθητισμού του Άσματος Ασμάτων) αντιμετωπίστηκε όχι επαινετικά, το ίδιο και η «Κωμωδία». Το θεατρικό του βυζαντινής ατμόσφαιρας «Νικηφόρος Φωκάς», η «Θυσία» δηλαδή ο «Πρωτομάστορας», δημιούργησε αντιδράσεις παρά την επιτυχημένη συνεργασία και μουσική του εκτέλεση από τον Μανώλη Καλομοίρη. Η μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη μπορεί να επέλεξε, να ανέβασε θεατρικό του έργο στην Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αλλά η υποδοχή από το κοινό δεν ήταν θετική, ούτε οι θεατρικές κριτικές στήλες αρκετών εντύπων. Να επαναλάβουμε ότι ο Καζαντζάκης μετείχε στα κοινά της χώρας με πολιτική, πατριωτική και εθνική φιλελεύθερη συνείδηση. Η στάση του, τηρουμένων των ιστορικών και χρονολογικών και πολιτικών αναλογιών θυμίζει την περίπτωση του αυτόχειρα, συντηρητικού αλλά άτεγκτου ηθικά ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Ένα από τα πρώτα έργα του, το «Σπασμένες ψυχές» δεν βρήκε ούτε αυτό τη σύσσωμη αποδοχή των λογοτεχνικών ομάδων.

     Ο νεότερος Παναγής Λεκατσάς του απευθύνεται στον πληθυντικό με έντονη συγκινησιακή φόρτιση και έκδηλο σεβασμό. Του εκφράζει την ακλόνητη υποστήριξή του στο πρόσωπό του και τον τιτάνιο μόχθο του για την σύνθεση του μεγαλόπνοου ποιητικού του έργου, την «Οδύσσεια». Αυτό το σύγχρονο έπος «Κραυγή του ερχόμενου Ανθρώπου» όπως σε γράμματα του μας λέει ο ίδιος ο Καζαντζάκης και αναφέρει ο φίλος και μαθητής του επίσης ποιητής και πεζογράφος Παντελής Πρεβελάκης στο βιβλίο του «Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη». Ο Παναγής Λεκατσάς υπήρξε ομοτράπεζος του Νίκου Καζαντζάκη στους αγώνες των προοδευτικών διανοουμένων και λογίων, Ελλήνων λογοτεχνών της εποχής τους στην διάδοση της Δημοτικής γλώσσας στην επίσημη από την πολιτεία, το ελληνικό κράτος καθιέρωσή της. Ήταν μία από τις σημαντικές των χρόνων εκείνων προσωπικότητες της προοδευτικής κίνησης για την εδραίωση και στέριωμα του Δημοτικισμού στην πατρίδα μας, των κοινωνικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών αγώνων τους. «Οι Σπάρτακοι» υπερασπιστές της Δημοτικής Γλώσσας και παράδοσης, αν δεν είναι υπερβολικός ο τόνος της κρίσης μου. Από την μία οι Μυστριωτικοί και από την άλλη οι Ψυχαρικοί. Το «κίνημα» του Δημοτικισμού στεγάσθηκε και υποστηρίχτηκε κυρίως από το περιοδικό των Δημοτικιστών «Ο Νουμάς» του Δημητρίου Ταγκόπουλου και των συνεργατών του. Ανάμεσα στις ηγετικές του προσωπικότητες ήταν ο Μεσολογγίτης ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο γαμπρός του Ερνέστου Ρενάν πεζογράφος Γιάννης Ψυχάρης, ο πειραιώτης μεταφραστής Αλέξανδρος Πάλλης, ο φωτισμένος Δημήτρης Γληνός, ο ποιητής Αργύρης Εφταλιώτης και άλλοι, άντρες και γυναίκες επιφανείς πεζογράφοι και ποιητές, μεταφραστές εκείνων των γενεών. Οι Μικρασιάτες πεζογράφοι, όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας κ.ά. Ο Ιωάννης Κακριδής, ο Εμμανουήλ Κριαράς και τόσοι άλλοι, ακόμα και μέλη της τότε Βασιλικής οικογένειας ήθελαν την υιοθέτηση της χρήσης της Δημοτικής. Ας θυμηθούμε τα «Ευαγγελικά». Ενδέχεται η παρουσία και συνεισφορά του Παναγή Λεκατσά στον αγώνα των Δημοτικιστών, -παρά τις καλές μεταφράσεις του αρχαίων κειμένων (Τραγωδιών του Ευριπίδη, Ποίηση του Πινδάρου, κλπ.) να μην έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε, τιμηθεί όσο της άξιζε η παρουσία του. Η προσοχή μας κυρίως εστιάζεται σε άλλους, πρωτόγνωρους για την χώρα μας την εποχή εκείνη επιστημονικούς και ερευνητικούς τομείς, όπως είναι ο χώρος της Θρησκειολογίας και της Εθνολογίας. Ο Παναγής Λεκατσάς τρέφει αληθινή, πραγματική αφοσίωση, αγάπη και ειλικρινή σεβασμό (του γιου προς τον πατέρα) προς τον πρεσβύτερο Νίκο Καζαντζάκη, όπως φανερώνουν τα λεγόμενα της απαντητικής επιστολής. Διαισθάνθηκε αμέσως την πνευματική και καλλιτεχνική, γλωσσική αξία του ογκώδους αυτού σύγχρονου έπους της ελληνικής φυλής και την προσφορά του συγγραφέα του στα ελληνικά γράμματα. Εκπλήσσεται από το μέγεθός του, την αριστοτεχνική ποιητική τεχνική του, την εσωτερική του δομή, την «περίτεχνη μορφή του», την «λυρική του έκφραση» που, δεν διαθέτουν άλλες ποιητικές ολιγοσέλιδες και ολιγόγραφες καταθέσεις και συνθέσεις ελλήνων δημιουργών και ποιητών. Παρά τις επαναλήψεις στίχων και εικόνων που συναντάμε δεν στέκεται σε αυτές, τις αγνοεί, τις προσπερνά, μένει και απολαμβάνει αυτά τα πολυφωνικά ιζηματικά στρώματα του Κρητικού «Ασυμβίβαστου». Θαυμάζει τις αντοχές και το κουράγιο του, βαδίζει πάνω στις πολιτισμικές διακειμενικές συναρτήσεις που απλώνει μπροστά μας ο μετά Ομηρικός έλληνας Ποιητής. Θεωρεί εξαιρετική την στιχουργική του πλοκή και άνεση, την  οργάνωση των στίχων που οδηγούν και ακολουθούν τον βηματισμό της ρυθμολογίας του δημοτικού τραγουδιού, του δεκαπεντασύλλαβου. Δεν ενοχλείται από αυτές τις πολυσυλλαβικές διαστάσεις των λέξεων, αυτά το πολυσύνθετα υφαντά μακρινάρια των λέξεων που χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει την εσωτερική ελευθερία και την αγωνία των ηρώων του. Αυτήν την μάλλον πρωτόγνωρη οικεία στον Καζαντζάκη ποιητική ή αντίστοιχα πεζή αυτομυθοπλασία. Βρίσκει τους στίχους του- στο σύνολό τους- τέλειους, άρτιους, άψογους νοηματικά, ο καθένας διαθέτει τον δικό του χαρακτήρα χρωματική ταυτότητα, δεν συναντά τίποτα το περιττό μέσα στην «χιλιομετρική» αυτή σύνολη ποιητική σύνθεση και σύλληψη του Οδυσσειακού έπους. Στην δομή της εξέλιξης και αφήγησης της περιπετειώδους μετά Ομηρικής ιστορίας ταξιδιωτικού πάθους και εξερεύνησης. Οι στίχοι ρέουν με την ευκολία και την δύναμη που έχει το νερό ενός άγριου καταρράκτη που σπάει με ορμή στα βράχια και παρασέρνει τα πάντα. Έχουν ρυθμικό, άψογο βηματισμό τα λεκτικά σήματα, αφήνουν ίχνη, προκαλούν και τις πέντε αισθήσεις μας, έχουν εσωτερική μετρική, εξωτερική ηχητική μουσικότητα ισορροπίας, ανήκουν όλοι στο ίδιο αγωνιστικό «σόϊ», είναι μέρος κομματιών της ίδιας φυλής, της παράδοσης του ελληνικού γένους. Επιβιώσεις συμπατριωτών λέξεων, πανανθρώπινης οντολογικής ερμηνείας, σαλπίσματα ριζών ελληνικών, ριζώματα μαρτυριών αλήθειας και υπαρξιακού άγχους, τραγικότητας. Η μετρική μελωδία των λέξεων και των φθόγγων είναι ευθυγραμμισμένη με παραδοσιακούς κανόνες, σχεδιασμένος προσεκτικά ο συλλαβισμός τους, εμφανής, ξεκάθαρος ο νοηματικός τους φωτισμός όχι αυθαίρετος, οι πηγές αξιοποίησής τους από τον Νίκο Καζαντζάκη. Κάθε του λέξη, κάθε του στίχος αναπτύσσει την ικανότητα της αυτενέργειάς του, τους ξεχωριστούς συμβολικούς λόγους της αφήγησής τους. Οργανώνονται γύρω από ένα σταθερό παραδοσιακό αποτέλεσμα με εξακτινωμένους μέσα στο έργο στόχους. Παράγουν το αναγκαίο ακουστικό αποτύπωμα, των εικόνων γλαφυρό αποτέλεσμα. Λέξεις εργαλεία της γραφής ανοξείδωτα, λειασμένα στο ακόνι του Νου του Ποιητή. Πολυσύλλαβες, πολυστρωματικές, πολυσύνθετες λέξεις, μακροσκελείς και πολύριζες, πλασμένες ή άπλαστα δάνεια της πανελλαδικής του αλφαβήτου χρονικής, ιστορικής διαδρομής. Αμέτρητα κάθε ποικιλίας και χρωματισμού επίθετα βαπτισμένα σε άπειρες κολυμπήθρες ηρωικής και ιστορικής «ιδιορρυθμίας», σε όλους τους βαθμούς. Μετοχές μεταβλητής χρήσης και έκτασης μεταιχμιακής συντακτικής εκφοράς. Ρήματα ενεργητικά και της μέσης, της παθητικής φωνής αμετάβατα, που η χρήση τους ενεργοποιείται, ρήματα ουσιαστικοποιημένα αληθινά ομοιώματα. Γλωσσικές παρασπονδίες ποιητικής και «άγριας» τρυφερότητας. Αναρίθμητα τα ουσιαστικά, σαν πολύχρωμα λαμπιόνια που φωτίζουν την ψυχή του Κόσμου μας, την γλωσσοπλαστική διάθεση των ψυχικών δονήσεων του συγγραφέα, εκφράζουν τις πολλαπλασιασμένες διαθέσεις και διλήμματα της συνείδησης των ηρώων. Επιρρήματα, φθόγγοι, συνδετικοί σύνδεσμοι, επιφωνήματα, κατηγορήματα προερχόμενα από όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά στρώματα του δημοτικού μας προφορικού, ακουστικού λόγου. Φιλόξενες Δημοτικές πανελλαδικές δυνάμεις λέξεων, τραγούδι, μοιρολόι, ύμνοι και δοξαστικές ηρωικές περιγραφές. Λαϊκή παράδοση και χωνεμένοι μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση μύθοι, θρησκευτικές εκφράσεις, φράσεις αερικά μιας άλλης εποχής και διάστασης προερχόμενες από την αρχαία διάλεκτο, συγγενικές με την ελληνιστική, την λατινική, βυζαντινά πετρώματα και υμνολογικά ακούσματα. Λήθαργα ερείπια άλλων εποχών, της πανίδας και της χλωρίδας της φυσικής και ανθρώπινης μεταβατικής Ιστορίας. Λέξεις καρποφόρο λίπασμα αγροτικών ασχολιών και στέρφες μετεγγραφές ζωής ατελέσφορης. Συνήθειες ανθρώπων των κλειστών επαρχιακών κοινωνιών με τους δικούς τους νόμους και αξίες, παλέματα και ήττες αναδημιουργίας. Γρίφοι της γλώσσας μαρτύριο και μαρτυρία ανθρώπινων εμπειριών και καταστάσεων. Αρχιτεκτονικής των σπιτιών και των προαύλιων χώρων, ιερά ένθεων αμαρτημάτων λύτρωσης, εξομολογητικής Αναφοράς στο Φώς και τις Σκιές του Γκρέκο.  Ένα πανόραμα λέξεων, ιστορικό και πολιτιστικό αέτωμα προερχόμενες από την φυτολογία, το ζωικό βασίλειο, τους κήπους, τα λουλούδια, την τα έντομα, τα ζουζούνια, το ένθετο τρομοκρατημένο ζωάκι που λέγεται Άνθρωπος μπροστά στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της Φύσης. Φράσεις ρητορικής στόχευσης, λέξεις της ναυτοσύνης, για τα καράβια, τα εργαλεία των ναυτικών. Ήχοι λέξεων και φράσεων μυθολογικών καρδιογραφημάτων της ελληνικής παράδοσης, ξεκάθαρων ιστορικών αναφορών και συνδηλώσεων πολιτικών. Αυθεντικοί σπαραγμοί λέξεων, σπαράγματα αρχαιολογικών ευρημάτων της κλασικής και βυζαντινής κληρονομιάς της ελληνικής φυλής, του ελληνικού έθνους. Αποβιβάσεις πάνω στη λευκή σελίδα μαρτυριών ζωής, σύμβολα μεταφυσικής πίστεως χθόνιων, υλικών ανδραγαθημάτων. Εικονογραφούν την τριπλή αλήθεια του Κόσμου μας. Του πλάνητα πολυμήχανου Οδυσσέα, του Θεϊκού Πολύφημου, του σύγχρονου Ποιητή ως εικόνα Ανθρώπου στον καθρέφτη της αγωνίας και αγωνιστικότητάς του. Ο μετά Ομηρικός άνθρωπος απομυθοποιημένος, στις γυμνές του διαστάσεις και ανενοχικές επιλογές. Το τίμημα της Ζωής προς την Γλώσσα, των ανθρωπίνων ενεργειών και δράσεων προς τις περιγραφές των Λέξεων. Ποιητικά παραθέματα καλλιτεχνικής αίσθησης και υπαρξιακής αυτογνωσίας. Τελετές ριψοκίνδυνων ενεργειών των γραμμάτων της ελληνικής αλφαβήτου όταν έρχονται αποφασίζουν να εισέλθουν στο σπήλαιο της ανθρώπινης συνείδησης. Μικρές και μεγάλες μακροχρόνιες περιπλανήσεις, εξωτικά ταξίδια μύησης γεμάτα μυστήριο, θαύματα και θαυμαστά γεγονότα. Δαίμονες και στοιχειά των ενοχών του ανθρώπου. Εξερευνήσεις του Νέου Οδυσσέα, του Νέου Ανθρώπου, αναταράξεις και φουρτούνες της ψυχής και της συνείδησης των λέξεων. Μυητικά περπατήματα στην ανεύρεση της αυτογνωσίας του, της χειραφέτησής του από τις θεϊκές και δαιμονικές δυνάμεις της Φύσης, την ατομική του Μοίρα, στο ταξίδι της κατάκτησης της απόλυτης ελευθερίας, δηλαδή της Αβύσσου. «Αδερφοφάδες» λέξεις επεμβατικών αποδόσεων. Παρά την διαφωνία του Παναγή Λεκατσά για το «ιδεολογικό του περιεχόμενο», του μεγαλόπνοου αυτού έπους, ευδιάκριτοι οι Καζαντζακικοί στόχοι και τα μηνύματα που εκπέμπει η τιτανικών διαστάσεων «Οδύσσεια», ο Παναγής Λεκατσάς σπεύδει αμέσως ικανοποιημένος και θαυμασμό να του εκφράσει τις θερμές του ευχαριστίες, να του δηλώσει την συγκίνηση που ένιωσε κρατώντας στα χέρια του την σημαντικότατη, μεγίστη προσφορά του που «δώρησε στο Έθνος» των Ελλήνων, αυτός ο ασκητής γραφιάς από την Κρήτη.

    Ο Παναγής Λεκατσάς (σύντροφος της πεζογράφου Εύας Βλάμης) υπήρξε ο πρώτος έλληνας εθνολόγος και θρησκειολόγος, το άτομο που έθεσε τις επιστημονικές βάσεις και έρευνας της θρησκειολογίας και εθνολογίας στην Ελλάδα. Ένας από τους μαθητές του υπήρξε και ο αγωνιστής της δημοκρατίας Αντρέας Λεντάκης, που, στις μελέτες και τα βιβλία του αναγνωρίζουμε την επιρροή του δασκάλου του. Ο Λεκατσάς αυτός ο σεμνός ερευνητής, μελετητής και συγγραφέας με κύρος, σοβαρός επιστήμονας, καλλιεργημένη προσωπικότητα, ασχολήθηκε με ζητήματα και προβλήματα που αφορούσαν την αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία, των μυστηρίων της Διονυσιακής και Απολλώνιας λατρείας, των λαϊκών τελετουργιών τους, της συνέχισης και επίδρασης των λαϊκών θρησκευτικών δρωμένων της στην σύγχρονη λαϊκή παράδοση και λαϊκό βίο, μεταφυσική παραμυθία των Ελλήνων. Τα συμπεράσματα των ερευνών του δεν έφεραν στην επιφάνεια μόνο ζητήματα που αφορούσε αποκλειστικά την επιστημονική κοινότητα αλλά κέντρισαν και το ενδιαφέρον του ευρύτερου φιλότεχνου κοινού και των ατόμων εκείνων που ενασχολούνταν με την ελληνική λαογραφία και της ανεύρεσης των ριζών της Ελληνικότητας. Οι μελέτες του Παναγή Λεκατσά έγιναν βάσεις των νεότερων πεδίων της έρευνας στην πατρίδα μας. Η διαρκής ενασχόλησή του με την αρχαία και όχι μόνο γραμματεία, θεολογία και κοσμολογία, η κατοχή ξένων γλωσσών, το ερευνητικό του δαιμόνιο, η διακριτικότητα του απέναντι στο σινάφι του καιρού του, τον απομάκρυνε μεν από τον δημόσιο κατεστημένο έπαινο της ελληνικής πολιτείας, τον εφοδίαζε δε και του πρόσφερε τα απαραίτητα εκείνα εχέγγυα ώστε να μπορεί να κατανοήσει ανετότερα και να ερμηνεύσει ακριβέστερα, και από τον πλέον επαρκέστερο φιλολογικό αναγνώστη της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας, λόγιο αστό ή αριστερό διανοούμενο, τα εξελικτικά μυητικά στάδια, αναβαθμούς και καταβασίες, των 24 Ραψωδιών του Καζαντζακικού ποιητικού έπους. Αν αναλογιστούμε δειγματοληπτικά στο πως εξέλαβαν και αντιμετώπισαν τον «Κολοσσό» αυτόν που ονομάστηκε «Οδύσσεια», ονόματα όπως του Γιώργου Θεοτοκά, του Βασίλη Ρώτα, του Νίκου Καρβούνη, του Κ. Θ. Δημαρά, του Βασίλη Λαούρδα, του Νικηφόρου Βρεττάκου κλπ., εξαιρώ την περίπτωση του Μάρκου Αυγέρη. Ο Παναγής Λεκατσάς διαβάζει προσεκτικά αυτό το αρκετά «παράξενο» και σίγουρα πολύπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα υλιστικών και πνευματικών αθλοφόρων διαδικασιών της συνεχούς εξερεύνησης και αγωνιώδους ανάβασης και ανάτασης πνοής του μετά Ομηρικού Ανθρώπου. Αυτό το θρησκευτικό, φιλοσοφικό και των ιδεών χωνευτήρι των τότε ευρωπαϊκών εποχών και ζυμώσεων για να μετατραπεί σύμφωνα με την οραματική αντίληψη του Νίκου Καζαντζάκη η φθαρτή, η γήινη ύλη σε πνεύμα και να σωθεί αυτό που κατά την οπτική του Καζαντζάκη «προσδιορίζεται» ως Θεός,  ως κινητήριος δύναμη ζωής μπροστά στην άβυσσο του χρόνου της αιωνιότητας. Είτε αποδεχόμενη η ανθρώπινη φύση τις θετικές ή αρνητικές ενέργειές του είτε απορρίπτοντας του ανώτατου αυτού όντος δημιουργού. Αυτός ο ενδιάμεσος μεταξύ δύο σκοτεινών άβυσσον σπινθηρισμός, Σισύφειος αγώνας ζωής, ανηφόρι φωτός της ζωτικής ορμής της ύπαρξης, του “elan vital” που του δίδαξε-και μας δίδαξε- ο φιλόσοφος και ένας από τους δασκάλους του Καζαντζάκη ο Ανρί Μπερξόν. Ο Καζαντζάκης τα φοιτητικά του χρόνια σπούδασε κοντά του και η επιρροή της φιλοσοφίας του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, είναι καθοριστική. Ο Παναγή Λεκατσάς διαβάζοντας την «Οδύσσεια», διαισθάνθηκε αμέσως το Νιτσεϊκό πάθος του Νίκου Καζαντζάκη που εμφιλοχώρησε στην ψυχή του. Αυτήν την «ένθεη» φλόγα της αναμέτρησης με τις εχθρικές δυνάμεις του σύμπαντος, την αδυναμία του Ανθρώπου να τις αντιμετωπίσει, να τις ελέγξει, τις υποτάξει, τις νικήσει, να τις υπερβεί.  Διείδε ότι αυτός ο ψηλόλιγνος οστεωμένος Κρητικός γραφιάς, αυτή η ανθρώπινη φιγούρα που φέρνει στο νου μας τα αντίστοιχα γλυπτικά αγάλματα ή προπλάσματα του Αλμπέρτο Τζακομέτι, δεν ήταν ένας τυχαίος έλληνας ποιητής του Ελληνισμού και του καιρού του. Ένας ευσυνείδητος επαγγελματίας συγγραφέας, μεταφραστής, αρθρογράφος, βιογράφος, που ανανέωνε διαρκώς τα είδη και το ύφος της γραφής του για να μπορέσει να επιβιώσει αυτός και η γυναίκα του. Δεν ήταν ένας «μποέμ» ποιητής οδοιπόρος ταξιδευτής ο οποίος αγωνίζονταν νυχθημερόν να συγκεφαλαιώσει, συνενώσει τις μυστικιστικές διδαχές και δοξασίες του κόσμου της Ανατολής με τις ρασιοναλιστικές ερμηνείες του κόσμου και πρακτικές της Δύσης. Ο «Ορφικός» που θα μοιραζόταν το όραμά του με την πλουσία αμερικανίδα σύζυγό του. Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν άνθρωπος που ζούσε μέσα στο πλαίσιο των ορίων της Ιστορίας, της ελληνικής και του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ίσως ούτε μηδενιστής στις «κοσμολογικές» του αναφορές, ούτε «ηρωικός πεσιμιστής» όπως τον χαρακτήρισαν κατά καιρούς διάφοροι κριτικοί του έργου του.  Ήταν άνθρωπος και της δράσης, μετείχε στα κοινά με τους δικούς του «όρους». Οι απόψεις και θέσεις του Παντελή Πρεβελάκη, του Κλέωνος Παράσχου, της Έλλης Αλεξίου, της Έλλης Λαμπρίδη. Ο Καζαντζάκης απαντά και γράφει σε όλους, προσπαθώντας να εξηγήσει τι ήθελε να πει να εκφράσει με την «Οδύσσειά» του.

Εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι, ότι μάλλον ακόμα και στις μέρες μας που έχουν εκδοθεί εκατοντάδες βιβλία για το έργο του στην ελλάδα και στο εξωτερικό, παρά τα χιλιάδες άρθρα και μελέτες που έχουν δημοσιευθεί παγκοσμίως και εξακολουθούν να γράφονται, τις μεταφράσεις των βιβλίων του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, το διεθνές ενδιαφέρον και την αύξηση των λημμάτων της Βιβλιογραφίας του, ο Καζαντζάκης παραμένει ένα «άλυτο μυστήριο» για πολλούς αναγνώστες και μελετητές του. Υπάρχουν σημεία και κόμβοι του έργου του, των κειμένων του ακόμα αχαρτογράφητα στο ευρύ κοινό, επαναδιαπραγματεύσημα, παρά τα συμπόσια και τις ομιλίες που έχουν διεξαχθεί, τις διαλέξεις που έχουν εκφωνηθεί για την πνευματική του σύνολη δημιουργία, συγγραφική παραγωγή και προσφορά. Οι νέες εισαγωγές που συνοδεύουν τις επανεκδόσεις των βιβλίων του από διάφορους εκδοτικούς οίκους και ιδρύματα, πάντα κάτι προσθέτουν στις γνώσεις μας και στην πληρέστερη κατανόησή μας της φιλοσοφίας, των ιδεών, των αντιλήψεών του, των στάσεών του απέναντι στα μεγάλα προβλήματα και ζητήματα της εποχής του. Ακόμα και στις μέρες μας, περισσότερο κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού και όχι μόνο κοινού για το αν αφορίστηκε ο Νίκος Καζαντζάκης από την επίσημη Ελληνική Εκκλησία, παρά ότι αυτός ο ενσυνείδητος άθεος, ιδεολόγος ανθρωπιστής και στοχαστής κουβαλάει στα σπλάχνα του μιάς τέτοιας ποιότητας και ήθους κοινωνική συμπεριφορά, ανεξικακία και φιλανθρωπία για τους γύρω του, τους συναδέλφους του ομοτέχνους του. Μια άθεη θρησκευτικότητα που ξαφνιάζει.

     Ο ομότιμος άγγλος πανεπιστημιακός καθηγητής Πήτερ Μπήαν, ένας από στους συστηματικότερους ερευνητές των έργων του, στις δεκάδες μελέτες του, ενώ τονίζει και εκφράζει τις αντιρρήσεις του για το πεζογραφικό του ταλέντο, σημειώνει κάτι πολύ ορθό αλλά και κάπως «παρακινδυνευμένο», ότι πρέπει να εξετάζουμε τον Καζαντζάκη σφαιρικά, στο σύνολο της συγγραφικής του παραγωγής και όχι μεμονωμένα για κάθε έργο και είδος της γραφής του ξεχωριστά για να μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο μάλλον της παρερμηνείας από το ενημερωμένο και επαρκές αναγνωστικά κοινό. Αν δεχτούμε ότι ο σύγχρονος πολυάσχολος αναγνώστης, δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε την επιθυμία, αλλά ούτε και την οικονομική άνεση ώστε να προμηθευτεί και να μελετήσει το σύνολο των βιβλίων του Καζαντζακικού πανθέου. Εξάλλου οι προτιμήσεις των αναγνωστών της λογοτεχνίας αλλάζουν, τροποποιούνται τα γούστα από εποχή σε εποχή. Διαφορετικά εκλαμβάνονται τα μηνύματα των μυθιστορημάτων του (ακόμα και τα πλέον «τουριστικά» «Αλέξης Ζορμπάς»), διαφορετικά των ποιημάτων του «Τερτσίνες», του έπους του «Οδύσσεια», της «Ασκητικής» του, των «Ταξιδιωτικών» του κλπ. Η συγγραφική πολυμέρεια και πολυασχολία του Νίκου Καζαντζάκη αλλάζει και τροποποιείται από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο. Ο λογοτέχνης Καζαντζάκης μετά την δεκαετία του 1950 άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστός, και ακριβέστερα, μετά την κινηματογραφική μεταφορά βιβλίων του. Ας μην μας διαφεύγει ότι ο Νίκος Καζαντζάκη σας συγγραφέας, μπορεί να μην μας κληροδότησε τις θεωρητικές του θέσεις για την ποίηση ή την πεζογραφία, την μετάφραση, την κριτική έργων, όπως ο δάσκαλος ποιητής Κωστής Παλαμάς, υπήρξε όμως ένας σταθερός και επαρκής καθημερινός αναγνώστης της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας και του πολιτισμού στην εποχή του. Διάβαζε τα πάντα, ανθολογούσε από τους πάντες και τα πάντα που του φαινόταν χρήσιμα για την οικοδόμηση του δικού του έργου. Το ασύλληπτο μεγαλείο, πολυσύνθετο, πολύπτυχο και πολύχρωμο συγγραφικό-γλωσσικό και λεκτικό-σύμπαν που οικοδόμησε δεν καθρεφτίζει με τον πλέον ξεκάθαρο και ρεαλιστικό τρόπο την ποιότητα και το βάθος της «κοσμοθρεμμένης» ψυχής και της άσπιλης και καλλιεργημένης συνείδησής του μόνο, αλλά και την αγωνία, τον πόνο, την θλίψη του νέου μεταπολεμικού ανθρώπου ο οποίος είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες των αδιεξόδων του που ο ίδιος δημιούργησε, παγιδεύτηκε.

     Ο Παναγής Λεκατσάς έχει επίγνωση του πνευματικού μεγέθους του Καζαντζάκη, γνωρίζει την διαδρομή του πριν την έκδοση και δημοσίευση της «Οδύσσειας» το 1938. Ας ανατρέξουμε στα Καζαντζακικά δημοσιεύματα και τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει: -«Όφις και Κρίνο» (1906), -«Ξημερώνει» (1907), -«Έως πότε;» (1907), -«Φασγά» (1907), -«Ο Πρωτομάστορας» (Θυσία) (1908), -«Κωμωδία» (1909), - «Σπασμένες Ψυχές» (1910), -«Οδυσσέας» (1922), -«Ασκητική» (1927), -«Νικηφόρος Φωκάς» (1927), -«Χριστός» (1928), -«Τι είδα στη Ρουσία» (1928), -«Τόντα Ράμπα» (1929), -«Ο Βραχόκηπος» (1936), -«Ισπανία» (1937), -«Οδύσ(σ)εια» (1938). Δεν αναφέρεται στο Καζαντζακικό έπος στις επιμέρους του κειμενικές αναφορές, συμβολισμούς, δεν εξετάζει ξεχωριστά τις 24 ραψωδίες, ούτε συσχετίζει το σύγχρονο νεοελληνικό αυτό έπος με το αντίστοιχό του κλασικό, του Ομήρου, μικρότερης έκτασης και λεξιλογίου. Δεν μιλά για τα πολιτισμικά και χρονολογικά στρώματα που διαθέτει, τις πολλές επαναλήψεις, συγκρίσεις, παρομοιώσεις, παραλληλισμούς, μεγαλόστομα πολυσύνθετα επίθετα, σε αυτόν τον «πακτωλό» λέξεων που συσσωρεύει ο Καζαντζάκης, την συνομιλία μεταξύ των διαλέκτων από διάφορα μέρη της ελλάδος και διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες. Κάθε λέξη του Καζαντζάκη κουβαλά μέσα της τον ατομικό της καρπό ελευθερίας, την ευκαρπία της δικής της ατομικότητας. Η γλώσσα του Καζαντζάκη, μπορεί να μην γίνεται κατανοητή από εμάς τους αναγνώστες περιορισμένων λεκτικών δυνατοτήτων όμως ενσωματώνει όλα τα ιζηματικά νοηματικά στρώματα και νοηματικές επιδράσεις των αρχαιολογικών πανάρχαιων ριζών της, του ελληνικού αλφαβήτου. Λέξεις κουρασμένες και ανθηρές, λέξεις διαλεκτικές και υψίστης ηθικής και πνευματικής σημασίας. Λέξεις αγκαθωτές και λέξεις λείες, αστραφτερές και σκοτεινές, αινιγματικές και παθιασμένες, περιφρονημένες και παρθένες. Λέξεις εκφραστικά άρτιες, φεγγερές και αινιγματικές. Λέξεις ποιμενικών χρωματισμών, ναυτικών και αγροτικών επαγγελμάτων. Επίθετα, ρήματα, επιρρήματα, ουσιαστικά, κλήσεις και πτώσεις, αριθμοί, αφηρημένες φράσεις και άλλες που δηλώνουν την σημασιολογική τους επαναληπτικότητα στην ανθρώπινη ομιλία στις σχέσεις των ανθρώπων. Δαμαστής ή ανθολόγος ο Νίκος Καζαντζάκης μας προσκαλεί σε αυτό το αξεπέραστο μαγευτικό θέαμα των ισορροπιών και των αλληλοεπιδράσεων των λέξεων της ελληνικής αλφαβήτου, των νοηματικών ακροβασιών τους στο υπερθέαμα της «Οδύσσειας». Καταρτίζοντας ένα πανόραμα που ικανοποιεί και τις πέντε αισθήσεις μας.

     Την επιστολή μνημονεύει ο Βιβλιογράφος Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, οι Γιώργος Ν. Περαντωνάκης και Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου. Δεν έτυχε της φιλολογικής και ανθολογικής τύχης άλλων σχετικών επιστολών κριτικών και λογίων όπως του κριτικού Κλέωνος Παράσχου. Η τιτάνια «Οδύσσεια» από όσο γνωρίζω, δεν έγινε αποδεκτή εύκολα- έως καθόλου- ως βιβλίο ούτε από την αριστερή ελληνική διανόηση ούτε από την άλλη μεριά, την συντηρητική, την λεγόμενη αστική. Οι «μεμονωμένοι», επιλεγμένοι θετικοί σχολιασμοί της, προέρχονταν μάλλον αν δεν λαθεύω, από έντυπα, εφημερίδες και πρόσωπα που ο Νίκος Καζαντζάκης συνεργάζονταν μαζί τους. Η «Οδύσσεια» υπήρξε ένα ποιητικό έργο που λόγιοι και αναγνωστικό κοινό δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν ακόμα και αδιάβαστο. Μεγάλο και κεντρικό πρόβλημα στο διάβασμά της αποτελούσε το λεξιλόγιό της, η γλώσσα της. Ένα ογκώδες φουρτουνιασμένο γλωσσικό υλικό, θυελλωδών ανέμων λεξιλόγιο, ενσωματωμένων ιδιωματισμών και ιδιολέκτων δημοτικής απόχρωσης που υπερέβαινε ακόμα και τις καλύτερες δημόσιες εκπαιδευτικές και συγγραφικές φιλοδοξίες που έτρεφαν οι μπροστάρηδες της κίνησης της καθιέρωσης της Δημοτικής γλώσσας. Οι λεκτικοί χείμαρροι, το εύρος της Καζαντζακικής γλώσσας σε όλες τις κεντρικές, περιφερειακές, αγροτικές, νησιώτικες, εργασιακές εκδοχές, χρήσεις τους και φωνητικές και ηχητικές παραμέτρους, ήταν κάτι πρωτόγνωρο και άγνωστο και δύσκολα αφομοιώσιμο στην κατανόηση και χρήση του από τα μεγάλα πλήθη του λαού που στέναζαν από την «αγραμματοσύνη» και την φτώχεια, των αρχαιολατρών γλωσσομαθών ώστε να γίνει επίσημα αποδεκτή η Καζαντζακική προσφορά, να υιοθετηθεί τόσο από τους έλληνες ποιητές και πεζογράφους δημοτικιστές των χρόνων εκείνων όσο και από τους φορείς της επίσημης ελληνικής πολιτείας και εξουσίας. Έμενε μία εξαίρεση περιορισμένη στα γλωσσικά όρια της Κρητικής γης. Ο Καζαντζάκης με το έπος του «Οδύσσεια», έπλευσε μόνος του σε αχαρτογράφητα πελάγη της ελληνικής γλώσσας σε όλες της τις αντοχές, διαστάσεις, χρωματισμούς, ηχητικές εκδοχές, νοηματικές αποδώσεις, μουσικές συνηχήσεις. Και μόνο η εμφάνισή της, το μέγεθός της- για όσους την έχουν δει από κοντά μία φορά στην ζωή τους-τρομάζει. Ας μου επιτραπεί μία κρίση, δίχως να φανεί αγένεια προς τον Καζαντζακικό συγγραφικό μόχθο που σεβόμαστε, χαιρόμαστε και διαβάζουμε με την ίδια αναγνωστική θερμότητα ακόμα και σήμερα. Αντικρίζοντας τον τεράστιο όγκο και μέγεθός της, (κάτι σαν τα παλαιά ιστορικά χρονικά) αναρωτιόμασταν ποιος ήτανε ποιο «κουζουλός», ο Κρητικός συγγραφέας της που έκατσε και έγραψε ένα ποιητικό μεγαλούργημα τέτοιου μεγέθους και διαστάσεων ή εμείς οι αναγνώστες της που θέλαμε να την διαβάσουμε και να γνωρίσουμε τα μυστικά της. Και να φανταστεί κανείς ότι το έπος αυτό της ελληνικής φυλής είχε στην πρώτη του μορφή μεγαλύτερη έκταση, περιελάμβανε περισσότερες σελίδες, είχε πάνω από 42.000 στίχους πριν ολοκληρωθεί στην έβδομη επεξεργασία του στις 33.333 και την τελική εικόνα του. Απορίας άξιο πώς θυμόταν τόσες χιλιάδες λέξεις ο Καζαντζάκης, τι λεξικά είχε μπροστά του, πώς ήταν σίγουρος ποιες από αυτές τις λέξεις ήσαν ακόμα σε χρήση και ποιες όχι. Ο συγγραφικός του μόχθος και έρευνα, υπερβαίνει κάθε προηγούμενη συγγραφική και αναγνωστική προσδοκία ακόμα και αυτή του ποιητή Κωστή Παλαμά.

 Εν κατακλείδι εδώ και τρείς μήνες Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, και τον Μάϊο, διαβάζω την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη, και παράλληλα ορισμένα από τα μελετήματα για το έργο του. Μια φλόγα ενθουσιασμού με είχε συνεπάρει όταν διάβασα ξανά την επιστολή του Παναγή Λεκατσά στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» βιαστικά θεώρησα ότι θα είχα την ευκαιρία να αντιγράψω για δεύτερη φορά την ωραία επιστολή δημοσίως, να την αναδημοσιεύω στο μπλοκ μου, αλλά δυστυχώς γελάστηκα, όταν προμηθεύτηκα πριν λίγες μέρες το βιβλίο της Έλλης Λαμπρίδη, είδα ότι η επιστολή εμπεριέχονταν στα περιεχόμενά του, έτσι παρά την συγγραφική μου απογοήτευση την μεταφέρω, με την φλυαρία του Καζαντζακικού μου σημειώματος. Η κριτική του Κλέωνος Παράσχου από την άλλη που είχε δημοσιευθεί στη «Νέα Εστία» έχει συμπεριληφθεί-όπως και η συνοδευτική απάντηση του Καζαντζάκη- και σε νεότερες ανθολογικές εργασίες. Αλλά περί τούτου σε επόμενο Καζαντζακικό σημείωμα. 

Στο ίδιο τεύχος ξεχωρίζει σε μετάφραση του Γιώργου Κοτζιούλα το άρθρο «Εργατικές Βιβλιοθήκες» του Henri Philippon, το διήγημα του Oscar Wild, «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο». Σε συνέχειες το μυθιστόρημα της Περλ Μπακ, «Οι γιοι του Βαγκ Λουγκ» σε μετάφραση του αδικοχαμένου Ίωνος Δραγούμη, του «Ιδα» φίλου και συνοδοιπόρου του Καζαντζάκη. «Η ποίηση της Βέδας» του Φελίξ Γκυράν, Η παρουσίαση «Ένας σύγχρονος αμερικανός κλασικός», ο Θόρντον Γουάϊλντερ, του Μιχάλη Πολίτη, τα «Παρισινά Θέματα» από τον Θράσο Καστανάκη και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές ειδήσεις, όπως ένα ποίημα της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη.

Όσο για το ποιητικό απόσπασμα στην αγγλική γλώσσα είναι από την συλλογή-ανθολόγηση ποιημάτων του άγγλου ποιητή Άλφρεντ Τέννυσον (Alfred Tennyson 1809-1892), και από το γνωστό ποίημά του «ΟΔΥΣΣΕΑΣ». Επέλεξα να το αντιγράψω στην γλώσσα που γράφτηκε. Βλέπε ΑΛΦΡΕΝΤ ΤΕΝΝΥΣΟΝ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Επιλογή-Μετάφραση- Διορθώσεις: Γλυκερία Παπαγεωργίου, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα, 4, 2008, σελίδες 54-59. Η μετάφραση του αποσπάσματος από την κ. Παπαγεωργίου είναι:

«Κομμάτι είμαι όλων αυτών που έχω συναντήσει’

Μα κάθε εμπειρία αψίδα είναι που μέσα της

Αχνολάμπει εκείνος ο αταξίδευτος κόσμος που το σύνορό του χάνεται

Παντοτινά και αιώνια όταν εγώ κινούμαι.»

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

20 Φεβρουαρίου- 3 Μαϊου 2024

Δεύτερο σημείωμα για την «Οδύσσεια»