Τ Α Σ Ο Σ Π Ο Ρ Φ Υ Ρ Η Σ
(Άγιος Κοσμάς Πωγωνίου 1931- Δήμος
Δάφνης-Υμηττού 4 Απριλίου 2025)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Στη φιλόλογο Χρυσούλα
Σπυρέλη
Δεν μεγάλωσα με παραμύθια ούτε η Μάνα
ούτε η Μάκω
Είχαν καιρό για τέτοια όταν δεν
έλειπαν στα χωράφια
Παιδεύονταν με τα ζωντανά στα κατώγια
κι αν έβρισκαν
Μιά στάλα καιρό στύλωναν το βλέμμα
στον κάτω δρόμο
Για λίγο λαχταρώντας το γυρισμό της
νύχτες όταν μας
Έπαιρνε ο ύπνος βαλάντωναν στο κλάμα
κι είχαν έναν
Καλό λόγο το πρωί κι ένα χάδι στα μαλλιά
την ώρα πού
Φεύγαμε για το σχολείο αυτό ήταν το
παραμύθι τους
Πού φώλιαζε ακόμα στο στέρνο μου κι
ολοχρονίς ανθίζει, σελ. 281
Πληροφορήθηκα εχθές, Σάββατο βράδυ, εντελώς
τυχαία κοιτάζοντας ηλεκτρονικές λογοτεχνικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, την
απώλεια του βραβευμένου ποιητή, διηγηματογράφου, ανθολόγου, δοκιμιογράφου και
μεταφραστή Τάσου Πορφύρη. Ο γιός του ποιητή κοινοποίησε στο διαδίκτυο τον
θάνατό του και την ημέρα της κηδείας του που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 7
Απριλίου 2025. Διαβάζουμε:
Πέθανε ο
Τάσος Πορφύρης, λογοτέχνης με πλούσιο ποιητικό και πεζογραφικό έργο,
βραβευμένος πολλές φορές για αυτό. Ο Δήμος Δάφνης-Υμηττού με ανακοίνωσή του
εκφράζει την θλίψη του για «την απώλεια ενός ξεχωριστού ανθρώπου των γραμμάτων,
ενός σημαντικού ποιητή και συνδημότη». Η συλλυπητήρια ανάρτηση της Δημοτικής
Αρχής κάνει λόγο για την ιδιαίτερη και
διαρκή αγάπη που έτρεφε ο ποιητής για τον γενέθλιο τόπο του, τον Άγιο Κοσμά
Πωγωνίου του Νομού Ιωαννίνων. (Παλαιά ονομασία «Κακσιοί»).
Για όσους
γνωρίζουν και έχουν διαβάσει την ποίηση του Τάσου Πορφύρη θα έχουν διαπιστώσει
την «ιερή» αγάπη και τον βαθύ σεβασμό που έτρεφε ο ποιητής για την ιδιαίτερη
πατρίδα των γονιών του και τόπο γεννήσεώς του. Οι σταθεροί αναγνώστες της
ποίησής του γνωρίζουν επίσης ότι αρκετές ποιητικές του μακροσκελείς ή
ολιγόστιχες ποιητικές του μονάδες και πεζά του, είναι γραμμένα στην πωγωνήσια
ντοπιολαλιά. Σ’ αυτήν την ιδιαίτερη προφορική ελληνική «διάλεκτο» που μιλούν οι
κάτοικοι της περιοχής. Λέξεις και φράσεις της περιοχής, ακατέργαστης
αυθεντικότητας εμπειριών και βιωμάτων βίου του προφορικού λόγου των κατοίκων,
βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στα ποιήματά του και τα πεζά του, τις εξιστορήσεις
του και δένουν αρμονικά, ισορροπημένα, νοσταλγικά, δίχως να ξενίζουν τον
κάτοικο των άστεων, με τις υπόλοιπες λέξεις και φράσεις της καθημερινής χρήσης
που χρησιμοποιεί ο ποιητής και υιοθετεί στα γραπτά του. Αρκετά ποιήματά του
φιλοτεχνούν την προγονική του εστία,-την δομή της και τα μέρη που την αποτελούν
στον αρχιτεκτονικό της σχεδιασμό. Βλέπε σελ. 243 «Τοπιογραφία του γενέθλιου
χώρου», της συγκεντρωτικής έκδοσης του 2013 των εκδόσεων «Οι Εκδόσεις των
Φίλων». Η ποιητική του ύλη μεταφέρει με έντονες και χαρακτηριστικές πινελιές
νοσταλγίας, αναμνήσεις και παραστάσεις παιδικών και οικογενειακών τρυφερών και
θερμών στιγμών. Εικονογραφείται ανάγλυφα το εξωτερικό άγριο και παρθένο
περιβάλλον, το φυσικό τοπίο με ότι κουβαλά μέσα του, τα δεκάδες μυστικά του
που άλλοτε μας αποκαλύπτονται θυελλωδώς και άλλοτε παραμένουν κρυφά πίσω από
χιονοσκέπαστα δάση, βουνά και σειρές βελανιδιών. Το στοιχείο της φυσιολατρίας
και της εκδήλωσης της αγάπης του προς την Φύση και την ιδιαιτέρα Πατρίδα του,
τα γενέθλια χώματά του, είναι έντονη, συχνή και επανέρχεται με έναν ελεγειακό
νοσταλγικό και λυρικό τρόπο δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Δεν έχουν τίποτα
το παλαιικό, το βουκολικά αρχαίο τα ποιήματα, αν και η μνημόνευση του ποιητή
Κώστα Κρυστάλλη δεν απουσιάζει. Κάθε νέα ποιητική σύνθεση από τις ενότητες των
Ποιημάτων που μας παρουσιάζονται, δεν έχει τίποτα το περιττό, το αδιάφορο, το
ξένο στα μάτια του αναγνώστη. Δεν είναι ποίηση μιάς άλλης εποχής, παντελώς ξένης σε εμάς. Η γραφή του ποιητή Τάσου Πορφύρη είναι όχι απλώς ένα ανοιχτό τραύμα μιάς
περασμένης ιστορικά δύσκολης εποχής της ελληνικής υπαίθρου, αλλά είναι μία
διαρκώς ματωμένη δωρική στο ύφος της συνήθως γραφή ενός βουβού, εσωτερικού
πόνου και σπαραγμού ενός δακρυσμένου ανθρώπινου βλέμματος στην αθωότητα των
προθέσεών του. Ακόμα και τις φορές εκείνες που ο λόγος του εκφράζει τους
κρυφούς πόθους του προς την γυναίκα, τον έρωτά του προς την σύντροφό του, τους
ερωτικούς του αναστεναγμούς και πίκρα, ο λόγος του έχει μία λαϊκή θυμοσοφία. Το
βλέμμα του δεν είναι ούτε απόλυτα χαρούμενο ούτε καθαρό διχαστικά λυπημένο,
είναι αν δεν λαθεύω χαρμολυπικό, εμβαπτισμένο μέσα στην ατομική του μνήμη και
αναμνήσεις και κυρίως, μέσα στην απέραντη επανερχόμενη στην επιφάνεια μνήμη του
Τοπίου, του γενέθλιου Τόπου και των εσωτερικών χώρων και λειτουργιών του, του
πατρικού του σπιτιού. Μια μνήμη αιμάσσουσα από τις συνθήκες και τις περιπέτειες
που καθόρισε η Ιστορική Μοίρα της Πατρίδας μας που ρέει ζωογονώντας τους Στίχους
του, μια μνήμη που φυλλοροεί δροσίζοντας και ανθοφορεί παράλληλα μέσα στα Ποιήματά
του. Το πρόσωπο της Μάνας και η στοργική της παρουσία, αγάπη και η συχνή φροντίδα, οι χειρονομίες και τα αγκαλιάσματά της ακόμα νωπά, και μετά την
παρέλευση τόσων δεκαετιών, σκορπίζεται το άρωμά της μέσα στον ποιητικό του λόγο,
γίνεται Ποίημα που την περιγράφουν η θερμότητα των φράσεών του, «οι λέξεις
πεταλούδες» του που γίνονται Στίχος ανθηρός, εύοσμα «Μανουσάκια» που φωτίζουν
την Εικόνα της με χρώματα ανεξίτηλα.
ΜΑΝΑ
Η ανάσα σου στήριζε τη λιθοδομή του
σπιτιού κυρίως την
Ώρα της κατάκλισης όταν ησύχαζαν όλα
ξαναπαίρνοντας
Το σχήμα τους μυρωδιές από
φρεσκοψημένο ψωμί ανέβαιναν
Απ’ το μαγειριό εισχωρούσαν στ’
αμπάρια του στήθους
Φτάνοντας ως τις γωνιές της πείνας
ακούγονταν οι σταλαγ-
ματιές του κρασιού από το δρένιο
βαρέλι στον μπακιρένιο
Μαστραπά – άρτος και οίνος το άλφα
και το ωμέγα μας- με-
τρώντας την ηλικία του χωρισμού το
διπλανό μαξιλάρι ατσα-
λάκωτο με την άγρια παλάμη σου
σκουπίζεις τα δάκρυα μην
τυχόν
Και τα παιδιά πού κούρνιαζαν στην
αγκαλιά σου φοβισμένα
Από κεραυνούς κι άγριες μπόρες στον
τσίγκο του κατωγιού
Με τα ζωντανά ήρεμα να μηρυκάζουν τη
θέα των λιβαδιών
Μη τυχόν-λέω- και ρωτούσαν για τα
δάκρυα κι ήταν η ώρα
πού
Ξεκινούσαν οι αρχιεργάτες για τους
φούρνους όταν ακροπα-
τώντας
Ερχόσουν να ταχτοποιήσεις τα
σκεπάσματα στο κρεββάτι γιατί
Οι φόβοι σου ήταν αβάσιμοι και τα
παιδιά λουλούδιζαν στον
Ύπνο τους κι ήταν τόσα πολλά όσα κάτεχες
που άλλο δεν
ήθελες στον κόσμο. Σελ. 280.
Η
προστατευτική φιγούρα του Πατέρα επίσης έντονη, κυρίαρχη με τον τρόπο της,
δεμένη με αγάπη με εκείνη της Μάνας, των παιδιών, των άλλων μελών της Οικογένειας,
σε χρόνια δύστοκα, σκοτεινά, φτωχά, βασανισμένα, ταλαιπωρημένα, παγωμένα από
την έχθρα και το κυνήγι των νικητών του εμφύλιου ελληνικού σπαραγμού. Το
Ηπειρώτικο τοπίο με τα παρθένα δάση του, την ποικιλία των φυτών του, τις βελανιδιές
και τα πλατάνια του, τα νερά του, τις οσμές και τις άγριες ομορφιές του τόσο
οικείες στους κατοίκους, των χιονισμένων λουλουδιών και δέντρων, των
χιονοσκέπαστων βουνών του. Μεθυστικό το τοπίο και οι περιγραφές του
ανεπανάληπτες, χαρακτηριστικές ενός βλέμματος εικαστικού τεχνίτη, σφύζει από
ζωή αλλά και ερημιά, φλόγα ανθρώπινων σχέσεων, επαφών αγάπης και έρωτα, μα και πόνου,
βασάνων, φτώχειας. Ακόμα όμως και μέσα στην ψυχρή ατμόσφαιρά του, το παγωμένο
κλίμα των εποχών του, το επαρχιακό απομακρυσμένο, ξεχασμένο τοπίο εκπέμπει μια
θερμότητα ανθρώπινων διαστάσεων, μία γλυκύτητα ανθρωπιάς και αγάπης που
εισέρχεται μέσα στα πετρόκτιστα σπίτια των κατοίκων, μπαίνει από τις καμινάδες
καθώς η κουζίνα μυρίζει από τις μυρωδιές των φαγητών και του ζυμωμένου ψωμιού,
μεθά μικρούς και μεγάλους, άντρες και γυναίκες, παιδιά, ντόπιους και ξενομερίτες.
Τα πέτρινα γιοφύρια δεν ενώνουν μόνο την μία τοποθεσία με την άλλη, το ένα
χωριό με το άλλο των ορεσίβιων κατοίκων αλλά και τις καρδιές των ανθρώπων. Τις
τραυματισμένες ψυχές τους που ατενίζουν τόσο το παρελθόν τους όσο και το μέλλον
τους με την ίδια πονεμένη στωικότητα και λαχτάρα, καθώς οι άνθρωποι είναι
ζαλωμένοι με μνήμες και καταστάσεις που δεν θέλουν να κλείσουν, δεν
λησμονήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και της ιστορίας. Θροΐσματα φύλλων που
μεταφέρουν τον βουβό πόνο ανθρώπων αδικαίωτων μέσα στην Ιστορία. Μυστικές φωνές
της γης που μας μεταδίδουν τα μηνύματα των νεκρών στην συνομιλία μας μαζί τους καθώς τους μνημονεύουμε και συνεχίζουμε την παρουσία τους μέσα στα ποιήματα,
τους στίχους, τις γραμμές από λέξεις.
Θεέ μου μην αφήσεις την καρδιά μου
μονάχη
Ειδικά τώρα που κουράστηκε να χτυπά
Και ξεχνά παθαίνοντας συχνά
διαλείψεις.
Μας λέει στο
πρώτο από το ΤΡΙΠΤΥΧΟ του, σελ. 229
Τα σύνορα της συνείδησης των ανθρώπων που μας
εικονογραφεί ο Τάσος Πορφύρης όπως και εκείνα της ποίησής του είναι ανοιχτά,
ανυπεράσπιστα στους εχθρικούς ανέμους ή μάλλον, είναι αμπαρωμένα με τα πλέγματα
της ανθρωπιάς και της αγάπης, των λυγμών και της δροσιάς της ανθρώπινης επαφής.
Είναι τα αγιασμένα ποιήματα πρόσφορα υπέρ αναπαύσεως όλων μας. Των δικών του
και των δικών μας κεκοιμημένων στους σκληρούς αγώνες της ζωής τους, των παθών
και των λαθών τους, των αρετών και των ηρωικών ανδραγαθημάτων τους. Είναι η Ζωή
στην συνέχειά της, μετανάστρια και οικοδέσποινα. Οι στίχοι του Τάσου Πορφύρη
είναι η ομολογία η δική του και της γενιάς του, των νέων που ακολούθησαν και
ξενιτεύτηκαν από τα πατρογονικά τους χώματα, ξεριζώθηκαν ακόμα και παρά την
θέλησή τους, είτε για μία καλύτερη ζωή είτε κυνηγημένοι από τις ανθρώπινες
δυνάμεις του κακού που κυριαρχούσαν εκείνα τα χρόνια. Μιά ποίηση σπαράγματα
ανθρώπινων ψυχών και σωμάτων, συνειδήσεων που ακόμα καίνε τα καντήλια τους, των
οικογενειακών εστιών, του φυσικού τοπίου που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τις
ανάγκες και τις καθημερινές ελπίδες σιγουριάς των ανθρώπων. Ο ποιητής αναζητά
διαρκώς την παρηγοριά της Ποίησης και των Ποιητών καθώς μας καταθέτει τα
μνημονικά του κληροδοτήματα. Γράφει στο τετράστιχό του με τίτλο ΕΥΧΗ
Ευχής έργον θα ήταν αν οι ποιητές
ακουμπούσαμε
Ο ένας στον άλλον’ θα μπορούσαμε να
περάσουμε
Τις συμπληγάδες χωρίς απώλειες κι όχι
όπως τώρα
Πού μας ξεμοναχιάζουν κι έναν-έναν
μας λιανίζουν. Σελ. 193
Πόσο αληθινός αλήθεια είναι ο λόγος του,
πόσο βαθειά αγγίζει η λυγμική φωνή του τις καρδιές μας. Το μέλλον δεν έχει να
του πει πια τίποτα, στρέφεται στο παρελθόν που ότι προδοσία είχε να του δώσει
του την πρόσφερε. Το παρελθόν ενσωματώθηκε στο παρόν του και τον ορίζει,
καθορίζει τα όνειρά του. Γράφει σε ένα άλλο τετράστιχο με το οποίο ανοίγει την
αυλαία της σύνθεσης ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ, 3
Κανένα μέλλον πια
Δεν με γοητεύει
Τα παρελθόν μου φτάνει
Και μου περισσεύει. Σελ. 149
Καθώς «Η
Νύχτα καταβροχθίζει τα όνειρά μου ώσπου να ξημερώσει…» σελ. 142 από το
ποίημα ΤΟΤΕΜ. Όμως η ελπίδα δεν χάνεται εντελώς, υπάρχει, καιροφυλαχτεί πίσω
από την αγαπημένη παρουσία του άλλου, της αγαπημένης συντρόφου του. Της
γυναίκας που αγάπησε και αυτών που σαν νέος πόθησε, ονειρεύτηκε.
Το τοπίο θα μπορούσα να το πω
εφιαλτικό
Αν έλειπες εσύ.
Μας λέει
στην σελίδα 71 πριν αρχίσει να υφαίνει στον αργαλειό των λέξεών του τις εικόνες
της ποιητικής του σύνθεσης ΤΟΠΙΟ. Ενώ σε
μία από τις ερωτικές του ποιητικές μονάδες με τίτλο ΕΡΩΤΙΚΟ μας λέει:
Τίποτα δεν σε χωρίζει απ’ το κορμί
μου
Καμιά ιδέα δεν μπαίνει ανάμεσά μας
Τ’ ακροδάχτυλα πυγολαμπίδες στο
σκοτάδι
Πάνε κι έρχονται στα χρόνια μας στο
Δέρμα π’ ανατριχιάζει σαν σε θυμάται
Και τα φιλιά τζάκι αναμμένο όλη
Νύχτα ως το νοτισμένο πρωϊνό πού
Χτυπάει την πόρτα τουρτουρίζοντας, σελ. 214
Ή πάλι, σε
ένα δίστιχο της σελ. 195 γράφει:
Κανέναν στόχο δεν φοβάμαι πιά
Έτσι όπως μ’ έντυσες με τα φιλιά σου.
Παρακλητική
η ποίηση του Τάσου Πορφύρη, σπινθηρίζει από το βάρος των αναμνήσεων των
σκοτωμένων αδερφών του στην Καισαριανή και στο Χαϊδάρι, κλαίει όπως «κλαίνε τα ξύλα στο τζάκι τις αναμνήσεις
τους…», σ. 20. Τον στοιχειώνει ο θάνατος των συντρόφων του, των συντοπιτών
του της πατρίδας του.
Ερχόμενος ο αναγνώστης σε επαφή με την
ποίηση του Τάσου Πορφύρη από το 1961 που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με την συλλογή «ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ» μέχρι τις ημέρες
μας, ένα πρόβλημα αντιμετωπίζει, στο τι τρόπος υπάρχει να παρακαμφθούν οι
εκδοτικές, εμπορικές και άλλες δυσκολίες ώστε να κατορθώσει να αντιγράψει όλα
τα Ποιήματα από τις μέχρι σήμερα συλλογές του και αρκετά πεζά του και να τα
αναρτήσει στο διαδίκτυο να τα καταστήσει κτήμα των άγνωστών μας αναγνωστών της
ελληνικής ποίησης, του φιλότεχνου ελληνικού κοινού. Πως μπορεί να τιθασεύσει την
επιθυμία του από την στιγμή που ήρθε σε επαφή με τον ποιητικό του λόγο, την
ποιητική του σκέψη και την Ποιητική του, να την διαδώσει όσο γίνεται σε
περισσότερους αναγνώστες. Δεν είναι υπερβολή η πρόθεσή μου αυτή, η Ποίηση του
Τάσου Πορφύρη είναι το κάτι άλλο, κάτι το ξεχωριστό και ανεπανάληπτο από τα
ποιητικά συνηθισμένα. Όπως κάθε τι το ωραίο, το υψηλό και το ουσιώδες, το
κλασικό που υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο που το γέννησε, ξεπερνά τις ιστορικές
συνθήκες που το κυοφόρησε, τις καταστάσεις που τροφοδότησαν τα πεδία της μνήμης
του, η ποίηση αυτή υπερβαίνει την εμβέλεια της χώρας και της γλώσσας που
χαράσσει τα ίχνη της, έχει αποκτήσει μία οικουμενικότητα στην σύλληψή της και
στα επιμέρους της χαρακτηριστικά στην τεχνογραφία της. Δεν είναι μόνο η
ελληνική γλώσσα που δικαιώνει στα Ποιήματα αυτά την ύπαρξή της, είναι η ίδια
η Ποίηση, ο κόσμος της, οι προθέσεις της, οι αναζητήσεις της, οι οραματισμοί
της, οι συλλογικές και ατομικές της μνήμες. Δεν είναι ο «λουστραρισμένος» λόγος
των ποιητών που κινούνται έξω από την ζωή, βρίσκονται μέσα στο περιθώριο του
ποιητικού ναρκισσισμού τους, είναι μία Ποίηση το άλλο πρόσωπο της Μνήμης στην
καθολικότητά της και στις ανθρωπιστικές διαστάσεις της. Οι πλείστες από τις
μικρές ολιγόστιχες ή μακρόστιχες ποιητικές μονάδες του Τάσου Πορφύρη, τα
δίστιχα σχεδιάσματά του, οι σύνθετες συνθέσεις του μας μιλούν άμεσα ή έμμεσα,
αναφέρονται ανοιχτά, έχουν τίτλο την λέξη Ποίηση και Στίχος. Είναι η Ποιητική
του ποιητή Τάσου Πορφύρη, μία Ποιητική που ενώνεται με τις προσωπικές του
αναμνήσεις, τις μνήμες των σπιτιών και τις μνήμες του φυσικού χώρου. Η Ποιητική
του τοπίου συγχωνεύεται με την ατομική του Ποιητική και η προσωπική του
Ποιητική διοχετεύεται μέσα στο φυσικό περιβάλλον και τον γενέθλιο τόπο του. Μια
Ποιητική που συνομιλεί ακόμα και με τον εαυτό της. Αντιγράφουμε ενδεικτικά
Ποιήματα που δηλώνουν την Ποιητική του και τον ρόλο του Ποιητή και του
Ποιήματος.
ΠΟΙΗΣΗ
Ειν’ αλήθεια
πώς προς στιγμήν σκέφτηκα τη βοήθεια σου
-Αυτόν τον
δύσκολο καιρό με τις ανεπανόρθωτες ήττες-
Έστω και για
έναν στίχο- βακτηρία να στέκω όρθιος
Θαρρείς δεν
γνώριζα το δυσβάσταχτο των τιμημάτων:
Ν’ αγναντεύω
μονάχα μιάν όαση όπως παλιά στη μέση
Της ερήμου
αυτό το σκηνοθετημένο εις βάρος μου
Ανελέητο
παιχνίδι του αντικατοπτρισμού. Σελ. 269
ΑΠΟΡΙΑ
Όλη νύχτα
στο ψάξιμο και την αυγή πάλι
Μπροστά μου
της κόλλας ο άσπρος τοίχος
Αναρωτιέμαι:
που σκαπέτισε εκειός ο στίχος; Σελ. 267
ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Ως φρυγμένη
γη χαρακωμένη ρουφώ τα λόγια σας
Για τα
ποιήματά μου ομοιοπαθείς ομότεχνοι κι
Είναι
μανουσάκια απ’ τους λειμώνες της ψυχής
σας καθώς
τρέμει απ’ την πρωινή δρόσο όταν
Σκοντάφτει
στα σκαλοπάτια των λυγμών μου
Μανουσάκια
απ’ το εγκώμιον «ώ γλυκύ μου έαρ»
Εξασφαλίζοντάς
μου για ένα μεγάλο διάστημα
Ικανά
αποθέματα θαλπωρής βρέξει χιονίσει. Σελ. 228
ΜΑΝΑ
Έφυγες κι
έγειρε
Επικίνδυνα
το σπίτι
Να ‘ταν
κοντά σου η Ήπειρος
Να σε κλάψει
Κι η
Νεμέρτσκα να σου
Κλείσει τα
μάτια
Άς είναι
ελαφρύ το ποίημα
Πού σε
σκεπάζει.- σελ. 224
IV
Όποτε τα
‘φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο
Απόθεμα που
κουβαλούσε μέσα του έφτασε όμως στο σημείο
Με το συχνό
δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο
Νταμάρι με
λίγα λόγια έτρωγε απ’ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε
Να αρκεστεί
στο ένα μοναδικό ποίημα αντί να σπαταλήσει εδώ
Κι εκεί
στίχους του ποντάροντας σε μιάν επισφαλή προσπάθεια
Αναγνώρισης
του ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες. Σελ. 222
ΔΙΟΤΙ
ΤΙ ΣΟΙ ΠΟΙΗΤΗΣ…
Διότι τι σόϊ
ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
Δεν έκρυβες
δυό άσσους στο μανίκι σου και
Δεν τους
έριχνες στην τσόχα την ώρα πού
Φαίνονταν
πώς όλα είχαν τελειώσει ο κερδι-
σμένος είχε
απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
Αποσβολωμένος
όπως ο αναγνώστης σου όταν
-Διασχίζοντας
ένα ανθισμένο λιβάδι-
Αντικρύσει
ξάφνου την άβυσσο και μείνει
Με το ένα
πόδι στα λουλούδια και το άλλο
Κρεμασμένο στο κενό. σελ. 173
Ενώ σε ένα
από τα ΑΝΑΦΙΛΗΤΑ του, σελ. 146 μας λέει:
Ερώτημα
Διότι τι θα
ήταν οι στίχοι μου
Αν δεν τους
κατοικούσατε;
Και πραγματικά ποιητική γη καρποφόρα και
ολάνθιστη είναι η ποίηση που μας καταθέτει ο ποιητής Τάσος Πορφύρης.
Ο
Δήμαρχος Δάφνης-Υμηττού κύριος Νικόλαος Τσιλίφης, -όπως και ολόκληρη η πόλη-
αποχαιρετούν τον «Ποιητή με θλίψη και οδύνη». Ο γιός του ποιητή, Κωστής
Πορφύρης στην ανάρτησή του στα social media, τον αποχαιρέτησε γράφοντας: «Το
«Έρμο Πωγώνι» έμελλε να είναι το κύκνειό του άσμα! Χτες βράδυ ο αγαπημένος μας
πατέρας ο μεγάλος Ηπειρώτης λογοτέχνης Τάσος Πορφύρης, αναχώρησε για το Μεγάλο
ταξίδι για να συναντήσει την λατρεμένη του Μυρτώ μετά από 10 χρόνια μαρασμού
μακριά της! Θα τον αποχαιρετήσουμε τη Δευτέρα 7/4 στις 11.30 στο Κοιμητήριο
Βύρωνος. Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση πατέρα! Εύχομαι να έφυγες ευτυχισμένος
στην αγκαλιά της οικογένειάς σου!».
Στην απώλειά
του αναφέρθηκαν διάφορες ιστοσελίδες και οι συνεργάτες τους και αναρτήθηκαν
ποιήματά του.
Γράφει για τον τόπο καταγωγής του στο
ποίημα
ΣΚΕΠΗ
Σ΄ αυτό το σπίτι γεννήθηκα τον Ιούλιο
του 1931, το σπίτι που βρίσκεται στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου στην Ήπειρο, χτισμένο
από τους προγόνους το 1823, σώζεται το υπέρθυρο αγκωνάρι που το γράφει, πάνω
από την πόρτα που οδηγεί στον οντά. Το σπίτι είναι πέτρινο με στέρνα στο πλάϊ
του γιομάτη καθαρό βρόχινο νερό για πιώμα, λούσιμο, λάτρα και για τα ζωντανά. Η
στέγη του από πλάκες ακανόνιστες βγαλμένες από τη «Μπέρτσια» απέναντι. Όταν
κάποια μετατοπίζονταν ή έσπαγε- πράγμα σπάνιο-, ανέβαινε ο μάστορας για να
«πιάκει τη σταλαγματιά» όπως έλεγε η συχωρεμένη Μάκω-Σιούλενα η γιαγιά μου από
τη μεριά του πατέρα. Η καμινάδα- πέτρινη κι αυτή- στο άκρο της σκεπής ξεπερνούσε
σε ύψος το ψηλότερο σημείο της για να μην έβρισκε ο καπνός που γύριζε πίσω. Ο
καπνός από το δάσος που καιγόταν με τις φωνές των θηρίων και των ερπετών και
τις μυρωδιές του φαγητού. Το νερό της βροχής ροβολούσε από τις πλάκες στου
λούκι χαρούμενο, γελώντας, στο λούκι πού βρίσκονταν σε οριζόντια θέση κάτω από
τις τελευταίες πλάκες με τα υποστυλώματα τα πέτρινα επίσης, και από εκεί
κατρακυλούσε στον αγωγό που το οδηγούσε περνώντας το από τη σίτα στη στέρνα όχι του Σεφέρη, την έναστρη
και παραμυθένια δική μας. Σελ. 244.
Τον αξιόλογο και καταξιωμένο ποιητή, έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς, τον Τάσο Πορφύρη,
που έφυγε πλήρης ημερών από κοντά μας στις 4 Απριλίου, είχα την χαρά να τον
γνωρίσω από κοντά στο σπίτι του πολιτευτή και ποιητή Χρήστου Ρουμελιωτάκη,-
όταν με είχε προσκαλέσει μαζί με άλλους συμμετέχοντες, με την ευκαιρία ενός Αφιερώματος του περιοδικού
«Λυχνάρι» στον Χ. Ρ., που είχα συμμετάσχει με κείμενό μου. Γνώριζα και μου
άρεσε, με συγκινούσε η ποίηση του Τάσου Πορφύρη, του το ανέφερα από την πρώτη
στιγμή της γνωριμίας μας στην οικία του πρώην δημάρχου και συγγραφέα, και
έσπασε ο πάγος της ευγένειας της προσφώνησης ανάμεσά μας. Ποιήματα και
μεταφράσεις του σεμνού και διακριτικού Τάσου Πορφύρη είχα διαβάσει σε διάφορα
περιοδικά της εποχής, είχα αγοράσει ορισμένες ποιητικές του συλλογές και είχα
κατορθώσει να φωτοτυπήσω την Ανθολογία που είχε επιμεληθεί, «ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΝ»,
Ανθολογία Ηπειρώτικης Ποίησης, έκδοση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων,
Ιωάννινα 2002. Η πρώτη αυτή συνομιλία μας υπήρξε γόνιμη και εποικοδομητική για
εμένα, και συνεχίστηκε και μετά την αποχώρησή μας από το σπίτι του Χ. Ρ. στην
περιοχή του Νέου Ηρακλείου. Τα χρόνια πέρασαν και το 2013, αισθάνθηκα μεγάλη
χαρά όταν αγόρασα την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του την οποία διάβασα
απνευστί επανερχόμενος συχνά σε αυτήν. Βλέπε: Τάσος Πορφύρης «Νεμέρτσκα» Ποιήματα
[1961-2011], με εννέα σχέδια της Μαργαρίτας Βασιλάκου, εκδόσεις «Οι Εκδόσεις
των Φίλων», Αθήνα,11, 2013, σελίδες 304. Βιβλιοπωλείο ΚΟΡΑΛΙ. Πίνακας εξωφύλλου
Γιάννης Δ. Στεφανάκις, Μαργαρίτα Βασιλάκου. Σχεδιασμός εξωφύλλου-σελιδοποίηση
Νίκος Σουπιωνιάς, τιμή 19.17 ευρώ. Η έκδοση είναι αφιερωμένη «Στη Μυρτώ και
πάλι, όπως στον Κωστή και στον Μιχάλη». Ο συγκεντρωτικός τόμος περιλαμβάνει τις
συλλογές και τις ενότητες: -ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ (1961).- ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
(1968).- FLASH BACK (1971).- ΜΕΡΑ ΠΟΥ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ, RUPERT BROOK Ο ΛΗΣΤΗΣ, ALFRED NOYES. –ΤΟΠΙΟ (1973).- Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ (1980).- ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ
(1996) [Α. Τα Λαβωμένα. Β. Οι επιζήσαντες. Γ. Τα Λαβωμένα, 2. Δ. Τα Λαβωμένα,
3, Ε. Το ποίημα].- ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (2004).- ΕΡΗΜΑ (2008).- «ΧΡΟΝΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
(2011). Από αυτόν τον τόμο ερανίζομαι τα παραπάνω ποιήματα που σπονδυλώνουν το
παρόν σημείωμα εις μνήμη του. Ποιήματά του αναρτήσαμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα
και σε σημειώματα του 2021. Κρατώντας στα χέρια μας την συγκεντρωτική έκδοση
των εκδόσεων «Οι Εκδόσεις των Φίλων» να αναφέρουμε ακόμα ότι πάρα πολλές
ποιητικές μονάδες του, ο ποιητής Τάσος Πορφύρης τις αφιερώνει σε γνωστά του
πρόσωπα προερχόμενα είτε από τον χώρο της ποίησης είτε από τον χώρο της καλλιτεχνίας,
ή υιοθετεί στίχους ή αποσπάσματα από έργα τους. Αναγνωρίζουμε ονόματα όπως του Θανάση
Τζούλη, του Βύρων Λεοντάρη, του Γιώργου Αράγη, του Χρήστου Μπράβου, του Ανδρέα Κίτσου-
Μυλωνά, της Νατάσας (Κεσμέτη;), του Δημήτρη Παπαδίτσα του Τάσου και της Μαίρης
Πικιώνη, του Στέφανου και πολλών άλλων. Ενώ αποσπάσματα του Ράινερ Μαρία-Ρίλκε,
του Ιβάν Γκολ, του Ηλία Έρεμπουργκ, της Κοντέσσας ντε Νοάιγ και άλλων δηλώνουν
την συνομιλία του και τις εκλεκτικές του συγγένειες με άλλους ομοτέχνους του. Ο
ίδιος συνέθεσε ποιήματα για τον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, την ρωσίδα
Άννα Αχμάτοβα, την Ομηρική ωραία Ελένη κλπ. Ονόματα ζωγράφων και όρους της
μουσικής αναγνωρίζουμε στα ποιήματά του. Ο Τάσος Πορφύρης δεν κρύβει ακόμα την
μεγάλη του αγάπη για την θάλασσα, την θαλάσσια ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, τα
ταξίδια. Η λέξη πατρίδα και ποίηση ιδιαίτερα, χρησιμοποιείται περισσότερο από κάθε
άλλη λέξη. Η Ποίηση στην τελική ανάλυση για τον Τάσο Πορφύρη είναι όπως μας λέει
στην σελίδα 39:
Στο κέντρο ενός κύκλου
γυμνών σπαθιών’
π’ όλο μικραίνει
Ο ποιητής Τάσος Πορφύρης παρουσιάστηκε
στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική του συλλογή «Νεμέρτσκα», Γεμεντζόπουλος,
Αθήνα 1961, έκτοτε, και μέχρι των ημερών μας, η Εργογραφία του περιλαμβάνει
πάνω από 20 τίτλους βιβλίων. Ποιητικές συλλογές, Διηγήματα, Πεζά, Ποιητικές του
Συνομιλίες και μελέτες, Δύο Ανθολογίες, επιλογές και ανθολογήσεις ποιητών που
αγάπησε, συμμετοχή σε βιβλία με Μεταφράσεις.
Συγκεντρωτικά από όσο γνωρίζω έχουμε τους εξής
τίτλους πολλοί από τους οποίους έχουν εξαντληθεί και δεν βρίσκονται στις βιτρίνες
των βιβλιοπωλείων:
1.,
ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, Γεμεντζόπουλος, Αθήνα 1961 (ποίηση)
2., ΤΟ
ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ, Θεσμός, Αθήνα 1968 (ποίηση)
3., FLASH BACK, Λύσεις, Αθήνα 1971 (ποίηση)
4., ΤΟΠΙΟ,
Λύσεις, Αθήνα 1973 (ποίηση)
5., Η ΠΕΜΠΤΗ
ΕΞΟΔΟΣ, Σημειώσεις, Αθήνα 1980 (ποίηση)
6., ΤΑ
ΛΑΒΩΜΕΝΑ, Έρασμος, Αθήνα 1996 (ποίηση/ πεζά)
7., ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΝ,
Ανθολογία Ηπειρωτικής ποίησης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα
2002. (ανθολογία)
8., ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ, Ποιήματα από το έργο 107 ελλήνων και ξένων ποιητών, Τροπικός, Παπαδόπουλος
Αθήνα 2003 (ανθολογία)
9., ΣΩΜΑ
ΚΙΝΔΥΝΟΥ, Ύψιλον, Αθήνα 2004 (ποίηση)
10., Η
ΔΟΝΤΑΓΡΙΑ, Σοκόλης, Αθήνα 2006. Επιμέλεια: Λήδα Μπέκα (διηγήματα)
11., ΕΡΗΜΑ, Ύψιλον,
Αθήνα 2008 (ποίηση)
12., ΧΡΟΝΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ,
Ύψιλον, Αθήνα 2011 (ποίηση)
13., ΤΑ
ΣΠΙΤΙΑ, Πανοπτικόν, Αθήνα 2013 (πεζά)
14., ΟΙ ΜΕΣΑ
ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ, Ύψιλον, Αθήνα 2015. Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης (ποίηση)
15., Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ (1922-1987). «Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό». Εισαγωγή-Ανθολόγηση
Τάσος Πορφύρης, εκδ, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης
και Γαβριηλίδης, Αθήνα 2018.
16., ΙΣΟΒΙΑ
ΘΛΙΨΗ. Με έξι σχέδια του Κυριάκου Ρόκου. Ύψιλον, Αθήνα 2019 (ποίηση)
17., ΡΩΣΣΟΧΩΡΙ,
ΔΡΟΣΙΑ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΣΤΑΜΑΤΑ, Ρώμη, Αθήνα 2020 Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης (πεζά)
18., Τάσος Πορφύρης-
Στέφανος Ροζάνης, ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ, Πανοπτικόν, Αθήνα, 2022. (μεταφράσεις των Έζρα
Πάουντ, Τόμας Στέρν Έλιοτ, Ντύλαν Τόμας, Μ. Πέρσυ Σέλλευ, Ουίλλιαμ Μπλέηκ, Ρόμπερτ
Μπρούκ, Ρόμπερτ Φροστ και άλλων)
19., Η
ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ. (Πρόσωπα και Κείμενα). Επιμέλεια: Κώστας Δεσποινιάδης, Πανοπτικόν,
Αθήνα 2023. (ποιητικές συνομιλίες/ μικρά μελετήματα)
20., ΣΠΑΡΑΓΜΕΝΗ
ΜΝΗΜΗ, Ύψιλον, Αθήνα 2024. Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης. (ποίηση)
21., ΕΡΜΟ
ΠΩΓΩΝΙ, Πανοπτικόν, Αθήνα 2025 (πεζά)
ΚΑΙ – Ο ποιητής
Άνθος Πωγωνίτης (Βασίλης Καραφύλλης), Αθήνα 1989.-Αξέχαστα χρόνια, Αθήνα 1991.-Τα
Εικονίσματα (Εικονοστάσια) του χωριού μας, Αθήνα 1996.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες
γλώσσες και έχει συνεργαστεί με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Στο διαδίκτυο
αναγράφονται τίτλοι και συνεργασίες του πρωτότυπες και μεταφράσεις του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
28 Απριλίου
2025