Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Νίκος Ι. Χαντζάρας τα ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ

 

Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Τ Ι Κ Α

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Του Νίκου Ι. Χαντζάρα

    Το Ιστορικό,

     μέρος Α.

       Προλεγόμενα

     Πάνε δεκαετίες τώρα, όταν συγκέντρωνα στοιχεία και πληροφορίες, αγόραζα πλήθος βιβλίων και ιστορικών και λογοτεχνικών μελετημάτων, περιοδικά και εφημερίδες, έβγαζα φωτοτυπίες, αντέγραφα σε κόλλες αναφοράς και τετράδια με το χέρι, αποδελτίωνα και ταξινομούσα τα αποκόμματα και τις σημειώσεις, έθετα τα στοιχεία μέσα σε φακέλους, τα αρχειοθετούσα για τις πειραιώτικες εργασίες μου. Εγχείρημα κουραστικό, τολμηρό, παρακινδυνευμένο, παράτολμο αν αναλογιστούμε ότι δεν διέθετα ούτε τους οικονομικούς πόρους ούτε άλλου είδους βοήθεια για ένα τέτοιο συγγραφικό και εκδοτικό τόλμημα με αβέβαια αποτελέσματα αποδοχής και πώλησης. Χωρίς καθοδήγηση και ορισμένες φορές με εχθρότητα εκ μέρους ορισμένων Πειραιωτών, παρέχοντάς μου λανθασμένες πληροφορίες επειδή δούλευα αμισθί και ζητούσα με τα δημοσιεύματά του στον Πειραϊκό τύπο αλλαγή της Πειραιώτικης πνευματικής νοοτροπίας και στάσης εκ μέρους των παλαιότερων συγγραφέων και τις στενάχωρες ατομικές τους επιλογές που όλοι διαπίστωναν κατ’ ιδίαν αλλά δεν το εξέφραζαν δημόσια  για να μην χαλάσουν την λογοτεχνική «πιάτσα». Αυτό φάνηκε όταν προσκλήθηκα να δώσω διαλέξεις τρείς φορές σε Πειραϊκές αίθουσες. Οι αίθουσες γέμισαν οφείλω να το ομολογήσω (πράγμα που ούτε και εγώ είχα φανταστεί μετά από όσα γκρινιάρικα τους είχα γράψει) αλλά, οι «μεγαλόσχημοι» λογοτέχνες του Πειραιά δεν καταδέχτηκαν να έρθουν ούτε αργότερα στις παρουσιάσεις των Πειραϊκών βιβλίων μου. Εξαίρεση η στάση του Χρήστου Αδαμόπουλου και της Τούλας Μπούτου που μου ζήτησαν να δώσω ομιλία όπως και έγινε. Μάλιστα ο πάντα πράος και χαμογελαστός Αδαμόπουλος μου είχε ζητήσει να μιλήσω μαζί με άλλους για τον Πειραιώτη ποιητή που εκτιμούσα Αντώνη Ζαρίφη αλλά λόγω ασθένειας της μητέρας μου δεν μπορούσα. Παρενθετικά να σημειώσω ότι ο πανεπιστημιακός συγγραφέας  και ακαδημαϊκός κ. Βρασίδας Καραλής μεσολάβησε στην τότε διευθύντρια του περιοδικού «Διαβάζω» κ. Βάσω Σπαθή, για δημοσίευση του πρώτου μου κριτικού σημειώματος στο περιοδικό μια και όπως γνωρίζουμε η πρώτη φιλική λογοτεχνική παρέα που ίδρυσε το λογοτεχνικό «Διαβάζω» προέρχονταν από την Πόλη μας. Ήδη είχα αρχίσει να δίνω μικρά ποιήματά μου και κριτικά μου σημειώματα στον Πειραϊκό τύπο και των γύρω όμορων Δήμων καθώς και σε άλλα έντυπα της Αθήνας. Οι Πειραιώτικες ραδιοφωνικές εκπομπές ακολούθησαν αργότερα. Μεγάλο εφόδιο η αγάπη μου για την πόλη του Πειραιά που γεννήθηκα, έζησα, περπάτησα, μεγάλωσα, ερωτεύτηκα, εργάστηκα, ονειρεύτηκα, οραματίστηκα, δημιούργησα εφηβικές φιλίες φοίτησα στα Γυμνάσια, τα Λύκειά της, στις Τεχνικές της Σχολές. Γνώρισα και συναναστράφηκα καλής και κακής πάστας χαρακτήρες όπως συμβαίνει σε κάθε Πόλη και κάθε εποχή. Την χιλιοπερπάτησα ημέρα, απογεύματα και νύχτες, όλο το εικοσιτετράωρο. Έζησα από κοντά τις κακόφημες περιοχές της, βλέπε Τρούμπα, τα μπαράκια και τα στέκια της νεολαίας της, τις ντίσκο και τις ταβέρνες της. Επισκέφθηκα εκθεσιακούς της χώρους, άκουσα και συμμετείχα σε ομιλίες συγγραφέων της, λογίων της και προσκεκλημένων της από άλλα μέρη της Ελλάδας. Αγόραζα τα βιβλία των Πειραιωτών και τα περιοδικά που εξέδιδαν τα Φιλολογικά και άλλα Σωματεία της, επισκεπτόμουν την Δημοτική Βιβλιοθήκη, της Δημοτικής Πινακοθήκης. Δημοσίευσα σε έντυπα του Πειραιά, έδωσα Ομιλίες, έκανα Ραδιόφωνο, παρακολούθησα θεατρικές παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο, στο Βεάκειο (το πρόλαβα ως Σκυλίτσειο), στο Δελφινάριο και σε άλλους θεατρικούς ιδιωτικούς χώρους, όπως το «Αυλαία», το Θέατρο «Κάτω από την Γέφυρα», το Θέατρο του Πειραιά, την Θεατρική Σκηνή της Φιλολογικής Στέγης που έδινε παραστάσεις στην οικία Στρίγκου (νυν ιδιοκτησία της Βιβλιοθήκης Αικατερίνης Λασκαρίδη). Είδα εκατοντάδες κινηματογραφικές ταινίες στους χειμερινούς και θερινούς κινηματογράφους της. «Άνεσης», «Ζέα», «Αττικόν» «Σινεάκ», «Ολύμπιον», «Καστέλα»… Διδάχτηκα ξένες γλώσσες στα φροντιστήρια Στρατηγάκη, γραφομηχανή στην Ντιντάκτα, αγόρασα τους πρώτους μου δίσκους μουσικής από το υπόγειο κατάστημα του Θεοφανίδη πίσω από την Αγία Τριάδα, το «Νέγκρο» των αδελφών Γεωργιάδη στην Τσαμαδού. Επισκέφτηκα την Καλοκαιρινή Έκθεση Βιβλίου στο λιμάνι της Ζέας. Συνέφαγα με τα φιλαράκια μου στις ταβέρνες και εστιατόριά της. Πέρασα περιοδεύον στο παλαιό κτήριο που υπήρχε δίπλα εκεί που βρίσκεται σήμερα το Πανεπιστήμιο του Πειραιά, πριν μεταφερθεί το «ΠΑΠΙ» από την οδό Καραολή και Δημητρίου. Κολύμπησα στις ακτές της Πόλης. Επισκέφτηκα το Αρχαιολογικό της Μουσείο αρκετές φορές και το γνώρισα σε μη Πειραιώτες φιλικά μου άτομα που με επισκέπτονταν. Ξεσολιάστηκα περπατώντας στις λεωφόρους και τους δρόμους της, στα χωματένια σοκάκια της που συχνά άλλαζαν οι ονομασίες τους και οι όψεις των κτηρίων της. Συνομίλησα και άκουσα Πειραιώτες ναυτικούς να αφηγούνται παράξενες και φοβερές θαλασσινές ιστορίες.  Δακρυσμένες εξομολογήσεις Μικρασιατών προσφύγων των πέριξ όμορων Δήμων της Πόλης που εγκαταστάθηκαν στα πέντε διαμερίσματά της. Δούλεψα στις φάμπρικές της και στο λιμάνι της, σε ναυτιλιακές της εταιρίες, γνώρισα από κοντά ρεμπέτες και άκουσα τις πενιές τους και την διάλεκτό τους. Γυναίκες και άντρες του έρωτα και της εφήμερης διασκέδασης, παπατζήδες και γέρους μουστακαλήδες μπερμπάντηδες Πειραιώτες δυνατούς πότες. Νεαρούς ροκάδες και νυχτόβιους, μπαρόβιους και μουσικά νεανικά συγκροτήματα και σχήματα. Πειραιώτες έμπορους- συγγραφείς. Σχολιαρόπαιδα ευκατάστατα και «φωτίσματα» των κατηχητικών σχολίων, εκπαιδευτικούς ερευνητές της τοπικής μας ιστορίας. Κορτάκηδες και φοιτηταριό, ναυτόπαιδα της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων με την άσπρη κολλαρισμένη στολή τους και το αστραφτερό τους σπαθάκι να κρέμεται στο μηρό τους. Πειραιωτόπουλα των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού καλά παιδιά και ντόμπρα. Πήρα μέρος σε εκατοντάδες πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες στο κέντρο της Πόλης για την Ειρήνη, την Κύπρο, τα Κόμματα, την επιστροφή των Πειραϊκών Λιονταριών από τους Βενετούς. Επισκέφτηκα Εκκλησίες του Πειραιά και είχα σοβαρές συζητήσεις με ιερείς τους, δέχτηκα στο σπίτι μου επισκέψεις τους. Συγγραφείς και λόγιους γνώρισα άπειρους, διανοούμενους και συγγραφικά ψώνια που δεν είχαν ανοίξει βιβλίο στην ζωή τους ούτε καν αυτά της Πειραϊκής ιστορίας. Εκδότες εφημερίδων και περιοδικών, τυπογράφους και γεροντότερους λινοτύπες ποιητές. Πανεπιστημιακούς και εφοπλιστές, εικαστικούς και ξυλογλύπτες. Χαράκτες και κορνιζοποιούς με αισθητική. Επισκέφτηκα το Νεκροταφείο της Ανάστασης και θαύμασα τα Γλυπτά του Ταφικά Εκθέματα, όπως έπραττα και στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών με τα δικά του και το αξεπέραστο Μνημείο του Γιαννούλη Χαλεπά. Γνώρισα Πειραιώτες Μπαρμπέρηδες κουλτουριάρηδες με το μπαρμπέρικό τους γεμάτο βιβλία. Βιβλιοπώλες και εκδότες της πόλης και χαλβαδοποιούς με ιστορική παράδοση και μεράκι. Ένα απέραντο, αναρίθμητο ανθρώπινο πειραϊκό μελισσολόι η Πόλη του Πειραιά όπως το βίωσα, και το ζούσαν οι νέοι της Γενιάς μου βούιζε διαρκώς από θορυβώδεις φωνές και πολύχρωμους ψιθύρους, ήχους ανάγκης εξομολογητικής επαφής παράγοντας το μέλι της ανθρώπινης συμπεριφοράς που γλυκαίνει τις πίκρες, δίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και τις διαστάσεις επικοινωνίας των Πειραιωτών. Ασταμάτητα καλλιεργώντας ένα πλέγμα νοερής προστασίας και ψυχικής ικανοποίησης υφαίνοντας την αρχέγονη παράδοσή της Πόλης, την ταυτότητά της, το ήθος και τις περιπετειώδεις ζωές των δημοτών της, ίσως ακόμα και τους χρωματισμούς της γλώσσα τους. Έβγαινες να περπατήσεις στους δρόμους της και σε χαιρετούσαν σε καλημέριζαν διαρκώς μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Γυρνούσες από την δουλειά σου και άκουγες δέκα στόματα να σε καληνυχτίζουν και να σου εύχονται καλή ξεκούραση. Οι χωμάτινες γειτονιές ακόμα έσφυζαν από ζωή, άνθιζαν οι σχέσεις και είχαν ανθρώπινο πρόσωπο. Τα παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα τις αμάδες, ξυλίκι, κυλούσαν την ρόδα με μια γόπα στα χείλη, έκαναν πατίνι σε χωματόδρομους και ορθοπεταλιές με τα παιδικά τους ποδήλατα μέσα στα μπουγαδόνερα. Άκουγες ξαφνικά μόλις έπεφτε ο ήλιος γυναικείες τσιρίδες να φωνάζουν τα μικρά τους να μαζευτούν στο σπίτι γιατί νύχτωσε. Τα κεραμιδόσπιτα με το πισσόχαρτο και τα ελενίτ είχαν αυλές που μύριζαν γιασεμί, βουκαμβίλια, δυόσμο, κεράκι, πασχαλιές, λιβάνι και ρετσίνα κρασί γιοματάρι. Οι ταράτσες είχαν περιστερώνες και κοτέτσια, πλυσταριά. Όλη μου η ζωή είναι πλημμυρισμένη, σφιχταγκαλιασμένη με εικόνες, παραστάσεις, καταστάσεις και μνήμες της πόλης του Πειραιά, των ανθρώπων και των κτηρίων της, των δρόμων της, των γειτονιών της, των πλατιών της. Με αυτήν την «κωλόπολη» όπως ορισμένοι από τους παλαιούς Πειραιώτες συνήθιζαν να την αποκαλούν και ακούγαμε εμείς οι νεότεροι και ξεκαρδιζόμασταν.

    Πώς λοιπόν να μην επιθυμήσω να εξιστορήσω για αυτόν, να μιλήσω για αυτόν. «Η Πόλις θα σε ακολουθεί» μου κλείνει πονηρά το μάτι ο Αλεξανδρινός δεσμευτικά, πώς να μην θελήσω να γράψω για αυτόν και ότι μεταφέρει στην πολυετή ιστορική διαδρομή του. Είχε έρθει η στιγμή να κυκλοφορήσω-έτσι αισθανόμουνα- μία τριλογία βιβλίων για την πολιτιστική και καλλιτεχνική διαδρομή του Πειραιά και τους συγγραφείς και καλλιτέχνες του από την ίδρυση του Δήμου το 1835 έως το 2005. Για την ακρίβεια λίγο πιο πριν, το 1784 που κυκλοφορούν τα «Απομνημονεύματα» του δεύτερου Δημάρχου Πειραιά, Σμυρνιού Πέτρου Σκυλίτση Ομηρίδου. Μέχρι τότε, δεν υπήρχε η ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας της, των φιλολογικών πεπραγμένων της των ειδών και κατηγοριών των καλλιτεχνών της. Υπήρχαν ασφαλώς τα βιβλία για το Λιμάνι του Πειραιά, τους πρώτους Δημάρχους, οι πλακέτες με τους Ζωγράφους του Κώστα Θεοφάνους, και ασφαλώς, το μελέτημα του συγγραφέα Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, «Χρονικό της Πειραϊκής Πνευματικής Ζωής (1835-1973), Πειραιάς 1973. Είχαν περάσει όμως πάνω από τέσσερεις δεκαετίες από την κυκλοφορία του και είχε καλύψει πληροφοριακές ανάγκες της εποχής και των ανθρώπων της. Το είχα αναζητήσει στην τότε βιβλιοαγορά, το βρήκα και το αγόρασα και το είχα διαβάσει τουλάχιστον τρείς φορές αλλά πλέον πέρα από την χρησιμότητά του δεν με ικανοποιούσε. Το Ευρετήριο του βιβλίου είχε συντάξει ο Παύλος Μπαλόγλου. Ένιωθα ότι έλειπαν πρόσωπα, απουσίαζαν ονόματα, παραλείπονταν έργα. Η κάπως ερευνητική «περιληπτικότητά του» (;) μου γεννούσε ερωτήματα, ήθελε συμπλήρωμα και άνοιγμα της βεντάλιας σε πρόσωπα και ονόματα, κατηγορίες συγγραφέων και καλλιτεχνών. Αν και η Γενιά του Χατζημανωλάκη είχε σταθεί τυχερότερη μια και λόγο ηλικίας είχε γνωρίσει και συναντήσει τους περισσότερους από αυτούς Πειραιώτες. Έτσι ονειρεύτηκα το «Πειραϊκό Πανόραμα» το Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού Χώρου 1784-2005. Πειραιάς 2006, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου του Αντώνη Τσαμαντάκη. Έστω, ένα είδος σύγχρονου «Αλμανάκ».

Άρχισα να επισκέπτομαι πρόσωπα, Παλαιοπωλεία και Βιβλιοπωλεία, Δημόσιες Βιβλιοθήκες, την Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά, το Ιστορικό Αρχείο της Πόλης, Φορείς και παρακαλώντας, ικετεύοντας ορισμένες φορές Πειραιώτες παλαιούς συγγραφείς, αναζητώντας πληροφορίες για το υλικό που χρειαζόμουν. Μάζευα χρήματα και το αγόραζα, το προμηθευόμουν, το φωτοτυπούσα, το αντέγραφα με το χέρι σε τετράδια, το αποστήθιζα, προμηθευόμουν επ’ αμοιβή τα βιβλία των Πειραιωτών συγγραφέων. Αντλούσα κάθε είδους και κατηγορίας στοιχεία, κούτσικα και εκτενή απαραίτητα για τις ερευνητικές εργασίες μου, τα γενικά σχεδιαγράμματά μου για την διαδρομή της Πειραϊκής Λογοτεχνίας διαχρονικά. Διόρθωνα και έσβηνα ημερομηνίες, πρόσθετα καινούργιες, συμπλήρωνα, απέρριπτα. Αντιμετώπισα κάθε είδους σωματική και ψυχική κούραση, προβλήματα και αδιέξοδα, διλήμματα, στεναχώριες, πίκρες, σωστή διαχείριση του χρόνου των ερευνών, όπως όλοι και όλες όσοι ασχολούνται και καταπιάνονται με τέτοιου είδους κάπως άχαρες ερευνητικές και καταγραφικές δουλειές, αποδελτιωτικές, και μάλιστα, όταν αυτές επιχειρούνται με προσωπικά οικονομικά έξοδα του ερευνητή και τρεχάματα, δίχως άλλου είδους αμοιβή, μόνος του, δίχως να προορίζεται έστω η εργασία αυτή που προετοιμάζεται για μία διδακτορική διατριβή ή άλλης μορφής ερευνητική-συγγραφικής εργασία. Συνήθως αποκαλούν τα φιλέρευνα αυτά άτομα με υπομονή και επιμονή «οι τρελοί του χωριού». Αυτά όμως με το μόχθο τους ανοίγουν δρόμους, ξεκαθαρίζουν τοπία, προετοιμάζουν τους επόμενες γενιές συγγραφέων, και ας τους απαξιώνουμε. Το προσωπικό και συγγραφικό μου πείσμα με έκανε να μην το βάλω κάτω ανάμεσα στα εμπόδια και αδιέξοδα-ήμουν τόσο γκαντέμης, που ακόμα και ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής που τότε αγόρασα, μου χάλασε τρείς φορές και αναγκάστηκα να ξαναγράψω από την αρχή τα στοιχεία που είχα κατηγοριοποιήσει και αντιγράψει, έτσι υποχρεώθηκα μεταγενέστερα να κάνω εγχείρηση στο δεξί χέρι. Άσε τα προβλήματα υγείας συγγενικών προσώπων που όφειλα να ενδιαφερθώ, να συμπαρασταθώ, να φροντίζω νυχθημερόν.

Η αίσθηση όμως του καθήκοντος απέναντι στην Πόλη, του Σολωμικού χρέους, της προσφοράς προς την Πειραϊκή Γραμματεία και τους δημιουργούς της, το πολύστικτο υλικό που είχα συγκεντρώσει με ώθησαν να συνεχίσω. Πιστεύω στο αινιγματικό παιχνίδι της Μοίρας του καθενός μας και ως συνόλου της ανθρώπινης ύπαρξης όπως πίστευαν οι Αρχαίοι Έλληνες, ότι είναι αυτή που καθορίζει την εδώ πορεία μας με τα συν και τα πλην της. Ό,τι είναι να σου γράψει στο γράφει θες δε θες, χωρίς αυτό να σημαίνει ηττοπάθεια εκ μέρος του ανθρώπινου όντος. Τα αναφέρω αυτά για να δηλώσω ότι κάποιο ίσως αόρατο χέρι υφασμένο από μία άγνωστη σε μένα Μοίρα θεωρώ ότι μου στάθηκε συμπαραστάτης εκείνο το μεγάλο και δύσκολο διάστημα και άντεξα τα προβλήματα και βρήκα το κουράγιο να συνεχίσω τον οραματικό μου σχεδιασμό για την έκδοση της Πειραϊκής Πολιτιστικής τριλογίας του πρώτου λιμανιού της χώρας, όλα αυτά τα χρόνια. Να συγκεντρώσω, να διαβάσω, να γράψω, να συνθέσω ένα Πολιτιστικό Πνευματικό Πανόραμα που κυκλοφόρησε. Μία Βιβλιογραφία Πειραιωτών δημιουργών που επίσης κυκλοφόρησε, και να σχεδίαζα ένα Βιογραφικό Λεξικό Πειραιωτών Συγγραφέων-μία Ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων που έμεινε στα σκαριά, κομματισμένη, ημιτελής, ανέκδοτη και τελικά χαμένη. Οι δύο πρώτες μελέτες-βιβλία με τα όποια προβλήματά τους και τις ατέλειές τους, τις παραλείψεις τους εκδόθηκαν. Πόσα πωλήθηκαν ούτε έμαθα ποτέ ούτε ρώτησα τον πειραιώτη βιβλιοπώλη και εκδότη Αντώνη Τσαμαντάκη. Μάλιστα κάποιος κύριος που δεν ήταν και στενά Πειραιώτης δημοσίευσε αρνητική επιστολή στον τύπο, δίχως κάποιος από τον Πειραιά να υποστηρίξει το πολύμοχθο βιβλίο και ξεχνώντας ότι τα στοιχεία για το άτομό του μου τα έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ας είναι. Για το γεγονός αυτό για άλλη μία φορά να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όσους με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν πληροφορίες και ασφαλώς τους συγγραφείς και πανεπιστημιακούς καθηγητές κυρίους Νάσο Βαγενά και Μιχάλη Γ. Μερακλή που με τίμησαν με τους Προλόγους τους.

    Οι δεκαετίες και τα χρόνια πέρασαν, οι κοινωνικές συνθήκες και καταστάσεις της πατρίδας μας άλλαξαν, το ίδιο και οι ζωές μας. Μεγαλώνοντας, γερνώντας, άλλα προβλήματα μας στέλνουν οι αόρατες και πάντα αινιγματικές δυνάμεις της Μοίρας. Επαναπροσανατολίζουμε τις προτεραιότητές μας και τις ανάγκες μας. Τα δύο κεντρικά αυτά βιβλία («Πανόραμα» και «Βιβλιογραφία»), όπως και τα άλλα που κυκλοφόρησα για τον Πειραιά, «Ανθολόγιο» και συγγραφείς του (υπάρχουν στο μπλοκ μου τώρα) πέρασαν στην Βιβλιογραφική ιστορία της Πόλης. Αποτελούν ένα συγγραφικό καταθετήριο συλλογικής μνήμης της Πόλης μας και των φωνών των πνευματικών της τέκνων των χρόνων που είδαν το φως της δημοσιότητα. Τα «Παιδιά του Πειραιά» όπως τα τραγούδησε ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις είχαν ανοίξει τα φτερά τους προς το μέλλον κουρνιάζοντας στην Κιβωτό του «Πειραϊκού Πανοράματος». Το βιβλίο κατέγραψε την συμβολή και την ιστορία του, μέρος του πληροφοριακού υλικού του όπως είναι αναμενόμενο, ξεπεράστηκε από τον χρόνο, έχει περάσει μία εικοσαετία άλλωστε από τότε, χρειάζεται τα αναγκαία συμπλήρωμα, τα καινούργια στοιχεία και τις πληροφορίες αν επιθυμούσαμε να το επανακυκλοφορήσουμε. Από την κυκλοφορία του νέες Πειραϊκές εκδόσεις έχουν εκδοθεί, καινούργιες συγγραφικές γενιές εμφανίστηκαν εντός και εκτός των συγγραφικών συνόρων του Πειραιά, έργα και φωνές που χαράσσουν δημιουργικά τα ίχνη τους μιλώντας μας για την Πόλη και την Εικόνα της εν κινήσει στο χρόνο. Λησμονώντας ή αφήνοντας πίσω τους την παλαιότερη πνευματική παράδοση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Πόρτο Λεόνε και τις παλαιότερες γενιές των συγγραφέων του. Κάτι που θα ευχόμουνα να ήταν αλλιώς. Ποιητές, Πεζογράφους, Δοκιμιογράφους, Μεταφραστές, Ιστορικούς και Ιστοριοδίφες, Δημοσιογράφους και Αρθρογράφους της Πόλεως Πειραιώς, τους θυμούνται σε επετείους και αν, και σε σπανιότερες περιπτώσεις, καταφεύγουν σε αυτούς για να τους διαβάσουν, να θυμηθούν ένα ποίημά τους, να πληροφορηθούν το έργο και την προσφορά τους, να γράψουν ή να αναφερθούν για αυτούς. Το ανθρώπινο είδος ξεχνά γρήγορα, αναγκάζεται ίσως από τις καταστάσεις να λησμονήσει, να ξεχάσει, να διαγράψει παλαιές ιστορίες και γεγονότα ακόμα και αν αυτά αναφέρονται σε πολιστιστικά ζητήματα που ορίζουν εν μέρει το παρόν του. Εμείς οι Έλληνες είμαστε αρκετά αδιάφοροι, ξεχνούμε, το ίδιο και οι Δημότες μιάς Πόλης, μιάς εργατούπολης όπως είναι ο Πειραιάς. Ο χρόνος κυλά ασταμάτητα όπως μας είπε τόσο σοφά ο φιλόσοφος παππούς μας Ηράκλειτος. Το ίδιο και η Πόλη ξεχνά και εκείνη, αφήνει πίσω της ονόματα και έργα, παλαιά της πρόσωπα που τις έδωσαν το στίγμα της καθώς τα γεγονότα και οι καταστάσεις ρέουν ασταμάτητα γεννιούνται και καλλιεργούνται καινούργιες πνευματικές παραδόσεις, πολιτιστικά προτάγματα, εμφανίζονται καινούργιοι δημιουργοί. Άντε κάποια δημόσια προτομή ή άγαλμα να θυμίζει των Εκείνων πέρασμα αν τύχει και περάσει μπροστά του το λεωφορείο της γραμμής και δεν είναι θαμπά τα τζάμια του. Κάθε Γενιά και η πορεία Μνήμη της σχηματίζει το είδωλό της στον καθρέφτη του Χρόνου και της Ιστορίας της.

Από την μεταπολιτευτική Πειραϊκή Γενιά μας ελάχιστοι έχουν μείνει, που σιγά-σιγά αποσύρονται, δεν ασχολούνται μετά της Πόλης. Μιλώ πάντα από την λογοτεχνική σκοπιά τους χώρους της φιλολογίας και όχι της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, των ναυτιλιακών επιστημών, τους τομείς του θεάματος, τους χώρους της μουσικής, της ηθοποιίας, των σκηνοθετών κλπ. Ένας συνεπής ερευνητής, γραφιάς και φωτογράφος, συλλέκτης ασχολούμενος με την παλαιότερη ιστορία και λογοτεχνία του Πειραιά συλλέγοντας ντοκουμέντα και πρώτες εκδόσεις είναι ο Δημήτρης Κρασονικολάκης και το ιστολόγιό του, τα άλλα ηλεκτρονικά μέσα που συμμετέχει με τις φιλικές του παρέες και τον βοηθούν στο στήσιμο των αναρτήσεών του. Με την ιστορία και σημαδιακές κοινωνικές στιγμές του Πειραιά ασχολείται και γράφει ο νυν πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και συγγραφέας κύριος Μίλεσης. Ακόμα εργασιακά είναι παραγωγική η διευθύντρια Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά, συγγραφέας και ιστορικός κυρία Λίτσα Μπαφούνη, ο πολιτικός και συγγραφέας Νίκος Μπελαβίλας  και ορισμένοι άλλοι νεότεροι ηλικιακά των δύο φύλων που εγώ δεν γνωρίζω, μια και έχω αποσυρθεί εδώ και χρόνια από τις κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν προμηθεύομαι βιβλία Πειραιωτών ή δεν μου στέλνουν. Αλλά χαμογελώντας σημειώνω, ότι ούτε μία πρόσκληση μου έχει σταλεί ποτέ. Σημαντική η συμβολή στην προδικτατορική εικόνα της Πόλης και μετά είναι και τα βιβλία του συγγραφέα κυρίου Διονύση Χαριτόπουλου. Όσο για τους θεατρικούς και εκπαιδευτικούς οραματισμούς του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά φροντίζει ο κύριος Διαμαντής ο διευθυντής του.

          Όπως πιστεύαμε και έχουμε αναφέρει, δημοσιεύσει και γράψει τόσο στον ημερήσιο Πειραϊκό τύπο τα παλαιότερα χρόνια, όσο και στην ιστοσελίδα μας Λογοτεχνικά Πάρεργα, πέρα από τις όποιες συγγραφικές-ερευνητικές ενστάσεις μας που μπορεί να είχαμε με τον κυρό Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, ο πολυγραφότατος και ακούραστος επαγγελματίας συγγραφέας για σχεδόν μισό αιώνα πρόεδρος της Φ.Σ.Π. υπήρξε και ενδέχεται να παραμένει ακόμα εν έτη 2025 ο τελευταίος ιστορικός του Πειραιά. Είναι ο Πειραιολάτρης εκείνος που στα νεότερα χρόνια από τα πριν την περίοδο της επταετίας έτη και εντεύθεν, την δεκαετία του 1960 μέχρι τον θάνατό του, σήκωσε και κράτησε στους ώμους του την καθόλου ιστορική διαδρομή της Πόλης, ανέδειξε νεότερους πειραιώτες άντρες και γυναίκες συγγραφείς, διοργάνωσε εκδηλώσεις μνήμης τους, συμμετείχε σε ομιλίες, έγραψε δεκάδες κριτικά σημειώματα για Πειραιώτες και Πειραιώτισσες δημιουργούς μικρά ή εκτενέστερα σχόλια, εξέδωσε περιοδικά. Πραγματοποίησε επετειακά αφιερώματα, επιμελήθηκε εκδόσεις. Κράτησε σημειώσεις για γεννήσεις και θανάτους, αναφορές κοινωνικών γεγονότων έστω και τηλεγραφικώς, όχι μόνον για πνευματικούς ανθρώπους και λογοτέχνες του Πειραιά αλλά και για επιφανείς παράγοντες της Πόλης και μικρούς χορηγούς του Φιλολογικού Σωματείου και των συγγενών του. Έγραψε για παλαιούς δημοτικούς άρχοντες του Πειραιά, για το Λιμάνι και τον χώρο του. Άφησε πίσω του μια εκτενή αρθρογραφία και πολλά βιβλία που αφορούν την Πόλη, μία πολύτιμη συγγραφική παρακαταθήκη Πειραϊκής μνήμης σε εμάς τους νεότερους της Μεταπολίτευσης συγγραφείς, παρά τις μεροληψίες του, τις επαναλήψεις του, τις τηλεγραφικές του απογραφές, παρά τους συγγραφικούς του αποκλεισμούς και «θαψίματα» σε άτομα που δεν ήσαν της αρεσκείας του. Ο Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο το έργο του Πειραιώτη ιστορικού Ιωάννη Μελετόπουλου, άνοιξε την συγγραφική στρόφιγγα του Πειραιά και διέσωσε στοιχεία και πληροφορίες, άτομα και καταστάσεις, γεγονότα και συμβάντα, χρονολογίες που θα μας ήταν παντελώς άγνωστα με τα δεδομένα της εποχής του. Ίσως και γιατί κανένας άλλος δεν ενδιαφερότανε να μπει στον κόπο να διασώσει ότι σώζεται. Όπως αντίστοιχα αγνόησε άλλα, πρόσωπα και έργα και αγνοήθηκαν αρκετοί και αρκετές, παραγκωνίστηκαν. Όμως και πάλι καλά, η προσφορά του είναι μεγάλη και σημαντική ας μην το λησμονούμε. Έχοντας υπόψη το δικό του έργο, φιλοδόξησα να συνεχίσω όσον αφορά τα Πολιτιστικά πράγματα της πόλης συμπληρώνοντας τα κενά, να μιλήσω για τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες της Πόλης από όλο όμως το φάσμα των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, να δώσω τον πνευματικό τους περίγυρο και ατμόσφαιρα συμπληρώνοντας επαναλαμβάνω τα ηθελημένα ή μη κενά. Διευρύνοντας τους ορίζοντες των δικών μου επιλογών και προσπαθώντας να μην επαναλάβω τα «λάθη» άλλων, μην αποκλείοντας κανέναν και καμία εφόσον γνώριζα την ύπαρξή του και το έργο του, το είχα διαβάσει. Με τα βιβλία και τα δημοσιεύματά μου, τα άρθρα μου, θέλησα να προσθέσω ένα ακόμα λιθαράκι στα πολιτιστικά πράγματα της Πόλης που όλοι μας αγαπάμε. Το ίδιο πράττω και στα ηλεκτρονικά μου πλέον κείμενα και αναρτήσεις (αυτά τα φλύαρα αρκετές φορές σεντόνια που οι σύγχρονοι αναγνώστες βαριούνται να διαβάσουν. Μάλιστα πρόσφατα πανευρωπαϊκά συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ στα βιβλία σαν μία πρόσκληση των νέων να διαβάζουν) ευελπιστώντας ότι ίσως υπάρχει ένα μικρό κοινό αναγνωστών εντός και εκτός Πειραιά, εντός και εκτός Ελλάδος που θα ενδιαφερθεί για αυτά τα Σημειώματα και μπορεί να του φανούν χρήσιμα και να ασχοληθεί συστηματικότερα. Γι’ αυτό και τα Λογοτεχνικά Πάρεργα δεν σκέφτηκαν ποτέ να είναι συνδρομητικά, κλειστά, αφορόντα μία κλειστή ελίτ της λογοτεχνίας, τηβεννοφόρους της φιλολογίας, βραβευμένους συγγραφείς, είναι ανοιχτά και προσβάσημα στον καθένα και κάθε μία, όσο αντέχει ακόμα ο γράφων και του το επιτρέπουν οι σωματικές αντοχές και η όρασή του που ελαττώνεται χρόνο με τον χρόνο δραματικά. Μέχρι σήμερα-αυτά τα 13 χρόνια ύπαρξης- πάνω από 375.000 λινκ έχουν τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, επισκέπτες (;) πράγμα που σημαίνει ότι ο Πειραιάς μεταξύ άλλων, και η Ελληνική Λογοτεχνία ενδιαφέρει αναγνώστες από όλες τις Ηπείρους, τις γωνιές του Κόσμου αν καταλαβαίνω σωστά τα νούμερα του Υπολογιστή. Εξάλλου, αυτός υπήρξε ο σκοπός μας, να διαδώσουμε τον ελληνικό λογοτεχνικό λόγο και ιδιαίτερα τον ποιητικό στα πέρατα της οικουμένης και μαζί την Πειραϊκή Σχολή και Λογοτεχνική Παράδοση.

          Ο προπολεμικός δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας (1881-2/6/1949), είναι ένας από τους γνωστότερους Πειραιώτες ποιητές του Μεσοπολέμου του Πειραιά, από τους πρωτεργάτες της Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης (όπως αγωνίζομαι εδώ και χρόνια να καθιερώσω τον όρο). Παρά του ότι γνώριζε και συνομιλούσε με συγγραφείς και λογίους, διανοούμενους προερχόμενους από την πρωτεύουσα, βλέπε τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον ποιητή και κριτικό Μήτσο Παπανικολάου, τους ντόπιους συγγραφείς της εποχής του και διατηρούσε φιλικές σχέσεις, Ζουφρές, Νιρβάνας, Πορφύρας κ.ά., ποτέ του από όσο γνωρίζουμε δεν εγκατέλειψε τον Πειραιά οριστικά, αν και έκανε τα ταξίδια του όπως μας λέει σε σημειώματά του. Έζησε, εργάστηκε σαν δημοσιογράφος, έγραψε σαν ποιητής μία και μοναδική συλλογή, «Τα Ειδύλλια», ποιήματα που επεξεργάστηκε και αναθεωρούσε αρκετές φορές, αλλάζοντάς τους τίτλο, αλλά και νέα ποιήματα, βιοπορίστηκε και πέθανε  σε Νοσοκομείο εντός των γεωγραφικών ορίων της Πόλης κοντά στην αδερφή του. Ο ποιητής των δύο σειρών των «Ειδυλλίων» δεν παντρεύτηκε ποτέ. Έζησε μοναχικά και κάπως αποτραβηγμένος, θεριακλής καπνιστής που του στοίχησε και την ζωή του μια και έφυγε από αναμμένο τσιγάρο στο Νοσοκομείο που νοσηλεύονταν. Είναι εξίσου γνωστός αν και ολιγογράφος όσο είναι και ο συμβολιστής ποιητής Λάμπρος Πορφύρας ο ενδοξότερος της εποχής εκείνης, με τις δύο συλλογές του και τις μεταφράσεις του, ο σπετσιώτης ποιητής και μεταφραστής Γεώργιος Στρατήγης της γενιάς του Κωστή Παλαμά, ο ποιητής και εκδότης Κλέαρχος Μιμίκος εκδότης του Πειραϊκού Περιοδικού και ορισμένοι άλλοι των αρχών του προηγούμενου αιώνα που διασώθηκε το έργο και η μνήμη τους, το όνομά τους στο πέρασμα του χρόνου και αντιπροσωπεύουν ο καθένας τους την Πειραϊκή Λογοτεχνική Γενιά και την Εποχή τους. Ποιος θυμάται αλήθεια τον Αντωνιάδη με τα δεκάδες ποιητικά θεατρικά του. Πέρα από τα πρώτα «Ειδύλλια» και τα συμπληρωμένα και επεξεργασμένα «Ειδύλλια» που εξέδωσε, βλέπε Ν. Ι. Χαντζάρας, «ΕΙΔΥΛΛΙΑ» εκδόσεις «Μουσικά Χρονικά», Αθήνα 1931, σελίδες 30, την ποίησή του πρόσεξε ο σημαντικός κριτικός Τέλλος Άγρας, ο Μιχάλης Ροδάς, ο Σταμπολής και πολλοί άλλοι σημαίνοντες κριτικοί της εποχής του. Γράφτηκαν επίσης δύο μικρά βιβλία για το έργο και την ζωή του. Κ. Αγγελόπουλος, Α. Μαρμαρινός και δεκάδες άρθα. Ποιήματά του και δημοσιεύματά του συναντάμε σε διάφορα περιοδικά της εποχής και εφημερίδες του Πειραιά. Έχω συγκεντρώσει μία αρκετά εύρωστη βιβλιογραφία του εδώ και χρόνια, αποδελτιώνοντας έντυπα και βλέποντας το Αρχείο του . Ο ποιητής και δημοσιογράφος που σχολικές εφηβικές του αταξίες τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του, δημοσίευσε ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά της εποχής του όπως προαναφέραμε, ενώ συμπεριελήφθηκε και σε αρκετές ποιητικές έγκυρες ανθολογίες. Φεύγοντας από την ζωή μας κληροδότησε έναν μεγάλο όγκο επιφυλλίδων και άρθρων του, είδος χρονογραφημάτων δημοσιευμένα στον τοπικό τύπο της πόλης, κυρίως στην «Φωνή του Πειραιώς» το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, με το όνομά του ή με ψευδώνυμο, ή ακόμα με ένα αρχικό γράμμα ως υπογραφή. Ο κύριος όγκος των ημερήσιων σχεδόν ή εβδομαδιαίων αυτών επιφυλλίδων, δημοσιεύτηκαν σε διαφορετικές ημέρες της εβδομάδος που έπρεπε να γράφει ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, παρουσιάστηκαν με τον γενικό τίτλο «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» στην τοπική παλαιά εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» 1945-1949, που πρέπει να ήταν έμμισθος συνεργάτης, όχι με την ίδια χρονική συχνότητα και την ίδια πυκνότητα γραφής. Ήταν τα «Πειραιώτικα» Χρονογραφήματα δύο πάνω κάτω στήλες της πρώτης σελίδας της τοπικής εφημερίδας «Η Φωνή του Πειραιώς». Άλλα του δημοσιεύματα σε άλλες εφημερίδες πχ. «Χρονογράφος» στεγάζονταν κάτω από τον τίτλο «ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ!» βλέπε 1/1/1939, «Οι Ομορφιές της Φρεατίδας», κάτι που μας φανερώνει ότι αν θελήσουμε να ασχοληθούμε συστηματικά με το αρχείο του καταγράφοντας όλο το corpus των δημοσιευμάτων του θα πρέπει να ξεφυλλίσουμε σε περισσότερα φύλλα εφημερίδων και περιοδικών εντός της Πόλης και να διευρύνουμε το χρονολογικό όριο προς τα πίσω των δημοσιευμάτων του. Επικεντρωνόμενοι στα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» της «Φωνής» που συναντήσαμε στο Αρχείο του, επιφυλλίδες οι οποίες ήταν κολλημένες σε μεγάλα χαρτιά τετραδίου, υπήρχαν και δικά του χειρόγραφα, χειρόγραφες σημειώσεις και αλλαγές πάνω στην εφημερίδα ή στο περιθώριο του φύλου ημερομηνιών, διορθώσεις τίτλων, τυπογραφικές κλπ., κάτι που σημαίνει ότι ο Χαντζάρας ξανά κοίταζε τα κείμενά του και μετά την δημοσίευσή τους, άλλαζε πράγματα, τίτλους και χρονολογίες μερικές φορές λανθασμένες, -ο ερευνητής έχει να αντιμετωπίσει μία τραγική κατάσταση αν θέλει να τα βάλει σε τάξη- ο βουκολικός ποιητής και δημοσιογράφος με καθαρό λόγο, γλαφυρή πέννα, εξασκημένο δημοσιογραφικό ταλέντο και κριτήριο, απλή και κατανοητή γραφή και ύφος, διεξάγοντας καθημερινό ρεπορτάζ στα πέντε διαμερίσματα της Πόλης μας εξιστορεί από πρώτο χέρι και προσωπικών του αναμνήσεων την Ιστορία της Πόλης και των συντοπιτών του, στον χρόνο. Δημοσιεύματά του συναντάμε και σε άλλες Πειραϊκές εφημερίδες από την δεκαετία του 1920. Όπως ο ίδιος ο ποιητής μας αφηγείται εν συντομία μέσα σε διάφορα «Πειραιώτικά» του, πού, να επισημάνουμε είναι στην πλειονότητά τους Πειραϊκής εμπνεύσεως και πηγών αναφορών του, μνημών και ενθυμημάτων του. Η τοποθεσία κοντά στον Σταυρό, τον όρμο της Αφροδίτης, ιδιαίτερα όπως γράφει αρκετές φορές το έρημο «χωριό» του, ο τόπος γέννησής του είναι η Φρεαττύδα ή Φρεαττώ κατά τον Λάμπρο Πορφύρα. Γνωστή μέχρι τις ημέρες και φημισμένη για τις ταβέρνες της περιοχή του Πειραιά και τους όμορφους κολπίσκους της, αγκαζέ με την περιοχή της Πειραϊκής. Μας λέει στα Πειραιώτικα της Παρασκευής της 2/2/1945 με τίτλο «Πάτερ- Γεώργιος» αναφερόμενος στον γνωστό παλαιάς πειραιώτικης οικογένειας Ιερά Γεώργιο Μακρή:

«Το χωριό μου του παλιού καιρού, η συνοικία του Αγίου Βασιλείου, άρχισε σιγά-σιγά ν’ αλλάζει την όψη του χωριού μαζί με τη γενική πρόοδο του Πειραιά.

    Την εποχή, που είδα το φώς της ημέρας, όλη αυτή η μεγάλη πολιτεία δεν αριθμούσε παραπάνω από τριάντα χιλιάδες κατοίκους.

 Και το δικό μας μέρος χωριζόντανε απ’ τον άλλον Πειραιά.

Εδώ και σαράντα χρόνια πίσω είχαμε τα χωράφια του Κουλουριώτη Προκόπη, από την οδό Φρεατίδας μέχρι την πόρτα του Άϊ- Βασίλη.

Εσπερνότανε και η μεγάλη μάντρα, που είχε γίνει ύστερα γυμναστήριο των προσκόπων.

          Παντού ποιητικές και ειδυλλιακές εικόνες. Θάλασσα, βράχια, πράσινο, αύρες, ευωδίες του βουνού απλή ζωή και τίμια φτώχεια.

Ο περιφερειακός δρόμος της Πειραϊκής δεν είχε ακόμα χαραχθή. Ο παραλιακός δρόμος της ήτανε κατσικόδρομος.

     Με δύο βήματα από το χωριό μου βρισκόσουνα μέσα στη εξοχή. Κ’ ήτανε θαυμάσια η εικόνα των βράχων με τους ανθισμένους ασφοδέλους, τα σπερδούκλια…».

 Να θυμίσουμε ότι ο Πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής καθηγητής αγγλικής Ανδρέας Αγγελάκης διέμενε στην περιοχή αυτή. Φυσικά, η εικόνα και η ρυμοτομία της περιοχής είναι εντελώς διαφορετική αγνώριστη. Μπροστά στην Εκκλησία έχει το τέρμα του το λεωφορείο 909 πρώην 21 της Αγίας Σοφίας, που, διασχίζοντας το κέντρο της Πόλης ανεβαίνει την οδό Μαυρομιχάλη και Λακωνίας και μέσω της οδού Τζαβέλα και την Μπελογιάννη φτάνει στο άλλο του τέρμα πίσω από το συγκρότημα πολυκαταστημάτων και κινηματογράφων του  Ρουφ.

     Στο ίδιο φύλλο του τετραδίου ο Χαντζάρας κολλά και την επιφυλλίδα «Το χωριό μου» της 1/2/1945 μία ημέρα πριν. Στο μονόστηλό του μας μιλά και πάλι για την Πειραϊκή τοποθεσία που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

          «Η μάνα μου είχε την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ύδρα, που πάντα την ενοσταλγούσε και από καιρό σε καιρό την έβλεπε.

          Ο πατέρας μου είχε κι’ αυτός τη μακρινή ιδιαίτερη πατρίδα του, που δεν μπορούσε να την έβλεπε συχνά.

          Το δικό μου το χωριό είνε μέσα στον Πειραιά είνε η συνοικία του Άϊ- Βασίλη, που πρωτοείδα το φώς.

          Όταν γεννήθηκα και μερικά χρόνια κατόπιν, ήτανε πραγματικό χωριό, με αραιά, μικρά και φτωχικά σπίτια, με απονήρευτη ζωή και με την εκκλησούλα του στη μέση... Πρώτος εφημέριος ο Παπά- Γρηγόρης…».

          Ενώ και πάλι, στην επιφυλλίδα της 3 Φεβρουαρίου 1945 μιλώντας μας για την Βίλλα του Κωνσταντινουπολίτη Σκουλούδη, «που χτίστηκε κατά το 1878 με το 1880 καθώς υπολογίζω» κάνει λόγο για «Στο χωριό μου, τον Άϊ- Βασίλη. Στην εποχή  του στην γύρω περιοχή υπήρχαν πάνω κάτω 30 σπιτάκια. Κοντά στην Βίλλα υπήρχε η έπαυλη του δικαστή στα Μικτά Δικαστήρια στην Αίγυπτο Μαντζαβίνου, το διώροφο σπίτι του δικηγόρου Ξενοφών Βαρβαρέσου….».

          Τι όμορφα μας αναπλάθει την εποχή και την Πειραϊκή τοποθεσία του ο βουκόλος ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Ι. Χαντζάρας. Ένας σύγχρονος ποιητής απόγονος του αρχαίου Θεόκριτου. Ενώ στις «Ομορφιές της Φρεατίδας της 10 Μαρτίου του 1939 στον «Χρονογράφο» (ενώ δίπλα του με χρονολογία 27 Μαρτίου 1939 δημοσιεύεται ποίημά του) αναπλάθει με ανάγλυφο τρόπο την εποχή τους, τους παιδικούς του φίλους, τον χώρο και τον χώρο με τα τότε τοπωνύμιά του:

          «… Από τον Πύργο του Σκουλούδη γραμμή προς το Χατζηκυριάκειο. Αυτή ήταν η οροθετική γραμμή του βασιλείου της Φρεατίδας. Κι’ ο βασιλιάς της: Ήμουνα εγώ, ήτανε ο Γιώργος ο Λαλεχός κι ο Νίκος ο Λαλεχός, ο Κουλάτσης, ήτανε ο Παναγής ο Καντάρης, ήτανε ο Βασίλης ο Καταρτζής, οι Τζουρντοί ή Μπογιατζήδες, αδερφοξαδέρφια, οι Νικολινάκοι, οι Καβατζάδες, οι Γιαννόπουλοι ή Στραβοκέφαλοι, κι άλλοι, κι άλλοι…», Οι περισσότεροι από τους φίλους αυτούς των παιδικών μου χρόνων έχουν πεθάνει. Όλοι είμαστε βασιλιάδες της Φρεατίδας.

          Παραλίγο να λησμονήσω το Μήτσο το Νέζη, ζωγράφο, τον Παπαβασιλείου, τους Πιλιλόνηδες, τον Γιώργο Χαρβαλιά, διευθυντή του «Χρονογράφου»….

          Στο μακροσκελές αυτό κείμενό του, που καταλαμβάνει πέντε πυκνές στήλες δύο φύλλων ο Χαντζάρας μπλέκει αρμονικά παρελθόν με παρόν, πρόσωπα φευγάτα με ζωντανούς, την Πειραϊκή χερσόνησο με τις αλλαγές της. Μας μιλά για το παλαιό καφενεδάκι του Μπαικούτση, τον συνοικισμό του Χαραμή, το εκκλησάκι «Ρόδο το Αμάραντο». Γράφει:

          «Ξαναβλέπω με τη φαντασία μου ζωηρή την εικόνα της παλιάς Φρεατίδας και την άνοιξη και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και το χειμώνα. Σ’ όλες τις εποχές είχανε τη μαγεία τους τα βράχια της κ’ η θάλασσά της και πέρα ο Σαρωνικός».

 Ενώ παρακάτω, αφηγείται ότι «Παιδιά από το Τσιρλονέρι κι’ από τον Άγιο Βασίλη είχαμε κάνει διάσκεψη στον καφενέ του Τζίλου, δίπλα από την έπαυλη του Μαντζαωίνου»  διαπιστώνει ότι η «Πειραϊκή Χερσόνησος έχανε σιγά-σιγά την παρθενικότητά της. Ο κόσμος εχάλασε κ’ ήταν επικίνδυνος ένας περίπατος εκεί». Αναφέρεται σε δολοφονίες που είχαν συμβεί.

Αυτό ήταν το «χωριό» του Νίκου Ι. Χαντζάρα, τα σταχτιά βράχια της Φρεατίδας τω παιδικών του χρόνων, οι «απορρώγες βράχοι» που κατέβαιναν ως την θάλασσα…

        Διαβάζοντας τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» και τα άλλα Χρονογραφήματά του θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε τη «χρείαν έχωμεν μαρτύρων» ότι ο δημοσιογράφος και ποιητής είναι μία εξαιρετική περίπτωση των Πειραϊκών Γραμμάτων, ισάξια των μεγάλων Πειραιωτών ποιητών.

          Ο πατέρας του που στα νιάτα του ήταν τσοπάνος και έβοσκε πρόβατα ήταν αραμπατζής, εκεί κοντά στον Σταυρό, σε ένα χαμόσπιτο γέννησε τον γιό του και τις κόρες του. Η μητέρα του ήταν Υδραιοπούλα, κόρη ναυτικών από την ξακουστή Ύδρα. Το Οικογενειακό του Χρονικό, την καταγωγή των ριζών του, μας την δίνει στο «Πάππου προς πάππου», της Τετάρτης 11 Ιουλίου 1945 στην «Φωνή των Πειραιωτών». Γράφει μεταξύ άλλων:

          «Πολλές οικογένειες έχουν και τους θρύλους τους. Και η φαμίλια της μάννας μου ετυλιγότανε σε μία πολύ παλιά παράδοση, που προκαλούσε στα μέλη της μυστικότητα και δέος…

          Ο πατέρας της μάννας μου Γιώργης Ξένος, καραβοκύρης, που πολλές φορές είχε διηγηθή στη φαμίλια του τους θρύλους για τον Μέγα Αλέξαντρο που δεν είχε παραλείψει να διηγηθή και την παράδοση για τη Γοργόνα, που σταματούσε τα καράβια στον ωκεανόν και τα ρωτούσε: Ζη ο Βασιλιάς Αλέξαντρος; Κι’ απαντούσαν οι ναυτικοί μας Ζη και Βασιλεύει, -ο ίδιος ο παππούς μου είχε εκμυστηρευτεί στη μάννα μου, πώς η καταγωγή της φαμίλιας Ξένου ήταν από την Καλλίπολη.

          Ο προπάππους μου, κόρη μου μ’ έναν αδερφό του και με τον πατέρα του εφύγανε κρυφά από την Καλλίπολη και φτάσανε στην Ύδρα. Εταξιδέψανε με βάρκα κι’ είχανε βοήθειά τους  μιάν εικόνα της Παναγίας. Βυζαντινή, το «Ρόδο το Αμάραντο». Το παράνομά του ήτανε Χρυσομάλλης, μ’ αποφασίσανε να το κόψουνε και πήρανε τ’ όνομα «Ξένος.».

Το όνομα «Ξένος» αφού «πέταξαν» το Χρυσομάλλης το έλαβε η οικογένεια γιατί τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι και για να γλιτώσουν άλλαξαν το επίθετο παίρνοντας κάποιου σπουδαίου της εποχής. Σε άλλες Επιφυλλίδες, 20/3/1947 μας αναφέρει ότι ο πατέρας του πατέρα του ήρθε από την Χειμάρρα (την Βόρειο Ήπειρο). Η οικογένειά του για να αποφύγει τον διωγμό των Τούρκων καταφεύγει στην Κέρκυρα. Κι ο πατέρας του παλληκάρι ήρθε από το Άργος και παντρεύτηκε την μάννα του δεκαεφτά χρονών κορίτσι και εγέννησαν εμένα στον Σταυρό» Βλέπε «Κι’ άλλος στενός κορσές». Και στο «μάτι του γαρίδα» της 6 Ιουλίου 1945.

          Μια ζωή σαν παραμύθι είναι η ζωή του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα, όπου ο θρύλος μπλέκεται με την ιστορία, την θρησκευτική δοξασία και την λαϊκή παράδοση και το ατομικό συμβάν γίνεται υλικό χρονογραφήματος, εικονογράφηση των μελών της οικογένειάς του, των φίλων του, του Πειραϊκού τοπίου και της άγριας και έρημης ομορφιάς του. Η Πόλη σωματοποιείται προβάλλοντας τις δικές της ανάγκες στο ξεδίπλωμα των εποχιακών αλλαγών της και ο άνθρωπος στην δεδομένη περίπτωση ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας με ευαίσθητο βλέμμα και γραφή αναπολεί το παρελθόν εικονογραφώντας το παρόν του μέσα από έναν όχι τόσο μυθικό όσο νοσταλγικό και πονεμένο καθρέφτη. Το αν η θρησκευόμενη μητέρα του Χαντζάρα ώθησε τον ποιητή να ασχοληθεί με τα Γράμματα ή άλλοι παράγοντες ή άτομα ίσως και να μην το μάθουμε ποτέ. Πάντως η φοίτησή του στο τότε εξατάξιο Γυμνάσιο διακόπηκε όχι εξαιτίας της μη αγάπης του προς τα Γράμματα αλλά από παιδικές ζαβολιές που τότε το εκπαιδευτικό σύστημα τις απαγόρευε δια ισόβιου αποκλεισμού. Δεν γνωρίζουμε πιά θα ήταν η σταδιοδρομία του αν ολοκλήρωνε τις Γυμνασιακές του σπουδές. Πάντως τα διάσπαρτα Χρονογραφήματά του και η γλώσσα και το ύφος που χρησιμοποιεί δηλώνουν έναν δημοσιογράφο με παιδεία, παρατηρητικότητα, γνώση στο τι αναφέρεται και για ποιους. Εξαιρετική μαεστρία φιλοτέχνηση του Πειραϊκού χώρου, της εποχής του των ανθρώπων του, σε αυτά τα επαναλαμβανόμενα ταμπλό των προσωπικών του περιπλανήσεων και νοσταλγικών αναμνήσεων. Όπως επίσης, τα ποιήματά του, οι ελάχιστες ποιητικές του μονάδες αυτά τα λεβέντικα και αντρικά τραγούδια του, τα επίσημα κατασταλαγμένα «Ειδύλλιά» του, δεν μας φανερώνουν, την Καβαφίζουσα ιδιοσυγκρασία του και ατομικές του επιλογές που ήτανε γνωστό στους συγχρόνους του ότι είχε ο Νίκος Ι. Χαντζάρας. Ακόμα και όταν μετά την μεταπολίτευση του 1974 γνώρισα το όνομά του, διάβασα τα ποιήματά του και αναζήτησα στοιχεία για το έργο του, ρωτώντας παλαιότερους Πειραιώτες που τον γνώρισαν από κοντά, μου μίλησαν αποκλειστικά για την ιδιωτική του Καβαφίζουσα ζωή και όχι το έργο του. Όμως ο φακός του Χρόνου δεν στέκεται και ευτυχώς σε ότι ο προσωπικός βίος του καθενός μας επιλέγει να διαφυλάξει ή να φανερώσει με το έργο που αφήνει πίσω του αλλά τι βαθμό ταλέντου διαθέτει η Γραφή του. Αλλοίμονο αν αποδεχόμαστε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη ως ποιητή ή τον απορρίπτουμε εξαιτίας της ιδιωτικής του ζωής. Αυτά είναι για τους τα «φαιά φορούντες» ηθικολόγους και θρησκόληπτους είτε της παλαιάς θρησκείας των Εθνικών Ελλήνων είτε της νέας των Χριστιανών. Η ζωή μας, δεν μετριέται και αξιολογείται από τις περιπτώσεις της αλλά την καθολικότητά της και από αυτό το πρίσμα η Ποίηση και το Έργο του Πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου είναι σημαντικό, σπουδαίο αν και μικρό όσον αφορά τον ποιητικό λόγο αλλά μεγάλο και εκτεταμένου μεγέθους στην εικονογραφία του για την πόλη του Πειραιά, τους ανθρώπους της, την εποχή και τα χρόνια που τον έζησε και τον περπάτησε.

     Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας, επισκέπτεται σοκάκια και φτωχογειτονιές της Πόλης, κρυφές της άγνωστές μας τοποθεσίες και περιοχές, περιδιαβαίνει δρόμους και λεωφόρους της μιλώντας μας για τις παλαιότερες ονομασίες τους. Βλέπει ερείπια και χαλάσματά της, τα μικρομάγαζά της και τις επιχειρήσεις της, τις φάμπρικές της αναφέροντας τους ιδιοκτήτες τους, τους εργαζόμενούς τους. Συναντά στα περπατήματά του εκατοντάδες Πειραιώτες,  γνωστά του και οικεία άτομα της βιοπάλης και του μόχθου, αστούς και εργάτες, εργαζόμενους στα υφαντουργία και τις άλλες επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στους δημοτικούς χώρους, λόγιους και συγγραφείς, ζωγράφους της εποχής πιάνει κουβέντα μαζί τους, τους ρωτά, ακούει τις απόψεις του, τις σημειώνει στο μπλοκάκι του μυαλού του. Τις προσθέτει στο ατομικό του εικονοστάσι μνήμης. Κατέγραφε τα καθημερινά ή εβδομαδιαία συμβαίνοντα της Πόλης με άγρυπνο βλέμμα και θερμή διάθεση, αγάπη για τον Πειραιά. Γνήσιος, αυθεντικός Πειραιολάτρης, γέννημα θρέμμα της Πειραϊκής γης. Μετέφερε τις αστυνομικές ειδήσεις και τις παραβατικές συμπεριφορές ατόμων και χαμινιών που τάραζαν την ησυχία των φτωχών εργαζόμενων οικογενειών του Πειραιά και τον έκαναν να λυπάται και να αναρωτιέται στο που βαδίζει ο Κόσμος. Μας μιλά για παλαιούς ιερείς των Εκκλησιών, για τα παλιά «ξωκλήσια» που έγιναν Ναοί της πόλης, φανερώνοντάς μας την θρησκευτικότητα που του εμφύσησε μέσα του η θρησκεύουσα μητέρα του, διατηρώντας ταυτόχρονα τα βουκολικά στοιχεία και αντιλήψεις για το φυσικό τοπίο που είχε ο πατέρας του. Μας μιλά για τους τότε Δημάρχους και τα δημοτικά πεπραγμένα και πρωτοβουλίες τους που άλλαζαν την εικόνα της Πόλης με τις αρχιτεκτονικές και των πολιτικών μηχανικών παρεμβάσεις τους. Χώρος και Άνθρωπος αλλάζουν παράλληλα, μαζί αργά και σταθερά. Εικονογραφούσε τις παλαιές και τις νεόδμητες οικίες του Πειραιά που οικοδομούνταν και τους πέριξ χώρους τους. Βίλες, επαύλεις, δίπατα σπίτια. Έδινε με λεπτομέρειες την εικόνα της ρυμοτομίας και του σχεδιασμού του Δήμου που αργά και σταθερά άλλαζε όψη, διευρύνονταν τα εσωτερικά του όρια, απλώνονταν στις γύρω περιοχές άλλαζαν τα παλαιά του τοπωνύμια που γνώριζε σαν παιδί. Ο Πειραιάς άλλαζε την όψη του κάτω από τις κάθε καινούργιες δημαρχιακές αρχές και πρωτοβουλίες των αστών Πειραιωτών και το όραμα των γηγενών και μέτοικων κατοίκων του. Από αγροτικό τοπίο αποκτούσε αστική μορφή που διαμόρφωναν τις νέες ανάγκες του. Μέχρι την δεκαετία του 1960, δεκαετία της αντιπαροχής η Πόλης κρατούσε ακόμα κάτι από το κλίμα της αγροτικής της παράδοσης. Σημείωνε κάθε εργασιακή μικρολεπτομέρεια των εργαζόμενων στο λιμάνι, τα επαγγέλματα και τις βοηθητικές εργασίες, τις συναναστροφές τους, επικίνδυνες και μη. Το περιβάλλον της και τα άτομα της πειραιώτικης ναυτοσύνης δεν απουσιάζουν από τα δημοσιογραφικής υφής αυτά κείμενά του. Οι φτωχές συνοικίες που κατοικούσαν και ανέθρεφαν τα παιδιά τους, οι οικογένειες των εσωτερικών προσφύγων που προέρχονταν από τα μέρη της Μικράς Ασίας μετά την Καταστροφή του 1922 και τους δέχτηκε η φιλόξενη αγκαλιά της πειραϊκής γης έχουν την δική τους θέση στον λόγο του. Τα θεωρία του Δημοτικού Θεάτρου φιλοξένησαν εκατοντάδες πρόσφυγες και κατατρεγμένους, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «Τουρκόσπορους». Την ίδια ζέση περιγραφής έχουν και τα άτομα, οι ομάδες και κοινότητες ατόμων που προέρχονταν από άλλα μέρη της Νησιωτικής και Ηπειρωτικής Ελλάδας. Μανιάτες, Κρήτες, Επτανήσιοι, Δωδεκανήσιοι, Κυκλαδίτες, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Ροδίτες, Χιώτες, Θεσσαλοί, Πελοποννήσιοι, Κυθήριοι, Θεσσαλονικείς, κλπ., όλες αυτές οι κοινότητες που του έδωσαν το νέο του άρωμα, την επιχειρηματική και βιομηχανική του ώθηση και δυναμική. Όλο αυτό το πολύστικτο και πολύχρωμο ανθρώπινο δυναμικό που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και τον έκαμε την νέα πρώτη του πατρίδα, δίχως να λησμονήσει τα γενέθλια χώματά του, εργάστηκε στα εργοστάσιά του και τις φάμπρικές του, τις επιχειρήσεις του, στα ναυτικά και εφοπλιστικά του γραφεία, στα εργοστάσια κεραμοποιίας του, στα υφαντουργία του, στις σοκολατοποιίες του, στα σαπωνοποιία του, στους εργασιακούς χώρους που κατασκεύαζαν γυάλινες μπουκάλες και ποτήρια, τσιμπιδάκια και φουρκέτες, στα δεκάδες μηχανουργεία του, στα ναυπηγεία του βρήκαν θέση στην γραφή του. Στις εκατοντάδες μικρές και μεγάλες εργασίες του λιμανιού του, αυτές του ποδαριού και της αρμύρας, στο χαμαλίκι και των χειρωνάκτων μεταφορέων, τους βατσιμάνηδες, των καραβοκύρηδων και καραγωγέων, των νερουλάδων και των ψιλικατζήδων, των παγωτατζήδων και γιαουρτοπωλών με τις τάβλες που ισορροπούσαν στους ώμους τους, δίνουν το κλίμα στα Χρονογραφήματά του. Το ιδιαίτερο Λεξιλόγιό τους. Τους γαλατάδες και τους σαράφηδες, τους ράφτες και τις μοδίστρες, τους μπαρμπέρηδες με την σαπουνάδα και το λάστιχο. Τους γανωτήδες και τους ψαθάδες, τους μπαλωματήδες και τσαγκάρηδες. Όλα αυτά τα παλαιά επαγγέλματα που εξασκούσαν οι παλαιοί κάτοικοι του Πειραιά και της πρόσφεραν το χρώμα και την Πειραϊκή ατμόσφαιρα και το κλίμα της που έχουν πια χαθεί μαζί με το άρωμά τους και την ιδιαίτερη, ιδιωματική γλώσσα τους, την οσμή τους. Η ανθρωπογεωγραφία της παράδοσης της Πόλης που διαμόρφωσε την σύγχρονη ταυτότητά της στον 20ο αιώνα, την εικόνα της και την ανθρωπογεωγραφία της, σε αυτό που ονομάζουμε ευρύτερο γεωγραφικά Πειραϊκό χώρο όσο και την κεντρική της αξιοζήλευτη όψη στα βλέμματα των επισκεπτών από το εξωτερικό. Από ένα απλό έρημο ψαροχώρι με έναν σχεδόν φύλακα στη Δογάνα μετατράπηκε σε ένα μεγάλο και ισχυρό πολύβουο λιμάνι, ισάξιο της Ερμούπολης, ένα διαμετακομιστικό κέντρο ανθρώπων και εμπορευμάτων, ιδεών και αντιλήψεων. Μία κεντρική πύλη εισόδου προς την Νησιωτική Ελλάδα, την Κρήτη, την Μεσόγειο και πέραν του ατλαντικού χώρες. Ένα κοσμοπολίτικο άρωμα με ρίζες ντόπιες ελληνικές. Οι «ξένοι», όπως τους έλεγαν οι γηγενείς Πειραιώτες προσαρμόστηκαν όχι χωρίς δυσκολίες, μπόλιασαν το έδαφος του Πειραιά με τον μόχθο και τις αγωνίες τους, το εργατικό τους δυναμικό και επιχειρηματικό μυαλό και έγιναν ένα με τους παλαιούς γηγενείς. Απόκτησαν κοινή φωνή και πειραϊκή συνείδηση και ταυτότητα. Την ρητορική της Πειραϊκής φωνής και αντίληψης των πραγμάτων και της ζωής. Αυτή που έχει μέχρι σήμερα ο Πειραιάς. Παρά του ότι μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης των Πειραιωτών εγκατέλειψε την Πόλη κατά τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Η νοσταλγία παρέμεινε και εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία.

    Τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» είναι ένα ανάγλυφο πολύμορφο και πολύπτυχο κοινωνικό και αισθητικό πανόραμα, μία εκ των έσω Πειραϊκή τεράστιων δημοσιογραφικών διαστάσεων συνεχώς αυξανόμενη Τοιχογραφία της Πειραϊκής γης, ματιά της ατμόσφαιρά της, των ανθρώπων της, του οικιστικού της ιστού και κλίματος, του αρχιτεκτονικού της σχεδιασμού εν κινήσει στον χρόνο προς την θάλασσα και την στεριά. Με κέντρο αναφοράς το Λιμάνι και το θαλάσσιο στοιχείο που περικυκλώνει την βραχώδη και σαν πέταλο Πόλη μαζί με τα Μακρά Τείχη που την φρουρούν που οικοδόμησε ο αρχαίος στρατηγός Θεμιστοκλής. Αυτόν τον Δήμο που έχει ως καμάρι και στολίδι του το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, το γνωστό επίνειο της Αθήνας που στα αρχαία χρόνια ήτο Νήσος και κατέβαιναν οι φιλόσοφοι των Αθηνών συνομιλώντας για υπαρξιακά ζητήματα, φιλοσοφικά προβλήματα επισκέπτονταν τους Νεώσοικους, και οι σημερινοί νεοέλληνες για να γευτούν τα εδέσματα του εστιατορίου του κυρίου Λαζάρου στο Μικρολίμανο, πρώην Τουρκολίμανο. Ή να φάνε το ψαράκι τους στις ακτογραμμές της Πειραϊκής και της Φρεαττύδας που βρίσκονται οι διάφορες ταβέρνες και τα ουζερί, με τον τσίρο στο πιάτο, τις ελιές και τον παστουρμά. Αρκετοί και το παλαιό μοναστήρι-εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνα. Και φυσικά οι φίλαθλοι το Στάδιο Καραϊσκάκη και τον Ολυμπιακό του.

Τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα είναι απαραίτητα να διαβαστούν αν θέλουμε να χαρτογραφήσουμε και να γνωρίσουμε την Πόλη του Πειραιά και τους Ανθρώπους του, να αντιληφθούμε τις προσδοκίες τους, τις ιστορικές τους κινήσεις και τα όνειρά, τις ατομικές και οικογενειακές φιλοδοξίες τους τα ενδιαφέροντά τους και τις μικροασχολίες τα χρόνια αυτά των πρώτων και των μεταγενέστερων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Τις απογοητεύσεις τους και τα βάσανά τους, την φτώχεια τους και την ανάδειξή τους. Να πληροφορηθούν για την αγάπη των Πειραιωτών για τα ταξίδια και την θάλασσα, την ναυτοσύνη που έχει όπως λένε «ψωμί» αν και πικρό και ξενιτεμένο. Το επιχειρηματικό  δαιμόνιο των Πειραιωτών που τους έκαναν να προκόψουν και να σταδιοδρομήσουν στις πέντε ηπείρους. Να μάθουν για την παιδεία και την μουσική και αισθητική τους κατάρτιση και διασκέδαση, τα στέκια πολιτισμού του. Τον υπόκοσμό του και τα κακόφημα κέντρα πέριξ του Λιμανιού του, όπως έχει κάθε λιμάνι- την παραβατικότητά του, αυτό που ονομάζουμε λούμπεν προλεταριάτο, τους χαρακτηριστικούς του τύπους όπως μας τους περιγράφουν στα δικά τους μυθιστορήματα ο Πέτρος Πικρός και  ο Νίκος Τσιφόρος στις ρεαλιστικές μυθοπλασίες τους. Την δυναμική της λαϊκής του ατμόσφαιρας. Ένας χαρακτηριστικός τύπος του μάγκα και μπεσαλή Πειραιώτη είναι η φιγούρα του Σταύρακα του Θεάτρου Σκιών. Να ακούσουν για τα κουτσαβάκια και τα στέκια των ρεμπετών που έκαναν χρήση ναρκωτικών ουσιών, όπως μας τα περιγράφει στο μυθιστόρημά του " Το τάμα της Ανθούλας» ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Μάρκος Βαμβακάρης στα «Απομνημονεύματά του». Να γνωρίσουν τα σχέδια της Τραπεζικής τάξης και του Εμπορίου του Πειραιά. Ονόματα μεγάλων Ευεργετών, Θαλασσομάχων και ξωμάχων του Πειραιά. Τα «Πειραιώτικα» δίνουν όχι μόνο την μεγάλη Εικόνα και την κίνηση της Πόλης και τον εργασιακό οργασμό των ανθρώπων της αλλά και την ψυχή της και αυτή του χώρου, των κτισμάτων και της ατμόσφαιρας του πρώτου λιμανιού ευαισθησίες και κυνικότητα. Καθώς ο αυτήκοος και αυτόπτης δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας διασώζει με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα πάντα και τους πάντες που περνούν μπροστά από την όρασή του, από τις ακτίνες των ματιών του σε μία διαρκή σχέση και αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, σε μία συνεχή συνομιλία των παλαιών πειραιωτών των χρόνων του με το Πειραϊκό Τοπίο. Της παλαιάς μορφής και του κλίματος της Πόλης, τους παλαιότερους γηγενείς Πειραιώτες που φέρνει στην μνήμη του με τους σύγχρονούς του, σε μία ανοιχτή συνομιλία γνωριμία τους όχι μόνο με τους αναγνώστες της εφημερίδας που διάβαζαν τις επιφυλλίδες του αλλά και μαζί μας ακόμα και σήμερα. Σαν κατά κάποιον τρόπο νοερώς και με την φαντασία μας να αναπλάθουμε το παρελθόν και να «συν-διαμορφώνουμε» το μέλλον, με την εμπειρία του τότε και των τότε.  Είναι αν μου επιτρέπεται ο όρος ένα είδος Ληξιαρχείου Τόπου και Ανθρώπων, Καταστάσεων και γεγονότων, Σχέσεων πάνω στην κινηματογραφική οθόνη της συλλογικής κοινής μας μνήμης της Πόλης.

          Τα «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα, φυλάσσονται σε φακέλους στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά, την παλαιά δίπατη οικία του Μίμη Τραϊφόρου.  Τις προηγούμενες δεκαετίες είχανε την καλοσύνη οι τότε διευθύντριες του Ιστορικού Αρχείου της Πόλης ιστορικός Λίτσα Μπαφούνη και η Λίτσα Αναγνωστοπούλου, γνωρίζοντας τις εργασίες και έρευνές μου για τον Πειραιά να μου δείξουν το Αρχείο με τους φακέλους του Νίκου Ι. Χαντζάρα και να μου επιτρέψουν να φωτοτυπήσω ή αντιγράψω τα «Πειραιώτικα». Τα φύλλα και τα αποκόμματα των εφημερίδων ήταν αν θυμάμαι σωστά σκόρπια και κάπως ανάκατα, κάτι που σημαίνει ότι κανένας όπως φαίνεται δεν είχε ενδιαφερθεί να τα ταξινομήσει, να τα οργανώσει και να τα βάλει μελετώντας τα σε μία σειρά μετά την πρώτη καταγραφή τους από τον δημοσιογράφο και πεζογράφο Πειραιώτη με Κρητική καταγωγή Χρήστο Λεβάντα Οκτώβρης 1904- Πειραιάς 10/11/1975. Ο Χρήστος Λεβάντας αυτός ο εργατικός συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος που έγραφε και δημοσίευε στον τοπικό τύπο και σε Αθηναϊκές εφημερίδες με ψευδώνυμο ως ανταποκριτής, πχ. «Τα Νέα» είναι ο πρώτος και μοναδικός μέχρι σήμερα που ενδιαφέρθηκε συνολικά να διασώσει το υπάρχον Αρχείο του ποιητή και συναδέρφου του Νίκου Ι. Χαντζάρα, όπως διαφυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά μαζί με άλλων παλαιών και σύγχρονων Πειραιωτών. Κατέγραψε το περιεχόμενο των φακέλων (δεν θυμάμαι πόσοι φάκελοι με κορδονάκι είναι μετά τόσα χρόνια) και κυκλοφόρησε την εργασία του μαζί με εκείνη για τον διηγηματογράφο Δημοσθένη Βουτυρά. Βλέπε το μικρού μεγέθους βιβλίο, σαράντα πέντε σελίδων: Χρήστου Λεβάντα «ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ». Δημοσθένης Ν. Βουτυράς- Νίκος Ι. Χαντζάρας. Μελέτη- Βιβλιογραφία. έκδοση "Πειραϊκών Χρονικών» Πειραιάς 1952, σελίδες 45. Να συμπληρώσουμε ότι τα «Πειραϊκά Χρονικά» όπου εκδόθηκαν και άλλοι τίτλοι βιβλίων, ανήκαν στον Πειραιολάτρη Αργύρη Κωστέα όπως και το ομώνυμο περιοδικό. Τα μεταγενέστερα χρόνια μετά τον θάνατο του πειραιώτη ποιητή Χαντζάρα, συναντάμε σποραδικά σε διάφορα έντυπα ορισμένες αναδημοσιεύσεις επιφυλλίδων του και αναφορές σε αυτές δίχως πληροφορίες ή σχολιασμούς. Αν και για να είμαστε ακριβέστεροι και σωστοί, ο συγγραφέας Αντώνης Σ. Μαρμαρινός (Μαρμαράς Προποντίδος 1911/1912- 3/5/2006), το 1986 στον Πειραιά από τις εκδόσεις της παλαιάς εφημερίδας «Χρονογράφος» κυκλοφορεί το βιβλίο του, Αντώνη Μαρμαρινού, «Πειραϊκές Μορφές». «ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ». Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ). Πειραιάς 1986, σελίδες 70. Το μελέτημα στηρίζεται στα χρονολογικά αφηγούμενα από τα «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα που ο ποιητής μας είτε αυτοβιογραφείται είτε μας προσφέρει στοιχεία και δεδομένα για τις δράσεις του βίου του. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Αντώνης Σ. Μαρμαρινός που λόγο ηλικίας πρόλαβε εν ζωή τον ποιητή, είτε είχε δει το Αρχείο του Χαντζάρα, το διάβασε και επέλεξε ότι του φάνηκε χρήσιμο, είτε φύλαγε τα αποκόμματα των τοπικών εφημερίδων της εποχής του και φυσικά γνώριζε την δουλειά του Χρήστου Λεβάντα μια και τον μνημονεύει. Όπως και νάχει, ο συγγραφέας της μικρής μελέτης του για την Παιδεία  και τα Σχολεία στον παλαιό Πειραιά Αντώνης Μαρμαρινός είναι ο συγγραφέας που μας δίνει το πορτραίτο του Χαντζάρα μέσα από τις Ημερολογιακές επιφυλλίδες του στην «Φωνή του Πειραιώς» και στην εφημερίδα «Χρονογράφος». Μέχρι την σελίδα 8 είναι και από τις δύο τοπικές εφημερίδες από εκεί και έπειτα έως το τέλος όλα τα αποσπάσματα είναι από την «Φωνή του Πειραιώς» όπως σημειώνει και ο ίδιος. Αν δεν κάνω λάθος από την φωτοτυπία που έχω στα χέρια μου, το βιβλίο του Αντώνη Μαρμαρινού βρίσκεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, αλλά συναντάται και σε βιτρίνες παλαιοπωλείων σε χαμηλή τιμή. Από το 1939 λοιπόν έως το 1947 ο Μαρμαρινός χρησιμοποιεί και αντιγράφει αποσπάσματα των Επιφυλλίδων του Νίκου Ι. Χαντζάρα μεταφέροντας και σχετικά ποιήματα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στην συνολική έκδοση των Ποιημάτων του, είναι ανέκδοτα, σχηματίζοντας όμως το πορτραίτο του για εμάς τους αναγνώστες.

           Το υλικό των φωτοτυπιών που έχω στα χέρια μου σκόπευα-ήθελα να το χρησιμοποιήσω- σε μία επανέκδοση των «Ειδυλλίων» του Νίκου Ι. Χαντζάρα με επιλογή από τα «Πειραιώτικα». Τα ποιήματα των «Ειδυλλίων» είχαν παρουσιαστεί σε αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και στο περιοδικό του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου «Διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης από τον συγγραφέα και εκδότη Τάσο Κόρφη. Την σκέψη αυτή την συζητούσα συχνά με τον Δημήτρη Κρασονικολάκη αλλά σκοτούρες και τρεχάματα του βίου και έλλειψη οικονομικών πόρων ανέβαλαν την φιλοδοξία μου-μας. Όμως τα προβλήματα δεν εστιάζονταν στα λίγα ποιήματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα ήσαν εξάλλου γνωστά αυτόνομα ή από αντιγραφές τους σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και διάφορα έντυπα. Στο εύλογο σκεπτικό πόσοι σύγχρονοι αναγνώστες θα ενδιαφερόντουσαν να προμηθευτούν την έκδοση και να τα διαβάσουν εκ νέου, όσο και τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» δεν έβρισκα απάντηση. Έτσι το πρωτογενές υλικό βιβλία, φωτοτυπίες, χειρόγραφες σημειώσεις, πληροφορίες, βιβλιογραφία και ανθολόγηση που είχα αργά και σταθερά συγκεντρώσει 3 με 4 χάρτινοι φάκελοι έμενε αναξιοποίητο και κάπως άτακτο.

          Όμως για να είμαστε ειλικρινείς και σαφείς και να μην μεμφόμεθα διαρκώς τους εαυτούς μας για τις επιλογές μας. Τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» όποιος ή όποια ερευνητής ή ερευνήτρια θελήσει να τα ταξινομήσει, να τα οργανώσει, να αποδελτιώσει ονόματα και τοποθεσίες, να ξεχωρίσει συνθήκες και καταστάσεις, να σημειώσει γεγονότα να διασταυρώσει στοιχεία, να αναψηλαφήσει το παρελθόν του Πειραιά και των συνηθειών και τον χαρακτήρα και τις επιλογές των παλαιών κατοίκων του, και το κυριότερο διαβάζοντάς τα με προσοχή, θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και αδιέξοδα. Μια που η εικόνα της Πόλης δεν είναι πάντα ευδιάκριτη στις νεότερες γενιές των Σύγχρονων Πειραιωτών, εμάς που γνωρίζουμε την εικόνα της που της έδωσε ο δοτός δήμαρχος της επταετίας. Την βλέπουμε μέσα στις ελληνικές παλαιές ταινίες και δεν την αναγνωρίζουμε αν δεν μας δείξει το πλάνο Θάλασσα. Η μορφή της έχει αλλάξει, αρκετά συστατικά οικιστικά στοιχεία της, τα τοπωνυμία δεν ισχύουν πλέον, ξεχάστηκαν, μετονομάστηκαν, όπως και ονόματα δρόμων και λεωφόρων μετά την μεταπολίτευση. Το ίδιο και η ρυμοτομία της πόλης στις σχεδιαστικές της γενικές γραμμές εξυπηρετώντας τις σύγχρονες ανάγκες και συνθήκες των πολιτών στην αστικοποίησή τους. Οι παλαιοί Πειραιώτες όλοι τους έχουν φύγει, (αν δεν κάνω λάθος) έκλεισαν τον βιολογικό τους κύκλο, το ίδιο και αρκετοί συγγενείς τους. έτσι η ατομική μνήμη, η συλλογική μνήμη της Πόλης δεν υπάρχει πλέον των δεκαετιών εκείνων ούτε ως αίσθηση παιδικής ανάμνησης, παρά ίσως μέσα στις κιτρινισμένες φωτογραφίες και τις τουριστικές καρποστάλ. Ότι γνωρίζουμε είναι από άλλες έμμεσες καταγραφές, τρίτες πηγές ερευνητών και μελετητών και εξομολογήσεις ημερολογιακών και χρονογραφικών βιβλίων, μυθιστορηματικές μυθοπλασίες. Άλλα ζητήματα που αναφύονται όταν ξεφυλλίζουμε τα «Πειραιώτικα» είναι ο εντοπισμός των ακριβών στοιχείων, αρκετές ημερομηνίες είναι λανθασμένες. Άλλες αναδημοσιεύουν το ίδιο συγγραφικό υλικό με διαφορετικό κεντρικό τίτλο. Άλλα «Πειραιώτικα» δεν φέρουν ημερομηνία δημοσίευσής τους ή είναι παραλλαγμένα δημοσιευμένα σε άλλο έντυπο ή άλλη χρονολογία της «Φωνής». Υπάρχουν λάθη εντοπισμού τους που οφείλονται στην κάπως «ανοργανωσιά» του ίδιου του Νίκου Ι. Χαντζάρα στις χειρόγραφες σημειώσεις του και έλλειψη μνήμης του καθώς τα συνάζει σε τετράδια τα αποκόμματα ή τα χειρόγραφα μαζί με ποιήματά του. «Επιφανειακά» κάπως τα αντέγραψε ο Χρήστος Λεβάντας, δίχως να εξετάσει και εξακριβώσει τις πηγές, να τις διασταυρώσει χωρίς να θέλω να μειώσω την προσφορά του. Ασφαλώς ο Χρήστος Λεβάντας υπήρξε ένας δημοσιογράφος βιοπαλαιστής που δούλευε για την οικογένειά του και το καθημερινό ψωμί του για τον ίδιο και της γυναίκας του, και δεν μπορούμε να του χρεώσουμε τα λάθη και τις παραλήψεις που αναγράφονται πάνω στις φωτοτυπίες ή τα αποκόμματα των εφημερίδων του Αρχείου του Χαντζάρα. Εξάλλου, είχε και τα δικά του γραψίματα, το δικό του έργο να φροντίσει και να του δώσει την αναγνώριση. Στις δικές μου ανιχνεύσεις είχα συναντήσει και άλλα «Πειραιώτικα» σε άλλους τίτλους εφημερίδων που δεν υπήρχαν στο Αρχείο που διαφυλάσσονταν στο Ιστορικό Αρχείο της Πόλης και έτσι κατανόησα ότι δεν πρέπει να δεσμευτώ στο διασωθέν Αρχείο του ποιητή και δημοσιογράφου, ούτε να στηριχτώ σε παλαιότερα αναφερόμενα καταγραφικά δεδομένα. Έτσι παρέμεινε το εγχείρημα για την έκδοση κειμένων του Νίκου Ι. Χαντζάρα σε εκκρεμότητα, μετέωρο, αναξιοποίητο, ασχολίαστο, ακατέργαστο, τουλάχιστον από την πλευρά μου. Ασχολήθηκα με άλλα Πειραϊκά θέματα και εξαιτίας οικογενειακών προβλημάτων και άλλων δυσκολιών το δικό μου Πειραϊκό Αρχείο και πολλές σημειώσεις που είχα κρατήσει, τα βιβλία και τα περιοδικά Πειραιωτών συγγραφέων, χάθηκαν, καταστράφηκαν, αφαιρέθηκαν από την βιβλιοθήκη μου, δανείστηκαν και δεν επιστράφηκαν, χαρίστηκαν, πετάχτηκαν. Πάντα όμως με έκνιζε η Πειραϊκή υπόθεση του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα μέχρι των ημερών μας που διαισθάνομαι ότι κλείνει σιγά-σιγά ο συγγραφικός μου κύκλος-καιρός ήταν-δεν περιμένω πιά τίποτα από αυτήν την Πόλη αλλά και δεν με ενδιαφέρει, είναι πλέον αργά για Πειραϊκές έρευνες και τρεχάματα. Εδώ ο Πειραιάς λησμόνησε άλλα μεγαλύτερα πνευματικά και καλλιτεχνικά μεγέθη της Πόλης και για τον ποιητή Νίκο Ι. Χαντζάρα θα μιλούμε τώρα;

          Αποφάσισα να καταγράφω ότι έχει διασωθεί σε φακέλους στο πρώτο αυτό μακροσκελές σημείωμα, τους τίτλους και τις χρονολογίες των «Πειραιώτικων» ακολουθώντας με την σειρά μου την συγγραφική και όχι ερευνητική πεπατημένη αντιγραφής και εν διάμεσων μικρών σχολίων που είμαι σίγουρος. Σε επόμενα Σημειώματα για τον Νίκο Ι. Χαντζάρα αυτόν τον μήνα, μπαίνοντας στο Πειραϊκό Φθινόπωρο αν είμαστε καλά θα δημοσιεύσω τα «Ειδύλλια» και την σχετική Βιβλιογραφία του και ασφαλώς τις ημερομηνίες και τους τίτλους των Χρονογραφημάτων του. ΤΑ ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ θα είναι και στο μέλλον παρόντα και απαραίτητα αν αποφασίσουμε να γνωρίσουμε την ηθογραφική εικόνα, την οικιστική και την κοινωνική ιστορία του Πειραιά και των δημοτών του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025.

ΥΓ. Ας με συγχωρέσουν για άλλη μία φορά οι αναγνώστες των Λογοτεχνικών Πάρεργων για αυτά τα μακροσκελή σεντόνια που γράφω. Βλέπεις δεν εφαρμόζεται και ΦΠΑ στις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις για να ελαττώσουμε τις λέξεις.                 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Ο πειραιώτης τεχνοκριτικός Μανόλης Βλάχος

 

ΜΑΝΟΛΗΣ  ΒΛΑΧΟΣ

         ή

Ως Στρουθίον μονάζον επί Τέχνης

 

          Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ιερού ψαλμωδού του προφητάνακτα Δαυίδ, σύμφωνα με την θρησκευτική-εκκλησιαστική παράδοση, ως παραλλαγμένο τίτλο δίχως εισαγωγικά στο Πειραιώτικο αυτό σημείωμα για τον Πειραιώτη Μανόλη Βλάχο (Πειραιάς 1932-). Στον Δαυιδικό Ψαλμό 101 συναντάμε τους εξαίρετους ποιητικούς στίχους: «…Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος…». Ενώ έχουν προηγηθεί οι ωραίες ποιητικές εικόνες: «Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτοκόραξ εν οικοπέδω..». Τον αρχαίο στίχο έχει χρησιμοποιήσει σε βιβλίο του ο Πειραιώτης εικαστικός και δάσκαλος της τέχνης, σκηνογράφος, ποιητής Γιάννης Τσαρούχης. Βλέπε εκδόσεις «Καστανιώτη» 1990.

          Στην δική μου υιοθέτηση αφαίρεσα τη λέξη «δώματος» και πρόσθεσα την λέξη Τέχνη. Ενδέχεται άλλοι να έγραφαν «επί δώματος Τέχνης», όπως και νάχει με την λέξη Τέχνη, δεν περιοριζόμαστε μόνο στους χώρους των Εικαστικών Τεχνών που υπήρξε η κύρια σπουδή και εργασιακή ενασχόληση του πειραιώτη καθηγητή, σχολικού συμβούλου, πανεπιστημιακού και τεχνοκριτικού Μανόλη Βλάχου, αλλά συναριθμούμε και άλλες εκδηλώσεις και εκφράσεις των καλών τεχνών, της φιλολογίας και κλάδους της λογοτεχνίας. Πλούσιο το βιογραφικό του. Ο Μανόλης Βλάχος σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιστορία, Αρχαιολογία και Αγγλική Φιλολογία. Ως κρατικός υπότροφος συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στη Γαλλία. Ειδικεύθηκε στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής και Ισλαμικής Τέχνης. Υπήρξε επίσης αριστούχος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε στη Μέση Εκπαίδευση ως Γενικός Επιθεωρητής, ως Σύμβουλος και ως Ειδικός Πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Δίδαξε Ιστορία της Τέχνης σε διάφορες Σχολές και Κέντρα Επιμόρφωσης των Καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Επίσης την περίοδο 1992-1993 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνης (A. I. C. A.).

       Όσοι έτυχε να γνωρίσουν από κοντά τον Μανόλη Βλάχο, να συνεργαστούν και να συνομιλούν μαζί του, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, άτομα του πνεύματος και συνάδελφοί του καθηγητές, εικαστικοί δημιουργοί και απλοί πολίτες του Πειραιά, έχουν να λένε πάντα έναν καλό σεβαστικό λόγο, έναν λόγο τιμητικό για αυτόν τον μοναχικό, αξιοπρεπή, ανιδιοτελή, σπάνιο χαρακτήρα, φοβερά καταρτισμένο και μορφωμένο άτομο. Μια φυσιογνωμία σεμνή και διακριτική από τις λίγες, εξαιρετικού ανθρώπινου χαρακτήρα της Πόλης από τις σπάνιες που κυοφόρησε ο Πειραιάς στα ιστορικά βαδίσματα της πολιτιστικής του ιστορικής διαδρομής και περπάτησαν στα χώματα του, διαμορφώνοντας το πολιτιστικό του πρόσωπο πάντα θετικά και εποικοδομητικά. Γνήσιο τέκνο του Πειραιά, από Πειραιώτικη παλαιά οικογένεια ο Μανόλης Βλάχος γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε στο κέντρο της Πόλης στην οδό Σκουζέ στην πλατεία της Τερψιθέας. Όλη του την ζωή την πέρασε στον Πειραιά, εκτός από τα διαστήματα εκείνα που είχε μεταβεί στο εξωτερικό για σπουδές στις Εικαστικές Τέχνες και τις άλλες περιπτώσεις που επισκέπτονταν διάφορα μεγάλα Μουσεία του Εξωτερικού και Γκαλερί προσκεκλημένος ή για την δική του επιμόρφωση και ενημέρωση. Όταν το απαιτούσε η περίσταση να μας παρουσιάσει έναν νέο ζωγράφο, να δώσει μία ομιλία, να γράψει έναν πρόλογο στον κατάλογο μιάς Έκθεσης, όταν χρειάζονταν να αναφερθεί σε παλαιότερα και νεότερα ρεύματα της Ευρωπαϊκής ζωγραφικής, να μιλήσει για την χαρακτική ενός έλληνα χαράκτη, τα σχέδιά του σε κάποια πόλη ή νησί της Ελλάδας. Να συμμετάσχει σε κάποια ημερίδα για κάποιον φημισμένο ζωγράφο, να προετοιμάσει μία αναδρομική Έκθεση ζωγραφικής ή να αναζητήσει στοιχεία και πληροφορίες για την συγγραφική ή μεταφραστική του για τα Εικαστικά εργασία και έρευνα που πάντα με αυστηρή φροντίδα και επιστημονική επιμέλεια προετοίμαζε πριν μας προσφέρει τα εξαιρετικής αισθητικής καλογραμμένα πάντα βιβλία του. Ο Μανόλης Βλάχος χωρίς να είναι απόκοσμος ή αντικοινωνικός, ήταν και είναι (μετά την συνταξιοδότησή του) ένα μονήρες άτομο, ένα μοναχικό, ένα θα γράφαμε κάπως «ακριβοθώρητο» πρόσωπο του πολιτισμού του Πειραιά. Αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις δίχως να είναι ας το επαναλάβουμε απόκοσμος ή «σνομπ» και παρευρίσκεται σε οικεία περιβάλλοντα όταν το επιβάλει η ανάγκη των εικαστικών του και άλλων καθηγητικών του δραστηριοτήτων, Τις δεκαετίες που ήταν ενεργός επαγγελματικά. Υπήρξε πάντα προσεκτικός και επιλεκτικός στις σχέσεις του. Ευγενής πάντα με τους ανθρώπους γύρω του, διακριτικός και ολιγομίλητος στους πνευματικούς κύκλους που κινούνταν, στην γειτονιά του, δεν επέτρεπε να τον πλησιάσουν και πάρα πολύ, κρατούσε πάντα τις αναγκαίες αποστάσεις και τυπικές της γνωριμίας σχέσεις, δίχως να απορρίπτει κανέναν ή να έχει το τουπέ του φτασμένου. Ήταν προσιτός, δοτικός και καταδεκτικός με τους φίλους του, φιλόξενος και συγκαταβατικός με τα άτομα που γνώριζε από τα νεανικά του χρόνια και εκείνα που εκείνος επέτρεπε να μπουν στην ζωή και το σπίτι του τα χρόνια του βίου του και των επαγγελματικών του ενασχολήσεων. Ένας άλλος κοινωνικός παράγοντας που συνέτεινε στην μη προσπέλαση της προσωπικότητάς του από τρίτους και τον έκαναν επιφυλακτικό, είναι ότι ήταν από «γεννησιμιού του» όπως μας έλεγε, σε ακραίο ορισμένες φορές βαθμό ολιγομίλητος. Ο Μανόλης Βλάχος ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του ανθρώπου που δεν μιλούσε αν δεν του μιλούσες εσύ πρώτος, αν δεν του απεύθυναν τον λόγο οι άλλοι, αν δεν ήταν «υποχρεωμένος» να συμμετάσχει στην συζήτηση, να ακουστεί η πάντα σοβαρή και υπεύθυνη γνώμη του. Και πάλι ήταν τρομερά σφιχτός και κουμπωμένος, προσεκτικός στον λόγο και τις εκφράσεις του στις απαντήσεις και κρίσεις του. Ήταν αυτό που λέει ο λαός Σφίγγα. Τα λόγια του και οι δημόσιες επιλογές του και κρίσεις του είχαν σαφήνεια και καθαρότητα, και δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να προσβάλλει τον διπλανό του, τον συνομιλητή του ακόμα και αν δεν συμφωνούσε με τις απόψεις του. Το ιδανικότερο φιλικό άτομο ή συνεργάτης για να του εμπιστευθείς τα όποια μυστικά σου, τις αγωνίες, τα διλήμματά σου, τις αποφάσεις που θα ήθελες να λάβεις στον βίο σου ή στα επαγγελματικά σου σχέδια. Ήταν εξαίρετος συμβουλάτορας και παράλληλα αυστηρός και συγκαταβατικός, προσηνής. Γνώριζες από πρώτο χέρι και άμεσα, ότι τα λόγια που θα του εκμυστηρευόσουνα δεν θα έβγαιναν παραέξω, δεν θα έφταναν στα αυτιά τρίτων. Το ίδιο και οι όποιες κρίσεις σου για ανθρώπους της Τέχνης, για την ζωγραφική τους. Ο Μανόλης Βλάχος όπως μία φορά σε κουβέντα μας του είπα, θα ήταν ο ιδανικότερος διπλωμάτης μυστικοσύμβουλος κοντά σε έναν άρχοντα, σε έναν μαικήνα. Έβαλε τα γέλια και μου απάντησε ότι «έρχεσαι δεύτερος μου το έχουν πει και άλλοι», αναφέροντάς μου ορισμένα ονόματα και παράγοντες από τον χώρο των Εικαστικών Τεχνών που ήταν η εκπαιδευτική του ειδίκευση και σπουδή. Η δημόσια αυτή στάση του δυσκόλευε συνήθως την επικοινωνία μαζί του, στο να ξανοίγεται δημόσια, παρά του ότι στο σπίτι του στέλνονταν σε καθημερινή βάση δεκάδες προσκλήσεις από Εκθέσεις Ζωγραφικής, Εγκαίνια για να παρευρεθεί, επιθυμίες καλλιτεχνών να μιλήσει για τα έργα τους. Κάποτε του είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού να φυλάει τις προσκλήσεις και τις κάρτες και να φτιάξει ένα άλμπουμ. Δεν μου απάντησε, αλλά κατάλαβα τι θα είπε από μέσα του, μου χάρισε όμως δύο πίνακες ζωγραφικής που του είχαν δωρίσει λέγοντάς μου ότι δεν χωρούσαν άλλους τα δωμάτιά του, αν και γνώριζε ότι δεν δεχόμουν πίνακες ακόμα και αν μου άρεσαν ή λάτρευα τον ζωγράφο μια και το σπίτι μου ήταν μικρό και παμπάλαιο, κάπως ερείπιο. Επιθυμούσα μόνο ορισμένα πορτραίτα ή φωτογραφίες γνωστών ποιητών και συγγραφέων να έχω στους τοίχους για συντροφιά. Πράγματι, το ευρύχωρο, ευάερο και ευήλιο, άνετο σπίτι του Μανόλη Βλάχου ήταν ένα πραγματικό μικρό «Μουσείο», τουλάχιστον για τα δεδομένα της Πόλης του Πειραιά. Είχε την ακριβή διακόσμηση και τον προσεκτικό και λεπτομερειακό σχεδιασμό της εσωτερικής διαρρύθμισης ενός χώρου όπως το πάντα άγρυπνο και καλαίσθητο και ευαίσθητο μάτι του επιθυμούσε, το καλό του γούστο, οι αισθητικές του προτιμήσεις και προδιαγραφές επέβαλλαν. Από την ποιότητα του χρώματος των τοίχων και τις εξαιρετικές πρίζες μέχρι τα φωτιστικά και τα έπιπλα των δωματίων και της κουζίνας, των υπόλοιπων χώρων. Προσεχτικά σχεδιασμένη και εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής ξύλου ήταν και η λουστραρισμένη και καθαρή πάντα μεγάλη κεντρική Βιβλιοθήκη του με τα τζάμια. Η προσωπική του Βιβλιοθήκη με το πλήθος ελληνικών και ξενόγλωσσων βιβλίων Τέχνης και Λευκωμάτων έδινε έναν επίσης αρχοντικό τόνο και κλίμα στο σπίτι. Και σε άλλα δωμάτια υπήρχαν σε διάφορα σημεία τους βιβλία και περιοδικά τέχνης, όπως επίσης υπήρχαν εκατοντάδες σλάιντς με πίνακες ξένων και ελλήνων ζωγράφων και φωτογραφίες όταν προετοίμαζε μία εργασία του. Ήταν το απαραίτητο υλικό που συγκέντρωνε για τις έρευνές του, τα δημοσιεύματά του σε ελληνικά και ξένα περιοδικά Τέχνης και φυσικά των Βιβλίων που εξέδωσε. Ο χώρος σου έδινε την αίσθηση ότι ζούσες σε μια άλλη παλαιότερη εποχή, αναγεννησιακή, μεταφερόσουν σε μία ατμόσφαιρα όπου Πάπες και Καρδινάλιοι, πλούσιοι Μαικήνες και Τραπεζίτες συνομιλούσαν και οραματίζονταν ένα περιβάλλον ζωής των ίδιων και των οικογενειών τους με συντροφιά ζωγράφους, χαράκτες, γλύπτες, ποιητές, μουσικούς. Ζούσαν και ανέπνεαν μέσα στην Τέχνη και για αυτήν. Και όλη αυτή η καλλιτεχνική όμορφη ατμόσφαιρα μέσα στο κέντρο του Πειραιά, ποιος θα το φανταζόταν. Επιλεγμένοι πίνακες κοσμούσαν τους τοίχους. Δημοσίευε κυρίως όταν το απαιτούσαν οι υποχρεώσεις του στην πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή». Διάσπαρτα είναι τα κείμενά του- εδώ και δεκαετίες-ασυγκέντρωτα, ανέκδοτα ακόμα, αναμένουν την σύναξή τους. Μια επιθυμία μου να τον βοηθήσω να τα συγκεντρώσει απέβη μάταια, δεν  έδειξε ενδιαφέρον. Η τελευταία εσωτερική διακόσμηση της οικίας του έγινε από τον σημαντικό αρχιτέκτονα, φιλότεχνο, συγγραφέα και μεταφραστή, σχεδιαστή εξωφύλλων και επιμελητή βιβλίων, ποιητή Αλέξανδρο Ίσαρη, που έφυγε πριν λίγα χρόνια από κοντά μας.

     Ο καθηγητής και τεχνοκριτικός Μανόλης Βλάχος όπως προαναφέραμε στο σύντομο και περιεκτικό βιογραφικό του επαγγελματικά σταδιοδρόμησε ως Εκπαιδευτικός από όπου ευδόκιμα συνταξιοδοτήθηκε. Παρά του ότι έχει επιμεληθεί δεκάδες Εκθέσεις και εκδόσεις Βιβλίων Τέχνης, συνέθεσε προλόγους, δημοσίευσε πλήθος κριτικών σημειωμάτων, έχει μεταφράσει κείμενα και βιβλία από την περίοδο που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία όπως γνώριζα από τις συζητήσεις μας, μελετήματα εκπαιδευτικού περιεχομένου, ήταν πάντα προσεκτικός, σεμνός και διακριτικός και επιλεκτικός στις αποφάσεις του και τις δημόσιες εμφανίσεις του. Υπήρξε άρτιος χειριστής της Ελληνικής γλώσσας, είχε καθαρό λιτό ύφος, σαφήνεια η γραφή του με ελεγχόμενα σημάδια λυρισμού, δωρικότητα ο λόγος του. Ήταν και είναι ο ίδιος ένας καλλιτέχνης,  σχεδίαζε και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια τα κείμενά του, τα δημοσιεύματά του, λαμβάνοντας υπόψη του το έντυπο που δημοσιεύονται και τους αναγνώστες του. Διέθεται πάντα ένα ασκημένο και προσεκτικό αισθητικό βλέμμα. Διέθετε ακόμα μία δεξιότητα και καλλιτεχνική τελειότητα σε αυτά που ήθελε να μας πει και να μας παρουσιάσει. Αρετή σπάνια για συγγραφέα. Τα βιβλία που εξέδωσε έχουν άψογη αισθητική τυπογραφική και εκδοτική εμφάνιση. Εκτός από τα καλά Ελληνικά γνώριζε και άπταιστα Γαλλικά και Αγγλικά. Παρά την μεγάλη και στέρεα παιδεία και ευρεία μόρφωσή του εξέδωσε ελάχιστα βιβλία. Ο κεντρικός πυρήνας των εικαστικών του ενδιαφερόντων, ο θεματικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε ερευνητικά και συγγραφικά ήταν η μεγάλη του αγάπη, η Ελληνική και Ευρωπαϊκή Θαλασσογραφία, το Θαλάσσιο στοιχείο σε όλες του τις πτυχές και τις ανθρώπινες επεμβάσεις και προεκτάσεις του, επιδράσεις του. Μνημειακό του έργο αισθητικής και συγγραφικής τελειότητας και οργάνωσης, έκθεσης του θεματικού υλικού που συγκέντρωσε και ανθολόγησε, είναι η ογκώδης και σπάνιας έκδοσης μελέτη-βιβλίο του «Η Ελληνική Θαλασσογραφία» Αθήνα 1993. Ένας πολυτελέστατος τόμος που καταγράφει με υψηλό αίσθημα επιστημονικής, ερευνητικής ευθύνης, υψηλό ύφος γραφής, καρποφόρας και πλούσιας γλώσσας, προσεγμένης έκφρασης, καίριες ιστορικές και αισθητικές επισημάνσεις, τεκμηριωμένα στοιχεία και πληροφορίες συνθετικό και αναλυτικό βλέμμα την διαδρομή «του θαλάσσιου θέματος, η στοιχειοθεσία, η οργάνωση και η αισθητική του. Η χρονική διαδοχή των καλλιτεχνών και το ιδίωμα με το οποίο εκφράζονται είναι οι όροι της ερμηνείας, αναγκαίοι για την εκτίμηση των διαφοροποιήσεων και των μεταπτώσεών τους, αλλά δεν το υποκαθιστούν.» όπως ο ίδιος στον Πρόλογό του μας ξεκαθαρίζει. Ο ακριβής τίτλος της σπουδαίας αυτής μελέτης είναι «Η Ελληνική Θαλασσογραφία και η Ευρωπαϊκή Θαλάσσια Εικόνα». Ζητήματα που θίγονται για πρώτη φορά με επιμέλεια και φροντίδα σε θεματικές ενότητες κατανομής του υλικού και δυνατότητα «εύκολης» ανάγνωσης των κειμένων και των ζωγραφικών πινάκων από τον αναγνώστη. Λόγος και Εικόνα έδεσαν με απαράμιλλη αρμονία και τελειότητα. Μια μαγευτική έκδοση που η γραφή του τεχνοκριτικού αναδείκνυε το φωτογραφικό-των παρατιθέμενων ζωγραφικών πινάκων- υλικό, και οι πάμπολλοι πίνακες τύπων καραβιών που κοσμούν τις σελίδες σε διάφορες καιρικές συνθήκες, διανθίζουν με την χρωματική και σχεδιαστική τους ομορφάδα την αρτιότητα της αισθητικής των κειμένων και συμπλήρωναν τον οραματισμό της γραφής του συγγραφέα Μανόλη Βλάχου. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις «Ολκός» με την χορηγία του Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση και της Τράπεζας “Eurobank”. Συνεργάστηκε σταθερά με τις εκδόσεις τέχνης «Ολκός» και στην επτάτομη σειρά «Τόπος και Εικόνα. Χαρακτικά Ξένων Περιηγητών» τόμος Στ΄ Αθήνα 1983, δίπλα στα ονόματα των Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, Γιώργου Π. Σαββίδη, Αικατερίνης Κουμαριανού, Πασχάλη Κιτρομηλίδη και άλλων. Τιμητική εκδοτική ακόμα διάκριση προς το πρόσωπό και τις συγγραφικές δουλειές του υπήρξε η εκτίμηση για το ήθος και τη σοβαρότητά του ως άτομο και συγγραφέας, η οικονομική υποστήριξη για μία ακόμη φορά και η ανάληψη της έκδοσης του σπουδαίου και πολυτελέστατου τόμου του Γάλλου άγνωστου σχεδόν ζωγράφου (ακόμα και στην πατρίδα του) φιλέλληνα και αρχαιολάτρη Λουϊ Ντυπρέ (1789-1837), από το Ίδρυμα της οικογένειας Ιωάννου Σ. Λάτση και της Τράπεζας «Ευρωεπενδυτικής» που συνέθεσε ο Πειραιώτης τεχνοκριτικός. Εκδόσεις «Ολκός» 1994. Μία έκδοση που δεν απευθύνεται μόνο σε συλλέκτες και φανατικούς φιλότεχνους. Την υπογραφή του επίσης φέρουν και εκδόσεις της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Βλέπε εισαγωγή του: "Η γένεση της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής (1830-1930" στο "Λεύκωμα" της Έκθεσης στο Μέγαρο της Ε. Τ. Ελλάδας. Το πρώτο του βιβλίο, η διδακτορική του διατριβή, ήταν για τον Πειραιώτη καραβογράφο "Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907)" κυκλοφόρησε το 1974 από τις εκδόσεις «Ολκός» που άρχισε η συνεργασία του. Πασίγνωστος ζωγράφος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Βολανάκης στην Πόλη του Πειραιά άφησε πίσω του εκατοντάδες πίνακες πολλοί από τους οποίους δεν θεωρούνται δικοί του μια και ο ζωγράφος σκόρπιζε το ταλέντο του δεξιά και αριστερά για να βιοποριστεί αυτός και η οικογένειά του. Το βιβλίο προσφέρθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, από την ημερήσια απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» στην σειρά των Ελλήνων Ζωγράφων σε επανέκδοση. Συνέγραψε και εξέδωσε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1977 το «Ιωάννης Κούτσης ο θαλασσογράφος». Ένα βιβλίο για τον Σπετσιώτη ζωγράφο (1860-1953) και καραβοκύρη που ανήκει στην «Σχολή του Μονάχου».  Αξιοσημείωτη και προσεγμένη είναι και η κυκλοφορία του βιβλίου του για τον Χιώτη χαράκτη και τα σχέδια του, του Νίκου Γιαλούρη (1928-2003). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2010 και ήταν ιδιωτική έκδοση. Ο χαράκτης Νίκος Γιαλούρης ασχολήθηκε και με την ποίηση (βλέπε κριτική μας στα Λ.Π.). Βιβλία Τέχνης του Μανόλη Βλάχου που έγιναν ανάρπαστα όταν πρωτοκυκλοφόρησαν και εξαντλήθηκαν γρήγορα.  Εύκολα αναγνωρίζουμε ότι ο πειραιώτης τεχνοκριτικός και φιλόλογος Μανόλης Βλάχος υπήρξε πάντα εκλεκτικός, προσεκτικός και ίσως λιγάκι «αριστοκρατικός» στις επιλογές του. Στο τι επέλεγε να μας παρουσιάσει, για ποιόν καλλιτέχνη να μας μιλήσει, να γράψει πρόλογο. Σε ποιόν άντρα ή γυναίκα ζωγράφο θα έγραφε τον Κατάλογο της Έκθεσής του και θα τον παρουσίαζε στο φιλότεχνο κοινό. Τα νεότερα χρόνια είχε την φροντίδα και μίλησε για εικαστικούς τεχνίτες στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, στο Ναυτικό Μουσείο κλπ.

          Ο Μανόλης Βλάχος (1932-) συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λίγα εκείνα ονόματα που εκπροσωπούν επάξια και τιμούν την Πόλη του Πειραιά και εκτός των εικαστικών της συνόρων. Στον χώρο των Εικαστικών Τεχνών μελετητές και συγγραφείς έργων έχουμε τους Γιώργο Γαλάβαρη (1926-;) ιστορικός της τέχνης και συγγραφέας, Βαγγέλη Παυλόπουλο (1930-1999) τεχνοκριτικός ιδρυτής του «Πολιτιστικού Κέντρου Πειραιά» και της «Αίθουσας Τέχνης», Δημήτρη Σταματάκη (1940-1976) ζωγράφος, σκιτσογράφος, ιδρυτής του Πολιτιστικού Κέντρου «Στοά», Μάνο Στεφανίδη (1954-) πανεπιστημιακός, αρχαιολόγος, τεχνοκριτικός και συγγραφέας. Κώστας Θ. Θεοφάνους (Σμύρνη 1919-Πειραιάς 1/4/2008), ποιητής, μεταφραστής και δάσκαλος Γαλλικών, τεχνοκριτικός και πρώτος καταγραφέας της Εικαστικής διαδρομής του Πειραιά και των ζωγράφων του.

          Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα και επαναλάβαμε, στο σημείωμά μας για την απώλεια του Πειραιώτη Φώτη Πετρόπουλου, που ταξιδεύει πλέον σαν πειραϊκό γλαροπούλι ανάμεσα στα κατάρτια και ιστία των πειραιώτικων καραβιών και ιστιοφόρων, του τελευταίου ίσως Πειραιώτη που πρόλαβε εν ζωή τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, τον πανεπιστημιακό και μεταφραστή Ηλία Κυζηράκο (φευγάτο γλαροπούλι και αυτός) και τον Μανόλη Βλάχο τους πρωτογνώρισα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μετά την Μεταπολίτευση, στην οικία των Φώτη Πετρόπουλου και της συζύγου του Ιωάννας Βλάχου. Έκτοτε, οι επαφές μας συνεχίστηκαν προσκαλούμενες πολλές φορές στο σπίτι του από τον Μανόλη Βλάχο και ερχόμενος και εκείνος στο δικό μου. Οι φιλικές και πνευματικές σχέσεις μας, η κοινή μας επίσκεψη σε Εκθεσιακούς χώρους, Μουσεία και παρακολούθηση κινηματογραφικών ταινιών και θεατρικών παραστάσεων μαζί με τον Βλάχο, οι συζητήσεις και οι συμβουλές του συνεχίστηκαν για αρκετές δεκαετίες και ήσαν πάντα εποικοδομητικές και επωφελείς. Μία ακόμα αιτία συναντήσεών μας υπήρξε και το γεγονός ότι ο Μανόλης μην γνωρίζοντας Γραφομηχανή και έχοντας εγώ αγοράσει και χρησιμοποιώντας μία στο σπίτι μου, γνωρίζοντας να γράφω σε αυτήν, έρχονταν και έγραφα στην Γραφομηχανή μου αρκετά εικαστικά του δημοσιεύματα, αποσπάσματα από χειρόγραφα κείμενά του της «Θαλασσογραφίας» του, από τις μεταφράσεις του, του Λουϊ Ντυπρέ. Ήταν μάθημα και χαρά μου να βλέπω μελέτες σιγά-σιγά συγγραφικά και ερευνητικά να ολοκληρώνονται τα κομμάτια, τα αποσπάσματα των σημαντικών αυτών βιβλίων του. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι ήταν ένα «σχολείο» για μένα στο πώς ένα συγγραφικό παζλ αργά και σταθερά συμπληρώνεται και παίρνει την οριστική, την τελειωτική του μορφή. Έτοιμο να δοθεί στην δημοσιότητα, να φτάσει στα χέρια του αναγνωστικού κοινού με την καλαισθησία που οφείλει να έχει. Έχω διαβάσει τα βιβλία του (εκτός εκείνου για τον Ιωάννη Κούτση). Χρόνια μετά την γνωριμία μας πρέσβευε ότι μάλλον δεν συμφωνούσε με την κυκλοφορία του, χρειάζονταν άλλη επεξεργασία, αλλά δεν επεκτείνονταν περαιτέρω. Για την «Θαλασσογραφία» δημοσίευσα κείμενο στο περιοδικό «Το λιμάνι». Όπως και νάχει τα βιβλία του προσέχθηκαν και αγαπήθηκαν ιδιαίτερα, τα άρθρα του σχολιάσθηκαν επαινετικά, ο ίδιος σαν πνευματική προσωπικότητα πέρα και πάνω από την Πόλη του Πειραιά έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης και θαυμασμού στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Έχει μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες. Σεβασμό και εκτίμησης έχαιρε και από το εκπαιδευτικό περιβάλλον που σταδιοδρόμησε επαγγελματικά μέχρι την συνταξιοδότησή του.

     Ο Μανόλης Βλάχος πριν ακόμα την γνωριμία μας ήταν μέλος της Φιλολογικής Στέγης του Πειραιά-και από τα πριν της επταετίας χρόνια αν δεν κάνω λάθος- και συμμετείχε στις πνευματικές της εκδηλώσεις και παρουσιάσεις Εκθέσεων. Αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό κρίκο της Ιστορικής διαδρομής της Πειραϊκής Σχολής Λογοτεχνίας, των Γραμμάτων και των Τεχνών, της παράδοσης της Πόλης. Ας φέρουμε στην σκέψη μας ότι σύμφωνα με γρήγορους υπολογισμούς οι εικαστικοί τεχνίτες του Πειραιά όπως τους κατέγραψε στα βιβλία του ο Κώστας Θεοφάνους και εγώ τους συνπλήρωσα στο δικό μου βιβλίο υπερβαίνουν τα 300 ονόματα, δεν είναι και λίγοι για μια εργατούπολη, προσφυγομάνα. Για την ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων να αναφέρουμε, ότι όταν μου προτάθηκε να κάνω την ραδιοφωνική εκπομπή «Τα Μακρά Τείχη» στην ελεύθερη ραδιοφωνία του Καναλιού-1 στα πρώτα του βήματα, σκέφτηκα να απευθυνθώ στον Μανόλη να μου δώσει μία συνέντευξη να αρχίσω την ραδιοφωνική εκπομπή, και εκείνος προς τιμή του αφού συζητήσαμε και με συμβούλευσε ότι ήταν πρέπον να ανοίξω την αυλαία της εκπομπής με συνέντευξη του τότε προέδρου του φιλολογικού σωματείου και ιστορικού Γιάννη Χατζημανωλάκη και έτσι έπραξα, παρουσιάζοντας τον και μιλώντας για την πορεία της ΦΣΠ, που ο υποφαινόμενος δεν υπήρξε μέλος της. Μετά από μερικές εβδομάδες σχεδιάσαμε, για την ακρίβεια ο Μανόλης σχεδίασε ένα πλάνο παρουσίασής του στα «Μακρά Τείχη» γράψαμε την εκπομπή στο μικρό κασετοφωνάκι που είχα τότε, και περίμενα αφού στρώσει η εβδομαδιαία εκπομπή και αποκτήσει ένα σταθερό μικρό ακροατήριο να παρουσιάσω την συνομιλία μας. Δυστυχώς τα «Μακρά Τείχη» σταμάτησαν, δεν άρεσαν στην νέα διεύθυνση Βέλιου- Θεοδωρόπουλου. Μου έμειναν οι κασέτες με διάφορους λογοτέχνες του Πειραιά.

Η φιλική μου σχέση με τον Μανόλη Βλάχο διατηρήθηκε, οι επαφές μας ήταν συχνές, και ο σεβασμός προς το πρόσωπό του και το έργο του παρέμεινε σταθερός. Διαισθάνομαι χαμογελώντας ότι το μη άκουσμα της συνέντευξής του στο Ραδιόφωνο του Πειραιά ίσως και να τον ανακούφισε. Ήταν και παρέμεινε πάντα αρκετά σεμνός και διακριτικός, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πάντα συμβουλευτικός και υποστηρικτικός προς τους στενούς του φίλους και συνεργάτες, ίσως κομμάτι δύσκολος, αυστηρός αλλά δίκαιος στις κρίσεις του. Αρκετά δημοσιεύματα μεγαλόσχημων καλλιτεχνών πέρασαν από την δική του συγγραφική πένα και χτένισμα.

          Ο πειραιώτης Μανόλης Βλάχος ας μην φοβηθούμε να το επαναλάβουμε είναι μιας σπάνιας ευαισθησίας και παιδείας, μόρφωσης πρόσωπο. Ένα άτομο που σκιτσάριζε ο ίδιος την δημόσια εικόνα του. Εκείνος αποφάσιζε και οριοθετούσε το πλαίσιο και τα στοιχεία εκείνα που ήθελε να παρουσιάσει στις σχέσεις του με τους διπλανούς του. Έστω και έτσι, η θερμότητα της δημόσιας προσωπικότητάς του ήταν εμφανής. Με νοσταλγία θυμάμαι πόσο ευχαριστήθηκε όταν δημοσίευσα κριτικά μου σημειώματα για βιβλία του. Χαίρονταν και ταυτόχρονα ντρέπονταν σαν μικρό παιδί που μιλούσαν για Εκείνο και το έργο που άφηνε πίσω του. Η συμβολή του στον χώρο και τομείς των Εικαστικών Τεχνών μεγάλη και σημαντική. Εργασιακό και συγγραφικό μοντέλο για αρκετούς νεότερούς του. Ανάδειξε αρκετούς έλληνες ζωγράφους και πρόβαλε την ελληνική ζωγραφική στο εξωτερικό. Μας μίλησε για έργα ξένων ζωγράφων που επισκέφτηκαν την Ελλάδα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έργα και σχέδια που απεικονίζουν την εικόνα της χώρας και των ελλήνων τα δύσκολα αυτά της σκλαβιάς χρόνια. Κάτι που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι ο Μανόλης Βλάχος έτρεφε μια ιδιαίτερη, μεγάλη αγάπη για την Ισλαμική Τέχνη, πάντα μιλούσε για αυτήν και μας πρότεινε να την γνωρίσουμε. Έννοια του πώς θα διαχειριστούν οι φυσικοί του κληρονόμοι την Βιβλιοθήκη του και τους πίνακές του. Και κάτι που σε εμένα έκανε μεγάλη εντύπωση σαν αναγνώστη βιβλίων και περιοδικών. Όλα τα βιβλία του Μανόλη Βλάχου είναι «άθικτα» σαν να είναι μόλις σήμερα αγορασμένα. Ο Μανόλης Βλάχος όπως φαντάζομαι και αρκετοί άλλοι, διάβαζαν και διαβάζουν τα βιβλία αλλά δεν σημείωναν στο περιθώριο και στις σελίδες τους, κρατούσαν ξεχωριστές σημειώσεις σε φύλλα. Με τον τρόπο αυτό της ανάγνωσης τα Βιβλία παρέμεναν άθικτα, καινούργια. Αντίθετα από άλλους όπως ο γράφων που «βασανίζει» το βιβλίο το γεμίζει με σημειώσεις στο πλάι με στυλό ή μολύβι και χαίρεται όταν διαβάζει το τι σημείωσε ο προηγούμενος αναγνώστης στην δική του ανάγνωση. Ο Μανόλης Βλάχος δεν διάβαζε μόνο βιβλία των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, βιβλία και περιοδικά των Εικαστικών Τεχνών, ήθελε να είναι ενημερωμένος τόσο για την ελληνική όσο και για την ξένη γραμματεία. Διάβαζε ποίηση, μυθιστορήματα, δοκίμια, όπως έλεγε για να είναι ενημερωμένος για τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα, τις λογοτεχνικές τάσεις, στο πως εξελίσσεται και χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα από τους νεότερους σε ηλικία δημιουργούς, τις νέες γενιές των συγγραφέων. Επέλεγε και απόρριπτε συγγραφείς αλλά διάβαζε. Εμπλούτιζε τις γνώσεις του και πρότεινε στους φίλους του νέες εκδόσεις. Τις φιλολογικές εκδόσεις που αγόραζε τις χάριζε ή τις πετούσε μια και τα ράφια της Βιβλιοθήκης του και άλλων χώρων του ευρύχωρου σπιτιού του κατελάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά βιβλία Τέχνης και Λευκώματα.

          Θα όφειλε ο Δήμος Πειραιά να τιμήσει με την σειρά του αυτά τα αξιοσημείωτα και προβεβλημένα παιδιά του που τον τίμησαν πριν φύγουν για το αιώνιο ταξίδι ή τους καθηλώσουν στο κρεβάτι οι διάφορες ασθένειες; Όχι ότι το έχουν ανάγκη αλλά να, βρε παιδιά του Πειραιά που ασχολείστε με τον Πολιτισμό της Πόλης, ας μην είσαστε- είμαστε σφιχτοί στις τιμητικές μας αναφορές σε πρόσωπα και άτομα τέτοιου Πειραϊκού μεγέθους και ποιότητας, ήθους ζωής και συμπεριφοράς.

Όπως έγραψε ο αρχαίος ιστορικός η Πόλη και τα Τείχη που την φρουρούν είναι το έμψυχο ανθρώπινο υλικό της. Ας μην το λησμονούμε. Κάνω λάθος ή φλυαρώ και μιλώ επί ματαίω!

ΥΓ. Το απόσπασμα του ποιήματος που αντέγραψα στο προηγούμενο σημείωμα για την απώλεια του Πειραιώτη Φ. Π. ήταν από το ποίημα «ΑΣΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ» του Θεόδωρου Ξύδη.

Η νιότη σου ως του κήπου γιασεμί,

που όλο πληθαίνει.

          Σα χυμένη ανάσα.

Μεσ’ στην ημέρα πάλλευκη θωριά.

Όψη που φέρνει θείον αναπαμό

στα μάτια.

          Είναι για τ’ άγγιγμα του πράου,

του τρισευγενικώτερου χεριού.

Κι’ ένα πουλί, ένα αηδόνι, στο λιγνόφυλλο

κλαδί του.

              Ο μικρός τραγουδιστής,

που αρχίζει το τραγούδι της αυγής,

και τ’ άσματα της εσπέρας το σταλάζει

σε αγιόκλημα.

          Κελάδημα θερμό

σε αγράμπελη’ παθητική φωνή.

Η τέλεια καλωσύνη της ψυχής

παντού απλωμένη.

          Ο πόθος της λαλιάς,

που δε βαστάει για να τον κλείσουν στο κλουβί,

 

Κι’ έρχεται από τις ώρες μιά, η Ηώς,

και έχει αδελφό τον Ήλιο.

          Σύντομη χαρά

στο διάστημα του χρόνου του διαβάτη,

ρίγος απρόσμενο στην έκφραση.

Ροδοστεφανωμένη.

          Ροδοδάχτυλη.

Κι’ ας την παραμονεύει ο χαλασμός!

 

Ψυχή ακατάλυτη, άφθαρτη, σε παίρνουν

οι σκόρπιες αύρες’

          με τα μύρα των βουνών,

με των γιαλών την κυματόφερτη δροσιά.

Κι’ εσύ, μακάριο πνεύμα, ταξιδεύεις

σα ρεμβασμός.

          Τ’ ακτινοβόλημά σου

στο πρόσωπο λυσίπονη γαλήνη.

Η άκρα ευδαιμονία του παντός

μακρυά απ’ τα πάθη’

          με την προσδοκία

χαίρεται τ’ άγιο τρόπαιο της σιγής.

Είπαν, ο ήχος του θανάτου είναι βαθύς’

το σύμβολό του μυστικό’

          πανάρχαιος λόγος:

η ομάδα των παρθένων που θρηνεί.

Όχι’ δεν είναι από το βάρος της θανής.

Να μη το πούμε μοιρολόγι.

          Άσμα θανάτου,

που δε γνωρίζει πίκρα’ ούτε χαρά.

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

28/8/ 2025.

Ημέρα Μνήμης Μικρασιάτικου Προσφυγικού Ελληνισμού