Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΦΟΝ ΚΑΝΤ

 

 ΜΠΕΤΥ  ΑΡΒΑΝΙΤΗ:

«ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑ ΦΟΝ ΚΑΝΤ»

 

Σάββατο βράδυ. Σε λίγο θ’ αρχίσει η προτελευταία παράσταση. Στριμωχνόμαστε στο μακρόστενο καμαρίνι της Μπέττυ Αρβανίτη. Ιδρώνουμε’ έχουν πιάσει κιόλας οι ζέστες. Η Μπέττυ γελάει: «Καλώς τα παιδιά μου. Τι θα πιείτε;»

     Άνεση. Αυτή η λέξη μας έρχεται στο μυαλό. Εμείς «κουμπωμένοι» ακόμη. Έχουμε και τις προηγούμενες κακές εμπειρίες απ’ όσους προσπαθήσαμε να τους πάρουμε συνέντευξη. Της το λέμε. Η Μπέττυ απορεί: «Γιατί, βρε παιδιά.. Αλίμονο να μην ήθελα να ακούσω τη γνώμη ανθρώπων που βρίσκονται πιο κοντά στις καταστάσεις του έργου.» Είχαμε συνηθίσει να μας κλείνουν, στην καλύτερη περίπτωση, «ευγενικά» την πόρτα.

          Οι καφέδες έρχονται… Και η κασέτα καταγράφει μια φωνή που όσο περνάει η ώρα, τόσο και περισσότερο γίνεται αυτή, της Πέτρα φον Καντ…

Με τον θίασο «Πράξη» ξεκίνησες την καλλιτεχνική σου πορεία μ’ ένα «περιθωριακό» έργο και μάλιστα ομοφυλόφιλο. Πώς έγινε η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου έργου;

          Πάρα πολύ απλά. Κατ’ αρχήν ο Φασμπίντερ ήταν ένας άνθρωπος που με απασχολούσε: δηλ. η δουλειά του, η πορεία του, η ζωή του-γιατί εγώ δεν τα ξεχωρίζω και πάρα πολύ αυτά τα πράγματα-μ’ απασχολούσαν. Ήταν ένα άτομο ακραίο, απελπισμένο, είχε τη δυνατότητα να ρισκάρει πράγματα- και το έκανε-πράγμα που μου ήταν άκρως γοητευτικό και ερεθιστικό…. Από κει και πέρα, εκτός απ’ το κινηματογραφικό έργο, ήξερα την ύπαρξη της Πέτρα φον Καντ, η οποία με βασάνιζε πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι το έργο δίνει μια δυνατότητα να προχωρήσει σε κάποια πράγματα ένας ηθοποιός, ψάχνοντας μ’ έναν άλλο τρόπο κι όχι ακολουθώντας την πεπατημένη οδό. Ύστερα, όλο το έργο μοιάζει μ’ ένα σκίτσο’ σου παρέχει τη δυνατότητα να πεις και συ πράγματα μέσ’ απ’ αυτό. Πέρ’ απ’ αυτά, δεν κρύβω ότι ο ρόλος ήταν συγκλονιστικός. Προκλητικός από κάθε πλευρά για έναν ηθοποιό που θέλει να δοκιμάσει πέντε πράγματα διαφορετικά…  Και κατά την γνώμη μου έχει πίσω του κάτι τελείως κλασικό: το μελόδραμα, που σε συνδυασμό με το ίδιο το άτομο της Πέτρα και το γεγονός του ότι είναι ολόκληρο το έργο βιωματικό (του Φασμπίντερ) το κάνουν πολύ προκλητικό, ώστε να το διαλέξει κάποιος.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της δημιουργίας του θιάσου «Πράξη»;

          Η αλήθεια είναι πώς δεν μπορείς να δείξεις το πραγματικό σου πρόσωπο αν δεν έχεις έναν δικό σου χώρο. Αναγκάζεσαι να παίρνεις την οποιαδήποτε ταμπέλα που  σου δίνεται-δηλαδή να σ’ επιλέγουν κι όχι να επιλέγεις. Μέσα από διαφορετικούς δρόμους ο Περικλής Μουστάκης- που είναι πιο νέος ηθοποιός από μένα-και γω, βρεθήκαμε σ’ ένα αδιέξοδο. Αισθανθήκαμε ότι είχαμε μια κοινή αγωνία και μια κοινή αισθητική πάνω στα πράγματα και μας δόθηκε η ευκαιρία από κάποιους άλλους ανθρώπους που μας πίστεψαν και μας βοήθησαν να έχουμε αυτόν τον χώρο…. Απόδειξη γα το ότι μας ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα η πορεία του θιάσου είναι ότι ξεκινάμε μ’ ένα έργο που ο Περικλής δεν παίζει, γιατί είναι  άντρας. Ακόμη και τα κριτήρια της επιλογής των συνεργατών βρίσκονταν στα πλαίσια μιας κοινής αισθητικής μιας κοινής γλώσσας. Μακάρι να δουλεύουμε αιώνια μαζί, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί απ’ τις ανάγκες των έργων και τίποτε άλλο.

Στην Ελλάδα η μοίρα των καλλιτεχνών που τολμούν ν’ ανεβάσουν  gay έργο είναι, συνήθως, είτε διασυρμός είτε η ταύτιση τους με το συγκεκριμένο πρόσωπο που υποδύονται (από εφημερίδες, περιοδικά). Σ’ επηρέασε αυτό στην απόφαση ν’ ανεβάσεις την «Πέτρα φον Καντ;»

          Θα το θεωρούσα πάρα πολύ ντεμοντέ και σαχλό να σταματήσω εκεί… Είναι σαν να λέμε: «δεν παίζω την Μήδεια επειδή σκότωσε τα παιδιά της!» Για μένα αυτά τα πράγματα είναι τελείως ξεπερασμένα και γελοία- χωρίς, βέβαια να σημαίνει σταματάει το πρόβλημα. Εγώ δεν πιστεύω πως οι gay είναι μια διαφορετική ομάδα ατόμων που ερωτεύονται διαφορετικά από άποψη συναισθήματος. Έχουν μια πρακτική διαφορετική’ κέφι τους, καπέλο τους… Και στο κάτω-κάτω ποιος ξέρει, πώς εγώ, πρακτικά, βιώνω τον έρωτα; Πρέπει, δηλαδή, να ‘ναι κανείς κάτω απ’ το κρεβάτι μου για να το ξέρει. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα πάνω στο οποίο δεν έχω κανένα ταμπού. Το θεωρώ τελείως φασιστικό να χωρίζουμε έτσι τους ανθρώπους! Είναι σαχλό κι αποτελεί μεγάλη ψευτιά!

…. Η ερώτηση έγινε, ακριβώς γιατί οι δημοσιογράφοι έκαναν πάντα μια στερεότυπη ερωτησούλα «είχατε αντίστοιχες εμπειρίες, κ. Αρβανίτη, και ανεβάζετε την Πέτρα φον Καντ;» Αυτού του είδους οι ερωτήσεις σ’ επηρέασαν;

          Όχι, δεν μ’ επηρέασαν καθόλου. Αλίμονο, τώρα… Η απάντησή  μου ήταν πάντα: «θα μπορούσα να έχω, θα μπορούσα να μην έχω. Θέλεις την πραγματικότητα; Ενδιαφέρει αυτό κανέναν; Αν ενδιαφέρει, δεν έχω. Αλλά αυτό είναι τυχαίο’ εντελώς τυχαίο». Δηλαδή, και; Τι σημαίνει αυτό; Είναι σαν να τους ενδιαφέρει  τι χρώμα έχουν τα μαλλιά μου- ξανθά ή μελαχρινά; Δεν πιστεύω ότι αυτό έχει να κάνει σε σχέση με τον ρόλο, την δουλειά του ηθοποιού. Το αν μ’ αρέσει να κοιμάμαι με γυναίκες ή με άντρες; Πρόβλημά μου… Επειδή παραδέχομαι ότι τον ηθοποιό τον αντιμετωπίζουν διαφορετικά γιατί είναι γνωστός, προσπάθησα ν’ απαντήσω- πάντα- μ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο’ τώρα, το τι γράφτηκε είναι άλλη ιστορία…

Ο κόσμος συνηθίζει να ταυτίζει ένα γνωστό καλλιτέχνη με κάποιον ρόλο του π.χ. τον Μινωτή με τον Οιδίποδα. Θα δεχόσουνα, ύστερα από χρόνια ας πούμε, να σε ταυτίζουν ακόμη με την Πέτρα;

          Ναι, παραδέχομαι ότι το κοινό «ταυτίζει». Αλλά το να με ταυτίζουν με την Πέτρα φον Καντ ακόμη κι ύστερα από καιρό, θα ‘ναι προσωπικό μου πρόβλημα. Δηλαδή, δεν θα έχω κάνει κανέναν άλλο ρόλο, και θα έχει μείνει αυτός ως καλύτερος’ το θέμα είναι καθαρά καλλιτεχνικό.

          …. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο, αν θέλετε, το άκουσα από μια κοπέλα λεσβία που είχε έρθει να δει την παράσταση και την σχολίαζε σ’ ένα χώρο που βρισκόταν ένας φίλος μου ομοφυλόφιλος- έχω πάρα πολλούς φίλους gay. Του ‘λεγε λοιπόν πως της άρεσε, προσθέτοντας του σαν σχόλιο (προφανώς επειδή της άρεσε και εμφανισιακά) πως «να, είδες! Οι λεσβίες μπορούν να είναι και ωραίες, να μακιγιάρονται» κλπ. Και λέει αυτός «ναι, αλλά την Μπέττυ την ξέρω- δεν είναι». Οπότε γυρνάει αυτή και του απαντά «άστα αυτά, που δεν είναι! Είναι, 100%...». Εγώ, αυτό, το θεώρησα σαν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο σαν ηθοποιός. Είναι πολύ-πολύ σπουδαίο να ‘χω καταφέρει να πείσω έναν άνθρωπο που έχει εμπειρίες! Αντίθετα θα μπορούσα να πω «α, μα γιατί…» κλπ. Όμως, θεωρώ, πως ακριβώς επειδή υποδύομαι μια γυναίκα που ερωτεύεται μια γυναίκα, πρέπει να πίσω. Είναι σπουδαίο να το καταφέρνω… μακάρι να πείθω πάντα!

Τη μέρα που είχαμε έρθει να ζητήσουμε την συνέντευξη περιμέναμε στον διάδρομο, ακούγοντας σχόλια. Περνούσε μια κυρία, λοιπόν, άνω των 60, η οποία είπε στην διπλανή της: «Βρε την Μπέττυ, είδες τι έκανε;»…

          Είδανε την Μπέττυ δηλαδή, όχι το έργο… Η Μπέττυ που ήταν έτσι και τι έκανε τώρα;… (Γελάει)

… Φαίνεται πώς σοκάρουν οι καταστάσεις, όσο και η κάπως ωμή γλώσσα του κειμένου. Το αντιλαμβάνεσαι αυτό στις αντιδράσεις του κοινού; Και πόσο επηρεάζει την στιγμή που βρίσκεται στην σκηνή;

          Η αλήθεια είναι ότι δημιουργείται μια φοβερή αίσθηση. Γίνεται μια «χημεία» μεταξύ του κοινού και του ηθοποιού. Αντιλαμβάνομαι τα πάντα’ το πώς ακριβώς αντιδρούν οι θεατές, κάτω… Και γι’ αυτό τον λόγο μπορώ να πω πώς ευθύνεται και το κοινό για την παράσταση. Δηλαδή, όσο δίνουμε εμείς, τόσο παίρνουμε κι εμείς, κι ανάλογα με το κοινό μπορείς να κάνεις ή να μην κάνεις καλύτερη ή χειρότερη παράσταση’ είναι και το κοινό συνυπεύθυνο. Ειδικά σ’ αυτό το θέατρο, που η απόσταση ηθοποιού- θεατή δεν είναι παρά μια ανάσα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην νιώσεις τις αντιδράσεις. Κι υπάρχει κάτι πολύ ενδιαφέρον σχετικά μ’ αυτήν την παράσταση: πράγματι, κάποιες Τετάρτες απόγευμα που έρχονται ηλικιωμένες-χιλιάδες μεγάλες γυναίκες-γιατί είναι η απογευματινή, όταν πέφτουν οι πρώτες τολμηρές λέξεις π.χ. στο «άντε γαμήσου», ακούς ένα «αααα!...»- για να μην πούμε τι γίνεται στο «πούτσο» σκοτωμός! Κι ύστερα, αυτό το ίδιο κοινό που λέει «αααα!...» καταλήγει στο εξής-κι αυτό είναι κλασικό: «Όμως δεν σοκάρει καθόλου…» Πιστεύω πώς όταν ένα πράγμα δεν δίνεται σκανδαλοθηρικά απλά και μόνο, αλλά έχει σαν υπόβαθρο μια καλλιτεχνική διαδικασία, δεν μπορεί να σοκάρει. Μπορεί να κάνει, απλώς, το κοινό να «ταρακουνηθεί».

Τη σκηνή με το κρεβάτι, τη σκεφτόσουνα; (σε σχέση με το κοινό)

          Αμέ, πώς δεν την σκεφτόμουνα! Την σκεφτόμουνα, αλλά τι να κάνουμε. Και κείνο το φιλί το μοναδικό που υπάρχει κόβεται γρήγορα-γρήγορα; Το έργο δεν είναι τοποθετημένο σε τέτοιου είδους σημάνσεις. Είναι αρκετά δυνατό ώστε να μην τα χρειάζεται αυτά.

Ίσως να διευκολύνει το κοινό και το στοιχείο του μελό που υπάρχει.

          Σίγουρα, γιατί με το μελό ταυτίζονται όλοι. Είτε κλαις για τον γκόμενό σου, είτε για την γκόμενά σου είτε για το σκύλο σου, ο κόσμος ταυτίζεται με τέτοιου είδους ιστορίες. Κι επειδή εδώ, κακά τα ψέματα, πρόκειται για μια ακραία ιστορία πάθους που όλοι οι άνθρωποι μ’ έναν τρόπο ή την έχουν ζήσει ή την έχουν ονειρευτεί ή την έχουν δει πλάι τους, πρόκειται δηλαδή για μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ο κόσμος ταυτίζεται. Δεν σταματάει μόνο στο «οι άνθρωποι που έχουν τέτοιες ιδιαιτερότητες έχουν την δυνατότητα να ερωτευτούν τόσο τρελά» Αυτό, άλλωστε, είναι χαζό, όλος ο κόσμος μπορεί να ερωτευτεί έτσι τρελά…

Νομίζεις πώς ο κόσμος-η πλειοψηφία των θεατών- μένει σ’ αυτήν την σκαμπρόζικη επιφάνεια του θέματος ή τελικά καταλαβαίνει το μάθημα ερωτικής συνύπαρξης που δίνει ο Φασμπίντερ;

          Νομίζω πώς όχι, ο κόσμος δεν μένει στην επιφάνεια. Το καταλαβαίνει αυτό το «μάθημα». Και ο επιπλέον λόγος που ισχυρίζομαι ότι το έργο δε σοκάρει τελικά (μέχρι και παιδάκια μας φέρνουν, κι ας λέμε «όχι παιδάκια» κι αυτό περισσότερο για να μην μας χαλάσουν την παράσταση…), είναι ότι το όλο του ενδιαφέρον είναι ότι εμφανίζει ένα συνηθισμένο μοντέλο σχέσης’ είναι σχέσης εξουσίας περισσότερο…

Πάνω σ’ αυτό. Βλέπουμε πως όλα στην τάξη της Πέτρα φον Καντ έχουν αγοραστική αξία (π.χ. το σώμα της Κάριν, ή ακόμη κι αυτή η μητρική αγάπη). Συνεπώς στο έργο παίζει ρόλο τόσο ο συναισθηματικός, όσο και ο οικονομικός παράγοντας. Ποιός κατά την γνώμη σου υπερισχύει; Ποιόν φαίνεται να ήθελε να προβάλλει ο Φασμπίντερ;

          Δεν ξέρω τι ήθελε να προβάλλει, τελικά, ο Φασμπίντερ. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω. Κι έχω μια άποψη πάνω σ’ αυτό. Επειδή ακριβώς ήταν ένας άνθρωπος προοδευτικός πάντα μπροστά, δεν θα έκανε σήμερα την Πέτρα φον Καντ έτσι όπως την έκανε τότε-που ήταν υπέροχη. Θα την έκανε διαφορετικά. Π.χ. δεν θα μεταχειρίζονταν στα άκρα αυτόν τον κλασικό γερμανικό εξπρεσιονισμό, όπως έκανε. Σίγουρα το έργο θα είχε άλλη φόρμα και πιθανότατα άλλο τέλος. Αλλά, πάνω στην ερώτηση, εκείνο που έχω να πω είναι ότι πράγματι υπάρχουν στο έργο τα «πάρε δώσε», όπως υπάρχουν και σ’ όλη την ζωή. Τώρα, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν μπορούμε να το περιορίσουμε στην καθαρά οικονομική σχέση. Π.χ. η Πέτρα έχει κι αυτή κάποια εξάρτηση απ’ την μάνα της… Γιατί της δίνει τα λεφτά; Γιατί φέρεται σαν παιδάκι μπροστά της. Γιατί λέει ψέματα ακόμα; Υπάρχει μια εξουσία άλλου τύπου, όχι μόνο οικονομική. Και συναισθηματική. Γιατί αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πιο απλά «πόσο θέλεις, τόσα» και τελειώσαμε. Δεν θα υπήρχαν άλλε εμπλοκές. Η Πέτρα με τα λεφτά της, την γνώση της, μ’ αυτά που προσφέρει είναι εξουσιαστής, αλλά στην πορεία του έχουν γίνει εξουσιαζόμενη… Όλο το ενδιαφέρον είναι η ανατροπή των σχέσεων.

Παρενθετικά, μια και μίλησες για τον κλασικό γερμανικό εξπρεσιονισμό… Η υπερβολική θεατρικότητα που απαιτεί η σκηνοθεσία του κειμένου και που ξένισε το πιο ευπροσάρμοστο κοινό του Βερολίνου, έγινε εδώ εύκολα αποδεκτή;

Πράγματι, αν και η Πατεράκη (η σκηνοθέτιδα) τον έχει αποφύγει πολύ, το κοινό-αρχικά- το ξενίζει. Τους προβληματίζει η περίεργη εκφορά του λόγου, η περίεργη ακινησία, το στυλιζάρισμα. Αλλά ύστερα μπαίνουν στο νόημα. Συλλαμβάνουν ότι το έργο για ν’ αναδειχθεί χρειάζεται κάποιο συγκεκριμένο στυλ-ότι όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Δεν μπορείς να πάρεις κάποιον τελείως ανέτοιμο και να τον βάλεις στο κλίμα αμέσως, αλλά στην πορεία τον κερδίζεις. Ύστερα, σε κάποια στιγμή σταματάει το στυλ, και το έργο γίνεται πιο βιωματικό….

Μιλώντας για την Πέτρα φον Καντ, τι θα λέγατε γενικά;

          Δεν θα ‘θελα να δώσουμε κάποιο συγκεκριμένο «τίτλο» στα πρόσωπα. Θα ήταν μάλλον λάθος δεν είναι μονοσήμαντοι χαρακτήρες. Η Πέτρα φον Καντ έχει το εξής πρόβλημα- αυτό αισθάνομαι εγώ, πλέον, μέσα από τη δουλειά του ρόλου, δεν κάθισα να το σκεφτώ πριν τις παραστάσεις- δεν μπορεί να ζήσει άλλες σχέσεις απ’ τις σαδομαχιστικές. Συνεχώς και αδιακόπως δημιουργεί γύρω της μοντέλα σαδομαζοχιστικής σχέσης. Δεν μπορεί, δεν έχει την δυνατότητα να ζήσει μ’ ένα άλλο μοντέλο… Καταπιεστικά θέλει να βάλει την Κάριν να μάθει πέντε πράγματα. «Να πας στην Σχολή, να κάνεις εκείνο…». Πάντα δρα με τον ρόλο του καταπιεστή όχι του δάσκαλου. Η άλλη το δήλωσε απ’ την αρχή «εγώ γουστάρω να ‘μια ξάπλα και να διαβάζω περιοδικά» δεν φταίει αυτή: δηλωμένα τα ‘χε απ’ την αρχή…

Δηλαδή η Πέτρα αναπαραγάγει με την Κάριν την τυπική ετεροφυλόφιλη σχέση εξάρτησης… Εκεί οφείλεται κατά την γνώμη σου και η αποτυχία της σχέσης;

          Ακριβώς αυτό κάνει! Αυτή η ίδια που όταν μιλάει για τους άντρες, λέει «ήταν βλαξ και δεν δέχτηκε μια ίσοις όροις σχέση», αυτή η ίδια αναπαράγει το μοντέλο μιας τέτοιας σχέσης με την Κάριν… Αναμφίβολα η σχέση τους κυλάει απ’ την υπερβολική καταπίεση. Όπως η Πέτρα, παλιότερα, παράτησε τον άντρα της, έτσι την εγκαταλείπει και η Κάριν.

Μετά την αναχώρηση της Κάριν, ανατρέπεται η σχέση εξάρτησης. Εξουσιαζόμενη, πλέον, η Πέτρα περιμένει παθητικά τηλέφωνο της κλπ. Πιστεύεις ότι η Πέτρα έπρεπε να βιώσει και τους δύο ρόλους για να μάθει-αν μαθαίνει ποτέ- την ουσιαστική έννοια της λέξης «αγάπη»;

          Η αλήθεια είναι πώς με την ανατροπή των ρόλων η Πέτρα φτάνει μέχρι τον πάτο της απελπισίας, την βιώνει. … Αλλά, μεταξύ μας, δεν ξέρω κατά πόσο της αρέσει αυτό (!) Όσο για την αγάπη, το λέει: «δεν την αγάπησα ποτέ μου, ήθελα μόνο να την έχω’ τώρα, αρχίζω να την αγαπώ». Συνειδητοποιεί δηλαδή, ότι αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μια ιστορία εξουσίας και τίποτε άλλο, και ότι η αληθινή αγάπη ενέχει το στοιχείο της ισότητας. Γι’ αυτό και δίνει την ελευθερία της στην Μαρλένε. ΑΛΛΑ… όλα αυτά τα λέει με μπακράουντ “Im a great pretender” και μια βλεφαρίδα μέχρι εδώ! Και μένα, αυτό, με προβληματίζει’ δεν ξέρω κατά πόσο και το κοινό. Αμφιβάλω πολύ για το αν θα μπορούσε με την Μαρλένε ν’ αναδείξει ότι έχει πάρει το μάθημά της… Αυτό το «ηθικοπλαστικό» δεν με πείθει. Φαίνεται ν’ απολαμβάνει τόσο τον  σαδισμό της όσο και τον μαζοχισμό της, και δεν νομίζω ότι μπορεί να βιώσει κανένα άλλο μοντέλο. Εγώ, τουλάχιστον, σαν ηθοποιός «ξυπνώντας» αυτά τα στοιχεία παίζω τον ρόλο…

Πώς βλέπεις την θέση της Μαρλένε μέσα στο έργο; Είναι κάτι σαν τον «καθρέφτη» της Πέτρα;

          Είναι ο καθρέφτης της. Νομίζω πως απ’ την αρχή είναι έτσι στημένο. Αλλά η θέση της είναι σαφής μέσα στο έργο. Έχει μια υπερβολική λατρεία για την Πέτρα και θέλει να ζήσει μαζί της με το δεδομένο μοντέλο της υποταγής. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι όταν της δίνεται η ελευθερία δεν ξέρει τι να την κάνει, δεν την θέλει. Η Μαρλένε δεν δέχεται την πρόταση «ίσοις όροις»… Τώρα, το τέλος που έδωσε ο Φασμπίντερ στην ταινία όπου η Μαρλένε φεύγει και στην σκηνοθεσία που έκανε για την παράσταση η Πατεράκη, αυτοκτονεί, δεν διαφέρουν στην ουσία: Η Μαρλένε αρεσκόταν στην σχέση υποταγής και αποχωρεί όταν της προσφέρεται η σχέση μεταξύ ίσων που δεν θέλει. Άλλωστε το φινάλε του Φασμπίντερ δεν έχει κάποιο δεδομένο τέλος… Τελειώνει με το «Μίλα μου για τη ζωή σου» και  τέρμα’ αυλαία. Από κει και πέρα το αφήνει ανοιχτό. Όσο γιατί κάθεται  η Μαρλένε με την Πέτρα; Της αρέσει έχει την ψυχολογία του μαζοχιστή. Ζει γι’ αυτήν την γυναίκα. Απολαμβάνει και τα νεύρα της ακόμη. Είτε βρίζοντάς την είχε αγαπώντας την, εισπράττει αυτό που θέλει; να ‘χει επαφή μ’ αυτήν την γυναίκα, την Πέτρα.

Η άποψη για το τέλος του έργου τίνος ήταν; Συζητήθηκε;

          Ήταν άποψη της Ρούλας της Πατεράκη-της σκηνοθέτιδας μας –την οποία συζητήσαμε και μου άρεσε πάρα πολύ…

Προφανώς άρεσε και στην ηθοποιό, που της έδωσε την ευκαιρία να εισπράξει ένα γερό χειροκρότημα…

          Βέβαια… Και το κάνει εκπληκτικά καλά…

Μήπως η Μαρλένε «κλέβει την παράσταση» απ’ την Πέτρα φον Καντ;

          Να σας πω…. Δεν το θεωρώ απίθανο . Γιατί όχι; Όσο για το τέλος, ανάμεσα στα άλλα, υπάρχουν και κάτι «μυστικά» που δεν ξέρω αν θα σας βοηθήσουν να το καταλάβετε καλύτερα… Ο ίδιος ο Φασμπίντερ κάποια στιγμή έλεγε ότι «θα ‘θελα όλοι μου οι φίλοι ν’ αυτοκτονήσουνε με χάπια και αλκοόλ»… Η Πέτρα φον Καντ σε κάποια στιγμή στην τέταρτη πράξη, λέει: «παίρνεις χάπια, τα βάζεις μέσα σε ένα ποτήρι νερό, τα καταπίνεις και κοιμάσαι». Αν σας λένε αυτά τίποτε για την επιλογή του τέλους… Κάπου, χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα, υπάρχουν μες την παράσταση πολλές αναφορές στον Φασμπίντερ και το φιλμ του. Π.χ. ένας μονόλογος που λέω εγώ πίσω είναι ακριβώς η στάση που κρατούσε η Κάρστενσεν στην ταινία. Κι αυτά είναι τοποθετημένα επί τούτου- όχι γιατί θέλουμε να επαναλάβουμε την  ταινία’ είναι τόσο καλή που δεν έχεις να πεις τίποτε παραπάνω- απλώς, βρίσκονται «εις μνήμην» του. Ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχει κι η συγκεκριμένη  επιλογή του φινάλε…. Και πέρα απ’ αυτά, μπορεί να το δει κανείς και ως εξής: η Πέτρα φον Καντ μιλάει για την αυτοκτονία, όπως και για χίλια άλλα πράγματα, αλλά δεν το κάνει ούτε αυτό.  Η Μαρλένε που είναι πιο ουσιαστική, το κάνει… Άλλωστε είναι η μοναδική που φαίνεται να δρα σαν άνθρωπος φυσιολογικός στο έργο. Κι η πράξη της αυτή μπορεί να είναι κάτι  σαν μίσος, κάτι σαν να παίρνει το αίμα της πίσω, κάτι σαν αγάπη, κλπ. Πέρα απ’ αυτά, όμως, αποδεικνύει την δύναμή της να κάνει κάτι ακραίο,  που η Πέτρα δεν τολμούσε. Εκείνη που μίλαγε για ακραία, τι έκανε;  Άντε το πολύ-πολύ έριξε κι ένα κλάμα’ ουσιαστικά έτοιμη για το τεκνό είναι…

….Αν υποθέσουμε μια λύση διαφορετική, όπου η Μαρλένε δεν αυτοκτονεί αλλά λύνει τα μαλλιά και στέκεται δίπλα στην Πέτρα- χωρίς να κάνει τίποτε άλλο;

          Πιστεύω πως θα ήταν ηθικοπλαστικό. Αποκλείεται, κατά την γνώμη μου ο Φασμπίντερ να διάλεγε κάτι τόσο ηθικοπλαστικό, με την έννοια του «περάσαμε όλη αυτή την διαδικασία, συνειδητοποιηθήκαμε, είμαστε καλά παιδιά, ζούμε επί ίσοις όροις, δουλεύουμε μαζί, μάθαμε πια είναι η καλή και η κακή αγάπη» κλπ… Θα ήταν πληκτικό. Δε θα ‘μοιαζε καθόλου με Φασμπίντερ, κι ούτε θα με κάλυπτε κάτι τέτοιο.

Ο ίδιος ο Φασμπίντερ είχε πει για «τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» ότι ήξερε κατά πόσο αντιπροσώπευε τις λεσβίες. Τι μοντέλο νομίζεις ότι χρησιμοποιούσε;

          Νομίζω πώς ακριβώς επειδή το έργο είναι βιωματικό, το μοντέλο της είναι η αντρική ομοφυλοφιλία του Φασμπίντερ. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Γερμανία έχει ανέβει απ’ τον Σπένγκλερ- αυτόν τον καταπληκτικό ηθοποιό του Φασμπίντερ- με θίασο ανδρών. Κι  η Κάριν είναι ένας έρωτας του Φασμπίντερ, ένας ηθοποιός του… Βλέπουμε καθαρά το αντρικό μοντέλο: η Κάριν, η μικρή χωρίς λεφτά, που θα την πάρει «ο καλός κύριος» για να την προβάλλει, να την αναδείξει κλπ. Και πιστεύω ότι αυτό το είδος σχέσεων αναπτύσσεται περισσότερο, ίσως, ανάμεσα στους άντρες παρά στις γυναίκες.

Συνεπώς, η Πέτρα φον Καντ δεν είναι καθαρά λεσβιακός χαρακτήρας…

          Όχι, εφόσον το μοντέλο που χρησιμοποιείται είναι η αντρική ομοφυλοφιλία. Πάντως είναι ένας άνθρωπος που δεν είναι συμβιβασμένος, που ψάχνει τα πράγματα, που θέλει την ελευθερία της… θέλει να ζήσει εντάσεις, συγκινήσεις και τολμάει πράγματα, ρισκάρει. Είναι ένα ανήσυχο πρόσωπο, δεν κάνει μια συμβιβασμένη ζωή. Εκεί που μιλάει για τον πρώτο της άντρα, δείχνει αμέσως πως δεν είναι μια γυναίκα που επιλέγει πρόσωπα «εύκολα».  Διαλέγει έναν άντρα που λέει ότι ήταν «ωραίος, αλλά δαιμονισμένος είχε πάθος με το βολλάν, έτρεχε, ρίσκαρε»- κι αυτός την τράβηξε. Είναι ένα σημάδι ότι ψάχνει για το ρίσκο, ψάχνει για το «άλλο». Δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που θα βρει τον «καλό αστούλη» να παντρευτεί, να κάνει τα παιδάκια της και να ηρεμήσει. Ψάχνει ό,τι πιο τρελό, ό,τι πιο δύσκολο για να ζήσει μια συγκίνηση.

Ίσως ρισκάρει «εκ του ασφαλούς» απ’ την στιγμή που ό,τι και να κάνει έχει μια δεδομένη κοινωνική θέση και χρήμα που δεν πρόκειται να χάσει; Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.

          Δεν νομίζω ότι ρισκάρει εκ του ασφαλούς. Ίσως αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές να μην έκανε αυτό που έκανε πάντως, κάτι άλλο θα ‘κανε για να ψάξει να βρει κάτι που θα την συγκινήσει… Μέσα στο έργο έχουμε δυο φον, άλλωστε, (την Πέτρα και την Ζυντονί) που η μεν μια ζει τρελά και κάνει καριέρα, η  δε άλλη κάνει ταξίδια και βάζει μπιζού (!). Είναι θέμα χαρακτήρα, συνεπώς. Πιστεύω επίσης ότι η Πέτρα είναι ένα άτομο που έχει ταλέντο…

Αν δεν είχε, πιθανότατα, να μην κατάφερνε τίποτε…

          Ακριβώς… Κι έχει μια σημασία κι αυτό. Έχει μια ανησυχία για το τι θα πει ταλέντο. «Γουστάρω κάποιες υπερβάσεις» θα πει’ δεν θα πει τίποτε άλλο, στην ουσία. Γιατί δεν κάθεσαι σε μια ζωή που έχει να σου προσφέρει τα χ πράγματα; Τι σ’ έπιασε τώρα; Και γιατί θες ν’ αναπτύσσεις αυτές σου τις δυνατότητες; Γιατί δεν σου φτάνει τίποτα. Γιατί θες να ζήσεις υπερβολικά.

 ….. Ανεξάρτητα αν λέμε ότι πιθανώς να έκανε ξανά τα ίδια πράγματα, η ιστορία αυτή σίγουρα την πάει σ’ έναν πάτο και την συνειδητοποιεί. Πιθανότατα, αν τα ξανακάνει, τουλάχιστον θα ξέρει τι κάνει. Πέρασε μια εμπειρία πληρωμένη ακριβά.

Τα πικρά δάκρυα…

          Ακριβώς, κι είναι πολύ πικρά πολύ ακριβά..

Κατά την γνώμη σου ένας gay ρόλος διευρύνει τις εκφραστικές δυνατότητες του υποκριτικού κώδικα ενός ηθοποιού; Σου συνέβη, τελικά, αυτό με την Πέτρα;

          Πιστεύω πώς κάτι τέτοιο είναι σίγουρο. Ήδη το να τολμήσεις- βέβαια, θα μου πεις πως ο έρωτας είναι ένας και δεν έχει σημασία αν αλλάζει το αντικείμενό του-αλλά να τολμήσεις σκηνικά, γιατί κάπου οι ενδοιασμοί υπάρχουν, να δηλώσεις gay, σε προχωράει 100% γιατί έχεις την δυνατότητα να εκθέσεις και κάτι άλλο που αποτελεί και για σένα την ίδια εμπειρία. Μιλάω για εμπειρία καλλιτεχνική, που δεν είναι άλλη από ζωής τελικά, καθώς αυτά είναι αλληλένδετα. Η οποιαδήποτε δυνατότητα «ανοίγματος» πλουτίζει έναν ηθοποιό. Το θέμα είναι αν μπορεί να το κάνει το «άνοιγμα», ή όχι…

Περίμενες ότι θα είχες ένα τόσο ετερόκλητο κοινό;

          Όχι, Εγώ περίμενα ότι, κατά βάση, θα έρχονταν νέοι. Απόρησα κάπως μπρος στο γεγονός ότι ήρθαν όλες οι ηλικίες, όλες οι κατηγορίες ανθρώπων. Δηλαδή δεν πίστευα ότι θα ‘ρχονταν άνθρωποι που πηγαίνουν και στον Μυράτ π.χ…. Ήρθε όλο το θεατρικό κοινό… Πίστευα ότι θα έρχονταν νέοι άνθρωποι που θα ενδιαφέρονταν για τον Φασμπίντερ, κάποιοι άνθρωποι της κουλτούρας, οι gay… Δεν πίστευα πως θα έρχονταν ως και το κοινό του μπουλβάρ…

Ίσως τους προσέλκυσε το όνομα Αρβανίτη;…

          Δεν το αποκλείω…

Ο αριθμός των γυναικών που παρακολούθησαν την παράσταση…

          Α, ναι!! Ήταν κάτι φοβερό! Χιλιάδες, εκατομμύρια γυναίκες! Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες… Απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω το 70% των θεατών ήταν γυναίκες. Πιστεύω, άλλωστε, πως οι γυναίκες επικοινωνούν περισσότερο με το μελόδραμα και εκείνες είναι που τραβάνε και τους άντρες στο θέατρο-κακά τα ψέματα, δεν πάνε από μόνοι τους. Λένε «ωχ, άσε μας…» Αλλά παρόλα αυτά, όσοι έρχονται «αντέχουνε». Έχω δει άντρες χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες, απλούς ανθρώπους, να έρχονται εδώ, να βλέπουνε και να κλαίνε… Κάπου τους αγγίζει το έργο.

-‘Ερχονται και μου μιλάνε όλων των ειδών οι άνθρωποι. Θυμάμαι είχαν έρθει δυο κυρίες, μεγάλης ηλικίας και σίγουρα ζευγάρι, εντελώς συγκινημένες… Μ’ έκαναν και μένα να συγκινηθώ φοβερά, γιατί κατάλαβα τι καταπίεση έχουν τραβήξει αυτές οι γυναίκες τόσα χρόνια! Το είδα το έργο σαν κάτι καταπληκτικό, στο στυλ «μας ανοίγετε το δρόμο… και ευτυχώς που δεν σοκάρει… κλπ.». Στους νέους σίγουρα τα πράγματα δεν είναι έτσι, αλλά οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας φαίνεται καθαρά ότι έχουν τραβήξει τον διάολό τους! Κι είπα «κοίταξε, ρε παιδί μου…» και δεν ήταν μες τις προθέσεις μου να κάνω «συνδικαλισμό»….

Η τέχνη διευκολύνει τους ανθρώπους να έρχονται πιο κοντά σε θέματα λεπτά…

          Μακάρι! Μακάρι! Χωρίς να σημαίνει αυτό πως κάτι τέτοιο γίνεται με πρόθεση… γιατί έτσι θα χάσει η τέχνη το γούστο της. Δεν πολυπιστεύω, άλλωστε, στην στρατευμένη τέχνη…

Κατά πόσο σκέφτηκες το οικονομικό κριτήριο πριν ανεβάσεις το έργο; Πίστευες ότι θα ‘χε τέτοια επιτυχία;

          Κοιτάχτε… Το οικονομικό είτε το σκεφτείς είτε δεν το σκεφτείς, σε σκέφτεται αυτό! Αλλά δεν έγιναν μιζέριες πουθενά… Ύστερα, όχι’ δεν το περίμενα πώς θα είχαμε τέτοια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Πίστευα πώς ο καλλιτεχνικός κόσμος θα διχαζόταν, κάτι που δεν συνέβη. Αυτό ήταν πράγματι, έκπληξη. Το θεωρούσα «ρίσκο» το έργο αυτό…

Αν είχε εξασφαλισμένη επιτυχία θα συνέχιζες «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρας φον Καντ» για δεύτερη χρονιά;

          Θα παιχτεί για δεύτερη χρονιά…

          Θα παιχτεί…

Το λες σχεδόν με πόνο, γιατί;

          Κακά τα ψέματα, είναι μια φοβερή κουραστική παράσταση. Είναι εξοντωτικό… Εξοντωτικό… Ειδικά όταν έχεις δύο παραστάσεις, είναι Η εξόντωση. Δεν μπορείς να κάνεις κανένα σκόντο- δεν γίνεσαι ηθοποιός εδώ που τα λέμε, για να κάνεις σκόντο. Αλλά είναι τέτοιο το έργο, τόσο κοντά ο κόσμος και τέτοια η σκηνοθετική αντιμετώπιση, που δεν γίνεται να μην βιώνεις αυτό που ζει η Πέτρα φον Καντ. ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ. Δεν μπορείς να μην κλάψεις στ’ αλήθεια δεν γίνεται να το κλέψεις αυτό’ δεν γίνεται να μην πάθεις κάποια πράγματα. Χρειάζομαι τουλάχιστον δύο ώρες μετά την περίσταση για να συνέλθω σιγά-σιγά και να ξαναγίνω ο εαυτός μου. Απ’ την άλλη μεριά, εγώ δεν έχω τελειώσει ακόμη με την κυρία φον Καντ- ούτε για αστείο…

Δηλαδή; Είναι υπό μελέτη ακόμη;

          Ουου!... Έχει πολύ τράτο ακόμη. Καθημερινά είναι υπό μελέτη. Αν είχατε δει πολλές φορές την παράσταση θα βλέπατε ότι δεν είναι κάθε φορά η ίδια’ χωρίς να έχει μεγάλες αλλαγές, βέβαια. Έχει πολύ ψάξιμο ακόμη. Τώρα, την δεύτερη χρονιά, θα κάνουμε πάλι πρόβες κι ίσως να το προχωρήσουμε και λίγο’ να το εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο τόσο ερμηνευτικά, όσο και σκηνοθετικά. Παράλληλα θ’ ανέβει κι ένα άλλο έργο όπου δεν θα παίζω εγώ, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην προχωράμε κιόλας…

Αν σου τύχαινε, θα ξανανέβαζες ένα gay ergo;

          Οι επιλογές μου δεν γίνονται με τέτοια κριτήρια. Γίνονται με το αν ένα έργο είναι ωραίο ή όχι…

…. Αν ήταν ωραίο;

          Μέσα! Δεν τα βλέπω έτσι εγώ. Μπορεί ο κόσμος να τα ξεχωρίζει, αλλά εγώ δεν τα ‘χω ξεχωρίσει έτσι τα πράγματα- gay ή όχι, αρκεί να είναι ένα όμορφο έργο. Τι σημασία έχει αν είναι και gay:

…. Ο πολύς κόσμος έχει μια εικόνα σου κυρίως από ταινίες. Η Αρβανίτη, η ψυχρή, η εγκεφαλική… ενώ στην «Πέτρα» τα δίνεις όλα, δίνει άλλη εικόνα…

          …Ναι, η Αρβανίτη, η κρύα, η ελεεινή… Είναι γεγονός ότι ο κόσμος με ξέρει περισσότερο από ταινίες, ενώ έχω κάνει και θέατρο. Στο κάτω-κάτω «εκείνη την εποχή» όλοι έκαναν ταινίες. Κανένας δεν έλεγε όχι στον Φίνο- ήταν η καλύτερη περίπτωση. Ακουγόταν καλά, βλεπόταν καλά τέλος πάντων, δεν ήταν το αίσχος. Είναι κουτό όμως να με ξέρει ο κόσμος από τις ταινίες αυτές, κι όχι από άλλα πράγματα που έκανα και που, κάπου, είναι δικά μου.

Λες για κάποιον ρόλο ότι είναι δικός σου ή όχι. Η Πέτρα φον Καντ, είναι δική σου;

          Νομίζω, ναι. Νομίζω ότι είναι από τους ρόλους που είναι δικοί μου. Δηλαδή, έχω τα στοιχεία να την αντιμετωπίσω. Από κει και πέρα που την φτάνω, είναι άλλη ιστορία.

Εγώ πιστεύω, ότι θα είμαι ευτυχής, αν τελειώνοντας έχω πει μια φράση που να είναι πραγματικά της Πέτρα φον Καντ…

             Επιμέλεια συνέντευξης: ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ –ΚΩΣΤΑΚΗΣ

Περιοδικό ΤΟ ΑΜΦΙ. Τρίμηνη έκδοση επιστημονικής και κοινωνικής έρευνας. Εκδότρια Ειρήνη Πετροπούλου. Δ΄ περίοδος. Τεύχος 1/ ΙΟΥΛΙΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ- ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1988, σελ. 21-24, δρχ. 300 Το περιοδικό κάνει  Αφιέρωμα στην αγγλίδα πεζογράφο και εκδότρια ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ. Επίσης, στις σελίδες του μεταξύ άλλων, διαβάζουμε την Έρευνα: Ομοφυλοφιλία και Θρησκεία.

--

Με αφορμή μία συνέντευξη

     Την εβδομάδα που μας πέρασε, στην ΕΡΤ-3 και στην εκπομπή της δημοσιογράφου κ. Λένας Αρώνη, παρακολουθήσαμε την συνέντευξή της με την ηθοποιό και θιασάρχη κυρία Μπέτυ Αρβανίτη. Ήταν μία ζεστή και ανθρώπινη συζήτηση -παρουσίαση του καλλιτεχνικού πορτραίτου της καλής και αξιόλογης ηθοποιού και της μέχρι σήμερα πορείας της. Την βραβευμένη το 2000 με το «θεατρικό έπαθλο Μαρίκα Κοτοπούλη» ηθοποιό Μπέτυ Αρβανίτη εδώ και χρόνια, από το 1987, την απολαμβάνουμε σαν θεατρόφιλοι, στις εξαιρετικές και ποιοτικές θεατρικές της παραστάσεις που ανεβάζει με τους συνεργάτες της, από την Θεατρική Εταιρεία «Πράξη», στο Θέατρό της που ίδρυσε μαζί με τον πολιτικό μηχανικό και μεταφραστή σύζυγό της Βασίλη Πουλαντζά, στην οδό Κεφαλληνίας στην περιοχή της Κυψέλης στην Αθήνα. Ένα από τα πλέον γνωστά Δημοτικά διαμερίσματα της πρωτεύουσας, όπου στεγάζονται και άλλες σημαντικές θεατρικές ομάδες όπως η Θεατρική Σκηνή του ηθοποιού και σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή, και διέμεναν και εξακολουθούν να διαμένουν αρκετοί έλληνες και ελληνίδες καλλιτέχνες, ποιητές, πεζογράφοι, συγγραφείς κλπ. Είναι μητέρα του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη. Την διακεκριμένη και από ποιοτική στόφα ηθοποιό, την γνωρίζαμε από τις κινηματογραφικές της ταινίες είτε δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, είτε κοντά στον Φαίδωνα Γεωργίτση, είτε κοντά σε άλλους αξέχαστους ηθοποιούς του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, και τα έμπειρα σκηνοθετικά χέρια του Γιάννη Δαλιανίδη. Η καλλιτεχνική διαδρομή της ηθοποιού Μπέτυ (Ελισάβετ) Αρβανίτη (Αθήνα 4/8/1939- ) αρχινά από το 1965, απόφοιτη της γνωστής Σχολής του Πέλου Κατσέλη, συμμετείχε σε δεκάδες ελληνικές ταινίες, σύγχρονα τηλεοπτικά σήριαλ, μεταφορές βίων της ζωής σημαντικών ελλήνων πεζογράφων όπως πχ. του Γεωργίου Βιζυηνού κ.ά., καθώς και σε ξένες τηλεοπτικές παραγωγές. Για πάνω από έξι δεκαετίες υπηρέτησε, διακόνησε με υπευθυνότητα και ευσυνειδησία, σεβασμό και σοβαρότητα,  αγάπη το επάγγελμα της τέχνης του ηθοποιού. Η διαδρομή της υπήρξε σταθερά ανοδική (όχι δίχως δυσκολίες), αγαπήθηκε και αναγνωρίστηκε από το κινηματογραφόφιλο και θεατρόφιλο κοινό, παραμένοντας μέχρι σήμερα ενεργή και δραστήρια, αφήνοντας  τα ίχνη της πάνω στο θεατρικό σανίδι και την καθόλου ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Το θεατρικό της ρεπερτόριο περιλαμβάνει έργα σπουδαίων θεατρικών συγγραφέων του προηγούμενου αιώνα. Άντον Τσέχωφ, Χάρολντ Πίντερ, Λουϊτζι Πιραντέλλο, Ζαν Ζενέ, Ερρίκου Ίψεν, Ζαν Πωλ Σαρτ κλπ. Ερμήνευσε επίσης, ρόλους του αρχαίου δράματος στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και συνεργάστηκε με σημαντικούς έλληνες σκηνοθέτες όπως ο Μίνωας Βολανάκης, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Νίκος Μαστοράκης, ο Στάθης Λιβαθηνός, ο Γιάννης Χουβαρδάς και άλλοι. Τα θεατρικά κριτικά σημειώματα και σχόλια που δημοσιεύθηκαν για τις συμμετοχές και παραστάσεις της, θεατρικές επιλογές της υπήρξαν πάντα θετικά.

    Οι θεατρόφιλες νέες γενιές της μεταπολίτευσης, πρόσεξαν και γνώρισαν καλύτερα την Μπέτυ Αρβανίτη, απόλαυσαν το ταλέντο της σαν ηθοποιό, την καλοδουλεμένη και προσεγμένη πάντα ερμηνευτική της παρουσία, την υποκριτική τεχνική της, το θεατρικό της ταμπεραμέντο και αυθεντικότητα της σκηνικής της εκφραστικής, όταν αρχίσαμε να την παρακολουθούμε στο μικρό θεατρικό της χώρο, που, κατά το κοινώς λεγόμενο, έδινε τα ρέστα τόσο στα θεατρικά έργα που επέλεγε να ανεβάσει όσο και στην προσωπική της υποκριτική μαεστρία πάνω στο σανίδι στο Θέατρο «Πράξη». Υπήρξαμε σταθεροί θεατές της για χρόνια. Απολαμβάναμε τις γυναίκες ηρωίδες που ερμήνευε με άνεση, χάρη ακόμα και αν οι ζωές των ηρωίδων της ακολουθούσαν διαφορετικά της ζωής και φιλοσοφίας μονοπάτια από ότι η ίδια. Και εδώ βρίσκεται και η αληθινή αξία της υποκριτικής τέχνης, ο ή η ηθοποιός να διαθέτει τα εφόδια εκείνα ώστε να μπορεί να ερμηνεύει και κόντρα ρόλους στην θεατρική της διαδρομή, όπως πχ. είναι το έργο του γερμανού ηθοποιού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» (Die Bitteren Tranen der Petra von Kant). Μια θεατρική παράσταση που σημείωσε μεγάλη επιτυχία, συζητήθηκε θετικά, επαινέθηκε διθυραμβικά και παραστάθηκε για δύο συνεχόμενες θεατρικές σαιζόν. Ένα έργο και ένα θεατρικό ανέβασμα που ο γράφων παρακολούθησε δύο φορές τις δύο χρονιές. Το έργο βασίζεται σε σενάριο της γνωστής κινηματογραφικής ταινίας (1972) του γερμανού σκηνοθέτη από θεατρικό του έργο. Είναι η λεγόμενη «χρυσή» περίοδος συγγραφικής δημιουργίας και σκηνοθετικής παραγωγής του Rainer Werner Fassbinder (31/5/1945-10/6/1982). Φυσικά, εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι οι θεατρικές επιτυχίες της Μπέτυ Αρβανίτη οφείλονται και στην συνεργασία της με τους υπόλοιπους θεατρικούς συνεργάτες και συντελεστές που επέλεγε να στελεχώσουν κάθε θεατρική σεζόν τα έργα που ανέβαζε. Διαθέτοντας θεατρικό και καλλιτεχνικό ένστικτο φρόντιζε να κάνει τις κατάλληλες επιλογές και συνεργασίες ώστε να παράσχει πάντα ένα καλό και πετυχημένο θετικό αποτέλεσμα, προσφέροντας στο κοινό της ένα είδος θεατρικής αγωγής και αισθητικής θεατρικής παιδείας. Παραστάσεις που δούλευε πάντα με υπευθυνότητα, σοβαρότητα, υποκριτική εμπειρία, ορθό θεατρικό κριτήριο και επιλογή χρόνου. Συνεχείς πρόβες όπως και η ίδια μας αναφέρει στην συνέντευξή της στο περιοδικό του «ΑΚΟΕ», «Το Αμφί», από τις σελίδες του οποίου αντιγράφουμε την ενδιαφέρουσα συνέντευξή της (1988), με την ευκαιρία της πετυχημένης παράστασης.

     Παρακολουθώντας ο θεατρόφιλος θεατής παραστάσεις του θεατρικού σχήματος «Πράξη» διαισθάνονταν ότι είχε να κάνει με την θεατρική δουλειά συνόλου, ότι δηλαδή όλοι οι συντελεστές ο καθένας με τις γνώσεις και θεατρική παιδεία και εμπειρία συντελούσε σε συνεργασία με τους συναδέρφους του να παραχθεί ένα άρτιο και αξιόλογο συλλογικό υπεύθυνο θεατρικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και από την μεριά τους το θεατρικό κοινό, έφευγε πάντα ικανοποιημένο, θεατρικά «προβληματισμένο» μετά το τέλος της παράστασης που είχε παρακολουθήσει. Με τις παραστάσεις της η Μπέτυ Αρβανίτη κατόρθωνε όχι δίχως μόχθο και οικονομικές δυσκολίες, να κερδίσει την αγάπη του κοινού, έτσι ώστε αυτό το κοινό- οι θεατές- να γίνουν μόνιμοι θαμώνες του Θεάτρου της. Σε αυτόν τον ζεστό, ανθρώπινων διαστάσεων Θεατρικό χώρο, είχαμε παρακολουθήσει και ορισμένες Ποιητικές παρουσιάσεις ελλήνων ποιητών, οι οποίοι διάβαζαν Ποιήματά τους ή ομότεχνοί τους μιλούσαν για το έργο τους. Τα πρωινά αυτά έρχονταν σαν μία συνέχεια της θεατρικής παιδείας μας. Οι θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε η ηθοποιός Μπέττυ Αρβανίτη όπως εύστοχα είπε η κ. Αρώνη άλλαξε την θεατρική αισθητική μας, ή αν θέλετε την εμπλούτισε. Όπως εμπλούτισε την θεατρική μας αισθητική ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Λευτέρης Βογιατζής που και το δικό του Θέατρο βρίσκονταν στην περιοχή της Κυψέλης, όπως διδαχτήκαμε καλό θέατρο, αισθητική του θεάτρου παρακολουθώντας το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το Αμφί Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, το διαχρονικά εκλεκτό επιτελείο του Εθνικού Θεάτρου, το Θέατρο του Πειραιά (πώς να λησμονήσουμε τις «Χρωματιστές Γυναίκες» του Βασίλη Ζιώγα, το «Ματς» του Γιώργου Μανιώτη και άλλα που παρακολουθήσαμε δύο και τρεις φορές). Τις παραστάσεις του Αλέξη Σολωμού, του Λεωνίδα Τριβιζά, των Ηθοποιών της Ελεύθερης Σκηνής, πολλών ΔΗΠΕΘΕ, τις σκηνοθετικές προτάσεις της Ρούλας Πατεράκη, και άλλων θεατρικών σχημάτων και πρωτοποριακών και πειραματικών ομάδων και σκηνοθετών που μας μάγευαν και μας μυούσαν με τον τρόπο και την τεχνική τους στην πανάρχαια θεατρική τέχνη του Θέσπη.

    Η θεατρική αυτή άνθηση που πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την άνοιξη της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας, ξένων μεταφράσεων, δοκιμιακού, στοχαστικού και φιλοσοφικού λόγου και την εμφάνιση θεατρικών έργων Νέων Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων μετά το 1974, υπήρξε ένα λαϊκό ανοιχτό «πανεπιστήμιο» για τις νεότερες γενιές των φιλότεχνων και θεατρόφιλων ελλήνων και ελληνίδων. Παράλληλα, ο νέος σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος και τα μοντέρνα ρεύματά του, καθώς και η πληθώρα των θεατρικών και κινηματογραφικών κριτικών που δημοσιεύονταν στον ημερήσιο ή εβδομαδιαίο τύπο της εποχής και τους δεκάδες τίτλους περιοδικών, οργάνωσε την κριτική μας σκέψη, το αισθητικό μας κριτήριο, τα ενδιαφέρονταν και μας πρόσφερε τις ανάλογες πολιτιστικές προϋποθέσεις στο να επιλέγουμε να βλέπουμε και με τι να ψυχαγωγούμαστε. Και μία από αυτές τις ελληνικές καλλιτεχνικές πηγές που θεατρικά ξεδιψούσαμε ήταν και οι παραστάσεις της ηθοποιού Μπέτυς Αρβανίτη.

          Η παράσταση «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» δημιούργησε αίσθηση και έντονο θεατρικό ενδιαφέρον στους θεατρικούς κύκλους και το ευρύ κοινό όταν πρωτοπαρουσιάστηκε από την πρώτη κιόλας χρονιά. Η ιδιαίτερη σπουδή πάνω σε ένα θέμα που αφορούσε την ιδιωτική ερωτική ζωή δύο γυναικών, όχι μόνο ως αρνητικό ή θετικό σχολιασμό της προσωπικής τους σχέσης αλλά ως λαϊκό θέαμα- μιάς άλλης μορφής μελοδράματος- που αγαπούσε και υιοθετούσε στις σκηνοθετικές και συγγραφικές του προθέσεις και έργα ο νεαρός, αυτοκαταστροφικός στις επιλογές του γερμανός δημιουργός του σύγχρονου γερμανικού σινεμά Ράϊνερ Βέρνερ Φασμπίντερ, δεν μπορούσε να μην απασχολήσει και τα «κουλτουριάρικα» παιδιά του περιοδικού «Το Αμφί». Όπως γνωρίζουμε, αυθόρμητο κίνημα του ΑΚΟΕ και το περιοδικό που εξέδωσε-σε όλες του τις περιόδους και αλλαγές της ύλης του, δεν δημιουργήθηκε για να εκφράσει και διεκδικήσει τα δικαιώματα των αντρών μόνο ομοφυλοφίλων αλλά και των γυναικών, γυναικείες-φεμινιστικές ομάδες και ανένταχτα άτομα που αντιμετώπιζαν τις ίδιες δυσκολίες και προβλήματα αποδοχής τους από την ελληνική συντηρητική κοινωνία, και ηθικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, τους κρατικούς θεσμούς της ελληνικής πολιτείας μετά το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας. Οι εκπρόσωποι του περιοδικού που πήραν την συνέντευξη από την Μπέτυ Αρβανίτη, και η απροσχημάτιστη άνεσή της να μιλήσει για θέματα που αναδείκνυε το έργο και βρίσκονταν έξω από τις δικές της ερωτικές προτιμήσεις- δείχνουν να είναι ενημερωμένοι πάνω σε ζητήματα που διαπραγματεύεται η παράσταση και το τι απασχόλησε τον γερμανό σκηνοθέτη. Εξάλλου, τα τεύχη του περιοδικού αφιερώνουν άλλες δύο φορές τις σελίδες τους στον Φασμπίντερ. Στο «Αμφί» Έκδοση επιστημονικής και κοινωνικής έρευνας τεύχος 21/ Χειμώνας 1986/1987, στις σελίδες 50-56 διαβάζουμε την αναδημοσίευση μίας από τις τελευταίες συνεντεύξεις του σκηνοθέτη που έδωσε, ήταν και αυτή στον George Haddad- Carcia στο Αμερικάνικο περιοδικό “CHRISTOPHER STREET” τχ. 65. Η συνέντευξη είναι μακροσκελής και αναφέρεται και πάλι στα γνωστά κοινωνικό πολιτικά και ερωτικά προβλήματα των απόκληρων της κοινωνίας, των περιθωριακών ομάδων, των ατόμων που με τον έναν ή άλλον τρόπο ζουν και δρουν μέσα σε ένα εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα, ταξικό σύστημα όπως είναι το καπιταλιστικό. Η συνέντευξη είναι ενδιαφέρουσα για το πώς προσεγγίζει ο γερμανός σκηνοθέτης τα προβλήματα που τον απασχολούν και ιδιαίτερα προκλητική στην εκφραστική και φρασεολογία της αποτύπωσής της για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, και της σταδιακής αλλαγής των ηθών που, έχει επέλθει με την πολιτική κυβερνητική Αλλαγή του 1981 την ίδρυση του Υπουργείου Νέας Γενιάς από τις κυβερνήσεις του Πασόκ του Ανδρέα Παπανδρέου και τις αλλαγές που επήλθαν στο οικογενειακό δίκαιο και την ισότητα των Φύλων στην χώρα μας. Δυστυχώς στην ελληνική απόδοση της συνέντευξης δεν αναγράφεται το όνομα του μεταφραστή. Μελλοντικά σκεφτόμαστε να την αναδημοσιεύσουμε. Αποδελτίωση των τευχών του «Αμφί» έχουμε κάνει σε προηγούμενων χρόνων αναρτήσεις μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Επίσης στο διπλό τεύχος του περιοδικού 12-13/ Χειμώνας 1982, Β΄ περίοδος, δημοσιεύονται δύο κινηματογραφικές κριτικές η πρώτη ανώνυμα η δεύτερη είναι επώνυμη και την υπογράφει ο Αντώνης Βασιλείου. Η πρώτη σελ. 32-33 με τίτλο «Η Τελευταία ταινία του Φασμπίντερ» μας μιλά για την τελευταία ταινία του γερμανού σκηνοθέτη, το κύκνειο άσματα του, «Ο Καυγατζής-Μια συμφωνία με τον Διάβολο» (1982) χρονιά του θανάτου του. Από έναν συνδυασμό ποτών και χρήσης ουσιών. Ο θάνατός του θυμίζει την ανάλογη περίπτωση του μουσικού Τζιμ Μόρισσον την προηγούμενη δεκαετία στην Γαλλία. Η εκπληκτική αυτή ταινία βασίζεται στο ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό μυθιστόρημα του γάλλου συγγραφέα και πολιτικού ακτιβιστή, ομοφυλόφιλου Ζαν Ζενέ, το “Querelle de Brest”. Ένα έργο που κινείται ανάμεσα στις εξωτερικές σεξουαλικές επιλογές δύο ατόμων του περιθωρίου και την υποκειμενική φαντασία του συγγραφέα, και σε ημερολογιακές του μνήμες και ερωτικούς οραματισμούς. Του «Αγίου Ζαν Ζενέ» όπως τον χαρακτήρισε ο υπαρξιστής φιλόσοφος στην ογκώδη μελέτη του που έγραψε για αυτόν. Μια θαυμάσια ταινία με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, ωραία φωτογραφία, καλογραμμένο σενάριο, έξοχες γωνίες λήψεις, ανιχνευτικές περιπλανήσεις σεξουαλικών προσκλήσεων, ωραία μουσική επένδυση μια κινηματογραφική γραφή ενδιαφέρουσα, και μια άκρως προκλητική σκηνογραφία, χορευτικές κινήσεις δολοφονικής διαπάλης των ερμηνευτών σε σκιερά μέρη και δίπλα σε υπέρογκα φαλλικά σύμβολα, σεξουαλικά και δολοφονικά υπονοούμενα και συγκεκριμένες χειρονομίες δηλωτικά της σχέσης ενότητας του έρωτα με τον θάνατο όπως τον περιγράφει στις φαντασιώσεις του ο γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ζενέ. Το θεατρικό του έργο, πολυπαιγμένο «Οι Δούλες» έχει μεταφράσει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ενώ τα πεζά του είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Εξάντας». Μια ταινία  ενός επικίνδυνου και ριψοκίνδυνου ερωτικού παιχνιδιού στα ζάρια της αντρικής τιμής και του χασίματος της σωματικής σεξουαλικής παρθενιάς του Μπραντ Ντέιβς. Του γνωστού αμερικανού ηθοποιού από την διάσημη ταινία το «Εξπρές του Μεσονυχτίου».  Η γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό, που υπήρξε η μούσα του γαλλικού νέου σινεμά (όπως η Μπεμπέ) έδωσε τον καλύτερο εαυτό της. Το ίδιο και ο Μπραντ Ντέιβς, και ασφαλώς ο εσωστρεφής και ευαίσθητος καπετάνιος Φράνκο Νέρο που, θώπευε τα ιδρωμένα και μισόγυμνα κορμιά των ναυτών του πληρώματος του με λαγνεία και κρυφό πόθο. Ο ηθοποιός Μπούρκχαρντ Ντριστ στον ρόλο του αστυνόμου και οι υπόλοιποι ηθοποιοί σε καθήλωναν με τις ερμηνείες τους και σου «επιβάλλονται» με την φυσικότητα και αληθοφάνεια του παιξίματός τους. Η τελευταία αυτή κινηματογραφική παρακαταθήκη του γερμανού σκηνοθέτη βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες μετά την απώλειά του. Τους τελευταίους μήνες, Δεκέμβριος του 1983 προβλήθηκε σε διάφορες ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες όπως, «Έμπασυ», «Άστυ», «Οντεόν», «Αλεξάνδρα» κλπ. Ακόμα, μαζί με άλλα έργα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ προσφέρθηκε από την Κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» στους αναγνώστες της. Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «Αμφί» και στην σελίδα 77 παρουσιάζεται μία παλαιότερη ταινία του αυτόχειρα γερμανού σκηνοθέτη γυρισμένη το 1975, η επίσης γνωστή και αγαπητή «Το παιχνίδι της τύχης», ο ακριβής τίτλος της είναι «Ελευθερία που κατακτιέται με τη γροθιά». ο κριτικός σχολιασμός του φιλμ είναι επώνυμος όπως προαναφέραμε, και φέρει την υπογραφή του Αντώνη Βασιλείου συνεργάτη του περιοδικού. Και η ταινία αυτή κινείται μέσα στην ίδια μελοδραματική ατμόσφαιρα- αγαπητή και προτιμητέα από τον σκηνοθέτη- όπως και μεγάλο μέρος των ταινιών του. Είναι μία ταινία η οποία βασίζεται στην ουσία της σε δύο πρόσωπα, σε δύο διαφορετικής ποιότητας και ταυτότητας χαρακτήρες, όπως και άλλες ταινίες του. Μας δείχνει σε μία σεναριακά μάλλον «τυποποιημένη» κινηματογραφική γλώσσα την οικονομική και την ψυχική, συνειδησιακή εκμετάλλευση του ενός συντρόφου προς τον άλλον με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο. Εδώ συνοπτικά να σημειώσουμε ότι ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ σαν άτομο και σαν καλλιτέχνης πίστευε στις ταξικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και την οικονομική εκμετάλλευση της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Ο Φασμπίντερ στις πάνω από 40 κινηματογραφικές ταινίες που γύρισε στο σύντομο διάστημα της ζωής του, τα θεατρικά έργα που σκηνοθέτησε και κινηματογραφοποίησε, βλέπε την εκπληκτική του ταινία «ΝΟΡΑ» το Κουκλόσπιτο, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Νορβηγού θεατρικού δραματουργού Ερρίκου Ίψεν. Πραγματικά ευφυές και ευρηματικό αυτό το σκηνοθετικό εύρημά του, γύρισμα των σκηνών μέσα από τους μικρούς και μεγάλους καθρέφτες της οικίας του ζεύγους, που οι  χαρακτήρες της γυναίκας ηρωίδας και του άντρα συζύγου της καθρεπτίζονται παραμορφωμένοι καθώς τους παρουσιάζει στην οθόνη. Σαν ένα παιχνίδι στις επισκέψεις μας στο Λούνα Παρκ όπου παιδιά και μεγάλοι εισέρχονται μέσα στην σκοτεινή αίθουσα και παρακολουθούν τα πρόσωπά τους και την φιγούρα τους να παραμορφώνονται σε διάφορα μεγέθη, διαστάσεις και όγκους πάνω στους καθρέφτες. Ένας λαβύρινθος της ψυχής και των συναισθημάτων του ανθρώπου που δεν έχει εύκολα διέξοδο. Το νήμα της Αριάδνης είναι κομμένο στο αστικό αυτό δράμα του συγγραφέα.  Αλλά και τις τηλεοπτικές παραγωγές που μας άφησε, βλέπε την σειρά σε 13 επεισόδια της διετίας 1979-1980 “Berlin Alexander Platz”, ταινία που μας εξιστορεί το θέμα της υπόθεσης του μυθιστορήματος του Άλφρεντ Ντέμπλιν. Ωραία σειρά ατμοσφαιρική και παρακμιακή της γερμανικής περιόδου που εξετάζει. Η σειρά μεταδόθηκε από την ελληνική τηλεόραση και δόθηκε σε c.d. από εφημερίδα. Σε όλες του λοιπόν τις παραγωγές ο Φασμπίντερ δεν ξέφυγε ποτέ από την κυρίαρχη και δομική ιδέα των έργων του που τον απασχολούσε σαν άτομο και σαν καλλιτέχνη, είναι η απαισιόδοξη ματιά του. Πίστευε ότι οι ταξικές- οικονομικές, και πολιτιστικές διαφορές των ανθρώπων, δεν μπορούν να ξεπεραστούν, να καταργηθούν ολοκληρωτικά. Δεν γεφυρώνεται το χάσμα ακόμα και στις πιο στενές σχέσεις και επαφές των ανθρώπων. Ακόμα και οι ιδιωτικές τους ερωτικές σχέσεις και επαφές στηρίζονται και καθορίζονται από τις κεντρικές αυτές ταξικές διαχωριστικές γραμμές, όπως συμβαίνει και στα ‘Πικρά Δάκρυα της Πέτρας φον Καντ». Μια άλλη διάσταση των έργων του εξίσου κυρίαρχη και ουσιαστική είναι η σχέση των ηρώων και ηρωίδων του με τον χώρο. Το άμεσό τους περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται, δρουν, αναπνέουν, συνάπτουν σχέσεις, εκφράζουν τα πάθη τους, τις ατομικές τους φιλοδοξίες και ερωτικές τους επιλογές. Ο χώρος, ως σκηνικό, παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των υποθέσεών του, στην αφήγηση της προσωπικής ιστορίας των ηρώων και ηρωίδων του, στην ανάδειξη των συναισθημάτων τους. Αυτήν την διάσταση μας την έδειξε η παράσταση της Μπέτυ Αρβανίτη και τις δύο φορές που την παρακολουθήσαμε. Όταν μάλιστα ο θεατρικός χώρος του Θεάτρου της είναι μάλλον μικρός και ο παραμικρός θόρυβος, ψίθυρος της φωνής των ηθοποιών, η παραμικρή ανάσα ακούγεται, την αφουγκράζεται το κοινό που παρακολουθεί το έργο. Αυτό το τεχνικό της αρχιτεκτονικής του θεάτρου στοιχείο έχει και τα θετικά του και τα αρνητικά του, ανάλογα τις παραστασιολογικές απαιτήσεις και τις ανάγκες ενός έργου. Ένα θεατρικό έργο μάλλον χρειάζεται τον δικό του χώρο για να παρασταθεί, έχει ανάγκη την ανάσα που του παράσχει ο χώρος που θα παιχτεί. Φυσικά δεν μιλάμε για τα πολυπρόσωπα έργα, όπως είναι αυτά του ιρλανδού δραματουργού Όσκαρ Ουϊλντ παραδείγματος χάρη, ή αυτά που σκηνές τους διαδραματίζονται σε υπαίθρια περιβάλλοντα όπως είναι αρκετά έργα του ρώσου Άντον Τσέχωφ. Ακόμα και θεατρικά μονόπρακτα αν δεν λαθεύω πρέπει να παρουσιάζονται σε ευρύχωρες σκηνές και θεατρικούς χώρους, όχι ασφαλώς για να έχουνε μόνο τα δικά τους καμαρίνια οι ηθοποιοί που ακούμε πολλές φορές να διαμαρτύρονται στις συνεντεύξεις τους αλλά για να έχουν την άπλα τους η ήρωες, ή ο ήρωας του έργου. Όπως και νάχει οι παραστάσεις του Θεάτρου «Πράξης» και της ηθοποιού και θιασάρχης Μπέτυ Αρβανίτη, στέφτηκαν πάντα με επιτυχία χάρις την προσωπική της μέριμνα και θεατρικό ένστικτο, φυσικά και την καλλιτεχνική της παιδεία και κατάρτιση.

Την επισήμανση αυτή την κάνω όχι ασφαλώς για να εκφράσω κάτι κάθετα απορριπτικό για τους μικρούς θεατρικούς χώρους που έχουν κατακλείσει την πρωτεύουσα-άλλωστε πόσες και πόσες θεατρικές παραστάσεις δεν έχουμε παρακολουθήσει πχ. έργο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε παρκινγκ, σε αίθουσες κλουβιά, σε σοφίτες, σε πατάρια, σε πρόχειρες σκηνές σε πλατείες, σε δεύτερους ορόφους οικήματος κλπ. Η σταθερή μου επιλογή να παρακολουθώ τις παραστάσεις της Μπέτυ Αρβανίτη φανερώνει τις θεατρικές μου προθέσεις. Αλλά για να είμαστε ακριβοδίκαιοι απέναντι στον μόχθο στις προθέσεις των ηθοποιών, οφείλουμε και εμείς οι θεατρόφιλοι θεατές να παίρνουμε τα μέτρα μας και να σεβόμαστε τον χώρο. Ας μου επιτραπεί μία μικρή παρένθεση. Πριν χρόνια εγώ η μητέρα μου και κάποιο φιλικό μας πρόσωπο πήγαμε να παρακολουθήσουμε ένα θεατρικό έργο στο Θέατρο της κ. Κάτιας Δανδουλάκη. Είχαμε πολύ καιρό να βγούμε και είμασταν χαρούμενοι. Όπως όλοι μας γνωρίζουμε το Θέατρο της κ. Δανδουλάκη είναι μεγάλο, ευρύχωρη η αίθουσά του. Η παράσταση άρχισε και είμασταν όλοι ικανοποιημένοι με τις ερμηνείες. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα κάποιο άτομο που κάθονταν σχεδόν από πίσω μας, το έπιασε ένας φοβερός βήχας, ένας βήχας παρατεταμένος. Η παράσταση διακόπηκε δύο φορές, οι υπόλοιποι θεατές ένιωσαν φοβερά άσχημα αλλά ακόμα και όταν σταματούσε να βήχει το άτομο αυτό-που φυσικά δεν το έκανε επίτηδες- και σηκωνόταν και πηγαινοέρχονταν μέχρι τα τελευταία καθίσματα και ξανά έβηχε δυνατά, κανείς δεν πήρε την πρωτοβουλία, ούτε οι ηθοποιοί- συντελεστές, ούτε κανείς από τους θεατές να το παρακαλέσει να βγει έξω από την αίθουσα και να συνεχίσει να βήχει, να μην χαλάσει την παράσταση. Όλοι έκαναν την πάπια και όπως ήταν φυσικό η ευχαρίστηση της παρακολούθησης της παράστασης που περατώθηκε καταστράφηκε. Χάλασε την διάθεση και την έξοδο μας. Θέλω να πω, αν σε μεγάλους θεατρικούς χώρους συμβαίνουν αυτά, φανταστείτε τι ενδέχεται να συμβεί από υπαιτιότητα των θεατών σε μικρά θέατρα. Ελπίζω να μην λαθεύω. Το δικαίωμα του ενός διέλυσε τα δικαιώματα των άλλων. Αν και την υποχρέωση να παρακαλέσουν το ενοχλητικό άτομο είχε ο θίασος επί σκηνής.

          Τα έργα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ έχουν όλα τους συγκεκριμένο ταξικό προσδιορισμό, κυνική ματιά και ειρωνικό σχολιασμό πάνω στο πολιτικό και καλλιτεχνικό και κοινωνικό κατεστημένο. Αρκετά του έχουν δραματουργικές ατέλειες, σκηνικές αδυναμίες, προχειρότητα της σεναριακής τους γραφής,  ένα είδος ελευθερίας και αυτοσχεδιαστική τεχνικής των ηρώων και ηρωίδων του. Ο Φασμπίντερ αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας στους στενούς συνεργάτες, σταθερούς ηθοποιούς του. Τον ενδιαφέρει η αυθεντικότητα της τραγικότητας των αισθημάτων των ατόμων που έχει δίπλα του. Η ιδιοφυία του πάει παράλληλα με την «προχειρότητά» του αν δεν κάνω λάθος. Ταινίες του κάνουν κοιλιά ακόμα και αυτές που διαπραγματεύονται ζητήματα των ξένων μεταναστών και την προσαρμογή τους στην γερμανική κοινωνία που θεωρούν «παράδεισο» και ευτυχές γεγονός το ότι κατόρθωσαν να εισέλθουν στην μεγάλη και ισχυρή οικονομικά και βιομηχανική ευρωπαϊκή δύναμη. Θέλουν να ζήσουν και αυτοί- οι ξένοι- το Γερμανικό θαύμα. Να υπερβούν το ιστορικό τραύμα της γερμανικής ενοχής που επέφερε στην ανθρωπότητα και τον πολιτισμό ή καταστροφική λαίλαπα του ναζισμού. Τον Φασμπίντερ δεν τον ενδιαφέρει και τόσο η καλλιτεχνική αρτιότητα των έργων του, το καλλιτεχνικό ύφος και η ιδιοσυγκρασία της ερμηνευτικής των ηθοποιών του, όσο η αλήθεια της ζωής των άλλων, των κατατρεγμένων, των απόκληρων, των περιθωριακών, των μεταναστών κάθε φυλής, του κόσμου των γυναικών, των ομοερωτικών σχέσεων, των ατόμων που κάνουν χρήση επικίνδυνων ουσιών, της γυναικείας και αντρικής πορνείας, ακόμα και της εργασιακής εκπόρνευσης των εργαζομένων. Οι μελό δημιουργίες του στηλιτεύουν, έρχονται αντίθετες με το καλό γούστο των αστών, των βολεμένων, ακόμα και άλλων κινηματογραφικών σταθμών, σπουδαίων σκηνοθετών που τους απασχόλησε το θέμα του έρωτα, της αντρικής ομορφιάς, της ομοφυλοφιλίας, του θανάτου και της σωματικής φθοράς. Βρίσκεται στον αντίποδα της σκηνοθετικής οπτικής ενός Λουκίνο Βισκόντι, ίσως έχοντας σταθερό ενδιαφέρον για τον Αμερικάνικο κινηματογράφο, τον πίστευε και τον αγαπούσε, ένα σινεμά καθόλου στοχαστικού ύφους, εντελώς αποιδεολογικοποιημένου, οι αμερικανοί σκηνοθέτες τους ενδιαφέρει να αφηγηθούν μία πραγματική, αληθινή ιστορία των καθημερινών ανθρώπων, για το μεγάλο καταναλωτικό, εμπορικών προδιαγραφών κοινό, οι ταινίες του αμερικανόφιλου γερμανού σκηνοθέτη, να θυμίζουν κάτι από την ρεπορταριζίστικη ματιά της κινηματογραφικής τριλογίας του άντερ  γκράουν καλλιτέχνη, του πάπα της ποπ άρτ Άντυ Ουώρχωλ. Πάντως η αισθητική του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ όπως μας λένε οι ειδικοί του παγκόσμιου και του γερμανικού σύγχρονου μεταπολεμικού κινηματογράφου και ασχολούμενων με την κινηματογραφική του πλούσια σκηνοθετική παραγωγή διαφέρει από την θεατρική. Γιαυτό όταν παρακολουθούμε κινηματογραφικές του ταινίες νιώθουμε ότι «βλέπουμε» θεατρικές στυλιζαρισμένες σκηνές και όταν παρακολουθούμε θεατρικές του παραστάσεις έργων του είναι σαν να έχουμε μια σειρά από επεισόδια κινηματογραφικών πλάνων. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση η ματιά του είναι απογυμνωμένη από κάθε στολίδι, έχουμε να κάνουμε με ήρωες και ηρωίδες όχι μόνο φοβερά απαισιόδοξες, τρομερά απελπισμένες αλλά σίγουρες κατά βάθος ότι είναι καταδικασμένες να αποτύχουν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις και ερωτικές επιθυμίες και επιλογές. Τα έργα του, μοιάζουν σαν να είναι βυθισμένα σε ένα κλίμα πεσιμισμού μαζί με τους ήρωες και ηρωίδες του συντοπίτες του, γερμανούς ή ξένοι, μετανάστες.  Από αυτήν την οπτική αν δεν είναι παρακινδυνευμένο θα υποστηρίζαμε πέρα από τα χάσματα που κάνουν τα έργα του, την προχειρότητα και την ευκολία των γυρισμάτων τους, προσομοιάζουν με τον νατουραλισμό και την αλήθεια της εποχής του που εκφράζει η γραφή του γάλλου συγγραφέα Ονόρε ντε Μπαλζάκ. Ο Φασμπίντερ δεν αποστασιοποιείται ούτε από την ιστορική αλήθεια του γερμανικού περιβάλλοντος της εποχής του, προφητεύοντας το τι θα επακολουθούσε στις ζωές και σχέσεις των ανθρώπων τις μεταγενέστερες δεκαετίες με την επικράτηση του χυδαίου καταναλωτικού υλισμού της καπιταλισμού, όσο και την καλλιτεχνική αλήθεια που οδηγεί να εκφράσουν οι ηθοποιοί ερμηνευτές του. Είτε είναι πρωτότυπα τα έργα του είτε είναι διασκευές έχουν όλα τις ίδιες αποστάσεις αποδοχής τους. Το ιδιωτικό συμπλέκεται με το δημόσιο σε όλες τις φάσεις και εκδοχές του. Οι βαθμοί του φόβου και της απόγνωσης αλλάζουν κάτω από τους σκουρόχρωμους φωτισμούς των βαθύτερων συναισθημάτων των ηρώων του, μέσα σε ένα ντεκόρ φυσικότητας αποκλειστικά Φασμπιντερικής τεχνικής. Οι ομοιότητες και οι ανομοιότητες της εικονογράφησης των χαρακτήρων συγκλίνουν στο αποτέλεσμα που εκείνος επιθυμούσε από τότε που έκανε τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα, από τότε που γύρισε την πρώτη του μικρή ταινία σε ηλικία 20 ετών διάρκειας 10 λεπτών το 1965 τον «Αλήτη».

     Ο Κόσμος του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ δεν μπορεί παρά να είναι ο πραγματικός Κόσμος, και όχι η κινηματογραφική του απεικόνιση, ο δυτικός μεταπολεμικός μας Κόσμος που όλοι μας ζούμε και βιώνουμε πολύ καλά, με ότι αυτό σημαίνει για τις ζωές μας, των δικών μας και των φίλων μας, τις σχέσεις μας. Με ότι αυτό συνεπάγεται για στρέιτ, γκέι, ντόπιους, μετανάστες, έλληνες ή μαροκινούς, λευκούς ή μαύρους, έγχρωμους, άντρες ή γυναίκες, αρκεί να βρίσκεσαι από την πλευρά της κοινωνίας που κατέχει την οικονομική ισχύ και πολιτική δύναμη. Ο Αγώνας κοινός όπως και τα Αδιέξοδα του Πολιτισμού που είναι γεμάτος με άχρηστα εμπορικά και πολιτιστικά καταναλωτικά προϊόντα.

          Αυτές τις σκέψεις ήρθαν στην επιφάνεια της μνήμης μας καθώς παρακολουθήσαμε την συνέντευξη της ηθοποιού Μπέτυς Αρβανίτη. Να αναφέρουμε για άλλη μία φορά, ότι η ελληνική θεατρική εκδοχή που έδωσε στην κινηματογραφική ταινία το επιτελείο του Θεάτρου «Πράξης» ήταν καταπληκτικό, προκαλούσε την συγκίνηση και το ενδιαφέρον του θεατή. Το έργο αυτό του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ είχαν αναλάβει να το φροντίσουν στην γλωσσική του ελληνική εκδοχή και στην θεατρική δομή του, άτομα έμπειρα, υπεύθυνα και με συναίσθηση της ευθύνης που αναλαμβάνουν για το ποιοτικό αποτέλεσμα που επιθυμούσαν. Τα πρόσωπα αυτά ήσαν η σκηνοθέτης Ρούλα Πατεράκη, ο Βασίλης Πουλαντζάς και ο Κοσμάς Φοντούκης. Η Μπέτυ Αρβανίτη και η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, σήκωσαν το βάρος της παράστασης, δίχως φυσικά να παραβλέπουμε και τις εξαίρετες  υποκριτικές ερμηνείες της Νινής Βοσνιάκου ως βουβός ρόλος της υπηρέτριας, της Σοφίας Κακαρελίδου και της Νικολέτας Βλαβιανού. Εξαιρετική ήταν και η σκηνοθετική δουλειά του Θανάση Σουντουλίδη (η μόνη αντρική παρουσία ήταν ο πίνακας), τα κουστούμια του Λούη Γεράρδου. Ενώ υπεύθυνος των φωτισμών ήταν ο Δημήτρης Αρβανίτης, που έδιναν την ατμόσφαιρα που απαιτούσε η σκηνοθετική καθοδήγηση της Ρούλας Πατεράκη που είχε και την μουσική επένδυση της παράστασης. Θυμάμαι την δεύτερη φορά που παρακολούθησα την παράσταση έψαχνα να βρω κοινά σημεία ερμηνευτικής ανάμεσα στις γυναίκες γερμανίδες ηθοποιούς του Φασμπίντερ στην δική του κινηματογραφική εκδοχή. Μια αναδρομή στις θεατρικές και κινηματογραφικές κριτικές σελίδες του τύπου της εποχής θα μας δείξει το θετικό και πετυχημένο αποτέλεσμα του εγχειρήματος.

Το έργο παρουσιάστηκε εκ νέου με τίτλο «ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΡΑΙΝΕΡ ΒΕΡΝΕΡ ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ» στις  αρχές του 2001, σε κείμενο της ποιήτριας και ηθοποιού Βαλεντίνης Λ. βασισμένο στην κινηματογραφική εκδοχή. Παραστάθηκε στο Θέατρο «Εντροπία» σε σκηνοθεσία Βασίλη Ρίτσου, όπως μας λέει ο Ανδριανός Γεωργίου στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τχ. 1619/ 24-2-2001.

          Αλλά για τον εκπρόσωπο του νέου μεταπολεμικού γερμανικού κινηματογράφου Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ θα επανέλθουμε.

Μέρος Α΄

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

26 Μαρτίου 2025  

 

 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος με την ματιά του Μάνου Χατζιδάκι

 

ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ολίγα περί του ζωγράφου Σταθόπουλου* και περί των μοναχικών ασχολιών του στην οδό του Μιθριδάτη κι όταν τον προσκαλεί ο Αιγόκερως σε μιά νυχτερινή συνομιλία

 

          Ο Γιώργος Σταθόπουλος ασκεί τη σιωπηλή του τέχνη μόνος στο εργαστήρι του. Και, όπως οι παλιοί αλχημιστές, ψάχνει και ανακαλύπτει σχέσεις χρωμάτων, σχεδίων και πουλιών. Το ένα πουλί μόνο του μες σε βαθύ γαλάζιο ουρανό. Το ίδιο πουλί, γκρίζο και θανατερό κι ύστερα αρχαϊκό, σ’ έναν κεραμιδί περίγυρο.

          Κι αντί να προσπαθεί να εξασφαλίσει μέσω εμπόρων και αρχών σφραγίδα, μιά ταυτότητα που να τον λέει «σύγχρονο», αυτός επιζητεί τη σύζευξή του με το απόκοσμο και το αληθινό.

          Τα βράδια με τους φίλους του συνομιλεί κι επηρεάζεται βαθιά από τις αλλοιώσεις που επιφέρουν οι καιροί σ’ αυτόν, στους φίλους του και στον χώρο μες στον οποίο λειτουργεί μ’ ευαισθησία και σκέψη. Έτσι γίνεται ο ίδιος σιγά-σιγά μιά ακτινογραφία πολύτιμη της πόλης, των καιρών και των ανθρώπινων σωμάτων.

          Και πάλι ξανά, ώρες ατέλειωτες να σχεδιάζει μόνος του πόρτες, που δεν καλύπτουν εσωτερικό σπιτιού, μα μιά απεραντοσύνη εφιαλτική, με θάλασσες και πολεμικά καράβια, και παράθυρα, που οδηγούν το βλέμμα μας στην παρανομία ενός ανήσυχου και ταραγμένου ονείρου, που διαβρώνει χρωματικά τις πολιτείες και τα χωριά, μακριά απ’ τη μνήμη και την ξεθωριασμένη της γραφικότητα.

          Ο Σταθόπουλος είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέμε προικισμένος. Και εκ χωρίου καταγόμενος. Αλλ’ ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν χόρεψε εθνικούς σκοπούς, ούτε και δέχθηκε κληρονομιές ανεξέλεγκτες. Χωρίς συνθήματα κι εύκολη γραφή, προχώρησε με γνήσια μέσα της ζωγραφικής, σαν άξιος κι αληθινός ζωγράφος που ‘ναι, στην επίπονη καταγραφή της σύγχρονης απελπισίας, που αυτόματα γίνεται και εθνική.

          Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει.

*Αναδημοσιεύεται από τον τόμο Γ. Σταθόπουλος (Αθήνα) 1995.

          Από το περιοδικό της Θεσσαλονίκης ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ. Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό. Διευθυντής Γιώργος Κορδομενίδης. Τόμος 10ος, Τεύχος 39 Καλοκαίρι- Φθινόπωρο 1997, σ. 113.

Και από τις σελίδες «ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ/ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ» σ. 166, αντιγράφουμε:

          «Χατζιδάκις Μάνος (Ξάνθη, 23.10.1925- Αθήνα, 15.6.1994). Ο σημαντικότερος, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, νεοέλληνας συνθέτης, που επηρέασε καθοριστικά τη μεταπολεμική  μας μουσική αλλά είχε και γενικότερα έντονη παρουσία στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας. Έγραψε έργα για πιάνο, κύκλους τραγουδιών, μουσική και τραγούδια για το θέατρο και τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, διασκεύασε λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, δημοσίευσε ποιήματα, ίδρυσε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, διετέλεσε διευθυντής ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ και ανανεωτής του Γ΄ Προγράμματός της, διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διοργάνωσε τους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας, διηύθυνε το περιοδικό Το Τέταρτο, δημιούργησε τη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» και την Ορχήστρα των Χρωμάτων.».

Ελάχιστα:

 Όπως και των νομπελιστών μας ποιητών Γιώργου Σεφέρη και  Οδυσσέα Ελύτη, έτσι και του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι -δεν έχουν προσεχθεί μάλλον όσο τους άξιζε και συναχθεί ξεχωριστά, αυτόνομα σε τόμο, τα εικαστικά κριτικά τους σημειώματα. Ορισμένα εξώφυλλα δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι φέρουν την υπογραφή του εξαίρετου ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου. Καθώς και βιβλίων και λογοτεχνικών περιοδικών. Στην δεδομένη περίπτωση του λογοτεχνικού περιοδικού «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» από όπου αντιγράφουμε το εύληπτο, λιτό και καίριο σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι.

Ο εικαστικός Γιώργος Σταθόπουλος, γεννήθηκε στο χωρίο Καλλιθέα του Αγρινίου στις 16 Απριλίου 1944. Από την περιοχή του Αγρινίου κατάγεται και ένας άλλος διακεκριμένος έλληνας γλύπτης ο Χρήστος Καπράλος. Ο Γιώργος Σταθόπουλος είναι ένας από τους πλέον αγαπητούς, σημαντικούς καλλιτέχνες της χώρας μας. Παράλληλα με την ζωγραφική ασχολήθηκε και με την σκηνογραφία και την εικονογραφία. Φιλοτέχνησε εξώφυλλα δίσκων, βιβλίων και λογοτεχνικών περιοδικών με την ίδια σοβαρότητα και επιμέλεια που διακρίνει τα έργα του και τον κάνει να κατέχει εξέχουσα θέση μέσα στους εικαστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους μεταξύ άλλων, τον Γιάννη Μόραλη, τον Νίκο Παππά, τον Νίκο Νικολάου κ. ά. πριν την επταετία. Την πρώτη του ατομική Έκθεση την έκανε το 1970 στην Αθήνα στην γνωστή Γκαλερί «Νέες Μορφές», στον ίδιο Εκθεσιακό χώρο πραγματοποίησε και τα μεταγενέστερα χρόνια, μετά την μεταπολίτευση του 1974 και άλλες του Εκθέσεις. Στις «Νέες Μορφές» είχαμε την χαρά να δούμε για πρώτη φορά και να θαυμάσουμε πίνακές του. Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε σε επαφή με τους πίνακές του, τα σχέδιά του, είδαμε έργα του, μας άρεσαν, μας εντυπωσίασαν, μας συγκίνησαν. Προσέξαμε τις δουλειές του και την παρακολουθούσαμε όποτε μπορούσαμε στις διάφορες εκθέσεις της. Σταθήκαμε στην απαλότητα και φρεσκάδα των χρωμάτων του, την φωτεινότητά της και τον εσωτερικό του λυρισμό, την ρευστότητα των σχεδιαστικών του συνδυασμών. Τον νεανικό αέρα που έχουν οι συνθέσεις του, την σταθερή του φόρμα, το έντονο στοιχείο της Ελληνικότητας που τον διακρίνει, εμφανές σε όλα τα έργα του. Την αισιόδοξη και γαλήνια, χαροποιό διάθεση που αποπνέουν και προκαλούν αισθήματα ηρεμίας και αγαλλίασης στον θεατή. Προσεγμένη και ονειρική πάντα η δουλειά του, με σαφή την ταυτότητα των χαρακτηριστικών της, τυλιγμένη σε ένα κλίμα ευχάριστης διάθεσης, ανάσας αισιοδοξίας, και προπάντων μέτρο και διαστάσεις ανθρώπου.

Από το 1970 και μεταγενέστερα, διοργάνωσε σε συχνά χρονικά διαστήματα Ατομικές του Εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και το εξωτερικό, συμμετείχε επίσης, σε αρκετές Ομαδικές Εκθέσεις. Από την πόλη μας, τον Πειραιά, πίνακές του είχαμε συναντήσει στο σπίτι του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη που εκτιμούσε τα έργα του.

          Σημαντικός και ξεχωριστός καλλιτέχνης ο Γιώργος Σταθόπουλος κατόρθωσε να συνδυάσει αρμονικά και ισορροπημένα τα υπερρεαλιστικά με τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία στις εικαστικές του δημιουργίες εμπλουτίζοντάς τες με ένα πνεύμα ελευθερίας και αισιόδοξης διάθεσης, φρεσκάδας. Έντονα απαλά χρώματα, κυριαρχούν οι τόνοι του ανοιχτού μπλε, του κόκκινου, του μωβ και του βελούδινου ροζ. Ωραία σχέδια σωστοί συνδυασμοί, μετωπικές απεικονίσεις αντρικών και γυναικείων προσώπων, μορφές ευχάριστων υπάρξεων που καλύπτουν τον οικιστικό χώρο του φόντου. Σπίτια, ναοί, υπαίθριοι χώροι, το θαλάσσιο στοιχείο, αρχαιολογικά στίγματα, λευκά περιστέρια, μικρά καράβια όλα αυτά που αποτελούν τον χαρακτήρα της Ελληνικότητάς του. Τα πρόσωπά του έχουν μια γλυκύτητα, μια γαλήνια εσωτερική ομορφάδα, μια νεανική φρεσκάδα και ελπίδα καθώς τα βλέμματά τους ατενίζουν τον χώρο στην ονειρική του διάσταση. Μικρά ιστιοφόρα πλέουν ήρεμα στην θάλασσα ενώ τα συντροφεύουν, πετούν γύρω τους λευκά περιστέρια με χάρη. Μια πάντα ολόγιομη σελήνη, ένα τεράστιο μάτι, φωτεινό ή διακριτικά σκιασμένο, μας βλέπει όλους μας από έναν εξίσου γαλήνιο και ήρεμο ουρανό και μας εμπνέει. Τα σχέδιά του είτε έχουν να κάνουν με ανθρώπινες μορφές είτε οικήματα είτε τον φυσικό χώρο διαθέτουν μία ευφρόσυνη λυρικότητα που εντείνει την λαϊκή φυσιογνωμία των έργων του. Έχουμε την αίσθηση ότι όλα είναι ρευστά στους πίνακές του, ρευστές σχεδιαστικές και χρωματικές «μινιατούρες» που σε παρασέρνουν μαζί τους οδηγώντας μας σε μια άλλη κατάσταση, μια άλλη πνευματικότητα του χώρου και των ανθρώπων. Η εικαστική τεχνική του, η φόρμα του, δεν στηρίζεται σε γεωμετρικά σχήματα και της λογικής συνδυασμούς αλλά σε μια αίσθηση διαρκούς κίνησης ευαισθησίας, σαν ένα απαλό και ελαφρό αεράκι να ταξιδεύει χρώματα και σχέδια, μορφές και εμάς του θεατές στο χρόνο. Αυτή η μικρή «πανδαισία» των χρωμάτων του, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φέρνει στο νου-αν δεν λαθεύω-έργα του Μαρκ  Σαγκάλ. Δίχως την απροσωποποιϊα των έργων του. Αιθέριες μορφές, απαλλαγμένες από το βάρος της ύλης τους παραταγμένες λες σε αρχαίες μετώπες. Ματιές έντονες. Χώρος, πρόσωπα, ρευστά σχήματα, τοπία, χρώματα ένα. Ένα τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αποτύπωμα της ταυτότητας του χαρακτήρα και της τεχνικής εκφραστικής του ζωγράφου στον χρόνο.

           Ένας σύγχρονός μας, διπλανός μας έλληνας Αλχημιστής που θα μας έλεγε ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

25 Μαρτίου 2025    

 

  

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Τα περιττά μιας χαμένης ευκαιρίας

 

ΤΑ ΠΕΡΙΤΤΑ ΜΙΑΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΕΥΚΑΡΙΑΣ

          1

Νυχτολούλουδο της ποίησης

πάνω στο τραπέζι

το μολύβι

η γόμα

το χαρτί

Το σπίτι άδειο

έρημο

ξεχαρβαλωμένα τα έπιπλα

ποιός θα σε ποτίσει.

--

          2

Μνήμη

σκουριασμένος  κουβάς

στο βυθό

της συνείδησης.

--

          3

Άγνωστος

(ανερμήνευτος)

ο Χρησμός

Αινιγματική

τρομερή

η Προφητεία

η Ζωή

σε τέμνουσες μοναξιές

πορεύεται.

--

          4

Σπάταλα όνειρα

οραματισμοί της σκέψης

μετέωροι

Κοιμήσου τώρα

το Πένθος

το Φως

του τρόμου οι εφιάλτες.

--

          5

Εικόνα

παλαιάς συνάντησης

αποτύπωση βλεμμάτων

τα ονόματα σβησμένα

από τον χρόνο

η λήθη

της εμπειρίας.

--

          6      

Το Σώμα

παραδομένο στη νωχέλεια

γυμνό

ανυπεράσπιστα αθώο

το θαύμα του έρωτα

θρήνος

άλωση

της Μνήμης.

--

          7

Παρηγοριά του ύπνου

Ποίηση

Στίχοι

Λέξεις

Νοήματα

Ρυθμοί και ύφη

Σιωπηλός

εφιάλτης.

--

          8      

Εξιστορήσεις από την αρχή

πάλι και πάλι

τέντωμα του Χρόνου

οργώνουν τα χαντάκια της Γραφής

μέχρι να κουραστεί

το βλέμμα

ανάσες της Ποίησης

καινούργιες

ξαποστάσεις των αισθήσεων

λυγμοί του απροσδόκητου.

--

          9

Σκιές της νύχτας

υγρή ψυχή

νοτισμένη στο φόβο

Στο παιδικό δωμάτιο

το σκοτάδι βαθύ

ασέληνη

η μητρική παρουσία.

--

          10

Παλιές φωτογραφίες

του Χρόνου

αφοσιώσεις

επάρσεις

και φτερουγίσματα

της Νιότης

ψηλώματα της φαντασίας

χαμένες

βεβαιότητες

και υποσχέσεις

το αύριο

ξαγρυπνά.

--

          11

Το παρόν

παξιμάδι ξερό (σκληρό)

φαφούτα ζωή

εξόριστη

μνήμη αχλή

Δίψα.

--

          12

Ροδίζει

ο Ουρανός

Ευαγγελίζου

 Γη

Επέλαση

επερχόμενων θανάτων.

--

          13

Περιπλανήσεις

του Νου

ρυθμοί του Κόσμου

βίοι ανθρώπων

Μαρτυρολόγια

Τιμωρός Μοίρα

των Θεών επιθυμίες

αιωνίων φωνών

της Ψυχής.

--

          14

Αυτή η περασμένη

σημερινή απουσία

σε καθήλωσε με την ομορφιά της

Πρόσωπο

γραπωμένο

στην διαδρομή

του ατομικού σου χρόνου

των στιγμών λεπτομέρειες

των παθών εμμονές

χειρονομίες θερμότητας

αγγίγματα γαλήνης

σιωπηλές θωπεύσεις

αβέβαιο μέλλον

άδηλο

όπως το παρόν.

--

          15

Έπαιξα

με τις λέξεις των ματιών σου

χάθηκα

στις συλλαβές της αγάπης σου

αλήτευσα

ασύστολα

ερωτικά

με τα αντρικά

γράμματα του ονόματός σου

Έκλεισα πονηρά το μάτι

στα αμπάρια του κορμιού σου

και σ’ έχασα.

--

          16

Ομορφαίνει

τα πρωινά η παρουσία σου

ο θάνατος γλυκαίνει

η μέρα κρασί

μεθυστικό

τα βραδινά όνειρα

μελωμένα.

Μόνο

Λίγο πριν χαράξει

η αυγή

οι πληγές και πάλι

ανοίγουν

μέσα στο δωμάτιο

πίσω από τις κουρτίνες

καθώς από μακριά

ακούγονται

τα ύπουλα βήματα

της Κλυταιμνήστρας.

--

          17

Δύσθυμος ο Κόσμος

Παναγιά μου

λύπη απαρηγόρητη

ονειροπόλα ξαφνιάσματα

ριπές θλίψης

συστολές μοναξιάς

της ερημιάς απλώματα

Καθώς

όπως φαίνεται

ήταν γραπτό

ο Ορέστης

στη «Νέα Διαθήκη»

να σκοτώσει τον Θεό πατέρα

Πυλάδη

αδελφοποιτέ μου.

--

          18

Αποφεύγεις να κοιτάξεις το πρόσωπό σου

στον καθρέφτη

η τέφρα

ακόμα νωπή

η θλίψη οξεία

τα χρώματα ξεθώριασαν

οι γραμμές χάθηκαν

το σχέδιο αλλοιώθηκε

το περιθώριο στένευσε

η φόρμα θρυμματίστηκε

ο φωτισμός θάμπωσε

το εύλογο παράδοξο

του Χρόνου.

--

          19

Ελένη πεντάμορφη

Ελληνίδα γυναίκα

«ελέπτολις»

και σύζυγο απάτησες

και εραστή παράτησες

και πόλεμο προκάλεσες

Για σένα έγινε ο πόλεμος της Τροίας

για σένα η βασίλισσα μάνα Εκάβη

θρήνησε τα παιδιά της

για σένα ο Αστυάναξ

ρίχτηκε από τα Τείχη.

Ο Όμηρος

σε απαθανάτισε στο Έπος του.

«Για ένα άδειο πουκάμισο»

σε ύμνησε η Ποίηση.

--

          20

Μνήμη της απουσίας

της Ποίησης μνήμη

ιστόρηση

που αλλάζεις

την κανονικότητα

της αλήθειας

των πραγμάτων.

--

          21

Μυστικές τελετές και τελετουργίες

της Ποίησης

αμφισβητήσεις

επώδυνος λόγος και περιγραφές

νήματα κομμένα

ανθρώπινων εμπειριών

επανασχεδιάσεις

της Ποίησης

Φιλοτεχνήματα

σπάταλης λαχτάρας

για στιγμές ζωής που δεν έζησες

και οι Λέξεις

στο υπενθυμίζουν

με κρότο.

      Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 22 Μαρτίου 2025

21 και 1 Ημέρα μετά τον παγκόσμιο Εορτασμό της Ποίησης