Ο
Κ Α Ι Ν Ο Υ Ρ Γ Ι Ο Σ
Μόλις ξανάρθαμε στο Γυμνάσιο, μαθητές πιά
της τετάρτης, μάθαμε πώς ο καθηγητής των Ελληνικών κύριος Μακρής που τον είχαμε
τρία χρόνια συνέχεια, είχε μετατεθεί σ’ επαρχία. Το νέο αυτό μας αναστάτωσε
γιατί τον είχαμε συνηθίσει και τον είχαμε, πές, αγαπήσει μ’ όλο που είταν
αυστηρός και πολύ δάσκαλος.
-Και ποιόν
θα μας φέρουνε τώρα; Είταν η πρώτη ερώτηση που κάναμε ο ένας στον άλλο μόλις
βλεπόμαστε στους διαδρόμους του σχολείου ύστερ’ απ’ τις καλοκαιριάτικες
διακοπές.
-Έναν
καινούργιο, πολύ νεαρό και πολύ χαζό, απαντούσε ο ισόβιος επιμελητής Ηλιάδης,
που είχε υψηλές γνωριμίες με το γραφείο κ’ είταν πάντα καλά πληροφορημένος.
Θες, λοιπόν οι πληροφορίες του Ηλιάδη για
τη χαζομάρα του καινούργιου δασκάλου, θες γιατί η φούρκα μας για τη μετάθεση
του παλιού έπρεπε να ξεσπάσει σε κάποιον, αποφασίσαμε να του ετοιμάσουμε
μεγάλην υποδοχή. Ο Σαραντής, ο αρχηγός της καζούρας τα ετοίμασε όλα το πρωί της
πρώτης μέρας ύστερ’ απ’ τον αγιασμό και το συνηθισμένο δεκάρικο του
Γυμνασιάρχη.
Έτσι, μόλις μπήκε στην τάξη ο
καινούργιος, τον υποδέχτηκαν τρία σφυρίγματα, το καθένα απ’ τις τρείς γωνίες
της κάμαρας, ένα υπόκωφο μουγκρητό-η γνωστή στη μαθητική γλώσσα «γκαμήλα» πού
κάναμε όλοι με κλειστά στόματα-και τριξίματα, κανονικά και ρυθμικά, των θρανίων.
Τις χάρτινες σαΐτες και τα κομματάκια της κιμωλίας τα είχαμε κρύψει εφεδρεία.
Περιμέναμε ύστερ’ απ’ αυτά μιά γερή
κατσάδα και την απειλή: «θα σας αναφέρω στον κύριο Γυμνασιάρχη» που μας
εκτοξεύανε όλοι οι καθηγητές σαν τους ζορίζαμε πολύ, μα ο καινούργιος δεν έκανε
τίποτα τέτοιο. Ανέβηκε στην έδρα μ’ όλη του την ησυχία έβγαλε το σακάκι του-
είταν ζέστη ακόμη παρ’ όλο που είταν Οχτώβρης- τ’ ακούμπησε όμορφα-όμορφα στην
καρέκλα κ’ ύστερα κατέβηκε κ’ ήρθε κοντά μας. Πενήντα πέντε ζευγάρια μάτια
καρφώθηκαν με περιέργεια πάνω του και νεκρική σιγή διαδέχτηκε την προηγούμενη
φασαρία. Προσπαθούσαμε να δούμε τί άνθρωπος είταν, να τον γυμνώσουμε, να βρούμε
το τρωτό του σημείο και να τον βασανίσουμε. Έτσι γίνεται πάντα.
Το πρώτο που διαπιστώσαμε όλοι, είταν
πώς δεν έμοιαζε πολύ νεαρός, «παιδάριο» όπως μας είχε πει ο Ηλιάδης που είταν
λίγο μύωπας. Το πρόσωπό του είταν νεανικό, παιδικό θα μπορούσε να πει κανείς,
μα τα μαλλιά του είχαν κάμποσες άσπρες τρίχες. Η ηλικία του έτσι κυμαίνονταν
ανάμεσα στα είκοσι πέντε και στα σαράντα. Και δεν φαινόταν καθόλου κουτός’ τα
μάτια του άστραφταν από εξυπνάδα και καθώς μιλούσε χαμογελούσε ένα πολύ
συμπαθητικό χαμόγελο.
-Νιώθω καλά, παιδιά μου, πώς δε με
βλέπετε μ’ ευχαρίστηση, άρχισε, χάσατε τον αγαπημένο σας δάσκαλο όπως κ’ εγώ
έχασα τα παιδιά μου, του άλλου σχολειού που δούλευα ως πέρσι. Ας μην
πικραινόμαστε όμως’ με τον καιρό και με τη συνεργασία θα ξεχάσουμε.
Μιά μικρή σαΐτα σε σχήμα πουλιού
πετάχτηκε την ίδια στιγμή από μιά γωνιά, πέρασε δίπλ’ απ’ το κεφάλι του,
χτύπησε στον αντικρινό τοίχο κ’ έπεσε πάνω στην έδρα. Ο δάσκαλος έτρεξε και την
πήρε στα χέρια του. Όλοι κρατούσαμε την αναπνοή μας περιμένοντας να ξεσπάσει η
θύελλα. Αντίς για θύελλα όμως το χαμόγελο του δασκάλου έγινε πιό φωτεινό.
Περιεργάστηκε τη σαϊτα, τη χάϊδεψε με τα δάχτυλά του κι άρχισε να λέει με
απαλή, συγκινημένη φωνή.
-Τί όμορφη σαϊτα! Πολύ καλοφτιαγμένη!
Αυτός που την έφτιαξε έχει καλλιτεχνικό γούστο. Μ’ άρεσε και μένα να φτιάχνω σαΐτες
σαν είμουνα μικρός. Καθώς τις πετούσα νόμιζα πώς είμουν εγώ που άνοιγα σαν
περιστέρι τ’ άσπρα φτερά μου για να φέρω κάπου το καλό μήνυμα. Αυτή όμως εδώ
είναι σωστό αριστούργημα. Ποιός την έφτιαξε;
Αρκετά δευτερόλεπτα βασίλεψε πάλι
σιωπή. Αποπνιχτική σιωπή αυτή τη φορά, συνοδευμένη απ’ το ενοχλητικό συναίσθημα
που λέγεται τύψη. Μόνο ο δάσκαλος περίμενε γαλήνιος. Τέλος υψώθηκε μιά φωνή.
-Εγώ, κύριε καθηγητά. Είταν ο Σαράντης
που σήκωνε δειλά το χέρι ενώ κοκκίνιζε, πράμα που το πάθαινε πρώτη φορά.
-Χαίρω, πολύ, παιδί μου, είπε ο
δάσκαλος χωρίς ειρωνεία, κι ακουμπώντας τη σαϊτα στην έδρα συνέχισε το μάθημα.
Μας έκανε μία εισαγωγή για την αξία
των αρχαίων Ελληνικών κ’ ύστερα μας μίλησε για τον Όμηρο. Είμασταν παιδιά
δεκάξη χρονώ και δέκα χρόνια τώρα μας κοπανούσαν για «τους μεγάλους αρχαίους
ημών προγόνους» και για «τον μέγιστον ποιητή του κόσμου». Είχε κουρκουτιάσει το
μυαλό μας απ’ τα τέτοια, μα τη στιγμή τούτη είχαμε κρεμαστεί απ’ τα χείλη του
καινούργιου σα να μας ξεσκέπαζε έναν κόσμο άφταστο σε ζωντάνια και μεγαλείο.
-‘Ένα παραμύθι, παιδιά, είναι ο
Όμηρος. Το πιό αληθινό όμως ανθρώπινο παραμύθι που γράφτηκε ποτές. Γι αυτό και
δεν παλιώνει κι ούτε θα παλιώσει καμιά φορά. Αιώνες, χιλιετηρίδες πέρασαν από
τότε που ένας άγνωστος, σκεπασμένος με το φωτοστέφανο του θρύλου ποιητής τ’
ακούμπησε στην καρδιά της ανθρωπότητας. Πόλεμοι, κατακλυσμοί, ψυχικές και
σωματικές αρρώστιες, πρόοδοι και πισωγυρίσματα αμέτρητα έγιναν από τότε, μα ο
Όμηρος κ’ οι ήρωές του δεν πέθαναν. Γιατί; Γιατί κλείνουν μέσα τους ένα μεγάλο
κομμάτι απ’ την ακατάλυτη ψυχή, κάτι απ’ τη θεϊκή σπίθα που μας ξεχωρίζει απ’
τα ζώα. Όλοι μας έχουμε μέσα μας έναν Αχιλλέα, έναν Οδυσσέα κι όλοι μας
στήνουμε σαν αυτούς ένα ωραίο ιδανικό κι αγωνιζόμαστε να το κάνουμε
πραγματικότητα.
Το κουδούνι σταμάτησε τον καινούργιο
που μας χαιρέτησε ευγενικά κ’ έφυγε… Ένα λεπτό ησυχία κι αμέσως τα νεύρα μας
ξέσπασαν.
-Μυστήριος άνθρωπος! Φώναξε ο Ηλιάδης.
-Ζουρλός, θεόζουρλος! Είπε ο
Στεφανάκης, το μαθηματικό κεφάλι της τάξης.
-Είναι πολύ μορφωμένος και πολύ καλός,
διόρθωσε με τη βαριά φωνή του ο Κωστόπουλος, ο πιό επιμελής απ’ όλους που τον
φωνάζαμε κοροϊδευτικά «δάσκαλο».
-Μιά φορά σας έβαλε στη θέση σας. Δεν
περνάει η καζούρα σ’ αυτόν, πρόστεσε η «Οσία Μαρία», ο Ιωαννίδης.
-Αυτό θα το δούμε’ ξεφώνισε
πεισματωμένος ο Σαραντής που ένιωθε τώρα κάποια μείωση της προσωπικότητάς του.
Και πράγματι ο αγώνας με τον
καινούργιο συνεχίστηκε όσο κι αν απ’ την πρώτη επαφή καταλάβαμε πώς ο εχθρός
διέθετε άγνωστα σε μας και γι αυτό δυσκολοπολέμητα όπλα. Στόχος μας έγινε τώρα
η ψυχραιμία και τ’ αναλλοίωτο χαμόγελό του. Βάλαμε πείσμα να τον θυμώσουμε με
κάθε τρόπο. Θέλαμε να τον δούμε να φωνάζει και να βρίζει σαν τους άλλους.
Ο Σαραντής
ύστερ’ από μερικές μέρες είχε καινούργια έμπνευση.
-Ρε συ, είπε σ’ εμένα’ ξέρεις τι
σκέφτηκα; Εσύ πούσαι καλός σκιτσογράφος να φτιάξεις ένα πρωί τον καινούργιο στον
πίνακα σα Δον Κιχώτη με την περικεφαλαία και το κοντάρι. Από κάτω θα γράψουμε:
«Ζήτω ο ιππότης της ελεεινής μορφής! Τον γνωρίζετε;». Έτσι θα τον κάνουμε να
χτυπιέται απ’ το κακό του. Αλλά θα τον πετύχεις όμοιο;
-Δεν έχω καμιά όρεξη να φάω αποβολή,
του είπα, αν και στο βάθος μ’ άρεσε η ιδέα του.
-Παίρνω πάνω μου την ευθύνη, μου
υποσχέθηκε. Θα πω ότι τον έφτιαξα εγώ.
Το σκίτσο είχε μεγάλη επιτυχία, μα δεν
πετύχαμε τίποτα. Ο καινούργιος, βλέποντας τον εαυτό του Δον Κιχώτη, γέλασε πιό
πολύ από μας που τον φτιάξαμε κ’ ύστερα είπε:
-Παρακαλώ αυτόν πούφτιαξε τη
γελοιογραφία μου ναρθεί να τη σβύσει.
Κύτταξα τον Σαράντη, μα αυτός φρόντισε
να στρίψει αλλού το μούτρο του. Όλ’ η τάξη είχε γυρίσει προς το μέρος μου σα
νάμουνα ο μοναδικός αίτιος. Γεμάτος λύσσα και περιφρόνηση για τον άλλο σηκώθηκα
κ’ έσβυσα τον πίνακα. Τα χέρια μου έτρεμαν.
-Ευχαριστώ παιδί μου’ είπε ο
καινούργιος κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια χωρίς να προστέσει τίποτ’ άλλο.
Δεν ξέρω τί ήθελε να πει το βλέμμα
του, μα ένιωσα ξαφνικά τόσο ταπεινωμένο τον εαυτό μου μπροστά του που παρά λίγο
να ξεσπάσω σε λυγμούς σα μικρό παιδί.
-Δε φταίω εγώ, κύριε… μπόρεσα ν’
αρθρώσω μεσ’ απ’ τα σφιγμένα μου δόντια. Ο Σαραντής….
Η φωνή του δασκάλου σοβαρή και με
μόλις ορατό παλμό θυμού μ’ έκοψε:
-Φτάνει. Αν δεν ήθελες εσύ, κανένας
δεν μπορούσε να σε βιάσει. Πρέπει να μάθετε να σηκώνετε το βάρος της ευθύνης
των πράξεών σας.
Ύστερα άρχισε να μας μιλά για τη
σημασία του Δον Κιχώτη στην παγκόσμια φιλολογία και για το συγγραφέα του.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας είταν να του κολλήσουμε το παρατσούκλι και
να τον λέμε: «Ιππότη της ελεεινής μορφής».
Κι όμως το αίνιγμα του καινούργιου
εξακολουθούσε να παραμένει άλυτο. Μας είχε σχεδόν επιβληθεί και μάλιστα με μέσα
όχι δασκαλίστικα, μας φώναζε όλους με τα μικρά μας ονόματα, έλεγε πού και που
κανένα αστείο, μα βρισκόταν κάπως μακριά από μας.
Ο δάσκαλος είναι αίνιγμα που το λύνει
ο θυμός κι αυτόν δεν είχαμε καταφέρει να τον τραβήξουμε απ’ την ολύμπια γαλήνη
του. Ύστερα ένας μαθητής θέλει και δεν ησυχάζει, παρά αφού γνωρίσει όλες τις
πλευρές της ζωής του δασκάλου. Από πού είταν; Πώς ζούσε; Είταν παντρεμένος ή
όχι; Είχε ή δεν είχε παιδιά; Τί σπουδές είχε κάνει; Έπαιζε πρέφα ή σκάκι και σε
ποιό καφενείο; Τ’ άρεσε ο κινηματογράφος ή το θέατρο; Και χίλια άλλα ασήμαντα ή
σημαντικά ζητήματα που αποτελούν πάντα μεγάλη υπόθεση για τους μαθητές.
Μιά φορά που ζητήσαμε να εισχωρήσουμε
στο μυστικό της ιδιωτικής του ζωής ρωτώντας τον τη διεύθυνση του σπιτιού του
για να του προσφέρουμε δώρο στη γιορτή του, μας έκοψε απότομα κ’ ευγενικά όπως
συνήθιζε:
-Ευχαριστώ πολύ’ δε θέλω δώρα. Το
μοναδικό δώρο που δέχομαι απ’ τα παιδιά μου είναι η επιμέλεια κ’ η προκοπή
τους.
-Είναι σπουδαίος άνθρωπος, είπε τότες
η «Οσία Μαρία» ο Ιωαννίδης. Ο Μακρής δεν πιάνει μπάζα μπροστά του. Και
περισσότερες γνώσεις έχει και χαρακτήρα περίφημο.
Με την «Οσία Μαρία» συμφώνησε αμέσως ο
«Δάσκαλος» μα οι άλλοι χιμήξαμε να τους φάμε. Ακούς εκεί να τολμήσουν να
παραβάλουν το Μακρή με τον καινούργιο και να τον βρίσκουν και κατώτερό του!
Πρώτη φορά γινόταν τέτοια σύγκριση και στα μάτια των περισσοτέρων έμοιαζε με
ιεροσυλία.
Και σα να μην έφτανε η «Οσία Μαρία» με
την παρέα του, μας ρίχτηκαν κ’ οι τελειόφοιτοι της έχτης που η γνώμη τους είχε
βαρύτητα γιατί ήταν άντρες και μάλιστα με μουστάκια. Όλοι τους αυτοί, καμιά
σαρανταριά μαντραχαλαίοι, είχαν πάθει ψύχωση με τον καινούργιο που τους δίδασκε
ιστορία.
-Τώρα μαθαίνουμε ιστορία, μας
κοπάνιζαν κάθε ώρα και στιγμή. Οι προηγούμενοι μας τρέλαιναν με τις χρονολογίες
και τα ονόματα. Αυτός, παιδί μου, σε μπάζει στην ουσία των γεγονότων.
Ζωντανεύει τους πεθαμένους και σε κάνει να πονάς και να χαίρεσαι με τις
περιπέτειες των προσώπων και των λαών. Μας έκανε μιά ανάλυση της προσωπικότητας
του Μεγάλου Ναπολέοντα θαύμα! Μας αναθέτει και γράφουμε και δικές μας εργασίες.
Είσαστε τυχεροί που τον έχετε στα ελληνικά. Σ’ αυτά θάναι πιό σπουδαίος.
Κ’ η φήμη του καινούργιου απλωνόταν
όλο και πιό πολύ στο Γυμνάσιο, τόσο που μας καθόταν στο στομάχι, έτσι από
αντίδραση για τους επαίνους που ακούγαμε. Ο Σαραντής πρό παντός, που του έβαζε
μικρούς βαθμούς επειδή δεν διάβαζε, έσπαζε το κεφάλι του να βρει καινούργια
μέθοδο καζούρας για να εκδικηθεί. Δεν είταν όμως εύκολο, γιατί είχε εξαντλήσει
χωρίς επιτυχία όλα του τα τερτίπια κ’ οι βοηθοί του μέρα με τη μέρα λιγόστευαν
παρασυρμένοι απ’ τη γοητεία του καινούργιου. Κι’ εγώ ατομικά, μ’ όλο που ανήκα
ακόμα στους οπαδούς του Μακρή, δεν είχα καμιά διάθεση να τον βοηθήσω ύστερ’ απ’
την ανανδρία που είχε δείξει στην υπόθεση του Δον Κιχώτη. Το σκέφτηκε λοιπόν,
το βρήκε και το εφάρμοσε μόνος του μ’ αριστοτεχνικό τρόπο. Άσχετο αν δεν πέτυχε
ως το τέλος.
Είταν, θυμάμαι, στο μάθημα των νέων
ελληνικών, πρώτη ώρα, μιάν απ’ τις τελευταίες μέρες του Γενάρη. Έξω έβρεχε
δυνατά κι ο ουρανός είταν κατασκότεινος. Φαινόταν πώς θα κυλούσε έτσι ολάκερη η
μέρα βαριά, μελαγχολική χωρίς γαλάζια οράματα και χρυσές αχτίνες. Ο καθηγητής,
μέσα στο χειμωνιάτικο όργιο, ανέλυε το έργο του Χατζόπουλου όπως μονάχα αυτός
είχε τη δύναμη να το κάνει. Μας μιλούσε για τους «Βραδυνούς θρύλους», την
τεχνοτροπία του, τη μουσικότητα των ρυθμών, τη μελαγχολία και τη βαθιά ανθρωπιά
τους.
Μια ατμόσφαιρα κατάνυξης είχε απλωθεί
μέσα στην αίθουσα που για πρώτη φορά έβλεπε να υψώνονται ανάμεσα στους
σκυθρωπούς τοίχους της οι στίχοι σαν ολοπράσινα δέντρα όασης στην απέραντη
σαχάρα του συνταχτικού, των γερούνδιων, των αλγεβρικών εξισώσεων και των
γεωμετρικών θεωρημάτων. Η ποίηση μας είχε τυλίξει με τα φτερά της κι
αφουγκραζόμαστε με προσοχή και λαχτάρα τις στροφές που ζωντάνευε ο δάσκαλος με
την αρμονική, λίγο μουντή, φωνή του:
Πέρασαν
οι τρείς κ’ είταν φτωχοί
Πέρασαν
οι τρείς τους μοναχοί
Και
στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου…
Η απαγγελία
συνεχιζόταν ανεβάζοντάς μας όλο και πιό ψηλά, μα ξαφνικά ένας δυνατός κρότος
ακούστηκε’ η βαριά εικόνα του Κολοκοτρώνη έπεσε από ψηλά πάνω στον ώμο του
καθηγητή κ’ ύστερα θρυμματίστηκε χάμου. Ευτυχώς που είχε την ψυχραιμία να κάνει
ένα βήμα στα πλάγια γιατί αν τον πετύχαινε στο κεφάλι μπορούσε να τον
τραυματίσει σοβαρά ή και να τον σκοτώσει. Καθώς όμως έσκυψε, ίσως για να η
συγκρατήσει, τα σπασμένα γυαλιά πήδηξαν και του κόψαν τα χέρια. Όταν τα σήκωσε
τα είδαμε γεμάτα αίματα. Σηκωθήκαμε αναστατωμένοι, μα εκείνος μας είπε, καθώς
σκούπιζε τα ματωμένα, δάχτυλα, με το κάτασπρό του μαντήλι.
-Δεν είναι τίποτε. Τα καρφιά δεν είταν
φαίνεται καλά μπηγμένα. Στο διάλειμμα πέστε σας παρακαλώ στον επιστάτη να
μαζέψει τα γυαλιά για να μην κοπεί κανένας.
Γύρισε τη σελίδα του βιβλίου και
συνέχισε τους «Τρείς». Οι άνθρωποι που πάλεψαν για ένα ιδανικό νικήθηκαν.
Έδωσαν ό,τι ωραίο είχαν στον αγώνα και τώρα πηγαίνουν να πεθάνουν ειρηνικά. Προχωρούνε
προς το τέρμα κουρασμένοι, γυμνοί, ξυπόλητοι και κυττάζουν για τελευταία φορά
τον ουρανό, την αιώνια λαχτάρα των αποτυχημένων. Θαυμάζουν τον ήλιο που
μεταμορφώνει τα κουρέλια τους σε βασιλικές πορφύρες και σκέφτονται πώς ο
θάνατος είναι προτιμότερος από μιά ζωή χωρίς καμιά προσμονή, χωρίς κανένα
νόημα.
Και
χάθηκαν στο γύρισμα και πάνε…
Και
τα κουρέλια δες φεγγοβολάνε
Σαν
πορφύρες στα τρίστρατα ριχτές
Κ’
είν’ οι καρδιές τους σαν σπασμένες λύρες
Κ’
είν’ οι λαλιές τους σαν πνιχτές
Κ’
είν’ το σήμερα ό,τι και το χτες.
-Κύριε, κύριε με συγχωρείτε. Η εικόνα
δεν έπεσε μόνη της.
-Πώς; Έκανε ξαφνιασμένος ο δάσκαλος
αφήνοντας πάλι το βιβλίο. Τί θέλεις να πεις Στυλιανίδη;
Ο Στυλιανίδης ήταν ένα ήσυχο και καλό
παιδάκι αλλά δεν τον είχαμε σε υπόληψη γιατί είταν απ’ τους πιό σκάρτους στα
μαθήματα μ’ όλο που πέθαινε στο διάβασμα.
-Μάλιστα, κύριε, συνέχισε. Ο Σαράντης
σκαρφάλωσε το πρωί κ’ εχαλάρωσε τα καρφιά για να σας κάνει κακό. Ήρθε επίτηδες
πρώτος, μα τον τσάκωσα καθώς κατέβαινε απ’ την καρέκλα. Μου δικαιολογήθηκε πώς
θέλησε να κυττάξει αν είταν λιθογραφία ή φτιαγμένη με κραγιόνι αλλά τώρα
καταλαβαίνω. Είσαστε τόσο καλός, μας αγαπάτε σαν παιδιά σας κι αυτός πήγε να
σας σκοτώσει, πρόστεσε ο Στυλιανίδης κ’ έσκυψε για να μη δούμε πώς έκλαιγε.
Ο δάσκαλος έσφιξε τα ματωμένα του
χέρια με το μαντήλι και ρώτησε το Σαράντη που είχε ζαρώσει.
-Είν’ αλήθεια;
-Όχι, κύριε, μουρμούρισε, χωρίς να
τολμά να σηκώσει το κεφάλι.
Ο άλλος κατέβηκε απ’ την έδρα και
στάθηκε πάνω απ’ το μαθητή. Έπιασε απαλά το κεφάλι του, το σήκωσε και τον
κύτταξε βαθιά στα μάτια ρωτώντας τον με το ίδιο πατρικό χαμόγελο.
-Λοιπόν;
Πόσα δεν έλεγε αυτή η λέξη! Μιά
τρομερή πάλη γίνηκε στην ψυχή του παιδιού κι ο δαίμονας του κακού νίκησε.
-Μά όχι λοιπόν σας λέω. Δεν τόκανα
εγώ’ ο Στυλιανίδης δε με χωνεύει και γι αυτό…
-Καλά παιδί μου, είπ’ ο δάσκαλος και
ξανανέβηκε στην έδρα. Η έκφρασή του είχε τώρα αλλάξει. Μιά βαθιά πίκρα και
κούραση παραμόρφωνε το χλωμό πρόσωπό του. Ωστόσο βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει.
-Παιδιά, σας παρακαλώ να μην
κοινολογηθούν οι υποψίες του Στυλιανίδη γιατί μπορεί ο Σαράντης ν’ αποβληθεί
για πάντα απ’ το σκολείο. Άς μείνει μυστικό της τάξης μας… Κ’ επειδή έχουμε
λίγα λεπτά καιρό θα σας πω έναν ωραίο μύθο που τον λένε στην πατρίδα μου.
«Μιά
φορά κ’ έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσαν σ’ ένα χωριό δυό άνθρωποι. Τα
χτήματά τους είταν δίπλα-δίπλα, αλλά δεν τα πήγαιναν καλά. Δε φταίγαν όμως κ’
οι δυό μα ο ένας που είχε κακή ψυχή και ζητούσε ευκαιρία να βλάψει τον άλλο,
τον καλό. Πότε τούκλεβε κανένα πρόβατο, πότε πατούσε τα χωράφια του, σκότωνε τα
περιστέρια κ’ έκοβε τα δέντρα του δάσους του. Μα ο καλός δε θύμωνε, δεν
τσακωνόταν ποτέ με το γείτονά του. Μιά φορά μάλιστα που έπεσε αρρώστεια στα
ζωντανά του, πήγε και τα γιάτρεψε γιατί ήξερε, έτσι λέει το παραμύθι, όλες τις
γητειές του κόσμου.
Μιά
πρωτομαγιά ο κακός άνθρωπος για να πικράνει το γείτονά του έκοψε τα πιό άγρια
αγκάθια και τις τσουκνίδες πούχε στο χτήμα του, τάβαλε σ’ ένα πανέρι, τα
σκέπασε και του τάστειλε μ’ ένα δούλο. Ο καλός τα δέχτηκε με χαμόγελο κ’ είπε
του δούλου να περιμένει να του ετοιμάσει κι’ αυτός ένα δώρο για τον κύριό του.
Αδειάζει λοιπόν τ’ αγκάθια απ’ το πανέρι, τα γεμίζει με τα πιό όμορφα
τριαντάφυλλα του κήπου του και το στέλνει στον κακό γείτονα μ’ ένα γράμμα που
έλεγε: -αγκάθια και τσουκνίδες έχεις, αγκάθια και τσουκνίδες χαρίζεις. Ρόδα
έχω, ρόδα χαρίζω-….
Ας θυμηθούμε, παιδιά μου, τον καλό γείτονα.
Το γκρέμισμα της εικόνας είταν η
τελευταία καζούρα που έγινε στο δάσκαλό μας. Αντί να τον κάνει να θυμώσει και
να τον εξευτελίσει ο καζουροποιός μπροστά στα μάτια μας του χάρισε την ευκαιρία
να φανεί τόσο δυνατός που όλ’ η τάξη τον παραδέχτηκε. Είχαν δίκιο οι
τελειόφοιτοι. Όλοι ορκιστήκαμε μέσα μας να μην τον ξαναλυπήσουμε κι απομονώσαμε
τόσο πολύ τον Σαράντη που αναγκάστηκε να πάει σ’ άλλο σχολείο.
Οι άλλοι πενηντατέσσερεις χαρήκαμε,
τέσσερις ακόμη μήνες τον καινούργιο, γιατί μόλις τέλειωσε ο χρόνος έφυγε στην
Ευρώπη γι ανώτερες σπουδές:
Ύστερα δεν
τον ξανάδαμε, ούτε έτυχε ν’ ακούσουμε τίποτε γι αυτόν.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότες; Είκοσι,
είκοσι ένα; Δε θυμάμαι ακριβώς. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Όσοι από τους
πενηντατέσσερεις ζούμε και σμίγουμε κάποτε-κάποτε, θυμόμαστε τον ¨καινούργιο»
σα νάταν χτες. Αυτό τ’ όνομα τούμεινε. Το επίσημο κι ο «ιππότης της ελεεινής
μορφής» παραμερίστηκαν. Κι αλήθεια αυτό μονάχα του ταιριάζει. Άστραψε στον
ορίζοντα της ζωής σαν κάτι καινούργιο και μοναδικό. Οι δεκάδες των άλλων
δασκάλων που γνωρίσαμε δεν άφησαν κανένα σημάδι στην ψυχή μας γιατί μας
παραγέμισαν το κεφάλι με γνώσεις ξερές κι αμφίβολες. Εκείνος στάθηκε ο
δάσκαλος, ο μεγάλος μας φίλος. Ό,τι καλό φτιάξαμε στη ζωή μας το χρωστάμε σ’
αυτόν. Κι αν ο καιρός αρχίζει να ρίχνει στα μαλλιά μας την άσπρη του σκόνη,
εμείς μένουμε ακόμη τα «παιδιά του», όπως μας έλεγε πάντα, κυττάζοντάς μας με
το φωτεινό του χαμόγελο.
Βασίλης Μοσκόβης, Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ, σελίδες 36-47
Από το βιβλίο του ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΣΚΟΒΗ,
ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ, εκδόσεις Γκοβόστη, χ.χ., σελ. 128 τιμή παλαιοπωλείου 12
ευρώ.
Όταν η νεανική μνήμη γίνεται λυρικό διήγημα
Την περίοδο αυτή, όπως
κάθε χρόνο, η μαθητιώσα ελληνική νεολαία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετέχει
των καθιερωμένων εξετάσεων για την εισαγωγή της στα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα. Σχολικές εξετάσεις που για μεγάλη μερίδα της σπουδάζουσας νεολαίας θα
καθορίσει και τον επαγγελματικό της προσανατολισμό και εργασιακή αποκατάσταση.
Μια αναγκαία σχολική δοκιμασία που όλοι μας περάσαμε και θυμόμαστε με βαθιά
νοσταλγία, τρυφερότητα, νεανική αναπόληση, ονειροπόληση, ενώ ένα μικρό αγκαθάκι
αγωνίας και άγχους, φόβου, παρά τα χρόνια που πέρασαν και την κατοπινή μας
σταδιοδρομία ακόμα παραμένει «ανθηρό» να τσιγκλήζει τα βάθη της ψυχής μας και
να μας υπενθυμίζει τα οράματα μιας άλλης εποχής καθώς πλησιάζουν οι εξετάσεις.
Η εικόνα των δασκάλων μας όσα χρόνια και αν περάσουν παραμένει ζωντανή μέσα στις
συνειδήσεις μας, αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του ατομικού μας εικονοστασίου. Ο
παιδικός και εφηβικός μαθητικός νόστος, τα νεανικά «ξένοιαστα» χρόνια είναι
παρόντα όσο και αν τα βάρη των χρόνων και τα βάσανα του βίου προσπαθούν να τα
κρατήσουν στο περιθώριο. Παραστάσεις και εικόνες, πρωτόγνωρες παλαιές
καταστάσεις ξεθωριάζουν στο διάβα του χρόνου, οι μαθητικές φωτογραφίες
κιτρινίζουν, οι εφηβικές μνήμες ατονούν, χάνουν μεγάλο μέρος της παλαιότερης
λαμπράδας τους, καλύπτονται από νεότερες εμπειρίες και βιώματα. Αρκετές φορές
όμως, όταν περνάς έξω από το σχολικό συγκρότημα που φιλοξένησε τα νεανικά σου
μαθητικά χρόνια, στέγασε τις εφηβικές σου αγωνίες και αδιέξοδα, άκουσε τα
νεανικά μυστικά σου, αφουγκράστηκε τα μελλοντικά σου όνειρα, χαμογέλασε με τους
σχεδιασμούς των οραμάτων σου -πριν διαψευστούν και βγουν όλα πλάνες όπως
σοφά μέσω της ποιητικής του παιδαγωγίας
μας μίλησε ο Αλεξανδρινός Έλλην ποιητής εξ Αιγύπτου- μιά χαρμολυπική διάθεση σε
πλημμυρίζει, μιά ακτίνα χαράς φωτίζει αυτό το άπιαστο, το φευγαλέο των τότε
προσδοκιών σου. Ένα ρίγος θλίψης διαπερνά το σώμα σου, μιά συγκίνηση αλλοτινή
για ότι κέρδισες και απώλεσες μαζί έκτοτε. Συμμαθητές και μικρές παρέες,
δάσκαλοι σοβαροί και απαιτητικοί, συχνές εξετάσεις και ξαφνικά διαγωνίσματα, μαθητικές
καζούρες, μεγάλες παγωμένες αίθουσες με τους τοίχους να κοσμούν φωτογραφίες
ηρώων του 1821, πράσινοι πίνακες με τις ασκήσεις της προηγούμενης ώρας και
απουσιολόγια. Θρανία στενά υπογεγραμμένα από όλες τις τάξεις των μαθητών, ατέλειωτα
πειράγματα και πετάγματα κιμωλιών να σβουρίζουν στον αέρα. Τσαλακωμένα σχολικά
βιβλία και λυσάρια διαφόρων μαθημάτων να γυρίζουν από χέρι σε χέρι στα ζούλα,
μακριά από τα άγρυπνα μάτια των καθηγητών, που, όμως, έκαναν τα στραβά μάτια
που και που. Τετράδια και χάρακες, μολύβια και στυλό αλληλοβοήθεια μεταξύ μας
στα κενά των μαθημάτων. Ερωτήσεις μαθητών και παρατηρήσεις για διάβασμα
καθηγητών, ευγενικές επιπλήξεις δασκάλων όταν σε καλούσαν στην έδρα καθώς άνοιγαν το προσωπικό τους ετήσιο μαθητολόγιο. Βαθμολογήσεις και αξιολογήσεις χαράς ή άγχους.
Νεανικά φλερτ και δήθεν αθώα ερωτικά αγγίγματα και σπρωξίματα, μπουγελώματα στα
διαλείμματα και τσιγάρο στις τουαλέτες για τους πιο τολμηρούς. Εξωσχολικά
διαβάσματα και η αναμενόμενη πενθήμερη, εκλογές για το προεδρείο της τάξης.
Κοπάνες και σκασιαρχεία, αποβολές, καθυστερημένες πρωινές αφίξεις και παρακάλια
στον απουσιολόγο να μην σημειώσει την απουσία της πρώτης ώρας. Συγκεντρώσεις μαθητών στις
γειτνιάζουσες των Σχολικών κτηρίων καφετέριες και μικρά μπαράκια. Ατέλειωτα
τιτιβίσματα νιάτων ακόρεστη διάθεση φλυαρίας και ψίθυροι καθηγητών με το
τσιγάρο και το ποτήρι καφέ στο χέρι για την πορεία του καθενός μας και
συμπεριφοράς μέσα στις τάξεις. Ανταλλαγές γνωμών εντεύθεν-κακείθεν και εύστοχοι
χαρακτηρισμοί. Ξαφνικές μεταθέσεις δασκάλων στην μέση της χρονιάς μαθητικές απορίες
και άγχη για τον ερχομό του καινούργιου, νεανικές εξομολογήσεις στο αυτί του
διπλανού με την υπόσχεση να μην τις διαδώσει, τις κάνει βούκινο στο υπόλοιπο
μαθητικό μελισσολόι. Οι πρώτοι της τάξης, οι λεγόμενοι και σπασίκλες και τα
στραβάδια, οι καλοδιαβασμένοι και οι μισοδιαβασμένοι, οι επιμελείς και οι
αμελείς όλους μας ανέμενε η ζυγαριά των εξετάσεων αλλά και ο στίβος της ζωής.
Μαθητές, Δάσκαλοι, Σχολικό περιβάλλον και Οίκημα όλα ένα, σε μια ευελπιστούσα
ελπιδοφορία διαχρονικά του παιγνιδιού της δημόσιας κοινής μας μάθησης και
εκπαίδευσης που άλλοι-οι δημόσιοι εντεταλμένοι φορείς του υπουργείου παιδείας
και θρησκευμάτων όριζαν τους κανόνες.
Τι έμεινε από αυτήν την συνεργασία Δασκάλων και Μαθητών
στις μνήμες και αναμνήσεις και των δύο πλευρών; μία από τις απαντήσεις-
αναμνήσεις μας προσφέρει το καλογραμμένο, τρυφερό και λυρικό διήγημα «Ο
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ» του Συμιακού πεζογράφου, λαογράφου, ποιητή, μεταφραστή και
πολύπειρου εκπαιδευτικού, βραβευμένου και αγαπητού Δωδεκανήσιου Βασίλη Μοσκόβη
(Σύμη 1915-Αθήνα 24/2/1994). Θεωρώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις όταν
αναφέρουμε το όνομα του φιλόλογου Βασίλη Ε. Μοσκόβη, δεν χρειάζεται να έχεις
διαβάσει όλο το έργο του για να διαπιστώσεις αμέσως την ποιότητα του, το βάθος
της σκέψης του, την ανθρωπιστική του διάθεση, το φιλάνθρωπο του νησιώτικου
χαρακτήρα του, την θρησκευτική του φλέβα, την στέρεα εκπαιδευτική του πείρα και
καθηγητική του εμπειρία, την αγάπη του για το εκπαιδευτικό του λειτούργημα και
όχι απλώς επάγγελμα. Η πόλη του Πειραιά ιδιαίτερα, του οφείλει έναν τίτλο
βιβλίου του «Περαίας» και άλλες σκόρπιες υπομνηματίσεις του, συγγραφικά
στιγμιότυπα Ηρώων του που διαδραματίζονται στο πρώτο λιμάνι της χώρας και τα
γεωγραφικά διαμερίσματά του, όπως παραδείγματος χάρη βλέπουμε στο πρώτο στη
σειρά διήγημα «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ» του τόμου «Μικροί και Μεγάλοι». Λαμβάνοντας το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο
Αθηνών ο Βασίλης Ε. Μοσκόβης μεταβαίνει στο εξωτερικό για συνέχιση των σπουδών
του και της εν γένει πνευματικής του καλλιέργειας. Περατώνοντας τις σπουδές του
σταδιοδρομεί ως καθηγητής στην δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Για μεγάλο
διάστημα δίδαξε στο Γενικό Κολλέγιο Αθηνών, οι μαθητές του σε όλες τις βαθμίδες
της εκπαίδευσης τον θυμούνται πάντα με καλές αναμνήσεις και έχουν έναν καλό
λόγο να πουν για τον ίδιο και την εκπαιδευτική του διδασκαλία και ήθος.
Πολυσχιδές το έργο και τα συγγραφικά του
ενδιαφέροντα. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη και πεδία της γραφής, αν και
περισσότερο μας είναι γνωστός ως μυθιστοριογράφος και κυρίως ως ιδρυτής του
«Δωδεκανησιακού Σπιτιού Β. και Ε. Μοσκόβη» την προσωπική του συλλογή και
εκθέματά δώρισε στο Δήμο των Αθηναίων, ο Δήμος από την μεριά του θέσπισε
βραβείο στη μνήμη του. Το συγγραφικό του έργο αποτελείται από μυθιστορήματα,
διηγήματα, νουβέλες, ποιητικές συλλογές, μικρές μελέτες και κριτικά δοκίμια,
μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, συγγραφή σχολικών εγχειριδίων για τη γλώσσα και
το συντακτικό, λαογραφικές εργασίες κλπ. Οι τίτλοι των βιβλίων του ξεπερνούν
τους 30 σε αριθμό ενώ από όσο γνωρίζω, τέσσερεις είναι οι μικρές μελέτες που
γράφτηκαν και μας μιλούν για την προσωπικότητά του, την καθηγητική του
εκπαιδευτική προσφορά, την συγγραφική του παρουσία και παράλληλα, την διάσωση
πλούσιου λαογραφικού υλικού της περιοχής των Δωδεκανήσων που φρόντισε και
συνέλεξε με προσωπικό μόχθο και έξοδα με την βοήθεια και συμβολή της αδερφής
του.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1947 με το βιβλίο
«ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ», μια συλλογή 10 ολιγοσέλιδων καλογραμμένων λυρικών και
γιομάτων ευαισθησία και τρυφερότητα διηγημάτων τα οποία κυκλοφόρησαν από τις
εκδόσεις «Γκοβόστη» το 1947, σελίδες 128, τιμή παλαιοπωλείου 12 ευρώ. Από την
πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα αναγνωρίστηκε η ωριμότητα της γραφής
του, εκδηλώθηκε το συγκινητικό και λυρικό του ύφος, ξεδιπλώθηκε το πολύχρωμο
υφαντό της γλώσσας του, φανερώθηκε η ποιότητα της σκέψης του, δηλώθηκε το ήθος
του λόγου του και παράλληλα μια σταθερή του συγγραφική κλίση και προτίμηση στην
νησιώτικη ηθογραφία και ιδιαίτερα την Δωδεκανησιακή περιοχή καταγωγής του. Τα βιβλία
του είναι διάσπαρτα από ατομικές του παιδικές, εφηβικές και οικογενειακές
αναμνήσεις. Φιλοτεχνεί φιγούρες γεμάτες ζωντάνια και καλοσύνη, σκιτσάρει
εικόνες συντοπιτών του και του άμεσου περιβάλλοντός του στις θετικές τους
κοινωνικές συμπεριφορές και εκδηλώσεις τα αρνητικά τους πάθη και χειρονομίες.
Βασανισμένες και τυραννισμένες ψυχές και σώματα. Θίγει παθογένειες της
ελληνικής κοινωνίας, τις σχέσεις και ανισότητες μεταξύ αντρών και γυναικών, το
ζήτημα του αλκοολισμού, του εμπόριου των βρεφών, του κοινωνικού ρατσισμού
απέναντι στα άτομα με σωματικά προβλήματα, της αγραμματοσύνης μεγάλης μερίδας
του λαού κλπ., ότι με δύο λόγια υποπίπτει στην αντίληψή του και κεντρίζει το
ανθρωπιστικό του ενδιαφέρον. Αρώματα και οσμές της γης του, χρώματα και
ανάγλυφες περιγραφές του νησιώτικου τοπίου που ακόμα δεν έχει αλλοιωθεί η μορφή
του και η σύστασή του από τον υπερτουρισμό και την ταξιδιωτική καταναλωτική
μανία. Το επάγγελμα των ναυτικών, η ελληνική ναυτοσύνη και η θάλασσα με τα
αναρίθμητα μυστικά της, τις φουρτούνες και κινδύνους της, τα μύρια ανεξάντλητα
καλούδια του βυθού της. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του είναι απλοί καθημερινοί μας
άνθρωποι, άτομα της βιοπάλης και του μόχθου, της φτώχειας και της ένδειας αλλά
της θερμής προσφοράς και αλληλεγγύης στον συνάνθρωπό τους. Νησιώτες που κρατούν τα ήθη και τα έθιμά
της παράδοσής τους αυτά που διδάχθηκαν από τους προγόνους τους, τους γονείς τους,
τους παππούδες τους. Το προσωπικό τους φρόνημα έχει γαλουχηθεί από τα νάματα
της βαθιάς και ανόθευτης λαϊκής τους θρησκευτικής ορθόδοξης πίστης και πρακτική
σχέσεων. Είναι το κοινωνικό αίσθημα αλληλεγγύης των μικρών κοινοτήτων των
Ελλήνων που ανατροφοδοτείται από τα πανάρχαια χρόνια ως εθνική κληρονομιά. Είναι
ο Ελληνισμός των μικρών αγροτικών κοινοτήτων της ηπειρωτικής υπαίθρου, των
νησιώτικων τοπίων και όχι των μεγάλων άξενων και άφιλων αστικών πολυεθνικών
κέντρων. Οι Ήρωες και οι Ηρωίδες του Βασίλη Ε. Μοσκόβη διατηρούν την γλωσσική
τους εκφραστική καθαρότητα και τους τοπικούς ιδιωματισμούς τους στις αναμεταξύ
τους συνομιλίες, η γλώσσα τους είναι στρωτή, κατανοητή, έχει ρυθμό και
μουσικότητα. Τα πρόσωπα αντρικά ή γυναικεία έχουν όμοιες ενδυματολογικές εμφανίσεις,
ακολουθούν κοινές αντιλήψεις όσον αφορά τις ερμηνείες τους για την ζωή, τις
σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τις επαφές και συνεργασίες τους, τις
μεταφυσικές τους δοξασίες και πιστεύω. Είναι η ρεαλιστική αντίληψη του
ελληνικού βίου της παράδοσης της Ηθογραφίας όπως την συναντάμε στα διηγήματα
του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Ιωάννου Κονδυλάκη
και άλλων Ηθογράφων πεζογράφων και ποιητών των προηγούμενων αιώνων 19ου,
20ου, της ελληνικής γραμματείας που εικονογραφούν το πανόραμα του
ελληνικού τοπίου και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος όπως μας παραδόθηκε στο διάβα
της ελληνικής ιστορίας μέχρι τις εκβολές του στους σύγχρονους ανατρεπτικούς
καιρούς των πολλών και ραγδαίων αλλαγών και αλλοιώσεών του. Ο λόγος του Βασίλη
Ε. Μοσκόβη δεν είναι μονοδιάστατα ηθογραφικός, διαθέτει στρώματα κοινωνικού
ρεαλισμού και καθαρά αυτοβιογραφικής πνοής. Ο Μοσκόβης δεν στηλιτεύει
καταδικαστικά τους ήρωές του, με αρκετές δόσεις σατιρικής πινελιάς, απαλής και
ήρεμης, σιγαλόφωνης σάτιρας προσπαθεί να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια της
οικονομικής εξαθλίωσης των ανθρώπων, την χείριστη θέση τους μέσα στην Κοινωνία
στα μάτια των πιο εύρωστων οικονομικά τάξεων. Φωτογραφίζει νοοτροπίες και
εθιμικές αγκυλώσεις που δυσκολεύουν τις ζωές των ανθρώπων, εμποδίζουν τις
ευτυχισμένες στιγμές τους. Ορισμένες φορές ίσως υπερβάλει στην αγιογράφηση των
Ηρώων του στις στιγμές των δράσεων και ενεργειών τους αλλά το τελικό μήνυμα που
αποπνέει το πεζό του είναι ο ανθρωπισμός και η άδολη φιλανθρωπία. Στα γραπτά
και τα βιβλία του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής η μεγάλη και στέρεα αγάπη που
έτρεφε για το λειτούργημα του δασκάλου και της αμεσότητας της ανθρώπινης επαφής
του κατά την διάρκεια των επαγγελματικών εκπαιδευτικών του καθηκόντων με τους
μαθητές του, την ειλικρινή επικοινωνία που αναπτύσσει μαζί τους δίχως ούτε ο
δάσκαλος να χάνει κάτι από την επιστημονική του σοβαρότητα και εμπιστοσύνη στα
μάτια των μαθητών ούτε ο μαθητής να νιώθει το παγερό τοίχος που πολλές φορές
υψώνεται και χωρίζει τον καθηγητή από τον μαθητή με τα γνωστά αποτελέσματα εις
«βάρος» των μαθητών. Ο Βασίλης Ε. Μοσκόβης πίστευε στον καλό και υγιή ρόλο του
καθηγητή που μπορεί να παίξει μέσα στην τάξη, πρέσβευε στις νέες παιδαγωγικές
της εκπαίδευσης αντιλήψεις, στησίματος γέφυρας ανθρώπινης επαφής μεταξύ του
ώριμου και πρεσβύτερου δασκάλου και των άγουρων, άπλαστων ακόμα συνειδήσεων και
χαρακτήρα των μαθητών μέσα στο Σχολικό περιβάλλον, τις Σχολικές αίθουσες
διδασκαλίας, κάτι που κατόρθωσε και πέτυχε κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας
του στην εκπαίδευση. Η πόλη του Πειραιά τον έχει τιμήσει, μίλησε για το έργο
του ο πεζογράφος Χρήστος Λεβάντας τις παλαιότερες δεκαετίες και ο Συμιακός
συγγραφέας δημοσίευσε μικρή μελέτη για την διηγηματογράφο και θεατρική
συγγραφέα Τούλα Σουβαλιώτη- Μπούτου. Ο γράφων έχει ακούσει μεγαλόσχημους
οικονομικούς και της πολιτικής παράγοντες της Πόλης να μιλούν και να
αναφέρονται επαινετικά για τον δάσκαλό τους τον συγγραφέα Βασίλη Ε. Μοσκόβη. Αν
και δεν έχει μάλλον εξετασθεί η σύνολη συγγραφική και πνευματική του παραγωγή
και προσφορά πολλές πτυχές του έργου του μας είναι γνωστές και η μνήμη του
είναι με τον έναν ή άλλον τρόπο παρούσα.
Από την
πρώτη του συλλογή των διηγημάτων με τίτλο «ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ» που κυκλοφόρησε
πριν 78 χρόνια, ερανίζομαι και αντιγράφω το τέταρτο στη σειρά διήγημά του με
τίτλο «Ο Καινούργιος» στις μέρες αυτές που οι μαθητές και οι μαθήτριες ανά την
ελληνική εκπαιδευτική επικράτεια δίνουν τις κρίσιμες εξετάσεις τους και η
επικαιρότητα της γραφής του παιδαγωγού και συγγραφέα Βασίλη Ε. Μοσκόβη-όπως και
άλλων δημιουργών-είναι απαραίτητο «βοήθημα» στον κοινό αγώνα καθηγητών και
μαθητών. Αυτή η πεποίθηση με έκανε να παραβλέψω το πρόβλημα της όρασής μου και
να αναρτήσω το Διήγημα.
Ενδεικτική
τίτλοι βιβλίων του και μελετών για το έργο του:
Μελετήματα
-Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος- Τατιάνα Σταύρου- Χρήστος
Κουλούρης, «Το Έργο του Βασίλη Μοσκόβη», Το Ελληνικό Βιβλίο 1962
-Πάνος Παναγιωτούνης.- Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
Πρόλογος. «Η Σύγχρονη Πεζογραφία και το Έργο του Βασίλη Μοσκόβη» Μαυρίδης 1964
-Άγγελος Φουριώτης-Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης- Γιώργος
Μεϊμαρίδης-Δημήτρης Καραμάνος, «Βασίλης Μοσκόβης: ο παιδαγωγός, ο λογοτέχνης, ο
Δωδεκανήσιος» Αθήνα 1969
-Όθων Μ. Δέφνερ- Μάρω Στασινοπούλου, «Βασίλης
Μοσκόβης», Περγαμηνή 1994.
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
-ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ, Γκοβόστη 1947, (διηγήματα)
-ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, Αθήνα 1948, (ποίηση)
-ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΡΟΣΜΕΝΑΜΕ, Μαυρίδης 1950 (μυθιστόρημα)
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΝΟΓΥΙΟΣ- ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΣΚΟΒΗΣ, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Αθήνα 1953/ Κολλέγιο Αθηνών 1957 (εκπαιδευτικό
εγχειρίδιο)
-ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕ ΣΜΙΘ, Αθήνα 1956
-Η ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Μαυρίδης 1958 (μυθιστόρημα)
-ΤΟ ΑΛΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ, Νίκας 1953/1959, -Γιάννης Β.
Βασδέκης 1986 (μυθιστόρημα)
-ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ, Το Ελληνικό Βιβλίο 1960/ Εστία 1990 (μυθιστόρημα)
-ΜΗΝΥΜΑ, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1961 (ποίηση)
-ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕ ΚΙ Ο ΘΕΟΣ, καλλιτεχνική επιμέλεια
Μιχάλης Νικολινάκος, Το Ελληνικό Βιβλίο 1962 (διηγήματα)
-ΟΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΙ, Μαυρίδης 1964 (πεζό)
-ΣΥΝΟΨΙΣ, Μαυρίδης 1966 (ποίηση)
-Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, Μαυρίδης 1967
(μυθιστόρημα)
-ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΑΣ, Μαυρίδης 1970/ Γρηγόρης Παρισσιανός
1974 (μυθιστόρημα)
-ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ, Μαυρίδης 1971 (ποίηση)
-ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ, Το Ελληνικό Βιβλίο 1972
-ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΕΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ, Αθήνα 1972
-ΠΕΡΑΙΑΣ, Δωδεκάτη Ώρα 1975/ Εστία 1979 (μυθιστόρημα)
-ΕΓΚΕΦΑΛΟΓΡΑΦΗΜΑ, Μαυρίδης 1977
-ΟΡΑΤΟΡΙΟ, Μαυρίδης 1979 (μυθιστόρημα)
-Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ, Τάσος Πιτσιλός, 1983
(διηγήματα)
-ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ, Αθήνα 1983 (ποίηση)
-Δημήτρης Ε. Νικολιτσέας, ανανεωμένη λυρική γραφή. Στρατής
Γ. Φιλιππότης 1986 (δοκίμιο)
-ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ. ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ,
Όμβρος 1986 (παιδικό μυθιστόρημα)
-ΤΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ, επιμέλεια Αντώνης Ξεπαπαδάκος. Εκπολιτιστικός
και Μορφωτικός Σύλλογος «Το Διρό», 1986 (έμμετρο)
-ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ, Ένας νεοκλασικός ποιητής, Μαυρίδης
1986 (κριτικό δοκίμιο)
-Η ΑΡΓΥΡΩ ΚΟΥΤΗΦΑΡΗ ΚΑΙ Η ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Αθήνα
1987 (κριτική μελέτη)
-Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΑΒΟΣ, Μαυρίδης
1988 (κριτική μελέτη)
-ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, Γιάννης Βασδέκης 1988 (πεζό)
-Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥΛΑ ΜΠΟΥΤΟΥ, Μαυρίδης
1988 (δοκίμιο)
-ΡΟΔΟΣ- ΣΥΜΗ, σχέδια Μάκης Πανώριος, Μαυρίδης 1988
-ΌΘΩΝ Μ. ΔΕΦΝΕΡ Ένας νοσταλγός των χαμένων πολιτισμών.
Μαυρίδης 1989 (δοκίμιο)
-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ- ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ. Ποίηση και Στοχασμός.
Μαυρίδης 1991 (κριτικό δοκίμιο)
-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ, Μαυρίδης 1993 (νουβέλα)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
-ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΗΘΙΚΑ. Συμπόσιον των επτά σοφών. Περί
ακούειν. Γεωργιάδης 2002
-ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΗΘΙΚΑ. Ρωμαϊκά Αίτια, Γεωργιάδης 2003
-Αριστοφάνης, Κωμωδίες. ΑΧΑΡΝΗΣ- ΙΠΠΗΣ, Γεωργιάδης
2004
-ΠΛΑΤΩΝ, ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ- ΚΡΙΤΩΝ, Απόδοση Β. Μοσκόβης,
Νομική Βιβλιοθήκη χ.χ.
-ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ, Απόδοση Β. Μοσκόβης. Νομική Βιβλιοθήκη
χ.χ.
Σημείωση:
Η όποια εργογραφική παράλειψη των βιβλίων του Βασίλη Ε. Μοσκόβη ή λανθασμένη
ημερομηνία έκδοσης χρεώνεται στον γράφοντα.
Τα δέκα Διηγήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο ΜΙΚΡΟΙ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ είναι τα εξής:
-Βιομηχανία (για το εμπόριο βρεφών)
- Οι άνθρωποι του θείου Σταύρου (εξαιρετικό διήγημα
για την κατασκευή φιγούρων του κουκλοθεάτρου)
-Η Χτικιάρα
-Ο Καινούργιος
-Δύο μικροί κ’ ένας μεγάλος
-Μάνα και παιδιά
-«Τόσο γρήγορα !»
-Γνωριμία
-Το τελευταίο δέντρο
-Ημερολόγιο Δασκάλου (Ημερολογιακές καταγραφές ενός δασκάλου
ο οποίος συναντά έναν δύσμορφο εργάτη καθαριότητας του Δήμου και με υπομονή και επιμονή του μαθαίνει γράμματα ώστε να φοιτήσει στην ναυτική σχολή που επιθυμεί. Συγκινητικό
διήγημα με άδοξο τέλος, αλλά αίσιο μήνυμα).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου