Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ, ο Θαλασσογράφος

Δύο συν Ένα Χρονογραφήματα για τον
Κωνσταντίνο Βολανάκη
Ηράκλειο Κρήτης 17/3/1837-Πειραιάς 29/6/1907

         Στις 29 Ιουνίου του 1907 ο μεγαλύτερος Έλληνας θαλασσογράφος ο Πειραιώτης Κωνσταντίνος Βολανάκης αφήνει στον Πειραιά τον μάταιο τούτο κόσμο.
Στο προηγούμενο κείμενό μου στο μπλοκ ανέφερα τους Πειραιώτες ερευνητές που ασχολήθηκαν κατά καιρούς με το έργο του, εδώ αναφέρω τρεία ακόμα κείμενα που βρήκα σε παλαιές Πειραϊκές εφημερίδες.
Το πρώτο ανήκει στον Ιωάννη Β. Οικονομόπουλο και δημοσιεύτηκε στην ημερήσια εφημερίδα «Χρονογράφος» μερικές μέρες μετά τον θάνατο του ζωγράφου, και τα άλλα δύο είναι του γνωστού ποιητή των «Ειδυλλίων» και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα που δημοσιεύτηκαν στην καθημερινή εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» στην σειρά χρονογραφημάτων που κρατούσε ο Χαντζάρας με τον τίτλο «Πειραιώτικα».

                                  Ο  ΒΟΛΩΝΑΚΗΣ

         Ήρεμα, ήρεμα, μέσα εις το ερημικόν εργαστήρι του έσβησεν ένας καλλιτέχνης.
         Ένας αληθινός καλλιτέχνης, ένας ποιητής του χρωστήρος, ένας ζωγράφος, ο Κωνσταντίνος Βολωνάκης, η δόξα του Πειραιώς.
         Η ζωή του διέρρευσε γεμάτη γαλήνην, γεμάτη καλωσύνην και αγαθότητα.
         Η Θάλασσα, το μέγα και μυστηριώδες στοιχείον της Φύσεως, η άλλοτε αγρία και άλλοτε γαλήνιος ως παιδίον Θάλασα, εύρε κάτω από τον χρωστήρα του, όχι τον αντιγραφέα της ούτε τον ερμηνευτήν της, αλλά τον τεχνίτην, που δημιουργεί επάνω εις το Δεδομμένον, που ποιεί επί του Υπαρκτού, που πλάττει επί του Πράγματος.
         Κυρίως ό,τι με έκαμε να θαυμάσω τον Βολωνάκην εις τα ολίγα δυστυχώς έργα, τα οποία είχα την ευτυχίαν να ιδώ, είνε το ότι εις την άπειρον θάλασσαν, εις το γλαυκόν κύμα, επάνω τέλος πάντων εις το αντικείμενον της τέχνης του, αισθάνεται κανείς τον υποκειμενισμόν του καλλιτέχνου, τον ατομισμόν της ψυχής του και νομίζω κανείς ότι το έργον του αποτελεί ψυχογραφίαν του απεικονιζομένου συγχρόνως και του ανθρώπου.
         Και εις αυτό έγκειται προ πάντων η αξία του Δημιουργούντος. Εις το αποτύπωμα του εαυτού του επί του Καλλιτεχνήματος, επί του Πράγματος, όσον τούτο και αν είνε ασύλληπτον και φευγαλέον ως η Θάλασσα!
         Κύματα πελώρια υψούνται εις τον ατέρμονα Ωκεανόν, ο ουρανός απ’ άκρου εις άκρον καλύπτεται από κατάμαυρα σύννεφα, είνε ίσως ημέρα, αλλά ημέρα εγκλείουσα το σύγκρυον και τον τρόμον νυκτός, και δεν βλέπει τις, παρά διαισθάνεται, μαντεύει τον Ήλιον.
         Μέσα εις την τρικυμίαν αυτήν, το αιώνιον σκάφος παλαίει απεγνωσμένον αγώνα κατά των κυμμάτων.
         Είναι μισοβυθισμένον, τα κύματα το απειλούν από στιγμής εις στιγμήν, αλλά φαίνεται ότι προχωρεί, ότι εγκλείει το σκάφος αυτό, το άψυχον ξύλον, την επιμονήν, η οποία εμψυχώνει τον θριαμβευτήν που θέλει να φθάση εις το ποθητόν λιμάνι…
         Ιδού εις πρόχειρον και αμυδράν περιγραφήν μία εικών του.
         Μας δίδει όλην την οργήν και την θύελλαν του Σύμπαντος, όλον το μεγαλείον της τρικυμίας, της οποίας η βοή νομίζει κανείς ότι κάτω από το χρώμα αντηχεί μέχρι των περάτων της Δημιουργίας.
         Εις την πτωχήν Νεοελληνικήν Τέχνην, την στερουμένην μεγάλων ταλάντων, την ονειρευομένην μόνον Ραφαήλους, Μπάίκλιν, Μιχαήλ Αγγέλους και λοιπούς Γίγαντας της Ζωγραφικής, ο Βολωνάκης υπήρξεν η εξαιρετική μετά τον μεγάλον μας Γύζην φυσιογνωμία.
         Εσπούδασε εις το Μόναχον, όπου έσχε διδάσκαλον τον υπέροχον Πιλότυ, όστις ενωρίτερα διείδε το τάλαντον του Βολωνάκη και γενναίως υπεστήριξε και ενεψύχωσε αυτόν εις το έργον του.
         Υπήρξε συμμαθητής του διασήμου Γερμανού πρωσοπογράφου Λέμπαχ και των ημετέρων Γύζη και Λύτρα, τους οποίους ολίγον προ αυτού εκάλυψε το ψυχρόν χώμα…
         Πολλαί θαλασσογραφίαι του επωλήθησαν ακριβώτατα κατά διαφόρους Καλλιτεχνικάς Εκθέσεις, μία δ’ εξ αυτών, «η εν Σαλαμίνι ναυμαχία» κοσμεί την μεγάλην αίθουσαν του υπουργείου των Ναυτικών.
         Αι περισσότεραι των θαλασσογραφιών του δύναται τις να είπη ότι είνε εφάμιλλαι των του διασήμου Άγγλου θαλασσογράφου Ριχάρδου Μπόνιγκτον.
         Εγνώρισα τον Βολωνάκην προ ενός έτους, ότε ήδη είχεν εγκαταλείψει το Πολυτεχνείον, του οποίου υπήρξε καθηγητής.
         Ήτο απλούς και απέριττος ως παιδίον, αθώος μέχρι πρωτοφανούς απλότητος, παρ’ όλον το λευκόν γήρας του.
         Από την φοράν εκείνην, καθ’ ην τον εγνώρισα, δεν τον ξαναείδα πλέον…
         Μέσα εις το εργαστήρι του τις οίδε ποίον έργον έπλαττε μέχρι τελευταίας πνοής…
         Παρθενική υπήρξεν η ζωή του. Παρθενικόν και ειλικρινές το έργον του.
      Παρθενικόν και άχραντον το γήρας του.
      Παρθενικόν ύπνον εκοιμήθη η δόξα του Πειραιώς.
      Ειρήνη εις τον ύπνον του Βολωνάκη…

                             Ιωάννης Β.  Οικονομόπουλος
Εφημερίδα «Χρονογράφος»,
Πειραιεύς Σάββατον 7 Ιουλίου 1907, σελίδα 1.

Σημείωση: μεταφέρω αυτούσιο το χρονογράφημα αυτό και με την ορθογραφία ή τα τυπογραφικά λάθη της εφημερίδας. Είναι ένα απλοϊκό κείμενο, που μας δείχνει  και τα καλλιτεχνικά εφόδια των ανθρώπων της εποχής εκείνης, και τα ενδιαφέροντα και το γλωσσικό ύφος που χρησιμοποιούσαν. Τα στοιχεία που μας δίνει για τον ζωγράφο είναι σχεδόν ελάχιστα και σίγουρα γνωστά σε άτομα της εποχής του που ασχολούνταν με θέματα εικαστικού ενδιαφέροντος. Είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό χρονογράφημα που πλέει μέσα στον συγκρατημένο ενθουσιασμό του για τον Πειραιώτη Θαλασσογράφο.

                             ΒΟΛΩΝΑΚΗΣ

         Τα τελευταία χρόνια της κατοχής πέθανε κι ο Κυρ-Γιάννης ο Σκλήρης, παλιός Πειραιώτης που κατοικούσε στην οδό Γεωργίου του Α΄ .
         Στο παλιό αυτό σπίτι κατοικούσε τον παλιόν καιρό ο ζωγράφος Βολωνάκης. Διατηρούσε το ατελιέ του, σ’ ένα δωμάτιο της ταράτσας. Την εποχή, που ζούσε, δεν υπήρχεν ανώτερος ζωγράφος στην Ελλάδα. Ο Γερμανός τεχνοκρίτης Ρίχτερ είχε γράψει αρκετά για το Βολωνάκη σε μεγάλες επιθεωρήσεις της Τέχνης, σε γερμανικά περιοδικά και είχεν εκδώσει βιβλία με φωτοτυπίες των έργων του. Ο ίδιος τεχνοκρίτης είχε βγάλει βιβλίον και για τον Ιακωβίδη με πολύν ενθουσιασμόν.
         Ο Βολωνάκης, ειδικός θαλασσογράφος, ήτανε γνωστός μόνο στους ζωγράφους και τους μύστες των καλών τεχνών. Ο υποφαινόμενος θυμάται, πως μετά τα 30 επισκέφτηκα υπόλοιπα του ατελιέ του περίφημου ζωγράφου Βολωνάκη, στην κατοικία του μικρότερου γιού του, του Μίλτου Βολωνάκη, κοντά στο Πασαλιμάνι, δικηγόρου. Είδα έργα του περίφημου ζωγράφου, που φιλοτεχνήθηκαν στη Γερμανία, την εποχή των σπουδών του.
         Τη στιγμή αυτήν συλλογίζομαι, πως κι ένας δρόμος δεν υπάρχει στον Πειραιά να θυμίζη το όνομα του περίφημου ζωγράφου Βολωνάκη, που τίμησε στην ξένη το όνομα της Ελλάδας.
         Περνώντας από το σπίτι της οδού Γεωργίου του Α΄, ρίχνω ματιά στην ταράτσα, της παλιάς κατοικίας του μακαρίτη Βολωνάκη, ρίχνω ματιά στο δωμάτιο της ταράτσας του, που εχρησίμεψε για ατελιέ στον περίφημο ζωγράφο, λυπάμαι για το φτωχό ρεπορτάζ, που βρίσκεται, αναφορικά με τον καλλιτέχνη, λυπάμαι κατάκαρδα για τις φτώχειες, που πέρασεν, ως οικογενειάρχης, εδώ στον Πειραιά.
         Θυμάμαι τώρα κι εκείνους, που ανακατευτήκανε στην μεταπώλησιν έργων του. Ήτανε μερικοί, που βγάλανε αρκετά λεφτά με τα έργα του Βολωνάκη. Αρκετά λεφτά έβγαλε κι ένας φούρναρης, που επίστωνε το ζωγράφο για το ψωμί.
         -Πάρε ένα έργο μου, του είπε του φούρναρη μια μέρα ο Βολωνάκης. Πιστεύω να βγάλης τα λεφτά σου με το παραπάνω. Σου χρωστάω μια και μισή χιλιάδα. Θα βγάλης εσύ δύο, τρεις χιλιάδες.
         Μια μέρα ένας σεμνός νοικοκύρης εσταμάτησε στο φούρνο κι’ έρριψε ματιά σ’ ένα πίνακα που είχε κρεμαστή στον τοίχο του φούρνου, απάνω σ’ ένα μεγάλο καρφί.
 -Το έργο, που έχεις κρεμάσει, γείτονα, είνε του κυρίου Βολωνάκη; Ρωτάει το φούρναρη.
-Μάλιστα, κύριε, έχει την υπογραφή του.
-Και τι στοιχίζει;
-Μου άφισε τον πίνακα για δυό χιλιάδες.
-Εγώ δίνω και είκοσι χιλιάδες ν’ αποχτήσω το έργο αυτό. Είνε πολύ όμορφο το έργο. Είμαι καλλιτέχνης κι’ εγώ, είμαι ζωγράφος. Και ξέρω, πως ο ζωγράφος του έργου είνε φτωχός και με δυσκολία πετυχαίνει ν’ αγοράση το χωμί της ημέρας.
        Βαθειά συγκίνηση με κρατάει και τώρα, όταν συλλογίζομαι, πως εδώ, στην οδό Γεωργίου του Α΄ στο σπίτι του μακαρίτη του Γ. Σκλήρη, κατοικούσε εδώ και κάμποσα χρόνια ο περίφημος ζωγράφος Βολωνάκης, που η τέχνη του μάγευε τον κόσμο, μα που ήτανε περήφανος κι’ από περηφάνεια ήτανε συγκαταβατικός.

                             Νίκος Ι. Χαντζάρας
Εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» 12/5/1948

Σημείωση: το χρονογράφημα αυτό του ποιητή Νίκου Χαντζάρα, δεν έχει ασφαλώς καμία σχέση με το προηγούμενο του Οικονομόπουλου του 1907.
Ο Νίκος Χαντζάρας, υπήρξε ένας καλός χειριστής της δημοσιογραφικής πένας και ήταν σίγουρα, αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας των περισσότερων γεγονότων και περιστατικών που καταγράφει. Βιοπαλαιστής και ο ίδιος, κατανοούσε και συνέπασχε με τα οικονομικά προβλήματα και τα άλλα αδιέξοδα του καλλιτέχνη. Το κείμενο έχει μια έντονη δόση νοσταλγίας, και αποπνέει μια μελαγχολία που σου φέρνει έναν λυγμό για το δύσκολο τέλος που επεφύλασσε η μοίρα στον ένδοξο και φημισμένο και στην εποχή του θαλασσογράφο. Ο Χαντζάρας όπως βλέπουμε και στο χρονογράφημα επισκέφτηκε ο ίδιος τον χώρο που διέμενε ο γιος  του ζωγράφου και είδε από κοντά έργα του καλλιτέχνη. Εύστοχη είναι και η παρατήρηση ότι δεν υπάρχει μια ονομασία δρόμο σε όλη την περιοχή του Πειραιά για να θυμίζει το πέρασμά του.
Οφείλουμε να τονίσουμε ακόμα, ότι γνωρίζουμε από τους ερευνητές ότι ο Πειραιώτης θαλασσογράφος πέρασε πολύ δύσκολα οικονομικά χρόνια και αυτός και η οικογένειά του προς το τέλος της ζωής του, ενώ άλλοι καρπώθηκαν τον κόπο και τον μόχθο των καλλιτεχνικών του προσπαθειών. Βλέπουμε επίσης, ότι η αστική τάξη της εποχής εκείνης του Πειραιά, αυτή που διαμόρφωσε την τότε αισθητική της πόλης μας, δεν έτεινε χέρι βοηθείας στον πένητα ζωγράφο.
Είναι φαίνεται η μοίρα του καλλιτέχνη-τουλάχιστον τα τότε χρόνια-να πεθαίνει κατά το κοινός λεγόμενο στην ψάθα. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα σε μια άλλη ασφαλώς κλίμακα;
Αλλά η αχαριστία και ο φθόνος είναι κάτι που είναι παράδοση στον τόπο μας από αρχαιοτάτων χρόνων, και ας παινευόμαστε κατόπιν για τα καλλιτεχνικά κλέη των μεγάλων Ελλήνων.

                           ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ

         Έμαθα τυχαίος προχθές, ότι ο περίφημος ζωγράφος Δ. Πελεκάσης κατέβηκε στον Πειραιά κι εξέτασεν ένα σπουδαίο πίνακα του Βολονάκη που διατηρείται στο γραφείο του δημάρχου μας.
         Ο κύριος Πελεκάσης έδωκεν οδηγίες για τη μικρή επιδόρθωση του ζωγραφικού έργου, που είνε από τα καλύτερα του μακαρίτη καλλιτέχνη.
        Θυμήθηκα το πίνακα του δημαρχείου, που παρουσιάζει το «σουλάτσο» των παλιών Πειραιωτών τη Βασιλικήν αποβάθρα, μπροστά στο δημαρχείο.
         Από εκεί προχωρώντας θυμήθηκα πολλά πράγματα για το Βολονάκη και για τον Πειραιά. Παρουσιάστηκε ευκαιρία, την εποχή της κατοχής, που θα μπορούσε κανείς, όχι με πολλά-πολλά χρήματα, ν’ αγόραζε έργα του Βολονάκη και να κατάρτιζε τον πυρήνα του μουσείου για το Βολονάκη.
         Προ τριάντα ετών είχα επισκεφτή την οικογένεια του μεγάλου θαλασσογράφου. Εκατοικούσε τότε η οικογένεια Βολονάκη στον Πειραιά, στην οδό Βασίλισσας Σοφίας. Ο δικηγόρος γιος του κύριος Μιλτιάδης Βολονάκης είχε την καλωσύνην να μου επιδείξη πολλά έργα του δοξασμένου πατέρα του.
         Ο περίφημος Γύζης ήταν στενός φίλος του Βολονάκη και θα είχε μεγάλην εξέλιξη στην τέχνη του αν έμενε στην Ευρώπη. Επήγε στο Μόναχο, στη Βιέννη, μα δεν μπορούσε να μείνη περισσότερο μακρυά από την Πατρίδα. Η νοσταλγία τον ανάγκασε να γυρίση στην Ελλάδα, μα και στον Πειραιά.
        Στα ανάκτορα του Όφφενμπουργκ της Βιέννης και στα γραφεία του Καισαροβασιλέα Φραγκίσκου Ιωσήφ είχε κρεμασθή ένας σπουδαίος πίνακας του Βολονάκη, η Ναυμαχία της Λίσσας.
        Ο σεβαστός συμπολίτης κύριος Ιωάννης Κούτσης υπήρξε μαθητής και θαυμαστής του Βολονάκη, γνωρίζει τα περισσότερα έργα του περίφημου διδασκάλου-και, όπως μαθαίνω, είνε κάτοχος μερικών από τα έργα του.
         Εμείς στον Πειραιά, μπορούμε να διοργανώσουμε μιάν έκθεση έργων του Βολονάκη. Θα βρεθούνε και έργα πρωτότυπα, μα εν ανάγκη, και αντίγραφα και φωτογραφίες τούτων. Ο Βολονάκης εζωγράφισε κι’ έργα ιστορικά για τον Πειραιά.
         Θυμάμαι τον πίνακα το ζωγραφικό, που έχει το δημαρχείο μας. Στον παραλιακό δρόμο θυμάμαι τις ξύλινες στοές για τα εκτεθειμένα εμπορέυματα. Θυμάμαι και το μεγάλο σπίτι Μελετόπουλου, στην διασταύρωση του παραλιακού δρόμου με την οδό Μπουμπουλίνας. Το ισόγειο του μεγάλου σπιτιού της παλιάς εποχής ήτανε η Τράπεζα Μελετόπουλου, του Νικολάου Μελετόπουλου, από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά.
        Στον ίδιο πίνακα διακρίνονται και δύο εθνοφύλακες με τη στολή τους κι ένας κλητήρας της αστυνομίας με το κόκκινο του αμπέχονο και με το γκρίζο παντελόνι. Στον περίπατο στο σουλάτσο, της βασιλικής αποβάθρας ο μακαρίτης Δραγάτσης μας είχε δείξει, εδώ και χρόνια πολλά, ανάμεσα στους περιπατητές τους μακαρίτες Παύλο Ιωάννου Αφεντούλη, και τον διάσημο θαλασσογράφο Βολονάκη. Ένοιωθε χαρά να βλέπη ζωγραφισμένη τη μικροσκοπική σιλουέττα του ανάμεσα στους διαλεχτούς πολίτες του Πειραιά.

                             Νίκος Ι. Χαντζάρας
Εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» 16 Ιανουαρίου 1946

Σημείωση: Το δεύτερο αυτό χρονογράφημα-μιλώντας χρονικά είναι το πρώτο, στα «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα, θέλησα να μην το βάλω πρώτο χρονολογικά, γιατί θεωρώ ότι μας δίνει περισσότερα στοιχεία για τον καλλιτέχνη και την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης στον Πειραιά.
Καταρχάς μας μιλά για την επίσκεψη στην οικία της οικογένειας Βολανάκη, για το ενδιαφέρον που νιώθει να δει από κοντά πίνακες του μεγάλου θαλασσογράφου και φυσικά, να κάνει ένα μικρό «ρεπορτάζ» σε πρόσωπα και θέματα της εποχής. Το επίθετο Βολονάκης το συναντάει κανείς και με ωμέγα και με όμικρον, υπάρχουν εργασίες για το «διπλό» ακόμα επίθετο του ζωγράφου. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι την περίοδο της κατοχής ήτανε πολύ εύκολο από πλευράς οικονομικής πάντα μιλώντας να αγοράσει κανείς πίνακες του ζωγράφου και να δημιουργήσει ένα μουσείο των έργων του, πράγμα που δεν έγινε ούτε από ιδιώτη ούτε από δημόσιο φορέα. Μας μιλά για την επίσκεψη στο σπίτι της οδού Βασιλίσσης Σοφίας, νυν Γρηγορίου Λαμπράκη-και την επαφή με μέλη της οικογένειας. Παρατηρεί ότι αν έμενε ο ζωγράφος στο εξωτερικό θα ήταν διαφορετική η καλλιτεχνική του τύχη. Μας μιλά για τον περίφημο πίνακα του Βολανάκη που βρίσκεται στα ανάκτορα της Βιέννης που έγινε κατά παραγγελία στον θαλασσογράφο, αναφέρει τον ζωγράφο Ιωάννη Κούτση τον άλλον Πειραιώτη θαλασσογράφο ο οποίος υπήρξε μαθητής του Κωνσταντίνου Βολανάκη.
(ανοίγοντας παρένθεση, δυσεύρετη και αυτή η εργασία του Πειραιώτη τεχνοκριτικού Μανόλη Βλάχου), τέλος κάνει λόγο για την ευχή να διοργανωθεί μία έκθεση με αυθεντικά ή αντίγραφα έργων του μεγάλου θαλασσογράφου.
Και τέλος στέκεται στον περίφημο πίνακα της βασιλικής αποβάθρας και στο γνωστό όπως το αποκαλεί Πειραιώτικο σουλάτσο και αναφέρεται στην οικία της πολύ εύπορης οικογένειας Μελετόπουλου, ενός από τους πρώτους οικιστές της πόλης μας, και στην Τράπεζα Μελετόπουλου που βρίσκονταν στο ισόγειο αυτής.
         Συγκίνηση προκαλεί, η αναφορά στον δάσκαλο Ιάκωβο Δραγάτση ο οποίος τους έδειξε και τους μίλησε παλιότερα για τα πρόσωπα που διακρίνονται στο περιβόητο αυτό σουλάτσο. Οι μικρές αυτές πολύχρωμες σιλουέτες απεικονίζουν διαλεχτά και σημαίνοντα πρόσωπα της τότε Πειραϊκής κοινωνίας.
         Με την παράθεση αυτή των χρονογραφημάτων των δύο διαφορετικών χρονικών εποχών, δεν θέλησα να παρουσιάσω σχολιασμένα φιλολογικά τα κείμενα αυτά, δεν ήταν ο σκοπός μου, εξάλλου το αρχείο του ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο της πόλης μας και όποιος θέλει μπορεί να το επισκεφτεί και να διεξάγει όποια εργασία του είναι απαραίτητη, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τον τοπικό τύπο, αρκεί να το βρει ανοιχτό σε ώρες πρόσφορες. Θέλησα να αναδημοσιεύσω δύο προσωπικά χρονογραφήματα δύο ατόμων που απέχουν αρκετές δεκαετίες μεταξύ τους, και τα οποία σε κείμενά τους μας μιλούν για τον Πειραιώτη θαλασσογράφο  και καραβογράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Ο ένας τον γνώρισε έστω και για μία και μοναδική φορά, ο άλλος είχε την τύχη να δει μόνο τα έργα του και οι δύο όμως μας μιλούν με μεγάλη νοσταλγία και σεβασμό για το εδώ πέρασμά του και για τα καλλιτεχνικά ίχνη που άφησε στην πόλη μας. Τα χρονογραφήματα αυτά δεν μας αναλύουν ούτε το έργο του ούτε την τεχνοτροπία του, αλλά μας μιλούν περισσότερο για τον άνθρωπο Βολανάκη και τα προβλήματά του, καθώς, μας δίνουν και σχετικές πληροφορίες για πρόσωπα και σημεία της πόλης της εποχής τους.
     Ιδιαίτερα ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας, οποίος δεν υπήρξε μόνο στην εποχή του ένας καταξιωμένος-έστω και με μία ποιητική συλλογή-ποιητής, αλλά η ποιητική του φήμη ξεπέρασε τα στενά και δύσκολα όρια του Πειραίκού χώρου, και στάθηκε σε φήμη εφάμιλλος με τον άλλον ποιητή του μεσοπολέμου τον Λάμπρο Πορφύρα, με τα εκατοντάδες χρονογραφήματά του με τον γενικό τίτλο «Πειραιώτικα» αλλά και άλλα του κείμενα είτε με το όνομά του δημοσιευμένα είτε με ψευδώνυμο, αποτελούν πηγή πληροφοριών για πρόσωπα, γεγονότα, και οικιστικές αλλαγές που επήλθαν στην πόλη μας με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή της όψης της. Το θέμα είναι με τα χρονογραφήματα αυτά του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα, πως μπορεί κανείς να τα σχολιάσει και να τα εντάξει σε ένα ευρύτερο επιστημονικό και ερευνητικό πλαίσιο που μας δίνουν πληροφορίες για τον Πειραιά. Δυστυχώς η επαινετή προσπάθεια του άλλου δημοσιογράφου και γνωστού και καταξιωμένου συγγραφέα Χρήστου Λεβάντα, να συνάξει το αρχείο του ποιητή είναι πολύ επισφαλής, ημερομηνίες επαναλαμβάνονται με πολλά χρονολογικά λάθη, άλλες αβλεψίες που αφορούν τους τίτλους δυσκολεύουν την ένταξη σε ένα σύγχρονο ορθό θεματικό καταμερισμό και άλλα λάθη που αφορούν τις άλλες δημοσιεύσεις του δημοσιογράφου ποιητή.
         Όμως το θέμα μας, δεν είναι το αρχείο του Χαντζάρα, αλλά η επέτειος του θανάτου του σημαντικού Πειραιώτη θαλασσογράφου που έφυγε στις 29 Ιουνίου του 1907, και οι αναμνήσεις δύο Πειραιωτών που με μελαγχολικό και νοσταλγικό τρόπο και έντονα προσωπικό και κάπως θλιμμένο ύφος μας περιγράφουν την δική τους ο καθένας στον χρόνο του και από το πόστο του εμπειρία όσον αφορά τον καλλιτέχνη και το τεράστιο σημαντικό ή μη έργο άφησε πίσω του.
         Είθε η πόλη του Πειραιά έστω και στο μέλλον, να αξιοποιήσει ουσιαστικά και δημιουργικά για την ίδια την πόλη, και το διάσπαρτο έργο και το όνομα όχι μόνο των εικαστικών καλλιτεχνών, αλλά όλων εκείνων που λάμπρυναν την πόλη του Πειραιά-έστω και αν αυτός επιδεικτικά ή μη, τα αγνόησε.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, πρώτη γραφή, Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2014
Πειραιάς, Δευτέρα 23 Ιουνίου του 2014.              
             

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου