Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Μάριος Βαϊάνος

Μάριος Βαϊάνος 
(Μπουράζ Καϊρου 1905-Θεσσαλονίκη 25/11/1975)

     Στη μνήμη του ευαίσθητου και ρομαντικού νέου από την Κρήτη Βαγγέλη Γιακουμάκη, που χάθηκε τόσο άδοξα, άδικα και προπάντων πικραμένος, και που η λυπημένη «ψυχή» του, δεν θα ηρεμήσει, μια που δεν υπάρχει Δικαιοσύνη σε αυτή την άστοργη μητριά πατρίδα.

Μονόλογος

Είναι αλήθεια πως δεν θα τα ξαναδούμε πια μαζί
εκείνα τα τοπία που αγαπούσες;
Κι εκείνους τους φτωχούς ανθρώπους που ήθελες,
με τις τυραννισμένες όψεις και το σεμνό βλέμμα…
Αλλοίμονο, δε θα τα ξαναδούμε πια μαζί,
εκείνα τα λιμάνια, τα νησιά, τις πόλεις
και προ παντός την Αλεξάνδρεια και τα Κύθηρα
κι ακόμα, εκείνο το μικρό σπιτάκι της Αθήνας.
Έφυγες κι έμεινεν η νοσταλγία Σου απάνω τους΄
θα τα βαραίνει και θα υποφέρουν την Σιωπή Σου.
Και θα τη νοσταλγώ, στην ερημιά μου την πικρή,
εκείνη την απέριττη ζωή σου ανάμεσά μου,
σα μια ευτυχία που μου έτυχε θεόσταλτη.
Και θα το νοσταλγώ το πέρασμά σου απ’ τη ζωή μου,
σα μια χαρά, που διημέρευσε στο είναι μου
κι εγλύκανε την πένθιμη ύπαρξή μου,
-που μόνο Εσύ ήξερες να ερμηνεύσεις και να ζεις
και να ομορφαίνεις, μόνο Εσύ, Μητέρα.
                                     Μάριος Βαϊάνος       

     Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που επισκέφτηκα  έφηβος τότε, στην Αθήνα στην οδό Ακομινάτου, το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» του Μάριου Βαϊάνου, που αν η μνήμη δεν με απατά ήταν και οικία του. Τον θρυλικό για την εποχή του αυτόν καλοκάγαθο, πολυπράγμονα και φιλότεχνο πολυσύνθετο καλλιτέχνη, μου τον είχε γνωρίσει στον Πειραιά-σε εκδήλωση-γνωστός Πειραιώτης διηγηματογράφος που ασχολούνταν και με τα εικαστικά θέματα της πόλης, διοργανώνοντας και γράφοντας εικαστικά σημειώματα  σε διάφορες Πειραίκές εφημερίδες και όχι μόνο. Ο διηγηματογράφος στον οποίο αναφέρομαι, είναι ο γνωστός στο Πειραϊκό πνευματικό κοινό Βελισάριος Μουστάκας, ένα επίσης καλόψυχο άτομο που έμενε τότε, σε ένα υπόγειο στην οδό Μακεδονίας στην περιοχή της Αγίας Σοφίας και εργάζονταν ως υπάλληλος στον ΟΛΠ. Έντονα θυμάμαι την εικόνα του Μάριου Βαϊάνου, ενός μεγάλου σε ηλικία ατόμου που δεν άκουγε καλά, και εγώ σαν άμυαλο μειράκιο γέλαγα σατίριζα και ένιωθα κάπως αμήχανα, καθώς βρισκόμουν μέσα στον χώρο του και τον ρωτούσα διάφορα πράγματα για τις εκθέσεις ζωγραφικής-από άγνωστους σε μένα εικαστικούς-που διοργάνωνε και τα τόσα πολλά και ποικίλα άτομα που γνώρισε στο διάβα της καλλιτεχνικής και φιλολογικής του πορείας. Είχα μάθει από μεγαλύτερους, ότι ο Βαϊάνος γνώρισε από κοντά τον Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη-από το 1923-και ήταν εκείνος που τον πρότεινε και γνώρισε πρώτος στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας, αφιερώνοντάς του μάλιστα  ολόκληρο το τεύχος της «Νέας Τέχνης» περιοδικό που εξέδιδε τότε. Το γεγονός αυτό(της γνωριμίας του με τον Αλεξανδρινό), είχε εξάψει την φαντασία μου και με έκανε να σκέφτομαι διάφορα-πονηρά και μη-για τις φιλικές τους σχέσεις. Θυμάμαι την σκόνη που υπήρχε σ’ αυτόν τον σχετικά μικρό χώρο και τα δεκάδες βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και προσκλήσεις που βρίσκονταν είτε σε τραπέζια είτε στο πάτωμα. Ο Μάριος Βαϊάνος ήταν μια μεγάλη ζεστή φιλική αγκαλιά, άβγαλτος νέος ακόμα, δεν είχα μήτε την πείρα μήτε την εμπειρία της συναναστροφής με «διανοούμενους» και καλλιτέχνες της εποχής μου που αργότερα γνώρισα, ακόμα καλά-καλά δεν είχα τελειώσει τις σπουδές μου, κι όμως, ο άνθρωπος αυτός που τα χρόνια μπορεί να είχαν περάσει από πάνω του ανεπιστρεπτί και να τον βάραιναν αφάνταστα, όταν τον γνώρισα, δεν έπαυε να λάμπει, είχε αφάνταστη διάθεση αισιοδοξίας, έλπιζε σε εμάς τους νέους φιλολογοανιχνευτές, σε εμψύχωνε με τα λόγια του, σε γνώριζε σε άλλους με παρόμοια με σένα πνευματικά ενδιαφέροντα, δεν σε σνόμπαρε, δεν σε κρατούσε σε απόσταση λόγω ηλικίας ή τεράστιων πληροφοριακών γνώσεων που κατείχε, σε παρότρυνε να εκδόσεις, να γράψεις, να συμμετάσχεις, να εκθέσεις,  να παρουσιάσεις τις ιδέες σου, να ξεδιπλώσεις τις πνευματικές σου ανησυχίες, έδειχνε ιδιαίτερο στοργικό ενδιαφέρον σε αυτούς τους νέους και τις νέες που διαισθάνονταν ότι έχουν μέλλον, ότι έχουν καλλιτεχνική φλέβα και πνευματικούς στόχους. Η μνήμη μου κρατά την εικόνα ενός θερμού πληθωρικού ατόμου πρωτοποριακού για την εποχή του, που έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να σε βοηθήσει στα πρώτα σου καλλιτεχνικά πετάγματα και πνευματικές αναζητήσεις, να σε φιλέψει με αυτά τα  φτωχά καλούδια που είχε στο σπίτι-εργαστήρι του και να σε κάνει λάτρη της τιτάνιας καλλιτεχνικής του προσπάθειάς και τις ακόμα μεγαλύτερης κοινωνικότητάς του. Γιατί, πραγματικά χρειάζονταν τιτάνια προσπάθεια  για να μαζέψεις, συγκεντρώσεις, συντονίσεις  και κρατήσεις κοντά σου έναν τόσο πολύχρωμο, ανομοιογενή καλλιτεχνικά και πολυενδιαφέροντα κόσμο. Άγνωστοι σε μένα ποιητές, διηγηματογράφοι πρωτόβγαλτοι, συγγραφείς που είχαν εκδώσει το πρώτο τους βιβλίο, γλύπτες με αξιόλογη παρουσία, εικαστικοί με περγαμηνές αλλά και λαϊκοί ζωγράφοι, ηθοποιοί και δημοσιογραφούντες μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες άγνωστοι μεταξύ τους από όλη την ελλάδα, επαναστάτες της εποχής τους ή και γιατί όχι και συγγραφικά ή καλλιτεχνικά «ψώνια», γίνονταν ένα στον θερμό και οικείο αυτόν χώρο, χάρη στην ψυχική δύναμη, τις μεγάλες συναισθηματικές και σωματικές αντοχές αλλά και το διαρκές όραμα του ανθρώπου αυτού, του Μάριου Βαϊάνου, που είχε θέσει σκοπό της ζωής του αφιλοκερδώς να συμπαραστέκεται στους νέους και παλαιότερους λογοτέχνες και καλλιτέχνες. «Μην πετάξεις τίποτα» γράφει σε έναν στίχο του ο τραγουδοποιός και ποιητής Διονύσης Σαββόπουλος και αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του Μάριου Βαίάνου, ο άνθρωπος καλλιτέχνης πρώτα και ακολουθεί η καλλιτεχνική του δημιουργία. Θυμάμαι με τι χαρά και άνεση μας μιλούσε για το έργο ξεχασμένων σήμερα συγγραφέων χωρίς διάκριση, χωρίς ίχνος υστεροβουλίας, πως μας παρότρυνε να παρακολουθήσουμε τις εκθέσεις ζωγραφικής που διοργάνωνε, εκεί είδα για πρώτη φορά το περιοδικό «Ζυγός» στο μεγάλο του σχήμα και άλλα εικαστικά περιοδικά.
    Ο Μάριος Βαϊάνος, γεννήθηκε σε μια «ρωμαντική και νειρόλυτη τοποθεσία του Καΐρου, το Μπουράζ της Αιγύπτου» όπως αναφέρει ο ίδιος στις «Αναμνήσεις του» το 1905 ή το 1904. Μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οικογένειά του εγκαθίσταται στα Καρδάμηλα της Χίου από όπου κατάγονταν από την μεριά του πατέρα του. Κατόπιν, η οικογένειά του αποφασίζει να τον στείλει στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο επίνειό της τον Πειραιά, κοντά σε συγγενικά τους πρόσωπα που είχαν μεγάλο φαρμακείο στην πόλη την εποχή εκείνη.
Γράφει: «Απεφασίστηκε ο πηγαιμός μου στον Πειραιά, κοντά σ’ ένα καλό συγγενή μου, που διηύθυνε κεντρικό και πολύ προσοδοφόρο Φαρμακείο, για να σπουδάσω επιστήμη, κι ύστερα να την υπηρετήσω και επαγγελματικά» και «ένα είδος πρόσφυγα κι εγώ, βρήκα στέγη στο Φαρμακείο του συγγενή μου, όπου μαζί μ’ εμένα και τους μπόγους μου στεγάστηκαν και οι σωροί των τολμηρών και ιδιότυπων ονείρων μου, που περίμενα να πάρουν γρήγορα σάρκα και οστά, έτσι όπως θα άνθιζαν μέσα στα θερμοκήπια της πρωτεύουσας, μόνου ιδεώδους τόπου να εκπληρώσει επιδιώξεις και πόθους πρώτων και μετέπειτα βημάτων, για κατάκτηση ιδεώδους ζωής».
Ο Βαϊάνος εγγράφεται στο Α Γυμνάσιο Πειραιά, «που ήταν το Εκπαιδευτήριο της περιοχής μου και γράφτηκα μαθητής του και στέλεχός του, στην προτελευταία γυμνασιακή τάξη, όπου και άρχισα να φοιτώ». Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν και ο κυρός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος Βαβανάτσος, σημειώνει για τα τότε εφηβικά του χρόνια: «Αλλά, εγώ, δειλός όπως ήμουν σαν επαρχιώτης δεν κράτησα με κανένα από τους τιτλούχους αυτούς συμμαθητάς μου του Πειραιά, σχέσεις, γιατί τους έβλεπα ψυχρούς και αδιάφορους κι απέφευγαν τη φιλία ενός ξένου κι άγνωστού τους, ντυμένοι πάντα πλούσια, μεγαλοπρεπώς και άψογα, ενώ εγώ φτωχικά, άκομψα, χωρίς την σπιτική περιποίηση που χρειαζόταν». Ο Μάριος Βαϊάνος γνώρισε από κοντά τους διανοούμενους νέους και μη Πειραιώτες της εποχής του, όπως ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρήστος Λεβάντας και άλλους. Στις «Αναμνήσεις» του σελίδα 25 αναφέρει τα εξής για την περίοδο εκείνη του μεσοπολέμου στον Πειραιά:
«Ο Πειραιάς που έμενα δεν είχε μεγάλη φιλολογική κίνηση και πνευματικότητα- αργότερα βοήθησα και καλλιεργήθηκε πολύ με εκδόσεις και εκδηλώσεις-είχε πάντως ένα πυρήνα και μερικά στελέχη που εγνώρισα σύντομα: Ο Νίκος Χαντζάρας, ο Χρήστος Λεβάντας, ο Νίκος Μαράκης, ο Μήτσος Παπανικολάου κι ο Χάρης Σταματίου, που ήταν περισσότερο επαγγελματικά δημοσιογράφοι, παρά αφιερωμένοι στην Λογοτεχνία. Να και οι δυό, πιο γνωστές φιλολογικές του οργανώσεις που τότε είχαν κάποια μικρή και ασήμαντη δραστηριότητα αλλά και τοπικό ενδιαφέρον: η μια με πρόεδρό της τον Νίκο Αποστολίδη έβγαζε κι ένα περιοδικό με το όνομα «Έσπερος» και η άλλη μ’ επικεφαλής τον Νίκο Βλάχο που την αποτελούσαν και πιο προοδευτικοί Νέοι και τους βοήθησα αργότερα κι έβγαζαν μιάν Ανθολογία λογοτεχνημάτων τους με τον τίτλο «Φιλολογικές Σπίθες».              
    Τα χρόνια όμως πέρασαν γρήγορα μαζί με τις τρέλες της νιότης και τα σκαμπανεβάσματα της ζωή μου, και ο θάνατός του στις 25 Νοεμβρίου του 1975,(ένα χρόνο πριν, ημέρα της αγίας Αικατερίνης, είχε εκδηλωθεί το δεύτερο πραξικόπημα της χούντας του Δημητρίου Ιωαννίδη που ανέτρεψε τον πρώην δικτάτορα και πρόεδρο της Δημοκρατίας Γεώργιο Παπαδόπουλο και την δοτή κυβέρνηση του παλαιού πολιτικού και ιστορικού Σπύρου Μαρκεζίνη που φιλοδόξησε πολιτικά να εκδημοκρατίσει την τότε στρατιωτική κατάσταση)με έκαναν να ξεχάσω τον ωραίο αυτόν μέντορα των νέων και ευαίσθητο άνθρωπο αλλά να μείνει φυλαγμένη η θερμή του εικόνα και πρόσχαρη συμπεριφορά μέσα στο σεντούκι της μνήμης.
Πολύ αργότερα, αγόρασα(420 δραχμές) και διάβασα τις «Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη που επιμελήθηκε ο γνωστός Πειραιώτης συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ευάγγελος Ν. Μόσχος εκδόσεις Εστία 1979, τις «Αναμνήσεις» που έγραψε ο ίδιος ο Μάριος Βαϊάνος και εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Δρυμός 2005, (15 ευρώ) που παρουσίασε και σχολίασε ο επίσης Πειραιώτης συγγραφέας Ευάγγελος Ρόζος καθώς και τις προσωπικές-ιδιοσυγκρασιακές «Αναμνήσεις» από τον Μάριο Βαϊάνο της Ιφιάνασσας Χατζηδημητρίου εκδόσεις Ιωλκός 1993. Κατά καιρούς όταν έπεφταν κείμενα για τον ίδιο στην αντίληψή μου τα συγκέντρωνα σε έναν φάκελο όπως συνηθίζω.   
    Ο Μάριος Βαϊάνος και η ζεστή του φιλική πνευματική αγκαλιά, ήρθε ξανά στην μνήμη μου όταν γνώρισα τον συγχωρεμένο πιά, φιλόλογο και ποιητή Σταύρο Βαβούρη. Ο κυρός Σταύρος Βαβούρης έμενε στην οδό Ακομινάτου σε ένα πολύ μικρό-μιας ανάσας-σκοτεινό διαμέρισμα. Πάμπολλες φορές τον επισκεπτόμουνα και συζητούσα μαζί του, του έκανα συντροφιά ή βγαίναμε για φαγητό μαζί, ή παρακολουθούσαμε θεατρικές παραστάσεις, μάλιστα είχε έρθει και στον Πειραιά στο σπίτι, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην μετακίνησή του. Η εμπιστοσύνη του απέναντί μου τον είχε κάνει να μου δωρίσει παλαιά τεύχη του περιοδικού «Διαγώνιος» του Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου καθώς και την παλαιά τους αλληλογραφία των δεκαετιών 1950-1960, την οποία αφού φωτοτύπησα και ενημέρωσα  τηλεφωνικώς τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, οικονομικές δυσκολίες προηγουμένων ετών με κατάκοιτο άτομο, με έκαναν να τις πουλήσω στον ποιητή και στιχουργό κύριο Μάνο Ελευθερίου για 150 ευρώ, μέσω της μεσολάβησης του ποιητή, δοκιμιογράφου και καθηγητή Πανεπιστημίου κυρίου Νάσου Βαγενά.
Η επαφή μου με τον ποιητή Σταύρο Βαβούρη ξύπνησε στην μνήμη την παρουσία του Μάριου Βαϊάνου και του «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας» που και αυτό βρίσκονταν στην οδό Ακομινάτου κοντά στην Ομόνοια. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τον Σταύρο περνούσα απέξω από το οίκημα  και σκεφτόμουν τα χρόνια που πέρασαν και την «τρελή» αλλά ωραία παρουσία του. Αυτού του παθιασμένου Αλεξανδρινού που αγάπησε με πάθος την Τέχνη σε όλο της το φωτεινό και σκοτεινό μεγαλείο και τους ανθρώπους της, που τους δόθηκε με αυταπάρνηση και απέραντη καλοσύνη χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς να σνομπάρει κανέναν, χωρίς να επιδεικνύει τις παλαιές του καλλιτεχνικές περγαμηνές σ’ εμάς τους νεότερους, χωρίς δασκαλίστικες υποδείξεις, στάθηκε ανεξαιρέτως δίπλα στους νέους και τις νέες δημιουργούς μέχρι το τέλος της ζωής του, προσφέροντας μας ακόμα και από το υστέρημά του, ακόμα και εις βάρος της δικής του καλλιτεχνικής παρουσίας. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι μάζευε κοντά του «κάθε καρυδιάς καρύδι», ότι δεν είχε καλλιτεχνική διάκριση, ότι δεν διάβαζε τα βιβλία που σωρηδόν του έστελναν από όλη την ελλάδα, όμως ο Μάριος Βαϊάνος, δεν ήταν ιστορικός της λογοτεχνίας, περισπούδαστος κριτικός, θεωρητικός στοχαστής περί τέχνης, ή διευθυντής γκαλερί ή της Εθνικής Πινακοθήκης, για να επιλέγει με αυστηρούς όρους και καταξιωμένα και κατεστημένα θεωρητικά κριτήρια τους καλλιτέχνες ή τις καλλιτέχνιδες που θα προβάλλει και θα  προτείνει στο ευρύ τότε πανελλαδικό καλλιτεχνικό και αναγνωστικό κοινό. Ο Μάριος Βαϊάνος ήταν πρωτίστως ένας ευαίσθητος καλλιεργημένος και ανοιχτοχέρης άνθρωπος. Αλήθεια, μήπως σήμερα πλέον, δεν μιλούμε και γράφουμε ανοικτά για τις διάφορες διαχρονικές μεροληψίες των ιστορικών της λογοτεχνίας; Δεν παρακολουθούμε το φιλικό και οικονομικό αλισβερίσι στο ανέβασμα των διαφόρων εκθέσεων; Δεν αγανακτούμε με τις κακές και πρόχειρες θεατρικές παραστάσεις; Δεν βαρυγκωμούμε με τις ανόητες διασκευές μουσικών κομματιών σπουδαίων εκτελεστών από νεόπλουτους ερμηνευτές; Μήπως δεν γνωρίζουμε πόσα χρήματα ζητούσαν μέχρι πρόσφατα εκδότες περιοδικών για  να δημοσιεύσεις κείμενά σου στα περιοδικά τους; ή πόσα τεύχη σε υποχρέωναν να προ-αγοράσεις; Εκδότες βιβλίων που ζητούν υπέρογκα ποσά για την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής ενός ή μιας πρωτόβγαλτης ποιήτριας, την ίδια στιγμή που επιχορηγούνται από τα διάφορα Ευρωπαϊκά προγράμματα; Να μιλήσουμε για  γνωστό επιτυχημένο μεγαλοεκδότη που θεωρούσε τους συγγραφείς «ψώνια» επειδή γράφουν, ενώ όφειλαν αν είναι υγιείς να κάνουν οικογένεια και να βγάλουν χρήματα, την ίδια στιγμή που το ίδιο αυτό άτομο τους εξέδιδε τα βιβλία και κέρδιζε από αυτά; Ξεχνάμε, ότι κριτικοί των εφημερίδων της εποχής μας αλλά και λογοτεχνικών περιοδικών, πουλούσαν-με άκοπες ακόμα τις σελίδες των βιβλίων-σε τσάντες στα παλαιοπωλεία τα βιβλία που τους έστελναν; Θυμάστε γνωστή εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας που έπρεπε να πληρώσεις «μαστορικά» τον γνωστό παλαιό ηθοποιό και συγγραφέα για να σου δημοσιεύσει κείμενο; Οι κατά καιρούς λεγόμενες δημοκρατικές εφημερίδες ή οι κομματικές είναι πλουραλιστικές σε θέματα τέχνης; Δεν μιλούμε ιεροκρυφίως για τις «εσκεμμένες» επιλογές στις διάφορες ποιητικές κατά καιρούς Ανθολογίες; Ή τις άλλες που σου αφιέρωναν τόσες σελίδες όσες πλήρωνες; Και τόσα άλλα, που εκφύλισαν, κομματικοποίησαν και εμπορευματοποίησαν την Τέχνη σε όλες της τις μορφές τα τελευταία χρόνια. Ξεχνάτε με τι συνουσιάζονταν γνωστός εικαστικός πριν μερικά χρόνια για να διαφημίσει το έργο του; Είναι καλλιτεχνικό κριτήριο και ένδειξη αισθητικής αγωγής το πέρασμα έστω και για ένα λεπτό μπροστά από τους εκθεσιακούς πίνακες του Ελ Γκρέκο των μαθητών σχολείων; Να θυμίσω και εγώ, το τι έσουρναν οι παλιότεροι, για την παλαιά καλή και όμορφη ηθοποιό Ρίκα Διαλυνά, που έλεγε ότι είχε συμμετάσχει σε ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, (περνώντας νομίζω χορεύοντας, σε μία μόνο σκηνή;). Τι έπραξε ο κυρός Μάριος Βαϊάνος, αυτός ο πονεμένος και ανιδιοτελής ποιητής και εκδότης περιοδικών της εποχής του, απλά βοηθούσε χωρίς διάκριση, και αυτό, είναι πραγματική τέχνη ζωής και όχι οι διάφορες θεωρίες περί τέχνης των σνομπ κουλτουριάρηδων, που μας θέλουν μόνο για καταναλωτές των έργων ή των δημοσιευμάτων τους.
Ο καθείς εφ ω ετάχθη όπως λέει εύστοχα και ένας άλλος ποιητής. Και ο Μάριος Βαϊάνος, ο εξαίρετος αυτός άνθρωπος, στάθηκε σταθερά πιστός στο οραματικό του πόστο μέχρι το τέλος της ζωής του.
    Σαν μια οφειλή στην ανιδιοτελή προσφορά του και στην μνήμη του, δημοσιεύω την ενδεικτική αυτή βιβλιογραφία μεταφέροντας αυτούσια και τα κείμενα που έγραψαν γιαυτόν, ιδιαίτερα μετά την εκδημία του.
ΕΡΓΑ
• Μάριος Βαϊάνος,
 «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»-από τη λογοτεχνική του ζωή και την γνωριμία του με τον Καβάφη. Μοναδικό κείμενο του Μ. Β. για τον Καβάφη και τους άλλους λογοτέχνες της εποχής του.
Πρόλογος-παρουσίαση-σχόλια: Ευάγγελος Ρόζος
Έρευνα-κείμενα: Τάσος Πρινέας
Εκδόσεις Δρυμός-Αθήνα 2005, σ. 180
• Κ. Π. Καβάφη
 «Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο»
Εισαγωγή-Παρουσίαση-Σχόλια και Σημειώσεις Ε. Ν. Μόσχου
Εκδόσεις Εστίας 1979, σ. 234.
Μελέτες
• Ιφιάνασσα Χατζηδημητρίου, «Μάριος Βαίάνος-Αναμνήσεις», εκδόσεις Ιωλκός 1993, σ. 74, «Πρόλογος»: Παναγιώτη Γιάννη Βλαχογιάννης
Κυκλοφόρησε επίσης και το βιβλίο του Βύρωνα Δάβου, «25 χρόνια κοντά στο Μάριο Βαϊάνο», Αθήνα 1976, καθώς και το αφιέρωμα του περιοδικού «Πνευματική Ζωή» τχ. 33/12,1990 που δεν έχω δει για να αντλήσω πληροφορίες.
Επίσης στη μελέτη της «Τεύχη-Αφιερώματα των Ελληνικών Περιοδικών(1879-1997) η Μάρθα Καρπόζηλου, εκδόσεις Τυπωθήτω 1999, στην σελίδα 71 αναφέρει και το περιοδικό «Σμύρνα» τεύχος 9/11,12,1975, σ. 87-88
Περιοδικές Εκδόσεις του Μάριου Βαϊάνου
-Νέα Τέχνη (1924-1926)
-Ελληνικά Φύλλα (1935)
-Πασχαλινό Λεύκωμα(1931)
-Ελληνικό Ημερολόγιο-Ορίζοντες (1942-1944)
-περιοδικό Ορίζοντες(1970)                                             

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Δημήτρης Δασκαλόπουλος,
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, Αθήνα 1984, τόμος 13ος, σ. 149
    «Ιδιότυπος λόγιος και εκδότης περιοδικών. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε στον Πειραιά και στην Αθήνα. Το 1924 εκδίδει το πρώτο του λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Τέχνη»(1924-1927). Στο τέλος της ίδιας χρονιάς η «Νέα Τέχνη» θα αφιερώσει ένα πολυσέλιδο τεύχος στον Καβάφη, που αποτελεί το πρώτο χρονολογικά αφιέρωμα στον Αλεξανδρινό ποιητή. Το 1931, κυκλοφορεί τη δίχως άλλη συνέχεια ετήσια έκδοση «Πασχαλινό Λεύκωμα» και το 1935 το βραχύβιο περιοδικό «Ελληνικά Φύλλα»(1935-1937). Στο διάστημα της Κατοχής, εκδίδει το ετήσιο ημερολόγιο «Ορίζοντες»(1942-1944) που θα καταλήξει μηνιαίο περιοδικό(1945) και θα επανεκδοθεί με τον ίδιο τίτλο, για σύντομο και πάλι διάστημα, το 1970.
    Μετά τον πόλεμο, ο Βαϊάνος ίδρυσε το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», ένα ιδιόρρυθμο γραφείο-εντευκτήριο λογοτεχνών, με σκοπό την προβολή και την αλληλογνωριμία πνευματικών ανθρώπων, την οργάνωση εκθέσεων ζωγραφικής και διαλέξεων. Το Πρακτορείο θα επιβιώσει ως τον θάνατό του, με πιο σημαντική εκδήλωση τη μεγάλη έκθεση ενθυμημάτων του Καβάφη(1964), συγκροτημένη κυρίως από το αρχείο του ίδιου του Βαϊάνου. Το σύνολο της αλληλογραφίας του με τον Καβάφη κυκλοφόρησε το 1979 (Κ. Π. Καβάφης: Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο. Εισαγωγή-Παρουσίαση-Σχόλια και Σημειώσεις: Ε. Ν. Μόσχου)»
Δημοσθένης Ζαδές,
Εφημερίδα «Εξόρμηση» 25-Δεκεμβρίου 1994
Η Προσφορά του Μάριου Βαϊάννου
«Ιφιάνασσας Χατζηδημητρίου: Μάριος Βαϊάννος»-Αναμνήσεις»
    «Ο Μάριος Βαϊάννος ήταν μια ξεχωριστή και πρωτότυπη περίπτωση στα Νεοελληνικά Γράμματα. Φλεγόταν απ’ τη λαχτάρα της προβολής έξω και μέσα στην Ελλάδα, σημαντικών κι ασήμαντων πνευματικών ανθρώπων μας, γι’ αυτό και συναντούσες στο απίθανο εκείνο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» του (που δε θυμούμαστε, πια ποιος το είχε-πολύ πετυχημένα-αποκαλέσει «το άντρον του Βαϊάννου»), απ’ τους πιο κορυφαίους ίσαμε τους… εκκολαπτόμενους ή αρτιγέννητους νεοσσούς, όλων των κλάδων των Τεχνών και των Γραμμάτων, σ’ οποιαδήποτε κοινωνική βαθμίδα κρατικής ιεραρχίας κι αν στέκονταν, όποια κι αν ήταν η οικονομική τους κατάσταση, η ιδεολογική τους, τοποθέτηση. Η ευτυχία του ήταν η προβολή και εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του, σ’ όλους τους πνευματικούς τομείς, όχι μόνον… αφιλοκερδώς, που λέμε, μα με σημαντική προσωπική ζημιά κάθε μορφής: υλικής (χρηματικής) χρόνου, φροντίδων, ψυχικής, γαλήνης, κόπου… Η προσφορά του Μάριου Βαϊάννου(Γεώργιος, ήταν το βαφτιστικό του όνομα) στον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κόσμο, στάθηκε ανεχτίμητη κι ανεπανάληπτη.
    Η ευγενική φίλη κι εκλεχτή συγγραφέας απ’ την Αίγυπτο Ιφιάν. Χατζηδημητρίου, με την απαλή σαν χάδι φωνή και την άψογη άρθρωση του λόγου της, ύστερ’ απ’ την ομιλία-μνημόσυνο φιλολογικό που δόθηκε στο Φιλολογικό Σύλλογο «Ο Ζήνων» στον Πειραιά τέσσερους μήνες μετά το θάνατό του, που ‘ρθε ξαφνικά κι αναπάντεχα, κ’ ύστερα από τόσα χρόνια, αποφάσισε σ’ ένα κομψό, λιτό βιβλιαράκι της να καταγράψει μερικές απ’ τις σημαντικότερες αναμνήσεις, της που φυλάει με στοργή στην ψυχή της και να μας κάμει κοινωνούς με τις ιδιορρυθμίες, τ’ ανθρώπινα αιστήματα και τον αγαθό, σχεδόν παιδιάστικο, απλοϊκό κι αυθόρμητο χαρακτήρα, του αξέχαστου Μάριου. Δε μας δίνει μια πλατύτερη μελέτη ή μια βιογραφική μονογραφία μιας… προσωπικότητας με την ψυχρότητα του βιογράφου-ερευνητή, αλλά: «Σκέψεις, θύμησες, εικόνες, κουβέντες, βιώματα ή αφηγήσεις από πρώτο χέρι, τα άδραξα στην τύχη. Ούτε τα κατάστρωσα, ούτε τα αρμολόγησα, έτσι όπως έρχονταν τα αναπαράστησα(…). Διηγήθηκα κάτι από κείνον, κάτι από το όνειρό του, ν’ ανακατέψω λιγάκι από τη σκέψη του με τη σκέψη μας, λιγάκι από την ψυχή του με την ψυχή μας, μέσα από μας να ζήσει και πάλι». Μ’ αυτά τα λόγια κλείνει το βιβλίο της, τούτη τη νοσταλγική αναδρομή στη μνήμη του ανθρώπου που πρόσφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στις Τέχνες και στα Γράμματα, με δική του φθορά και ουσιαστικές θυσίες.
    Θα μας επιτραπεί να συμπληρώσουμε τις αναμνήσεις της, με μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική δική μας, που δείχνει την απέραντη Μοναξιά που του ροκάνιζε κρυφά την ψυχή, όπως παραδέχεται και η Ιφιάν. Χατζηδημητρίου: Προ, ή Παραμονή Χριστούγεννα, Ψυχή στο Πρακτορείο του. Εμείς οι δύο. Κλείσαμε κι ανηφορίζαμε την Αγίου Κωνσταντίνου(έμενε στην οδό Ακομινάτου). Θα πήγαινε στου γιατρού Πέρρα το σπίτι, να περάσει λίγες ζεστές ώρες, μιας οικογενειακής θαλπωρής. Ώρα εξομολογητική: «Τι έφτιασα στη ζωή μου; Τίποτα! Γιατί να μην έχω και εγώ μιαν οικογένεια ένα σπίτι, μια γυναίκα, δύο παιδιά, παρά να τρέχω στα ξένα σπίτια για να μην με τρώει η μοναξιά; Βαρέθηκα πια. Δεν αντέχω. Θα πάω να κάμω εγχείρηση και θα παντρευτώ». Η βαρηκοΐα του, είχε επιδεινωθεί. Και μας εμπιστεύτηκε κείνη τη βραδιά το μεγάλο του μυστικό.:
    Είχε βρει και τη σύντροφό του. Ήταν εκείνη που αναφέρει και η Ιφιαν. Χατζηδημητρίου στη σελίδα 51 του βιβλίου της και που νομίζουμε πως πέθανε στην Αγγλία ύστερα απ’ το θάνατό του-η Αλεξάνδρα Φραντζή. Τα μάτια μας τρέχανε βρύση, μέσα στο μισοσκόταδο, που αυθόρμητα αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά, μπροστά στην εκκλησία, μ’ αδερφική τρυφερότητα. Δεν τόνε ξανάδαμε ζωντανό! Νιώθαμε την απέραντη Μοναξιά που τόνε σύντριβε, που τον εξουθένωνε. Να ‘τανε τούτο το Κενό της, που αιστανότανε μέσα του και που τον έσπρωχνε ν’ αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους; Σήμερα η Ιφιάνασσα, μας τόνε ζωντάνεψε μ’ όλες τις αρετές και τις καλοσύνες του-γιατί ο Μάριος δεν είχε κακίες! Ήταν ένα Μεγάλο Παιδί. Την ευχαριστούμε ολόψυχα».      
Ντίνος Χριστιανόπουλος,
Περιοδικό «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» τεύχος 13/ Ιανουάριος-Απρίλιος 1976, σ. 79-80
Σημειώματα: Ο Μάριος Βαϊάνος
    «Πάει λοιπόν και ο Μάριος Βαϊάνος! Ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω πως τόσο ξαφνικά τον χάσαμε από κοντά μας. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη περί τα μέσα Νοεμβρίου για μια επέμβαση στα αυτιά του, επειδή η κουφαμάρα του είχε προχωρήσει πολύ. Και οι γιατροί, χωρίς να εξετάσουν αν η καρδιά του άντεχε, τον αναισθητοποίησαν και του ‘καναν την εγχείρηση. Και κει πάνω, ξαφνικά, η καρδιά του έπαθε ανακοπή-κι αυτό ήταν. Παιδεύτηκε πέντε μέρες, ζωντανός νεκρός, ώσπου να πεθάνει. Κι έτσι χάθηκε ο Μάριος, άδικα των αδίκων, θύμα κι αυτός της ατζαμοσύνης των Θεσσαλονικέων γιατρών. Λες και δεν είχε ατζαμήδες η Αθήνα!
    Πολλοί νεώτεροι με ρωτούσαν ποιος ήταν τέλος πάντων αυτός ο Βαϊάνος και γιατί τον αγαπούσα τόσο πολύ. Είναι αλήθεια πως είχε φήμη λίγο φαιδρού προσώπου, που τη φαιδρότητά του την επέτεινε και η κουφαμάρα του. Πήγαινες να τον επισκεφτείς, και σε τάραζε σε γλυκανάλατους αστεϊσμούς, μπαγιάτικα κουλουράκια και μεμψιμοιρίες για όλους και για όλα. Είχε και εκείνο το Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας-κάτι σα λέσχη και φιλολογικό σαλόνι-που το μετέφερε κάθε λίγο και λιγάκι από γειτονιά σε γειτονιά, κι εκεί φιλοξενούσε κάθε καρυδιάς καρύδι: υπερώριμες δεσποινίδες, παρωχημένους λογίους, μωροφιλόδοξους νεαρούς, δημοσιογράφους, επαρχιώτες και απόδημους, ένα χαρμάνι ανεκδιήγητο, που πλαισίωνε διάφορες άχαρες ομαδικές εκθέσεις, και μετά συνεστιάζονταν όλοι μαζί. Κι ενώ όλοι δυσανασχετούσαν μ’ αυτά τα καμώματα, κανένας δεν τολμούσε ποτέ να του αρνηθεί τίποτα. Γιατί ο Βαϊάνος είχε τον τρόπο του να είναι σε όλους αγαπητός, υπερβολικά αγαπητός, από το Μυριβήλη μέχρι το Βάρναλη. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην είδε καλό από τον Βαϊάνο, και δεν υπήρξε άνθρωπος που να μπορέσει να του το ξεπληρώσει. Το κακό είναι πως ο Βαϊάνος βοηθούσε τη σάρα και τη μάρα. Νόμιζε πως αρκεί να είμαστε καλοί με τους ανθρώπους, για να πάει μπροστά η λογοτεχνία! Γι’ αυτό και συχνά μαλλώναμε, και δε με συγχωρούσε για τις σουβλερές μου κριτικές. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί να μη γράφουμε καλά για όλους και δε μπορούσε να αντιληφθεί τι κακό έκαμναν αυτά τα καλά λόγια. Έτσι σιγά-σιγά, παρόλο που με αγαπούσε και τον αγαπούσα, χώρισαν οι δρόμοι μας: εκείνος εξακολούθησε να βρέχει επί δικαίους και αδίκους, κι εγώ εξακολούθησα να πιστεύω πως η αγάπη ξεγελάει, όταν δεν προϋπάρχει η κριτική.
    Και τώρα κάθομαι κι αναρωτιέμαι: τι θα μείνει από το πέρασμα αυτού του ανθρώπου, του πιο αγνού ανθρώπου, που γνώρισα σε όλους τους λογοτεχνικούς κύκλους; Όχι βέβαια το δημιουργικό του έργο(κάτι άγνωστα προπολεμικά στιχουργήματα με τον τίτλο «ο παράξενος ερωμένος»), ούτε και το πρακτορείο του, που δε διέφερε σε τίποτα από μια επαρχιακή στέγη γραμμάτων και τεχνών. Θα μείνει πρώτα-πρώτα το παράδειγμα του πιο ανιδιοτελούς ανθρώπου που πέρασε από τα  γράμματά μας* Και δεύτερο, θα μείνει το ότι αυτός πρώτος επέβαλε τον Καβάφη στην Αθήνα. Ήδη από το 1924 ο Βαϊάνος προπαγάνδιζε φανατικά τον Καβάφη σε μια εποχή που οι παλαμικοί είχαν πιασμένα ακόμη όλα τα πόστα και εμφάνιζαν τον επερχόμενο εχθρό σαν persona redicolosa. Το περιοδικό του Βαϊάνου, η «Νέα Τέχνη», είχε γίνει το όργανο των φανατικών καβαφικών ** το ίδιο αργότερα και οι «Ορίζοντες». Κι αυτό το βιολί βάσταξε μισό αιώνα. Μόνο που σιγά-σιγά βγήκαν κι άλλοι καβαφιστές, με πιο πολλά φόντα, και έκαναν πέρα τον φουκαρά τον Βαϊάνο. Τελικά, βέβαια, η υπόθεση Καβάφη ξέφυγε απ’ τα χέρια του Βαϊάνου αυτό όμως δεν έχει να κάνει, σημασία έχει πως οτιδήποτε ήταν να γίνει τότε, έγινε, και μάλιστα με τον πιο αγνό τρόπο. Αυτό, νομίζω, του το αναγνωρίζουν όλοι ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να του το αναγνωρίσουν. Τώρα, το πώς ο καθιερωτής του Καβάφη έφτασε τελικά να υποστηρίζει το κάθε σκουπιδάκι, αυτό είναι άλλη ιστορία.
    Αυτός με λίγα λόγια υπήρξε ο Μάριος Βαϊάνος. Όσοι τον γνώρισαν, θα τον θυμούνται πάντα με αγάπη. Νοιάζονταν για όλους, και πολλές φορές είχε νοιαστεί και για μένα. Μόλις μάθαινε πως δεν ήμουν σε καλή κατάσταση, έβρισκε πάντα έναν τρόπο να στείλει ένα καλάθι γεμάτο τρόφιμα, δήθεν πως του το ‘χαν στείλει απ’ τη Χίο (το νησί της καταγωγής του) μέχρι και ύφασμα για κουστούμι μου είχε στείλει μια φορά, όταν πρόσεξε πόσο τριμμένα ήταν τα ρούχα μου. Έ, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, όσο φαιδροί να είναι, δεν ξεχνιούνται. Ιδίως στις μέρες μας, που άνθρωποι δεν βρίσκονται πιά.
* Για την ανιδιοτέλεια και την απίθανα καλή καρδιά του Βαϊάνου αναφέρει πολλά ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος στη νεκρολογία του γι’ αυτόν στη «Νέα Εστία» της 1/12/1975, σ. 1604-1606 είναι οτιδήποτε πιο αξιόλογο και δίκαιο γράφτηκε ως τώρα για τον Βαϊάνο.
** Ας σημειωθεί με την ευκαιρία αυτή ότι και στο «Ημερολόγιον της Θεσσαλονίκης»όλα τα ποιήματα του Καβάφη που δημοσιεύτηκαν μεταξύ των ετών 1926-1932 είχαν διοχετευτεί από τον Βαϊάνο».
Νίκος Αθανασιάδης,
Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» τεύχος 30/Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1975, σ.496-497
Πένθη
«Πρόσδωσε κάποια φρικίαση παράξενη εκείνο το ύστατο σάλπισμα κάποιου άγνωστου, τη στιγμή που ο Μάριος Βαϊάνος κατέβαινε στα  άδυτα του παγερού τάφου. Ήταν κάποιο απρόοπτο Ρέκβιεμ που έσπειρε πάνω στο πλήθος που τον συνόδευε την βαθειά συγκίνηση κάποιου δεσμού ανάμεσα σ’ αυτόν που φεύγει και σ’ αυτούς που μένουν. Βρήκα στο θλιβερό αυτό κομμάτι της μουσικής την συνόψιση της δραματικής ζωής του απερχομένου, Γιατί η ζωή του ο τρόπος που πάσκιζε να τη στήσει, να την προσδώσει ισάξιο με τα ενδιαφέροντά του εξωτερικό σχήμα, να αποκρύβει τα μεγάλα χάσματα που της άνοιξαν οι βιοτικοί περισπασμοί, η ζωή του αυτή η ίδια, η κατά κάποιο συνοπτικό χαρακτηρισμό όμοια στα επέκεινά της με μοναδικό πλάνητα βίο, χωρίς ποτέ τη βεβαιότητα  μόνιμης στέγης, ήταν ζωή βαθιά οραματική. Η τραγικότητά της χαρακτηριζόταν από την αλαζονική περηφάνεια που μ’ αυτήν περνούσε πάνω από τα δεινά προβλήματα της καθημερινότητας, για να καταφέρνει να συγκρατείται στην επιφάνεια κοντά ή τουλάχιστον παράλληλα με τη ροή των Γραμμάτων, με την αποκαλυπτική φεγγοβολή των δημιουργών. Χωρίς κανένα ταλέντο πλαστικής τέχνης στο Λόγο, του καταλόγισαν την τιμή να έχει φέρει εκείνος στα Γράμματά μας το πελώριο όνομα του Κωνσταντίνου Καβάφη, πράγμα που τον κολάκευε και που κατά κάποιο τρόπο και ο ίδιος άφηνε να «πιστεύεται». Βέβαια η επιπολαιότητα και η άγνοια πριν από όλα των αναλογιών σχετικά με τα μεγέθη μέσα στο κύκλωμα των Γραμμάτων θα μπορούσε μόνο σοβαρά αυτό να το λογαριάσει σαν σωστό, γιατί πριν από όλα ένας Καβάφης δεν είχε την ανάγκη από κανένα να επιβληθεί. Κι αν έπρεπε να παραβιαστεί η ωριμότητα του χρόνου για να επιταχυνθεί η αποκάλυψή του, μόνο προσωπικότητα των Γραμμάτων ισχυρή και επιβλητική σε έκταση πανελλήνια θα μπορούσε να είναι γνωστή η μεσολάβηση ενός Γρηγορίου Ξενόπουλου που επιτάχυνε την αναγνώριση του Μεγάλου Ποιητή. Και αυτό δεν συζητείται. Είναι!
    Ο Μάριος Βαϊάνος, μπορούμε να πούμε, αυτοαναλώθηκε, αυτοπυρπολήθηκε, προσπαθώντας να ωθήσει, αδιάκριτα γιατί του έλειπε το χάρισμα της διαζευκτικής επιλογής να ξεχωρίζει τα άξια πρωτοφανέρωτα ταλέντα, και έμεινε σαν είδος πνευματικός διεκπεραιωτής της εργασίας των οργανώνοντας εκθέσεις, ταχυδρομώντας τα βιβλία τους, συγκεντρώνοντας φίλους σε συνεστιάσεις όπου μάλλον φτήνυναν την έννοια της Τέχνης που μετατρέπει τον Λόγο σε πραγματική αξία που μεταφέρει το πνεύμα σε μαγεία της αποκαλυπτικής δημιουργίας. Ωστόσο στάθηκε αγαπητός, γιατί έδειχνε την αγάπη του στα πρόσωπα και πράγματα των Γραμμάτων αφού γι’ αυτόν οι δημιουργικές πύλες στάθηκαν απαραβίαστες. Ας είναι η μνήμη του κοντά μας περιχυμένη από τη συμπάθειά μας».
Γιάννης Χατζημανωλάκης,
Περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» τεύχος 23/Άνοιξη 1976, σ. 60-61.
«Μας έφυγε τον περασμένο Νοέμβρη κι ο Μάριος Βαϊάνος. Μια εγχείρηση στην οποία αποφάσισε να υποβληθεί για ν’ ανακουφιστεί από την βαρυκοΐα του, είχε σαν επακόλουθο το «εγκεφαλικό επεισόδιο», που τον οδήγησε στον τάφο. Και το άγγελμα του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Γιατί ο Βαϊάνος, με το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», πούχε ιδρύσει στην Αθήνα, ήταν ευρύτατα γνωστή φυσιογνωμία κ’ είχε, κυριολεκτικά, γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους λογοτέχνες και καλλιτέχνες του κέντρου και τους συναδέλφους των της ελληνικής επαρχίας και του απόδημου ελληνισμού.
    Στον τομέα αυτό, πρόσφερε πολλά ο Βαϊάνος. Παρουσίαζε, με ομαδικές εκθέσεις, εκτός από τους γνωστούς, και νέους καλλιτέχνες στην «γκαλλερί» του «Πρακτορείου» του, ενίσχυε ηθικά πρωτοφανέρωτους λογοτέχνες, με την αποστολή των βιβλίων τους σε γνωστούς πνευματικούς ανθρώπους της επαρχίας και του εξωτερικού, για μια πλατύτερη γνωριμία, και γενικά, είχε πάντα να πει έναν καλό λόγο, για όποιον περνούσε από το «Πρακτορείο» του. Πρόθυμος κι’ ακούραστος πρόσφερε συνεχώς-πρόσφερε στους άλλους. Γι’ αυτό ήταν συμπαθής στους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Κι ακόμα, με την όλη εμφάνισή του, διέσωζε, ως τις ημέρες μας, την γραφικότητα παλιών, λησμονημένων εποχών.
    Ως τελευταίο «γραφικό» τον χαρακτήρισε, σ’ ένα ωραίο σημείωμά του, ο «Τήλεφος» της «Καθημερινής». Κι αυτός ήταν, πραγματικά ο Μάριος Βαϊάνος. Μια «γραφική» μορφή των γραμμάτων μας που έλλειψε για πάντα… Και που δεν θα πάψουν να τον αναζητούν όσοι στο εντευκτήριο του «Πρακτορείου» του και στις συνεστιάσεις που ακολουθούσαν έβρισκαν μιαν όαση ψυχικής αναγάλιας, τόσο πολύτιμη στους σημερινούς καιρούς.
    Αλλά ο αλησμόνητος Μάριος είχε παλιούς και στενώτατους δεσμούς και με τον πειραϊκό πνευματικό κύκλο. Έζησε εδώ έντονα, στην πρώτη περίοδο του μεσοπολέμου-ανάμεσα στα 1920 και στα 1930-κι αναμίχθηκε στις προσπάθειες για τη δημιουργία πνευματικής κίνησης στον τόπο μας. Συνεργάστηκε με τον αλησμόνητο Νίκο Αποστολίδη στην έκδοση του περιοδικού «Έσπερος», επιμελήθηκε μια μικρή Πειραϊκή Ανθολογία με τον τίτλο «Φιλολογικές Σπίθες» κ’ ήταν αναπόσπαστο μέλος της πειραιώτικης λογοτεχνικής συντροφιάς, τακτικός «θαμώνας» στο καφενείο του «Βρυώνη»-που δεν υπάρχει πια-ή στις οριστικά επίσης χαμένες, μέσα στη δίνη του χρόνου, γραφικές ταβέρνες του Πασαλιμανιού και της Φρεαττίδας, παρέα με τον Πορφύρα, τον Χαντζάρα, το Λεβάντα, το Γ. Μπουκουβάλα, το Θόδωρο το Λιαρούτσο και άλλους γνωστούς πειραιώτες, λογοτέχνες και δημοσιογράφους. Ο Βαϊάνος, μάλιστα, κατέβαζε τακτικά από την Αθήνα στον Πειραιά το Λαπαθιώτη, τον Αναστάσιο Δρίβα, τον Νίκο Χάγερ-Μπουφίδη, τον Μήτσο Παπανικολάου, κι άλλους λογοτέχνες της εποχής κι όπως ο ίδιος αφηγείτο, ο Λάμπρος Πορφύρας εξεδήλωνε ιδιαίτερη περιέργεια να δει και να συζητήσει με «τον πάντα θαυμαστό και περιζήτητο Λαπαθιώτη».
    Αυτούς τους στενούς δεσμούς με τον πνευματικό Πειραιά, διατήρησε ο Βαϊάνος, ως τις ημέρες μας, κατεβαίνοντας συχνά κοντά μας, παρακολουθώντας τις πνευματικές εκδηλώσεις μας και παραπονούμενος… συνεχώς γιατί δεν ήταν τόσο συχνές κ’ οι δικές μας επισκέψεις στο «Πρακτορείο» του. Και θυμάμαι πόσο χάρηκε την εορταστική εκδήλωση που οργανώσαμε το περασμένο καλοκαίρι για τα 50 χρόνια του αξέχαστου επίσης Χρίστου Λεβάντα-στην οποία προσήλθε από τους πρώτους-σπεύδοντας, την άλλη μέρα, να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό του μ’ ένα μακροσκελέστατο συγχαρητήριο τηλεγράφημα, όπου ήταν έκδηλη η αγάπη του τόσο για το συγγραφέα και παλιό φίλο του όσο και για τον πνευματικό κόσμο του Πειραιά.
    Αυτό το συμπαθέστατο και χρήσιμο άνθρωπο, αυτό τον καλό κ’ ενθουσιώδη φίλο χάσαμε. Στ’ ανερεύνητα πεδία της αιωνιότητας, ας ευχηθούμε η ψυχή του να συναντήσει τις ψυχές των άλλων, αγαπημένων πνευματικών συνοδοιπόρων και φίλων του, που προηγήθηκαν στο στερνό ταξίδι. Ίσως κοντά τους να είναι πιο γαλήνιος ο αιώνιος ύπνος και για τον καλό κι ανεξίκακο Μάριο…»
Εγκυκλοπαίδεια «Δομή», τόμος 4ος, σελίδα 536, Αθήνα χ.χ.,
λήμμα ανωνύμως:
«Βαϊάνος Μάριος(Μιτ Γαμρ, Αίγυπτος 1908-Αθήνα 1975). Λόγιος και εκδότης. Καταγόταν από τη Χίο, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια . Εγκαταστάθηκε κατόπιν στην Αθήνα, όπου φοίτησε για ένα διάστημα στη φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποιήματά του. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία και ίδρυσε το ιδιόμορφο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, εκθετήριο ζωγραφικής και κέντρο συγκέντρωσης συγγραφέων και καλλιτεχνών. Ίδρυσε επίσης τα βραχύβια περιοδικά «Νέα Τέχνη»(1924), «Ελληνικά Φύλλα»(1935) και «Ορίζοντες»(1942-1944). Ήταν από τους πρώτους θαυμαστές του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Αθήνα και η υπογραφή του βρίσκεται σε κείμενα υποστήριξης του Αλεξανδρινού ποιητή, το έργο και η ζωή του οποίου είχαν γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από μερίδα του Τύπου της εποχής(1924)»
Ηλίας Κ. Ζιώγας,
«Λογοτεχνία των Ελλήνων», τόμος 3ος, σ. 38-39, Χάρη Πάτση χ.χ.
«Βαϊάνος Μάριος (1908-) λογοτέχνης και εκδότης. Γεννήθηκε στο Μιτ Γαμρ της Αιγύπτου, αλλά μεγάλωσε στη Χίο, όπου και άκουσε τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα, τα οποία αργότερα, το 1920, συμπλήρωσε στην Αθήνα. Κατόπιν φοίτησε στη Φαρμακευτική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Αφοσιώθηκε όμως στην καλλιέργεια των Γραμμάτων, τα οποία υπηρετεί από τότε σε διάφορες θέσεις. Πότε ως δημοσιογράφος, πότε ως εκδότης και πότε, τα τελευταία 25 χρόνια, ως διευθυντής του Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας. Έγραψε πολλά ποιήματα, τα οποία είναι κατεσπαρμένα σε διάφορα περιοδικά. Ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά «Νέα Τέχνη»(1924-1926) και «Ελληνικά Φύλλα»(1935) καθώς και το ετήσιο ημερολόγιο «Ορίζοντες»(1942-1944). Κυρίως έγινε γνωστός από την προσπάθειά του να βοηθή τους νέους λογοτέχνες και καλλιτέχνες και από τις στενές επαφές που αποκατέστησε για τους λογίους της επαρχίας και της διασποράς».
ΙΝ ΜΕΜΟΡΙΑΜ
Η Κερασιές άνθισαν στο περιβόλι μας πολλές φορές
κι βροχές γέμισαν το πηγάδι μας, άλλες τόσες
τα χελιδόνια χαιρέτησαν το μπαλκόνι μας και φέτος ξανά
φέρνοντας το Μάρτιο με το καλοκαίρι…
ΙΙ
Απάνω από τους αφρούς των κυμάτων,
κι από τους ιστούς των πλοίων,
κι απάνω από το γαλάζιο της θάλασσας και των οριζόντων,
απλώνεται η εικόνα Σου γαλανή, χαρούμενη, γελαστή,
Μέσα στο άδυτο της σκέψης μου
και πέρα από το βασίλειο του νοητού
ζει, θρονιασμένη στα γαλάζια της πέπλα
και στους αφρούς της λαμπρότητας της ζωής Σου,
-΄οραμα εξαίσιο της ψυχής και του Νου.
Οι στεναγμοί της ψυχής και του σώματος,
οι λυγμοί της άδειας ζωής μου,
οι βουβές θρηνωδίες της νειότης μου
ξεψυχούν κ’ εξατμίζονται μπρος στο περίγραμμά του Είναι Σου.
Το τραγούδι Σου σκιρτά την ψυχή μου
και ριγεί την ερειπωμένη μου ύπαρξη
ξαναπλάσσει τη μακρυσμένη σου εικόνα
απλώνει στη σάρκα μου, πυρεττό ζωής.
Εγώ κλείνω μέσα μου Εσάς-κι εντός μου
κοιμάται η ζωή σας-σπέρμα 45 χρόνων…»
«Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών», τόμος 1ος, Αφοι Παγουλάτου 1974, σ. 92-93, Σύνταξη-επιμέλεια ύλης: Δημήτρης Π. Κωστελένος
«Ο Μάριος Βαϊάνος(-1975) γεννήθηκε στο Τιμ Γαμάρ της Αιγύπτου, απ’ όπου έφυγε πολύ μικρός με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στη Χίο. Δημοτικό και Γυμνάσιο τα τέλειωσε στη Χίο και γράφτηκε στη φαρμακευτική σχολή, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας όπου έζησε μέχρι το θάνατό του. Φοιτητής ακόμα είχε αρχίσει να ασχολείται με τα Γράμματα, τα οποία υπηρέτησε πολύτροπα. Ο Μάριος Βαϊάνος δημοσίευσε πολλά ποιήματα σε περιοδικά αθηναϊκά και του εξωτερικού.
Στα 1924 εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό «Νέα Τέχνη». Στα 1935 εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό «Ελληνικά φύλλα» και το χρονιάτικο ημερολόγιο «Ορίζοντες» στα 1942. Στις υπηρεσίες του Βαϊάνου στα Γράμματα πρέπει να λογαριαστεί και η ίδρυση του «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας», το οποίο βοήθησε τις επαφές και γνωριμίες των νέων λογοτεχνών με τους παλαιότερους και των επαρχιωτών με τους Αθηναίους. Επίσης βοήθησε με την οργανωμένη δικτύωση στην προβολή των νέων βιβλίων από τις εφημερίδες και τα περιοδικά Αθηνών-επαρχιών και εξωτερικού.
Τα ποιήματα του Μάριου Βαίάνου διακρίνει εκφραστική λιτότητα και απλότητα. Εκφράζουν θλίψη από την αίσθηση της μοναξιάς, και προσμονή θλιμμένη κι’ ένα ευαίσθητο ερωτισμό».
Δημήτρης Γρ. Τσάκωνας,
«Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», τόμος 6ος, εκδ. Σώφρων 1992.σ.180-182
«Παράλληλα με τον Γιώργο Κατσίμπαλη δρα στην Αθήνα και ο αλεξανδρινός Μάριος Βαϊάνος(1908-1976 ως διευθυντής του «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας»… Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, λίγο πριν πεθάνει, συγκλονισμένος είναι η αλήθεια, μου ομολόγησε ότι αυτός κι άλλοι ακουστοί της γενιάς του όφειλαν πολλά, τα περισσότερα, στον Μάριο Βαϊάνο, άθλια βιώσαντα κι ανύπαρκτο για τις ιστορίες της λογοτεχνίας μας…».
Κυριάκος Ντελόπουλος,
«Ψευδώνυμα»Νεοελληνικά Φιλολογικά, εκδ. Εστίας 2005, σ. 164
«Βαϊάνος Μάριος (1908-1975)
Βαϊμάρης, Marva, Mar.
Αλέξης Ζήρας-Χριστίνα Λύσσαρη,
«Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Πατάκη 2007, σ. 236
«Βαγιάνος ή Βαϊάνος Μάριος(Κάϊρο1905;-Θεσσαλονίκη 1975): Ποιητής, επιμελητής εκδόσεων. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Χίο από όπου καταγόταν. Το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στη Φαρμακευτική Σχολή. Υπήρξε ιδρυτής του Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας (1922), με σκοπό την οργάνωση εκδηλώσεων και την προβολή και αλληλογνωριμία ανθρώπων των γραμμάτων, καθώς και εκδότης των λογοτεχνικών περιοδικών Νέα Τέχνη, Ελληνικά Φύλλα και Ορίζοντες. Εξέδωσε επίσης, χωρίς συνέχεια, τα Πασχαλινά Φύλλα(1931), δημοσίευσε ποιήματά του και έγραψε τον αυτοβιογραφικό τόμο Αναμνήσεις, ο οποίος παρέμεινε ημιτελής και ανέκδοτος. Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Βαϊμάρης, Marva.
   Αυτό που χαρακτήρισε την πνευματική προσφορά του Β. ήταν το γεγονός ότι υπήρξε ενθουσιώδης οπαδός της ποίησης του Καβάφη και ενεργούσε στην Αθήνα ως ο επίσημος αντιπρόσωπος του μεγάλου Αλεξανδρινού, στον οποίο άλλωστε πρώτος αυτός αφιέρωσε ειδικό τεύχος του περιοδικού του Νέα Τέχνη (τχ. 7/8, Ιούλιος-Οκτώβριος 1924)
Το 1973 οργάνωσε έκθεση του Αρχείου Καβάφη, το οποίο διατηρούσε. Τις επιστολές του Καβάφη προς τον Βαϊάνο δημοσίευσε σχολιασμένες ο Ε. Ν. Μόσχος το 1979
Βιβλιογραφία: ΜΕΝΛ, τομ. 3, σ. 38-39. Κυρ. Ντελόπουλος, ΝΦΨ, σ. 164, ΠΛΜ, τόμ 13, σ. 149, περ. Σμύρνα , τομ. 9 τχ.87/88(1975) αφιέρωμα. Β. Δάβος, 25 χρόνια κοντά στο Μάριο Βαϊάνο, τυπ. Φραγκάκη-Μπαρμπουδάκη 1976. Κ.Π. Καβάφης, Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο, επιμ., εισαγωγή Ε. Ν. Μόσχος, Εστία 1979. Ντ. Χριστιανόπουλος, Με τέχνη και με πάθος, Διαγώνιος-Θεσσαλονίκη 1988, σ. 66 κ.ε. Ι. Χατζηδημητρίου, Μάριος Βαϊάνος, Αναμνήσεις, Ιωλκός 1993. Β. Δάβος, Η λογοτεχνία κατά την εποχή του Μάριου Βαίάνου 1997».
Τέλλος Άγρας,
περιοδικό Νέα Εστία τχ. 391/15-9-1943, σ. 1167-1168
«Ελληνικόν Ημερολόγιον «Ορίζοντες» 1943, τόμος Β. Διευθυντής Μάριος Βαϊάνος.
«… Οι φετεινοί «Ορίζοντες» του αγαπητού σε όλους μας Μάριου Βαίάνου μπορούν νομίζω, να υποστούν άφοβα κάθε σύγκριση με αυτό το «Εθνικό Ημερολόγιο» όπως επίσης και από την άλλη πλευρά-με εκείνο της «Μεγάλης Ελλάδος»… Οι «Ορίζοντες» του 1943 είναι πραγματικώς οι ορίζοντες της σύγχρονης νεοελληνικής σκέψεως, γλώσσας και λογοτεχνίας, ένα λεύκωμα παντοίου υλικού της πρώτης γραμμής… Ο Βαϊάνος θέλει να «φέρνη σ’ επαφή». Αυτή είναι η ευδαιμονία της ζωής του. Να δημιουργή συγκεντρώσεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών-φιλολογικές «αγάπες» σαν τις χριστιανικές των πρώτων χρόνων…»
Πέτρος Γλέζος,
Περιοδικό Νέα Εστία τχ. 846/1-10-1962, σ. 1443
«Οι απόδημοι»
«Πριν από λίγες μέρες ο κύριος Μάριος Βαϊάνος, που παρακολουθεί με συστηματική ενημερότητα κυρίως την λογοτεχνική κίνηση των Ελλήνων του εξωτερικού, είχε την καλωσύνη να μου προσφέρει έναν φύλλο του «Κοινοτικού Δελτίου Βηρυτού», στο οποίο βρήκε αναδημοσιευμένα ποιήματα του Κώστα Ουράνη, της Διαλεχτής Ζευγώλη και του Γλαύκου Αλιθέρση…»  
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος,
περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1023/15-2-1970, σ. 216-218
«Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας»
(«Στην Αθήνα τότε είδα, φυσικά, και το Μάριο Βαϊάνο. Εκεί στο παλιό σπίτι της οδού Ακαδημίας. Αν δοκίμαζα σε τούτες τις σελίδες να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα αυτού του μεγάλου εραστή των ποιητών, των πεζογράφων και των κάθε είδους καλλιτεχνών, θάπρεπε να σταματήσω στο σημείο τούτο το χρονικό της ζωής μου, για ν’ αφιερώσω όλες τις κατοπινές σελίδες στο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», δηλαδή στο δωμάτιο όπου ζούσε ο Μάριος Βαϊάνος. Λυπάμαι που η ματαιοδοξία μου δεν έχει τη γενναιότητα τόσων μεγάλων παραχωρήσεων. Θα παραλείψω τη μεγάλη συμβολή του στην προβολή του έργου του Καβάφη, τον καιρό του «πρώτου ημίσεος της τρίτης δεκαετίας του αιώνος», όταν ο περίφημος Αλεξανδρινός βρισκόταν ακόμα στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων και των σατιρικών ποιητών. Θ’ αποφύγω να καταγράψω λεπτομέρειες από την τραγική αυτοκτονία του Μάριου Βαϊάνου στην πατρίδα του τη Χίο που τόσο πολύ είχε συνταράξει τους φίλους του, μαζί με όλες τις εφημερίδες της Αθήνας. Πιστεύω ειλικρινά, πως δεν ήταν φάρσα, καθώς υποστηρίχθηκε από τους άσπονδους φίλους του. Ο ποιητής Μάριος Βαϊάνος-έτσι υπογραφόταν τότε, με την παρεμβολή ενός άρθρου-είχε πραγματικά αυτοκτονήσει. Αυτό που εμφανίστηκε αργότερα στους δρόμους της Αθήνας, ήταν το φάσμα του ποιητή, το μετεμψυχωμένο σώμα του Μάριου, που είχε πάψει τώρα να υπηρετεί την ποίηση, γιατί η μοίρα τον είχε προορίσει να τεθεί στην υπηρεσία των ποιητών.
Το σπίτι του Μάριου είναι το «κοινόν δοχείον» όλων των ποιητικών συλλογών της Ελλάδος. Και λέγοντας «Ελλάδα», δεν διαπράττω το σφάλμα του πρώην αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, να περιορίσει την Ελλάδα στα όρια του λεκανοπέδιου Αττικής, καθώς τόχε κάμει στο λόγο του, σε κάποιο γερμανικό πανεπιστήμιο. Η Ελλάδα του Μάριου Βαϊάνου έχει απεριόριστη έκταση, ικανή να περιλάβει ολόκληρο τον Ελληνισμό, τον αυτόχθονα και τον απόδημο. Κ’ είναι τόση η στοργή και η φροντίδα του Βαίάνου για τους ποιητές και τις ποιήτριες, τόση η αφοσίωση στην προβολή τους, ώστε θα το θεωρούσε προδοσία ν’ αφαιρέσει λίγην αγάπη από τα πρόσωπα των ποιητών, για να την προσθέσει στο έργο τους.
Ο Βαϊάνος ξέρει απ’ έξω τα ονόματα όλων των ποιητών, πεζογράφων, ζωγράφων και γλυπτών, του έσω και έξω ελληνισμού, ξέρει τις διευθύνσεις των σπιτιών τους και τους τίτλους των έργων τους. Η αφοσίωση αυτή στα πρόσωπα των δημιουργών, τον εμποδίζει να δώσει έστω και λίγη αγάπη στο έργο τους. Κοντολογίς ο Μάριος Βαϊάνος αρνείται να διαβάσει κ’ έναν ακόμα στίχο από το χείμαρρο των βιβλίων, που κατακλύζουν το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», με τις πιο θερμές και κάποτε με τις πιο απίθανες αφιερώσεις. Είναι ένας μαέστρος, που ξέρει την τέχνη να κινεί όλον τούτο το μηχανισμό που αποτελείται από ονόματα  ποιητών, διευθύνσεις και τίτλους βιβλίων. Και, να πραγματοποιεί, κατά τον πιο ιδανικό τρόπο, το μεγάλο σκοπό του «πρακτορείου»του, δηλαδή τη συνεργασία όλου αυτού του πλήθους των εργατών του πνεύματος και της τέχνης.
Θάθελα να παραθέσω ένα δείγμα του τρόπου, με τον οποίο επιτυγχάνεται τούτη η «συνεργασία». Κάποια μέρα, μ’ επισκέφτηκε ο Μάριος Βαϊάνος στο ξενοδοχείο μου, ανεμίζοντας στα χέρια του το «Έθνος». Μου ανακοίνωσε πως «η παρουσία μου στην Αθήνα είχε κάμει μεγάλη εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους. Απόδειξη το σχόλιο του Αχιλλέα Μαμάκη, στη φιλολογική σελίδα του «Έθνους», που, φυσικά, είχε γράψει «δια χειρός Μάριου Βαίάνου». Και μου μεταβίβασε την παράκληση του Στρατή Μυριβήλη, του Κώστα Βάρναλη, του Αντώνη Σώχου και μιας αρμαθιάς από γνωστούς και άγνωστους ποιητές, συγγραφείς και ζωγράφους, που ήθελαν να με ιδούν από κοντά, «να γνωρίσουν, επιτέλους, τον ποιητή της Θεσσαλονίκης». Είχε οργανώσει κι όλας, «προς τιμήν μου», ένα δείπνο στο Πασά Λιμάνι του Πειραιά, όπου θα με περίμεναν όλες αυτές οι προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήμουν αρκετά πληροφορημένος για τη μέθοδο της «συνεργασίας» του πρακτορείου του Βαϊάνου, όμως, θέλεις από τις φορτικές παρακλήσεις του Βαίάνου, θέλεις από τη ματαιοδοξία μου να βρεθώ ανάμεσα στις πνευματικές κορυφές του τόπου μου, ενέδωσα και πήγα. Φυσικά ο Μυριβήλης είχε αρρωστήσει ξαφνικά εκείνο το βράδυ κι ο Αντώνης Σώχος ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί την απρόοπτη επίσκεψη ενός πολιτικού, που η μεγάλη φιλοδοξία της ζωής του ήταν να κερδίσει την αθανασία μ’ ένα μαρμάρινο μπούστο.
Στο παραθαλάσσιο κέντρο του Πασά Λιμανιού, μούχαν κάμει την τιμή να με υποδεχθούν μερικοί νέοι συγγραφείς από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια κ’ ένας επίσης νέος ποιητής, «πολλά υποσχόμενος», από τη Χαλκίδα της Εύβοιας. Κι’ ο Κώστας Βάρναλης μου «είχε κάμει την ίδια τιμή», γιατί κ’ εκείνος δεν είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί στις παρακλήσεις του Βαϊάνου, που τούλεγε φορτικά, πως ο Βαφόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, τόθελε πολύ και θα το θεωρούσε μεγάλη του τιμή, να γνωρίσει από κοντά τον ποιητή των «Μοιραίων». Και θάταν προσβολή για ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, αν ο Βάρναλης περιφρονούσε μια τέτοια παράκληση του εκ Θεσσαλονίκης ποιητού!
Εκείνη τη βραδιά γελάσαμε πολύ με τον καλόκαρδο Βάρναλη, κάμνοντας την κοινή διαπίστωση, πως ήμασταν και οι δύο μας πιόνια στο μεγάλο ζατρίκι του «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας». Όμως ο Μάριος ήταν πολύ ευτυχισμένος. Μονάχα που πάνω στην ευτυχία του είχε πέσει η σκιά της «αδιαθεσίας» του Μυριβήλη και του «απρόοπτου κωλύματος» του Σώχου. Και, για την αποκατάσταση της ισορροπίας, από την απουσία τούτη, χρειάσθηκε να πάμε το ίδιο εκείνο βράδυ και στην Κηφισιά, όπου «μας περίμενε» ο γέρο Σπαθάρης, με τη γυναίκα του και το νεαρώτατο γιό του, τον Ευγένιο Σπαθάρη. Ο Καραγκιόζης ήταν το φινάλε της μικρής κωμωδίας, που ήξερε, με τόσην ανιδιοτέλεια και με τόση άδολη διάθεση, να στήνει ο Μάριος ο Βαϊάνος».
(Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται και στο πεντάτομο έργο «Σελίδες Αυτοβιογραφίας» του Θεσσαλονικιού ποιητή, εκδόσεις Εστία/ Παρατηρητής
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος,
περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1162/1-12-1975, σ. 1604-1606
«Ο Μάριος Βαϊάνος», (όταν πριν μερικά χρόνια είχα φιλοτεχνήσει…)
Κείμενο βασισμένο στα χνάρια του προηγούμενου μελετήματός του και συμπληρωμένο με την εγχείρηση του Μάριου Βαίάνου στην Θεσσαλονίκη, την επίσκεψή του στην οικογένεια του Γιώργου Βαφόπουλου, την αντεπίσκεψη του ποιητή στο Νοσοκομείο που νοσηλεύονταν ο Βαϊάνος και τελικά στον πρόωρο θάνατό του στην συμπρωτεύουσα.
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος,
«Ποίηση και Ποιητές»-Μελετήματα, εκδ. Ρέκος 1983, σ. 234-242
«Αν δοκίμαζα να σκιαγραφήσω την απίθανη προσωπικότητα αυτού του μεγάλου εραστή των ποιητών, των πεζογράφων και των κάθε είδους καλλιτεχνών, θάπρεπε να αφιερώσω ολόκληρο τόμο στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας δηλαδή στο δωμάτιο όπου ζούσε ο Μάριος Βαϊάνος…»
(Κείμενο που εμπεριέχει τα άλλα δύο μελετήματα του Γιώργου Βαφόπουλου για τον Μάριο Βαϊάνο με μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες.)  
Ε. Ν. Μόσχος,
Περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1298/1-8-1981
«Από ένα Αρχείο. Σικελιανός και Καβάφης»
Δημήτρης Κ. Παπακωνσταντίνου,
περιοδικό  Νέα Εστία τχ. 1373/15-9-1984
«Μιχάλης Περάνθης» (Με το συγγραφέα Μιχάλη Περάνθη, ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά, διαβάζοντας τις «Απόψεις» του. Μου είχε στείλει τον τόμο ο ιδιόρρυθμος εκείνος, ο ανιδιοτελής πρέσβυς όλων των πνευματικών ειδών και μεγεθών του ελληνικού πνεύματος, ο Μάριος Βαϊάνος).
• Ερευνητική Ομάδα Εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου,
«Περιοδικά λόγου και τέχνης(1901-1940)», τόμος Α΄ εκδ. University Studio Press- Θεσσαλονίκη 1996, σ. 342-349
«Προγραμματικός σκοπός της Νέα Τέχνης είναι να «στεγάσει όλους ανεξάρτητα τους νέους είτε γνωστοί, είτε άγνωστοι είναι αυτοί, αδιακρίτως προτιμήσεων αισθητικών και ιδεολογικών να διεξαχθούνε από τις στήλες της συζητήσεις φιλικές για την εξιχνίαση των πολυειδών και πολυτρόπων φαινομένων που έχουν να παρουσιάσουν οι νέες τάσεις, οι σύγχρονες επάνω στην ακράτητα εξελισσόμενη Τέχνη»
Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα,
«Τα Λογοτεχνικά Περιοδικά της Κατοχής», εκδ. Σοκόλη 2006, σ. 202-222
Περιοδικό «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» τεύχη 7. 1/1/1944-τχ. 9/10, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος1944
«Το Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας ιδρύθηκε το 1937 από τον Μάριο Βαϊάνο ως οργανισμός με σκοπό την εξυπηρέτηση του αναγνωστικού κοινού, την προώθηση νέων συγγραφέων και τη διακίνηση νεοεκδοθέντων βιβλίων των ήδη καταξιωμένων. Ιδιαίτερης φροντίδας τύχαιναν τα βιβλία των επαρχιωτών λογοτεχνών, οι οποίοι είχαν τις δέουσες προσβάσεις στο Αθηναϊκό κοινό. Αρχικά το Πρακτορείο είχε στόχο και να εκδίδει τα έργα των νέων που δεν έβρισκαν εκδότες, αλλά γρήγορα η προσπάθεια αυτή εγκαταλείφθηκε. Ο Βαϊάνος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά-παραμερίζοντας προσωπικές φιλοδοξίες-στη διακίνηση των βιβλίων που κατέκλυζαν το γραφείο του στους διανοούμενους, τους κριτικούς, στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο…. Δίκαια, λοιπόν ο Βασίλης Βασιλικός αποκάλεσε τον Βαϊάνο «Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης των γραμμάτων μας, που δε θα βρει σίγουρα διάδοχό του». ενώ ο Βαλέτας τόνισε: «Μέσα σε εποχή μοναξιάς και αποξένωσης, όπου οι άνθρωποι του πνεύματος αλληλοααγνοούνται, ο Μάριος Βαϊάνος αφιέρωσε τη ζωή του στο γεφύρωμα αυτού του χάσματος και στη συμπλήρωση του μεγάλου κενού».
Από την ελληνική βιβλιογραφία λείπει μια μονογραφία για τον Μάριο Βαϊάνο, που κατά καιρούς έγινε και στόχος επικρίσεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η περίπτωσή του υπήρξε μοναδική και μάλλον ανεπανάληπτη στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας….», Αυτά και άλλα σημειώνει στην μελέτη της η φιλόλογος και συγγραφέας στην εξαιρετική της μελέτη για τα  «Λογοτεχνικά Περιοδικά της Κατοχής»  

     Εδώ ας σταθώ, γιατί οι μικρές παραπομπές για τον Μάριο Βαϊάνο, οι μεγαλύτερες για τις εκδόσεις των περιοδικών και των ημερολογίων του, καθώς και εκείνες που αναφέρονται στις Επιστολές του από τον Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη είναι αρκετές και πολυποίκιλες. Για δε το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» το πολύχρονο και πολύσπορο αυτό παιδί του Μάριου Βαίάνου που ήταν η ίδια του η ψυχή της εδώ καλλιτεχνικής και πνευματικής του παρουσίας, ας διαβάσουμε τις γραμμές που έγραψε η επιστήθια φίλη του Ιφιάνασσα Χατζηδημητρίου, στο βιβλίο της «Αναμνήσεις» και στο κεφάλαιο
«Τρυπιοχέρης», σ. 53-54
«Πάντα βρίσκονταν δίπλα σε όλους-το κατάφερνε μέσα σε τόσο κόσμο! Ένιωθες, πρέπει να είχε αφιερώσει τη ζωή του σ’ αυτή την αμέριστη προσοχή. Για το Πρακτορείο έδινε και την τελευταία δραχμή που είχε στη τσέπη. Λες και ηδονίζονταν σπαταλώντας τα χρήματά του-άμμος κυλούσαν μέσα στα δάχτυλα. Τρυπιοχέρης, ξόδευε με φως οδηγό του: το στόχο του Πρακτορείου. Είχε ταχυδρομική επικοινωνία με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, είχε σε κάθε γωνιά της γης και κάποιο φίλο… Όσο για τα βιβλία μας, τα μοίραζε και πολλές φορές, τα έστελνε με δικά του έξοδα στους διάφορους κριτικούς και τους συναδέλφους να μας γνωρίσει. Πόσα και πόσα άρθρα, κριτικές, που αφορούσαν προσωπικά, πόσες εφημερίδες, περιοδικά πήραμε απ’ τα χέρια του-τα ευλογημένα χεράκια! Όλα τούτα χωρίς καμιά επιβάρυνση. Με τι στοργή τα μάζευε, τα φύλαγε να μας τα δώσει. Απίθωνε στη φούχτα μας μαζί με κάθε χαρτί κι ένα κομμάτι από την καρδιά του. Δεν φτάνει να δίνεις, αλλά να ξέρεις να δίνεις-αυτό είναι το μυστικό κι αυτό κάνει την ευτυχία. Πάσχιζε να στερεώσει τις επιτυχίες των παλιών και να βοηθήσει τους καινούργιους. Επινοούσε σχέδια και στρατηγήματα για να μας διαφημίσει, «πολυμήχανο Οδυσσέα», τον έλεγε ο Περάνθης. Ο ακατάδεχτος χτυπούσε πόρτες για τους άλλους. Το Πρακτορείο έμοιαζε με αρτηριακό κέντρο. Μια καρδιά…».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, ημέρα της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας
Πειραιάς, Κυριακή, 29 Μαρτίου 2015          
   

                                                      

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Θέατρο ΚΥΒΟΣ

Θέατρο  ΚΥΒΟΣ

    Υπήρξε μια περίοδος στην γενέθλια πόλη μου τον Πειραιά, που η ζωή ακολουθούσε άλλους ρυθμούς, οι Πειραιώτες είχαν διαφορετικές προτεραιότητες, οι τότε δημοτικές αρχές ενδιαφερόντουσαν για πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις στην ζωή της πόλης, οι δημότες αγωνίζονταν για μια πόλη πιο ανθρώπινη, πιο λειτουργική-στις μετακινήσεις, στις οικονομικές τους διαπραγματεύσεις, στις πολύμορφες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας τους-πάλευαν για ένα λιμάνι, που δεν θα ήταν μόνο το επίνειο της πρωτεύουσας, αλλά θα αντικατόπτριζε και θα εκπροσωπούσε επάξια τους δημότες του και τις πολυποίκιλες και πολύροπες δραστηριότητές τους. Μιλάω για την εποχή μετά την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών που οι έλληνες έβγαιναν από έναν πολιτικό και κοινωνικό ασφυκτικό κλοιό, και όδευαν προς τις αγκάλες της τότε ΕΟΚ, καθώς γεύονταν τα επιτεύγματα αργά και σταθερά των άλλων δημοκρατικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Οι τριγμοί της κατάρρευσης των Ανατολικών κρατών και των κλειστών τους σε όλους τους τομείς συστημάτων, δεν είχαν ακόμα φανεί. Και ίσως ακουστεί περίεργο σήμερα, ότι οι Έλληνες, άρχισαν να εξοικειώνονται-τουλάχιστον η μεγάλη μάζα-με την κλασσική μουσική, καθώς έβλεπαν και άκουγαν στα τότε δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια την ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ, τις δημόσιες κηδείες των τότε ηγετών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέσνιεφ. Κηδείες πολιτικές, που ταίριαζαν στο πολιτικό και ιδεολογικό κρατικό σύστημα που ίσχυε τότε στην Μέκκα του Κομμουνισμού και που συνοδεύονταν από διάφορα  εκκλησιαστικά ρέκβιεμ των κλασικών συνθετών.
Την περίοδο εκείνη, οι τότε έφηβοι-η γενιά του 1980-που δεν είχαν τελειώσει τις  δευτεροβάθμιες σπουδές τους, ή ετοιμάζονταν για τις κατατακτήριες εξετάσεις ή άλλοι «έστρωναν» την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, οι νέοι και οι νέες δεν «ξεσάλωναν» μόνο, στα διάφορα μπαράκια τις ντίσκο και τα κλαμπ του Πειραιά και των ευρύτερων περιοχών του, αλλά είχαν και την δυνατότητα να ψυχαγωγηθούν και να εκφράσουν τις γενικότερες καλλιτεχνικές και πνευματικές τους ανησυχίες, μέσα στο καινούργιο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που αναδύονταν με αρκετές δυσκολίες και μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Υπήρχαν πάμπολλες κινηματογραφικές αίθουσες-χειμερινές και καλοκαιρινές(Αττικόν, Σπλέντιτ, Ολύμπιο, Σινεάκ, Χάι Λάιφ, Άνεσης, Παλλάς, Ζέα, Καστέλα, Κρανάη, και άλλα)-που μπορούσες να απολαύσεις όλες τις τότε κινηματογραφικές ελληνικές και ευρωπαϊκές πρωτοποριακές ταινίες,-έχω γράψει άλλοτε για αυτές-υπήρχαν αρκετά θέατρα στα οποία φωτισμένοι θιασάρχες και με ταλέντο σκηνοθέτες ανέβαζαν όλη την ελληνική και ξένη πρωτοπορία της εποχής. Τι να πρωτοθυμηθούμε, τις παραστάσεις του Τάκη Βουτέρη και της Αννίτας Δεκαβάλλε με έργα του Βασίλη Ζιώγα, του Γιώργου Μανιώτη, του Γιώργου Διαλεγμένου, του Αλέξη Σεβαστάκη, του Παύλου Μάτεση και άλλων νέων ελλήνων θεατρικών συγγραφέων στο «Θέατρο του Πειραιά»(1976), τις παραστάσεις του Γιάννη Γεωργιάδη με έργα του Ούγκο Μπέττι, του Τζον Όρτον ή του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Θέατρο «ΚΥΒΟΣ»(1974). Τις θαυμάσιες επιθεωρήσεις στο θέατρο «Αυλαία», στο θέατρο «Καλλιφόρνια», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ή ακόμα τις καλοκαιρινές παραστάσεις στο Βεάκειο, το Δελφινάριο αλλά, και άλλες υπαίθριες θεατρικές εκδηλώσεις, ή θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν κάτω από την αιγίδα των διαφόρων φιλολογικών σωματείων της πόλης μας; Τις κατάμεστες αίθουσες των διαφόρων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο τότε Γαλλικό Ινστιτούτο, στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου και αλλού, τις δεκάδες εκθέσεις ζωγραφικής Πειραιωτών και μη εικαστικών, τις μουσικές εκδηλώσεις στις πλατείες των κατά τόπους διαμερισμάτων, για να μην μιλήσουμε για τις πολιτικές εκδηλώσεις που πάντοτε συνοδεύονταν από μουσική, τραγούδια και χορό. Αλλά, και για τους κουλτουριάρηδες και μη, πόσες μεγάλες αίθουσες μπιλιαρδάδικων δεν υπήρχαν γεμάτες καπνό και νεανική τρέλα, πόσες ταβέρνες με καθαρή ανόθευτη ρετσίνα με καλό και φτηνό φαγητό, πόσα μπαράκια για να ξεδώσουν τις πολύτροπες ροπές τους οι νέοι και οι νέες. Μια πόλη πολιτισμός, ένας πολιτισμός μια πόλη. Αυτά και άλλα έζησα και εγώ την εποχή εκείνη, με τις ατέλειωτες βαρκάδες με πέντε ή δέκα δραχμές στο Πασαλιμάνι και τις εφηβικές τσάρκες στους λιμενοβραχίονες και τις ερωτικές βεγγέρες πάνω στα Μακρά Τείχη καθώς απολάμβανες μαζί με την τρελοπαρέα ή τον ή την σύντροφό σου, τις αιώνιες και ανέξοδες ερωτικές εξομολογήσεις του άλλου για παντοτινή σχέση και αιώνιο έρωτα, και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν η ερωτική εξομολόγηση απευθύνονταν σε εσένα και τα όνειρά σου, ή στην σαν αίμα , κόκκινο μεθυστικό κρασί Σελάνα που ανέβαινε στον Πειραϊκό ουρανό και μεθούσε ερωτευμένους και μη με την πόλη. Τότε που δεν ριγούσε το κορμί από το φιλί του συντρόφου μόνο, αλλά σύγκορμα τραντάζονταν οι μυστικές ρωγμές της πόλης και αναδύονταν οι σκιές των προγόνων για να συμμετάσχουν και αυτές στην ερωτική παννυχίδα των νέων Πειραιωτών πεζοπόρων.
    Ας αναφέρουμε όμως μερικά ονόματα θεατρικών αιθουσών που η Πειραϊκή μνήμη έχει συγκρατήσει για την ιστορία:
• Θέατρο «Αυλαία», έναρξη 13/2/1965
• Θέατρο «Κύβος», έναρξη 19/11/1974
• Θέατρο «Θέατρο Πειραιεύς»(Νέα Πορεία), έναρξη 1976
• Θέατρο «Πειραϊκό Λυρικό»(Δημοτικό Λυρικό Πειραιώς)
• Θέατρο «Θέατρο του Πειραιά», έναρξη 1976
• Θέατρο «Κάτω από τη Γέφυρα», έναρξη Οκτώβρης 1996
Και από τα παλαιότερα, αυτά που έχει η ιστορία του Πειραιά διασώσει είναι ονομαστικά τα εξής:
«Αρχαίο Θέατρο Πειραιώς», Θέατρο «Δραπετσώνας», Θέατρο «Καλλιφόρνια» στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, το «Θέατρο» στο Νέο Φάληρο-Εργοστάσιο ΔΕΗ), Θέατρο «ΕΚΤΟΝΟΣΙΣ», ΤΟ «Θέατρο των Γραμμών», Θέατρο «Σπλέντιτ», Θέατρο «Ποσειδώνιον», Θέατρο «Ολύμπια», Θέατρο «Αστήρ», Θέατρο «Τσόχα», Θέατρο «Ερμής», Θέατρο στον «Χώρο Δηλαβέρη» στην Λεύκα.
Θεατρικές παραστάσεις έχουν επίσης δοθεί στο «Θέατρο» στην Αποθήκη του ΟΛΠ δες(«Ορέστης» του Ευριπίδη), στο Χατζηκυριάκειο Δημοτικό Ορφανοτροφείο Πειραιά, δες (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), στην θεατρική αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιά, στην Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιά “Saint Paul”, στην Σχολή «Ecole Jeanne dArc”, στο παλαιό Γαλλικό Ινστιτούτο του Πειραιά και σε διάφορα Μουσικά Ωδεία. Από ερασιτεχνικούς θιάσους.
Ο Πειραιώτης συγγραφέας Γκίκας Μπινιάρης, έχει γράψει το βιβλίο «Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής», έκδοση Πειραίκού Συνδέσμου-Πειραιάς 1976 που αναφέρεται στην προπολεμική και μεταπολεμική θεατρική ζωή στην πόλη. Άρθρα επίσης για το ίδιο θέμα υπάρχουν στον τόμο «Θεατρικά ‘71», στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» του Ανδρέα Κρητικού, στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» του Νότη Κύτταρη, στο «Λεύκωμα Πειραιώς»του Ευάγγελου Καμπέρου, στο βιβλίο του Αδαμάντιου Λεμού «Η Ουτοπία του Θέσπη», υπάρχει η εργασία  της Κατερίνας Μπρεντάνου στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», του Παύλου Μπαλόγλου στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη», του Τάκη Δ. Πουρή στην «Η Σφαίρα» Λεύκωμα του 1902, του Μανόλη Ρούνη στο Λεύκωμα «Πειραιεύς» 1960, στις πολύτομες εργασίες του ιστορικού του Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη και σε άλλα Λευκώματα, βιβλία και θεατρικά περιοδικά παλαιότερα και σύγχρονα.
Ακόμα θυμάμαι τις δύο παραστάσεις αρχαίων κωμωδιών που είχα παρακολουθήσει του «Λαϊκού Θεάτρου Πειραιά» το «Popular Piraeus Theatre” την δεκαετία του 1980, τον «Πλούτο» και τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη.
     Ο Ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας Γιάννης Γεωργιάδης το 1973 δημιούργησε στο κέντρο του Πειραιά, Βασιλέως Κωνσταντίνου 12,(νυν Ηρώων Πολυτεχνείου) το Θέατρο «Κύβος». Στο θέατρο αυτό, παρακολουθήσαμε εμείς οι νέοι της εποχής εκείνης, πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις ξένων και ελλήνων δραματουργών. Ήταν η εποχή που διαμορφωνόταν η θεατρική μας αισθητική και παιδεία και ο θεατρικός αυτός χώρος συνέβαλε ίσως και χωρίς να το γνωρίζει στην προσπάθεια αυτή. Έργα σύγχρονων και παλαιότερων καταξιωμένων συγγραφέων, έργα πολιτικά και έντονου κοινωνικού προβληματισμού, έργα αντιπολεμικά, έργα που άπτονται θεμάτων που αφορούν τις ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, έργα σατιρικά, έργα σοβιετικών-τότε-συγγραφέων, έργα που έμειναν στην ιστορία της παγκόσμιας θεατρικής γραμματείας και τέχνης, παρουσιάστηκαν την εποχή εκείνη στον Πειραιά από νέους αλλά καταξιωμένους καλλιτέχνες με μεράκι, αγάπη, φιλότιμο και μεγάλο κόπο χωρίς βοήθεια και χωρίς αναγνώριση από τις τότε αλλά και μετέπειτα Δημοτικές αρχές. Μόνη τους βοήθεια η αγάπη του μικρού αλλά σταθερού θεατρόφιλου Πειραϊκού κοινού που αγάπησε την προσπάθεια αυτή και παρακολούθησε τις παραστάσεις, θεατρικοί στυλοβάτες μιας καλλιτεχνικής προσπάθειας που δεν πήγε χαμένη.Μια φιλοδοξία που οφείλεται σε έναν ρέκτη και άοκνο θεατράνθρωπο τον Γιάννη Γεωργιάδη. Οι αντιξοότητες, όπως σημειώνει και πάλι σε θεατρικό πρόγραμμα, στο «Ο Σβέυκ στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο» ο ιδρυτής του «Κύβος» ήσαν πολλές αλλά όχι ανυπέρβλητες.
«Η κίνηση αυτή φύτρωσε πέρσυ στον Πειραιά μέσα σ’ ένα κλίμα αμφιβολιών και αμφισβητήσεων, μ’ ένα κόσμο που μας δέχτηκε αδιάφορα στην αρχή και ίσως μερικοί εχθρικά.
Δεν ήταν δυνατό να μας δεχθούν διαφορετικά έπειτα από μια συνεχή πλήση εγκεφάλου που του γινόταν επί μια επταετία από όλα τα μέσα ενημερώσεως, πως θέατρο ήταν αυτό το πανηγύρι που του προσέφεραν μετακαλώντας και μεταφυτεύοντας στον Πειραιά ξένα συγκροτήματα από κάθε γωνιά ελληνική και ξένη. Μάταια προσπαθήσαμε να πείσουμε τους υπευθύνους πως θέατρο δεν είναι αυτό που σήμερα γίνεται, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό. Πως θέατρο είναι μια μόνιμη γωνιά με μια ομάδα ανθρώπων που προβληματίζεται σ’ένα μόνιμο χώρο και στον αυτό τόπο. Πως θέατρο είναι ένας θίασος που θα τολμά και θα παρακολουθεί το κοινό που τον περιβάλλει και όλοι μαζί χέρι με χέρι, χωρίς ξώπετσα παρασκευάσματα να ανεβάσουμε την καλλιτεχνική και πνευματική στάθμη του τόπου. Φυσικά οι φωνές μας δεν ήταν δυνατόν να ακουστούν μέσα στο όργιο διαφήμησις που γινόταν από το δήμο, που ξόδευε τόσο χρήμα για κάτι που τελικά αποδείχθηκε σαπουνόφουσκα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον στήσαμε την σκηνή μας και πολλές φορές συναντήσαμε το φάσμα της διαλύσεως. Γρήγορα όμως μας αντιληφθήκανε οι νέοι, οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι. Μας εμψύχωσαν και εγίνανε οι στυλοβάτες και οι διαφημιστές μας. Τους χρωστάμε την επικράτησή μας. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως ριζώσαμε τόσο καλά ώστε να μη μπορούμε να μας ταρακουνήσουν…»
Λόγια ουσιαστικά γεμάτα αγωνία και ενδιαφέρον για μια πόλη και τους δημότες της, που ίσως ποτέ να μην στήριξε ουσιαστικά και δυναμικά τέτοιου είδους καλλιτεχνικές προσπάθειες. Όμως, ο σπόρος, που ρίχτηκε για δέκα περίπου χρόνια καρποφόρησε και άφησε θεατρικούς καρπούς και μελλοντικές αναμνήσεις θεατρικής παιδείας σε ορισμένους Πειραιώτες, έστω και αν οι επίσημες δημοτικές αρχές δεν ενδιαφέρθηκαν μεταγενέστερα για την θεατρική ιστορία αυτής της πόλης, ή οι κατά καιρούς ιστορικοί της δεν ασχολήθηκαν με την καταγραφή αυτών των γεγονότων και την θυσιαστική πολιτιστική προσπάθεια μερικών δυναμικών και ονειροπόλων Πειραιωτών.     
Για την Πειραϊκή ιστορία αναφέρω ότι, στην γωνία Τσαμαδού και Βασιλέως Κωνσταντίνου υπήρχε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο που πωλούσε κυρίως τεχνικά βιβλία του ιδρύματος «Ευγενίδη» και σχετικά απέναντι, δίπλα στην Αστυνομία Πειραιά, υπήρχε το γνωστό εμπορικό κατάστημα των αδερφών «Πανάγου» με τις κλωστές και τα πλεκτά, κέντρο συνάντησης των Πειραιωτών,-εκτός από το γνωστό παλιό «Ρολόϊ»-όπως το φαρμακείο του «Μπακάκου» στην Ομόνοια.
Ο Γιάννης Γεωργιάδης όπως αναφέρει σε μικρό και σύντομο βιογραφικό σημείωμά του: «Σαν ηθοποιός συνεργάστηκα με θιάσους του Μάνου Κατράκη, Λάμπρου Κωνσταντάρα, Βασίλη Διαμαντόπουλου, Δημήτρη Ροντήρη κ.λ.π. Με τον Ροντήρη δώσαμε παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ανεβάσαμε τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Βορειοδυτική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία. Στη συνέχεια με προσωπικό θίασο αρχαίου δράματος ανέβασε τις τραγωδίες Ιππόλυτο, Ελένη και Επτά επί Θήβας τις οποίες σκηνοθέτησα  και έλαβα μέρος σαν ηθοποιός. Με τον θίασο αυτό επί τρία χρόνια δίναμε παραστάσεις σε ανοιχτούς χώρους και αρχαία θέατρα όλης της χώρας.
Το 1973 δημιούργησα το θέατρο «Κύβος» στον Πειραιά επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου 12 στον οποίο σαν σκηνοθέτης και παραγωγός και ηθοποιός δούλεψα πάνω από δέκα χρόνια, ανεβάζοντας μια σειρά έργων ποιότητας διάσημων συγγραφέων, όπως Μπ. Μπρέχτ, Βικτόρ Λανού, Τζό Όρτον, Ούγκο Μπέττυ, Εντουάρντο Ντε Φίλιππο, Αρμπούζωφ κ.λ.π….»
      Στο πρόγραμμα της Α΄ χειμερινής του περιόδου το Θέατρο «Κύβος» που ίδρυσε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιάννης Γεωργιάδης αναφέρονται τα εξής:
«Όταν ανοίγει ένα καινούργιο θέατρο είναι πάντα μια ελπίδα στον τομέα αυτό, όταν μάλιστα το θέατρο αυτό κατασκευάζεται και λειτουργεί για να το υπηρετήση σαν τέχνη, τότε η ελπίδα γίνεται χαρά, ενθουσιασμός. Οι παγίδες είναι πάντα και στη μία και στην άλλη περίπτωση συχνές, στη δεύτερη πιο πυκνές τελείως αόρατες και επικίνδυνες. Χρειάζονται βήματα προσεκτικά και σταθερά. Χρειάζεται όσφρηση και αίσθημα σιγουριάς για να τις προσπεράσης. Μέσα σ’ αυτό το δεύτερο μονοπάτι ερρίφθη ο ΚΥΒΟΣ. Μέχρι τώρα κάλυψε ένα μεγάλο και επικίνδυνο μέρος του δρόμου και να που σήμερα στέκεται μπρος σας έτοιμος θριαμβευτής για να συνεχίση το δεύτερο μέρος της πορείας του.
    Το θέατρο ΚΥΒΟΣ δημιουργήθηκε για να υπηρετήση την ποιότητα. Είναι μια πρωτοποριακή δουλειά μα φιλοδοξεί να  παρουσιάση το θέατρο σ’ όλες του τις μορφές. Από το αρχαίο κλασσικό μέχρι το σύγχρονο πρωτοποριακό, με μοναδικό κριτήριο για την επιλογή των έργων  την ποιότητα. Ο θίασός μας αποτελείται από νέους κυρίως καλλιτέχνες με παιδεία και έφεση προς το μοντέρνο θέατρο. Όλοι μας εργαστήκαμε σκληρά με πίστη και ενότητα στην προετοιμασία αυτής της δουλειάς, είμαστε έτοιμοι να σας την παραδώσουμε.
Ζήστε μαζί μας τις καταστάσεις και μετά μας κρίνετε»
                                                               Γιάννης Γεωργιάδης      
Ενδεικτική Παραστασιογραφία
-Α΄ χειμερινή περίοδος 1973-1974, με το έργο του γνωστού Άγγλου συγγραφέα Τζο Όρτον, «Τι είδε ο υπηρέτης»-μια δυναμική κωμωδία.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Γεωργιάδης,
Σκηνικά Παύλος Μαντούδης
Μτφ. Φιλ. Παπαδόπουλος-Γιάννης Γεωργιάδης
Μουσική επιμέλεια Πόλα Γαζουλέα
Ερμήνευσαν οι: Γιάννης Γεωργιάδης, Πέρσα Καμπάνη, Πόπη Μαρέλλι, Νίκος Ντιμέρης, Τάκης Καραθανάσης, Δημήτρης Τσιουδάκης
-19/11/1974-7/3/1975, (Β΄ χειμερινή περίοδος 1974-1975) με το έργο του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα Μπέρτολτ Μπρέχτ, «Ο Σβέυκ στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο»
Μετάφραση Κώστας Παλαιολόγος,
σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης,
σκηνικά-κοστούμια, μτφ. τραγουδιών Παύλος Μαντούδης,
μουσική τραγουδιών Δημήτρης Μαραγκόπουλος,
χορογραφία Λένα Ζαμπούρα,
μουσική επιμέλεια Ιφιγένεια-Ευθυμιάτου-Σπύρου,
τραγούδι Μαρία Δημητριάδη
τη μουσική ερμήνευσαν: Κλαρινέτο Ηλίας Κολοβός, κιθάρα Θάνος Περσίδης, Πιάνο Θάνος Μικρούτσικος, ντράμς Νίκος Τουλιάτος, τρομπόνι Παναγιώτης Στέφος
έλαβαν μέρος οι ηθοποιοί: Άρης Κατιλιάνος, Γεράσιμος Παστός, Γιάννης Χαρίδημος, Ελένη Δημητρίου, Γιάννης Βέρσης, Γιάννης Γεωργιάδης, Χρήστος Παναγιωτέλλης, Γρηγόρης Δάσκας, Μάκης Πείθης, Θωμάς Χαλβατζής, Μιράντα Ζωγράφου, Δέσποινα Πολυχρονίδου, Φιλένη Ευθυμιάτου,   
-22/3-7/5/1975, (Β΄ χειμερινή περίοδος 1974-1975) το σατιρικό έργο σε δύο μέρη, του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Βικτόρ Λανού, «Το ανοιχτήρι»,
Σκηνοθεσία: Γιάννης Γεωργιάδης,
σκηνικά Παύλος Μαντούδης,
μτφ. Ελπίδα Μπραουδάκη,
μουσική επιμέλεια Ιφ. Ευθυμιάτου-Σπύρου,
ερμηνεύουν Γιάννης Γεωργιάδης και Γρηγόρης Δάσκας.
-25/12/1975-31/3/1976, με το έργο του Γιάννη Σκλάβου, «Η Χιονάτη και οι 7… ανώμαλοι»
-1-18/4/1976, με το έργο του Δημήτρη Τζελλά, «Μια νύχτα στον Πειραιά»
-17/11/1976-30/1/1977, με την κωμωδία του Μ. Βενιέρη, «Πορτοφολά…αγάπη μου»
-12/3/-3/4/1977, η Παιδική Σκηνή παρουσιάζει τις «Οι τρείς επιθυμίες» και το «Καλλιτεχνικό Πρακτορείο» του Τάσου Πετρή
-30/11/1977-15/3/1978, ο θίασος του Γιάννη Γεωργιάδη παρουσιάζει το έργο «Εδώ Ροβινσώνας», μια παραλλαγή του έργου του Ροβινσώνα Κρούσου του Ντανιέλ Ντε Φόε και την σύγχρονη άποψη του Μισέλ Τουρνιέ.
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά-κοστούμια Παύλος Μαντουδάκης
Χορογραφία Λένα Ζαμπούρα
Μουσική επιμέλεια Πόλα Γαζουλέα
Διανομή: Γιάννης Γεωργιάδης, Γιώργος Καρμάτης, Δέσποινα Πολυχρονίδου, Τάκης Δημητρούλιας, Γιάννης Κόκκινος.
Και από το πρόγραμμα:
«Έπειτα από τη διετή προσωρινή διακοπή της δραστηριότητας στο χώρο του θεάτρου ποιότητας που επί τρία χρόνια υπηρέτησε πιστά το Θέατρο «Κύβος» παρουσιάζοντας σύγχρονους συγγραφείς και έργα τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα, επανερχόμαστε με τη γραμμή που τότε χαράξαμε. Το θέατρο «Κύβος» θέλει να υπηρετήσει τις νέες τάσεις. Αναζητεί και προβληματίζεται πάνω σε νέες θεατρικές φόρμες και σε νέα θεατρικά και αισθητικά μέσα έκφρασης. Δεμένοι με τον Πειραίκό χώρο θα προσπαθήσουμε όπως και πριν να κρατήσουμε την ποιότητα και τη γραμμή μας στα ίδια επίπεδα.
Το θέατρο «Κύβος»συνεχίζει την προσπάθειά του αυτή χωρίς καμιά βοήθεια ηθική ή υλική από το κράτος ή το Δήμο. Ο τελευταίος μάλιστα έδειξε περίτρανα την αδιαφορία του. Άνθρωποι άσχετοι με το θέατρο και την τέχνη ρυθμίζουν τα θεατρικά και καλλιτεχνικά πράγματα του δήμου. Η δραστηριότητά τους συγκεντρώνεται πολλές φορές στο να διαθέτουν τα πολυάριθμα θέατρα του δήμου σε αμφιβόλου ποιότητας θιάσους και θεατρικούς επιχειρηματίες .Μάταια φωνάζουμε πως θέατρο δεν είναι η μετάκληση και μεταφύτευση θιάσων της Αθήνας αλλά η δημιουργία Πειραιώτικων θιάσων που θα παρακολουθούν και θα προβληματίζονται στον Πειραϊκό χώρο…»    
-Χειμερινή περίοδος 1978-1979, Ούγκο Μπέττι, «έγκλημα στο Κατσικονήσι»
Μετάφραση: Θεμιστοκλής Αθανασιάδη-Νόβα
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά Παύλου Μαντούδη
Παίζουν Κωνσταντίνος Χιόνης, Τέρρυ Μακρυγιάννης, Γιάννης Γεωργιάδης, Ελένη Δημητρίου, Μαίρη Αναιρούση
-1981, παρουσιάζει την κωμωδία του Ιταλού Εντουάρντο Ντε Φίλιππο, «Αχ αυτά τα φαντάσματα»
Μετάφραση: Θεμιστοκλής Αθανασιάδη-Νόβα
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά Παύλου Μαντούδη
Μουσική επιμέλεια Ρενάτα Δικαιοπούλου
Ερμηνεύουν οι: Ανδρέας Παπαδόπουλος, Ελένη Τσάκαλου, Μάκης Πείθης, Τέρρυ Μακρυγιάννης, Χρήστος Παναγιωτέλης, Γρηγόρης Δάσκας, Λευτερία Νικηράτου, Γιάννης Λοσκόκο, Χρήστος Τσιλογιάννης
-30/11/1985, το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το Παραμύθι χωρίς όνομα»
     Τα προγράμματα των παραστάσεων είναι ασπρόμαυρα και με φωτογραφίες των συντελεστών της παράστασης, ορισμένες φορές έχουν διαφημίσεις και σχεδόν όλα έχουν πληροφοριακά στοιχεία για τους θεατρικούς συγγραφείς ή για το έργο, όπως επίσης και σχετικά σχόλια για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε ο θίασος αυτός και το Θέατρο «Κύβος» από την αδιαφορία των επίσημων δημοτικών αρχών της εποχής. Από την ενδεικτική αυτή παραστασιογραφία ενός Θεάτρου που φώτισε θεατρικά και εκπαίδευσε πολιτιστικά την πόλη μας για δέκα περίπου χρόνια, αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο το θεατρικό όραμα του εμπνευστή της θεατρικής αυτής προσπάθειας Γιάννη Γεωργιάδη αλλά και τις αντιξοότητες της εποχής όσον αφορά τα πολιτιστικά πράγματα της εποχής εκείνης. Διαπιστώνουμε ακόμα, ότι οι συντελεστές είναι τα μέλη μιας κοινής θεατρικής ομάδας και σκηνοθέτης σε όλα σχεδόν τα έργα, ο ιδρυτής του Θεάτρου ο οποίος ερμηνεύει και σχετικούς ρόλους στα διάφορα ανεβάσματα. Πάντως οι συγγραφείς που επιλέγει ο Γιάννης Γεωργιάδης είναι αρκετά πρωτοπόροι στην θεατρική τέχνη και κρατούν τα θεατρικά σκήπτρα την εποχή εκείνη και ίσως ακόμα και σήμερα.
Τέλος, μια χώρα και μια πόλη που έβγαιναν από μια επτάχρονη δικτατορία, είχαν ανάγκη τις πολιτιστικές αυτές προσπάθειες και πρωτοβουλίες εμπνευσμένων ανθρώπων γιαυτό και τα ίχνη που άφησαν παραμένουν ακόμα και σήμερα επίκαιρα.
Μπορεί η εποχή μας να μην γεννά μιμητές τους, όμως η πολιτιστική τους συνεισφορά θάρθει η εποχή που θα  αναγνωριστεί.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015
Πειραιάς, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015  
   
      

                  

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΤΟΜΠΡΑΣ

Νίκος Τόμπρας, Οιονεί Παρών, εκδ. Ποιείν 2014 σ. 70

     Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του γιατρού και φιλόλογου από την Κόρινθο κυρίου Νίκου Τόμπρα , που κατοικεί στην Κυψέλη και αγαπά «εκτός από την ποίηση, το θέατρο, τη μουσική, τα ζώα και ενίοτε τους ανθρώπους», όπως αναφέρει στο μικρό βιογραφικό του. Ένα μικρό καλαίσθητο βιβλίο με ένα επίσης όμορφο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η εικαστικός Μαρία Ξενούλη και περιέχει, την κατάθεση ψυχής και πλούσια εμπειρία ζωής ενός ατόμου, που όπως μας δείχνουν οι μικρές ποιητικές του συνθέσεις, βίωσε τη ζωή σε όλο της το τραγικό και φωτεινό της μεγαλείο.
    Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελείται από μικρές ποιητικές συνθέσεις που όλες μαζί σπονδυλώνουν ένα άρτιο ποιητικό αποτέλεσμα. Του κυρίως ποιητικού σώματος, προηγείται ένα μικρό ποιητικό προοίμιο, που ξεκλειδώνει τους αρμούς των ποιητικών μονάδων της κατάθεσης που ακολουθούν. Το πρώτο αυτό ποίημα συγκεφαλαιώνει κατά κάποιον τρόπο την ακολουθούσα μυθοποιία της ποιητικής δημιουργίας του ποιητή η οποία στηρίζεται σε δύο κύριους θα γράφαμε άξονες, αυτόν της ποιητικής παραμυθίας, που απορρέει από μια  σαρκαστική και έντονα μελαγχολική μνήμη, και εκείνον της σιγαλής και πικρής εκ των υστέρων συνομιλίας με τους οικείους προγόνους του ποιητικού υποκειμένου, τώρα που ο χρόνος πλέον δεν του προσφέρει πολλές ευκαιρίες και ποικιλίες ζωής. Μια μνήμη αδρή, ισχυρή και έντονα μελαγχολική που γίνεται γλύπτρια των ανθρωπίνων παθών και εμπειριών παράφορη, καθώς ο ίδιος ο ποιητής πλέον γέρνει και γερνά ατενίζοντας με αβάσταχτο πόνο την πορεία της ζωής του.
«Ήταν τότε που
Στου καιρού το περιβόλι
Πάντα
Η αθωότητα
Χάριζε στην ψυχή του δράκου
Το μετάξι της
Η μητέρα έριχνε σίδερο
Στο πηγάδι
Να γιάνει το παιδί
Η ζωή κατόρθωνε το τέλος της
Ο ποιητής
Το τραγούδι του
Της αγάπης
Χωρίς τέλος.
Και είμαστε τώρα
Εμείς
Οι εν ανεπαρκεία διατελούντες
Που-
Προσφέρουμε τα φωνήεντα
Και τα σύμφωνα
Με καλή αναπνοή.
Ποιος κερδίζει
Εμείς ή η αφήγηση;»
Το προοιμιακό αυτό ποίημα, μοιάζει με αστραφτερό κόκκινο ρουμπίνι που κρέμεται στη μέση ενός πολύτιμου περιδέραιου ζωής που ποιητικά ακολουθεί και είναι η συλλογή, και το οποίο την φωτίζει καταλυτικά και της προσφέρει τον προσανατολισμό της λάμψης της και ταυτοχρόνως δέχεται και εσωτερικεύει τον κατεργασμένο φωτισμό της. Όλη η ποιητική συλλογή χουχουλιάζει μέσα σε μια  μελαγχολική μεν αλλά πάλλουσα διαύγεια αθωότητας και λαϊκής θυμοσοφίας. Μια διαύγεια ζωής έτσι όπως την συναντάμε στα λαίκά παραμύθια, τους παροιμιόμυθους εκεί, που η μνήμη δεν είναι ο αυστηρός και παγερός δικαστής των πράξεών μας, αλλά, η ελεήμων αθωότητα της ατομικής του καθενός μας πορεία «Στου καιρού το περιβόλι». Ο ποιητής με το ποίημα αυτό, με στωικότητα, αφήνει πίσω του την αφηνιασμένη δίνη της νιότης του και μετουσιώνει το παρελθόν του με τις όποιες βιωματικές του αντινομίες σε μια μετριοπάθεια και αρμονικά ερημική στάση ζωής. Σαν υδράργυρος κυλά η πρωταρχική αθωότητα της νιότης του μέσα  από τα δάχτυλα της μνήμης και μεταμορφώνεται σε ποιητικά σύμφωνα και φωνήεντα σε αυτόν που παρά το ότι διατελεί εν ανεπαρκεία πλέον, κατορθώνει με μια «καλή ανάσα» να θέσει πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό και κατόπιν σε όλους εμάς το καίριο και αναπάντητο ίσως πανάρχαιο ερώτημα. «Ποιος κερδίζει» τελικά, από αυτό το βαρύ του καθενός μας τυχαίο και μοιραίο φορτίο βίου «Εμείς ή η αφήγηση;», που σίγουρα σημαίνει ότι, με το ανοιχτό αυτό οντολογικό και της γραφής ερώτημα που μας καταθέτει δεν πήγε στράφι η δική του ποιητική εξομολόγηση που ακολουθεί.
    Η ενότητα με τον γενικό τίτλο «Καλοκαίρι και πάλι, Μαρία…» αποτελείται από οκτώ μικρές ποιητικές μονάδες που μας μιλούν για την πρώτη και μαγευτική θεώρηση ζωής καθώς ο ποιητής αντικρίζει και ανιχνεύει τον χώρο γύρω του. Τότε που ακόμα η σφριγηλή νεότητά του δεν είχε μάθει να προστατεύεται από τα πύρινα βέλη της ζωής των άλλων, τότε που η ζωή η ίδια άλλαζε τις μεταμφιέσεις της χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται, τότε που η πραγματικότητα που βίωνε ήταν τόσο φωτεινή και αθώα όσο η κατοπινή μνημονική παραποιημένη ψευδαίσθησή της.
«Καθαρό
Κερί
Κορμί
Αναμάρτητο
Τον Όρθρο
Ανάβει
Εκ νυκτός»
Γράφει στα μικρά  λυρικά του σαν «επιγράμματα» ποιήματα.. Εικόνες λουσμένες στο φως και την μυστική διαύγεια της μέρας, εικόνες λουόμενες μέσα στην πύρινη φωτοχυσία του καλοκαιριού, εικόνες που απαρτίζουν από μόνες τους πίνακες ζωγραφικής ζωγράφων της Αναγέννησης. «Μεσημέρι μέλι στου ήλιου το ψωμί». Ποια μνήμη αρχέγονη ωθεί τον ποιητή να μας δώσει αυτήν την απαστράπτουσα και αναστάσιμη εικόνα ζωής που μας αποκαλύπτει τα μύρια θάματα και μυστηριώδη παιχνιδίσματα της φύσης, που σπάει το φράγμα της σιωπής του θανάτου και ενώνει το άχρονο παρών με τον πάντοτε παρόντα ζωογόνο Ήλιο, καθώς υφαντουργός και κομμώτρια η φύση αδιάκοπα και ακούραστα επανασχεδιάζει τις μορφές της. Γράφει: «Το καλοκαίρι
Σαν παιδί ωραίο
Που δεν
Ακούει την υλακή»
Εικόνες σύγχρονης λυρικής υπερρεαλιστικής μαγείας, εικόνες ενός ελλειπτικότατου στην αποτύπωση αλλά  πλούσιου σε νοήματα  ερωτισμού που παραπέμπουν στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, αυτού του μάγου του φωτός.
«Και αχνίζει
Κάρβουνο
Το καλοκαίρι»
Εικόνες αναπάντεχης μαγείας, εικόνες μιας μεταερωτικής φαντασίας, όπως το αλύχτημα της μυστικής προσευχής του μοναχού κρυμμένου στις ερημικές σπηλιές του χρόνου που αναζητά το Θείο Φως που θα τον πυρπολήσει.
Ο ποιητικός λόγος του ποιητή Νίκου Τόμπρα, ξυπνά «Στο χαίρε της ψυχής/ Το αγράμματο» ασελγή υπαρξιακά ερωτήματα, προκλητικές συναισθηματικές ανατάσεις, προειδοποιητικές του θανάτου εκλάμψεις, λόγια ενός πάσχοντος προσώπου που διαρκώς έχει σιμά του την ενεδρεύουσα φωτεινή Μάσκα του Θανάτου. Έτσι, όπως ο πάντοτε παρών δράκος των παραμυθιών της ζωής μας, που δεν ξεχωρίζεις την μορφή του από το ιερό πρόσωπο της μάνας που μας τα αφηγείται.
     Οι «Αντιστίξεις» αρχίζουν με ένα μικρό απόσπασμα από τον «φυλλομάντη» του Οδυσσέα Ελύτη και δίνουν τον κανόνα πλοήγησης στα δύο ποιήματα που ακολουθούν 
«Στα ρηχά των άστρων, εσύ 
Στου αιώνα το τρικύμισμα, εμείς…»
 Ένας δυναμικός λυρισμός που εκδηλώνεται κοφτά και σαν μαχαίρι κόβει την ευαισθησία μας αποφεύγοντας όμως τον εξτρεμισμό της σκοτεινής απογοήτευσης.
«Σαπίζουνε τα αλφάβητα
Μόλις προλαβαίνουμε
Συγκομιδή
Μιας άλλης ουτοπίας
Ανταμοιβή»
Λόγια σπαράγματα αφημένα στο σεντούκι του χρόνου, εκεί που η γιαγιά φυλάει το πολύτιμο τζιβαερικό της οικογενειακής της παράδοσης.
Το απόσπασμα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου κατόπιν από την συλλογή του «Όταν έρχεται ο ξένος» μας εισάγει σε μια ψυχική καθίζηση των λεγομένων του ποιητή καθώς, μια  προσδιορισμένη αναγωγή στην προσωπική συναισθηματική ζωή του ποιητικού υποκειμένου δυσκολεύει το ανιχνεύσιμο πλησίασμά της. 
«Η Μαρία. Μήλο αδάγκωτο», 
«Μ’ άχνη σκεπάζεις
Την πληγή. 
-Είσαι μικρός και δε νογάς.
-Είμαι μισός.».
Η εμμονή του ποιητή Νίκου Τόμπρα  στην ποιητική επανάληψη της ανολοκλήρωτης και χαμένης αίσθησης μιας παιδικής αθωότητας που κυριαρχεί στον ποιητικό του λόγο, δεν τονίζεται με λέξεις φορτισμένες που παραπέμπουν σε εφιαλτικό εσωτερικό τοπίο, αλλά με αινίγματα και αποσιωπήσεις, με ανοιχτά ερωτηματικά και μυστικούς απόηχους της νεότητας που συμβολοποιούνται μέσα σε έναν καθαρτήριο ηλιόλουστο χώρο, το φυσικό τοπίο εξαγνίζει τη φθορά του χρόνου που προέρχεται από τα κατάλοιπα της εφηβείας τα ανέπαφα αυτά σπαράγματα της μνήμης όλων μας. Ένας ποιητικός εξαγνισμός που υπερπηδά τα κράσπεδα της αναπόλησης για να οδηγηθεί στην ωριμότητα της αφήγησης.
    Τα ποιήματα του Νίκου Τόμπρα ιχνογραφούν συναισθηματικές καταστάσεις όχι ακαθόριστης πραγματικότητας, ενός δημιουργού που τα σχεδιάζει μέσα στο κλειστό και σκοτεινό γραφείο του, αλλά είναι ποιήματα φιλτραρισμένα  στον βαθύ στοχασμό ενός ατόμου που κέρδισε παλεύοντας πάνω στο αμόνι της ζωής το βραβείο του χρόνου, που είναι η ωριμότητα της επίγνωσης, το προς τα πού όφειλε να στρέψει το τιμόνι του καραβιού της ζωής του για να μην πέσει πάνω στις ξέρες της αποσυνθετικής και εκμαυλιστικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που δεν αναιρεί φυσικά το πονηρό παιχνίδι της ζωής του καθενός μας όπως και του ποιητή, αλλά δεν συνηγορεί στο ανοιχτό ερώτημα του προοιμιακού ποιήματος. Ποιος τελικά κερδίζει από όλη αυτήν την πολύχρωμη πορεία; Ποιος τελικά είναι «Οιονεί Παρών», «Εμείς ή η αφήγηση;»
     Χωρίς επιτήδευση, χωρίς εγκεφαλικούς δαιδάλους, χωρίς πεποιημένες λεκτικές ακροβασίες, σε μια γλώσσα που κουβαλά μέσα της το παραμύθι αλλά και τον εκκλησιαστικό λόγο, τις αρχαίες εκφράσεις αλλά και την δημοτική ποίηση, το αίνιγμα και τις αποσιωπήσεις, ο ποιητής Νίκος Τόμπρας υαλογραφεί με εικόνες θεσπέσιου λυρισμού και καλοκαιρινή ρεμβαστική νωχελικότητα την πορεία του προς την προσωπική του ωρίμανση μέσα από μια ανεπανάληπτη εφηβεία που βίωσε όχι αμαχητί, καθώς συνειδητοποιούσε αργά και σταθερά, πως μόνο η αφήγηση με τα μικρά της σύμφωνα και φωνήεντα δεν αποκλείει τον μύθο του καθενός μας που οδηγεί στο νανούρισμα της προσωπικής μας ποιητικής παραμυθίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή, 15 Μαρτίου 2015
Πειραιάς, Κυριακή, 15 Μαρτίου 2015