Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΤΟΜΠΡΑΣ

Νίκος Τόμπρας, Οιονεί Παρών, εκδ. Ποιείν 2014 σ. 70

     Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του γιατρού και φιλόλογου από την Κόρινθο κυρίου Νίκου Τόμπρα , που κατοικεί στην Κυψέλη και αγαπά «εκτός από την ποίηση, το θέατρο, τη μουσική, τα ζώα και ενίοτε τους ανθρώπους», όπως αναφέρει στο μικρό βιογραφικό του. Ένα μικρό καλαίσθητο βιβλίο με ένα επίσης όμορφο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η εικαστικός Μαρία Ξενούλη και περιέχει, την κατάθεση ψυχής και πλούσια εμπειρία ζωής ενός ατόμου, που όπως μας δείχνουν οι μικρές ποιητικές του συνθέσεις, βίωσε τη ζωή σε όλο της το τραγικό και φωτεινό της μεγαλείο.
    Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελείται από μικρές ποιητικές συνθέσεις που όλες μαζί σπονδυλώνουν ένα άρτιο ποιητικό αποτέλεσμα. Του κυρίως ποιητικού σώματος, προηγείται ένα μικρό ποιητικό προοίμιο, που ξεκλειδώνει τους αρμούς των ποιητικών μονάδων της κατάθεσης που ακολουθούν. Το πρώτο αυτό ποίημα συγκεφαλαιώνει κατά κάποιον τρόπο την ακολουθούσα μυθοποιία της ποιητικής δημιουργίας του ποιητή η οποία στηρίζεται σε δύο κύριους θα γράφαμε άξονες, αυτόν της ποιητικής παραμυθίας, που απορρέει από μια  σαρκαστική και έντονα μελαγχολική μνήμη, και εκείνον της σιγαλής και πικρής εκ των υστέρων συνομιλίας με τους οικείους προγόνους του ποιητικού υποκειμένου, τώρα που ο χρόνος πλέον δεν του προσφέρει πολλές ευκαιρίες και ποικιλίες ζωής. Μια μνήμη αδρή, ισχυρή και έντονα μελαγχολική που γίνεται γλύπτρια των ανθρωπίνων παθών και εμπειριών παράφορη, καθώς ο ίδιος ο ποιητής πλέον γέρνει και γερνά ατενίζοντας με αβάσταχτο πόνο την πορεία της ζωής του.
«Ήταν τότε που
Στου καιρού το περιβόλι
Πάντα
Η αθωότητα
Χάριζε στην ψυχή του δράκου
Το μετάξι της
Η μητέρα έριχνε σίδερο
Στο πηγάδι
Να γιάνει το παιδί
Η ζωή κατόρθωνε το τέλος της
Ο ποιητής
Το τραγούδι του
Της αγάπης
Χωρίς τέλος.
Και είμαστε τώρα
Εμείς
Οι εν ανεπαρκεία διατελούντες
Που-
Προσφέρουμε τα φωνήεντα
Και τα σύμφωνα
Με καλή αναπνοή.
Ποιος κερδίζει
Εμείς ή η αφήγηση;»
Το προοιμιακό αυτό ποίημα, μοιάζει με αστραφτερό κόκκινο ρουμπίνι που κρέμεται στη μέση ενός πολύτιμου περιδέραιου ζωής που ποιητικά ακολουθεί και είναι η συλλογή, και το οποίο την φωτίζει καταλυτικά και της προσφέρει τον προσανατολισμό της λάμψης της και ταυτοχρόνως δέχεται και εσωτερικεύει τον κατεργασμένο φωτισμό της. Όλη η ποιητική συλλογή χουχουλιάζει μέσα σε μια  μελαγχολική μεν αλλά πάλλουσα διαύγεια αθωότητας και λαϊκής θυμοσοφίας. Μια διαύγεια ζωής έτσι όπως την συναντάμε στα λαίκά παραμύθια, τους παροιμιόμυθους εκεί, που η μνήμη δεν είναι ο αυστηρός και παγερός δικαστής των πράξεών μας, αλλά, η ελεήμων αθωότητα της ατομικής του καθενός μας πορεία «Στου καιρού το περιβόλι». Ο ποιητής με το ποίημα αυτό, με στωικότητα, αφήνει πίσω του την αφηνιασμένη δίνη της νιότης του και μετουσιώνει το παρελθόν του με τις όποιες βιωματικές του αντινομίες σε μια μετριοπάθεια και αρμονικά ερημική στάση ζωής. Σαν υδράργυρος κυλά η πρωταρχική αθωότητα της νιότης του μέσα  από τα δάχτυλα της μνήμης και μεταμορφώνεται σε ποιητικά σύμφωνα και φωνήεντα σε αυτόν που παρά το ότι διατελεί εν ανεπαρκεία πλέον, κατορθώνει με μια «καλή ανάσα» να θέσει πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό και κατόπιν σε όλους εμάς το καίριο και αναπάντητο ίσως πανάρχαιο ερώτημα. «Ποιος κερδίζει» τελικά, από αυτό το βαρύ του καθενός μας τυχαίο και μοιραίο φορτίο βίου «Εμείς ή η αφήγηση;», που σίγουρα σημαίνει ότι, με το ανοιχτό αυτό οντολογικό και της γραφής ερώτημα που μας καταθέτει δεν πήγε στράφι η δική του ποιητική εξομολόγηση που ακολουθεί.
    Η ενότητα με τον γενικό τίτλο «Καλοκαίρι και πάλι, Μαρία…» αποτελείται από οκτώ μικρές ποιητικές μονάδες που μας μιλούν για την πρώτη και μαγευτική θεώρηση ζωής καθώς ο ποιητής αντικρίζει και ανιχνεύει τον χώρο γύρω του. Τότε που ακόμα η σφριγηλή νεότητά του δεν είχε μάθει να προστατεύεται από τα πύρινα βέλη της ζωής των άλλων, τότε που η ζωή η ίδια άλλαζε τις μεταμφιέσεις της χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται, τότε που η πραγματικότητα που βίωνε ήταν τόσο φωτεινή και αθώα όσο η κατοπινή μνημονική παραποιημένη ψευδαίσθησή της.
«Καθαρό
Κερί
Κορμί
Αναμάρτητο
Τον Όρθρο
Ανάβει
Εκ νυκτός»
Γράφει στα μικρά  λυρικά του σαν «επιγράμματα» ποιήματα.. Εικόνες λουσμένες στο φως και την μυστική διαύγεια της μέρας, εικόνες λουόμενες μέσα στην πύρινη φωτοχυσία του καλοκαιριού, εικόνες που απαρτίζουν από μόνες τους πίνακες ζωγραφικής ζωγράφων της Αναγέννησης. «Μεσημέρι μέλι στου ήλιου το ψωμί». Ποια μνήμη αρχέγονη ωθεί τον ποιητή να μας δώσει αυτήν την απαστράπτουσα και αναστάσιμη εικόνα ζωής που μας αποκαλύπτει τα μύρια θάματα και μυστηριώδη παιχνιδίσματα της φύσης, που σπάει το φράγμα της σιωπής του θανάτου και ενώνει το άχρονο παρών με τον πάντοτε παρόντα ζωογόνο Ήλιο, καθώς υφαντουργός και κομμώτρια η φύση αδιάκοπα και ακούραστα επανασχεδιάζει τις μορφές της. Γράφει: «Το καλοκαίρι
Σαν παιδί ωραίο
Που δεν
Ακούει την υλακή»
Εικόνες σύγχρονης λυρικής υπερρεαλιστικής μαγείας, εικόνες ενός ελλειπτικότατου στην αποτύπωση αλλά  πλούσιου σε νοήματα  ερωτισμού που παραπέμπουν στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, αυτού του μάγου του φωτός.
«Και αχνίζει
Κάρβουνο
Το καλοκαίρι»
Εικόνες αναπάντεχης μαγείας, εικόνες μιας μεταερωτικής φαντασίας, όπως το αλύχτημα της μυστικής προσευχής του μοναχού κρυμμένου στις ερημικές σπηλιές του χρόνου που αναζητά το Θείο Φως που θα τον πυρπολήσει.
Ο ποιητικός λόγος του ποιητή Νίκου Τόμπρα, ξυπνά «Στο χαίρε της ψυχής/ Το αγράμματο» ασελγή υπαρξιακά ερωτήματα, προκλητικές συναισθηματικές ανατάσεις, προειδοποιητικές του θανάτου εκλάμψεις, λόγια ενός πάσχοντος προσώπου που διαρκώς έχει σιμά του την ενεδρεύουσα φωτεινή Μάσκα του Θανάτου. Έτσι, όπως ο πάντοτε παρών δράκος των παραμυθιών της ζωής μας, που δεν ξεχωρίζεις την μορφή του από το ιερό πρόσωπο της μάνας που μας τα αφηγείται.
     Οι «Αντιστίξεις» αρχίζουν με ένα μικρό απόσπασμα από τον «φυλλομάντη» του Οδυσσέα Ελύτη και δίνουν τον κανόνα πλοήγησης στα δύο ποιήματα που ακολουθούν 
«Στα ρηχά των άστρων, εσύ 
Στου αιώνα το τρικύμισμα, εμείς…»
 Ένας δυναμικός λυρισμός που εκδηλώνεται κοφτά και σαν μαχαίρι κόβει την ευαισθησία μας αποφεύγοντας όμως τον εξτρεμισμό της σκοτεινής απογοήτευσης.
«Σαπίζουνε τα αλφάβητα
Μόλις προλαβαίνουμε
Συγκομιδή
Μιας άλλης ουτοπίας
Ανταμοιβή»
Λόγια σπαράγματα αφημένα στο σεντούκι του χρόνου, εκεί που η γιαγιά φυλάει το πολύτιμο τζιβαερικό της οικογενειακής της παράδοσης.
Το απόσπασμα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου κατόπιν από την συλλογή του «Όταν έρχεται ο ξένος» μας εισάγει σε μια ψυχική καθίζηση των λεγομένων του ποιητή καθώς, μια  προσδιορισμένη αναγωγή στην προσωπική συναισθηματική ζωή του ποιητικού υποκειμένου δυσκολεύει το ανιχνεύσιμο πλησίασμά της. 
«Η Μαρία. Μήλο αδάγκωτο», 
«Μ’ άχνη σκεπάζεις
Την πληγή. 
-Είσαι μικρός και δε νογάς.
-Είμαι μισός.».
Η εμμονή του ποιητή Νίκου Τόμπρα  στην ποιητική επανάληψη της ανολοκλήρωτης και χαμένης αίσθησης μιας παιδικής αθωότητας που κυριαρχεί στον ποιητικό του λόγο, δεν τονίζεται με λέξεις φορτισμένες που παραπέμπουν σε εφιαλτικό εσωτερικό τοπίο, αλλά με αινίγματα και αποσιωπήσεις, με ανοιχτά ερωτηματικά και μυστικούς απόηχους της νεότητας που συμβολοποιούνται μέσα σε έναν καθαρτήριο ηλιόλουστο χώρο, το φυσικό τοπίο εξαγνίζει τη φθορά του χρόνου που προέρχεται από τα κατάλοιπα της εφηβείας τα ανέπαφα αυτά σπαράγματα της μνήμης όλων μας. Ένας ποιητικός εξαγνισμός που υπερπηδά τα κράσπεδα της αναπόλησης για να οδηγηθεί στην ωριμότητα της αφήγησης.
    Τα ποιήματα του Νίκου Τόμπρα ιχνογραφούν συναισθηματικές καταστάσεις όχι ακαθόριστης πραγματικότητας, ενός δημιουργού που τα σχεδιάζει μέσα στο κλειστό και σκοτεινό γραφείο του, αλλά είναι ποιήματα φιλτραρισμένα  στον βαθύ στοχασμό ενός ατόμου που κέρδισε παλεύοντας πάνω στο αμόνι της ζωής το βραβείο του χρόνου, που είναι η ωριμότητα της επίγνωσης, το προς τα πού όφειλε να στρέψει το τιμόνι του καραβιού της ζωής του για να μην πέσει πάνω στις ξέρες της αποσυνθετικής και εκμαυλιστικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που δεν αναιρεί φυσικά το πονηρό παιχνίδι της ζωής του καθενός μας όπως και του ποιητή, αλλά δεν συνηγορεί στο ανοιχτό ερώτημα του προοιμιακού ποιήματος. Ποιος τελικά κερδίζει από όλη αυτήν την πολύχρωμη πορεία; Ποιος τελικά είναι «Οιονεί Παρών», «Εμείς ή η αφήγηση;»
     Χωρίς επιτήδευση, χωρίς εγκεφαλικούς δαιδάλους, χωρίς πεποιημένες λεκτικές ακροβασίες, σε μια γλώσσα που κουβαλά μέσα της το παραμύθι αλλά και τον εκκλησιαστικό λόγο, τις αρχαίες εκφράσεις αλλά και την δημοτική ποίηση, το αίνιγμα και τις αποσιωπήσεις, ο ποιητής Νίκος Τόμπρας υαλογραφεί με εικόνες θεσπέσιου λυρισμού και καλοκαιρινή ρεμβαστική νωχελικότητα την πορεία του προς την προσωπική του ωρίμανση μέσα από μια ανεπανάληπτη εφηβεία που βίωσε όχι αμαχητί, καθώς συνειδητοποιούσε αργά και σταθερά, πως μόνο η αφήγηση με τα μικρά της σύμφωνα και φωνήεντα δεν αποκλείει τον μύθο του καθενός μας που οδηγεί στο νανούρισμα της προσωπικής μας ποιητικής παραμυθίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή, 15 Μαρτίου 2015
Πειραιάς, Κυριακή, 15 Μαρτίου 2015                  
       


        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου