Σάββατο 9 Μαΐου 2015

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
ΕΡΩΤΙΚΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εισαγωγή, μετάφραση: Ευγένιος Αρανίτσης
Εκδόσεις: Ερατώ 1982, σ. 72

    Παρασκευή βράδυ, έξω ζέστη, στο δωμάτιο ποιητική δροσιά, εδώ και μια βδομάδα διαβάζω τον δοκιμιακό λόγο και τις μελέτες του Κωστή Παλαμά. Άλλη εποχή, άλλες αξίες, άλλες κοινωνικές αναφορές, άλλες πολιτικές αναζητήσεις. Άραγε, ποιος νέος ή νέα θα άφηνε την σήμερον ημέρα την καλοκαιρινή του-της «μπουρδελότσαρκα» για να διαβάσει τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά; Θα τον δρόσιζαν άραγε οι εκπληκτικοί στίχοι του, θα είχαν κάτι να του πουν μέσα σε αυτόν τον φοβερό κυκεώνα της αμφισβήτησης των πάντων, μέσα σε αυτήν την άκρως σκοτεινή και εγκληματική εποχή που ζούμε όλοι μας; Σε ποιόν μιλά σήμερα ο υγιής εθνικισμός του; η πατριδολατρεία του, ο ερωτικός του λόγος, ο μέχρι τα βαθειά του γεράματα επιστολικός του λόγος προς νεαρότερες προς εκείνον γυναικείες υπάρξεις; Μπερμπάντης ο κυρ Παλαμάς, αλλά ερωτικά μπερμπάντης και ένας άλλος επαναστάτης ποιητής ο Χάινριχ Κάρλ Μαρξ, ο φιλόσοφος και οικονομολόγος που στα δέκα οκτώ του έγραφε ερωτικά ποιήματα σε μια μεγαλύτερή του κοπέλα, την Τζένη φον Βεστφάλεν, την οποίαν και παντρεύτηκε το μικρό αυτό εβραιόπουλο που έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της επανάστασης και ιδρυτής της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας.
Αλλά ο Έρως, ούτε χρόνια κοιτά, ούτε φύλο, ούτε λαμβάνει υπόψη του τα διάφορα τερτίπια της οικονομίας και τα εποικοδομήματα της ιστορίας.    
     Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που χάρισα την μαρξιστική μου βιβλιοθήκη, ακόμα και την μεγάλη μου αγάπη, την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Θεώρησα ότι είχαν πια εξαντληθεί τα μαρξιστικά μου αποθέματα ζωής και ήταν καιρός να αναζητήσω τους άλλους πυλώνες του «αντίπαλου» οικονομικού και πολιτικού κόσμου. Το παλαιό περιοδικό «Εποπτεία», μου γνώρισε τον Κάρλ Πόπερ και το βιβλίο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη, μου γνώρισε τους Γάλλους φιλελεύθερους στοχαστές, που ισορρόπησαν με το έργο του τόσο μα τόσο ανοιχτού μυαλού του Ζαν Πωλ Σαρτρ,-μπορεί να διαφωνεί κανείς με πολλές πολιτικές του επιλογές, δεν μπορεί όμως να μην αναγνωρίσει σε αυτόν τον μεγάλο στοχαστή το τεράστιο εύρος της σκέψης του, το ευρύ φάσμα της πολιτικής του ελευθερίας, των κάθε είδους, κοινωνικών του αγώνων εντός και εκτός της πατρίδας του. Αυτός ο πνευματικός Κάστωρ καθοδηγητής της εποχής μας, που επισκέφτηκε αρκετές φορές την χώρα μας-και ποιος δεν τον αναγνώριζε και δεν άνοιγε συζήτηση μαζί του, στο γνωστό κεντρικό ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα, ήταν γνήσιο παιδί του Μαρξ και των επιγόνων του, αυτός όπως ήθελε και ο Καρλ Μαρξ, δεν αντέστρεψε μόνο την Ιστορία, αλλά οδήγησε τον κόσμο στα χαρακώματα των κοινωνικών αγώνων με εφόδιο τον λαγαρό του στοχασμό, την ανοιχτή του σκέψη, τα γραπτά και την πολιτική του πρακτική. Ο υπαρξιστής φιλόσοφος με την πλανητική σκέψη και το οικουμενικό παγκόσμιο φρόνημα.
    Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, εμείς μεγαλώσαμε, αλλά μας
έμεινε ο λόγος του Άγγλου πρωθυπουργού της Νίκης Ουίνστον Τσώρτσιλ: «αλίμονο στον νέο που μέχρι τα είκοσι δεν είναι μαρξιστής, αλλά και αλίμονο σε εκείνον που μετά τα είκοσι παραμένει μαρξιστής», αν θυμάμαι σωστά την θυμοσοφία του. Μια ρήση που έρχεται κάτω από άλλους δρόμους και άλλες συνθήκες να συνεχίσει ο λόγος της επίσης Αγγλίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είπε σε λόγο της ότι: «πλέον δεν υπάρχουν οι παλαιές κοινωνίες και οι ανάγκες τους, αλλά τα άτομα και οι ανάγκες των οικογενειών τους». Μια ιστορική αποφθεγματική ρήση, που νομίζω βάζει την ταφόπλακα στην μαρξιστική ιδεολογία, ή αν θέλετε, δίνει αφορμή για συζητήσεις και ιστορικές επανερμηνείες στον χώρο των σπουδαστηρίων και των βιβλιοθηκών, όπου συχνάζουν όχι πια οι νέοι με το μούσι και το ταγάρι γεμάτο προκηρύξεις και φυλλάδια για την επανάσταση που έρχεται και τον κόκκινο Μάη του 1968, αλλά εκείνοι με το κινητό και τα καλώδια και στα δυο αυτιά και το φρέντο στα χέρια. Οι νέοι και οι νέες μιας άλλης εποχής που θα συγκεντρωθούν στις πλατείες με τα σώματα γεμάτα τατουάζ να ακούσουν το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, από το ελληνικό ίνδαλμα της Ποπ ελληνικής μουσικής, τον ωραίο Κερκυραίο Σάκη Ρουβά, όπως θα άκουγαν τους στίχους της ποιήτριας Λένας Παππά ερμηνευμένους από τους μουσικούς αδελφούς Κατσιμήχα. Για να είμαστε όμως έντιμοι με τον εαυτό μας, ούτε εμείς οι τότε νέοι μετά τις πολιτικές συναυλίες του Μίκη τραβούσαμε για τα βιβλιοπωλεία να αγοράσουμε το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, όσοι αγαπούσαμε την ποίηση, και ιδιαίτερα του Ελύτη, γνωρίζαμε το έργο του και αναζητούσαμε τον δικό του ρυθμό και μουσικότητα πέρα από την γνωστή μελοποίηση του γηραιού συνθέτη. Ο τραγουδιστής κύριος Σάκης Ρουβάς στάθηκε έντιμο και ευσυνείδητο ηχείο στις νέες του επιλογές, όπως παλιότερα, η ρωμαλέα λαϊκή φωνή του Γρηγόρη Μπηθικώτση, που το ηχόχρωμά του ακόμα ηχεί στα αυτιά μας, και ο οποίος είχε τις δικές του ενστάσεις στην εποχή του να τραγουδήσει το Άξιον Εστί. 
Οι νέοι σύγχρονοι ρουβίτσες είναι το θέμα, αν θα περάσουν τα κράσπεδα της μουσικής κακοηχίας, και του κλαψοερωτικού καρακιτσαριού που έχουν συνηθίσει να ακούνε, και θα διαβάσουν την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Έτσι και αλλιώς, δεν απευθύνονταν στις δικές μας ηλικίες η συναυλία αυτή,-τι να μας πει άλλωστε, γνωρίζαμε βιωματικά το έργο-και, η εποχή, που ο μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις, απαγόρευε τις εκτελέσεις των έργων του από φωνές που δεν πίστευε έχει παρέλθει, όσο για την περίπτωση του τραγουδιστή με τα λαμέ και τα στρας Γιάννη Φλωρινιώτη, η δικαιολογία δεν ευσταθεί, όσον αφορά τον Χατζιδάκι, ο Μάνος τον κάλεσε και έκανε εκπομπή μαζί του στο Τρίτο πρόγραμμα, δεν τον προσκάλεσε να τραγουδήσει τραγούδια του.
     Μεγάλη η παρέα των αριστερών κουλτουριάρηδων που παρακολουθήσαμε ένα Σαββάτο βράδυ την παράσταση του Φλωρινιώτη στο Φάληρο, τα αυτοκίνητα ήταν εκατοντάδες έξω από το μαγαζί του.  Σέβομαι την πορεία του κυρίου Σάκη Ρουβά, τόσο μαζί με τον δήμαρχο του Μαραθώνα κύριο Ηλία Ψινάκη όσο και την κατοπινή του, με αφήνει όμως πλέον αδιάφορο η πολιτική πορεία και τα αλλοπρόσαλλα πολιτικά  λόγια του Μίκη, ακούω όμως και θαυμάζω ακόμα τα συμφωνικά του έργα.       
     Οι νέοι της γενιάς μου, δεν σκεφτόντουσαν την φιλοσοφία των μελλοντικών τους χρόνων που όφειλαν να ακολουθήσουν, όπως έπραξαν οι γενιές της πέραν του ατλαντικού υπερδύναμης,(εννοώ τους Μπήτ συγγραφείς) αλλά το πώς θα αλλάξουν τον κόσμο, και την ροή της ιστορίας, με οδηγό τα βαρίδια της μαρξιστικής θεωρίας, και, για να είμαστε ειλικρινείς, και τα άλλα πνευματικά βαρίδια της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και παράδοσης. Τώρα εκ των υστέρων αναλογίζομαι, αν η Ζωή διέψευσε την Ιστορία, ή η Ιστορία οδηγήθηκε στο χρονοντούλαπο μην προλαβαίνοντας να καλύψει τις ανάγκες της Ζωής; Ποιος ξέρει, πάντως μας έμεινε η ανάμνηση των ωραίων εκείνων ρομαντικών χρόνων και ο έρωτας των ανεκπλήρωτων ιδεών. Και επειδή ο γράφων, ήτο περισσότερο κουλτουριάρης παρά μαρξιστής, για να κάνω και την καθυστερημένη μου αυτοκριτική, δεν μπορούσε να μην επισημάνει στα διάφορα βιβλιοπωλεία που επισκέπτονταν και να μην αγοράσει σιμά στα διάφορα-τότε-πολιτικά βιβλία που διάβαζε, και τα ποιήματα του Χάινριχ Κάρλ Μαρξ (Τρίρ 1818-Λονδίνο 1883), του πατέρα και ιδρυτή της υλιστικής ερμηνείας της Ιστορίας.
    Τα ποιήματα του Καρλ Μαρξ, τα γνώρισε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ο συγγραφέας και μεταφραστής τους Ευγένιος Αρανίτσης, ένα πολυτάλαντο άτομο, που τον θυμάμαι όχι μόνο από τις μελέτες του, από το μυθιστόρημά του, αλλά και από τα δημοσιογραφικά του κείμενα και κριτικές που δημοσίευε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία και νομίζω και στο περιοδικό Ο Σχολιαστής, ένα μεγάλου σχήματος περιοδικό που κυκλοφόρησε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και εξέφραζε την σκέψη και τις απόψεις των μαρξιστών διανοουμένων, παράλληλα με το περιοδικό Αντί και ο Πολίτης, ή λίγο πιο πριν χρονικά. 
Για τον ποιητή Καρλ Μαρξ, είχα για πρώτη φορά ακούσει, από έναν ογκόλιθο της μεταμαρξιστικής σκέψης και σταθερό αρνητή-και ευτυχώς-των τότε ανατολικών καθεστώτων, τον Τηνιακό φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά, και τον θεωρητικό κριτικό του κινηματογράφου και γνήσιο μαρξιστή τον Βασίλη Ραφαηλίδη, καθώς συνήθιζα να παρακολουθώ τις διάφορες πνευματικές διαλέξεις της εποχής. Φυσικό ήταν, από την μια τα σφύζοντα από ζωή και τρέλα νιάτα, και από την άλλη, η φήμη του Καρόλου Μαρξ ως κοινωνικού επαναστάτη και ανατροπέα, να αφήσουν πίσω τον ποιητή Καρλ Μαρξ, αλλά πιστεύω, και οι αυθεντικοί μαρξιστές, δεν είχαν δώσει σχεδόν καμία σημασία σε αυτήν την πλευρά του ιδρυτή μιας θεωρίας, που επηρέασε θετικά και αρνητικά έναν ολόκληρο κόσμο και σημάδεψε καταλυτικά σχεδόν δύο αιώνες την ανθρωπότητα. Άλλο όμως ο φιλόσοφος Μαρξ και άλλο ο ποιητής,-αν και το ίδιο πρόσωπο-,θέλω να πω, ότι καμία ευρωπαϊκή λογοτεχνική γραμματολογία δεν θα έβαζε τον ποιητικό ερωτικό λόγο του Καρλ Μαρξ δίπλα στον ποιητικό λόγο των Γερμανών ρομαντικών ποιητών της εποχής του, των Άγγλων ή των Γάλλων, ή την ερωτική ποίηση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δεν υπάρχει μέτρο ποιητικής σύγκρισης. Ο έφηβος Καρλ, που αργότερα ταλαιπωρήθηκε πολύ με την σωματική του υγεία, μια και έπασχε όπως γνωρίζουμε από βρογχίτιδα, πλευρίτη, ρευματισμούς, είχε προβλήματα με το συκώτι του και υπέφερε από δοθιήνωση, νευραλγίες και αϋπνίες, υπήρξε και αυτός, ένας τρελά ερωτευμένος νέος με μια μεγαλύτερή του θηλυκή όμορφη κόρη, πράγμα που του ενεργοποίησε την ποιητική φλέβα και τον έκανε όπως όλοι οι νέοι σε όλες τις εποχές να γράψει και να αφιερώσει αρκετούς στίχους στην αγαπημένη του.
    Τα ποιήματα διακρίνονται για τον στομφώδη λόγο τους, την παιδαριώδη τους ερωτική διάθεση, την ειλικρινή τους αλλά σκληρή και απόλυτη διάθεση έκφρασης της ερωτικής γλώσσας, την συναισθηματική τους έπαρση, όπως σημειώνει εύστοχα ο μεταφραστής Ευγένιος Αρανίτσης στον πρόλογό του. Είναι ποιήματα αόριστα μελωδικά, επίπεδα ή αδούλευτα τεχνικά, έχουν έναν ρομαντικό ψυχρό ερωτικό τόνο, και δεν τα διακρίνει όπως όφειλε, η θερμή ατμόσφαιρα που επιβάλει το θέμα. Είναι ερωτικά ποιήματα που βασίζονται στην λογική επεξεργασία περισσότερο και όχι στο άγνωστο μυστηριώδες θαύμα του έρωτα. Ο ερωτικός λόγος είναι σε σημεία του στομφώδης, γεμάτος έπαρση για το ερωτικό συναίσθημα που θέλει να εκφράσει, σαν γαλόπουλο φουρμάζει ο νεαρός Μαρξ ζητώντας την προσοχή της αγαπημένης του. Ένας απλός και απλοϊκός λόγος, ενός δεκαοχτάχρονου, που αναζητά την προσοχή της αγαπημένης του, και γυρεύει τον στόχο του πόθου της καρδιάς του, χωρίς να τον πολυενδιαφέρει η αρτιότητα και το ξεπέρασμα των τεχνικών δυσκολιών της ποιητικής κατάθεσης. Μια ζαχαρένια ατμόσφαιρα, ενός ερωτικού λόγου που θα την συναντήσουμε αργότερα στα διάφορα γυναικεία λευκώματα με τα μαραμένα τριανταφυλλόφυλλα στις σελίδες τους.
Να τι γράφει στον πρόλογό του ο μεταφραστής Ευγένιος Αρανίτσης:
«Τα ερωτικά ποιήματα του Κάρλ Μαρξ είναι προφανώς ένα απ’ τα πιο παράδοξα πράγματα που θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς σε μια καλά ενημερωμένη βιβλιοθήκη. Γιατί σε οποιαδήποτε άλλη θα δυσκολευόταν πολύ ν’ ανακαλύψει αυτό το βιβλίο που, καθώς παρατηρεί ο Λώρενς Φερλινγκέτι, «είναι άγνωστο στους κριτικούς της λογοτεχνίας και αποτελεί ταμπού για τους μαρξιστές». Ταμπού ή όχι ταμπού, η αλήθεια είναι πως αυτά τα μελωδικά σκίτσα γράφτηκαν πράγματι απ’ το σίγουρο χέρι του ανθρώπου που μερικά χρόνια αργότερα επιχείρησε να πείσει τους Γερμανούς εργάτες ότι το σύμπαν αποτελεί ένα μυστηριώδες οικονομικό παιχνίδι. Η ειρωνεία(που όπως ξέρουμε είναι η μαμή της Αλήθειας με τον ίδιο αναπόφευκτο τρόπο που η βία είναι μαμή της Ιστορίας) γίνεται πιο φανερή χάρις στο γεγονός ότι οι μελιστάλακτοι στίχοι του νεαρού Κάρλ αφιερώνονται σε μια τρυφερή ύπαρξη απ’ αυτές που ο ρομαντισμός κάθε καρδιάς και κάθε πένας ονειρεύεται πάντα να πολιορκεί με παιδαριώδεις και νοσταλγικές ομοιοκαταληξίες. Η δεσποινίς που είχε κλέψει την καρδιά του σοφού ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του και ονομαζόταν Τζένη φον Βεστφάλεν-δεν είναι μάλιστα καθόλου εκπληκτικό ή απίστευτο το ότι το θηλυκό αυτό άνθος (του οποίου το πομπώδες όνομα είχε γίνει η έμμονη ιδέα του Κάρλ) άνθιζε με όλη του τη χάρη πάνω ακριβώς σε μια σπάνια διασταύρωση της σκωτσέζικης και της πρωσικής αριστοκρατίας. (ο πατέρας Μάρξ αισθανόταν ενοχλημένος αλλά και υπερήφανος γι’ αυτό το κοσμοπολίτικο κατόρθωμα του γυιού του). Οι δυό νέοι αρραβωνιάστηκαν κρυφά το 1836, όταν ο εφευρέτης του ιστορικού υλισμού ήταν μόλις 18 χρονών. Απ’ αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μεγαλοφυΐα δεν έρχεται πάντα νωρίς, όπως επίσης και ότι το πεπρωμένο, άσχετα με το πόσες φορές χτυπάει την πόρτα, δεν είναι πάντα πρωτότυπο. Όπως και νάχει το πράγμα, ο καθ’ όλα αστικός αυτός αρραβώνας κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια, στην διάρκεια των οποίων ο υπομονετικός Κάρλ πρόλαβε να απευθύνει τέσσερις τόμους με ποίηση ρομαντικών και ερωτικών εμπνεύσεων προς την μέλλουσα σύζυγό του. Είναι γεγονός ότι ο πατέρας του ποιητή, που ήταν ένας ευκατάστατος Εβραίος δικηγόρος, δεν ενθουσιάστηκε ποτέ με το είδος των καλλιτεχνικών επιδόσεων του γιού του, αποπειράθηκε μάλιστα να τον πείσει να εγκαταλείψει τα ερωτόλογα και να ασχοληθεί σοβαρά με τη σύνθεση μιας ηρωικής ωδής που θα είχε σαν θέμα τη νίκη της Πρωσίας στο Βατερλώ. Το ίδιο περίπου συνέβη και με την τυχερή μνηστή που προσπάθησε αρκετές φορές να μειώσει τον οίστρο του Καρόλου με αποθαρρυντικές κρίσεις. Η Τζένη που για πολλούς λόγους αντιλαμβανόταν τη φιλοσοφική ιδιοφυΐα του Μαρξ πολύ πιο καλά απ’ ότι την αντιλαμβάνονταν αργότερα ο Χρουτσώφ ή η χήρα του Μάο, απαιτούσε απ’ τον ερωτευμένο να παρατήσει τη λύρα των τρυφερών στοχασμών και να πιάσει το φτερό και το μελανοδοχείο της επιστημονικής έρευνας…..
Η ποίηση του Μαρξ-που μόνον δυό τρείς σελίδες της είδαν το φως όσο ζούσε εκείνος και που σήμερα πολλοί σοβαροί Ευρωπαίοι εκδότες έχουν δεχθεί να την συμπεριλάβουν εξ ολοκλήρου στα άπαντά του-αποτελεί καθαρόαιμο δείγμα του γερμανικού ρομαντισμού, είναι, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του ποιητή, «φτιαγμένη από σεληνόφως», και χαρακτηρίζεται από ένα κάπως υπερβολικό μίγμα μελωδικών αναζητήσεων και συναισθηματικής έπαρσης. Είναι μια ποίηση μέτρια, από τεχνική άποψη, στομφώδης, λιγάκι ανόητη και απόλυτα ειλικρινής. Ο Μαρξ δεν διέθετε το ταλέντο του Μπάυρον, διέθετε όμως ένα ανάλογο πάθος για συνομιλίες με τα άστρα και νυχτερινούς περιπάτους σε κήπους που ευωδιάζουν και όπου μόνον στον έρωτα και στην ονειροπόληση επιτρέπεται η είσοδος. Προφανώς, αυτά τα ποιήματα (που προτίμησα να μεταφράσω κάπως ελεύθερα, γιατί αλλιώς θα έμοιαζαν σχεδόν αστεία) είναι για την ανθρωπότητα πολύ λιγότερο σημαντικά απ’ ότι οι κοινωνιολογικές αποκαλύψεις των Χειρογράφων….» Και συνεχίζει ο Αρανίτσης, «Παρέχουν επιπλέον μια χαριτωμένη γεύση παλιομοδίτικης ατμόσφαιρας και μια ξεθωριασμένη εικόνα των μεγάλων ρομαντικών παθών, των θαμμένων για πάντα σε σπάνια σκονισμένα βιβλία όπου ένας ξεραμένος πανσές μπορεί να είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί σαν σελιδοδείκτης και που οι κιτρινισμένες τους γκραβούρες αναπαριστάνουν κορίτσια σε παράθυρα, μοναχικούς ταξιδιώτες κάτω από το φεγγάρι καθώς και μια αναγκαία ομιχλώδους γερμανικής εξοχής…». Και κλείνει τον κατατοπιστικό του πρόλογο ο Ευγένιος Αρανίτσης με τα εξής:
«Όσο για κείνους που θα πάρουν στα χέρια τους αυτό το βιβλίο, υπάρχουν στ’ αλήθεια δύο τρόποι για να το μεταχειριστούν. Νομίζω πως οι μισοί θα το απολαύσουν μ’ ένα χαμόγελο, ενώ άλλοι μισοί θα το τοποθετήσουν ψύχραιμα στη βιβλιοθήκη τους ανάμεσα στην Γερμανική Ιδεολογία και το Κεφάλαιο, και θα το εγκαταλείψουν εκεί σαν ένα κακόγουστο σουβενίρ που δεν του αξίζει παρά η περιφρόνηση και η λησμονιά».
ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Η λάμπα καίει σιωπηλή/
Κι απλώνει τ’ απαλό της φως/
Και μοιάζει να πενθεί μαζί μου/
Γνωρίζοντας αυτό που μου συμβαίνει.
Με βλέπει μοναχό η λάμπα,/
Στον εαυτό μου βυθισμένο/
Καθώς η φαντασία μου παίζει/
Με του μυαλού μου τα φαντάσματα.
Η λάμπα πρέπει μάλλον να το ξέρει/
Πως το μοναχικό της φως που τρεμοσβήνει/
Θα βυθιστεί κάποια στιγμή στη ζωηρή φωτιά/
Που βγαίνει ορμητικά από το στήθος μου.
Αλίμονο, η φλόγα αυτή δεν μπορεί πια/
Να ζήσει μοναχή της-/
Μόνο λίγα κύματα αδύναμα απόμειναν/
Από τη θάλασσα της ψυχής σου!
ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
Πάνω στα χέρια σου αγάπη μου/
Που συχνά φιλούσα/
Τόσοι και τόσοι δαίμονες προσπάθησαν/
Να κλέψουν την ψυχή μου.
Ω, το γλυκό φαρμάκι βρήκε τρόπο/
Και μπήκε μέσα στην καρδιά μου/
Και τα μάτια μου, που άλλοτε χαιρόντουσαν,/
Τώρα βυθιστήκανε στη λύπη.
Το δηλητήριο μου το ‘δωσες εσύ,/
Γλυκιά μου μάγισσα,/
Πάρε λοιπόν το νου και τη ζωή μου,/
Και δέξου μέσα σου το κάθε τι δικό μου.
Έτσι θα επουλώσεις τις πληγές/
Που το γλυκό σου δηλητήριο άνοιξε./
Μην περιμένεις πια και μη διστάσεις!
Το δηλητήριο κατατρώει τη ζωή μου.
Η ΣΚΕΨΗ
Τζένη, άσε τις σφαίρες τ’ ουρανού να κυλάνε,/
Για μένα είσαι ήλιος και η λάμψη αστεριών/
Οι εχθρικοί κόσμοι μουγκρίζουν μπροστά μου,/
Θα τους νικήσω, Τζένη, αν μείνεις δικιά μου.
Μεγαλύτερη απ’ τ’ αχανή διαστήματα των σφαιρών,/
Ψηλότερη απ’ το θολό τ’ ουρανού,/
Ωραιότερη απ’ τους κήπους των ονείρων,/
Βαθύτερη απ’ τον τρόμο του ωκεανού.
Δίχως όρια και δίχως μέτρο,/
Μια σκέψη-όπως τη σκέφτηκε ο Θεός-/
Όπως η υπέροχη καρδιά Του πάντα σκέφτεται-
Ξυπνάει μέσα στα στήθη μου για σένα,
Για σένα που είσαι τούτη η σκέψη/
Και που τα εύθραυστα λόγια μου σ’ αποκαλούν
Ομορφιά/
Οι λέξεις δεν μπορούν να μεταδώσουν/
Αυτή την αιώνια λάμψη/
Που καίει ασταμάτητα/
Στο στήθος μου.
ΣΤΗΝ ΤΖΕΝΗ
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις/
Γιατί «Στην Τζένη» απευθύνω τα τραγούδια μου,/
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα/
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ’ απελπισία/
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,/
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ’ ονομά σου,/
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,/
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,/
Γλυκά τ’ ωραίο ονομά σου ηχεί/
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει/
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,/
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι/
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,/
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής.
ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Ποτέ μου δεν θα βρω λίγη γαλήνη/
Κι αυτό είναι το μαρτύριό της Ψυχής μου,/
Ποτέ δεν θα μπορέσω να ησυχάσω/
Πρέπει να βασανίζομαι για πάντα.
Οι άλλοι νιώθουνε συχνά αλαζονεία/
Κάθε που οι στιγμές κυλούν ειρηνικά,/
Τον εαυτό τους ξέρουν να συγχαίρουν/
Και να λένε ευχαριστώ στην προσευχή τους.
Έχω εμπλακεί σ’ ατέλειωτη διαμάχη,/
Ατέλειωτος βρασμός ατέλειωτος εφιάλτης/
Στη Ζωή μου δεν μπορώ να κρατηθώ,/
Και στο ρυθμό της δε γίνεται να μπω.
Το νόημα τ’ Ουρανού θα καταλάβαινα/
Κι ίσως στα χέρια κράταγα τον κόσμο,/
Νομίζω, αν αγαπούσα κι αν μισούσα/
Το άστρο μου θα έλαμπε πιο έντονα.
Μ’ όλα τα πράγματα θα πρέπει να παλέψω/
Και μ’ όλες των Θεών τις ευλογίες,/
Κι όλη τη γνώση μέσα μου θα έκλεινα,/
Εξερευνώντας το Τραγούδι και την Τέχνη.
Τις λέξεις τότε θα κατάστρεφα για πάντα,/
Καινούργιους κόσμους δεν θα έφτιαχνα μ’ αυτές,/
Αφού δεν θα μπορούσαν ν’ ακούσουν τη φωνή μου,/
Όταν σε δίνη μαγική θα έφευγαν βουβές.
    Το βιβλίο με τα ερωτικά ποιήματα του Κάρλ Μαρξ, που έγραψε σε ηλικία δέκα οχτώ χρονών για την αγαπημένη του, συμπληρώνεται με απόσπασμα από ένα γράμμα της Τζένης Φον Βεστφάλεν προς τον Μάρξ και ένα του Μάρξ προς τον πατέρα του.
«Σαν συνέπεια του τρόπου που σκεφτόμουν εκείνη την περίοδο, η λυρική ποίηση επρόκειτο να γίνει το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε τουλάχιστο το περισσότερο ευχάριστο και άμεσο. Αλλά λόγω της συμπεριφοράς μου και όλων όσων είχαν προηγηθεί στη ζωή μου, αυτή η ποίηση ήταν καθαρά ιδεαλιστική. Ο παράδεισός μου, η τέχνη μου, έγινε ένας κόσμος τόσο μακρυνός όσο και η αγάπη μου. Κάθε τι πραγματικό έγινε ομιχλώδες, και τα ομιχλώδη πράγματα δεν έχουν καθορισμένα  περιγράμματα. Όλα τα ποιήματα των τριών τόμων που έστειλα στην Τζένη χαρακτηρίζονται από επιθέσεις ενάντια στην εποχή μας, φλύαρες και παιδαριώδεις εκφράσεις συναισθηματισμών , τίποτα το φυσικό, πράγματα χτισμένα από σεληνόφως, μια πλήρη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα ‘πρεπε να είναι, ρητορικές λάμψεις αντί για ποιητικές σκέψεις, αλλά εντούτοις, και μια κάποια αισθηματική ζεστασιά, μια φροντίδα για την ποιητική φλόγα. Ολόκληρη η έκταση μιας ανυπομονησίας χωρίς όρια βρίσκει εκεί την έκφρασή της με πολλές διαφορετικές μορφές και μετατρέπει την ποιητική «σύνθεση» σε «μακρηγορία».».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 9 Μαΐου 2015
Πειραιάς, 9/5/2015    
        
                                


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου