ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κ. ΖΕΡΒΟΣ
(Κομοτινή 1959-Παρίσι 1993)
Καθώς πληθαίνουν τα σβησμένα κεριά της ζωής
με απίστευτη γρηγοράδα, και οι μαύρες αινιγματικές σκιές σκορπίζονται στο χώμα
και το καρπίζουν ξανά, αναζητώ έναν τόπο αθώο και άσπιλο, μια αρχέγονη πηγή
ζωής που θα διαρκέσει όσο ένα βλέμμα, όσο ένα κρυφό πεταχτό φιλί παρηγοριάς,
ένα στιγμιαίο άγγιγμα χαμένης ελπίδας, ψάχνω για έναν τόπο, όπου δεν θα
υπάρχουν ξένα όνειρα, δεν θα συναντάς στους δρόμους της ζωής παράλυτους έρωτες,
δεν θα σου ψιθυρίζουν ασθενικές φωνές αγάπης, δεν θα ακούς κραυγές απόγνωσης
από τα ταραγμένα νερά της αξημέρωτης μέρας, δεν θα σου διηγούνται ιστορίες
ανέλπιδες οι σύντροφοι με το μελαγχολικό πρόσωπο και το αναμμένο τσιγάρο στα
μαβιά χείλη, δεν θα αντικρίζεις σώματα αγκαλιασμένα με τον θάνατο που καλπάζουν
προς άγνωστα κοιμητήρια του έρωτα, δεν θα ψαύεις πληγές ζωής, σύνδρομα του
πρώτου ερωτικού φέγγους εφηβικών στιγμών ζωγραφισμένες στην κόκκινη στεφάνη του
ουρανού.
Καθώς πληθαίνουν τα σβηστά κεριά των φίλων που φεύγουν, η σκέψη πεταρίζει σε συντρόφους παλιούς, σε αγάπες λησμονημένες, σε παρέες εφηβικές, που σήμαιναν για σένα το ανήσυχο άγνωστο, το τότε ανερμήνευτο της ζωής, που στέκονταν περήφανο και αλαφιασμένο πάνω στην πλώρη του μέλλοντος των κοινών σας οραμάτων. Και σκεπάζεις με σιωπή, οράματα και όνειρα, έρωτες και επιθυμίες, κρατάς ονόματα και τηλέφωνα, παλιές φωτογραφίες ξενοιασιάς και τσαλακωμένα φιλικά γράμματα, κάρτες τοπίων που γράφουν επικλήσεις για μελλοντική συνάντηση, αναπάντητες αφιερώσεις βιβλίων, μικρές χάντρες στο σχήμα της καρδιάς, σπασμένα μολύβια και λόγια μαύρα χελιδόνια της πρώτης και στερνής οδύνης καθώς πέφτει ο ίσκιος και της δικής σου ζωής πάνω στα σπαταλημένα πράγματα που χαράσσουν την ατομική του βίου σου εικόνα. Και τα κρατάς κρυμμένα, σκονισμένα όλα αυτά, μέσα στο σεντούκι της καρδιάς, εκεί που σεργιανούν μόνον άγγελοι αναμνήσεων και ραψωδοί θνητών φωνών που ναυάγησαν πάνω στις αιχμηρές κόχες του χρόνου.
Καθώς πληθαίνουν τα σβηστά κεριά των φίλων που φεύγουν, η σκέψη πεταρίζει σε συντρόφους παλιούς, σε αγάπες λησμονημένες, σε παρέες εφηβικές, που σήμαιναν για σένα το ανήσυχο άγνωστο, το τότε ανερμήνευτο της ζωής, που στέκονταν περήφανο και αλαφιασμένο πάνω στην πλώρη του μέλλοντος των κοινών σας οραμάτων. Και σκεπάζεις με σιωπή, οράματα και όνειρα, έρωτες και επιθυμίες, κρατάς ονόματα και τηλέφωνα, παλιές φωτογραφίες ξενοιασιάς και τσαλακωμένα φιλικά γράμματα, κάρτες τοπίων που γράφουν επικλήσεις για μελλοντική συνάντηση, αναπάντητες αφιερώσεις βιβλίων, μικρές χάντρες στο σχήμα της καρδιάς, σπασμένα μολύβια και λόγια μαύρα χελιδόνια της πρώτης και στερνής οδύνης καθώς πέφτει ο ίσκιος και της δικής σου ζωής πάνω στα σπαταλημένα πράγματα που χαράσσουν την ατομική του βίου σου εικόνα. Και τα κρατάς κρυμμένα, σκονισμένα όλα αυτά, μέσα στο σεντούκι της καρδιάς, εκεί που σεργιανούν μόνον άγγελοι αναμνήσεων και ραψωδοί θνητών φωνών που ναυάγησαν πάνω στις αιχμηρές κόχες του χρόνου.
Βουβός και ύπουλος ο σύντομος χρόνος της
ζωής μας, μας βυθίζει σε βάραθρα ελπίδας, και εμείς, εξαντλημένοι ναυαγοί,
κωπηλατούμε επί ματαίω στις αιώνιες αβύσσους της μνήμης, χαράζοντας λέξεις και
εικόνες, αναμνήσεις και στιγμιότυπα, πάνω σε λευκές κόλες και κίονες της
ερωτικής αναζήτησης για να ξορκίζουμε όπως πιστεύουμε-οι άφρονες-την σπουδή του
θανάτου.
Πάνε αρκετές δεκαετίες, όταν έφηβος ακόμα,
γνώρισα τον Σωκράτη Κ. Ζερβό, αυτό το μελαχρινό ψηλό αγόρι, με την τιμωρημένη
ομορφιά να χαράζει από τότε το πρόσωπό του, τα σγουρά του μαλλιά να σκεπάζουν
τους μαιάνδρους της τρελής σκέψης του, πάντα νύκτιος και σκεπτικός, με μια
μαχητική πανουργία να καθρεπτίζεται στο βλέμμα του, διαρκώς με ένα τσιγάρο στο
στόμα, και ένα βαρύ παλτό να σκεπάζει της φαρμακερής μοναξιάς του τους κτύπους,
τον θυμάμαι, να μου απαγγέλλει στίχους του Αρθούρου Ρεμπώ, να γράφει στίχους και
να μου τους διαβάζει, να μεταφράζει Γάλλους ποιητές και να μου μιλά για τα
πένθιμα ρόδα της ζωής του. Η εφηβική μας φιλία κράτησε για μεγάλο διάστημα,
ακόμα και όταν εκείνος έφυγε για την Γαλλία. Ακόμα υπάρχει στην βιβλιοθήκη μου,
το βιβλίο του Ιερώνυμου Μπος που μου έστειλε από το Παρίσι, κάρτες και γράμματα
θυμίζουν τα ίχνη του που συναντήθηκαν με τα δικά μου. Τον γνώρισα σε παλιούς φίλους,
πράγμα που τον έκανε να κατεβαίνει συχνά στον Πειραιά. Μόνος του ή με τον φίλο
του τον Νικολά, με επισκέπτονταν στο σπίτι, αρκετά βράδια ξενυχτίσαμε
διαβάζοντας ποιήματα και μιλώντας για τα πάντα, όπως συνηθίζουν όλοι οι νέοι
κάθε εποχής. Φωτογραφίες του, μου θυμίζουν την μορφή του, τις ανταύγειες της
νιότης του, την σκοτεινιά της σκέψης του, την αδάμαστη θέλησή του να σπουδάσει
και να μείνει στην Γαλλία για πάντα. Έγραφε ποιήματα και τα έδειχνε στους
φίλους του με περηφάνια και καμάρι, δημοσίευε από τότε, σε διάφορα περιοδικά και
μετέφραζε με πείσμα και μεράκι. Θυμάμαι την χαρά του, όταν δημοσιεύτηκε η πρώτη
του ποιητική συλλογή, «Το διπλανό δωμάτιο» από τις γνωστές εκδόσεις «κάλβος»
στην σειρά έλληνες συγγραφείς, με τι υπερηφάνεια ήρθε για να μου δώσει το 40
σελίδων αυτό πρώτο του ποιητικό βιβλίο, θυμάμαι τα πειράγματά του και τους
εφηβικούς του κομπασμούς για την ποιητική του δημιουργία, θεωρούσε ότι είχε και
εκείνος πλέον διαβεί με τόλμη το άβατο του ποιητικού απείρου, θα μιλούσαν όπως
έλεγε σε δέκα χρόνια για εκείνον, όπως μιλούν οι Γάλλοι για τον Αρθούρο Ρεμπώ. Εφηβικές
ονειροπολήσεις σκοτεινών της ζωής μεγαλείων, που τολμούν να ταράξουν την
ποιητική αγρύπνια των προγόνων. Τον ζηλεύαμε, μας είχε προλάβει, είχε εκδώσει
πρώτος, από όλη την κουλτουριάρικη ερωτική τρελοπαρέα της εποχής. Αλλά και δέκα
χρόνια μετά, όταν από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική
του συλλογή «Το κρίνο του τρόμου», πάλι μας πείραζε με κομπασμό και
υπερηφάνεια. Δύσκολος ποιητικός λόγος, επηρεασμένος από σύγχρονους Γάλλους
σουρεαλιστές, σκοτεινούς και κρυπτικούς, όπως ο Ρενέ Σαρ, που μετέφρασε «Το
Αδέσποτο σφυρί» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Τα χρόνια πέρασαν, οι δυσκολίες και οι
αντιξοότητες και των δυό μας της ζωής, μας χώρισαν, κοινός φίλος μου μίλησε
για τον θάνατό του στο Παρίσι, όπου σταδιοδρόμησε σαν καθηγητής και
μεταφραστής.
Το ταραγμένο και ανήσυχο όμως πέρασμά του από
την δική μου ζωή, έμεινε χαραγμένο μέσα μου, οι φωτογραφίες του, τα γράμματά
του, καθώς και τα βιβλία του, έμειναν για να μου θυμίζουν τα κοινά μας ίχνη, τα
τρελά όνειρα της νιότης που κανείς από την τότε παλιοπαρέα δε φαντάζονταν ότι
θα έχουν τέτοιο τέλος.
Στα ελληνικά γράμματα, ο ποιητής Σωκράτης
Κ. Ζερβός-από όσο μπορώ να γνωρίζω-έμεινε με ένα λήμμα του κριτικού Αλέξη Ζήρα
στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη, και ένα κείμενο της
ποιήτριας και πεζογράφου Βερονίκης Δαλακούρα, και φυσικά, από τις δημοσιεύσεις τόσο των
ποιημάτων του σε ελληνικά περιοδικά όσο και από τις μεταφράσεις του ελλήνων ποιητών σε ξένα.
ΕΡΓΑ:
• ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ,
εκδόσεις κάλβος 1982, σ. 40. διαστάσεις 13,5Χ20,5.
(Η συλλογή περιλαμβάνει 24 ποιητικές έντιτλες
μονάδες) και είναι αφιερωμένη στον Πέτρο Meurice)
• ΤΟ ΚΡΙΝΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ,
εκδόσεις Καστανιώτη 1992, σ.56, διαστάσεις 11Χ21.
(Το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του ζωγράφου Nicolas de Stael “Chenal a Gravelin” 1954, η συλλογή
περιλαμβάνει τρείς ενότητες: Το κρίνο του Τρόμου, που δανείζει και τον τίτλο
στην συλλογή, 6 ποιητικές μονάδες, Τα ποιήματα της Αιλόνης, 13 ποιητικές
μονάδες, και Τα ποιήματα της Γοητείας, 9 ποιήματα και ένα ποίημα με τίτλο Τα
Άλλα ποιήματα. Την συλλογή ανοίγει μότο του Γάλλου μυθιστοριογράφου Γκιγιώμ
Απολλιναίρ: “ L’ une sort de ma plaie et quand un rayon le touché il se dresse sanglant c’ est le lys des effrois. APOLLINAIRE, Le suicide).
• Rene Char, «Το
αδέσποτο σφυρί», μετάφραση Σωκράτης Ζερβός, εκδ. Εστία 1992, σ. 126.
• Ποιήματά του έχουν
δημοσιευτεί:
- στον τόμο Ποίηση81,
εκδόσεις Καστανιώτη1982,
(Ο μαθητευόμενος της γοητείας/ Η τεχνική της
γοητείας/ Οι αλκοολικοί της γοητείας/ Ο εκκεντρικός της γοητείας).
- στο περιοδικό πλανόδιο τχ.
6/Άνοιξη 1988, («Λάρισα», σ.291)
- στο περιοδικό η λέξη τχ.
82/2,1989, («Το ταξίδι», σ.132)
- περιοδικό Γραφή κι Ανάγνωση
1989 («Αμαρτωλών Σωτηρία»/ «Το Νέον Φροντιστήριον»/ «Αγία Τριάδα»/ «Λάχεσις», σ. 54-56)
----
• Ζερβός Σωκράτης, (Αθήνα
1959-Παρίσι 1993):
Ποιητής, μεταφραστής,
ιστορικός. Σπούδασε στη Σορβόννη νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία (1978-1983)
Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση Ελλήνων λογοτεχνών στα γαλλικά
(Μ. Σαχτούρης, Ν. Καρούζος, Κ. Καρυωτάκης, Σπ. Πλασκοβίτης, Κ. Π. Καβάφης),
καθώς και Γάλλων στα ελληνικά (Rene Char), Δίδαξε νεοελληνικά στα πανεπιστήμια της Λιόν και
της Τουρ.
Έργα: Το διπλανό
δωμάτιο(1982), Το κρίνο του τρόμου (1992), [π.μ]
Β. Δαλακούρα, περ. Centre de la Traduction Litteraire. Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τχ. 18(1994), σ.1.
Αλέξης Ζήρας, σ.773, Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007
Ποίηση ενός θρυμματισμένου κόσμου, ποίηση
στιγμών κομματιασμένων, εικόνες χαραγμένες από βαθιά πίκρα, αντιφατικές εικόνες
που σχηματίζουν ένα παζλ ιδιαίτερων στιγμών της συνείδησης και πολιτικής κριτικής, είδωλα ανθρώπινων
ονείρων σε διστακτική δράση αφήγησης, φωτογραφική πραγματικότητα ενός κόσμου
σκοτεινού πολικά, μα αληθινού, ατμόσφαιρα αποπνικτικού άγχους, απροσδόκητοι συσχετισμοί
εικόνων, λέξεων, θεμάτων, τίτλοι προσδιοριστικοί του θέματος, σκιές βλεμμάτων που εστιάζονται στο κενό της
φαντασίας, απειροελάχιστα ψήγματα χρόνου που ενισχύουν το καλειδοσκόπιο της
λογικής, συνεχείς ροές λεκτικών κεραυνών που εντυπωσιάζουν παράξενα, παραληρήματα
ονειρικά και μυστικά αγγίγματα ευαισθησίας, διαδοχικές υψιπετείς εικόνες,
φωτεινές την ίδια στιγμή που σημαίνουν το σκοτεινό σήμα τους, λουστραρισμένες
λέξεις από μια εφηβική μαγική ματιά, ποιητικές χειρονομίες ενός σουρεαλισμού, που
μας καλεί να κοινωνήσουμε με την ύστατη ουσία του, με το αδιέξοδο της διαιρετής
μοναδικότητάς του, με την συμβολική κεντρική των απειροελάχιστων στιγμών του.
Μια σύγχρονη υπερρεαλιστική γραφή πυκνή και κατακερματισμένη, κρυπτική και
διονυσιακή, ερμητική και προσδιοριστική της ψυχοσύνθεσης του ποιητή, είναι το
ποιητικό σώμα που μας κατέθεσε στο σύντομο βιολογικό πέρασμά του, ο ποιητής
Σωκράτης Κ. Ζερβός. Οι δυό ποιητικές του συλλογές, έχουν ένα άρωμα από τα
δημοσιογραφικά ερωτικά ποιητικά στιγμιότυπα της ποίησης του Κωνσταντίνου Π.
Καβάφη, κάτι από την θανατερή ατμόσφαιρα του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, τον
αχαλίνωτο διονυσιασμό του Ανδρέα Εμπειρίκου, αλλά και την γήινη συγχωνευτική ελληνική
εικαστική ματιά του Νίκου Εγγονόπουλου. Ο ποιητής χρησιμοποιώντας τους
ελεγχόμενους και μη μηχανισμούς της συνείδησης μας ιχνογραφεί την δική του
προσωπική καθημερινή μαγεία, επανεκτιμά την ατομική του πραγματικότητα,
στοχάζεται πάνω σε μια μοντέρνα σύγχρονη ελληνική μυθοπλασία, οι ρυθμοί είναι
γρήγοροι, οι εικόνες εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα, η ουσία της ποιητικής του
φωνής δεν βρίσκεται στην κομματιασμένη νεανική του συνείδηση αλλά στον επαναπροσδιορισμό
της μέσα από λεπτομερείς περιγραφές ενός παιχνιδιού της ίδιας της ύπαρξης,
κοιτά τον κόσμο που δεν τον χωράει, που τον πνίγει, μέσα από ρωγμές και
χαραμάδες απελπισίας, από τρελά παιχνιδίσματα της σκέψης, που εικονογραφεί με
ελληνική μαεστρία σε έναν σύγχρονο ποιητικό σουρεαλιστικό λόγο, καθώς το δικό
του ιδιαίτερο ασυνείδητο αποτυπώνει το χαρακτηριστικό του πορτρέτο, σε μια
αποδεκτή σε εμάς τους αναγνώστες σκληρή και αφοπλιστική αναγνωσιμότητα, μιας
κυνικής άρνησης της εγκόσμιας πραγματικότητας, των εφηβικών και νεανικών του
χρόνων, που, παρόλα αυτά, ο ποιητής και μεταφραστής Σωκράτης Κ. Ζερβός,-σαν
άτομο-γεύτηκε και απόλαυσε με όλο το πικρό και δηλητηριώδες μεδούλι της.
Ο βιολογικός χρόνος για τον Σωκράτη Κ.
Ζερβό, στάθηκε εκδικητικός απέναντί του, ο ίδιος στο σύντομο πέρασμά του, αρνήθηκε
τις συμβατικές όψεις της ζωής, τις ψεύτικες χειρονομίες των
πολύπλευρων κοινωνικών της σχέσεων, κράτησε έξω από τα στενά ιστορικά όρια του
βίου του τις αδάκρυτες αλήθειες της, και η Ζωή, (σαν μια πόρνη που σε περιμένει
στην γωνία), τον εκδικήθηκε, αφαιρώντας του ζωτικό μελλοντικό δημιουργικό χρόνο,
τον οδήγησε σε παραισθήσεις ερωτικές που δεν είχαν την συνηθισμένη όλων μας
ρουτινιάρικη συνήθεια, την βαρετή σειρά των καθημερινών μας ερωτικών εκπλήξεων,
που υφαίνουν το βιολογικό τέρμα μας με ακαταμάχητη συνέπεια και σταθερή
υπερβολή.
Κάπου, σε έναν κόσμο πιο ρεαλιστικό και
ονειρικό από αυτόν εδώ, ίσως υπάρχει η τραγική και κυνική ματιά του ποιητή και
φίλου Σωκράτη Κ. Ζερβού, που μας θωπεύει με περιέργεια και σουρεαλιστική
περιφρόνηση, που αντέξαμε του βίου τα γλυκόπικρα φαρμάκια.
Η ωδή των εμπόρων
το σώμα-μου περνά την πρώτη
κρίση των άστρων
κάτω και μέσα και δίπλα απάνω
δεξιά αριστερά παντού
έχει τον ήχο και το καρφί
το αίματά-του σας αφήνουν αδιάφορους
μα εγώ
σηκώνω το γιακά της
καπαρντίνας και προχωρώ
άφοβος μέσα στο στόμα της
βιτρίνας
κοιτάζω με χαμόγελο τ’
αλαντικά σας τ’ αρμυρό τυρί
το γάλα το ψωμί το κίτρινο
βούτυρο
τις σαρδέλες
γυρίστε αφεντικά φωνάζω στα
μαγαζιά
αγκαλιάστε ξανά τη μηχανή του
ταμείου
γράψτε πύρινα γράμματα
καταγγελίες αιτήσεις
σκληρές αναφορές μεστά
υπομνήματα
τα ράφια καθαρίστε αφεντικά
φωνάζω από τη σκόνη της ανέχειας
όσοι μιλούν για υπομονή και
τάζουν μέρες καλύτερες
δεν ξέρουν δεν είδαν δεν
άκουσαν
σε σκοτεινούς τόπους γράφουν
την αρρώστιας-τους
όλο θλίψη και παρακμή
πως τάχα το σώμα μου θ’
αντέξει πάλι
πως η ώρα αργεί
κι ανάβουν φωτιές αφεντικά
καίνε τη νιότη των προϊόντων
μα ανεβάστε τις τιμές η ώρα
ήρθε
η δικιά-σας ώρα νικητές των
εμπορικών δρόμων
που γυρίζετε τη μηχανή
περήφανοι
πιστοί στο παράδειγμά-μου
και να τη φωνή-μου ξανακυλάω
στα μαγαζιά-σας τη σπρώχνω
στα ρολά
ω ξανανοίξτε αφεντικά τα
μαγαζιά-σας
νάρχονται χοντρές και
πεισματάρες οι γυναίκες
των λαϊκών συνοικιών οι
λιανέμποροι οι έμποροι οι χοντρέμποροι
οι μεταπράτες οι προμηθευτές
ο άννας ο πιλάτος ο καϊάφας
να γυρίζουνε τα νούμερα
αφεντικά ανοίξτε πάλι
τα μαγαζιά σας
ΛΑΧΕΣΙΣ
Την γλίτωσα συχνά-ανέλπιστα-
πάντα ήταν ήρεμη εκεί με το
κουβάρι
στην ώρα του έφτανε το ιππικό
μια πόρτα μυστική άνοιγε
πάντα
να ξεφύγω
τύχη αγαθή του ταπεινού
ευτυχία
συν Αθηνά καλά λογάριασες
συν Αθηνά καλά το γνώρισα κι
εγώ
στη γυάλινη τη σφαίρα
το αεροπλάνο το σπίτι
είναι μια άλλη εποχή μια
άδεια μέρα
ένα σπίτι κρυμμένο με πολλές
γωνίες
για να γυρίζεις πάντα απ’ το
σκοτάδι
στο σκοτάδι κι έπειτα πάλι το
σκοτάδι
να σου γνέφει
ο πίσω δρόμος είναι
και το μεγάλο κλειδί
στα δάχτυλά-τους
κι έπειτα ο φόβος του γκαζιού
η φωτιά που σβήνει το αέριο
που χυμάει στα δωμάτια κι ο
θάνατος έχει
ένα χαμόγελο μ’ άσπρο
πουκάμισο
σαν νοσοκόμος
η απορία-σου έμοιαζε να λέει
-ξέρω πως το αεροπλάνο μια
μέρα θα πέσει
μα εγώ κρυμμένος στην
σκοτεινή-του
γωνιά
θα γλιτώσω
λένε πως όσοι κάηκαν στις
φλόγες του
έχουν δει την πιο ανεξήγητη
θυσία
με κόκκινα νύχια
θα γυρίσεις στο
σπίτι
για ν’ αλλάξεις
στολή
και θ’ ανοίξω το
γκάζι
Η ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΓΟΗΤΕΙΑΣ
Σε κυνήγησε ένας οίστρος
ασημένιος
κι όσο μάκραιναν οι δρόμοι
έφευγες μαζί τους
μάτια γυρισμένα προς τα μέσα
που δεν βλέπουν κι όμως είδες
τη μυρωδιά μιας γυναίκας
με τα νύχια γυμνά
αστείος καταπίνεις τις πλάκες
σου
μόνος πλανεύεις τα φάρμακά
σου
στη γοητεία μιας άλλης
γοητείας
το μικρόν εμβατήριο του κ. άρη βελουχιώτη
από
τις διηγήσεις μιας φίλης
που είχε την ευκαιρία να δει
το κεφάλι-σου κομμένο και
με τις ευλογίες
όλων
όσων
ετάφησαν
στα κεραμίδια στην αυλή η στα
θεμέλια της περιφήμου chase
manhattan bank
μπανγκ μπανγκ μπανγκ
κατήλθαν βίαιοι μέσα στο
ποίημα
οι στεναγμοί του λέοντος
τολστόι
λιγνοί και μοναχικοί
οι καβαλάρηδες
με τις άγρυπνες φουστανέλες
απ’ τα τρίκαλα
λιγνοί και νυχτερινοί
την δυσοσμία του τοπίου
καταφρονούντες
οι πεινασμένοι των διεθνών
μετά ή άνευ χαρτοφυλακίου
λιγνοί και ασκητές
με σκήτη
όμορφα και θερμαινόμενα
γραφεία
στο λένιγκραντ
τι χρεία έχομεν μαρτύρων
λιγνοί και πλάνητες
αστέρες
σου αξίζει ανόητε
να γίνεις φιλμ
χρωματιστό
από την fox
δίπλα στα χαμόγελα της
γυναικός εκείνης
που κράταγε γερά το
μπάρμπα-σαμ
μέσα στα σκέλια-της
και εννοώ οπωσδήποτε
την μαύρη μονρόε
καπετάνιε
γαλανέ πιο γαλανέ κι από
επιθυμία υστερικιά
στο θάλαμο του ηλεκτροσοκ
σαν χαρτοπαίχτης από τις
πολιτείες
σαν ήρωας αγαθός
και παντοδύναμος
κάποιου κόμικ
κάνε να μυρίσει ο κάμπος
θάνατο
άλογο που τις νύχτες
εκσπερματώνει κρυφά
πλάι στ’ αεροπλάνα
και κάνε πρώτος εσύ
τον αγώνα
πράξη ερωτική και μάταια
και κάνε
να αναληφθεί στους ουρανούς
εκείνο το παιδί
με τις εφημερίδες
πριν γίνει το επόμενο
συνέδριο
γρήγορα καπετάνιε γρήγορα
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΟΗΤΕΙΑΣ
Ποίηση είπε
ποίηση που μηχανεύεσαι
ποίηση που αντέχεις τη
σκοτοδίνη
ποίηση που γερνάς
και φτιασιδώνεσαι
ποίηση οδαλίσκη
σαπφώ ή ψάπφα
μέσα
στο
ποίημα
υπάρχεις πάντα
δυό φορές εσύ
μα δεν το ξέρεις πάντα
γιατί
το
γράφεις πάντα
δυό
φορές εσύ
ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εδώ ανήκουν κι όσα χάθηκαν
ή δεν εγράφτηκαν ποτέ
«οι μάγισσες του μεσαίωνος»
για παράδειγμα
κατά μίμηση Ροίδη
που πλήρωσαν ακριβά μια
μετακόμιση
δυό τρεις αιλόνες που
πετάχτηκαν απρόσεχτα
και μερικά ερωτικά ή
ευτράπελα
κατά τις συμβουλές του Τάσου
Κι αφού δεν θα τα δει κανείς
ήταν πιστεύω αληθινά ποιήματα
κι έγιναν έτι μάλλον
ποιητικότερα
με το χαμό τους
Υ. Γ. κράτησα την ορθογραφία
των ποιημάτων και, ένωσα και τις δύο συλλογές. Τα παραπάνω δηλαδή ποιήματα του
ποιητή Σωκράτη Κ. Ζερβού, είναι και από τις δύο συλλογές του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή,
29 Νοεμβρίου 2015
Πειραιάς 29/11/2015