Κοιτώντας τις φωτογραφίες του ποιητή Κώστα Γ.
Καρυωτάκη
ΕΥΓΕΝΕΙΑ
Κάνε
τον πόνο σου άρπα.
Και
γίνε σαν αηδόνι,
και
γίνε σα λουλούδι.
Πικροί
όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε
τον πόνο σου άρπα
και
πε τονε τραγούδι.
--
Μη
δέσεις την πληγή σου
παρά
με ροδοκλώνια.
Λάγνα
σου δίνω μύρα
-για
μπάλσαμο-και αφιόνια.
Μη
δέσεις την πληγή σου,
και
το αίμα σου πορφύρα.
--
Λέγε
στους θεούς «να σβήσω!»
μα
κράτα το ποτήρι.
Κλότσα
τις μέρες σου όντας
θα
σου ‘ναι πανηγύρι.
Λέγε
στους θεούς «να σβήσω!»
μα
λέγε το γελώντας.
--
Κάνε
τον πόνο σου άρπα,
Και
δρόσισε τα χείλη
στα
χείλη της πληγής σου.
Ένα
πρωί, ένα δείλι,
κάνε
τον πόνο σου άρπα
και
γέλασε και σβήσου.
Συνεχίζοντας την αναφορά μου στον κυριότερο και αντιπροσωπευτικότερο
ποιητή του Μεσοπολέμου Κώστα Γ. Καρυωτάκη, καταθέτω λίγα ακόμα στοιχεία
βιβλιογραφικά για τον ποιητή, καθώς παρατηρώ την μορφή του μέσα από τις σκόρπιες
ασπρόμαυρες φωτογραφίες του που διανθίζουν τις μελέτες που έχουν γραφεί για τον ποιητή. Ενός ποιητή, που
από τον πρώτο καιρό της εμφάνισής του στα ελληνικά γράμματα, έγινε σημείο
αντιλεγόμενο, ποιητικό πεδίο δοκιμιακών διαξιφισμών, σποραδικών ή συστηματικών
αρνήσεων της ποιητικής του φωνής, αλλά και σταθερών υμνητών του μέχρι των
ημερών μας.
Ο Κώστας
Γ. Καρυωτάκης, με τον δικό του τρόπο, αποτελεί ένα μάλλον αίνιγμα προς
εξερεύνηση στα ελληνικά γράμματα, παρά τα δεκάδες βιβλία που έχουν εκδοθεί για
το έργο του και την προσωπικότητά του, τις εκατοντάδες μελέτες που έχουν
δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες, και τα συμπόσια που έχουν διεξαχθεί
για την πνευματική και ατομική του παρουσία στο σύντομο πέρασμά του, από τα
ελληνικά γράμματα. Αν παρατηρήσει κανείς προσεχτικά, τις διάφορες προσωπικές του φωτογραφίες, είτε μόνον του σε μοναχικούς του περιπάτους, είτε συντροφιά με διάφορα
συγκεκριμένα φιλικά του πρόσωπα, ή οικογενειακά του, που συμπληρώνουν τις
εκδόσεις των Απάντων του, ή αυτές που επαναλαμβάνονται στα κατά καιρούς διάφορα
βιβλία για τον ίδιο και το έργο του, θα αντικρίσει επαναλαμβάνω, μάλλον, μια
σκοτεινή προσωπικότητα, μια δυσδιάκριτη φυσιογνωμία που δεν είναι εύκολα
ανιχνεύσιμη. Ανακαλεί στην μνήμη μας, το πρόβλημα της απεικόνισης του ποιητή
Ανδρέα Κάλβου. Όσο πιο πολύ παρατηρείς τις φωτογραφίες του, τόσο πιο πολύ
απομακρύνεται η «ταυτότητα της προσωπικότητας» του ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη
από εσένα. Κάνοντας ένα πείραμα, (κάτι, σαν τις γνωστές φάρσες που γνωρίζουμε
ότι έκανε ο ποιητής σε διάφορα πρόσωπα της εποχής του), προσπάθησα να
παραλληλίσω το πρόσωπο των ασπρόμαυρων φωτογραφιών, με τα κατά καιρούς λεγόμενα
από τους προσωπικούς του, ελάχιστους φίλους του, και από την σχετική του
αλληλογραφία που μας έχει διασωθεί. Είδα, ότι η φυσιογνωμία του πνευματικού
αυτού ανθρώπου της εποχής του, δεν μπορεί-τουλάχιστον με μεγάλη ευκολία-να
διακριβωθεί. Οι φωτογραφίες, μας παρουσιάζουν μία σκοτεινή προσωπικότητα,
κλεισμένη στον εαυτό της, κάπως γερασμένη και μαραγκιασμένη, παρά το νεαρό της
ηλικίας του απεικονιζόμενου προσώπου, που ενώ οι στάσεις της σωματικής του
αφήγησης παραμένουν σταθερά καδραρισμένες και οργανωμένες μέσα στα γνωστά μας
πλαίσια των φωτογραφικών στιγμιότυπων,-κάθε σχεδόν εποχής-το ίδιο το πρόσωπο,
μας αρνείται την αποκάλυψή του. Ακόμα και όταν ο λεπτοκαμωμένος και κοντός
σωματότυπός του, αποκτά μια ποιητική κάμψη, μια ευλυγισία, μια νωχέλεια όπως αυτή, στην εκδρομή του στα Κιούρκα το 1926, σε σχέση με την φονική ακαμψία του
σώματος της 21 Ιουλίου του 1928, φωτογραφία τραβηγμένη από την Χωροφυλακή. Η ενδυματολογική του πρόταση είναι άψογη-όπως ταιριάζει
σε έναν δημόσιο υπάλληλο της εποχής του-αλλά πάντα σκοτεινή, τα μουντά χρώματα
των ρούχων, των παπουτσιών, και των καλτσών συνήθως, μας υποδηλώνουν την
κοινωνική του θέση, ίσως την οικονομική του κατάσταση, και σίγουρα την
ψυχοσύνθεσή του. Η σκουρόχρωμη ενδυμασία του σκεπάζει ένα λεπτοκαμωμένο σώμα, με μικρά και
αδύνατα δάχτυλα, που πλέει μέσα της, είτε φορώντας γραβάτα είτε παπιγιόν. Τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του, θυμίζουν αμυδρά, την μεταγενέστερη χρονικά
τραγικότητα των φιγούρων του ζωγράφου Φράνσις Μπέηκον, στον Ευρωπαίο αυτόν
ζωγράφο, αναγνωρίζουμε τις σκοτεινές σχεδιαστικές όψεις της σύγχρονής του Ευρωπαϊκής ανθρώπινης πραγματικότητας, ατόμων
βουλιαγμένων μέσα στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα και οντολογικά κενά, ενώ πάλι,
στις φωτογραφίες του Καρυωτάκη, παρατηρούμε το αίνιγμα της προσωπικότητάς του
και την σκοτεινότητα και αδιέξοδα των σκέψεών του. Συμπληρωματικά, ακόμα και η
φωτογραφία που δείχνει τον ποιητή στρατιώτη, την περίοδο 1919-1920, μας
φανερώνει τα χαρακτηριστικά ενός χαρακτήρα σκοτεινού, μυστηριώδους,
αινιγματικού, χωρίς αδρό φυσιογνωμικό στίγμα, μια φωτογραφία όπως φαίνεται,
τραβηγμένη από πολύ κοντά, το πρόσωπο γεμίζει σχεδόν το φόντο. Ένα πρόσωπο,
που βαδίζει στα σκοτεινά με ερασιθάνατη διάθεση και προοπτική ζωής. Οι τίτλοι
επίσης των ποιητικών του συλλογών, προσδιορίζουν την ατομική του διάθεση και εικόνα. «Ο
πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» Αθήνα 1919, «Νηπενθή» Αθήνα 1921,
«Ελεγεία και Σάτιρες» Αθήνα 1927. Τίτλοι σπουδών όχι ζωής, αλλά θανάτου. Το
πρόσωπο, φαίνεται χαραγμένο από μια βαθιά και ανεξίτηλη μελαγχολία, μια
αδιόρατη πίκρα και έναν βαθύ σκοτεινό στοχασμό.
Ο Καρυωτάκης, μας φανερώνει την μη ανίχνευση της ατομικότητάς του, όπως και σε αρκετά από τα ποιήματά του, την οχυρωματική του ασπίδα. Τα μαλλιά του, πάντα κοντά, σε σημείο που να τονίζουν το σκελετώδες παρουσιαστικό του και τα κάπως μεγάλα αυτιά του. Τα χείλη σφιχτά και κάπως σαρκώδη, κρατούν τα μυστικά της ιδιοσυγκρασίας του, του κλειστού εαυτού του, δεν μας δείχνουν καν το τι κρύβει αυτό το στιγμιαίο χαμόγελο της αδιέξοδης ζωής του. Οι αμυδρές ρυτίδες επιβεβαιώνουν την εσωτερική του πάλι με τις σκοτεινές ερινύες του. Δεν μας φανερώνουν την χαρά της ζωής του, που έζησε τα φοιτητικά του χρόνια, τα ανέμελα σπουδαστικά του με τους φίλους και πνευματικούς του συνοδοιπόρους, τις ερωτικές του τσάρκες, τα πειράγματα στις συνομήλικες κοριτσίστικες και άλλες γυναικείες υπάρξεις με τις οποίες φλέρταρε, και σίγουρα, τον παρασημοφόρησαν με την ωχρά σπειροχαίτη. Άδοξοι οι έρωτες του Καρυωτάκη, ατελέσφοροι, άγονες γυναικείες αγάπες, όπως γεμάτες θάνατο υπήρξαν οι θηλυκές αγάπες, ενός άλλου θανατολάγνου αμερικανού ποιητή, του γνωστού μας Έντγκαρ Άλλαν Πόε, που γνώριζε και εκτιμούσε ποιητής. Ενός Αμερικανού δημιουργού, που όσες γυναίκες αγάπησε του πέθαναν. Αντίθετα, το στρογγυλό και καθαρό αν και μελαγχολικό μεγάλο πρόσωπο, του άλλου αυτόχειρα ποιητή του μεσοπολέμου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, μας αποκαλύπτει την τραγική μεν φύση του προσώπου, αλλά και την έντονη σαρκολατρεία του, τον ηδονισμό του, το πάθος του για τους νεαρούς λαϊκούς άντρες της εποχής του. Τα ντελικάτα αρσενικά που απέχουν αρκετά, από τα μάτσο μπαρότεκνα, των Τσαρουχικών εικαστικών παραστάσεων. Οι γυναικείες φιγούρες στα κείμενα του Καρυωτάκη μάλλον περισσότερο διακωμωδούνται, σαρκάζονται, όπως σαρκαστική είναι και η θέση του απέναντι στην θηλυκή φύση. Το μέτωπό του μεγάλο και καθαρό, υποδηλώνει τον διανοούμενο, το σκεπτόμενο, το προβληματισμένο άτομο. Το άτομο, που προσπαθεί να συμφιλιώσει το ενθάδε της σκληρής και θρυμματισμένης ζωής του με το επέκεινα των ονειροφαντασιώσεών του. Τα φρύδια σφικτά και πυκνά, δεν είναι τα γαϊτανόφρυδα των ερωτικών νέων της εργατικής τάξης, που θα εικονογραφούσε ποιητικά-μεταγενέστερα-ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ένας τροβαδούρος ποιητής της αριστεράς και του διαρκούς κομματικού αγώνα, που ύμνησε το αντρικό σώμα μέσα στο έργο του, το εξέθεσε στους ερωτικούς ανέμους και για να μην πουντιάσει, το σκέπασε με την αριστερή επαναστατική αχλή, το έντυσε με αγωνιστικές περγαμηνές και ηρωικά εργατικά ανδραγαθήματα, όμως, πίσω από την επαναστατική αριστερή μπέρτα, κρύβεται το αντρικό σώμα, γυμνό, ερωτικό, ποθητό, προκλητικό, επιβλητικό, στιβαρό, ρωμαλέο, δασύτριχο σαν αρχαίο ερωτικό κάλεσμα ηδονικών αγαλμάτων. Η Καρυωτακική μύτη στέκει ευθεία με τα ρουθούνια ανοιχτά, κρατά την συμμετρία του προσώπου, σαν να θέλει κρύψει το κρανίο θανάτου, που είναι έτοιμο να σπάσει τους ιστούς του δέρματος και να βγει στην επιφάνεια του φωτός και της σκιάς της ζωής. Το πηγούνι μεγάλο προέρχεται από τα κληρονομικά χαρακτηριστικά. Απομένουν τα μάτια, όχι τα σαπφείρινα που θα έλεγε ένας άλλος ποιητής, ο Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά τα σκοτεινά, τα κάπως ύπουλα μέσα στην γενική τους αοριστία, τα αδιάφορα προς εμάς και τους γύρω του, τα σκυθρωπά και ειρωνικά, τα ασαφή στην εστίασή τους, χωρίς πάντα οπτικό προσδιορισμό. Τα μάτια του Καρυωτάκη, συνήθως δεν κοιτούν εσένα κατά πρόσωπο, αλλά το πίσω από εσένα, στοχεύουν το άπειρο, το σκοτεινό μέλλον, τη σκιώδη πλευρά της ζωής, τους επαναλαμβανόμενους κύκλους του ανθρώπινου θανάτου. Οι μαύροι και σκοτεινοί οφθαλμοί του μας δείχνουν το αβέβαιο μέλλον του, αλλά και τον σαρκασμό της δικής μας ζωής, προσδιορίζουν προς τα που κοιτά ο ποιητής με σταθερή σαφήνεια. Τα μάτια, λένε οι αρχαίοι ποιητές, είναι ο καθρέπτης της ψυχής του ανθρώπου. Είναι το φως ή το σκοτάδι που κρύβουμε μέσα μας. Το άγνωστο κενό που κουβαλάμε εντός μας, ή η συναισθηματική πλήρωση της τυχαίας ύπαρξής μας. Το τυχαίο αινιγματικό γεγονός, που καθόρισε την πνοή της ατομική μας πορείας. Τα μάτια δεν ξεκλειδώνουν εύκολα τα μυστικά της ψυχής, δεν αφήνουν τους ψυχοκάπηλους να εισέλθουν εντός της. Τα Καρυωτακικά μάτια, δεν απομονώνουν το υπόλοιπο σώμα του από αυτά, δεν διαμερισματοποιούν ότι ονομάζουμε ψυχή με αυτό που αναγνωρίζουν οι αισθήσεις μας ως σώμα. Το βλέμμα του ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη, είναι ο εν διάρκεια θάνατός του. Είναι αυτό που σημαδεύτηκε από μοίρα σκοτεινή και δίβουλη, μοίρα κακιά, και…-που τραγουδά η Φλέρυ Νταντωνάκη, στο μουσικό κομμάτι του Μάνου Χατζιδάκι. Το βλέμμα του Καρυωτάκη, δεν είναι το ύστερο βλέμμα των νεκρών, η κατοπινή παγωμένη αύρα τους με την οποία ατενίζουν τον κόσμο των ζωντανών, χαραγμένη πάνω στο ψυχρό και μάρμαρο, είναι η ίδια η νεκρή ψυχή του, είναι ο εν αναστολή θάνατός του, το παγωμένο και ξηρό οπτικό άγγιγμα με το οποίο κοιτά και αισθάνεται τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του, το περιβάλλον του. Το βλέμμα του Καρυωτάκη δεν έχει κοντινό εστιασμό, δεν κουβαλά εμπειρίες χαράς, ζωής ανέφελης, στιγμές ξενοιασιάς, αλλά παραμένει απροσδιόριστο και απλανές, ή μάλλον έχοντας επίγνωση τι διαρκώς γύρω του αντικρίζει, που οφείλει, να οδηγήσει το ίδιο το υποκείμενο που παρατηρεί. Το βλέμμα του Καρυωτάκη είναι η απουσία του, η απομάκρυνση του ίδιου του ατόμου από τα λειτουργικά ζώπυρα της ζωής του. Δεν είναι βλέμμα λαχανιασμένο, είναι βλέμμα κουρασμένο, ταλαιπωρημένο, βασανισμένο, όπως είναι κάθε βλέμμα ανθρώπινης ύπαρξης που οντολογικά αναμετρήθηκε από πολύ νωρίς με το φαινόμενο του θανάτου, που από νεαρή ηλικία αναμετρήθηκε στα αλώνια των προσωπικών του αδιεξόδων και ηττήθηκε. Δεν υπάρχουν μαρμαρένια αλώνια για τον ποιητή, δεν υπάρχει σύντροφος Διγενής που θα του συμπαρασταθεί στον αγώνα του με τον μαύρο καβαλάρη, δεν υπάρχει φύλακας άγγελος που θα τον προστατεύσει από τα βέλη του δρεπανοφόρου καβαλάρη. Ο Καρυωτάκης αντίκρισε την ασχήμια της ζωής, την βρήκε πικρή και την βλαστήμησε για να παραφράσω, την γνωστή ρήση του γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ. Την βλαστήμησε, με τον τρόπο που γνωρίζουν παραδοσιακά οι Έλληνες, δηλαδή βούτηξε μέσα στο αινιγματικό της έρεβος και δεν αναδύθηκε στην επιφάνεια ξανά. Έκτοτε, έπαψε να χρονολογεί τις στιγμές της ζωής του, αρνήθηκε να σαβανωθεί με τα πέπλα του πολιτισμού της εποχής του, αναδημοσίευε συνεχώς το στίγμα του προσωπικού του θανάτου. Γι’ αυτό και η ατομική του στάση μας είναι ακόμα και σήμερα ανεξήγητη, παραμένει μυστηριώδης, αινιγματική, απροσδιόριστη μέσα στην δική της σκοτεινότητα. Δύσκολα μάλλον να επαληθεύσουμε τις ιδιαίτερες προσωπικές του αντιξοότητες ζωής, γνωρίζουμε με σχετική επάρκεια μόνον τις εργασιακές του διώξεις και δημοσιοϋπαλληλικές του μεταθέσεις, από καρεκλοκένταυρος διοικητικούς υπαλληλίσκους της εποχής του, που προΐστανται διοικητικά του ποιητή. Γνωρίζουμε ότι έπασχε μάλλον, από αφροδίσιο νόσημα, όπως έγραψαν κριτικοί του έργου του, και αναφέρει ο ίδιος σε ποίημά του με τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» όπου μια γυναικεία φιλική του ύπαρξη: «…Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,/ στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν/ γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη/ κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.». Η Μπωντλαιρική ποιητική αυτοαναφορικότητα είναι διάχυτη μέσα στο έργο του Καρυωτάκη, επικρατεί ένας διαλυτικός σκεπτικισμός καθώς συνεχώς και σταθερά περιδιαβαίνει τα Άνθη του Κακού της ζωής και ίσως και της ποιητικής Τέχνης. Η ματαιότητα των εγκοσμίων κοχλάζει μέσα στο ποιητικό έργο του Καρυωτάκη, παρόλο όμως, το τραγικό του αδιέξοδο, σαν άλλος παλαιός Εκκλησιαστής, ενώ βλέπει την ματαιότητα των πάντων, «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», αυτό το «συναχωμένο ποντικάκι», με χιουμοριστική διάθεση, σκυθρωπά ενίοτε σαρκαστικός, ανερμήνευτος και γεροπαράξενος, μαραμένος από τους κεραυνούς του ατομικού του επερχόμενου θανάτου, σαρκάζει την ανία του περιπαίζοντας την ζωή, σαρκάζει τους ανθρώπους και τους περιπαίζει με μεγάλη άνεση και ευκολία, ρίχνει την χωλή του σε ποιητικά πρόσωπα γνωστά της εποχής του, δημοσιεύει ποιήματά του δε διάφορα περιοδικά, αφιερώνει άλλα, στέλνει ανταποκρίσεις, στέλνει εξώδικες διαμαρτυρίες σε περιοδικό δες «Νουμά», που δεν ανακοίνωσε την έκδοση της ποιητικής του συλλογής, γίνεται φαρσέρ καθημερινών στιγμών ζωής και βίου καθωσπρέπει οικογενειών και ατόμων, γράφει νούμερα επιθεωρήσεων με σκοπό το θεατρικό τους ανέβασμα, ερωτοτροπεί με γυναικείες υπάρξεις της εποχής του και τις σαρκάζει ταυτόχρονα, μένοντας κατά βάθος απαθής και αδιάφορος, στα ερωτικά τους καλέσματα. Αρνείται την στενότερη σχέση και ερωτική συμβίωση με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη,(τα γράμματά της μας φανερώνουν περισσότερο τον τρόπο που εκείνη τον αντίκριζε, το πως εκείνη τον φανταζόταν), αλληλογραφεί με παλιά εφηβική του, στενή φίλη, ταξιδεύει στο εξωτερικό, μεταφράζει Γάλλους κυρίως, ποιητές και εξακολουθητικά δημοσιεύει ποιήματά και πεζά του σε γνωστά έντυπα της εποχής. Γίνεται συνεκδότης σατιρικού περιοδικού «Η Γάμπα», με δυο λόγια, με αποκαλυπτική ψυχική εντιμότητα, δίνει αναστολή στην επερχόμενη αυτοκτονία του.
Ο Καρυωτάκης, μας φανερώνει την μη ανίχνευση της ατομικότητάς του, όπως και σε αρκετά από τα ποιήματά του, την οχυρωματική του ασπίδα. Τα μαλλιά του, πάντα κοντά, σε σημείο που να τονίζουν το σκελετώδες παρουσιαστικό του και τα κάπως μεγάλα αυτιά του. Τα χείλη σφιχτά και κάπως σαρκώδη, κρατούν τα μυστικά της ιδιοσυγκρασίας του, του κλειστού εαυτού του, δεν μας δείχνουν καν το τι κρύβει αυτό το στιγμιαίο χαμόγελο της αδιέξοδης ζωής του. Οι αμυδρές ρυτίδες επιβεβαιώνουν την εσωτερική του πάλι με τις σκοτεινές ερινύες του. Δεν μας φανερώνουν την χαρά της ζωής του, που έζησε τα φοιτητικά του χρόνια, τα ανέμελα σπουδαστικά του με τους φίλους και πνευματικούς του συνοδοιπόρους, τις ερωτικές του τσάρκες, τα πειράγματα στις συνομήλικες κοριτσίστικες και άλλες γυναικείες υπάρξεις με τις οποίες φλέρταρε, και σίγουρα, τον παρασημοφόρησαν με την ωχρά σπειροχαίτη. Άδοξοι οι έρωτες του Καρυωτάκη, ατελέσφοροι, άγονες γυναικείες αγάπες, όπως γεμάτες θάνατο υπήρξαν οι θηλυκές αγάπες, ενός άλλου θανατολάγνου αμερικανού ποιητή, του γνωστού μας Έντγκαρ Άλλαν Πόε, που γνώριζε και εκτιμούσε ποιητής. Ενός Αμερικανού δημιουργού, που όσες γυναίκες αγάπησε του πέθαναν. Αντίθετα, το στρογγυλό και καθαρό αν και μελαγχολικό μεγάλο πρόσωπο, του άλλου αυτόχειρα ποιητή του μεσοπολέμου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, μας αποκαλύπτει την τραγική μεν φύση του προσώπου, αλλά και την έντονη σαρκολατρεία του, τον ηδονισμό του, το πάθος του για τους νεαρούς λαϊκούς άντρες της εποχής του. Τα ντελικάτα αρσενικά που απέχουν αρκετά, από τα μάτσο μπαρότεκνα, των Τσαρουχικών εικαστικών παραστάσεων. Οι γυναικείες φιγούρες στα κείμενα του Καρυωτάκη μάλλον περισσότερο διακωμωδούνται, σαρκάζονται, όπως σαρκαστική είναι και η θέση του απέναντι στην θηλυκή φύση. Το μέτωπό του μεγάλο και καθαρό, υποδηλώνει τον διανοούμενο, το σκεπτόμενο, το προβληματισμένο άτομο. Το άτομο, που προσπαθεί να συμφιλιώσει το ενθάδε της σκληρής και θρυμματισμένης ζωής του με το επέκεινα των ονειροφαντασιώσεών του. Τα φρύδια σφικτά και πυκνά, δεν είναι τα γαϊτανόφρυδα των ερωτικών νέων της εργατικής τάξης, που θα εικονογραφούσε ποιητικά-μεταγενέστερα-ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ένας τροβαδούρος ποιητής της αριστεράς και του διαρκούς κομματικού αγώνα, που ύμνησε το αντρικό σώμα μέσα στο έργο του, το εξέθεσε στους ερωτικούς ανέμους και για να μην πουντιάσει, το σκέπασε με την αριστερή επαναστατική αχλή, το έντυσε με αγωνιστικές περγαμηνές και ηρωικά εργατικά ανδραγαθήματα, όμως, πίσω από την επαναστατική αριστερή μπέρτα, κρύβεται το αντρικό σώμα, γυμνό, ερωτικό, ποθητό, προκλητικό, επιβλητικό, στιβαρό, ρωμαλέο, δασύτριχο σαν αρχαίο ερωτικό κάλεσμα ηδονικών αγαλμάτων. Η Καρυωτακική μύτη στέκει ευθεία με τα ρουθούνια ανοιχτά, κρατά την συμμετρία του προσώπου, σαν να θέλει κρύψει το κρανίο θανάτου, που είναι έτοιμο να σπάσει τους ιστούς του δέρματος και να βγει στην επιφάνεια του φωτός και της σκιάς της ζωής. Το πηγούνι μεγάλο προέρχεται από τα κληρονομικά χαρακτηριστικά. Απομένουν τα μάτια, όχι τα σαπφείρινα που θα έλεγε ένας άλλος ποιητής, ο Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά τα σκοτεινά, τα κάπως ύπουλα μέσα στην γενική τους αοριστία, τα αδιάφορα προς εμάς και τους γύρω του, τα σκυθρωπά και ειρωνικά, τα ασαφή στην εστίασή τους, χωρίς πάντα οπτικό προσδιορισμό. Τα μάτια του Καρυωτάκη, συνήθως δεν κοιτούν εσένα κατά πρόσωπο, αλλά το πίσω από εσένα, στοχεύουν το άπειρο, το σκοτεινό μέλλον, τη σκιώδη πλευρά της ζωής, τους επαναλαμβανόμενους κύκλους του ανθρώπινου θανάτου. Οι μαύροι και σκοτεινοί οφθαλμοί του μας δείχνουν το αβέβαιο μέλλον του, αλλά και τον σαρκασμό της δικής μας ζωής, προσδιορίζουν προς τα που κοιτά ο ποιητής με σταθερή σαφήνεια. Τα μάτια, λένε οι αρχαίοι ποιητές, είναι ο καθρέπτης της ψυχής του ανθρώπου. Είναι το φως ή το σκοτάδι που κρύβουμε μέσα μας. Το άγνωστο κενό που κουβαλάμε εντός μας, ή η συναισθηματική πλήρωση της τυχαίας ύπαρξής μας. Το τυχαίο αινιγματικό γεγονός, που καθόρισε την πνοή της ατομική μας πορείας. Τα μάτια δεν ξεκλειδώνουν εύκολα τα μυστικά της ψυχής, δεν αφήνουν τους ψυχοκάπηλους να εισέλθουν εντός της. Τα Καρυωτακικά μάτια, δεν απομονώνουν το υπόλοιπο σώμα του από αυτά, δεν διαμερισματοποιούν ότι ονομάζουμε ψυχή με αυτό που αναγνωρίζουν οι αισθήσεις μας ως σώμα. Το βλέμμα του ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη, είναι ο εν διάρκεια θάνατός του. Είναι αυτό που σημαδεύτηκε από μοίρα σκοτεινή και δίβουλη, μοίρα κακιά, και…-που τραγουδά η Φλέρυ Νταντωνάκη, στο μουσικό κομμάτι του Μάνου Χατζιδάκι. Το βλέμμα του Καρυωτάκη, δεν είναι το ύστερο βλέμμα των νεκρών, η κατοπινή παγωμένη αύρα τους με την οποία ατενίζουν τον κόσμο των ζωντανών, χαραγμένη πάνω στο ψυχρό και μάρμαρο, είναι η ίδια η νεκρή ψυχή του, είναι ο εν αναστολή θάνατός του, το παγωμένο και ξηρό οπτικό άγγιγμα με το οποίο κοιτά και αισθάνεται τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του, το περιβάλλον του. Το βλέμμα του Καρυωτάκη δεν έχει κοντινό εστιασμό, δεν κουβαλά εμπειρίες χαράς, ζωής ανέφελης, στιγμές ξενοιασιάς, αλλά παραμένει απροσδιόριστο και απλανές, ή μάλλον έχοντας επίγνωση τι διαρκώς γύρω του αντικρίζει, που οφείλει, να οδηγήσει το ίδιο το υποκείμενο που παρατηρεί. Το βλέμμα του Καρυωτάκη είναι η απουσία του, η απομάκρυνση του ίδιου του ατόμου από τα λειτουργικά ζώπυρα της ζωής του. Δεν είναι βλέμμα λαχανιασμένο, είναι βλέμμα κουρασμένο, ταλαιπωρημένο, βασανισμένο, όπως είναι κάθε βλέμμα ανθρώπινης ύπαρξης που οντολογικά αναμετρήθηκε από πολύ νωρίς με το φαινόμενο του θανάτου, που από νεαρή ηλικία αναμετρήθηκε στα αλώνια των προσωπικών του αδιεξόδων και ηττήθηκε. Δεν υπάρχουν μαρμαρένια αλώνια για τον ποιητή, δεν υπάρχει σύντροφος Διγενής που θα του συμπαρασταθεί στον αγώνα του με τον μαύρο καβαλάρη, δεν υπάρχει φύλακας άγγελος που θα τον προστατεύσει από τα βέλη του δρεπανοφόρου καβαλάρη. Ο Καρυωτάκης αντίκρισε την ασχήμια της ζωής, την βρήκε πικρή και την βλαστήμησε για να παραφράσω, την γνωστή ρήση του γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ. Την βλαστήμησε, με τον τρόπο που γνωρίζουν παραδοσιακά οι Έλληνες, δηλαδή βούτηξε μέσα στο αινιγματικό της έρεβος και δεν αναδύθηκε στην επιφάνεια ξανά. Έκτοτε, έπαψε να χρονολογεί τις στιγμές της ζωής του, αρνήθηκε να σαβανωθεί με τα πέπλα του πολιτισμού της εποχής του, αναδημοσίευε συνεχώς το στίγμα του προσωπικού του θανάτου. Γι’ αυτό και η ατομική του στάση μας είναι ακόμα και σήμερα ανεξήγητη, παραμένει μυστηριώδης, αινιγματική, απροσδιόριστη μέσα στην δική της σκοτεινότητα. Δύσκολα μάλλον να επαληθεύσουμε τις ιδιαίτερες προσωπικές του αντιξοότητες ζωής, γνωρίζουμε με σχετική επάρκεια μόνον τις εργασιακές του διώξεις και δημοσιοϋπαλληλικές του μεταθέσεις, από καρεκλοκένταυρος διοικητικούς υπαλληλίσκους της εποχής του, που προΐστανται διοικητικά του ποιητή. Γνωρίζουμε ότι έπασχε μάλλον, από αφροδίσιο νόσημα, όπως έγραψαν κριτικοί του έργου του, και αναφέρει ο ίδιος σε ποίημά του με τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» όπου μια γυναικεία φιλική του ύπαρξη: «…Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,/ στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν/ γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη/ κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.». Η Μπωντλαιρική ποιητική αυτοαναφορικότητα είναι διάχυτη μέσα στο έργο του Καρυωτάκη, επικρατεί ένας διαλυτικός σκεπτικισμός καθώς συνεχώς και σταθερά περιδιαβαίνει τα Άνθη του Κακού της ζωής και ίσως και της ποιητικής Τέχνης. Η ματαιότητα των εγκοσμίων κοχλάζει μέσα στο ποιητικό έργο του Καρυωτάκη, παρόλο όμως, το τραγικό του αδιέξοδο, σαν άλλος παλαιός Εκκλησιαστής, ενώ βλέπει την ματαιότητα των πάντων, «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», αυτό το «συναχωμένο ποντικάκι», με χιουμοριστική διάθεση, σκυθρωπά ενίοτε σαρκαστικός, ανερμήνευτος και γεροπαράξενος, μαραμένος από τους κεραυνούς του ατομικού του επερχόμενου θανάτου, σαρκάζει την ανία του περιπαίζοντας την ζωή, σαρκάζει τους ανθρώπους και τους περιπαίζει με μεγάλη άνεση και ευκολία, ρίχνει την χωλή του σε ποιητικά πρόσωπα γνωστά της εποχής του, δημοσιεύει ποιήματά του δε διάφορα περιοδικά, αφιερώνει άλλα, στέλνει ανταποκρίσεις, στέλνει εξώδικες διαμαρτυρίες σε περιοδικό δες «Νουμά», που δεν ανακοίνωσε την έκδοση της ποιητικής του συλλογής, γίνεται φαρσέρ καθημερινών στιγμών ζωής και βίου καθωσπρέπει οικογενειών και ατόμων, γράφει νούμερα επιθεωρήσεων με σκοπό το θεατρικό τους ανέβασμα, ερωτοτροπεί με γυναικείες υπάρξεις της εποχής του και τις σαρκάζει ταυτόχρονα, μένοντας κατά βάθος απαθής και αδιάφορος, στα ερωτικά τους καλέσματα. Αρνείται την στενότερη σχέση και ερωτική συμβίωση με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη,(τα γράμματά της μας φανερώνουν περισσότερο τον τρόπο που εκείνη τον αντίκριζε, το πως εκείνη τον φανταζόταν), αλληλογραφεί με παλιά εφηβική του, στενή φίλη, ταξιδεύει στο εξωτερικό, μεταφράζει Γάλλους κυρίως, ποιητές και εξακολουθητικά δημοσιεύει ποιήματά και πεζά του σε γνωστά έντυπα της εποχής. Γίνεται συνεκδότης σατιρικού περιοδικού «Η Γάμπα», με δυο λόγια, με αποκαλυπτική ψυχική εντιμότητα, δίνει αναστολή στην επερχόμενη αυτοκτονία του.
Η
ποιητική φωνή του Καρυωτάκη, είναι η ίδια η πνοή της πρόσκαιρης και ματαιωμένης
ζωής του, είναι ίσως η μόνη του θα γράφαμε, οργασμική του διάθεση, είναι ο
προσωπικός του οργασμός που οργανώνει σε στάση ζωής αυτό που ο στίχος του λέει:
«Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις….». Η ποίηση για τον Καρυωτάκη, είναι το
προσωπικό μας καταφύγιο, «το καταφύγιο που φθονούμε», μέσα από αυτό το
προσωπικό του ποιητικό καταφύγιο, ο Καρυωτάκης τραγουδά την ατομική του χίμαιρα
αλλά και της δικής μας ζωής. Τραγουδά τις ενθυμίσεις μας που μας πονούν, που
μας λογχίζουν την ψυχή και την μνήμη, που διατηρούν ανοιχτές τις πληγές μας,
μια και τα προσωπικά του καθενός μας φαντάσματα, παραμένουν οι αιώνιοι
σύντροφοί μας. Αυτά τα καθοριστικά του καθενός μας ξεχωριστά και ιδιαίτερα
φαντάσματα και εφιάλτες, που είναι η μόνη μας παρηγοριά στον καθημερινό μας
βίο, η σταθερή συντροφιά που αφήνει το ίχνος της στο υγρό μαξιλάρι του
σκοτεινού ύπνου μας. «Θέλω να φύγω πια από ‘δω, θέλω να φύγω πέρα,/ σε κάποιο
τόπο αγνώριστο και νέο,/ θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα…» γράφει
καθώς σωματώνει μέσα στο έργο του «μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες και
λύπες, άθλιες με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα….» και την διέξοδο του, την
Ποίηση. Μόνο που καθώς εμβαθύνει και στα δικά της μυστικά και μικροχαρές,
αντιλαμβάνεται και την δική της χρεωκοπία, και την δική της μάταιη προσπάθεια.
Η
περίπτωση του ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη και του έργου του, φέρνει στο νου μας
την ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα, και την φημισμένη του ταινία
«Ραν», και ιδιαίτερα το πλάνο όπου ο τυφλός ήρωας βρίσκεται στην άκρη του
γκρεμού έτοιμος να πέσει, κρατώντας στο χέρι του ένα ειλητάριο με την εικόνα
του Βούδα, που καθώς πέφτει στο κενό ξετυλίγεται και μας δείχνει το πρόσωπο του
Βούδα να μειδιά αινιγματικά και σιωπηλά. Αυτό είναι το φαινόμενο Καρυωτάκη, που
δεχόμενοι την άποψη του ποιητή Γιάννη Γρυπάρη, ότι: «κάθε εποχή βρίσκει τον
αντιπρόσωπό της….», ο ποιητής Κώστας Γ. Καρυωτάκης είναι ο πιο αυθεντικός
πνευματικός εκπρόσωπος της εποχής του, αλλά και μετά βεβαιότητας θα σημειώναμε
είναι αυτός που σταθερά μαζί με την Καβαφική ποιητική φωνή-κάτω από άλλους
φιλοσοφικούς και πολιτικούς παραμέτρους-εξακολουθεί να είναι και εκπρόσωπος της
εποχής μας. Το ψυχικό του σθένος, έστω και αν οδηγήθηκε στην αυτοκτονία,
υπερβαίνει την εποχή του και τους ανθρώπους της, ο ποιητικός του λόγος έφθασε μέχρι τα όρια της άρνησής του, οδηγήθηκε στην αυτοκατάργηση της ίδιας της ποιητικής
διαδικασίας. Με την ποίηση του Κώστα Γ. Καρυωτάκη, η ελληνική ποίηση γνώρισε τα
αδιέξοδά της, τα όριά της, τις δυνατότητές της, την αμφισημία των διακηρύξεων
της, την φρούδα ελπίδα των οραμάτων της, την τραγική εκδοχή της, είδε ίσως για
πρώτη φορά στον πολιτισμικό καθρέπτη το πρόσωπό της και απομαγεύτηκε, αντίκρισε
τα κουρέλια της, τις κατεψυγμένες μυθολογίες της, τις σαβανωμένες θεολογικές
της προθέσεις, τις ιδεολογικά κοινωνικά μισθοφόρες επιταγές της. Η Καρυωτακική
προσωπική Μοίρα, μάλλον γίνεται και Μοίρα πορείας ολόκληρου του Ελληνικού
ποιητικού σώματος, μέχρι την εμφάνιση της ελπιδοφόρας αναπτέρωσής της από τον
ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Αυτός είναι ο μοιραίος κύκλος του αρχάγγελου βλάσφημου
ποιητή της ήττας και της απαισιοδοξίας, που βγαίνει μετά από τον Μεγάλο Πόλεμο
και κυκλώνει το ποιητικό σώμα.
Ο ποιητής
Κώστας Γ. Καρυωτάκης, αυτός ο Τριπολιτσιώτης γιος μιας τρίτεκνης εύπορης και
ίσως συντηρητικής παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας της επαρχίας, της εποχής
του μεσοπολέμου, άφησε τα ίχνη του όχι μόνο με την σφαίρα που σημάδεψε την
καρδιά του στην Πρέβεζα, εκείνο το μοιραίο απόγευμα της 21ης Ιουλίου
του 1928, αλλά με τα πικρότερα παράλληλα με την ζωή του ποιήματά του. Άφησε τα
πνευματικά του ίχνη με την διαρκή και σαρκαστική του στηλίτευση των πάσης
φύσεως κοινωνικών, πολιτικών, διοικητικών και πνευματικών αθλιοτήτων της ψωροκώσταινας
πατρίδας μας. Στηλίτευσε την μασκαρεμένη δήθεν κοινωνική αυθεντικότητα της εποχής
του, διακωμώδησε την κουφότητα των δήθεν αυθεντικών αισθημάτων, προκάλεσε με τον
λόγο του, τις μοδάτες ποιητικές αυθεντίες, θρυμμάτισε τον καθρέπτη που πάνω του
δαφνοστεφανώνονταν οι κάθε λογής παρατρεχάμενοι της εξουσίας και της δημόσιας
διοίκησης, ράγισε τις βεβαιότητες του ποιητικού λόγου, αμαύρωσε τις επαναστατικές
αριστερές ιδεολογικές αναφορές, με την στάση του, τόσο απέναντι στην ζωή όσο
και απέναντι στον θάνατο. Με την αυτοκτονία του, μεθόδευσε και τον εξαγνισμό των
μετέπειτα πνευματικών συνειδήσεων. Η επίδρασή του υπήρξε άμεση, αρνητική στην
αρχή, αλλά υμνητική και μεθοδικά θετική κατόπιν. Δέκα χρόνια μετά την φυγή του,
εκδόθηκαν τα «Άπαντά του», και έκτοτε, η σεισμική τομή που έφερε ο λόγος του, γέμισε
με Καρυωτακικά άνθια.
Ο ποιητής
Κώστας Γ. Καρυωτάκης, δεν παρέμεινε σύγχρονος μόνο μέχρι την δική μου γενιά,
γενιά του 1980, αλλά συνεχίζει να τροφοδοτεί με τους στίχους του, την
ατμόσφαιρα της ποίησής του, τις εικόνες και το φάσμα των ενδιαφερόντων του και
τον ηρωικό μηδενισμό του, τους νεότερους δημιουργούς. Ο φόβος και η αμηχανία της
αυτοκτονίας του, έδωσαν την θέση τους στην σαρκαστική ελπιδοφορία της ζωής,
τροφοδότησαν με ειρωνική διάθεση τον καταγγελτικό επαναστατικό λόγο των νέων
δημιουργών. Έγινε η αφορμή, να γράψουν και να του αφιερώσουν πολλοί σύγχρονοι
δημιουργοί ποιήματά τους, να γυριστεί σε σίριαλ η ζωή του, και να γραφούν πολύ
ενδιαφέρουσες μελέτες για το έργο του. Ακόμα και στις μέρες μας προκαλεί
δημόσιους πνευματικούς και συγγραφικούς διαξιφισμούς.
Ο ποιητής
Κώστας Γ. Καρυωτάκης, αν και αινιγματικός και σκοτεινός μέσα στις φωτογραφίες
που τον απεικονίζουν στον σύντομο ιστορικό του χρόνο, είναι κατά βάθος
πολύ πιο ανθρώπινος και ζεστός σαν παρουσία από άλλους πνευματικούς
δημιουργούς. Παρέμεινε ένα ανοιχτό στον χρόνο και την ζωή αίνιγμα που συνεχώς
επανερχόμαστε με πείσμα, με εκτίμηση και σεβασμό σε αυτό, με αμφιβολία ίσως,
αλλά βουτηγμένοι στο παράλογο της ίδιας μας της ζωής αγκαλιά με τα ποιήματά
του. Ο Καρυωτάκης, δεν είναι ωσεί παρών σαν κάποιους άλλους μεγαλόσχημους και
διάσημους ποιητές μας, αλλά αυθεντικά παρών, μέσα στα σύγχρονα κοινωνικά και
πνευματικά αδιέξοδά μας, και κατά πάσα πιθανότητα και στο άμεσο μέλλον μας. Και
στις μέρες μας, τα ποιητικά του χείλη, «Τώρα τα χείλη μου… ανοίγονται στο γέλιο
των αιώνων», όπως σημειώνει με σαρκασμό. Ο ποιητικός του λόγος μπόλιασε τους επιγόνους
του και τροφοδότησε αθόρυβα τους σύγχρονους ποιητές. Η διάρκεια του ποιητή
Κώστα Γ. Καρυωτάκη μέσα στον ελληνικό ποιητικό δημιουργικό χρόνο, ευτυχώς
ξέφυγε από την εμπορική εκδοτική σκοπιμότητα του Κωνσταντίνου Καβάφη, την
ιδεολογική-κομματική επιβολή του βάρδου της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, την Νομπελίστικη
εκδοτική επιταγή του Γιώργου Σεφέρη ή του Οδυσσέα Ελύτη. Το Καρυωτακικό σώμα,
το καθαρά ατομικό του ποιητικό σώμα, έμεινε ένας φάρος μοναχικός αλλά όχι μη
επισκέψιμος, όλα τα κατά καιρούς κουρασμένα και μοναχικά ποιητικά γλαροπούλια,
τα ασυμβίβαστα και μη προσαρμοστικά στα κάθε είδους συστήματα, ξεκουράζονται
στα βράχια του, και το φως του, κυλά στις φλέβες της ελληνικής ποίησης, όχι
παραπλανητικά διαφημισμένο ή μη αναγνωρίσιμο αλλά σαν ένα διαρκές ευδόκιμο
ποιητικό υπόμνημα της ελληνικής κοινωνίας και τέχνης.
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ
Δικά
μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά.
Μιλούνε,
μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα
δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα
δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.
--
Πηγαίνουν
με χαμόγελο πικρό,
αφού
τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο
και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη
νάν τα ‘χουν όταν θα νυχτώσω.
--
Τον
ουρανόν ορίζουνε, τη γη.
Όμως
ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και
πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοί
μητέρα
που γνωρίσανε τη Λύπη.
--
Το
γέλιο του απαλότερου σκοπού,
το
πάθος μάταια χύνω του φλαούτου΄
είμαι
γι’ αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε
την αγάπη του λαού του.
--
Και
ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ
δεν
παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού
κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ΄
Λήθη,
το πλοίο σου φέρε μου να πλένε.
Υ.
Γ.
Προσθέτω εδώ, μερικά ελάχιστα ακόμα βιβλιογραφικά στοιχεία για τον Κώστα
Καρυωτάκη, αυτόν τον μελαγχολικό πιερότο της ποίησής μας, που δεν κατέγραψα στο
προηγούμενό μου σημείωμα.
• Τέλλος Άγρας, Άπαντα-Κριτικά, Ποιητικά Πρόσωπα και Κείμενα, τόμος Β΄, εκδ. Ερμής
1981, φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος.
(περιέχει τα κείμενα του Άγρα στην Εγκυκλοπαίδεια και στα περιοδικά)
(περιέχει τα κείμενα του Άγρα στην Εγκυκλοπαίδεια και στα περιοδικά)
• Γιώργος Αράγης, Η Μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής
ποίησης, εκδ. Σοκόλη 2006
• Αλέξανδρος Αργυρίου, εφ. Το Βήμα 20/11/1971, «Τα
πλαίσια ενός ανθρώπου και ενός έργου
• Μάρκος Αυγέρης, Θεωρήματα, β΄ έκδοση, εκδ. Ίκαρος
1972
(περιλαμβάνει το κείμενο «Ο πεσσιμισμός στην ελληνική ποίηση»,
περιλαμβάνει το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης
τχ.13/1,1956)
• Νάσος Βαγενάς, Η Παραμόρφωση του Καρυωτάκη, β΄ έκδοση
επαυξημένη, εκδ. Μικρή Άρκτος 2015
• Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά-Κριτικά, Β΄, εκδ. Κέδρος χ. χ., έκδοση Α΄1958
• Τάσος Βουρνάς, "Φαινόμενα "Διαλεκτικού" Εκλεκτικισμού. Ο κ. Μανόλης Λαμπρίδης και η Παρακμή", περ. Επιθεώρηση Τέχνης τχ. 8/8,1955, σ.120-125
• Δημήτρης Γιάκος, λήμμα, στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 8ος, εκδ. Χάρη Πάτση
• Δημήτρης Γιάκος, λήμμα, στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 8ος, εκδ. Χάρη Πάτση
• Δημήτρης Γιάκος, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, εφ. Η
Βραδυνή 22/7 και 1/8/και 15/8 και29/8 και 9/9/1968 (το κείμενο δημοσιεύτηκε και
στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1226)
• Γιάννης Δάλλας, Ευρυγωνία. Δοκίμια για την ποίηση
και την πεζογραφία, εκδ. Νεφέλη 2000
(Φιλύρας-Καρυωτάκης: Δύο αλληλοσυμπληρωματικοί αντίποδες)
• Γιάννης Δάλλας, περ. Δοκιμασία τχ. 1/5,6,1993
(οι λύσεις του Καρυωτάκη και η μεταπολεμική γενιά της
λογοτεχνίας)
• Γιάννης Δάλλας, περ. Ενδοχώρα τχ. 34-35/1965
(η διάρκεια
του Καρυωτάκη)
• Γιώργος Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία, εκδ. Εστίας 1994
• Γιώργος Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία, εκδ. Εστίας 1994
•Βασίλης Καββαθάς, Το άλογο και το παράλογο. Πως
υποδέχτηκαν τους «μεγάλους» οι κριτικοί. εκδ. Στάχυ χ.χ.
• Θόδωρος Καρζής, Η Σάτιρα και η Παγκόσμια Ιστορία της,
εκδ. Καστανιώτη 2005
• Μπάμπης Δ. Κλάρας, Γνωριμία παλαιών και σύγχρονων
ποιητών, εκδ. Ι. Σιδέρης 1980
• Διονύσης Καψάλης, Τα Μέτρα και τα Σταθμά. Δοκίμια
για τη Λυρική Ποίηση, εκδ. Άγρα 1998
(Κ. Γ.
Καρυωτάκης: Το φάσμα του ήχου, και Ο Καρυωτάκης και η τέχνη της ποιητικής
μετάφρασης)
• Διονύσης Καψάλης, Στον Καιρό, εκδ. Άγρα 2002
(Χειμωνιάτικα Λόγια)
• Ηλίας Κεφαλάς, Το χαμένο ποίημα, κείμενα για την
ποίηση, εκδ. Λογείον 2009
• Δημήτρης Κοσμόπουλος, Τα όρια της φωνής, εκδ.
Κέδρος 2006
(Τα όρια της
σιγής)
• Λουκάς Κούσουλας, Μετά τα Φιλολογικά. Δοκίμια, Μια
επιλογή, εκδ. Νεφέλη 2006
(Ποιητική
του Καρυωτάκη)
• Μανόλης Λαμπρίδης, Παλαιά και Νέα Ποίηση, εκδ.
Ύψιλον 1981
• Μανόλης Λαμπρίδης, "Il Grand Rifiuto"(Καβάφης/Βάρναλης/Καρυωτάκης, και η Παρακμή), περ. Επιθεώρηση Τέχνης τχ.7/7,1955, σ.29-42
• Μανόλης Λαμπρίδης, "Il Grand Rifiuto"(Καβάφης/Βάρναλης/Καρυωτάκης, και η Παρακμή), περ. Επιθεώρηση Τέχνης τχ.7/7,1955, σ.29-42
• Βύρων Λεοντάρης, Κείμενα για την Ποίηση, εκδ.
Νεφέλη 2001και το ίδιο στο Δοκίμια για την Ποίηση, εκδ. Έρασμος 1985
(δημοσιεύονται οι γνωστές θέσεις του Λεοντάρη που είχαν πρωτοδημοσιευτεί,
στο περιοδικό Σημειώσεις 1973)
• Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Πίσω Μπρος, Προτάσεις και
υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδ. στιγμή 1986
(στο
Οδυσσέας Ελύτης-Η ποιητική αισιοδοξία)
• Δημήτρης Νικολαρεϊζης, δοκίμια κριτικής, β΄έκδοση, εκδ. Πλέθρον 1983, επιμέλεια Αλέξης Ζήρας. Α΄έκδοση Γ. Φέξης 1962
• Δημήτρης Νικολαρεϊζης, δοκίμια κριτικής, β΄έκδοση, εκδ. Πλέθρον 1983, επιμέλεια Αλέξης Ζήρας. Α΄έκδοση Γ. Φέξης 1962
• Γιώργος Δ. Παγανός, Μοντερνισμός και Πρωτοπορίες,
εκδ. Σαββάλας 2003
• Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα,
τόμος Ε΄, εκδ. Αετός 1948
(περιέχει τα κείμενά του στα περιοδικά. Η τραγωδία της Μοναξιάς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης)
(περιέχει τα κείμενά του στα περιοδικά. Η τραγωδία της Μοναξιάς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης)
• Γιάννης Παπακώστας, Η έρευνα και οι Ερμηνευτικές της
Εκδοχές, Μελέτες για Συγγραφείς και Κείμενα, εκδ. Πατάκη 2002
(Η «ελεεινή
μνήμη» του ποιητή)
• Γιάννης Παπακώστας, Ιχνηλασίες, Φιλολογικά
Μελετήματα, εκδ. Πατάκη 2003
(ο ποιητής
και ο έρως. Με ρώτησε, ένα άγνωστο ποίημα του Καρυωτάκη)
• Κώστας Ιω. Παπανικολάου, Η Μπαλάντα, εκδ. Εστία
χ.χ.
• Μήτσος Παπανικολάου, Κριτικά, εκδ. Πρόσπερος 1980
(περιέχει το κείμενο στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα τχ.69/26-3-1938)
• Μήτσος Παπανικολάου, Κριτικά, εκδ. Πρόσπερος 1980
(περιέχει το κείμενο στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα τχ.69/26-3-1938)
• Κώστας Παππάς, Παράλληλα νεοελληνικά ποιήματα,
εκδ. Γρηγόρη 2000
(τα κείμενα:
« Καρυωτάκης-Ρίτσος-Κατσαρός», και «Ο Πόνος και η Τέχνη στην ποίηση των Κ. Π. Καβάφη,
Κ. Γ. Καρυωτάκη, Γ. Ρίτσου και Γιώργου Σεφέρη)
• Νίκος Παππάς, Αισθητικά Κριτικά. Περίοδος Α, εκδ.
Καρανάση 1987
(Το τέλος
του Καρυωτακισμού)
• Μ. Μ. Παπαϊωάνου, "Φαινόμενα Ακμής και Παρακμής στη Νεοελληνική Ποίηση", περ. Επιθεώρηση Τέχνης τχ.2/2,1955, σ.83-92
• Μ. Μ. Παπαϊωάνου, "Φαινόμενα Ακμής και Παρακμής στη Νεοελληνική Ποίηση", περ. Επιθεώρηση Τέχνης τχ.2/2,1955, σ.83-92
• Νικήτας Παρίσης, κριτικές δοκιμές, εκδ. Δόμος 1986
• Τίτος Πατρίκιος, Κώστας Καρυωτάκης, στο Σάτιρα και
Πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, εκδ. Εταιρεία
Σπουδών Σχολή Μωραίτη, 1979
• Στρατής Πασχάλης: εισαγωγή-επιλογή κειμένων, Όταν
οι άγγελοι περπατούν. Ανθολογία πεζού ποιήματος, εκδ. Μεταίχμιο 2007
• Μίμης Σουλιώτης, Σκόρπια-Μελετήματα Άρθρα και
Ποικίλα, εκδ. Τυπωθήτω 2000
(Καβάφης-Καρυωτάκης: βίοι υπάλληλοι)
• Κώστας Μ. Προυσής, Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι,
εκδ. Εστίας 1990
• Γιώργος Π. Σαββίδης, Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978),
εκδ. Ερμής 1978
• Γιώργος Π. Σαββίδης, Καστανόχρωμα, εκδ. Καστανιώτη
1989
• Γιώργος Π. Σαββίδης, Τράπεζα Πνευματική,
(1963-1993), εκδ. Πορεία 1994
(Ο
Καρυωτάκης ως συνεργάτης του περιοδικού «Έσπερος» της Σύρου)
• Γιώργος Π. Σαββίδης, Φύλλα Φτερά, Δοκιμές και
Δοκιμασίες (1989-1993), εκδ. Ίκαρος 1995
• Diana
Haas,
Το γέλιο του Καρυωτάκη, στον τόμο «Οι Ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη», εκδ. Εταιρεία
Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, Σχολή Μωραίτη 1998
• Πέτρος Σ. Σπανδωνίδη, Η Νεώτερη ποίηση στην Ελλάδα, εκδ. Ίκαρος 1955
• Βάσω Τοκατλίδου, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,
τόμος 4ος, Εκδοτική Αθηνών 1985
• Δημήτρης Τσάκωνας, Λογοτεχνία και Κοινωνία στον
Μεσοπόλεμο, εκδ. Κάκτος 1987
(Κ. Γ.
Καρυωτάκης. Ο καιρός δεν είναι απλώς για φτύσιμο, αλλά για θάνατο)
• Γ. Φιλιππόπουλος, Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής της
ανίας, εφ. Η Καθημερινή 20/9/1940
• Νίνος Χριστιανόπουλος, Συμπληρώνοντας Κενά. (Σολωμός-Καβάφης-Καββαδίας-Δούκας-Λαούρδας), εκδ. Ρόπτρον 1988
• Νίνος Χριστιανόπουλος, Συμπληρώνοντας Κενά. (Σολωμός-Καβάφης-Καββαδίας-Δούκας-Λαούρδας), εκδ. Ρόπτρον 1988
• Γιώργος Μονεμβασίτης-Έλενα Διάκου, Κατάλογος
Μελοποιημένης Ποίησης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Υμηττού. 21ο Φεστιβάλ
Υμηττού
Και από το βιβλίο του Γιώργου Π. Σαββίδη, κρίσεις
για τον Καρυωτάκη και το έργο του
Α) Βασίλης Ρώτας, Ελληνικά Γράμματα τχ. 5/15-2-1928
Γ) Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, εφ. Ελεύθερον Βήμα
21/2/1938
Δ) Γιώργος Θεοτοκάς, Νεοελληνικά Γράμματα τχ.
68/19-3-1938
ΣΤ) Φώτης Κόντογλου, Νεοελληνικά Γράμματα τχ.
75/23-4-1938
Ζ) Τίμος Μαλάνος, Κριτικά Δοκίμια, Αλεξάντρεια 1943
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, 23 Ιανουαρίου 2016
Πειραιάς, Σάββατο 23 Γενάρη 2016