Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Είναι 33.333 οι στίχοι της Καζαντζακικής Οδύσσειας;

 

Μία Καζαντζακική πρόσκληση για εξομολόγηση

«Ένας άνθρωπος των γραμμάτων είναι σαν ένα κομμάτι γης  όπου γίνονται ανασκαφές. Είναι πάντα κυριολεκτικά ανακατωμένος και ξέσκεπος».

                 Φρανσουά Μωριάκ

Υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι με τον έναν ή άλλον τρόπο, άμεσο ή έμμεσο είναι παρόντες στις αναζητήσεις και τα διαβάσματά σου από την στιγμή που μόνος σου ή κάποιος άλλος φιλαναγνώστης, τυχαία ή όχι σου τους γνώρισε, σε έφερε επαφή με τα βιβλία τους. Υπάρχουν έργα (ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, θεατρικά, δοκιμιακά, μελέτες, λογοτεχνικά ημερολόγια, αυτοβιογραφίες κλπ.) τα οποία δεν φεύγουν εύκολα από την μνήμη σου όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Εντυπώνονται έντονα μέσα σου, έστω και αν με την πάροδο του χρόνου των διαβασμάτων σου η προσωπική σου αναγνωστική βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται, συμπληρώνεται με νέες συγγραφικές φωνές, καινούργιες αναζητήσεις και τίτλους βιβλίων. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν και τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, αυτό αποδεικνύει το διαρκές και αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο του ακόμα και σήμερα, που διανύουμε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, το ενδιαφέρον μας για έναν έλληνα ποιητή και πεζογράφο, φιλόσοφο και λεξικογράφο, θεατρικό συγγραφέα και ταξιδιωτικό περιηγητή του προηγούμενου αιώνα είναι μεγάλο.  Θέλω να πιστεύω ότι τα έργα του που άγγιξαν την γενιά μου, τα διάβασαν, συνομίλησαν μαζί τους, επηρεάστηκε από τις ιδέες του, τις απόψεις του παρά τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν με την γλώσσα του, αυτήν την κακοτράχαλη δημοτική, την αμίλητη τουλάχιστον για τους αναγνώστες των μεγάλων αστικών κέντρων, που είχανε προσαρμοστεί σε μία γλωσσική προφορικότητα μυθιστορηματικού λόγου εντός και πέριξ της περιοχής του Κολωνακίου, κεντρίζουν και σήμερα το ενδιαφέρον των νεότερων και πολύ σύγχρονων συγγραφέων και αναγνωστικών γενεών. Την δική μου γενιά, δεν την τρόμαζε το πλήθος των βιβλίων του, πχ. ο όγκος της «Οδύσσειας», της «Αναφοράς στον Γκρέκο», τα διάφορα είδη και κατηγορίες στις οποίες ανήκαν αρκετοί τίτλοι του, αντίθετα μάλιστα, μας βοηθούσαν να αποκτήσουμε ένα αισθητικό κριτήριο, να γνωρίσουμε με ποιητικό τρόπο τι σημαίνει ελληνισμός, ελληνικότητα, πατρίδα, ιστορική συνέχεια, ελληνική παράδοση, ελλάδα, έλληνες, με τις αρετές και τα κουσούρια τους/ μας. Προμηθευόμασταν τις επιμελημένες επανεκδόσεις τους από διάφορους εκδοτικούς οίκους,-στα κατοπινά χρόνια προσφέρθηκαν σε φτηνή τιμή από την πολιτική εφημερίδα το «Έθνος». Οι αναγνωστικές γενιές μετά την μεταπολίτευση (μιλώ για την μετά του 1970 γενιά) του «οφείλουν» ένα μέρος του ανοίγματος της σκέψης και των πνευματικών οριζόντων των τότε εφήβων. Η μεγαλοστομία του δεν μας κούραζε, όπως αποδεχόμασταν την φωνή του ποιητή Κωστή Παλαμά το ίδιο και την δική του. Οι «άδειες» στέρνες της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας της γενιάς μου, γέμιζαν με τον δικό τους λόγο. Η πόλη του Πειραιά, στην πολιτιστική της διαδρομή, έχει αναδείξει και να μας προτείνει πλήθος σημαντικών και αξιόλογων ονομάτων τα οποία ασχολήθηκαν, έγραψαν μελέτες, έδωσαν διαλέξεις και ομιλίες, δημοσίευσαν άρθρα για το Νίκο Καζαντζάκη και τα έργα του. Συνήθως οι θέσεις τους είναι θετικές αλλά δεν απουσιάζουν και οι αρνητικές. Ας μην λησμονούμε το πέρασμα από την Πόλη μας του Νίκου Καζαντζάκη στα εφηβικά φοιτητικά του χρόνια των νομικών του σπουδών. Δυστυχώς, δεν κατόρθωσα μέχρι σήμερα να εντοπίσω το γεωγραφικό στίγμα της διαμονής του, όταν διέμενε στο πρώτο λιμάνι. Τα βιβλία του θέλω να πιστεύω ότι διαβάζονται και σήμερα ακόμα με τον ίδιο ζήλο, την ίδια θέρμη, δίχως απαγορευτικούς περιορισμούς και αποκλεισμούς. Το αναφέρω αυτό γιατί ακόμα και στα εφηβικά μου χρόνια-ως νεοσσός αναγνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας- θυμάμαι άτομα και πνευματικούς κύκλους οι οποίοι μας απέτρεπαν να τα διαβάσουμε. Τις ίδιες αποτροπές είχαμε και την περίοδο που ήταν να προβληθεί σε Πειραϊκό κινηματογράφο (Ζέα) η ταινία «Ο Τελευταίος Πειρασμός» του Μάρτιν Σκορτσέζε, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη. Αντίθετα είχαμε χαρεί την τηλεοπτική διασκευή στη μικρή οθόνη του έργου του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»  Υπήρχαν κύκλοι ατόμων που θεωρούσαν τα έργα του βαρύγδουπα, φλύαρα, ορισμένα δίχως οργανωμένη εσωτερική δομή, με ροπή προς τον φιλοσοφικό παρά τον καθαρό λογοτεχνικό λόγο, επαγγελματικές του συγγραφικές βιασύνες. Μια ατεχνία που καλύπτονταν από πολλαπλές επιστρώσεις λέξεων και εικόνων, επαναλήψεις. Βαριές κουβέντες, αρνητικές για τον ίδιο και την γραφή του, όμως τις ακούγαμε και τις διαβάζαμε μέσα στην απειρία μας, προσπαθώντας να αρθρώσουμε την δική μας γνώμη. Ορισμένα του ιδιωτικού του βίου δημοσιεύματα που αφορούσαν τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του σε πρωινή έγκυρη πολιτική εφημερίδα, μας είχαν προκαλέσει ενόχληση, θλίψη. Είμασταν αντίθετοι στην κοινοποίηση πολύ προσωπικών του στιγμών και μάλιστα, από άτομα του στενού του περιβάλλοντος. Υπήρχε φυσικά και η άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του έργου του, οι θαυμαστές του, και αυτούς προσπαθούσαμε να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να προσεταιριστούμε. Το επικολυρικό μεγαλόπνοο ποιητικό του έπος, την «Οδύσσεια», σπάνια την αναφέρανε. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι αναγνώστες της, ακούγαμε να αναφέρονται σε αυτήν, να την σχολιάζουν, να εκφέρουν γνώμες, συνήθως αρνητικές, ή θετικές απόψεις με ενστάσεις αλλά, υποψιαζόμασταν ότι δεν την είχαν εξ ολοκλήρου διαβάσει. Να μην θυμούνται κομμάτια της το καταλαβαίναμε αλλά να μιλούν για αυτό το κολοσσιαίο έπος, την «κραυγή του μελλοντικού ανθρώπου» κατά Καζαντζάκη και να την αγνοούν ήταν ενοχλητικό. Φυσικά λόγω απειρίας της νεότητος, άγνοιας, δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε αν είχανε διαβάσει το ογκώδες αυτό ποίημα, τις 24 Ραψωδίες της, τους 33.333 στίχους της. Η άποψη μου αυτή, εδραιώθηκε όταν ένα πολιτιστικό σωματείο- ομάδα (;) της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά την εποχή εκείνη, διοργάνωσε εκδήλωση σε μία υπόγεια αίθουσα για την περίπτωση Καζαντζάκη και την παρακολούθησα. Μεταγενέστερα και σε άλλες αίθουσες μεγαλόσχημων της τέχνης και της θρησκείας. Ακόμα και εγώ ο αδαής καταλάβαινα ότι οι ομιλητές δεν την είχαν διαβάσει και όμως μιλούσαν θετικά ή αρνητικά για το τιτάνιο αυτό ποιητικό έπος, που, όπως φαίνεται, για αρκετές δεκαετίες βυθίστηκε στην αδιαφορία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού από τον πρώτο καιρό που εκδόθηκε και ο ίδιος ο συγγραφέας το μοίραζε από χέρι σε χέρι σε αριθμημένα αντίτυπα στους φίλους και πνευματικούς του συντρόφους. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, ένα τόσο ογκώδες έργο που ζυγίζει πάνω από 20 κιλά και περιέχει στις σελίδες του αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, σε τρομάζει, σε αποθαρρύνει η όψη του, χρειάζεσαι γερές αντοχές και μεγάλη επιμονή και επιμονή να το πλησιάσεις και να το διαβάσεις. Είναι το ερώτημα που διατυπώνει ο θεατρολόγος και κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος, στο κείμενό του «Ποιος φοβάται τις λέξεις;» σελ. 157-. Βλέπε «Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη» Επιλογή Κριτικών Κειμένων, Επιμέλεια Roderick Beaton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011. Στην δεύτερη ενότητα, «Ο ποιητής της Οδύσσειας». Και ενδέχεται, ακόμα και στις μέρες μας, να υπάρχουν πολλοί που φοβούνται αυτό το λεκτικό και φραστικό κελάρυσμα του ποταμού της δημοτικής γλώσσας του Νίκου Καζαντζάκη. Στο εξωτερικό, μετά την μετάφρασή του από τον ποιητή και δάσκαλο της αγγλικής ποίησης Κίμωνα Φράιερ, η πορεία της αναγνώρισής του και της ανάγνωσής του ήταν διαφορετική, ανοδική. Ακόμα και σήμερα όπως μας δείχνουν τα στοιχεία το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού-αυτών που διαβάζουν και ασχολούνται- είναι μεγάλο. Ο Φράιερ άνοιξε το δρόμο και του το οφείλει η ελληνική γραμματεία, φυσικά, ακολούθησαν και άλλοι νεότεροι μελετητές και μεταφραστές του Καζαντζακικού έργου ανά την υφήλιο. Η οικουμενικότητα των Ομηρικών Επών συνάντησε- συνέπλευσε- με την παγκοσμιότητα της Καζαντζακικής «Οδύσσειας».

Παρενθετικά, για την ιστορία της δικής μου αναγνωστικής διαδρομής του έργου του Καζαντζάκη και ιδιαίτερα της «Οδύσσειας», η έκδοση που είχα προμηθευτεί και κυκλοφορούσε τότε από τις εκδόσεις της Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σε φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια του Ε. Χ. Κάσδαγλη,- επανέκδοση της πρώτης-την είχα αγοράσει στις 4 Ιουνίου του 1977 όπως μου υπενθυμίζει η σφραγίδα ενός καταλόγου βιβλίων της βιβλιοθήκης μου, σε μία άθροιση των 17/συλλαβων στίχων των 24 Ραψωδιών στο σύνολο τους έβγαιναν 33.284 στίχοι. Έλλειπαν δηλαδή 49 για να συμπληρωθεί ο αριθμός 33.333 της τελικής της μορφής. Φυσικά, και όταν την πρωτοδιάβασα για πρώτη φορά και μεταγενέστερα, όταν την πλησίαζα εκ νέου, δεν αποτολμούσα να αθροίσω το γενικό σύνολο. Άφηνα την απορία μου αναπάντητη, δεν μπορούσα να καταλάβω έκτοτε αν οφείλεται σε δική μου λανθασμένη αρίθμηση ή σε κάποια τυπογραφική αβλεψία της έκδοσης. Όταν  αυτό το επικολυρικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό, ποιητικό μοιρολόι της ανθρώπινης αγωνίας και εξερεύνησης, σπαρακτικής κραυγής, κραυγής απόγνωσης του δυτικού πολιτισμού, τραγικής και αιματηρής περιπλάνηση της λευκής ανθρωπότητας ήρθε και πάλι στην σκέψη μου, λόγω ατμοσφαιρικών και άλλων δυσκολιών, και θέλησα να το διαβάσω, να κουβεντιάσω μαζί του, να πεταρίσει ο νους μου αλλού- το πρώτο τρίμηνο του 2024, δεν αποτόλμησα να μετρήσω μία-μία τις σειρές των 900 σελίδων του ογκωδέστατου τόμου. Τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα, δεν άφηναν περιθώρια για τέτοιους σχολαστικισμούς, για άκαιρα ψειρίσματα. Αφοσιώθηκα στην αργή και σταδιακή ανάγνωσή της και επικουρικά, σε σκόρπιες μελέτες και βιβλία για το έργο του Καζαντζάκη. Και στην μνήμη όλων των ανώνυμων αναγνωστών της και αναγνωστριών της διαχρονικά, καταγράφω τους αριθμούς των στίχων των εικοσιτεσσάρων ραψωδιών. [Α-1378. Β-1496. Γ. 1464. Δ.-1363. Ε-1345. Ζ-1292. Η-1362. Θ-1288. Ι-1354. Κ-1402. Λ-1359. Μ-1314. Ν-1400. Ξ-1410. Ο-1460. Π-1394. Ρ-1351. Σ-1445. Τ-1439. Υ-1319. Φ-1440. Χ-1476. Ψ-1315. Ω-1418].

     Γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου πίσω, υπήρξαν νέοι της γενιάς μου, οι οποίοι είχαν διαβάσει την μελέτη του πειραιώτη Βασίλη Λαούρδα, τα δημοσιεύματα του πειραιώτη Ευάγγελου Παπανούτσου, γνώριζαν το κείμενο του Κρητικού διηγηματογράφου εγκατεστημένου μόνιμα στον Πειραιά Βελισσάριου Μουστάκα, του κριτικού Δημήτρη Ραυτόπουλου, του εκδότη και συγγραφέα Ευάγγελου Ρόζου, του βιβλιοκριτικού Κώστα Σταματίου. Σποραδικά και που διαβάζαμε μικρά άρθρα στον τοπικό τύπο. Η αίθουσα του τότε Γαλλικού Ινστιτούτου, νυν ιδιοκτησία της Βιβλιοθήκης Λασκαρίδη, ήταν γεμάτη πάντως όταν κατέβηκε στον Πειραιά ο Κίμων Φράϊερ και έδωσε την γνωστή διάλεξή του. Τα παλαιά τεύχη και αφιερώματα του περιοδικού «Νέα Εστία» υπήρξαν τροφοδότης των Καζαντζακικών διαβασμάτων μας. Στα νεότερα χρόνια συστηματικός ερευνητής και μελετητής της φιλοσοφίας και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη είναι ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας κριτικός Βρασίδας Καραλής και ο επίσης πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης. Από την άλλη, αν προσέξει ο όποιος ενδιαφερόμενος αναγνώστης τα λήμματα της «Βιβλιογραφίας για τον Ν. Καζαντζάκη (1906- 2012)», των Γιώργου Ν. Περαντωνάκη- Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου, Π.Ε. Κρήτης 2018, θα διαπιστώσει όχι και λίγα ονόματα λογίων, διανοουμένων, συγγραφέων άτομα τα οποία προέρχονται από την πόλη του Πειραιά ή κατοίκησαν σε αυτήν και των όμορων δήμων, τον ευρύτερο Πειραϊκό χώρο. Ονόματα όπως ο ποιητής και μελετητής του έργου του Νικηφόρος Βρεττάκος, (ογκωδέστατος ο τόμος που συνέγραψε), ο δημοκράτης μαχητής ιερέας και θεολόγος αντιστασιακό π. Γεώργιος Πυρουνάκης, (που υπήρξε σύμβουλος «εισηγητής» στον τότε αρχιεπίσκοπο στο να στείλει η επίσημη διοίκηση της ελλαδικής εκκλησίας έναν ιερέα να συνοδεύσει τον νεκρό, κατά την μεταφορά του από το εξωτερικό, αλλά δυστυχώς, δεν εισακούστηκε), Ο παπαγιώργης ο Πυρουνάκης-που υπήρξε σημαντικός ευεργέτης για τον εργατόκοσμο της Πόλης μας και τα παιδιά των φτωχών Πειραιωτών και όχι μόνο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, ήταν μέχρι την κοίμησή του ακλόνητος υποστηρικτής του έργου του Καζαντζάκη, το ίδιο και ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Διαβάζουμε επίσης, το όνομα του πεζογράφου Κώστα Σούκα, του κυρού πανεπιστημιακού και κριτικού Βαγγέλη Αθανασόπουλου. Έχουμε τις παρουσίες της ποιήτρια και πολιτικού Ρούλας Κακλαμανάκη, του μελετητή της λογοτεχνίας Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, του Γεωργίου Δρόσου, του Μ. Καραγάτση. Αναγνωρίζουμε το όνομα του Σαλαμίνιου (;) Δημήτρη Καραμβάλη, του αγαπητού μας Εμμανουήλ Κριαρά, του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα, του αλεξανδρινού ποιητή και κριτικού (που γεννήθηκε στον Πειραιά) του Τίμου Μαλάνου. Δεν απουσιάζουν επίσης τα ονόματα του δοκιμιογράφου και μεταφραστή Ευάγγελου Μόσχου, του κριτικού Τάκη Μενδράκου, του Μανόλη Ρούνη, του Πάνου Σπάλα, ο άσπονδος εχθρός του Καζαντζάκη Σπύρος Μελάς. Ακόμα να συμπληρώσουμε ότι ο σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαριάς, για ένα διάστημα καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, έχει ανεβάσει θεατρικό έργο- την έχουμε παρακολουθήσει- του Καζαντζάκη.

     Αρκετοί νέοι της γενιάς μου αναζητώντας την συγγραφική τους ταυτότητα, και τον αναγνωστικό τους προσανατολισμό, λάτρεις του Καζαντζάκη, διάβαζαν τα μυθιστορηματικά του συναξάρια, (ιδιαίτερα αυτά που είχαν μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή σκηνοθετηθεί από τον τηλεοπτικό φακό. (« Αλέξης Ζορμπάς» «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται»). Παρακολουθούσαμε θεατρικά του έργα που ανεβάζονταν στις πειραϊκές και αθηναϊκές σκηνές, σε καλοκαιρινά φεστιβάλ. («Βούδας», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Νικηφόρος Φωκάς»,) Κέντριζαν την προσοχή μας αυτά που διαπραγματεύονταν θέματα από την Βυζαντινή Ιστορία. Τα συσχετίζαμε με θεατρικά έργα άλλων πεζογράφων όπως ο Άγγελος Τερζάκης. Τα παραμυθιακής ατμόσφαιρας πεζογραφήματά του μας έθελγαν. Οι ποιητικές του προσωπογραφίες μας συγκινούσαν («Τερτσίνες»), ξεσηκώναμε τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της γραφής του, την διαβάζαμε παράλληλα με τα Σεφερικά «Ημερολόγια» τις πολύτομες αυτοβιογραφικές μέρες του νομπελίστα ποιητή. Μεταγενέστερα μπήκε στην αναγνωστική μας ζωή η γραφή του Αντρέ Ζίντ. Φιλοδοξούσαμε ανοήτως, να γράψουμε μία μελέτη για τον Νίκο Καζαντζάκη, βασιζόμενοι στα ίχνη του Ζαν Πωλ Σαρτ, «Ο άγιος Ζενέ» για τον γάλλο συγγραφέα Ζαν Ζενέ. Τα υπαρξιακά ερωτήματα και οντολογικά διλήμματα που έθετε ο λόγος του, ήταν μία άλλη ατραπός στις αναζητήσεις μας και τα ενδιαφέροντά μας. Για την ακρίβεια, πελαγοδρομούσαμε μεταξύ πίστης και απιστίας των λόγων του, των έργων του, σε μία κρίσιμη ηλικία για τις ζωές μας. Τότε, που «ασπρογάλιαζε» η ανατολή της νιότης μας και άρχιζαν να φυτρώνουν «τα γαϊδουράγκαθα» των ερωτικών και άλλων στρατευμένων κοινωνικά ερωτικών παθών μας. Αλλά όταν η νιότη τρέχει με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και κάνει απειράριθμες και απότομες ριψοκίνδυνες στροφές, πώς να πιάσει φρένο και να σταθεί στα «φανάρια» της Καζαντζακικής γραφής και φιλοσοφίας, ενατένισης της ανθρωπότητας. Τι να κατανοήσεις, αντιληφθείς από αυτήν την φωνακλάδικη πολυφωνική ορχήστρα της τραγικής αγωνίας του μετά Ομηρικού ανθρώπου (όχι μόνο του Έλληνα). Αυτήν την σπαρακτική οιμωγή της σύγχρονης του ανθρώπινης καθολικότητας που φιλοδοξεί να ελέγξει την Μοίρα του, το Πεπρωμένο του. Να το κατανοήσει, το αποδεχτή ο άνθρωπος δίχως ελπίδα και μεταφυσική ανταμοιβή. Αυτήν την Σισύφεια πορεία για την οποία μας μιλούσε ο «Άρπαγος», στην «Οδύσσειά» του, στο φιλοσοφικό του μανιφέστο την «Ασκητική» και σ’ άλλα του έργα. Μια παρατεταμένη καθολική του ανθρώπου σπαρακτική κραυγή ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη, ανακαλεί στη μνήμη τον πίνακα του ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ. Σπάνια αναπνέουν οι λευκές σελίδες των βιβλίων του, κυκλώπεια τείχη και αρχαία σπαράγματα λέξεων και φράσεων σε κυκλώνουν από παντού, σε πνίγουν, σε σμπαραλιάζουν μέχρι να σε κάνουν κοινωνό του Τίποτα, της Αβύσσου που στροβιλίζεται στον εαυτό της όπως μια μαύρη τρύπα στο διάστημα, καταβροχθίζοντας χώρο και χρόνο, τις άπειρες διαστάσεις της ζωής και του θανάτου, ακόμα και τον μεγάλο τεχνίτη «Ωρολογοποιό». Αλλά είπαμε, η ανωριμότητα της νεαρής ηλικίας με τον ενθουσιώδη αυθορμητισμό της, την φρεσκάδα και παρατολμία της φαντασίας της, των αρυτίδωτων εμπειριών της, τους ψιθυρισμούς των ονείρων της, το πρώτο κελάιδισμα των ηδονών της και το αγουροξύπνημα των αισθημάτων της, την γεύση των σωματικών της αισθήσεων, δεν βοηθούσαν να διαθέσεις την αναλογούσα υπομονή και επιμονή για να διαβάσεις το έργο του Καζαντζάκη. Να αποκτήσεις πρωιμότερα την αναγκαία αναγνωστική πείρα και εμπειρία της όποιας ωριμότητας των χρόνων που κάλπαζαν. Εξάλλου, δεν  ήσουν βέβαιος για τις αναγνωστικές λογοτεχνικές επιλογές του μέλλοντός σου που θα σοδιάζονταν οι επερχόμενες προτιμήσεις σου. Έσπερνες επιθυμίες καλλιεργούσες ψευδαισθήσεις. Αταξίδευτος ο Κόσμος ακόμα και εσύ δεν είχες ανακαλύψει τον ατομικό σου αναγνωστικό «αστρολάβο». «Ω τι αχαλίνωτος ρομαντισμός, λυρικότητα» θα πουν πολλοί, γυρίζοντας σελίδα. Τι παλαιομοδίτικες αναμνήσεις. Αλλά ο καθείς και η Ραψωδία του.

«΄Ε συμπλωρίτες, πάρτε τα κουπιά, κι ο καπετάνιος φτάνει’

και σείς, μανάδες, δώστε το βυζί στα βρέφη μή φωνάζουν!

Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου, τρουλώσετε τ’ αυτιά σας’

τα πάθη και τα βάσανα θα πω του ξακουστού Οδυσσέα!...».  

Ο Καζαντζάκης, για να θυμηθώ έναν ήρωά του, τον «γερό λαδά» (που τόσο καταπληκτικά ερμήνευσε ο ηθοποιός Δ. Σταρένιος), και φέρνει στη σκέψη τον «Σάυλοκ» του ελισαβετιανού δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ήταν ακριβώς ο αντίποδάς του, ο άπληστος για γνώση, ο αδηφάγος αναγνώστης, ο βιβλιοφάγος, ο «Δίας» (όπως τον αποκαλούσαν οι νεανικοί του φίλοι) που αρέσκονταν να κολυμπά μέσα σε ένα φουρτουνιασμένο γλωσσικό πέλαγος, σε μία λεκτική υπερτροφία, ποιητής και φιλόσοφος μαζί, ο πεζογράφος που μετουσίωνε ότι διάβαζε και παρατηρούσε σε γραφή, σε κείμενο σε Ποίηση.

«Άλη σωτηρία δεν υπάρχει, άλη ζωή δεν υπάρχει άλη πραγματικότητα δεν υπάρχει- μονάχα η Ποίηση. Νάσαι καλα, πέρασε το κακο, αρχίζει πάλι ο άγιος Ανήφορος…..»

          Γράμμα του Ν. Καζαντζάκη στον Κίμωνα Φράιερ, Αντίπολη 5.2.56. στο βιβλίο Κίμων Φράιερ: «Η Πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σελ. 68.

Ο Καζαντζάκης, «πνευματοποίησε» τον Ποιητικό λόγο. Η ξεχωριστή και ιδιάζουσα πολυχρωμία της ταυτότητας της γλώσσας του ήταν ένα εμπόδιο γα μας τότε ίσως και σήμερα. Μας απωθούσε και μας έλκυε ταυτόχρονα, εμπλούτιζε μεν το ατομικό μας πενιχρό λεξιλόγιο, αλλά χρειαζόμασταν την αρωγή Λεξικών, ήταν απαραίτητη η βοήθειά τους. Μπαίναμε σε μια άλλου είδους αναγνωστική περιπέτεια. Μονοπάτια που ανοίγαμε με κόπο και άτακτα διαστήματα. Χαιρόμασταν όταν διαισθανόμασταν τα διάφορα στάδια του ιστορικού ελληνισμού που μας φανέρωνε και των παραδόσεών του, αυτήν την πρωτόγνωρη για εμάς άγνωστη τότε λυρική ουτοπία του ελληνικού χώρου. Το θρυμματισμένο, κατακερματισμένο ιστορικό κάδρο της πατρίδας μας με τα διασκορπισμένα πάνω στο ελληνικό χώμα ερείπια, εστίες ζωής πολιτισμού και ναοί αποτυπώματα θρησκευτικής ανάσας και μεταφυσικής ελπίδας. Λέει σε περιηγητικό του κείμενο:

«Το πρόσωπο της Ελλάδος είναι ένα παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη, του 21, της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας, του Βυζαντίου, της Ρώμης, [της Ελληνιστικής εποχής,] της Ελληνικής Κλασικής εποχής, του Δωρικού μεσαίωνος, της Μυκηναϊκής, της Αιγαιικής, της Λίθινης. Στέκεσαι σε μια σπιθαμή ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία. Μνήμα βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι’ ανεβαίνουν φωνές και σε κράζουν. Ποια να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει το σώμα της κι’ η καρδιά σου ταράζεται και δεν αποφασίζει. Για ένα Έλληνα, το ταξίδι στην Ελλάδα είναι γοητευτικό, εξαντλητικό μαρτύριο….».

Αυτά τα γράφει σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Η Καθημερινή 7/11/ 1937. Ο Νίκος Καζαντζάκης για εμάς τους νέους με τον έντονο αγωνιστικό πατριωτικό χαρακτήρα εξαιτίας όχι μόνο του επτάχρονου στρατιωτικού καθεστώτος αλλά και των διαδηλώσεων και πορειών για την κατοχή και την σκλαβιά της Κύπρου το 1974, φάνταζε σαν μία ξεχωριστή περίπτωση λογοτέχνη, λάτρη της διαχρονικότητας του Ελληνισμού, μία άλλη ισχυρή φυσιογνωμία στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας, όπως η Πηνελόπη Δέλτα, ο Ίωνας Δραγούμης, ο αντιστασιακός Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής και δάσκαλος Κωστής Παλαμάς, ο ορφικός αγγελόμορφος Άγγελος Σικελιανός. Ο εμπνευστής της Ελευθερίας Διονύσιος Σολωμός, ο υμνωδός της Νίκος Καζαντζάκης. Κάπου ανάμεσα και ο Ανδρέας Κάλβος. Καθώς άνοιγες την αυλόπορτα του λογοτεχνικού μπαλκονιού σου, της παράδοσης της ελληνικής λογοτεχνίας, δεν μπορούσες να παραβλέψεις αυτές τις θεσπέσιες ποικίλες πολυδιάστατες αναλυτικές περιγραφές του, τις εκπληκτικές εικονογραφίες των ταξιδιωτικών του περιηγήσεων σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Γης. (η σειρά; «Ταξιδεύοντας»). Αυτές τις τόσο χαρακτηριστικές σκιαγραφήσεις του ταραγμένων ψυχών και ρωμαλέων σωμάτων των ανθρώπων, του ζέοντος σώματος του χώματος του Ελληνισμού. Τον εκπληκτικό χαρακτήρα των τοπιογραφιών του, την ζωντάνια των μικρολεπτομερειών των ταμπλό της ανθρώπινης πινακοθήκης του. Απεικονίσεις πορτραίτων της ανθρώπινης συνείδησης των περιπετειών της φωτεινά και σκοτεινά φτερουγίσματα. Ενσωματωμένες ανθρώπινες ηρωικές καταστάσεις, ηρώα, μυθολογικές εξιστορήσεις, παρεμβολές εξωλογικών συμβάντων και γεγονότων, ηρωικά ανδραγαθήματα και άθλα, ζώα μικρά μετά μεγάλων που συμμετέχουν σε ένα αέναο αινιγματικό παιχνίδι της ανθρώπινης ζωής και της γραφής, των λέξεων, η φύση με τα αποκαλυπτικά αποκαλυπτήρια των μυστικών της μα και της φθοράς της. Η πανίδα και η χλωρίδα, το Οικουμενικό διαχρονικό παραμύθι του γένους των ανθρώπων. Οι Κρητικές μαντινάδες, τα δημοτικά άσματα, το τραγούδι και ο χορός, η ζωή και ο θάνατος σε όλες τους τις μορφές, εκδοχές και εμφανίσεις, στην αργή διαδικασία του σβησίματός τους. Η ακατάσχετη βία, οι σεισμοί, η Ελένη και ο Μενέλαος, οι δικοί του μαθητές-απόστολοι, οι σύντροφοι συνταξιδιώτες του. Ένας ανάγλυφος χάρτης της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης σμιλευμένος με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου από τον Κρητικό «Μονιά». Εντυπώσεις της ζωής, του μυαλού πεταρίσματα, της φαντασίας του προθέσεις. Το μεγάλο πολυκάντηλο ο Ήλιος, με ύμνο προς αυτόν αρχινάει το έπος του, όπως ο δάσκαλός του Φρειδερίκος Νίτσε, το έργο του «Ζαρατούστρας». Η παρουσία των ενεργειών του είναι διάσπαρτοι μέσα στις 24 ραψωδίες του, τα προσωνύμιά του και οι χαρακτηρισμοί του πάμπολλοι. Αυτός η αρχή και το τέλος, όπως πίστευε ο αρχαίος φαραώ Ακενατών. Δεν μπορεί να μην σταθείς κανείς στα συγγραφικά του εφευρήματα, τις τεχνικές του, την σχεδιαστική του δομή ή αποδόμηση, την λαϊκότροπη φόρμα και μορφολογία της αφήγησης των θεμάτων του, την ευρύτητα και πολυμηχανία της σκέψης του, την διαλεκτική του ισορροπία. Την πληθωρικότητα του λυρισμού του, την ποιητικότητα των συλλήψεών του ακόμα και των ποιο στεγνών του περιγραφών, στραγγιγμένων κειμένων του. Την ρυθμική τονικότητα των λέξεών του, των στίχων του που ρέπουν προς τον πεζό λόγο, προς την πεζολογία δίχως να απολέσουν κάτι από την μουσικότητά τους. Διαβάζαμε σε περιοδικά για την ευπώλητότητα των βιβλίων του, υψηλοί πάντα οι δείκτες των πωλήσεών τους παγκοσμίως και χαιρόμασταν και μαζί προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους και μεθόδους να κατανοήσουμε τα έργα του, την φωνή του, να ξεαμπαρώσουμε τα μυστικά των βιβλίων του.

      Αν και στην εποχή μας, με τις ραγδαίες και απότομες αλλαγές και εξελίξεις που έχουν επέλθει στην κοινωνία και τις ζωές μας, ανακατατάξεις ασύλληπτων ταχυτήτων, που ο άνθρωπος ακολουθά ασθμαίνοντας την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και όχι το αντίθετο, παγιδεύτηκε από αυτήν, που από στιγμή σε στιγμή δεν γνωρίζεις τι θα σου συμβεί, (τι θα σου ξημερώσει) δεν μπορούμε να γράψουμε με βεβαιότητα αν τα έργα του (ή τουλάχιστον τα περισσότερα που ανήκουν στο λογοτεχνικό είδος), συνεχίζουν να αποτελούν σύγχρονα πνευματικά στηρίγματα, συγγενικά μοντέλα γραφής στην μοντέρνα «πασαρέλα» της σύγχρονης ελληνικής-μιλώντας πάντα λογοτεχνικής παραγωγής. Αν τα ίδια τα βιβλία του μετά από τόσες δεκαετίες από τον θάνατο του συγγραφέα τους, δημιούργησαν τις δικές τους προϋποθέσεις, καλλιέργησαν τις πεζογραφικές και ποιητικές εκείνες συνθήκες παράδοσής τους, γενικευμένης ή εξατομικευμένης «μίμησης» τους. Τί απήχηση έχει ακόμα η γραφή του, το ύφους του, για τις πολύ νεότερες ηλικιακά γενιές ελλήνων και ελληνίδων εκκολαπτόμενων λογοτεχνών, ακόμα και αυτών που κατάγονται από την Κρήτη τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω. Ποιοί και ποιές τον διαβάζουν ακόμα και τι αναζητούν στο έργο του, συγκινούν ακόμα οι αγωνίες και ιδέες του ή είναι διανοήματα –λόγια μιάς ευφάνταστης ψυχής. Το ιστόγραμμα των χρονολογικών περιόδων του αναγνωστικού ενδιαφέροντος για το πολυσχιδές έργο του φημισμένου έλληνα λογοτέχνη, όχι όμως δυστυχώς βραβευμένου με το Νόμπελ, έχει υψηλές κορυφές και αντίστοιχα μεγάλα βάθη. Και απέχουμε πολύ από το να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα αν και στις μέρες μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για το αν ο Καζαντζάκης ως ένας από τους πνευματικούς δασκάλους, σημαίνουσες προσωπικότητες «γκουρού» στις συνειδήσεις της επαναστατημένης και μαχόμενης ειρηνόφιλης νεολαίας του δυτικού κόσμου τις προηγούμενες δεκαετίες του αιώνα που μας πέρασε, κατέχει και σήμερα την ίδια θέση. Το όνομά του βρίσκονταν δίπλα σε άλλα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μεγέθη όπως ο γερμανός Έρμαν Έσσε, ο γάλλος Αλμπέρτ Καμύ, ο ιρλανδός Όσκαρ Ουάϊλντ, ο ινδός Κρισναμούρτι κλπ. Το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή τα βιβλία του δεν αντιμετωπίζονται ως «ευαγγέλια» για τις νεότερες γενιές, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αμίλητη χρήση της δημοτικής γλώσσας που υιοθέτησε και χρησιμοποίησε στα βιβλία του, το ζήτημα αυτό ενδέχεται να μην αφορά κανέναν πια. Πέρα από έναν στενό κύκλο πανεπιστημιακών γλωσσολόγων και ιστορικών του γλωσσικού μας ζητήματος ερευνητών. Μια προφορική γλώσσα γεμάτη Ιδιωματικές εκφράσεις και νεολογισμούς, όμως ξένα δάνεια χρησιμοποιούμε και σήμερα αλλά άλλης χροιάς και νοηματικής ποιότητας. Ίσως να ξενίζει αυτή η λαϊκότροπη ιδεολογία της ηθογραφικής- λαογραφικής του ταυτότητας. Εξάλλου, η περίοδος της ηπειρωτικής και νησιώτικης ηθογραφίας έχει κλείσει τον κύκλο της. Οι φωνές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Κώστα Κρυστάλλη, του Αργύρη Εφταλιώτη και άλλων, όπως των Μικρασιατών λογοτεχνών, Φώτη Κόντογλου, Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Διδώ Σωτηρίου, ή των ηρωικών στιγμών της επανάστασης Θανάσης Πετσάλης Διομήδη, ή της Κωνσταντινουπολίτικης ατμόσφαιρας της Μαρίας Ιορδανίδου, μνημονεύονται και ερευνώνται ως ειδικές περιπτώσεις με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της γραφής και του ύφους τους μέσα στο πλαίσιο καταγραφής της διαδρομής και συνέχειας της ελληνικής πεζογραφίας. Αμιγώς συγγραφέας ή φιλόσοφος, θεατρικός δραματουργός ή ποιητής, κοινωνιολογίζουσα η γραφή του ή με μεγάλα κοιτάσματα θρησκειολογικών αναφορών, ταξιδιωτική ή δημοσιογραφική, δεν γνωρίζαμε που να τον εντάξουμε, πολυπρισματική η φωνή και γραφή του, όταν ακόμα η αναγνωστική μας περιέργεια στριφογύριζε σαν σβούρα και τα όνειρά μας πελαγοδρομούσαν αναζητώντας πυξίδα. Τότε για εμάς, σήμερα;

     Μένει κανείς έκθαμβος με τις αστείρευτες συγγραφικές του δυνάμεις, αυτήν την απληστία της παγκόσμιας περιέργειάς του για κάθε είδους και κατηγορία ανθρώπινης γνώσης. Η φωνή του δεν είναι μόνο έκγονη της Ομηρικής επικής ποιητικής φωνής, απόγονη της παραμυθιακής του αρχαίου Αισώπου, σύγχρονη συνέχεια της θεώρησης του σύμπαντος Κόσμου του αινιγματικού Ηράκλειτου, η μοντέρνα της ελληνικής ματιάς «αγχιβασίας». Προέκταση των ιδεών και φιλοσοφικών προταγμάτων της Νιτσεϊκής και Μπερξονικής προβληματικής και στοχασμού, είναι συνέχεια πολλών ηρωικών και μη καθημερινών ανθρώπων έργα και οικουμενικών παραδόσεων. Είναι το μεγάλο ηχείο της παγκόσμιας του πολιτισμού περιπλάνησης μέσα και ταυτόχρονα έξω από τα σύνορα του χρόνου της Ιστορίας. Η συνέχεια της διαχρονικής προσφοράς του ελληνικού αλφαβήτου στο οικοδόμημα του παγκόσμιου πολιτισμού του «Νέου Ανθρώπου», του «Νέου Αδάμ» και της απομάκρυνσής του από τον Χριστιανικό παράδεισο. Τα έργα του είναι το προσωπικό του κερδισμένο στοίχημα να κάνει τον Κόσμο παιχνίδι όπως γράφει σε ένα γράμμα του στον Παντελή Πρεβελάκη. «Αν δεν θέμε να γίνουμε παιχνίδι του κόσμου, πρέπει να κάμουμε παιχνίδι τον κόσμο».

     Παρά την απήχηση των έργων του κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα τον προηγούμενο αιώνα, παρά τις επαναξιολογήσεις του και σιγά- σιγά της μείωσης κάπως των αρνητικών κρίσεων για τίτλους έργων του, ο Καζαντζάκης παραμένει ένα σημείο αμφιλεγόμενο στην ιστορία των γραμμάτων μας. Στις μέρες μας -και αυτό είναι εύλογο- (ο ιστορικός χρόνος κυλά ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του δημιουργούς και καλλιτεχνήματα, αδιάφορος για συγγραφείς και αναγνώστες) τόσο ο ποιητικός όσο και ο πεζογραφικός λόγος έχει υιοθετήσει άλλη φόρμα, καλλιεργήσει άλλη τεχνική, ακολουθεί διαφορετική της μυθοπλασίας σχεδιαστική, οι παραστάσεις των μοντέρνων συγγραφέων είναι παντελώς ξένες από εκείνες των παλαιότερων γενεών. Οι ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες των σύγχρονων ανθρώπων ανάγκες, πήραν άλλη τροπή, άλλαξαν καταλυτικά, ανατράπηκαν παλαιότερων χρόνων μεταφυσικές δοξασίες, θρησκευτικές συνήθειες και συμπεριφορές, υπαρξιακές βεβαιότητες και οντολογικές σταθερές κατέρρευσαν. Η τέχνη, και στην προκειμένη περίπτωση ο πεζογραφικός και ο ποιητικός λόγος αναζητά το νέο του πρόσωπο, (αν δεν το έχει ανακαλύψει) διαμορφώνει το καινούργιο του ύφος και εκφραστικές αντοχές, της προσωπικής του γλώσσας διανύσματα, αφήνει πίσω του των προηγούμενων λογοτεχνικών γενεών παραδόσεις, διαπλάθει την εικόνα του μέλλοντός του στο εδώ και τώρα. Στο Σήμερα και στο Ενθάδε της ροής των στιγμών και των τυχαίων γεγονότων. Από την άλλη, η ελληνική γλώσσα εδώ και χρόνια, έχει μπολιαστεί, εμπλουτιστεί με εκατοντάδες ξένες λέξεις και φράσεις, ιδιωματισμούς, επιδράσεις στον προφορικό κυρίως λόγο συνεννόησής μας, μα και στον γραπτό. Λέξεις, φράσεις, τυπολογίες, ήχους, εσωτερικές της ορθογραφίας αλλαγές, συντακτικές τροποποιήσεις, γραμματικές παρεμβάσεις, οι οποίες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και το ύφος της ελληνικής πανάρχαιας γλώσσας με πρωτόγνωρο και ενδέχεται δυσάρεστο πολλές φορές τρόπο. Ακόμα και την γλωσσική δομή των κανόνων του Μανώλη Τριανταφυλλίδη που, εφαρμόζεται μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης. Λεκτικά σήματα επικοινωνίας μας τα οποία ζυμώνουν την δημόσια εικόνα και εκφορά της, «σύμφωνα» μάλλον με τους κανόνες και τις αρχές, επιταγές του αγγλικού αλφαβήτου, της αγγλικής γλώσσας της ιστορίας και της παράδοσής της, ως διεθνές πλέον μοντέλο επαφής και επικοινωνίας των ανθρώπων, ως μεικτό σύστημα γραφής και χρήσης αποδεκτής από όλους μας. Το ανάγλυφο του ελληνικού αλφαβήτου άλλαξε. Αυτό που ήταν να θαφτεί θάφτηκε αυτό που ήταν να διασωθεί διασώζεται συνήθως εν ετέρα μορφή και ηχητικό άκουσμα ανασταίνεται. Τα γλωσσικά μας κριτήρια άλλαξαν ακολουθώντας τις ανάγκες και προτεραιότητες των ζωών μας. Κυριότερα σε εργασιακά περιβάλλοντα τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται ή είναι μέτοχοι ξένοι επενδυτές αλλά και στους χώρους της μουσικής, της μόδας, της τεχνολογίας, του τουρισμού των ταξιδιωτικών επιχειρήσεων, των εμπορικών μας συναλλαγών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις που δέχθηκε η ελληνική γλώσσα τις δεκαετίες των μεταπολεμικών χρόνων, καθιστούν την παλαιότερη πεζογραφική και ποιητική, θεατρική, ελληνική παράδοση ξένη στο σύγχρονο, μοντέρνο αναγνωστικό κοινό, στις νεότερες γενιές των ελλήνων (που γεννήθηκαν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και μεταγενέστερα). Οι νεότερες γενιές των λογοτεχνών αισθάνονται απόμακρες, δεν έχουν καμία σχέση με τις προηγούμενες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντά τους. Θεωρούν την όποια δημιουργική προσφορά τους παλαιομοδήτικη. Είναι σαν επίσκεψη σε ένα Μουσείο με την ευκαιρία μιάς αναδρομικής μνήμης συγγραφικών και γλωσσικών εκθεμάτων. Επέτειοι μνημοσύνων μιάς άλλης εποχής. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η Καζαντζακική δημοτική γλώσσα. Ξένη στα χείλη και τα αυτιά, στην χρήση των νεότερων ατόμων. Προφορικά και γραπτά φωνήματα μιάς αδιάφορης τους αισθητικής, ενός παρά φουσκωμένου, συμπυκνωμένου λεξιλογίου μιάς δεξιοτεχνικής βεβαίως υψηλών νοηματικών προθέσεων στιχουργίας και πεζογραφικής τεχνικής καθαρότητας αλλά, όχι διευκολυντική των εκφραστικών αναγκών συνεννόησης και επικοινωνίας. Ο «Άρπαγος» σαν λεξικογράφος περιηγήθηκε όλη την Ελλάδα, ανθολογώντας, συγκεντρώνοντας, συνάζοντας, μαζεύοντας, αποθησαυρίζοντας, κατηγοριοποιώντας αυτόν τον τεράστιο λαϊκό πλούτο, γλωσσικό θησαυρό λέξεων και φράσεων της παράδοσης του ελληνικού λαού στην ιστορική του εξέλιξη. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι σημαντική υπήρξε και η συνεισφορά του ποιητή Παντελή Πρεβελάκη προς τον δάσκαλο και φίλο του Καζαντζάκη στην συγκέντρωση του πολύσπαρτου γλωσσικού υλικού. Ο Παντελής Πρεβελάκης έστελνε τους μαθητές του και συνέλεγαν λέξεις και ιδιώματα, τα κατέγραφαν και τα έστελνε στον Καζαντζάκη για την οικοδόμηση της «Οδύσσειάς» του. Βοήθεια δέχτηκε εκτός από το άμεσο περιβάλλον του και από τον κλασικό φιλόλογο με τον οποίο συνεργάστηκε μαζί του στην μετάφραση των δύο Ομηρικών επών, τον Ιωάννη Κακριδή. Έχουμε επιστολές του Καζαντζάκη που παρακαλεί από το εξωτερικό παιδικούς τους φίλους (φαρμακοποιούς και γιατρούς) να του συλλέξουν λέξεις ειδικής βαρύτητας και χρήσης φυτών και λουλουδιών, βοτάνων και παρενεργειών τους κλπ.

Μιάς άλλης ιστορικής εποχής ελληνική γλώσσα ως τραγούδι και ως δημόσια εκφραστική τοπικών χαρακτηριστικών προφορικής επικοινωνίας, κοινού κουβεντολογιού στα διάφορα επίπεδα προταγμάτων του βίου του ελληνικού λαού. Μεταγενέστερες αλιεύσεις μαρτυριών ανθρώπινων σχέσεων, κοινών βαδισμάτων, μεταφυσικών αγωνιών, ερωτημάτων περί ζωής και θανάτου. Φυσικά, κάθε γενιά συγγραφέων αλλά και αναγνωστών, δημιουργεί, οικοδομεί, εκφράζει τις δικές της ανάγκες και οραματισμούς. Και ενδέχεται «συμπληρωματικά» να στρέφει που και που τα ενδιαφέροντά της και στα συγγραφικά κληροδοτήματα των προηγούμενων χρόνων και γενεών. Στο αλισβερίσι αυτό της εύρεσης κοινών τόπων αποδοχής και κοινωνίας των ατόμων- από μονάδες σε κοινότητα- αλληλοεπίδρασης (της γραφής και της ανάγνωσής της) σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η εκπαιδευτική μας αγωγή από μικρή ηλικία. Το πλαίσιο που εφαρμόζεται της γενικής μας παιδείας και των «ενεργητικών» δυναμικών κατευθύνσεων και στόχων της. Όπως προτάσσεται από την πολιτική της εκάστοτε επίσημης πολιτείας, του ελληνικού κράτους και των θεσμών που το υποστυλώνουν και το υπηρετούν. Οι δημόσιοι και ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί μηχανισμοί έχουν αμεσότερες, δραστικότερες επιλογές και ευκαιρίες στο να μας διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και να μας προσανατολίσουν ως προς τα πνευματικά μας ενδιαφέροντα και ενασχολήσεις, να στρέψουν το βλέμμα μας προς τον άλφα ή τον βήτα συγγραφέα, καλλιτέχνη ή ένα έργο παλαιότερων εποχών και παραδόσεων. Μια και η λογοτεχνία εκφράζει στις σελίδες της το ιστορικό γίγνεσθαι και «ποιοτική ή μη» ανθρωπογεωγραφία κάθε εποχής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα για την «ευθύνη» ημών των αναγνωστών ή και συγγραφέων, αν στέκει φυσικά στην εξέταση του ζητήματος. Όλοι οι έλληνες και οι ελληνίδες έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, γνωρίζουμε και ψελλίζουμε τις πρώτες στροφές από τον εθνικό μας ύμνο του Διονυσίου Σολωμού, πόσοι και πόσες όμως από εμάς τον έχουν διαβάσει ολόκληρο-δηλαδή όλες τις στροφές του- ή έχουμε ανατρέξει σε άλλα του καλύτερης σύνθεσης ποιήματα ή αποσπάσματα; Δεν αναφέρομαι στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα που θα εκπονήσουν εργασίες και διδακτορικά, για μία καθηγεσία ή εργασιακή εξέλιξη, στην μικρή ομάδα των κουλτουριάρηδων καλλιτεχνών και διανοουμένων που θα μιλήσουν ή θα γράψουν μελέτες, θα ανεβάσουν στο θεατρικό σανίδι πχ. την «Γυναίκα της Ζάκυθος» και θα δώσουν συνεντεύξεις με την ευκαιρία της νέας οπτικής που βλέπουν και ερμηνεύουν το έργο. Οφείλοντας εμείς να το αποδεχτούμε και να επικροτήσουμε την καινούργια ερμηνευτική ή παραστασιογραφία του σκηνοθέτη, της θεατρικής ομάδας, του καθηγητή. Μιλώ για το ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό που αγαπά συστηματικά ή περιστασιακά την ελληνική ποίηση και την παράδοσή της, επισκέπτεται βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία, αγοράζει όπως η πλειονότητα ρούχα ή άλλα της ζωής αξεσουάρ, βιβλία ή λογοτεχνικά περιοδικά. Παραβλέποντας το γεγονός ότι στις μέρες μας, έχει καλλιεργηθεί μία τάση, μία ειδική κατηγορία φιλαναγνωσίας ατόμων, αυτή των συλλεκτών-αναγνωστών. Που μάλλον, δεν τους ενδιαφέρει και τόσο η απόλαυση της ανάγνωσης όσο η πρώτη έκδοση και κυκλοφορία ενός βιβλίου, κοσμώντας τα ράφια των βιβλιοθηκών τους ή τα τραπεζάκια των σαλονιών τους. Για να μην αναφέρουμε τα βιβλία με αφιερώσεις που δωρίζονται από χέρι σε χέρι με άκοπες τις σελίδες τους αλλά βαρύγδουπες αφιερώσεις. Αναφέρομαι σε έναν ποιητικό λόγο (αντίστοιχα και πεζογραφικό) την προιστορία και την παράδοσή του οποίου, την προσλαμβάνουν και την διαχειρίζονται όχι μόνο οι πανεπιστημιακές αίθουσες και τα σπουδαστήρια κριτικής εργασίας, τα βιβλιοκριτικά γραφεία των συγγραφέων, αλλά, ως κοινό αγαθό ανάγνωσης διαχρονικά, όχι ως καλλιτεχνική εκδήλωση της εγωπάθειας των εκάστοτε δημιουργών. Δεν βάζω μέσα σε εισαγωγικά την λέξη εγωπάθεια, μια και έχω ακούσει-όπως όλοι μας- δημοσίως πάμπολλες φορές «ότι εγώ γράφω για τον εαυτό μου», «εγώ ανεβάζω μία θεατρική παράσταση για την πάρτη μου», για «να πραγματοποιήσω αποκλειστικά το δικό μου και μόνο όνειρο», καλλιτεχνικό «ψώνιο». Όμως με τις απόψεις αυτές-κατά την κρίση μου μιλώντας πάντα δίχως να είναι απαραίτητο κάποιος να συμφωνήσει- και η Ποίηση πάει περίπατο, σου είναι αδιάφορη γενικά η τέχνη- και είναι χάσιμο χρόνου να ασχοληθείς μαζί της, να ξοδέψεις το υστέρημά σου και κατ’ επέκταση, να παρακολουθείς τις εξελίξεις της όποιας μορφής και είδους καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης. Και φυσικά, από την πολιτική της τέχνης που εκπορεύονταν- όπως έγραφαν τα έντυπα και οι γραφίδες των διαφόρων αριστερών λογίων- από το Μέγαρο του πανίσχυρου δημοσιογραφικού συγκροτήματος, ο δρόμος της κουλτούρας προς το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Φαλήρου, δεν είναι μακρινός, ούτε ξένος. Για να μην αναφερθούμε στην επικράτηση της ελίτ της πανεπιστημιακής κουλτούρας που προβάλλεται ως η μόνη αυθεντία. Η μεταφρασμένη μελέτη στα ελληνικά από τον κ. Μιχάλη Μήτσο, του καθηγητή του Χάρβαντ Michael J. Sandel, «Η τυραννία της αξίας» Τι έχει απογίνει το κοινό καλό, εκδόσεις Πόλις 2022,  μας φανερώνει από τα μέσα, ποιοι και πώς καθοδηγούν τα εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά πράγματα, και τα αναγνωστικά μας ενδιαφέροντα. Αλλά κάθε έλληνας και ελληνίδα συγγραφέας και αναγνώστης και μία ξεχωριστή γνώμη, συμπληρώνοντας την λαϊκή ρήση. Μετακινούμενος αναγνωστικά όμως στα διάφορα στάδια και επίπεδα της ελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας, των σταδίων εξέλιξης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς κυρίως σήμερα, (με την λεξιπενία μας) να μην θαυμάσεις το συγγραφικό (έστω φλύαρο, πομπώδες, ακατανόητο) μόχθο και αγωνιστικό σθένος αυτού του έλληνα Κρητικού, την ευρύτητα των φιλοσοφικών ενδιαφερόντων του πραγματικά μεγάλου συγγραφέα «Ξάνθου Τεντζεράκη». Του ατόμου που τον κατηγόρησαν δημόσια για «μαύρη ανανδρία», για «ευνουχισμένο άτομο» για «αντιελληνιστή», για «εχθρό του ελληνικού έθνους», για «άθεο» και «σατανιστή», για «κομμουνιστή» ή «αντικομουνιστή» αναλόγως. Για «μωροφιλόδοξο αντίχριστο», «εθνικιστή», «σωβινιστή» για «μισέλληνα»  και τόσα άλλα κοσμητικά επίθετα που γνωρίζουμε να κατασκευάζουμε ή να χρησιμοποιούμε εμείς οι νέο-έλληνες για να αντιμετωπίσουμε τις όποιες φοβίες μας και εθνικές ανασφάλειές μας, συμφέροντά μας ή όταν βαριόμαστε να στρωθούμε να διαβάσουμε τα βιβλία ενός παγκόσμιας αναγνώρισης έλληνα συγγραφέα ο οποίος έμεινε στα σκαλιά της Ακαδημίας και μόνο. Να κάνει συντροφιά στον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Οδυσσέα Ελύτη και τόσους άλλους πνευματικούς δημιουργούς. Πέρα όμως από τις εσωτερικές του αντιφάσεις και της ψυχικής του ισορροπίας οικογενειακά τραύματα, δεν μπορείς να μην υποκλιθείς στα φτερουγίσματα και την εκτίναξη της σκέψης του ποιητή αυτού με την ελληνική και εξωελλαδική κοσμοθεωρία. Ότι πήρε τον αρχαιοελληνικό Ομηρικό επικό κύκλο ταξιδιωτικής περιπλάνησης και νόστου και τον έφερε σε επαφή, τον έκανε ισότιμο με νεότερες επικές παραδόσεις άλλων φυλών και λαών και τον έκλεισε. Να μην ζηλέψεις τις περιπλανήσεις της φαντασίας του σε πνευματικούς ορίζοντες πρωτόγνωρης έκτασης και ποικιλίας. Την χρήση και υιοθέτηση συμβόλων φυλών και παραδόσεων εξωτικών. Την οικειοποίηση «μαγικών» ηρωικών τοτέμ ξένων προς τον ελληνικό πολιτισμό. Την πολυμηχανία των συλλήψεών του, το στιχουργικό του σθένος και αντοχές. Το ότι έδωσε σε αυτό το επικό λυρικό παραμύθι την καλλιτεχνική μορφή που εκείνος φιλοδόξησε. Και να φανταστεί κανείς, και ο σημερινός αναγνώστης, ο Καζαντζάκης σκόπευε να συνθέσει ένα ακόμα μεγαλόπνοο έπος το «Νέο Ακρίτα», ως συνέχεια της «Οδύσσειας». Ένα προσωρινό σχεδιάγραμμά του διαβάσουμε σε γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη με νούμερο 262, σελ. 487-490. Πού, ο «Ακρίτας» ο «Νέος Αδάμ» του, στις 24 Ραψωδίες του, θα επέχει θέσει του τρίτου μέρους της Δαντικής σύλληψης, αυτήν του «Παραδείσου. Ενώ η «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο» είναι το έργο του «Οδύσσεια». Βλέπε τα «Τετρακόσια γράμματα του Ν. Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», β΄ έκδοση εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, Δεκέμβρης του 1984 σε επιμέλεια του κληρονόμου της Ελένης Σαμίου- Καζαντζάκη, Κύπριου Πάτροκλου Σταύρου. Η πρώτη κυκλοφορία του πολύτιμου για την κατανόηση της ζωής και του πνεύματος, της φιλοσοφικής θεώρησης του «Μονιά», αυτού βιβλίου έγινε το 1965 και την τυπογραφική επιμέλεια είχε ο Ε. Χ. Κάσδαγλης. Να παρατηρήσουμε σαν αναγνώστες του Καζαντζακικού έργου το εξής, γράφει ο Καζαντζάκης στην συγκεκριμένη επιστολή:

«όταν πεθάνω, κάποιος βιογράφος μου θα γράψει –ο ηλίθιος- πώς ήμουνα φύση ασκητική, με λίγες επιθυμίες, ένας άνθρωπος που ζούσε άνετα στην εγκατάλειψη και στη φτώχεια. Και κανένας δε θα ξέρει πώς αν κατάντησα «ασκητής» είναι γιατί δεν μου στάθηκε βολετό να ζήσω την αληθινή μου φύση, και γιατί προτίμησα πάλι τη γύμνια από τη φτηνή μπουρζουαζίστικη εξευτελιστική λιβρέα». Και συνεχίζει: “Be strong and play the man”. Τα λόγια αυτά που λέει ο αρχιερέας στέφοντας το βασιλιά της Αγγλίας κυκλώνουν εδώ- γύρα το μέτωπό μου, σα στέμμα. Τα ‘ξερα, μα χάρηκα που τα βρήκα εδώ καθιερωμένα σε μία τόσο επίσημη- και κάθε ανθρώπου- τελετή», σελ. 484.

 Η επιστολή με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1939 αποστέλλεται την περίοδο που ο Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αγγλία. Να προσέξουμε και το γεγονός την φλόγα που σιγοκαίει ακόμα μέσα στην ψυχή του Καζαντζάκη να συνθέσει ένα νέο Έπος, «ελεύθερος από τα δεσμά της λογικής» μια και αισθάνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε ή δεν κατανοήθηκε το βιβλίο του η «Ασκητική», ούτε και η ποιητική της απλοποίηση η «Οδύσσεια».

Ο Καζαντζάκης επιμένει να φτιάχνει παραμυθιακές διδαχτικές ιστορίες όπως ο αρχαίος παραμυθάς Αίσωπος. Οι «λέξεις του έχουν ακόμα πολύ βάρος», τα «σπλάχνα μου είναι ακόμα γιομάτα αγαπημένη λάσπη»… Πώς μπορεί λοιπόν ένας σύγχρονος συγγραφέας ή αναγνώστης να παραβλέψει αυτό το πνευματικό μέγεθος της ελληνικής γραμματείας και της παράδοσής της; Πώς γίνεται να μην εκπλαγεί από την ευστροφία του μυαλού του, γράφει: «πρέπει πρώτα το κεφάλι μου να γιομώσει από το πολύτιμο αέριο «ήλιο», που ν’ ανεβαίνει χωρίς να παίρνει φωτιά». Δεν αφήνει τίποτα απέξω η διαλεκτική συνθετικότητα των συμπερασμάτων της γραφής του. Παρατηρεί κάθε εξέλιξη του επιστητού της ανθρώπινης περιέργειας και εφεύρεσης και τις συνθέτει διαλεκτικά μέσα στα έργα του. Αναζητήσεις του που προκαλούν ίλιγγο στον απλό καθημερινό άνθρωπο, τους συναδέρφους του συγγραφείς, στο αναγνωστικό κοινό. Ναι, επιδιώκει την αναγνώριση και την καταξίωση, και ποιος δημιουργός δεν την θέλει. Τέχνη δίχως ακροατήριο, θρησκεία δίχως πιστούς, λογοτεχνία δίχως αναγνώστες δεν υφίστανται. Ο Πολιτισμός είναι εκδήλωση άμεσης ή έμμεσης κοινωνικότητάς μας, μία πλευρά της κοινωνικοποίησής μας. Ταυτίστηκε με Ήρωες «τοτέμ» της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης, και φυσικά ιδιαίτερα, με το ελληνικό πρότυπο του Οδυσσέα ως συνεχούς ταξιδευτή, εξερευνητή. Αλλά και επιλεγμένων άλλων προτύπων διεθνούς αναγνώρισης και επιρροής όπως ο Χριστός, ο Δον Κιχώτης, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Λένιν και άλλοι. Μάσκες  και Προσωπεία ισχυρού συμβολισμού και επίδρασης στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Το αίμα και το πνεύμα ρέει άφθονο μέσα στις 24 ραψωδίες του ποιητικού αυτού Έπους του Ελληνισμού, του τελευταίου όπως φαίνεται που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα, με την υιοθέτηση όχι του 15/συλλαβου της δημοτικής παράδοσης με την αθωότητα των ερωτικών και των πένθιμων παιχνιδιών του των ηρωικών του εξάρσεων, της κλέφτικης αρματωσιάς του αλλά, του 17/συλλαβού, με την διαφορετική ρυθμική τραχύτητα και βιαιότητα, αγριάδα. Θεωρώ, ότι θα άξιζε στις μέρες μας, που σιγά-σιγά έχει μαζευτεί το συγγραφικό του έργο, συγκεντρωθεί η αλληλογραφία του, έχουν εκδοθεί τα βιβλία του, επιμεληθεί τα ανέκδοτά του, έχει δημιουργηθεί ο διεθνής κύκλος των φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, να είχαμε μία έρευνα και μία καταγραφή για τα βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα που είχε διαβάσει ο ποιητής και λογοτέχνης, φιλόσοφος Νίκος Καζαντζάκης. Πέρα από την παράθεση κειμένων, αποσπασμάτων, ρήσεων, αναφορά σε δεκάδες ονόματα ξένων δημιουργών που μας παράσχει μέσα στα βιβλία και τα γραπτά του. Ο Νίκος Καζαντζάκης ως αναγνώστης αποκλειστικά και μόνο. Ως κάτι παραπάνω από ένας επαρκής αναγνώστης της εποχής του. Η βιβλιοφιλία και φιλαναγνωσία του φέρνει στο νου μας την εικόνα ενός άλλου έλληνα ποιητή, αυτήν του Κωστή Παλαμά, την αντίστοιχη αναγνωστική προσήλωση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη στην αρχαία, ελληνιστική και βυζαντινή Ιστορία και Γραμματεία. (Απωθημένο του Αλεξανδρινού να γίνει Ιστορικός, όπως απωθημένο του Κρητικού να εμφανιστεί ως Φιλόσοφος). Αν πάλι είχαμε αποπειραθεί να συγκεντρώσουμε τι διάβαζε και τι συνέλεγε ο Καζαντζάκης από τον ελληνικό και ξένο τύπο και τα διάφορα περιοδικά, τότε θα χανόμασταν σε ένα πέλαγος πληροφοριών που ίσως και να μην είχε νόημα. Εμβόλιμα όχι και λίγα είναι και τα ξενόγλωσσα γλωσσικά δάνειά του. Η χρήση όρων και εννοιών, ως ξενομαθής, και όχι μόνο ως λατινομαθής εξ αφορμής της νομικής του επιστήμης.

Τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη σε προσκαλούν και σε προκαλούν να ανοίξεις ουσιαστική συνομιλία μαζί τους κάθε φορά που τα πιάνεις στα χέρια σου. Αν δεν είναι υπερβολικός ο τόνος του παρόντος σημειώματος, να ανοίξεις μία συζήτηση με τον εαυτό σου, με τις δικές σου αξίες, προτιμήσεις, πιστεύω, κοινωνικές αντιλήψεις, ηθικές αξιολογήσεις, διλήμματα, ερωτήσεις. Θεωρήσεις του πνεύματός σου, της σκέψης σου ανοίγματα και της φαντασίας σου πετάγματα. Ιδιαίτερα όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτό το εξωτικής ατμόσφαιρας ταξιδιωτικό παραμύθι που είναι η «Οδύσσεια». Ένα παιχνίδι του Κόσμου, ένας Κόσμος παιχνίδι όπως φιλοδοξούσε ο Καζαντζάκης. Ασφαλώς, θα ήταν άδικο να του δίναμε την αποκλειστικότητα του κλασικού λογοτέχνη, δηλαδή ότι τα έργα του σε φέρνουν ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου, σε επαφή με προσωπικές σου αναζητήσεις, προβληματισμούς, ερωτήματα, αποκλειστικά και μόνο στον Νίκο Καζαντζάκη. Στην παράδοση της ελληνικής γραμματείας θα συναντήσουμε αρκετές αντρικές και γυναικείες συγγραφικές φωνές που τα έργα και οι δημιουργίες τους σου προσφέρουν αυτήν την δυνατότητα. Οι λογοτεχνικές τους παραγωγές δεν είναι απλά εύπεπτα αναγνώσματα της παραλίας, των «νοικοκυρίστικών μας» αναγνωσμάτων, στα ενδιάμεσα χρονικά κενά της σχόλης μας. Οι «γλώσσες» του πνεύματος έχουν αγγίξει πολλούς και αξιόλογους δημιουργούς από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας. Τα βιβλία «τσιμεντόλιθοι» δεν ζυγίζουν το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον από τις σελίδες τους αλλά από το περιεχόμενό τους και την αιμοδότηση της καλλιτεχνικής τους ποιότητας ως ατομική και γενική αίσθηση πολιτιστικής προσφοράς. Πάντως, όπως φαίνεται, μεταξύ άλλων του πνευματικών δασκάλων ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον ελισαβετιανό δραματουργό Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ και ασφαλώς τον ιταλό Δάντη Αλιγκέρι του οποίου την «Θεία Κωμωδία» μετέφρασε και είχε ως σχεδιαστικό πρότυπο του δικού του έργου. Δύο φυσιογνωμίες παγκόσμιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που ο λόγος τους ακούγεται και τον απολαμβάνουμε δίχως τα «παράσιτα» της πολιτικής αναγνωστικής ορθότητας ακόμα. Και ευτυχώς.

    Ορισμένοι τίτλοι έργων του, όπως το μεγαλόπνοο ποιητικό του έπος «Οδύσσεια», το φιλοσοφικό και «θεολογικό» του «μανιφέστο» η «Ασκητική», το αυτοβιογραφικό του «Αναφορά στο Γκρέκο», τους διαβάζεις και τους ξανά διαβάζεις με την ίδια έκπληξη και θαυμασμό όπως και την πρώτη φορά που ήρθες σε επαφή μαζί τους. Είναι έργα ακόνισμα της δικής σου σκέψης, συμπυκνωτές ιδεών που σε βασανίζουν, περιπλανήσεων ερωτήματα του νου, εσωτερικοί δρόμοι εξερεύνησης της ψυχής σου. Θεμελιώδη περί της ύπαρξης επαναλαμβανόμενα οντολογικά διλήμματα. Όλα αυτά που τυραννούν και  ταλανίζουν κάθε σκεπτόμενο άτομο το οποίο θέλει να ερμηνεύσει και να κατανοήσει το τυχαίο και στιγμιαίο πέρασμά του από αυτήν την ζωή, να ξεφύγει από την μάζα και ότι καταχρηστικά ονομάζουμε στον δημόσιο λόγο αποδοχή συμπερασμάτων της «κοινής γνώμης». Από τον χώρο των εικαστικών τεχνών νομίζω ότι ένας πίνακας του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν φέρει ως τίτλο τα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα. Επαναλαμβανόμενα ερωτήματα από πού προερχόμαστε, τί είναι ζωή, τί θάνατος, τί υπάρχει μετά, ποιός ο μέγας «Ωρολογοποιός» του σύμπαντος και ποιο το σχέδιό του; Μηδενιστής ή Ένθεος, φιλόσοφος ή  άθεος, λογοτέχνης ή λεξικογράφος, ποιητής ή προφήτης ο Νίκος Καζαντζάκης, συγκέντρωσε μέσα στο έργο του τα κυριότερα ρεύματα του παγκόσμιου πολιτισμού στην διαχρονική τους έκθεση. Τις μεγάλες εκείνες μορφές που διαμόρφωσαν τον Κόσμο μας- ανάλογα με τις τοπικές και εθνικές και μεταφυσικές παραδόσεις από τις οποίες προέρχονταν-την εξέλιξη και μετάλλαξη των ιδεών τους, του οικουμενικού πνεύματος που τροφοδοτεί τις δεξαμενές της Ανθρωπότητας. Τροφοδότριες πνευματικές και σωματικές δυνάμεις, ψυχικές αντοχές οι οποίες άλλαξαν τον ρου της καθόλου ανθρώπινης Ιστορίας και Περιπέτειας. Δεν είναι ατομικοί του σχεδιασμοί και αφηγήσεις ενός ευφάνταστου νου τα βιβλία του, εξιστορήσεις εξωτικών περιπλανήσεων, ταξιδιωτικών περιγραφών ενός ανήσυχου πνεύματος, η προσωπική του αναφορά σε τραυματισμούς της ψυχής τους όπως ορισμένοι από τους κριτικούς του υποστηρίζουν, είναι η παγκόσμια περιέργεια, το τραύμα της ανθρώπινης ψυχής όχι ενός ανθρώπου αλλά ολάκερης της ανθρώπινης φύσης που εκφράζει με τα γραπτά του ο Νίκος Καζαντζάκης. Αυτό το επαναλαμβανόμενα οικοδόμημα και γκρέμισμα, επαναλαμβανόμενης άγριας βίας και καταστροφής, πριν καν ανθήσει η ζωή που επανέρχεται στις σελίδες του, αυτό το μαρτυρολόγιο των παρανόμων και παραβατικών άγριων υπάρξεων που συγκεντρώνει δίπλα του, παίρνει στα ταξίδια του, στις πόρνες και τους εγκληματίες, έτσι όπως ο μεγάλος ιδεότυπος της χριστιανικής εκκλησίας ο Χριστός προσκαλεί δίπλα του για να τους αναπαύσει. Έτσι όπως τους εικονογραφεί, αυτές τις άγριες φυλές των ανθρώπων ο αγιογράφος και πεζογράφος κυρ Φώτης Κόντογλου. Έτσι όπως τις κινηματογραφεί ο σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε στις ταινίες του. Αυτές τις «συμμορίες των ανθρώπων» που τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Αυτός ο οικουμενικός μετά Ομηρικός «παραμυθάς» με την έννοια της ανθρώπινης παρηγοριάς και παραμυθίας ο Νίκος Καζαντζάκης, που τον κατηγόρησαν για τόσα και τόσα. Δημοσίως τα πιό στενά του γυναικεία φιλικά πρόσωπα, (Γαλάτεια…, Έλλη…) έγινε σημείο αμφιλεγόμενο από τα νιάτα του, τα πρώτα του συγγραφικά βαδίσματα. Πολύ ορθά ένας ιερωμένος, ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης προερχόμενος από τις τάξεις της επίσημης ελλαδικής ορθόδοξης εκκλησίας συσχετίζει την περίπτωσή του με εκείνη του Χριστού, του αρχηγού και καθοδηγητής της πίστης και εμπιστοσύνης των απανταχού χριστιανών.

Αμφιλεγόμενη ατομικότητα λοιπόν ο Νίκος Καζαντζάκης, σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας, με φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου φανατικούς αρνητές, αναγνώστες, που αρνούνται την σύνολη δημιουργία του.

Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε την υπόθεση του Νίκου Καζαντζάκη;

     Ας κλείσουμε το νέο αυτό Καζαντζακικό σημείωμα με τον ακροτελεύτιο λόγο του καθηγητή και σταθερού ερευνητή του Καζαντζακικού έργου στο κείμενό του για την «Οδύσσεια» κ. Γιάννη Μότσιου. Γράφει: «Μια σύγκριση με παλαιότερες εποχές, αναφορικά με την απήχηση του Καζαντζακικού έργου στα αναγνωστικό κοινό, θα οδηγούσε στην εξαγωγή απαραίτητων και ωφέλιμων  για την έρευνα συμπερασμάτων: για τους δρόμους πρόσληψης, καταξίωσης και σημερινής αξιολόγησης καθενός έργου χωριστά, αλλά και του συνόλου της πολύπλευρης και πλούσιας προσφοράς του Νίκου Καζαντζάκη στα ελληνικά γράμματα.». σελίδα 156 στον τόμο «Εισαγωγή στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη».

ΥΓ. Η ρήση του Φρανσουά Μωριάκ είναι από το βιβλίο του Ιωάννη Βράνου, «υπόθεση Ν. Καζαντζάκη. Τα υπέρ και τα κατά», Θεσσαλονίκη 1979.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

15 Μαϊου 2024

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου