Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Είχε πια περάσει μεσημέρι, κι ένιωσα
ξαφνικά πως ο «αδερφός μου το γαϊδούρι», το σώμα, πείνασε. Κατέβηκα σιγά-σιγά,
με τα μάτια στυλωμένα στο ειρηνικό δράμα του κατάφυτου κάμπου.
Λίγα μέρη της Γης έχουν ακαταμάχητο
θέλγητρο. Δεν είναι μονάχα η γλύκα, η γονιμότητα, η θηλύτητα της σπαρτιατικής
πεδιάδας’ δεν είναι μονάχα το φοβερό ακατάδεχτο βουνό αποπάνω της’ μα το
μακάριο τούτο, με τις αρμονισμένες αντιθέσεις τοπίο έδωκε τους υψηλότερους
ανθούς του-την Ελένη, τη θυγατέρα του Κύκνου, και τη Σπάρτη, τη θυγατέρα του
Ταϋγέτου. Έκαμε το χρέος του. Και τώρα το νιώθεις να χαίρεται τον ήλιο και τη βροχή και το ασυνάρτητο βούισμα των
ανθρώπων με τη συνείδηση αναπαμένη.
Τέτοιο συχνά απλώνεται στα βυζαντινά εικονίσματα,
τυλιμένο με σκούρα βυσσινιά πέπλα, και το σώμα της Παναγίας στην «Κοίμηση».
Σταυρό τα χέρια, ήσυχο, κουρασμένο, χορτάτο. Σαν το τοπίο τούτο έκαμε και το
θεοβάδιστο κορμί το χρέος του: γέννησε γιον ανώτερό του.
Κατηφόριζα το λόφο του Μυστρά, έμπαινα στα
έρημα δρομάκια και μου φαίνουνταν πώς ήμουν ένας από τους ηλιοκαμένους
τσοπάνους που ξεκόβουν κάποτε από τ’ αλλόκοτα βράχια μιας αγιογραφίας, όμοιοι
κι αυτοί με βράχο, και τρέχουν να δούνε ένα καταπληχτικό θέαμα.
Κι άξαφνα, περνώντας από το
μισογκρεμισμένο Αφεντικό, τινάχτηκα: ‘Ενας ίσκιος τριγύριζε τις πέτρες, με λυτά
μαλλιά, μ’ ένα ραβδί στο χέρι. Στάθηκα ντροπιασμένος’ τον αναγνώρισα μεμιάς- ο
Γεώργιος Γεμιστός, ο Πλήθων. Από τα ξημερώματα γύριζα εδώ στην αγαπημένη του
πολιτεία και μήτε μια αστραπή δεν πέρασε από το νου μου. Το χλομό πρόσωπο, το
κουρασμένο κι αντρείο χέρι, το ιερό στερνό σφαγάρι, είχε από χρόνια μαυλίσει
την καρδιά μου.
-Τέτοια είναι η μοίρα μου, είπε και
ακούμπησε στον γκρεμισμένο παραστάτη της εκκλησίας. Είμαι από τα γενεά της
Κασάντρας, βλέπω πρώτος απ’ όλους τον όλεθρο και φωνάζω’ μα κανένας δεν
ακούει’ Ιώ, πόνοι, πόνοι πόλεως ολομένας!
-Σε άκουσον, είπα, όταν ήταν πια πολύ
αργά. Καλύτερα έτσι. Αν ήταν ν’ ακούμε τους προφήτες, όλα τα χάρβαλα και τα
σάπια θα μπαλώνουνταν και θα στέκουνταν ακόμα όρθια, στη μέση του δρόμου, και
θα εμπόδιζαν τη ζωή ν’ ανηφορίσει. Γιατί ήθελες να εμποδίσεις τον όλεθρο;
Περίμενα απάντηση. Ο ίσκιος κουνήθηκε,
ανοιγόκλεισε το στόμα δυο τρείς φορές, σα να ήθελε να βγάλει φωνή’ μα πια δεν
είχε δύναμη. Σαν το στόμα του ψαριού που ανοιγοκλείνει και πλαντάει στον αέρα.
Και μονομιάς, σα ν’ άνοιξε η γης και τον κατάπιε.
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ένιωσα πως αδίκησα
το μεγάλο ονειροπόλο, το σοφό νομοθέτη μιας φανταστικής πολιτείας. Δεν εμπόδιζε
αυτός τον όλεθρο, δεν έδινε αρμήνειες πώς να σταθεί στα πόδια της η χαρβάλα
Αυτοκρατορία. Τι να τους κάμει τους αρχόντους που, χωρίς καμιάν αρετή της
αρχοντιάς, αγράμματοι, ακόλαστοι, απάνθρωποι, τυραννούσαν το λαό; Τι να τους
κάμει τους καλογέρους που λεν πώς αφήνουν τα εγκόσμια για τα ουράνια κι αυτοί
κατασκευάζουν εαυτούς αργήν και κηφηνώδη έξιν; Τους λέει περιττούς,
ακάθαρτους, τεμπέληδες. «Άγιος δεν είναι ο στείρος και
απομακρυσμένος από τους ανθρώπους’ άγιος είναι όποιος ζει και δρα μέσα στην
κοινωνία και διαιωνίζοντας το γένος του γίνεται δημιουργός ζωής και
αθανασίας.». Τι να τον κάμει τέτοιο στρατό που υπεράσπιζε την
Αυτοκρατορία; Απομαζώματα απ’ όλες τις ράτσες, κακούργοι, ληστές, παραδόπιστοι,
έτοιμοι σε κάθε στιγμή να προδώσουν. Και τη χριστιανική θρησκεία, όπως την
είχαν καταντήσει, αγέλαστη, δογματική και τυπολάτρισσα, δεν την ήθελε. Έσμιγε
μέσα του ο Απόλλωνας με το Χριστό σε μια σύνθεση νέα, αγνή και φωτεινή, γεμάτη
ελληνική σοφία και χάρη.
Μισούσε, περιφρονούσε την Ανατολή αυτός ο
Έλληνας. Καταδίκαζε τις θολές της λαχτάρες και την αμετρία’ ήθελε αυτός το
μέτρο. Την ποιότητα, όχι την ποσότητα. «Να γεννείτε» έλεγε «σαν τον αετό, που είναι
ηγεμονικό πουλί και δεν έχει ανάγκη από τα καμώματα και τα χρυσοφάνταχτα
στολίδια του παγονιού, του συμβόλου της Ανατολής.»
Όποιος οργανισμός δεν έχει εσωτερικήν
ενότητα κι αρμονία είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
κατάντησε ένα μωσαϊκό από παράταιρα έθνη, που μονάχα η βία κι ο φόβος τα έδενε
το ένα με το άλλο. Δεν έχει συνοχή εσωτερική, δεν έχει ενιαία ψυχή, θα πεθάνει.
Ας φύγουμε, φώναζε ο Γεμιστός στην ψυχή του, ας φύγουμε, ψυχή μου, παίρνοντας
μαζί μας την ελληνική σπίθα, κι ας στήσουμε τζάκι αλλού! Δε θέμε εμείς να
εμποδίσουμε τον όλεθρο’ ας έρθει το τέλος! Εμείς θα κάμουμε νέα αρχή. Ας
αφήσουμε τους άλλους να μοιρολογούν την Πόλη που ψυχομαχεί’ εμείς θα
νανουρίσουμε μια νέα Ελλάδα.
Έτσι θα μίλησε στην ψυχή του ο Γεμιστός,
πήρε μαζί του σε στρουφιχτά πυκνά χειρόγραφα τον Πλάτωνα, μπήκε στο καράβι και
πέρασε στην προαιώνια ακρόπολιν της συμπάσης Ελλάδος, στην Πελοπόννησο. Κι από
τ’ ακρογιάλια της ανέβηκε στην καρδιά τούτη της Πελοπόννησος, στο Μυστρά. Στη
δεσποτική αυλή των Παλαιολόγων είχαν καταφύγει τα γράμματα κι οι τέχνες, πολλοί
σοφοί και καλλιτέχνες έρχουνταν να βρουν άσυλο, το σκοτάδι είχε απλωθεί σε όλη
πια την Ελλάδα κι ο Μυστράς έλαμπε απομονωμένος, ανένδοτος στο στήθος απάνω του
Ταϋγέτου. Δροσερές, ελεύτερες, γεμάτες ζωή απλώνουνταν οι τοιχογραφίες στις
εκκλησίες του Μυστρά κι ανοιξιάτικη νέα πνοή άρχισε να φυσά απάνω στα μελίγγια.
Όπως τόσο συχνά παρατηρήθηκε στην ιστορία, κι εδώ η τέχνη, κι από την τέχνη
πρώτη η ζωγραφική, μπήκε μπροστά αναγγέλνοντας καινούργιους καιρούς. Ό,τι δεν
μπορούσε ακόμα ο ποιητής, ό,τι δεν τολμούσε ακόμα ο πολίτης, ο ζωγράφος το
μπόρεσε και το τόλμησε και, σκορπίζοντας τόσο χαρούμενο χρώμα και τόσες
ζωντανές κίνησες, διαλαλούσε το κήρυγμα καινούργιας ελευτερίας.
Ήρθε στην κρίσιμη τούτη προπαρασκευαστική
στιγμή κι ο Ονειροπόλος κι άρχισε να στερεώνει σε λόγο τα νέα ψυχικά μηνύματα.
Ήταν ο Γεμιστός προστάτης των νόμων, δικαστής, μα οι νόμοι που εφάρμοζε ήταν
κατώτεροι της μέσα του δικαιοσύνης, κι άνοιξε δική του ελεύτερη σχολή να
διδάξει νέους νόμους. Απ’ όλα τα μέρη έτρεξαν ν’ ακούσουν το νέο Πλάτωνα’ από
την Τραπεζούντα ο μέγας Βησσαρίων, από την Πόλη ο Μανουήλ Χρυσολωράς, από το
Μυστρά ο Ερμώνυμος Χαριτώνυμος, ο ξακουστός δάσκαλος του Εράσμου. Κάτω από τη
διδασκαλία του Πλάτωνα αναπηδούσε ο νέος Λόγος, ορμητικός, επαναστατικός, και
ζητούσε ν’ ανοίξει νέους δρόμους στον άνθρωπο. Δεν ήταν ο Γεμιστός κανένας
ήρεμος ολύμπιος φιλόσοφος, όλοι οι ήρωες της παρακμής, γεμάτος πάθος κι
ανυπομονησία, μάχουνταν να στερεώσει, εδώ στο Μυστρά και στην Πελοπόννησο, ένα
νεαρό κράτος, κάτω από το αιώνιο φώς της Ελλάδας.
Με αγωνία διαβάζεις το υπόμνημα που έδωκε
στο Δεσπότη της Πελοπόννησος Θεόδωρο Παλαιολόγο: «Μην ξεχνάς πώς δεν επιτρέπεται
μήτε στ’ άτομα μήτε στους λαούς να χάσουν τη στερνή τους ελπίδα. Πολλοί που ο
κόσμος τους θεωρούσε πεθαμένους αναστήθηκαν. Δισταγμοί δεν επιτρέπουνται όταν
έχουμε μπροστά μας τον κίντυνο. Να μου αναθέσεις, αν συμφωνείς, το ανορθωτικό
τούτο έργο. Είμαι πρόθυμος ν’ αναλάβω εγώ, βέβαιος πώς δε θα βρεθεί κανένας
άλλος να το τολμήσει». Με τέτοιαν πίστη και με τέτοιαν υπερηφάνεια
αναλάβαινε την ευθύνη. Μα είχε γεννηθεί μερικούς αιώνες γρηγορότερα-ποιος
μπορούσε να τον ακούσει; Οι Παλαιολόγοι μάλωναν μεταξύ τους, ζηλεύουνταν,
σκοτώνουνταν, χαλνούσαν ξένους για να σκοτώσουν τους Έλληνες. Καμιά ελπίδα. Μα
η φωνή του απροσκύνητου, αθεράπευτου ονειροπόλου εχτελούσε το χρέος της:
φώναζε, κι ας μην υπήρχαν αυτιά να την ακούσουν.
Κεντρική ιδέα του Γεμιστού ήταν τούτη: η
παράδοση είναι σεβαστή, μα δεν πρέπει ο ζωντανός άνθρωπος να την υπακούει
τυφλά. Πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει οδηγό του το Λόγο. Οι γνώμες των ανθρώπων
για τη θεότητα, για το καλό και το κακό, για το άδικο και το δίκιο, δεν είναι
όμοιες’ αλλάζουν με τον καιρό και τον τόπο’ είναι γεμάτες σύγχυση κι αντίφαση.
Δεν είναι θείοι θεσμοί, είναι θεσμοί του ανθρώπου κι αλλάζουν μαζί του. Εμείς,
εξετάζοντας την εποχή που ζούμε, τη στιγμή όπου ανήκουμε και τη θέση όπου
βρισκόμαστε, έχουμε χρέος να θεσπίσουμε τους νόμους που πρέπει να μας
κυβερνούν. Προφητείες κι αποκαλύψεις είναι πλάνες’ την αλήθεια μας την
ξεσκεπάζει μονάχα η φιλοσοφημένη σκέψη του ανθρώπου. Αυτήν ακολουθώντας θα
μπορέσουμε να ζούμε και να ενεργούμε ελεύτερα.
Ποιο είναι το μέγα στάδιο που μπορεί ο
άνθρωπος να ζήσει και να εχτελέσει ολάκερο το χρέος του απάνω σε τούτη τη Γης;
Η κοινωνία. Όχι να ζεις ολομόναχος περιφρονώντας τη ζωή και τ’ αγαθά της. Αυτό
είναι στείρο κι απάνθρωπο. Η Γης είναι ωραία, δίνει πολλές χαρές, αρκεί να
ξέρει ο άνθρωπος να τη χαίρεται με αρετή και μέτρο. Οι πέντε αιστήσεις του
ανθρώπου είναι ιερές’ γιατί υπηρετούν τη μέσα μας αθάνατη ουσία. Κι απ’ όλες
τις αιστήσεις η πολυτιμότερη είναι η δράση, γιατί μας φανερώνει την ομορφιά και
την αρμονία του κόσμου.
Οι εντολές τούτες του Γεμιστού είναι
σήμερα κοινό χτήμα των ανθρώπων την εποχή όμως που τις διαλαλούσε; Στα
βυζαντινά χρόνια της στείρωσης και του ξεπεσμού, ήταν πρωτάκουστες και, κατά τη
γνώμη των καλογέρων, «σατανικές». Ειδωλολατρία! Φώναξε ο φοβερός αντίπαλος του,
ο κατόπιν Πατριάρχης Σχολάριος, κι έβριζε τον «Έλληνα» και τον αποκαλούσε σοφιστήν, τον αφρονέστερον πάντων των προ της θείας οικονομίας γενομένων νομοθετών
της πολυθείας και του χοιρώδους βίου!
Μα ο Γεμιστός, ατρόμητος εξακολουθούσε τον
αγώνα του να δημιουργήσει ένα νέον ελληνικόν κόσμο. Αγάπη της ζωής, ηρωική
διάθεση, έρωτας της ελευτερίας! Σήκωσε το ραβδί του να γκρεμίσει όλα τ’
αραχνιασμένα είδωλα ο μεγάλος αυτός πρόδρομος της νεοελληνικής αναγέννησης.
Οραματίζεται ένα νέο κράτος ισχυρό και
δίκαιο, που να ρυθμίζει και να κυβερνάει τους αρχόντους και το λαό. Το ιδανικό
του πολίτευμα δεν είναι η απόλυτη ανατολίτικη μοναρχία’ μήτε η λαϊκή δημοκρατία.
Δε θεωρεί τους ανθρώπους ίσους’ καθένας έχει ιδιαίτερες ικανότητες κι αρετές,
και σύμφωνα με αυτές πρέπει να τοποθετείται στην κοινωνικήν ιεραρχία. «Δεν
εμπιστευόμαστε» λέει «στα γαϊδούρια τα έργα των γενναίων αλόγων
μήτε και πάλι αναθέτουμε στα γενναία άλογα τα έργα των γαϊδουριών. Αλλά τα μεν
άλογα χρησιμοποιούμε στον πόλεμο, τα δε γαϊδούρια στη μεταφορά.» Το
πολιτειακό ιδανικό του Γεμιστού είναι μοναρχία συγκερασμένη με ολιγαρχία.
Σύμβουλοι να είναι οι «άριστοι».
Άριστοι, όχι όμως στα πλούτη ή την καταγωγή’ αλλά στην αρετή και τη γνώση.
Ένα τέτοιο νέο κράτος χρειάζεται νέο
στρατό, ικανό να το υπερασπίσει με ενθουσιασμό και πίστη. Εθνικό στρατό, κι όχι
από μισθοφόρους. Καμιάν εμπιστοσύνη δεν πρέπει να έχουμε στους ξένους
μισθοφόρους, που είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να μας προδώσουν και να γίνουν λύκοι
αντί φύλακες σκύλοι.
Και το σπουδαιότερο: ο ελληνικός λαός
αποτελείται προπάντων από αγρότες. Πρέπει πια να πάψει η δουλειά του χωρικού. Να μη σπέρνει αυτός και
να θερίζουν οι κηφήνες- αρχόντοι, έμποροι, καλόγεροι. Η γης, κηρύχνει, πράμα
και του-το πρωτάκουστο την εποχή εκείνη,
η γης πρέπει ν’ ανήκει μονάχα σ’ εκείνους που την καλλιεργούν. Όχι στους
αρχόντους και την Εκκλησία. Ο καλλιεργητής πρέπει να γίνει ιδιοκτήτης.
Και τεσσερισήμισι αιώνες πριν από τον
Γκάντι έδινε το μεγάλο οικονομικό σύνθημα της αυτάρκειας. «Μακριά» φώναζε «από τα ξένα υφάσματα. Είναι ντροπή και
ζημία μεγάλη μια χώρα που παράγει τόσο άφθονο μαλλί, λινάρι και βαμπάκι, αντί
να τα επεξεργάζεται μόνη της και να ντύνεται με αυτά, να ζητάει να της φέρουν
υφάσματα από τον Ατλαντικό. Θα είναι τιμή για μας να ντυνόμαστε με τα ντόπια
μας υφάσματα!»
Έτσι φώναζε ο Γεμιστός μέσα στην ερημιά.
Ποιος να τον ακούσει; Οι ιστορικοί νόμοι ακολουθούσαν την ανήλεη πορεία τους,
είχε γεράσει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σωτηρία δεν υπήρχε. Οι Παλαιολόγοι
θεωρούσαν ουτοπία τα κηρύγματα του Γεμιστού, το αγροτικό ζήτημα έμενε άλυτο, ο
εθνικός στρατός όνειρο απραγματοποίητο, η Μοναρχία ανίκανη να σταματήσει το
νόμο της φθοράς.
Πέθανε ο Γεμιστός εκατοχρονίτης, ένα έτος
πριν πέσει η Πόλη. Λίγοι φίλοι του τον έκλαψαν, με τη συνηθισμένη βυζαντινή
ρητορεία: Ο πολυχωρότατος και θειότατος νους, ο διαφανέστατος και λαμπρότατος της
οικουμένης αστήρ, σιγώσα κείται η σάλπιγξ η ένθεος, η καλλικέλαδος χελιδών, η
των χαρίτων εστία.
Μα όσο ήταν
ζωντανός, τον άφηναν να φωνάζει στην ερημιά. Όχι μονάχα κανένας δεν του
εμπιστεύτηκε τη σωτηρία, παρά κι έγινε καταγέλαστος από τους τρανούς όταν
εζούσε’ κι όταν ακόμα πέθανε εξακολούθησαν οι διωγμοί. Τ’ όνομά του
αναθεματίστηκε από την Εκκλησία, τα έργα του κάηκαν στην ιερή πυρά. Ούτε καν το
σώμα του το αφήκαν ήσυχο ν’ αναπαυτεί στ’ αγαπημένα χώματα. Ένας Φράγκος, ο
Μαλατέστας, πήρε τα κόκαλά του και τα έθαψε μακριά από την Ελλάδα, στο Ρίμινι,
στην εκκλησιά του Αγίου Φραγκίσκου.
Μα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τη φωνή
του. Το σώμα αφορίστηκε, τα κόκαλα διώχτηκαν, μα η φωνή έμεινε κι εξακολουθούσε
να φωνάζει. Κι από το δάσκαλο πέρασε στους μαθητές’ κι οι μαθητές σκορπίστηκαν
στη Δύση, στη θεία στιγμή της φράγκικης αναγέννησης, και διαλαλούσαν το λόγο
του δασκάλου. Πλατωνικές ακαδημίες ιδρύθηκαν, ο Πλάτωνας, δηλαδή η ελευτερία
του νου, δρασκέλιζε τις δυτικές χώρες κι όπου πατούσε φύτρωνεν η άνοιξη. Κι
έτσι, την ώρα που πέθαινε η Ανατολή, φωνάζοντας: Ανάθεμα τοις τας πλατωνικάς ιδέας
ως αληθείς δεχομένοις, η Δύση δέχουνταν τον αναθεματισμένο κι ο έλληνας
νους ανανέωνε, σε άλλο μέρος της Γης, εξόριστος, την ανθρωπότητα.
Όρθιος πολλήν ώρα μπροστά από το
γκρεμισμένο Μοναστήρι του Βροντοχίου, όπου τόσο συχνά θα το διάβηκε ο
μεγαλομάρτυρας που ονειροπόλησε τον νέον Ελληνισμό, προσπαθούσα, αναπολώντας
τον αγώνα του, να εξευμενίσω τον ίσκιο του. Η φαντασία μου τον έπλαθε υψηλό, με
πλατύ μέτωπο, με μακριά άσπρα γένια, με μεγάλα θλιμμένα μάτια. Αγάπησε,
πεθύμησε πολύ νωρίτερα από τους άλλους. Κι οι άλλοι δεν του το συχώρεσαν.
Κυκλοφορεί ακόμα ο ίσκιος του’ εδώ στα χαλάσματα του Μυστρά απαρηγόρητος. Τ’
όνειρό του για ένα νέον Ελληνισμό, ακόμα δε σωματώθηκε ακέραιο. Παραδέρνουμε
ακόμα ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Οι ανατολίτισσες θολές λαχτάρες δεν έγιναν
ακόμα μέσα μας φώς’ και σκύβουμε ακόμα, πνεματικοί δουλοπάροικοι, στη Δύση.
Πότε θα οργανωθεί το όνειρό του μεγάλου μας γενάρχη; Να βγει ένας νεοελληνικός
πολιτισμός, απ’ όλες μέσα μας τις αντιφατικές, δισυπόστατες, πλούσιες
κληρονομιές;
Ως τότε ο μέγας ίσκιος θα πλανάται από
κατώφλι σε κατώφλι μέσα στα έρημα τούτα σπίτια του Μυστρά. Κι ένας σύγχρονος
Έλληνας, που τυχαίνει ν’ ανεβαίνει ως εδώ πάνω, κιντυνεύει πάντα να τον
συναντήσει, αγριεμένο κι ανεξιλέωτο.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ,
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ. Ιταλία- Αίγυπτος- Σινά-
Ιερουσαλήμ- Κύπρος- Μοριάς.
Ειδική
έκδοση για την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Εξώφυλλο- σχεδιασμός: Δημήτρης Αν.
Νίκας. Εισαγωγή- Επιμέλεια Νίκος Μαθιουδάκης. Επιστημονικός σύμβουλος των
εκδόσεων Καζαντζάκη. Αθήνα, 2, 2014, σελ.336.
Ο «Γ ι λ ν τ ι ρ ί μ» του Ε
λ λ η ν ι σ μ ο ύ
«Λέω πώς μπορεί όλα νάπαιρναν ένα δρόμο διαφορετικό που θα
οδηγούσε στη σωτηρία του Γένους, αν από το 1420 (ή έστω από το 1430) βρισκόταν
στον Μυστρά, κύριος του δεσποτάτου ολόκληρου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Το
θέλημα, όμως του Θεού ήταν άλλο. Ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στον Μυστρά πολύ
αργά, στο έτος 1444. Αν διασταυρωνόταν, όσο ήταν ακόμα καιρός, η ισχυρή βούληση
του Κωνσταντίνου με το ισχυρό πνεύμα του Πλήθωνος και με ολόκληρο τον κύκλο που
είχε δημιουργήσει ο Πλήθων, μπορεί νάπεφτε η Κωνσταντινούπολη, μπορεί όμως να
μην έπεφτε η Ελλάς». Σ. 403.
Πικρή αλλά σοφή η διαπίστωση του παλαιού έλληνα
πολιτικού και κοινωνιολόγου, του Πατρινού συγγραφέα Παναγιώτη Κανελλόπουλου στο δεύτερο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου
του με τίτλο «Στον Μυστρά με τον
Πλήθωνα», σελ. 369- 470. Στο μνημειώδες έργο του «Γεννήθηκα στο Χίλια τετρακόσια
δύο» τόμος Α, 3η έκδοση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»- Ι.
Δ. Κολλάρου, Αθήνα 1980. Ένα καλογραμμένο, ιστορικά και φιλοσοφικά τεκμηριωμένο
χρονικό με ορθές σημειώσεις και εύστοχες παρατηρήσεις στο οποίο το ανήσυχο
πάντα πνεύμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η ευαίσθητη ματιά του και ο
φιλοσοφικός στοχασμός του μας αφηγείται με αμεσότητα και ανάγλυφη πλαστικότητα,
με δεκάδες λεπτομέρειες τις αναμνήσεις και περιηγήσεις του στο Πελοποννησιακό
τοπίο, σε νεαρή της παιδαγωγίας του ηλικία ερχόμενος σε επαφή με φωνές και
έργα, ιδέες και προσωπικότητες, αισθητικές και μεταφυσικές θεωρίες, πολιτειακές
αξίες οι οποίες διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του σαν πολιτικό και ιστορικό όν και
εδραίωσαν την πίστη του στον Σύγχρονο Ελληνισμό και την παράδοσή του μετά την
Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Εικονογραφεί τον ιστορικό και αρχαιολογικό χάρτη
του Ελληνικού χώρου, την πέτρινη εικόνα του Κάστρου του Μυστρά, «του Μυζηθρά το
κάστρον» όπως λέει ένα δίστιχο- από την εποχή του φράγκου Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου
τον 13ο αιώνα, και του πρώτου οικιστικού πυρήνα της πόλεως, της
περιοχής του κάμπου της παλαιάς Σπάρτης (της Λακεδαιμονίας) όπως αναφέρει το
«Χρονικό του Μορέως». Αυτοκρατορικές κτήσεις του Μυστρά από την εποχή του
αυτοκράτορα Ανδρόνικου Ασάν, της δυναστείας των Καντακουζηνών και της
οικογένειας των Παλαιολόγων που, είχαν έδρα τους το Μυστρά και τη Μονεμβάσια. Μοναστηριακά
συγκροτήματα υψώθηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
νέες Εκκλησίες και Ναοί οικοδομήθηκαν, ο «μοναχός Δανιήλ κι ο αρχιμανδρίτης
Παχώμιος ίδρυσαν το ναό των Αγίων Θεοδώρων, ο δεύτερος τη μονή και το ναό της
Οδηγήτριας, και ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Νικηφόρος Μοσχόπουλος,
μεταφέροντας την έδρα του στον Μυστρά, έχτισε γύρω στο 1310 το μητροπολιτικό
ναό, τον Άγιο Δημήτριο. Και η αγαπημένη μου Περίβλεπτος με την ανώμαλη
αρχιτεκτονική κατασκευή της, είχε και αυτή ήδη ανεγερθεί (ίσως μάλιστα πριν από
το 1300). Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος έκαμε πλούσιες παροχές στη μονή της
Οδηγήτριας.» σημειώνει ο Κανελλόπουλος, σ.387. Κάστρα, πετρόκτιστα φρούρια και
πύργοι καταφύγια για εξόριστους πρίγκιπες και ευγενείς, ησυχαστήρια
εκκλησιαστικών ανδρών και διαζευγμένων συζύγων αυτοκρατόρων, αδερφών
διεκδικητών της εξουσίας και τέκνων επίδοξων διαδόχων. Απάτητες μυστικές περιοχές
του εμβληματικού Ταϋγέτου, «κρυψώνες» και μοναστήρια κουρνιάσματα για έκπτωτους
και κυνηγημένους βασιλείς και αυτοκράτορες, αυτοκρατόρισσες δέσποινες, μοναχοί
«αιρεσιάρχες», εκθρονισμένοι πατριάρχες και στρατηγοί επιβουλευτές της
κυβερνητικής διακυβέρνησης. Ο κόσμος του «θεοκρατικού» και «αμαρτωλού»
πολυφυλετικού Βυζαντίου ο οποίος προέβαλε τα σπουδαία επιτεύγματα της τέχνης
του, ναοδομία, σχολές αγιογραφίας, ψηφιδωτά τρούλων, ξυλόγλυπτα τέμπλα και άλλα
είδη της εκκλησιαστικής τέχνης, εκκλησιαστικοί συγγραφείς και λαϊκά αγιολόγια,
θεσμοθέτες δογμάτων, αποφάσεις ιερών συνόδων, πριν ο βυζαντινός, ελληνόφωνος
αυτός κόσμος αποκτήσει εθνική συνείδηση, ελληνική συνείδηση. Ένα κράμα λαών-
όπως το Βυζάντιο- το οποίο προβάλλει την ομορφιά και τα επιτεύγματα της Τέχνης
και αισθητικής του, της γραμματείας του, των θρησκευτικών αποκλειστικά αναφορών
του ύπαρξης, πριν οικοδομήσει την Εθνική του συνείδηση σαν αυτοκρατορικό
μόρφωμα, κρατική ταυτότητα και οντότητα, δεν μπορεί να επιβιώσει να αντέξει τα
εχθρικά βέλη και τις πολιορκητικές μηχανές, τις αλλόφυλες εχθρικές νέες
δυνάμεις που παρουσιάζονται στην Ιστορία. Το Χριστιανικό καλογερίστικο πνεύμα
παρέμεινε στην πολιορκημένη Πόλη, (με προεξάρχουσα φωνή αυτή του Γενναδίου
πρώτου μετά την Άλωση Πατριάρχη) το Ελληνικό και Ελευθερόφρονο πνεύμα
ερευνητικό και αμφισβητητικό κατέφυγε στο Δεσποτάτο του Μυστρά (με ηγέτιδα
μορφή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα και τους μαθητές του) ή μετανάστευσε στην
καθολική Δύση μετά την Άλωση. Χαρακτηριστικές και εμβληματικές προσωπικότητες-
ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Δημήτριος
Κυδώνης, ο Ιουδαίος Ελισσαίος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο αυτοκρατορικός
γόνος, δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος (υποστηρικτής του Γεμιστού) και άλλοι
κομιστές μιάς νέας ελληνικής συνείδησης από την μία πλευρά της ιστορίας και
χριστιανικής από την άλλη, παρά τις εχθρότητες και μαχόμενες αντιλήψεις τους
και αντιπάθειες, επίσημες καταστροφές των συγγραμμάτων τους. Το Πλατωνικό και
Νεοπλατωνικό πνεύμα εξήγησής του απέναντι στην καθαρή επιστημονική σύλληψη και
εξήγηση του Σύμπαντος από τον Αριστοτέλη. Και ο Πλωτίνος κρυφή, υπόγεια γέφυρα
σύγκλισης αδιάφορη για τις μεγάλες πολυπληθείς μάζες των Βυζαντινών μα και των
Νέων την συνείδηση Ελλήνων. Ένα συμπίλημα ιδεών, θρησκευτικών δοξασιών,
φιλοσοφικών αντιλήψεων, θεολογικών θέσεων, μεταφυσικών εχθροτήτων και πεισμάτων
που, «ροκάνιζαν» εσωτερικά την Αυτοκρατορία και δίχαζαν το ποίμνιο. Βυζαντινά Πορτραίτα
μεγαλόσχημων ρασοφόρων ή λευκοχίτωνων αντρών των κρίσιμων αυτών περιόδων που
αγωνίζονταν να προσδιορίσουν το «φύλο των αγγέλων» όπως γράφει ένας σύγχρονος
έλληνας ποιητής του καιρού μας, ενώ ο νεαρός Μωάμεθ με τα φουσάτα του
πολιορκούσε τα Τείχη της Βασιλίδας των Πόλεων. Που έριζαν και εξόριζαν τους
αντιπάλους τους για τα πρωτεία του Πλάτωνος ή του Αριστοτέλη την ώρα που δεν
είχαν να φάνε και οι αλλόφυλοι εχθροί παραμόνευαν να «μπουκάρουν» εντός των
τειχών. Ήταν οι τελευταίες ιστορικές στιγμές της Πόλης όπου το «πυρ της
διανοίας» των πρωταγωνιστών «εσβέσθη, και έμεινε τέφρα και σποδός» όπως θα μας
έλεγε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα μελανά χρώματά του με τα οποία
ζωγραφίζει τον Πλήθωνα, στο μυθιστόρημα «Γυφτοπούλα του». Στρατιώτες που
αρνούνταν να υπερασπιστούν το χιλιόχρονο βυζάντιο και κατέφευγαν σε μοναστήρια
και μονές, ησυχαστήρια κελιά αδιαφορίας. Βυζάντιο, το ανατολικό τμήμα της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που είχε αποσχισθεί
διοικητικά και θρησκευτικά-πνευματικά, οικονομικά από το Δυτικό τμήμα της εδώ
και αιώνες, διεκδικώντας την αυτονομία του. Σημαίνουσες πολιτικές, αυτοκρατορικών
δυναστειών αντρικές και γυναικείες φυσιογνωμίες, άτομα αρχομανή για εξουσία
άπληστα, πολεμόχαρες και εκδικητικές φυσιογνωμίες, φανατισμένοι θρησκευτικοί
ηγέτες και μοναχοί «οσφιοκάμπτες», δογματικοί και ανυποχώρητοι. Ξέπνοο
αυτοκρατορικό φρόνημα της μεγαλύτερης μερίδας του λαού που ηδονίζονταν με τις
εξωτερικές εμφανίσεις τους και την κούφια ρητορική των ηγετών τους. Τι να
καταλάβουν από την λόγια ρητορεία παγωνιών δασκάλων τυπολατρών. Αδύναμοι σαν
χαρακτήρες βυζαντινοί γόνοι, μία καιροφυλακτούσα άπληστη για να άρχει
«καμαρίλα» με το σπαθί και τον σταυρό,
έτοιμη να υποκύψει στο κόκκινο φέσι παρά να συνεργαστεί και να χάσει τα
προνόμια της από την καθολική παπική τιάρα. Το μονόχρωμο και κεντρικό σκηνικό
ενός ιστορικού και ανθρωπογενούς δράματος των μοιραίων εκείνων αιώνων του
Χριστιανισμού και του κυοφορούμενου Ελληνισμού. Άτομα με αλαζονική διάθεση που
αποφάσιζαν για την ζωή ή την απώλεια εκατομμυρίων ανθρώπων, διαμόρφωναν το
φωτοστέφανο της φήμης τους, τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους και της θυσίας
τους. Έλληνες ιεροί ρόλοι που κυκλοφορούσαν πάνω στην ιστορική σκηνή πρωταγωνιστές,
θυσιασθέντες μάρτυρες, μισθοφόροι κομπάρσοι και δευτεροπρωταγωνιστές
προερχόμενοι από την αιρετική Δύση, δίχως σκηνοθέτη σε άτακτο συντονισμό από
έναν ρωμαλέο στρατιωτικά και διοικητικά αλλόφυλο και αλλόθρησκο παραγωγό, τους
Οθωμανούς και τον νεαρό ηγέτη τους. Η δραματικότητα των τελευταίων ημερών της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν βρίσκεται μόνο στην έλλειψη στρατιωτικής και
ανθρώπινης εξωτερικής βοήθειας αλλά σε ένα ακόμα ιστορικό γεγονός. Στην εθνική
πίστη των Οθωμανών σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς που είχαν απολέσει την δική
τους. Βυζαντινισμοί και θεατρινίστικες χειρονομίες και επιδείξεις υλικού
πλούτου, μεταφυσικές ρητορείες και δόγματα, διαξιφισμοί προσωπικοί,
φανατισμένες φατρίες και διχόνοιες. Ποια εκδοχή της αλήθειας της Ιστορίας θα
επικρατούσε; Της αυτοκρατορίας, της μεταφυσικής ορθόδοξης πίστης και δοξασίας ή
αυτή της νέας αλλόφυλης και αλλόθρησκης ισχύς; Οι Βυζαντινοί, συγκεντρώνονταν
στις ιερές εκκλησίες και ναούς, ικέτες, για να προσευχηθούν και να σωθούν από
τις «αμαρτίες» τους, οι Οθωμανοί για να εδραιώσουν και στεριώσουν την δική τους
εθνική πίστη και θρησκευτική συνείδηση. Ο κύβος είχε ριφθεί αμετάκλητα για το
ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Το Ελληνικό Ολύμπιο πνεύμα άρχισε να χάνεται
και να καταστρέφονται οι Σχολές του με τα αυτοκρατορικά διατάγματα του
Ιουστινιανού και πατριαρχικών συνόδων, ένας νέος Ελληνισμός άρχισε να
καλλιεργείται με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα
στην επικράτεια του Μυστρά μετά την πτώση. Ή η νέα ελληνική πτυχή της Ιστορικής
πορείας, προετοίμαζε την «Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη,/ τη βλαστήμια τ’
αντίθεου την είδα/ κατά σε πειρασμός να
τη χύνη/ σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα!...» όπως μας λέει στον ΣΤ΄ Λόγο του,
«Γύρω στη φωτιά» στην ποιητική του σύνθεση 1907 «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» του
ποιητή Κωστή Παλαμά. Βλέπε «Ανθολογία ΚΩΣΤΗ
ΠΑΛΑΜΑ» επιλογή Κ. Γ. ΚΑΣΊΝΗ, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σ.189. Τα Παπαδιαμαντικά αποσπάσματα είναι από
τις παλαιότερες εκδόσεις του Χρήστου Γιοβάνη σε επιμέλεια Γιώργου Βαλέτα.
Εξακολουθούμε να διαβάζουμε εδώ και μερικούς
μήνες τα βιβλία του ποιητή και φιλόσοφου, ταξιδογράφου Νίκου Καζαντζάκη που δεν
είναι και λίγα, ούτε εντάσσονται όλα στην ίδια κατηγορία. Από τον ίδιο τόμο του
«Ταξιδεύοντας» που μετέφερα τις
περιηγητικές του αναμνήσεις από την Κύπρο στο προηγούμενο σημείωμα, αντιγράφω
στο σημερινό, ένα κεφάλαιο από το ταξίδι του στην Βυζαντινή Πελοπόννησο, στον
αυτοκρατορικό Μοριά, στις καστροπολιτείες του, στο Δεσποτάτο του Μυστρά, κέντρο
του Νέου Ελληνισμού μετά την Άλωση της Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Τους
«Παροπαμισάδες» όπως αποκαλεί τους Τούρκους ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Ο
Καζαντζάκης σαν νέος Παυσανίας περιηγείται, ταξιδεύει, επισκέπτεται, συνομιλεί,
στοχάζεται, ονειροπολεί πάνω στα αρχαία και βυζαντινά μνημεία και ερείπια.
Εισέρχεται ευλαβικός προσκυνητής μέσα σε μοναστήρια και εκκλησίες, έρημους και
κατεστραμμένους ναούς παρατηρώντας με προσοχή και άπληστη περιέργεια για γνώση
τις βυζαντινές αγιογραφίες, τα ξύλινα σκαλιστά τέμπλα, τους τρούλους και τις
καμάρες, τα τοιχώματα, την αρχιτεκτονική του χώρου, θαυμάζει την σοφή
αγιογραφική τεχνοτροπία των αγιογράφων και μας μιλά για την ποιητική της τέχνης
τους. Την Σχολή από την οποία προέρχονται, ανήκουν όλοι αυτοί οι ανώνυμοι
φτωχοί τεχνίτες, οι έλληνες μαϊστορες επώνυμοι αγιογράφοι. Αγιογράφοι με το
κομποσκοίνι και το κοπίδι που, αναστυλώνουν, «φροντίζουν» τα φθαρμένα ψηφιδωτά
των δαπέδων και των τοιχογραφιών. Οι μάρτυρες της τέχνης της αλήθειας της
χριστιανικής πίστης στο μπόι του Ανθρώπου στο μέτρο του Θεού. Επανασχεδιάζει
εικόνες και παραστάσεις, ερμηνεύει ιστορικά στιγμιότυπα κρίσιμων στιγμών του
Έθνους, μιλά για γεγονότα μισό λησμονημένα μισό πραγματικά στην αχλή του χρόνου
και της ιστορίας. Καταγράφει το βλέμμα του με πόνο, οι πληγωμένες αισθήσεις του
πάντα τεντωμένες αντικρίζουν τα πάντα, ότι υπάρχει μπροστά και δηλώνεται η
παρουσία του και ότι δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά και το καλύπτει η σκόνη
της αδιαφορίας, η αδράνεια των ανθρώπων. Φιλοτεχνεί τον χώρο και τις τοποθεσίες
του, την ατμόσφαιρά του, το ανθρωπογενές κλίμα του, τα λημέρια και τα σοκάκια
του, τα δρομάκια του που πάνω τους περπάτησαν αυτοκρατορικές και αρχοντικές
μορφές του Ελληνισμού, πατρίδα της τελευταίας αυτοκρατορικής βυζαντινής
δυναστείας της οικογένειας των Παλαιολόγων και μας εξομολογείται, με ειλικρίνεια
και θέρμη πάνω στο φρέσκο της γραφής και των σημειώσεών του τα καθέκαστα. Η
φωνή του λαλιά αλέκτορος που δεν κοιμάται, αγρυπνεί, η όρασή του βιγλίζει τα
πριν και τα μετά. Όπως ο βυζαντινός λογοτέχνης και αγιογράφος κυρ Φώτης Κόντογλου δουλεύει εκείνη πάνω
κάτω την χρονική περίοδο να αναστυλώσει τις βυζαντινές ορθόδοξες φημισμένες
εκκλησίες του Μυστρά, να αποκαταστήσει τις φθορές του χρόνου και της
εγκατάλειψης, της αναλγησίας των κατοίκων, να συντηρήσει και διασώσει το
βυζαντινό αρχοντικό ορθόδοξο μεγαλείο τους. Την πέτρινη προσωπικότητά τους, τον
ψυχογραφικό διάλογο μεταξύ ζωντανών και κεκοιμημένων. Την πτώση και την
ανάσταση των αριστοκρατικών επιγόνων. Δύο όψεις του Μαχόμενου Ελληνισμού όπως θα
έγραφε ο ιστορικός πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος
Μεταλληνός, δύο μονόλογοι της
ελληνικής σκέψης που μετατρέπονται σε διάλογο στην σύγχρονη σκηνή της Ιστορίας.
Έτσι όπως μας τον διασώζουν από την μία ο χρωστήρας του κυρ Φώτη Κόντογλου και
από την άλλη η ισχυρή αναπαραστατική της φαντασίας γραφίδα του συγγραφέα της
«Ασκητικής». Ο Νίκος Καζαντζάκης μας αφηγείται με αμεσότητα, με ένθερμη πνοή,
προσωπικό χαρακτηριστικό πάντα τόνο, λυρισμός και σεβασμό, χρήση μιάς δημοτικής
γλώσσας που βρίσκει την εκφραστική της ομορφιά στα ταξιδιωτικά γραπτά του, αυτά
που είδε, ένιωσε, δίχως προσχεδιασμένους ακαδημαϊσμούς αναφορών, χωρίς
διανοητικά άλματα, καθώς βαδίζει τα ιερά χώματα του Μυστρά. Έντονο και
πυρετώδες το ύφος του, ανακαλεί το μυθικό και ένδοξο ιστορικό μεγαλείο, την
αριστοκρατική εικόνα της ταυτότητας του Τόπου ορόσημου του Νέου Ελληνισμού στην
ιστορική του χρονολογική συνέχεια, στην ανεξάντλητη συνέχειά του, στην απλότητα
της πέτρινης ομορφιάς του. Το δραστικό μολύβι με το πολύχρωμο πινέλο ενώνονται
στον τρόπο που εικονογραφεί την ζώσα ψυχή του μεταβυζαντινού Μεσαιωνικού Ελληνισμού
μετά την κατάρρευση της ελληνόφωνης αυτοκρατορίας ο ποιητής της «Οδύσσειας».
Δεν είναι εξωτερική- επιφανειακή η ματιά του είναι πηγαία εμβαπτιζόμενη μέσα
στις δεξαμενές της φαντασίας του. Στέκεται ιδιαίτερα, αναφέρεται, αφιερώνει ένα
ξεχωριστό κεφάλαιο στον πρώτο δάσκαλο του Ελληνισμού, τον πρώτο Έλληνα νομοθέτη
και φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό τον επονομαζόμενο Πλήθωνα. Τον Έλληνα που η πνοή
της σκέψης του πνέει μετά τόσες εκατονταετίες πάνω από τον Σπαρτιατικό κάμπο,
κουρνιάζει στις σπηλιές του Ταϋγέτου, κουκουβίζει μέσα στην καστροπολιτεία του
Μυστρά. Εκεί που η αιχμαλωτισμένη Παναγιά συν-προσεύχεται με την Λητώ, ο
Απόλλων παίζει κότσια με τον Χριστό, όπως ονειρεύτηκε ο Ορφικός ποιητής Άγγελος Σικελιανός στο δικό του «πέμπτο
Ευαγγέλιο». Είναι η φλέβα που χτυπά έστω και εξορισμένη, κυνηγημένη,
στιγματισμένη, καιόμενη από φανατισμούς και αιρετικές καλογερίστικες στενοκεφαλιές.
Είναι το ύψωμα του θάρρους του ελληνικού πνεύματος που συναντά το συγχωρητικό
έλεος της ορθόδοξης αλήθειας στην καινούργια των Ελλήνων κοινωνική και
μεταφυσική μεταβυζαντινή πραγματικότητα. Ερμηνεύοντας την Ιστορία με
διαφορετικό βλέμμα. Με σχεδόν «ασκητική»
χαρά και επιμονή αυτοεπιβεβαίωσης της πίστης του, ο Καζαντζάκης
σκιαγραφεί με πανηγυρικά χρώματα τον σημαντικό Πλατωνιστή Ονειροπόλο προφήτη,
«πολυθεϊστή» και «Ζωροαστριστή», Νεοπλατωνιστή δάσκαλο του Γένους των Ελλήνων
και το έργο του. Αυτό το κράμα ατίθασης
πολυθεΐας και ανατολίτικης «δεισιδαιμονικής;» αρχέγονης σοφίας. Της ράτσας των
Ελλήνων όπως συνηθίζει να γράφει στα βιβλία του ο Κρητικός μονιάς. Διαβάζοντας
τα Ταξιδιωτικά βιβλία του Καζαντζάκη θα ισχυριζόμασταν παραλλάσσοντας αυτό που
μας λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος
Π. Καβάφης για τον εαυτό του, ότι αν δεν ήταν ποιητής επάξια θα ήταν ένας
καλός ιστορικός. Ο Κρητικός συγγραφέας αν δεν ήταν ποιητής και πεζογράφος θα
ήταν ένας αξιοθαύμαστος λαϊκός ζωγράφος. Οι απεικονίσεις του-πέρα από την
μεταφυσική τους σκόπευση ομοιάζουν στην ομορφιά με τις Παπαδιαμαντικές
περιγραφές του Ελληνικού χώρου.
Είναι αναμενόμενο για έναν συνεπή και
επαρκή, υπεύθυνο αναγνώστη (ανεξάρτητα ποιόν συγγραφέα έχει πάνω στο γραφείο
του και μελετά), να αναζητά, να ανατρέχει να διαβάσει το σύνολο του έργου ενός
λογοτέχνη ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του, ώστε να έχει μία σχετικά καλή
και πλήρη εικόνα, γνώση των λεγομένων και γραφομένων του. Να εμβαθύνει στην φιλοσοφία
του, να ξεκλειδώσει τον κόσμο των ιδεών του, να κατανοήσει ανετότερα το σύμπαν των
οραμάτων του, των διαφόρων ειδών και εσωτερικών μεταστροφών της γραφής του. Να
έρθει σε αναγνωστική κοινωνία ακριβέστερα με τα θέματα που διαπραγματεύεται,
τις τεχνικές που σπουδάζει, την αισθητική του, την γλώσσα που χρησιμοποιεί, τις
εμβόλιμες αναφορές και εμμονές του. Να αποδεχτεί τις θεωρίες που αναπτύσσει στα
βιβλία του, να εντοπίσει το ατομικό του
ύφος, με δύο λόγια, της όποιας αποδεκτής συμβολής και επίδρασής του στα
ελληνικά γράμματα, την ξένη γραμματεία μέσα στην οποία εντάσσεται η φωνή του,
συνυπάρχει η γραφή του, αναγνωρίζοντας τις καταβολές και τους συμβολισμούς της.
Το συγγραφικό περίγραμμα μέσα στο οποίο κινείται και αναπνέει ο λόγος του.
Αποδεχόμενοι ασφαλώς ότι κάθε κείμενο, κάθε συγγραφική πρόταση ενός λογοτέχνη
δεν είναι παρά η δική του απάντηση στον χρόνο και στους προγενέστερους τεχνίτες
του λόγου της παράδοσής του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του αναγνώστη ο
οποίος ανοίγει συζήτηση και θέτει ερωτήματα, επαναπροσδιορίζει διλήμματα δικά
του, καθώς διαβάζει ένα βιβλίο, παρατηρεί ένα έργο μιά δημιουργία των άλλων
μορφών και πτυχών της ανθρώπινης Τέχνης στην διαχρονική της αποκάλυψη. Είναι
σκληρό αλλά φιλάνθρωπο κατά βάθος το βλέμμα του Καζαντζάκη απέναντι στον κυνηγό
του Γεννάδιο είτε στον κυνηγημένο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Ένα παιχνίδι
καταστροφής και τραγικότητας των χαρακτηριστικών εμφανίσεων του Ελληνικού
πνεύματος μετά την Άλωση. Ποιος και ποια εκδοχή της φιλοσοφικής αλήθειας θα
επικρατήσει. Λεκτικές σκιαμαχίες γερόντων ή αποθέματα κοινωνικής σοφίας και
οντολογικής θεώρησης στο στροβίλισμα του Κόσμου που γεννιέται;
Όπως όλοι μας γνωρίζουμε, αυτοί τέλος
πάντων που διαβάζουν-ασχολούνται συστηματικά με την ελληνική λογοτεχνία και
ιδιαίτερα το Καζαντζακικό έργο, ότι ούτε τα δημοσιεύματά του, η πλούσια αρθρογραφία
του, οι τόμοι των βιβλίων του είναι λίγοι, ούτε τα πάνω από τρείς δεκάδες
βιβλία του είναι ολιγοσέλιδα, αντίθετα είναι πολυσέλιδα και διαφορετικών ειδών
και κατηγοριών στις ταξινομήσεις τους. Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πλέον
πολυδιαβασμένος έλληνας λογοτέχνης μέχρι σήμερα και επάξια. Φιλοτεχνεί σαν τον
εικαστικό τεχνίτη δάσκαλο Τζιότο όχι τυχαία, τις ελληνικές Προσωπικότητες και
ξένες Φυσιογνωμίες, τους Τόπους τα Μνημεία τους Χώρους του Ελληνισμού. Σε ότι
αναφέρεται και μνημονεύει, περιγράφει μέσα στα διαστήματα του χρόνου της ροής
της ιστορικής τους διαδρομής είναι ότι άγγιξαν την ένθερμη πάντα και πυρετώδη
ψυχή του, το ανήσυχο πνεύμα του, τον θυελλώδη νου του, την αδάμαστη τρυφερή
καρδιά του. Το μύθευμα μιάς αλήθειας που δεν μας αποκαλύπτεται πάντα στις
πραγματικές της διαστάσεις. Δεν είναι τυχαία η εξομολόγησή του, η «Αναφορά του
στον Γκρέκο», τον σημαντικό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Ο Ελ Γκρέκο είναι ο παππούς ζωγράφος- «αγιογράφος» της μεσαιωνικής ψυχής του Έθνους των Ελλήνων.
Αν ο λόγος και η περιπέτεια της φωνής του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα είναι
σημείο αμφιλεγόμενο για τις συνειδήσεις των νέων γενεών της φυλής μας, η
Καζαντζακική αγωνιώδη οπτική είναι σημείο αντιλεγόμενο για τους σύγχρονους
αναγνώστες και αρκετούς μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας. Ούτε η Πληθώνια
φωνή ούτε η Καζαντζακική είναι παρηγορητική του ανθρώπου, αντίθετα από την
εκκλησιαστική που παρηγορεί και ψυχαναλύει κάθε πλευρά της ανθρώπινης
συνείδησης. Μόνο που, ούτε τα Νιτσεϊκά διλήμματα ούτε η Κραυγή του Καζαντζάκη
αλλά και ούτε οι σωτηριολογικές ιερές προβολές των εκκλησιαστικών συγγραφέων
έδωσαν απαντήσεις στην ανθρωπότητα, οριστική, τελειωτική. Τα ερωτήματα και τα
διλήμματα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά με μόνο εφόδιο την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο
του Θεού ή του Φιλόσοφου Ποιητή. Έτσι πλάθει και ζυμώνει η ανθρώπινη φαντασία
και γλώσσα κάθε φορά αλλιώς την έκφραση και φωτισμό των προσωπικών μας
αισθημάτων ως πρόταγμα προσωπικής πίστης και επιλογής δίπλα στο φρέαρ της
ελπίδας και των ψευδαισθήσεών της.
Εργασιομανής
και πολυγραφότατος ο Κρητικός γραφιάς δεν άφησε είδος γραφής που να μην το
καλλιεργήσει, πειραματιστεί, διακονήσει. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο,
ταξιδιωτικές αναμνήσεις, φιλοσοφικά και κριτικά κείμενα, αυτοβιογραφία, παιδικά
βιβλία, μεταφράσεις, αναγνωστικά βιβλία για την δημόσια εκπαίδευση, σενάρια,
άρθρα, δημοσιογραφικά κείμενα, συντάκτης λημμάτων σε εγκυκλοπαίδειες,
μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κειμένων, συλλέκτης λέξεων και φράσεων, ένθερμος
δημοτικιστής λεξικογράφος, μιας ελληνικής γλώσσας πανελλήνιας εμβέλειας,
ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων σε αποστολές, πολιτικός κειμενογράφος,
ειδικός σε ζητήματα λογοτεχνίας σε διεθνείς οργανισμούς…. Άφωνους μας αφήνει
και η απεραντοσύνη του επιστολικού του λόγου. Της προσωπικής του αλληλογραφίας
που διατηρούσε με όποιον γνώριζε ή του έγραφε, έρχονταν σε επαφή, συνομιλούσε.
Απαντούσε σε αρνητικές ή θετικές κρίσεις για τα βιβλία του, τις δημόσιες παρεμβάσεις
του στις κατά καιρούς δημόσιες θέσεις που ανελάμβανε, στις ατομικές του στιγμές.
Θα αποτελέσει σημαντικό φιλολογικό, ιστορικό και όχι μόνο γεγονός αν
αποφασιστεί στο μέλλον η συγκέντρωση, η έρευνα της ογκώδους αλληλογραφίας του
και εκδοθεί σε τόμους, συνοδευτικούς των υπόλοιπων βιβλίων του. Θα ρίξει φως
στην περαιτέρω έρευνα της γραφής του, του κόσμου του, των ιδεών του. Μέχρι
σήμερα σημαντική και απαραίτητη είναι η αναγνωστική και παραπεμπτική
υποστηρικτική χρήση της Αλληλογραφίας του με τον φίλο και μαθητή του Κρητικό
συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη («400
Γράμματα»). Την Αλληλογραφία που διατηρούσε ο Καζαντζάκης σε διάφορες γλώσσες
με άτομα εντός και εκτός Ελλάδος. Δεν αναφέρομαι ασφαλώς σε προσωπικές, της
οικογένειάς του καταστάσεις και ιδιωτικά προβλήματα, αλλά σε καθαρά φιλολογικά
και ιστορικά συμβάντα και στιγμιότυπα τα οποία συμπληρώνουν το συγγραφικό του
πάζλ και διευρύνουν την πολιτιστική εικόνα της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα
εικονογραφούν και την εικόνα της Ευρωπαϊκής και όχι μόνο Ηπείρου τον
προηγούμενο ταραγμένο και ανατρεπτικό, επαναστατικό κρίσιμο αιώνα της Ανθρωπότητας.
Η ελληνική θέαση του Κόσμου από τον Νίκο Καζαντζάκη μπορεί επάξια να
προσμετρηθεί (δίχως πρόθεση σοβινιστικής πατριδολατρίας) στις προσωπικές ημερολογιακές αναμνήσεις και
καταγραφές που μας άφησαν ένας αυστριακός συγγραφέας και βιογράφος της ποιότητας
ενός Στέφαν Τσβάιχ, ένας γερμανός
μυθιστοριογράφος του ύψους του Τόμας
Μαν, ένας επίσης γερμανός περιπλανητής των ανατολικών πολιτισμών και
θρησκευμάτων όπως ο Έρμαν Έσσε, ένας
γάλλος με τα εφόδια ενός Αντρέ Ζίντ…
Η πολυγνωσία, η πολυμάθεια και πολυγραφοσύνη του Καζαντζάκη είναι κάτι σπάνιο
για έλληνα λογοτέχνη επαγγελματία ή ερασιτέχνη. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και
δάσκαλος του έθνους μας ενδέχεται να τον πλησιάζει συγγραφικά, μόνο που το
ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά είναι άλλων πνευματικών διαστάσεων και
ψυχογραφίας, φιλοσοφικών και ιδεολογικών προσλήψεων, προβληματισμών. Έχει την
δική του ξεχωριστή μυθολογία, συγγραφική αυτοτέλεια, αναφορά ιδεολογικών
προθέσεων και θέσεων περί Ελληνισμού και ελληνικής γλώσσας. Φυσικά, η στάση του
ποιητή Κωστή Παλαμά, συγγενεύει με αυτήν του Καζαντζάκη αν διαβάσουμε πώς
διαπραγματεύεται ποιητικά μέσα στην σύνθεσή του «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», ο Έκτος
λόγος, το πρόσωπο του πολυθεϊστή Έλληνα φιλόσοφου Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα. Συγκλίνουσες ποιητικές φωνές σε σχέση
παραδείγματος χάριν με τις μυθιστορηματικές αντιλήψεις του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη οι οποίες είναι αρνητικές και στηλιτευτικές,
απαξιωτικές για τον Έλληνα Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα στο βιβλίο του «Η
Γυφτοπούλα». Η ματιά του ένθεου και ορισμένες φορές κοινωνικά «θρησκόληπτου»
Παπαδιαμάντη είναι αφοριστική, καταδικαστική για τον αρχαιολάτρη Πλήθωνα. Άλλη, συνοπτική εικόνα μας δίνει ο ποιητής
της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος στην
σύνθεσή του «Προσχέδια» 1954-1960. Στην «Κυκλική δόξα» όπου «το προσωπείο είναι
ίδιο με το πρόσωπο» έχουμε «Κάτω απ’ τις ελιές ο Πλήθων Γεμιστός./ Στον ώμο του
το κεφάλι του Βησσαρίωνα./ Κι αυτός ο νέος που γυρνάει τα μεσάνυχτα απ’ τη
Σπάρτη.» Το βλέμμα εμπεριέχοντας την παρουσία του Γεώργιου Γεμιστού μέσα στα
ελληνικά « πληγωμένα μάρμαρα» μετατονίζεται στο σήμερα του Σπαρτιατικού χώρου
και μιλά για τους εξόριστους πολιτικούς έλληνες. Βλέπε Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα» 1930-1960,
τόμος Γ. εκδόσεις Κέδρος 1964, σ.71 και σε επανέκδοση. Ο πρώτος Έλληνας του
Νέου Ελληνισμού ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία και τους οραματισμούς
του Ορφικού Άγγελου Σικελιανού που μνημονεύει
τον Πλήθωνα στον Λυρικό του Βίο. Ενώ ένας σύγχρονος των ημερών μας ποιητής και
Καζαντζακιστής, ο καθηγητής Βρασίδας
Καραλής, επαναφέρει, επαναδιαπραγματεύεται την παρουσία, την μορφή και τις
Πληθώνιες μυστηριακές και ζωροαστρικές ιδέες στην ποιητική του συλλογή που
συνθέτει «Ωδή στον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα», εκδόσεις Άγρωστις 1992. Το πρόσωπο
του Πλήθωνα φανερώνεται πίσω από αρχαία της γλώσσας αποσπάσματα, πάμπολλα
επίθετα και χαρακτηρισμούς μιάς άλλης ατομικής του ποιητή θεώρηση ζωής και
φιλοσοφίας. Γράφει: «Έφερες, Γεμιστέ Πλήθωνα Γεώργιε, μηνύματα/ από πανίσχυρες
μαύρες περιοχές και μάχομαι/ μαζί σου, μέσα σου, τις ώρες της φιλόκαλης
ασκητικής μου,/ στον άλλο όχθο να περάσω, να δω των ζωντανών τα πλήθη,/ Λάζαρος
κι Ορφέας, που έχει αποστολή μοναδική/να φεύγει απ’ τον άδη πιττάκια
φέρνοντας,/ φωτογραφίες πόλεων που βούλιαξαν,/ ζεστές ακόμα από το κρύο άγγιγμα
του χωρισμού,/ βιαστικά σημειώματα απόγνωσης,/ ποιήματα Εβραίων προτού
ανθρακωθούν,/ ή έσχατη τρυφερότητα ζωής πριν σ’ εκτελέσουν…», και όπως γράφει
παρακάτω: «Όλα τα ποιήματα είναι μνημόσυνα φίλων,/ ή προσευχές που λέμε
βιαστικά/ ανάμεσα σ’ έναν έρωτα κι ένα ταξίδι.». Συμπληρωματικά να σημειώσουμε
όσον αφορά τον Κωστή Παλαμά, ένα άλλο στοιχείο που διαφοροποιεί τους δύο
ποιητές, Κ. Παλαμάς-Ν. Καζαντζάκης, είναι οι απαντήσεις που έδινε ή έστελνε σε
νέους ποιητές, ποιήτριες και συγγραφείς που του έγραφαν (ή τον επισκέπτονταν
στην οικία του) ζητώντας του την γνώμη του- του Παλαμά-, σε αυτούς και αυτές
που του ζητούσαν να τους γράψει έναν Πρόλογο στην έκδοση του βιβλίου τους, να
το παρουσιάσει. Η ένθερμη απάντηση του δασκάλου Παλαμά, διαφοροποιείται από την
απαντητική κάπως «γενικολογία;» του Νίκου Καζαντζάκη στις δικές του απαντήσεις
αν δεν λαθεύω. Ο επιστολικός λόγος του Κρητικού συγγραφέα, το ύφος και ο τόνος
του είναι περισσότερο πομπώδης, μεγαλόστομος και επαναλαμβανόμενος υφολογικά
και προσφωνητικά. Ο Καζαντζάκης δεν μας κληροδότησε επίσης, μία ολοκληρωμένη θεωρία
περί της τέχνης της γραφής (του), των πεδίων και των ρευμάτων της κριτικής του
ματιάς και της κριτικής λειτουργίας, μία αισθητική θεωρία συγκεφαλαιωτική των
ελληνικών αντιλήψεων της εποχής του. Πολυδιασπάστηκε η φωνή του και ο λόγος του
αρκετές φορές επαναλαμβάνεται κουραστικά. Αντίθετα ο στρόβιλος της σκέψης του
εστιάστηκε στους χώρους της φιλοσοφίας, του στοχασμού, των παγκόσμιων ιδεών,
της μεταφυσικής περιπλάνησης και αγωνίας. Βλέπε κυρίως τα βιβλία του «Ασκητική»
και «Οδύσσεια». Η ματιά του περιπλανήθηκε στους αινιγματικούς, μυστηριακούς
θρησκευτικούς παγκόσμιους μύθους της Ανθρωπότητας και του Πολιτισμού, ενώ τα
ζητήματα που απασχολούσαν τον Ελληνισμό αλλά και έλληνες λόγιους και
διανοούμενους της εποχής του βρίσκονταν διαρκώς στην επικαιρότητα της σκέψης
του, την προβληματική του, της γραφής του. Στόχος του, δεν ήταν μόνο η διεθνής
αναγνώρισή του, η προβολή του ως έλληνας πεζογράφος (έχασε δύο φορές το Νόμπελ
από εχθρικές στάσεις ελλήνων λογοτεχνών) αλλά να κατορθώσει να γίνει ένας
σύγχρονος ιδρυτής μιάς καινούργιας παγκόσμιας θρησκείας με ότι αυτό συνεπάγεται
στον ρόλο που ενστερνίστηκε ως Μύστης, Προφήτης, Υμνωδός μιάς καινούργιας
πίστης, ενός πέμπτου Ευαγγελίου, διαφορετικού από αυτό του Σικελιανού. Και
ενδέχεται αυτή του η ατομική φιλοδοξία να τον έκανε να σταθεί στην
προσωπικότητα του μεταβυζαντινού φιλοσόφου έλληνα δασκάλου Γεώργιου Γεμιστού ο
οποίος και ίδιος, από την πλευρά του, ήθελε να στεριώσει μία νέα Θρησκεία, μία
νέα του Ελληνισμού πίστη, στηριζόμενος όχι μόνο στην θρησκεία και δοξασίες,
τους θρησκευτικούς θρύλους των Εθνικών Ελλήνων, τους μυθικούς μυητικούς
συμβολισμούς των πολυθεϊστών Αρχαίων Ελλήνων αλλά σε ένα ακατανόητο-παράξενο-
κράμα ανατολίτικων δοξασιών, περσικών ζωροαστρικών και άλλων μυστηριακών
πιστεύω, πράγμα ακατανόητο για το ελληνικό λογοκρατικό πνεύμα. Για τους
σύγχρονούς του Νεοπλατωνιστές και Πλατωνιστές, Λατινόφρονους της Ένωσης των
Εκκλησιών, την αντίπαλη βυζαντινή μερίδα των Αριστοτελιστών την οποία
ασπάζονταν και ακολουθούσαν ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο μαθητής
του Πλήθωνα Βησσαρίωνας, και φυσικά ο άσπονδος εχθρός του, ο μοναχός που τον
κυνήγησε όσο κανένας άλλος, και έριξε τα βιβλία του στην πυρά ο Γεννάδιος
Σχολάριος, ο πρώτος μετά την Άλωση Πατριάρχης σταθερός εχθρός του
Κωνσταντινουπολίτη το γένος πρώτου δασκάλου του Νέου Ελληνισμού, του
αμφιλεγόμενου Πλήθωνα. Μιάς αμφιλεγόμενης ελληνικής προσωπικότητας που η
αποσπασματική συγγραφική μνήμη των ιδεών και των θέσεών του ξεπέρασε τον αιώνα
της φυσικής του βιολογικής παρουσίας και απλώθηκε ως σύμβολο ενάντια στον
αγραμματοσύνη και την μη φιλοσοφική σκέψη στους αιώνες. Ο νομικός και συγγραφέας
Θανάσης Παπαθανασόπουλος, το 1998
από τις εκδόσεις Γιαλλελή, κυκλοφορεί ένα θεατρικό του έργο βασισμένο στις
«Σκηνές του βίου του» Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Το βιβλίο το οποίο είναι
αφιερωμένο «στην μνήμη των Παναγιώτη Κανελλόπουλου και Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου,
που στα νεώτερα χρόνια πρώτοι μας θύμισαν τον Γεμιστό» ανοίγει την αυλαία του
με μία «Τερτσίνα» στον Γ. Γ. Πλήθωνα. Τελειώνει την ποιητική του σύνθεση των
187 στίχων ο συγγραφέας. «Οι αντιφατικές κληρονομιές σου/ ρίξανε ρίζες σε
μεγάλα βάθη/ και συντηρούν τις μυστικές φωτιές σου./ Η φαντασία σου διάλεξε
πόρο/ για να περάσει προς τις ομορφιές σου./ Επεκτεινόμενος έπλασες χώρο/ και
νέους θεούς πλάσαν τα δάκρυά σου./ Ο λόγος σου το πρώτο τίμιο δώρο/ στο Νέο
Ελληνισμόν απ’ την καρδιά σου!...». Άλλη, σύγχρονη αντιμετώπιση του αρχαιολάτρη
φιλόσοφου του Νέου Ελληνισμού Πλήθωνα, εντελώς διαφορετική από την αρνητική
εικόνα του από τον Σκιαθίτη και «Κολλυβά» Παπαδιαμάντη ο οποίος έχει και
ορισμένες ιστορικές-χρονολογικές ανακρίβειες στην δική του αρνητική προσωπογραφία
του Πλήθωνα στο μυθιστόρημά του. Τον παρομοίασαν με τον νεαρό ανεξίθρησκο
εθνικό, τραγικό αυτοκράτορα Ιουλιανό με την πικραμένη ζωή και το άδοξο και
αινιγματικό τέλος, ο οποίος στο μεταίχμιο ενός Κόσμου που κατέρρεε και μιάς
χιλιόχρονης χριστιανικής αυτοκρατορίας που ανέμενε το τέλος της, βίωνε την
παρακμή της μοιρολατρικά μετά την πρώτη της κατάκτηση από τους λατίνους
σταυροφόρους το 1204. Το «αμαρτωλό» Βυζάντιο, η «θρησκόληπτη» πολυεθνική
χριστιανική οντότητα, η ομιλούσα ελληνικά από ανάγκη και επιθυμία να ενωθεί με
την κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και της παιδείας και γραμματείας της, είχε
πλέον αποψιλωθεί από τα περισσότερα εδάφη του και η κάποτε ένδοξη και τρανή
Βασιλίδα των Πόλεων ήταν ένα ιστορικό «φάντασμα». Μία «χαμένη Ατλαντίδα» της
ανατολικής χριστιανικής αυτοκρατορικής επικράτειας, της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. Μια καταρρέουσα αυτοκρατορία που, σκιαμαχούσε με τα φαντάσματα
του ιστορικού της παρελθόντος και αναζητούσε την σωτηρία της σε σκήτες
αντιγραφέων, άφεγγες μοναστηριακές αίθουσες φανατικών ατόμων συγκεντρώσεων,
μονές που η θεία παρουσία και σωτήρια επέμβαση έλιωνε σαν το χιόνι στις
βουνοκορφές του Άθω. Ενώ η Σκέπη της μητέρας Παναγίας, διοχετεύονταν μέσα στην
ελληνική γλώσσα ως υμνητικά τροπάρια και εκκλησιαστικά κοντάκια. Σε συλλογικά
των βυζαντινών κατοίκων «Τη Υπερμάχω….» μέσα στην Αγία Σοφία καθώς ανέμεναν το
τέλος. Ενδιαφέρουσα είναι για να γνωρίσουμε την προσωπικότητα του Γεώργιου
Γεμιστού Πλήθωνα, η ένα είδος μονογραφίας της συγγραφέως Ελένης Γ. Βαλαβάνη: «Στο Μυστρά των Παλαιολόγων» Γεώργιος
Γεμιστός-Πλήθων (Εποχή 1360-1460), με 22 σχέδια εκτός κειμένου του Αγήνορα
Αστεριάδη, εκδόσεις Δωδώνη- Ε. Κ. Λάζου, Αθήνα 1971. Ένα καλογραμμένο
μυθιστόρημα το οποίο συντίθεται από μικρά κεφάλαια, αποσπάσματα και στιγμιότυπα
της ζωής του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, της διαδρομής της ζωής του και της
σκέψης του, στο πως αντιμετωπίστηκαν οι θέσεις και θεωρίες του, στο σταθερό
κήρυγμά του σε όλους τους Έλληνες της Πελοποννησιακής επικράτειας του Νέου
Ελληνισμού. Της αναζητούμενης ταυτότητας. Η Ελένη Γ. Βαλαβάνη οικοδομεί την
φιγούρα ενός νεαρού μαθητής ο οποίος προσκολλάται κοντά στον Πλήθωνα και
γίνεται αντιγραφέας των γραπτών του. Προσωπικός του Σεκρετάριος. Έτσι, μένοντας
κοντά του μέχρι το τέλος, διασώζει σκέψεις, ιδέες, απόψεις του και αντιλήψεις
του, αδιέξοδά του και εχθρότητες των αντιπάλων φιλοσοφικών παρατάξεων που τον
κυνήγησαν και κατέστρεψαν τα έργα του. Το «Γιλντιρίμ»
είναι ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου και σημαίνει «κεραυνός» και τον
δανείζομαι σαν τίτλο στους δικούς μου σχολιασμούς, παραβλέποντας τις δεκάδες
επαινετικές επιθετικές παραινέσεις αλλά και αντίθετων εχθρικών προσδιορισμών προς
το πρόσωπό του και το έργο του από τους χριστιανούς στα δικά τους συγγράμματα. Ενώ
απαραίτητο ανάγνωσμα, χρήσιμο και κατατοπιστικό από τον μη φιλολογικό κύκλο,
επανέκδοσης των διασωθέντων έργων του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα είναι ο τόμος
των εκδόσεων Ζήτρος, 2005, με τίτλο «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» ΝΟΜΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ. Ένα
όραμα για μια ιδανική πολιτεία. Σε εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημητρίου Κ. Χατζημιχαήλ.
Πάντως, όπως
και νάχει, τα διασωθέντα γραπτά του Νίκου Καζαντζάκη μαζί με τα όποια ακόμα ανέκδοτά
του, αθησαύριστά του, (αυτά που έγραψε και δημοσίευσε με ψευδώνυμο ή με το
όνομά του) μας παράσχουν μια ικανοποιητική, πολυδιάστατη, πολύχρωμη εικονογραφία
της κοινωνικής ζωής της Ελλάδας στην εποχή του, των πολιτικών αναταράξεων του
ταραγμένου ευρωπαϊκού, δυτικού κόσμου στην καθολικότητά του. Των αιώνων που
πέρασαν. Μια τοιχογραφία των ιδεολογικών και φιλοσοφικών, πολιτικών ζυμώσεων
και συγκρούσεων, των γλωσσικών και λαογραφικών κληροδοτημάτων και αξιών, των
ιδιαιτεροτήτων του Ελληνισμού στην παγκοσμιότητα των προτάσεών του. Ένας
ελληνικός κόσμος στις ιστορικές και μυθολογικές του διαστάσεις και μεταφυσικές
παραμέτρους, παλαιότερες και σύγχρονες θρησκευτικές συνιστώσες, ενταγμένες μέσα
στο παγκόσμιο πολιτισμικό και ιστορικό γίγνεσθαι των εξελίξεων της ανθρώπινης
φυλής. Ο σημερινός θαυμασμός μας απέναντί του δεν οφείλεται μόνο στην πολυγραφία
του, στους πολυδαίδαλους στοχασμούς του, που αρκετές φορές ξενίζουν, στην
αχόρταγη για περιπέτεια ψυχή του, την φιλοπεριέργεια της σκέψης του, αλλά και
σε κάτι άλλο αξιοπρόσεκτο και ενδιαφέρον. Στην ακόρεστη και ακούραστη
πολυαναγνωσία του καθ’ όλη την διάρκεια του βίου του. Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν
υπήρξε μόνο ο σημαντικός έλληνας συγγραφέας, διάβαζε αχόρταγα ότι έπεφτε στα
χέρια του και έχει γραφεί στην ελληνική ή τις ξένες γλώσσες που γνώριζε από
ανθρώπινο χέρι, συνέλαβε ο ανθρώπινος νους, ανεξάρτητα ιστορικής και
πολιτισμικής καταγωγής, εθνικής παράδοσης και προέλευσης χρονολογικής της
Ιστορίας περιόδου. Ο Καζαντζάκης ήταν το μεγάλο ιστορικό και μυθολογικό
χωνευτήρι της εποχής του. Ο Έλληνας που κατόρθωσε να συλλάβει τις βουλές Θεών
και Ανθρώπων, την ονειρική ηρωική εικόνα του Έλληνα με το ρεαλιστικό
πραγματολογικό του πρόσωπο στην καθολικότητά του. Το μυθικό ανθρωπογενές ηρωικό
εικόνισμα του Ελληνισμού στον χρόνο. Διαισθάνθηκε τους κραδασμούς μιάς
καταρρέουσας ανθρωπότητας, την παρακμή της, όταν είχαν αρχίσει να
«κακοφορμίζουν» τα αρχαία κληροδοτήματά της. Ένιωσε τους σπασμούς ενός νέου παγκόσμιου
πολιτισμού που άρχιζε να ανατέλλει, να αχνοφαίνεται, και φιλοδόξησε να τον
καθοδηγήσει με τις ιδέες, τις απόψεις, τις θέσεις του, τις θεωρίες, τα γραπτά
του, τα βιβλία του. Ήταν άνθρωπος της θεωρίας όχι της άμεσης δράσης όπως οποιαδήποτε
μυητική προφητική φωνή. Υπάρχει κάτι το στεντόρειο στην φωνή του και «παθητικό»
στις αντιδράσεις του. Μια συγγραφική ορμητική του δημιουργικότητα και μία
«μαλθακή» στάση του απέναντι στα εξωτερικά συμβάντα της φύσης. Κάτι που
χαρακτηρίζει διανοούμενους της ψυχοσύνθεσης του Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης δεν
ήταν άνθρωπος των χαρακωμάτων, όπως ο υπαρξιστής γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτ, που αρνήθηκε από πολιτική
θέση την βράβευση του Νόμπελ, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα πολιτικά βήματα
του Αλμπέρ Καμύ. Δεν είναι τυχαία
ούτε η επιλογή της Βουδιστικής κοσμοθεωρίας ούτε ο σεβασμός του στον ινδό Μαχάτμα Γκάντι, και των πολιτικών του
αντιλήψεων περί μη βίας, πατέρα της Ινδικής ανεξαρτησίας. Φλερτάρισε με το
πρόσωπο του Χριστού αλλά δεν αποδέχτηκε τις σωτηριολογικές διδασκαλίες του. Το
αξιακό ηθικό του σύστημα και οι ανθρωπιστικές επιταγές του τον άφησαν αδιάφορο
μετά από ένα χρονικό σημείο και πέρα, το ίδιο και οι άλλες οικουμενικές
προσωπικότητες και προβεβλημένα είδωλα- ιδεότυπους της ανθρωπότητας. Η ψυχή του
δεν αναπαύονταν μέσα στους κόλπους καμιάς διδασκαλίας ή θρησκείας. Η ποιητική
του πινακοθήκη, τα ποιήματα των «Τερτσινών» μας παρουσιάζουν τις ιδέες
περισσότερο μάλλον των μεγάλων αυτών ειδώλων, ηγετών και ιδρυτών θρησκειών και
επαναστάσεων, παρά τις δράσεις τους ή τις πολιτικές τους παρενέργειες. Τα
αρχαιόθεμα και βυζαντινής θεματολογίας Θεατρικά του έργα το ίδιο. Οι ήρωές του
δεν δρουν τόσο, περισσότερο μάλλον στοχάζονται, διανοούνται, φιλοσοφούν και
αρκετές φορές ονειροβατούν. Ο παλιός με τον νέο κόσμο συμπλέκονται στα βιβλία
του όχι αρμονικά, αντιμάχονταν σκληρά ο ένας τον άλλον. Και ο καινούργιος
πολιτισμός που πρεσβεύει δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της λευκής φυλής και σκέψης
αλλά και των υπολοίπων φυλών και εθνοτήτων της ανθρωπότητας. Η κοσμοθέασή του Καζαντζάκη
είναι Ελληνοκεντρική στον πυρήνα της και στις εξωτερικές εξαπλώσεις της αλλά παράλληλα
και Οικουμενική, διαχρονική στην Πολυπολιτισμικότητά της. Ίσως είναι ο πρώτος
σύγχρονος έλληνας πολυπολιτισμικός συγγραφέας της εποχής μας, αφήνοντας πίσω
του τους αρχαίους έλληνες ποιητές και τραγικούς, τον Όμηρο, τους μεσαιωνικούς λογίους, σύγχρονες περιπτώσεις γραφιάδων όπως
ο ποιητής Κώστας Ουράνης και άλλοι μοντέρνοι
έλληνες περιπλανητές τοπιογράφοι και προσωπογράφοι. Το έπος του ο Νέος
«Διγενής» που σχεδίαζε να γράψει όπως μας λέει σε γράμματα του στον Πρεβελάκη,
θα ήταν όχι μόνο η συνέχεια της «Οδύσσειάς» του αλλά όπως φαίνεται το τρίτο
μέρος, ο Παράδεισος, ολοκλήρωσης της δικής του «Θείας Κωμωδίας». Ο μαθητής του
Παντελής Πρεβελάκης τον «πρόλαβε» με τον «Νέο Ερωτόκριτό» του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης σαν Έλληνας γραφιάς,
δεν ανοίγει μόνο συνομιλία με το αρχαιολογικό, ιστορικό, πολιτιστικό,
πολυστρωματικό, πολυμερές παρελθόν της Ελλάδος, «το πρόσωπο της Ελλάδας είναι ένα
παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη, του Εικοσιένα, της
Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας, του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Ελληνιστικής
εποχής, της Κλασικής, του Δωρικού μεσαίωνα, της Μυκηναϊκής, της Αιγαιικής, της
Λίθινης» μας λέει στο πρώτο κεφάλαιο των Ταξιδιωτικών του περιπλανήσεων στον
«Μοριά» με τίτλο «Ξεκίνημα». Και
συνεχίζει παρακάτω: Στέκεσαι σε μια σπιθαμή ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία. Μνήμα
βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι ανεβαίνουν φωνές και σε κράζουν. Ποια να διαλέξεις.
Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει το σώμα της, κι καρδιά σου ταράζεται και
δεν αποφασίζει. Για έναν Έλληνα, το ταξίδι στην Ελλάδα είναι γοητευτικό,
εξαντλητικό μαρτύριο…..». Τα παλίμψηστα στρώματα της παράδοσης του
Ελληνισμού στην συνέχειά τους, στην εξέλιξή τους, στην ζωογόνα πνευματικότητά
τους, τα φέρνει σε επαφή όχι μόνο με τους σύγχρονους Έλληνες και τις
παραδοσιακές πρακτικές και αξίες τους αλλά τα εκθέτει σε έναν ανοιχτό διάλογο
του Ελληνισμού με τα άλλα πολιτισμικά επιτεύγματα και καταστάσεις της καθόλου
ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο διαχρονικός Ελληνισμός όχι σαν μία νοσταλγική φωνή
προερχόμενη από τα βάθη του παρελθόντος της πολυστρωματικής ελληνικής ιστορίας,
αρχαία κλέη χρήσιμα μόνο στις τουριστικές περιπέτειες των επισκεπτών για
φωτογράφηση, αλλά σαν μία σύγχρονη ζώσα πνευματικότητα οικουμενικής
ακτινοβολίας και επίδρασης. Μια μαχόμενη πρόταση ανθρωπισμού μαρτυρικής και
αγωνιστικής αναδημιουργίας του Ελληνισμού στις διάφορες ιστορικές του
μεταμορφώσεις, περιπλανήσεις και προσμείξεις, πτώσεις και αναβάσεις. Πιστή
συντροφιά στις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του στην Πελοπόννησο, και όχι μόνο, ο
Καζαντζάκης έχει τον ίσκιο του εθνολάτρη, αριστοκράτη στις αντιλήψεις Ίωνα Δραγούμη. Του αριστοκράτη Έλληνα,
του ατόμου ορόσημου της φυλής μας, των πεπρωμένων της. Ο Καζαντζάκης αισθάνεται,
νιώθει και ο ίδιος ότι προέρχεται από την Δραγουμική δεξαμενή ερμηνείας της
Ελληνικής Ιστορίας και του Ελληνισμού. Γράφει: «Το ταξίδι μου στην Πελοπόννησο, τρικυμισμένο με τέτοιες έγνοιες, μου
έδωκε κάμποσες χαρές και πίκρες. Από την πρώτη στιγμή, την ώρα που πήγαινα στο
σταθμό, ένας πολυαγαπημένος ίσκιος τινάχτηκε συντροφιά μου. Όσες φορές γυρίζω
την Ελλάδα, σχεδόν πάντα, λιγνός και σβέλτος ο ίσκιος αυτός απλώνεται δίπλα
στον ίσκιο μου στα χώματα και στις πέτρες: Ο Ίων Δραγούμης.». Ενώ το
τελευταίο κεφάλαιο XVIII με τίτλο «Τα προβλήματα του Νεοελληνικού Πολιτισμού» όπου
ολοκληρώνει τους συλλογισμούς του για την περιπέτεια του Ελληνισμού, αυτό το
εθνικό της φυλής μας τραμπάλισμα μεταξύ ελληνικού πνεύματος και ανατολίτικης- ασιατικής
παράδοσης, στο αν ανήκουμε και πόσο στη Δύση ή την Ανατολή (πατέρας Έλληνας,
μητέρα Ανατολίτισσα) διατυπώνει ανάγλυφα τις σκέψεις του μιλώντας μας ξεκάθαρα.
Φτιάχνει ένα στιγμιότυπο, απαντώντας σε έναν νέο που συνάντησε τυχαία στο
σταθμό ενός τρένου και του θέτει ερωτήματα-για τον Ίωνα Δραγούμη. Συμβουλεύει
τον άγνωστό του νεαρό: «Αγαπάτε κι εσείς,
όπως κι εγώ, το Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του κι ας την πούμε
τώρα που χωρίζουμε: «Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από
τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι
από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει».
Το Ταξίδι
του Νίκου Καζαντζάκη στον Μοριά, είναι ένα από τα ομορφότερα και πλέον
καλογραμμένα ταξιδιωτικά, θεσπέσια κείμενα όχι μόνο του Κρητικού αλλά και της
ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας γενικότερα. Εκφράζει με καθαρό τρόπο τις
θέσεις του Καζαντζάκη για τον Ελληνισμό, και τα προβλήματά του, την ελληνική
ιστορία, τον Γεώργιο Γεμιστό και τον εχθρό του Γεννάδιο Σχολάριο. Τα λάθη της
βυζαντινής αυτοκρατορικής ηγεσίας και των οικογενειών, τις θρησκευτικές
διαμάχες και φανατισμούς, των μοναχών έριδες και μεταφυσικούς δογματικούς
διαξιφισμούς την ώρα που έπεφταν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Περισσότερο
ενδιέφερε τους Βυζαντινούς το φύλο των αγγέλων (ας επαναλάβουμε τα λόγια του
ποιητή) παρά ότι οι Τούρκοι στρατιώτες αποδεκάτιζαν τους έξω των τειχών
πληθυσμούς. Αναζητώντας την Κερκόπορτα για να εισέλθουν μέσα. Ο μαρτυρικός
θάνατος του τελευταίου έλληνα αυτοκράτορα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η ιερή του θυσία, μόνο ως θρύλος μπορούσε
να δικαιολογήσει τα εσωτερικά λάθη των υπερασπιστών της Πόλης και τις μεταξύ
τους διαμάχες. Ο Κεράτιος Κόλπος έκτοτε, θα ανήκε σε ένα άλλο έθνος, μια άλλη
φυλή, ένα άλλο θρήσκευμα. Ο Βυζαντινός χριστιανισμός έχασε την καθολικότητά
του, το κέντρο αναφοράς του, μετατράπηκε σε μία δεύτερη Ρώμη που θρηνούσε πάνω
στα ερείπιά της και τα χαλάσματά της, αναζητώντας «εξιλέωση» περιδιαβαίνοντας
ανάμεσα σε μνήματα και τάφους. Η μικρή μαγιά των Ρουμ των Ελλήνων. Ο Ελληνισμός
κουτσουρεμένος κατέφυγε στην Πελοπόννησο γλείφοντας τις πληγές του και
διαιωνίζοντας τα λάθη του στους αιώνες της κατοπινής σκλαβιάς του άμυαλα,
διχαστικά.
Στα Ταξιδιωτικά βιβλία του συγγραφέα του
«Τόντα Ράμπα» και του «Τελευταίου Πειρασμού», δεν έχουμε μόνο τις ανάγλυφες
περιγραφές των τοπίων, των ελληνικών πόλεων, των τοποθεσιών, των βυζαντινών
κτισμάτων και πέτρινων ερειπίων, της αρχιτεκτονικής των εκκλησιών, του εδάφους
του Μυστρά και άλλων πόλεων της Πελοποννήσου αλλά της ίδιας της ψυχής του χώρου,
της ψυχής των ελληνικών χωμάτων. Ο Καζαντζάκης δεν επινοεί δικές του εικόνες
οσμίζεται το πνεύμα, την ατμόσφαιρα της ψυχής του χώρου και συμπάσχει μαζί της.
Του ζωντανού και ακμαίου πνεύματός του Ελληνισμού στην διαχρονία του, τους
συμβολισμούς και εξακτινώσεις του, των πνευματικών κληροδοτημάτων του στην Δύση,
μέσω των ελλήνων δασκάλων που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά την Άλωση. Του
ελληνικού πνεύματος στην μεταλαμπάδευσή του στην αιρετική δύση, την παπική
Ιταλία που βοήθησε στην ίδρυση της Ακαδημίας. Στις ήττες και τις δόξες του,
στους καλπασμούς και τις υποχωρήσεις του μέσα στους λαβυρίνθους της Ελληνικής
Ιστορίας που δεν θέλει να ξαποστάσει, να υποχωρήσει στην «αποστολή» του. Και σε
όσους πιστεύουν σε αυτήν. Η περιπέτεια του Ελληνισμού πάνω στο φρέσκο της γραφής
του, των περιγραφών του, των απεικονίσεών του. Δεν είναι υπερβολή αν
υποστηρίζαμε ότι ο Καζαντζάκης μας χάρισε την ευλογία του Ελληνικού Τοπίου, τις
μυρωδιές και τις αισθήσεις του, τις αναπνοές του, τις μυστικές πανάρχαιες φωνές
του που διασώζονται στα λαγούμια της ιστορίας, της ανθρώπινης συνείδησης και
σκέψης. Αρχαία, Βυζαντινά, Μεσαιωνικά ακούσματα και βαδίσματα. Σύγχρονη εικόνα,
ψηφιδωτή πολυστρωματική του Ελληνισμού παρουσία. Να το έργο του, ο αγώνας του η
θεμιτή του φιλοδοξία. Το παλίμψηστο του χώρου μαζί με το παλίμψηστο της
συνείδησής μας και της ψυχής μας, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε, δεν το
ασπαζόμαστε, αδιαφορούμε.
Αδιάκοπος,
ακούραστος περιπλανητής ο Καζαντζάκης μας δίνει το ιστορικό και πνευματικό
στίγμα του Μυστρά, την ψυχή του σε όλο της το πέτρινο απαύγασμα. Ορόσημα του
Ελληνισμού της Πελοποννησιακής Γης που θα ανθίσει ο νέος ελληνισμός. Σηματωρός
όχι κάποιος βυζαντινός αυτοκράτορας και δεσπότης του Μυστρά που τον βοήθησε,
του συμπαραστάθηκε, τον επέλεξε ως Συμβουλάτορα, να συνοδεύει την ελληνική
αντιπροσωπεία στην Δύση συνομιλώντας για
την Ένωση, αλλά ένας οικογενειάρχης κάπως «παράξενος» φιλόσοφος, ο σύγχρονος
πρώτος Έλληνας Δάσκαλος της φυλής μας, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Στα Ταξίδια
του στον Μοριά η δική του μνήμη ξυπνάει μέσα του, τους δικούς του φιλοσοφικούς
και θρησκευτικούς απόηχους ακούει, τα διασωθέντα βιβλία του διαβάζει, τον
αντικληρικαλισμό του προσέχει, στέκεται στις αγροτικές του κοινωνικές μεταρρυθμίσεις
και τις παραλληλίζει με εκείνες του σύγχρονού του αγωνιστή της μη βίας Ινδού
Μαχάτμα Γκάντι. Κανείς βυζαντινός προύχοντας, καμία θρησκευτική μερίδα, δεν
άκουγε τις συμβουλές και παραινέσεις του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθων ώστε να «προληφθεί»
η πτώση του «αμαρτωλού» και «θεοκρατικού» Βυζαντίου. Ο Βαγιαζήτ πολιόρκησε την
Πόλη με ισχυρές, ακμαίες, ρωμαλέες στρατιωτικές δυνάμεις μιάς νέας θρησκευτικής
αρχής, των μουσουλμάνων, εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Ότι έχει απομείνει
από την Αυτοκρατορία δεν είναι παρά η Πόλη της Κωνσταντινούπολης, μερικές
παράκτιες περιοχές της Μικράς Ασίας, το Δεσποτάτο του Μοριά και τα νησιά των
Κυκλάδων και ελάχιστων περιοχών της Θράκης. Το ελληνικό πνεύμα είχε
εγκαταλείψει τα τείχη της Πόλης και είχε καταφύγει είτε στην Δύση
προετοιμάζοντας την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό είτε είχε κουρνιάσει στην
Σπάρτη, τον Μυστρά, τον Μοριά, στις κορφές και τις πεδιάδες του Ταϋγέτου. Μία χιλιόχρονη χριστιανική, ελληνόφωνη
ορθόδοξη αυτοκρατορία χάθηκε, νικήθηκε, κατακτήθηκε από αλλόφυλους και
αλλόθρησκους κατακτητές, από βυζαντινών αυτοκρατόρων λάθη, από στρατιωτικές
φιλαρχίες και πραξικοπήματα, ένοπλες διαμάχες και συγκρούσεις υφαρπαγής της εξουσίας
του αυτοκρατορικού θρόνου, του πατριαρχικού, των εσωτερικών αιρέσεων. Από
ανεπίτρεπτες στάσεις και αψιμαχίες μοναχών, πατριαρχών που ποδηγετούσαν τα
σώματα, τις σκέψεις και τις συνειδήσεις, τις ψυχές των εναπομεινάντων κατοίκων
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Περίπου 7.000 ήσαν οι υπερασπιστές της Πόλης την
χρονιά του τελευταίου μαρτυρικού θυσιασθέντος αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
όταν έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ. Μία πρωτεύουσα και μία αυτοκρατορία φάντασμα,
απροστάτευτη, ανοχύρωτη από ελπίδα και στρατιωτική ισχύ, περικυκλωμένη από
εχθρούς μέσα σε μία ομίχλη λιβανιού και ψαλμωδιών, μανιφέστα δογμάτων. Πολεμούνταν
από τα μέσα, από υπερφύαλους εσωτερικούς και ανάξιους πολιτικούς και αρχομανείς
θρησκευτικούς ηγέτες. Βυζαντινισμοί και θρησκευτικά μοιρολατρικά πείσματα, αρνήσεις
στράτευσης, υπεράσπισης τη Πόλης, κατοίκων που κατέφευγαν στα μοναστήρια και
την χερσόνησο του Άθω, πλιατσικολόγους ξένους μισθοφόρους, δίχως συνείδηση της αποστολής
τους και ενδιαφέρον στο τι θέλησαν να υπερασπιστούν επ’ αμοιβή. Καταφυγή σε
μοναστήρια κάτω από το λυχνοστάτη των Μιναρέδων. Τσακίσματα μέσης στο κόκκινο
φέσι με υπερηφάνεια και τελετουργικοί δογματισμοί, ασθενή εθνική συνείδηση σε
περίοδο κρίσιμων αποφάσεων. Ανεπανόρθωτα ηγετικά λάθη, λανθασμένες
καθυστερημένες πρωτοβουλίες και επιχειρήσεις, ασθμαίνοντες διπλωματικές
πρωτοβουλίες και μέτρα υπεράσπισης της τελευταίας στιγμής αδιέξοδα. Εσωτερικοί
και εξωτερικοί Εφιάλτες. Φατρίες που εξόντωναν με μίσος η μία την άλλη με
μεγαλύτερη δύναμη από ότι ο αλλόθρησκος
και αλλόφυλος εχθρός, οι «Παροπαμισάδες» όπως αποκαλεί τους Τούρκους ο Γεώργιος
Γεμιστός ο οποίος έλαβε το επίθετο Πλήθων για να θυμίζει τον αρχαίο έλληνα
φιλόσοφο Πλάτωνα βρήκαν έτοιμο έδαφος. Η πτώση της Πόλης θα τόνωνε την δική
τους αλλόθρησκη συνείδηση και φυλετική αυτοπεποίθηση. Από εδώ και στο εξής μέσα
στην Ιστορία ο Προφήτης θα άπλωνε την βαριά σκιά του μέχρι των ημερών μας. Η
σκιά του Ομήρου θα έμενε πλέον σαν ανάμνηση στην ιστορία της Τέχνης και των Γραμμάτων.
Στα επτά στρώματα ανασκαφών της Τροίας των αρχαιολογικών σπουδών. Ούτε καν η
ελληνική λαλιά, η ελληνική γλώσσα στην επισημότητά της που γράφονταν τα δημόσια
κρατικά αυτοκρατορικά έγγραφα, εκφέρονταν και μιλιούνταν από τα επίσημα
αυτοκρατορικά χείλη μέσα στο παλάτι, την στρατιωτική και εκκλησιαστική
αναξιόπιστη «Νομενκλατούρα» δεν προσφέρει πια την αναγκαία ταυτότητα στους Έλληνες,
στον Ελληνισμό, αυτόν που τον απαρνιόνταν τα χριστιανικά χείλη ως προερχόμενου
και συμβολίζοντας την ειδωλολατρία, την πολυθεϊα των εθνικών ελλήνων. Ο
Αριστοτελικός Γεννάδιος Σχολάριος στήνει πρώτος τον χορό της άρνησης του
Ελληνικού πνεύματος ως ειδωλολατρικού, του Ελληνισμού, των παγανιστών Ελλήνων.
Γράφει: «Έλλην ων τη φωνή, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι
διά το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες, αλλ’ από της ίδιας θέλω
ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανός
είναι». Ανάμεσα στο οθωμανικό φέσι, την δυτική καθολική τιάρα και το
ορθόδοξο χριστιανικό καλυμμαύχι και ράσο, τον δογματισμό και φανατικό πείσμα
των βυζαντινών θα μπορούσε άραγε να σταθεί το ελεύθερο και ανεξάρτητο Ελληνικό
Πνεύμα; Να ανδρωθεί και να επιβιώσει ο Ελληνισμός; Ας το θέσουμε ως ιστορικό εκ
των υστέρων ρητορικό ερώτημα.
Το
φύραμα του Νέου Ελληνισμού γεννιέται και καρπίζει πλέον στα χώματα του Μοριά,
στο Δεσποτάτο του Μυστρά, από τους εναπομείναντες κληρονόμους δασκάλους της
φιλοσοφικής σκιάς του Γεωργίου Γεμιστού και
των ακολούθων του. Είναι ο Νέος Ελληνισμός που μεταλαμπαδεύει το
ελληνικό πνεύμα, την αρμονία και την πλαστικότητα του ελληνικού φωτός στην Δύση,
στις Ακαδημίες και τις ανθρωπιστικές σχολές της στις αίθουσες διδασκαλίες της
προετοιμάζοντας την Αναγέννηση, τον
Ουμανισμό, τα Ανθρωπιστικά Γράμματα. Τα πνευματικά επιτεύγματα του Ελληνισμού,
τα συσσωρευτικά φιλοσοφικά του καλλιτεχνήματα, οι παλαιές περί δημοκρατίας
ιδέες μεταναστεύουν στην καθολική χριστιανική Δύση προετοιμάζοντας την
Ουμανιστική Ευρώπη, την άνθηση της Επιστήμης, των Τεχνών και των Γραμμάτων. Ο
Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλωτίνος, οι Νεοπλατωνικοί, οι σχολές των Πυθαγορείων
και των Μαθηματικών, και τα άλλα της ελληνικής πανάρχαιας φιλοσοφίας και
διανόησης λόγια παιδιά μετεγκαταστάθηκαν στην Δύση μετά την Άλωση μέσω των
διδασκαλιών των μαθητών του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα. Ο Φάρος της σκέψης του
παρέμεινε αναμμένος και μετά την φυσική του απώλεια μικρό διάστημα πριν την
Άλωση της Πόλης 1452. Ο Ονειροπόλος Έλληνας φιλόσοφος, ο νεοπλατωνιστής, ο
«πολυγνώστης», ο αντίπαλος του αριστοτελιστή Σχολάριου, πρώτου πατριάρχη μετά
την Άλωση, έφυγε πριν αντικρύσει την γενέτειρά του να πέφτει στα χέρια των
Οθωμανών. Να ακούσει για το νέο πλιάτσικο που υπέστη για μία ακόμα φορά ο
Ελληνισμός. Ο θρησκευτικός ηγέτης, ο φανατισμένος καλόγηρος που τον αρνήθηκε,
μίσησε τον Γεώργιο Γεμιστό, τον κατηγόρησε ως «ειδωλολάτρη», τον κυνήγησε ως «δεισιδαίμονα»,
του έκαψε τα χειρόγραφα, κατέστρεψε τα βιβλία που του έστειλε ο Έλληνας
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας, ο Γεννάδιος Σχολάριος πρώτος μετά την Άλωση
Πατριάρχης είχε πετύχει εν μέρει τον σκοπό του, τον στόχο του. Ο Γεώργιος
Γεμιστός Πλήθων διασώθηκε στις σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας ως μία σπουδαία
αλλά αμφιλεγόμενη και σκοτεινή, αρνητική προσωπικότητα. Μια Ελληνική
φυσιογνωμία, σκοτεινή άθεη ή πολυθεϊστική κηλίδα που μανατζάριζε μεταξύ
Ανατολής και Δύσης, όπως η Ελλάδα, ο Ελληνικός Λαός, οι Έλληνες διανοούμενοι
και στοχαστές που έγραψαν τις σελίδες του Νέου Ελληνισμού. Οι χριστιανικές
νικητήριες πνευματικές και κυβερνητικές δυνάμεις έχουν μία καταπληκτική ευελιξία
στο να εξορίζουν, σπιλώνουν, καταδικάζουν τους αντιπάλους τους. Οι χριστιανικές
σοφιστείες είναι απαράμιλλες δεν περιγράφονται. Είναι η διαφορά των δύο Κόσμων,
της Μοιρολάτρισσας Πόλης του μαύρου ράσου και της Ελευθερόφρονης των ρητόρων
και φιλοσόφων των άσπρων χιτώνων της
Αθήνας, του Νέου Ελληνισμού που κούρνιασε στις αετοράχες του Ταϋγέτου, στις
Καστροπόλεις του Μυστρά, στην Σπαρτιατική πεδιάδα. Η κάθετη και πεισματική
άρνηση του Ελληνισμού από τον Γεννάδιο η ειλικρινής και ηρωική ομολογία πίστης
στον Ελληνισμό από τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Ο οποίος από την μεριά του
στέλνοντας το υπόμνημά του στον Αυτοκράτορα ενάντια στον Γεννάδιο απαντά με
θάρρος και παρρησία ο Πλήθωνας: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε και βασιλεύετε,
Έλληνες το γένος, ως τε η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Το ΧΙΙΙ κεφάλαιο με τίτλο «Ο Προφήτης της Νέας Ελλάδας» των
Ταξιδιωτικών του Νίκου Καζαντζάκη, σκιαγραφεί με αδρό και καθαρό λόγο το
πρόσωπο, την φιλοσοφία, τις πολιτικές θέσεις και τις ιδέες του «πολυθεϊστή»
νομοθέτη της μεταβυζαντινής περιόδου Έλληνα, του πρώτου Νεοέλληνα Πλατωνιστή
Φιλοσόφου του Σύγχρονου Ελληνισμού. Του Νεοπλατωνιστή Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα.
Ο ίσκιος του πέφτει βαρύς πάνω στα
χώματα και τα τοπία του Μυστρά, της μαρτυρικής Πελοποννησιακής γης, των ιερών
χωμάτων της. Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγή, γεννήθηκε στην Πόλη την επτάλοφο
μεταξύ 1355 με 1360 (δέχονται την ημερομηνία 1360 οι περισσότεροι μελετητές του
και βιογράφοι του) και πέθανε στις 26 Ιουνίου 1452 στην Πελοπόννησο, στο
Δεσποτάτο του Μυστρά ένα χρόνο πριν την Άλωση της Πόλης και του επίσημου
ιστορικού τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, εκατονταετής,
παραμελημένος, παραγνωρισμένος, οικονομικά σε άσχημη κατάσταση κοντά στην
οικογένειά του και τα δύο παιδιά του. Τα συγγράμματά του διασώθηκαν
αποσπασματικά, κεφάλαια βιβλίων του καταστράφηκαν, δόθηκαν στην πυρά,
σχίστηκαν, αφαιρέθηκαν σελίδες των
βιβλίων του από πρώην πνευματικούς του συνοδοιπόρους, συναγωνιστές, μαθητές.
Ενταφιάστηκε σύμφωνα με το χριστιανικό τελετουργικό, τα έργα του λησμονήθηκαν
για μεγάλο διάστημα, το όνομά του ήταν «κόκκινο πανί» για την Ορθόδοξη
Εκκλησία ενώ τα οστά του μεταφέρθηκαν σε
λάρνακα στην Ιταλία. Το 1465 δέκα τρία χρόνια μετά την ταφή του στον Μυστρά ο Σιγισμούνδος Πανδόλφος Μαλατέστας
μεταφέρει τα οστά του στο Ρίμινι, στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου όπου
σώζεται μέχρι των ημερών μας ο τάφος του. Από τον Έλληνα Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα
αρχίζει η συνείδηση του Νέου Ελληνισμού.
Η
Βιβλιογραφία για τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα -ελληνική και ξενόγλωσση-
είναι αρκετά μεγάλη και συνεχής, το ίδιο και η αρθρογραφία για το διασωθέν έργο
του, των θέσεών του και ιδεών του περί Ελληνισμού. Στο διαδίκτυο είναι
αναρτημένες σύγχρονες εργασίες που εξετάζουν και καταγράφουν, σπουδάζουν και
ερευνούν τα σχετικά με τον βίο του και τις ιδέες, τα βιβλία του. Ο κυριότερος
σύγχρονος Βιβλιογράφος της ζωής και των έργων του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα είναι
ο οικονομολόγος και συγγραφέας Χρήστος
Π. Μπαλόγλου. Ο οποίος συστηματικά και επιμελημένα οικοδομεί την
Βιβλιογραφία του Πλήθωνα Γεμιστού στην διαχρονία της. Βλέπε πχ. περιοδικό
«Βυζαντινός Δόμος» τόμος 7ος /Χριστούγεννα 1994, σελ. 157-163,
«Βιβλιογραφία Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος» 1980-1993. Γράφει ο ερευνητής: «Ο George A. Papacostas συνέταξε και δημοσίευσε το 1979 την
πρώτη βιβλιογραφία έργων του Γεωργίου Γεμιστού- Πλήθωνος συμπεριλαμβάνοντας
τόσο τις εκδόσεις και μεταφράσεις έργων του πολυϊστορος του Μυστρά, όσο και τη
σχετική βιβλιογραφία γύρω από την σκέψη του. Το έργο του George A. Papacostas φέρει τον τίτλο: George
Gemistos Plethon. An overview of his life and thought with a comprehensive
bibliography. Harrisburg
1979, ιδίως κεφάλαια V και Vi (σ.σ. 81-170).
Στο διάστημα που διέρρευσε από τη δημοσίευση αυτού του έργου, έχουν
εμφανισθεί τόσο νεώτερες εκδόσεις και μεταφράσεις έργων του Γεμιστού, όσο και
διερευνητικές εργασίες για τον φιλόσοφο του Μυστρά.
Σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε τα μετά
το 1980 εμφανισθέντα έργα. Ο βιβλιογραφικός κατάλογος διακρίνεται σε δύο
τμήματα. Στο πρώτο τμήμα παρατίθενται οι εκδόσεις και οι μεταφράσεις έργων του
Γεμιστού, ενώ στο δεύτερο τμήμα μνημονεύεται η λοιπή σχετική βιβλιογραφία.».
Στο βιβλιογραφικό μοντέλο του κ. Χρήστου Π.
Μπαλόγλου, έχουμε επίσης μετά τον τίτλο ενός ελληνόγλωσσου ή ξενόγλωσσου
τίτλου, και συνοπτικές χρήσιμες Βιβλιοκρισίες. Σε προηγούμενους τόμους του
περιοδικού «Βυζαντινός Δόμος» τχ. 5-6/ Χριστούγεννα 1992, ο Χ. Π. Μπαλόγλου βιβλιοκρίνει
δύο ακόμα εκδόσεις περί Πλήθωνος. «Μια σημαντική πρόσφατη Πληθώνεια έκδοση»,
σ.41-45 και «Μια πρόσφατη επανέκδοση του έργου του Θ. Νικολάου για τον
Πλήθωνα», σ.69-73. Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι και στους τίτλους βιβλίων
του Χ. Π. Μπαλόγλου που γνωρίζω και αναφέρω παρακάτω, ο οικονομολόγος
συγγραφέας συνοδεύει με πλούσια βιβλιογραφία τις μελέτες του. Βλέπε ακόμα
βιβλιοκριτικές του στον τόμο «Παρνασσός» ΜΑ 1999, Σ.436-439, τόμος ΛΓ 1991,
Σ.392-395. Κλπ. Σημαντική και απαραίτητες οι εργασίες των ελλήνων δασκάλων της Φιλοσοφίας
Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Λίνου Μπενάκη.
Στο παρόν
Καζαντζακικό σημείωμα, κάναμε εν τάχει μικρή αναφορά στην ελληνική λογοτεχνία,
σε έλληνες σύγχρονους συγγραφείς οι οποίοι διαπραγματεύτηκαν την παρουσία και
την συμβολή του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα στις ποιητικές τους συλλογές, στα μυθιστορήματά τους που γνωρίζουμε και
έχουμε διαβάσει, καθώς και τίτλους βιβλίων και άρθρων που τον μνημονεύουν,
θετικά ή αρνητικά και έχουμε κρατήσει τις ανάλογες σημειώσεις και φωτοτυπίες. Όπως
ο όποιος αναγνώστης ή αναγνώστρια θα παρατηρήσει, στο ερευνητικό αυτό σημείωμα
δεν περιλάβαμε ποιητικά αποσπάσματα από το έργο του Άγγελου Σικελιανού, τα οποία
αναφέρονται στον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Θεώρησα είναι μία άλλη ματιά που χρήζει
ειδικής εξέτασης και έρευνας. Επίσης, απέφυγα να χρησιμοποιήσω λέξεις και φράσεις
προερχόμενες από το λεξιλόγιο του Πλήθωνα Γεμιστού που προβαίνουν συνήθως οι
ποιητές και οι ιστορικοί στις δικές τους συγγραφικές καταθέσεις. Πάτησα πάνω
στα χνάρια της συγγραφικής φιλοσοφίας και θεώρησης του Νίκου Καζαντζάκη περί Ελληνισμού.
Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων σε έργα της
Νεοελληνικής Γραμματείας
Η Βιβλιογραφία και αρθρογραφία για τον
πρώτο Έλληνα φιλόσοφο και στοχαστή του Νέου Ελληνισμού τον νεοπλατωνιστή
Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, είναι αρκετά μεγάλη και συνεχής όπως έχουμε προ-
αναφέρει, ιδιαίτερα στο ξενόγλωσσο ερευνητικό πεδίο και πανεπιστημιακούς χώρους.
Όπως οι παλαιότερες σημειώσεις, φωτοτυπίες κείμενων και αποδελτιώσεις που είχα
κρατήσει φανερώνουν. Έλληνες και Ξένοι
ερευνητές και μελετητές, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί και κοινωνιολόγοι,
ιστορικοί και δάσκαλοι της φιλοσοφίας δημοσίευσαν μελέτες και άρθρα,
κυκλοφόρησαν βιβλία για τον βίο του, τα έργα του, τις θρησκευτικές του θέσεις,
τις κοινωνικές και πολιτικές του ιδέες, την διαμάχη του με θρησκευτικούς
ηγέτες, βλέπε πατριάρχη Γεννάδιο, γράφηκαν επιστημονικές εργασίες για την σχέση
που διατηρούσε με την τελευταία αυτοκρατορική οικογένεια του Βυζαντίου των
Παλαιολόγων, τους δεσπότες και βασιλείς του Μυστρά και τις συνομιλίες και
αλληλογραφία που είχε μαζί τους. Διοργανώθηκαν συνέδρια, εκφωνήθηκαν ομιλίες,
εκδόθηκαν πρακτικά, καταγράφηκε και δημοσιεύθηκε η ελληνική και διεθνής
Βιβλιογραφία και Εργογραφία του, της παράξενης και αμφιλεγόμενης αυτής
ελληνικής προσωπικότητας. Έμπειροι και καταρτισμένοι επιστήμονες επιμελήθηκαν
την επανέκδοση των έργων του συνοδευόμενα με κατατοπιστικούς προλόγους και σοβαρές
εισαγωγές. Το σύγχρονο της εποχής μας ενδιαφέρον του αναγνωστικού και
ερευνητικού κοινού, των λογίων και διανοουμένων, για τον Γεμιστό, την αποδοχή
και αντίστοιχη απόρριψή των ιδεών και θέσεών του, του λόγου του είναι εντονότερο
από την δημόσια συγγραφική και πολιτική εικόνα του αιώνα που έζησε και
δημιούργησε στον επίγειο βίο του. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας έζησε την
περίοδο της αυτοκρατορικής παρακμής και της κατάλυσης και άλωσης της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Αν και πέθανε ένα χρόνο πριν την Άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως σε προχωρημένη ηλικία, ο βίος και η δημόσια παρουσία του
συνδέθηκε με τα κρίσιμα χρόνια πριν το τέλος της αυτοκρατορίας. Ούτε ο
συμβουλευτικός του λόγος προς τους αυτοκρατορικούς γόνους, ούτε οι πολιτικές
του θέσεις και ιδέες για την οργάνωση και διοίκηση του βυζαντινού κράτους, ούτε
οι φιλοσοφικές του απόψεις σε κεντρικά
και ουσιαστικά ζητήματα της χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας, ούτε η στάση
του απέναντι στην ένωση με τους καθολικούς, δεν έγιναν αποδεκτοί οι παρεμβάσεις
του, κατόρθωσαν να ανατρέψουν εκκλησιαστικές έριδες, μοναστηριακών παραγόντων
διαμάχες, αυτοκρατορικούς διαξιφισμούς που ίσως, περιόριζαν την των βυζαντινών
παρακμή και πτώση. Ο λόγος και οι ιδέες του δεν έγιναν αποδεκτές, πολεμήθηκαν,
κυνηγήθηκαν τα έργα του στάλθηκαν στην πυρά από τον πρώτο πατριάρχη μετά την
Άλωση. Μπορούμε για καλύτερη εξέταση του έργου του, να επιμερίσουμε την
Βιβλιογραφία του σε δύο κύκλους. Ο πρώτος αφορά το επιστημονικό και ιστορικό
πεδίο, και ο δεύτερος, την φιλολογική του αποδοχή από παλαιότερους και
σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους. Το πώς πέρασε η μορφή και το έργο του σε
έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο δεύτερος αυτός κύκλος έρευνας δεν είναι
μεγάλος, είναι όμως αξιοσημείωτος μια και συμπεριλαμβάνει επιφανή ονόματα της
ελληνικής φιλολογίας. Το ταξιδιωτικό κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη και το
σχετικό κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στον «Προφήτη της Νέας Ελλάδας» ούτε
αμελητέο ούτε αδιάφορο στην λογοτεχνική πρόσληψη του Πλήθωνα είναι και μας
ανοίγει τον δικό μας δρόμο.
Οφείλουμε να αρχίσουμε την μνημόνευση από την
μικρή χρήσιμη καλογραμμένη μελέτη του πειραιώτη συγγραφέα Γιώργου Σταυρόπουλου ο οποίος το 1963 στην Αθήνα, Γραφικαί Τέχναι
Ιωαν. Καμπανά μας δίνει την εργασία του «Ο ΠΛΗΘΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΜΑΣ», σελ. 62. Μια μελέτη που ας μας επιτραπεί να σημειώσουμε δεν μνημονεύεται
συχνά για να μην πω καθόλου, όπως οι σχετικές της φωτοτυπίας μου σημειώσεις μου
λένε. Τρία είναι τα ονόματα και τα έργα τους που εξετάζονται. Του Άγγελου
Σικελιανού, του Κωστή Παλαμά και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ενώ, το μεγαλύτερο
μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα έργα και την πρόσληψη των ιδεών του στα
μεταγενέστερα χρόνια. Οι παραπομπές είναι ελάχιστες, αλλά είναι η πρώτη
φιλολογική εργασία που γνωρίζω. Ενδέχεται να είναι Ομιλία. Πάντως, δεν
μνημονεύεται το όνομα του συγγραφέα. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στον Έκτο λόγο της ποιητικής του σύνθεσης ο
«Δωδεκάλογος του Γύφτου» γράφει. «Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες/ να τον
ορθώσεις επάνω στους ώμους σου/ τον συντριμμένο ναό των Ελλήνων./ Του νόμου τ’
αγάλματα στένεις κορώνα του/ στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες/ τους
λογισμούς των Πλωτίνων…..».
Τον
Νεοπλατωνιστή φιλόσοφο και νομοθέτη, απεικόνισε επίσης στο έργο του με
αρνητικά, μελανά χρώματα «Η Γυφτοπούλα» ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τον Πλήθωνα μετέφερε με εξαιρετικό τρόπο
στο δίτομο έργο του «Γεννήθηκα το 1402» ο πολιτικός, κοινωνιολόγος και
συγγραφέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Όπως και στο έργο του «Ιστορία του
Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Μας μίλησε επαινετικά για τον πρώτο Έλληνα του Νεότερου
Ελληνισμού ο ορφικός ποιητής Άγγελος
Σικελιανός, στο «Από τον πρόλογο του Πλήθωνα». Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, στην «Κυκλική του δόξα»
στα «Προσχέδια 1955-1960. Η λογοτεχνική πέννα της Ελένης Γ. Βαλαβάνη μας δίνει το βιβλίο «Στο Μυστρά των Παλαιολόγων»
Γεώργιος Γεμιστός- Πλήθων (Εποχή 1360-1460), εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1971. Ενώ ο
κλασικός φιλόσοφος της σχολής της Χαιδελβέργης Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος αφιέρωσε την φιλοσοφική του Σχολή και τα
μαθήματά του στην Μαγούλα, μετά την μεταπολίτευση στο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα.
Ο πανεπιστημιακός και κριτικός της λογοτεχνίας Βρασίδας Καραλής συνθέτει την ποιητική του συλλογή « Ωδή στον
Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα», εκδόσεις Άγρωστις, Αθήνα 1992, σ.40. Τέλος, ο
λογοτέχνης και δοκιμιογράφος Θανάσης
Παπαθανασόπουλος, κυκλοφορεί το σύνθετο βιβλίο του, θεατρικό και ποιητικό
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Σκηνές του Βίου του, εκδ. Διονύσης Γιαλλελής, Αθήνα
1998, σ. 110.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πιστεύει στην δυναμική
και γονιμότητα του Ελληνισμού, του Ελληνικού πνεύματος με τις τεράστιες
δυνατότητες στις κατά χρονικά διαστήματα μεταλλάξεις του και εσωτερικές του
μεταμορφώσεις. Ένας από τους Δασκάλους του Ελληνισμού είναι «Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ
ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ». Αμέσως μετά, ίσως για να εξισορροπήσει την δική του Ονειροφαντασία,
γράφει ένα εξαίρετο και γλαφυρό, παραστατικό κείμενο, κεφάλαιο ΧΙΙΙΙ το «Θνητοί
και Αθάνατοι» που αναφέρεται στον αγιογράφο μικρασιάτη τεχνίτη κυρ Φώτη
Κόντογλου. Και τα 18 Κεφάλαια του «ΜΟΡΙΑ» είναι από τα ωραιότερα και
χαρακτηριστικότερα κείμενα και περιγραφές του ελληνικού τοπίου, της
Πελοποννήσου που έχουν δημοσιευθεί στην ελληνική γραμματεία. Ο συγγραφέας Νίκος
Καζαντζάκης δεν είναι απλά ένας καταπληκτικός ταξιδευτής- αφηγητής «παραμυθάς»
της Ελληνικής Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας. Είναι η εικόνα του Ελληνισμού στις προεκτάσεις
του παρελθόντος του και στις εξακτινώσεις του μέλλοντός του. Είναι ο πόθος του
ίδιου του Ελληνισμού. Η φωνή του Καζαντζάκη είναι η αναζήτηση της παθιασμένης
Μοίρας του, η αγωνιώδη κραυγή σωτηρίας που έβγαλε ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων
ενώνεται με αυτήν του Καζαντζάκη. Η κλασική ψυχή της Ρωμιοσύνης, το αδάμαστο
της ελευθεροφροσύνης ελληνικό πνεύμα, η πλαστικότητα της αρμονίας της ελληνικής
συνείδησης πνέει πάνω από το κακοτράχαλο πέτρινο τοπίο του Μοριά, του δίνει τα
χαρακτηριστικά του. Η Πληθωνική εκδοχή του Πλατωνικού Ελληνισμού ως αεράκι
ανεξαρτησίας πνέει πέρα από βυζαντινές
ίντριγκες, δολοπλοκίες, αυτοκρατορικά φονικά και μοναστηριακές μηχανορραφίες,
συνεργασίες με τον αλλόφυλο και αλλόθρησκο κατακτητή για να καταλάβουν την
εξουσία. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων θα γράφαμε, ότι αποτελεί το ιδεατό σύμβολο
μερίδας Ελλήνων που αρνούνται την συγχώνευση του αρχαίου εθνικού ελληνικού
πνεύματος με την χριστιανική ορθόδοξη κοσμοθεωρία. Σε αυτούς που υποστηρίζουν
ότι με την επικράτηση του Χριστιανισμού άλλαξε ο προσανατολισμός της
Ελληνικότητας, της εθνικής ταυτότητας του Έλληνα. (Αν και για να είμαστε
ιστορικά δίκαιοι όπως θα έγραφε ο Φαίδων Κουκουλές, εμείς οι νεότεροι έλληνες
είμαστε παιδιά της βυζαντινής και μεσαιωνικής οθωμανικής κυριαρχίας). Λεηλατήθηκε
η ελληνική σκέψη από την Ιουδαιοχριστιανική. Το αίσθημα ψυχής της Ρωμιοσύνης
είναι μέσα στα νέα βαδίσματα της Ιστορίας εντελώς διαφορετικό.
«Αντιπολιτευτικό» του Ελληνικού Αρχαίου Κλασικού Πνεύματος. Της αντιπρότασης της
ελληνικής φιλοσοφίας του κόσμου των ιδεών απέναντι των μισόσβηστων σκελετωμένων
μαρτυρικών σκιών των ασκητών και των μοναστηριών που αγωνίστηκαν για την εθνική
ανεξαρτησία. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων είναι το πρώτο σύμβολο του Ελληνισμού,
η μεταλαμπάδευση του ελληνικού πνεύματος και ελευθερίας πέρα από τα αρχαία όριά
του. Ο Μαθητής του Βησσαρίων χάραξε τα ίχνη του δασκάλου του. Η Βυζαντινή χριστιανική «φαουστική» ψυχή είχε
πετύχει τον σκοπό της με την απαγόρευση και την άρνηση των έργων και των ιδεών
του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, καταστρέφοντας και καίγοντας τα συγγράμματά του,
αποσιωπώντας τις ιδέες του, αγνοώντας τις συμβολές του, παραμερίζοντας την
ελληνική του εικόνα και επίδραση στις συνειδήσεις της ελληνικής φυλής. Για να
είμαστε όμως δίκαιοι ιστορικά, πολλές από τις ιδέες και τις θρησκευτικές θέσεις
που εκφράζει ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας δεν ευσταθούν, δεν θα μπορούσαν να
γίνουν αποδεκτές από το ελευθερόφρονο πνεύμα του εθνικού Έλληνα, τη λαγαρή
σκέψη και διαλογισμό μιάς αστρονόμου όπως η φιλόσοφος Υπατία. Ένα αθώο
παιδαρέλι που τον έχρησαν αυτοκράτορα, τον Ιουλιανό να υπερασπιστεί το κράτος
από τα Περσικά βέλη. Μπορούσε άραγε να γίνει αποδεκτή η Ζωροαστρική ασιατική
αντίληψη της ανθρωπότητας από τον διαρκώς αμφισβητία και ατίθασο χαρακτήρα, της
εθνικής ταυτότητας, συνείδηση Έλληνα; Οι συγκεκριμένες θέσεις και αντιλήψεις
του Ονειροπόλου Πλήθωνα είναι μία παλινδρόμηση προς τα πίσω της ελληνικής
φιλοσοφικής σκέψης. Μας οδηγούν οι αναμεμειγμένες με διάφορες ανατολίτικες
αντιλήψεις θρησκευτικές θέσεις του σε μία αμορφία Πελασγική. Οι Θεοί του
Πλήθωνα, δεν είναι το γενεαλογικό δέντρο των Ομηρικών Θεών, των μπερμπάντηδων,
των ερωτύλων, τον παιχνιδιάρικων, των αγαθούληδων, των από εδώ πάνε τα Θεικά
τους τέσσερα στις μεθυσμένες επεμβάσεις τους και τα ανθρωπογενή πάθη τους. Αρχή
είναι ο ΔΙΑΣ ένας πατέρας Θεών και Ανθρώπων που, προσομοιάζει με τον Θεό της
Παλαιάς Διαθήκης. Ένα μάλλον μπερδεμένο θεολογικό σύστημα είναι το μοντέλο του
Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα. Όσο για τους Νόμους του, στερέωσης ενός κρατικού και
κυβερνητικού συστήματος, άλλοι κοινωνικοί και πολιτειακοί καιροί άλλοι
ιδεολογικά και πολιτικά, κοινωνικά ήθη. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας όπως και ο
Νίκος Καζαντζάκης δεν ανατρέπουν συστήματα, δεν προλαμβάνουν την πτώση
αυτοκρατοριών, την αλλαγή πολιτευμάτων των κρατών τους, ανατρέπουν, όσο
ανατρέπουν, ιδέες και θεωρίες, οραματισμούς με όπλο τους την ελεύθερη ατίθαση σκέψη
τους, τους ελευθερόφρονους διαλογισμούς της σκέψης τους. Την μαρτυρία της
αλήθειας της γραφής τους ως μαχόμενοι ιδεολόγοι μιάς ουτοπίας που, και οι ίδιοι
διαισθάνονται ότι είναι ανεφάρμοστη, απραγματοποίητη. Ο λόγος του Πλήθωνα δεν
είναι αποκαλυπτικός, όπως τον ορθόδοξων χριστιανών εκκλησιαστικών μεταφυσικών
υμνωδών, είναι αποσπασματικά «μεταφυτευτικός» αν μου επιτρέπεται η έκφραση σε
άλλες συνθήκες. Η μεταφύτευση αναχωνεμένων Πλατωνικών ιδεών και Νεοπλατωνικών
θέσεων σε έναν Κόσμο και μία Ελλάδα μη Πλατωνικών ιδεωδών. Η εξορία του
φιλοσοφικού λόγου και στοχασμού από τις συνειδήσεις των μαθητών του Αριστοτέλη
του Σταγειρίτη. Τι μένει σαν τελική αίσθηση, μέσα στην Ιστορία, ο Θρύλος που
σκεπάζει την βιολογική επίγεια παρουσία και γεννά ποιητικά έργα τέχνης,
αγάλματα, νομίσματα, εικονίσματα, ναούς και καινούργια των νέων δογμάτων (ή
αναπαλαίωσης) αδιέξοδα.
Γαίαν σώματι, ψυχή σ’ άστρα Γεώργιος ίσχει,
Παντοίης σοφίης σεμνότατον τέμενος.
Πολλούς μεν
φύσεν ανέρας θεοειδέας Ελλάς,
Προύχοντος σοφίη τη τε άλλη αρετή.
Αλλά
Γεμιστός, όσον Φαέθων άστρων παραλλάσσει,
Τόσσον των άλλων αμφότερων κρατέει.
Επιτάφιοι στίχοι του Βησσαρίωνα στον Πλήθωνα.
Ενδεικτικές πληροφορίες περί Πλήθωνος:
-ΠΛΗΘΩΝΟΣ,
ΝΟΜΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ.- ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ, ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΜΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΘΕΪΑΣ, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1997, σ.336
-Γεώργιος
Γεμιστός- Πλήθων, ΝΟΜΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ Ένα όραμα για μια ιδανική πολιτεία. Πρόλογος: DIETHER RODERICH REINSCH. (Freie Universitat Berlin). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα, 12, 2005, σ.480
-Ελένη Γ.
Βαλαβάνη, ΣΤΟ ΜΥΣΤΡΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ- ΠΛΗΘΩΝ. (Εποχή 1360-
1460). Με 22 σχέδια εκτός κειμένου του Αγήνορα Αστεριάδη. Εκδ. Βιβλιοπωλείο
Δωδώνη- Ε. Κ. Λάζου, Αθήνα 1971, σ. 184
-Ανάργυρου
Γ. Κουτσιλιέρη, ΛΑΚΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (παραγνωρισμένη προσφορά), εκδ.
Φιλιππότη, Αθήνα 1985, σ.78
-Νεοκλής
Καζάζης, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ ΠΛΗΘΩΝ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙ.
Επίμετρο: Χρήστος Π. Μπαλόγλου, Η σημαντικότητα των μεταρρυθμιστικών προτάσεων
του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 1, 1994, σ.88
-Γεωργίου Β.
Καββαδία, ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΥ. Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Κοινωνία και
Κοινωνική σκέψη στο Βυζάντιο, εκδ. Τάσος Πιτσιλός, Αθήνα 1987, σ. 208
-Λ. Κ.
Μπαρτζελιώτη, Ο ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ,
εκδ. Αθήνα 1989, σ.96
-Κώστας Π.
Μανδηλάς, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ- ΠΛΗΘΩΝ. Πρόλογος Βλάσης Γ. Ρασσιάς, εκδ. Ανοιχτή
Πόλη, Αθήνα, 12, 1997, σ.204
-Χρήστου Π.
Μπαλόγλου, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΗΘΩΝ- ΓΕΜΙΣΤΟΣ. ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ- ΣΧΟΛΙΑ, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 3, 2002, σ. 296
-Χρήστου
Μπαλόγλου, ΠΛΗΘΩΝΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 9,
2001, σ. 216
-Χρ. Ε.
Σκουτέλα, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ- ΠΛΗΘΩΝ. Ο «αναγεννησιακός Έλλην» στα τελευταία
χρόνια του Βυζαντίου, εκδ. Δημιουργία- Απ. Α. Χαρίσης, Αθήνα 1999, σ,94
-Σάββας Παρ.
Σπέντζας, γ. γεμιστός-πλήθων. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΨΕΙΣ. Δεύτερη έκδοση με πρόλογο C. M. Woodhouse, εκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987,
σ.160.
Είχα επίσης
βοήθεια στην γραφή του πρώτου αυτού σημειώματος για τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα
και τα εξής άρθρα.
-Απόστολος
Μιχαηλίδης, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Ο φιλόσοφος του Μυστρά και η διαμάχη του
με τον Γεννάδιο Σχολάριο. Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη τχ. 590/ 8, 2017,
σ.5-17. (εργασία αναρτημένη στο διαδίκτυο)
-Σίσσυ
Μενεγάτου, εφ. Η Απογευματινή 6/1/2001, «Ο Πλήθων και η «Φατρία» του Μυστρά»
-Νικόλαος
Λινάρδος, Η θρησκευτική και εθνική ταυτότητα του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα. Ένα
παράδειγμα μεταβαλλόμενων ταυτοτήτων στην Ελληνικό κόσμο. Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Νεοελληνικών Σπουδών. ( εργασία αναρτημένη στο διαδίκτυο).
-Κωνσταντίνος
Δ. Δόλωμας, Γεμιστός Γεώργιος Πλήθων (1360-1452), εφ. Ελεύθερη Ώρα 26/10/1997.
-Α. Ν.
Ζούμπος, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Ο Ιουλιανός του 15ου αιώνα. Σ.
163-168. Στον τόμο Εις Μνήμην επισκόπου Αθανασίου Βασιλόπουλου. Μητροπολίτου
Ηλείας και Ωλένης (1968-1981). Έκδοση Ι. Μ. Ηλείας, Αθήνα 1991
-Ανάργυρος
Κουτσιλιέρης, Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων) Ο Έλλην του Βυζαντίου, περιοδικό
Λακωνικός κόσμος τχ.3/5, 1998, σ.22-24
-Γεώργιος
Αθ. Τουρλίδης, Βοήθιος και Πλήθων, εφ. Ελεύθερη Ώρα 11/1/1998
-Νίκου
Νικολούδη, βιβλ/κη, Γ. Γεμιστός Πλήθων: Ο φιλόσοφος του Μυστρά. Μελέτη του
Σάββα Π. Σπέντζα. Εφημ. Η Καθημερινή 16/6/1997
-Μαρία
Ντόρβα. Θεολόγος, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Ο Βίος, το έργο και οι ιδέες του.
Προπτυχιακή Εργασία στο ΕΚΠΑ- Θεολογική Σχολή, 2020 (εργασία αναρτημένη στο
διαδίκτυο)
-Σ.
Λαμπάκης, βιβλ/κρισιες. Περιοδικό «Βυζαντινός Δόμος» τχ. 2/ Χριστούγεννα 1988,
σ.283-284
-Σ.
Λαμπάκης, βιβλιοκ/ια περιοδικό «Βυζαντινός Δόμος», τχ.3/Χριστούγεννα 1989, σ.
168
-Ι. Κ. Σιωμόπουλου,
βιβ/κη εφ. Το Βήμα 31/7/1988, για το βιβλίο του Σάββα Σπέντζα.
-εφ. Η
Καθημερινή, 26/6/1988 βιβλ/κη για το βιβλίο του Σάββα Σπέντζα.
-Σάββας Π.
Σπέντζας, βιβ/κη εφ. Ελευθεροτυπία 23/10/1988 Ο Πλήθων του Γουντχάουζ.
Ιούνιος- Ιούλιος
2024
Πειραιάς
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
-
-