ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Από τη Σπάρτη ίσαμε το Μυστρά ξετυλίγεται
ένας δρόμος καθαυτό χιμαιρικός: τεράστια πλατάνια, ασημοπράσινες ελιές,
πολύφυλλες πορτοκαλιές, δροσάτη αναπαυτική σκιά και γαλήνη. Στο κάθε βήμα του
στρατοκόπου ο Ταϋγετος έρχεται από κοντά: κυριαρχεί ίσαμε τα μεσούρανα με τις
γαλάζιες του κορυφές, με τις απρόσιτες βαθειές του χαράδρες, με τους μεγάλους
σκούρους λεκέδες της οργιαστικής του βλαστήσεως. Η «Μαρμάρα», στα ριζά του
Μυστρά, είναι ο ακραίος σταθμός της σωματικής ευφροσύνης. Από κει και πάνω
αρχίζει το σκαρφάλωμα, η ατελεύτητη περιπλάνηση ανάμεσα σ’ ένα κόσμο θλιβερού
και σιωπηλού μεγαλείου, η ανεξάντλητη κι απεριόριστη πνευματική ηδονή, που
πηγάζει από την επαφή με το θαύμα τούτο της βυζαντινής ψυχής και που αρχίζει
από τη στιγμή, που θα δρασκελίσεις το κατώφλι της Περιβλέπτου, και τελειώνει
απάνω στο φράγκικο κάστρο του Βιλλαρδουϊνου. Καθώς βγαίνεις από τις
καμαρόπορτες, στο στρίψιμο ενός δρόμου, στο πλάτωμα μιάς εκκλησιάς, καθώς
στρέφεις τα μάτια προς το τεράστιο πράσινο φύλλο του κάμπου της Σπάρτης, η
εντύπωση δεν είναι μονάχα γοητευτική’ είναι κάτι πολύ περισσότερο;
Καταπληκτική. Τα δύο αντίμαχα στοιχεία, που προσπαθείς να συνταιριάσεις μέσα
σου, παλεύουν το σκληρό τους αγώνα. Η δίψα του ματιού, που ποθεί ν’ αναπαυθεί
στην απλοϊκή γραφικότητα και στην υποβλητική ομορφιά των ειδυλλιακών εικόνων, στέκεται
αβέβαιη αντίκρυ στην ανάγκη της ψυχής να χαρεί τα μεγάλα και τα λυτρωτικά
ανεβάσματα απάνω στους σκληρούς και γυμνούς τούτους βράχους, που τους έντυσε με την αθάνατη δόξα του το
εξαίσιο λυκόφως του Βυζαντίου. Σε σύντομες ταξιδιωτικές εντυπώσεις, καθώς
αυτές, δεν είναι δυνατό να δοθεί ούτε η ιστορία, ούτε η τέχνη, ούτε το
εσωτερικό νόημα του Μυστρά. Αυτή η νεκρή πολιτεία με τ’ ανεξάντλητα ζωντανά
διδάγματα, αυτό το βουνό, που κράτησε πάνω του ίσαμε την τελευταία της στιγμή
τη μεγάλη ψυχή του Βυζαντίου, για να την παραδώσει απείραχτη και στο πείσμα
καθ’ εναντιότητος στους μεταγενέστερους, είναι από τα αιώνια πράγματα, που δεν
εξαντλούνται ούτε στο πρώτο ούτε στο δεύτερο κοίταγμα και που πάντα ξυπνούν το
πάθος της έρευνας, την αγάπη της αναδρομής και τη νοσταλγία.
Η ιστορία της γεμίζει με πυκνές σελίδες
όλη την τραγική περίοδο, από την πρώτη ίσαμε την τελευταία άλωση της Πόλης, από
τους Φράγκους ίσαμε τους Τούρκους, και βυθίζεται στα χρόνια της σκλαβιάς. Από
το 1243, που ο Γουλιέλμος Βιλλαρδουϊνος έχτισε με βυζαντινούς τεχνίτες το
κάστρο του Μυστρά, για να πολεμήσει ασφαλέστερα τους ανυπόταχτους Μελιγγούς του
Ταϋγέτου, ίσαμε το 1449, που πέθανε ο Ιωάννης ο όγδοος, αυτοκράτορας του
Βυζαντίου, κι’ ήρθαν στο Μυστρά, με τη συναίνεση του σουλτάνου Μουράτ, Αλέξιος
ο Φιλανθρωπινός και Μανουήλ ο Παλαιολόγος, για να δώσουν το θλιβερό στέμμα της
ετοιμοθάνατης αυτοκρατορίας στο δεσπότη του Μοριά «κύρ Κωνσταντίνον»
Παλαιολόγον, ο Μυστράς μένει το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού, εδώ στην
έσχατη απόληξη του ηπειρωτικού ελληνικού κόσμου, σ’ ένα τόπο, που τον διαπερνά
η προαιώνια παράδοση της δωρικής αρετής. Στο διάστημα τούτο ο Μυστράς δεν είναι
μονάχα ένα τελευταίο χαράκωμα: είναι πολύ περισσότερο ένα μεγάλο εθνικό κέντρο,
ένα αντιστάθμισμα που ανακουφίζει την πληγωμένη ψυχή του Έθνους. Τη στιγμή, που
η Κωνσταντινούπολη ξανασαίνει από την πρόσκαιρη κυριαρχία των Φράγκων, για να
πέσει στη διάθεση των Τούρκων σουλτάνων, που την εξευτελίζουν και την
ταπεινώνουν αδιάκοπα ως που νάρθει η κατάλληλη περίσταση να την κατακτήσουν
οριστικά, και για να γίνει ένα άθλιο νευρόσπαστο στα χέρια των ίδιων μισητών
Φράγκων, στη Δύση, ζητιανεύοντας λίγη βοήθεια και προσφέροντας για πληρωμή της
τα ιερά και τα όσια, την υποταγή στον Πάπα και την ένωση των εκκλησιών, ο
Μυστράς αντιμάχεται τον ξεπεσμό με μιάν αναγέννηση του Έθνους, που συγκεντρώνει
τις τελευταίες δυνάμεις του στην απρόσιτη τούτη προέκταση του Ταϋγέτου κι όλο
φρεσκάδα, πίστη και πεποίθηση στ’ ακατάλυτα πεπρωμένα της φυλής δίνει μια νέα
περίλαμπρη μορφή στην αδιάκοπη πνευματική του καρποφορία.
Είναι θαυμάσιο να συλλογιέται κανείς,
πόση ζωντανή ουσία, τι βαθύτερη εσωτερική καλλιέργεια, πόση ανάταση και πόση
δόξα θυμίζουν οι σωροί των ερειπίων, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα παλάτια
και τα ιδιωτικά μέγαρα του Μυστρά! Οι Καντακουζηνοί κ’ οι Παλαιολόγοι, που
ύστερ’ από τη νίκη της Πελαγονίας και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου
Βιλλαρδουϊνου, διαφέντεψαν τον τόπο τούτο, είναι τύποι κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικοί
και της αδιάκοπης προσπάθειας της φυλής να καλλύνει τις μέρες της με την
επιζήτηση των πνευματικών ηδονών, με την καλλιέργεια της λογοτεχνίας, της
επιστήμης, της τέχνης. Ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), ο φιλόσοφος του Μυστρά,
που υπήρξε σύμβουλος δεσποτών και ξαναζωντάνεψε πάνω στους φαλακρούς τούτους
βράχους,, σε μια εποχή, που το Έθνος αγωνιζότανε να περισώσει ό,τι
μπορούσε από τα κατάλοιπα της πατρικής
του κληρονομιάς, την υψηλονόητη γοητεία της πλατωνικής διαλεκτικής, είναι μία
μορφή, που μ’ όλες και τις αντιφάσεις και τις ουτοπίες της εμπνέει ένα βαθύ
αίσθημα σεβασμού. Τα υπομνήματα του Γεμιστού προς το δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο
το Β΄ και προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ το Β΄, γεμάτα από υποδείξεις όχι μονάχα
για τη διατήρηση της ακεραιότητος του δεσποτάτου, μά και για μια ριζική
κοινωνική αναμόρφωση που θ’ ανακούφιζε το λαό από τη βαρειά πίεση της
φορολογίας και θα του επέτρεπε με περισσότερη άνεση να εκμεταλλευθεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, δείχνουν
ένα πνεύμα ικανό και στη θεωρία να υψωθεί και ίσαμε την καθημερινή
πραγματικότητα να κατέβει. Είναι χαρακτηριστική των κοινωνικών και πολιτειακών
ιδεών του Γεμιστού η πρότασή του να καταργηθεί το νόμισμα. Ο Γεμιστός απέβλεπε
στην επιστροφή σε μιά ζωή αρμονισμένη με τη φύση, σε μια κοινωνική διάρθρωση όσο
το δυνατό περισσότερο απλουστευμένη, τίμια και ικανή να προλάβει την αδικία, να
χαλιναγωγήσει τη βουλιμία των ανθρώπων και να κάμει πλουσιότερη και γονιμότερη
σε αποτελέσματα την εσωτερική ζωή. Η προσωπικότης του δίνει ένα ξεχωριστό θέλγητρο
στην ιστορία του Μυστρά. Όχι μονάχα για την πνευματική κίνηση που δημιούργησε
γύρω της και που φανέρωνε, πώς ο βυζαντινός κόσμος και στις στερνές του ακόμη
μέρες είχε τη δύναμη ν’ ανανεώνεται και να λυτρώνεται από το κατώτερο μέρος του
εαυτού του, μα και για το παράδειγμα της ελευθεροφροσύνης που προσφέρει.
Ο Μυστράς δημιούργησε την υστεροβυζαντινή
και τη μεταβυζαντινή παράδοση, την περηφάνια και την αξιοπρέπεια του Έθνους.
Έφερε την εξαίσια ανταύγεια της παλιάς βυζαντινής χλιδής στις απλησίαστες
παρυφές του Ταϋγέτου και με τα κάστρα του, με τις εκκλησίες του, διακοσμημένες
από μια ζωντανή και παλλόμενη τέχνη, με τ’ αριστοκρατικά μέγαρά του, έδωσε την ψευδαίσθηση,
πώς η καρδιά της συντριμμένης αυτοκρατορίας είχε κλεισθεί ανάμεσα στους
πολύτιμους θησαυρούς των κτισμάτων του. Τόσο που κι αυτός ο αυτοκράτορας στην
Πόλη, κ’ οι κυρίαρχοι του Μυστρά κι οι φιλόσοφοί του, ο Γεμιστός κι ο Μάζαρις,
να πιστεύουν, πώς αρκούσε να φράξουν με τείχος τον Ισθμό, για να δημιουργηθεί
μέσ’ στην Πελοπόννησο ένα καινούργιο ελληνικό κράτος, άξιο να συνεχίσει
ανανεωμένη και ξαναζωντανεμένη την πανάρχαια παράδοση της φυλής. Όταν βρίσκεται
κανείς μεσ’ στην απέραντη ρημαγμένη αίθουσα του παλατιού των Παλαιολόγων, όταν
στέκεται αντίκρυ στους Αγγέλους της Περιβλέπτου, όταν αισθάνεται την ψυχή του
ν’ αναλύεται σε κατανυκτική προσευχή στην Παντάνασσα, όταν κατηφορίζει προς τη
Μητρόπολη, με την αμάραντη αίγλη της, στερεώνεται στην πεποίθηση, πώς δε
βρίσκεται ανάμεσα σ’ ένα περασμένο κόσμο, που τέλειωσε κεί δα πέρα τις
θλιβερότερες μέρες του ξεπεσμού του, μα σ’ ένα κόσμο δυνατό, περήφανο για τον
εαυτό του, πλημμυρισμένον από γόνιμους σπόρους, που ένας εξαφνικός χαλασμός τον
μαρμάρωσε για πάντα μεσ’ στην ακινησία και την ιερή σιωπή. Τη συναίσθηση τούτη
είχαν μέσα τους οι περισσότεροι αφεντάδες του Μυστρά. Με τη συναίσθηση τούτη ο
Θεόδωρος Α΄ κίνησε το καλοκαίρι του 1406 από τις πλαγιές του Ταϋγέτου, για να
διώξει τελειωτικά τους Φράγκους από το Μοριά. Και με την ίδια συναίσθηση ήρθε
από την Πόλη ο Μανουήλ, ύστερ’ από την
εξευτελιστική περιοδεία του στην Ευρώπη, για να ταχτοποιήσει τα εσωτερικά του
Δεσποτάτου, και ξαναήρθε αργότερα, για να εγκαταστήσει στο δεσποτικό θρόνο του
Μυστρά το γυιό του το Θεόδωρο, αφού πρώτα ξανάχτισε το παλιό τείχος του Ισθμού,
το άπλωσε σ’ απόσταση είκοσι σταδίων, του έδωσε δυό φορές το ύψος ενός σπαθιού
και το δυνάμωσε με βαθειά χαντάκια, με γερές επάλξεις και με 153 πύργους. Η γεωγραφική
κατασκευή του Μυστρά έθρεψε την ελπίδα πώς κι αν όλα επρόκειτο να χαθούν,
θάμενε τουλάχιστο πάντα ελληνική, κέντρο για νέες εξορμήσεις, η εύφορη χώρα από
τον Ισθμό ίσαμε το Ταίναρο. Μα είταν πεπρωμένο οι ίδιοι οι δεσπότες του Μυστρά
να παραδώσουν τον τόπο τους στα χέρια των Τούρκων. Όταν έπεσε η Πόλη, οι δυό
Παλαιολόγοι, πού είχαν πάρει από τον αδελφό τους τον Κωνσταντίνο το δεσποτάτο,
ο Θωμάς κι ο Δημήτριος, μιά που δεν μπορούσαν να νικήσουν τους Αρβανίτες του
Μοριά, που είχαν τον καιρό κείνο επαναστατήσει κι’ είχαν ρημάξει τις εκκλησίες
και τα σπίτια του τόπου, ζήτησαν τη
βοήθεια των Τούρκων. Οι Τούρκοι, που είχαν περάσει πιά τον Ισθμό, κατέβηκαν
στην κοιλάδα του Ευρώτα, ανάγκασαν τους Αρβανίτες να ησυχάσουν και πήραν το
δεσποτάτο στην προστασία τους. Ο Θωμάς κι ο Δημήτριος έριξαν τότε την ελπίδα
τους στη Φραγκιά’ ο Θωμάς μάλιστα ήρθε και σε συνεννόηση με τους Βενετσάνους και
τους περίμενε ώρα την ώρα νάρθουν, για να τον γλιτώσουν από τους προστάτες του.
Ο Δημήτριος ως τόσο πρόσφερε στο Μωάμεθ για το χαρέμι του την όμορφη θυγατέρα
του, την Ελένη.
Ανεξάντλητες είναι οι περιπέτειες του
μοναδικού τούτου τόπου. Σήμερα, ο καυτερός ήλιος του καλοκαιριού, ο Ταϋγετος κ’
η ατελεύτητη σιωπή, παραστέκουν στο πλήθος των αναμνήσεων, πού συνταράζουν τον
προσκυνητή. Κάτω από τις καμάρες της Παντάνασσας και μεσ’ στην αυλή του Άη-
Δημήτρη οι μέρες περνούν με το ρυθμό της αιωνιότητος. Τα λιγοστά κυπαρίσσια
ανατείνουν προς τα ύψη το καλογερίστικο παράστημά τους. Και στους τοίχους των
παλατιών, πού, μισογκρεμισμένοι και καταφαγωμένοι από τους καιρούς,
ονειρεύονται την αίγλη των περασμένων, ο πράσινος κισσός έρχεται να κρύψει με
την αριστοκρατική του ευγένεια και με τη συμπόνια του τις βαθιές θλιβερές
πληγές. Σήμερα δεν απομένει παρά η παράδοση κ’ η τέχνη. Δεν είναι ο τόπος εδώ
για μιά πλατιά επισκόπηση της καλλιτεχνικής σημασίας του Μυστρά. Μά, όσο και να
θέλει, δε μπορεί κανείς να προσπεράσει το τεράστιο τούτο θέμα, χωρίς να σταθεί
άλλη μιά φορά, αν όχι πουθενά αλλού, το λιγότερο μπροστά στις τοιχογραφίες της
Περιβλέπτου με το θαυμάσιο νόημα, που τις εμψυχώνει. Η κίνηση, η δραματικότης
της εκφράσεως, το εξαίσιο χρώμα, το υπέροχο πνεύμα των τοιχογραφιών τούτων,
είναι μιά μεγάλη κατάκτηση του βυζαντινού κόσμου, πού, καθώς αποσύρεται στα
βάθη της ιστορίας, ρίχνει τους σπόρους
του για μιά μελλοντική καρποφορία Οι προεκτάσεις, που δημιουργούν στην ψυχή του
θεατού οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου, είναι απόκτημα από τα πολυτιμότερα.
Μπορείς νάχεις τούτη ή εκείνη τη γνώμη για το Βυζάντιο. Μά για την Περίβλεπτο
δεν μπορείς νάχεις δεύτερη γνώμη!
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
«ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ» σελ. 55-59.
Στον τόμο «ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ» Β΄ Έκδοση, πλουτισμένη με νέα και
ανέκδοτα κείμενα. Προλεγόμενα: Παντελής Β. Πάσχου, εξώφυλλο: Πίνακας του Νίκου
Οικονομίδη, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1988, σ. 176.
Συμπληρωματικά
-«Ίσκιε, ποιος είσαι, τα θεριά τις νύχτες
που τρομάζεις;….»
Απόστολος Μαμμέλης, «Στην
Αλμυρά Έρημο»
Επιμένοντας στα Καζαντζακικά και Πληθωνικά
διαβάσματα αυτού του δύσκολου καλοκαιριού του 2024 από πολλές πλευρές, ανατρέχω
σε ταξιδιωτικά κείμενα και μελέτες, φιλοσοφικά και ιστορικά δοκίμια, σύγχρονα
βιβλία ελλήνων λογοτεχνών, τα οποία αναφέρονται στα τελευταία χρόνια της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τους τελευταίους σπασμούς μιάς χιλιόχρονης
πολυσυλλεκτικής αυτοκρατορίας (εν μέρει ελληνόφωνης) για το τέλος της οποίας
«φρόντιζαν» τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί αλλόφυλοι εχθροί και
ισχυρές δυνάμεις δύσης και ανατολής. Η ιστορική μοίρα του Βυζαντίου ήταν προδιαγεγραμμένη.
Μια παλαιά αποικία των Μεγαρέων που έλεγχε τα στενά και ήταν γέφυρα της
ευρωπαϊκής ηπείρου με την ασιατική είχε ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο. Η
πάλαι ποτέ ένδοξη, χρυσοποίκιλτη στρατοκρατική αυτοκρατορία με τον θεοκρατικό
μανδύα και την ρητορεύουσα οραματική- υπερουράνια φλυαρία των επίσημων χειλιών,
τους υπερυψωμένους αυτοκρατορικούς θρόνους και τα τεχνητά πουλιά που κελαηδούσαν
και μάγευαν τους ξένους διπλωματικούς επισκέπτες και αντιπροσωπείες, των
σκοτεινών αυτοκρατορικών αιθουσών, αιματοβαμμένες δεσποτικές, αρχοντικές
οικογένειες οι οποίες διεκδικούσαν και καταλάμβαναν τον αυτοκρατορικό θρόνο
σκοτώνοντας, εξορίζοντας, φυλακίζοντας, βασανίζοντας, κλείνοντας σε κελιά
μοναστηριών τους ίδιους τους συγγενείς τους, (παιδιά, πατεράδες, αδέρφια,
μανάδες…) κληρονόμους διεκδικητές της εξουσίας, φανατισμένες φατρίες, θύμιζε
περισσότερο αυτοκρατορικές και βασιλικές δυναστείες της μέσης και άπω ανατολής
της μη χριστιανικής αρχαιότητας, του Κόσμου των λεγόμενων παγανιστών και
πολυθεϊστών. Μόνο που, τα βασιλικά πρόσωπα με τις τιάρες των παλαιότερων μέσα
στην Ιστορία δυναστειών δεν εξομολογούνταν δημόσια,-σε κοινή θέα του
θρησκευόμενου ποιμνίου-τις αμαρτίες τους μέσα στων μεγάλων διαστάσεων
θρησκευτικών ιερών ναών μετά τρούλου, όπως έπρατταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες
και προύχοντες. Πόσο διαφορετική η πολιτειακή και μεταφυσική απολογητική των
βυζαντινών από αυτήν των αρχαίων ελλήνων, και ασφαλώς, η περί δημοκρατίας
αξιακό τους σύστημα και ταυτότητα και συμμετοχή του πολίτη. Εφόσον δεχόμαστε την χρονολογική της αποδοχή μέσα στην ροή της ιστορίας και το γίγνεσθαι και όχι την
εκ των υστέρων αναφορά των τραγωδών ποιητών και των επίσημων ιστορικών αγιογράφηση. Η
απογοήτευση του ελεύθερου πνεύματος κρυσταλλωμένη σε βυζαντινά ιερά χρονικά και
εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιερές συνόδους σοφών αντρών ειλητάρια. Μια
σκοτεινή χριστιανική αρένα η οποία μέσα από αποσχιστικές τάσεις και
αντιμαχόμενες συμβιβαστικές λύσεις, έριδες και επιλογές “intra muros” διαμόρφωναν το ψηφιδωτό της εικόνας
(οντότητας) της ανθρώπινης και θεόσταλτης κυβερνητικής και μεταφυσικής
αυτοκρατορικής εξουσίας των βυζαντινών που επιθυμούσαν να διατηρήσουν
σύμφωνα-κατά το «δοκούν»- των μεταφυσικών αντιλήψεών τους και των ακολούθων που
εξουσίαζαν, οι αυτοκρατορικές οικογένειες και πολιτικές και στρατιωτικές και
ενίοτε εκκλησιαστικές φατρίες, εκδοχής της «δόξας». Το χριστιανικό «έλεος» των
βυζαντινών φανερώνονταν, εκδηλωνόταν με ρινοτομήσεις, εξορύξεις οφθαλμών,
δολοφονίες στο στέριωμα της εξουσίας της δεύτερης ρώμης.
Διαβάζοντας
Βυζαντινή Ιστορία έρχεται στη σκέψη σου το έργο του άγγλου ελισαβετιανού
δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ και στην χρήση και ερμηνεία που έκανε στα ιστορικά
χρονικά της πατρίδας του, στο πως τα σπούδασε, διαπραγματεύτηκε στα θεατρικά
του έργα, τα κληρονόμησε στους αναγνώστες και θεατές του, θέλοντας να μας
μιλήσει για την εποχή του και τα πρόσωπά της, τις ελκυστικές και απεχθείς
μορφές της. Σε εμάς, εδώ, στην λάγνα και μυστηριακή Ανατολή τα ζητήματα αυτά,
της εξουσίας και της διαχείρισής της, της Πολιτικής διακυβέρνησης και των
παρατράγουδών της, τα ιστορικά συμβαίνοντα και διαδραματιζόμενα μας τα
αφηγούνται, λαϊκά μαρτυρολόγια και συναξάρια, βυζαντινά χρονικά, μοναχών χρονογράφων
της δικής μας ορθόδοξης επικρατούσας δογματικής παράδοσης της καθ’ ημάς
εσπερίας. Η σκόνη του πάθους της εξουσίας, πολιτικής ή εκκλησιαστικής των
ανθρώπων, ως βιολογικά ή πολιτικά όντα σαν αιθαλομίχλη σκέπασε τον ιερό τύμβο του
Γολγοθά. Η ιερή θυσία και μαρτυρία ζωής ήταν ένας ακόμα κανόνας καθυπόταξης των
μεγάλων μαζών στο όνομα μιάς επανεμφάνισης της Θείας παρουσίας εκ νέου μέσα
στην Ιστορία,- λυτρωτικής, ελπιδοφόρας και δικαίωσης των πιστών- όχι όμως στηριγμένη σε
ιερές παραβολές και μικρές λυρικές θυσιαστικές ιστοριούλες και ανθρωπιστικές
αφηγήσεις θαυμαστής σύλληψης και αποκάλυψης θαυμάτων, σαν και αυτές που ξέρουν
τόσο καλά να μας εξιστορούν οι άνθρωποι και η παράδοση της Ανατολής, αλλά σε
αυτοκρατορικά διατάγματα και βουλοκέρια ισχύος και πηδαλιούχα δόγματα
απαγορεύσεων πατριαρχικών συνόδων θεοφιλών μοναχών. Η ανθρώπινη των χριστιανών
στην ευρύτητά των εκδοχών τους δογματική ποικιλία, έσχατη σωτηρία, δεν
προέρχονταν από την θυσιαστική προσφορά του «παιδίον νέον» αλλά από τις
οικουμενικές συνόδους παπών και πατριαρχών. Το ιδεατό- μεταφυσικό «τοπόσημο»
της πίστης μπορούσε πλέον να μεταφερθεί στις ψυχές και τις καρδιές των
ανθρώπων, σαν υπήκοοι του συνανήκειν σε μία αυτοκρατορία θεόσταλτη και θεοδομημένη,
η Εκκλησία θεοδρομούμενη ως ιερός θεσμός και πνευματική και κοινωνική εξουσία είχε εδραιωθεί
στο διάβα της Ιστορίας σε Δύση και Ανατολή των λαών της λευκής φυλής. Τα συγχωροχάρτια και η ιερά εξέταση δεν θα αργούσαν. Η
θρησκευτική αποικιοκρατία θα έρχονταν αργότερα αλλά μπρατσέτα με την πολιτική
και οικονομική. Η πρεσβυτέρα Ρώμη περιορίζονταν στα του οίκου της, η νεότερη
πάλευε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Εξάλλου, τα
γεωγραφικά της όρια και οι γεωγραφικές της κατακτήσεις είχαν περιοριστεί
ασφυκτικά. Οι αλυσίδες του Κεράτιου κόλπου την έσφιγγαν δραματικά, η αναπνοή
της Ιστορικής της διαδρομής είχε περιοριστεί, οι καθρέφτες της Ιστορίας δεν
έδειχναν πια παρά τις σκιές του πολυϊστορα του δεσποτάτου του Μυστρά και έλληνα
την συνείδηση νομοθέτη και πολιτειολόγου και των μαθητών του που κατέφευγαν
στον Δυτικό Κόσμο ως σανίδα σωτηρίας και μεταλαμπάδευσης της αρχαίας ελληνικής
σοφίας και των γραμμάτων. «Ευδοκιμώτατοι φιλόσοφοι» και λόγιοι με σθένος και
φιλοδοξίες ένιωσαν την υποχρέωση να μιλήσουν στους Φράγκους για την Αρχαία
Ελλάδα και το ιστορικό της μεγαλείο, θέλοντας να εδραιώσουν την δική τους
ιστορική συνέχεια και κληρονομιά. Εύλογη είναι η εκ Θεού αυτή αρχή εξουσίας, αν
αναλογιστούμε ότι ο πατέρας της ιστορίας ο Ηρόδοτος, μας λέει ότι η
Πελοπόννησος, η Λακωνική Πολιτεία προέρχεται από τον Θεό Απόλλωνα, «παρά της
Πυθίας»; Βλέπε πέρα από τον Ηρόδοτο και τον περιηγητή Παυσανία και τους βίους
παράλληλους του Πλουτάρχου. Μια ιστορική συναντίληψη των πεφωτισμένων λογίων
στην οικοδόμηση του Νέου Ελληνισμού και της ανεύρεσης των ιστορικών μας ριζών,
ή μία ιστορική ονειροφαντασία αναγκαία (εκ μέρους των Ελλήνων) προϋπόθεση των
κατοπινών πολεμικών αγώνων εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας, αποτίναξης του τουρκικού ζυγού
από το σώμα της Ελλάδος. Οι ξένοι περιηγητές εμφύσησαν άραγε την ελληνική
εθνική συνείδηση επισκεπτόμενοι στα ταξίδια τους τα ελληνικά χώματα στον
ελληνικό αγροτικό πληθυσμό πρώτοι ή μήπως οι μεταβυζαντινοί διανοούμενοι, όπως ο
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Τα θεμέλια του Νέου Ελληνισμού αργά και σταθερά
έμπαιναν με την γραφίδα, την φωνή, τα κηρύγματα, τις σκληρές διαμάχες λόγων,
τις εχθρότητες, και πνευματικές και ιδεολογικές ζυμώσεις των κρίσιμων δύο
τελευταίων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μπορεί να αποφανθεί κανείς με
βεβαιότητα ότι η πλευρά του Γεννάδιου Σχολάριου πολέμιου του Πλήθωνα ή η μερίδα
των ακολούθων του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα είχε δίκιο, υπερίσχυσε στο ελληνικό
σώμα; Ο Γεννάδιος του έκαψε, κατέστρεψε τα έργα του Γεώργιου Γεμιστού, όμως,
μία απρόσμενη ιστορική συγκυρία διέσωσε ένα αποσπασματικό μέρος των βιβλίων του
Πλήθωνα. Της Νομοθεσίας και των Ύμνων του, των θέσεών του και των απόψεών του
για την διαφύλαξη της κρατικής οντότητας της Λακωνικής Πολιτείας, το οικονομικό
και χρηματοπιστωτικό της σύστημα, τις πολιτειολογικές του θέσεις, τις αγροτικές
του μεταρρυθμίσεις που πρότεινε στους δεσπότες του Μυστρά αλλά δεν
εισακούσθηκε, στην κατάργηση του νομίσματος, τις αμφιλεγόμενες και όχι καθαρές
ελληνικές θρησκευτικές του αντιλήψεις που ρέπουν προς τον μυστικισμό της
ανατολής παρά το πιο λαγαρό και ξεκάθαρο Ομηρικό Θεολογικό οικοδόμημα και σύστημα.
Το Θεολογικό σύμπαν του Πλήθωνα Γεμιστού δεν είναι αντιχριστιανικό, βασίζεται
στο Πλατωνικό σύμπαν των Ιδεών. Απορίας άξιο είναι πώς ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας, αυτός ο
πολυμαθέστατος πρώτος Έλληνας του Ελληνισμού, που τον κατηγόρησαν για «αθεΐα»
(έτσι γίνεται πάντα από τους εκτελεστές, τους ραβδούχους της όποιας Αρχής)
δεν μνημονεύει ή δεν αναφέρεται καθόλου στα έργα του λογοκράτη και «άθεου»
τραγωδού Ευριπίδη. Όπου η αθεΐα του Ευριπίδη ή τουλάχιστον η θεϊκή αμφισβήτηση
και αμφιβολία «πάει σύννεφο» κατά το κοινώς λεγόμενο. Απάρνηση και της Ομηρικής
και της Ησιόδειας Θεϊκής ιεραρχίας. Και δεν θα ήταν άστοχο αν υποστηρίζαμε ότι
δύο είναι τα κεντρικά παράλληλα ρεύματα της Ελληνικής Σκέψης, από την εποχή των
Φιλοσόφων και Επιστημόνων της Ιωνίας, αυτό της Ένθεης πρόσληψης και κατανόησης
των δυνάμεων του Κόσμου και αυτό της Άθεης. Τα οντολογικά και υπαρξιακά
«παραγγέλματα» του Ασιατικού και του Ελληνικού Πνεύματος. Ενώ η πνευματική
διαμάχη, η προσωπική κόντρα του Έλληνα Πλήθωνα με τον Χριστιανό Σχολάριο θα
μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε με σημερινούς όρους, «Μανιάτικο γινάτι».
Μέσα στον κύκλο των φιλολογικών καταγραφών
παλαιότερων γενεών ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων-από όσο γνωρίζω-
εντάσσονται και οι θετικές απόψεις ενός σπουδαίου λογοτέχνη του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου για τον φιλόσοφο
Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, συνδεδεμένο με τον χώρο και τοποθεσίες του Μυστρά. Του
πολυγραφότατου, ο συνολικός αριθμός των ειδών των βιβλίων του, υπερβαίνει τους
50 τίτλους, από το 1924 που εμφανίζεται
στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική του συλλογή «Το βιβλίο της Μιράντας». Πεζογράφος,
ποιητής, κριτικός και δοκιμιογράφος, ιστορητής «Στοιχείων της ιστορίας της
νεοελληνικής λογοτεχνίας» και «Γενικής ιστορίας της τέχνης», 2 τόμοι εκδόσεις
Ζηκάκης. Ταξιδογράφος εκπληκτικός,
αρθρογράφος πλήθος άρθρων στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και σε πάμπολλα
περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του «Πρωία», «Ελευθερία» κλπ. Έμειναν
παροιμιώδεις οι επιφυλλίδες του στην «Ελευθερία». Πολιτικός, διετέλεσε αμέσως
μετά την μεταπολίτευση του 1974 υπουργός πολιτισμού, μέλος καλλιτεχνικών
επιτροπών του διοικητικού συμβουλίου της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης,
μέλος του συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ακόμα υπήρξε γενικός γραμματέας του
«Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» και φυσικά εκπαιδευτικού της Σχολής
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Γεννήθηκε στο Αιτωλικό της Αιτωλοακαρνανίας 23/10/1901
και έφυγε από κοντά μας στις 17/4/1982.
Μία
κατηγορία των καλογραμμένων και σημαντικών βιβλίων του αναφέρονται στα εντός
της Ελλάδος και εκτός αυτής Ταξίδια του. Περιηγείται και καταγράφει σχεδόν όλη
την ελληνική επικράτεια και την Κύπρο. Την Φαραωνική Αίγυπτο και τον Κόσμο της
Κίνας και της Ρωσίας, την Αφρικανική ήπειρο, το Περιβόλι της Παναγιάς. Από τις
ταξιδιωτικές του περιπέτειες γεννήθηκαν τίτλοι σπουδαίων βιβλίων του όπως
«Μορφές της Ελληνικής Γης», «Ελληνικοί Ορίζοντες». «Σκαραβαίος ο ιερός», «Η
Αφρική αφυπνίζεται», η «Κύπρος ένα ταξίδι» και άλλα. Στον ωραίο και γλαφυρό
Πρόλογό του ο ποιητής και δοκιμιογράφος Παντελής Β. Πάσχος επισημαίνει για την
ταξιδιωτική γραφή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου πολύ εύστοχα: «Ο Ι. Μ.
Παναγιωτόπουλος δίνει τον εαυτόν του, όταν ταξιδεύει κι όταν αποτυπώνει στο
χαρτί τα ταξίδια του. Δίνει το μέγεθος του τοπίου και του τόπου, μαζί με την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μα και τη
σύγχρονη κατάσταση του βίου των ανθρώπων. Προσπαθεί να μπει στο πετσί του
συνανθρώπου και να ζήσει πότε την ευτυχία του, πότε την μοναξιά του, πότε τις
αγωνίες του και πότε τις τραγωδίες του. Αυτό φαίνεται σε όλα τα βιβλία του’
ακόμα και στα ταξιδιωτικά του κείμενα, που είναι από τις πιο δυνατές σελίδες
που έχουμε στη νεοελληνική λογοτεχνία μας.» Προλεγόμενα σελίδες 14-15. Ο
λυρικός χριστιανός υμνωδός Παντελής Β. Πάσχος γράφει και τις σελίδες
«Επισημείωση» 171-172 όπου κλείνει τις σελίδες του τόμου επισημαίνοντας και τα
εξής: «Ως προς τη γλωσσική μορφή των κειμένων, επειδή το Α΄ μέρος είχ’ εκδοθεί
με την προσωπική φροντίδα του ίδιου του συγγραφέα, το θεωρούμε ως πρότυπο για
τις διπλογραφίες ή τις άλλες μικροδιαφορές, που οφείλονται κυρίως σε παροράματα
ή παραπτώματα του βιαστικού τυπογραφείου της εφημερίδας, όπου
πρωτοδημοσιεύτηκαν τα κείμενα του Β΄ μέρους. Αν πάλι ξεφύγει κάτι, που ο
καραδοκών δαίμων του τυπογραφείου θελήσει να το κρύψει από τα μάτια μας, ας το
διορθώσει με την ευμένειά του ο αναγνώστης».
Δυστυχώς ένα
από τα βιβλία της προσωπικής μου βιβλιοθήκη ήταν και του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου,
«Ελληνικοί Ορίζοντες» στην πρώτη και τρίτη τους έκδοση των εκδόσεων «Πυρσός»
και «Αστέρος» τα οποία δανείστηκαν και δεν επιστράφηκαν. Έτσι χάθηκε το βιβλίο
αυτό και οι σημειώσεις που είχα κρατήσει στις σελίδες τους. Αυτή ήταν η αιτία
που δεν συμπεριέλαβα στον φιλολογικό κύκλο των αναφερομένων στον μεταβυζαντινό
φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα στο προηγούμενο σημείωμα και τον κατάλογο των
βιβλίων και των συγγραφέων τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Θυμούμενος το βιβλίο του «Μορφές της Ελληνικής Γης»
των εκδόσεων Στρατή Φιλιππότη της σειράς Ταξίδια- Περιηγήσεις 1, διάβασα εκ
νέου τα 13 κεφάλαια του πρώτου μέρους και τα 14 του δεύτερου. Το «λυκόφως του
Βυζαντίου» που αναφέρεται και στην προσωπικότητα του φιλόσοφου του Μυστρά είναι
το 8ο. Θα συμφωνήσουμε με τον
Πάσχο στο ότι «Το «Λυκόφως του Βυζαντίου» είναι από τις συγκλονιστικότερες
σελίδες του Ι. Μ. Π., όταν παίρνει απ’ τη βλάστηση του κάμπου και μας ανεβάζει
στο Μυστρά». Και τα άλλα ταξιδιωτικά κείμενα του σπονδυλωτού αυτού βιβλίου
είναι εξαιρετικά. Πραγματική ανάπλαση Μορφών της Ελληνικής Γης και των επώνυμων
και ανώνυμων Ανθρώπων της. Ο μύθος της αρχαιολογίας μπλέκεται με τον ρεαλισμό
της ιστορίας και την αλήθεια του παρόντος των γεγονότων και της σκιαγράφησης
πολιτικών, ιστορικών, συγγραφέων, ποιητών, τοποθεσιών της ελληνικής γης. Στο
«Ταξίδι του στην Κρήτη», ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος μας δίνει πέρα από τα
πραγματολογικά του στοιχεία και μία περιγραφή του τάφου του Νίκου Καζαντζάκη
στην τάπια του Μαρτινέγκου και του σχεδιαστή του Καζαντζακικού λιτού αλλά
χαρακτηριστικού ταφικού μνημείου από τον Κώστα Λασσιθιωτάκη, μιλώντας μας-ο Ι.
Π. Παναγιωτόπουλος για την Κρητική ματιά και θεώρηση της ζωής και το ελεύθερο
πνεύμα του Νίκου Καζαντζάκη. Ο πειρασμός να αντιπαραθέσω τις περιγραφές του Ι.
Μ. Παναγιωτόπουλου με αυτές του Νίκου Καζαντζάκη στο δεσποτάτο του Μυστρά και
τις θέσεις του για τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ήταν αρκετά μεγάλος, τουλάχιστον
σαν μία άλλη θετική οπτική δύο μυθιστοριογράφων σε σχέση με την αρνητική του κυρ
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Όμως η κούραση του σώματος, η υγεία και οι καιρικές
συνθήκες, συν τα έξοδα (είδες η ΔΕΗ) δεν μου επέτρεπαν να μεταβώ σε Βιβλιοθήκες
δημόσιες ώστε να αναζητήσω το βιβλίο «Ελληνικοί Ορίζοντες» το οποίο είναι προ
πολλού εξαντλημένο. Έτσι οι γνώσεις μου περιορίστηκαν στο κείμενο από τις «Μορφές
της Ελληνικής Γης» και σε μία παραπομπή στις σημειώσεις του καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού
ο οποίος γράφει για το μυθιστόρημα «Γυφτοπούλα» του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
βλέπε σημείωση: 19, «Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, αρχαιογνώστης αλλά και εμποτισμένος
με βιώματα χριστιανικά στους Ε. Ορίζοντες", σελ. 62, Στο αφιερωματικό τεύχος
στον ΓΕΩΡΓΙΟ ΓΕΜΙΣΤΟ ΠΛΗΘΩΝΑ» του περιοδικού «ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ» Κοινωνιολογική
επιθεώρηση της νέας ελλάδας, τεύχος 35/Φθινόπωρο 2002, περίοδος Β΄, 15ος
χρόνος εκδόσεις Παπαζήση. Διεύθυνση Μελέτης Η. Μελετόπουλος ο οποίος υπογράφει
και ένα ωραίο κείμενο για τον πολιτικό και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ενώ
η Ν(έδα) Κ(ανελλοπούλου); παίρνει συνέντευξη από τον καθηγητή και φιλόσοφο
Χρήστο Γιανναρά. Διαβάζονται με
αναγνωστική απληστία τα κείμενα του Χρήστου Π. Μπαλόγλου για τον Γεώργιο Γεμιστό
Πλήθωνα αλλά και των άλλων συνεργατών του αφιερώματος.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
27 Ιουλίου
2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου