Μ Α Ν Ο Σ Χ Α Τ Ζ Ι Δ Α Κ Ι Σ
(Ξάνθη 23 Οκτωβρίου 1925- Αθήνα,
Τετάρτη 15 Ιουνίου 1994)
Η
ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΓΡΑΜΜΕΣ
Θέλω να φλυαρίσω αλλά οικοδομημένα, σε
μιάν αυθαίρετη-αν θέλετε- διαδρομή συλλογισμών και συμπερασμάτων, όπου οι λέξεις
που θα μεταχειριστώ θα μιλάν για τις λέξεις που δεν τολμώ να μεταχειριστώ και
πού, τέλος, δεν πρόκειται να ολοκληρώσουν ένα θέμα, ένα κείμενο, που να φωτίσει
εσάς που θα με διαβάσετε περισσότερο απ’ όσους δεν θα με διαβάσουν.
Τότε θα πείτε γιατί γράφω. Γιατί είναι
πειρασμός ν’ αποφασίσεις να μιλήσεις χωρίς να ‘χεις να πεις κάτι σοφό ή διαφωτιστικό ή κάτι τέλος πάντων που
να σου καίει τα σωθικά και να πρέπει με κάθε τρόπο να ειπωθεί στους άλλους.
Και, τέλος, γιατί μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις που ξαπλώνουν με
ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά
συνταιριασμένους γι’ αυτούς.
Εδώ πρέπει ν’ αποκαλύψω πώς όταν οι
λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πρίν απ’ όλα λιποθυμούν,
ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή.
Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή
ακαταλλήλου.
Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την
πρέπουσα και κατάλληλη. Γι’ αυτήν που θα ταιριάζει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι
που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν’ αργοκυλά στο νου του το
μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη, όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται
την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή μένει γυμνή, έτσι καθώς
ξαπλώνει στο κρεβάτι των «πέντε γραμμών» για να την κάνει δική του ο μουσικός.
Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή
της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της.
Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση
της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση- που σημαίνει να
ξαναβρεί αυτήν την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν’ αποκαλυφθεί
καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι
απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί- ο Ζίντ λέει- δεν υπάρχει μεγαλύτερο
εμπόδιο στην ευτυχία απ’ την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιό
άχρηστο κι οδυνηρό για μιά καινούργια της παρουσία απ’ την ανάμνηση των χρήσεών
της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο
η Μουσική τη δέχεται για σύντροφο παντοτινό.
Η λέξη, είπαμε, πρίν συζευχθεί τον
ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και
φωνηέντων. Όμως σαν φράση- στίχος, σαν μιά γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον
εσωτερικό ρυθμό της που οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο
ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπόψη της την εσωτερική ρυθμική
αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιάν αταίριαχτη και προδομένη
συνουσία.
Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη
αντίθεση λέξης και στίχου στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να
ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ών συνετέθη», η φράση διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της
και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μιάν αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή.
Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μιάν ειδική, αλλά πέρα για
πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι. Μπορεί όμως να υπάρχει ένα
τραγούδι χωρίς λέξεις; Σε μιά πρώτη σκέψη, όχι, δεν είναι δυνατόν. Όμως ο
Μπρασένς λέει στο τραγούδι του «Η Ομπρέλα»:
Κάτω
απ’ τη σκέψη μιας μικρής ομπρέλας
τι
τρυφερό που είναι το τραγούδι της βροχής.
Σ’ αυτό το περιβόητο τραγούδι της
βροχής, την ώρα που τ’ ακούς, βάζεις εσύ τις λέξεις- όποιες διαλέγεις, όποιες
ταιριάζουν με τα αισθήματά σου εκείνης της στιγμής. Αν είσαι λυπημένος, γίνεται
τραγούδι της βροχής θλιμμένο. Αν είσαι θυμωμένος, γίνεται θυμωμένο κι αν είσαι
αισιόδοξος, χαρούμενος, το ίδιο κι η βροχή. Ένα τραγούδι που διαρκεί όσο τ’
ακούς, όσο το σχηματίζεις. Μετά εμφανίζεται μες στη βροχή.
Η λέξη παύει να υπάρχει μετά τη στιγμή
που πραγματοποιείται το τραγούδι. Το ίδιο κι ο ήχος ο ειδικός που ταίριαζε στις
λέξεις που γεννήθηκαν με τη βροχή. Δηλαδή η ίδια η βροχή. Ποιός διατηρεί την
πνευματική ιδιοκτησία αυτού του αποτελέσματος; Ποιοί θα εισπράξουν ποσοστά απ’
τη δημοσιά του εκτέλεση την ώρα της βροχής; Και, σύμφωνα με του καιρού μας το
σκεπτικό, δεν υπάρχει τραγούδι αν δεν υπάρχουν δικαιούχοι. Άς λέει ο Μπρασένς:
«Κάτω απ’ τη σκέπη μιάς μικρής ομπρέλας πόσο τρυφερό είναι το τραγούδι της
βροχής». Αυτό το τραγούδι γεννήθηκε απ’ τη βροχή και πήγε στη βροχή.
Μα ας γυρίσουμε στη λέξη και στις
συνθήκες που επιβάλλονται για να συνυπάρξει μ’ ένα μελωδικό σχήμα έτσι που να
σχηματιστεί ένα τραγούδι. Μιλήσαμε για την ανάγκη της ποιητικής θεραπείας της
λέξης από τη σκόνη της καθημερινής χρήσης. Αλλά δεν είπαμε και για τις λέξεις
που είναι από τη φύση τους οριστικά χαμένες για τον κόσμο του τραγουδιού. Κι
αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν οι δημιουργοί ή καλύτερα, οι αναδημιουργοί-
συντελεστές του τραγουδιού. Και ο Μπρασένς λέει σε μιά συνέντευξή του: «Φεγγάρι
ναι, σελήνη αστροναυτών όχι. Δεν χωράνε στο τραγούδι αυτές οι λέξεις, όπως δεν
χωράνε οι λέξεις αεροπλάνο, αυτοκίνητο, στιλό. Κι αν θέλω να μιλήσω για το φώς,
ποτέ μου δεν θα πω τη λέξη λάμπα. Θα πω κερί, φανάρι». Και κάτι ακόμα που
οφείλουν να το νιώσουν οι νεώτεροι «συνθέτες» της αριστερής ιδιαίτερα
παράταξης. Αν είναι δυνατόν ποτέ να νιώσουν, να το αντιληφθούνε. Λέει ο
Μπρασένς: «Η ζωή στις πολυκατοικίες, η εργατική πάλη είναι πράγματα πολύ ενδιαφέροντα.
Μόνο που δεν γίνονται τραγούδι». Δεν το λέει μόνο ο Μπρασένς. Το λέει το ίδιο
το τραγούδι. Γιατί ο μελωδός μοιάζει να λέει σαν τον Έζρα Πάουντ ή μάλλον
παραφράζοντας τον Έζρα Πάουντ: «Εγώ θα πάω στο δάσος για να βρω τις λέξεις
στεφανωμένες με πασχαλιές. Εγώ θα βαδίσω στο ξέφωτο για να πλησιάσω την πομπή
των παρθένων-λέξεων, να τις στεφανωθώ».
Ο μελωδός είναι ο ιεροφάντης των θεών,
ο εκπρόσωπος των ανθρώπων, που μεριμνά ασκούμενος να εκμαιεύσει και να εκφράσει
την ευαισθησία του καιρού κι όχι να κολακεύσει τις συνήθειες καιρών και μαζών.
Γι’ αυτόν ένα τραγούδι είναι ιερό κείμενο που περιέχει τας γραφάς, τας εντολάς,
μα και τα μέλλοντα. Κι ύστερα μεθυσμένος θ’ αποθάνει. Σαν τον Λι Πό, που
ζητούσε ν’ αγκαλιάσει ένα φεγγάρι μέσα στο Κίτρινο Ποτάμι. Και πνίγηκε.
Το κύρος των ήχων και των λέξεων να μη
χαθεί- είναι μιά άλλη προσταγή του τραγουδιού. Το κύρος των ήχων κινδυνεύει σαν
πλησιάζουνε τη λέξη εγωιστικά. Όπως και η λέξη, όταν δεν παραδίδεται ελεύθερη
να πάρει την καινούρια της μορφή, αλλά παραμένει άκαμπτη και δύσκολη στη
σύζευξή της με τη Μουσική.
Για το κύρος των ήχων, υπάρχει μιά
ολόκληρη χρονική περίοδος που κάλυψε με ανυποληψία τις προσπάθειες των μελωδών,
μες στις αυθαίρετες προσπάθειές τους. Όταν η Τέχνη της Μουσικής άρχισε να
χωρίζεται σε σοβαρή και λαϊκή. Στις αρχές του αιώνα που η προβληματική του
μελωδού δεν ήταν το ποιητικό κείμενο αλλά ο εφευρετικός συνδυασμός καινούργιων
ήχων. Και η φωνή έγινε ένα επιπλέον όργανο της ορχήστρας. Στην πρώτη
εικοσιπενταετία του αιώνα μας. Οι δωδεκάφθογγοι. Με τα μεγάλα διαστήματα και
τις φωνητικές ακροβασίες που είχαν σκοπό όχι τη σύζευξη με τη λέξη αλλά την
κάλυψη των ήχων με συλλαβές. Έτσι, για να μη λέει το στόμα μόνο φωνήεντα.
Για το κύρος των λέξεων πάλι, μέσα σ’
ένα τμήμα ποιητικού κειμένου και για τη μουσική επιλογή τους, έχουμε ένα
παράδειγμα. Ένα εξαίσιο, ξαφνικό και τολμηρό ποιητικό δείγμα απ’ την Ακολουθία
του Κοσμά του Αιτωλού. «Ο Οίκος», έτσι ονομάζεται το τμήμα της Ακολουθίας,
αρχίζει:
Των
αποστόλων μιμητής
και
Εκκλησίας στύλος
των
Ιερέων καλλονή
και
των Οσίων τύπος
(ως
κοινωνήσας των αγώνων αυτοίς)
Ιερομάρτυς
αναδέδειξε.
Κάθε
εκκλησιαστικός μουσικός, αλλά και κάθε λογικός, θα βασιζότανε στο ρήμα
αναδέδειξε. Στον τελευταίο στίχο: Ιερομάρτυς αναδέδειξε. Αλλά εδώ έχουμε και
μιά πρόσθετη αίσθηση, πέρα απ’ τη λογική σύνθεση κι ερμηνεία του ιερού
κειμένου. Τη σύγχρονη αίσθηση των λέξεων καλλονή- στύλος- τύπος- μιμητής, που η
φθορά τους τις βοηθά να δημιουργούν μιά μοναδική εντύπωση, έτσι καθώς είναι
συζευγμένες με τις παραδοσιακά εκκλησιαστικές λέξεις. Των Αποστόλων- μιμητής.
Της Εκκλησίας- στύλος. Των Ιερέων-καλλονή. Και των Οσίων- τύπος. Άραγε ήταν μιά
έμπνευση, γέννημα τύχης και τόλμης ή μιά στον καιρό της λογική διαδικασία
φραστική, που συνδυάζει μνήμη και λεκτική λειτουργία; Πιστεύω στην τόλμη του
κειμένου και στη διαχρονική ποιητικότητά του μεσ’ απ’ τις ευτυχείς και
εμπνευσμένες αυτές συζεύξεις. Είναι ποτέ δυνατόν ο μελωδιστής και νόμιμος
βιαστής αυτού του κειμένου να τις αγνοήσει και να ρίξει το βάρος στο λογικό
αναδέδειξε του Ιερομάρτυρος; Αυτό το «αναδέδειξε» γίνεται δευτερεύον- θα ‘λεγεν
ο Καβάφης. Ή μάλλον γίνεται επίλογος, για να καλύψει, να τελειώσει, τα όσα ο
Ιερομάρτυς αναδέδειξε.
Η πρέπουσα μουσική σύζευξη του
κειμένου αυτού μπορεί να γίνει πρέπουσα χωρίς να είναι και η κατάλληλος. Στον
καιρό μας κάθε εκδοχή μπορεί να υποστηριχθούν μέσω της καταλλήλου μουσικής. Και
το συμπέρασμα διατυπώνεται καλύτερα έτσι: και η κατάλληλη μουσική μπορεί και να
μην είναι η πρέπουσα, αρκεί να
θεμελιώνει την επιδιωκόμενη εκδοχή. Αυτήν που επιζητεί ο βιαστής κι ερμηνευτής
συνθέτης. Αν και για να επιδιώξεις σ’ ένα κείμενο μιάν ιδιότυπη προσωπική
ερμηνεία χρειάζεται πρωτ’ απ’ όλα να διαθέτεις μιά προσωπική άποψη για το θέμα
που κυριαρχεί ή διαπερνά το ποίημα. Κι ακόμα, να διαθέτεις μιάν επίσης ιδιότυπη
και προσωπική γλώσσα στη Μουσική. Με δυό λόγια χρειάζεται να ΄σαι λιγάκι… ιδιοφυής. Διαφορετικά, είναι
αλήθεια, ακόμα και την ορθόδοξη ερμηνεία αν χειριστείς, πάλι αδιάφορος θα ‘σαι
κι ως προς το ποίημα κι ως προς τη Μουσική και ως προς το μελωδικό σου αποτέλεσμα.
Πολλές φορές, όσο καιρό δουλεύω ένα ποιητικό κείμενο, μερόνυχτα μ’ απασχολούν
οι λέξεις ή μία λέξη καθοριστική για την πορεία του στίχου. Και μου ‘ρχονται
στον νου τρείς στίχοι από μιάν ωδή του Κάλβου:
Αυτού,
του Ομήρου εδίδασκες
τα
δάκτυλα’ να τρέχουσι
με’
την ωδήν συμφώνως.
Αυτό το «να τρέχουσι με’ την ωδήν συμφώνως»
είναι, νομίζω, και η ουσία αυτής της
γαμήλιας τελετής, όπου συνευρίσκονται λέξη και μελωδία, συνθλίβοντας και οι δυό
την αυταρέσκειά τους και την ανεξαρτησία τους, καθώς υπηρετούν μιά καινούργια
αίσθηση «ζωής» που με την επιβολή της καταφέρνει να εξαφανίσει την καταγωγή και
το ανεξάρτητο περιεχόμενο των γεννητόρων. Αυτό το «να τρέχουσι με’ την ωδήν
συμφώνως» είναι ασφαλώς η διαδικασία. Το τραγούδι είναι το αποτέλεσμα με την
καινούρια ζωή και με το φορτισμένο περιεχόμενο και των δυό παραγόντων που το
γέννησαν. Ενώ παράλληλα επέρχεται η εξουδετέρωση των συζευχθέντων και η
αδυναμία να σταθούν σαν ανεξάρτητοι και παράγοντες. Το μελωδικό σχήμα μόνο του
υποβάλλει τη λέξη. Και η λέξη μόνη της υποβάλλει τη μελωδία.
Ένα μεγάλο ερώτημα απομένει. Το πώς
μιά τέλεια σύζευξη λέξης και μουσικής γεννάει μιά καινούρια τρίτη ζωή, περ’ απ’
τη λέξη, περ’ απ’ τη Μουσική, με την ενεργητική συμπαράσταση της ανθρώπινης
φωνής.
Και είναι δυνατόν ένα αποτέλεσμα μισό,
ένα αποτέλεσμα άτεχνο, εφήμερο, να υποτάξει την ανθρώπινη φωνή; Πώς θα
αντιδράσει η φωνή; Θα μεταβιβάσει, θα εκπέμψει το μήνυμα ή θα σωπάσει ή θα
μπερδευτεί; Κι αν μπερδευτεί, είναι από υγεία, μπροστά στο βιασμό από μιάν
ανεπιθύμητη άστοχη μουσική, ή από σοφία, για ν’ αποκρύψει από τ’ αυτιά των
ασεβών αυτό το θεϊκόν, που η Τέχνη το κρατά εις τους αιώνες μυστικό; Και για
παράδειγμα: μιά Κυρία θέλει να τραγουδήσει. Είναι όμορφη και κρατά στο χέρι της
τριαντάφυλλα κομμένα από τον κήπο της. Βρίσκει συνθέτη, βρίσκει στιχουργό και
της γράφουν τραγούδια όμορφα, ευγενικά και εκπαιδευτικά. Πάει να τα πει, πάει
να τα τραγουδήσει, όμως τα λόγια μπερδεύονται στο στόμα της, κατρακυλάν μες στα
τριαντάφυλλα, αυτά μαδάν και χύνονται, σκορπίζονται στο δάπεδο. Καταστροφή. Δεν
βγήκε ούτ’ ελάχιστη φωνή από το στόμα της Κυρίας και το αποτέλεσμα των
τραγουδιών-ήτανε όμορφο, ευγενικό και επιπλέον εκπαιδευτικό;- έμεινε δια παντός
ένα αιώνιο μυστικό, τόσο που να ρωτάει κανείς: Υπήρξεν η Κυρία αυτή, υπήρξαν τα
τραγούδια της ή ήταν αποτέλεσμα μύθου και φαντασίας, καθώς κι όλα τα λόγια, οι
λέξεις, που κύλησαν στο δάπεδο και χάθηκαν οριστικά;
Έγινε τάχα ο γάμος ο τελειωτικός, ο
επιτυχής των στίχων και της Μουσικής- των στίχων διά της καταλλήλου Μουσικής- ή
ήταν μιά πρόφαση το μπέρδεμα, να καλυφθεί η απειρία του μουσουργού για η
ατεχνία του ποιητή; Ή πάλι, το αποτέλεσμα αυτό που δεν εφάνη, δεν ακούστηκε και
που δεν θ’ ακουστεί ποτέ, ήταν το τμήμα εκείνο του τραγουδιού που δεν έπρεπε ν’
ακουστεί; Αυτό που θα γινόταν στους αιώνες μυστικό της Τέχνης και του
δημιουργού; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε
πώς ένα έργο Τέχνης περιέχει πάντα και ένα τμήμα που δεν μπορεί ποτέ ν’
αποκρυπτογραφηθεί. Ποτέ να γίνει νοητό και φανερό στους ασεβείς, για θα ήταν
ύβρις, με την αρχαία έννοια της λέξης. Κι εδώ ίσως βρίσκεται το μυστικό της
διαχρονικότητας στη μεγάλη Τέχνη. Γιατί «η βασίλισσα», όπως λέει ο Ρεμπώ, «η
Μάγισσα δε θα μας ιστορήσει ποτέ αυτά που εκείνη ξέρει και εμείς δεν ξέρουμε».
Μιά επικοινωνία μισή, μ’ ένα μισό καλά φυλαγμένο μυστικό, για τους αιώνες.
Μήπως αυτό είναι η Τέχνη και η περιπέτειά της μες στο ανθρώπινο γένος; Λέξεις.
Πού δεν εννοούν να λιποθυμήσουν και μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των
καιρών. Βλέπετε, τα προβλήματα θέλουν άλλες διαδικασίες. Γι’ αυτά δεν υπάρχει Μουσική
ούτε μελωδικοί σχηματισμοί για να τ’ αρπάξουν. Όλες οι λέξεις δεν λιποθυμούν.
Πολλές αντιστέκονται και μας τυραννούν. Κι αυτή η τυραννία δεν είναι των
ασεβών, αλλά των γνήσιων δημιουργών.
Αυτά για τις λέξεις και για τις
ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν.
Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι,
προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.
Μ Α
Ν Ο Σ Χ Α Τ Ζ Ι Δ Α Κ Ι Σ
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό το «Τέταρτο»
τχ.9/1, 1986. Αναμεταδόθηκε από το Α΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, ως Ομιλία 2/11/1986
στην Εθνική Πινακοθήκη. Το κείμενο μεταφέρθηκε στις σελίδες 114-122 του βιβλίου
Μάνος Χατζιδάκις: Ο καθρέφτης και το
μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1988, διορθώσεις Βάσω Κυριαζάκου,
σελ. 264, δραχμές 1800.
Μνήμη
αιώνια
Σαν σήμερα
15 Ιουνίου 1994 ταξίδεψε για τον δικό του Σείριο ο Μελωδός των Ονείρων μας
Μάνος Χατζιδάκις. Φτερούγισε για την Ουράνια Μουσικούπολη τους να συναντήσει
τους φίλους του, τον Νίκο Γκάτσο, την Μελίνα Μερκούρη, τον Κάρολο Κουν, τον
Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μίκη Θεοδωράκη, την Φλέρυ Νταντωνάκη,
τον Νότη Περγιάλη, τον Δημήτρη Ψαριανό και τα άλλα μουσικόφιλα, ευαίσθητα,
τρυφερά αθώα παιδιά της γαλαρίας. Τα αδέσποτα μορτάκια του έρωτα και των
πολύχρωμων ονείρων. Να τραγουδήσουν για άλλη μία φορά συντροφιά με τους
Αγγέλους το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», να
μερακλώσουν με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», να ψάλλουν τον «Μεγάλο Ερωτικό
του». Ο μεγάλος αυτός Έλληνας μουσικοσυνθέτης και ποιητής κατόρθωσε να νοτίσει
την τρυφερή και ελευθερόφρονα ψυχή του με ήχους πρωτόγνωρου λυρισμού και
αιώνιας εφηβικής νοσταλγίας, πέτυχε να μπολιάσει τον ψυχισμό του με ότι πιο
υγιές, ότι πιο γόνιμο, ότι πιο ερωτικά αθώο, ποιητικό μετέφερε στα σπλάχνα της
η αισθηματολογία της Ελληνικής Ποίησης, η αισθηματογραφία των Στίχων του
Ελληνικού Τραγουδιού στην διαχρονικότητα της παράδοσής τους. Ένα πνεύμα απαράμιλλης νεότητας και βαθειάς
σοφίας πλημμυρίζει τις συνθέσεις του, τους ήχους και μελωδίες του. Ο Μάνος
Χατζιδάκις αυτός ο νεαρός «παγοπώλης» ανέπνεε και ζούσε μέσα στην ποίηση της
μουσικής ονειροφαντασίας. Ανέπνεε με Μουσικούς ήχους, νότες και ρυθμούς, την
Ποίηση, το Τραγούδι. Δωρική και λιτή η φόρμα του, περιεκτικό και καίριο το
μουσικό του ύφος, απύθμενης ευαισθησίας το μουσικό του ταλέντο, ξεχωριστές,
ευδιάκριτες, ιδιαίτερες, μεγαλειώδες οι συνθέσεις του. Ερωτικός και πολιτικός ο
λόγος του, καρδιακός και επαναστάτης, αναρχικός και χιουμορίστας, ξενύχτης των
κρυφών ερωτικών μελωδιών, αντισυμβατικός προς κάθε μορφής και είδος πολιτικής
και κυβερνητικής, κοινωνικής εξουσίας. Τρυφερός, λαϊκός και αστός μαζί,
αυστηρός και επιλεκτικός, υποστηρικτικός με τους συνεργάτες του, αυθεντικός
καλλιτέχνης ανοιχτός να ενσωματώσει στο έργο του κάθε νέο ή παλαιό κλασικό
ρεύμα. Διέθετε την μεγάλη εμπειρία και σοφία να επιλέγει τους συνεργάτες του,
να τους φωτίζει τον προσωπικό τους μουσικό δρόμο, να τους αφήνει να εκφραστούν
μουσικά όπως το αναζητούσε και επιθυμούσε η ψυχής τους, το μουσικό τους
τάλαντο. Ήταν η προσωποποίηση της πεμπτουσίας του πολιτισμού μιάς άλλης
Ελλάδας, άλλων εποχών μαγικών εικόνων και ήθους, ποιότητας βίου, μουσικής
παιδείας και αγωγής. Από τις σπάνιες προσωπικότητες που διέθετε η Ελλάδα, από
αυτές που δεν εμφανίζονται συχνά στην πολιτιστική σκηνή και το μουσικό στερέωμα
της πατρίδας μας. Η απουσία του είναι ακόμα αισθητή και θα παραμείνει.
Ο Μελωδός των Ονείρων μας δεν ήταν
μόνο ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, ενορχηστρωτής, συνθέτης
εξαιρετικών έργων, διευθυντής ορχήστρας, εκτελεστής κλασικών μελωδιών, ήταν όπως
έχει λεχθεί ένας Μουσικός ο οποίος γνώριζε το κάθε τι για την τέχνη και την
πορεία της Μουσικής, ελληνικής και παγκόσμιας, λαϊκής και κλασικής. Το μουσικό
του αυτί αφομοίωνε με ευκολία τα πάντα και οι πιανιστικές του αποδώσεις κρυστάλλωναν
κάθε ήχο και μουσικό ψιθυρισμό, ηχόχρωμα ανθρώπινης φωνής και λυρικής ευαισθησίας,
ό,τι με τις ευαίσθητες αντένες του τον μάγευε και συνέλεγε ως υλικό του έργου
του.
Όμως ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν παράλληλα και ένας
σημαντικός έλληνας ποιητής, ένας χειριστής της ποιητικής τέχνης και τεχνικής
των μυστικών του ποιητικού λόγου, ένας πεπειραμένος δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας,
των ελληνικών Λέξεων. Των μυστικών τους και της ρυθμολογίας τους, της μελωδικότητάς
τους και της «τεμπελιάς» τους. Και το γεγονός αυτό, ότι ήταν εκτός από μουσικός
και ένας σημαντικός ποιητής το αντιλαμβανόμαστε από τις πρώτες γραμμές του κειμένου-ομιλία
που αντιγράψαμε παραπάνω. «Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές». Στο
κείμενο εξετάζει την σχέση των Λέξεων και του ρυθμικού μέλους τους, την άρρηκτη
σχέση της Ποίησης με την Μουσική, την αφομοιωτική δυναμική της μιάς τέχνης από
την άλλη σε αμοιβαία ισορροπία και αξία. Αναφέρεται με παραδείγματα αντλώντας
τα από διάφορες φωνές και Λεκτικά Μουσικά σήματα, στην διασύνδεση Ποίησης και Μουσικής
και στην αλληλοεπίδρασή τους. Πώς οι Λέξεις
με τους ήχους τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις στο να οικοδομηθεί ένα άξιο, καλό
μουσικό αποτέλεσμα ισότιμης χρήσης. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί των Λέξεων και των
Ήχων είναι ίδιοι. Ποίηση και Μουσική δύο όψεις της ίδιας ονειρικής ρυθμικής ατμόσφαιρας.
Αν δεν γνωρίζαμε τον συντάκτη του κειμένου θα νομίζαμε ότι το κείμενο το έγραψε
ένας έμπειρος φιλόλογος, ένας θεωρητικός της ποίησης. Και με τι αριστοτεχνική
μαεστρία συνδέει τις μουσικές απόψεις ενός γάλλου τραγουδοποιού με τα λεχθέντα ενός
κινέζου ποιητή. Πώς συσχετίζει αρμονικά την βυζαντινή υμνογραφία με τα μουσικά
σχήματα του Ανδρέα Κάλβου, επικουρικά με την κρίση του Αλεξανδρινού ποιητή. Πόσο
απλά μας μιλά για το θείον στην Τέχνη, γιαυτό το μπέρδεμα, «να καλυφθεί η απειρία
του μουσουργού για η ατεχνία του ποιητή;» Μέσα από ερωτήσεις αναδεικνύει το καίριο
της Ποίησης και της Μουσικής, αναγνωρίζοντας ότι πάντα θα υπάρχει ένα τμήμα της
Τέχνης «που δεν μπορεί ποτέ ν’ αποκρυπτογραφηθεί.».
Μιλώντας μας για την «τυραννία» που βασανίζει
τους γνήσιους δημιουργούς αντιλαμβανόμαστε το τι πραγματικά βασάνιζε και τον ίδιο
στις εκτελέσεις του. Κάτι που αξίζει να επισημάνουμε, είναι η μεγάλη και ευρεία
του παιδεία. Δεν είναι μόνο ο ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ ή ο Αντρέ Ζιντ αλλά το βαρύ
φορτίο μιας παγκόσμιας ποιητικής και μουσικής παράδοσης που ήταν κάτοχος. Τέλος
αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η γλώσσα του Μάνου Χατζιδάκι δεν εμφορείται από τους
ακριβείς κανόνες της Δημοτικής των χρόνων του αλλά εμπλουτίζεται και από εκφράσεις
της λόγιας κάτι που κάνει το κείμενό του και τις ομιλίες του να αποχτούν μία
πολύχρωμη μαγευτική ακουστική ηχοχρωμία που κάθε άλλο παρά μας ξενίζει.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Κυριακή 15 Ιουνίου
2025