Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Μνήμη Μάνου Χατζιδάκι

 

Μ Α Ν Ο Σ   Χ Α Τ Ζ Ι Δ Α Κ Ι Σ

(Ξάνθη 23 Οκτωβρίου 1925- Αθήνα, Τετάρτη 15 Ιουνίου 1994)

 

Η ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

          Θέλω να φλυαρίσω αλλά οικοδομημένα, σε μιάν αυθαίρετη-αν θέλετε- διαδρομή συλλογισμών και συμπερασμάτων, όπου οι λέξεις που θα μεταχειριστώ θα μιλάν για τις λέξεις που δεν τολμώ να μεταχειριστώ και πού, τέλος, δεν πρόκειται να ολοκληρώσουν ένα θέμα, ένα κείμενο, που να φωτίσει εσάς που θα με διαβάσετε περισσότερο απ’ όσους δεν θα με διαβάσουν.

          Τότε θα πείτε γιατί γράφω. Γιατί είναι πειρασμός ν’ αποφασίσεις να μιλήσεις χωρίς να ‘χεις να πεις κάτι  σοφό ή διαφωτιστικό ή κάτι τέλος πάντων που να σου καίει τα σωθικά και να πρέπει με κάθε τρόπο να ειπωθεί στους άλλους. Και, τέλος, γιατί μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι’ αυτούς.

          Εδώ πρέπει ν’ αποκαλύψω πώς όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πρίν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.

          Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι’ αυτήν που θα ταιριάζει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν’ αργοκυλά στο νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη, όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή μένει γυμνή, έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεβάτι των «πέντε γραμμών» για να την κάνει δική του ο μουσικός.

          Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση- που σημαίνει να ξαναβρεί αυτήν την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν’ αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί- ο Ζίντ λέει- δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ’ την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιό άχρηστο κι οδυνηρό για μιά καινούργια της παρουσία απ’ την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική τη δέχεται για σύντροφο παντοτινό.

          Η λέξη, είπαμε, πρίν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση- στίχος, σαν μιά γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της που οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπόψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιάν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία.

          Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ών συνετέθη», η φράση διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μιάν αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή. Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μιάν ειδική, αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι. Μπορεί όμως να υπάρχει ένα τραγούδι χωρίς λέξεις; Σε μιά πρώτη σκέψη, όχι, δεν είναι δυνατόν. Όμως ο Μπρασένς λέει στο τραγούδι του «Η Ομπρέλα»:

          Κάτω απ’ τη σκέψη μιας μικρής ομπρέλας

          τι τρυφερό που είναι το τραγούδι της βροχής.

          Σ’ αυτό το περιβόητο τραγούδι της βροχής, την ώρα που τ’ ακούς, βάζεις εσύ τις λέξεις- όποιες διαλέγεις, όποιες ταιριάζουν με τα αισθήματά σου εκείνης της στιγμής. Αν είσαι λυπημένος, γίνεται τραγούδι της βροχής θλιμμένο. Αν είσαι θυμωμένος, γίνεται θυμωμένο κι αν είσαι αισιόδοξος, χαρούμενος, το ίδιο κι η βροχή. Ένα τραγούδι που διαρκεί όσο τ’ ακούς, όσο το σχηματίζεις. Μετά εμφανίζεται μες στη βροχή.

          Η λέξη παύει να υπάρχει μετά τη στιγμή που πραγματοποιείται το τραγούδι. Το ίδιο κι ο ήχος ο ειδικός που ταίριαζε στις λέξεις που γεννήθηκαν με τη βροχή. Δηλαδή η ίδια η βροχή. Ποιός διατηρεί την πνευματική ιδιοκτησία αυτού του αποτελέσματος; Ποιοί θα εισπράξουν ποσοστά απ’ τη δημοσιά του εκτέλεση την ώρα της βροχής; Και, σύμφωνα με του καιρού μας το σκεπτικό, δεν υπάρχει τραγούδι αν δεν υπάρχουν δικαιούχοι. Άς λέει ο Μπρασένς: «Κάτω απ’ τη σκέπη μιάς μικρής ομπρέλας πόσο τρυφερό είναι το τραγούδι της βροχής». Αυτό το τραγούδι γεννήθηκε απ’ τη βροχή και πήγε στη βροχή.

          Μα ας γυρίσουμε στη λέξη και στις συνθήκες που επιβάλλονται για να συνυπάρξει μ’ ένα μελωδικό σχήμα έτσι που να σχηματιστεί ένα τραγούδι. Μιλήσαμε για την ανάγκη της ποιητικής θεραπείας της λέξης από τη σκόνη της καθημερινής χρήσης. Αλλά δεν είπαμε και για τις λέξεις που είναι από τη φύση τους οριστικά χαμένες για τον κόσμο του τραγουδιού. Κι αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν οι δημιουργοί ή καλύτερα, οι αναδημιουργοί- συντελεστές του τραγουδιού. Και ο Μπρασένς λέει σε μιά συνέντευξή του: «Φεγγάρι ναι, σελήνη αστροναυτών όχι. Δεν χωράνε στο τραγούδι αυτές οι λέξεις, όπως δεν χωράνε οι λέξεις αεροπλάνο, αυτοκίνητο, στιλό. Κι αν θέλω να μιλήσω για το φώς, ποτέ μου δεν θα πω τη λέξη λάμπα. Θα πω κερί, φανάρι». Και κάτι ακόμα που οφείλουν να το νιώσουν οι νεώτεροι «συνθέτες» της αριστερής ιδιαίτερα παράταξης. Αν είναι δυνατόν ποτέ να νιώσουν, να το αντιληφθούνε. Λέει ο Μπρασένς: «Η ζωή στις πολυκατοικίες, η εργατική πάλη είναι πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Μόνο που δεν γίνονται τραγούδι». Δεν το λέει μόνο ο Μπρασένς. Το λέει το ίδιο το τραγούδι. Γιατί ο μελωδός μοιάζει να λέει σαν τον Έζρα Πάουντ ή μάλλον παραφράζοντας τον Έζρα Πάουντ: «Εγώ θα πάω στο δάσος για να βρω τις λέξεις στεφανωμένες με πασχαλιές. Εγώ θα βαδίσω στο ξέφωτο για να πλησιάσω την πομπή των παρθένων-λέξεων, να τις στεφανωθώ».

          Ο μελωδός είναι ο ιεροφάντης των θεών, ο εκπρόσωπος των ανθρώπων, που μεριμνά ασκούμενος να εκμαιεύσει και να εκφράσει την ευαισθησία του καιρού κι όχι να κολακεύσει τις συνήθειες καιρών και μαζών. Γι’ αυτόν ένα τραγούδι είναι ιερό κείμενο που περιέχει τας γραφάς, τας εντολάς, μα και τα μέλλοντα. Κι ύστερα μεθυσμένος θ’ αποθάνει. Σαν τον Λι Πό, που ζητούσε ν’ αγκαλιάσει ένα φεγγάρι μέσα στο Κίτρινο Ποτάμι. Και πνίγηκε.

          Το κύρος των ήχων και των λέξεων να μη χαθεί- είναι μιά άλλη προσταγή του τραγουδιού. Το κύρος των ήχων κινδυνεύει σαν πλησιάζουνε τη λέξη εγωιστικά. Όπως και η λέξη, όταν δεν παραδίδεται ελεύθερη να πάρει την καινούρια της μορφή, αλλά παραμένει άκαμπτη και δύσκολη στη σύζευξή της με τη Μουσική.

          Για το κύρος των ήχων, υπάρχει μιά ολόκληρη χρονική περίοδος που κάλυψε με ανυποληψία τις προσπάθειες των μελωδών, μες στις αυθαίρετες προσπάθειές τους. Όταν η Τέχνη της Μουσικής άρχισε να χωρίζεται σε σοβαρή και λαϊκή. Στις αρχές του αιώνα που η προβληματική του μελωδού δεν ήταν το ποιητικό κείμενο αλλά ο εφευρετικός συνδυασμός καινούργιων ήχων. Και η φωνή έγινε ένα επιπλέον όργανο της ορχήστρας. Στην πρώτη εικοσιπενταετία του αιώνα μας. Οι δωδεκάφθογγοι. Με τα μεγάλα διαστήματα και τις φωνητικές ακροβασίες που είχαν σκοπό όχι τη σύζευξη με τη λέξη αλλά την κάλυψη των ήχων με συλλαβές. Έτσι, για να μη λέει το στόμα μόνο φωνήεντα.

          Για το κύρος των λέξεων πάλι, μέσα σ’ ένα τμήμα ποιητικού κειμένου και για τη μουσική επιλογή τους, έχουμε ένα παράδειγμα. Ένα εξαίσιο, ξαφνικό και τολμηρό ποιητικό δείγμα απ’ την Ακολουθία του Κοσμά του Αιτωλού. «Ο Οίκος», έτσι ονομάζεται το τμήμα της Ακολουθίας, αρχίζει:

          Των αποστόλων μιμητής

          και Εκκλησίας στύλος

          των Ιερέων καλλονή

          και των Οσίων τύπος

          (ως κοινωνήσας των αγώνων αυτοίς)

          Ιερομάρτυς αναδέδειξε.

Κάθε εκκλησιαστικός μουσικός, αλλά και κάθε λογικός, θα βασιζότανε στο ρήμα αναδέδειξε. Στον τελευταίο στίχο: Ιερομάρτυς αναδέδειξε. Αλλά εδώ έχουμε και μιά πρόσθετη αίσθηση, πέρα απ’ τη λογική σύνθεση κι ερμηνεία του ιερού κειμένου. Τη σύγχρονη αίσθηση των λέξεων καλλονή- στύλος- τύπος- μιμητής, που η φθορά τους τις βοηθά να δημιουργούν μιά μοναδική εντύπωση, έτσι καθώς είναι συζευγμένες με τις παραδοσιακά εκκλησιαστικές λέξεις. Των Αποστόλων- μιμητής. Της Εκκλησίας- στύλος. Των Ιερέων-καλλονή. Και των Οσίων- τύπος. Άραγε ήταν μιά έμπνευση, γέννημα τύχης και τόλμης ή μιά στον καιρό της λογική διαδικασία φραστική, που συνδυάζει μνήμη και λεκτική λειτουργία; Πιστεύω στην τόλμη του κειμένου και στη διαχρονική ποιητικότητά του μεσ’ απ’ τις ευτυχείς και εμπνευσμένες αυτές συζεύξεις. Είναι ποτέ δυνατόν ο μελωδιστής και νόμιμος βιαστής αυτού του κειμένου να τις αγνοήσει και να ρίξει το βάρος στο λογικό αναδέδειξε του Ιερομάρτυρος; Αυτό το «αναδέδειξε» γίνεται δευτερεύον- θα ‘λεγεν ο Καβάφης. Ή μάλλον γίνεται επίλογος, για να καλύψει, να τελειώσει, τα όσα ο Ιερομάρτυς αναδέδειξε.

          Η πρέπουσα μουσική σύζευξη του κειμένου αυτού μπορεί να γίνει πρέπουσα χωρίς να είναι και η κατάλληλος. Στον καιρό μας κάθε εκδοχή μπορεί να υποστηριχθούν μέσω της καταλλήλου μουσικής. Και το συμπέρασμα διατυπώνεται καλύτερα έτσι: και η κατάλληλη μουσική μπορεί και να μην είναι η  πρέπουσα, αρκεί να θεμελιώνει την επιδιωκόμενη εκδοχή. Αυτήν που επιζητεί ο βιαστής κι ερμηνευτής συνθέτης. Αν και για να επιδιώξεις σ’ ένα κείμενο μιάν ιδιότυπη προσωπική ερμηνεία χρειάζεται πρωτ’ απ’ όλα να διαθέτεις μιά προσωπική άποψη για το θέμα που κυριαρχεί ή διαπερνά το ποίημα. Κι ακόμα, να διαθέτεις μιάν επίσης ιδιότυπη και προσωπική γλώσσα στη Μουσική. Με δυό λόγια χρειάζεται  να ΄σαι λιγάκι… ιδιοφυής. Διαφορετικά, είναι αλήθεια, ακόμα και την ορθόδοξη ερμηνεία αν χειριστείς, πάλι αδιάφορος θα ‘σαι κι ως προς το ποίημα κι ως προς τη Μουσική και ως προς το μελωδικό σου αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όσο καιρό δουλεύω ένα ποιητικό κείμενο, μερόνυχτα μ’ απασχολούν οι λέξεις ή μία λέξη καθοριστική για την πορεία του στίχου. Και μου ‘ρχονται στον νου τρείς στίχοι από μιάν ωδή του Κάλβου:

          Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες

          τα δάκτυλα’ να τρέχουσι

          με’ την ωδήν συμφώνως.

    Αυτό το «να τρέχουσι με’ την ωδήν συμφώνως» είναι, νομίζω, και η  ουσία αυτής της γαμήλιας τελετής, όπου συνευρίσκονται λέξη και μελωδία, συνθλίβοντας και οι δυό την αυταρέσκειά τους και την ανεξαρτησία τους, καθώς υπηρετούν μιά καινούργια αίσθηση «ζωής» που με την επιβολή της καταφέρνει να εξαφανίσει την καταγωγή και το ανεξάρτητο περιεχόμενο των γεννητόρων. Αυτό το «να τρέχουσι με’ την ωδήν συμφώνως» είναι ασφαλώς η διαδικασία. Το τραγούδι είναι το αποτέλεσμα με την καινούρια ζωή και με το φορτισμένο περιεχόμενο και των δυό παραγόντων που το γέννησαν. Ενώ παράλληλα επέρχεται η εξουδετέρωση των συζευχθέντων και η αδυναμία να σταθούν σαν ανεξάρτητοι και παράγοντες. Το μελωδικό σχήμα μόνο του υποβάλλει τη λέξη. Και η λέξη μόνη της υποβάλλει τη μελωδία.

          Ένα μεγάλο ερώτημα απομένει. Το πώς μιά τέλεια σύζευξη λέξης και μουσικής γεννάει μιά καινούρια τρίτη ζωή, περ’ απ’ τη λέξη, περ’ απ’ τη Μουσική, με την ενεργητική συμπαράσταση της ανθρώπινης φωνής.

          Και είναι δυνατόν ένα αποτέλεσμα μισό, ένα αποτέλεσμα άτεχνο, εφήμερο, να υποτάξει την ανθρώπινη φωνή; Πώς θα αντιδράσει η φωνή; Θα μεταβιβάσει, θα εκπέμψει το μήνυμα ή θα σωπάσει ή θα μπερδευτεί; Κι αν μπερδευτεί, είναι από υγεία, μπροστά στο βιασμό από μιάν ανεπιθύμητη άστοχη μουσική, ή από σοφία, για ν’ αποκρύψει από τ’ αυτιά των ασεβών αυτό το θεϊκόν, που η Τέχνη το κρατά εις τους αιώνες μυστικό; Και για παράδειγμα: μιά Κυρία θέλει να τραγουδήσει. Είναι όμορφη και κρατά στο χέρι της τριαντάφυλλα κομμένα από τον κήπο της. Βρίσκει συνθέτη, βρίσκει στιχουργό και της γράφουν τραγούδια όμορφα, ευγενικά και εκπαιδευτικά. Πάει να τα πει, πάει να τα τραγουδήσει, όμως τα λόγια μπερδεύονται στο στόμα της, κατρακυλάν μες στα τριαντάφυλλα, αυτά μαδάν και χύνονται, σκορπίζονται στο δάπεδο. Καταστροφή. Δεν βγήκε ούτ’ ελάχιστη φωνή από το στόμα της Κυρίας και το αποτέλεσμα των τραγουδιών-ήτανε όμορφο, ευγενικό και επιπλέον εκπαιδευτικό;- έμεινε δια παντός ένα αιώνιο μυστικό, τόσο που να ρωτάει κανείς: Υπήρξεν η Κυρία αυτή, υπήρξαν τα τραγούδια της ή ήταν αποτέλεσμα μύθου και φαντασίας, καθώς κι όλα τα λόγια, οι λέξεις, που κύλησαν στο δάπεδο και χάθηκαν οριστικά;

          Έγινε τάχα ο γάμος ο τελειωτικός, ο επιτυχής των στίχων και της Μουσικής- των στίχων διά της καταλλήλου Μουσικής- ή ήταν μιά πρόφαση το μπέρδεμα, να καλυφθεί η απειρία του μουσουργού για η ατεχνία του ποιητή; Ή πάλι, το αποτέλεσμα αυτό που δεν εφάνη, δεν ακούστηκε και που δεν θ’ ακουστεί ποτέ, ήταν το τμήμα εκείνο του τραγουδιού που δεν έπρεπε ν’ ακουστεί; Αυτό που θα γινόταν στους αιώνες μυστικό της Τέχνης και του δημιουργού;  Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς ένα έργο Τέχνης περιέχει πάντα και ένα τμήμα που δεν μπορεί ποτέ ν’ αποκρυπτογραφηθεί. Ποτέ να γίνει νοητό και φανερό στους ασεβείς, για θα ήταν ύβρις, με την αρχαία έννοια της λέξης. Κι εδώ ίσως βρίσκεται το μυστικό της διαχρονικότητας στη μεγάλη Τέχνη. Γιατί «η βασίλισσα», όπως λέει ο Ρεμπώ, «η Μάγισσα δε θα μας ιστορήσει ποτέ αυτά που εκείνη ξέρει και εμείς δεν ξέρουμε». Μιά επικοινωνία μισή, μ’ ένα μισό καλά φυλαγμένο μυστικό, για τους αιώνες. Μήπως αυτό είναι η Τέχνη και η περιπέτειά της μες στο ανθρώπινο γένος; Λέξεις. Πού δεν εννοούν να λιποθυμήσουν και μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των καιρών. Βλέπετε, τα προβλήματα θέλουν άλλες διαδικασίες. Γι’ αυτά δεν υπάρχει Μουσική ούτε μελωδικοί σχηματισμοί για να τ’ αρπάξουν. Όλες οι λέξεις δεν λιποθυμούν. Πολλές αντιστέκονται και μας τυραννούν. Κι αυτή η τυραννία δεν είναι των ασεβών, αλλά των γνήσιων δημιουργών.

          Αυτά για τις λέξεις και για τις ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.

     Μ Α Ν Ο Σ   Χ Α Τ Ζ Ι Δ Α Κ Ι Σ

 Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό το «Τέταρτο» τχ.9/1, 1986. Αναμεταδόθηκε από το Α΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, ως Ομιλία 2/11/1986 στην Εθνική Πινακοθήκη. Το κείμενο μεταφέρθηκε στις σελίδες 114-122 του βιβλίου Μάνος Χατζιδάκις: Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1988, διορθώσεις Βάσω Κυριαζάκου, σελ. 264, δραχμές 1800.

     Μνήμη αιώνια

Σαν σήμερα 15 Ιουνίου 1994 ταξίδεψε για τον δικό του Σείριο ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις. Φτερούγισε για την Ουράνια Μουσικούπολη τους να συναντήσει τους φίλους του, τον Νίκο Γκάτσο, την Μελίνα Μερκούρη, τον Κάρολο Κουν, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μίκη Θεοδωράκη, την Φλέρυ Νταντωνάκη, τον Νότη Περγιάλη, τον Δημήτρη Ψαριανό και τα άλλα μουσικόφιλα, ευαίσθητα, τρυφερά αθώα παιδιά της γαλαρίας. Τα αδέσποτα μορτάκια του έρωτα και των πολύχρωμων ονείρων. Να τραγουδήσουν για άλλη μία φορά συντροφιά με τους Αγγέλους το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», να μερακλώσουν με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», να ψάλλουν τον «Μεγάλο Ερωτικό του». Ο μεγάλος αυτός Έλληνας μουσικοσυνθέτης και ποιητής κατόρθωσε να νοτίσει την τρυφερή και ελευθερόφρονα ψυχή του με ήχους πρωτόγνωρου λυρισμού και αιώνιας εφηβικής νοσταλγίας, πέτυχε να μπολιάσει τον ψυχισμό του με ότι πιο υγιές, ότι πιο γόνιμο, ότι πιο ερωτικά αθώο, ποιητικό μετέφερε στα σπλάχνα της η αισθηματολογία της Ελληνικής Ποίησης, η αισθηματογραφία των Στίχων του Ελληνικού Τραγουδιού στην διαχρονικότητα της παράδοσής τους.  Ένα πνεύμα απαράμιλλης νεότητας και βαθειάς σοφίας πλημμυρίζει τις συνθέσεις του, τους ήχους και μελωδίες του. Ο Μάνος Χατζιδάκις αυτός ο νεαρός «παγοπώλης» ανέπνεε και ζούσε μέσα στην ποίηση της μουσικής ονειροφαντασίας. Ανέπνεε με Μουσικούς ήχους, νότες και ρυθμούς, την Ποίηση, το Τραγούδι. Δωρική και λιτή η φόρμα του, περιεκτικό και καίριο το μουσικό του ύφος, απύθμενης ευαισθησίας το μουσικό του ταλέντο, ξεχωριστές, ευδιάκριτες, ιδιαίτερες, μεγαλειώδες οι συνθέσεις του. Ερωτικός και πολιτικός ο λόγος του, καρδιακός και επαναστάτης, αναρχικός και χιουμορίστας, ξενύχτης των κρυφών ερωτικών μελωδιών, αντισυμβατικός προς κάθε μορφής και είδος πολιτικής και κυβερνητικής, κοινωνικής εξουσίας. Τρυφερός, λαϊκός και αστός μαζί, αυστηρός και επιλεκτικός, υποστηρικτικός με τους συνεργάτες του, αυθεντικός καλλιτέχνης ανοιχτός να ενσωματώσει στο έργο του κάθε νέο ή παλαιό κλασικό ρεύμα. Διέθετε την μεγάλη εμπειρία και σοφία να επιλέγει τους συνεργάτες του, να τους φωτίζει τον προσωπικό τους μουσικό δρόμο, να τους αφήνει να εκφραστούν μουσικά όπως το αναζητούσε και επιθυμούσε η ψυχής τους, το μουσικό τους τάλαντο. Ήταν η προσωποποίηση της πεμπτουσίας του πολιτισμού μιάς άλλης Ελλάδας, άλλων εποχών μαγικών εικόνων και ήθους, ποιότητας βίου, μουσικής παιδείας και αγωγής. Από τις σπάνιες προσωπικότητες που διέθετε η Ελλάδα, από αυτές που δεν εμφανίζονται συχνά στην πολιτιστική σκηνή και το μουσικό στερέωμα της πατρίδας μας. Η απουσία του είναι ακόμα αισθητή και θα παραμείνει.

          Ο Μελωδός των Ονείρων μας δεν ήταν μόνο ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, ενορχηστρωτής, συνθέτης εξαιρετικών έργων, διευθυντής ορχήστρας, εκτελεστής κλασικών μελωδιών, ήταν όπως έχει λεχθεί ένας Μουσικός ο οποίος γνώριζε το κάθε τι για την τέχνη και την πορεία της Μουσικής, ελληνικής και παγκόσμιας, λαϊκής και κλασικής. Το μουσικό του αυτί αφομοίωνε με ευκολία τα πάντα και οι πιανιστικές του αποδώσεις κρυστάλλωναν κάθε ήχο και μουσικό ψιθυρισμό, ηχόχρωμα ανθρώπινης φωνής και λυρικής ευαισθησίας, ό,τι με τις ευαίσθητες αντένες του τον μάγευε και συνέλεγε ως υλικό του έργου του.

  Όμως ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν παράλληλα και ένας σημαντικός έλληνας ποιητής, ένας χειριστής της ποιητικής τέχνης και τεχνικής των μυστικών του ποιητικού λόγου, ένας πεπειραμένος δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, των ελληνικών Λέξεων. Των μυστικών τους και της ρυθμολογίας τους, της μελωδικότητάς τους και της «τεμπελιάς» τους. Και το γεγονός αυτό, ότι ήταν εκτός από μουσικός και ένας σημαντικός ποιητής το αντιλαμβανόμαστε από τις πρώτες γραμμές του κειμένου-ομιλία που αντιγράψαμε παραπάνω. «Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές». Στο κείμενο εξετάζει την σχέση των Λέξεων και του ρυθμικού μέλους τους, την άρρηκτη σχέση της Ποίησης με την Μουσική, την αφομοιωτική δυναμική της μιάς τέχνης από την άλλη σε αμοιβαία ισορροπία και αξία. Αναφέρεται με παραδείγματα αντλώντας τα από διάφορες φωνές και Λεκτικά Μουσικά σήματα, στην διασύνδεση Ποίησης και Μουσικής και στην  αλληλοεπίδρασή τους. Πώς οι Λέξεις με τους ήχους τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις στο να οικοδομηθεί ένα άξιο, καλό μουσικό αποτέλεσμα ισότιμης χρήσης. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί των Λέξεων και των Ήχων είναι ίδιοι. Ποίηση και Μουσική δύο όψεις της ίδιας ονειρικής ρυθμικής ατμόσφαιρας. Αν δεν γνωρίζαμε τον συντάκτη του κειμένου θα νομίζαμε ότι το κείμενο το έγραψε ένας έμπειρος φιλόλογος, ένας θεωρητικός της ποίησης. Και με τι αριστοτεχνική μαεστρία συνδέει τις μουσικές απόψεις ενός γάλλου τραγουδοποιού με τα λεχθέντα ενός κινέζου ποιητή. Πώς συσχετίζει αρμονικά την βυζαντινή υμνογραφία με τα μουσικά σχήματα του Ανδρέα Κάλβου, επικουρικά με την κρίση του Αλεξανδρινού ποιητή. Πόσο απλά μας μιλά για το θείον στην Τέχνη, γιαυτό το μπέρδεμα, «να καλυφθεί η απειρία του μουσουργού για η ατεχνία του ποιητή;» Μέσα από ερωτήσεις αναδεικνύει το καίριο της Ποίησης και της Μουσικής, αναγνωρίζοντας ότι πάντα θα υπάρχει ένα τμήμα της Τέχνης «που δεν μπορεί ποτέ ν’ αποκρυπτογραφηθεί.».

     Μιλώντας μας για την «τυραννία» που βασανίζει τους γνήσιους δημιουργούς αντιλαμβανόμαστε το τι πραγματικά βασάνιζε και τον ίδιο στις εκτελέσεις του. Κάτι που αξίζει να επισημάνουμε, είναι η μεγάλη και ευρεία του παιδεία. Δεν είναι μόνο ο ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ ή ο Αντρέ Ζιντ αλλά το βαρύ φορτίο μιας παγκόσμιας ποιητικής και μουσικής παράδοσης που ήταν κάτοχος. Τέλος αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η γλώσσα του Μάνου Χατζιδάκι δεν εμφορείται από τους ακριβείς κανόνες της Δημοτικής των χρόνων του αλλά εμπλουτίζεται και από εκφράσεις της λόγιας κάτι που κάνει το κείμενό του και τις ομιλίες του να αποχτούν μία πολύχρωμη μαγευτική ακουστική ηχοχρωμία που κάθε άλλο παρά μας ξενίζει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025      

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΪΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

 

ΠΕΡΙ  ΠΕΙΡΑΪΚΗΣ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ  ΣΧΟΛΗΣ

       Οφείλω να ομολογήσω ότι από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής μου και των συγγραφικών μου λογοτεχνικών ερευνών και αποδελτιώσεων απορούσα και ταυτόχρονα «ζήλευα» όχι μόνο την Αθήνα την πρωτεύουσα της χώρας, αλλά και άλλες Πόλεις και περιοχές της Ελλάδας-όπως Κρήτη, Επτάνησα, την συμπρωτεύουσα προσφυγομάνα όπως θα μας υπενθύμιζε ο ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου Θεσσαλονίκη κλπ. Πόλεις και περιοχές που κατόρθωσαν να αποκτήσουν ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ η οποία συστέγασε και εξακολουθεί να σκέπει το πνευματικό και καλλιτεχνικό ανθρωπογενές δυναμικό τους, τις δημιουργίες τους και την παράδοσή τους που καλλιέργησαν στο χρόνο. Κάθε Λογοτεχνική Σχολή (Πόλης ή γεωγραφικών περιοχών) διέπλασε την συλλογική επικράτεια συνείδησης των μελών της, καταξίωσε αντιπροσωπευτικά πανελλαδικώς τα σκόρπια μέρη της, οργάνωσε λειτουργικά τα συγγραφικά έργα και καλλιτεχνικά επιτεύγματα των πνευματικών δημιουργών της Πόλης, μπόλιασε την ιστορία της και πρότεινε, κατοχυρώνοντας σταδιακά την παρουσία των εκατοντάδων ή και χιλιάδων δημιουργών της στην διαχρονική εξέλιξη της Ελληνικής Γραμματείας ισότιμα, ισάξια και «συμπληρωματικά». Διατηρώντας ασφαλώς ταυτόχρονα κάθε Λογοτεχνική Σχολή (Αθηναϊκή, Κρητική, Επτανησιακή, της Θεσσαλονίκης κ ά.) την αυτονομία της ιδιοσυστασίας της, την αυτοτέλεια της παράδοσής του προσώπου της, την ετερότητα της φωνής της σε σχέση ή σε συνάρτηση με τις άλλες Λογοτεχνικές Σχολές και πολιτιστικές παραδόσεις. Δυστυχώς η Πόλη του Πειραιά, το πρώτο λιμάνι της χώρας με την πολύβουη παρουσία του, την ιστορική πολιτιστική του κληρονομιά, τα ίχνη της διαδρομής της τοπικής του παράδοσης εμφανή στο χρόνο μέχρι σήμερα, το πνευματικό του κεφάλαιο να προκαλεί τον θαυμασμό για μια φτωχομάνα εργατούπολη, Πόλη λιμάνι στην οποία εγκαταστάθηκαν πληθυσμιακές ομάδες και οικογένειες από διάφορα μέρη και περιοχές της πατρίδας μας- Μανιάτες, Χιώτες, Κρήτες, Σπετσιώτες, Υδραίοι, Επτανήσιοι, Θεσσαλονικείς, Μοραΐτες, Καρπάθιοι και φυσικά Μικρασιάτικος προσφυγικός πληθυσμός κλπ., δεν κατόρθωσε, δεν κατορθώσαμε εμείς οι Πειραιώτες με το ανθηρό κατά περιόδους έντονο σε πολιτιστική παρουσία παραγωγικό, αυτό το πολύστικτο Πειραϊκό πνευματικό και καλλιτεχνικό δυναμικό της Πόλης από την ίδρυσή της σε αυτόνομο Δήμο να οικοδομήσει- οικοδομήσουμε την δική μας ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ. Να την εδραιώσουμε και κατοχυρώσουμε στην καθόλου διαδρομή και εξέλιξη της Ιστορίας της Ελληνικής Γραμματείας που θα μας έκανε περήφανους όχι μόνο για το Δημοτικό Πειραϊκό μας Θέατρο, τα Μακρά Τείχη της Πόλης, το Αρχαιολογικό Μουσείο και τα ελάχιστα εναπομείναντα Νεοκλασικά Κτήριά της. Οι Πειραιώτες συγγραφείς και καλλιτέχνες και των δύο φύλων, λειτούργησαν στις δικές τους συγγραφικές δημιουργίες και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις μάλλον, ακολουθώντας μια διασπαστική τροχιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Χωρίστηκαν σε ομάδες και σωματειακές παρουσίες, φιλικές παρέες, αποδέχτηκαν ατύπως ή και συνειδητά τους όρους «Πειραιώτες λογοτέχνες της ταβέρνας», των «Καφενείων», ποιητές και δημοσιογράφοι πεζογράφοι «συγγραφείς της Φρεαττύδας» και άλλους λογοτεχνικούς προσδιορισμούς οι οποίοι όπως φαίνεται ενδέχεται να «μείωσαν» την εμβέλεια της Πειραϊκής παράδοσης και προσφοράς. Δεν θέλησαν ή δεν κατόρθωσαν να συλλάβουν έναν Πειραϊκό οραματικό σκοπό πανελλαδικής πρότασης και εξακτίνωσης αναφορών ως συγκεφαλαιωτική φωνή και παρουσία της Πόλης και όχι ως κατακερματισμένη, εξατομικευμένη συγγραφική αναγνωρίσιμη μονάδα. Μια σφαιρική εποπτεία και έρευνα των Πειραϊκών Γραμμάτων του περασμένου αιώνα θα μας φανερώσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Πειραιώτες δημιουργοί παρά την μεγάλη και ισχυρή αγάπη που έτρεφαν για την Πόλη τους, την ευδιάκριτη και αναμφισβήτητη Πειραιολατρεία τους, το ατομικό συναισθηματικό τους δέσιμο και φορτίο συγκίνησης που τρέφουν για τα χώματά της, το θαλάσσιο στοιχείο της που την περικυκλώνει και της προσφέρει την αύρα και τον λυρισμό της, το άπλωμα των ονειροπολήσεων των δημοτών της, διαπιστώνουμε με την πρώτη ματιά στα έργα τους (έμμετρα, πεζά, ημερολογιακές τους αναμνήσεις, μελέτες, δημοσιογραφικές καταγραφές, εκδοτικές κινήσεις, εικαστικές παραστάσεις κ.ά.) ότι αφέθηκαν να δράσουν και να λειτουργήσουν, να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σ’ ένα θρυμματισμένο πνευματικά περιβάλλον, σκόρπιο και μεμονωμένων αξιόλογων περιπτώσεων συγγραφικών μονάδων και δημόσιων πολιτιστικών εμφανίσεων. Η κρίση αυτή που εκφράζω, δεν σημαίνει ότι μηδενίζουμε τις όποιες συγγραφικές εμφανίσεις, τις συχνές καλλιτεχνικές και φιλολογικές εκδηλώσεις (ομιλίες, διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, κινηματογραφικές προβολές, πρόσκληση γνωριμίας του Πειραϊκού κοινού με δημιουργούς από την πρωτεύουσα και την επαρχία) Πειραιωτών που έκαναν την εμφάνισή τους στις δεκαετίες του προηγούμενου και προπροηγούμενου αιώνα από διάφορα Σωματεία και Φορείς, Συλλόγους. Πρόθεσή μας δεν είναι να παραβλέψουμε, να παραγνωρίσουμε την προσφορά και την συμβολή τους στην πολιτιστική χαρτογράφηση της Πόλης, του Πειραιά ως πνευματική συνείδηση και καλλιτεχνική αυτόνομη οντότητα σε σχέση με τις άλλες πνευματικές κινήσεις και δυνάμεις της χώρας μας. Εντοπίσαμε όμως στα ερευνητικά μας βαδίσματα χαμένες ευκαιρίες, παθογένειες ομαδικών συμπεριφορών, ατομικές αγκυλώσεις και τοπικά «πείσματα», αρνητικές καταστάσεις στον στενό πνευματικά Πειραϊκό χώρο που κατά την γνώμη μας, μπορεί λανθασμένης, δεν βοήθησαν ώστε να καλλιεργηθεί να αναπτυχθεί σε συλλογικό επίπεδο μία συνειδησιακή αίσθηση και ανάγκη της Πόλεως Πειραιώς, ένα πνευματικό πολυεστιακό κέντρο πολιτιστικού ορόσημου της διαχρονικής ιστορικής παράδοσής της, μια αίσθηση του συνανήκειν σε μια ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- υπεράνω ατομικών εξαιρετικών εξαιρέσεων- συγκεφαλαιωτική κοινών προσπαθειών, επιτευγμάτων και προθέσεων των δύο προηγούμενων αιώνων. Όχι ορμώμενοι όπως έγινε ή αφέθηκε να γίνει, από ατομικές και μόνο συγγραφικές και καλλιτεχνικές καταξιώσεις και δημοτικές ή σωματειακές αναγνωρίσεις και επιβραβεύσεις, συναισθηματικά κριτήρια προβολής και αναγνώρισης εντός των γεωγραφικών ορίων της Πόλης. Καλλιεργήθηκαν πνευματικές εκδηλώσεις και υιοθετήθηκαν αναγνωστικά ενδιαφέροντα προερχόμενα αποκλειστικά από προσωπικές και μόνο αναμνήσεις και γραφές, δεν πίστευαν οι Πειραιώτες- τουλάχιστον αυτούς που γνώρισα και συνομίλησα από κοντά και παρακολούθησα, συμμετείχα στις πνευματικές τους εκδηλώσεις μετά το 1974 στην οικοδόμηση μιάς λογοτεχνικής πειραϊκής κοινότητας ως Σχολής παράλληλης ή και γιατί όχι ισάξιας των άλλων Λογοτεχνικών Σχολών ανά την επικράτεια όπως τις ορίζουν οι Ιστορικοί και Γραμματολόγοι της Ελληνικής Γραμματείας. Αφεθήκαμε στις καλές και «θερμές» πνευματικά προθέσεις αποδοχής και πρωτοβουλίες αναφορών και μνημονεύσεων των πρωτευουσιάνων Αθηναίων και των άλλων περιφερειών της πατρίδας μας Λογοτεχνών οι οποίοι συνήθιζαν να κατεβαίνουν στον Πειραιά με τις φιλικές πνευματικές τους συντροφιές και οικογένειες για να γευτούν τα θαλασσινά εδέσματα στις ψαροταβέρνες και εστιατόρια της Πόλης σιμά στην Πειραιώτικη θάλασσα απολαμβάνοντας του ρυθμούς των ήχων του φλοίσβου. Αυτά τα ολίγα και ίσως υπερβολικά  για του Πειραϊκού Λογοτεχνικού οίκου μας. Ευελπιστώντας οι νεότερες γενεές των Πειραιωτών δημιουργών και καλλιτεχνών να υιοθετήσουν το συνανήκειν σε μία Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή και να την προβάλλουν, την Σχολή και την παράδοσή της ως πρόταση στους Άλλους.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025  

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Βασίλης Παπαβασιλείου, η ΕΛΕΝΗ του Γιάννη Ρίτσου

 

Β Α Σ Ι Λ Η Σ   Π Α Π Α Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ

(Θεσσαλονίκη 22/2/1949- Αθήνα 6/6/2025)

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής, δάσκαλος της θεατρικής τέχνης

 

          Καμμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα’ –το ίδιο

               κ’ οι λέξεις, παρ’ ότι

          μ’ αυτές ονοματίζουμε όπως-όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα

          που ποτέ μας δεν τα είδαμε- τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια’-

          λέξεις αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες

              πάντα

          μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια’ –τι θλιβερή ιστορία,

          δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη

          με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι

               να θαρρούμε

          ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.

     Γιάννης Ρίτσος, Ελένη, σ. 13.  

     Με την απώλεια του Βασίλη Παπαβασιλείου ενός θεατράνθρωπου με σπουδαίο και σπάνιο ταλέντο υψηλής αισθητικής, ενός ηθοποιού-σκηνοθέτη σοβαρών καλλιτεχνικών προδιαγραφών, ενός σύγχρονου έλληνα ας μου επιτραπεί το επίθετο, χθόνιου διανοούμενου, ενός γειωμένου με την καλλιτεχνική πολιτιστική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του-μας, δεν έγινε φτωχότερο μόνο το Ελληνικό Θέατρο, έγινε φτωχότερος ο Ελληνικός Πολιτισμός. Γιατί ο Θεσσαλονικιός ηθοποιός μαθητής του σοφού δασκάλου Καρόλου Κουν, ιδρυτού του Θεάτρου Τέχνης, δεν υπήρξε μόνο ένας καλλιεργημένος και υπεύθυνος αναγνώστης κειμένων και έργων του διεθνούς δραματουργικού ρεπερτορίου αλλά και μία μοντέρνα φωνή, ένα ηχείο για να ακουστεί πάνω στο σανίδι ο ελληνικός ποιητικός λόγος. Το τόλμημά του να διαβάσει επί σκηνής στην αρχή (1999) και κατόπιν να εμπνευστεί και να ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία την σκηνική δραματουργία του ποιητικού λόγου του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου ήταν κάτι το αποκαλυπτικό και ανεπανάληπτο. Θα θυμούνται για χρόνια την μαγευτική, ονειρική κατάσταση που δημιούργησε και καλλιέργησε εν τόπο και χρόνο με την βαθειά εμπειρία και πείρα του ο έλληνας ηθοποιός, ένας ισάξιος ερμηνευτής να συγκριθεί με τα μεγάλα μεγέθη του Ευρωπαϊκού Θεάτρου.  Όσοι και όσες θεατρόφιλοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης τον Βασίλη Παπαβασιλείου να ερμηνεύει και να σκηνοθετεί την «ΕΛΕΝΗ» από την αρχαιόθεμη σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου «Τέταρτη Διάσταση», ένιωσαν τι συνταρακτική αποκάλυψη ήταν αυτός ο δάσκαλος-υπηρέτης του Θεού Διονύσου, τι αναβαθμούς συγκίνησης κατόρθωσε με επιτυχία να μας μεταδώσει, η εύστοχη επιλογή του να μας κοινωνήσει επιτυχώς τον ποιητικό λόγο μιάς από τις σπουδαιότερες ποιητικές συνθέσεις της νεότερης ελληνικής ποίησης όπως είναι η «Τέταρτη Διάσταση», να την καταστήσει οικεία ακουστικά με την γλωσσική εκφορά του πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όπως έγραψε εύστοχα ο φιλόλογος και δάσκαλος της θεατρικής τέχνης Κώστας Γεωργουσόπουλος σε κείμενό του με τίτλο «Ο ποιητής ως ηθοποιός» στην εφημερίδα «Τα Νέα» Μεγάλη Παρασκευή 3 Μαϊου 2002, σ. 6 /28, για την παράσταση: «Ο Βασίλης Παπαβασιλείου έπαιξε τον Ρίτσο που διαβάζει τον μονόλογο της Ελένης του Ρίτσου». Ο μεγάλος ηθοποιός ακολουθώντας τους γλωσσικούς και μουσικούς ρυθμούς της εξαιρετικής αυτής σύνθεσης, την παραληρηματική εσωτερική αυτοβιογραφική εξομολόγηση του ποιητή, τους ρυθμούς της ανάσας, το λαχάνιασμα του σώματος, των παύσεων του κειμένου, κατόρθωσε να μας κάνει και εμάς τους θεατές συνεχιστές του ηχείου του, ερχόμενοι σε επαφή με τον μεγαλειώδη ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου στην διαχρονική συνέχειά του. Πέτυχε να μετατρέψει την ποιητική σκηνογραφία των μικρών πραγμάτων και αυτοβιογραφικών στιγμών του οίκου της οικογένειας του Μονεμβασιώτη ποιητή των παθών και των βασάνων της όπως φιλοτεχνούνται μέσα στον καθαρό, απλό, θερμών τόνων καθημερινό λόγο της γραφής του Ρίτσου σε θεατρική σκηνική πράξη, όπως θα το επιθυμούσε στους συγγραφικούς σχεδιασμούς του ο ίδιος ο δημιουργός. Η «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου- όπως και τα άλλα έργα της «Τέταρτης Διάστασης» πχ. «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», είναι η προσωπική αμάχη, το ατομικό στοίχημα του έλληνα χορευτή, ζωγράφου, μουσικού και ηθοποιού αριστερού ποιητή με την ελληνική γλώσσα και ποιητική έκφραση στους υψηλότερους βαθμούς της, στην διεύρυνση του χρόνου αποδοχής και αφετηριακής καταγωγής της  ελληνικής πολιτιστικής γλωσσικής παράδοσης πέρα από φυλή, εθνότητα, φύλο, κοινωνική κατάσταση, θρησκευτικές δοξασίες στην παγκοσμιότητα της διάστασής της, του οικουμενικού της χαρακτήρα, και όχι στον περιορισμό της ιστορικά σε μια εθνική και μόνο εντοπιότητα και γεωγραφικά πηγή αναφοράς. Ο Γιάννης Ρίτσος όπως και ορισμένοι άλλοι έλληνες ποιητές του προηγούμενου αιώνα με το έργο του ή τουλάχιστον μέρος του έργου του λογοδοτεί πάνω στο ποιητικό του αναλόγιο στην ελληνική γλώσσα και την εξελικτική διαδρομή της. Όπως άλλες του ποιητικές εξαιρετικές συνθέσεις ομολογούν και λογοδοτούν στην κομματική του ιδεολογία στην οποία δια βίου ήταν στρατευμένος. Οι μακρόπνοες συνθέσεις του των πρώτων δεκαετιών της δημιουργίας του, αυτοί οι ωκεάνιοι λεκτικοί του μονόλογοι, αυτά και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια σχεδιαστικά «πολυλογικά» και λυρικά «τροπαιοφόρα» ποιήματά του, έρχονται σαν συνέχεια της Παλαμικής ένδοξης ποιητικής παράδοσης και αντίληψης αποδοχής της ελληνικής ιστορίας που ακολούθησε την πρώτη περίοδο της ποίησής του. Ο Γιάννης Ρίτσος-όπως και οι περισσότεροι ποιητές της εποχής του- γνώρισε και αγάπησε τον Παλαμικό ποιητικό ανθώνα, γεύτηκε τα άνθη του, αφουγκράστηκε τα πολύχυμα μηνύματα του, επηρεάστηκε από τον  «Δωδεκάλογου του γύφτου», την «Τρισεύγενη», τον «Τάφο», τον «Θάνατο του παλληκαριού» και άλλες Παλαμικές συνθέσεις αλλά, δεν έμεινε δέσμιος της Παλαμικής ποιητικής μεγαλοφυΐας και εθνικού οράματος, δεν έγινε σταθερός κήρυκας και «μιμητής» των δοξασιών του και της μεγάλης ιδέας του γέροντα Μεσολογγίτη. Ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Αλεξανδρινού, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη ο οποίος με τον ελλειπτικό λόγο του, το στεγνό και δωρικό ύφος του, την παράξενη ελκυστική ιδιομορφία της γραφής του, την μη στρωτή αυστηρών κανόνων δημοτική γλώσσα του, την χρήση ενός γλωσσικού  προφορικού ιδιώματος του περιφερειακού ελληνισμού, μας παρέδωσε ένα ποιητικό γλωσσικό καταθετήριο το οποίο εικονογραφεί στην λεπτομερειακή του καθημερινότητα, στις ακρότατες πτυχές της συγκίνησής του, τις προσωπικές, ιδιαίτερες στιγμές των ανθρώπων, τις ερωτικές τους επιλογές και συγκινήσεις, την ημερολογιακή καταγραφή των απλών πραγμάτων και στιγμών στις διαχρονικές τους διαστάσεις που βιώνει ο ποιητής σαν άτομο και σαν καλλιτεχνικό υποκείμενο. Είναι το ελληνικό κληροδότημα της θεατρόμορφης ποιητικής αγωγής ενός έλληνα της διασποράς όπως αντιλαμβάνεται την συνέχεια της Ελληνικής Ιστορίας και την θέση και στάση του μέσα στους κύκλους των ακολουθιών της. Ο Γιάννης Ρίτσος επέλεξε τον αντίθετο ποιητικό πόλο από αυτόν του Κωστή Παλαμά από τον οποίο ξεκίνησε την ποιητική του σταδιοδρομία. Η μετέπειτα ανοδική πορεία του εκκολάφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στην Καβαφική οπτική και ποιητική φιλοσοφία μπολιασμένη με την επαναστατική φλόγα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και άλλων μαρξιστών ποιητών της γενιάς του. Όταν ο μύθος του οράματος του αγωνιστικού πυρσού της κόκκινης επανάστασης ήταν ακόμα αναμμένος και καλλιεργούσε πανανθρώπινες ελπίδες και ίσως δημιουργικές ψευδαισθήσεις. Ο Γιάννης Ρίτσος ακόμα και όταν σχεδιάζει τις δικές του Ευριπίδειες γυναικείες μορφές και αντρικές φιγούρες δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εικονογραφεί την δική του προσωπικότητα, μελλών της οικογενειακής του πατρικής εστίας, τις απώλειες και τους χαρακτήρες συμπεριφοράς των άμεσων και έμμεσων μελών του παλαιού ξεπεσμένου αρχοντικού του Γιάννη Ρίτσου με το υπηρετικό γυναικείο προσωπικό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ποιητική του σύνθεση «Ελένη» η οποία είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου» που είχε χάσει. Όπως και στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη οι αρχαίες και οι βυζαντινές ιστορικές μορφές και πρόσωπα αποτελούν το τροφοδοτούν υλικό για να ξεδιπλώσει τις σύγχρονες ιδέες και απόψεις του για την κοινωνία, την τέχνη, τα πράγματα που τον απασχολούν καθώς ωριμάζει, μεγαλώνει μέσα στις στερήσεις και τις οικογενειακές του κοινωνικές ανέχειες. Ο Γιάννης Ρίτσος ακουμπά πάνω στους αρχαίους μύθους παιδαγωγικά σύμβολα της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής και ηρωικής κληρονομιάς των Ελλήνων, οι γυναικείοι και οι αντρικοί χαρακτήρες αποτελούν τα μοτίβα του, είναι σύνδεσμοι του παρελθόντος με το σήμερα μεγάλου μέρους του ποιητικού του σκηνικού, στην δεδομένη περίπτωση της «Τέταρτης Διάστασης». Ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι ο μόνος φυσικά έλληνας δημιουργός που ενδιαφέρεται να ενσωματώσει στο έργο του μυθικές και ιστορικές μορφές της αρχαιότητας, ηρωίδες της αρχαίας θεατρικής δραματουργίας, το ίδιο έχουν πράξει ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καζαντζάκης, το υιοθέτησε ο μεγαλόπνοος, ορφικός Άγγελος Σικελιανός, το συναντάμε στον Νομπελίστα μας ποιητή Μικρασιάτη Γιώργο Σεφέρη, στον μαρξιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη και σε πολλούς άλλους, από τις νεότερες μεταπολεμικές γενιές ξεχωρίζουμε ποιητικές συνθέσεις του φιλόλογου και ποιητή Σταύρου Βαβούρη.  Ο οίκος των Ατρειδών παρέμεινε ζωντανός στους αιώνες όπως και ο ποιητικός μυθολογικός καμβάς που ύφανε η Ομηρική πένα, της αιώνιας ταξιδιωτικής περιπλάνησης και του νόστου του ταξιδευτή έλληνα πανανθρώπου. Τα ίδια πνευματικά της κλασικής αρχαιότητας ίχνη έχουμε και στους χώρους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και παιδείας, στους κήπους της δυτικοευρωπαϊκής και αμερικάνικης διανόησης συναντάμε αντίστοιχες περιπτώσεις. Από τους παλαιότερους αιώνες του πολιτισμού ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο Βόλφαγκ Γκαίτε, από τους νεότερους χρόνους ο Τζαίημς Τζόϋς, ο νομπελίστας Τόμας Στέρν Έλιοτ, ο Έζρα Πάουντ, ο πεζογράφος Τόμας Μαν, ο Χάουπτμαν, ο θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ο’ Νηλ και πολλοί άλλοι υιοθέτησαν και χρησιμοποίησαν πρόσωπα και σκηνές, χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογικής παράδοσης  για να οικοδομήσουν τις σύγχρονες ποιητικές τους συνθέσεις να εκφράσουν τους μοντέρνους μεταπολεμικούς προβληματισμούς τους. Παρόμοια παραδείγματα συναντάμε και στην θεατρική τέχνη, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές τέχνες. Στον χώρο της γλυπτικής κλασικό ελληνικό παράδειγμα ο μαρμαρογλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς. Η κλασική αρχαιοελληνική μυθολογική παράδοση είναι αστείρευτη και απύθμενη και ακόμα και στις μέρες μας τροφοδοτεί με τα θέματα και τα μοτίβα της πάμπολλους καλλιτέχνες και δημιουργούς.

     Ο Γιάννης Ρίτσος δεν ανήκει ούτε στην χορεία των «καταραμένων» ποιητών ούτε στους απομονωμένους ρομαντικούς ποιητές οι οποίοι κατοικούν στους γυάλινους πύργους τους, επιλέγουν να παραμείνουν κλεισμένοι στους «ελεφάντινους» πύργους τους όπως είναι οι μύστες ποιητές, όπως μας είπε ο γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ αν η μνήμη δεν με απατά. Ο στρατευμένος στο καλόν και το δίκαιο του ανθρώπου αγώνα Γιάννης Ρίτσος είναι ένας κοινωνικός ποιητής, ταγμένος στην υπηρεσία του απλού, φτωχού ανθρώπου, της μαχητικής αλλαγής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της ανθρωπότητας προς όφελος του συνόλου του λαού. Η ποιητική του θεματική και ρητορική προβληματική δεν βασίζεται μόνο-και ευτυχώς- στην επικαιρική πολιτική αναφορά, στα επαναστατικά είδωλα της κόκκινης ιδεολογίας των οραματικών του στόχων, το γενικό διάγραμμα της ποιητικής του ύλης των δεκαετιών από τον Μεσοπόλεμο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, τροφοδοτείται διαρκώς και περιλαμβάνει πρόσωπα προερχόμενα από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους είτε ως «εξωτερικός» στολισμός του σκηνικού των συνθέσεών του, βλέπε παραδείγματος χάριν την ποιήματα της «Εαρινής Συμφωνίας» που έχουμε το μοτίβο του Κύκνου και της Λήδας, είτε τα βρίσκουμε ως αναπόσπαστο οργανικό, δομικό μέλος του ποιητικού καμβά των μακρόπνοων συνθέσεών του ή και μικρότερων ποιητικών του μονάδων οι οποίες φέρουν και τους ανάλογους αναγνωρίσιμους τίτλους ονομάτων αντρών και γυναικών στην «Τέταρτη Διάσταση». Ας αναφέρουμε τους τίτλους των ποιητικών αυτών συνθέσεων που αποτελείται η ως άνω συγκλονιστική στην σύλληψή της: -Το νεκρό σπίτι (1959).- Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού (1960).- Φιλοκτήτης (1965).- Ορέστης (1966).- Μαρτυρίες σειρά Β΄ (1966).- Τειρεσίας (1965). –Περσεφόνη (1966).- Ισμήνη (1972).-Αίας (1968).- Επαναλήψεις (1967).- Χρυσόθεμη (1972). Αγαμέμνων (1966).- Ελένη (1972).- Επιστροφή της Ιφιγένειας (1972). –Φαίδρα (1974). Οι μεγάλοι αυτοί θεατρικοί μονόλογοι του Γιάννη Ρίτσου κυκλοφόρησαν αυτόνομα σε βιβλία από τις εκδόσεις «Κέδρος», επανεκδόθηκα δεκάδες φορές και συμπεριελήφθησαν στους ποιητικούς τόμους των Απάντων του που μας άφησε σαν πνευματική παρακαταθήκη ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος και ποιητής. Οι μονόλογοί του προσέχθηκαν, εκτιμήθηκαν και αγαπήθηκαν τόσο από το ελληνικό και διεθνές κοινό όσο και από τους φιλολογικούς κύκλους και τους εργάτες και συντελεστές της θεατρικής σκηνής. Οι θεατρικοί αυτοί μονόλογοι έχουν έναν μικρό πρόλογο που δηλώνει το χρονικό και τοπικό στίγμα του έργου και συνοδεύονται από ένα βουβό συνήθως πρόσωπο το οποίο παρευρίσκεται ως ακροατής των λεγομένων του ποιητή, της εξομολόγησης των γυναικών ηρωίδων του που στην ουσία τους δεν έχουν φύλο, υπερβαίνουν το χρονικό όριο της βιολογικής τους ύπαρξης και ιστορικής τους καταγωγής, δεν υπάγονται στις καθαρές κατηγορίες της θεατρικής εξομολογητικής σκηνογραφίας και τεχνικής όπως είναι παραδείγματος χάριν το θεατρικό έργο «Ανθρώπινη φωνή» του γάλλου συγγραφέα Ζαν Κοκτώ, ή θεατρικά έργα του Ζαν Ανούιγ, βλέπε «Αντιγόνη» του ή το θεατρικό «Τρωάδες» του Ζαν Πωλ Σαρτρ. Οι μονόλογοι του Γιάννη Ρίτσου είναι η φωνή της ίδιας της Γλώσσας η οποία όμως έχει ανάγκη για να γίνει αρεστή και αποδεκτή να ακουστεί, χρειάζεται έναν ακουστικό δέκτη για να «διοχετευτούν» οι ήχοι του γλωσσικού ηχείου, οι παλμοί των λέξεων, η μουσικότητα των τονισμών τους, ο ρυθμός μιάς γλώσσας η οποία πάλλεται από συγκίνηση και αίσθηση της φθοράς και του θανάτου που την αναμένει, μέσα στην γενική ατμόσφαιρα της ματαιότητας των ίδιων των ηχητικών κυμάτων όχι μόνο όπως τους εκπέμπει ο πομπός ποιητής, η φωνή του αλλά και τους αποδέχεται και κατανοεί ο δέκτης άγνωστός μας πάντα και τυχαίος ακροατής. Η «Τέταρτη Διάσταση» είναι η άλλη πλευρά της στρατευμένης ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, είναι η πίσω πλευρά της κόκκινης σελήνης του έργου του, αυτή που, και μπορεί να είναι η πιο σχολιαστικά και παραμελημένη μια και η θεατρική σκηνή την οικειοποιήθηκε περισσότερο μάλλον από την ποιητική.

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου ενδέχεται να είναι ο μόνος από τους σύγχρονους θεατρικούς ερμηνευτές και σκηνοθέτες ο οποίος κατανόησε το σκηνικό αυτό παιχνίδι που στήνει μπροστά μας ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου. Δεν έχω παρακολουθήσει άλλα σκηνοθετικά ανεβάσματα της «Ελένης» όπως πχ. αυτό της Μάγιας Λυμπεροπούλου στην Πάτρα και άλλων ερμηνευτριών της ελληνικής θεατρικής σκηνής ώστε να έχω και ένα άλλο παράδειγμα σύγκρισης στο που οδήγησε την ερμηνεία και που στόχευε ο άλλος ερμηνευτής πέραν από αυτή του Βασίλη Παπαβασιλείου. Έτσι η θεατρική μου οπτική καθορίστηκε από το δικό του ερμηνευτικό βλέμμα πάνω στην σκηνή.

Ασφαλώς οι θεατρικές επιτυχίες και τα άλλα θεατρικά επιτεύγματα και ασχολίες του σημαντικού αυτού έλληνα θεατράνθρωπου υπερβαίνουν την εξαιρετική περίπτωση της απόδοσής του στην γλωσσική ηχητική και ακουστική ερμηνεία της «Ελένης» του Γιάννη Ρίτσου, όμως το σχετικό ατομικό του παράδειγμα και θεατρικό ερμηνευτικό και σκηνοθετικό στοίχημα ήταν κάτι που έμεινε ανεξίτηλο στην μνήμη μας και ενδέχεται να καλλιέργησε τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε να εμπλουτίσουμε το ερμηνευτικό μας πλησίασμα πάνω στην «Τέταρτη Διάσταση» του κόκκινου ποιητή που η φωνή και ο λόγος του, η παρουσία του είναι και θα παραμείνει ακόμα παρούσα όσα χρόνια και αν περάσουν. Είναι ανεξάντλητος ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου, αυτή η μαγευτική του ονειρική καθημερινή λαϊκή φλυαρία της Ελληνικής Ρωμιοσύνης του Έλληνα πανανθρώπου.

      Ας ακούσουμε από την μεριά μας, στην μνήμη του πρόσφατα χαμένου Βασίλη Παπαβασιλείου, τι έγραφε μεταξύ άλλων στο κείμενό του «Στο περιθώριο της ‘Ελένης’» στο περιοδικό η «Λέξη» τχ. 170/ 7,8, 2002, σ. 678-680.

«…. Όσο πάμε προς τα πίσω στην ιστορία του θεάτρου τόσο περισσότερο το ηθοποιικό σώμα εμφανίζεται ως τόπος του τεχνητού. Αρχαίος υποκριτής, θεατρίνος της κομέντια ντέλ άρτε, σαιξπηρικός ηθοποιός είναι χαρακτηριστικές φιγούρες αυτής της διαδρομής που καθορίζεται σε συνάρτηση με την υφή του περιβάλλοντος της υποκριτικής λειτουργίας. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο βαθμός τεχνητότητας του ηθοποικού σώματος είναι ευθέως ανάλογος προς το βαθμό φυσικότητας του περιβάλλοντος που πλαισιώνει το σώμα αυτό. Όσο περισσότερο φυσικό είναι το φώς που πέφτει επάνω στον ηθοποιό τόσο πιό μη φυσικό εμφανίζεται το ηθοποιικό σώμα. Τρανό παράδειγμα, το αρχαίο θέατρο. Σε σχέση με τον σημερινό υποκριτική, της αληθοφάνειας και της ρεαλιστικής συνθήκης, ο αρχαίος συνάδελφός του αποτελούσε μια σηματωρό μηχανή. Η μηχανή αυτή επωμιζόταν, σύν τοις άλλοις, τη λειτουργία μιάς σύνθετης φωτιστικής και ηχητικής πηγής. Διακόπτοντας την ενότητα του φυσικού οπτικοακουστικού χώρου, η ηθοποιική ύπαρξη ενσάρκωνε την αντιφύση μέσα στην απόλυτη φύση. Αντίθετα, σήμερα, που το φώς και ο ήχος, υπό συνθήκες κυριαρχίας της ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν παραδοθεί απολύτως στη δικαιοδοσία του τεχνητού, ο ηθοποιός μπορεί να είναι «φυσικός», «απλός» και «καθημερινός».

      Η εναρκτήρια φράση της «Ελένης»: «Ναι, ναι –εγώ είμαι». Ποιος είμαι εγώ; Η Ελένη που ήξερες, εσύ, ο επισκέπτης μου; Η Ελένη που νομίζατε πώς ξέρατε, εσείς, οι θεατές μου; Εγώ είμαι, τελεία. Ποιος; Μήπως απλώς, αυτός που ισχυρίζεται πώς είναι; Τι, όμως; Η απουσία κατηγορουμένου ή οποιουδήποτε άλλου προσδιορισμού εγκαινιάζει μιάν εκκρεμότητα, που είναι, έτσι κι αλλιώς ο ορισμός του παραστασιακού χρόνου. «Ναι, ναι- εγώ είμαι». Η φράση, περισσότερο από δήλωση ταυτότητας, απηχεί έναν ισχυρισμό. Ναι, ναι, εγώ (ισχυρίζομαι) πώς είμαι. Έχει κανείς την αίσθηση ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι έτσι κι αλλιώς ο καταστατικός ορισμός της υποκριτικής. Ναι, εγώ ισχυρίζομαι πώς είμαι ο Άμλετ, η Κλυταιμνήστρα, ο Μήτσος. Εκεί θεμελιώνεται η νομιμοποίηση της ηθοποιικής πράξης. Ο ηθοποιός εξ ορισμού δεν είναι, ισχυρίζεται πώς είναι το οτιδήποτε, ο οποιοσδήποτε. Πώς το λέει ο άλλος μεγάλος μας ποιητής; «Εγώ είμαι ο τόπος σου/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

          Και να μην ξεχνάς: σήμερα όλοι ξέρουμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε. Ή, τουλάχιστον, έχουμε πεισθεί γι’ αυτό. Τελεία;»

       Τέλος, για τον θεωρητικό θεατρικό λόγο και την ποιότητα της σκέψης και τι εξομολογήθηκε στις συνεντεύξεις του και πως υποδέχθηκαν το εγχείρημα του ανεβάσματος της «ΕΛΕΝΗΣ» του Γιάννη Ρίτσου στο θεατρικό σανίδι είτε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν είτε σε άλλες περιοχές της Ελλάδας βλέπε ενδεικτικά:

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ- ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ

4/4/2002-28/4/2002

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΕΛΕΝΗ

Σκηνοθεσία Βασίλης Παπαβασιλείου

Σκηνικά-Κοστούμια Γιώργος Ζιάκας

Μουσική επιμέλεια Γιάννης Μεταλληνός

Φωτισμοί Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Βασίλης Παπαβασιλείου. Συμμετέχει ο Νίκος Σακαλίδης

 

-Η Κυριακάτικη Αυγή 7/4/2002, σ. 36-37. Συνέντευξη στην Μαρία Αδαμοπούλου. «Βασίλης Παπαβασιλείου, Όσο περισσότερο οι άνθρωποι πληροφορούνται τόσο λιγότερο σκέπτονται..»

-Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 22/4/2002, σ.8-9. Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη. «Πηγαίνουμε στο θέατρο για να χάσουμε τον εαυτό μας». Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο ρόλος του ως Ελένης, η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης, οι απόψεις του για την πορεία του θεάτρου, τα μελλοντικά του σχέδια.».

-Κυριακάτικη 4/3/2001, Συνέντευξη στην Έφη Μαρίνου. «Βασίλης Παπαβασιλείου, «Κανείς δεν πίνει πια το κώνειο!. Ο Β. Π. ξανανεβαίνει μετά 12 χρόνια στο σανίδι για να παίξει ένα ρόλο γυναικείο, την «Ελένη» του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.

-Ελευθεροτυπία Δευτέρα 19 Ιουλίου 1999.  Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Συνέντευξη του Β. Π. «Συνάντηση με τον Ρίτσο». Αύριο Τρίτη, στο λόφο της Πνύκας.

-Δηώ Καγγελάρη, εφημερίδα «Ημερησία» 21/8/1999. Ο κύριος Ρίτσος και ο κύριος Βασίλης Παπαβασιλείου στο Λόφο της Πνύκας.

-Βασίλης Κ. Καλαμαράς, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Πέμπτη 22/7/1999, σ.29. Στην Πνύκα, συντροφιά με τον Ρίτσο.

-Λέανδρος Πολενάκης, εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή» Μεγάλο Σάββατο 14/4/2001, σ.28.  «Ματιές στο ελληνικό θέατρο». Εθνική πινακοθήκη του Μεντή στη Στοά. Ελένη του Ρίτσου με τον Παπαβασιλείου.

-Δημήτρη Τσατσούλη, εφημερίδα «Ημερησία» 28/4/2001. Πανεπιστήμιο Αθηνών- Ιυττός. «Η Ελένη και ο «Άλλος»».

-Ιωάννα Μπλάτσου, περιοδικό «Αθηνόραμα» τχ. 98/28-3-2002. Σ.64 Ελένη συνώνυμο πάθους.

-εφημερίδα «Ο Επενδυτής» 13/4/2002. «Μάθημα υποκριτικής η «Ελένη» του Βασίλη Παπαβασιλείου.

-Γ.Δ.Κ.Σ., εφημερίδα «Τα Νέα» Δευτέρα 22/4/2002, σ.2/20. «δικτυο. Το γεγονός.

-Ιωάννα Κλεφτογιάννη, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 3/4/2002, Με στοίχημα την Ελένη».

-εφημερίδα «Το Βήμα», Τετάρτη 3/4/2002, Μια «Ελένη» αυτοσαρκαζόμενη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.

-εφημερίδα «Η Καθημερινή» 3/4/2002. Η «Ελένη» του Ρίτσου στο Θέατρο Τέχνης.  

-Μ.Κ. περιοδικό «Αθηνόραμα» τχ. 127/17-10-2002, σ.64.

-περ. «Ραδιοτηλεόραση» τχ. 1623/24-3-2001, σ.92

-περ. «Ραδιοτηλεόραση» τχ. 1720/ 1-2-2003 «Ελένη» στη Θεσσαλονίκη.

Επίσης:

-Ελένη Βαροπούλου, εφημερίδα «Το Βήμα» 1991. «Η Ελένη, η Φαίδρα και η Μόλυ».

-Τιτίκα Νικηφοράκη, «Ο Χρόνος και η Ελένη» περ. «Η Λέξη» υχ. 171/9,10, 2002, σ. 823-825.

-εφημερίδα Ο Ριζοσπάστης 15/11/1998, «Μια «ανάγνωση» στην Ελένη» του Γ.Ρ.» (Γιώργης Γιατρομανωλάκης)

-Αλεξάνδρα Ζερβού, περιοδικό «Νέα Παιδεία» έκτο έτος τχ. 24/ Χειμώνας 1983, σ. 130-,. «Ο Αρχαίος Μύθος και η «Στρατευμένη» ποίηση του καιρού μας.- με αναφορές στο έργο του Γ. Ρίτσου»

-Πάρις Τακόπουλος, περιοδικό «Η Κινστέρνα» τχ. 3/6, 2003, σ.150-. «Η Ελένη του Ρίτσου και ο Φάουστ των Πολλών» στο Υπόγειο του Κουν από την «Άκρη» του Β. Παπαβασιλείου…»

      Ο συγγραφέας και κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης συνεργάτης της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» σε άρθρο του της 14 Νοεμβρίου 1990 αναφερόμενος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος της ποίησής του είναι τα σκηνικά ποιήματα που απαρτίζουν την «Τέταρτη Διάσταση». Γράφει μεταξύ άλλων ότι ο Ρίτσος «διέθετε μια εξαιρετική αγάπη για τις λεπτομέρειες, τα αντικείμενα, τις χειρονομίες και το κάθε τι που θα μπορούσε να συλλάβει το μάτι με αδιόρατες μόνο συσπάσεις. Όσο μεγαλύτερο γινόταν το έργο τόσο μικρότερο, κατά κάποιο τρόπο, γινόταν το αντικείμενό του. Ο Ρίτσος έψαχνε για πτυχές απειροελάχιστες, έψαχνε δηλαδή για σημάδια κρυμμένα στο ημίφως και πραγματικά ανακάλυπτε εκείνα που αποτελούσαν τον προάγγελο των ονείρων για τα οποία μίλησα πιο πάνω. Γιατί είναι αλήθεια ότι από ένα τίποτα μετατρέπεται ο κόσμος σε ποίημα….».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Νάσος Βαγενάς, Ποίηση και Πραγματικότητα

Ποιητικές σταλαγματιές μιλώντας για την Ποίηση 

Νάσος  Βαγενάς

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

         στη Νόρα Αναγνωστάκη

Εκδόσεις στιγμή, Αθήνα Σεπτέμβριος 1985, σ.48 τυπογραφική επιμέλεια Αιμίλιος Καλιακάτσος, αριθμός έκδοσης 24, διαστάσεις 11Χ15 εκ., δραχμές 100.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, 9-12

2., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ, 13-14

       Η γλώσσα της ποίησης είναι η γλώσσα στην υπέρτατη κατάστασή της, στην απόλυτη λειτουργία της. Η μόνη γλώσσα που δεν είναι συμβατική. Γιατί τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενά της δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά, όπως στην κοινή γλώσσα.

       Αυτός είναι ο λόγος που η ποίηση δεν μεταφράζεται. Κατά τη μετάφραση μιάς ποιητικής φράσης από μιά γλώσσα στην άλλη δεν αλλάζει μόνο η μορφή των λέξεων, αλλάζει και το περιεχόμενο των λέξεων (αφού η μορφή και το περιεχόμενο των ποιητικών λέξεων ταυτίζονται- η μορφή είναι και περιεχόμενο, και αντιστρόφως). Το ενιαίο της υπόστασης των λέξεων διασπάται η μορφή αποταυτίζεται από το περιεχόμενο, η γλώσσα ξαναγίνεται συμβατική.

       Η γλώσσα της ποίησης είναι η πλέον φυσική γλώσσα, γιατί δεν πάσχει από κανένα διχασμό ανάμεσα στο σώμα της και την ψυχή της. Είναι η γλώσσα στην πιό ευτυχισμένη στιγμή της. Η ιδανική γλώσσα.

3., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ, 15

4., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, 16-17

5., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΣ, 18-19

       Το ποίημα είναι ρυθμός ενσαρκωμένος με λέξεις που συντίθεται από στίχους. Ο στίχος μπορεί να είναι και σε πεζό. Με άλλα λόγια ο στίχος δεν είναι κάτι το μορφικά καθορισμένο. Μπορεί να είναι έμμετρος, ελεύθερος ή πεζόμορφος, ανάλογα με τις διαθέσεις ή τις ανάγκες του ρυθμού (στην τελευταία περίπτωση το μήκος του ισούται με αυτό που αισθανόμαστε ως ελάχιστη ρυθμική μονάδα).

       Ένα ποίημα ξεκινάει από μιάν αίσθηση ρυθμού που βγάζει στην επιφάνεια κάποιες λέξεις. Ή ξεκινάει από την αίσθηση κάποιων λέξεων, που βγάζει στην επιφάνεια έναν ρυθμό. Έπειτα αυτά τα δύο προχωρούν συγχωνευμένα.

6., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ, 20-21

7., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (β΄), 22-23

8., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ, 24-25

       Η ποίηση δεν προοδεύει. Απλώς αλλάζει πρόσωπο. Ή, αν προοδεύει, δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Γιατί η ποίηση δεν είναι ένα ποιητικό κείμενο, αλλά αυτό που αισθανόμαστε όταν διαβάζουμε ένα ποιητικό κείμενο. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την ποίηση της εποχής μας με την ποίηση μιάς άλλης εποχής, γιατί δεν ξέρουμε τί αισθάνονταν από τα ποιήματα της εποχής τους οι άνθρωποι της άλλης εποχής. Αυτό που ονομάζουμε ποίηση μιάς άλλης εποχής είναι τα ποιήματα της άλλης εποχής όπως τα αισθανόμαστε στην εποχή μας. Με άλλα λόγια είναι ποίηση της εποχής μας.

9., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΣ (β΄), 26

       Η ποιητική εμπειρία δεν είναι άλλο από το ευτυχισμένο αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο ρυθμών: του ρυθμού της καθημερινότητας, που είναι η αίσθηση της βίωσης του τρέχοντος χρόνου, και του ρυθμού της επιθυμίας της υπέρβασης αυτής της αίσθησης, πού είναι η βίωση της αναζήτησης ενός χρόνου ποιητικού. Κάθε ποιητική εμπειρία αποτελεί έναν εκτροχιασμό από την στεγνή άσφαλτο της καθημερινότητας, μιάν υπέροχη εκτροπή μας σ’ έναν ρυθμό ιδανικό.

10., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (γ΄), 27-28

11. ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ, 29

       Η άποψη ότι ο ποιητής πρέπει ν’ αποφεύγει τη στράτευση είναι τόσο επιζήμια για την ποίηση, όσο κι εκείνη πού επιθυμεί τον ποιητή στρατευμένο. Ένα τέτοιο μέλημα σημαίνει αυτοπεριορισμό κάποιων διαθέσεων της ψυχής, η οποία είναι αδύνατο να λειτουργήσει ποιητικά, αν δεν αφήσει το ποίημα να την οδηγήσει όπου αυτό θέλει.

12., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ, 30-31

13., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 32-33

14., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ (β΄), 34-35

15., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, 36-37

       Τα συναισθήματα και οι πεποιθήσεις που εκφράζει ο ποιητής σ’ ένα ποίημα, δεν ταυτίζονται με τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις του της καθημερινής ζωής. Γιατί η ποίηση είναι λόγος συμπυκνωμένος και εξηρμένος, κι αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποίημα είναι με υπόσταση βαθύτερη απ’ ό,τι όταν βρίσκεται έξω από το ποίημα. Αυτή είναι η άλλη όψη της αιτίας που η ποιητική κατάσταση δεν είναι δυνατόν να διαρκεί. Ο ποιητικός εαυτός ενός ανθρώπου είναι ο εαυτός του στην υπέρτατη μορφή του, και το βάρος αυτής της μορφής δεν μπορεί να το σηκώσει κανείς επί πολύ. Η ποίηση, που είναι η πιο ανθρώπινη κατάσταση, είναι ταυτόχρονα και η πιό απάνθρωπη. Η φόρτιση της ποιητικής εμπειρίας είναι τόση, ώστε η παράτασή της θα ήταν ικανή να συντρίψει αυτόν που τη βιώνει. Είναι αδύνατο να ζει κανείς συνεχώς ποιητικά.

       Η καθημερινότητα είναι απαραίτητη για ν’ απολαύσει κανείς την ποίηση, όσο απαραίτητη είναι η ποίηση για να μπορέσει κανείς να υπομείνει την καθημερινή ζωή.

16., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ, 38-40

17., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, 41-42

Διαβάζοντας:

       «Η καθημερινότητα είναι απαραίτητη για ν’ απολαύσει κανείς την ποίηση, όσο απαραίτητη είναι η ποίηση για να μπορέσει κανείς να υπομείνει την καθημερινή ζωή»

      Πέρασαν σαράντα χρόνια από το 1985 όταν οι καλαίσθητες, προσεγμένες και ποιοτικές εκδόσεις «στιγμή» κυκλοφόρησαν αυτό το λιλιπούτειο βιβλιαράκι του Δραμινού πανεπιστημιακού καθηγητή Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας, ποιητή και μεταφραστή της Γενιάς του 1970 Νάσου Βαγενά. Ο φιλόλογος και ποιητής Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα στις 8 Μαρτίου 1945 και είναι γιος του μεταφραστή Αχιλλέα Βαγενά και της Μάρθας Ιωακειμίδου.

     Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που έχουμε μπροστά μας και έχουμε διαβάσει αρκετές φορές από την χρονιά της κυκλοφορίας του έχοντας ανοίξει συνομιλία μαζί του σχετικά με τους ορισμούς και τον ρόλο της Ποίησης, είχαμε σκεφτεί να το αντιγράψουμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα μια και η ύλη του και αυτά που μας λέει ο δημιουργός του αφορούν άμεσα την πειραιώτικη αυτή λογοτεχνική ιστοσελίδα και τους αναγνώστες της. Κάτι όμως πάντα τύχαινε και αναβάλλονταν η ανάρτηση, δίχως να παραμελώ να ενημερώνομαι σε θεωρητικά θέματα που έχουν να κάνουν με τον χώρο της ποίησης και της καλλιτεχνίας γενικότερα. Αρχίζοντας πρόσφατα για άλλη μία φορά να διαβάζω το βιβλίο «Περί Ποιητικής» του Αριστοτέλη στην γνωστή μετάφραση του Σίμου Μενάρδου της Ακαδημίας Αθηνών, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία του Ιωάννη Συκουτρή έκδοση του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», έκδοση που έγινε γνωστή στη δική μας φιλότεχνη Γενιά του 1980 μετά την μεταπολίτευση του 1974, στάθηκα εκ νέου ανάμεσα στα άλλα θέματα που διαπραγματεύεται στην «Ποιητική» του ο Σταγειρίτης φιλόσοφος και μαθητής του Πλάτωνα στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ Ποίησης και Ιστορίας, στην σύγκριση μεταξύ των δύο ειδών γραφής και ανθρώπινης έκφρασης και πιο το πεδίο και το όριο αναφοράς μεταξύ τους όπως το διατυπώνει ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος στο έργο του. Γνωρίζοντας όπως όλοι μας τα θεωρητικά μελετήματα και τον δοκιμιακό λόγο του ποιητή Νάσου Βαγενά εδώ και χρόνια, η σκέψη μας πήγε αμέσως στο μικρό αυτό βιβλίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «στιγμή» το 1985. Ένα εύοσμο βιβλιαράκι γιομάτο Ποίηση το οποίο μας αποκαλύπτει την Ποιητική του φιλόλογου, κριτικού και ποιητή, τις ιδέες και απόψεις του για την λειτουργία και την σημασία του ποιητικού φαινομένου σε σχέση με την καθημερινότητα του ποιητή και ειδικότερα τα τεχνικά ζητήματα της ποιητικής γραφής. Το βιβλίο περιλαμβάνει 17 εύχυμες, μεστές, συμπερασματικές προσωπικές θέσεις του ποιητή για την Ποίηση. Είναι η δημόσια μαρτυρία της Ποιητικής του, το κατασταλαγμένο απόσταγμα των θέσεών του, η έμπειρη πρόταση ομολογίας ενός σύγχρονου έλληνα φιλολόγου της ανωτάτης εκπαίδευσης ο οποίος παράλληλα με τα διδασκαλικά του καθήκοντα και εκπαιδευτικές υποχρεώσεις διακονεί και υπηρετεί συστηματικά και υπεύθυνα τον χώρο της Ποίησης, της Μετάφρασης, της Κριτικής, της Επιμέλειας έκδοσης έργων της νεοελληνικής γραμματείας και της τακτικής δημοσιογραφικής αρθρογραφίας πάνω από μισό αιώνα. Στο δέκατο έκτο κείμενο του βιβλίου του «Ποίηση και Πραγματικότητα» αναφέρεται στην «Ποίηση και Ιστορία». Ένα ζήτημα που απασχόλησε όχι μόνο τους αρχαίους, παλαιότερους σχολιογράφους αλλά και την σύγχρονη ελληνική διανόηση. Για το θέμα βλέπε ενδεικτικά το ανάτυπο «Ποίηση και Ιστορία» της πειραιώτισσας πανεπιστημιακού και δοκιμιογράφου κυρίας Μαρίας Μαντουβάλου, Αθήνα 2005 σελίδες 46, ιδιαίτερα την ΙΙΙ ενότητα «Κριτική πάνω στο θέμα» Νάσος Βαγενάς, Κίμων Φράϊερ, Απόστολος Σαχίνης σελ. 14-18. 

Ο ομότιμος πλέον καθηγητής Νάσος Βαγενάς χαίρει της εκτίμησης όχι μόνο των πανεπιστημιακών κύκλων και των φιλολόγων ερευνητών και μελετητών της ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και των ποιητών και ποιητριών της Γενιάς του 1970 και όχι μόνο, και σαν ενεργό, σημαντικό ποιητικό μέλος της Γ΄ Μεταπολεμικής Γενιάς συναριθμείται στις πλέον αξιοσημείωτες, παραγωγικές συγγραφικά φωνές της γενιάς του. Τα κριτικά σημειώματα για τις ποιητικές του συλλογές που έχουν μέχρι σήμερα δημοσιευθεί είναι εκατοντάδες, αρκετές είναι και οι μελέτες ελλήνων και ξένων δοκιμιογράφων για την καθόλου ποιητική του και δημιουργική παρουσία που έχουν γραφεί, τα αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών στο έργο του δεν είναι λίγα. Το ποιητικό πορτραίτο του έχει σκιαγραφηθεί σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Ποιήματά του και ποιητικές του συλλογές έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό σε διάφορες γλώσσες και έχουν μελοποιηθεί από έλληνες μουσικοσυνθέτες. Και μετά το πέρας της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας και των άλλων επαγγελματικών του υποχρεώσεων, ο φιλόλογος Νάσος Βαγενάς ως ποιητής και κριτικός συνέχισε και εξακολουθεί ακόμα να μετέχει ενεργά και παραγωγικά στα πνευματικά και καλλιτεχνικά πράγματα της πατρίδας μας. Βλέπε ενδεικτικά την συμμετοχή του στην κριτική έκδοση των Απάντων του επτανήσιου ποιητή Ανδρέα Κάλβου από το Μουσείο Μπενάκη, την έκδοση-επιλογή ποιημάτων του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη από τις εκδόσεις Κέδρος, την μακροχρόνια Κυριακάτικη αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Το Βήμα» και άλλες του δημόσιες συμμετοχές σε Συνέδρια και παρουσίες. Πέρα από την ενασχόλησή του με τους τομείς των σπουδών και της διδασκαλίας του σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Νάσος Βαγενάς, υπήρξε πάντα ένας ενεργός πολιτικά και κοινωνικά δημοκρατικός πολίτης, δεν έπαψε με την νηφάλια γραφή του να κεντρίζει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του, με τον ήπιο λόγο του προσπάθησε να θέσει προβλήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία στις σωστές τους βάσεις, με γνώμονα την λογική επεξεργασία και το κοινό καλό για το συμφέρον της χώρας. Με μειλίχιο πάντα ύφος δεν έπαψε να εκφράζει δημόσια τις απόψεις και θέσεις του, να καταθέτει ευθαρσώς και με ειλικρίνεια την γνώμη του, να εκφέρει τις σκέψεις του για τα δημόσια πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και τις μακροχρόνιες παθογένειες που ιστορικά ταλανίζουν την Ελλάδα με την αρθρογραφία και παρεμβάσεις του. Ορισμένες φορές η γραφή του είναι τσουχτερή, αυστηρή, αλλά δίκαιη όταν έχει να κάνει με πράγματα που αφορούν την επιστημονική έρευνα πάνω σε διάφορους τομείς της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και κριτικής, διασαφήνισης όρων, ορθών ερμηνευτικών εκδοχών και ανάγνωσης ενός κειμένου, ή δρόμους παρανάγνωσής του, ακρίβειας παράθεσης στοιχείων μιάς έκδοσης ή επανέκδοσης, εντοπισμού των πρώτων πηγών δημοσίευσής τους, προβλήματα που έχουν να κάνουν με την χρήση και χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και τα αντίστοιχα μεταφραστικά θέματα. Εκείνο που ξεχωρίζει τον συγγραφέα και φιλόλογο Νάσο Βαγενά, μάλλον κατά τι περισσότερο από τους άλλους ομοτέχνους του της Γενιάς του 1970, δεν είναι μόνο ο σεβασμός που τρέφει στον ποιητικό λόγο, στην λειτουργία της ποίησης ως οργανικό αναπόσπαστο μέλος της ζωής ενός ποιητή-και των αναγνωστών της ευρύτερα, αλλά στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο ποιητής Νάσος Βαγενάς υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας αξιοζήλευτος σταθερός και συστηματικός αναγνώστης των ελληνικών και παγκόσμιων ρευμάτων που αφορούν την λογοτεχνία, των ποιητικών ιδεών και των θεωριών της κριτικής σκέψης. Σαν σύγχρονος έλληνας στοχαστής δεν έμεινε μόνο μέσα στα όρια της δικής του ποιητικής και λογοτεχνικής παράδοσης αλλά διεύρυνε τους ορίζοντες των αναγνωστικών, ποιητικών, κριτικών και μεταφραστικών του ενδιαφερόντων, εστιάζοντας πάντα το ενδιαφέρον του στον χώρο και την λειτουργία του ποιητικού φαινομένου σε διεθνή κλίμακα και επιρροή. Άρθρωσε έναν σύγχρονο και μοντέρνο κριτικό και ερευνητικό λόγο, μία ελληνική κριτική καθαρή σκέψη που μπορεί άνετα και με ευχέρεια να συνομιλήσει ισότιμα με τις όμορες πνευματικά δυνάμεις και ρεύματα της δυτικοευρωπαϊκής διανόησης, ιδιαίτερα της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Η αφετηριακή του ενασχόλησή και η συγγραφή της μελέτης του για τον έλληνα νομπελίστα Μικρασιάτη ποιητή Γιώργο Σεφέρη (Ο ποιητής και ο χορευτής) δηλώνει με σαφήνεια ότι η πνευματική αγωγή του και πλείστα από τα εφόδιά του προέρχονται από την πνευματική και φιλολογική παράδοση της Λογοτεχνικής Γενιάς του 1930 με ότι αυτό θετικό συνεπάγεται και στην οποία θα ήθελε να συναριθμείται αν δεν τον παρερμηνεύω. Αυτό μας δείχνουν τα κατά καιρούς γραπτά του και οι υπερασπιστικές δημοσιεύσεις του για τους λογοτέχνες της σημαντικότερης και διαδραστικότερης όπως φαίνεται αυτής Γενιάς στην διαχρονική ιστορία και εξέλιξη της Ελληνικής Γραμματείας. Η Γενιά του 1930 και οι εκπρόσωποί της (τα έργα τους) παραμένουν ακόμα και σήμερα παρόντες παρά την προσπάθεια που γίνεται τις τελευταίες δεκαετείς από ορισμένες γραφίδες στην αποκαθήλωσή τους. Στην αμαύρωση του προσώπου της, μην έχοντας μάλλον, πάντα, καλοπροαίρετα ελατήρια. Ευτυχώς για εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες τα βιβλία τους ακόμα διαβάζονται, επανεκδίδονται και οι ιδέες και απόψεις τους απασχολούν το φιλότεχνο κοινό δίχως να σημαίνει ότι χειραγωγείται πάντα από τις αστικές θέσεις τους.

     Τον Ιούνιο του 2015 οι εκδόσεις «Κέδρος» κυκλοφόρησαν τα ποιητικά του «Άπαντα» Ποιήματα της περιόδου 1974-2014. Βλέπε: Νάσος Βαγενάς, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ποιήματα 1974-2014, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, Ιούνιος 2015 σελίδες 418. Το εξώφυλλο είναι του εικαστικού και ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη ο σχεδιασμός του έγινε από την Ξένια Τρύφων ενώ η ηλεκτρονική σελιδοποίηση και οι διορθώσεις είναι της Γεωργίας Καραγεωργίου. Η συγκεντρωτική αυτή έκδοση του 2015 περιλαμβάνει έντεκα ποιητικές του συλλογές. Συγκεκριμένα:[-1. ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ (1974).-2. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ (1978). -3. ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ (1981).- 4. Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1982).- 5. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ (1986).- 6. Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ (1989).- 7. ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΩΔΕΣ (1992). -8. Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ, Β΄ (1997).- 9. ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2001).- 10. ΣΤΕΦΑΝΟΣ (2004). -11. ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ (2010).]

Τον Ιούλιο του 1997 στην Λευκωσία από την Βιβλιογραφική Εταιρεία Κύπρου, ο Κύπριος συγγραφέας και βιβλιογράφος κυκλοφορεί το βιβλίο 136 σελίδων, Σάββας Παύλου, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ 1966-1996. Είναι η πρώτη συγκεντρωτική καταγραφή της Εργογραφίας του ποιητή Νάσου Βαγενά και περιλαμβάνει: Τον ημισέλιδο Πρόλογο του Σάββα Παύλου, Χρονολόγιο του Ν. Βαγενά, Εργογραφία (αυτοτελείς εκδόσεις/ σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία/ Μεταφράσεις έργων του Ν. Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, Ευρετήριο ονομάτων. Η πρώτη αυτή Βιβλιογραφία του παλαιού ποδοσφαιριστή της ομάδας της Α’ Εθνικής του Εθνικού Πειραιώς (είναι η δεύτερη πειραϊκή ομάδα μετά των Ερυθρόλευκων), ποιητή και φιλόλογου, μεταφραστή συμπληρώνεται δεκατρία χρόνια αργότερα από τον ίδιο Κύπριο επιμελητή Μάρτιος του 2010 με την έκδοση από το Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου Λευκωσία του τόμου, Σάββας Παύλου, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ 1966-2008. Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου Λευκωσία σελίδες 264. Συμπληρώνεται δηλαδή η πρώτη ερευνητική αποδελτίωση με το δημοσιευμένο υλικό των επόμενων 12 χρόνων. Δύο σημαντικές και χρήσιμες επιμελημένες εργασίες για όσους και όσες ενδιαφέρονται για την ποιητική και ευρύτερα συγγραφική, δοκιμιακή διαδρομή του ποιητή Νάσου Βαγενά. Ο κυρός Σάββας Παύλου είχε επίσης και την φροντίδα της έκδοσης του πολυσέλιδου τόμου «ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΓΕΝΑ» Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση κειμένων, επιμέλεια Σάββας Παύλου, εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία Απρίλιος 2001, σελίδες 324. (δέχομαι την χρονολογία Απρίλιος 2001 και όχι το 2000 που αναγράφεται όπως φαίνεται από τυπογραφική αβλεψία στην μέσα σελίδα). Διαβάζουμε στο «Προλογικό σημείωμα» του επιμελητή:

«Ο ανά χείρας τόμος περιλαμβάνει ανθολόγηση 49 δημοσιευμάτων για το λογοτεχνικό έργο του Νάσου Βαγενά. Προτιμήθηκε η βιβλιοκεντρική ομαδοποίηση των δημοσιευμάτων αντί της χρονολογικής ή της κατά συγγραφέα’ έτσι προτάσσονται τρία κείμενα που αναφέρονται γενικά στην ποιητική δημιουργία του Βαγενά και ακολουθούν τα υπόλοιπα 46 που χωρίζονται σε εννέα ομάδες, όσες και τα λογοτεχνικά βιβλία του Ν. Β. [=Πεδίον Άρεως (4), Η συντεχνία (6), Βιογραφία (6), Τα γόνατα της Ρωξάνης (4), Ο λαβύρινθος της σιωπής (3), Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη (6), Η πτώση του ιπτάμενου (3), Βάρβαρες ωδές (10), Η πτώση του ιπτάμενου β΄ (4). Η λογοτεχνική παρουσία του Ν.Β. είναι σχεδόν αποκλειστικά ποιητική, όμως εδώ περιλαμβάνονται κριτικές και για το μοναδικό πεζογραφικό του βιβλίο (= Η συντεχνία), που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, γιατί πρόκειται για ένα έργο ιδιότυπης πεζογραφικής κατάθεσης, ποιητικής κατά βάσιν τάξεως…».

       Το μικρό πόνημα με τίτλο «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» που κυκλοφόρησε το 1985 συμπεριλαμβάνεται τρία χρόνια κατόπιν, Δεκέμβριος 1988 στο βιβλίο του με τίτλο «Η ΕΣΘΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ» Σημειώσεις για την ποίηση και την κριτική σελίδες 256 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο αυτήν την φορά επεξεργασμένο. Τα 17 ευσύνοπτα κείμενα κριτικές σταλαγματιές πάνω στην Ποίηση καταλαμβάνουν τις σελίδες 215-238 του τόμου. Το 1ο  σ.217-218, το 2ο σ,219, το 3ο σ.220, το 4ο σ.221, το 5ο σ.222, το 6ο σ.223-224, το 7ο σ.225, το 8ο σ. 226, το 9ο σ.227, το 10ο σ.228. Το 11ο κείμενο «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ» αφαιρείται και αντ’ αυτού δημοσιεύεται το «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ (β΄)», σ. 229. Το 12ο σ.230. Ακολουθούν δύο νέα κείμενα «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ (β΄)», σ.231και «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ (γ΄)», σ. 232. Έπονται κανονικά το 13ο σ. 233, το 14ο σ.234, το 15ο σ.235, το 16ο σ.236-237 και τέλος το 17ο σ.238. Η αφαίρεση του ενός κειμένου και η προσθήκη νέων με την συμπλήρωση των πρωταρχικών στην νέα συμπληρωματική- επαυξημένη τους έκδοση, στο σπονδυλωτό μελέτημα «Η Εσθήτα της θεάς» που συμπεριελήφθησαν στις τελευταίες σελίδες τα 17 κείμενα στην έκδοση του 1988 μας αποκαλύπτει ότι ο ποιητής συνέχισε να ενδιαφέρεται και να τον απασχολεί το θέμα που μας καταθέτει. Η κίνηση αυτή φανερώνει ξεκάθαρα ότι ο ποιητής και κριτικός εξακολούθησε να επεξεργάζεται την πρώτη θεματική των μικρών «πυρηνικών σχεδόν» κειμένων, διαισθανόμενος ότι όφειλε να εμπλουτίσει την προβληματική του με νέες μικρές ποιητικές εν είδη αποφθέγματος ρήσεις, ώστε να λάβουν εν συνόλω μια πιο ολοκληρωμένη μορφή ως προς το τι θέλει να μας δηλώσει με τα 17 αυτά στοχαστικά και ερμηνευτικά του καταθετήρια, στο τι είναι Ποίηση και ποια η λειτουργία της μέσα στην κοινωνία (όπως τα αντίστοιχα μίνιμα ποιητικά μοράλια άλλων ξενόγλωσσων και ελληνόγλωσσων δημιουργών). Με τη νέα του πρόταση έχουμε μια σαφή εικόνα της Ποιητικής προβληματικής του Νάσου Βαγενά ως ποιητή αλλά και ως  επαρκούς και συστηματικού αναγνώστη, αυξάνοντας τους προσωπικούς ορισμούς του στο τι είναι Ποίηση, ποια η λειτουργία, πιός ο ρόλος της μέσα στον Κόσμο και πώς πρέπει να την αντιλαμβάνεται τι σημασία να της δίνει το όποιο αναγνωστικό κοινό.

       Την πρώτη έκδοση του μικρού βιβλίου το 1985 δεξιώθηκαν επαινετικά επτά έγκριτοι έλληνες και ελληνίδες κριτικοί.-Η Ελισάβετ Κοτζιά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» 23/1/1986, -ο Ηλίας Κουτσούκος στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» της Θεσσαλονίκης 23/1/ 1986, -ο πειραιώτης Κώστας Σταματίου στην εφημερίδα «Τα Νέα» 8/2/1986, -ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης στο περιοδικό «Πολιορκία» τχ. 30/ Φεβρουάριος 1986, -ο Διαμαντής Μπασαντής στο περιοδικό «Διαβάζω» τχ. 138/ 26-2-1986, -ο Νίκος Γ. Δαββέτας στην εφημερίδα «Εξόρμηση» και -ο Μάριος Βύρων Ραϊζης στο ξενόγλωσσο περιοδικό «World Literature Today», Norman, Oklahoma, Autumn 1986. Βλέπε σελίδα 158 και 24 της «Βιβλιογραφίας Νάσου Βαγενά 1966-2008» στην δεύτερη συμπληρωμένη χρονολογικά έκδοση του 2010.

       Συμπληρωματικά και όχι συμπερασματικά ας μας επιτραπεί να αντιγράψουμε το σχετικό απόσπασμα μέσα στο πνεύμα της προβληματικής των μικρών αυτών κειμένων, σχετικά με το παλαιό ζήτημα που είχε επισημανθεί από την αρχαιότητα, της σύγκρισης δηλαδή της ΠΟΙΗΣΗΣ με την ΙΣΤΟΡΙΑ όπως είχε τεθεί και αναδειχθεί από τον Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του κάτι που απασχόλησε και δεν άφησε αδιάφορο και τον σύγχρονο φιλόλογο και ποιητή Νάσο Βαγενά, αντιγράφοντας παράλληλα και το κείμενό του.

Το σχετικό αρχαίο Αριστοτελικό απόσπασμα είναι:

«Φανερόν δε εκ των ειρημένων και ότι ού το τα γενόμενα λέγειν, τούτο ποιητού έργον εστίν, αλλ’ οία αν γένοιτο και τα δυνατά κατά το εικός ή το αναγκαίον, ο γάρ ιστορικός και ο ποιητής ού τω ή έμμετρα λέγειν ή άμετρα διαφέρουσιν (είη γαρ αν τα Ηροδότου εις μέτρα τεθήναι, και ουδέν ήττον αν είη ιστορία τις μετά μέτρου ή άνευ μέτρων), αλλά τούτω διαφέρει, τω τον μεν τα γενόμενα λέγειν, τον δε οία αν γένοιτο. διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν’ η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει. έστι δε καθόλου μεν,…» Αριστοτέλους ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ, μετάφρασις υπό Σίμου Μενάρδου. Εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία Ιωάννου Συκουτρή, Ακαδημία Αθηνών Ν. 2 Ελληνική Βιβλιοθήκη, έκδοση Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας, Αθήνα χ.χ. Περί Ποιητικής κεφ. VIII 3-IX I 1-10. Σελίδες 77-78.

Η μετάφραση του Σίμου Μενάρδου:

«Φανερόν δε εκ των ειρημένων είναι, και ότι όχι το να λέγη τα γενόμενα, τούτο είναι έργον ποιητού, αλλ’ όσα είν’ επόμενον να συμβούν και τα δυνατά το κατά το πιθανόν, ή το αναγκαίον. Διότι ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφέρουν κατά το ότι λέγουν έμμετρα ή άμετρα- διότι είναι δυνατόν το έργον του Ηροδότου εις στίχους να τεθή, και όμως να είναι είδος ιστορίας έμμετρον όχι ολιγώτερον παρ’ όσον αν ήτο άνευ μέτρων- αλλ’ υπάρχει η εξής διαφορά: ότι ο μεν (ιστορικός) λέγει τα γενόμενα, ο δε (ποιητής) όπως είν’ επόμενον να συμβούν. Δια τούτο είναι και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον (πράγμα) η ποίησις από την ιστορίαν’ διότι η μεν ποίησις μάλλον τα καθόλου (συμβαίνοντα) λέγει, η δε ιστορία τα καθ’ έκαστον (άνθρωπον συμβάντα). Εννοώ δε καθόλου μεν, το ποιά τινά τοιούτος ή τοιούτος άνθρωπος συνήθως λέγει ή πράττει…….».

Ας δούμε και το κείμενο του ποιητή Ν. Βαγενά:

       ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η άποψη ότι η Ιστορία προχωρεί μέσα από τις ανθρώπινες αντιθέσεις, ότι η κινητήρια δύναμή της είναι η πάλη των τάξεων, είναι σωστή, όμως καλύπτει μόνο την ορατή πλευρά του θέματος. Το βαθύτερο ερώτημα είναι γιατί παλεύουν οι τάξεις μεταξύ τους. Στον πυθμένα αυτού του ερωτήματος η απάντηση δονείται μακάρια, περίλαμπρη, αδιατάραχη: Η ποίηση είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Όλες οι πράξεις της Ιστορίας υπαγορεύονται από την επιθυμία των ανθρώπων να βιώσουν την ιδανική κατάσταση. Το μαρξιστικό όνειρο της αταξικής κοινωνίας, που είναι το όραμα μιάς ευτυχισμένης κοινωνικής αταραξίας, το όραμα μιάς δυναμικής στατικότητας, δεν είναι παρά μιά μεταφορά του οράματος της ποιητικής κατάστασης σ’ ένα επίπεδο συλλογικό. Με τη διαφορά ότι το όραμα αυτό λειτουργεί, όπως εκείνο της πλατωνικής πολιτείας, μέσα στα πλαίσια της χρονικής διαδοχής (πού είναι συσσωρευτική αντιθέσεων): είναι ένα όραμα «χρονικό» και γι’ αυτό απραγματοποίητο. Εντούτοις το μαρξιστικό όραμα βρίσκεται πιό κοντά στην ποιητική πραγματικότητα απ’ ό,τι το πλατωνικό, γιατί είναι όραμα αταξικό. Η αρμονία του απορρέει από μιάν άρση των ανθρώπινων αντιθέσεων πού, όπως εκείνη της ποίησης, είναι αποτέλεσμα της συγχώνευσής τους, όχι ενός συμβιβασμού τους, όπως συμβαίνει στο πλατωνικό όραμα. Σελ. 38-40.

       Ας μας επιτραπεί από τα μέχρι σήμερα αναγνωστικά μας δεδομένα στον κριτικό και δοκιμιακό λόγο του ποιητή Νάσου Βαγενά να σημειώσουμε ότι ενδέχεται να μην έχει προσεχθεί ενδελεχώς και σχολιαστεί όσο της έπρεπε η θέση και συσχέτισή του, της ποίησης με το μαρξιστικό- οικονομικής καθαρά φιλοσοφίας -οράματος- ονείρου, υπερβαίνοντας το Πλατωνικό πρόταγμα της ιδανικής Πολιτείας κατά την αρχαία δουλοκτητική περίοδο της Ιστορίας της ανθρωπότητας. Μπορεί το θέμα αυτό να παραμένει σαν μια ακόμη ανοιχτή συζήτηση μεταξύ ιδεολογίας και ποίησης μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.

       Εν κατακλείδι, διαβάζοντας τα 17 μικρά κείμενα του «ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τη γνώμη ότι οι απόψεις και οι θέσεις του ποιητή Νάσου Βαγενά κινούνται μέσα σε μία αχλή μάλλον ιδανικών ποιητικών καταστάσεων, ακόμα και στον συσχετισμό τους με την σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, ενώ διακρίνουμε και τον εσωτερικό παλμό της φλέβας μιάς θρησκευτικής- "ιδεαλιστικής" διάθεσης. Πάντως σίγουρα τις θέσεις του δεν θα τις ασπαζόντουσαν οι θιασώτες του Σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην τέχνη. Η επισήμανσή του ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί κάθε στιγμή, όλο το εικοσιτετράωρο της καθημερινότητάς του να βρίσκεται κάτω από έναν ποιητικό οίστρο είναι εύστοχη και καίρια. Αυτό με έναν άλλο τρόπο μας το λένε και οι κλασικοί ηθοποιοί της θεατρικής τέχνης. Π.χ. η μεγάλη πειραιώτισσα τραγωδός Κατίνα Παξινού στα διαλείμματα των παραστάσεων έπλεκε, ο Νίκος Τζόγιας ασχολούνταν με τα φυτά του και ούτω καθ’ εξής. Κανείς δεν είναι Ποιητής ούτε σε όλες τις ώρες της ζωής του ούτε σε όλη την διάρκεια του βίου του. Η έμπνευση δεν είναι ένα δια βίου χάρισμα των Μουσών.  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

5 Ιουνίου 2025