Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βρασίδας Καραλής, Είμαστε διαπορθμευτές συγκινήσεων, περαματάρηδες εμπειριών

 

Βρασίδας Καραλής : Είμαστε διαπορθμευτές συγκινήσεων, περαματάρηδες εμπειριών

     Πραγματικά δεν ξέρω πως να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στο περιοδικό Αναγνώστης, στον διευθυντή του Γιάννη Μπασκόζο και στα μέλη της Κριτικής Επιτροπής που με τόση γενναιοδωρία και μεγαλοθυμία μου απένειμαν αυτή την σημαντική αναγνώριση. Ζώντας μακριά από την Αθήνα, έχω αποκοπεί από τις απόκρυφες συμμαχίες και λανθάνουσες συζυγίες που συνήθως προσδιορίζουν ανάλογες αναγνωρίσεις. Η αλήθεια επίσης είναι ότι μια τέτοια αναγνώριση δίνει την ευκαιρία ειδικά στον ίδιο τον άνθρωπο να σκεφτεί τα όσα δεν έκανε, ή δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει, ή ακόμα και τα αδιέξοδα και τις αστοχίες του. Βέβαια ο νεαρός που για πρώτη φορά δημοσίευσε ένα άρθρο στον Πολίτη του Άγγελου Ελεφάντη ή στον Εκηβόλο του Βασίλη Διοσκουρίδη, σαράντα χρόνια πριν, δεν είναι ο ίδιος με τον  ευτραφή πανεπιστημιακό που σας μιλάει σήμερα. Τότε ψάχναμε βεβαιότητες ενώ σήμερα απολαμβάνουμε την απερινόητη περιπλοκότητα των κειμένων και των υποκειμένων. Μαζί με την γενιά μου, ανήκουμε σε μια εποχή μεταβατική, από την σκοτεινή δικτατορία στον αλλοπρόσαλλο σοσιαλισμό της επόμενης δεκαετίας.

Για τούτο σήμερα μπορούμε να διαβλέψουμε στο έργο μας τις λαβυρινθώδεις δολιχοδρομίες της εποχής που βασάνισαν την σκέψη και οδήγησαν πολλούς από την γενιά μου στον φιλολογισμό και το κήρυγμα. Σε μερικά από αυτά τα χαντάκια πέσαμε όλοι.

Κατόρθωσα μερικώς να ξεφύγω μόνο και μόνο γιατί έφυγα από την Αθήνα και κατέληξα στο Σύδνεϊ, όπου αίφνης δεν ήμουν μόνο ο εαυτός μου αλλά και εκπρόσωπος της ελληνικής παιδείας και παράδοσης.

Ως καθηγητής έπρεπε να συνομιλήσω με όλους, προς χάριν των φοιτητών. Πολύ συχνά δεν συμφωνούσα με τις συναινέσεις ή τις αναιρέσεις μιας δραστήριας κοινότητας που προσπαθεί ακόμα να αντιμετωπίσει το τραύμα του ξεριζωμού και να καταπραΰνει την οδύνη της νοσταλγίας.

Ο δάσκαλος έπρεπε να γίνει η βάση σύγκλισης διαφορετικών κατευθύνσεων  για να μην επιδεινώσει την σύγχυση της νέας γενιάς και για να κρατήσει το ενδιαφέρον της στις κεντρομόλες εστίες του ελληνικού λόγου.  Την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την μυθολογία, την πολιτική, την τέχνη και όσα άλλες δημιουργικές φωτιές που επιδείκνυαν την διάρκεια και την ένταση του ειρμού της αποκαραδοκίας που καθοδήγησε πολλούς διανοούμενους της διασποράς, αρχίζοντας με τον πατέρα όλων μας, τον Αδαμάντιο Κοραή.

Η διανοητική του βιογραφία ως του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου της διασποράς είναι ένα από τα σχέδια μου που δεν ευοδώθηκαν. Με αυτήν ήθελα να αποτυπώσω τα διλήμματα και τα αδιέξοδα, τις προοπτικές και τα ανοίγματα που προσφέρει η διασπορική σχέση με την μητροπολιτική πραγματικότητα, τα ναι που αναγκάζεσαι να πεις και τα όχι που σε αναγκάζουν να αποστασιοποιηθείς. Βρέθηκα πολλές φορές σε ανάλογες καταστάσεις μιας και σε διάφορες περιπτώσεις κάθισα δίπλα σε βουλευτές, υπουργούς και πρωθυπουργούς κατά την επίσκεψή τους στο Σύδνεϊ και είχα μερικές στιγμές απόλυτης ειλικρίνειας μαζί τους αλλά και με πολλούς πανεπιστημιακούς. Ο καθένας δίνει αυτό που έχει βεβαίως και είναι ακαλαίσθητο να ζητάς από τον οποιονδήποτε να σου δώσει αυτό που δεν έχει. Κάποια στιγμή και για περίπου 20 χρόνια φιλοξενήθηκα από την αμφίθυμη αγγλική γλώσσα.

Η γλώσσα δεν ορίζει την σκέψη. Την περιορίζει ναι, αλλά οι εξωγλωσσικές συνθήκες και οι μεταγλωσσικές σχέσεις επικοινωνούν με εμάς με ένα νεύμα, ένα βλέμμα, με αυτό που ονόμασα σε ένα έργο μου στα αγγλικά παρουσία, ή με παρμενίδεια γλώσσα το πάρειμι της ουσίας.

Αφού φύγουμε εμείς το έργο μας παίρνει άλλο νόημα, ενσωματώνεται σε άλλους ορίζοντες. Τελικά αυτό που νομίζουμε ότι ήταν αποκλειστικά δικό μας δεν ανήκει σε εμάς. Το γεγονός μάλιστα ότι έγραψα και μερικά κείμενα σε άλλη γλώσσα, τα οποία είχαν μιας ευμενούς υποδοχής, περιπλέκει ακόμα τα πράγματα. Εκεί στο εξωτερικό, από την Αμερική μέχρι την Αυστραλία, και από την Χιλή ως την Κίνα υπάρχει και δημιουργεί μια ομάδα στοχαστών και μελετητών που αποτελούν το παράθυρο της ελληνικής παιδείας προς τον κόσμο. Νομίζω ότι αυτή η αναγνώριση ανήκει σε όλους αυτούς που καθημερινά διακονούν τον έλληνα λόγο στο εξωτερικό πολλές φορές χωρίς καμιά αναγνώριση από την πατρίδα.

Είμαστε διαπορθμευτές συγκινήσεων, περαματάρηδες εμπειριών. Αν κατόρθωσα να περάσω μερικά πράγματα από την μια γλώσσα στην άλλη αυτό ίσως ξεπεράσει την θητεία μας εδώ και παραδοθεί σε εκείνους που θα ακολουθήσουν.

Ένας συγγραφέας, ένας λόγιος, ένας στοχαστής κατά την άποψή μου αναβιώνει συνθήκες και περιστάσεις. Η επιτυχημένη ή αποτυχημένη αναβίωση εξαρτάται από την καλλιτεχνική συνείδηση που γεννάται από διαφορετικές εκλεκτικές συγγένειες, ωσμώσεις και διακλαδώσεις. Κάποια στιγμή μάλιστα στην πορεία σου ανακαλύπτεις με τρόμο και δέος   ότι πήγες εκεί που δεν περίμενες να πας και πως σταμάτησες σε τόπους που δεν ήθελες να σταματήσεις.

Και όπως προείπα, λίγη αυτοκριτική. Ίσως κάποιος θα έλεγε, και μερικές φορές το σκέφτομαι και ό ίδιος, ότι το έργο στερείται συνοχής και συνέχειας. Πιστεύω ωστόσο από την πρώτη δημοσίευση μέχρι τα σημερινά πιο σύνθετα και κάπως πιο αναστοχαστικά κείμενα, διακρίνεται ένας ενιαίος τόνος, μια κοινή διαθέουσα πνοή, που δείχνουν σταθερούς νοηματικούς άξονες και αναφορές. Ίσως βρούμε την ευκαιρία να συζητήσουμε όλα αυτά κάπου αλλού.

Σας ευχαριστώ και πάλι και εύχομαι η παρούσα αναγνώριση, όπως και των άλλων εκλεκτών συγγραφέων και συναδέλφων που βραβεύτηκαν σήμερα, να εγκαινιάσει μια τέτοια συζήτηση για την συμβολή του Νεοελληνισμού στην σύγχρονη πακοσμιοποιημένη σκέψη και συνθήκη νοηματοδότησης της εμπειρίας.

 

Λογοτεχνικά Βραβεία του περιοδικού Ο Αναγνώστης.

(Η ομιλία του Βρασίδα Καραλή στα Βραβεία του Αναγνώστη 2025, μετά την παραλαβή του Μεγάλου Τιμητικού Βραβείου για το σύνολο του έργου του).

         Η Πειραιώτικη λογοτεχνική ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα και ο γράφων προσωπικά ευχαριστεί τους υπεύθυνους και τον διευθυντή του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ» περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες, καθώς και τον τιμημένο πειραιώτη πανεπιστημιακό και ακαδημαϊκό συγγραφέα και κριτικό κ. Βρασίδα Καραλή για την άδεια αναδημοσίευσης της μεστής και σύντομης Ομιλίας του στο περιοδικό «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ» με την ευκαιρία της πρόσφατης βράβευσής του.

Ευχόμαστε από καρδιάς οι υπεύθυνοι παράγοντες του Πολιτισμού της πόλης μας, του Δήμου Πειραιά, να δουν την τιμητική διάκριση του Πειραιώτη καθηγητή, να διαβάσουν την Ομιλία και να προβούν από την μεριά τους στα δέοντα. Ο κύριος Βρασίδας Καραλής μεγάλωσε και πέρασε τα νεανικά και εφηβικά του χρόνια στην Πόλη μας, η δε οικογενειακή του εστία βρίσκεται στην οδό Μακεδονίας.

Πειραιάς 3 Ιουλίου 2025

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Άγγελος Σικελιανός, ΝΕΚΥΙΑ Β΄

 

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

        Ν Ε Κ Υ Ι Α

           Β΄

        [1930-1945]

 

        ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ  ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Μη στοχαστείς πώς ήρτα αργά κοντά Σου. Είναι κρυφός

        ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι’

και χρόνια τώρα, ανήξερά Σου, είμαι για Σένα ο αδερφός

        οπού Σού σιάζει μυστικά το προσκεφάλι….

 

Κι αν απ’ την άχτη φαίνεται πώς έρχομαι, όπου τη νευρή

        των τόξων μου τανύζω

με πείσμα, ενάντια στην οκνιά που με κυκλώνει τη μιαρή,

        μά αληθινά γυρίζω

 

από την όχτην όπου ανθούν οι θείοι μονάχα ασφοδελοί

        κι όπου σαλεύει μόνο

όποια μορφή αναδύθηκε για μένα ως πλέρια ανατολή

        μεσ’ απ’ τον τέλειο πόνο…

 

Εκείθεν’ έρχομαι σ’ Εσέ, που ο θάνατός μου κ’ η ζωή

        διπλό μου φέγγει αστέρι’

μα γίνοντ’ ένα μέσα μου και τα τυλίγει μιά πνοή

        σα Σού κρατώ το χέρι,

 

και συλλογιέμαι πώς δεν ήρτα αργά κοντά Σου (με το φώς

        ή το σκοτάδι αν πρόλαβα), τί φτάνω απ’ τ’ ακρογιάλι

αυτών που μ’ ετοιμάσανε να Σού ‘μια ο άξιος αδερφός,

        και να ‘μια πλάι Σου πάλι… , σελ. 9-10

 

        ΙΩΑΝΝΗΣ  ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ

Στο μυστικόν ανήφορο τον ύστερο επήρες

ψηλά στον Ακροκόρινθο, να ξάστραψαν μπροστά Σου,

ως στην κορφή της Άσκησης, σα να ‘ταν μιά οι τρείς Μοίρες

Ά, πώς εχτύπα δυνατά, την ώρ’ αυτή, η καρδιά Σου!

 

Κάτου στον κάμπο ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες,

στη χλαλοή τους έσμιγαν ανόσια τ’ όνομά Σου.

απάνω εκεί, σα ν’ άνοιγαν οι αιώνιες του Πηγάσου

φτερούγες, του ανέμου γλυκά πώς έπαιζαν οι λύρες!

 

Κι ά! πώς θε να ‘ταν δυνατό, σα γύριζες και πάλι

στον όχλο, για την άνιση που Σε καρτέραε πάλη,

όλο σου το αίμα μονομιά ξοπίσω να μη φύγει,

 

με την ιερή που Σ’ το ‘θρεψε Πλατωνική μανία,

βαθιά προς την απόκρυφη του Ηράκλειτου Αρμονία

πού απάνω κι απ’ το θάνατο την αφουκρώνται οι Λίγοι;, σελ.11

 

        ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Του Θεού το πέλαγο βροντή

το μέγα κύμα εβάρει…

Σαν τ’ Άγιο Πνεύμα εφώταγε

ψηλάθε το φεγγάρι

στ’ ακρόγιαλα της γλώσσας των αφρών

που καβαλίκευσαν τα βράχια

θαμπωτικές,

 

όταν Αυτός,

διαβαίνοντας απ’ το στερνό προσκυνητάρι

τ’ ακρωτηριού,

καθώς σφυρίζουν οι σβιλάδες του βοριά,

έκλειν’ απάνω του σφιχτά το τρύπιο πανωφόρι,

κι όπως σιγόψελνε,

με πρόσωπο στο στήθος του χωμένο,
«Τη ταπεινώσει τα υψηλά

και τη πτωχεία τα πλούσια»,

ξάφνου πλημμύριζεν αδόκητα η καρδιά του

πλατιά, πιό πάνω από το βόγκο του πελάγου

κι απ’ το τραγούδι των αθώρητων Σειρήνων,

Ιερουσαλήμ,

από τον ύμνο το δικό Σου!...

 

Και τότε το φιδίσιο μονοπάτι,

πού απ’ το ξωκλήσι τ’ Άι- Νικόλα

κατέβαινε του λιμανιού ώσμε κάτου την ταβέρνα

που μέσα της ακόμα, νυχτωμένο

εκάπνιζε θαμπό ένα φώς,

τον ετραβούσε κιόλας

εκεί πού, το ποτήρι του κρασιού κρατώντας,

σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της αμπέλου,

-της μιάς Αμπέλου που πλατιά ‘ναι και μεγάλη

μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της-

θε να ‘μπαινε στη ζέστα μέσα του Μυστηρίου

του ζωντανού,

κι ο Διονυσόδοτος Χριστός του,

κι αν στο Σταυρόν απάνω ακόμα καρφωμένος

μ’ αιματοστάλαχτο πλευρό, με αγάλι- αγάλι

την Απολλώνια θα σαρκώνονταν γαλήνη,

κι από τη ρίζα μέσα της ταπεινοσύνης

τόσο θα ψήλωνε βαθιά του το τροπάρι

και τόσο μέσα του οι κρυφές αισθήσεις

σε νοσταλγίας θεοτικό ρυθμό δοσμένες

θα τραγουδούσαν,

πού η ψυχή του, μοναχή της,

σαν το πουλί που ξάφνου ανοίγουν το κλουβί του,

στης ίδιας της τής λευτεριάς συνεπαρμένη

το θάμπος,

θε να ορμούσε να μας φέρει

κάτι απ’ το μήνυμα της Μέθης της μεγάλης,

 

ώσπου, ακουμπώντας πάνω στης ταβέρνας το τραπέζι

λίγα φύλλα χαρτιού τσαλακωμένα,

και σκύβοντας απάνω τους,

με το ποτήρι του κρασιού μπροστά του,

θε ν’ αρχινούσε,

ως να τραγούδαε τώρα κι όλο το νησί μαζί’ του,

κι ακόμα σιγοψέλνοντας ανάμεσα στα δόντια του,

να γράφει…

 

Και να πού, ως σήμερα μ’ εκείνα τα γραφτά του

αγάλλεται η Σιών,

και στο πλευρό της,

παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα,

κάποιοι από μας οπού ΄μαστε ενωμένοι

απ’ τη βαθιά τη λάτρα της Αμπέλου

της ζωντανής-οπού πλατιά ‘ναι και μεγάλη

μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της-,

 

σ’ ευλαβικό Μνημόσυνο κινώντας

μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ’ ακρογιαλίσιο

της Σκιάθου, πού, από το ξωκλήσι τ’ Άι-Νικόλα,

του λιμανιού ώσμε κάπου κατεβαίνει την ταβέρνα,

κ’ εκεί,

ενώ γύρα μας μυρόβλητο ανασαίνει

παντούθε το νησί απ’ το κύμα κι απ’ το φύκι

κι από τα πεύκα κι απ’ τα σκίνα κι απ’ τα ρείκια,

με το βαθύ ποτήρι μας γιομάτο

από της νέας μας της σοδειάς το γιοματάρι,

ορθοί στον ίσκιο του μπροστά,

για μια στιγμή,

με το ποτήρι αυτό στο χέρι,

του ζητάμε, αν ευδοκεί,

να το τσουγκρίσουμε με το δικό του!, σελ.12

        ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Χαρά σ’ εκειόν πού πρωτοσήκωσε,

απ’ τις σκόνες σκεπασμένο,

το δίστομο σπαθί του Λόγου Σου

στον ήλιο, Μακρυγιάννη,

κι’ είδε πού οι κόψες του μεμιάς ξαστράψαν,

ανέγγιχτες, στο φώς,

κι οι δυό πλευρές του λάμψαν

γυμνές,

σα να ‘βαιναν την ίδια τούτην ώρα από τ’ ακόνι,

και πώς βωδούσαν, απ’ τη μιά μεριά πλυμένες

με το αίμα των οχτρώνε,

κι απ’ την άλλη

σάμπως να θέρισαν αυτή την ίδιαν ώρα

μοσκιές και βιόλα απ’ του μπαξέ Σου τα λουλούδια!

 

Κι απάνω και στις δυό πλευρές γραφή.

 

Απ’ τη μιά,

τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα στρατηγέ μας:

«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,

και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι,

γιατί δεν είμαστε κλωσσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω’

μα εγίναμε πουλιά,

και τώρα πιά στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε.»

 

Κι από τη δεύτερη πλευρά,

γραφή άλλη χαραγμένη:

«Απάνω στην αλήθεια μου

ακόμα και το θάνατο τον δέχομαι’

τί τόσες φορές το θάνατον εζύγωσα, αδερφοί μου,

και δε με πήρε,

πού, για τούτο,

το θάνατο καταφρονώ,

κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω.»

 

Χαρά σ’ εκειόν πού πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτή τη σπάθα

και τέτοια διάβασεν απάνω της βαγγέλια.

 

Χαρά, λοιπόν, σ’ Εσένα πρώτα, γερο-Βλαχογιάννη!

 

Μα τώρα και σ’ εμάς χαρά

που απ’ τις εφτά πληγές του στρατηγού μας,

που σιωπηλά ξανάνοιξαν και τρέχουν,

σαν από εφτά πηγές

κι ωσάν εφτά ν’ ανάβρυζαν μπροστά μας άγια κεφαλάρια,

σε τούτα σκύβοντας,

πλατιά τη δίψα μας,

βαθιά την πίκρα μας

να ξαλαφρώσουμε μπορούμε!

 

Και να πού, σκώνοντας τα μάτια απ’ τις πληγές του,

θαρρούμε τώρα πώς ακέριο θα τον δούμε

μες στα χρυσάρματά του, όπως τη μέρα

πού, σα ν’ ανέβαινε ψηλότερα κι απ’ όποιο θρόνον,

εκαβαλίκεψε πα στ’ άλογο του Καραϊσκάκη,

ή τη βαθιά πώς θε ν’ ακούσουμε φωνή του,

καθώς απάνω στην πιό πλούσια της καρδιάς του ανάβρει

κάνοντας έφοδο για του ίδιου τ’ ουρανού τις πύλες,

ήρωας μιλούσε με το Θεό, στόμα με στόμα,

κ’ είχε σε χείλη και καρδιά φωτιά το Λόγο:

 

«Τί καρτερείς ακόμα τάχα, Δικαιοκρίτη;

Ποιός με χαλκά τους άνεμους θε να Σου δέσει,

ή ποιός στα νέφη Σου θα βάλει χαλινάρι;

Στη γη, που απόμεινε άνυδρη, άκαρπη και στείρα,

ποτιστικιά πότε θα στείλεις τη βροχή Σου

να σκώσει, κύματα ψηλά ασταχυών, το σπόρο

πού στ’ όνομά Σου εγώ ‘σπειρα από τόσα χρόνια;»

 

Κ’ εμείς, π’ ακούμε, αναταράζεται η καρδιά μας

σα σβόλος χώμα που τον έκοψε τ’ αλέτρι

και νιώθει μέσα του τη ζωή να μυρμηγκιάζει,

κι ωσάν την μήτραν οπού δέχτηκε το σπόρο

σκιρτάει να θρέψει και να δέσει και να πλάσει

τον κόσμο που καρτέραγε από τόσα χρόνια,

σπαρτός απ’ τα δικό Σου Λόγο, Μακρυγιάννη!

 

Κι όλων μας το αίμα θέλει να ‘μπει μες στ’ αυλάκι,

το ίδιο χωράφι να ποτίσει, στρατηγέ μας!

Τί πιά δεν είμαστε στο «εγώ», ως Εσύ μας το ‘πες,

μα σήμερα είμαστε στο «εμείς», κι ας μαζωχτούμε

σ’ ένα σκοπόν, αν θέλουμε να φκιάσουμε χωριό και κόσμο!...

 

Κι άξιο ξαντίμεμα του μόχτου μας ας είναι

πού απ’ τις εφτά πληγές Σου, στρατηγέ μας,

που σιωπηλά ξανάνοιγαν και τρέχουν,

σαν από εφτά πηγές

κι ωσάν εφτά ν’ ανάβρυζαν μπροστά μας άγια κεφαλάρια,

 

σε τούτα σκύβοντας,

πλατιά τη δίψα μας,

βαθιά την πίκρα μας

να ξαλαφρώσουμε μπορούμε!, σελ.15         

         ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Του Τάκη-Πλούμα ο αδερφός, κι ο διαλεχτός του Μπαταριά,

τραβάς γαμπρός για το μεγάλο νυφοστόλι…

Κι ακόμα βόγκει της φωνής Σου η ξακουσμένη δοξαριά

βαθιά στα φρένα μας, κι ανατριχιάζουμε όλοι!

 

Μέσα στη μέρα αυτή τη χειμωνιάτικη

μιάν ανεπάντεχη άνοιξη για Σένα είναι κρυμμένη’

κι ανάμεσα σε μυγδαλιές, π’ ώρα την ώρα ανθίζουνε,

η Δόξα λευκοχίτωνη Σε περιμένει…

 

Μίλτο’ δε φεύγεις σε φτωχό μονόξυλο,

στ’ Αραπογιάννη λάμνοντας το μόλο, αργά το βράδυ…

Μ’ ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στο χέρι Σου

πάς να μηνύσεις την ανάσταση στον Άδη!

 

Μ’ ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στο χέρι Σου,

τρανέ Λυράρη, μήνα και για μας μιά νίκη,

Εσύ που στο βαθύλαλο τραγούδι Σου

την Ομορφιά δε χώρισες από τ’ αρματολίκι!

 

Τρανέ Λυράρη μου, έχε γειά! Κι ας γίνει, ως πάς στα Τάρταρα,

καθώς την ώρα αυτή που ο στοχασμός μου

βογκά ως τα βάθη από τ’ αθάνατο τραγούδι Σου,

ν’ αντιβογκήσει κι ο βυθός του κάτου-κόσμου!, σελ. 19

        ΠΑΛΑΜΑΣ

Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

Δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…

Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

 

Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,

Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια

 

γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας

πού Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,

πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»,

ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!

 

Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…

Βογκήστε, βούκινα πολέμου!... Οι ιερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,

σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει’

κι ακέριος φλέγεται ώσμε τ’ άδυτο ο Ναός,

κι από ψηλά νεφέλη Δόξας Τονε σκέπει.

 

Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός

της αιωνιότητας αστράφτει, αυτή την ώρα

Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός

την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

 

πού, αφού το Έργο της θεμέλιωσε βαθιά

στη γην αυτήν με μιάν ισόθεη Σκέψη,

τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο

με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

 

Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…

Βόγκα, Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές

στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα!, σ.21

        ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

Εψυχομάχα ο Διγενής στο σιδερό κρεβάτι.

Τον τριγυρίζαν οι γιατροί με τα χαρτιά στο χέρι,

κι απόξω καρτερούσανε δικοί και συντοπίτες.

Θέλαν να μπούνε να τον δουν, κι ακόμα ακροφοβούνταν.

 

Σηκώνει το κεφάλι του και λέει στην αδερφή του:

«Άσ’ τους να μπούνε να με ιδούν κ’ έχω καλά μαντάτα.

Τί τώρα δα είχ’ αντάμωση με τον Καραϊσκάκη,

κι ο Μακρυγιάννης έστεκε σιμά κι αφουγκραζόταν:

«Γιάννη, ετοιμάσου να ‘ρχεσαι να στήσουμε ταμπούρι

στον κάτου-κόσμο μυστικό, και θέμε τ’ άρματά Σου.

Και θέλουμε τη γνώμη Σου, και θα ‘χεις τη δική μας.

Τί τώρα κρίνεται η ζωή βαριά της Ρωμιοσύνης,

και πρωτοσυβουλάτορα Σε κράζουμε κοντά μας!»»

 

Ακούμπησεν ο Διγενής στο σιδερό κρεβάτι,

κι απέ, τα μάτια γύρισε στην πόρτα, και ξανάπε:

«Πες τους να μπούν όλοι μαζί, κι ας μην ακροφοβούνται.

Τ’ ήρτ’ ο καιρός για σύναξη τρανή παλικαριώνε.

Μιά ορμήνια θέλω να τους πω, και βιάζουμαι να φύγω:

Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,

τη Λευτεριά ως το θάνατο, τη Λευτεριά ως τον Άδη,

κι απέκει τ’ άλλα είναι καλά, απάνω ή κάτου-κόσμος!»

 

Χιμήξανε ν’ ακούσουνε όσοι έστεκαν στη θύρα,

κι όσοι δεν μπήκανε προχτές, τριγύρα Σου είναι τώρα.

Μα δεν τους παίρνει, δε χωρεί τόσο μικρόν αλώνι

να Σε κυκλώσουν και χορό τριγύρα Σου να στήσουν.

Το πανηγύρι είναι πολύ, κι ο τόπος είναι λίγος.

 

Τραβάμε στην απλοχωριά, πάμε στον όξω αγέρα’

πιάστε, απ’ τη μιά της τη γωνιά στην άλλη, την Ελλάδα,

για να γιομίσου’ τα βουνά, και να γιομίσου’ οι κάμποι,

τότε να στήσουμε χορόν άξιο Σου, αντρειωμένε!

Ν’ ακούς αχώ απ’ την κάσα Σου τριγύρα ν’ ανεβαίνει,

ν’ ακούς το ποδοβολητό, ν’ ακούς και το τραγούδι,

να σειέται η γη ως τα Τάρταρα για Σένα, Βλαχογιάννη!, σ.23

        ΑΝΔΡΕΑΣ  ΚΑΛΒΟΣ

Ώ του Πινδάρου σύνθρονος ψυχή,

συνέστιε των θεών,

Ανδρέα Κάλβε’

από τη σφαίρα της καρτερίας Σου,

όθε

σαν αετός αιώνα ολόκληρο εποπτεύεις

τα Ελληνικά τα βάραθρα,

κατέβα’

κατέβα χαμηλότερα σ’ εμάς, ωσότου

των φτέρουγών Σου των Πηγάσεων καν ακούσουμε το ρόμβον,

ή όσο μόλις

της χρησιμοδότισσας φωνής Σου ν’ αντηχήσει

η θεία κλαγγή

στα βάθη μέσα  των ψυχών μας!

 

Αλλ’ ώ ασυντρόφιαστο αρετής πελώριο κλέος,

αν στων Ωδών Σου

σκύψω τις πλάκες και κατέβασες απ’ τ’ Όρος,

δεν είναι τούτο κλίμακα αρκετή για να ζυγώσω

από ‘να σ’ άλλο αναβαθμό την ακοή μας

στων αιωνίων Σου εντολών τον άρτιο Λόγο;

Δεν είναι τάχα κλίμακα αρκετή,

το πρόσωπό Σου,

που εικόνα του καμιά δεν άφηκες ξοπίσω,

να το αντικρίσω ξάφνου

ως ήτανε τις ώρες

πού, με τα μάτια σαν αστέρια από τη φλόγα

της υψηλής Εμπνοής,

στη θύρα εμπρός του πεπρωμένου

έστεκες όρθιος,

και σιμά στους μνήματός Σου

τ’ ανοικτόν στόμα

έκρουες τη Λύρα;

 

Ώ γεννημένε

σε χρόνους άγιους

που τους φώτιζεν η λάμψη των σπαθιών μας,

πού τους εφλόγιζεν η φλόγα των πυρσών μας,

είδες το κύμα των γιγάντων

την κεφαλή να καταπνίγει των ανόμων,

είδες τις μέρες

πάνω στα ερείπια των αρχαίων ναών να φέγγουν

σαν όταν ο Έλληνας κι ο Θεός αδερφωμένοι

χειροκρατιούνταν όμοια ελεύθεροι κι ωραίοι,

κι όλων τα μέτωπα,

παιδιών, αντρών, γερόντων,

χλωρή τα σκίαζε και τ’ ανάπαυε άγια δάφνη!

 

Είδες τη θεία, τη μεγαλόχαρη Μητέρα

από την κόμη να τραβά την τυραννίδα

στο χώμα κάτου,

κι ώ, ύψιστη χαρά Σου,

Κάλβε,

εκεί μπροστά Σου,

θεοτικό, ιερό, μεγάλο,

είδες ν’ αστράφτει ξάφνου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,

ΤΟ ΔΕΛΦΙΚΟΝ ΟΡΟΣ!

 

Και τότε, εκεί το πόδι στήνοντας, στων αιώνων

τα τέλεια σύνορα υψωμένος

φανερώθης,

πάνω απ’ τα ερείπια,

Ποιητής,

και δεν κρατούσες

κοντύλι ολότελα, μα σπάθα,

κι ακουμπούσες

πα στη λαβή της το μεγάλο μέτωπό Σου.

 

Κ’ ύμνησες τότε:

Εικοσιμιά Ωδές,

η μιά μετά την άλλη,

απ’ τ’ αμβροσίοδμον στόμα Σου αναβλύσαν

ως τα θαυμάσια, αέναα της Αρετής νερά

στους αιώνιους βράχους…

 

Αλλά ισχυρόν ήταν το νάμα, ήταν ο τόπος

ψηλός πολύ,

και λίγοι, ά, λίγοι της πηγής Σου

τον άγιο κέλαδο ενωτίστηκαν, τον άγιο

κέλαδο ανέβηκαν ν’ ακούσουν και να πιούνε!

 

Και τότε, ιδού’

σαν αετός οπού γυρίζει,

αν επλησίασε μιά στιγμή τη βουή του κόσμου,

στο ύψος της ίδιας του σιγής,

στης δύναμής του τον καθαρό ουρανό αυτεξόριστος,

απ’ όπου

οι πόλεις χάνονται ως ατμοί, και τα πελάγη

απ’ τις κορφές ωσά σταλιές δροσιάς φαντάζουν,

στης καρτεριάς Σου αποσύρθηκες τη σφαίρα,

κ’ εκεί,

στ’ ακραία του Λόγου σύνορα στημένος,

αιώνα ολόκληρο τα βάραθρα εποπτεύεις τα Ελληνικά,

κι απ’ την απάτητη σκοπιά Σου

φρουρείς ακοίμητος,

φρουρείς και περιμένεις!, σ.25

ΆΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

  «Τέλος κι αρχήν η μνήμη εδώ δεν έχει….

      Άγγελος Σικελιανός, «Μελέτη Θανάτου»

       

Δημοσιεύουμε ένα ακόμα σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα για τον ιεροφάντη- μύστη ποιητή Άγγελο Σικελιανό, για την ακρίβεια, τα οκτώ ποιήματα που συναπαρτίζουν τη «Νέκυια Β΄ 1930-1945». Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στην Λευκάδα στις 25/3/1884 και έφυγε από κοντά μας στις 19/6/1951. Τα αφιερωματικά ποιήματα της σύνθεσής του «ΝΕΚΥΙΑ Β΄ (1930-1945)», προέρχονται από τον Ε΄ τόμο «Λυρικός Βίος» Λυρικά, σειρά δεύτερη σε φιλολογική επιμέλεια Γιώργου Π. Σαββίδη. Επανέκδοση από τις εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Νοέμβριος 1968, σελ. 184, δραχμές 200. [πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1947]. Ο Ε΄ τόμος Λυρικά ΙΙ περιλαμβάνει ακόμα τους εξής κύκλους ποιημάτων: [- Ορφικά- Ίμεροι- Επίνικοι, Β΄ (1940-1946)]. Τα ΟΡΦΙΚΑ περιέχουν τους τίτλους: -Ο χορός του Πινδάρου.- Το βρέφος.- Δαίδαλος.-Η Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα).- Ιερά Οδός.- Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι.- Haute actualite.- Αττικό. Οι ΙΜΕΡΟΙ έχουν τα ποιήματα: -«Το μέγα τούτο το λαιμόν από μαργαριτάρια…».- Ύμνος στον Εωσφόρο το άστρο.- Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα. –Φθινόπωρο 1936.- Carmen occultum.- Γράμματα.- I. –II.- III. –IV. – Αφαία. –Τα περιστέρια.- Η κορφή του Νισύρου.- Λιλίθ.- Μελέτη θανάτου.- Μέγιστον μάθημα. Οι ΕΠΙΝΙΚΟΙ Β΄ (1940-1946) περιέχουν τους τίτλους: - Δεκαπενταύγουστο του 1940.- Το πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας.- Στρατιώτες του μετώπου.- «Κλεισούρα».- «Πρωτέας».- Γράμμα από το μέτωπο.- Στυγός όρκος.- Ελληνικός νεκρόδειπνος.- Άγραφον. –Διόνυσος επί λίκνω. – Σόλωνος απόλογος.- Ανάσταση.- Το μήνυμά της.- Ελευθερία του 1944. – 25 Μαρτίου 1821- 25 Μαρτίου 1946. –Ελεύτερα Δωδεκάνησα. –Η Αντίσταση. – Πνευματικό Εμβατήριο.

Τα οκτώ αφιερωμένα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού σε σημαίνοντα, επιφανή πρόσωπα της ελληνικής ποίησης, φιλολογίας και ιστορίας είναι κατά σειρά παρουσίασης τα εξής:

1., Στην Καλαματιανή ποιήτρια φίλη του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα 1902- Αθήνα 1930) «ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ» σελ. 9-10. 

2. Στον γνωστό έλληνα κλασικό φιλόλογο καθηγητή και μεταφραστή Ιωάννη Συκουτρή (Σμύρνη 1901- Ακροκόρινθος 1937) «ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ» σελ. 11. 

3., Στον Κοσμοκαλόγερο πεζογράφο από την Σκιάθο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 1851- Σκιάθος 1911) «ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» σελ. 12-14.

4., Στον Στρατηγό ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Γιάννη Μακρυγιάννη (Αβορίτης Δωρίδα 1797-Αθήνα 1864) «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ» σελ. 15-18.

5., Στον λυρικό ποιητή και μεταφραστή Μιλτιάδη Μαλακάση (Μεσολόγγι 1869- Αθήνα 1943) «ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ» σελ. 19-20.

6., Στον εθνικό, επιφανή μας ποιητή, κορυφαίο δάσκαλο της ποιητικής τέχνης, μεταφραστή, κριτικό και αρχηγέτη της ελληνικής ποιητικής γενιάς του 1880 Κωστή Παλαμά (Πάτρα 1859- Αθήνα 1943) «ΠΑΛΑΜΑΣ» σ. 21-22.

7., Στον έλληνα πεζογράφο και ποιητή που διέσωσε τα Μακρυγιαννικά χειρόγραφα, ιδρυτή και διευθυντή (1915-1937) των Γενικών Αρχείων του Κράτους Ιωάννη Βλαχογιάννη (Ναύπακτος 1867- Αθήνα 1945) «ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ» σελ.23-24 και

8., Στον σημαντικό καρμπονάρο ποιητή της Επτανησιακής ποιητικής παράδοσης του οποίου λανθάνει η εικόνα Ανδρέα Κάλβου (Ζάκυνθος 1792- Λάουθ Μεγάλη Βρετανία 1869) «ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ» σελ. 25-28.

Η «λογιστική» των στίχων των οκτώ αυτών ποιημάτων-με συγγενική και διαφορετική φόρμα- είναι συνολικά. Μ. Π. 20 στίχοι. Ι.Σ. 14 στίχοι. Α. Π. 79 στίχοι. Ι. Μ.  81 στίχοι. Μ. Μ.  20 στίχοι. Κ. Π. 36 στίχοι. Ι. Β. 33 στίχοι. Α. Κ. 89 στίχοι. Σύνολο στίχων 372. Η ποιητική σύνθεση για τον Ανδρέα Κάλβο είναι η μεγαλύτερη από τις οκτώ, ενώ μικρότερη είναι αυτή για τον Ιωάννη Συκουτρή. Το ποίημα είναι Σονέτο. Οι ποιητικές μονάδες για την Μαρία Πολυδούρη και τον Μιλτιάδη Μαλακάση αποτελούνται από τους ίδιους αριθμούς στίχων και είναι πεντάστροφες. Το γνωστό εγερτήριο, αντιστασιακής ατμόσφαιρας ποίημα, ένας ηρωικός παιάνας για τον Κωστή Παλαμά που απήγγειλε ο Άγγελος Σικελιανός πάνω στο κιβούρι του ποιητή την ημέρα της κηδείας του, αποτελείται από εννέα τετράστροφους στίχους.  Κάθε ποίημα το οποίο γράφει ή αφιερώνει ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός σε πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας ή ιστορίας δηλώνουν με ξεκάθαρο τρόπο τις κειμενικές και άλλες συγγενικές οφειλές του Σικελιανού στους παραπάνω δημιουργούς, τις εσωτερικές επιρροές που δέχτηκε από το έργο τους. Οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής, οι σταθεροί και εξακολουθητικοί έλληνες μελετητές και επιστήμονες, ερευνητές, φιλόλογοι και των δύο φύλων της εκτενής εργοβιογραφίας- βιβλιογραφίας του ποιητικού και πεζογραφικού του έργου, θεατρικών τραγωδιών του, των δημοσιευμάτων και ομιλιών του, άρθρων του, διαλέξεών του κλπ., (αλλά και οι απλοί συστηματικοί αναγνώστες  του λόγου του) ο Άγγελος Σικελιανός συνήθιζε (όπως και άλλοι έλληνες δημιουργοί) να εκφράζει τις απόψεις του για πρόσωπα και ζητήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνήθιζε να γράφει ή να αφιερώνει ποιήματα ή πεζά, να εκθέτει τις θέσεις του για έλληνες και ελληνίδες ποιητές και λογίους, να γράφει προλόγους σε νέες εκδόσεις, να Βιβλιοκρίνει και παρουσιάζει νέα έργα που του άρεσαν, του έκαναν εντύπωση, θεωρούσε αξιομνημόνευτα και από την μεριά του ήθελε να μας μιλήσει. Όπως κάθε δημιουργός που διακονεί τους χώρους της Τέχνης, όσο εμπνευσμένος και αν είναι, όσο ταλέντο και αν διαθέτει κρύβει στα σπλάχνα του, όση πρωτοπορία και αν μεταφέρει δημοσίως η σκέψη του, όσο πνευματικό βάρος και αν διαθέτει ο δημόσιος πρωτογενής λόγος του, η σύγχρονη –στην εποχή του- φωνή του, το ίδιο και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός οφείλει πολλά σε σημαντικούς ομοϊδεάτες και πνευματικούς συνοδοιπόρους του ποιητές και πεζογράφους. Ο πρώτος κορυφαίος της νεότερης, σύγχρονης  ελληνικής γραμματείας ο οποίος επηρέασε τον Σικελιανό με πολλούς τρόπους και σε διάφορα σημεία και στιγμές της ποιητικής του συγγραφικής δημιουργίας είναι ο πατριάρχης της Ελληνικής Ποίησης Διονύσιος Σολωμός. Αλλά και ο ποιητής που σεβόταν περισσότερο και προσπαθούσε να μην κακοκαρδίσει ο Κωστής Παλαμάς. Στην πινακοθήκη των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών του Άγγελου Σικελιανού που έγραψε ποιήματα ή μελέτη για το έργο τους, σχολίασε ή τους αφιέρωσε ποιήματά του- φτιάχνοντας την ποιητική και της ζωής του φιλολογική εικονογραφία συναντάμε τον Περικλή Γιαννόπουλο, «Απολλώνιος Θρήνος», το ποιητικό πορτρέτο του Λορέντζου Μαβίλη, την ποιήτρια Λιλή Πατρικίου και την Αυγή Σακαλλή, την πεζογράφο Μαργαρίτα Λυμπεράκη, τον πεζογράφο και ιστορικό της τέχνης Παντελή Πρεβελάκη, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον πεζογράφο και κριτικό Γιώργο Θεοτοκά, τον πεζογράφο Γεώργιο Βιζυηνό, τον δημοτικιστή και μεταφραστή Πειραιώτη Αλέξανδρο Πάλλη, τον κριτικό και πεζογράφο Πέτρο Χάρη, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Κ. Παλαμά και σε άλλους. Έγραψε πρόλογο στην «Αιολική Γη» του Μικρασιάτη πεζογράφου Ηλία Βενέζη, στην δίτομη Δημοτική Ανθολογία Ελληνικών Τραγουδιών του Άγι Θέρου κλπ. Με δύο λόγια ο Σικελιανός ήταν πάντα ενήμερος των πνευματικών και καλλιτεχνικών γεγονότων της εποχής του και όχι μόνο.

    Μεταξύ άλλων μελετητών της συγγραφικής πορείας και ανέλιξης της ποίησης και πεζογραφίας, των ιδεών του Άγγελου Σικελιανού, των θεμάτων της ποιητικής προβληματικής του, των παραγόμενων έργων και δημιουργών που διαβάζει, σπουδάζει, συνομιλεί μαζί τους και για τους οποίους αποφάσισε να μας μιλήσει, να γράψει τις σκέψεις του, να αφιερώσει ποιήματά του, να σκιαγραφήσει την φυσιογνωμία τους με ποιητικό τρόπο, εκτός από τον καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένο είναι και η σταθερή για δεκαετίες, συνεπής ερμηνεύτριά του των ημερών μας, είναι η Βολιώτισσα μελετήτρια καθηγήτρια φιλόλογος και διηγηματογράφος κυρία Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια της οποίας τα δημοσιεύματα, οι μελέτες και η αρθρογραφία για τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Η ερευνητική ματιά της Ρίτσας Φράγκου- Κικίλια εξετάζει εδώ και χρόνια την σύνολη παρουσία του Άγγελου Σικελιανού σε όλες του τις χρονολογικά συγγραφικές προεκτάσεις και εξακτινώσεις αναζητήσεών του, προσωπικών του βαδισμάτων και οραματικών σκοπών. Σπουδάζει με ερευνητικό καθαρό βλέμμα αλλά και αναγνωστικό πάθος το πολύπλευρο και πολύπτυχο έργο του ποιητή, είτε αυτόνομο είτε σε συνάρτηση με το έργο άλλων ελλήνων ποιητών της γενιάς του ή προγενέστερων ποιητικών φωνών. Με επιστημονική εγκυρότητα ανοίγει δρόμους στις Σικελιανικές έρευνες, με σοβαρότητα λόγου διερευνά πτυχές και πρωτεύοντες κόμβους της οραματικής του δημιουργίας και ποιητικής οραματικής φιλοσοφίας σταθμούς. Η γραφή της πυκνή αλλά όχι δυσνόητη, το ύφος της χαρακτηριστικό, τεκμηριωμένες οι θέσεις τους, επιμελημένες πάντα οι συμπερασματικές της διαπιστώσεις, οι κρίσεις και οι επισημάνσεις της εύστοχες όπως και οι παντοειδείς παρεμβάσεις της πάνω σε ζητήματα και θέματα-ερωτήματα που αφορούν την ποίηση και την πεζογραφία, τον θεατρικό λόγο του Άγγελου Σικελιανού.  Το Μάρτιο του 2002 στην Αθήνα οι γνωστές εκδόσεις «Πατάκη» κυκλοφόρησαν την τριμερή μελέτη της, με εισαγωγή, σαν χρονολόγιο, επίλογο, βιβλιογραφία και ευρετήρια: Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια, «Άγγελος Σικελιανός.- Βαθμίδες Μύησης», σελίδες 324. Το μελέτημα είναι αφιερωμένο «Της Άννας Σικελιανού. «Πηγής Πηγών» της έμπνευσής του.». Η έκδοση σημείωσε-και δικαίως- εκδοτική και αναγνωστική επιτυχία. Ήδη αν δεν κάνω λάθος βρίσκεται στην Έκτη Έκδοση του βιβλίου εκδόσεις "Πατάκη", Αθήνα 2011. Στο βιβλίο αυτό η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια συμπεριλαμβάνει και δύο εξαιρετικά κεφάλαια, χρήσιμα αποδελτάρια για την σχέση του Άγγελου Σικελιανού με ποιητές και πεζογράφους με τους οποίους έχει ασχοληθεί ή γράψει ποιήματα και ευρύτερα τις θέσεις του Σικελιανού για την ελληνική λογοτεχνία και φιλολογία. Στο πρώτο μέρος «Ο Στοχαστής», το πρώτο κεφάλαιο «Οι απόψεις του Σικελιανού για τη νεοελληνική Παιδεία και τη λογοτεχνία» σελίδες 104-113 η Ρίτσα Φράγκου- Κικίλια εν συντομία αλλά χρήσιμα και επιβοηθητικά κάνει λόγο για τους έλληνες και ελληνίδες δημιουργούς με τους οποίους ο Σικελιανός ασχολήθηκε μαζί τους, έγραψε για αυτούς και το έργο τους. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου έχουμε την εκτενέστερη και αναλυτικότερη πολυσέλιδη εξέταση του Σικελιανού με άλλους ομοτέχνους του. Βλέπε το κεφάλαιο «ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ» σελίδες 193-286. Στις χρήσιμες και απαραίτητες, συμπαραστατικές στις Σικελιανικές έρευνες αυτές σελίδες του τόμου, η Ρ. Φ.- Κικίλια συνεξετάζει την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού, την στιχοποιία του, την φόρμα του, την εικονοποιϊα του, την ιδεολογία της θεματικής του, την γλώσσα του με το έργο ελλήνων δημιουργών όπως ο Διονύσιος Σολωμός, χαρακτηριστικό παράδειγμα το συνθετικό έργο του «Αλαφροΐσκιωτος»., σελ. 195-213. Συγκρίνει στίχους επιρροής και παραλλαγμένης συνομιλίας. Αν και δεν έγραψε για τον Διονύσιο Σολωμό ο νεότερός του επτανήσιος Άγγελος Σικελιανός του οφείλει πολλά όπως μας δηλώνει η γραφή της και οι συμπερασματικές της προτάσεις. Στις σελίδες 214- 221 έχουμε την εξέταση της συνάντησης του Σικελιανού με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Στις μικρές ποιητικές κατακόμβες της «Νέκυιάς» του ο Σικελιανός συγκαταλέγει και τον Σκιαθίτη πεζογράφο. Την άρρηκτη σχέση του Κωστή Παλαμά με τον Α. Σικελιανό διαβάζουμε στο κεφάλαιο «Παλαμάς- Σικελιανός: Ο λυρισμός του Εγώ, του Εμείς, των Όλων», σελ. 222-233. Τονίζεται ιδιαίτερα ο σεβασμός του Σικελιανού στον Παλαμά. Ακολουθεί σελ. 234-241 «Το γράμμα του Καζαντζάκη». Αίγινα 1-10-1943. Η αδελφική σχέση και συνοδοιπορία των Σικελιανού- Καζαντζάκη έχει φωτιστεί από πολλές πλευρές και από διαφόρους ερευνητές και μελετητές διαχρονικά και των δύο ποιητών. Ακολουθούν οι σελίδες 242-263 εδώ διαβάζουμε «τα γράμματα του Γιάννη Ρίτσου» στον Σικελιανό και την πολιτική- ιδεολογική πνευματική «πλατφόρμα» και επαφή των δύο αριστερών ποιητών. Του Μαχητή ποιητή και του Αρχάγγελου αγωνιστή ποιητή. Ενώ μέχρι τον Επίλογο του βιβλίου που μας μιλά για την σύγχρονη, διαχρονική και οικουμενική Επικαιρότητα του «Εσταυρωμένου» ποιητή Άγγελου Σικελιανού έχουμε τις κρίσεις ξένων συγγραφέων.

        Τελικά, εκείνο που αποκομίζει ο χθεσινός, ο σημερινός και ο μελλοντικός αναγνώστης του έργου του Άγγελου Σικελιανού είναι ότι ο έλληνα μύστης-ποιητής βάδισε πάνω σε ιερά της αρχαίας και σύγχρονης ποιητικής και φιλοσοφικής παράδοσης μονοπάτια μέχρι να οικοδομήσει και φιλοτεχνήσει το δικό του μυητικό έργο, να μας δώσει τον Ορφικό Οραματισμό του, την Διονυσιακή πλευρά και εικόνα του λόγου του. Από τον θείο Πλάτωνα έως τον αινιγματικό Ηράκλειτο, τον δωρικό και επικό ποιητή Πίνδαρο, τον τραγωδό Αισχύλο και την Ορφική θεολογική αρχαία παράδοση, τον Όμηρο και τους σύγχρονους έλληνες λυρικούς ποιητές, όλα τα συμπεριλαμβάνει ο συγκριτικός λόγος και θεουργικό βλέμμα του Λευκαδίτη ποιητή.

        Ο Άγγελος Σικελιανός υπήρξε ένας πρωτοπόρος- επαναστάτης, «όρθιος πολεμιστής», ένας παγκόσμιος Ποιητής, ένας έλληνας Ποιητής που την επικαιρότητα του λόγου και την ουσιαστική σημασία των μηνυμάτων του μας αποκαλύπτουν οι εκατοντάδες μελέτες και δημοσιεύματα, η πλούσια αρθρογραφία τα βιβλία που εκδίδονται και ασχολούνται με την φωνή του, το έργο του κάθε χρόνο.

        Άγγελος Σικελιανός, ένα ακόμα ανοιχτό κεφάλαιο στην παγκόσμια ποιητική γραμματεία.

ΥΓ. Ανάμεσα στις μελέτες της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια είναι και το δυσεύρετο στο εμπόριο μελέτημά της για την Πειραιώτισσα μυθιστοριογράφο, στιχουργό και θεατρικό συγγραφέα Κωστούλα Μητροπούλου. "Η Κωστούλα Μητροπούλου και το Αντιμυθιστόρημα", εκδόσεις Θεωρία, Αθήνα 1984

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025