Μνήμη ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
(14/9/1949- Τετάρτη 7/7/2010)
Όσο και να θέλεις να παραμείνεις ατάραχος, όσο
και αν προσπαθείς να το κρύψεις, να κρατήσεις σε έλεγχο τα συναισθήματά σου, να
μην αφήσεις τις αναμνήσεις σου να παρασυρθούν σε έναν δημόσιο επαινετικό ή
κριτικό σχολιασμό για ένα πρόσωπο, έναν καλοκάγαθο Πειραιώτη συγγραφέα που
έτυχε να συναντήσεις, να γνωρίσεις από κοντά, να συνεργαστείς, να συνομιλήσεις
δεν είναι εύκολο. Η φωνή σου πνίγεται μέσα στην βουβή θλίψη της όποιας
πρόσκαιρης ματαιότητας της αναγνωρισημότητας που σου παράσχει η Τέχνη. Η
ανθρώπινη Γραφή και Καλλιτεχνία που έγινε αινιγματικός Λόγος πίστης ή απιστίας
μεταφυσικής ελπιδοφορίας, και καταλήγει σε οριστική σκόνη οστών, σε μία
κιτρινισμένη φωτογραφία ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι, σε στάχτη σκορπισμένη σε
κάποιον κακοτράχαλο ορμίσκο της πόλης του Πειραιά, ή σε μία λήκυθο στολισμένη
με μαραμένα λουλούδια μέσα στο Δημόσιο Σήμα. Καθένας πειραιώτης και κάθε μιά
πειραιώτισσα κουβαλά στο δισάκι της μνήμης του την προσωπική του ιστορία, την
ιστορία των χρόνων του παρελθόντος του και των πυρακτωμένων εμπειριών του που
δεν θα προλάβει να εξιστορήσει στους μελλοντικούς, στους επερχόμενους, στους
ακολουθούντες τους δρομολογούντες την νέα αρχή, αυτός είναι ο Θάνατος. Η
διακοπή της αφήγησης των προηγούμενων του ανθρώπου εμπειριών και βιωμάτων,
εξομολόγησης προκαταβολικών καταστάσεων ζωής στην επερχόμενη λήθη του ρέοντος
χρόνου, την αχαρτογράφητη λησμοσύνη των αναμνήσεων, στις ερχόμενες στρατιές των
εμπύρετων σωμάτων ηδονής και πένθους. Το ακατάπαυστο και φλύαρο κουβεντολόι με
τους γύρω μας, με τον εαυτό μας, τον άλλον που δεν θα γνωρίσουμε την νοσταλγία
της σιωπής του στην δική του έκθεση σώματος και ψυχής του.
«Η μνήμη ενός θανάτου ξαγρυπνάει
σαν ένας σπόρος λαμπερός μες στην
καρδιά μου
-ένα κουκί χρυσάφι απ’ ώριμο σιτάρι-
Βαρύς σε νόημα ο λόγος που μεστώνει
μες στης βαθύκολπης σιωπής τη μήτρα
Μα είναι πικρός τέτοιος καρπός στα
χείλη
δειλιάζει κι η ακοή να τον βαστάζει
κι ανάκουστος κυλάει ξανά στα
βύθη…….»
………………………….
Η φωνή της ποιήτριας συνοδευτική καμπάνα
πένθους και πάλι: «Ξεκινάμε ανάλαφροι,
καθώς η γύρη/ που ταξιδεύει στον άνεμο./ Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα/ γινόμαστε
δέντρα που διψούν ουρανό/ κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη….».
Κούτσουρα δέντρα αφήνει πίσω του ο Θάνατος, καψαλισμένες φλούδες κορμιών,
χαμένων εμπειριών που τερμάτισαν τα ταξίδι προς την αυτογνωσία, σπόρους που δεν
θα καρπίσουν ξανά ή δεν θα προλάβουμε να τους δούμε εμείς. Θάνατος το τέλος της
απληστίας να υπάρξουμε. Σελαγίσματα όσων σου αναλογούσαν από τη Μοίρα ως απλήρωτο
μεροκάματο ζωής στις μουντές διαβαθμίσεις των καιρών, ως λαθρομετανάστευση
κατάθεση των πέντε αισθήσεών μας στο ξόδεμα και το ξόδι των χοϊκών αισθημάτων
μας. Δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το φαινόμενο του Θανάτου που σε τρομάζει, σου
φέρνει ταραχή, ναυτία, παλλόμενη απογοήτευση, αίσθηση ματαιότητας, σε
αποπροσανατολίζει από αυτά που σχεδίαζες στης ζωής σου το καμίνι να πράξεις ή
τις ασυνόδευτες βεβαιότητες των συγγραφικών σου πεπραγμένων, των πνευματικών κύκλων
που συμμετείχες, ενθαρρυντικά αναζητώντας να χαράξεις τα ίχνη σου στα μονοπάτια
της παράδοσης της Πόλης σου που άλλοι, πριν από εσένα είχαν ανοίξει. Δεν είναι
το ξαφνικό και απότομο φρενάρισμα των τροφοδοτικών πηγών της ζωής από τον
Θάνατο, το κόψιμο του νήματος της αναπνοής που χάνεται στο σύμπαν, στην φύση, σε
αυτά που οραματιζόσουν να πραγματοποιήσεις από το δικό σου μετερίζι και έγιναν
λίπασμα σε ξερό και άνυδρο έδαφος. Κλίσεις και πτώσεις λέξεων της μεθυσμένης
αλαλίας μας, συντακτική επεξήγηση της σιωπής ως κατόρθωμα ωρίμανσης (;),
ακύρωση μετάφρασης των επικοινωνιών μας, του φωτεινού Σήματος που εκπέμπει η
μυθική παρουσία του Θεού που Σημαίνει λίγο πριν κατέβει στον Άδη. Μεθυσμένος
από υπογραμμισμένα όνειρα φιλοδοξούσες
να δώσεις τις δικές σου απαντήσεις στα ερωτήματα της εποχής σου της ιστορικής
σου βιωμένης πραγματικότητας ως πρόταση, ως γνησιότητα αποριών, ως
διαπραγματευτικό οβολό στα άλυτα αινίγματα που έπονται, αυτά που ελέχθησαν και
όσα δεν ελέχθησαν ακόμα και διασκορπίστηκαν ως ήχοι ευθυμίας και πόνου μέσα
στην οχλαγωγία της σύγχρονης λησμοσύνης των μεταγενεστέρων. Χάθηκαν σε ότι
ακόμα και σήμερα δεν μπόρεσες να βρεις παρηγοριά, απάγκιο, στον κλήρο που δεν
εξαργυρώθηκε στις ατέλειωτες περιπλανήσεις των διαβασμάτων σου. Όσα αγωνίσθηκες
να σκιτσάρεις με μελανά ή λαμπερά χρώματα, ανόθευτα από μεταφυσικούς
καταναγκασμούς και ηθικούς εξαναγκασμούς με την δημόσια Εικόνα σου μέσα στην
μικρή Κιβωτό της Πόλης σου με τους πρόγονους κωπηλάτες που έτυχε να μεγαλώσεις,
να περπατήσεις, να περιπλανηθείς στα τυφλά και αμαυρώθηκαν από τον Χρόνο και
των εμπειριών το βάρος. Τον ανάδελφο Χρόνο του καθενός (μας) που συννεφιάζει σε
δικαίους και αδίκους, σε «αμαρτωλούς» και «αγίους», σε επώνυμους και ανώνυμους,
σπουδαγμένους και άσημους, στις σπορές των ανθρώπων- δημοτών, μελλοντικούς
συνταξιδιώτες μνημών και παθών. Ο Θάνατος αδειάζει τις θέσεις των Θεωριών του
μεγάλου σκηνικού του Θεάτρου της Ζωής, είτε έχεις προλάβει να δεις την
παράσταση βγάζοντας εισιτήριο είτε όχι. Φεύγοντας πρόσωπα που γνώρισες πριν από
εσένα, είτε αυτά είναι συγγενείς, είτε φίλοι, είτε πνευματικοί συνοδοιπόροι,
είτε συναγωνιστές στους ιδεολογικούς σου αγώνες, συναθλητές συνδημότες, είτε
πρόσωπα που επέλεξες να μοιραστείς ερωτικά τον χρόνο των εμπειριών και
καταστάσεων του βίου σου, αισθάνεσαι ότι χάνεται η πρωταρχική σου
αρτιμέλεια,-πού ίσως και να μην σου αναλογούσε σε όλες της τις διαστάσεις, ότι
η Πόλη σου-στην προκειμένη περίπτωση ο Πειραιάς- χάνει μία από τις ψηφίδες που
εικονογραφούν το Μωσαϊκό της. Ξεθωριάζουν τα χρώματα, οι φιγούρες χάνονται στο
βάθος του χρόνου, φθείρονται οι πρόσκαιρες των συναντήσεων Μορφές. Σιγούν οι Φωνές
της Πόλης ολομόναχες, ανυπεράσπιστες, απροστάτευτες, αφανείς στην δημόσια
όραση, σφραγίδες σημαδιακών χρονολογιών της ζωής σου. Κλείνουν οι στρόφιγγες της
φωτοδότησης της παράδοσής της με κάθε θάνατο, πεισματώνουν οι μνήμες των
επερχόμενων. Αντιστρατεύονται οι δυνάμεις της ζωής τον εφιάλτη της θνητότητας,
σφυρηλατούν και συνεχίζουν έστω και ερήμην μας το απρόβλεπτο, το τυχαίο, το
μοναδικό, το μη πάντοτε απτό, ακαθόριστο παιχνίδι των ανθρώπων, των έμβιων όντων
που δεν εξαφανίστηκαν από τις αλόγιστες συμπεριφορές των ανθρώπων, τις
παρεμβάσεις τους, στην ολότητά τους πάνω στην Θεατρική Σκηνή της Πόλης σου.
Εποπτεύουσα αρχή ο θάνατος της ζωής. Μια Σκηνή που περιλαμβάνει συντελεστές,
ερμηνευτές και θεατές μαζί.
Η Πειραϊκή
Κιβωτός εξακολουθεί να αποπλέει συνεχίζοντας το ταξίδι της με ούριο άνεμο ή
φουρτουνιασμένο, και άλλοτε σηκώνει μαύρα άλλοτε λευκά πανιά σε κάθε γενιά
πειραιωτών ταξιδευτών. Το τραύμα του πένθους συναγωνίζεται το τραύμα του θάμπου
της ζωής.
Και με το γρέζι της φωνής της: «Κι όλο βιαζόμουν να προλάβω στ’ ανοιχτά του
απείρου/ των κόσμων την αυγή/ Μέσα απ' τα σκότη βγαίνοντας του εφιαλτικού μου/
ονείρου/ σαν σπόρος απ’ τη γη».
Ανδρέας
Αγγελάκης (28/3/1940- 18/5/1991) πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής, Χρίστος
Αδαμόπουλος (14/9/1949- 7 /7 / 2010) συγγραφέας και δοκιμιογράφος, δύο
Πειραιώτες πνευματικοί συνοδοιπόροι στην ίδια Πόλη που συνταξίδεψαν εκτιμώντας
ο ένας τον άλλον σε κοινές τους σχετικά καλλιτεχνικές ενασχολήσεις. Δύο πρόσωπα
του πρώτου Λιμανιού των προηγούμενων δεκαετιών- των δεκαετιών της δικής μας
γενιάς- που σημάδεψαν με το έργο τους και την φυσική τους παρουσία αυτό που
ονομάζουμε και αποδεχόμαστε ως Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή και Παράδοση,
Πειραϊκή Συνείδηση. Δύο πνευματικές φυσιογνωμίες της Πόλεως του Πειραιά που
ανέπνευσαν από την ίδια Πειραϊκή αύρα, νοτίστηκαν από την αλμύρα του θαλάσσιου
στοιχείου του Πόρτο Λεόνε, βάδισαν σε κοινά πολιτιστικά χνάρια των Μακρών
Τειχών της, και έπαψαν να βλέπουν το φως και τα ηλιοβασιλέματά της με διαφορά
μιάς δεκαετίας, στερώντας την Πόλη από τις δημιουργικές τους παραγωγικές
δυνάμεις και προσφορά. Αν δεν έφευγε νέος ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης θα είχε
ακόμα πολλά να προσφέρει με την ποίησή του και τις μεταφράσεις του στην
«Θάλασσα και τον Ουρανό» της Πειραϊκής Γης, αν δεν εγκατέλειπε τα εγκόσμια
σχετικά νέος ο συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος ενδέχεται τα πολιτιστικά πράγματα
της Πόλης μας να ήταν διαφορετικά. «Μόνο ένα φύσημα να σε διαλύσει σώνει/ και
τα έργα σου όλα τα τρανά μια φούχτα σκόνη». Δυό πρεσβευτές των Πειραϊκών
Γραμμάτων που τίμησαν την Πόλη τους, έγραψαν την δική τους ιστορία ως κατόρθωμα
και άθληση βίου. Πάλεψαν και νικήθηκαν από τον « σκοτεινό κουρσάρο θάνατο»
καλλιεργώντας με ευβουλία τον κρουστό τους θρύλο, τον μύθο της Πόλεως Πειραιώς.
Μετά την αντιγραφή του κειμένου του
Ανδρέα Αγγελάκη για την μεταφραστική παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας
Μελισσάνθης, αντιγράφω στο παρόν σημείωμα το κείμενο του Πειραιώτη συγγραφέα
και δοκιμιογράφου Χρίστου Αδαμόπουλου, ένα δημοσίευμα που μας μιλά για τις
περιπτώσεις δύο ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου. Συσχετίζει με όχημα τον λόγο
αναμνήσεων της Μελισσάνθης την σχέση της με την ποίηση του Χιώτη ποιητή
εγκατεστημένου στον Πειραιά Λάμπρου Πορφύρα. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του (ο
Αδαμόπουλος) για το πώς η αγαπημένη φίλη του Μελισσάνθη προσέλαβε από τα μικρά
της, τα εφηβικά της άγουρα χρόνια την ποίηση του πειραιώτη ποιητή Λάμπρου
Πορφύρα. Και αδελφωμένοι οι δύο ποιητές «Ένα
άλλο αίμα ρέει στις φλέβες μας/ μι’ άλλη φέρνουμε μοίρα/ Κοιτάζουμε ένα διάφορο
ουρανό». Και εμείς μαζί τους τον Πειραιώτικο ουρανό των ονείρων.
Ο Χρίστος Αδαμόπουλος ψιλοβελονιά την
ψιλοβελονιά χαρτογραφεί το οικογενειακό της δέντρο με λεπτομέρεια, μας δίνει
βιογραφικές πληροφορίες και στοιχεία που, αν δεν τα είχε καταγράψει θα είχαν
ίσως χαθεί, μια και στις κατά καιρούς συνεντεύξεις της η ποιήτρια μας δίνει το
περίγραμμα της ζωής της, όχι όμως από τον Πειραϊκό φωτισμό με τον οποίο φωτίζει
τα οικογενειακά της γεγονότα ο Χρίστος Αδαμόπουλος. Μας μιλά στο πώς έβλεπαν
Πειραιώτες συγγραφείς την Μελισσάνθη, την βοήθεια που δέχτηκε από τον Ανδρέα
Αγγελάκη, εντοπίζει οδούς διαμονής της και συμπληρώνει την πινακοθήκη των
ονομάτων με τα οποία συνομιλούσε η ποιήτρια δίνοντάς μας το χρονολογικό στίγμα
γέννησης και θανάτου γνωστών μας ποιητών και ποιητριών. Ο Χρίστος Αδαμόπουλος
έχει μπροστά του το συγγραφικό και εξομολογητικό υλικό που μας κατάθεσε η
ποιήτρια Μελισσάνθη. Αντίστοιχα ήταν κάτοχος των συγγραφικών της μεταφραστικών
εργασιών και δημοσιευμάτων, χειρογράφων και ο Ανδρέας Αγγελάκης στο δικό του
άρθρο που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας. Ο Αδαμόπουλος διατηρεί από
την μεριά του στενή φιλική και πνευματική επαφή με την Μελισσάνθη, την
συνοδεύει σε εξόδους της, την προσκαλεί σε φαγητό, σε κοινούς περιπάτους στην
ακτογραμμή της Φρεαττύδας, στα χώματα και τα βράχια που χτυπούσε το μπαστουνάκι
του ο Πορφύρας. Την παρατηρεί από
απόσταση καθώς ανάβει το καντηλάκι των δικών της, συνομιλεί μαζί διαρκώς,
γνωρίζει τις κινήσεις της, εκμαιεύει λόγια και θέσεις της, ενημερώνεται για
ανέκδοτες, ατύπωτες εργασίες της, ενδιαφέρεται για την παρουσία της ειλικρινώς.
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που μας δίνει από πρώτο χέρι είναι
τεκμηριωμένες, μπορούμε να βασιστούμε στην σχολαστικότητα των αναφορών του. Μια
πρακτική όχι μάλλον και τόσο διαδεδομένη από τους Πειραιώτες της γενιάς του,
και μάλιστα, όσων δημοσίευαν κείμενά τους στον Πειραϊκό τύπο με των
τυπογραφείων ατέλειες, λάθη των τυπογράφων και άλλες τεχνικές αβλεψίες της
εποχής.
«Σπλαχνικός είναι ο ύπνος
για την αβέβαιη ύπαρξή μας
για την αδύνατή μας μνήμη
που δεν αντέχει τη μεγάλη Αγρυπνία
για το άστατό μας χέρι
για την απρόσεχτη καρδιά μας
που δεν αντέχει το μαχαίρι της Αγάπης
που τη βυθομετρά
που δεν αντέχει τη φωτιά της Ύπαρξης»
………………………………
Εδώ
παρενθετικά για άλλη μία φορά να αναφέρουμε ότι η τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του
Πειραιώς» του κυρίου Παύλου Πέτσα αλλά και πριν η εφημερίδα περιέλθει στην
ιδιοκτησία του, μέχρι την χρονιά που έκλεισε, υπήρξε ένα φυτώριο πειραϊκού
πολιτισμού, -όπως και οι άλλες εφημερίδες της Πόλης- ένα ολιγοσέλιδο ανοιχτό
και ανεξάρτητο από πολιτικές ή κομματικές κηδεμονεύσεις έντυπο στο οποίο
δημοσιεύονταν κάθε τι που αφορούσε ή είχε σχέση με τα Πειραϊκά Γράμματα. Κάθε
πειραιώτης ή πειραιώτισσα αλλά και άλλων όμορων Δήμων δημιουργός μπορούσε να
δημοσιεύσει ό,τι ήθελε, θεωρούσε χρήσιμο και ενδιαφέρει το Πειραϊκό κοινό, την
Πόλη. Ποιήματα, μικρά κείμενα και άρθρα, ενημερωτικά δελτία εκδηλώσεων, περιλήψεις
ομιλιών που δόθηκαν ή είχαν εξαγγελθεί, ημερολογιακές πειραϊκές αναμνήσεις,
κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, συμμετοχές σε φιλολογικά βραδινά και
συζητήσεις, σχολιασμοί θεατρικών παραστάσεων, ατομικοί διαξιφισμοί για Πειραϊκά
ζητήματα, επαινετικά ή πικρόχολα σχόλια αφορόντα τα πολιτιστικά πράγματα της
Πόλης των δεκαετιών μετά το 1974, τα πρόσωπά της. Αναφέρομαι στα χρόνια μετά το
1974 που την γνώρισα. Είναι τραγική παράλειψη από τους αρμόδιους φορείς της
Πόλης που δεν συγκεντρώθηκαν το σύνολο των σωμάτων των εφημερίδων και εντύπων
του Πειραιά, όλοι οι τίτλοι του τοπικού τύπου που κυκλοφόρησαν αν δεν κάνω
λάθος. Ούτε γνωρίζω αν έχουν μπει στην διαδικασία της ψηφιοποίησης και ποιες.
Οι σελίδες των τοπικών εφημερίδων είναι ο καθρέφτης των πνευματικών και
καλλιτεχνικών γεγονότων της Πόλης, το υφαντό του αργαλειού των πολιτιστικών χρόνων
της εποχής τους. Η Μνήμη ονομάτων και δημοσιευμάτων που αποτελούν το ψηφιδωτό
της καθόλου ιστορίας της Πόλης. Ο Χρίστος Αδαμόπουλος μας δίνει το οικογενειακό
της πορτραίτο εν κινήσει μέσα στην περιπέτεια της ζωής και της γραφής της.
Εκμυστηρεύσεις που, ολοκληρώνουν από την μεριά της το βιογραφικό της πορτραίτο.
Εμείς οι Πειραιώτες πληροφορούμαστε την άμεση κατά κάποιον τρόπο σχέση της
ποιήτριας και μεταφράστριας με την γνωστή οικογένεια Σκυλίτση, και μάλιστα, τον
τελευταίο απόγονο Πειραιώτη Δήμαρχο της επταετίας Αριστείδη Σκυλίτση. Ένα Δημαρχιακό
αίνιγμα παρά τα 50 χρόνια της πολιτικής μας Δημοκρατικής Μεταπολίτευσης που
διάβηκαν έκτοτε. Δεν παραλείπει ο Χρίστος Αδαμόπουλος να συμπληρώσει στο
εκτενές Υστερόγραφό του με αποσπάσματα της ίδιας της Μελισσάνθης. Το κείμενο
που δημοσιεύει στην εφημερίδα συνοδεύεται και με κοινές τους ασπρόμαυρες
φωτογραφικές στιγμές, και ένα μικρό σκίτσο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα που
εμπλουτίζουν τα στιγμιότυπα των λεγομένων και αναφορών του.
«…Πολλές φορές μ’ αδρανείς πέτρες μοιάσαμε
μπρος στην τυφλωτική λάμψη του κόσμου
Σε ύπνους βουλιάξαμε, αποκοιμηθήκαμε
Πολλές φορές με του υπνοβάτη μάτια
σ’ υπνοβάτες ανάμεσα βαδίσαμε
Μας κοίταζαν μα δίχως να μας βλέπουν
κι απ’ τ’ άδεια μάτια τους μας έβλεπε
ο άδης
Πολλές φορές νεκροί μες στο άδειο διάστημα
ανάμεσα σε σκιές νεκρές βαδίσαμε
μα ο ήχος μιάς νιφάδας του χιονιού
έφτανε πάντα για να μας ξυπνήσει
κι ενός περιστεριού μόνο αναφτέριασμα
Όμως πολλές φορές το φώς της μέρας
με του τυφλού ατενίσαμε τα μάτια
και σε σκοτάδια τρέχαμε αδιαπέραστα
μες στο φλογερότερο μεσημέρι
Ξυπνήσαμε στις κωδωνοκρουσίες
η μυστική λιτανεία σαν πέρναγε
και μόλις να κρατήσουμε προφτάσαμε
άρωμα από λιβάνι και ροδόφυλλα…..
…………………………………….»
Από την μεριά μου διατήρησα την
ορθογραφία του δημοσιεύματος, και δεν μπήκα στον πειρασμό να συμπληρώσω με τις ημερομηνίες
θανάτου όσες δεν γράφει ο Αδαμόπουλος, λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψη μας την
ημερομηνία δημοσίευση του άρθρου. Και ακόμα, και εγώ όπως και πολλοί άλλοι Πειραιώτες
που αγαπούσαν την ποίησή της είχαμε παρακολουθήσει την τιμητική εκδήλωση για
την ποιήτρια ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ.
ΓΙΑ
ΝΑ ΜΗΝ ΛΗΣΜΟΝΗΘΟΥΝ….
ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Του ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
Εφημερίδα Η Φωνή του Πειραιώς αρ.
13.478/ 20 Νοεμβρίου 1990, σελίδες 1,3
Αθήνα, 1910
Τριών χρονώ ήταν η Μελισσάνθη που
χώρισαν οι γονείς της (1)
«Της
καταφρόνιας δέχομαι τα
φτύσματα
μοιράζομαι
μαζί σας τα
ραπίσματα
τους
εξευτελισμούς και τη ντροπή.
Τώρα γνωρίζω
ορφάνια τι θα πει.
Της μοίρας
αποπαίδι σε μιάν
άκρη
μουσκεύω το
ψωμί μου μες στο
δάκρυ» (2)
Μετά από ένα οικονομικό αδιέξοδο του
πατέρα (3) ζούσε μαζί του σε μιά φτωχογειτονιά στο Νέο Κόσμο. Στα δέκα της
όμως, η μητέρα της παντρεμένη τώρα με τον συνταγματάρχη Γ. Παπασπυρίδη την
παίρνει πάλι κοντά της στο Κολωνάκι, (Πατριάρχου Ιωακείμ 19) κι’ ο φυσικός της πατέρας, που
άρχισε ν’ ανέρχεται στα οικονομικά του’ ανέλαβε να πληρώσει τα δίδακτρα των
σπουδών της. (4).
Αθήνα 1920
Η φυματίωση, θανατηφόρος αρρώστια την
εποχή εκείνη, την ρίχνει κάτω στα δεκατρία της χρόνια. Αμέσως ο Κούγιας παίρνει
το κορίτσι του και το πάει στο σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Η μικρή
Μελισσάνθη (το βαπτιστικό της όνομα ήταν Ήβη), άρρωστη στο κρεβάτι εκείνο που
έβλεπε από το παράθυρο του νοσοκομείου ήσαν μόνο ατμοί ν’ ανεβαίνουν ανάμεσα
από τα δέντρα.
«Ήταν, σαν να καιγόταν το δάσος. Σε
λίγο, πάλι έβρεχε και πάλι έβγαιναν ατμοί. Καταλάβαινα γύρω μου το θάνατο και ο
Χάρος να μου γλείφει το αίμα!».
Την εποχή εκείνη ο Παλαμάς δεν
ζέσταινε την καρδιά της. Ψυχικά κοντά της ήταν μόνο οι χαμηλόφωνοι ποιητές.
«Θυμάμαι, έλεγα απέξω όλα τα ποιήματα
του Πορφύρα. Και το δικό του βιβλίο είχα κάτω από το μαξιλάρι μου». (5).
«Δόξα,
ωσαννά, στο Χάρο εμένα!
Όταν η νύχτα
αργά θλιμμένα
ρίχνει ένα
πέπλο σκοτεινό,
ψυχές και
ήλιο να σκεπάσει,
δροσολογιέμαι
στ’ άγρια δάση
και
ξαποσταίνω στο βουνό» (6)
«Αυτά
συλλογιζόμουν τότε. Μέσα μου, έντονο το ύφος και ο ρυθμός του ποιητή. Ξαπλωμένη
στο κρεβάτι ψιθύρισα στον πατέρα μου τους πρώτους στίχους μου:
Μαζί μου
κλαίει ο ουρανός
κι’ όπου κι’
αν ρίξω τη ματιά
κι’ η πλάση
όλη κλαίει
παντού το
δάκρυ ρέει.
Ρέει το
δάκρυ της βροχής
με το δικό
μου αντάμα
ζητά η ψυχή
παρηγοριά
μα ολούθε
βρίσκει κλάμα.
-Ταιριάζει
στη διάθεσή μου και στην εικόνα που έβλεπα. Θυμάμαι, ο πατέρας στενοχωριόταν
δίπλα μου και το καταλάβαινα….» (7)
Η Μελισσάνθη από τότε άρχισε να γράφει
ποιήματα. Αν και κοπέλα με πολλές ανησυχίες (8), τα ποιήματα που σκάρωνε είχαν
όλα μιά λύπη. Τα εγκατέλειψε όταν ο θείος της Γεώργιος Λαμπελέτ την πρόσβαλε.
Τϊ είχε συμβεί… Η ανιψιά του κάθισε κι’ αντέγραψε τα ποιήματά της σε κόλλες
τετραδίου και του τα παρέδωσε μέσα σ’ ένα «ωραίο φάκελο». Κι’ ενώ περίμενε την
κριτική του με αγωνία’ εκείνος της απάντησε: «Καλύτερα δεν μου τάβαζες μέσα σ’
ένα μπουκαλάκι!....» (9)
«Πόσο με πλήγωσε τότε. Δεν σκέφτηκε
ότι ήμουν παιδί;
-Μετά, που
με ρωτούσαν οι δικοί μου αν γράφω ποιήματα, τους έλεγα: «Τώρα πιά, διαβάζω μόνο
Φιλοσοφία!». Κι’ η Μελισσάνθη χαμογελούσε με τις παιδικές της αυτές αναμνήσεις.
Αργότερα, αγάπησε αρκετούς ποιητές, όλους τους ποιητές δικούς μας και ξένους
(10) Τον Πορφύρα όμως ποτέ δεν τον ξεχνούσε. Όπως, δεν είχε ξεχάσει ν’
απαγγέλει και στίχους του:
«Του
φθινοπώρου είναι ερημιές,
που μια πνοή
θλιμμένη
τα θέλγητρα
του Απριλιού
στον άνεμο
τα σπέρνει,
και φεύγουν
φύλλα, χρώματα,
πουλιά, κι’
άλλο δε μένει
παρά η σκιά
μιάς ομορφιάς
στον ώμο μας
να γέρνει,
αγάπης
ανοιξιάτικης το φόρεμα
ντυμένη…»
(11)
Θυμάμαι, της είπα, μιά μέρα: «Διαβάζω
στίχους του και φαντάζουν στα μάτια του σαν εκείνες τις σταγόνες που φέρνει η
δροσιά της νύχτας. Το πρωί, πάντα τις βρίσκω να κάθονται πάνω στα άνθη και στα
φύλλα. Ή, πάλι, να προχωρώ σε έρημη ακτή, η θάλασσα να φοβερίζει ο καιρός
σκότειμά μου γιατί ο καιρός σκοτεινιάζει. Το ξαφνικό συναίσθημα από μιά τυχαία
ψιχάλα στο πρόσωπο…. Αυτές είναι νομίζω, οι επίσημες ώρες του Λάμπρου Πορφύρα».
Και η Μελισσάνθη πρόσθεσε: «…. Αγνάντια στην ορχήστρα, αρμονική ή παράταιρη των
άλλων τραγουδιών!».
Ποιά τραγούδια να εννοούσε; (12)
ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙ
Η Μελισσάνθη
βρέθηκε νεκρή στην μπανιέρα της, την Παρασκευή το μεσημέρι, 9 Νοεμβρίου 1990.
Συνήθιζε κάθε πρωί, πέντε η ώρα, να κάνει ένα καυτό μπάνιο, για την κυκλοφορία
του αίματός της. Έτσι πίστευε… Γυμνή ήρθε στον κόσμο και έτσι έφυγε. Μόνη κι’
αβοήθητη. Κανείς δεν θα μάθει ποιό ήταν το τελευταίο της άχ!...
Πάντα ήθελα να γράψω για την ποίησή
της. Η ίδια πάντα έβρισκε τρόπους να μου το λέει. Έτυχε όμως ένα Σάββατο να
πάμε πάλι μαζί στο Α’ Νεκροταφείο. Και
να την φωτογραφήσω πολλές φορές. Χωρίς να με βλέπει. Την άφησα να περπατάει
μπροστά, μονάχη, ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Μαργαρίτες κρατούσε στην αγκαλιά της.
Μετά, με μια φλόγα στα χέρια, πάνω απ’
τα μνήματα, να σκύβει ν’ ανάψει το καντήλι τ’ αδερφού της. Και πάλι, σε λίγο,
να κάθεται στο πεζούλι ενός τάφου περιμένοντας τον παπά, πού νάτος, φάνηκε στο
βάθος. Και σε λίγο θυμίαμα να χωρίζει αυτήν και τον ιερέα.
Αργά το μεσημέρι φύγαμε απ’ εκεί. Στο
δρόμο μου ζήτησε να πιει κάπου ένα ζεστό. Της πρότεινα να πάμε στο «Διόνυσο»,
κοντά στη γειτονιά της. Το φώς του ήλιου και οι ανταύγειες του πάνω στην
Ακρόπολη του Παρθενώνα την ενοχλούσαν. Καθίσαμε λίγο παράμερα. Αντίκρυ μας ένας
άνδρας έτρωγε για μεσημέρι, μαζί μ’ ένα επτάχρονο- οκτάχρονο αγόρι. Τον άκουσα
που το ρωτούσε αν το σήκωσε η δασκάλα στο μάθημα. Η Μελισσάνθη κοιτούσε μόνον.
Έβλεπε πώς το περιποιόταν… Όταν, σιγά στ’ αφτί της είπα τί το ρωτούσε, η
Μελισσάνθη βούρκωσε. Ίσως, δεν έπρεπε… σκέφτηκα.
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι για να
ηρεμήσει…», γυρίζει και μου λέει.
Το μαντάτο της μου το τηλεφώνησε μιά
καλή συνάδελφος. Όταν μου περιέγραψε και πώς την βρήκαν, φαντάστηκα την
αγαπημένη της Μελανία (τη μαύρη γάτα) λυπημένη να νιαουρίζει σιμά της.
Τώρα πάνω από τον τάφο της θα πετούν
πολλές δεκαοχτούρες. Και μάταια θα ψάχνουν σ’ αυτό το μέρος για λίγο στάρι.
Αυτή που το σκορπούσε, γιατί αγαπούσε τα πουλιά, κοιμήθηκε.
Για
πάντα!...
ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Υστερόγραφο:
«-Γιατί ο Θεός είναι η Σιωπή και η
Αγάπη που τα περιέχει όλα».
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
(1)., Η
Μελισσάνθη γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου, (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) ή στις
7 Απριλίου (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) του 1907 στην Αθήνα, (στην οδό
Τσακάλωφ). Ο πατέρας της λεγόταν Δημήτριος Κούγιας (1863- 1924) γεννημένος στο
χωριό Περιβόλια της Αρκαδίας και η μητέρα της λεγόταν Ρουμπίνη Μαρινοπούλου (1874-
1944), γεννημένη στην Τρίπολη. Αργότερα ο αδερφός της μητέρας της, Ανδρέας
Μαρινόπουλος (συμβολαιογράφος), με Βασιλικό Διάταγμα άλλαξε το επώνυμο της
Οικογένειας του και ονομάστηκε Ανδρέας Κομνηνός. Κάτι λέει βρήκε σε παλαιά
χαρτιά και όλη η οικογένεια πίστεψε ότι είναι απόγονοι των Κομνηνών του
Βυζαντίου. Η Ρουμπίνη Μαρινοπούλου είχε άλλα δύο αδέρφια. Την Ευδοκία και έναν
αδερφό που πέθανε άσημος. Η Μελισσάνθη, τώρα τελευταία, ένοιωθε συχνά την
επιθυμία να γράψει για το σόι της. Ιδιαίτερα γι αυτόν τον αδερφό της μητέρας
της που ήταν ένας τύπος μποέμ της εποχής του, που όλοι στο σπίτι τον θεωρούσαν
αποτυχημένο. Μέχρι και το λούστρο έκανε για να ζει όπως θέλει. Αν ψάξουν στα
χειρόγραφά της θα βρεθούν σημειώσεις πρόχειρες γι΄ αυτόν. Μου τις είχε
διαβάσει. Τα λόγια της μου θύμιζαν τον «Επίλογο» από τα «Σφυρίγματα του Αλήτη»
του Κύπριου ποιητή Τεύκρου Ανθία (1904- 1968).
Πρέπει να σημειώσω, επειδή το αφιέρωμα
αυτό στη Μελισσάνθη γραμματολογικά στοιχεία «θέλει να σώσει» ότι, η αδελφή της
μητέρας της, Ευδοκία, (κόρη του Μαρίνου Μαρινόπουλου- Κομνηνού και της
Ανδρομάχης Δημητρακοπούλου, γεννηθείσα στη Μεσσήνη της Πελοποννήσου το 1878),
παντρεύτηκε στον Πειραιά το 1904, τον Στέφανο Σκυλίτση (που γεννήθηκε στη
Σμύρνη το 1865 και πέθανε στην Ελβετία το 1928), πατέρα του Αριστείδη Σκυλίτση
(1908) τέως Δημάρχου Πειραιά. Αξίζει να
σημειώσουμε ότι, η θεία της Μελισσάνθης υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του. Και
ζήσανε μαζί μόνο έναν χρόνο γιατί πέθανε στα 27 της από φυματίωση. Ως γνωστόν η
πρώτη του γυναίκα ονομαζόταν Αγγελική Μαυρομάτη, (κόρη του Ιωάννη Μαυρομάτη και
της Ειρήνης Παπαρέσκου, γεννηθείσα το 1868- Παντρεύτηκαν στην Αθήνα το 1895).
Και η Τρίτη κατά σειρά, σύζυγος του Στέφανου Σκυλίτση υπήρξε η Αικατερίνη- Νίνα
Ζαδέ (κόρη του Γεωργίου Ζαδέ και της Ευγενίας Ασημακοπούλου, γεννηθείσα το
1888). Μ’ αυτήν απέκτησε τον κ.
Αριστείδη Σκυλίτση. Παντρεύτηκε με τον πατέρα του στο Φάληρο το 1908 και πέθανε
στις 8 Νοεμβρίου του 1977 στην Αθήνα.
(2)., Στίχοι
18-23 του ποιήματος της Μελισσάνθης: «Τούτο μου εστί το αίμα», από την ποιητική
συλλογή: «Προφητείες», (1931).
(3)., Ο
πατέρας της Μελισσάνθης από τους πιο «περιζήτητους γαμπρούς της Αθήνας στις
αρχές του αιώνα μας» (γνώμη της Μελισσάνθης), διατηρούσε την μπυραρία «Το
Βασιλικόν», στην πλατεία Ομονοίας κάπου κοντά, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το
νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος. Όταν τον εγκατέλειψε η μητέρα
της έπαθε ψυχικό κλονισμό κι άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει έξω… Μου είχε πει η
ποιήτρια: «- Όταν τον χώρισε η μητέρα, μας κράτησε ο πατέρας μου κοντά του κι
εμένα και τον αδερφό μου Γιώργο. Γίναμε φτωχοί. Μέναμε στο σπίτι κάποιου Χιώτη
και συνόρευε ο δρόμος μας με την οδό Θεοδώρου Γεωμέτρου, κοντά στην εκκλησία
του Αγίου Παντελεήμονος στο Νέο Κόσμο. Εκεί, υψωνόταν εκείνα τα χρόνια κι ένας
βράχος, σα βουνό, που ξεπερνούσε το καμπαναριό του ιερού ναού. Πάνω εκεί
ζούσαμε. Σ’ ένα πλάτωμα. Μπροστά μας μιά πλατεία κι αντίκρυ μας ένας….
Στοιχειωμένος μύλος. Αυτόν που αναφέρω στο ποίημά μου το αφιερωμένο στον
Νικηφόρο Βρεττάκο. Πρίν λίγα χρόνια πήγαινα εκεί τα βράδυα σ’ αυτά τα μέρη και
μ’ άρεσε να περπατάω…. Τύχαινε να συναντώ τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη
(1925-1982) και του έλεγα: «- Γυρίζω εδώ, γιατί έχω ζήσει τα παιδικά μου
χρόνια».
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
(απόσπασμα)
«….. Λίγο
πριν αποκοιμηθώ’ μ’ άρεσε μισοκλείνοντας τις βλεφαρίδες να φτιάχνω παίζοντας
αχτίδες. Μα, όσο μεγάλωνα και κέρδιζα σε ψήλος, τόσο ξεμάκρυναν οι ουρανοί!. Α!
τώρα πια γινήκαν θρύλος’ οι χρόνοι εκείνοι οι μακρινοί. Των θαυμάτων πώς
στέρεψε η πηγή’ κι η ευλογημένη των δακρύων μου βροχή. Μα, με τι μυστική χαρά
θυμάμαι τώρα πώς χόρεψα μικρός γαλάζιος άγγελος στη γη. Κανείς δεν είδε τότε τα
φτερά που τους αθώους στόλιζαν ώμους. Όμως πόσο αλαφρά τα γυμνά πόδια μου χόρεψαν, στους δρόμους. Τι
τρυφερά το χέρι μου είχε κρατηθεί από το χέρι του πατέρα το πλατύ. Και πώς μέσα
στο στήθος του παιδιού τόσο μικρό καθώς ενός περιστεριού τα θαύματα όλα χώρεσαν
του κόσμου. Πόσο ο ανοιξιάτικος τότε ουρανός μου, ώ πόσο ήταν βροχερός’…. Τώρα
πόσο βαθιά η φλέβα των δακρύων μου που κυλάει. Και μια πηγή στο φως δεν
ξεπηδάει΄ τώρα, δεν βρέχει πια.».
(4)., Ο
πατέρας «ξεκινώντας» πάλι από την αρχή, ασχολήθηκε με την εισαγωγή και το
εμπόριο δερμάτων. Η Μελισσάνθη για την περίοδο αυτή της ζωής της κρατούσε
κλειστό το στόμα. Μόνον αν έκανες συντροφιά μαζί της, και πάλι, αν θα τύχαινε
να μιλήσει, να της ξεφύγει κάτι…
Σε μια φίλη
της όμως είχε πει αρκετά, στην Τατιάνα Σταύρου (1899-1990), «- Αυτός ο χωρισμός
των παιδιών, μούπε μιά μέρα η Κυρία Τατιάνα, πλήγωσε πολύ το αγόρι. Αγαπούσε
παθολογικά τη μητέρα του. Μάλιστα μιά μέρα που σχολούσε από το σχολείο την είδε
από μακρυά κι άρχισε να φωνάζει μες στο δρόμο: «- Μανούλα! Μανούλα!...». Έλιωσε
το παιδί στο κλάμα. Μετά άρχισε να ζηλεύει την αδελφή του και ήταν φυσικό. Αν η
Μελισσάνθη μας αφήσει «Προσωπικό Ημερολόγιο», εδώ πρέπει ν’ αναζητηθεί και η
κατοπινή σκληρότητά του. Και κείνη, πώς έκανε γι’ αυτόν!... Ανόητη παιδί μου.
Και στο γάμο της ακόμα, έναν πεινασμένο πήγε να πάρει. Δεν είχε στον ήλιο
μοίρα! Η Μελισσάνθη υπήρξε δυστυχισμένο πλάσμα. Προικισμένη από το Θεό,
κλωτσάει την τύχη της όσα χρόνια την ξέρω. Μέχρι σήμερα». (Αυτή ήταν η Τατιάνα
Σταύρου: το φωτεινό μυαλό, το παιχνιδιάρικο και επιθετικό συνάμα. Και τη
Μελισσάνθη την πονούσε τη λάτρευε και την θαύμαζε. Η ποιήτρια πάντα την
υπολόγιζε και τη σεβόταν.
Από τη Μελισσάνθη έμαθα ότι ο αδελφός
της Γιώργος (1902-1986) σπούδασε πολιτικός μηχανικός. Στον πόλεμο της Ελλάδας
με τους Γερμανούς δούλευε στην Αλεξανδρούπολη και τα λεφτά του τάστελνε στη
Γερμανία. Παντρεύτηκε κι έζησε εκεί, στα ξένα. Στην Ελλάδα ερχόταν για λίγο,
μόνο τα καλοκαίρια. Μέχρι που αρρώστησε. Συγκατοίκησε με τη Μελισσάνθη που τον
φρόντιζε. Στα τρεχάματα του αδελφού της, συμπαραστάθηκε πολύ ο Πειραιώτης
ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης (1940). «- Νοιώθω ιδιαίτερη στοργή για αυτό το παιδί
μου έλεγε συχνά η Μελισσάνθη. Και τώρα τελευταία με τις ώρες κουβέντιαζε μαζί
του στο τηλέφωνο πράγματα καθημερινά.
(5)., Μόλις
είχαν κυκλοφορήσει οι «Σκιές» του Λάμπρου Πορφύρα (1879- 1932) από τις εκδόσεις
«Βασιλείου» (20 Μαϊου 1920) και η Μελισσάνθη έτρεξε αμέσως ν’ αγοράσει το
βιβλίο του. Αν και αγαπούσε το έργο του, δεν πήγε ποτέ να συναντήσει τον ποιητή
στη Φρεαττύδα.
Το τελευταίο καιρό με τ’ αυτοκίνητό
μου’ τακτικά πηγαίναμε προς τα κει. Της άρεσε ο παραλιακός περίπατος κι όπου
βρίσκαμε ωραίο φαγητό καθόμαστε να φάμε. Είχε τους τρόπους και τον αέρα της
φοιτητικής ζωής. Γι’ αυτό και κατανοούσε πολλά στη ζωή και στον έρωτα των
ανθρώπων. Τον Πειραιά όμως τον αγαπούσε και για έναν άλλο λόγο. Μικρή όπως
μούλεγε είχε φοιτήσει στην Ελληνογαλλική Σχολή «Ζαν ντ΄ Άρκ» (Οικοτροφείο κείνα
τα χρόνια.). Κι ακόμα, ένας που την είχε ερωτευθεί νέα ήταν ο Πειραιώτης
πεζογράφος Κώστας Σούκας (1896-1981). Χωρίς βέβαια ποτέ να υπάρξει κάτι το
ιδιαίτερο. Η ίδια, πάντα αγαπούσε και θαύμαζε το συγγραφικό του έργο. Φιλία
διατηρούσε και με τον Νικηφόρο Βρεττάκο (1911) από πολύ νέα.
(«-Η
Μελισσάνθη με μύησε στα περισσότερα που ήξερα από μένα, σχετικά με την τεχνική
του στίχου. Αυτή στάθηκε για μένα η πρώτη έξωθεν καλή μαρτυρία (…). Τα
τελευταία χρόνια, βλεπόμαστε σπάνια και συμπτωματικά. Ωστόσο είμαστε πολύ
φίλοι. Όπως είπα και πιο πάνω, αυτό, που αφήνει ένας φίλος μέσα μας, μας
συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή. Έχω την αίσθηση πως ο ένας μας βρίσκεται μέσα
στον άλλο». Ο Ν.Β., για την Μελισσάνθη στον τιμητικό τόμο της «Εταιρείας
Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου», Αθήνα, 1985, σελ. 46 και 48-
«Τον Όρθρον τον Ερχόμενον»». (Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη). Η Μελισσάνθη στην
Εταιρεία αυτή χάριζε κατά διαστήματα και το αρχείο της.
(6)., Είναι η πρώτη στροφή του ποιήματος «Ο Χάρος»
(1898) του Λάμπρου Πορφύρα ποίημα αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά (1859-1943).
(7)., Μερικά
από τα πρωτινά αυτά ποιήματα της Μελισσάνθης έχουν δημοσιευθεί στη στήλη της
«Φιλολογικής Βραδυνής» που επιμελείτο την εποχή εκείνη κάποιος Δεβάρης με τον
γενικό τίτλο: «Ελληνικός Στίχος». Η Μελισσάνθη εκεί, δημοσίευε με το ψευδώνυμο:
«Λευκή Γιατσέντα». Μούλεγε πώς, η λέξη «λευκή» ήταν περιττή, γιατί η
«γιατσέντα» είναι λευκό λουλούδι.
(8)., Γύρω
στα 1930 πήρε δίπλωμα γαλλικής φιλολογίας από το Γαλλικό Ινστιτούτο της οδού
Σίνα, με καθηγητή τον φιλέλληνα Οκτάβιο Μερλιέ (1897-1976), που πρώτος την
ώθησε στην ποίηση. Μου είχε πει η Μελισσάνθη: «-Ο Μερλιέ λάτρης του Άγγελου
Σικελιανού (1884-1951) μας έβαζε να κάνουμε συγκριτικές εργασίες για τους
Κορνέϊγ (Πέτρος, 1606-1684)- Ρακίνα (Ιωάννη 1639-1699) και τους δικούς μας
αρχαίους τραγικούς. Και δος του εγώ διάβασμα. Πήγαινα στην Εθνική Βιβλιοθήκη
και μελετούσα με τις ώρες. Εκεί, βιβλιοθηκάριος ήταν ο Στέφανος Δάφνης (1882-
1947). Βλέποντάς με συνεχώς να διαβάζω έλεγε: «-Καλώς το, το καλό κορίτσι!».
Όταν όμως έμαθα πως ήταν κι αυτός ποιητής, έπαθα σοκ. Αργότερα, γίναμε και
οικογενειακοί φίλοι.».
Η Μελισσάνθη πήρε και δίπλωμα
γερμανικής γλώσσας από την παλαιά γερμανική ABENDSCHULE της Αθήνας. Σπούδασε ακόμα, αγγλικά
και πιάνο με καθηγήτρια την Χωραφά, μητέρα του αρχιμουσικού Δημήτρη Χωραφά
(1916) και μελέτησε τη Φιλοσοφία.
Η Μελισσάνθη μούχε πει ακόμα, πώς όταν
τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή, τις «Φωνές εντόμου» (Αθήνα, Μάιος 1930
τύποις Λ. Θ. Λαμπροπούλου), ο Κωστής Παλαμάς την καλοδέχτηκε. Αγαπούσε τους
νέους. Και της είπε καλά λόγια. Όταν όμως του ταχυδρόμησε την δεύτερη ποιητική
της συλλογή, τις «Προφητείες» (1931) έχοντας επισύρει και την προσοχή διαφόρων
προσωπικοτήτων της αθηναϊκής κοινωνίας, ακόμα και του πρωθυπουργού Ελευθερίου
Βενιζέλου (1864-1936) που ενδιαφέρθηκε να της δοθεί υποτροφία για τη Γαλλία),
όταν ξαναπήγε στον Παλαμά, της λέει θυμωμένος:
(«-Γιατί δεν
έβαλες και την διεύθυνσή σου να σου γράψω;» Και πρόσθετε η Μελισσάνθη: «-Ήταν η
εποχή που τον αμφισβητούσαν. (Αποστολάκης, Καραβίας, Χατζόπουλος). Και όλοι
τότε μιλούσαν για μένα: η μεγάλη μας νέα ποιήτρια και άλλα τέτοια…. Κι αυτό
ίσως τον είχε ταράξει.
«-Εσείς οι νέοι όλα τα ξέρετε! … Κάντε
πώς όλα τα ξέρετε!... μου έλεγε. Στενοχωριόμουν με αυτά που άκουγα από το στόμα
του.». Η Μελισσάνθη θα γράψει τη γνώμη της για τον Παλαμά μετά από πενήντα οκτώ
χρόνια, το 1989, όταν της το εζήτησα για να συμπεριληφθεί σε ένα αφιέρωμα για
τον Ποιητή που επιμελούμεθα με τον Στέλιο Γεράνη (1920). (Βλεπ. «Κωστής
Παλαμάς- 130 χρόνια» «Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», Β΄ έκδοση, Αθήνα 1989, σελ.49).
(9).,
Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945). Νεώτερος αδερφός του Ναπολέοντα Λαμπελέτ
γεννήθηκε στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε την πρώτη του εξαδέλφη της Ρουμπίνης
Μαρινοπούλου από μητέρα…. Και πέθανε στην Αθήνα. Μουσικολόγος με σπουδές στην
Νεάπολη της Ιταλίας, πίστευε πώς η μουσική διαπαιδαγώγηση του λαού έπρεπε να
αρχίσει από το σχολείο, γι’ αυτό και συνέθεσε τους στίχους για παιδιά, τα
«Χελιδόνια» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877- 1940) και εναρμόνισε πάνω από 100
δημοτικά τραγούδια. Έγραψε μελέτες για τη Μουσική και συνθέσεις τραγουδιών.
Μαζί με τον Αξιώτη εξέδωσαν το περιοδικό: «Κριτική» και αργότερα διηύθυνε το
περιοδικό «Τα μουσικά χρονικά» (1928- 1931)- περιοδικά και τα δύο που
ασχολούνται με την τότε μουσική κίνηση. Έγραψε κι αυτός ποίηση και στο
συμφωνικό του ποίημα: «Γιορτή» για να πειράξει την ανηψιά του (τη Μελισσάνθη) ης έγραψε για αφιέρωση: «Στη δεσποινίδα Ήβη
Παπασπυρίδη, την ποιήτρια των σταγόνων!».
(10)., Η
Μελισσάνθη παντρεύτηκε το 1932 τον δικηγόρο Ιωάννη Ν. Σκανδαλάκη (1955)
εξάδελφο της μητέρας του Νικηφόρου Βρεττάκου. Υπήρξε πολιτευτής Λακωνίας με το
Λαϊκό Κόμμα και συγγραφέας φιλοσοφικών πραγματειών. («Ο υπαρξισμός», «Η
αισθητική του υπαρξισμού» κλπ.).
Η Μελισσάνθη
μούπε κάποτε:
«-Νάξαιρες
τι ταλαιπωρίες έχω τραβήξει πάνω στα βουνά της Μάνης πηγαίνοντας με τον άνδρα
μου στα διάφορα χωριά ένας Θεός ξέρει…». Με τον άνδρα της έμενε στην οδό
Δεινοκράτους 11 και Σπευσίπου στην Αθήνα. Γειτόνευαν με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη
(1881- 1962) και τον Μάρκο Αυγέρη (1884-1973). Ταχτική συντροφιά τους ο Μάριος
Βάρβογλης (1885- 1967), ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ο Αναστάσιος Δρίβας
(1899- 1942), ο Γιώργος Σαραντάρης (1908- 1941), ο Γιώργος Κοτζιούλας
(1909-1956), ο Ι. Σφακιανάκης (1907-1985), ο Βασίλης Μοσκόβης (1915), ο
Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964), ο Κούλης Αλέπης (1903-1986), ο Μηνάς Δημάκης
(1916-1980), ο Άρης Δικταίος (1919- 1983) κ.ά.
(11).,
Στίχοι 1-5 από το ποίημα «Ερημιές» (1900) του Πορφύρα.
Είναι αλήθεια ότι η Μελισσάνθη, πέθανε
πικραμένη… Τα βράδυα, πάντα ήθελε να τηλεφωνιέται με αγαπημένα της πρόσωπα:
Αντιγόνη Βρυώνη- Χατζηθεοδώρου (1920), Αγγελική Βαρελά (1930), Ολυμπία
Καράγιωργα (1934), Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου (1933), Ζωή Καναβά (1933), Ιωάννα
Τσάτσου (1903). Εκτιμούσε πολύ και τους συναδέλφους της: Διαλεχτή Ζευγώλη-
Γλέζου (1907), Όλγα Βότση (1922), Τάσο Αθανασιάδη (1913), Ελευθέριο Πλατή
(1920), Γαλάτεια Σαράντη (1920), Παντελή Πάσχο (1933), Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ
(1937) και μου μιλούσε τακτικά για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη (1908) και την
αδελφή του Ζωή Καρέλλη (1901).
Η ποιήτρια Στέλλα Καρυτινού- Κομνηνού
και η γλύπτρια Λέλα Νικολετοπούλου ήσαν ίσως οι μόνες γυναίκες που της παρείχαν
και κάποια περιποίηση. Αν κάτι γνωρίζουν για ένα βιβλίο που ήθελε να τυπωθεί η
Μελισσάνθη μετά το θάνατό της (γιατί έχει γράψει- όπως μου έλεγε- διάφορα
οράματά της) νομίζω έχουν χρέος, σε συνεργασία με τη θετή κόρη της κυρία
Γεωργία Κούγια- Αναστασοπούλου (1955) να φροντίσουν την έκδοσή του. (Τα
χειρόγραφα πρέπει να βρίσκονται στα χέρια του νεαρού κριτικού Θανάση
Φωσκαρίνη).
Είναι ευτύχημα ότι η ίδια, πρόλαβε να
ετοιμάσει όλο το χειρόγραφο υλικό δύο βιβλίων της και να το παραδώσει στον
ποιητή και καλό της φίλο Τάσο Κόρφη (1929). Διευθυντή και εκδότη εκδόσεων
«Πρόσπερος». Πρόκειται για όλες τις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει η
Μελισσάνθη (το ένα βιβλίο) και όλα τα κριτικά της μελετήματα (το άλλο).
Πρόκειται για μιά Δεύτερη Έκδοση των «Νύξεων» (με όλα πλέον τα «σημειώματά»
της.).
Η Μελισσάνθη ζωγράφιζε κιόλας.
Σχεδίαζε και χρωμάτιζε κυρίως κινέζικες ζωγραφιές (λουλούδια, ανθρωπάκια,
κορυφογραμμές…). Τα παραποιούσε στα χρώματα και όπου αλλού της πήγαινε.
(12)., Για
τον Πορφύρα μου διηγείτο η Μελισσάνθη και το εξής περιστατικό:- Όταν τον
Αύγουστο του 1920 ο Δήμος Χίου του απένειμε αναμνηστικό χρυσό μετάλλιο, οι
ψαράδες οι φίλοι του στη Φρεαττύδα έλεγαν μεταξύ τους: «-Τα μάθατε. Στη Χίο
χαρίσανε στο Δημητράκη ένα χρυσό Μεταλλείο!». (Δημήτριος Σύψωμος ήταν το
πραγματικό του όνομα). Κι’ ακόμα κάτι: Μου έλεγε τις προάλλες ο μουσουργός κ.
Μενέλαος Παλλάντιος (1914) ότι, ανακοινώνοντας το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
στην Ακαδημία για την αποδοχή του βραβείου που αθλοθέτησε ο αδελφός του ποιητή,
Θεόδωρος Σύψωμος, είπε: «- Κύριοι Συνάδελφοι, η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών
σύψωμος εγκρίνει το ετήσιο «Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα». Και χαμογέλασαν όλοι οι
αθάνατοι!
Θα ήταν όμως παράληψη να μην αναφέρω
ότι, και στις 7 Δεκεμβρίου 1988, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού και
Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Πειραιά (ΠΟ. Π. ΚΕ. ΔΗ. Π.) σε συνεργασία με την
Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά (ΕΓ. Και Τ. Π. Γ. τον Πειραϊκό Σύνδεσμο
(Π.Σ.) και τη Φιλολογική Στέγη Πειραιώς (Φ.Σ.Π.) τίμησαν τα ογδοντάχρονα της
Μελισσάνθης στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Μίλησαν οι κυρίες Τούλα Μπούτου
(1924) και Ράνια Δώρου (1930-1990) και οι κύριοι Μανόλης Χριστουλάκης (1924)
και Χρίστος Αδαμόπουλος (1949). Τις τιμητικές διακρίσεις παρέδωσαν στην
ποιήτρια οι κ.κ. Βασίλης Αναγνωστόπουλος (1935), Αναπληρωτής Δήμαρχος Πειραιά.
Στέλιος Γεράνης, Πρόεδρος της Ε. Γ. και Τ. Π. Μανόλης Χριστουλάκης, Έφορος
Φιλολογικού Τμήματος του Π.Σ. και Χάρης Χρόνης (1934), Γενικός Γραμματέας της
Φ.Σ.Π. Η Μελισσάνθη ανεβαίνοντας στο βήμα διάβασε τα ποιήματά της: «Το μυστικό
όνομα», «Εκείνο το καλοκαίρι» και είπε: «-Αν και ποιήτρια δεν έχω άνεση
μιλώντας προφορικά. Σας ευχαριστώ όλους από το βάθος της καρδιάς μου. Ο
Πειραιάς με τίμησε πρώτος. Σας ευχαριστώ». Στην ίδια εκδήλωση χαιρέτησε την
ποιήτρια η φίλη της Ολυμπία Καράγιωργα.
Ίσως κάποτε, άλλοι να μιλήσουν και για
μια πρόταση προς την Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, που
στάθηκε αφορμή ν’ απονεμηθεί στη Μελισσάνθη-με εισήγηση προς την Ολομέλεια του
Τάσου Αθανασιάδη το «Αργυρόν Μετάλλιο» της Ακαδημίας Αθηνών. Το αργυρούν
απονεμήθηκε και στους Κάρολο Κουν (1908-1966), Αλέξη Μινωτή (1900-1990).
Η Μελισσάνθη το Αργυρούν Μετάλλιο το
είχε αφημένο μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα της.
Το «χρυσούν» απονέμεται μόνον σε
ιστορικές τοποθεσίες και για την «συμμετοχή» τους σε απελευθερωτικούς αγώνες
του Έθνους μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ,
εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη
20/11/1990.
--
Κλείνουμε το Πειραιώτικο σημείωμα μνήμης
Πειραιωτών και της ποιήτριας Μελισσάνθης με μερικές ενδεικτικές πληροφορίες,
κυρίως για τον χρόνο της απώλειάς της.
-εφ.
Ελευθεροτυπία 27/11/1989 Η βραδιά της Μελισσάνθης. -περ. Ραδιοτηλεόραση
27/11/1989. ΕΡΤ-2. 21.45. ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ.
Μελισσάνθη. (Παραγωγή Γιώργος Σγουράκης. Σκηνοθεσία Κώστας Στυλιάτης. Διεύθυνση
παραγωγής Ηρώ Σγουράκη). - Β.Κ. ΚΑΛ (αμαράς) εφ. Ελευθεροτυπία 10/11/1990
Τέλειωσε η εποχή της Μελισσάνθης. -εφ. Τα Νέα, Σάββατο 10/11/1990 Έσβησε η φωνή
της Μελισσάνθης. -εφ. Το Βήμα 11 /11 / 1990 Το τέλος στις αγωνίες της ποιήτριας.
-εφ. Ο Ριζοσπάστης 13/11/1990. Μελισσάνθη, χαίρε. -εφ. Ελευθεροτυπία
13/11/1990. Κηδεύτηκε η ποιήτρια Μελισσάνθη. -περ. Αντί τχ. 451/16-11-1990
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ «ΟΡΑΜΑΤΙΖΟΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΙΔΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».-εφ. Η Καθημερινή 1/1/1991
Μελισσάνθη. -εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13/10/1999, «Θάβουν» τη Μελισσάνθη. Για
το έργο της ποιήτριας, μια ομαδική ενυπόγραφη διαμαρτυρία. -εφ. Η Αυγή
14/10/1999 «Το πνευματικό έργο της Μελισσάνθης ανήκει σε όλους τους Έλληνες». Επιστολή-καταγγελία
δεκαεννέα ανθρώπων των γραμμάτων για την αξιοποίηση του αρχείου της σημαντικής
Ελληνίδας ποιήτριας και διανοουμένης. -Χρίστου Αδαμόπουλου, εφ. «Η Φωνή του
Πειραιώς» αρ. φ. 13.478/20-11-1990. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΛΗΣΜΟΝΗΘΟΥΝ… ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. -Μαρία Αθανασοπούλου, περ. Κονδυλοφόρος τχ.1/ 2002, σ. 91-118.
«Ισότητα στη Διαφορά»: Γυναικεία ποίηση στις αρχές του 20ου αιώνα. [V. Η
σονετογραφία της Ήβης Σκανδαλάκη (Μελισσάνθης) σ.114-118]. -Ντίνα Βασιλάκου,
εφ. «Έθνος» Τετάρτη17/5/1989. ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ. Μονόγραμμα. -Στέφανος Μπεκατώρος,
περ. Αντί τχ. 698/29-10-1999, σ.49. ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. -Δήμητρα Παυλάκου, εφ. Η
Αυγή 25/11/1990. Μελισσά- ν(θη). (Η κοντέσα Βαλέρενα της ελληνικής ποίησης). -Μαρία
Λαμπαδαρίδου- Πόθου, εφ. Η Εβδόμη 19/7/1987. Γυναίκες στην ελληνική ποίηση. -Μαρία
Ρέγκου, εφ. 2000(;) 6/11/1994, σ. 32-33. Μνήμες. Ένα τριζόνι στο πέτο του
κόσμου. ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ: Τέσσερα χρόνια σιωπής. -Πέτρος Ρεζής, εφ. Η Εξόρμηση
15/2/1987. Το οδοιπορικό της ζωής και του θανάτου. «Πού είμαι; Πώς πιάστηκα
μέσα σε μένα;». -Χρύσα Σπυροπούλου, περ. Η Ευθύνη τχ. 238/12, 1990, σ. 605-609.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ. -Μισέλ Φάϊς, εφ. Τύπος της Κυριακής, Κυριακή 3/6/1990,
σ.52-53. Η ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ. Η ποιήτρια που έχει όραμά της μια κοινωνία
αγάπης. -Μισέλ Φάϊς: επιμέλεια, εφ. Ελεύθερος Τύπος 18/11/1990. ΤΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΣΤΟΝ «Τ. Τ.Κ.». -Θάνος
Φωσκαρίνης, εφ. Η Αυγή 28/4/2000. Ο Γολγοθάς μιάς έκδοσης. Και η μεταθανάτια
μοίρα της ποιήτριας Μελισσάνθης. -Θάνος Φωσκαρίνης, Επιστολή. Περ. Αντί
τχ.455/28-12-1990, ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ………………
«Και
στου ποιητή τα χείλη ο μέγας πόνος
Δόξα
γίνεται «ωσαννά».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Τρίτη 22 Ιουλίου
2025.