Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Χρίστος Αδαμόπουλος, ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

 

Μνήμη ΧΡΙΣΤΟΥ  ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

(14/9/1949- Τετάρτη 7/7/2010)

 

           Όσο και να θέλεις να παραμείνεις ατάραχος, όσο και αν προσπαθείς να το κρύψεις, να κρατήσεις σε έλεγχο τα συναισθήματά σου, να μην αφήσεις τις αναμνήσεις σου να παρασυρθούν σε έναν δημόσιο επαινετικό ή κριτικό σχολιασμό για ένα πρόσωπο, έναν καλοκάγαθο Πειραιώτη συγγραφέα που έτυχε να συναντήσεις, να γνωρίσεις από κοντά, να συνεργαστείς, να συνομιλήσεις δεν είναι εύκολο. Η φωνή σου πνίγεται μέσα στην βουβή θλίψη της όποιας πρόσκαιρης ματαιότητας της αναγνωρισημότητας που σου παράσχει η Τέχνη. Η ανθρώπινη Γραφή και Καλλιτεχνία που έγινε αινιγματικός Λόγος πίστης ή απιστίας μεταφυσικής ελπιδοφορίας, και καταλήγει σε οριστική σκόνη οστών, σε μία κιτρινισμένη φωτογραφία ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι, σε στάχτη σκορπισμένη σε κάποιον κακοτράχαλο ορμίσκο της πόλης του Πειραιά, ή σε μία λήκυθο στολισμένη με μαραμένα λουλούδια μέσα στο Δημόσιο Σήμα. Καθένας πειραιώτης και κάθε μιά πειραιώτισσα κουβαλά στο δισάκι της μνήμης του την προσωπική του ιστορία, την ιστορία των χρόνων του παρελθόντος του και των πυρακτωμένων εμπειριών του που δεν θα προλάβει να εξιστορήσει στους μελλοντικούς, στους επερχόμενους, στους ακολουθούντες τους δρομολογούντες την νέα αρχή, αυτός είναι ο Θάνατος. Η διακοπή της αφήγησης των προηγούμενων του ανθρώπου εμπειριών και βιωμάτων, εξομολόγησης προκαταβολικών καταστάσεων ζωής στην επερχόμενη λήθη του ρέοντος χρόνου, την αχαρτογράφητη λησμοσύνη των αναμνήσεων, στις ερχόμενες στρατιές των εμπύρετων σωμάτων ηδονής και πένθους. Το ακατάπαυστο και φλύαρο κουβεντολόι με τους γύρω μας, με τον εαυτό μας, τον άλλον που δεν θα γνωρίσουμε την νοσταλγία της σιωπής του στην δική του έκθεση σώματος και ψυχής του.

«Η μνήμη ενός θανάτου ξαγρυπνάει

σαν ένας σπόρος λαμπερός μες στην καρδιά μου

-ένα κουκί χρυσάφι απ’ ώριμο σιτάρι-

Βαρύς σε νόημα ο λόγος που μεστώνει

μες στης βαθύκολπης σιωπής τη μήτρα

Μα είναι πικρός τέτοιος καρπός στα χείλη

δειλιάζει κι η ακοή να τον βαστάζει

κι ανάκουστος κυλάει ξανά στα βύθη…….»

………………………….  

       Η φωνή της ποιήτριας συνοδευτική καμπάνα πένθους και πάλι: «Ξεκινάμε ανάλαφροι, καθώς η γύρη/ που ταξιδεύει στον άνεμο./ Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα/ γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό/ κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη….». Κούτσουρα δέντρα αφήνει πίσω του ο Θάνατος, καψαλισμένες φλούδες κορμιών, χαμένων εμπειριών που τερμάτισαν τα ταξίδι προς την αυτογνωσία, σπόρους που δεν θα καρπίσουν ξανά ή δεν θα προλάβουμε να τους δούμε εμείς. Θάνατος το τέλος της απληστίας να υπάρξουμε. Σελαγίσματα όσων σου αναλογούσαν από τη Μοίρα ως απλήρωτο μεροκάματο ζωής στις μουντές διαβαθμίσεις των καιρών, ως λαθρομετανάστευση κατάθεση των πέντε αισθήσεών μας στο ξόδεμα και το ξόδι των χοϊκών αισθημάτων μας. Δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το φαινόμενο του Θανάτου που σε τρομάζει, σου φέρνει ταραχή, ναυτία, παλλόμενη απογοήτευση, αίσθηση ματαιότητας, σε αποπροσανατολίζει από αυτά που σχεδίαζες στης ζωής σου το καμίνι να πράξεις ή τις ασυνόδευτες βεβαιότητες των συγγραφικών σου πεπραγμένων, των πνευματικών κύκλων που συμμετείχες, ενθαρρυντικά αναζητώντας να χαράξεις τα ίχνη σου στα μονοπάτια της παράδοσης της Πόλης σου που άλλοι, πριν από εσένα είχαν ανοίξει. Δεν είναι το ξαφνικό και απότομο φρενάρισμα των τροφοδοτικών πηγών της ζωής από τον Θάνατο, το κόψιμο του νήματος της αναπνοής που χάνεται στο σύμπαν, στην φύση, σε αυτά που οραματιζόσουν να πραγματοποιήσεις από το δικό σου μετερίζι και έγιναν λίπασμα σε ξερό και άνυδρο έδαφος. Κλίσεις και πτώσεις λέξεων της μεθυσμένης αλαλίας μας, συντακτική επεξήγηση της σιωπής ως κατόρθωμα ωρίμανσης (;), ακύρωση μετάφρασης των επικοινωνιών μας, του φωτεινού Σήματος που εκπέμπει η μυθική παρουσία του Θεού που Σημαίνει λίγο πριν κατέβει στον Άδη. Μεθυσμένος από υπογραμμισμένα όνειρα  φιλοδοξούσες να δώσεις τις δικές σου απαντήσεις στα ερωτήματα της εποχής σου της ιστορικής σου βιωμένης πραγματικότητας ως πρόταση, ως γνησιότητα αποριών, ως διαπραγματευτικό οβολό στα άλυτα αινίγματα που έπονται, αυτά που ελέχθησαν και όσα δεν ελέχθησαν ακόμα και διασκορπίστηκαν ως ήχοι ευθυμίας και πόνου μέσα στην οχλαγωγία της σύγχρονης λησμοσύνης των μεταγενεστέρων. Χάθηκαν σε ότι ακόμα και σήμερα δεν μπόρεσες να βρεις παρηγοριά, απάγκιο, στον κλήρο που δεν εξαργυρώθηκε στις ατέλειωτες περιπλανήσεις των διαβασμάτων σου. Όσα αγωνίσθηκες να σκιτσάρεις με μελανά ή λαμπερά χρώματα, ανόθευτα από μεταφυσικούς καταναγκασμούς και ηθικούς εξαναγκασμούς με την δημόσια Εικόνα σου μέσα στην μικρή Κιβωτό της Πόλης σου με τους πρόγονους κωπηλάτες που έτυχε να μεγαλώσεις, να περπατήσεις, να περιπλανηθείς στα τυφλά και αμαυρώθηκαν από τον Χρόνο και των εμπειριών το βάρος. Τον ανάδελφο Χρόνο του καθενός (μας) που συννεφιάζει σε δικαίους και αδίκους, σε «αμαρτωλούς» και «αγίους», σε επώνυμους και ανώνυμους, σπουδαγμένους και άσημους, στις σπορές των ανθρώπων- δημοτών, μελλοντικούς συνταξιδιώτες μνημών και παθών. Ο Θάνατος αδειάζει τις θέσεις των Θεωριών του μεγάλου σκηνικού του Θεάτρου της Ζωής, είτε έχεις προλάβει να δεις την παράσταση βγάζοντας εισιτήριο είτε όχι. Φεύγοντας πρόσωπα που γνώρισες πριν από εσένα, είτε αυτά είναι συγγενείς, είτε φίλοι, είτε πνευματικοί συνοδοιπόροι, είτε συναγωνιστές στους ιδεολογικούς σου αγώνες, συναθλητές συνδημότες, είτε πρόσωπα που επέλεξες να μοιραστείς ερωτικά τον χρόνο των εμπειριών και καταστάσεων του βίου σου, αισθάνεσαι ότι χάνεται η πρωταρχική σου αρτιμέλεια,-πού ίσως και να μην σου αναλογούσε σε όλες της τις διαστάσεις, ότι η Πόλη σου-στην προκειμένη περίπτωση ο Πειραιάς- χάνει μία από τις ψηφίδες που εικονογραφούν το Μωσαϊκό της. Ξεθωριάζουν τα χρώματα, οι φιγούρες χάνονται στο βάθος του χρόνου, φθείρονται οι πρόσκαιρες των συναντήσεων Μορφές. Σιγούν οι Φωνές της Πόλης ολομόναχες, ανυπεράσπιστες, απροστάτευτες, αφανείς στην δημόσια όραση, σφραγίδες σημαδιακών χρονολογιών της ζωής σου. Κλείνουν οι στρόφιγγες της φωτοδότησης της παράδοσής της με κάθε θάνατο, πεισματώνουν οι μνήμες των επερχόμενων. Αντιστρατεύονται οι δυνάμεις της ζωής τον εφιάλτη της θνητότητας, σφυρηλατούν και συνεχίζουν έστω και ερήμην μας το απρόβλεπτο, το τυχαίο, το μοναδικό, το μη πάντοτε απτό, ακαθόριστο παιχνίδι των ανθρώπων, των έμβιων όντων που δεν εξαφανίστηκαν από τις αλόγιστες συμπεριφορές των ανθρώπων, τις παρεμβάσεις τους, στην ολότητά τους πάνω στην Θεατρική Σκηνή της Πόλης σου. Εποπτεύουσα αρχή ο θάνατος της ζωής. Μια Σκηνή που περιλαμβάνει συντελεστές, ερμηνευτές και θεατές μαζί.

Η Πειραϊκή Κιβωτός εξακολουθεί να αποπλέει συνεχίζοντας το ταξίδι της με ούριο άνεμο ή φουρτουνιασμένο, και άλλοτε σηκώνει μαύρα άλλοτε λευκά πανιά σε κάθε γενιά πειραιωτών ταξιδευτών. Το τραύμα του πένθους συναγωνίζεται το τραύμα του θάμπου της ζωής.

          Και με το γρέζι της φωνής της: «Κι όλο βιαζόμουν να προλάβω στ’ ανοιχτά του απείρου/ των κόσμων την αυγή/ Μέσα απ' τα σκότη βγαίνοντας του εφιαλτικού μου/ ονείρου/ σαν σπόρος απ’ τη γη». 

        Ανδρέας Αγγελάκης (28/3/1940- 18/5/1991) πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής, Χρίστος Αδαμόπουλος (14/9/1949- 7 /7 / 2010) συγγραφέας και δοκιμιογράφος, δύο Πειραιώτες πνευματικοί συνοδοιπόροι στην ίδια Πόλη που συνταξίδεψαν εκτιμώντας ο ένας τον άλλον σε κοινές τους σχετικά καλλιτεχνικές ενασχολήσεις. Δύο πρόσωπα του πρώτου Λιμανιού των προηγούμενων δεκαετιών- των δεκαετιών της δικής μας γενιάς- που σημάδεψαν με το έργο τους και την φυσική τους παρουσία αυτό που ονομάζουμε και αποδεχόμαστε ως Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή και Παράδοση, Πειραϊκή Συνείδηση. Δύο πνευματικές φυσιογνωμίες της Πόλεως του Πειραιά που ανέπνευσαν από την ίδια Πειραϊκή αύρα, νοτίστηκαν από την αλμύρα του θαλάσσιου στοιχείου του Πόρτο Λεόνε, βάδισαν σε κοινά πολιτιστικά χνάρια των Μακρών Τειχών της, και έπαψαν να βλέπουν το φως και τα ηλιοβασιλέματά της με διαφορά μιάς δεκαετίας, στερώντας την Πόλη από τις δημιουργικές τους παραγωγικές δυνάμεις και προσφορά. Αν δεν έφευγε νέος ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης θα είχε ακόμα πολλά να προσφέρει με την ποίησή του και τις μεταφράσεις του στην «Θάλασσα και τον Ουρανό» της Πειραϊκής Γης, αν δεν εγκατέλειπε τα εγκόσμια σχετικά νέος ο συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος ενδέχεται τα πολιτιστικά πράγματα της Πόλης μας να ήταν διαφορετικά. «Μόνο ένα φύσημα να σε διαλύσει σώνει/ και τα έργα σου όλα τα τρανά μια φούχτα σκόνη». Δυό πρεσβευτές των Πειραϊκών Γραμμάτων που τίμησαν την Πόλη τους, έγραψαν την δική τους ιστορία ως κατόρθωμα και άθληση βίου. Πάλεψαν και νικήθηκαν από τον « σκοτεινό κουρσάρο θάνατο» καλλιεργώντας με ευβουλία τον κρουστό τους θρύλο, τον μύθο της Πόλεως Πειραιώς.

      Μετά την αντιγραφή του κειμένου του Ανδρέα Αγγελάκη για την μεταφραστική παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Μελισσάνθης, αντιγράφω στο παρόν σημείωμα το κείμενο του Πειραιώτη συγγραφέα και δοκιμιογράφου Χρίστου Αδαμόπουλου, ένα δημοσίευμα που μας μιλά για τις περιπτώσεις δύο ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου. Συσχετίζει με όχημα τον λόγο αναμνήσεων της Μελισσάνθης την σχέση της με την ποίηση του Χιώτη ποιητή εγκατεστημένου στον Πειραιά Λάμπρου Πορφύρα. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του (ο Αδαμόπουλος) για το πώς η αγαπημένη φίλη του Μελισσάνθη προσέλαβε από τα μικρά της, τα εφηβικά της άγουρα χρόνια την ποίηση του πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα. Και αδελφωμένοι οι δύο ποιητές «Ένα άλλο αίμα ρέει στις φλέβες μας/ μι’ άλλη φέρνουμε μοίρα/ Κοιτάζουμε ένα διάφορο ουρανό». Και εμείς μαζί τους τον Πειραιώτικο ουρανό των ονείρων.

     Ο Χρίστος Αδαμόπουλος ψιλοβελονιά την ψιλοβελονιά χαρτογραφεί το οικογενειακό της δέντρο με λεπτομέρεια, μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες και στοιχεία που, αν δεν τα είχε καταγράψει θα είχαν ίσως χαθεί, μια και στις κατά καιρούς συνεντεύξεις της η ποιήτρια μας δίνει το περίγραμμα της ζωής της, όχι όμως από τον Πειραϊκό φωτισμό με τον οποίο φωτίζει τα οικογενειακά της γεγονότα ο Χρίστος Αδαμόπουλος. Μας μιλά στο πώς έβλεπαν Πειραιώτες συγγραφείς την Μελισσάνθη, την βοήθεια που δέχτηκε από τον Ανδρέα Αγγελάκη, εντοπίζει οδούς διαμονής της και συμπληρώνει την πινακοθήκη των ονομάτων με τα οποία συνομιλούσε η ποιήτρια δίνοντάς μας το χρονολογικό στίγμα γέννησης και θανάτου γνωστών μας ποιητών και ποιητριών. Ο Χρίστος Αδαμόπουλος έχει μπροστά του το συγγραφικό και εξομολογητικό υλικό που μας κατάθεσε η ποιήτρια Μελισσάνθη. Αντίστοιχα ήταν κάτοχος των συγγραφικών της μεταφραστικών εργασιών και δημοσιευμάτων, χειρογράφων και ο Ανδρέας Αγγελάκης στο δικό του άρθρο που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας. Ο Αδαμόπουλος διατηρεί από την μεριά του στενή φιλική και πνευματική επαφή με την Μελισσάνθη, την συνοδεύει σε εξόδους της, την προσκαλεί σε φαγητό, σε κοινούς περιπάτους στην ακτογραμμή της Φρεαττύδας, στα χώματα και τα βράχια που χτυπούσε το μπαστουνάκι του ο Πορφύρας.  Την παρατηρεί από απόσταση καθώς ανάβει το καντηλάκι των δικών της, συνομιλεί μαζί διαρκώς, γνωρίζει τις κινήσεις της, εκμαιεύει λόγια και θέσεις της, ενημερώνεται για ανέκδοτες, ατύπωτες εργασίες της, ενδιαφέρεται για την παρουσία της ειλικρινώς. Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που μας δίνει από πρώτο χέρι είναι τεκμηριωμένες, μπορούμε να βασιστούμε στην σχολαστικότητα των αναφορών του. Μια πρακτική όχι μάλλον και τόσο διαδεδομένη από τους Πειραιώτες της γενιάς του, και μάλιστα, όσων δημοσίευαν κείμενά τους στον Πειραϊκό τύπο με των τυπογραφείων ατέλειες, λάθη των τυπογράφων και άλλες τεχνικές αβλεψίες της εποχής.

«Σπλαχνικός είναι ο ύπνος

για την αβέβαιη ύπαρξή μας

για την αδύνατή μας μνήμη

που δεν αντέχει τη μεγάλη Αγρυπνία

για το άστατό μας χέρι

για την απρόσεχτη καρδιά μας

που δεν αντέχει το μαχαίρι της Αγάπης

που τη βυθομετρά

που δεν αντέχει τη φωτιά της Ύπαρξης»

………………………………

Εδώ παρενθετικά για άλλη μία φορά να αναφέρουμε ότι η τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» του κυρίου Παύλου Πέτσα αλλά και πριν η εφημερίδα περιέλθει στην ιδιοκτησία του, μέχρι την χρονιά που έκλεισε, υπήρξε ένα φυτώριο πειραϊκού πολιτισμού, -όπως και οι άλλες εφημερίδες της Πόλης- ένα ολιγοσέλιδο ανοιχτό και ανεξάρτητο από πολιτικές ή κομματικές κηδεμονεύσεις έντυπο στο οποίο δημοσιεύονταν κάθε τι που αφορούσε ή είχε σχέση με τα Πειραϊκά Γράμματα. Κάθε πειραιώτης ή πειραιώτισσα αλλά και άλλων όμορων Δήμων δημιουργός μπορούσε να δημοσιεύσει ό,τι ήθελε, θεωρούσε χρήσιμο και ενδιαφέρει το Πειραϊκό κοινό, την Πόλη. Ποιήματα, μικρά κείμενα και άρθρα, ενημερωτικά δελτία εκδηλώσεων, περιλήψεις ομιλιών που δόθηκαν ή είχαν εξαγγελθεί, ημερολογιακές πειραϊκές αναμνήσεις, κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, συμμετοχές σε φιλολογικά βραδινά και συζητήσεις, σχολιασμοί θεατρικών παραστάσεων, ατομικοί διαξιφισμοί για Πειραϊκά ζητήματα, επαινετικά ή πικρόχολα σχόλια αφορόντα τα πολιτιστικά πράγματα της Πόλης των δεκαετιών μετά το 1974, τα πρόσωπά της. Αναφέρομαι στα χρόνια μετά το 1974 που την γνώρισα. Είναι τραγική παράλειψη από τους αρμόδιους φορείς της Πόλης που δεν συγκεντρώθηκαν το σύνολο των σωμάτων των εφημερίδων και εντύπων του Πειραιά, όλοι οι τίτλοι του τοπικού τύπου που κυκλοφόρησαν αν δεν κάνω λάθος. Ούτε γνωρίζω αν έχουν μπει στην διαδικασία της ψηφιοποίησης και ποιες. Οι σελίδες των τοπικών εφημερίδων είναι ο καθρέφτης των πνευματικών και καλλιτεχνικών γεγονότων της Πόλης, το υφαντό του αργαλειού των πολιτιστικών χρόνων της εποχής τους. Η Μνήμη ονομάτων και δημοσιευμάτων που αποτελούν το ψηφιδωτό της καθόλου ιστορίας της Πόλης. Ο Χρίστος Αδαμόπουλος μας δίνει το οικογενειακό της πορτραίτο εν κινήσει μέσα στην περιπέτεια της ζωής και της γραφής της. Εκμυστηρεύσεις που, ολοκληρώνουν από την μεριά της το βιογραφικό της πορτραίτο. Εμείς οι Πειραιώτες πληροφορούμαστε την άμεση κατά κάποιον τρόπο σχέση της ποιήτριας και μεταφράστριας με την γνωστή οικογένεια Σκυλίτση, και μάλιστα, τον τελευταίο απόγονο Πειραιώτη Δήμαρχο της επταετίας Αριστείδη Σκυλίτση. Ένα Δημαρχιακό αίνιγμα παρά τα 50 χρόνια της πολιτικής μας Δημοκρατικής Μεταπολίτευσης που διάβηκαν έκτοτε. Δεν παραλείπει ο Χρίστος Αδαμόπουλος να συμπληρώσει στο εκτενές Υστερόγραφό του με αποσπάσματα της ίδιας της Μελισσάνθης. Το κείμενο που δημοσιεύει στην εφημερίδα συνοδεύεται και με κοινές τους ασπρόμαυρες φωτογραφικές στιγμές, και ένα μικρό σκίτσο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα που εμπλουτίζουν τα στιγμιότυπα των λεγομένων και αναφορών του.

«…Πολλές φορές μ’ αδρανείς πέτρες μοιάσαμε

μπρος στην  τυφλωτική λάμψη του κόσμου

Σε ύπνους βουλιάξαμε, αποκοιμηθήκαμε

Πολλές φορές με του υπνοβάτη μάτια

σ’ υπνοβάτες ανάμεσα βαδίσαμε

Μας κοίταζαν μα δίχως να μας βλέπουν

κι απ’ τ’ άδεια μάτια τους μας έβλεπε ο άδης

Πολλές φορές νεκροί μες στο άδειο διάστημα

ανάμεσα σε σκιές νεκρές βαδίσαμε

μα ο ήχος μιάς νιφάδας του  χιονιού

έφτανε πάντα για να μας ξυπνήσει

κι ενός περιστεριού μόνο αναφτέριασμα

Όμως πολλές φορές το φώς της μέρας

με του τυφλού ατενίσαμε τα μάτια

και σε σκοτάδια τρέχαμε αδιαπέραστα

μες στο φλογερότερο μεσημέρι

Ξυπνήσαμε στις κωδωνοκρουσίες

η μυστική λιτανεία σαν πέρναγε

και μόλις να κρατήσουμε προφτάσαμε

άρωμα από λιβάνι και ροδόφυλλα…..

…………………………………….»

          Από την μεριά μου διατήρησα την ορθογραφία του δημοσιεύματος, και δεν μπήκα στον πειρασμό να συμπληρώσω με τις ημερομηνίες θανάτου όσες δεν γράφει ο Αδαμόπουλος, λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψη μας την ημερομηνία δημοσίευση του άρθρου. Και ακόμα, και εγώ όπως και πολλοί άλλοι Πειραιώτες που αγαπούσαν την ποίησή της είχαμε παρακολουθήσει την τιμητική εκδήλωση για την ποιήτρια ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ.

          ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΛΗΣΜΟΝΗΘΟΥΝ….

ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Του ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα Η Φωνή του Πειραιώς αρ. 13.478/ 20 Νοεμβρίου 1990, σελίδες 1,3

Αθήνα, 1910

          Τριών χρονώ ήταν η Μελισσάνθη που χώρισαν οι γονείς της (1)

«Της καταφρόνιας δέχομαι τα

φτύσματα

μοιράζομαι μαζί σας τα

ραπίσματα

τους εξευτελισμούς και τη ντροπή.

Τώρα γνωρίζω ορφάνια τι θα πει.

Της μοίρας αποπαίδι σε μιάν

άκρη

μουσκεύω το ψωμί μου μες στο

δάκρυ» (2)

          Μετά από ένα οικονομικό αδιέξοδο του πατέρα (3) ζούσε μαζί του σε μιά φτωχογειτονιά στο Νέο Κόσμο. Στα δέκα της όμως, η μητέρα της παντρεμένη τώρα με τον συνταγματάρχη Γ. Παπασπυρίδη την παίρνει πάλι κοντά της στο Κολωνάκι, (Πατριάρχου  Ιωακείμ 19) κι’ ο φυσικός της πατέρας, που άρχισε ν’ ανέρχεται στα οικονομικά του’ ανέλαβε να πληρώσει τα δίδακτρα των σπουδών της. (4).

Αθήνα 1920

     Η φυματίωση, θανατηφόρος αρρώστια την εποχή εκείνη, την ρίχνει κάτω στα δεκατρία της χρόνια. Αμέσως ο Κούγιας παίρνει το κορίτσι του και το πάει στο σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Η μικρή Μελισσάνθη (το βαπτιστικό της όνομα ήταν Ήβη), άρρωστη στο κρεβάτι εκείνο που έβλεπε από το παράθυρο του νοσοκομείου ήσαν μόνο ατμοί ν’ ανεβαίνουν ανάμεσα από τα δέντρα.

          «Ήταν, σαν να καιγόταν το δάσος. Σε λίγο, πάλι έβρεχε και πάλι έβγαιναν ατμοί. Καταλάβαινα γύρω μου το θάνατο και ο Χάρος να μου γλείφει το αίμα!».

          Την εποχή εκείνη ο Παλαμάς δεν ζέσταινε την καρδιά της. Ψυχικά κοντά της ήταν μόνο οι χαμηλόφωνοι ποιητές.

          «Θυμάμαι, έλεγα απέξω όλα τα ποιήματα του Πορφύρα. Και το δικό του βιβλίο είχα κάτω από το μαξιλάρι μου». (5).

«Δόξα, ωσαννά, στο Χάρο εμένα!

Όταν η νύχτα αργά θλιμμένα

ρίχνει ένα πέπλο σκοτεινό,

ψυχές και ήλιο να σκεπάσει,

δροσολογιέμαι στ’ άγρια δάση

και ξαποσταίνω στο βουνό» (6)

«Αυτά συλλογιζόμουν τότε. Μέσα μου, έντονο το ύφος και ο ρυθμός του ποιητή. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι ψιθύρισα στον πατέρα μου τους πρώτους στίχους μου:

Μαζί μου κλαίει ο ουρανός

κι’ όπου κι’ αν ρίξω τη ματιά

κι’ η πλάση όλη κλαίει

παντού το δάκρυ ρέει.

Ρέει το δάκρυ της βροχής

με το δικό μου αντάμα

ζητά η ψυχή παρηγοριά

μα ολούθε βρίσκει κλάμα.

-Ταιριάζει στη διάθεσή μου και στην εικόνα που έβλεπα. Θυμάμαι, ο πατέρας στενοχωριόταν δίπλα μου και το καταλάβαινα….» (7)

          Η Μελισσάνθη από τότε άρχισε να γράφει ποιήματα. Αν και κοπέλα με πολλές ανησυχίες (8), τα ποιήματα που σκάρωνε είχαν όλα μιά λύπη. Τα εγκατέλειψε όταν ο θείος της Γεώργιος Λαμπελέτ την πρόσβαλε. Τϊ είχε συμβεί… Η ανιψιά του κάθισε κι’ αντέγραψε τα ποιήματά της σε κόλλες τετραδίου και του τα παρέδωσε μέσα σ’ ένα «ωραίο φάκελο». Κι’ ενώ περίμενε την κριτική του με αγωνία’ εκείνος της απάντησε: «Καλύτερα δεν μου τάβαζες μέσα σ’ ένα μπουκαλάκι!....» (9)

          «Πόσο με πλήγωσε τότε. Δεν σκέφτηκε ότι ήμουν παιδί;

-Μετά, που με ρωτούσαν οι δικοί μου αν γράφω ποιήματα, τους έλεγα: «Τώρα πιά, διαβάζω μόνο Φιλοσοφία!». Κι’ η Μελισσάνθη χαμογελούσε με τις παιδικές της αυτές αναμνήσεις. Αργότερα, αγάπησε αρκετούς ποιητές, όλους τους ποιητές δικούς μας και ξένους (10) Τον Πορφύρα όμως ποτέ δεν τον ξεχνούσε. Όπως, δεν είχε ξεχάσει ν’ απαγγέλει και στίχους του:

«Του φθινοπώρου είναι ερημιές,

που μια πνοή θλιμμένη

τα θέλγητρα του Απριλιού

στον άνεμο τα σπέρνει,

και φεύγουν φύλλα, χρώματα,

πουλιά, κι’ άλλο δε μένει

παρά η σκιά μιάς ομορφιάς

στον ώμο μας να γέρνει,

αγάπης ανοιξιάτικης το φόρεμα

ντυμένη…» (11)

          Θυμάμαι, της είπα, μιά μέρα: «Διαβάζω στίχους του και φαντάζουν στα μάτια του σαν εκείνες τις σταγόνες που φέρνει η δροσιά της νύχτας. Το πρωί, πάντα τις βρίσκω να κάθονται πάνω στα άνθη και στα φύλλα. Ή, πάλι, να προχωρώ σε έρημη ακτή, η θάλασσα να φοβερίζει ο καιρός σκότειμά μου γιατί ο καιρός σκοτεινιάζει. Το ξαφνικό συναίσθημα από μιά τυχαία ψιχάλα στο πρόσωπο…. Αυτές είναι νομίζω, οι επίσημες ώρες του Λάμπρου Πορφύρα». Και η Μελισσάνθη πρόσθεσε: «…. Αγνάντια στην ορχήστρα, αρμονική ή παράταιρη των άλλων τραγουδιών!».

          Ποιά τραγούδια να εννοούσε; (12)

          ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙ

Η Μελισσάνθη βρέθηκε νεκρή στην μπανιέρα της, την Παρασκευή το μεσημέρι, 9 Νοεμβρίου 1990. Συνήθιζε κάθε πρωί, πέντε η ώρα, να κάνει ένα καυτό μπάνιο, για την κυκλοφορία του αίματός της. Έτσι πίστευε… Γυμνή ήρθε στον κόσμο και έτσι έφυγε. Μόνη κι’ αβοήθητη. Κανείς δεν θα μάθει ποιό ήταν το τελευταίο της άχ!...

          Πάντα ήθελα να γράψω για την ποίησή της. Η ίδια πάντα έβρισκε τρόπους να μου το λέει. Έτυχε όμως ένα Σάββατο να πάμε πάλι μαζί στο Α’  Νεκροταφείο. Και να την φωτογραφήσω πολλές φορές. Χωρίς να με βλέπει. Την άφησα να περπατάει μπροστά, μονάχη, ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Μαργαρίτες κρατούσε στην αγκαλιά της.

          Μετά, με μια φλόγα στα χέρια, πάνω απ’ τα μνήματα, να σκύβει ν’ ανάψει το καντήλι τ’ αδερφού της. Και πάλι, σε λίγο, να κάθεται στο πεζούλι ενός τάφου περιμένοντας τον παπά, πού νάτος, φάνηκε στο βάθος. Και σε λίγο θυμίαμα να χωρίζει αυτήν και τον ιερέα.

          Αργά το μεσημέρι φύγαμε απ’ εκεί. Στο δρόμο μου ζήτησε να πιει κάπου ένα ζεστό. Της πρότεινα να πάμε στο «Διόνυσο», κοντά στη γειτονιά της. Το φώς του ήλιου και οι ανταύγειες του πάνω στην Ακρόπολη του Παρθενώνα την ενοχλούσαν. Καθίσαμε λίγο παράμερα. Αντίκρυ μας ένας άνδρας έτρωγε για μεσημέρι, μαζί μ’ ένα επτάχρονο- οκτάχρονο αγόρι. Τον άκουσα που το ρωτούσε αν το σήκωσε η δασκάλα στο μάθημα. Η Μελισσάνθη κοιτούσε μόνον. Έβλεπε πώς το περιποιόταν… Όταν, σιγά στ’ αφτί της είπα τί το ρωτούσε, η Μελισσάνθη βούρκωσε. Ίσως, δεν έπρεπε… σκέφτηκα.

     «Αυτός ο κόσμος δεν είναι για να ηρεμήσει…», γυρίζει και μου λέει.

          Το μαντάτο της μου το τηλεφώνησε μιά καλή συνάδελφος. Όταν μου περιέγραψε και πώς την βρήκαν, φαντάστηκα την αγαπημένη της Μελανία (τη μαύρη γάτα) λυπημένη να νιαουρίζει σιμά της.

          Τώρα πάνω από τον τάφο της θα πετούν πολλές δεκαοχτούρες. Και μάταια θα ψάχνουν σ’ αυτό το μέρος για λίγο στάρι. Αυτή που το σκορπούσε, γιατί αγαπούσε τα πουλιά, κοιμήθηκε.

Για πάντα!...

          ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Υστερόγραφο:

«-Γιατί ο Θεός είναι η Σιωπή και η Αγάπη που τα περιέχει όλα».

          ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

(1)., Η Μελισσάνθη γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου, (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) ή στις 7 Απριλίου (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) του 1907 στην Αθήνα, (στην οδό Τσακάλωφ). Ο πατέρας της λεγόταν Δημήτριος Κούγιας (1863- 1924) γεννημένος στο χωριό Περιβόλια της Αρκαδίας και η μητέρα της λεγόταν Ρουμπίνη Μαρινοπούλου (1874- 1944), γεννημένη στην Τρίπολη. Αργότερα ο αδερφός της μητέρας της, Ανδρέας Μαρινόπουλος (συμβολαιογράφος), με Βασιλικό Διάταγμα άλλαξε το επώνυμο της Οικογένειας του και ονομάστηκε Ανδρέας Κομνηνός. Κάτι λέει βρήκε σε παλαιά χαρτιά και όλη η οικογένεια πίστεψε ότι είναι απόγονοι των Κομνηνών του Βυζαντίου. Η Ρουμπίνη Μαρινοπούλου είχε άλλα δύο αδέρφια. Την Ευδοκία και έναν αδερφό που πέθανε άσημος. Η Μελισσάνθη, τώρα τελευταία, ένοιωθε συχνά την επιθυμία να γράψει για το σόι της. Ιδιαίτερα γι αυτόν τον αδερφό της μητέρας της που ήταν ένας τύπος μποέμ της εποχής του, που όλοι στο σπίτι τον θεωρούσαν αποτυχημένο. Μέχρι και το λούστρο έκανε για να ζει όπως θέλει. Αν ψάξουν στα χειρόγραφά της θα βρεθούν σημειώσεις πρόχειρες γι΄ αυτόν. Μου τις είχε διαβάσει. Τα λόγια της μου θύμιζαν τον «Επίλογο» από τα «Σφυρίγματα του Αλήτη» του Κύπριου ποιητή Τεύκρου Ανθία (1904- 1968).

          Πρέπει να σημειώσω, επειδή το αφιέρωμα αυτό στη Μελισσάνθη γραμματολογικά στοιχεία «θέλει να σώσει» ότι, η αδελφή της μητέρας της, Ευδοκία, (κόρη του Μαρίνου Μαρινόπουλου- Κομνηνού και της Ανδρομάχης Δημητρακοπούλου, γεννηθείσα στη Μεσσήνη της Πελοποννήσου το 1878), παντρεύτηκε στον Πειραιά το 1904, τον Στέφανο Σκυλίτση (που γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1865 και πέθανε στην Ελβετία το 1928), πατέρα του Αριστείδη Σκυλίτση (1908)  τέως Δημάρχου Πειραιά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, η θεία της Μελισσάνθης υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του. Και ζήσανε μαζί μόνο έναν χρόνο γιατί πέθανε στα 27 της από φυματίωση. Ως γνωστόν η πρώτη του γυναίκα ονομαζόταν Αγγελική Μαυρομάτη, (κόρη του Ιωάννη Μαυρομάτη και της Ειρήνης Παπαρέσκου, γεννηθείσα το 1868- Παντρεύτηκαν στην Αθήνα το 1895). Και η Τρίτη κατά σειρά, σύζυγος του Στέφανου Σκυλίτση υπήρξε η Αικατερίνη- Νίνα Ζαδέ (κόρη του Γεωργίου Ζαδέ και της Ευγενίας Ασημακοπούλου, γεννηθείσα το 1888).  Μ’ αυτήν απέκτησε τον κ. Αριστείδη Σκυλίτση. Παντρεύτηκε με τον πατέρα του στο Φάληρο το 1908 και πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 1977 στην Αθήνα.

(2)., Στίχοι 18-23 του ποιήματος της Μελισσάνθης: «Τούτο μου εστί το αίμα», από την ποιητική συλλογή: «Προφητείες», (1931).

(3)., Ο πατέρας της Μελισσάνθης από τους πιο «περιζήτητους γαμπρούς της Αθήνας στις αρχές του αιώνα μας» (γνώμη της Μελισσάνθης), διατηρούσε την μπυραρία «Το Βασιλικόν», στην πλατεία Ομονοίας κάπου κοντά, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος. Όταν τον εγκατέλειψε η μητέρα της έπαθε ψυχικό κλονισμό κι άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει έξω… Μου είχε πει η ποιήτρια: «- Όταν τον χώρισε η μητέρα, μας κράτησε ο πατέρας μου κοντά του κι εμένα και τον αδερφό μου Γιώργο. Γίναμε φτωχοί. Μέναμε στο σπίτι κάποιου Χιώτη και συνόρευε ο δρόμος μας με την οδό Θεοδώρου Γεωμέτρου, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος στο Νέο Κόσμο. Εκεί, υψωνόταν εκείνα τα χρόνια κι ένας βράχος, σα βουνό, που ξεπερνούσε το καμπαναριό του ιερού ναού. Πάνω εκεί ζούσαμε. Σ’ ένα πλάτωμα. Μπροστά μας μιά πλατεία κι αντίκρυ μας ένας…. Στοιχειωμένος μύλος. Αυτόν που αναφέρω στο ποίημά μου το αφιερωμένο στον Νικηφόρο Βρεττάκο. Πρίν λίγα χρόνια πήγαινα εκεί τα βράδυα σ’ αυτά τα μέρη και μ’ άρεσε να περπατάω…. Τύχαινε να συναντώ τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη (1925-1982) και του έλεγα: «- Γυρίζω εδώ, γιατί έχω ζήσει τα παιδικά μου χρόνια».

          ΠΑΙΔΙΚΕΣ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

         (απόσπασμα)

«….. Λίγο πριν αποκοιμηθώ’ μ’ άρεσε μισοκλείνοντας τις βλεφαρίδες να φτιάχνω παίζοντας αχτίδες. Μα, όσο μεγάλωνα και κέρδιζα σε ψήλος, τόσο ξεμάκρυναν οι ουρανοί!. Α! τώρα πια γινήκαν θρύλος’ οι χρόνοι εκείνοι οι μακρινοί. Των θαυμάτων πώς στέρεψε η πηγή’ κι η ευλογημένη των δακρύων μου βροχή. Μα, με τι μυστική χαρά θυμάμαι τώρα πώς χόρεψα μικρός γαλάζιος άγγελος στη γη. Κανείς δεν είδε τότε τα φτερά που τους αθώους στόλιζαν ώμους. Όμως πόσο αλαφρά  τα γυμνά πόδια μου χόρεψαν, στους δρόμους. Τι τρυφερά το χέρι μου είχε κρατηθεί από το χέρι του πατέρα το πλατύ. Και πώς μέσα στο στήθος του παιδιού τόσο μικρό καθώς ενός περιστεριού τα θαύματα όλα χώρεσαν του κόσμου. Πόσο ο ανοιξιάτικος τότε ουρανός μου, ώ πόσο ήταν βροχερός’…. Τώρα πόσο βαθιά η φλέβα των δακρύων μου που κυλάει. Και μια πηγή στο φως δεν ξεπηδάει΄ τώρα, δεν βρέχει πια.».

(4)., Ο πατέρας «ξεκινώντας» πάλι από την αρχή, ασχολήθηκε με την εισαγωγή και το εμπόριο δερμάτων. Η Μελισσάνθη για την περίοδο αυτή της ζωής της κρατούσε κλειστό το στόμα. Μόνον αν έκανες συντροφιά μαζί της, και πάλι, αν θα τύχαινε να μιλήσει, να της ξεφύγει κάτι…

Σε μια φίλη της όμως είχε πει αρκετά, στην Τατιάνα Σταύρου (1899-1990), «- Αυτός ο χωρισμός των παιδιών, μούπε μιά μέρα η Κυρία Τατιάνα, πλήγωσε πολύ το αγόρι. Αγαπούσε παθολογικά τη μητέρα του. Μάλιστα μιά μέρα που σχολούσε από το σχολείο την είδε από μακρυά κι άρχισε να φωνάζει μες στο δρόμο: «- Μανούλα! Μανούλα!...». Έλιωσε το παιδί στο κλάμα. Μετά άρχισε να ζηλεύει την αδελφή του και ήταν φυσικό. Αν η Μελισσάνθη μας αφήσει «Προσωπικό Ημερολόγιο», εδώ πρέπει ν’ αναζητηθεί και η κατοπινή σκληρότητά του. Και κείνη, πώς έκανε γι’ αυτόν!... Ανόητη παιδί μου. Και στο γάμο της ακόμα, έναν πεινασμένο πήγε να πάρει. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα! Η Μελισσάνθη υπήρξε δυστυχισμένο πλάσμα. Προικισμένη από το Θεό, κλωτσάει την τύχη της όσα χρόνια την ξέρω. Μέχρι σήμερα». (Αυτή ήταν η Τατιάνα Σταύρου: το φωτεινό μυαλό, το παιχνιδιάρικο και επιθετικό συνάμα. Και τη Μελισσάνθη την πονούσε τη λάτρευε και την θαύμαζε. Η ποιήτρια πάντα την υπολόγιζε και τη σεβόταν.

          Από τη Μελισσάνθη έμαθα ότι ο αδελφός της Γιώργος (1902-1986) σπούδασε πολιτικός μηχανικός. Στον πόλεμο της Ελλάδας με τους Γερμανούς δούλευε στην Αλεξανδρούπολη και τα λεφτά του τάστελνε στη Γερμανία. Παντρεύτηκε κι έζησε εκεί, στα ξένα. Στην Ελλάδα ερχόταν για λίγο, μόνο τα καλοκαίρια. Μέχρι που αρρώστησε. Συγκατοίκησε με τη Μελισσάνθη που τον φρόντιζε. Στα τρεχάματα του αδελφού της, συμπαραστάθηκε πολύ ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης (1940). «- Νοιώθω ιδιαίτερη στοργή για αυτό το παιδί μου έλεγε συχνά η Μελισσάνθη. Και τώρα τελευταία με τις ώρες κουβέντιαζε μαζί του στο τηλέφωνο πράγματα καθημερινά.

(5)., Μόλις είχαν κυκλοφορήσει οι «Σκιές» του Λάμπρου Πορφύρα (1879- 1932) από τις εκδόσεις «Βασιλείου» (20 Μαϊου 1920) και η Μελισσάνθη έτρεξε αμέσως ν’ αγοράσει το βιβλίο του. Αν και αγαπούσε το έργο του, δεν πήγε ποτέ να συναντήσει τον ποιητή στη Φρεαττύδα.

          Το τελευταίο καιρό με τ’ αυτοκίνητό μου’ τακτικά πηγαίναμε προς τα κει. Της άρεσε ο παραλιακός περίπατος κι όπου βρίσκαμε ωραίο φαγητό καθόμαστε να φάμε. Είχε τους τρόπους και τον αέρα της φοιτητικής ζωής. Γι’ αυτό και κατανοούσε πολλά στη ζωή και στον έρωτα των ανθρώπων. Τον Πειραιά όμως τον αγαπούσε και για έναν άλλο λόγο. Μικρή όπως μούλεγε είχε φοιτήσει στην Ελληνογαλλική Σχολή «Ζαν ντ΄ Άρκ» (Οικοτροφείο κείνα τα χρόνια.). Κι ακόμα, ένας που την είχε ερωτευθεί νέα ήταν ο Πειραιώτης πεζογράφος Κώστας Σούκας (1896-1981). Χωρίς βέβαια ποτέ να υπάρξει κάτι το ιδιαίτερο. Η ίδια, πάντα αγαπούσε και θαύμαζε το συγγραφικό του έργο. Φιλία διατηρούσε και με τον Νικηφόρο Βρεττάκο (1911) από πολύ νέα.

(«-Η Μελισσάνθη με μύησε στα περισσότερα που ήξερα από μένα, σχετικά με την τεχνική του στίχου. Αυτή στάθηκε για μένα η πρώτη έξωθεν καλή μαρτυρία (…). Τα τελευταία χρόνια, βλεπόμαστε σπάνια και συμπτωματικά. Ωστόσο είμαστε πολύ φίλοι. Όπως είπα και πιο πάνω, αυτό, που αφήνει ένας φίλος μέσα μας, μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή. Έχω την αίσθηση πως ο ένας μας βρίσκεται μέσα στον άλλο». Ο Ν.Β., για την Μελισσάνθη στον τιμητικό τόμο της «Εταιρείας Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου», Αθήνα, 1985, σελ. 46 και 48- «Τον Όρθρον τον Ερχόμενον»». (Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη). Η Μελισσάνθη στην Εταιρεία αυτή χάριζε κατά διαστήματα και το αρχείο της.

(6).,  Είναι η πρώτη στροφή του ποιήματος «Ο Χάρος» (1898) του Λάμπρου Πορφύρα ποίημα αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά (1859-1943).

(7)., Μερικά από τα πρωτινά αυτά ποιήματα της Μελισσάνθης έχουν δημοσιευθεί στη στήλη της «Φιλολογικής Βραδυνής» που επιμελείτο την εποχή εκείνη κάποιος Δεβάρης με τον γενικό τίτλο: «Ελληνικός Στίχος». Η Μελισσάνθη εκεί, δημοσίευε με το ψευδώνυμο: «Λευκή Γιατσέντα». Μούλεγε πώς, η λέξη «λευκή» ήταν περιττή, γιατί η «γιατσέντα» είναι λευκό λουλούδι.

(8)., Γύρω στα 1930 πήρε δίπλωμα γαλλικής φιλολογίας από το Γαλλικό Ινστιτούτο της οδού Σίνα, με καθηγητή τον φιλέλληνα Οκτάβιο Μερλιέ (1897-1976), που πρώτος την ώθησε στην ποίηση. Μου είχε πει η Μελισσάνθη: «-Ο Μερλιέ λάτρης του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951) μας έβαζε να κάνουμε συγκριτικές εργασίες για τους Κορνέϊγ (Πέτρος, 1606-1684)- Ρακίνα (Ιωάννη 1639-1699) και τους δικούς μας αρχαίους τραγικούς. Και δος του εγώ διάβασμα. Πήγαινα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και μελετούσα με τις ώρες. Εκεί, βιβλιοθηκάριος ήταν ο Στέφανος Δάφνης (1882- 1947). Βλέποντάς με συνεχώς να διαβάζω έλεγε: «-Καλώς το, το καλό κορίτσι!». Όταν όμως έμαθα πως ήταν κι αυτός ποιητής, έπαθα σοκ. Αργότερα, γίναμε και οικογενειακοί φίλοι.».

          Η Μελισσάνθη πήρε και δίπλωμα γερμανικής γλώσσας από την παλαιά γερμανική ABENDSCHULE της Αθήνας. Σπούδασε ακόμα, αγγλικά και πιάνο με καθηγήτρια την Χωραφά, μητέρα του αρχιμουσικού Δημήτρη Χωραφά (1916) και μελέτησε τη Φιλοσοφία.

          Η Μελισσάνθη μούχε πει ακόμα, πώς όταν τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή, τις «Φωνές εντόμου» (Αθήνα, Μάιος 1930 τύποις Λ. Θ. Λαμπροπούλου), ο Κωστής Παλαμάς την καλοδέχτηκε. Αγαπούσε τους νέους. Και της είπε καλά λόγια. Όταν όμως του ταχυδρόμησε την δεύτερη ποιητική της συλλογή, τις «Προφητείες» (1931) έχοντας επισύρει και την προσοχή διαφόρων προσωπικοτήτων της αθηναϊκής κοινωνίας, ακόμα και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου (1864-1936) που ενδιαφέρθηκε να της δοθεί υποτροφία για τη Γαλλία), όταν ξαναπήγε στον Παλαμά, της λέει θυμωμένος:

(«-Γιατί δεν έβαλες και την διεύθυνσή σου να σου γράψω;» Και πρόσθετε η Μελισσάνθη: «-Ήταν η εποχή που τον αμφισβητούσαν. (Αποστολάκης, Καραβίας, Χατζόπουλος). Και όλοι τότε μιλούσαν για μένα: η μεγάλη μας νέα ποιήτρια και άλλα τέτοια…. Κι αυτό ίσως τον είχε ταράξει.

          «-Εσείς οι νέοι όλα τα ξέρετε! … Κάντε πώς όλα τα ξέρετε!... μου έλεγε. Στενοχωριόμουν με αυτά που άκουγα από το στόμα του.». Η Μελισσάνθη θα γράψει τη γνώμη της για τον Παλαμά μετά από πενήντα οκτώ χρόνια, το 1989, όταν της το εζήτησα για να συμπεριληφθεί σε ένα αφιέρωμα για τον Ποιητή που επιμελούμεθα με τον Στέλιο Γεράνη (1920). (Βλεπ. «Κωστής Παλαμάς- 130 χρόνια» «Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», Β΄ έκδοση, Αθήνα 1989, σελ.49).

(9)., Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945). Νεώτερος αδερφός του Ναπολέοντα Λαμπελέτ γεννήθηκε στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε την πρώτη του εξαδέλφη της Ρουμπίνης Μαρινοπούλου από μητέρα…. Και πέθανε στην Αθήνα. Μουσικολόγος με σπουδές στην Νεάπολη της Ιταλίας, πίστευε πώς η μουσική διαπαιδαγώγηση του λαού έπρεπε να αρχίσει από το σχολείο, γι’ αυτό και συνέθεσε τους στίχους για παιδιά, τα «Χελιδόνια» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877- 1940) και εναρμόνισε πάνω από 100 δημοτικά τραγούδια. Έγραψε μελέτες για τη Μουσική και συνθέσεις τραγουδιών. Μαζί με τον Αξιώτη εξέδωσαν το περιοδικό: «Κριτική» και αργότερα διηύθυνε το περιοδικό «Τα μουσικά χρονικά» (1928- 1931)- περιοδικά και τα δύο που ασχολούνται με την τότε μουσική κίνηση. Έγραψε κι αυτός ποίηση και στο συμφωνικό του ποίημα: «Γιορτή» για να πειράξει την ανηψιά του (τη Μελισσάνθη)  ης έγραψε για αφιέρωση: «Στη δεσποινίδα Ήβη Παπασπυρίδη, την ποιήτρια των σταγόνων!».

(10)., Η Μελισσάνθη παντρεύτηκε το 1932 τον δικηγόρο Ιωάννη Ν. Σκανδαλάκη (1955) εξάδελφο της μητέρας του Νικηφόρου Βρεττάκου. Υπήρξε πολιτευτής Λακωνίας με το Λαϊκό Κόμμα και συγγραφέας φιλοσοφικών πραγματειών. («Ο υπαρξισμός», «Η αισθητική του υπαρξισμού» κλπ.).

Η Μελισσάνθη μούπε κάποτε:

«-Νάξαιρες τι ταλαιπωρίες έχω τραβήξει πάνω στα βουνά της Μάνης πηγαίνοντας με τον άνδρα μου στα διάφορα χωριά ένας Θεός ξέρει…». Με τον άνδρα της έμενε στην οδό Δεινοκράτους 11 και Σπευσίπου στην Αθήνα. Γειτόνευαν με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881- 1962) και τον Μάρκο Αυγέρη (1884-1973). Ταχτική συντροφιά τους ο Μάριος Βάρβογλης (1885- 1967), ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ο Αναστάσιος Δρίβας (1899- 1942), ο Γιώργος Σαραντάρης (1908- 1941), ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), ο Ι. Σφακιανάκης (1907-1985), ο Βασίλης Μοσκόβης (1915), ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964), ο Κούλης Αλέπης (1903-1986), ο Μηνάς Δημάκης (1916-1980), ο Άρης Δικταίος (1919- 1983) κ.ά.

(11)., Στίχοι 1-5 από το ποίημα «Ερημιές» (1900) του Πορφύρα.

          Είναι αλήθεια ότι η Μελισσάνθη, πέθανε πικραμένη… Τα βράδυα, πάντα ήθελε να τηλεφωνιέται με αγαπημένα της πρόσωπα: Αντιγόνη Βρυώνη- Χατζηθεοδώρου (1920), Αγγελική Βαρελά (1930), Ολυμπία Καράγιωργα (1934), Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου (1933), Ζωή Καναβά (1933), Ιωάννα Τσάτσου (1903). Εκτιμούσε πολύ και τους συναδέλφους της: Διαλεχτή Ζευγώλη- Γλέζου (1907), Όλγα Βότση (1922), Τάσο Αθανασιάδη (1913), Ελευθέριο Πλατή (1920), Γαλάτεια Σαράντη (1920), Παντελή Πάσχο (1933), Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ (1937) και μου μιλούσε τακτικά για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη (1908) και την αδελφή του Ζωή Καρέλλη (1901).

          Η ποιήτρια Στέλλα Καρυτινού- Κομνηνού και η γλύπτρια Λέλα Νικολετοπούλου ήσαν ίσως οι μόνες γυναίκες που της παρείχαν και κάποια περιποίηση. Αν κάτι γνωρίζουν για ένα βιβλίο που ήθελε να τυπωθεί η Μελισσάνθη μετά το θάνατό της (γιατί έχει γράψει- όπως μου έλεγε- διάφορα οράματά της) νομίζω έχουν χρέος, σε συνεργασία με τη θετή κόρη της κυρία Γεωργία Κούγια- Αναστασοπούλου (1955) να φροντίσουν την έκδοσή του. (Τα χειρόγραφα πρέπει να βρίσκονται στα χέρια του νεαρού κριτικού Θανάση Φωσκαρίνη).

          Είναι ευτύχημα ότι η ίδια, πρόλαβε να ετοιμάσει όλο το χειρόγραφο υλικό δύο βιβλίων της και να το παραδώσει στον ποιητή και καλό της φίλο Τάσο Κόρφη (1929). Διευθυντή και εκδότη εκδόσεων «Πρόσπερος». Πρόκειται για όλες τις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει η Μελισσάνθη (το ένα βιβλίο) και όλα τα κριτικά της μελετήματα (το άλλο). Πρόκειται για μιά Δεύτερη Έκδοση των «Νύξεων» (με όλα πλέον τα «σημειώματά» της.).

          Η Μελισσάνθη ζωγράφιζε κιόλας. Σχεδίαζε και χρωμάτιζε κυρίως κινέζικες ζωγραφιές (λουλούδια, ανθρωπάκια, κορυφογραμμές…). Τα παραποιούσε στα χρώματα και όπου αλλού της πήγαινε.

(12)., Για τον Πορφύρα μου διηγείτο η Μελισσάνθη και το εξής περιστατικό:- Όταν τον Αύγουστο του 1920 ο Δήμος Χίου του απένειμε αναμνηστικό χρυσό μετάλλιο, οι ψαράδες οι φίλοι του στη Φρεαττύδα έλεγαν μεταξύ τους: «-Τα μάθατε. Στη Χίο χαρίσανε στο Δημητράκη ένα χρυσό Μεταλλείο!». (Δημήτριος Σύψωμος ήταν το πραγματικό του όνομα). Κι’ ακόμα κάτι: Μου έλεγε τις προάλλες ο μουσουργός κ. Μενέλαος Παλλάντιος (1914) ότι, ανακοινώνοντας το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην Ακαδημία για την αποδοχή του βραβείου που αθλοθέτησε ο αδελφός του ποιητή, Θεόδωρος Σύψωμος, είπε: «- Κύριοι Συνάδελφοι, η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών σύψωμος εγκρίνει το ετήσιο «Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα». Και χαμογέλασαν όλοι οι αθάνατοι!

          Θα ήταν όμως παράληψη να μην αναφέρω ότι, και στις 7 Δεκεμβρίου 1988, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού και Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Πειραιά (ΠΟ. Π. ΚΕ. ΔΗ. Π.) σε συνεργασία με την Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά (ΕΓ. Και Τ. Π. Γ. τον Πειραϊκό Σύνδεσμο (Π.Σ.) και τη Φιλολογική Στέγη Πειραιώς (Φ.Σ.Π.) τίμησαν τα ογδοντάχρονα της Μελισσάνθης στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Μίλησαν οι κυρίες Τούλα Μπούτου (1924) και Ράνια Δώρου (1930-1990) και οι κύριοι Μανόλης Χριστουλάκης (1924) και Χρίστος Αδαμόπουλος (1949). Τις τιμητικές διακρίσεις παρέδωσαν στην ποιήτρια οι κ.κ. Βασίλης Αναγνωστόπουλος (1935), Αναπληρωτής Δήμαρχος Πειραιά. Στέλιος Γεράνης, Πρόεδρος της Ε. Γ. και Τ. Π. Μανόλης Χριστουλάκης, Έφορος Φιλολογικού Τμήματος του Π.Σ. και Χάρης Χρόνης (1934), Γενικός Γραμματέας της Φ.Σ.Π. Η Μελισσάνθη ανεβαίνοντας στο βήμα διάβασε τα ποιήματά της: «Το μυστικό όνομα», «Εκείνο το καλοκαίρι» και είπε: «-Αν και ποιήτρια δεν έχω άνεση μιλώντας προφορικά. Σας ευχαριστώ όλους από το βάθος της καρδιάς μου. Ο Πειραιάς με τίμησε πρώτος. Σας ευχαριστώ». Στην ίδια εκδήλωση χαιρέτησε την ποιήτρια η φίλη της Ολυμπία Καράγιωργα.

          Ίσως κάποτε, άλλοι να μιλήσουν και για μια πρόταση προς την Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, που στάθηκε αφορμή ν’ απονεμηθεί στη Μελισσάνθη-με εισήγηση προς την Ολομέλεια του Τάσου Αθανασιάδη το «Αργυρόν Μετάλλιο» της Ακαδημίας Αθηνών. Το αργυρούν απονεμήθηκε και στους Κάρολο Κουν (1908-1966), Αλέξη Μινωτή (1900-1990).

          Η Μελισσάνθη το Αργυρούν Μετάλλιο το είχε αφημένο μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα της.

          Το «χρυσούν» απονέμεται μόνον σε ιστορικές τοποθεσίες και για την «συμμετοχή» τους σε απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους μας.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ,

εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη 20/11/1990.

--

       Κλείνουμε το Πειραιώτικο σημείωμα μνήμης Πειραιωτών και της ποιήτριας Μελισσάνθης με μερικές ενδεικτικές πληροφορίες, κυρίως για τον χρόνο της απώλειάς της.

-εφ. Ελευθεροτυπία 27/11/1989 Η βραδιά της Μελισσάνθης. -περ. Ραδιοτηλεόραση 27/11/1989. ΕΡΤ-2. 21.45.  ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ. Μελισσάνθη. (Παραγωγή Γιώργος Σγουράκης. Σκηνοθεσία Κώστας Στυλιάτης. Διεύθυνση παραγωγής Ηρώ Σγουράκη). - Β.Κ. ΚΑΛ (αμαράς) εφ. Ελευθεροτυπία 10/11/1990 Τέλειωσε η εποχή της Μελισσάνθης. -εφ. Τα Νέα, Σάββατο 10/11/1990 Έσβησε η φωνή της Μελισσάνθης. -εφ. Το Βήμα 11 /11 / 1990 Το τέλος στις αγωνίες της ποιήτριας. -εφ. Ο Ριζοσπάστης 13/11/1990. Μελισσάνθη, χαίρε. -εφ. Ελευθεροτυπία 13/11/1990. Κηδεύτηκε η ποιήτρια Μελισσάνθη. -περ. Αντί τχ. 451/16-11-1990 ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ «ΟΡΑΜΑΤΙΖΟΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΙΔΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».-εφ. Η Καθημερινή 1/1/1991 Μελισσάνθη. -εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13/10/1999, «Θάβουν» τη Μελισσάνθη. Για το έργο της ποιήτριας, μια ομαδική ενυπόγραφη διαμαρτυρία. -εφ. Η Αυγή 14/10/1999 «Το πνευματικό έργο της Μελισσάνθης ανήκει σε όλους τους Έλληνες». Επιστολή-καταγγελία δεκαεννέα ανθρώπων των γραμμάτων για την αξιοποίηση του αρχείου της σημαντικής Ελληνίδας ποιήτριας και διανοουμένης. -Χρίστου Αδαμόπουλου, εφ. «Η Φωνή του Πειραιώς» αρ. φ. 13.478/20-11-1990. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΛΗΣΜΟΝΗΘΟΥΝ… ΠΟΡΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. -Μαρία Αθανασοπούλου, περ. Κονδυλοφόρος τχ.1/ 2002, σ. 91-118. «Ισότητα στη Διαφορά»: Γυναικεία ποίηση στις αρχές του 20ου αιώνα. [V. Η σονετογραφία της Ήβης Σκανδαλάκη (Μελισσάνθης) σ.114-118]. -Ντίνα Βασιλάκου, εφ. «Έθνος» Τετάρτη17/5/1989. ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ. Μονόγραμμα. -Στέφανος Μπεκατώρος, περ. Αντί τχ. 698/29-10-1999, σ.49. ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. -Δήμητρα Παυλάκου, εφ. Η Αυγή 25/11/1990. Μελισσά- ν(θη). (Η κοντέσα Βαλέρενα της ελληνικής ποίησης). -Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, εφ. Η Εβδόμη 19/7/1987. Γυναίκες στην ελληνική ποίηση. -Μαρία Ρέγκου, εφ. 2000(;) 6/11/1994, σ. 32-33. Μνήμες. Ένα τριζόνι στο πέτο του κόσμου. ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ: Τέσσερα χρόνια σιωπής. -Πέτρος Ρεζής, εφ. Η Εξόρμηση 15/2/1987. Το οδοιπορικό της ζωής και του θανάτου. «Πού είμαι; Πώς πιάστηκα μέσα σε μένα;». -Χρύσα Σπυροπούλου, περ. Η Ευθύνη τχ. 238/12, 1990, σ. 605-609. ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ. -Μισέλ Φάϊς, εφ. Τύπος της Κυριακής, Κυριακή 3/6/1990, σ.52-53. Η ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ. Η ποιήτρια που έχει όραμά της μια κοινωνία αγάπης. -Μισέλ Φάϊς: επιμέλεια, εφ. Ελεύθερος Τύπος 18/11/1990. ΤΟ ΑΝΤΙΟ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΣΤΟΝ «Τ. Τ.Κ.». -Θάνος Φωσκαρίνης, εφ. Η Αυγή 28/4/2000. Ο Γολγοθάς μιάς έκδοσης. Και η μεταθανάτια μοίρα της ποιήτριας Μελισσάνθης. -Θάνος Φωσκαρίνης, Επιστολή. Περ. Αντί τχ.455/28-12-1990, ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ………………

          «Και στου ποιητή τα χείλη ο μέγας πόνος

          Δόξα γίνεται «ωσαννά».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025.

           

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Ανδρέας Αγγελάκης, Οι Μεταφράσεις της Μελισσάνθης

 

ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ    

Η μεταφραστική εκδοχή της Μελισσάνθης

 

          Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο

          που ποτέ δε μου απάντησε

          Τ’ απλά νέα που μου ‘πε η Φύση

          με τρυφερή μεγαλωσύνη.

 

          Το μήνυμά της είναι εμπιστευμένο

σε χέρια που δε γίνεται να δω

Για την αγάπη της, καλοί μου συμπολίτες

κρίνετέ με και σεις με τρυφερότητα!

          «Η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, αν κι έζησε και πέθανε τον περασμένο αιώνα, έχει καταχωρηθεί στους προδρόμους ποιητές του αιώνα μας. Αυτό το οφείλει στα νεωτεριστικά γνωρίσματα της γραφής της που προτρέξανε του καιρού της. Κι ήταν αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα που ο κριτικός Χίγγινσον, φημισμένος στους τότε κύκλους των Γραμμάτων, αρχικά- γιατί αργότερα είχε πειστεί για την ιδιοφυϊα της-της καταλόγισε ως αδυναμίες. Αυτός στάθηκε, ως το τέλος, κι ο μοναδικός σύμβουλός της και κριτής. Γιατί η Έμιλυ που δε δημοσίευσε ποτέ ποιήματά της κι «έζησε με την αμετάκλητη βεβαιότητα ότι δεν χρειάζεται τη δόξα», χρειάστηκε, ωστόσο, απεγνωσμένα την αντικειμενική κρίση, έστω κι ενός μόνο ανθρώπου, για να επικυρώσει την αξία της ποίησής της κι αυτού που έκανε.

          Απόγονος πιονέρων η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης. Έζησε και πέθανε στο γενέθλιο σπίτι της το 1886 αφήνοντας εκατοντάδες ανέκδοτα ποιήματα. Διδάχτηκε τα εγκύκλια μαθήματα, τελείωσε την Ακαδημία του Άμχερστ και φοίτησε ένα χρόνο στο Σεμινάριο Μαίρυ Λάϊονς. Απ’ τα σχολικά της κιόλας χρόνια διακρινόταν για την εξυπνάδα της και τα πνευματικά της χαρίσματα, ενώ παράλληλα δημοσίευε χιουμοριστικές πρόζες στο σχολικό περιοδικό «Φύλλα του δάσους». Παρ’ όλη την εύθραυστη υγεία της και την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία, η Έμιλυ ήταν γεμάτη ενεργητικότητα και τίποτα δεν προμηνούσε στην αρχή την κατοπινή της απομόνωση και το ολοκληρωτικό της αποτράβηγμα από τον κόσμο. Πολλές εξηγήσεις θέλησαν να δοθούν για την ενδοστρέφεια και την αμετάκλητη αυτό- εγκάθειρξή της που ερμηνεύτηκε ακόμα και σαν μιά διαμαρτυρία ή μία πρόκληση στην κοινωνία του καιρού της. Η τότε πουριτανική Ν. Αγγλία των αυστηρών ηθών και του θρησκευτικού δογματισμού, διαμορφωνόταν με τους Χώθορν, Ουϊττερ, Έμερσον και Λογκφέλοου, ενώ ο Πόε και ο Ουϊτμαν παρέμεναν ακόμα φωνές στην έρημο. Η Ντίκινσον αποτελεί μια ιδιάζουσα «περίπτωση» και η ποίηση που άφησε είναι χωρίς αμφιβολία μιά αψευδής μαρτυρία της διάστασής της με τον αισθητικό και θρησκευτικό κομφορμισμό του τότε κατεστημένου που βρίσκονταν τότε σε ισχύ.

          Οι χρονολογίες 1882-1884 στη ζωή της Έμιλυ ήταν χρονολογίες αλλεπάλληλων θανάτων: της μητέρας της, του πάστορα Γουάντσγουώρθ και του δικαστή Λόρντ. Δυό ανδρών που υπήρξαν οι μεγάλοι έρωτες της ζωής της-κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες, έρωτες πλατωνικοί- Μετά το θάνατό της Έμιλυ είδαν το φώς μερικές εκδόσεις ποιημάτων της που είχαν περιορισμένη απήχηση. Το 1912 βρίσκεται καταχωρημένη στην Αμερικάνικη γραμματολογία σαν μιά ξεχασμένη ποιήτρια.

           Εντελώς αναπάντεχα κι ενώ έχουν περάσει περισσότερο από δέκα χρόνια μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα Άπαντα της ποιήτριας, συγκεντρωμένα σ’ έναν τόμο, γνωρίζουν για πρώτη φορά εξαιρετική κυκλοφορία στην Αμερική και την Αγγλία σαν ένα από τα πιό σημαντικά βιβλία της Αμερικάνικης λογοτεχνίας. Με καθυστέρηση εβδομήντα σχεδόν χρόνια απ’ το θάνατό της η Έμιλυ Ντίκινσον γίνεται ξαφνικά ένα πρόσωπο διεθνούς ενδιαφέροντος και σύμφωνα με την γνώμη της πιο έγκυρης κριτικής αυθεντίας των Ηνωμένων Πολιτειών του Μάρκ Βαν Ντόρεν, αναγνωρίζεται σαν η καλλίτερη ποιήτρια της Αμερικάνικης Ηπείρου ενώ συνεχίζει ν’ ανεβαίνει στην πυραμίδα όλης της ποίησης του κόσμου.

          Τα γνωρίσματα της ποίησης αυτής-που το κεντρικό θέμα της υπήρξε η φύση, ο έρωτας, ο θάνατος και το μυστικό της ζωής ύστερα απ’ το θάνατο- είναι η ελλειπτική φράση, η πυκνή συντομία των στίχων, η απροσδόκητη εκλογή της λέξης, η σύζευξη του συγκεκριμένου με το αφηρημένο, μιά επαναστατική γενικά αντίληψη για την εποχή της του ποιητικού λόγου. Είναι ακόμα τα ποιητικά ευρήματα, τα λυρικά χρώματα προσωπικής επινόησης κι ο στοχασμός που αποκτά τη λακωνικότητα και τη συμπύκνωση του αποφθέγματος. Η Ντίκινσον είναι η πρώτη που χρησιμοποίησε τον ελεύθερο στίχο και το χωρίς στίξη ποίημα, πράγμα που μας κάνει να διερωτόμαστε ως ποιό σημείο οι επεμβάσεις της Μάμπελ Λούμις Τόντ κι όσων επιμελήθηκαν τις εκδόσεις των ποιημάτων της ποιήτριας, μας στέρησαν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε την ποίηση αυτή, τη γεμάτη προμηνύματα για την ποίηση που ερχόταν, στην πρωταρχική της πρωτοτυπία.».

             ΕΙΣΑΓΩΓΉ σελίδες 7-8 της έκδοσης της «Η ΜΙΚΡΗ ΕΓΝΑΤΙΑ»

         Δυό πεταλούδες βγήκαν μες στο μεσημέρι

          Και στριφογύρισαν πάνω απ’ τ’ αυλάκι

          Έπειτα ολόϊσια πέταξαν μες στο διάστημα

ξαπόστασαν σε μιάν αχτίδα και μετά

φύγαν μαζί πάνω από μιά θάλασσα ολόλαμπρη

Μ’ όλο που ως σήμερα, σε κανένα λιμάνι

δεν αναφέρθηκεν η άφιξή τους

Αν χαιρετίστηκαν μ’ ένα ξένο πουλί

αν διασταυρώθηκαν με πλοίο ή φρεγάτα

Κανείς ως τώρα, δε μούστειλε μήνυμα.

      Στο παρόν σημείωμα παρουσιάζουμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα την μεταφραστική εκδοχή στα ελληνικά ποιημάτων της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον-που έχουμε αρχίσει εδώ και μερικές εβδομάδες-, από την γνωστή ποιήτρια, συγγραφέα παιδικών βιβλίων, καθηγήτρια γαλλικών και μεταφράστρια Μελισσάνθη. Παράλληλα, αντιγράφουμε το κείμενο συμμετοχής του πειραιώτη καθηγητή αγγλικών, ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη για την συνολική μεταφραστική παρουσία της ποιήτριας δημοσιευμένο στον Αφιερωματικό τόμο «ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ» που κυκλοφόρησε από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1985,  σελ. 310. Το κείμενο του Ανδρέα Αγγελάκη παρουσιάζει διπλό ενδιαφέρον μια και ο Αγγελάκης υπήρξε ένας πολύ καλός και δυναμικός στους εκφραστικούς του τρόπους και την θεματογραφία του ποιητής της εποχής του (σημαντικός ποιητικός σύγχρονος εκπρόσωπος της Λογοτεχνικής Πειραϊκής Σχολής) και ταυτόχρονα ένας καλός μεταφραστής της αγγλικής γλώσσας όπως μας δείχνουν οι μεταφράσεις του. Οι μεταφραστικές του εργασίες ήταν πάντα προσεγμένες και ο ίδιος απαλλαγμένος από μεταφραστικές «σοβαροφάνειες» κοίταζε οι αποδόσεις του να είναι σε μία στρωτή γλώσσα, με στοιχεία προφορικότητας, οικεία στον απλό καθημερινό φιλότεχνο αναγνώστη. Όσοι ή όσες σύγχρονοι Πειραιώτες είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του και τον επισκέπτονταν στο σπίτι του στην Καλλίπολη, θα θυμούνται τις ξενόγλωσσες εκδόσεις ποιητών οι οποίες βρίσκονταν στα ράφια της βιβλιοθήκης του. Ο ποιητής και μεταφραστής συνήθιζε να έχει μπροστά του συνήθως δύο και τρείς μεταφράσεις τρίτων τις οποίες διάβαζε, ενώ αν γνώριζε ότι είχες στην διάθεσή σου παλαιούς τίτλους λογοτεχνικών περιοδικών ζητούσε τις σχετικές πληροφορίες. Έτσι η διπλή του αυτή ιδιότητα (ποιητή- μεταφραστή) όπως και ο ίδιος γράφει, αποτελεί δημιουργικό κέντρισμα για ποιητές-μεταφραστές όχι μόνο της γενιάς του αλλά και των συγχρόνων μας. Ίσως-κατά την κρίση μας- ένα είδος «κανονόμετρου» προς μεταφραστές «ναυτιλλόμενους» που αγνοούν τις μεταφραστικές εργασίες των προηγούμενων ελλήνων μεταφραστών και μεταφραστριών ή αμελούν να καταφύγουν σε μεταφράσεις δημοσιευμένες σε παλαιότερων χρόνων λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα. Αν και στις μέρες μας η ψηφιοποίηση τίτλων δίνει τη δυνατότητα στον καθένα και κάθε μία να ανατρέξει με μεγαλύτερη ευκολία στις σελίδες τους, να βρει αυτό που χρειάζεται.

     Η καταφυγή στις σελίδες παλαιότερων λογοτεχνικών περιοδικών δεν αποτελεί χάσιμο χρόνου για τους νεότερους, (που πιστεύουν ότι η ιστορική πορεία της ποίησης- λογοτεχνίας, μεταφρασμένης ή μη αρχίζει από τους ίδιους και το έργο τους) αντίθετα, μάλιστα, η ποικιλία της ύλης των σελίδων τους αποτελούν δεξαμενές λογοτεχνικών ευρημάτων, κοιτάσματα φιλολογικών σπουδών, «ορυχεία» προβληματισμών και ιδεών για ζητήματα αφορόντα τα είδη και τις κατηγορίες της λογοτεχνίας, του γραπτού λόγου. Θέματα που ενδέχεται να μην έχουν λυθεί ακόμα, ή να επαναπροσδιορίζονται προσθετικά ή αφαιρετικά ανακυκλούμενα από τις επόμενες γενιές. Μια γενική στατιστική εξέταση τίτλων παλαιότερων λογοτεχνικών περιοδικών και εντύπων, εφημερίδων μέχρι των χρόνων των μέσων της δεκαετίας του 1970, και μετά την πτώση της χούντας, θα μας αποκαλύψει το οραματικό στερέωμα των σύγχρονων, νεότερων ποιητών και πεζογράφων, ποιους και ποιες ξένους ποιητές και ποιήτριες μετέφραζαν οι έλληνες και ελληνίδες ποιητές και ποιήτριες, τι κείμενα διάβαζαν, ποια βιβλία τους και από πιά γλωσσική παράδοση μετέφεραν στα ελληνικά για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Σε ποιους ποιητές προσκολλιόντουσαν περισσότερο, επηρεάζονταν η δική τους γραφή, το προσωπικό τους ύφος, το στυλ της τεχνοτροπίας τους. Και γιατί όχι, ολοκληρώνονταν οι ατομικές τους ποιητικές και πεζογραφικές φιλοδοξίες από την μία, και από την άλλη, καλλιεργούσαν και εμπλούτιζαν την ελληνική μητρική συγγραφική τους γλώσσα. Ποιους ποιητές ή ποιήτριες μεταφράζει παραδείγματος χάρη η Μελισσάνθη και ποιους η Μυρτιώτισσα, ποιους η ιδεολογική και κομματική φωνή του Γιάννη Ρίτσου και ποιούς η μάλλον αστική του Γιώργου Σεφέρη; Ποιες φωνές επιλέγει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ποιους η ποιήτρια Παυλίνα Παμπούδη; Ποιους ο Χάρης Βλαβιανός και ποιους ο Νάσος Βαγενάς; Ο Αντώνης Φωστιέρης ή ο Χριστόφορος Λιοντάκης για να μείνω σε ποιητές της Γενιάς του 1970. Τι μεταφράζει ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και τι ο Κωστής Παλαμάς; Γιατί ο Οδυσσέας Ελύτης στέκεται περισσότερο σε αντρικές ξένες φωνές από ότι σε γυναικείες; Τα ποσοστά των ελληνίδων ποιητριών που επιλέγουν να μεταφράσουν γυναίκες ομοτέχνους τους, ποιήτριες άλλων γλωσσικών παραδόσεων (και εποχών) είναι μεγαλύτερα από αυτά των αντρών μεταφραστών; Σε ποια ποιητικά ή πεζά κείμενα επικεντρώνουν περισσότερο το ενδιαφέρον τους; Συναντάμε διαφορά στον μεταφραστικό λόγο των πεζογράφων συγγραφέων παραδείγματος χάρη της Νατάσας Κεσμέτη από την μεταφραστική γραφίδα ποιητριών, βλέπε Μαρία Λαϊνά. Τι μεταφράζει η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου και τι η Γαλάτεια Καζαντζάκη; Σε ποιες φωνές στέκεται η πεζογράφος Καίη Τσιτσέλη και σε ποιες η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η πεζογράφος και αρθρογράφος Τατιάνα Γκρίτση- Μιλλιέξ. Ας θυμηθούμε τις ελάχιστες έστω μεταφράσεις της συντρόφου του Νίκου Καζαντζάκη της Ελένης Σαμίου. Γυναικείες κριτικές γραφίδες όπως ο Άλκης Θρύλος, η Ελισάβετ Κοτζιά έχουν ασχοληθεί με την μετάφραση, σε ποιο βαθμό επηρέασε την κριτική τους σκέψη;  Ποια και σε ποιο βαθμό αναγνωρίζουμε την επιρροή και την επίδραση της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον στους έλληνες και ελληνίδες ομοτέχνους της; Είναι λειτουργικά οργανικές οι μεταφράσεις της στα ελληνικά από τους μέχρι σήμερα έλληνες και ελληνίδες μεταφραστές της ή απλώς αποτελούν μια μεταφραστική «αναγκαιότητα» που εξυπηρετεί μόνο εκδοτικές «σκοπιμότητες»; Τελικά γονιμοποιούν δραστικά στις μέρες μας τις πολύ νεότερες ηλικιακά γενιές ποιητών και μεταφραστών οι μεταφραστικές προτάσεις από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά της ποιήτριας Μελισσάνθης; Ή θεωρούνται παρωχημένες, άξιες σχολιασμού και αναφοράς από ακαδημαϊκά και μόνο χείλη, πανεπιστημιακά και ερευνητικά σπουδαστήρια; Πότε μία μητρική γλώσσα εξελίσσεται, διαμορφώνεται, όταν γράφει ο ποιητής το έργο του σε αυτήν, φορτωμένη τα αδιόρατα μυστικά της προφορικής του ομιλίας και ακούσματα που λαμβάνει από το σπίτι του και το άμεσο περιβάλλον του κατά την διάρκεια της ενηλικίωσής του και μετατρέπει το γλωσσικό του υλικό σε καλλιτεχνική δημιουργία,-ποίηση, πεζό, δοκιμιακό λόγο, ημερολογιακή ανάμνηση, φιλοσοφικό στοχασμό-, ή όταν καταφεύγει στην μετάφραση έργων και κειμένων από άλλη γλώσσα; Ή μήπως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Κάθε γενιά και οι μεταφραστικές προθέσεις των δημιουργών της ή κάθε γενιά και η ξεχωριστή της απάντηση στα προβλήματα της γλώσσας που αναφύονται στην ροή του χρόνου; Συμπερασματικά ο συγκεκριμένος ποιητής, ο μεταφραστής ή ο άγνωστος και τυχαίος αναγνώστης είναι που μεταμορφώνει, διαπλάθει, εμπλουτίζει το γλωσσικό ζυμάρι; Οι ίδιες οι Λέξεις ή μήπως οι επιλογές που κάνει ο Ποιητής ή η Ποιήτρια;

Από την πλευρά μας-σαν Πειραιώτες- προσθέτουμε ελάχιστες ενδεικτικές βιβλιογραφικές πληροφορίες που γνωρίζουμε και αφορούν ονόματα πειραιωτών συγγραφέων και δημοσιεύματά τους για την καταξιωμένη ποιήτρια Μελισσάνθη, μία από τις αξιολογότερες γυναικείες ελληνίδες ποιητικές φωνές της εποχής της και των χρόνων μας. Τα ποιήματα που σταχυολόγησα της Έμιλυ Ντίκινσον και διανθίζουν το σημείωμα είναι σε μετάφραση της Μελισσάνθης από την έκδοση της «Μικρής Εγνατίας», Θεσσαλονίκη 1980.

          Ποτέ λαγκάδι δεν έχω αντικρίσει

          ποτέ το πέλαγο δεν έχω δει

          τώρα κατέχω πώς φαντάζουνε τα ρείκια

          και τι ένα κύμα, θε να πει.

 

          Με το Θεό δε μίλησα ποτέ μου

          ούτε τον ουρανό έχω επισκεφτεί

          τώρα είμαι σίγουρη για το σημείο

          σαν να μου ‘χε ο χάρτης του δοθεί.

     Μελισσάνθη, αυτό το όμορφο και εύοσμο λογοτεχνικό ψευδώνυμο επέλεξε η Αθηναία ποιήτρια με καταγωγή από την Πελοπόννησο Ήβη Ι. Σκανδαλάκη (Αθήνα 7/4/1907- Αθήνα 9/11/1990) να πολιτογραφηθεί στα ελληνικά γράμματα. Πολύγλωσση ποιήτρια, μιλούσε και μετέφραζε από τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας. Στο σημείωμα αυτό θα περιοριστούμε στην μεταφραστική της πλευρά, ιδιαίτερα την μετάφραση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον, έχοντας ένα είδος οδηγού το κείμενο του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή, καθηγητή της αγγλικής Ανδρέα Αγγελάκη. Σε επόμενη ανάρτησή μας ευελπιστούμε να έχουμε δυνάμεις και αντοχές να αναφερθούμε στην ποιητική της δημιουργία.

          Σαν οι καλόγιαννοι θε να ‘ρθουν

          κι εγώ δε θα ‘μια ζωντανή

          Δώσε ένα ψίχουλο για το μνημόνεμά μου

          σ’ αυτόν με τη γραβάτα την πυρρή.

 

          Κι αν όντας αποκοιμισμένη

          δε θα μπορέσω να σ’ ευχαριστήσω, φίλη

          Να ξέρεις ότι θα πασκίζω

          με τα γρανίτινά μου χείλη.

 Από την πρώτη της εμφάνιση στην ελληνική ποίηση η ποιήτρια Μελισσάνθη όπως έμεινε στα ελληνικά γράμματα, ψευδώνυμο όπως προαναφέραμε της Ήβης το γένος Κούγια- Ι. Σκανδαλάκη με την συλλογή της «Φωνές εντόμου» 1930, η ποίησή της διαβάστηκε ευρέως, προσέχθηκε ιδιαίτερα, αγαπήθηκε, σχολιάστηκε επαινετικά τόσο από τους πνευματικούς κύκλους της εποχής της, συγγραφείς, κριτικούς και λογίους όσο και από πολιτικούς. Βλέπε εργασία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και κυρίως, την συμβολή του εθνάρχη πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ο οποίος προσωπικά ενδιαφέρθηκε να λάβει η Μελισσάνθη υποτροφία για σπουδές της στην Γαλλία. Ας υπενθυμίσουμε ότι η Μελισσάνθη σπούδασε Γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών επί δυναμικού και υποστηρικτικού φιλέλληνα Οκτάβιου Μερλιέ, ο οποίος την ώθησε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμα Αγγλικά και Γερμανικά στην Γερμανική Σχολή Αθηνών καθώς και Δημοσιογραφία στην Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, καθηγήτρια των Γαλλικών σε Νυχτερινά Ιδιωτικά Γυμνάσια και για μια δεκαετία (1945- 1955) διετέλεσε λογοτεχνικός συνεργάτης της Ε.Ι.Ρ. παρουσιάζοντας θεατρικές διασκευές, λογοτεχνικές εργασίες, έργα ελλήνων και ξένων ποιητών. Το 1932 παντρεύτηκε τον συγγραφέα και πολιτευτή Λακωνίας, δικηγόρο Ιωάννη Ν. Σκανδαλάκη. Ασχολήθηκε κυρίως και ίσως αποκλειστικά με τον ποιητικό λόγο, εκδίδοντας πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές ορισμένες από αυτές βραβεύτηκαν. «Προφητείες» 1931, «Φλεγόμενη Βάτος» 1935, «Γυρισμός του Ασώτου» 1936 και άλλες. Τον Μάιο του 1965 κυκλοφορεί στην Αθήνα το βιβλίο της ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ, «ΕΚΛΟΓΗ 1930-1950», Ποιήματα σελ. 140. (ο τόμος είναι χρήσιμος πέρα από την ποιητική του ύλη και από το γεγονός ότι η έκδοση συνοδεύεται με 22 σελίδες που καταγράφουν «Γνώμες της Κριτικής για το έργο της Μελισσάνθης». Το 1986 οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν τον τόμο ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1930-1984», σελ.366. Έγραψε ακόμα παιδικό θέατρο «Ο Μικρός αδελφός» (1960) και «Με τους αρχαίους Θεούς» (1986). Το 1985 από τις εκδόσεις Ρώντα, σε επιμέλεια έκδοσης Ντενίζ Ρώντα και τυπογραφικές διορθώσεις Μαίρη Ρώντα κυκλοφορούν οι μικρές της μελέτες και σύντομες βιβλιοκρισίες για έλληνες και ξένους συγγραφείς, τίτλος «Νύξεις», σ.112. Τον Οκτώβριο του 1990 οι εκδόσεις Πρόσπερος του ποιητή Τάσου Κόρφη κυκλοφορούν το Βιβλίο με νούμερο 67, σελίδες 120. ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ, «ΝΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΧΕΣ». Η έκδοση περιλαμβάνει συμπληρωμένη την προηγούμενη. 20 κείμενα η πρώτη 28 η δεύτερη. Η Μελισσάνθη ενδιαφέρθηκε επίσης και για θέματα Φιλοσοφίας και Μουσικής. Πέρα από τα λήμματα που γράφτηκαν για το έργο και την συγγραφική της παρουσία, βλέπε Ζωή Καρέλλη, Αλέξης Ζήρας, Θάνος Φωσκαρίνης κ.ά. κυκλοφόρησαν και αυτόνομες μελέτες όπως της Σοφίας Άντζακα, «Η πνευματική και ποιητική πορεία της Μελισσάνθης», Θεσσαλονίκη 1991. Τιμήθηκε αρκετές φορές για το έργο της από διάφορα πνευματικά ιδρύματα όπως η Ακαδημία Αθηνών, το βραβείο Κωστή Παλαμά, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης,, τον Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος Ευποιϊας, το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη κλπ. Κυκλοφόρησαν σε διάστημα μίας εικοσαετίας δύο τόμοι με μεταφράσεις της. Εκλογή από το έργο του Πιέρ Γκαρνιέ (1960) και Επιλογή από τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον (1980) Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και χώρες, βλέπε: Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Μεξικό, Καναδά, ΗΠΑ, Ρουμανία, Βουλγαρία και άλλες. Ποιήματά της έχουν ανθολογηθεί και συμπεριληφθεί σε πάνω από 20 ξένες Ποιητικές Ανθολογίες. Ποιήματά της και μικρά κείμενά της, στοχασμούς και σκέψεις της για φιλολογικά θέματα και ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και την πορεία του, και που δείχνουν την ανθρωπιστική της διάθεση συναντάμε σε πολλούς τίτλους ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων. Βλέπε πχ. «Καινούργια Εποχή», «Νέα Εστία», «Η Λέξη», «Ο Αιώνας μας», στα «Σημερινά Γράμματα», στο περιοδικό «Ιωλκός» την «Ευθύνη» και «Τα Τετράδια Ευθύνης» και άλλα. Έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις, ομιλίες και συμμετάσχει σε λογοτεχνικά συνέδρια. Ενώ μας μίλησε μεταξύ άλλων για το έργο της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, του Άγγελου Τερζάκη, της γεννημένης στον Πειραιά Εύας Βλάμη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Τάσου Αθανασιάδη, του Νικολάϊ Μπερντιάγεφ, του Ζαν Πωλ Σαρτρ, του Πωλ Ντήλ, της Σιμόν Βέιλ, του Τ. Σ. Έλιοτ, του Φ. Κάφκα του Πωλ Βαλερύ και άλλων που φανερώνουν τους δικούς της πνευματικούς οδοδείχτες και επιρροές.

          Προτιμώ ένα βλέμμα σ’ αγωνία θανάτου

          γιατί γνωρίζω ότι είναι αληθινό

          Δεν υποκρίνονται οι άνθρωποι έναν πόνο

          δεν προσποιούνται έναν σπασμό.

 

          Γίνονται γυάλινα τα μάτια, είναι το τέλος

          αδύνατο να υποκριθεί κανείς

          τους θρόμβους του ίδρωτα στο μέτωπό του

          μιας αγωνίας απλοϊκής.

        Εδώ οφείλουμε παρενθετικά να μνημονεύσουμε τον συγγραφέα και επιμελητή εκδόσεων κύριο Θάνο Φωσκαρίνη στον οποίο οφείλουμε όχι μόνο την επιμέλεια και την φροντίδα έκδοσης Ποιημάτων της Μελισσάνθης αλλά, και την συγκέντρωση πληροφοριακών Εργογραφικών και Βιβλιογραφικών στοιχείων για την ποιήτρια. Είναι ο πρώτος και ενδέχεται ο μοναδικός μέχρι σήμερα (από όσο γνωρίζω) που συνέταξε την Εργογραφία και μεγάλο μέρος της Βιβλιογραφία της. Επιλογή Βιβλιογραφία της δημοσιεύτηκε στις τελευταίες σελίδες 301-307 του τόμου «ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ» Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη ΕΛΙΑ 1985. Τα Εργογραφικά και Βιβλιογραφικά στοιχεία μας δίνονται σύμφωνα με την ημερομηνία δημοσίευσή τους στις εξής κατηγορίες: [Ξένες Ανθολογίες,/ Επιλογή Βιβλιογραφίας (Ποιητικά- Πεζά),/ Παιδική Λογοτεχνία/ Μεταφράσεις/ Η Γνώμη της Κριτικής στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο (επιλογή),/ Συνεντεύξεις (επιλογή),/ Η Γνώμη της Κριτικής: Μελέτες- Κριτικές σε βιβλία (επιλογή).] Η Εργογραφική και Βιβλιογραφική εργασία του Θάνου Φωσκαρίνη αναδημοσιεύτηκε με προσθήκη πληροφοριακών λημμάτων, σελ. 197-207 στο βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Ηλία Καφάογλου, ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Οι Εποχές της ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ» εκδόσεις Ηλέκτρα 2005, σελ. 214, σύνθεση εξωφύλλου Άννα Λέκκα, επιμέλεια Κατερίνα Δουρίδα, υπεύθυνος σειράς Κώστας Καναβούρης. Προπομπός της συγκέντρωσης πληροφοριακών στοιχείων για την Μελισσάνθη, έχουμε στην έκδοση «ΕΚΛΟΓΗ 1930-1950», Ποιήματα, Αθήνα 1965 στις συμπληρωματικές ανεξάρτητες σελίδες 1-21. Με παράθεση κειμένων, αποσπασμάτων ή επιστολών, Γνώμες γνωστών μας ανθρώπων του πνεύματος ελλήνων και ξένων για το έργο της ποιήτριας. Στην σελίδα 10 αναγνωρίζουμε τον πειραιώτη πεζογράφο Κώστα Σούκα σε Επιστολή του 1951. Στην σελίδα 18 διαβάζουμε απόσπασμα από Επιστολή του 1962 της πειραιώτισσα ποιήτριας και μεταφράστριας, ανθολόγου, Ισιδώρας Ρόζενταλ- Καμαρινέα.

Ποιήματα της Μελισσάνθης έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες, κλασική και αγαπητή διαχρονικά στους λάτρεις της Μουσικής και του Πολιτισμού είναι η μουσική ενασχόληση του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι με την ποίησή της.

          Από την πλευρά μας, την προσωπική μας αποδελτίωση στοιχείων που κατορθώσαμε να συγκεντρώσουμε για την ποιήτρια και μεταφράστρια Μελισσάνθη, προσθέσαμε ορισμένες ακόμα βιβλιογραφικές ενδεικτικές πληροφορίες, μετά τις χρονιές 1985 και 2005 που κυκλοφόρησαν τα βιβλία που μνημονεύσαμε και δημοσιεύεται η Επιλογική καταγραφή του Θάνου Φωσκαρίνη. Να σημειώσουμε επίσης για όποιον ή όποια ενδιαφερόμενο/η ερευνητή/τρια για το σύνολο έργο και την ζωή της Μελισσάνθης ότι αρκετά δημοσιεύματα σύγχρονων εφημερίδων και άλλων παραπομπών δίνουν από αβλεψία λανθασμένη την ημερομηνία γέννησής της. Αντί για 1907 αναγράφουν 1910.

          Ο θάνατος είναι ένας διάλογος ανάμεσα

          στο πνεύμα και στη σκόνη από τη γη

          «Διαλύσου», λέει ο Χάρος. Και το πνεύμα’ «Κύριε,

          έχω μιάν άλλη αποστολή απ’ αυτή».

         

Ο χάρος δυσπιστεί- τα επιχειρήματά του χώμα

το πνεύμα τότε υποχωρεί

Γι’ απόδειξη προφταίνει μόλις

μιά φορεσιά από λάσπη να γδυθεί.   

          Στην πόλη μας, τον Πειραιά, η παρουσία, το έργο και το όνομα της Μελισσάνθης ήταν αρκετά γνωστό και αγαπητό από τις προηγούμενες δεκαετίες πριν την στρατιωτική δικτατορία. Η αξιόλογη ποιήτρια αγαπούσε ξεχωριστά την ποίηση του πειραιώτη ποιητή του Μεσοπολέμου Λάμπρου Πορφύρα και μιλούσε συχνά για αυτήν. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με ορισμένους πειραιώτες σύγχρονους συγγραφείς όπως ο δημοσιογράφος, πεζογράφος και κριτικός Χρήστος Λεβάντας, ο ποιητής και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης, ο δοκιμιογράφος Χρίστος Αδαμόπουλος, η διηγηματογράφος Τούλα Μπούτου και ορισμένοι άλλοι. Μετά την πολιτική μεταπολίτευση του 1974, οι νεότερες γενιές των πειραιωτών λογοτεχνών και λογίων είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν- παρακολουθήσουμε φιλολογικές ομιλίες και διαλέξεις της στην Πόλη μας, προσκεκλημένη η βραβευμένη ποιήτρια από Πειραϊκούς πνευματικούς κύκλους και φιλολογικούς φορείς της Πόλης. Ο γράφων οφείλει να μνημονεύσει ξεχωριστά δύο ονόματα πειραιωτών συγγραφέων τα οποία με κάθε ευκαιρία μνημόνευαν την ποίησή της, αναφέρονταν στο όνομά της πάντα με σεβασμό και εκτίμηση. Ο ένας είναι ο ποιητής, μεταφραστής και καθηγητής της αγγλικής γλώσσας Ανδρέας Αγγελάκης ο οποίος έχει μιλήσει και γράψει για τις μεταφράσεις της, παραβρέθηκε στο ξόδι της και μιλούσε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του συχνά για την ποίησή της και τις μεταφράσεις της. Ο άλλος πειραιώτης είναι ο συγγραφέας Χρίστος Αδαμόπουλος ο οποίος διατηρούσε επίσης φιλικές σχέσεις μαζί της, την είχε μάλιστα προσκαλέσει να μιλήσει στον Πειραιά την περίοδο που ήταν υπεύθυνος Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του Δήμου. Δυστυχώς ο πολιτιστικός χώρος του Πειραιά στερήθηκε την παρουσία τους αρκετά νωρίς, μια και οι δύο έφυγαν από κοντά μας σε νεαρή σχετικά ηλικία. Ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης συμμετείχε με κείμενό του «Οι Μεταφράσεις της Μελισσάνθης», σ. 17-26 στον συλλογικό τόμο Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη που κυκλοφόρησε από το ΕΛΙΑ. «Τον όρθρον τον ερχόμενον. Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη», Αθήνα 1985, σελ. 310. Στον ίδιο τόμο συμμετέχει με κείμενό του «Ξαναδιαβάζοντας Μελισσάνθη» σελ. 63-68 και ο πειραιώτης μαθηματικός, ποιητής και δοκιμιογράφος, μεταφραστής Έκτωρ Κακναβάτος. Με κείμενό του συμμετέχει και ο Λάκων ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η φίλη μου η Μελισσάνθη» σ.45-48 ο οποίος έχει συνδεθεί τις προηγούμενες δεκαετίες (1960) με την Πόλη μας. Επίσης, εκτενές καλογραμμένο κείμενο του συγγραφέα Χρίστου Αδαμόπουλου «Για να μην λησμονηθούν. Πορφύρας και Μελισσάνθη» είναι δημοσιευμένο στην τοπική παλαιά εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» 20/11/1990. Ένα δημοσίευμα που διερευνά την σχέση του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα και της ποιήτριας Μελισσάνθης. Κριτικά δημοσιεύματα του Χρίστου Λεβάντα και του πεζογράφου Κώστα Σούκα για την ποιήτρια διαβάζουμε στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», βλέπε Κώστας Σούκας τις ημερομηνίες 2/6/1951 και 5/6/1951 κλπ. Όπως διαπιστώνουμε ο κατάλογος Πειραϊκών αναφορών μέχρι σήμερα για το έργο και την παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Μελισσάνθης είναι ακόμα ανοιχτός. Από τους πρώτους Πειραιώτες «προπομπούς» που άνοιξαν το δρόμο έως τους μελλοντικούς αναγνώστες της ποίησής της.

          Θα αντιγράψουμε μαζί με το κείμενο του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη και δείγμα μεταφράσεων ποιημάτων της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον από την Μελισσάνθη όπως τα συναντάμε στο γνωστό βιβλίο ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. «ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ επιλογή από το έργο της» μετάφραση Μελισσάνθης εκδόσεις «Η ΜΙΚΡΗ ΕΓΝΑΤΙΑ» εκδότης Γιώργος Κάτος, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 62. Διευθυντής σειράς Σπύρος Τσακνιάς, διορθώσεις Μένιος Αγγελίδης, διαστάσεις 13Χ20, Νούμερο 5. Των Ποιημάτων προηγείται ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον όπως γνωρίζουμε είναι άτιτλα εκτός από ελάχιστα. Στην παρούσα έκδοση είναι όλα άτιτλα, και τα 51 εκτός από αυτά της σελίδας 43, δημοσιεύονται τα 5 ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ. Τα άλλα στην τελευταία σελίδα των Περιεχομένων φέρουν ως «τίτλο» τον πρώτο στίχο του ποιήματος.

          Οι Μεταφράσεις της Μελισσάνθης

Ανέλαβα να γράψω μερικά λόγια για το μεταφραστικό έργο της Μελισσάνθης κι έτσι ίσως μου δοθεί η ευκαιρία να τονίσω πόσο εκτιμώ την ποιήτρια αυτή για τη σεμνότητα της φωνής της, την εναγώνια υπαρξιακή της αναζήτηση που γίνεται άδολα κι αυθόρμητα, χωρίς φαρισαϊσμούς και πόζες, για την ιδιοτυπία της επίκλησής της και της συνομιλίας της με το θείο, τόσο επικίνδυνη υπόθεση στην ποίηση γιατί καραδοκεί η αφέλεια κι η μεγαλοστομία.

          Θα προσπαθήσω να περιγράψω τη μεταφραστική δουλειά της Μελισσάνθης και να εξομολογηθώ το δέος που μου προκάλεσε όταν είδα τα μεταφραστικά της δοκίμια μπροστά μου συγκεντρωμένα. Χωρίς να το θέλω αναλογίστηκα τις περιπτώσεις ημών των νεώτερων που με κάτι κολοκυθάκια (σε όγκο, έστω, αν μη ποιότητα…) που εκδίδουμε, απαιτούμε τίτλους κι αυτοχριζόμαστε μεταφραστές και τέλειοι γνώστες της ξένης λογοτεχνίας, κορδωνόμαστε κι αβέρτα πιά συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων. Μέχρι που κάποτε η τύχη κι οι συγκυρίες θα το φέρουν ν’ αντιμετωπίσουμε το σύνολο της φιλολογικής δουλειάς κάποιου παλιότερου (γιατί βέβαια που καιρός και πού σεμνότητα για να ξεφυλλίζουμε τις παλιές Νέες Εστίες και τις Καινούργιες Εποχές κι όλα τα έντυπα που οι παλαιότεροι έβαλαν την ψυχή τους μέσα’ μας δημιουργούν κόμπλεξ ινφεριόρις – κι ενοχλούμαστε) και στεκόμαστε κι απορούμε.

          Αυτό έπαθα κι εγώ: απόρησα, θαύμασα, δαγκώθηκα. Μούκανε καλό που διάβασα τις μεταφράσεις της Μελισσάνθης’ τις ένιωσα σαν ράπισμα στο μάγουλο του εγωισμού μου κι είμαι σίγουρος πώς το ίδιο θα ‘νιωθε κι ο οποιοσδήποτε άλλος εν τη ποιήσει συνομήλικος συνάδελφος, αν διέθετε στοιχειώδη αυτοκριτική σεμνότητα.

          Αυτά τα λίγα τα προλογικά σχετικά με τις πρώτες μου αντιδράσεις, πριν μπω σε ειδικότερες παρατηρήσεις.

 Η Μελισσάνθη μετέφρασε από τη Γαλλική, την Αγγλική και τη Γερμανική. Στο βιογραφικό της σημείωμα για την Επετηρίδα μελών της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» πληροφορούμαστε πώς σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών της οδού Σίνα επί Μερλιέ και δούλεψε σε Νυχτερινά Γυμνάσια ως Καθηγήτρια της Γαλλικής. Επίσης σπούδασε Γερμανικά στην προπολεμική Abendschule της Αθήνας. Έμαθε επίσης πιάνο, χορό, Αγγλικά. Σπούδασε κι εξοικειώθηκε με τη Φιλοσοφία. Οι πληροφορίες αυτές μας βοηθούν ν’ αντιληφθούμε πώς έχουμε να κάνουμε μιά περίπτωση που οι πρωτότυπες πηγές της είναι προσιτές, δεν είναι καθόλου ημιμαθής και διαθέτει μιά πλατιά εποπτεία στον ξένο λογοτεχνικό χώρο.

          Θα χωρίσουμε τις μεταφράσεις της λοιπόν σε ποιήματα που μετέφρασε α) από τα Γαλλικά, β) από τα Γερμανικά, γ) από τα Αγγλικά.

          Εντύπωση μου κάνει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η Μελισσάνθη προσκολλήθηκε μ’ ένα τρόπο απόλυτο στην ποίηση και δεν ερωτοτρόπησε με κανένα άλλο είδος του λόγου, το διήγημα, το μυθιστόρημα- ούτε στο δημιουργικό ούτε στο μεταφραστικό της έργο, όπως δα κάνουν γύρω μας τόσοι και τόσοι άλλοι, είτε για λόγους προσωπικής άσκησης ύφους, είτε για ανάγκες βιοποριστικές. Μόνο μια φορά ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο γράφοντας το «Μικρό Αδελφό» το 1961 αλλά η καθαρά ποιητική, ρομαντική του γραφή συνειρμικά  μας παραπέμπει στο «Γαλάζιο Πουλί» του Μαίτερλινγκ μας υποχρεώνει να τον τοποθετήσουμε δίπλα στον ποιητικό της λόγο. Ο θεατρικό της λόγος δεν έχει την αιχμή και την αφτιασίδωτη σκληρότητα του ρεαλιστικού θεατρικού λόγου, αλλά τους ιριδισμούς και την χαριτωμένη ευλυγισία της ποιητικής γραφής. Όσο για το δοκίμιο ο λόγος της όπως τον γνωρίσαμε τελευταία στις «Νύξεις» είναι μεστός, αυθόρμητος κι αβίαστος σαν φυσιολογική κίνηση ζωής και ψυχής.

          Άς δούμε πρώτα ποιά κομμάτια και ποιους μεταγλώττισε από τη Γαλλική.

          Ήδη από το 1930 στις «Φωνές Εντόμου» η Μελισσάνθη προσθέτει ένα παράρτημα με ξένους ποιητές για ν’ αποκτήσει, όπως λέει κι η ίδια «κάποιο όγκο το βιβλίο», οπότε και μαθαίνουμε τους προσανατολισμούς της και τις αγάπες της απ’ τη Γαλλική ποίηση είναι ο Alber Samain («Το έτοιμο πρόγευμα», «Είναι παράξενες βραδιές…», «Η Χρυσόποδη Παννύρα», «η Σοφία», «η Νύζα τραγουδάει»), ο Paul Verlaine («Ο ουρανός πάνω απ’ τη στέγη»), ο Theodore Banville («Ήρεμη τέχνη»).

     Την ίδια περίπου εποχή μεταφράζει το διαλογικό ποίημα του P. Valery  «Χορός και Ψυχή». Ένα απόσπασμα δημοσιεύεται στο περιοδικό «Κύκλος» του Απόστολου Μελαχρινού, Νοέμβριος(1945). Και ολόκληρο στη «Νέα Εστία», 1 Ιανουαρίου (1985).

          Τον Αύγουστο 1939 μεταφράζει ένα απόσπασμα από το «Μικρό Φωτεινό Βιβλίο» του Αντρέ Ντοτέλ, «Νεοελληνικά Γράμματα». Ο όχι πολύ γνωστός μας Ντοτέλ ανήκει στους συγγραφείς που εμφανίστηκαν στη Γαλλία γύρω στο 1930. «Το Μικρό Φωτεινό Βιβλίο» είναι ένα είδος λυρικής αυτοβιογραφίας γραμμένης σε ελεγείες, το 1928. Ο Ντοτέλ δίδαξε στην Ελλάδα ως καθηγητής της Γαλλικής Ακαδημίας απ’ τα 1925-1928.

          Τον Μάρτη 1940 η Μελισσάνθη δημοσιεύει στα «Νεοελληνικά Γράμματα» ένα ακόμα απόσπασμα από τον Ντοτέλ με τίτλο «Ιστορία». Να, ένα δείγμα του πως μεταφέρει στη γλώσσα μας τις περιπέτειες με τα βιώματα του Φραγκογιάννη:

        XIV

«Ο Φραγκογιάννης έλεγε:

Πολλοί δρόμοι μας χωρίζουν

πολλοί ανθισμένοι φράχτες

Ήμουνα στο κατώφλι του σπιτιού

Η φωνή μου δεν πήγε

μακρύτερα απ’ τα κάγκελα του κήπου

κι αν περνούσες απ’ το δρόμο

δε θα την είχες ακούσει.

Βρίσκεσαι εκεί κάτω.

Εκεί κάτω, αυτό πάει να πει πέρα από τις δύσεις

πέρα από τις φωτεινές ημέρες της γης.

Κι όμως νομίζω πως αν περπατήσω πολύ καιρό

θα φτάσω εντελώς κοντά σου.»

     Ήδη η Μελισσάνθη έχει αποσαφηνίσει το μεταφραστικό της πρόσωπο, τη μεταφραστική της άποψη. Παρατηρούμε το ότι αποφεύγει τους ψυχαρισμούς, τους εξεζητημένους τύπους της δημοτικής, στις εκθλίψεις είναι ιδιαίτερα προσεκτική (λέει: «πέρα από» αντί του «περ’ από»), πράγμα που παρατηρώ και στις τελευταίες της μεταφράσεις π.χ. του Σάρλ Πεγκύ του 1981. Χάρη μιάς επίτευξης κουβεντιαστού λόγου αμφίβολης λειτουργικότητας του κειμένου, ούτε ακρωτηριάζει την πρόθεση για ψύλλου πήδημα.

          Στα «Σημερινά Γράμματα», Απρίλιος 1950, δημοσιεύει του Claudel «Η Ζάν ντ’ Άρκ στις φλόγες».

     Το 1965 τυπώνει στο «Δίφρο» μιά «Εκλογή από το ποιητικό έργο του Pierre Garnier» (από τις ελάχιστες φορές που τυπώνονται μεταφράσεις της σε βιβλίο. Το μεγαλύτερο, εδώ και κεί και δυσπρόσιτο στο μή ερευνητή αναγνώστη).

         Garnier κατά Μελισσάνθη

«Στα ξανθά σου μάτια δέχομαι τη θάλασσα

σιμώνω τον άνθρωπο με αγάπη

ιδού κι όλας οι πράσινες αυγές

απέραντος ύπνος κρυστάλλινος.»

          Η «Εκλογή» αυτή έχει γίνει κυρίως από τα ποιήματα του Garnier της δεκαετίας του ’50 (βιβλία του 1952, 1954, 1959 κι από τις «Συνθέσεις» 1962)

          Και φτάνουμε στην ωριμότερη δουλειά της Μελισσάνθης με τους ποιητές Πιέρ Εμμανυέλ, Σαρλ Πεγκύ και Πιέρ Ρεβερντύ, μεταφράσεις καμωμένες για την «Ευθύνη» τα τελευταία χρόνια (Μάρτιος 1981, Φεβρουάριος 1983, Ιούλιος 1983). Τα ποιήματα του Πιέρ Εμμανυέλ περιλαμβάνονται σε τόμο- αφιέρωμα της «Ευθύνης» στον Εμμανυέλ μαζί με άλλες μεταφράσεις της Όλγας Βότση, της Ζωής Καρέλλη, του Παντελή Β. Πάσχου, του Κώστα Τσιρόπουλου κ.ά. και Εισαγωγή του Ζαν Ονιμύς, το 1980. Θα καταγράψω μερικούς τίτλους ποιημάτων του Εμμανυέλ από τον τόμο της «Ευθύνης» σε μετάφρασή της: «Μέρα οργής», «Η ουράνια φωτιά», «Σ’ έναν ποιητή νεκρό», «Ο τρελλός ποιητής». «Ανθρώπινη ερημιά», «Πάλη με το άγγελο».

          Ο λόγος κρουστός, σίγουρος για τον εαυτό του, χυμώδης, σύνθετος, κλωντελικός, άφοβος στην αφομοίωση τύπων δημοτικής…. (πιόμα, ξεκουκουτιάζει, γλιτσιασμένος) με λέξεις που εξυηρετούν πλέον ευαίσθητες κινήσεις και αποχρώσεις μιάς ανήσυχης μεταφυσικής οραματικής έμπνευσης βιβλικών αξιώσεων και καταγωγής (στίλβει η άλγεβρα τεντώνοντας τα νεύρα της, κανένας δεν εισχωρεί αν δεν βιάσει/ της γνώσης τις ζωγραφισμένες οπταπάτες, βουλιμική γελοιογραφία του πνεύματος).

          Βρίσκομαι στον πειρασμό να εξομολογηθώ πώς ίσως η καλλίτερη Μελισσάνθη- μεταφράστρια, μου φαίνεται ότι βρίσκεται στους τρείς κορυφαίους που μας χάρισε κυριολεκτικά στην ελληνική σαν ακριβό δώρο: Εμμανυέλ, Σάρλ Πεγκύ, Πιέρ Ρεβερντύ. Η Μελισσάνθη συμπεριφέρεται απέναντί τους σαν ίσος προς ίσον. Είναι φανερό πώς βρίσκεται μέσα στα νερά της.

Όταν αποδίδει:

     Είδα καλοκαιριάτικες βραδιές γαλήνιες κι ήμερες

     σαν ένα γέρμα Παραδείσου

     απ’ άκρη σ’ άκρη αστερωμένες».

Διαισθανόμαστε πώς το προσωπικό της όραμα ταυτίστηκε απόλυτα με το δέος του Πεγκύ μπροστά σ’ ένα «Παιδί που κάνει την προσευχή του», γι’ αυτό και το μεταγλώττισε με τέτοια άνεση κι ασφάλεια στη μητρική της γλώσσα.

          Ο «Παράδεισος», η «Μακαριότητα», η «Νύχτα φέγγους» η «Κρίση», το «Αιώνιο θέρος» του «Μυστηρίου των Αγιασθέντων Νηπίων» του Πεγκύ είναι ολωσδιόλου και δικός της χώρος., γι’ αυτό και είναι τόσο αποτελεσματική και πειστική.

          Από τη Γερμανική είναι φυσικό, βέβαια, η Μελισσάνθη να θελήσει να μεταφράσει Ρίλκε. Στην «Πνευματική Ζωή» δημοσιεύει το «Φήμες έρχονται, πάνε» και την «Αμφιβολία», από το «Βιβλίο των Ωρών». Ξέρω ότι μετέφρασε ακόμη δέκα ποιήματα από το ίδιο βιβλίο του Ρίλκε, αλλά δεν τα δημοσίευσε. Ίσως σκόπιμα και καθόλου συμπτωματικά. Δεν συγκαταλέγω τα δυό ποιήματα του Ρίλκε στις ευτυχισμένες στιγμές της. Έχουν ένα μειονέκτημα πού ούτε ίχνος του δεν υπάρχει στους Γάλλους της: το κείμενο δεν είναι αναβαπτισμένο, δεν απόκτησε την ελληνική ιθαγένεια, διαισθάνεσαι πώς κάτι δεν πάει καλά.

          Το 1973 και το 1974, η Μελισσάνθη μεταφράζει για τον 1ο και 3ο τόμο «Οι Νομπελίστες της Λογοτεχνίας» του Γιάννη Γουδέλη ένα ποίημα του Πάουλ φόν Χάυζε (Νόμπελ 1910) «Κατά μανιέρα του λόρδου Βύρωνα». Και πέντε ποιήματα της γερμανόφωνης Ισραηλινής Νέλλη Ζάξ (Νόμπελ 1966) που το μοιράστηκε με τον επίσης Ισραηλινό Σάμουελ Άγκνον. Ποιήματα που μιλούν για τη μοίρα των Εβραίων και τις τρομαχτικές εμπειρίες των στρατοπέδων του τελευταίου πολέμου.

          Από την Αγγλική ποίηση η Μελισσάνθη δημοσίευσε μεταφράσεις του  John Masfield («Ομορφιά», «Θαλασσινός πυρετός», στο περ. «Ο Αιώνας μας», Οκτώβριος 1948, «Ο Δυσμικός Άνεμος», στο περ. «Νέοι Ρυθμοί», Ιούλιος 1949), του Houseman («Επιτάφιος», «Πρόλογος» στα «Νεοελληνικά Γράμματα», 1941), του Yeats («Τα ουράνια τα μεταξωτά», «Στους κήπους με τις ιτιές», στα «Νεοελληνικά Γράμματα» τον Απρίλη του 1941) και την Μπαλλάντα του Άλφρεντ Νογιές («Ο Ληστής»), επίσης του Ντέβις («Η πατρίδα μου», «Ελληνική Επιθεώρηση», Ιούν. 1941). Του Όσκαρ Ουάιλντ («Σε μια νεκρή», στο ίδιο τεύχος της «Ελλ. Επιθεώρησης» Ιούνιος 1941) και από τους πολύ σύγχρονους μετέφρασε στο “CharioteerAutumn 1960 το «Πηγαίνοντας στο Άργος» του Λώρενς Ντάρρελ. (Ακολουθώ τη γραφή και την ορθογραφία της Μελισσάνθης στα ξένα ονόματα-άλλοτε γραμμένα στη γλώσσα τους, άλλοτε στην Ελληνική). Στον «Αιώνα μας» Δ/βρης 1948 δημοσιεύει του T. S. Eliot το «Ραψωδία σε μιάν ανεμόδαρτη νύχτα». Στην «Καινούργια Εποχή» Άνοιξη 1961 δημοσιεύει πέντε πεζοτράγουδα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Και στη «Νέα Εστία» 1-12-56, ποιήματα του αγγλόφωνου Ινδού στοχαστή Κρισναμούρτι απ’ τον «Αθάνατο σύντροφο».

     Οι Αμερικανοί της έχουν περισσότερο ενδιαφέρον, ο John Ciardi («Νέα Εστία», Απρίλης 1957) χρησιμοποιεί στην Αγγλική τονισμούς που πέφτουν σε κάθε στίχο στη λέξη κι όχι στη συλλαβή’ έτσι ο στίχος παύει να έχει ορισμένο αριθμό συλλαβών. Η Μελισσάνθη στο ποίημα «Μερικά Νούμερα για το τι είμαι» αποδίδει την τεχνική αυτή λογαριάζοντας κυρίως το ρήμα και το ουσιαστικό και κατά δεύτερο λόγο το επίθετο και το πολυσύλλαβο επίρρημα.

Ένα δείγμα:

Όμως πρέπει έτοιμος νάσαι. Μπορώ

να το δω όπως είναι: Δεν μπορώ να τ’ ονομάσω

με κανένα από τα ονόματα που ξέρετε. «Ποίηση», λέω

και συλλογιέστε τον Λονγκφέλλοου κι εγώ τη ράτσα

στην πορεία της. Την οικογένεια στον καιρό της: τους νέους

στην άκρη από το θάμνο που κοιμάται αυτό το λάφι.

Εννοώ το πράγμα, πίσω απ’ του πράγματος το όνομα.

     Ο Άρτσιμπαλντ Μάκ- Λίς μας είναι από παλιά γνωστός («Ιώβ» από το Θέατρο Τέχνης) αλλά η Μελισσάνθη στην «Καινούρια Εποχή» Άνοιξη 1957, μας γνωρίζει τον ποιητή Μάκ- Λίς που προσπαθεί στο έργο του να ενοποιήσει το γεγονός της Ύπαρξης με το γεγονός του Πολιτισμού, την Ανησυχία με τη Γνώση. Προτάσσει ένα κατατοπιστικό σημείωμα πρίν από τον «Ελπήνορα» (1933).

          «Εγώ ‘μια Οδυσσέα-ο Ελπήνορας

          ο κωπηλάτης-θάνατος είναι ανάμεσά μας.»

Η μετάφραση είναι θαυμάσια. Λόγος κρουστός, δουλεμένος, σε ανισοσύλλαβο ίαμβο, χωρίς αυθαίρετες απομακρύνσεις από το πρωτότυπο.

Στη «Νέα Εστία», 15 Φεβρουαρίου 1957 υπάρχει η «Άνοιξη στον Κήπο» της  Edna St. Vincent Millay.

          «Και σ’ όλη αυτή την υψωμένη θάλασσα θαρρώ,

          εκεί που κείτεσαι, μήτε μια ρίζα δεν θα σ’ έχει αγγίξει».

Η Μελισσάνθη με πληροφορεί πώς έχει μεταφράσει άλλα 8 ποιήματα της Millay που δεν έχω στα χέρια μου.

      Ο κουβεντιαστός λόγος του Ρόμπερτ Φρόστ με τους υπόκωφους ήχους, την ανεπιτήδευτη έκφραση και τη χαρακτηριστική σύνθεση ρεαλιστικών και φανταστικών στοιχείων ταιριάζει απόλυτα στη Μελισσάνθη. Οι μεγάλοι μονόλογοι- ποιήματα του Φρόστ με την σχεδόν σκηνική τους παρουσία που εξωτερικά ασχολούνται τάχατες με μιά καθημερινή ασημαντολογία, ενώ στο βάθος είναι πνιγμένες φωνές ανθρώπινης μοναξιάς αποδίδονται ωραιότατα.

«Καινούργια Εποχή», Χειμώνας 1956.

       «Οικογενειακό Κοιμητήρι»

«Από το βάθος την διέκρινε της σκάλας

προτού εκείνη να τον δει. Κινούσε να κατέβει

κοιτώντας πάνω από τον ώμο της κάτι που τρόμαζε.

Έκανε ένα δισταχτικό βήμα και πάλι το άφησε

για να ορθωθεί και να ξανακοιτάξει. Αυτός εμίλησε

τραβώντας προς εκείνη: «Τι είναι αυτό που βλέπεις

ολοένα από κεί πάνω; Θέλω να το ξέρω».

          Συνολικά η Μελισσάνθη έχει μεταφράσει από τον Φρόστ τα εξής: «Το Δυναμικό ποτάμι», «Ο φόβος», «Το Χιόνι», «Ο Θάνατος του Μεροκαματιάρη», «Οικογενειακό Κοιμητήρι», «Δυό στρατοκόπι με λασπόκαιρο», «Σημύδες», «Αναστηλώνοντας τον τοίχο» «Δεν βρίσκεται χρυσάφι που ν’ αντέχει», «Σταματώντας στο δάσος ένα χιονισμένο βράδυ», «Έμπα», «Προς τη γη», «Μετά τη συγκομιδή των μήλων».

Πάλι στην «Καινούργια Εποχή», Χειμώνα 1964 η Μελισσάνθη θα δημοσιεύσει «Το Τραγούδι του Χιαγουόθα» του Χένρυ Γουόντσγουορθ Λογκφέλλου.

          Η Μελισσάνθη έχει μεταφράσει και τα 24 άσματα του έπους αυτού που γράφτηκε κατά το πρότυπο του φιλλανδικού έπους της Καλεβάλα.

          Από αυτά στην «Καινούργια Εποχή» δημοσιεύονται τα εξής: Εισαγωγή- Ι. Η Πίπα της Ειρήνης –ΙΙ Τα παιδικά χρόνια του Χιαγουόθα.- VII Το πλεούμενο του Χιαγουόθα.- XX Ο Λιμός.- XII Η Αναχώρηση του Χιαγουόθα.

          Περιττό να εκφράσω την απορία μου πώς και δεν έχει πιέσει κάποιος εκδοτικός οίκος τη Μελισσάνθη να εκδώσει το έπος αυτό που θα διευρύνει αποφασιστικά τη γνώμη μας για την Αμερικάνικη Λογοτεχνία. Γνωστό δα, ότι εμείς οι νεώτεροι δύσκολα θ’ αναλαμβάναμε να μεταφράσουμε Αμερικάνικη ποίηση του χίλια οκτακόσια τόσο…

«Κι αν με ρωτούσατε πώς βρήκε ο Ναβουαντάχα

αυτά τα τόσα αλλόκοτα, πρωτόγονα τραγούδια

θα σας αποκρινόμουν, θα σας έλεγα

«Στις φωλιές των πουλιών του δάσους,

στου κάστορα την τρώγλη,

στ’ αχνάρια του αγριοβούβαλου και τις αιτοφωλιές.

          Τελειώνουμε τους Αμερικανούς της με τη μεγάλη Έμιλυ Ντίκινσον. Η «Μικρή Εγνατία» αρ.6, 1980 εξέδωσε μιάν επιλογή από το έργο της με μια σύντομη εισαγωγή. Τα μεταφρασμένα ποιήματα είναι 52. Κρατώ στα χέρια μου τα ποιήματα της Ντίκινσον στην κριτική έκδοση του James Reeves. Η μοναχική της μοναχικής Έμιλυ στο εξώφυλλο: λεπτή, εύθραστη, μαυροντυμένη, στοχαστική, κρατώντας ένα λουλούδι. Χωρίς να θέλω να παρασυρθώ σ’ εύκολους κι αφελείς συσχετισμούς, συλλογίζομαι πόσο έντονη είναι η φυσική ομοιότητα των δύο ποιητριών. Έστω.

Το πρώτο ποίημα του βιβλίου:

Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο

……………………

Είναι ο αριθμός 66 στην έκδοση του Reeves. Αντιπαραβάλλω τα κείμενα. Η μετάφραση είναι σχεδόν πιστή, δεν προχωράει σε περιττές αυθαιρεσίες, αποδίδει την ουσία του λόγου χωρίς υπερβολική προσοχή στο μέτρημα των συλλαβών στον κάθε στίχο, χωρίς ζορισμένη κι εξεζητημένη ρίμα. Αυτό μου αρέσει. Πόσες φορές δεν απόρησα  με την ευκολία με την οποία πολλοί μεταφραστές χάρη μιάς τετριμμένης ομοιοκαταληξία θυσιάζουν τη γενική εντύπωση (που τελικά είναι αφελής) και κατεβάζουν το ποίημα στο επίπεδο μιάς στιχοπλόκου, απλώς διάθεσης. Ενώ η έλλειψη ρίμας στην ελληνική απόδοση μπορεί πολλές φορές να εκμοντερνιστεί το ξένο κείμενο, να το φέρει κοντύτερα στη σύγχρονη ευαισθησία, χωρίς απαραίτητα αυτό να δηλώνει ευκολία ή μεταφραστική αμηχανία-όμως στην περίπτωση της Μελισσάνθης-παρά το ότι, χωρίς να δεσμεύεται, όταν νομίζει πως η ρίμα βγαίνει αβίαστα, την χρησιμοποιεί.

          Γενικά: η εικονοκλαστική περίπτωση της Ντίκινσον με την έντονη ενδοστρέφεια και το άδολο μάτι που ατενίζει τη φύση, η ποίηση αυτή του μεταφυσικού σκιρτήματος και της τόσο μεγάλης πυκνότητας που καταλήγει να γίνει ελλειπτική κι αποφθεγματική, βρίσκει στη Μελισσάνθη την ιδεώδη μεταφράστρια.

          Το σημείωμα που ξεκίνησα νομίζοντας πώς θα είναι μικρό αποδείχτηκε απρόσμενα εκτεταμένο. Το 1958-1965-1966 η Μελισσάνθη δημοσιεύει μεταφράσεις του Ουκρανού Ταράς Σεβτσένκο, του Μπόρις Πάστερνακ (ΕΣΣΔ) από την συλλογή του «Το Έτος 1905». Επίσης της Βουλγαρίδας Μπαγκρεάνα 7 ποιήματα σε 5 τεύχη της «Νέας Εστίας» (1976-1977), κι ένα τόμος 5 περίπου τυπογραφικών βρίσκεται υπό έκδοση από τον «Ηριδανό». Του Νιέγκος (Γιουγκοσλαβία), του Μπότεφ (Βουλγαρία), Γκάμπε και Ντιμίτροβα (Βουλγαρία), σε μιά προσπάθειά της να γνωρίσουμε τη Βαλκανική ποίηση.

          Κλείνω το σημείωμα παραθέτοντας το τέλος από το ποίημα «Η μητέρα» της Μπλάγκα Ντιμίτροβα:

«Σήμερα το παιδί μεγάλωσε

Σε λίγο θα πετάξει

μέσα στην παγωμένη άβυσσο των ουρανών

για να κάνει ένα καινούργιο ερώτημα

στο σιωπηλό σύμπαν.

Ο πύραυλος θ’ ανάψει στον ουρανό

Κι η μητέρα ξέπνοη κι αδύναμη

θα δει ότι έδωκε το φώς

σ’ ένα άστρο μικροσκοπικό.

Ποιά θα ‘ναι αυτή η μητέρα;»

          Η Μελισσάνθη μας ανανεώνει την πίστη μας πώς η μετάφραση μπορεί να γίνει πράξη αναδημιουργίας όταν συνταιριαστούν αρμονικά οι φωνές του μεταφραζόμενου και του μεταφραστή και ταυτιστούν τα οράματα. Πράγμα που βέβαια δε μπορεί να γίνει σ’ ένα πλαίσιο εμπορευματοποίησης της μεταφραστικής πρακτικής και εξ απαλών ονύχων ενασχόλησης με τα ξένα κείμενα. Με την άρπα-κόλα δεν οδηγούμαστε πουθενά. Ούτε πρόκειται βέβαια να μείνει τίποτα στο χρόνο

             Ανδρέας Αγγελάκης, 4 Οκτωβρίου 1984.

 Ας κλείσουμε από την μεριά μας με δύο μεταφράσεις ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον από την Μελισσάνθη

Τί πανδοχείο είναι τούτο που ‘ρχονται

ξέχωροι ταξιδιώτες για τη νύχτα;

Ποιός είναι ο κάπελας;

Πού ‘ναι οι κεράστρες;

 

Κοίτα παράξενα δωμάτια

μήτε πυρρές φωτιές ν’ ανάβουν

μήτε γεμάτα κύπελλα να ξεχειλάνε

Κάπελα νεκρομάντη

Τί είναι τούτη η σύναξη;

--

Από τα ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ

Το χτύπημα του χάρου είναι ζωής χτύπημα

για όσους ως να πεθάνουν δε γινήκαν ζωντανοί

Πού αν έζησαν πεθάναν και δεν ξύπνησε η ζωντάνια

παρά σα γίνηκαν νεκροί.

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025