Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2014

                                                ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2014

          Εορτή της 28ης Οκτωβρίου σήμερα, και ο υπερήφανος λαός, τα δοξασμένα ελληνικά σύγχρονα φουσάτα θα υπάγουν στας παρελάσεις, θα βγουν στας λασπωμένας πλατείας, βλέπεις η καταρρακτώδης βροχή γαρ, στους πλημμυρισμένους δρόμους, αυτούς που τα κανάλια ήταν εκεί πριν την βροχή για να αναμεταδώσουν το κακό και την συμφορά που θα υποστεί για άλλη μία φορά εδώ και πενήντα χρόνια ο φτωχός αλλά αλάστωρ λαός, με τέμπο και ωραίες ιλουστρασιόν διαφημίσεις ενημερωμένα από τον Τάσο Αρνιακό, τον Θοδωρή Κολλιδά, άντε και την Χριστίνα Σούζη. Και επειδή γνωρίζω τι ζηλόφθονες υπάρξεις είσαστε, άφησα απέξω, το "κυπαρισσάκι το ψηλό" αυτόν τον Κρητήκαρο της ΝΕΤ τον γλυκούλη Γιάννη Καλλιάνο. Εντέλει οι διαφημίσεις είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες στην τηλεόραση από τους δημοσιογράφους. Και έμπλεοι χαράς και εθνικής υπερηφάνειας οι σημερινοί απόγονοι των τότε ένδοξων προγόνων θα ανεμίζουν την περίλαμπρη σημαία, την γαλανόλευκη και τιμημένη. Αέρα-Αέρα. Φυσάτε μωρέ αδέλφια να ανοίξουν οι βουλωμένοι υπόνομοι. Φυσάτε να στεγνώσουν τα κιλίμια, οι κουρελούδες και τα χαλιά μπουχάρα της Ραράκη. Τρεχάτε αύριον λείαν πρωίαν, πουρνό-πουρνό βρε πλούσια βλαχαδερά-αδέρφια μου συνέλληνες-να εξαργυρώσετε την επιταγή, αλλά προσοχή, μην αγοράσετε καινούργιο μαύρο τζιπάκι, αυτό με τα σκούρα τζάμια, θα σας το πιάσουν τεκμήριο και άντε μετά να ξεμπλέξεις με τις γνώμες τόσων εφοριακών στα κανάλια. Οι νέοι αστέρες της τηλεόρασης γνωρίζουν πριν από εμάς για σας. Αυτήν την σημαία αγαπητά μου ανώριμα και φαταούλικα παιδιά-που είσαι θειά Λένα-που έχετε κρυμμένη για παν ενδεχόμενο, σε αυτήν την χώρα δεν ξέρεις ποτέ το τι σου ξημερώνει την σήμερον, όχι την αύριον ημέρα. Σε αυτήν την κουρελοπαντιέρα χώρα το σήμερα είναι μέλλον, το αύριο μεταφυσική. Και να οι μεγάλοι βαμμένοι ιστοί, εκτός αν είναι πλαστικοί των δεκαπέντε ευρώ, να τα εμβατήρια με την Σοφία Βέμπο: «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά που για μας πολεμάτε πάνω στα βουνά…». Αχ! βρε Αντωνάκη, πάλι κόλλησε η βελόνα στον δίσκο, δεν φταίω εγώ μάνα, μητέρα, μαμά πατρίς, ο Βαγγελάκης φταίει που έτρωγε την μαρμελάδα στα γρήγορα και μουλωχτά γιατί είδε στον ύπνο του τον μικρό Αλέξη-όχι τον Κωστάλα αλλά το άλλον. τον λάτρη του Παλμίρο Τολιάτι-να ετοιμάζεται να βουτήξει μέσα στο βάζο με το ροδάκινο και φοβήθηκε ότι θα αδυνατίσει και θα χάσει την φόρμα του. Και να οι κορδωμένοι επίσημοι μπροστά-μπροστά στις εξέδρες με τα κιγκλιδώματα, μακριά από αυγά, ντομάτες και άλλα εσπεριδοειδή που έχουν μέσα στα κομματικά καλάθια τους, αυτά που φέρουν μαζί τους οι παρακολουθούντες τα τελευταία χρόνια τις παρελάσεις, να οι υπερήφανοι πολιτικοί με τα καθαρισμένα με εκλογική αλισίβα ρούχα τους που τιμούν με την παρουσία τους τους ένδοξους προγόνους μας και τα τουρτουρίζοντα άλκιμα νιάτα μας,  κρυμμένοι πίσω από τα καφασωτά της πολιτικής μην τυχόν και καμία ανοιχτή παλάμη με πέντε ή και έξι δάχτυλα τους βρει-για να θυμηθούμε και τον ηρωικό εξαδάχτυλο Βασιλιά μας, μην δακρύζετε ωρέ αδέλφια πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι. Πια καλέ, που έλεγε η γιαγιά μου η Σμυρνιά, τα μαχαιροπήρουνα ή τα σεμεδάκια που μας έκλεψε αυτή η σκρόφα η γεροντοκόρη η γειτόνισσα που κακό χρόνο νάχει, να μην της κάτσει το Τζόκερ στον αιώνα τον άπαντα, να μην ξεχρεώσει τα δανεικά από την τράπεζα που δανείστηκε για να προικίσει την άλλη την παστρικιά την ανιψιά της που δεν έχει αφήσει πόμολο για πόμολο στην γειτονιά σε εκατόν πενήντα χρόνια, που να της φύγει ο αιθέρας από όλες τις κατσαρόλες, αυτές που μου έμαθε να μαγειρεύει τα μεξικάνικα και τα μπριάμ με γιαούρτι και ανανά, να της σπάσουν όλες οι κόκκινες γόβες στιλέτο, που είναι πιο πολλές από αυτές που έχει στις ταινίες του ο Πέτρο Αλμοδοβάρ, να της σκιστούν όλα τα ροζ πουφ που κάθεται ο άλλος της ανιψιός που θέλει και Σύμφωνο Συμβίωσης για να κρύψει τις πομπές του τρομάρα του, που δεν βλέπει τα χάλια του, που είναι σαν σπασμένη στάμνα του καιρού της Ωραίας Ελένης, άντε να μην ανοίξω το στόμα μου, ο Θεός να με συγχωρέσει και κοινώνησα τις προάλλες. Να και από κοντά οι άλλοι φορείς της πόλης περιχαρείς, με ένα χαμόγελο σαν το σμάιλ είναι η κάντιτ κάμερα, αυτοί που λένε συνέχεια δεν έχω δεν βγαίνω, δεν δύναμαι για να σου φάνε μισθό, άδεια, ένσημα, οι μέχρι προσφάτως κρατικοδίαιτοι, αυτοί καλέ, που οι κόκκινες συνιστώσες της βαριεστημένης επανάστασης θα προικοδοτήσουν με νέο ρευστό, καθώς θα προτάξουν τα στιβαρά, ρωμαλέα και ερωτικά ελληνικά στήθη τους μπροστά στην κακιά μάγισσα Μέρκελ, αυτήν που διαβάζει Νιμπελούγκεν ακούει Βάγκνερ και λατρεύει τον Λουδοβίκο τον Β΄ της Βαυαρίας. Αυτόν καλέ, τον αριστοκράτη τζιναβωτό. Να και οι δημοτικοί μας άρχοντες, οι νέοι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι οι φωστήρες της πόλης που όλα θα τα αλλάξουν, όλα θα τα λύσουν, όλα, όλα, όλα. Λόλα να ένα μήλο. Και από κοντά οι ιερείς μας με τα σιδερωμένα τα ατσαλάκωτα, τα σικέ ράσα τους από την πολύ δουλειά και τον τεράστιο μόχθο της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης του λαού. Και σιμά, οι ελάχιστοι κουλτουριάρηδες θα ξεφυλλίσουν το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη,-προσοχή δεν είναι δρόμος της Αθήνας όπως άκουσα πρόσφατα κάποιον νεαρό με ζήλο να ρωτάει-και θα ακούσουν για άλλη μια φορά το «Ένα το χελιδόνι και η Άνοιξη ακριβή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά…» από τον Θεοδωράκη, αυτόν που δεν έχει αφήσει πολιτικό σχηματισμό και να μην έχει γίνει βουλευτής του. Άραγε τι ψηφίζει πίσω από το παραβάν; Και οι αγαπησιάρηδες οι τζουτζούκοι υπερπροστατευτικοί των τέκνων τους γονείς, μπροστά-μπροστά, κρατώντας τις σημαιούλες που τις έχουν μέσα σε χάρτινες σακούλες του Ζάρα και το φραπέ στο άλλο χέρι να άδουν:
«Πάντα και όπου σε αντικρίζω με λαχτάρα σταματώ, και περήφανα δακρύζω ταπεινά σε χαιρετώ. Δόξα αθάνατη στολίζει κάθε θεία σου πτυχή και περήφανα δακρύζει των ελλήνων η ψυχή…».
Ενώ οι άλλοι, οι εκσυγχρονιστές, με τα νέας τεχνολογίας κινητά τους, αυτά που στα μουλωχτά βλέπουν ακόμα και τσόντες-κρυφά από την τιμία και δουλευταρού γυναικούλα τους-ψάχνουν να βρουν το άλλο ποιηματάκι για την σημαία να το διαβάσουν στα πιτσιρίκια τους, λοξοκοιτώντας τις μαθητριούλες με το ακανόνιστο βήμα και την μέντα μαστίχα στο στόμα.      
Αυτό, που μας έλεγαν οι ανεκδιήγητοι αυτοί δάσκαλοι και δασκάλες στο δημοτικό τα χρόνια της δικτατορίας.
«Της πατρίδος μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό, και στην μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό, κυματίζει με καμάρι δεν φοβάται τον εχθρό, σαν την θάλασσα είναι γαλάζια και λευκή σαν τον αφρό».
Εύγε, Εύγε, ζήτω, μπράβο, και να τα χειροκροτήματα, να τα συγχαρητήρια, να οι χειραψίες και τα φιλήματα στο μάγουλο και η απαραίτητη σφαλιάρα στην ξουρισμένη κεφαλή ημών, για να μην πιάσουμε ψείρες όπως έλεγαν, εμείς τα μειράκια του έθνους με τις μπλε ποδίτσες και τα άσπρα γιακαδάκια. Εμείς οι εκκολαπτόμενοι ψηφοφόροι ραγιάδες που βάλαμε στοίχημα όχι να ολοκληρώσουμε το τάμα του Έθνους, όπως πρέσβευε η εθνοσωτήριος και ο ηγέτης της, αλλά να πτωχεύσουμε την σήμερον ημέραν την χώραν ταύτην και το κατορθώσαμε, και είμαστε περήφανοι για αυτό, σπάσαμε το γύψο του ασθενούς έλληνα και με τα υλικά του φτιάξαμε το νέο πρόσωπο της πτωχευμένης χώρας μας.  Όχι, τσαρούχια δεν μας υποχρέωναν να φοράμε, μόνο κάτι μικρές κονκάρδες με το πουλί, το πουλάκι με το μικρό στρατιωτάκι στην μέση της φωτιάς. Γιαυτό μας έμεινε από τότε ο φετιχισμός της στρατιωτικής στολής. Γιαυτό και ο εκ Θεσσαλονίκης ποιητής ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει: «Με τι συστολή φοράς την στολή/ και όταν την πετάς, πετάς». Αλλά και ο δικός μας ο δάσκαλος και ζωγράφος ο Πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης με τι μαγεία απεικονίζει την στρατιωτική βαρβατίλα στις εικόνες του. Αχ! παλαιοί Πειραιώτες, πόσες βραδιές δεν ξενυχτίσαμε έξω από την Σχολή Δοκίμων του Πειραιά. Εκεί να δεις παρελάσεις και επάρσεις του ιστού της αντρικής σημαίας. Εκεί να δεις πως τραγουδούσαμε το «τράβα μπρος…» της Αλίκης Βουγιουκλάκης. Εκεί να δεις πως ψέλναμε ομού, όλα τα έσωθεν και έξωθεν της πύλης ναυτάκια του έρωτα το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά..». Αλλά αγαπητοί μου πλημμυροπαθείς Πειραιείς, άλλα ήθη άλλα έθιμα, άλλοι καιροί φευ.
          Διαταύτα εντελλόμεθα προς ημάς να μην υπάγομεν εις την παρέλαση.
Διότι η πλημμύρα της σήμερον του Οκτωβρίου του 2014, όχι αυτή που έγραψε και τραγούδησε κάποτε ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, «Καμίνια βρε και Αγία Σωτήρα, βρε τάπνιξε όλα η πλημμύρα...», μας στέρησε το φως για μία ημέρα, μας στέρησε το Ίντερνετ άχρι της σήμερον το πρωί, και, ακόμα, δεν έχουμε τηλέφωνο.
Το παλαιό σπίτι της οικίας μου συνέλληνες Πειραιώτες, αυτό που πληρώσαμε το ΕΝΦΙΑ πρώτοι-πρώτοι, σαν τίμιοι και καλοί «χριστιανοί πατριώτες» τιμώντας τας παλαιάς διδαχάς των παλιών δασκάλων, ορμόμενοι από εθνικά πατριωτικά συναισθήματα, αγαπώντας μαζοχιστικά τας σαπισμένας του έθνους ρίζας μας, «Η Πόλις θα σε ακολουθεί, στες γειτονιές τες ίδιες θα γυρνάς…» Άτιμε, πονηρέ, σαρκαστικέ γέρο της Αλεξάνδρειας, Κωνσταντίνε Καβάφη πως μας καταδίκασες εσαεί μέσα στην ποίησή σου. Αυτό το σαράβαλο πλημμύρισε, και ολημερίς έβγαζα νερά από μέσα. Η σκούπα ήταν ο ιστός που κρέμασα την εθνική μου υπερηφάνεια, γιαυτό, δεν θα πάω στην παρέλαση, γιαυτό δεν θα σηκώσω την γαλανόλευκη, γιαυτό δεν θα ζητήσω τίποτε για βοήθεια, παρά μόνο μια καινούργια σκούπα για την επόμενη πλημμύρα.
Γιατί γνωρίζω, αν και δεν μπάζωσα ποτέ ρέμα, ότι τα σπίτια στις οδούς που είδαμε στην τηλεόραση κοντά στους Αγίους Αναργύρους, είναι κτισμένα πάνω σε ρέματα.
Γιατί έχω δει και ζήσει τέσσερεις πλημμύρες να καταστρέφουν σπίτια και μαγαζιά, εκεί που είναι το Σούπερ Μάρκετ Γαλαξίας, στην οδό Βαλαωρίτου.
Γιατί κάποτε ,σαν παιδιά των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, μας παρέσυρε το άλλο ρέμα που υπήρχε τότε στον επάνω δρόμο.
Γιατί η οδός Τζαβέλα και νομίζω και η συνέχειά της η Μπελογιάννη ήσαν κάποτε ρέματα.
Γιατί κάποτε ο δήμος της Νίκαιας και ο δήμος του Πειραιά τσακώνονταν για το ποιος θα ανάψει τα φανάρια στην διασταύρωση μια και εκεί είναι τα σύνορα των δήμων.
Γιατί ακόμα και σήμερα οι συνέλληνες παρότι έχουν αμάξια και βγαίνουν το πρωί για την δουλειά τους, πετάνε τα σκουπίδια τους στην πόρτα του αλλουνού και όχι στους διάφορους κάδους, και μάλιστα είναι υπερήφανοι γιαυτό και επιβραβεύονται από τους άλλους γείτονες.
Γιατί οι συνέλληνες έχουν τόσα αμάξια σε κάθε οικογένεια όσα είναι τα μέλη της, και επειδή δεν υπάρχουν ούτε γκαράζ, ούτε πυλωτές στις πολυκατοικίες προτιμούν να πετάξουν τους κάδους των απορριμμάτων κάτω, να τους καταστρέψουν μόνο και μόνο για να παρκάρουν ή να πλύνουν τις κουρσάρες τους που διαφημίζουν στους διπλανούς τους.
Γιατί, ακόμα και τα φρεάτια να είναι καθαρά, δεν μπορεί τόσος όγκος νερού να προλάβουν να τον δεχτούν οι αποχετεύσεις.
Γιατί συνέλληνες βαυκαλιζόμαστε για την κοινωνική τσαπατσουλιά μας, για την άναρχη δόμηση του χώρου μας, γιατί δεν μας νοιάζει που θα χτίσουμε το σπίτι μας, αλλά να το χτίσουμε, γιατί δεν μας νοιάζει αν καταπατήσουμε δημόσια περιουσία, ή την περιουσία του διπλανού μας αρκεί να την καταπατήσουμε για το γαμώτο του εγωισμού μας ρε γαμώτο.
Είμαστε κοινώς κάφροι συνέλληνες, γιαυτό και εικόνα μας είναι και οι πολιτικοί μας. Και αυτοί αδιαφορούν και εμείς παρανομούμε για ίδιον όφελος. Γνωριζόμαστε καλά πριν τις ανασκαφές στον τάφο της Αμφίπολης. Ένας λαός που καλόμαθε στην ρεμούλα, το καθισιό, το φαγοπότι και την αδιαφορία για τα κοινά. Γιατί συμμετοχή δεν είναι μόνο η ψήφος και οι παρελάσεις, οι κουτοπονηριές και οι κάθε μορφής εθνικές εξάρσεις, ο φανατισμός και η κομματική στράτευση, αλλά η συνείδηση, και αυτή, χάθηκε συνέλληνες φεσομένα αφορεσμένα πατριωτάκια. 
          Όμως η πλημμύρα είχε και ένα καλό, δεν σφουγγάρισα, το γλίτωσα και πονούσε και η μέση μου. Χωρίς τηλέφωνο λοιπόν ακόμα, χωρίς ίντερνετ για δυό μέρες, και χωρίς φως για μία, τι κάνεις; Διαβάζεις με λάμπα.
Και όταν ήρθε το φως, δεύτε λάβετε εθνικά μπουμπούκια ημιάγριας εθνικής φυλής, όχι δεν παρακολουθήσαμε τον εθνικό μας διασκεδαστή σε ιδιωτικό κανάλι να μας περιπαίζει σε μια κακής ποιότητας σάτιρα, και από κάτω να τον χειροκροτούν όλοι αυτοί και αυτές που τους θεωρεί λιμασμένους σεξουαλικά και ανίκανους ερωτικά ανθρωπάκια,-πια η διαφορά από τα "Παρατράγουδα", τουλάχιστον η κυρία Ανίτα μας είναι πιο αληθινή, πιο αυθεντική και με μεγαλύτερο τσαγανό-στην περίλαμπρη αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, αλλά παρακολουθήσαμε στο κανάλι της Βουλής την ρωσική ταινία «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, όπως δυό εβδομάδες πριν τις θεσπέσιες ταινίες-παραμύθια του Σεργκέι Παρατζάνωφ, αυτού του σαλού και μάγου της κινηματογραφικής κάμερας, αυτού που το τότε σοβιετικό καθεστώς τον φυλάκισε και τον κράτησε δεκατρία χρόνια στα κάτεργα σαν αντεθνικά σκεπτόμενο. Και τιμήσαμε την εθνική επέτειο ξανά παρακολουθώντας την θεατρική εκδοχή της ταινίας του Αλέκου Σακελάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», αλλά και το εθνικό μας πολιτικό δίδαγμα, το «ένας ήρωας με παντούφλες», με τον Βασίλη Λογοθετίδη, την Νίτσα Τσαγανέα, την Λυβικού, τον Διανέλλο και άλλες αξέχαστες υπάρξεις του παλαιού καλού και διδακτικού κινηματογράφου.
          Όχι συνέλληνες ούτε το κράτος, ούτε η περιφέρεια, ούτε ο δήμος φταίει, μπορεί να φταίει η φτώχεια μας κυρίως, όμως κύριοι υπαίτιοι είμαστε εμείς, με την αδιαφορία μας, με την έλλειψη ενδιαφέροντος για τον δημόσιο χώρο που κατοικούμε, με τον ωχαδερφισμό μας, με τον εθνικό κυνισμό μας, με την υπερήφανη αγραμματοσύνη μας, με την βαριεστημένη πια εθνική ψωροπερηφάνια μας, γιατί είμαστε πολύ παρτάκηδες. Και καμία κόκκινη ή εμπριμέ συνιστώσα φοβάμαι ότι δεν μπορεί να μας βοηθήσει πλέον, απλά θα μας νανουρίσει πολιτικά λίγο ακόμα και άντε, να δώσει καμιά σύνταξη σε αντιστασιακούς μη μνημονιακούς ανεξάρτητους μονομάχους, ή στους κολυμβητές του ποταμιού και τους κόκκινους συντεταγμένους ποδοσφαιρόφιλους για πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες, συντρόφους της σοβιετικής συμφοράς. Για ρωτήστε, όλους αυτούς τους σύγχρονους πατριώτες που θα παρελάσουν, πόσοι από αυτούς έχουν διαβάσει περί Μεγάλου Αλεξάνδρου, όμως, θέλουν ο τάφος του να είναι στην Αμφίπολη. Πόσοι διάβασαν αυτές τις εξαιρετικές ιστορικές μονογραφίες που προσφέρει η εφημερίδα «Η Καθημερινή», "Περικλής", "Μέγας Αλέξανδρος", "Αριστοτέλης". Πόσοι τα Λαϊκά μας Παραμύθια που προσφέρει η εφημερίδα «Το Βήμα». Πόσοι ξεφύλλισαν το έργο για τον Μέγα Αλέξανδρο του ιστορικού Σαράντου Καργάκου που πρόσφερε πρόσφατα η εφημερίδα Real News. Δεν χρειάζεται να επισκεφτούν και να ξοδέψουν στα βιβλιοπωλεία το υστέρημά τους, μπορούν με μία εφημερίδα, όποια θέλουν, να μορφωθούν αν θέλουν, αλλά δεν θέλουν. Θέλουν κουτσομπολιό,χαχανητά, και να μην σκέπτονται, να τους αφορά μόνο, το τι φόρεσε η τάδε νύφη και αν το νυφικό με το ξώπλατο και την δαντέλα κεντημένη με βελονάκι το φόρεσε η νύφη ή ο γαμπρός. 
Αγαπητοί μου, τέτοιον κόσμο επιβραβεύεται σε τέτοιον κόσμο θα ζήσετε.
  Τα υπόλοιπα πατριωτικά, εθνικής υπερηφάνειας και μη, είναι για τα νέα μειράκια που κουνούν τις σημαιούλες τους στις παρελάσεις, καθώς κάνουν ένα τικ-τακ από το διάλειμμα μπροστά από τις οθόνες της τηλεόρασης ή του ηλεκτρονικού τους υπολογιστή. Η ζωή αγαπητοί μου, ποτέ δεν μας προειδοποίησε για τα αδιέξοδά μας.
          Αυτά συνέλληνες, και έρχεται στο νου μου μια φράση ενός παλαιού δημάρχου του Πειραιά, την δεκαετία του 1960, ο οποίος είπε κάποτε στους κατοίκους που τον επισκέφτηκαν για να του ζητήσουν την βοήθειά του για τις γνωστές πλημμύρες στην περιοχή των Καμινίων:
«Καμινιώτες μείνετε ήσυχοι, αύριο που θα βγει ο ήλιος θα έχετε στεγνώσει».
          Για όποιον ενδιαφέρεται Πειραιώτη ή μη, η φράση αυτή υπάρχει σε ιστορικό βιβλίο που αναφέρεται στην περιοχή των Καμινίων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, μετά το σφουγγάρισμα της πλημμύρας, και χωρίς τηλέφωνο ακόμα, σήμερα, Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014

Πειραιάς, Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου