Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΠΕΙΡΑΙΑΣ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

                        Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
                   ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

          Έχω ξαναγράψει και άλλοτε, για την δημοσιογραφική προσφορά του συγγραφέα αλλά και επαγγελματία δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα στην διάσωση της Πειραϊκής Ιστορίας. Άτομα όπως ο Αντώνης Μαρμαρινός, ο Άγγελος Κοσμής, ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, ο Πάνος Σπάλας, ο Νίκος Χαντζάρας, ο Κώστας Ζουμπουλίδης, ο Σπηλιωτόπουλος, ο Καστρινάκης, ο Μελετόπουλος, και άλλοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι την περίοδο του Μεσοπολέμου και μεταγενέστερα,-μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο-διέσωσαν με τα δημοσιογραφικά τους ρεπορτάζ, τα πολλά κείμενα που δημοσίευσαν στον τοπικό κυρίως Πειραίκό τύπο, τις προσωπικές τους αναμνήσεις αλλά και τα βιβλία που εξέδωσαν την Πειραϊκή ιστορία, την Πειραίκή ατμόσφαιρα της εποχής τους, τα πολλά κοινωνικά γεγονότα των καιρών τους και μας προσέφεραν τις απαραίτητες βάσεις ιστορικών δεδομένων, για να έρθουν οι μεταγενέστεροι μελετητές και ιστορικοί και να αντλήσουν από αυτές τις πληροφορίες το απαραίτητο υλικό για να σχεδιάσουν και συγγράψουν τις δικές τους μελέτες για την πόλη του Πειραιά. Ο Πειραιάς μέσα από τα κείμενα των χαλκέντερων αυτών Πειραιωτών δημιουργών, χαρτογραφήθηκε έστω και ιδιοσυγκρασιακά, έστω και με ελλείψεις, άκρως νοσταλγικά, και μας δόθηκε η εικόνα του, η ρυμοτομία της πόλης και κατά κάποιον τρόπο και το γενεαλογικό δέντρο των τότε κατοίκων. Ας μην μας διαφεύγει ότι οι συγγραφείς αυτοί, οι δημοσιογράφοι, οι ρεπόρτερ αλλά και οι απλοί δημοσιογραφούντες, έζησαν από κοντά τα γεγονότα που καταγράφουν, γνώρισαν εκ του σύνεγγυς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται και είχαν μια άλλη εικόνα της πόλης μπροστά τους και του παρελθόντος της. Όπως είναι φυσικό, οι απόψεις τους δεν είναι πάντοτε αμερόληπτες, δεν κάνουν εξονυχιστικές έρευνες, λειτουργούν με γνώμονα ότι η δική τους άποψη είναι η μόνη αρεστή, όμως αυτό δεν είναι το πρωτεύον, σήμερα πλέον μετά από τόσες δεκαετίες και τα εκατοντάδες βιβλία και τις μελέτες που κυκλοφόρησαν γνωρίζουμε επαρκώς την ιστορία της πόλης του Πειραιά, εκείνο το τοπίο που δεν έχει ξεκαθαριστεί αρκετά, είναι ο καλλιτεχνικός και ο πνευματικός χώρος της με σύγχρονες προδιαγραφές, καινούργια στοιχεία, αποδελτιώσεις και επαναλαμβάνω και πάλι, συγκέντρωση του σκόρπιου υλικού των δημιουργών της, ένα φωτογραφικό αρχείο των προσώπων τους για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη ακόμα εικόνα της πολιτιστικής προσφοράς του Πειραιά ώστε να δούμε, αν τελικά με τα υπάρχοντα δεδομένα, τα έργα τους ή την προσφορά των προσώπων τους, μπορούμε να μην μιλάμε μόνο για Σχολή της Φρεαττύδας, ή για μια λογοτεχνική φιλική παρέα παλαιών συγγραφέων μόνο, αλλά, για Σχολή του Πειραιά. Αυτό θέλει σίγουρα πολύ συζήτηση και ακόμα περισσότερη έρευνα, όμως νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, τουλάχιστον από τους νεότερους από εμάς ερευνητές, μελετητές ή σπουδαστές του Πειραικού Πανεπιστημίου ή άλλων φορέων. Ας μην μας διαφεύγει ακόμα, ότι και στην δική μας γενιά, τα άτομα που κατέγραφαν την ιστορία και τα πνευματικά ίχνη των διαφόρων προσώπων της εποχής μας, μεροληπτούσαν ασύστολα, λειτουργούσαν άκρως φιλικά, και τα βιβλία που έκριναν δεν γίνονταν πάντα με αδέκαστο τρόπο, γιατί ο Πειραιάς είναι μια μικρή πόλη που όλοι σχεδόν γνωριζόμαστε μεταξύ μας, και δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με κανέναν γιατί την επομένη θα συναντιόντουσαν όλοι για καφέ στην Πλατεία Κοραή ή στις καθιερωμένες εκδηλώσεις, ή θα ήθελαν να δουν δημοσιευμένο το όνομά τους στα ελάχιστα μετρημένα περιοδικά ή εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε.  
          Κάποιοι θα πουν ότι αυτό εν μέρει έχει γίνει από νεότερους ερευνητές, και εννοώ την ιστορική πορεία της πόλης μέχρι σήμερα, ασφαλώς υπάρχουν τα βιβλία οι μελέτες και τα άρθρα του Γιάννη Χατζημανωλάκη, του Δημήτρη Φερούση, του Βάσια Τσοκόπουλου, του Νίκου Αξαρλή, της Λίτσας Μπαφούνη, του Δημήτρη Κρασονικολάκη, του Στέφανου Μίλεση και του Βασίλη Κουτουζή μέσω των ιστοσελίδων τους, του Ευάγγελου Πανάγου, του Γιώργου Μπαλούρδου, της Λίζας Μιχελή, του Νίκου Κατσικάρου, του Χρήστου Πατραγά, του Μιχάλη Βλάμου, του Βασίλη Πισιμίση, της Σταματίνας Μαλικούτη, της Κατερίνας Μπρεντάνου, της Μαριάνθης Κοτέας, του προέδρου του ΟΛΠ Γιώργου Ανωμερίτη, για να μείνω στα κυριότερα ονόματα που με τα βιβλία τους και τις κατά καιρούς μελέτες που δημοσίευσαν ή εξέδωσαν μας συμπλήρωσαν τα κενά της Πειραικής ιστοριογραφίας. Στην «Βιβλιογραφία για τον Πειραιά» που εξέδωσα και υπάρχει και στο bloc μου, είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο υλικό των ερευνητών και των ερευνών τους, σαν μια βάση δεδομένων για μια πιο άρτια Πειραϊκή Βιβλιογραφία από τους μεταγενέστερους. Γνωρίζουμε ακόμα, σύγχρονους Πειραιώτες συγγραφείς όπως ο Διονύσης Χαριτόπουλος, ο Κώστας Μουρσελάς,η Τούλα Μπούτου, και αρκετοί μη Πειραιώτες, όπως ο εικαστικός Παναγιώτης Τέτσης, οι οποίοι εξέδωσαν βιβλία τους αναφερόμενοι στα παιδικά τους χρόνια και στον Πειραιά της εφηβικής και νεανικής τους ηλικίας. Υπάρχει ακόμα, έστω και αν κυκλοφορούν ορισμένα Ανθολόγια για τον Πειραιά, ένας αχαρτογράφητος χώρος από συγγραφείς ή βιβλία μη Πειραιωτών συγγραφέων ή άλλων καλλιτεχνών οι οποίοι μας κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους και το πώς είδαν αυτοί στον καιρό τους την πόλη του Πειραιά, υπάρχουν οι κατά καιρούς εικαστικοί οι οποίοι απεικόνισαν σε διάφορες περιόδους την πόλη ή μέρος των μνημείων της, και ασφαλώς οι δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν στην πόλη μας.
          Όπως βλέπουμε, έχουμε ακόμα ένα αρκετά μεγάλο πεδίο έρευνας.
Τώρα, για τι όλα αυτά, την αφορμή μου την έδωσε το μελέτημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα της Πειραιώτισσας καθηγήτριας Μαριάνθης Γ. Κοτέα με τίτλο «Δημοτική Μεταρρύθμιση και πολιτικός εκσυγχρονισμός 1912-1936», εκδόσεις Διόνικος 2014. Για την εξαίρετη αυτή Πειραιώτισσα Πανεπιστημιακό και συγγραφέα και τα βιβλία της, θα αναφερθούμε μια άλλη στιγμή σε σχετικό μελέτημα, απλά το αναφέρω για όσους ενδιαφέρονται.
          Πριν λοιπόν από τον σχολιασμό και την κριτική της συγγραφέως, αντιγράφω εδώ, ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ του συγγραφέα και επαγγελματία δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα, που έχει σχέση με την εποχή που αναλύει η Μαριάνθη Κοτέα, και μας δίνει σε τρεις συνέχειες στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» τον Φλεβάρη του 1966.
          Το κείμενο αυτό του Χρήστου Λεβάντα, δεν είναι μόνο ένα νοσταλγικό και τρυφερό κείμενο, αλλά μια ματιά ενός Πειραιωλάτρη για έναν Πειραιά που χάθηκε πια. Και μια καταγραφή των ιστορικών συμβάντων και των κοινωνικών προεκτάσεών τους που είχαν τα γεγονότα αυτά στην ζωή των ανθρώπων. Στις ίδιες σελίδες υπάρχουν και τα μικρά χρονογραφήματα τόσο του συγγραφέα Πάνου Σπάλα και στην στήλη του «Πειραίκά Δειλινά», με τίτλο «Το περπάτημα», όσο και του Πειραιώτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, «Μια διαπίστωση».
          Ας αντιγράψουμε τώρα το κείμενο.
Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1966, αριθμός φύλλου εφημερίδας 422, σελίδα 1 «Η Φωνή του Πειραιώς».

ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Σειρά Συγκλονιστικών Γεγονότων
                                                Α΄
          Έχει και ο Πειραιάς το μερδικό του στα «ρίγη» που φέρνει στις ψυχές και στις μνήμες η ταινία της Λίλας Κουρκουλάκου «Ελευθέριος Βενιζέλος» που προβάλλεται αυτές τις μέρες και στην ενταύθα αίθουσα του Χάι Λάιφ. Ταινία που ζωντανεύει με την επιτυχή σύνθεση φωτογραφικών και κινηματογραφικών «ντοκιμαντέρ» τις πιο συγκλονιστικές φάσεις των μεγάλων καιρών του. Ανήκουμε στη γενιά που έζησε αυτούς τους πολυσήμαντους για τη ζωή του Έθνους του Ελληνισμού πιο πλατεία συγκλονιστικούς καιρούς. Και είδαμε το παλιό λιμάνι το αναμόρφωτο ακόμα, με τα φυτώρια μουράγια, τα στρωμένα από πλάκες λάβας από τον Βεζούβιο, με τα μικρά ποστάλια, τα καΐκια και τις βάρκες, αραγμένα προς την πλευρά του Δημαρχείου μέχρι του Τζελέπη και τα Λεμονάδικα να υποδέχεται ή να ξεπροβοδίζει καράβια και πολεμιστές, πλωτά νοσοκομεία και τραυματίες και το περισσότερο τα ατέλειωτα καραβάνια των ξεριζωμένων της Ιωνίας. Έχουμε και προσωπικές εντυπώσεις από αυτήν την εποχή. Όχι βέβαια για τα περιστατικά που ζήσαμε σαν παιδιά, τους πανηγυρισμούς στο σχολείο, σαν έφταναν τα αγγέλματα για τις πρώτες νίκες του στρατού μας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 12 και μάλιστα τον παλλαϊκό ενθουσιασμό που μας είχε φέρει η είδηση πως έπεσε το τρομερό Μπιζάνι, και πως ο στρατός μας είχε μπει στα Γιάννενα, όπως και η είδηση για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης κι αργότερα το Νοέμβρη του 16 η κατάληψη του Πειραιά απ’ τους Αγγλογάλλους και ο βομβαρδισμός της Αθήνας-του λόφου του Φιλοπάππου όπου γίνονταν συγκρούσεις ανάμεσα στις αμυνόμενες δυνάμεις και τις φάλαγγες των Γάλλων πεζοναυτών και Σενεγαλέζων-απ’ τα πολεμικά τους που είχαν εισπλεύσει στον Φαληρικό όρμο. Θυμόμαστε ακόμα το Γαλλικό καταδρομικό «Σουλιέν ντε λα Γκραβιέρ» που ήταν αγκυροβολημένο μπρος στα Καρβουνιάρικα, με υψωμένο μπρος στον πρωραίο ιστό του το σήμα του Γάλλου ναυάρχου Φουρνέ. Επίσης θυμόμαστε τις μεγάλες στερήσεις που είχαμε περάσει στο διάστημα του μεγάλου αποκλεισμού-αποκλεισμού που κράτησε μέχρι της αποχώρησης από το θρόνο και της αναχώρησής του απ’ το Λαύριο στη Νεάπολη της Ιταλίας και εκείθεν στο Λοκάρνο της Ελβετίας του Βασιλέα Κωνσταντίνου-και τη χαρά που είχε πάρει ο κόσμος σαν έφτασε-μετά την άρση του αποκλεισμού-στο πειραϊκό λιμάνι του πρώτου φορτηγού με σιτοφορτίο του «Παντιά Ράλλη», όπως λέγονταν το σκάφος.
          Αλλά δεν ξεχνάμε και πως τριγυρίζαμε εκατοντάδες παιδιών τους Σενεγαλέζους φαντάρους, τους αραπάδες που ήταν στρατωνισμένοι στην πλατεία Κοραή για να οικονομήσουμε κανένα κομμάτι κάτασπρου ψωμιού ή καμμιά κρεατοκονσέρβα, πράγματα, που πήγαινε καιρός που μάταια τα λαχταρούσαμε, αφού το μόνο ψωμί που μοίραζαν στον κόσμο οι φούρνοι, ήταν ένα πανάθλιο λασπόψωμο από πίτουρα, αναζυμωμένο συνήθως… με τζίβα!
          Φοβερές μέρες που ήταν πεπρωμένο να τις ξαναζήσουμε πάλι στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής.
          Κι ακόμα-έφηβοι πιά-την προεκλογική ατμόσφαιρα της μοιραίας εκείνης 1 του Νοέμβρη του 1920 που ενώ παρείχε εντύπωση πανηγυρικής επικράτησης του κόμματος των Φιλελευθέρων και του Ελευθερίου Βενιζέλου-πολλοί ψήφιζαν επιδεικτικά με επιχρυσωμένα ή χρυσά σφαιρίδια ή προσέρχονταν στα εκλογικά τμήματα με μικρές κονκάρδες με εικόνες του μεγάλου πολιτικού στο πέτο του σακακιού τους-έφερε την ανατροπή της κυβέρνησής του και την άμεση αναχώρησή του-το πρωί της επομένης των εκλογών με το θαλαμηγό «Εσπερία» που είχαν θέσει στην διάθεσή του οι Εμπειρίκοι από τον Φαληρικό όρμο.
Αλλά θα συνεχίσουμε.

     Το δεύτερο μέρος της συνέχειας δημοσιεύτηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1966 στην πρώτη σελίδα και στον αριθμό φύλλου της «Φωνής του Πειραιώς» 423.
Όπως βλέπουμε ο Χρήστος Λεβάντας με αφορμή την γνωστή ταινία της Κουρκουλάκου, μια ταινία υποφερτή για την εποχή της-την έχω παρακολουθήσει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος παλαιότερα-ξεδιπλώνει τις προσωπικές του αναμνήσεις χρησιμοποιώντας συνήθως πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και διεκτραγωδεί τις άσχημες κοινωνικά συνθήκες της εποχής των τρομερών πολιτικών και ιστορικών ανακατατάξεων στον Ελληνικό χώρο. Οι ιστορικές πληροφορίες που μας δίνει είναι ορθές, και φαίνεται και η φιλοβενιζελική του στάση.
    Στην πρώτη σελίδα δημοσιεύεται ένα ευαίσθητο χρονογράφημα του ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου στην στήλη που διατηρούσε με τον γενικό τίτλο «Συζητήσιμα Θέματα», «Μια διαπίστωση», το οποίο αναφέρεται στους νέους που δεν διαβάζουν πια, και στο ότι οι φοιτητές της εποχής του μελετούν τα σπουδαστικά τους συγγράμματα μέσα στα λεωφορεία. Θα άξιζε μια συγκέντρωση των μικρών χρονογραφημάτων του ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, αλλά πιο ενδιαφέρεται; Να ένα από τα πνευματικά λάθη των ανθρώπων της πριν από μένα γενιάς που πέρασε, αλλά και των ανθρώπων που διοίκησαν την πόλη, το ιστορικό της αρχείο, την βιβλιοθήκη και λοιπά, και μην μου πείτε ότι δεν ήταν δική τους δουλειά; Γιατί, υπευθυνότητα δεν σημαίνει μόνο διοικητικές θέσεις αλλά και καταγραφή και αποδελτίωση του υπάρχοντος υλικού, Αλλά δυστυχώς, ο χρόνος χάθηκε και τώρα πλέον είναι σχεδόν αδύνατον να εργαστεί κανείς πάνω σε τέτοια προβλήματα έστω και εθελοντικά. Τα κοροΐδα ξύπνησαν που έλεγαν και οι παλαιοί Πειραιείς.   
Β΄

          Θα προσπαθήσουμε τώρα, στις αναμνήσεις που αναφέραμε στο πρώτο μας σημείωμα, για τους μεγάλους καιρούς του Ελευθερίου Βενιζέλου και την πανηγυρική όψη που παρουσίαζε το πειραϊκό λιμάνι στις αρχές του 1920 καταστόλιστο με τους ηλεκτρικούς στύλους γύρω στις προκυμαίες του, διακοσμημένους με τα εθνικά χρώματα. Σε κάθε στύλο είχε τοποθετηθεί και μία πινακίδα με χρυσά ανάγλυφα γράμματα, που ανέγραφε το όνομα μιας από τις πόλεις που απελευθέρωσε από το μακραίωνο τουρκικό ζυγό, ο στρατός μας, με τον στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο επικεφαλής κατά την παρέλασή του στην Ανατολική Θράκη-είχε φτάσει πέρα από την Ανδριανούπολη-και στα εδάφη της Ιωνίας.
          Φάνταζαν όλες οι κολώνες από τέτοιες διακοσμητικές επιγραφές, πλαισιωμένες με ασπρογάλαζες ταινίες. Θυμόμαστε μερικά ονόματα: Σμύρνη, Μαγνησία, Άδανα, Κυδωνίαι, Πάνορμος, Νικομήδεια, Ραιδεστός κλπ.
          Δήμαρχος Πειραιώς τότε ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος, ο πατέρας του Τάκη, του μετέπειτα δημάρχου, που στάθηκε μια δημιουργική πολιτιστική αλλά και δραματική φυσιογνωμία στη νεώτερη ιστορία του.
          Κι’ έπειτα όταν διανύαμε τα πρώτα βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία-τον απροσδόκητο, τον οδυνηρό επίλογο, των μεγάλων κείνων ημερών. Την μαύρη σελίδα τις συμφοράς. Όταν τον Σεπτέμβρη του 1922 επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή και γέμισαν τα μουράγια από σκηνές, από παράγκες, από ξύλινα υπόστεγα, για να στεγάσουν τα πλήθη των ξεριζωμένων αυτών που είχαν σωθεί από τις φλόγες της Σμύρνης και το μαχαίρι του Τσέτη, κι έφταναν θλιβερά φάσματα με τις ατέλειωτες νηοπομπές των καραβανιών μας.
          Έχουμε γράψει και άλλοτε για τις ζοφερές αυτές μέρες όταν σπεύδαμε παντού και κυρίως στην νησίδα του Αγίου Γεωργίου-στον κόλπο της Σαλαμίνας, όπου ήταν και παραμένει ακόμα το Λοιμοκαθαρτήριο, να κάνουμε ρεπορτάζ να μπορέσουμε να μαζέψουμε τα ονόματα αυτών που έφθαναν και μάλιστα των πολιτικών ομήρων, των απελευθερουμένων αιχμαλώτων-μετά την ανακωχή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο-ένα εξουθενωτικό και όχι χωρίς κινδύνους για τη ζωή μας ρεπορτάζ. Γιατί δεν είχαμε μόνο να αντιμετωπίσουμε μόνο το μπουγάζι της Σαλαμίνας, όταν το διαπλέαμε με φουρτούνες για να φτάσουμε στο νησάκι του Λοιμοκαθαρτηρίου με μικρές μπεζίνες, βάρκες και λογής τραμπάκουλα, αλλά και τις επιδημίες που αναπτύσσονταν τότε, ανάμεσα στα εξαθλιωμένα κυριολεκτικά αυτά κοπάδια. Τον εξανθηματικό τύφο από την ψείρα, την πανώλη κλπ. Γεμάτες ήταν τότες από πρόσφυγες και όλες οι εκκλησίες καθώς και το Χατζηκυριάκειο ακόμη και η είσοδος του Δημαρχείου! Θυμόμαστε τη Μαρούσα την καθαρίστριά του, που ήταν τύπος την εποχή εκείνη, με το σουλούπι της την καμπουρωτή ράχη της, τη χοντρή φάτσα, την σκληρή φωνή της, που στρίγγλιζε νύχτα και μέρα για τις ακαθαρσίες που κουβαλούσαν στην είσοδο και στις σκάλες του οι στεγαζόμενοι σε αυτό πρόσφυγες. Για μεγάλο διάστημα όλη η περί το λιμάνι περιοχή, παρέμεινε γεμάτη από σκηνές και παράγκες. Τότε ήταν που είχαν γεμίσει από παράγκες κι οι πλατείες Θεμιστοκλέους στην αγορά, και Καραϊσκάκη-στη δεύτερη μέχρι που έπειτα από χρόνια κάηκαν όλες σε μία νύχτα. Άλλες για να σκεπάζουν φαμίλιες, άλλες χρησιμοποιούμενες σαν μικρομάγαζα. Βιοτεχνικά το περισσότερο. Παπουτσίδικα, μαγέρικα, μπαρμπέρικα, φραγκοραφτάδικα, πλεκτήρια, ουζάδικα, καφενεδάκια. Μερικές από τις παράγκες εκείνης της εποχής, απόμειναν ακόμα, ψηλά στο Χατζηκυριάκειο κοντά στη Σχολή Δοκίμων, και άλλες πάνω από την Καστέλλα κοντά στην εκκλησία του Τίμιου Σταυρού.
          Δάση από παράγκες στην περιφερειακή λεωφόρο και στα βράχια της Πειραϊκής-πριν κτιστεί ο συνοικισμός της Νέας Καλλιπόλεως-στη Δραπετσώνα στην Παλαιά και Νέα Κοκκινιά. Αυτός ο συμφυρμός των παραγκών που σκέπαζε τόση ανθρώπινη δυστυχία είχε και τα ακόμη θλιβερότερα επακόλουθά του. Την ηθική χαλάρωση που έφερνε η πείνα, η στέρηση, ο αγώνας αυτού του κόσμου για την επιβίωση-που ξεπουλούσε ότι είχε περισσεύσει από τις χαμένες πατρίδες του, οτιδήποτε είχε κουβαλήσει μαζί του, ακόμη και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά δόντια του. Στη Δραπετσώνα ανάμεσα στο εξαθλιωμένο πλήθος υψώνονταν τα Βούρλα, το Κάστρο της Αμαρτίας, με τις εκατοντάδες των γυναικών, που μεταφέρονταν εκεί από κάθε γωνιά της χώρας, και το πλήθος της πολυσύνθετης «πελατείας» από δικούς μας, αλλά και ξένους ναυτικούς, άσπρους, μαύρους, κίτρινους που έφθαναν με τα καράβια τους στο λιμάνι. Τα Βούρλα αλλά και τους τεκέδες που απόμειναν ακόμη προς την πλευρά της Κρεμμυδαρούς, στα έρημα τότε κατσάβραχα που απλώνονταν πέρα απ’ το Καστράκι.
          Ήταν επόμενο αυτός ο συγχρωτισμός και οι στερήσεις, να γίνουν αφορμή σε μια πλούσια άνθηση του κακού. Φτωχές, στερημένες προσφυγοπούλες κύλησαν στη λάσπη, απόγιναν σε εξουθενωτική αθλιότητα. Το αυτό έγινε και σε άλλα σημεία.
          Κάτω από τις παράγκες και τα παραγκομάγαζα της πλατείας Καραϊσκάκη π.χ. είχαν βρει καταφύγιο οι λογής «κοντραμπάτζηδες», αναπτύσσονταν το λαθρεμπόριο, ακόμη και ναρκωτικών. Χασίς, στα πρώτα χρόνια, ηρωίνη ύστερα, αυτή που έστελνε τα θύματά της στα «βαγόνια του θανάτου» στο Σταθμό Λαρίσσης. Τοξικομανείς που είχαν καταντήσει ανθρώπινα φάσματα, συνήθιζαν να βρίσκουν καταφύγιο τις χειμωνιάτικες νύχτες, μέσα σε φορτηγά βαγόνια που έμεναν αμετακίνητα πέρα στην άκρη του Σταθμού. Και εκεί το πρωί της άλλης μέρας τους μάζευαν νεκρούς άψυχα και παγωμένα κουφάρια απ’ τη φοβερή, την φονική άσπρη σκόνη…
          Θα χρειασθή πάλι να συνεχίσουμε.
          Όπως βλέπουμε στο δεύτερο αυτό μέρος, ο Χρήστος Λεβάντας, αναφέρεται κυρίως στον χώρο του Πειραιά, και παρατηρεί τις επιπτώσεις που είχε η Μικρασιατική Καταστροφή τόσο πάνω στις ανθρώπινες υπάρξεις, όσο και στον ίδιο τον χώρο. Η ματιά του είναι φιλεύσπλαχνη και κατανοεί τις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα εξαθλιωτικά για την ανθρώπινη φύση φαινόμενα. Κατανοεί τις προσφυγοπούλες εκείνες που δεν είχαν τίποτα άλλο να προσφέρουν στους άλλους παρά μόνο το κορμί τους.
Πράγματι, οι σύντομες αυτές περιγραφές του Χρήστου Λεβάντα δεν θα ήσαν πιστεύω παράτολμο αν τις συγκρίναμε με τις απόψεις για τις γυναίκες που πουλάνε το κορμί τους(προσφέροντας ένα κοινωνικό έργο στην εκτόνωση της αντρικής βαρβατίλας) έτσι όπως τις περιγράφει όχι μόνο η συγγραφέας και δημοσιογράφος επίσης Λιλίκα Νάκου, αλλά και η πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη η πεζογράφος Γαλάτεια Καζαντζάκη-ας θυμηθούμε το ποίημά της «Αμαρτωλό». Ο πόλεμος, και η καταστροφή δεν γεννά όπως γράφει και ο Χρήστος Λεβάντας παρά ψυχική και οικονομική εξαθλίωση. Ο πόλεμος επηρεάζει αποφασιστικά τις συνειδήσεις και τις πρακτικές των ανθρώπων και οι ζωές δεν είναι μετέπειτα οι ίδιες. Οφείλουμε να επισημάνουμε και την φιλική ματιά και τον επαινετικό λόγο που εκφράζει για τον τότε δήμαρχο Τάκη Παναγιωτόπουλο-έχει εκφράσει άλλωστε τις απόψεις του σε κείμενό του-και να τονίσουμε ότι, όλοι σχεδόν οι κατοπινοί μελετητές μιλάν πολύ επαινετικά για τον δήμαρχο αυτόν.
Μια προσπάθεια που έκανα να πείσω δημόσια τον απελθόντα δήμαρχο κύριο Βασίλη Μιχαλολιάκο για παρόμοιες φιλικές κινήσεις εκδήλωσης προς τα πρόσωπα εκείνα που προσέφεραν τα τελευταία χρόνια στην πόλη του Πειραιά, απέτυχε, γιατί ο προηγούμενος δήμαρχος δεν άκουγε κατά την γνώμη μου και ήταν πολύ μπλαμπλά. Δεν υπήρξε ποτέ αξιοκρατία σε αυτήν την χώρα όπως και στην πόλη μας, πάντα οι ίδιες αδιέξοδες και ανώφελες κινήσεις των ιδίων ατόμων. Ο Πειραιάς δεν έχει εδώ και χρόνια πολιτιστική ταυτότητα, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, δεν αρκεί να σηκώσει στους περίλαμπρους ώμους του το βάρος τόσων χρόνων με προβλήματα, αβελτηρίες και αδιέξοδα, ήρθε και το οικονομικό τέλμα και τον έθεσε στο περιθώριο.  
     Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν για την Ελλάδα το μεγαλύτερο αρνητικό καταστροφικό γεγονός του αιώνα που πέρασε. Ο μεγαλοϊδεατισμός των Ελλήνων χάθηκε μέσα στα αιματοβαμμένα νερά του Αιγαίου Πελάγους. Το σφάλμα ήταν δικό μας, της τότε πολιτικής ηγεσίας,-πρωθυπουργός ο λειψός Δημήτριος Γούναρης-και του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου να προκηρύξει εκλογές,-έχασε από την περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας- επίσης είναι κάτι που δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι, την πλήρωσαν οι απλοί κάτοικοι και πολίτες των διαφόρων περιοχών της Μικρά Ασίας, δεν χάθηκε μόνο η Σμύρνη, αλλά ξεριζώθηκαν από τις πατροπαράδοτες εστίες τους και οι Έλληνες κάτοικοι άλλων περιοχών. Αντίθετα ενώ ξεριζώθηκε αργά και σταθερά και ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, στην Θράκη, διατηρήθηκε μια Μουσουλμανική μειονότητα. Ο ρόλος του διοικητή της Σμύρνης του Στεργιάδη επίσης είναι επιλήψιμος και γεννά πολλά ερωτηματικά.
Πάντως θυμάμαι, μια και κατοικούσαμε παλαιότερα στην περιοχή της Νέας Κοκκινιάς όπως ονόμαζαν ένα μέρος από την περιοχή της Νίκαιας, ότι παλαιές γιαγιάδες και παππούδες, που έμεναν σε μπλε παράγκες με πισσόχαρτο και ελενίτ, αυτά τα φτωχά αρχοντικά σπιτάκια με τα σεμεδάκια, τα κεντημένα στο χέρι κουρτινάκια, τις βαμμένες με ασβέστη αυλές, και την στάμνα με το νερό στο παραθύρι σκεπασμένη με μαντήλι και κουκουνάρι στο στόμιο, ή την γλάστρα με τον βασιλικό, σε αυτά λοιπόν τα σπιτάκια που κατοικούσαν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες με τα ψυγεία του πάγου και πολλές φορές και το φανάρι ή το Λουξ, που πολλοί από αυτούς μιλούσαν ακόμη τούρκικα, έλεγαν σε εμάς τα πιτσιρίκια που παίζαμε στις αλάνες, ότι η εδώ ελλαδίτες τους έλεγαν για πολλά χρόνια τουρκόσπορους. Δεν τους έδιναν δουλειά, τους έβλεπαν με μισό μάτι και με επιφύλαξη για πολλά χρόνια.
Αυτοί οι άνθρωποι όμως, έφεραν μαζί τους, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι με ένα εικόνισμα στην μασχάλη ή τα στεφάνια του γάμου τους όπως είχα ακούσει, κάτι πολύτιμο, κόμισαν σε αυτήν την χώρα έναν πολιτισμό και μια αρχοντική υπερηφάνεια  που μπόλιασε και γονιμοποίησε το χώμα της που καρπίζει ακόμα και σήμερα. Και δεν ξέχασαν, όχι με εθνικιστικές δόσεις αλυτρωτισμού και εθνικού κομπασμού, αλλά δεν λησμόνησαν τις προσωπικές τους εστίες που ήσαν η πραγματική τους εκτός ελληνικού κορμού πατρίδα τους. Μπορεί να υπήρξαν Βενιζελικοί κυρίως, ελάχιστοι Βασιλικοί, αργότερα Αριστεροί, αλλά την κοινή τους εστία δεν την λησμόνησαν ποτέ, δεν υπήρξαν δηλαδή για να χρησιμοποιήσω έναν κλισέ όρο διεθνιστές. Και οι Τσέτες, που σίγουρα τους προκάλεσε ο τότες Ελληνικός στρατός και η πολιτική του, ήσαν ο μόνιμος εφιάλτης τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, όπως αργότερα οι Ναζί Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους.  
Και όπως άλλοι αρμοδιότεροι εμού έχουν γράψει, η Ελλάδα έχασε μια Αυτοκρατορία για να κερδίσει ένα Κράτος. Και τι Κράτος; Σαν και αυτό που ο παππούς μας αρχαίος τραγικός Αισχύλος γράφει στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του, το Κράτος και η Βία είναι αυτές οι δυνάμεις που αλυσοδέσαν στον Καύκασο τον Προμηθέα που προσέφερε την φωτιά στους ανθρώπους.
Έλληνες, που φυλάκισαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Έλληνες που παραλίγο να εκτελέσουν του στρατηγό Μακρυγιάννη, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Ίων Δραγούμη, Έλληνες που έκαναν απόπειρα δολοφονίας στον Ελευθέριο Βενιζέλο, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Νίκο Μπελογιάννη, Έλληνες, Έλληνες, Έλληνες εμείς όλοι, αεί παίδες, άμυαλοι, παρορμητικοί, μικρομπαγαπόντηδες, καφενόβιοι και ξερόλες, κοινωνικοί παρτάκηδες και θρησκευόμενοι ατομιστές,  αδέσποτοι και πλάνητες και πολιτικά κουτορνίθια. Γιατί να το κρύψομεν άλλωστε; 
Και πραγματικά μελετώντας τα βιβλία για την Μικρασιατική Καταστροφή, θυμόμαστε το λόγο του Μικρασιάτη πρόσφυγα νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «Ζούμε σε μια θάλασσα κακού…»
Πάμπολλα βιβλία κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν για τα αίτια και τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, ένα βιβλίο όμως που μπορεί να αντλήσει κανείς στοιχεία για την εγκατάσταση των προσφύγων στον χώρο του Πειραιά και το Δημοτικό Θέατρο, είναι και η μελέτη της Ρενέ Χίρσον-Φιλιππάκη(Rene Hirschon), «Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής» -Η Κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά», εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος 2006.
«Η μνήμη αποτελούσε προφανώς και πάλι τον αποφασιστικό παράγοντα, το μέσο χαρτογράφησης του παρόντος με βάση την τοπογραφία του παρελθόντος», όπως γράφει η ερευνήτρια, αλλά ας επανέλθουμε στην σε συνέχειες δημοσίευση του Χρήστου Λεβάντα, τονίζοντας ότι το μεγάλο και τεράστιο πρόβλημα των ναρκωτικών, αυτή η μάστιγα της ανθρωπότητας δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον Λεβάντα όπως παρατηρούμε στις απόψεις που με πόνο καταθέτει για το τι γίνονταν στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσσης.
          Το τρίτο, τελευταίο και μεγαλύτερο σε έκταση μέρος του Χρήστου Λεβάντα δημοσιεύεται στην «Φωνή του Πειραιώς» στις 24 Φεβρουαρίου του 1966 στην σελίδα 1 και 2, στο φύλλο με αριθμό 426.
                                                           Γ΄
          Στις αρχές του 1922 του χρόνου που έθαψε για πάντα τα πιο ινδαλγά, τα πιο φλογερά και μακραίωνα όνειρα και σκιρτήματα του Γένους με την Μικρασιατική τραγωδία, ζήσαμε και εμείς μόλις διανύαμε τα πρώτα βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία, μερικά δραματικά περιστατικά. Θυμόμαστε τη νύχτα της δολοφονίας του Ανδρέα Καβαφάκη, του ιδρυτή και διευθυντού του «Ελεύθερου Τύπου», που ήταν η πιο έγκυρη εφημερίδα του κόμματος των Φιλελευθέρων εκείνη την εποχή. Ήταν μια νύχτα που είχαμε βρεθή μαζί με τον πιο στενό μας φίλο των εφηβικών μας χρόνων τον Νίκο Μαράκη, που κείνος τον ίδιο καιρό πρωτάρχιζε να εκδηλώνει ενδιαφέρον και για τη δημοσιογραφία, στη μεγάλη και θαυμάσια εξέδρα του Νέου Φαλήρου. Είπαμε ότι και κείνος πρωτόδειχνε ενδιαφέρον για τη δημοσιογραφία, γιατί σα λογοτέχνης είχε κάνει προ πολλού το ντεμπούτο του. Συγκεκριμένα το 1920 είχε βγάλει μαζί με το Κλεώβουλο Κλώνη σκηνογράφο χρόνια τώρα στο Εθνικό Θέατρο, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μποέμ» είχαν και πρωτότυπες για την εποχή σε ύφος πρόζες του, στο πιο έγκυρο στο πιο σοβαρό περιοδικό τον «Νουμά» του Δημήτρη Ταγκόπουλου με το ψευδώνυμο Π. Πετρίτης.
          Οι θαυμάσιες πρόζες του μας δόθηκαν αργότερα και σε βιβλίο με τον τίτλο «Στις Ομίχλες». Καθώς είναι γνωστό μας έδωσε και άλλα λογοτεχνικά βιβλία όπως και θεατρικά έργα που αναβιβάσθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με σκηνοθέτη τον άλλο παλιό και καλό φίλο τον Στέφανο Νικολαϊδη.
          Ο Μαράκης  από χρόνια συνεργάζεται επίσης με μυθιστορήματα κοινωνικής υφής και διηγήματα που διακρίνονται για το άψογο ύφος τους, στυλίστας μοναδικός και την πλούσια και γόνιμη φαντασία του, σε βδομαδιάτικα περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας. Οι παλιότεροι θα θυμούνται άσβεστα την πολιτιστική άνθηση που παρουσίαζε τότε το Νέο Φάληρο. Με το λαμπρό κέντρο του Παππά απέναντι από την εξέδρα-ετούτη βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο εξέδρες που οδηγούσαν στις λουτρικές εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργηθή και τις συμπληρούσε η Εταιρεία Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων-τα γραφικά παρτέρια και το άλσος πλάι στο υπόστεγο όπου τα καλοκαίρια έπαιζε συχνά τα βράδια μεγάλη ορχήστρα υπό την διεύθυνση του αλησμόνητου συνθέτη και μαέστρου Μανώλη Καλομοίρη, το θαυμάσιο θερινό θέατρο που υπάρχει ακόμα, αλλά τόσο αγνώριστο από τις φθορές που επέφερε η πολύχρονη εγκατάλειψή του, το μεγαλοπρεπές για τα παλιά εκείνα χρόνια ξενοδοχείο «Ακταίο», όπου δίνονταν οι μεγαλύτεροι χοροί και γίνονταν οι πιο κοσμικές συγκεντρώσεις-απ’ τα κοσμικότερα γεγονότα της εποχής, ήταν και οι ετήσιοι αποκριάτικοι χοροί, σε αυτό το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο, του τότε υπάρχοντος και λειτουργούντος ενταύθα Συνδέσμου Δημοσιογράφων Πειραιώς, κάτι ανάλογο με τη χρησιμοποίηση στα χρόνια μας του Γιώτ Κλαμπ του Εντευκτηρίου του Βασιλικού Ομίλου στο Τουρκολίμανο.
          Ήταν μια νύχτα του Γενάρη του 1922 γεμάτη υγρασία και παγωνιά αλλά και αγωνία. Εκείνη την νύχτα… Μαζί μου βρίσκονταν και ο αδελφικός μου φίλος Νίκος Μαράκης περισσότερο για να μου συμπαρασταθή και να με βοηθήση παρά για δική του δημοσιογραφική υποχρέωση.
          Κατάφωτη η εξέδρα. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι τότε αεροπορικών επιδρομών, αφού τα αεροπλάνα ήταν πρωτόγονα και χρησιμοποιούνταν το περισσότερο για ανιχνεύσεις στα μέτωπα.
          Μερικά αυτοκίνητα είχαν σταματήσει κοντά στην είσοδο της Εξέδρας πάνω στη ζώνη της πλαζ «Μυστικοί» της Χωροφυλακής-τότε δεν είχε ακόμα ιδρυθή η Αστυνομία Πόλεων-είχαν πιάσει τα πόστα και κατόπτευαν ή ζήταγαν την ταυτότητα εκείνων που κατέφθαναν.
          Γεναριάτικη ερημιά στα γύρω κέντρα. Ούτε ψυχή στο υπόστεγο του Παππά, ούτε και διαβάτες. Μερικοί υπουργοί είχαν φτάσει να περιμένουν την άφιξη του πολεμικού καθώς και Αθηναίοι δημοσιογράφοι και ξένοι ανταποκριταί.
          Μαύρες και σιωπηλές φιγούρες προβάλλονταν να κινούνται κατά μήκος της μεγάλης εξέδρας και εμείς προσπαθούσαμε βηματίζοντας ανάμεσά τους να ακούσουμε και να αλιεύσουμε κάτι ενδιαφέρον.
          Ξαφνικά και πριν φτάσει ακόμα το πολεμικό με τον Δημήτρη Γούναρη κάποια έκτακτη κίνηση παρατηρήθηκε προς την είσοδο της Εξέδρας. Μερικοί τρέξανε προς τα εκεί ύστερα φάνηκαν ταραγμένοι. Άλλοι σχημάτισαν ομάδες και κάτι σχεδίαζαν. Σε λίγα λεπτά η μαύρη είδηση έκανε τον κύκλο της.
          Δολοφονήθηκε στην Αθήνα στην εξώπορτα του σπιτιού του ο Καβαφάκης.
          Και κοντά στην είδηση μια πληροφορία που καθιστούσε τη βραδυά πιο δραματική-ήσαν φερμένος εδώ ο Παύλος Νιρβάνας-μα μερικοί συνάδελφοι φοβούμενοι μήπως και εκείνος έπεφτε θύμα δολοφονικής επιθέσεως, τον απεμάκρυναν γρήγορα με αυτοκίνητο.
          Πάγωσαν όλων οι καρδιές. Η νύχτα δείχνονταν φορτωμένη από τρόμο για όσους ζούσανε πιο άμεσα τα απαίσια μηνύματα της, μα και για το δυστυχισμένο μας τόπο.
          Μερικοί συνάδελφοι εγκατέλειψαν την εξέδρα και έσπευσαν να ανεβούν με τον Ηλεκτρικό-το μόνο τότε πρόσφορο μέσο-να πάνε στα γραφεία του «Ελεύθερου Τύπου» και στο σπίτι του κορυφαίου αρθρογράφου Ανδρέα Καβαφάκη.
          Σε αυτήν την ατμόσφαιρα την τόσο δραματική, έφτασε λίγο ύστερα απ’ τα μεσάνυχτα με το ελληνικό πολεμικό από το Πρίντεζι και ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης. Η αποβίβασή του έγινε βιαστική. Χλωμή και πελιδνή μας φάνηκε η φυσιογνωμία του. Μερικά ξερά και αινιγματικά λόγια μας είπε ενώ τον περιστοίχιζαν και τον ακολουθούσαν οι υπουργοί, οι ξένοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι, οι αρχές και τα όργανα της Ασφάλειάς. Σε λίγο όλη η συνοδεία μπήκε στα αυτοκίνητα και η ερημιά επικάθησε από τη μια άκρη έως την άλλη στη φαληρική πλαζ…

                                                                             Χ. Λ.

          Προσπάθησα να κρατήσω την ορθογραφία των κειμένων, δυστυχώς δεν μπορούσα να βάλω και τις παλαιές νοσταλγικές υπογεγραμμένες που με γοήτευαν μικρό, στις δοτικές και τις υποτακτικές, αυτά τα όμορφα ήτα που λές και είχαν αντιστραμμένη την κορώνα της κλίσης τους. Εδώ ο Χρήστος Λεβάντας αναφέρεται και σε έναν άλλον γνωστό Πειραιώτη, τον Νίκο Μαράκη, δημοσιογράφο και συγγραφέα που ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία με τον Λεβάντα και διατηρούσαν όπως είναι φυσικό φιλικές σχέσεις μια και τους έδενε όχι μόνο το επάγγελμα της δημοσιογραφίας αλλά και τα γράμματα. Ο Λεβάντας μιλά θετικά για την συγγραφική πορεία του Μαράκη και δεν έχει άδικο, ξεχάστηκε και αυτός αργότερα από τους μεταγενέστερους.
Επισημαίνει επίσης την πολιτική δολοφονία του Καβαφάκη και τις επιπτώσεις που έχουν οι ενέργειες αυτές στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της χώρας, και μας δίνει και πάλι πληροφορίες για την περιοχή του Φαλήρου.
          Το κείμενο αυτό δεν μου άρεσε μόνο αλλά και το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον, όχι όπως είναι λογικό για να ξυπνήσει αναμνήσεις αφού κανείς μας δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να θυμάται τα γεγονότα αυτά, ούτε και οι παλαιότεροι τα θυμούνται πια, αλλά διαβάζοντας το βιβλίο της Μαριάνθης Γ. Κοτέα, σκέφτηκα πριν το σχολιάσω να δημοσιεύσω αυτό το κείμενο του Λεβάντα σαν συνέχεια; μιας ιστορικής συγγραφικής παράδοσης πνευματικών ατόμων του Πειραιά.
Αυτά και μακριά από εμάς ο Έμπολα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση σήμερα, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014
Πειραιάς, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014.        

     
                                           
                    


                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου