Σάββατο 25 Μαΐου 2024

πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης, Ο ΕΝΘΕΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

 

«Ο ΕΝΘΕΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ»

Εισήγηση του π. Γ. Πυρουνάκη

Στο Συνέδριο για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη στην Αίθουσα Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Κυριακή 16.11.1986

      Διακατέχομαι από ένα μικρό δέος, γιατί όλοι σεις φίλοι ακροατές και συνεισηγητές, είστε ήδη κουρασμένοι από τα πολλά και καλά που προηγήθηκαν (είμαι ο τελευταίος) αλλά και από ένα μεγαλύτερο, αφού θα μιλήσω για τον Μεγάλο Αγωνιστή, τον Κρητικό Νίκο Καζαντζάκη.

      Θα προσπαθήσω, παρουσιάζοντας τη δική μου παραδοχή, όπως γράφεται και στο Πρόγραμμα, ως ένθεο Πρόσωπο, σ’ αντίθεση με άλλους που τον θέλουν άθεο!

     Ο Καζαντζάκης έγινε σημείο αντιλεγόμενο, χωρίς να θεωρηθεί βλασφημία, αν πω ότι έτσι έγινε και με τον Ιησού Χριστό, που πολύ τον αγάπησε και κυριαρχεί στην αγωνία του.

     Τολμώ όμως στην Κρήτη μας, να αναπτύξω τις απόψεις μου, γιατί όπως ο ίδιος λέει: «στην Κρήτη, μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο, όσο πουθενά αλλού, την ευθύνη». Να, επομένως, γιατί κι’ εγώ παρουσιάζομαι.

     Νόμισα ως προκαταβολικά, για συνοπτική αναφορά μου, θάπρεπε να σας διαβάσω μια σχετική επιστολή που έστειλα σε μιαν λογοτέχνιδα. Πιστή στην Εκκλησία μας στα Γιάννινα, που με αγωνία ζητούσε την άποψή μου για τον αμφιλεγόμενο Καζαντζάκη:

      «Το διάβασα το βιβλίο του Βρανά, με προσοχή. Είναι φιλότιμη εργασία. Αλλά νομίζω πως ξεκινάει από την άποψη- που θέλει να την κατοχυρώσει-πως ο Μεγάλος Λογοτέχνης είναι άθεος. Ο Καζαντζάκης είναι σε όλη του τη ζωή ένας αγωνιώδης αγωνιστής. Θέλει να ανακαλύψει τον «Αόρατο» για να αναμετρηθεί μαζί του. Είναι τραγικό πρόσωπο… Είναι κατά τη γνώμη μου «ένθεος», που δεν μου την ανέτρεψε ο κριτικός που προαναφέρθηκε, όπως και άλλοι όμοιοί του. Δεν είναι βέβαια ούτε χριστιανός τέλειος, ή πολύ προχωρημένος, στην Πίστη, ούτε ακόμη περισσότερο δεν είναι άγιος (ταιριάζει σ’ αυτόν το του Ευαγγελίου: «πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»). Παμφάγος όπως ήταν στις αναζητήσεις του, στέκεται σε πολλά πρόσωπα και ιδέες και θρησκείες, ενθουσιάζεται και τα παρουσιάζει και πάει πάρα κάτω, έστω και αν τα καινούργια που βρίσκει είναι και αντίθετα. Και το «Τίποτα» ακόμη του Καζαντζάκη δεν είναι πλήρης άρνηση του Θεού! (Ταυτίζεται μάλλον με το Απόλυτο-όπως είπε πιο μπροστά η Κλεοπάτρα Πρίφτη). Εναλλάσσει τις ονομασίες. Έπειτα, ας το προσέξουμε αυτό, αν κατηγορεί και μεταξύ αυτών και πίστεις και ηθικές, το πράττει για τις παραφθορές τους και τις εκμεταλλεύσεις που γίνονται ατυχώς πάμπολλες… Μα ούτε και εναντίον του δικού μας Κλήρου καταφέρεται. Στα έργα του δεν αντιπροσωπεύει τον ιερό Κλήρο ο «Πάπα Γρηγόρης» του, αλλά ο αγαθός υπερασπιστής του Λαού του ο «Πάπα Φώτης» του «Χριστός ξανασταυρώνεται» ή στο «αδερφοφάδες» ο «Πάπα Γιάνναρος» με το κήρυγμά του για τη λευτεριά του ανθρώπου του Θεού!

       Σ’ ένα τεύχος του Περιοδικού μας «Προβλήματα» έχω αναγράψει φράση του: «Το θαύμα μόνο θα μας σώσει». Αυτό βγαίνει από άθεου στόμα και γραφίδα;

Χαίρομαι για όσα σωστά γράφει πως είδε τη ζωή και δεν τον καταδικάζω για όσα ανάποδα είδε και περιέγραψε. Για τα ατομικά του ελαττώματα και τις σχετικές αδυναμίες του, όπως και για άλλους- και για τον εαυτό μου- προσεύχομαι!».

     Έρχομαι στην πλανεμένη άποψη που ευρύτατα διαδίδεται, πως η Εκκλησία μας κατεδίκασε τον Καζαντζάκη και το έργο του. Είναι βέβαια παλαιότερα διαβήματα από «ζηλωτές» και στενόμυαλους, και μάλιστα η Ιερά Σύνοδος επί Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος είχε ασχοληθεί με το θέμα. Αλλά εκείνος ο σκληρός μα συνετός Γέροντας με έξυπνο χειρισμό παρέκαμψε το ζήτημα και περιέσωσε το γόητρό της. Πρόσεξε την δική μας εισήγηση. Μ’ ερώτησε: «Έχεις διαβάσει τα βιβλία του;» Απάντησα «Όλα». Και δεν τον βρήκες άθεο». «Το αντίθετο. Γι’ αυτό θέλησα να σας προβληματίσω». «Ποιοί επιχειρούν να μας παρασύρουν;» «Αυτοί απάντησα, που σεις, σε άλλη περίπτωση τους λέτε «μασκαράδες»… Και πρόσθεσα. «Δεν είναι θεολόγος ο Καζαντζάκης να τον κρίνουμε με τέτοια μέτρα. «Πες μου τί να κάνουμε;» «Μακαριώτατε επιτρέψτε μου να μην απαντήσω. Σεις θα βρήτε τον καταλληλότερο τρόπο ν’ αποφευχθεί το κακό». Αντέταξα την άρνησή μου και στην επαναλαμβανόμενη επιμονή μου. Και τον βρήκε. Πριν διαβαστεί η έκθεση (στην τύφλωση του φανατισμού και του αντικομουνιστικού μένους της εποχής) που ιδιαίτερα θα καταδίκαζαν το βιβλίο «Καπετάν Μιχάλης (Μαυρίδης)» βάζοντας και το όνομα του εκδότη συνέχεια του τίτλου (κι ας ήταν ο εισηγητής εκδότης συγγραμμάτων) είπε ο Πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος: «Αυτός δεν είναι Κρητικός;» Κι όταν του απάντησαν ναι, λέει αμέσως στον Αρχιγραμματέα. «Στείλε το φάκελο στην Εκκλησία της Κρήτης»… Ευνόητο για ποιό λόγο!

     Επίσης είναι λάθος και εκείνο που διαδίδεται, πως τάχα δεν έγινε στον Καζαντζάκη εκκλησιαστική κηδεία. Ο Ιερός Κλήρος του Ηρακλείου με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο αείμνηστο Ευγένιο τον κήδεψαν και ένας λεβέντης Ιερέας κι ας ήταν στρατιωτικός (που τούβαλαν και 20ήμερη φυλάκιση για την αποκοτιά του) τον συνόδεψε έως τον Τάφο.

     Μόνο στη μεταφορά του νεκρού μέσω Αθηνών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, φοβισμένος, αδικαιολόγητα, δεν άφησε να τον τοποθετήσουν στο Παρεκκλήσι της Μητροπόλεως, κι’ ακόμα αρνήθηκε-χωρίς να έχει κανονική δικαιοδοσία-να τοποθετηθεί και σε Ναό της Ελευσίνας, αφού από το Αεροδρόμιό της θα τον μετέφεραν (για να φανεί η διάκριση, που αναμφίβολα εγώ δεν θα άφηνα χωρίς τις πρέπουσες τιμές τον Μεγάλο Καζαντζάκη, βοηθούμενος από τους Ενορίτες μου που ανάμεσά τους, ήταν πολλοί Κρητικής προέλευσης). Το θλιβερό γεγονός το έμαθα δυστυχώς πολύ αργά…

      Ξαναλέω, ο Καζαντζάκης ήταν ένθεος. Σε πάρα πολλά γραφτά του φανερώνει την πίστη του. Κι’ αυτό ακόμη το αμφισβητούμενο βιβλίο του «ο τελευταίος πειρασμός» περιέχει στην αρχή έναν ευλαβέστατο πρόλογο. Γιατί δεν τα προσέχουν αυτά οι κριτές του; Δεν τα διαβάζουν; Τότε;

     Έπειτα, ούτε επιπολαιότητα δεν δικαιολογεί την επιμονή μερικών να λένε και γράφουν πως τάχα στον Τάφο του είναι γραμμένη η φράση «δεν πιστεύω τίποτα», μαζί με το: «δεν φοβούμαι τίποτα- είμαι ελεύθερος». Ο φανατισμός τα πλαστογραφεί. Κάνοντας αυτή τη διόρθωση στο Περιοδικό μου (Προβλήματα Αριθμ. 13 Σ/βρίου 1983) δημοσίευσα και φωτογραφία που έβγαλα εκεί στα χρόνια της Χούντας που τέλεσα Μνημόσυνο συνοδευόμενος από δύο Κρητικούς. Η φωτογραφία δείχνει ακριβώς τί γράφεται στον Τάφο.

     Για το «δεν ελπίζω τίποτα» εννοεί πως δεν παραδέχεται τη φτήνια πολλών που «ελπίζουν» σε ανταποδώσεις ή της γης ή του Ουρανού…

     Είχα προσθέσει εκεί κάτι χαρακτηριστικό ακόμη του Καζαντζάκη: «ένιωσα, πως ένας μονάχα υπάρχει τρόπος να σωθείς, να σώσεις ή κι’ ακόμα ν’ αγωνιστείς για να σώσεις. Κι’ ακόμα τούτο: πώς ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, είναι αληθινός, κι’ η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι όπως μας ορμήνεψε ο Βούδας, ντυμένη με άνεμο, είναι ντυμένη με κρέας». Να ο υπαρξιακός Καζαντζάκης, στο ρεαλιστικό και πνευματικό μεγαλείο του.

     Μερικά για την ελπίδα του, στις ορθές διατυπώσεις του. Για τον «τελευταίο πειρασμό» λέει ο ίδιος: «Το βιβλίο αυτό δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντας το έκαμα το χρέος. Το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. «Παρεμβάλλω από το «Χριστός ξανασταυρώνεται»: «Θεέ μου, συλλογίζεται (ο Πάπα Φώτης) καμιά φορά, τί κόλαση θα ήταν η ζωή, αν δεν υπήρχε η μ ε γ ά λ η  ε λ π ί δ α, η βασιλεία των ουρανών!». Πάλι από τον τ. π.: «σταυρώθηκε ο Χριστός, κι’ από τότε νικήθηκε ο θάνατος». Και σε άλλη σελίδα «Ό,τι είχε βαθειά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν νάταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δεν θα μπορούσε ποτέ με τόση σ ι γ ο υ ρ ά δ α και τ ρ υ φ ε ρ ό τ η τ α να αγγίξει την καρδιά μας και δεν θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας (Είδατε ομολογία;) Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι’ αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο. Βλέπουμε ότι δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι’ αυτός μαζί μας. (εδώ θεολογεί υψηλά).»

     «Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο και λαχτάρα και τόσο ανθρώπινη και τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό- ή πιό σωστά, να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του. Η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστικά και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές μεγάλες». Και η μεγάλη αγωνία «αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί», αγαπούσα την ψυχή μου και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μαχόμουν να φιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμεις να νοιώσουμε πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες και να χαρούν, να χαρώ και εγώ μαζί τους την αρμονία. Και τέλος ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό. Να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι’ εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα αχνάρια του». Η συνεργασία του ανθρώπου με το Θεό. Τί μεγαλειοδέστερο για τον άνθρωπο!

      Από την αναφορά του στον Γκρέκο:

     «Μερικοί με λένε αιρετικό, ας με λένε. Έχω εγώ τη δικιά μου Αγία Γραφή. (όχι ότι έχει άλλη, αλλά τη σωστή ερμηνεία της, έξω από τις διάφορες παρερμηνείες των άλλων για τις όποιες σκοπιμότητές τους) αυτή λέει, ό,τι η άλλη ξέχασε ή δεν τόλμησε να πει. Την ανοίγω και διαβάζω στη «Γένεση»: Ο Θεός έκαμε τον κόσμο και την έβδομη ημέρα αναπαύτηκε. Κάλεσε το στερνό του πλάσμα, τον άνθρωπο και τούπε: Άκου γιε μου, νάχεις την ευχή μου: εγώ έκαμα τον κόσμο, δεν τον τέλειωσα, τον άφηκα στη μέση, ξακολούθα εσύ τη δημιουργία, κάψε τον κόσμο, κάμε τον φωτιά και παράδωσέ τον. Θα τον κάμω εγώ φώς».

      Λέει ακόμα. «Διάλεξα, Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μονάχα ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκουμαι όρθιος. Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος, έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού (στον Γκρέκο) καθώς μου παράγγειλες, απ’ ό,τι μπόρεσα περισσότερο, να μη σε ντροπιάσω (Ο Κρητικός στον Κρητικό!) κι’ έρχομαι τώρα που τέλεψε η μάχη να ξαπλώσω δίπλα σου., να γίνω χώμα δίπλα σου, να περιμένουμε μαζί κι οι δυο την Δ ε ύ τ ε ρ η  Π α ρ ο υ σ ί α». Αυτά δεν είναι πίστη και ελπίδα; Δεν τα διαβάζουν οι πρόχειροι;

      Και τώρα για τη δυναμική τρυφεράδα του Καζαντζάκη:

     «Δοξάζω το Θεό που ζει ακόμα μέσα μου, πολύχρωμο, πολύβουο, δροσερό, το παιδικό ετούτο πράμα, αυτό που κρατάει το μυαλό μου ανοιχτό από τη φθορά και δεν το αφήνει να μαραθεί και να στερέψει. Είναι η άγια στάλα το αθάνατο νερό, που δεν μ’ αφήνει να πεθάνω. Όταν γράφοντας, θέλω να μιλήσω για το Θεό, για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, σκύβω απάνω στο στήθος μου κι’ αφουγκράζουμαι τι λέει το παιδί μέσα μου, αυτό μου υπαγορεύει, κι αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορήσω τις μεγάλες τούτες δυνάμεις, στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το χρωστώ. Ξαναγίνουμε παιδί για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη πάντα φορά τον κόσμο».

          Και για το σεβασμό του στην αγιοσύνη:

     «Η πρώτη μου απόπειρα να γίνω άγιος απέτυχε. Χρόνια βάσταξε η πίκρα μου, μπορεί κι’ ακόμα να βαστάει…».

      «Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, είπε η μαμή, μια μέρα θα γίνει δεσπότης. Όταν αργότερα έμαθα την προφητεία ετούτη της μαμής, τόσο καλά ταίριαζε με τις πιο κρυφές λαχτάρες μου, που την πίστεψα, μια μεγάλη ευθύνη από τότε έπεσε απάνω μου και δεν ήθελα να κάνω τίποτε πια που να μην το έκανε ένας δεσπότης. Πολύ αργότερα, όταν είδα τί κάνουν οι δεσποτάδες, άλλαξα γνώμη, για να αξιωθώ την αγιοσύνη που λαχτάριζα, δεν ήθελα να κάνω τίποτε που να το κάνουν οι δεσποτάδες (χειροκροτήματα ζωηρά).

     Επιτρέψτε και στην ταπεινότητά μου να λέω παρόμοια. (Χειροκροτήματα).

      Να γιατί χάσαμε τον άγιο Νίκο Καζαντζάκη για να τον προσκυνάμε! Ποιοί είναι οι  φταίχτες;

     Μα θαυμάζουμε, και όλος ο κόσμος, τον τίμιο Μεγάλο Αγωνιστή Καζαντζάκη.

  Διαβάζουμε στην «Αναφορά»:

«Μη με παρατεντώνεις, κύριε, θα σπάσω». Και αμέσως. «Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!».

     Να ο Πιστός του Θεού, ο γενναίος και σωστός του Καζαντζάκη ο υπεράνθρωπος. Και όχι όπως τον δίδασκαν άλλοι’ τον χωρίς Θεό!.

     Κι’ ο τελευταίος πειρασμός, που περιγράφεται στο Βιβλίο, με ποιά ανακούφιση: «όχι δεν είταν άναντρος, προδότης, λιποτάκτης, όχι, ότι, ήταν καρφωμένος στο σταυρό, τίμια στάθηκε ως το τέλος, κράτησε τα λόγια του. Μια αστραπή, τη στιγμή που φώναζε «Ηλί! Ηλί! Και λιποθύμησε, τον άρπαξε ο πειρασμός και τον πλάνεσε, όλα φαντάσματα του πονηρού! Οι μαθητές του ζουν και βασιλεύουν, πήραν τις στεριές και τις θάλασσες και διαλαλούν το Καλό Μαντάτο, τι καλά που θάταν, και δεν φτάναμε και στο «βασιλεύουν- να μην συμπράτταμε με κανένα «Καίσαρα»…). Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει. Δόξα σοι ο Θεός! Έσυρε φωνή θριαμβευτική:- Τετέλεσται! Κι ήταν σα νάλεγε: Όλα αρχίζουν…».

     Ας ησυχάσουν όσοι ισχυρίζονται ότι εδώ «ολοφάνερα» βλασφήμησε ο Καζαντζάκης.

     Θ’ αναφερθώ και σε ένα ακόμα σημείο της «Αναφοράς» που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: Ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο, λέει πως ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης, την ώρα που όρθιος έκλαιγε ομπρός στον Σταυρωμένο, είδε μιαν καταπληκτική οπτασία: Ο σταυρός δεν ήταν από ξύλο παρά από φώς, κι απάνω στο σταυρό δεν ήταν ο Σταυρωμένος ένας άνθρωπος, παρά χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά, που βογκούσαν και πέθαιναν. Έτρεμε ο αγαπημένος μαθητής και δεν μπορούσε να συλλάβει και να σταματήσει καμιά μορφή, όλες αναρίθμητες μετάλλαζαν, έτρεχαν και χάνουνταν κι άλλες ξαναχάνουνταν. Κι ολομεμιάς όλες έσβησαν κι απόμεινε απάνω στο Σταυρό μονάχα μια κραυγή σταυρωμένη. (Εδώ ο Καζαντζάκης είναι και προφητικός). Σήμερα τ’ όραμα τούτο σπαράζει μπροστά μας, μα σήμερα, χαρά σε όποιον ακούει την κραυγή της εποχής του, γιατί κάθε εποχή έχει τη δικιά της κραυγή, και συνεργάζεται μαζί της, αυτός μονάχα σώζεται. Και η ευθύνη κάθε λαού και κάθε ατόμου στην άμορφη, αβέβαιη εποχή μας, είναι πιο παρά ποτέ, μεγάλη. Ποιό είναι λοιπόν το χρέος μας; Καλά να ξεχωρίζουμε και να τοποθετήσουμε συνειδητά τη μικρή μας ενέργεια. Όσο περισσότερο είναι ρυθμισμένη με το ρέμα που πάει μπροστά, τόσο περισσότερο βοηθάς τη δύσκολη, όλο κίνδυνο κι αβεβαιότητα, ανάβαση στη λύτρωση του ανθρώπου».

      Και τέλος από τους «Αδερφοφάδες» στον υπότιτλο:

          «Θέλει, λέει, να ‘ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!»      

«Ο παπά Γιάνναρος σήκωσε τους ώμους με καταφρόνια: -Τί θαρρείς μωρέ, θα φοβηθώ το θάνατο; Τί μπορεί να μου κάνει εμένα ο μπαμπούλας; Να με πάει από τη μάταιη τούτη ζωή στην αιώνια, άλλο ο κακομοίρης δεν μπορεί. Ένα μουλάρι είναι, το καβαλάς και σε πάει στη ζωή την αιώνια.

    Ο καπετάνιος (είταν ο γιός του. Εδώ ξεπερνάει το μίσος το αδελφικό ο τυφλός φανατισμός στην υπακοή στο συμφέρον της ιδεολογίας, αφού σκοτώνει ο γιός και τον πατέρα!) σήκωσε το χέρι:

     -Σκοτώστε τον!...»

     Τον Καζαντζάκη πήγαν να τον σκοτώσουν ηθικά, ως ελεύθερο, δεν τα κατάφεραν…

     Αναμφίβολα βοήθησε ο Θεός! (ασταμάτητα χειροκροτήματα). Σελίδες 23-31

Από το βιβλίο:

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΠΡΙΦΤΗ, Ο ΕΝΘΕΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. Κείμενα Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Πυρουνάκη, Κλεοπάτρας Πρίφτη. Εκδόσεις Νικολαϊδη, Αθήνα 1988, σ. 58.

 

Σχετικά

    Διαβάζω εκ νέου το τελευταίο τρίμηνο αργά και σταθερά το έργο του Νίκου Καζαντζάκη ανατρέχοντας παράλληλα, σε παλαιότερα άρθρα, μελέτες, δημοσιεύματα, παλαιά και σύγχρονα βιβλία που κυκλοφόρησαν για τον βίο του, την συγγραφική του διαδρομή, την ατομική του φιλοσοφία, την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, την ευρεία αποδοχή του εντός και εκτός Ελλάδος. Συμπληρώνω προηγούμενων αναγνωστικών μου δεκαετιών κενά, ενδέχεται ερμηνευτικές μου παρανοήσεις, προσπεράσεις ερωτημάτων που θίγει, λανθασμένες μου προσεγγίσεις ή επαναβεβαιώσεις, εμπεδωμένες κρίσεις μου, σταθερούς δείχτες αποδοχής των ιδεών του, των αγωνιστικών του μηνυμάτων, των θεωριών του, των μεταφυσικών του προβληματισμών και αναζητήσεων. Ανίχνευσης των ατομικών του κοινωνικών, μεταφυσικών και συγγραφικών του προβολών που ενδέχεται να μην είχα προσέξει. Κάθε φορά που διαβάζεις τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη πάντα κάτι καινούργιο ανακαλύπτεις, κάτι διέλαθε της προσοχής σου, κάτι που δεν εντόπισε η πρώτη ματιά σου. Πώς να «χωνέψεις» αυτόν τον γλωσσικό του όγκο, τις φιλοσοφικές και πνευματικές του διαδρομές, πώς να χαρτογραφήσεις τις επαναλαμβανόμενες ιδέες του, τις διάφορες επιστρώσεις της γραφής του. Διαβάζοντας μόνο το ποιητικό του έπος «Οδύσσεια» συνειδητοποιείς ότι έχεις μπροστά σου έναν πολυσέλιδο ποιητικό κολοσσό που, κάθε μία από τις 24 Ραψωδίες του μπορούν να αποτελέσουν, να καλλιεργήσουν τις προϋποθέσεις για μία καινούργια ποιητική σύνθεση, ένα νέο μικρό έπος. Κάτι σαν τις ρώσικες «μπάμπουσκες» αντίστροφα όμως όχι στην μικρότερή τους διάσταση. Αν κάναμε το ίδιο πείραμα στον «Οδυσσέα» παραδείγματος χάριν του Τζέημς Τζόυς, θα μπορούσαμε να απομονώσουμε ποιητικές μονάδες της αγγλοσαξονικής παράδοσης όμως είναι ένα συμπαγές έργο. Αντίθετα το έπος του έλληνα Νίκου Καζαντζάκη μοιάζει να «αυτοτροφοδοτείται» με πυρήνες δημιουργίας άλλων μικρότερων έργων εντός του. Μπορεί να λαθεύω στις απόψεις μου, αλλά έτσι διαισθάνομαι σαν σύγχρονος αναγνώστης που επαναπροσεγγίζει, κατανοεί τα διάφορα στρώματα και τα είδη της γραφής του και φυσικά, της πλούσιας μπιχλιμπιδάτης πολύχρωμης όχι απλά συνθετικής, αλλά πολυσυνθετικής δημοτικής γλώσσας του. Έχοντας σιμά μου, μόνο ένα «όπλο», την όποια αναγνωστική μου επάρκεια και ίσως κριτική ωριμότητα των περασμένων δεκαετιών, των διαβασμάτων και ενασχολήσεών μου τα βιβλία. Γιαυτό σήμερα, στα 2024 όντας απαλλαγμένος από δημοσιογραφικούς και συγγραφικούς και κριτικούς «καθωσπρεπισμούς», μην έχοντας την ανάγκη να διαβάσω ή να γράψω για ένα έντυπο, ακολουθώντας την κατεστημένη τακτική, ούτε κριτικά να αυτοθαυμαστώ ή να ακούσω τον έπαινο των φίλων ή συναδέλφων συγγραφέων σοφιστών, των «μικροβιολόγων» της όποιας καθαρότητας και αυθεντίας, διαβάζω το Καζαντζακικό έργο με καθαρά ατομικούς μου χρονικούς ρυθμούς, δίχως το άγχος να αποδείξω κάτι, χωρίς να με δεσμεύει καμία επίσημη γνώμη θετική ή αρνητική, αλλά προσπαθώντας να αφομοιώσω τις επιμέρους θέσεις και απόψεις και να συνθέσω το ψηφιδωτό της δικής μου αναγνωστικής επάρκειας και ευχαρίστησης. Εξάλλου, με την πάροδο του χρόνου των διαβασμάτων σου, συνειδητοποιείς ότι επαναλαμβάνονται θέσεις, κρίσεις, απόψεις, ενστάσεις, αρνήσεις και καταφάσεις, μανιέρες προσεγγίσεων. Αυτό δεν είναι κάτι το καταδικαστέο ή επιλήψιμο, αλλά, σπάνια βλέπεις να προσθέτει κάποιος ή κάποια ένα καινούργιο λιθαράκι στην ερμηνεία και κατανόηση του Καζαντζακικού έργου. Ίσως, το ίδιο το πολυπλόκαμο έργο να μην το επιτρέπει, ενδέχεται να μην αντέχουν οι ώμοι του αναγνώστη, να μην τον αφορούν παρόμοιας φύσεως ζητήματα και θέματα, ανησυχίες ενός Κρητικού γραφιά του περασμένου αιώνα. Εκείνο όμως που προσέχεις διαχρονικά και σε λυπεί είναι, ότι ένα μεγάλο μέρος των  ελλήνων ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης που μίλησαν, εκφράστηκαν κατά καιρούς θετικά ή αρνητικά για το έργο και τα βιβλία του Καζαντζάκη, δεν τα είχανε διαβάσει. Δεν είχανε απολαύσει το συγγραφικό του ταλέντο, ενός έλληνα γραφιά που, αν ζητούσαμε να επαληθεύαμε την ρήση «ουδείς προφήτης στον τόπο του» θα του ταίριαζε γάντι. Στην ελλάδα έχουμε αυτήν την συνήθεια ως παράδοση, να αγνοούμε μεγάλες ελληνικές προσωπικότητες και φυσιογνωμίες εν ζωή και μόλις τα τινάξουν να τους στήνουμε ανδριάντες, ηρώα, να δαφνοστεφανώνουμε τα αγάλματα. Να θεωρούμε επισήμους τους πολιτικούς και άλλα άτομα της όποιας «εξουσίας» που τους θυμούνται και επισκέπτονται τα κενοτάφιά τους και όχι τους ίδιους τους κεκοιμημένους. Όμως ας μην παραστρατήσουμε από το θέμα μας. Διαβάζοντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και ανοίγοντας μία συζήτηση μαζί τους, με τους ήρωές του και τις ιδέες του, προσπαθώ να εντοπίσω τα σημεία εκείνα τα οποία εξακολουθούν, αν εξακολουθούν και στις μέρες μας ακόμα να γονιμοποιούν τις δικές μας σκέψεις και σύγχρονες περί της κοινωνίας και του κόσμου μας απόψεις και ενστάσεις. Γιατί θεωρώ, ότι αρνητικό και αν προσάψουμε στον και την γραφή του Νίκου Καζαντζάκη, αν είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας θα του αναγνωρίσουμε κάτι σημαντικό και σπουδαίο το οποίο πρόσφερε στα ελληνικά γράμματα και ίσως και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο Νίκος Καζαντζάκης στην εποχή του και με τα δεδομένα της, σαν συγγραφέας διείδε, προφήτεψε αν θέλετε ότι ο Κόσμος μας, οι Κοινωνίες μας, οι τοπικές τους παραδόσεις και συνήθειες, πιστεύω, γίνονται, μετασχηματίζονται σιγά-σιγά σε ένα μεγάλο οικουμενικό Χωριό. Σε μία ομαλή ή μη ισορροπημένη, ειρηνική ή βίαιη με εσωτερικούς τρανταγμούς ενοποίηση, μία παγκόσμια ανθρωπότητα εν συνόλω. Μία Ανθρωποκοινωνία η οποία παραγκωνίζει ή αγνοεί κάθε επί μέρους χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, κοινωνικά προτάγματα, δοξασίες μεταφυσικές αντιλήψεις και πανάρχαιους ενοποιητικούς μύθους και τρόπους συμπεριφορών. Η Ανθρωπότητα δεν βλέπει πλέον το πρόσωπό της στον καθρέφτη της Ιστορίας εν διασπάσει αλλά εν συνόλω. Κάτι που συμβαίνει στον ένα πόλο αφορά τους κατοίκους του άλλου πόλου. Μια φυσική αλλαγή στο ένα ημισφαίριο έχει επίδραση και στο άλλο. Δεν είναι τυχαίο το φαινόμενο που παρακολουθήσαμε στο φετινό ευρωπαϊκό μουσικό φεστιβάλ. Ένας νεαρός τραγουδιστής και μουσικός να έρχεται πρώτος στις προτιμήσεις του παγκόσμιου κοινού απαρνούμενος το άρθρο του φύλο του. Την δεσμευτική παραδοσιακή του ανθρώπου βιολογία. Αυτοπροσδιοριζόμενος ως «κανένας», ο Ομηρικός «ούτις»; Τυχαίο, ή επακόλουθο των παιχνιδιών της Ιστορίας στην πορεία της Ανθρωπότητας. Ο Νίκος Καζαντζάκης σαν γραφιάς και ένας συγγραφέας πάντα ενημερωμένος στις εξελίξεις της εποχής του, που διάβαζε τα πάντα, πολύγλωσσος και πάντα πνευματικά περίεργος και ανήσυχος προέβλεψε αυτήν την ενοποίηση του σύγχρονου Κόσμου μας. Στα έργα του συναντάμε αυτήν την πολυδιασπασμένη ενότητα της ανθρώπινης ταυτότητας. Είναι από τις ελαχιστότατες περιπτώσεις των ελλήνων συγγραφέων του προηγούμενου αιώνα που, με την διαλεκτικότητα της σκέψης του, οικοδόμησε ένα ενιαίο σύμπαν, ανθρώπων εν κινήσει και δράση, όχι στις μυθολογικές τους επιμέρους αναφορές αλλά σε ένα ενιαίο σύνολο εξέτασης και παρατήρησης. Μιλώντας μας για την Ελλάδα και την Κρήτη μας μίλησε για την οικουμένη και μιλώντας μας για την οικουμένη μας μίλησε για την ιδιαίτερη πατρίδα του και τον Ελληνισμό. Όσον αφορά το ζήτημα της γλώσσας του, της χρήσης και αποθησαύρισης των δημοτικών λέξεων και φράσεων που διέσωσε και την όποια συνεισφορά του στην ιστορία του Δημοτικισμού, εδώ είναι ένα ανοιχτό ακόμα μάλλον ζήτημα. Μια και εύκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε γλωσσικά γύρω μας, ότι εμείς, οι σύγχρονοι νεοέλληνες και νέο ελληνίδες δεν έχουν καμία σχέση με την πανελλήνια γλώσσα που υιοθετεί ο Νίκος Καζαντζάκης στα έργα του. Σήμερα δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ή να εκφραστούμε στον προφορικό μας λόγο παρόμοια. Στον δε γραπτό μας, ακόμα περισσότερο με την εισδοχή στο γλωσσικό μας σώμα των γκρίκλιξ. Σίγουρα, ένας γλωσσικός απόηχος αυτού του τεράστιου πλούτου και τιτάνιου μόχθου συγκέντρωσης ελληνικών λέξεων και ιδιωμάτων ακούγεται ακόμα σποραδικά όμως σαν χρήση δημόσιου λόγου ούτε κατά διάνοια. Για να μην προσθέσουμε ότι η συγγραφική περιπέτεια των ημερών μας με την χρήση όχι ενός μολυβιού, γόμας και ξύστρας αλλά του ηλεκτρονικού πληκτρολογίου, των τάμπλετ και των κινητών τηλεφώνων αν δεν λαθεύω, ισοπεδώνει μάλλον το προσωπικό μας ύφος. Δεν σπουδάζουμε πλέον την γλώσσα αλλά την κοινωνική εξέλιξη και οικονομική εξαθλίωση και παγκόσμια «ισοπέδωση», ομογενοποίηση της Ανθρωπότητας που είμαστε τα αμελητέα εν ζωή ακόμα μέλη, αυτών που καθορίζουν τις τύχες μας. Εκείνο που θα σημειώναμε ακόμα διαβάζοντας τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη είναι το εξής, στον Καζαντζάκη κυριαρχούν οι μικροί ή οι μεγάλοι ήρωες, οι φημισμένες προσωπικότητες ή οι καθημερινοί και ταπεινοί άνθρωποι της αγοράς, της κοινότητάς τους, δεν έχουμε όμως παρά τα αρνητικά των συμπεριφορών τους, παρά τους φανατισμούς και τους συμβιβασμούς των δράσεών τους, την παρουσία όχλου. Τα άτομα στα έργα του Καζαντζάκη έχουν θετική ή αρνητική ταυτότητα, διαθέτουν καθαρή ή ομιχλώδη προσωπικότητα, έχουν το χαρακτηριστικό τους στίγμα, την ιδιαίτερη παρουσία τους μέσα στο χώρο, την κοινότητα, το χωριό, την πολιτεία, τον αυλόγυρο του μύθου τους, δεν ανήκουν όμως στην μάζα, τον όχλο, τον μαζάνθρωπο όπως μας το προσδιόρισε ο μεταμαρξιστής Χέρμπερτ Μαρκούζε. Οι άνθρωποι του Καζαντζάκη, άνδρες ή γυναίκες έχουν πάθη, ελαττώματα, βίτσια, αρετές, υποστηρίζουν τα μικροσυμφέροντά τους, υπερασπίζονται με φανατισμό την πίστη τους, λιθοβολούν ή ενοχοποιούν τους άλλους αλλά όλα αυτά που σκέπτονται, δρουν και πράττουν συμβαίνουν σε μία κλειστή αν θέλετε Κοινωνία, όλοι αποτελούν ο καθένας με τις ιδέες και αντιδράσεις μέλη ενός σώματος συνύπαρξης. Είναι το πρόσωπο του Ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά ενός Ελληνισμού και μίας ταυτότητάς του με πρόσωπο και πρόσημο ενοριακής κοινότητας. Πέρα από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, αν δεν αναγνωρίζουμε σήμερα την δική μας ταυτότητα. Εξάλλου, διαβάζοντας για τα έργα και τις ημέρες των κατοίκων των διαφόρων φυλών της ελληνικής αθηναϊκής κοινωνίας και των άλλων ελληνικών πόλεων της κλασικής και μετακλασικής αρχαιότητας, ταυτιζόμαστε και που ή πώς μαζί τους; Ο Κόσμος του Καζαντζάκη είναι ο μετά ελληνικός κόσμος της οικουμενικής διασποράς τουλάχιστον όσον αφορά το μεγαλόπνοο ποιητικό του έπος «Οδύσσεια» Η «Ασκητική» του, είναι το πρόσωπο του ουμανισμού και της αναγέννησης που βίωσαν ελάχιστοι έλληνες όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Θεόφιλος Καϊρης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ορισμένοι άλλοι πεπαιδευμένοι πλούσιοι έλληνες φαναριώτες και ιερείς της διασποράς που γαλακτοκομήθηκαν με τα φώτα της εσπερίας μετά την πτώση του ελληνόγλωσσου Βυζαντίου. Όσον αφορά τον Κόσμο των Ταξιδιωτικών του περιηγήσεων, για δε την Πελοπόννησο ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας και ο απόηχός της συνείδησης των ιστορικών του ιχνών είναι παρών, στις δε άλλες ταξιδιωτικές του εντυπώσεις το Νιτσεϊκό Απολλώνιο ή Διονυσιακό φως και μυστήριο φωτίζει τα δικά μας βήματα. Πάντως όπως και νάχει ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας παγκόσμιος έλληνας συγγραφέας δίχως αμφισβήτηση. Η γραφή του είναι πολυεστιακή και ταυτόχρονα ελληνική. Θα ενδιέφερε ίσως το ερώτημα, γιατί ορισμένα του έργα- μυθιστορήματα γράφτηκαν απευθείας σε ξένη γλώσσα, και κατόπιν μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Ήταν ένας προσωπικός του της φιλοδοξίας του στόχος για συγγραφική αναγνώριση μια και στην χώρα του συναντούσε δυσκολίες στην καταξίωσή του ή ένα πείραμα των εκφραστικών του γλωσσικών αντοχών και μόνο. Ας μην λησμονούμε την περίπτωση του έλληνα ποιητή Ζαν Μωρεά, του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου ο οποίος μεταβαίνοντας και διαμένοντας στην γαλλία δημοσίευε έκτοτε μόνο στα γαλλικά, εντάχθηκε στην γαλλική ποιητική παράδοση. Την νεότερη περίπτωση του ποιητή και θεωρητικού Νικήτα Ράντου, ο γνωστός Νικόλαος Κάλλας. Δίχως να παραβλέψουμε τις περιπτώσεις εκείνες που σταδιοδρόμησαν και στο εξωτερικό και ήσαν συγγραφικά δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι όπως ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Σπάνιας, ο Ντίνος Σιώτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο πεζογράφος Βασίλης Αλεξάκης, ο Βασίλης Βασιλικός και αρκετοί άλλοι. Ενώ άλλοι, όπως ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης διέμεινε στο εξωτερικό αλλά εντάσσεται στην ελληνόφωνη παράδοση και γραμματεία.

      Οι περιπτώσεις αυτές των ελλήνων δημιουργών εγείρουν το ερώτημα, στο τι αναγνωστικά ίχνη της ελληνικής λογοτεχνίας (ποίησης-πεζογραφίας) ανοίγονται στο εξωτερικό με τις συμμετοχές μας στις Εκθέσεις Βιβλίων; Στα ελληνόγλωσσα πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού; Μπορεί παραδείγματος χάρη ο ποιητικός λόγος του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του πειραιώτη Ανδρέα Αγγελάκη να προσελκύει αναγνώστες της ποιητικής περιπέτειας πέρα από τις queer σπουδές; Ή μήπως όλο το βάρος της ποιητικής και πεζογραφικής προβολής μας πέφτει μόνο στους ώμους της Καβαφικής ποίησης; Μήπως μόνο η φιλοσοφική ελληνική σκέψη είναι αυτή που αντέχει να αναμετρηθεί με πνευματικές δυνάμεις του εξωτερικού, όπως αυτή των ελλήνων Κορνήλιου Καστοριάδη, του Κώστα Αξελού, του Κώστα Παπαϊωάννου, του Παναγιώτη Κονδύλη, του Νίκου Πουλαντζά. Θεολόγων και Ιστορικών όπως ο Νίκος Σβορώνος, ο Χρήστος Γιανναράς, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ο Στέλιος Ράμφος. Ποιος θυμάται στο εξωτερικό την παρουσία της ποιήτριας Ισιδώρας Ρόζενταλ Καμαρινέα από την πόλη του Πειραιά, την ιστορικό Σοφία Αντωνιάδου κλπ.

       Διαβάζοντας μελέτες για τον Νίκο Καζαντζάκη και το έργο του, ανέτρεξα στο περιοδικό "Νεοελληνικά Γράμματα» και διάβασα ξανά τα σημειώματα για την «Οδύσσεια» της φίλης του Νίκου Καζαντζάκη και θαυμάστριάς του της Έλλης Λαμπρίδη. Μιάς πρωτοπόρας και χειραφετημένης για την εποχή της γυναικεία παρουσία, ιδιαίτερης φυσιογνωμίας για τα ελληνικά εκπαιδευτικά, επιστημονικά, κοινωνικά δεδομένα των χρόνων εκείνων στην πατρίδα μας. Κάτω από άλλες παραμέτρους θυμίζει την περίπτωση της Καλαματιανής ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, ίσως και της δυναμικής παιδαγωγού Ρόζας Ιμβριώτη ή ενδέχεται και της προγενέστερης Ευανθίας Καϊρη, στους πολύχρονους διαρκείς αγώνες των ελληνίδων γυναικών για χειραφέτηση, κοινωνική ισότητα, δικαιώματα ψήφου, ανεξαρτησία και προπαντός, ισότιμη εκπαίδευση με το αντρικό φύλο και συμμετοχή στα κοινά. Εξάλλου, η ελληνίδα Έλλη Λαμπρίδη δεν κατέχει μόνο τα πρωτεία σε έναν επιστημονικό κλάδο, το γεγονός ότι σπούδασε στην εποχή της πρώτη Φιλοσοφία και μαθήτευσε κοντά στον σπουδαίο φιλόσοφο- γλωσσολόγο του προηγούμενου αιώνα τον αυστριακό Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, την καθιστά άξια θαυμασμού και προσοχής. Ότι δεν περιορίστηκε μόνο στην διδασκαλία κοντά του αλλά έγραψε μελέτη για το έργο του, βλέπε: Έλλη Λαμπρίδη, «Φανταστικός Διάλογος με τον Wittgenstein» εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών. Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη της Έλλης Λαμπρίδη, σε γενική επιμέλεια Λίνου Γ. Μπενάκη και συνοδευτικά κείμενα της Μυρτώς Δραγώνα- Μονάχου και της Μαρίας Βενιέρη, Αθήνα 2004, καθιστούν την περίπτωσή της ιδιαίτερα εξαιρετική στην αρχαιογνωσία της παγκόσμιας πρωτοποριακής σκέψης. Η περίπτωσή της- γυρνώντας το ρολόι της Ιστορίας πίσω, θυμίζει την πανεπιστήμονα και αστρονόμο Αλεξανδρινή Υπατία, αν δεν είναι ριψοκίνδυνη η σύγκριση. Το αν θα μπορούσε σαν γυναίκα φιλόσοφος να γίνει ομοτράπεζη του κορυφαίου Πλάτωνα και των Νεοπλατωνιστών επιγόνων του, αυτό είναι ένα ζήτημα προς εξέταση-όχι από τον γράφοντα- αλλά των ειδικών επιστημόνων όχι μόνο των αναγνωστών και του κύκλου του περιοδικού «Δευκαλίωνα», και της ομάδας της Φραγκφούρτης. Στην αναγνωστική μας παρούσα περίπτωση, η μελέτη και ανάγνωση της έκδοσης της ενδιαφέρουσας «Αλληλογραφίας με τη Μουντίτα» Νίκος Καζαντζάκης- Έλλη Λαμπρίδη 1927- 1957, σε εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Γιολάντα Χατζή που κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό  Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, όπως και η «Αλληλογραφία 1939-1944» με την μονάκριβη κόρη της Νίκη, σε επιμέλεια Γιολάντα Χατζή και πρόλογο της Έβη Τουλούπα, εκδόσεις Αρχείο 2014, φανερώνουν την σοβαρότητα της περίπτωσής της, την ποιότητα της σκέψης της, την πρωτοπορία των κοινωνικών αγωνιστικών προταγμάτων και πνευματικών της ενδιαφερόντων, από την πλευρά του φύλου της και της σύγχρονης ελληνίδας στην εποχής της. Και συλλογίζομαι καθώς έχω μπροστά μου τα βιβλία της αν η παρουσία της λέει κάτι σε περιβάλλοντα του εξωτερικού. Αν σε εμάς έχει να μεταδώσει κάτι η σκέψη και ο φιλοσοφικός της λόγος πέρα από το περιορισμένο κοινό της Βουλής, που διοργάνωσε το «Αφιέρωμα στη Μνήμη της». βλέπε Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2018.

Τι έχουν να μας που φωνές σαν του Νίκου Καζαντζάκη σήμερα, φωνές σαν του μαχητή και αγωνιστή, αντιστασιακού και δημοκράτη, πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Θ. Πυρουνάκη σήμερα ξανά γράφω και πάλι. Όχι χθες που εξέφρασε την γνώμη του για την περίπτωση και τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, -την διαρκή υποστήριξή του στην προσωπική του αγωνία και το πρόσωπό του τα χρόνια των διώξεών του από την επίσημη Εκκλησία και κρατικούς φορείς εξουσίας,- αλλά Σήμερα που έχει φύγει από κοντά μας σαν φυσική υπόσταση ο αντιχουντικός, πρωτοπόρος θεολόγος και ιερωμένος και έχει μείνει η μνήμη και η φιλάνθρωπη παρουσία του, οι εκατοντάδες κοινωνικές, εκπαιδευτικές, εκκλησιαστικές και πολιτιστικές δραστηριότητές όσο βρίσκονταν στη ζωή. Πρώτος αυτός εμπνεύστηκε, ίδρυσε τα Νυχτερινά Γυμνάσια στην χώρα μας. Στην πόλη του Πειραιά πρωτολειτούργησε Νυχτερινό Γυμνάσιο για παιδιά φτωχών οικογενειών, άπορων παιδιών της εργατικής τάξης. Δημιούργησε εκπαιδευτικούς πυρήνες σε διάφορες περιοχές του Πειραιά και των όμορων Δήμων. Έφτιαξε παιδικές κατασκηνώσεις στην περιοχή του Περάματος για να κάνουν τις διακοπές τους τα παιδιά των εργαζόμενων φτωχών οικογενειών. Χάρη στις δικές του πρωτοβουλίες την περίοδο της Κατοχικής και της μεγάλης πείνας, βρήκαν περίθαλψη, στέγη, στοργή και σιτίστηκαν, τράφηκαν πάνω από 5.000 φτωχά ορφανά ελληνόπουλα. Βρήκαν στέγη και τροφή, ηθική και πνευματική υποστήριξη και καθοδήγηση από τις φιλικές εστίες και τα σπίτια φιλοξενίας που είχε δημιουργήσει ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Θ. Πυρουνάκης, αυτός ο από πολύτεκνη οικογένεια Σφακιανής καταγωγής, γεννημένος στο νησί της Μήλου (20/10/1910- Αθήνα 16/5/1988) αλλά εγκατεστημένος τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του στην πόλη του Πειραιά. Ο ποιητής πολύτεκνος παπάς. Εξέδωσε εκτός από διάφορα χριστιανικού περιεχομένου και ορθόδοξου κοινωνικού προβληματισμού περιοδικά και την ποιητική συλλογή «Δίπτυχο Ψυχής», εκδ. Προβλήματα, Αθήνα 1968. Ο πειραιώτης συμμαθητής του Κόλλια, του ποιητή Νίκου Καββαδία και του πειραιώτη εικαστικού Γιάννη Τσαρούχη. Από τις παιδικές κατασκηνώσεις σε διάφορες περιοχές της Αττικής που ίδρυσε και οργάνωσε με την δική του άοκνη και ακούραστη φροντίδα και εποπτεία, πριν και μετά την χειροτονία του σαν ιερέας, στις 4 Αυγούστου το 1949 στον Άγιο Γεώργιο της Ελευσίνας, πέρασαν χιλιάδες παιδιά, νέοι και έφηβοι φτωχών ελληνικών οικογενειών. Μετά την περάτωση των θεολογικών σπουδών του παντρεύτηκε τη Χρυσή Δασκαλοπούλου και απέκτησαν οκτώ παιδιά, ορισμένα από τα οποία ακολούθησαν τον ιερατικό κλάδο. Παρά τα οικονομικά προβλήματα της δικής του οικογένειας, ο παπά Γεώργιος Θ. Πυρουνάκης δεν έπαψε στιγμή να ενδιαφέρεται για το ποίμνιό του, να διαδίδει το αποστολικό του έργο, να εφαρμόζει στην πράξη τις ευαγγελικές διδαχές και διδασκαλίες της ανθρώπινης φιλανθρωπίας. Δεν μιλούσε ή αερολογούσε περί Χριστού ή Θεού αλλά με έμπρακτο τρόπο, με τις πράξεις του φανέρωνε την αλήθεια της πίστης του, κυνηγημένος, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, σπιλωμένος, διωγμένος, εξόριστος όχι μόνο από το ελληνικό κράτος κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και της Μεταξικής δικτατορίας αλλά και στις κατοπινές δεκαετίες μέχρι την πρόσφατη στρατιωτική χούντα του 1967. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε, προδόθηκε από τους ισχυρούς δεσποτάδες της Εκκλησίας της εποχής. Τον πολέμησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν για να τον εξοντώσουν στην ενορία του στην Ελευσίνα, και κατόπιν στον Άγιο Στέφανο που ιερουργούσε, δίδασκε το ευαγγελικό μήνυμα ψυχή τε και σώματι. Μια ζωή αυτός ο μαχητής λευίτης ιερέας να διοργανώνει «Σπίτια Στοργής», «Φιλικά Σπίτια» περίθαλψης και συσσίτια για άπορους και φτωχούς μαθητές. Από το 1937 καθιέρωσε την γιορτή του «Εργάτη Χριστού», καθιέρωσε την εορτή του Αγίου Πορφυρίου του μίμου ως εορτή και προστάτη των Καλλιτεχνών. Δημιούργησε την «Κίνηση για την Νεότητα» το 1963 στην Αθήνα. Τις Κατασκηνώσεις στην περιοχή της Μάνδρας, στο βουνό Πατέρας από το 1950. Στην περιοχή της Πεντέλης, στην Εκάλη, το Πέραμα, την Σαλαμίνα, στην Ελευσίνα. «Χαρούμενα παιδιά- Χαρούμενα νιάτα», την «Φιλική Φωλιά». Δίδαξε σαν θεολόγος στη Σιβιτανίδειο Σχολή, στην Σχολή Μωραϊτη όπου παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για το χάλι της εκπαίδευσης. Από την περίοδο του Μεσοπολέμου 1929 στον Πειραιά, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Συνδέσμου Ελλήνων Νέων Πειραιώς», στα 1931 στον «Σύνδεσμο Νέων Πειραιώς», στην ίδρυση του σωματείου 1932 «Φιλική Εταιρεία Νέων» 1932- 1939 και 1941-1944 στην πόλη μας. Δημιούργησε 6 μεικτά Δημοτικά Σχολεία, 2 επαγγελματικά λύκεια, το Λαϊκό Πανεπιστήμιο Πειραιώς 1936-1939, το πρώτο Νυχτερινό Γυμνάσιο στον Πειραιά. Ίδρυσε την Κατηχητική Σχολή Πειραιώς, το «Παιδικό Θέατρο Πειραιώς», την ομάδα «Παιδικού Κινηματογράφου Πειραιώς». Το «Πνευματικό Καλλιτεχνικό Δίμηνο Πειραιώς». Ενεθάρρυνε την Α΄ Έκθεση Πειραιωτών Πειραιώς. Διοργάνωσε ομιλίες και διαλέξεις για το Βιβλίο, τα Γράμματα, έκανε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Διοργάνωσε Μουσικές Συναυλίες με την συμμετοχή του Μίκη Θεοδωράκη. Λειτουργούσε και έκανε χριστιανικά κηρύγματα στους ιερούς Ναούς όπως στον άγιο Νικόλαο και άγιο Γεώργιο στη Νίκαια, στον άγιο Φανούριο και στο ναό της Αναλήψεως στη Δραπετσώνα, στον άγιο Παντελεήμονα στο Κερατσίνι, στον άγιο Ιωάννη Ρέντη, στον άγιο Νικόλαο στην Καλλιθέα, στην ενορία του στην Ελευσίνα, στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου. Πρωτοστάτησε στην δημιουργία «Επιτροπής βομβοπλήκτων, Πειραιώς», στην δημιουργία κατασκηνώσεων για μαθήτριες της Οικοκυρικής Σχολής του Δήμου Πειραιά, στα «Φιλικά Αναρρωτήρια» στον Πειραιά και την Πεντέλη. Ανέλαβε την διεύθυνση των Κατασκηνώσεων της Χ.Α.Ν. στην περιοχή της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Αυτός ο αδάμαντας ιερέας, με το αγωνιστικό φρόνημα και χριστιανικό ήθος, την μαχητικότητά του, τους κοινωνικούς του οραματισμούς, είχε το χάρισμα να κινητοποιεί και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Με την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το αδέκαστο, αχρημάτιστο της προσωπικής του διαδρομής, τις ψυχικές αντοχές και σωματικές του δυνάμεις, παρότρυνε πρόσωπα, άτομα, οικογένειες, οικονομικούς φορείς και παράγοντες, ευκατάστατες ελληνικές οικογένειες της εποχής ώστε να συνδράμουν με τον οβολό τους, τις επιχορηγήσεις τους στις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες και ενέργειες. Όλες αυτές τις ανθρωπιστικές και χριστιανικές του αρετές και δράσεις, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης τις κατέγραψε σε ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Απολογισμός Είκοσι Χρόνων Φιλικής μου δράσεως, ανάμεσα στους νέους και τα παιδιά του Πειραιά. 1924-1944». Και στο φυλλάδιο «Με τους Νέους». Στο σχέδιο Αυτοβιογραφίας του, στα Φυλλάδια που εξέδωσε, στους «Προβληματισμούς». Στην μακροσκελή συνέντευξή του στον Κρητικό συγγραφέα και έμπιστο φίλο του τον Αντώνη Κ. Σανουδάκη.

Ο συγγραφέα Αντώνης Κ. Σανουδάκης που μας έχει δώσει σειρά βιβλίων του, μεταξύ αυτών και την μελέτη του «Η ΝΕΟΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ» Προλογικά: Η φωνή της Κρήτης στη γλώσσα του Καζαντζάκη, της Ειρήνης Φιλιππάκη- Warburton, εκδόσεις «Κνωσσός», Αθήνα 1978, Κυκλοφόρησε δύο χρήσιμα βιβλία  για τον πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Θ. Πυρουνάκη τα οποία είναι απαραίτητα για να κατανοήσουμε το χριστιανικό φιλάνθρωπο πνεύμα του αγωνιστή παπά, τον δημοκρατικό και ελεύθερο χαρακτήρα του, τις ποικίλες κοινωνικές του δράσεις και προσφορές, το ήθος και την παιδεία του. Ο Σανουδάκης παρακολουθεί από κοντά, βήμα, βήμα το πολυσχιδές έργο του Γεωργίου Θ. Πυρουνάκη, συμμερίζεται τις αγωνίες του, συμπαραστέκεται στις διώξεις του από την ιεραρχία της ελλαδικής εκκλησίας, τις εξορίες του, τα κυνηγητά του, τον «μικρό του αφορισμό» μαζί με τα άλλα άτομα που συμμετείχαν στην επιτροπή του Αντώνη Τρίτση για την διαχείριση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, και σε ότι τράβηξε ο λευίτης παπάς από την Κρατική και την Εκκλησιαστική επίσημη εξουσία. Ένας διαρκώς μαχόμενος Έλληνας, ορθόδοξος χριστιανός όπως είχαμε στην περίπτωση του εκδότη της εφημερίδας «Χριστιανική» αγωνιστή και εξόριστου από την χούντα Νίκου Ψαρουδάκη.

Τα δύο αυτά χρήσιμα βιβλία του Αντώνη Κ. Σανουδάκη είναι: 1) Πρωτοπρεσβύτερος Πυρουνάκης, ο παπάς του Θεού και του Λαού», εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1980 και 2) «Καπετάν Παπάς» Ο ασυμβίβαστος αγωνιστής της ελευθερίας και της αγάπης. Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΥΡΟΥΝΑΚΗΣ. Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης συζητά με τον Αντώνη Σανουδάκη και θυμάται, αυτοβιογραφείται, εξομολογείται. Εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1988, σελίδες 236. Το δεύτερο αυτό βιβλίο είναι δώρο προς εμένα από έναν μισό Κρητικό και μισό Πειραιώτη τον πειραιολάτρη Δημήτρη Κρασονικολάκη. Το 2014 στην Αθήνα οι εκδόσεις «Αρμός» εξέδωσαν την μελέτη της Λαρισαίας καθηγήτριας Θεολόγου Φωτεινής Οικονόμου: «π. Γεώργιος Πυρουνάκης. Η θεολογία και το έργο ενός ελεύθερου ανθρώπου», σελίδες 314. Η ενδιαφέρουσα αυτή εργασία των 6 Κεφαλαίων, με τον Επίλογο, τις Πηγές αναφοράς της τόσο σε πρωτογενείς πηγές, σε έντυπα και διαδικτυακούς ιστότοπους και τα δύο Παραρτήματά της, έρχεται να συμπληρώσει την γνωριμία μας με το έργο, τις δράσεις, το μήνυμα και την προσφορά του π. Γεωργίου Πυρουνάκη. Ενώ, από τις ίδιες αθηναϊκές εκδόσεις «Αρμός» Δεκέμβριος 2020 κυκλοφόρησε η «Αυτοβιογραφία» του π. Γεωργίου Πυρουνάκη, σελίδες 140. Ο τόμος συνοδεύεται από το καλογραμμένο Προλόγισμα (κάπως θεωρητικό) του κυρίου Παναγιώτη Αρ. Υφαντή, καθηγητή τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, την Εισαγωγή του καθηγητή Ιστορίας της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης (Π. Α.Ε.Α.Κ), κ. Αντώνη Σανουδάκη. Ενώ συνοδεύεται από ευχαριστήριο κείμενο του γιού του π. Πυρουνάκη, του Κλήμη, προς τους συγγραφείς του βιβλίου και τον εκδότη. Ο τόμος συνοδεύεται επίσης με σπάνιο φωτογραφικό υλικό διαφόρων στιγμών του π. Γεωργίου Πυρουνάκη και ένα σκίτσο από τον ζωγράφο Γιώργο Βακιρτζή.

Τα τρία αυτά βιβλία στάθηκαν οι κεντρικές πηγές μου στην σκιαγράφηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων και της Πειραϊκής κυρίως σημαντικής προσφοράς του κεκοιμημένου αγωνιστή ιερέα. Μία ματιά στο διαδίκτυο, θα διαπιστώσει ο όποιος ενδιαφερόμενος αναγνώστης, θα διαβάσει, τα κείμενα και τις πληροφορίες που δίνονται για τον φιλάνθρωπο μαχητή ιερέα. Πληροφορίες που επικαλύπτουν η μία την άλλη. Δυστυχώς όταν πρωτοσυνάντησα, πρώτη φορά την σημαντική αυτήν φυσιογνωμία δεν ασχολιόμουν με τον Πειραιά, ούτε στα ελάχιστα τηλεφωνήματά μας ή στην παρακολούθηση ομιλιών του, ενδιαφέρθηκα να κρατήσω στοιχεία όσον αφορά το εδώ πέρασμα του π. Γεωργίου Πυρουνάκη. Μιλούσαμε για τον Πειραιά, μου έστελνε ένα περιοδικό του αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Περισσότερο για μένα-τότε-μετρούσαν οι αντιστασιακές δημοκρατικές του δραστηριότητες, η αντιχουντική του συμπεριφορά το ότι ύψωσε το ανάστημά του στον ανώτατο κλήρο, που θεωρούσαμε τουλάχιστον αχαρακτήριστη την φιλική στάση του απέναντι στο χουντικό καθεστώς. Υπήρχε και το πρόβλημα της Κυπριακής τραγωδίας και κατοχής. Τα χρόνια πέρασαν, είχα λυπηθεί όταν του επέβαλαν την «ακοινωνησία», σε έναν εκκλησιαστικό λειτουργό, ο οποίος όχι μόνο πάλεψε ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας αλλά, συμπαραστάθηκε έμπρακτα σε χιλιάδες φτωχά ελληνόπουλα όταν άλλοι διάβαζαν ή κοίταγαν να φωτογραφηθούν με άτομα της εξουσίας. Έμειναν βουβά απέναντι στα ιστορικά δράματα που πέρασε ο Ελληνισμός και ο Ελληνικός Λαός τον προηγούμενο αιώνα. Ο πολιτικός τύπος της εποχής, μας είχε ενημερώσει και μας παρείχε πληροφορίες για το χριστιανικό κίνημα της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» που είχε αναπτυχθεί στην Νότιο Αμερική, τους χριστιανικούς αγώνες ενάντια του Απαρτχάιντ στην Νότιο Αφρική, τον ιερέα Ντέσμοντ Τούτου, κλπ. Η δολοφονία εξάλλου του πάστορα των δικαιωμάτων των Μαύρων στην Αμερική του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έστω και αν είμασταν μικροί μας είχε κάνει να συνειδητοποιήσουμε από πια μεριά πηγάζει η ανθρώπινη αδικία και εκμετάλλευση. Το όνομα και την παρουσία του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Πυρουνάκη, περισσότερο την συσχετίζαμε με τις φιλανθρωπικές του δράσεις, την μαχητική φωνή του, το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, τις αντιδικτατορικές του ενέργειες, την αντίθεσή του στην Δεσποτοκρατία, την ειλικρίνεια των προθέσεών του, το ανυστερόβουλο της προσωπικότητάς του, το φιλελεύθερο και ανοιχτό πνεύμα του, αλλά, δεν τον ταυτίζαμε με την «Θεολογία της Απελευθέρωσης». Τον σεβόμασταν, τον ακούγαμε, τον διαβάζαμε, τον αγαπούσαμε, συμμετείχαμε σε ορισμένες δημόσιες εκδηλώσεις του, αλλά τον περιορίζαμε μέσα στα πλαίσια της βαλκάνιας θρησκευτικής και εκκλησιαστικής πολιτικής της πατρίδας μας. Εξάλλου, της μοδός εκείνα τα μεταδικτατορικά χρόνια ήταν μία άλλη θεολογική χριστιανική κίνηση, αυτό που ονομάστηκε «Νεορθόδοξοι». «Φουρνιές» κατέβαιναν οι Αγιορείτες να μας φωτίσουν και να μας διδάξουν. Ωραία, νεανικά χρόνια μιάς επανάστασης που δεν ήρθε ούτε πραγματοποιήθηκε ποτέ. Βαλτώσαμε και ο σώσον εαυτόν σωθήτω ή βολευθείτο.

     Ο παπά Γιώργης ο Πυρουνάκης, ήρθε εκ νέου στη μνήμη μου καθώς διάβαζα και διαβάζω άρθρα και κείμενα, βιβλία για τον Νίκο Καζαντζάκη. Θυμόμουν την συμμετοχή του στο Συνέδριο και είχα προμηθευτεί το βιβλίο της Κλεοπάτρας Πρίφτη. Της συνεργασίας σε έναν τόμο της συγγραφέως Κρητικής καταγωγής Κλεοπάτρας Πρίφτη (ΗΠΑ Νέα Υόρκη 1925- 13/8/ 2015) με τον δημοκράτη κοινωνικό αγωνιστή και μαχητή, ανθρωπιστή λευίτη, πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Πυρουνάκη (Μήλος, Αδάμας 1910- Αθήνα 16/5/ 1988). Δύο Κρητικές δυναμικές φωνές οι οποίες αγάπησαν και υποστήριξαν η κάθε μία από την πλευρά της και την δυναμική της το έργο, τα βιβλία, τις ιδέες και την φιλοσοφία του Νίκου Καζαντζάκη. Τον υποστήριξαν στα κατά χρονικά διαστήματα διώξεών του. Η Κλεοπάτρα Πρίφτη είχε και την τύχη να τον γνωρίσει από κοντά και να έχει επιστολές του. Η συγγραφέας έχει δώσει αρκετές ομιλίες και έχει γράψει βιβλία για τον Νίκο Καζαντζάκη και υπήρξε και ιδρυτικό μέλος των "Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη». Έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω- αναδημοσιεύσω την εισήγηση του π. Γεωργίου Πυρουνάκη.

          Εν γνώσει μου, συνειδητά, απέφυγα να σχολιάσω τις θέσεις του πρωτοπρεσβύτερου Πυρουνάκη, έναν τέτοιας εμβληματικής προσωπικότητας και φιλανθρωπικής προσφοράς χαρακτήρα, δεν τον κρίνεις με τα όποια φιλολογικά ή κριτικά κριτήρια, το βάρος του ονόματός του και της προσφοράς του στην πόλη σου, τον Πειραιά, είναι «βάρος» ανεκτίμητο, και ας τον έχουν λησμονήσει παράγοντες του Δήμου ή της τοπικής Εκκλησίας. Εννοώ ότι μία φυσιογνωμία σαν και την δική του, με μεγάλη και έντονη φιλανθρωπία και εκπαιδευτική δράση, του οφείλονταν μεγαλύτερη προσοχή και ενδιαφέρον. Το όνομά του σε έναν δρόμο, μία πλατεία, μία προτομή του, ένα πειραϊκό συνέδριο στη μνήμη και το έργο του. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι πιστός ακόλουθος της χριστιανικής ορθόδοξης μεταφυσικής διδασκαλίας για να αναγνωρίσεις την σπουδαιότητα αυτού του παπά, που από την Μήλο μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα πειραϊκά χώματα. Έχουμε αρκετά παρόμοια παραδείγματα να προβάλλουμε από τους εκκλησιαστικούς και μη εκκλησιαστικούς χώρους εμείς οι Πειραιώτες; Μπορεί να λαθεύω. Όμως παρόμοιο ανθρωπιστικό παράδειγμα σαν του π. Γεωργίου Πυρουνάκη, μάλλον όχι. Δεν θα σχολίαζα συνειδητά τα κείμενα ενός τέτοιου ανθρώπου, που θεωρώ ευεργέτη της πόλης του Πειραιά. Το ερώτημα αν ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένθεος όπως πιστεύει μία μερίδα αναγνωστών και θαυμαστών του, βλέπε Κλεοπάτρα Πρίφτη και πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης είναι θεωρώ, κατά την γνώμη μου, ένα ίσως αναπάντητο ακόμα ερώτημα, (ανάμεσα στα άλλα για τον Κρητικό συγγραφέα) ή τουλάχιστον μετατοπίζεται η απάντηση ανάλογα από πιά σκοπιά εξετάζεις το θέμα και πως αποδέχεσαι και ερμηνεύεις συνολικά τις θέσεις, τα λόγια, τα γραπτά του, τις εξομολογήσεις του, την αλληλογραφία του, την στάση του απέναντι σε πρόσωπα του εκκλησιαστικού χώρου.

       Τώρα, γιατί ένας άθεος ή αγνωστικιστής, ή υπαρξιστής στοχαστής χρησιμοποιεί συχνότατα την λέξη Θεός με ή χωρίς εισαγωγικά και τι σημασία έδινε στην λέξη αυτή με  μικρό ή μεγάλο Θ είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Ότι γνωρίζουμε για τον ίδιο είναι μέσα από την αλληλογραφία του με τα φιλικά του πρόσωπα, ιδιαίτερα τον συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, τις δύο συζύγους του και τα βιβλία που έγραψαν για αυτόν, τις έμμεσες και άμεσες πηγές που μας διασώθηκαν. Το σίγουρο είναι ότι ο Νίκος Καζαντζάκης σαν άτομο και σαν συγγραφέας υπήρξε ένα σημείο αντιλεγόμενο για την εποχή του και ίσως και την δική μας εποχή.

      Άλλες εργασίες της Κ. Πρίφτη για τον Ν. Κ. είναι: «Νίκος Καζαντζάκης. Αγωνία και Οδύσσεια», 1971, Β΄ έκδοση 1977.- «Νίκος Καζαντζάκης. Περιπατητής του Κόσμου» 1985. –«Ο Ένθεος Καζαντζάκης» Κείμενα Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Πυρουνάκη Κλεοπάτρας Πρίφτη, εκδ. Νικολαϊδη, Αθήνα 1988, σελ. 58. Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι δημοσιεύονται ομού οι ομιλίες της θαυμάστριας του Καζαντζάκη συγγραφέως Κλεοπάτρας Πρίφτη και του αγωνιστή πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Πυρουνάκη. Μία σύμπλευση θέσεων και κοινής προβληματικής και προσέγγισης. Το βιβλίο η Κλεοπάτρα Πρίφτη βλέπε σελίδα 9 «Αφιερώνεται στη μνήμη των αγαπημένων μου Νίκου Καζαντζάκη π. Γεωργίου Πυρουνάκη». Η αφιέρωση και η συμπαρουσίαση των κειμένων προσδιορίζει και το δικό μας πλησίασμα της χρονιάς κυκλοφορίας του, καθώς και την κοινή τους αγάπη για τον τίμιο και καλό αγώνα, την αγωνία ψυχής και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Περιέχει επίσης: Εργογραφία Κλεοπάτρας Πρίφτη, σ.5-8. Προλογικό Σημείωμα: σ.11-21, με αποσπάσματα από τα ιερά ευαγγέλια του Ιωάννη, Λουκά, Ματθαίου, Μάρκου, την Προς Εβραίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου, το βιβλίο της Εξόδου της Παλαιάς Διαθήκης. Την Εισήγηση της Κλεοπάτρας Πρίφτη: «Η θέση του Αγίου Φραγκίσκου στο μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη» σ. 33-41. Την συνέντευξη που παραχώρησε η Κλεοπάτρα Πρίφτη στον δημοσιογράφο Γρηγόρη Καλοκαιρινό στο σταθμό του Δήμου της Αθήνας “FM 9,84” Μεγάλη Τετάρτη 6.4.1988 με θέμα: "Ένθεος ή άθεος ο Νίκος Καζαντζάκης», σ. 43-56. Οι σελίδες του βιβλίου κλείνουν με έναν μονοσέλιδο Επίλογο.

       Το παρόν Καζαντζακικό σημείωμα, το πλαισιώνω με δύο ακόμα σύγχρονες φωνές  που διάβασα στο διαδίκτυο. Δύο φωνές από διαφορετικά πεδία ιδεολογικής και προσωπικής πίστεως καταθέσεις, οι οποίες όμως ομογνωμούν στον επαινετικό τους λόγο-και δικαίως-  για την αγωνιστική πολύπλευρη προσφορά, την μαχητική δημοκρατική δράση, το ελεύθερο φρόνημα, τις φιλάνθρωπες ενέργειες και φιλεργατική συμπαράσταση, τις εκπαιδευτικές πρωτοπόρες πρωτοβουλίες του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Πυρουνάκη, του οποίου η πόλη του Πειραιά και ο ευρύτερος Πειραϊκός χώρος ας μην κουραζόμαστε να το επαναλαμβάνουμε του οφείλουν πάρα πολλά. Δύο ουσιαστικά κείμενα. Του κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου και του κ. Άλκη Ρήγου. Η ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια «ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ» στην δική της ανάρτηση δίνει ένα γενικό σχεδιάγραμμα της ζωής και των κοινωνικών δράσεων του μαχητή ιερωμένου.

      Και όπως το δίδασκε ο Πατρό Κοσμάς ο Αιτωλός, γκρεμίστε….. οικοδομήστε Σχολεία.                 

 

     Η  ΘΕΟΛΟΓΙΑ  ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

"Η Εκκλησία δεν είναι μια κλειστή εταιρεία σεσωσμένων, που απολαμβάνουν, αποκλειστικά αυτοί, τα δώρα του Θεού και διεκδικούν να εξασφαλίσουν ανέσεις, προνόμια και κοσμική εξουσία." Αναστάσιος Αλβανίας

Πέμπτη, 16 Δεκεμβρίου 2010

Παπα-Γιώργης Πυρουνάκης : Ένας ελεύθερος

 

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

Δρ. θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη

Αναρτήθηκε Πέμπτη, 16 Δεκεμβρίου 2010

 

Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός ανθρώπου που επρόκειτο να γίνει ένας ιδιαίτερος παπάς: του παπα-Γιώργη Πυρουνάκη. Ο παπα-Γιώργης ήταν ένας άνθρωπος της πίστης και, ακριβώς γι' αυτό, της πράξης. Τουλάχιστον όσοι έχουν συμπληρώσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, θα θυμούνται την παρουσία του στον δημόσιο χώρο: τη φωνή του για κοινωνική δικαιοσύνη, το αίτημά του για απεξάρτηση της Εκκλησίας όχι μόνο από το κράτος αλλά και από το κρατικό πνεύμα, την εναντίωσή του σε κάθε λογής αυταρχισμό, τις πρωτοβουλίες του για τους

αδύναμους και τους απόκληρους, την αντίστασή του στη δικτατορία του 1967.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ο παπα-Γιώργης ήταν ένας από τους ευάριθμους εκπροσώπους της "θεολογίας της απελευθέρωσης" στον τόπο μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το 1965, στο μικρό βιβλίο του "Η Εκκλησία και το χρέος της" υπογράμμιζε, ως βάση μιας αληθινής απελευθέρωσης - πνευματικής και ταυτόχρονα κοινωνικής - τα λόγια με τα οποία ο Χριστός περιέγραψε την αποστολή του (Λουκ. 4: 18-19): "Ο Κύριος με έχρισε και μ' έστειλε ν' αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά· στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους (εδώ ο Πυρουνάκης πρόσθετε: "από κάθε τύφλωση βέβαια") · να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους". Ο Πυρουνάκης εκλάμβανε το χωρίο κυριολεκτικά - όχι συμβολικά και ανιστορικά. Κυριολεκτικά το εξέλαβαν και οι λατινοαμερικάνοι χριστιανοί που συγκρότησαν τη "θεολογία της απελευθέρωσης" στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ούτε ο Πυρουνάκης ούτε οι λατινοαμερικάνοι υπήρξαν οι εφευρέτες αυτής της οπτικής. Μα είναι ενδιαφέρον να δει κανείς, στη δισχιλιετή πορεία του Χριστιανισμού, πότε η έγνοια για την ελευθερία (για την ελευθερία κάθε ανθρώπου - πιστού ή απίστου) ανέβηκε στο προσκήνιο και πότε κατρακύλησε στο περιθώριο.

Είναι πολλές οι εγγραφές που μπορεί να διαβάσει κανείς στο "ποινικό μητρώο" του Πυρουνάκη, όπως η συμπόρευση με κάθε εραστή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αξίωση να λαμβάνει η ίδια η Εκκλησία πρωτοβουλίες (λ.χ. για την αναδιάταξη των σχέσεών της με το κράτος) κι όχι να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις, το αντάμωμα πίστης και τέχνης, η κριτική ανάγνωση και της Ανατολής και της Δύσης. Θα σταθώ, όμως, μόνο σε δύο ενδεικτικά σημεία της ζωής του:

Έχουν υπερσυμπληρωθεί εβδομήντα χρόνια - ήταν το 1938 - από τότε που, όντας λαϊκός θεολόγος σε σχολεία του Πειραιά, προσπάθησε να καθιερώσει τη γιορτή του εργάτη Χριστού. Νεωτερισμός; Η Εκκλησία κάποτε μπόλιασε την πίστη της στη ζωή και δε δίστασε να αποκαλέσει τον Χριστό "άνοιξη" - "γλυκύ έαρ". Τίποτα παράταιρο δεν θα υπήρχε αν το αίμα των καθημερινά σταυρωμένων μπολιαζόταν με το αίμα του Σταυρωθέντος. Ο εργάτης Χριστός είναι μια εικόνα εντελώς σύστοιχη προς το ευαγγέλιο, προς το πρωτείο της αλληλεγγύης και της σύνταξης με το μέρος των θυμάτων της ιστορίας. Ο Πυρουνάκης υπηρέτησε στην εκπαίδευση μέχρι που η δικτατορία του 1967 τον έπαυσε από καθηγητή. Μετά τον θάνατο του, ο Στέφανος Ληναίος τον αποχαιρέτισε με δυο συγκλονιστικές φράσεις: "O παπα-Πυρουνάκης πέθανε μ' ένα παράπονο. Που δεν ξανάγινε καθηγητής".

Δεύτερο σημείο: Στις 18/19 Αυγούστου του 1987 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας τού επέβαλε (όπως και σε άλλους έξι, λαϊκούς) τον λεγόμενο "μικρό αφορισμό", δηλαδή απαγόρευση συμμετοχής στη θεία Ευχαριστία επί δύο έτη. Αιτία, ο διορισμός τους από την κυβέρνηση στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο είχε συγκροτηθεί στο πλαίσιο του νόμου Τρίτση για αναδιάταξη των εκκλησιαστικών ζητημάτων, περιουσιακών και διοικητικών. Είχε υποστηριχτεί τότε ότι με τον νόμο Τρίτση πληττόταν το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, καθόσον μονομερώς το κράτος επιχειρούσε όχι μόνο οικονομικές τομές, αλλά και ρυθμίσεις στην εσωτερική δομή της. Και όντως υπάρχει βάση στον ισχυρισμό αυτό. Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε απαντήσει ότι αποδέχτηκε τη συμμετοχή του στον ΟΔΕΠ ακριβώς για το αντίθετο· για να βοηθήσει την Εκκλησία να απεμπλακεί από ό,τι την καθηλώνει: από τον πλουτισμό και το έλλειμμα συνοδικότητας. Στον δε "αφορισμό" του απάντησε με μια καταγγελία για συμπαιγνία, τελικά, του εκκλησιαστικού και του πολιτικού κατεστημένου. Μετά από εξήμισυ σχεδόν μήνες κατακραυγής η Σύνοδος ήρε τον "αφορισμό". Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε ήδη ανοίξει πανιά. Έφυγε λίγο αργότερα, στις 16 Μαΐου του 1988.

Έκτοτε είδαμε να κυλά πολύ νερό στο αυλάκι της νεοελληνικής ιστορίας. Άλλαξαν πολλά, καρποφόρησαν κάμποσα, διαψεύδονται άφθονα. Μα θα 'ναι σπουδαίο αν πάντα κάποιος παπα-Γιώργης θα μας θυμίζει ότι η μεγαλύτερη εξαχρείωση είναι όχι απλώς να μην αγανακτείς με τα δεσμά σου, αλλά να τα λατρεύεις κι όλας.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ" 33 (2010), σσ. 3-4.

Αναρτήθηκε από τον Ανδρέα Αργυρόπουλο στο ιστολόγιο Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

--

Παπά Γιώργης Πυρουνάκης ...«ένας ελεύθερος»

 

Ημερομηνία δημοσίευσης12/12/2010  εφημερίδα Η ΑΥΓΗ

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Δανείζομαι τον τίτλο αυτού του σχολίου από το άρθρο του Θανάση Παπαθανασίου στο τελευταίο τεύχος (13ο) της Επιστροφής -αυτού του μαχητικού και αξιόλογου περιοδικού μιας κοινωνικής σύλληψης της Ορθοδοξίας- το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό αφιερωμένο στη μορφή και το έργο αυτού του παπά-κοινωνικού αγωνιστή από το Ασφέντου των Σφακιών, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του. Του «καπετάν-παπά που αντιτάχθηκε σε όλες τις μορφές 'πασάδων' και 'δεσποτάδων'», όπως τον νεκρολογούσε η Αυγή μας, την επομένη της κηδείας του, στις 18 Μαΐου 1988. Και ο οποίος στάθηκε, για πολλούς και πολλές της γενιάς μας, πρότυπο αγωνιστικής στάσης ζωής και πνευματικός σύντροφος, με όλη την ουσιαστική σημασία και των δύο αυτών λέξεων-εννοιών. Δεν ξέρω αν ισχύει η άποψη του Θανάση Παπαθανασίου -στο ωραίο άρθρο του- ότι ο Πυρουνάκης «τηρουμένων των αναλογιών ήταν ένας από τους ευάριθμους εκπροσώπους της 'θεολογίας της απελευθέρωσης' στον τόπο μας». Τηρουμένων όποιων αναλογιών, δεν νομίζω ότι αντίστοιχο ρεύμα εμφανίστηκε ποτέ ευρύτερα στην Ορθοδοξία. Το γιατί είναι μια άλλη και μεγάλη συζήτηση .

Αυτό που εμάς μας αρκεί είναι ότι ο Παπά Πυρουνάκης υπήρξε μια πραγματικά σπάνια και εμβληματική μορφή κοινωνικού αγωνιστή. Από τις ερυθροσταυρίτικες πρωτοβουλίες του ως μαθητής στο Α' Γυμνάσιο Πειραιώς, τη δράση του υπέρ των πλημμυροπαθών ως φοιτητής και κυρίως όταν ως νεαρός 28χρονος, λαϊκός καθηγητής θεολογίας στον Πειραιά, ίδρυε το πρώτο Νυκτερινό Γυμνάσιο της πόλης, Λαϊκό Πανεπιστήμιο, κατασκηνώσεις -άλλο μεγάλο του πάθος από όποιο μετερίζι κι αν βρέθηκε- για τους εργαζόμενους. Ενώ προσπάθησε να καθιερώσει και γιορτή του ...Εργάτη Χριστού(!) και μάλιστα μέσα στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στα 1938, σε προφανή αντιδιαστολή με τον «Πρώτο εργάτη Ι. Μεταξά» που γιόρταζε εκείνη, και ακόμη προφανέστερο αποτέλεσμα την άμεση παύση του από καθηγητή.

Από την οργάνωση στην κατοχή της «Φιλικής Εταιρείας Νέων», που με τα συσσίτια και τις κατασκηνώσεις της στην Παλιά Πεντέλη σώζει 5.000 παιδιά, από την πείνα και όχι μόνο, όπως συγκινητικά θυμάται ο Φάνης Κακριδής τη γλυκεία φωνή του καθηγητή Πυρουνάκη να τους τραγουδά το «Πότε θα κάνει Ξαστεριά», καλοκαίρι 1943!

Από τη χειροτονία του στα 1949 σε παπά στην εργατική Ελευσίνα και την ανατρεπτική για το κράτος της εθνικοφροσύνης δράση του υπέρ των εργατών της περιοχής, και ιδίως της μεγάλης του αγάπης, της νεότητας, στην οποία και αφιερώνει όλα του τα γραπτά.

Αδύνατο να καταγράψει κανείς στα πλαίσια ενός σχολίου όλη την πολυσχιδή κοινωνική του δράση (μια πρώτη καταγραφή μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Με τους Νέους που κυκλοφόρησε στα 1970), που του προξένησε συνεχείς διώξεις μέχρι και τα χρόνια της μεταπολίτευσης, από Εκκλησία και Κράτος. Ας θυμίσουμε μόνο, έτσι για την ιστορία, ότι σε μία από αυτές κατά την δικτατορία, ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, τότε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, διέκοψε το διάβασμά του ...για να τον καλέσει σε μία ακόμη απολογία!

Ήδη πάντως, λίγο πριν από την Δικτατορία, το εκκλησιαστικό αυταρχικό καθεστώς είχε φροντίσει να τον απομακρύνει από την Ενορία του και να τον στείλει σε μια εκκλησία έξω από τον Αγ. Στέφανο. Εκεί διασταυρώθηκαν τα βήματα του με τα πρώτα του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος. Για το οποίο αυτός ο ακούραστος μαχητής της «Ελευθερίας» -όπως έγραφε σταυρωτά ο Σταυρός που φόραγε πάντα στο στήθος του και η οποία δεν ορίζεται γιατί ο ορισμός της σημαίνει περιορισμό της όπως έλεγε- καθιέρωσε την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα ειδική δεύτερη λειτουργία στις 11.30.

Και ήταν εντυπωσιακό να βλέπει κανείς νέους, που δεν είχαν και την καλύτερη των σχέσεων με την εκκλησία και τις λειτουργίες της, ούτε με το πρωινό βέβαια ξύπνημα, ν' ανηφορίζουν στην άλλη άκρη της Αττικής, για να τον ακούσουν, και μετά, στο μικρό του κελί, να πίνουν κονιάκ και να συζητούν επί ώρες ή να φεύγουν παρέα για κάποιο φιλόξενο σπίτι, όπου η συζήτηση συνεχίζονταν με κρασί και τραγούδι. Και είχε τόσο πράγματι γλυκεία φωνή! Και ακόμη πιο εντυπωσιακό, να βλέπει τους άνδρες του Σπουδαστικού της Ασφάλειας να καταγράφουν την προσέλευση των ήδη γνωστών ή να παίρνουν τις ταυτότητες αυτών που πρώτη φορά εμφανίζονταν να παρακολουθήσουν τη ...«Θεία Λειτουργία» αυτού του παυμένου Καθηγητή από την Χούντα ως «επικινδυνότερου των κομμουνιστών»!

Στη μνήμη και το παράδειγμα στάσης ζωής που δίδαξε, ας θυμίσουμε κάποια αποσπάσματα από το προφητικό και τόσο και σήμερα επίκαιρο «Μήνυμα (του) στη Νεότητα» που κυκλοφόρησε το Πάσχα του 1969. Αυτό το κάλεσμα μάχης, αντίστασης και ανυπακοής στο χουντικό καθεστώς και κάθε μορφής πνευματική και πολιτική καταπίεση, αλλοτρίωση.

«Φίλοι Νέοι Πρέπει ν' αντιληφθείτε ότι ζείτε σε μια από τις πιο κρίσιμες μεταβατικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Και συγχρόνως να συνειδητοποιήσετε ότι σεις οι Νέοι είστε οι μόνοι που μπορείτε να φέρετε το Μεγάλο Καλό στον Κόσμο!

...Χωρίς να περιμένετε την κανονική διαδοχή της Σκυτάλης των ευθυνών έναντι του Συνόλου, αφού δεν γίνεται αλλιώς προχωρήσετε. Χωρίς πάθος οργής, γιατί δε θα ωφεληθείτε, ούτε θα ωφελήσετε, μένοντας σε θέσεις κριτών και κατηγόρων -βέβαια τούτο δε σημαίνει και παραγραφές στα όσα άσχημα οι άσχημοι αποτόλμησαν ή στα όσα άφησαν κενά απαραδέκτως οι δειλοί και άσοφοι- αλλά που τούτοι δεν είναι τώρα για σας. Χωρίς φοβίες, γιατί ο ενθουσιασμός και η αγάπη σας για τους σκοπούς της Προσπάθειας θα τις διασκεδάσει. Και βλέποντας ανοιχτά και καθαρά, πράγματα και καταστάσεις, τραβήξτε σε εξελίξεις των ποθούμενων αλλαγών και σε δημιουργίες καλύτερων συνθηκών ...απτόητοι στις τρομοκρατικές πιέσεις και τους φοβισμούς, ή τις φανταχτερές παρουσιάσεις 'αναγκών' και ανυποχώρητοι στις πονηρές 'υποδείξεις' ότι χρειάζεται, ο ερχομός της Ελευθερίας, τάχα κάποιες 'ήπιες' ή 'προσωρινές' τυραννίες... Και να πιστέψετε -όπως είμαστε βέβαιοι- ότι περιμένει μ' ελπίδα η Ψυχή του Τόπου, ο Λαός, ό,τι ως τώρα δεν κατορθώθηκε ν' αρχίσει να πραγματώνεται με τον δικό σας πόνο, τον ιδρώτα, το αίμα... Ιδού το σύνθημα: Ελεύθερα πρόσωπα αγωνιζόμενα για τις εξελίξεις και την πρόοδο της Ελευθερίας...

 Πάρτε αμπάριζα από κει πίσω. Και τιναχτείτε πολύ ψηλά

Ανοίξτε  καινούργιους  δρόμους

Προχωρήστε ακάθεκτοι και ενθουσιαστικοί. Οι άλλοι θα ακολουθήσουν.

Και θάρθουν οι αλλαγές και οι νίκες!»

     Ας κλείσουμε με μια Κρητική μαντινάδα όπως τελειώνει το βιβλίο της η Κλεοπάτρα Πρίφτη.

Η λεβεντιά είναι μια πληγή

που πάντα αίμα τρέχει

Θεέ μου, και πώς την νταγιαντά (αντέχει)

εκειός οπού την έχει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Σάββατο 25 Μαϊου 2024  

 

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

14 Άνθρωποι της Τέχνης μιλούν στην Απογευματινή για το σήριαλ "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται"

«Σ Κ Ο Τ Α Δ Ι Σ Μ Ο Σ»

Μιλούν στην «Α», 14 εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου

Χαρακτηρίζουν ανεπίτρεπτη την απόφασι της Ιεράς Συνόδου για τον «ΧΡΙΣΤΟ» του Καζαντζάκη

Εφημερίδα Απογευματινή 10/3/1975

         Αντίδραση που αρχίζει από δυσφορία και φθάνει στην έντονη αγανάκτησι προκάλεσε στον πνευματικό κόσμο της χώρας η είδησις ότι η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να ενεργήση ώστε να μη προβληθή από την τηλεόρασι το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη. Η σχετική ανακοίνωσι αναφέρει σαν αιτιολογία ότι «η Εκκλησία έχει αποφανθή από πολλού καιρού ότι το έργον είναι ασεβές και αντιχριστιανικόν» Πρόχειρη «δειγματοληπτική» έρευνα των «Ψιθύρων», μεταξύ εκπροσώπων των ανθρώπων του πνεύματος, για την γνώμη τους σχετικά με την απόφασι αυτή της Ιεράς Συνόδου, έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις (οι απαντήσαντες αναφέρονται με αλφαβητική σειρά):

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ:

Κάθε απαγόρευσι για ένα βιβλίο, που έχει δημοσιευθή, από οποιονδήποτε και αν προέρχεται η απαγόρευσι,  θεωρώ ότι είναι περιστολή της ελευθερίας του λόγου και ανεπίτρεπτη στις μέρες μας.

ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ:

«Ύστερα από επτά χρόνια δικτατορίας μας είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να ανεχθούμε να επεμβαίνουν στην ζωή μας άνθρωποι που δεν τους έχουμε διαλέξει».

ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ:     

Επειδή έτυχε να σκηνογραφήσω το έργο όταν παίχτηκε από το Λαϊκό Θέατρο και είδα την ευλάβεια με την οποία το Κοινό παρακολουθούσε την παράστασι- μια πολύ επιτυχημένη παράστασι- δεν μπορώ να δω που είναι το βλάσφημο…

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗΣ:

«Η απόφασι είναι η απόφασι που ταιριάζει στην Ιερά Σύνοδο που έχουμε…».

ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΡΡΑΣ:

«Η σταύρωσι του Χριστού στο έργο του Καζαντζάκη είναι μιά αλληγορία της σταυρώσεως του Ελληνισμού από την Τουρκοκρατία. Η ανάστασι, είναι η ευχή για την αποτίναξι από την τουρκική σκλαβιά. Και σε προέκτασι η εκμετάλλευσι – σταύρωσι της φτωχολογιάς από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες. Είναι δυνατό σήμερα να διαμαρτύρωνται για την παρουσίασι αυτού του αριστουργήματος επειδή λέει την αλήθεια; Την στιγμή μάλιστα που ένα σωρό αηδίες σερβίρονται καθημερινά χωρίς να διαμαρτύρεται κανένας;»

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ:

«Είναι καιρός, η Κυβέρνησι πιά να σπάση αυτή την αρτηριοσκλήρωσι. Δεν μπορεί να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στο 1975. Πρέπει να σταματήσουν. Όλοι αυτοί δεν κάνουν τίποτε πέρα από το να απομακρύνουν τον κόσμο από τον Χριστό. Δεν είναι δυνατόν να έχουν διαβάσει το βιβλίο γιατί χριστιανικώτερο έργο από αυτό δεν υπάρχει. Όλοι τους είναι παπά- Γρηγόρηδες , κανείς τους παπά- Φώτης! Αν ήταν παπά-Φώτηδες, θα υπήρχαν περισσότεροι Χριστιανοί».

ΚΑΡΟΛΟΣ  ΚΟΥΝ

«Δεν υπάρχει θέμα για μένα. Ο Καζαντζάκης είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας. Το να κάνουμε ζήτημα για τέτοια πράγματα είναι σα να ξαναφέρνουμε την λογοκρισία.»

ΗΡΩ  ΛΑΜΠΡΟΥ:

«Το έργο Τέχνης δεν χρειάζεται την αστυνόμευσι κανενός ούτε η μεγάλη μορφή του Χριστού, προστάτες και ζηλευτές. Μέριμνα της Ιεράς Συνόδου καλό θα ήταν να στραφή με την πράξι προς τους κοπιόντας και πεφορτισμένους και να φέρη έτσι το μήνυμα του Χριστού μέσα στο σημερινό κόσμο της αδικίας».

ΣΤΕΦΑΝΟΣ  ΛΗΝΑΙΟΣ:

«Πρέπει κάποτε η εκκλησία να σταματήσει να παίζη ανασταλτικό ρόλο για κάθε αλήθεια και κάθε πρόοδο στον τόπο μας. Θα ευχόμασταν να φροντίση τα του οίκου της, τα οποία δυστυχώς είναι πάρα πολλά».

ΑΛΕΞΗΣ  ΜΙΝΩΤΗΣ:

«Ο Καζαντζάκης είναι πρόσωπο ιερό για την Ελλάδα και την πνευματική μοίρα της, θεωρώ εντελώς αποκρουστικό ακόμη και το να συζητήται η περίπτωσις να απαγορευθή έργο του».

ΣΠΥΡΟΣ  ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ:

Θεωρώ ότι είναι μία εκδήλωση  μεσαιωνικού σκοταδισμού που δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να χαρακτηρίζη έστω και ένα μέρος από τον ανώτερο Κλήρο μας, αν ληφθή υπ’ όψιν ο τρόπος με τον οποίο σκέπτονται σήμερα οι ηγέτες όλων των άλλων Χριστιανικών δογμάτων.

ΠΑΤΗΡ  ΠΥΡΟΥΝΑΚΗΣ:

Δεν έχω παρά να αναφερθώ σε υπόμνημα διαμαρτυρίας, που υπέβαλα με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1975 στην Ιερά Σύνοδο και στην Βουλή. Στο υπόμνημα αυτό αναφέρω και τα εξής: «Διατί κόπτονται ότι προφυλάσσουν τάχα τη νεολαία από το «Σούπερ- Στάρ» ή τα συγγράμματα του Καζαντζάκη και δεν έκαμαν τίποτε για να σώσουν ψυχάς και σώματα από τους φρικτούς βασανιστάς και τους άθλιους ανώμαλους; Δεν φοβούνται ότι εδώ έχουν εφαρμογή τα «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, οι διϋλίζοντες τον κώνωπα…

ΑΝΤΩΝΗΣ  ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ:

«Βουβή η «Ιερά» σύνοδος στα εφιαλτικά χρόνια της χούντας ούτε μια φορά δεν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας για τα πολλαπλά εγκλήματα της εξουσίας ούτε μία φορά δεν συμπαραστάθηκε στον λαό μας στο καθημερινό Σταύρωμά του: την καταπίεσι, τους εξευτελισμούς, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις φυλακές, τις εξορίες, τον θάνατο. Και όχι μόνο κάλυψε με τη σιωπή της το φασιστικό όργιο αλλά και θετικά σιγοντάρισε τους δικτάτορες: γραπτώς και προφορικώς και τηλεοπτικώς διάφοροι «ηγέτες» της Εκκλησίας του Εσταυρωμένου Χριστού έβρισκαν κάθε τόσο την ευκαιρία να υμνούν το απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και να προτρέπουν τον λαό σε δουλική υποταγή.

     Βουβή και σήμερα η «Ιερά» σύνοδος μπροστά στα καυτά εθνικά θέματα: την φοβερά δύσκολη πορεία προς την αληθινή δημοκρατία, τα αμείλικτα οικονομικά, κοινωνικά, και πολιτιστικά προβλήματα, την αγωνία και τους αγώνες των νέων μας.

      Λαλίστατη όμως, η γραφειοκρατία της Εκκλησίας κάθε φορά που ένα έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας φέρνει τον Χριστό κοντά στην δοκιμαζόμενη ανθρώπινη ψυχή κι’ έτσι τον ανασταίνει από την κατάψυξι της τυπολατρίας όπου τον έχουν εγκλωβίσει αιώνες δογματικού χριστιανισμού, αποκομμένου από την καθημερινή περιπέτεια του απλού ανθρώπου. Πρόσφατα ακόμα οι εκκλησιαστικοί παράγοντες ξιφούλκησαν κατά της κινηματογραφικής ταινίας «Ιησούς Χριστός, υπέρλαμπρο αστέρι». Τώρα έχει σειρά του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Αλλά με κάτι τέτοιες ανεδαφικές πρωτοβουλίες το μόνο που καταφέρνουν οι εκκλησιαστικοί μας είναι να ξανασταυρώνουν τον Χριστό, καταδικάζοντάς τον σε πλήρη απομόνωσι από την ανθρώπινη ανησυχία, δηλαδή το αντίθετο ακριβώς από κείνο που ο ίδιος αγωνίσθηκε να πραγματώση.

     Επιτέλους, καιρός είναι να τ’ αφήσουν αυτά οι προκαθήμενοι, παρακαθήμενοι ή απλώς καθήμενοι της Εκκλησίας μας και να ενδιαφερθούν για τα κρίσιμα ζητήματα του λαού μας και του έθνους! Καιρός είναι να προσπαθήσουν να πουν μια σωστή κουβέντα για ότι ο Χριστός ονόμαζε «τα βαρύτερα του νόμου». Αλλά ο Χριστός είχε «ανοιχτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του». Εναγώνιος πάντα ο Χριστός, ούτε ποτέ υπήρξε ούτε καταδέχτηκε να αποκαλήται μακαριώτατος».

ΜΑΝΟΣ  ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ:

«Αυτά είναι ηλίθια πράγματα, ανάξια των αγίων…. Τώρα στα 1975, θα αποφασίσουμε ποιός είναι ο Καζαντζάκης;».

    Εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 10 Μαρτίου 1975

            Μνήμη παπά-Γιώργη Πυρουνάκη

(Μήλος, Αδάμας 20/10/1910- Αθήνα 16/5/1988) 

       «Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε την χώρα καλή ώρα…..»

          Από Θεατρική παράσταση της εποχής

              Επαναπροβάλλεται το τελευταίο διάστημα- μετά από μισό αιώνα- από την δημόσια τηλεόραση τις μεσημεριανές ώρες, το ασπρόμαυρο σήριαλ του 1975 «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη. Μια πολύ καλή και προσεγμένη τηλεοπτική σειρά 50 επεισοδίων σε τηλεοπτική διασκευή του έμπειρου Κώστα Λυχναρά, σκηνογραφίες του Πέτρου Καπουράλη και ενδυμασίες του Τάσου Ζωγράφου. Το πετυχημένο σήριαλ είναι διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Η σειρά κράτησε δύο τηλεοπτικές σεζόν 1975-1976, είχε καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό της εποχής που παρακολουθούσε, με μεγάλη τηλεοπτική βουλιμία την μεταφορά –ευρύτερα- της ελληνικής πεζογραφίας (μυθοπλασίας) στην μικρή ασπρόμαυρη στην αρχή και έγχρωμη μεταγενέστερα οθόνη. Την ίδια περίοδο αν δεν κάνω λάθος οι έλληνες και οι ελληνίδες καθηλώνονταν μπροστά στις οθόνες τους-όσα νοικοκυριά είχαν ή σε φιλικά και συγγενικά όσα δεν είχαν- για να παρακολουθήσουν τον «Άγνωστο πόλεμο» με τον συνταγματάρχη Βαρτάνη (Άγγελο Αντωνόπουλο). Για την μεταφορά του Καζαντζακικού μυθιστορήματος στην ελληνική τηλεόραση ΕΙΡΤ τότε, είχαν εργαστεί με την πείρα και την εμπειρία τους δύο θεατρικοί συγγραφείς: ο Νότης Περγιάλης και ο γεννημένος στον Πειραιά Γεράσιμος Σταύρου. Ο Νότης Περγιάλης κρατούσε και τον ρόλο του Αφηγητή στην εξαιρετική αυτή τηλεοπτική σειρά. Όταν προβλήθηκε στην μικρή οθόνη είχε ξεσηκώσει σάλο αρνητικών αντιδράσεων από διάφορους επίσημους φορείς της εποχής, ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς χριστιανικούς κύκλους, την επίσημη Ιεραρχία της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρχαν ευτυχώς από την άλλη πλευρά οι δημόσιες εκείνες φωνές υποστηρικτών του τηλεοπτικού σήριαλ που παρουσίαζε τότε η ελληνική τηλεόραση και των βιβλίων του Καζαντζάκη. Ένα μέρος των υποστηρικτικών αντιδράσεων, σύντομων γνωμών και θέσεων υπέρ του σήριαλ, του βιβλίου και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη από ανθρώπους του πνεύματος της εποχής, γνωστούς καλλιτέχνες, ζωγράφους, ηθοποιούς, τραγωδούς, πεζογράφους, σκηνοθέτες, θεατρικούς συγγραφείς και μουσικοσυνθέτες, οι οποίοι υπερθεματίζουν αρνητικά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, εκφράζουν με παρρησία, ευγένεια και σεβασμό την γνώμη τους στην απογευματινή πολιτική εφημερίδα «Απογευματινή», δημοσιεύω παραπάνω. Σημειωτέον ότι η «Απογευματινή» υποστήριζε τις πολιτικές θέσεις της συντηρητικής παράταξης και όχι της αριστερής ή κομμουνιστικής, της λεγόμενης δημοκρατικής που ήταν κάθετα αρνητική απέναντι στην Εκκλησία και την Ιεραρχία εξαιτίας της φιλικής της στάσης και συνεργασίας της με το επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς. Μια στάση εχθρική-όχι αδικαιολόγητη-που κράτησε για αρκετά χρόνια. Όταν άλλοι μεγαλοδεσποτάδες διάβαζαν, πρωτοπρεσβύτεροι σαν τον θεολόγο π. Γεώργιο Πυρουνάκη, τον εκδότη της εφημερίδας «Χριστιανική», τον Νίκο Ψαρουδάκη, και ελάχιστες ακόμα φωτεινές χριστιανικού και ευαγγελικού φρονήματος εξαιρέσεις, μάχονταν, αγωνίζονταν ενάντια στην δικτατορία, κυνηγιόντουσαν, βασανίζονταν, εξορίζονταν, σπιλώνονταν, προπηλακίζονταν, φυλακίζονταν. Τους επιβάλλονταν το επιτίμιο του «μικρού αφορισμού» της ακοινωνησίας όπως στον πρωτοπρεσβύτερο μαχητή λευίτη παπά Γεώργιο Πυρουνάκη. Ένας από τους παλαιούς κοινωνικούς και της δημόσιας εκπαίδευσης ευεργέτες της πόλης του Πειραιά και των ευρύτερων δήμων. Μια και ο εμπνευσμένος αυτός αγωνιστής και φιλάνθρωπος ιερέας, ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε την ίδρυση Νυχτερινών Γυμνασίων στην Ελλάδα για τα παιδιά των φτωχών εργαζόμενων και άπορων οικογενειών. Οι πρωτοπόρες για την εποχή του χριστιανικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι εκπαιδευτικές και θεολογικές του δράσεις και διδασκαλίες είχαν σαν αποτέλεσμα την ίδρυση των πρώτων νυχτερινών γυμνασίων στην πόλη μας, μεικτά σχολεία για τις προσφυγικές ελληνικές οικογένειες που προήλθαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και αλλοδαπών αλλόθρησκων μεταναστών. Στις πρωτόγνωρες και πρωτοπόρες ας το επαναλάβουμε για την ελληνική κοινωνία δράσεις και κινήσεις του, ήταν και η ίδρυση Κατασκηνώσεων στην περιοχή του Περάματος για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών. Την σκοτεινή περίοδο της Κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού επίσης, ο παπά Γιώργης Πυρουνάκης διοργάνωνε χιλιάδες συσσίτια, και «ίδρυε» εστίες φιλοξενίας για άπορα και πεινασμένα παιδιά, που βρήκαν στέγη, τροφή, περίθαλψη, προερχόμενα και από τις δύο πολιτικές αντιμαχόμενες παρατάξεις δίχως διακρίσεις. Τόσο κατά τα χρόνια της Κατοχικής πείνας όσο και μετά, τα συσσίτια του παπά Γιώργη Πυρουνάκη έσωσαν χιλιάδες παιδιά φτωχών και άπορων οικογενειών. Και αυτόν τον του Ευαγγελικού μηνύματος κήρυκα φιλανθρωπίας τον κυνήγησαν και τον πολέμησαν οι ιεράρχες, η δε Πόλη του Πειραιά, δεν αξιώθηκε από όσο γνωρίζω, η οποία ευεργετήθηκε από αυτόν τον μαχητή που κατοίκησε στα χώματά της, μεγάλωσε, να του στήσει μία προτομή, να δώσει το όνομά του σε έναν δρόμο. Πραγματικά μένεις ενεός, μπροστά στην αχαρακτήριστη συμπεριφορά ελλήνων της όποιας εξουσίας- κρατικής ή θρησκευτικής-η οποία στο όνομα του να παρευρισκόμαστε μαζί, Κράτος και Εκκλησία (εκπρόσωποι)- πάνω στην εξέδρα των επισήμων, απεμπολούν πανάρχαιες δημοκρατικές και ελεήμονες, ανθρωπιστικές παραδόσεις, αιώνων διδασκαλίες πολιτισμού και ανθρώπινου πόνου και κατατρεγμού αιματοβαμμένης Ιστορίας. Και μετά αναρωτιόνται γιατί εξακολουθούν οι Νέοι και οι Νέες να λένε αυτά που λένε στο «ράδιο παράγκα».

Το ποιός ή ποιά δημοσιογραφική γραφίδα έκανε την έρευνα, για τους «Ψιθύρους» δυστυχώς δεν διέσωσα στο απόκομμα της εφημερίδας που έχω κρατήσει, ας με συγχωρέσει. Εκτός αν η έρευνα έγινε από την σύνταξη.

 «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» υπήρξε κατά γενική ομολογία ένα από τα πιο καλογυρισμένα σήριαλ, μία πετυχημένη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος. Εξαιρετικές ερμηνείες, καλογραμμένο σενάριο, εύηχη η συνοδευτική μουσική επένδυση, η φωτογραφία, τα σκηνικά, οι ενδυμασίες, ατμόσφαιρα και κλίμα εποχής, δραματικές ερμηνείες. Ένα σημαντικό και αξιόλογο κάστ ελλήνων και ελληνίδων ηθοποιών, πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, κομπάρσων, που καθήλωναν το τηλεοπτικό κοινό της εποχής, με τις χαρακτηριστικές αποδόσεις των ρόλων τους, της έκφρασης των ψυχικών και συνειδησιακών σκιαγραφήσεων και διλημμάτων των Καζαντζακικών ηρώων. Και ποιος δεν θυμάται τον χαρακτηριστικό ρόλο του Αλέξη Γκόλφη ως θυσιασμένου προβάτου, του Μανωλιού. Του «γερό λαδά» που συγκλονιστικά ερμήνευσε ο Δήμος Σταρένιος. Του φοβισμένου «δασκαλάκου» από τον Γιάννη Κοντούλη. Μια ανάλογης ατμόσφαιρα φιγούρα έδωσε στους «δέκα μικρούς Μήτσους» άσκηση θάρρους…» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Λάκης Λαζόπουλος. Του «προύχοντα» γερό Πατριαρχέα που υποδύθηκε ο Ανδρέας Φιλιππίδης, σύζυγος της πειραιώτισσας ηθοποιού Δέσπως Διαμαντίδου. Μπορεί κανείς να ξεχάσει τον Τούρκο «Αγά» που απέδωσε τόσο εκφραστικά ο Γιάννης Αργύρης, τους αμανέδες της Τζένης Φωτίου ως Γιουσουφάκι, το θηριώδες παρουσιαστικό του Σεϊζη, του Κώστα Γκουσγκούνη, πρωταθλητή αισθησιακών ταινιών. Τις δύο ισχυρές φιγούρες του «παπά Γρηγόρη» από τον αξέχαστο σοβαρό ηθοποιό Λυκούργο Καλλέργη, και τον "παπά Φώτη" από τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Νίκο Χατζίσκο. Δύο χαρακτηριστικοί κόντρα σημαίνοντες ρόλοι, το δίπολο που στηρίζεται η φιλοσοφία του έργου. Η παρουσία του Δεσπότη από τον Νίκο Κούρο. Αμ ο Παναγιώταρος, που υποδύθηκε ο αξεπέραστος Γιώργος Φούντας, αυτό το παιχνίδι της ειρωνείας της ανθρώπινης εθελοθυσίας που στήνει ο Κρητικός συγγραφέας. Ο θεατρικός Νάσος Κεδράκας ως Κωνσταντής, η ελληνίδα μαυροφορεμένη μάνα Ελένη Ζαφειρίου, ως υπηρέτρια του «Αγά». Ο ρόλος της Κατερίνας που ερμήνευσε η πάντα φευγάτη Νίκη Τριανταφυλλίδου. Η πρώτη και μοναδική εμφάνιση της αξεπέραστης Γεωργίας Βασιλειάδου ως Μανταλένια, το Λενιώ η Μαίρη Ιγγλέση, η Λίζα που ερμήνευσε η καλή ηθοποιός Αλίκη Αλεξανδράκη, τι να πούμε για την «Μάρμω», των «Πανθέων» της σπουδαίας ηθοποιού Κάτιας Δανδουλάκη ως Μαριωρή κόρης του παπά Γρηγόρη. Πόσα και πόσα δεν έμαθε κοντά στον Πειραιώτη σύζυγό της σοφό θεατράνθρωπο Μάριο Πλωρίτη. Ο Βασίλης Τσάγκλος ως Γιαννακός, που τον απολαύσαμε στον ρόλο του πατέρα στην βραβευμένη ταινία «Ο Άγγελος». Αυτός πια ο Φοίβος Ταξιάρχης ως Σπανομαρίας, ο στιχουργός και αντισυμβατικός ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος ως Νικολιός και μία σειρά άλλων εξαιρετικών ηθοποιών του θεάτρου και του κινηματογράφου που σε μάγευαν με την υποκριτική τους τέχνη, την πολύ καλή ερμηνεία τους, τον ρόλο τους που τους πήγαινε γάντι. Την ιδιαίτερη εκφραστική τους τυπολογία, τις χειρονομίες τους, την χροιά της φωνής τους, η εικόνα τους και το παρουσιαστικό τους, κάτω από το έμπειρο και ακριβοδίκαιο σκηνοθετικό μάτι του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη αποτυπώνονταν στην νεαρή φαντασία μας, στη μνήμη μας πριν έρθουμε σε επαφή με το ίδιο το βιβλίο. Ταυτιζόμασταν δίχως να μπορούμε να γνωρίζουμε το γιατί με το ξανθό, θλιμμένο και πικραμένο παρουσιαστικό του Μανωλιού, του άτυχου και μοναχικού έλληνα ηθοποιού Αλέξη Γκόλφη και, πέταγαν σπίθες τα μάτια μας όπως του παπά Γρηγόρη του αυστηρού και φοβερού Λυκούργου Καλλέργη, που έπρεπε να θυσιάσει το πρόβατο για να σωθεί η στάνη. Μιάς συμβιβασμένης στην Τουρκιά φοβισμένων ελλήνων μερίδα που κοιτούσε να διαφυλάξει τα προνόμια της, την εξουσία της, τον μπεζαχτά της.

 Ένα τηλεοπτικό κοινό που διψούσε εκείνα τα χρόνια για αλλαγή, να ξυπνήσει από τον λήθαργο της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Ήταν για να χρησιμοποιήσουμε έναν κοινόχρηστο όρο «η χρυσή» εποχή της ελληνικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας. Μια δεκαετία όπου μεταφέρονταν στην μικρή ασπρόμαυρη οθόνη έργα ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων, έφερναν σε επαφή το ελληνικό πολυπληθές κοινό με αγαπημένα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, που διψούσε για κάτι καινούργιο, να ανοίξει τους ορίζοντες της μάθησής του, μικροί και μεγάλοι, έφηβοι και γεροντότεροι όλοι ένα, ίσιοι μπροστά στον νέο τηλεοπτικό φακό και την μαγεία του. Ας μνημονεύσουμε ενδεικτικές τηλεοπτικές διασκευές της μεταπολιτευτικής εποχής, υπενθυμίζοντας τις κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη από τον Ζυλ Ντασέν και τον Μιχάλη Κακογιάννη την δεκαετία του 1960 κάτι που έκανε γνωστό το έργο του Κρητικού συγγραφέα στο εξωτερικό, καλλιέργησε το έδαφος για να τον γνωρίσουν και να αυξηθούν οι φανατικοί θαυμαστές του, μετά την μετάφραση της «Οδύσσειας» στα αγγλικά από τον ελληνοαμερικανό δάσκαλο της ποίησης Κίμωνα Φράιερ. Στα γαλλικά το ποιητικό έπος μεταφράστηκε από την Ζακλίν Μοαρί κλπ. Ενώ ο νορβηγός μεταφραστής Μάξ Τάου, όταν διάβασε και αποφάσισε να μεταφράσει το μυθιστόρημα «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» στη γλώσσα του, αποκαλεί το έργο αυτό βιβλίο «της προσφυγιάς όλων των ανθρώπων». Ενώ ο Τσέχος συνθέτης Μποχουασλάβ Μαρτινού γράφει την Όπερα «Το Ελληνικό Πάθος» βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη που γράφτηκε το 1948. Το δραματοποιημένο έργο παρά του ότι είχε την άδεια και την επιδοκιμασία εκ μέρους του έλληνα συγγραφέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά αρκετά χρόνια μετά, (η σύνθεσή του έγινε το 1954), ετεροχρονισμένα, στις 20 Ιουλίου του 1999 στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς. Ας μνημονεύσουμε ορισμένα ελληνικά σήριαλ που αγαπήθηκαν εκείνη την «χρυσή πενταετία»  πάνω κάτω. «Η Βασίλισσα Αμαλία» του ιστορικού Γεωργίου Ρούσσου. «Οι Έμποροι των Εθνών» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 1973 του σκηνοθέτη του «Ρεμπέτικου» Κώστα Φέρρη. Είχαμε παρακολουθήσει και την θρυλική «Γυφτοπούλα» 1972. Η πράγματι «Μενεξεδένια Πολιτεία» του σημαντικού θεατράνθρωπου Άγγελου Τερζάκη, υποστηρικτή και του Ν. Καζαντζάκη και του π. Γεωργίου Πυρουνάκη, δες κείμενό του στην εφημερίδα «Το Βήμα». Τι να γράψουμε για την πρώτη διασκευή της «Μαντάμ Σουσού» 1972 του Δημήτρη Ψαθά με την πολύ καλή Άννα Παϊτατζή, που ερμήνευσε επιτυχημένα μεταγενέστερα η πρόσφατα χαμένη Άννα Παναγιωτοπούλου. Οι πραγματικά επιτυχημένες διασκευές των αστικών μυθιστορημάτων του Τάσου Αθανασιάδη, όπως «Οι Πανθέοι» 1977.  Το μυθιστόρημα «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη, μία πετυχημένη σειρά μετά την κινηματογραφική εκδοχή της «Η Ερόικα» του Κοσμά Πολίτη από τον Μιχάλη Κακογιάννη. Και ποιους δεν καθήλωσε ο «Συμβολαιογράφος» του Ραγκαβή με τον Στάθη Ψάλτη 1979. «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» επίσης του 1979. Η «Αναδυομένη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου 1978. «Η Λωξάνδρα» της Μαρίας Ιορδανίδου που, οι νοικοκυρές αντέγραφαν τις Κωνσταντινουπολίτικες συνταγές για να τις φτιάξουν πριν γίνουν «φαν» του Πειραιώτη μάγειρα Λαζάρου με την γνωστή ταβέρνα στο Μικρολίμανο. Τι να πρωτοθυμηθείς από την δεκαετία του 1980. Την ξακουστή «Αργώ» του συγγραφέα και θεωρητικού της Γενιάς του 1930 του Γιώργου Θεοτοκά; Τους «Άθλιους των Αθηνών» του Κρητικού ηθογράφου Ιωάννη Κονδυλάκη;, «Τ’ παλιόπαιδα τ’ ατίθασα» του Νίκου Τσιφόρου. Αυτού του αξεπέραστου χιουμορίστα και σατιρολόγου. Άχ! αυτή η «Μεθυσμένη Πολιτεία» πόσες καρδιές ράγισε με το τραγούδι της. Τέλος, μπορεί να λησμονήσει η μνήμη σου την «Αστροφεγγιά», ένα σήριαλ που έλαμπε μέσα στην πικραμένη ατμόσφαιρά του, βασισμένο στο μυθιστόρημα-από τις εκδόσεις «Αστήρ» του δοκιμιογράφου, ποιητή, βιβλιοκριτικού, δοκιμιογράφου, μεταφραστή, παιδαγωγού, ταξιδιωτικού συγγραφέα, ιδρυτή της Σχολής του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα δημοσιεύματά του στην προδικτατορική εφημερίδα «Ελευθερία» ακόμα διαβάζονται με την ίδια θέρμη.

          Κλείνοντας, το Καζαντζακικό αυτό σημείωμα το αφιερώνω όχι τυχαία, σε μία φωτισμένη, μαχητική και αγωνιστική φιλάνθρωπη προσωπικότητα της ελληνικής ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας τον πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Πυρουνάκη. Που τόσα πρόσφερε στην πόλη του Πειραιά. 

Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής. Δυστυχώς, τις ίδιες αρνητικές ανάλογες φανατικές αντιδράσεις εκ μέρος μερίδας (;) της Εκκλησίας, είχαμε και στην περίπτωση της κινηματογραφικής προβολής της ταινίας «Ο Τελευταίος Πειρασμός» βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και εδώ πάλι, πεζογράφοι όπως η Μάρω Δούκα, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου μίλησαν σχετικά. Σε προηγούμενα σημειώματα έχω αναρτήσει μέρος από τα σχετικά κείμενα.

Και μία ευχή αν επιτρέπεται από έναν αγνωστικιστή. Εύχομαι ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος είναι πραγματικά μία πνευματική και πολιτιστική όαση μέσα σε αυτήν την ραδιοφωνική και τηλεοπτική κακοφωνία, και αρκετές φορές φλύαρη «κακογουστιά» να επαναπροσδιορίσει και να επανά αξιολογήσει με σύγχρονα της έρευνας κριτήρια την περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη. Τουλάχιστον τα Ταξιδιωτικά του και η Αναφορά στο Γκρέκο, μπορούν άνετα να μεταδοθούν και να ακουστούν από τις συχνότητες του Σταθμού, δίχως να σκανδαλίσουν αυτιά πιστών και απίστων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 23 Μαϊου 2024