«Σ Κ Ο Τ Α Δ Ι Σ Μ Ο Σ»
Μιλούν στην «Α», 14 εκπρόσωποι του
πνευματικού κόσμου
Χαρακτηρίζουν
ανεπίτρεπτη την απόφασι της Ιεράς Συνόδου για τον «ΧΡΙΣΤΟ» του Καζαντζάκη
Εφημερίδα Απογευματινή 10/3/1975
Αντίδραση που αρχίζει από δυσφορία και
φθάνει στην έντονη αγανάκτησι προκάλεσε στον πνευματικό κόσμο της χώρας η
είδησις ότι η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να ενεργήση ώστε να μη προβληθή από την
τηλεόρασι το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη. Η σχετική ανακοίνωσι
αναφέρει σαν αιτιολογία ότι «η Εκκλησία έχει αποφανθή από πολλού καιρού ότι το
έργον είναι ασεβές και αντιχριστιανικόν» Πρόχειρη «δειγματοληπτική» έρευνα των
«Ψιθύρων», μεταξύ εκπροσώπων των ανθρώπων του πνεύματος, για την γνώμη τους
σχετικά με την απόφασι αυτή της Ιεράς Συνόδου, έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις
(οι απαντήσαντες αναφέρονται με αλφαβητική σειρά):
ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ:
Κάθε
απαγόρευσι για ένα βιβλίο, που έχει δημοσιευθή, από οποιονδήποτε και αν
προέρχεται η απαγόρευσι, θεωρώ ότι είναι
περιστολή της ελευθερίας του λόγου και ανεπίτρεπτη στις μέρες μας.
ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ:
«Ύστερα από
επτά χρόνια δικτατορίας μας είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να ανεχθούμε να
επεμβαίνουν στην ζωή μας άνθρωποι που δεν τους έχουμε διαλέξει».
ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ:
Επειδή έτυχε
να σκηνογραφήσω το έργο όταν παίχτηκε από το Λαϊκό Θέατρο και είδα την ευλάβεια
με την οποία το Κοινό παρακολουθούσε την παράστασι- μια πολύ επιτυχημένη
παράστασι- δεν μπορώ να δω που είναι το βλάσφημο…
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗΣ:
«Η απόφασι
είναι η απόφασι που ταιριάζει στην Ιερά Σύνοδο που έχουμε…».
ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΡΡΑΣ:
«Η σταύρωσι
του Χριστού στο έργο του Καζαντζάκη είναι μιά αλληγορία της σταυρώσεως του
Ελληνισμού από την Τουρκοκρατία. Η ανάστασι, είναι η ευχή για την αποτίναξι από
την τουρκική σκλαβιά. Και σε προέκτασι η εκμετάλλευσι – σταύρωσι της
φτωχολογιάς από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες. Είναι δυνατό σήμερα να
διαμαρτύρωνται για την παρουσίασι αυτού του αριστουργήματος επειδή λέει την
αλήθεια; Την στιγμή μάλιστα που ένα σωρό αηδίες σερβίρονται καθημερινά χωρίς να
διαμαρτύρεται κανένας;»
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ:
«Είναι
καιρός, η Κυβέρνησι πιά να σπάση αυτή την αρτηριοσκλήρωσι. Δεν μπορεί να
συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στο 1975. Πρέπει να σταματήσουν. Όλοι αυτοί δεν
κάνουν τίποτε πέρα από το να απομακρύνουν τον κόσμο από τον Χριστό. Δεν είναι
δυνατόν να έχουν διαβάσει το βιβλίο γιατί χριστιανικώτερο έργο από αυτό δεν
υπάρχει. Όλοι τους είναι παπά- Γρηγόρηδες , κανείς τους παπά- Φώτης! Αν ήταν
παπά-Φώτηδες, θα υπήρχαν περισσότεροι Χριστιανοί».
ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ
«Δεν υπάρχει
θέμα για μένα. Ο Καζαντζάκης είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας. Το να κάνουμε
ζήτημα για τέτοια πράγματα είναι σα να ξαναφέρνουμε την λογοκρισία.»
ΗΡΩ
ΛΑΜΠΡΟΥ:
«Το έργο
Τέχνης δεν χρειάζεται την αστυνόμευσι κανενός ούτε η μεγάλη μορφή του Χριστού,
προστάτες και ζηλευτές. Μέριμνα της Ιεράς Συνόδου καλό θα ήταν να στραφή με την
πράξι προς τους κοπιόντας και πεφορτισμένους και να φέρη έτσι το μήνυμα του
Χριστού μέσα στο σημερινό κόσμο της αδικίας».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΗΝΑΙΟΣ:
«Πρέπει
κάποτε η εκκλησία να σταματήσει να παίζη ανασταλτικό ρόλο για κάθε αλήθεια και
κάθε πρόοδο στον τόπο μας. Θα ευχόμασταν να φροντίση τα του οίκου της, τα οποία
δυστυχώς είναι πάρα πολλά».
ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ:
«Ο
Καζαντζάκης είναι πρόσωπο ιερό για την Ελλάδα και την πνευματική μοίρα της,
θεωρώ εντελώς αποκρουστικό ακόμη και το να συζητήται η περίπτωσις να απαγορευθή
έργο του».
ΣΠΥΡΟΣ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ:
Θεωρώ ότι
είναι μία εκδήλωση μεσαιωνικού
σκοταδισμού που δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να χαρακτηρίζη έστω και ένα μέρος
από τον ανώτερο Κλήρο μας, αν ληφθή υπ’ όψιν ο τρόπος με τον οποίο σκέπτονται
σήμερα οι ηγέτες όλων των άλλων Χριστιανικών δογμάτων.
ΠΑΤΗΡ
ΠΥΡΟΥΝΑΚΗΣ:
Δεν έχω παρά
να αναφερθώ σε υπόμνημα διαμαρτυρίας, που υπέβαλα με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου
1975 στην Ιερά Σύνοδο και στην Βουλή. Στο υπόμνημα αυτό αναφέρω και τα εξής:
«Διατί κόπτονται ότι προφυλάσσουν τάχα τη νεολαία από το «Σούπερ- Στάρ» ή τα
συγγράμματα του Καζαντζάκη και δεν έκαμαν τίποτε για να σώσουν ψυχάς και σώματα
από τους φρικτούς βασανιστάς και τους άθλιους ανώμαλους; Δεν φοβούνται ότι εδώ
έχουν εφαρμογή τα «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, οι διϋλίζοντες
τον κώνωπα…
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ:
«Βουβή η
«Ιερά» σύνοδος στα εφιαλτικά χρόνια της χούντας ούτε μια φορά δεν ύψωσε φωνή
διαμαρτυρίας για τα πολλαπλά εγκλήματα της εξουσίας ούτε μία φορά δεν
συμπαραστάθηκε στον λαό μας στο καθημερινό Σταύρωμά του: την καταπίεσι, τους
εξευτελισμούς, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις φυλακές, τις εξορίες, τον
θάνατο. Και όχι μόνο κάλυψε με τη σιωπή της το φασιστικό όργιο αλλά και θετικά
σιγοντάρισε τους δικτάτορες: γραπτώς και προφορικώς και τηλεοπτικώς διάφοροι
«ηγέτες» της Εκκλησίας του Εσταυρωμένου Χριστού έβρισκαν κάθε τόσο την ευκαιρία
να υμνούν το απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και να προτρέπουν τον λαό σε
δουλική υποταγή.
Βουβή και σήμερα η «Ιερά» σύνοδος μπροστά
στα καυτά εθνικά θέματα: την φοβερά δύσκολη πορεία προς την αληθινή δημοκρατία,
τα αμείλικτα οικονομικά, κοινωνικά, και πολιτιστικά προβλήματα, την αγωνία και
τους αγώνες των νέων μας.
Λαλίστατη όμως, η γραφειοκρατία της
Εκκλησίας κάθε φορά που ένα έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας φέρνει τον Χριστό
κοντά στην δοκιμαζόμενη ανθρώπινη ψυχή κι’ έτσι τον ανασταίνει από την κατάψυξι
της τυπολατρίας όπου τον έχουν εγκλωβίσει αιώνες δογματικού χριστιανισμού,
αποκομμένου από την καθημερινή περιπέτεια του απλού ανθρώπου. Πρόσφατα ακόμα οι
εκκλησιαστικοί παράγοντες ξιφούλκησαν κατά της κινηματογραφικής ταινίας «Ιησούς
Χριστός, υπέρλαμπρο αστέρι». Τώρα έχει σειρά του Καζαντζάκη «Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται». Αλλά με κάτι τέτοιες ανεδαφικές πρωτοβουλίες το μόνο που
καταφέρνουν οι εκκλησιαστικοί μας είναι να ξανασταυρώνουν τον Χριστό,
καταδικάζοντάς τον σε πλήρη απομόνωσι από την ανθρώπινη ανησυχία, δηλαδή το αντίθετο
ακριβώς από κείνο που ο ίδιος αγωνίσθηκε να πραγματώση.
Επιτέλους, καιρός είναι να τ’ αφήσουν αυτά
οι προκαθήμενοι, παρακαθήμενοι ή απλώς καθήμενοι της Εκκλησίας μας και να
ενδιαφερθούν για τα κρίσιμα ζητήματα του λαού μας και του έθνους! Καιρός είναι
να προσπαθήσουν να πουν μια σωστή κουβέντα για ότι ο Χριστός ονόμαζε «τα βαρύτερα
του νόμου». Αλλά ο Χριστός είχε «ανοιχτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής
του». Εναγώνιος πάντα ο Χριστός, ούτε ποτέ υπήρξε ούτε καταδέχτηκε να
αποκαλήται μακαριώτατος».
ΜΑΝΟΣ
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ:
«Αυτά είναι
ηλίθια πράγματα, ανάξια των αγίων…. Τώρα στα 1975, θα αποφασίσουμε ποιός είναι
ο Καζαντζάκης;».
Εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 10 Μαρτίου 1975
Μνήμη παπά-Γιώργη Πυρουνάκη
(Μήλος, Αδάμας
20/10/1910- Αθήνα 16/5/1988)
«Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι
δεσποτάδες κυβερνούσανε την χώρα καλή ώρα…..»
Από Θεατρική
παράσταση της εποχής
Επαναπροβάλλεται το τελευταίο διάστημα-
μετά από μισό αιώνα- από την δημόσια τηλεόραση τις μεσημεριανές ώρες, το
ασπρόμαυρο σήριαλ του 1975 «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» σε σκηνοθεσία του Βασίλη
Γεωργιάδη. Μια πολύ καλή και προσεγμένη τηλεοπτική σειρά 50 επεισοδίων σε
τηλεοπτική διασκευή του έμπειρου Κώστα Λυχναρά, σκηνογραφίες του Πέτρου
Καπουράλη και ενδυμασίες του Τάσου Ζωγράφου. Το πετυχημένο σήριαλ είναι διασκευή
του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Η σειρά κράτησε δύο
τηλεοπτικές σεζόν 1975-1976, είχε καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό της εποχής που
παρακολουθούσε, με μεγάλη τηλεοπτική βουλιμία την μεταφορά –ευρύτερα- της
ελληνικής πεζογραφίας (μυθοπλασίας) στην μικρή ασπρόμαυρη στην αρχή και έγχρωμη
μεταγενέστερα οθόνη. Την ίδια περίοδο αν δεν κάνω λάθος οι έλληνες και οι
ελληνίδες καθηλώνονταν μπροστά στις οθόνες τους-όσα νοικοκυριά είχαν ή σε
φιλικά και συγγενικά όσα δεν είχαν- για να παρακολουθήσουν τον «Άγνωστο πόλεμο»
με τον συνταγματάρχη Βαρτάνη (Άγγελο Αντωνόπουλο). Για την μεταφορά του
Καζαντζακικού μυθιστορήματος στην ελληνική τηλεόραση ΕΙΡΤ τότε, είχαν εργαστεί
με την πείρα και την εμπειρία τους δύο θεατρικοί συγγραφείς: ο Νότης Περγιάλης
και ο γεννημένος στον Πειραιά Γεράσιμος Σταύρου. Ο Νότης Περγιάλης κρατούσε και
τον ρόλο του Αφηγητή στην εξαιρετική αυτή τηλεοπτική σειρά. Όταν προβλήθηκε
στην μικρή οθόνη είχε ξεσηκώσει σάλο αρνητικών αντιδράσεων από διάφορους
επίσημους φορείς της εποχής, ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς χριστιανικούς
κύκλους, την επίσημη Ιεραρχία της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρχαν
ευτυχώς από την άλλη πλευρά οι δημόσιες εκείνες φωνές υποστηρικτών του τηλεοπτικού
σήριαλ που παρουσίαζε τότε η ελληνική τηλεόραση και των βιβλίων του Καζαντζάκη.
Ένα μέρος των υποστηρικτικών αντιδράσεων, σύντομων γνωμών και θέσεων υπέρ του
σήριαλ, του βιβλίου και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη από ανθρώπους του
πνεύματος της εποχής, γνωστούς καλλιτέχνες, ζωγράφους, ηθοποιούς, τραγωδούς,
πεζογράφους, σκηνοθέτες, θεατρικούς συγγραφείς και μουσικοσυνθέτες, οι οποίοι
υπερθεματίζουν αρνητικά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, εκφράζουν με παρρησία,
ευγένεια και σεβασμό την γνώμη τους στην απογευματινή πολιτική εφημερίδα
«Απογευματινή», δημοσιεύω παραπάνω. Σημειωτέον ότι η «Απογευματινή» υποστήριζε
τις πολιτικές θέσεις της συντηρητικής παράταξης και όχι της αριστερής ή
κομμουνιστικής, της λεγόμενης δημοκρατικής που ήταν κάθετα αρνητική απέναντι
στην Εκκλησία και την Ιεραρχία εξαιτίας της φιλικής της στάσης και συνεργασίας
της με το επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς. Μια στάση εχθρική-όχι
αδικαιολόγητη-που κράτησε για αρκετά χρόνια. Όταν άλλοι μεγαλοδεσποτάδες
διάβαζαν, πρωτοπρεσβύτεροι σαν τον θεολόγο π. Γεώργιο Πυρουνάκη, τον εκδότη της
εφημερίδας «Χριστιανική», τον Νίκο Ψαρουδάκη, και ελάχιστες ακόμα φωτεινές
χριστιανικού και ευαγγελικού φρονήματος εξαιρέσεις, μάχονταν, αγωνίζονταν
ενάντια στην δικτατορία, κυνηγιόντουσαν, βασανίζονταν, εξορίζονταν,
σπιλώνονταν, προπηλακίζονταν, φυλακίζονταν. Τους επιβάλλονταν το επιτίμιο του
«μικρού αφορισμού» της ακοινωνησίας όπως στον πρωτοπρεσβύτερο μαχητή λευίτη
παπά Γεώργιο Πυρουνάκη. Ένας από τους παλαιούς κοινωνικούς και της δημόσιας
εκπαίδευσης ευεργέτες της πόλης του Πειραιά και των ευρύτερων δήμων. Μια και ο
εμπνευσμένος αυτός αγωνιστής και φιλάνθρωπος ιερέας, ήταν ο πρώτος που
οραματίστηκε την ίδρυση Νυχτερινών Γυμνασίων στην Ελλάδα για τα παιδιά των
φτωχών εργαζόμενων και άπορων οικογενειών. Οι πρωτοπόρες για την εποχή του χριστιανικές
και κοινωνικές δραστηριότητες, οι εκπαιδευτικές και θεολογικές του δράσεις και
διδασκαλίες είχαν σαν αποτέλεσμα την ίδρυση των πρώτων νυχτερινών γυμνασίων
στην πόλη μας, μεικτά σχολεία για τις προσφυγικές ελληνικές οικογένειες που
προήλθαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και αλλοδαπών αλλόθρησκων
μεταναστών. Στις πρωτόγνωρες και πρωτοπόρες ας το επαναλάβουμε για την ελληνική
κοινωνία δράσεις και κινήσεις του, ήταν και η ίδρυση Κατασκηνώσεων στην περιοχή
του Περάματος για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών. Την σκοτεινή περίοδο της
Κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού επίσης, ο παπά Γιώργης Πυρουνάκης διοργάνωνε
χιλιάδες συσσίτια, και «ίδρυε» εστίες φιλοξενίας για άπορα και πεινασμένα
παιδιά, που βρήκαν στέγη, τροφή, περίθαλψη, προερχόμενα και από τις δύο
πολιτικές αντιμαχόμενες παρατάξεις δίχως διακρίσεις. Τόσο κατά τα χρόνια της
Κατοχικής πείνας όσο και μετά, τα συσσίτια του παπά Γιώργη Πυρουνάκη έσωσαν
χιλιάδες παιδιά φτωχών και άπορων οικογενειών. Και αυτόν τον του Ευαγγελικού
μηνύματος κήρυκα φιλανθρωπίας τον κυνήγησαν και τον πολέμησαν οι ιεράρχες, η δε
Πόλη του Πειραιά, δεν αξιώθηκε από όσο γνωρίζω, η οποία ευεργετήθηκε από αυτόν
τον μαχητή που κατοίκησε στα χώματά της, μεγάλωσε, να του στήσει μία προτομή,
να δώσει το όνομά του σε έναν δρόμο. Πραγματικά μένεις ενεός, μπροστά στην
αχαρακτήριστη συμπεριφορά ελλήνων της όποιας εξουσίας- κρατικής ή
θρησκευτικής-η οποία στο όνομα του να παρευρισκόμαστε μαζί, Κράτος και Εκκλησία
(εκπρόσωποι)- πάνω στην εξέδρα των επισήμων, απεμπολούν πανάρχαιες δημοκρατικές
και ελεήμονες, ανθρωπιστικές παραδόσεις, αιώνων διδασκαλίες πολιτισμού και
ανθρώπινου πόνου και κατατρεγμού αιματοβαμμένης Ιστορίας. Και μετά αναρωτιόνται
γιατί εξακολουθούν οι Νέοι και οι Νέες να λένε αυτά που λένε στο «ράδιο
παράγκα».
Το ποιός ή
ποιά δημοσιογραφική γραφίδα έκανε την έρευνα, για τους «Ψιθύρους» δυστυχώς δεν
διέσωσα στο απόκομμα της εφημερίδας που έχω κρατήσει, ας με συγχωρέσει. Εκτός
αν η έρευνα έγινε από την σύνταξη.
«Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» υπήρξε κατά γενική
ομολογία ένα από τα πιο καλογυρισμένα σήριαλ, μία πετυχημένη διασκευή του
ομώνυμου μυθιστορήματος. Εξαιρετικές ερμηνείες, καλογραμμένο σενάριο, εύηχη η
συνοδευτική μουσική επένδυση, η φωτογραφία, τα σκηνικά, οι ενδυμασίες,
ατμόσφαιρα και κλίμα εποχής, δραματικές ερμηνείες. Ένα σημαντικό και
αξιόλογο κάστ ελλήνων και ελληνίδων ηθοποιών, πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών,
κομπάρσων, που καθήλωναν το τηλεοπτικό κοινό της εποχής, με τις χαρακτηριστικές
αποδόσεις των ρόλων τους, της έκφρασης των ψυχικών και συνειδησιακών
σκιαγραφήσεων και διλημμάτων των Καζαντζακικών ηρώων. Και ποιος δεν θυμάται τον
χαρακτηριστικό ρόλο του Αλέξη Γκόλφη ως θυσιασμένου προβάτου, του Μανωλιού. Του
«γερό λαδά» που συγκλονιστικά ερμήνευσε ο Δήμος Σταρένιος. Του φοβισμένου
«δασκαλάκου» από τον Γιάννη Κοντούλη. Μια ανάλογης ατμόσφαιρα φιγούρα έδωσε
στους «δέκα μικρούς Μήτσους» άσκηση θάρρους…» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Λάκης
Λαζόπουλος. Του «προύχοντα» γερό Πατριαρχέα που υποδύθηκε ο Ανδρέας Φιλιππίδης,
σύζυγος της πειραιώτισσας ηθοποιού Δέσπως Διαμαντίδου. Μπορεί κανείς να ξεχάσει
τον Τούρκο «Αγά» που απέδωσε τόσο εκφραστικά ο Γιάννης Αργύρης, τους αμανέδες
της Τζένης Φωτίου ως Γιουσουφάκι, το θηριώδες παρουσιαστικό του Σεϊζη, του
Κώστα Γκουσγκούνη, πρωταθλητή αισθησιακών ταινιών. Τις δύο ισχυρές φιγούρες του
«παπά Γρηγόρη» από τον αξέχαστο σοβαρό ηθοποιό Λυκούργο Καλλέργη, και τον "παπά Φώτη" από τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Νίκο Χατζίσκο. Δύο χαρακτηριστικοί κόντρα σημαίνοντες
ρόλοι, το δίπολο που στηρίζεται η φιλοσοφία του έργου. Η παρουσία του Δεσπότη
από τον Νίκο Κούρο. Αμ ο Παναγιώταρος, που υποδύθηκε ο αξεπέραστος Γιώργος
Φούντας, αυτό το παιχνίδι της ειρωνείας της ανθρώπινης εθελοθυσίας που στήνει ο
Κρητικός συγγραφέας. Ο θεατρικός Νάσος Κεδράκας ως Κωνσταντής, η ελληνίδα
μαυροφορεμένη μάνα Ελένη Ζαφειρίου, ως υπηρέτρια του «Αγά». Ο ρόλος της
Κατερίνας που ερμήνευσε η πάντα φευγάτη Νίκη Τριανταφυλλίδου. Η πρώτη και
μοναδική εμφάνιση της αξεπέραστης Γεωργίας Βασιλειάδου ως Μανταλένια, το Λενιώ
η Μαίρη Ιγγλέση, η Λίζα που ερμήνευσε η καλή ηθοποιός Αλίκη Αλεξανδράκη, τι να
πούμε για την «Μάρμω», των «Πανθέων» της σπουδαίας ηθοποιού Κάτιας Δανδουλάκη
ως Μαριωρή κόρης του παπά Γρηγόρη. Πόσα και πόσα δεν έμαθε κοντά στον Πειραιώτη
σύζυγό της σοφό θεατράνθρωπο Μάριο Πλωρίτη. Ο Βασίλης Τσάγκλος ως Γιαννακός,
που τον απολαύσαμε στον ρόλο του πατέρα στην βραβευμένη ταινία «Ο Άγγελος».
Αυτός πια ο Φοίβος Ταξιάρχης ως Σπανομαρίας, ο στιχουργός και αντισυμβατικός
ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος ως Νικολιός και μία σειρά άλλων εξαιρετικών
ηθοποιών του θεάτρου και του κινηματογράφου που σε μάγευαν με την υποκριτική
τους τέχνη, την πολύ καλή ερμηνεία τους, τον ρόλο τους που τους πήγαινε γάντι.
Την ιδιαίτερη εκφραστική τους τυπολογία, τις χειρονομίες τους, την χροιά της
φωνής τους, η εικόνα τους και το παρουσιαστικό τους, κάτω από το έμπειρο και
ακριβοδίκαιο σκηνοθετικό μάτι του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη αποτυπώνονταν στην
νεαρή φαντασία μας, στη μνήμη μας πριν έρθουμε σε επαφή με το ίδιο το βιβλίο.
Ταυτιζόμασταν δίχως να μπορούμε να γνωρίζουμε το γιατί με το ξανθό, θλιμμένο
και πικραμένο παρουσιαστικό του Μανωλιού, του άτυχου και μοναχικού έλληνα
ηθοποιού Αλέξη Γκόλφη και, πέταγαν σπίθες τα μάτια μας όπως του παπά Γρηγόρη
του αυστηρού και φοβερού Λυκούργου Καλλέργη, που έπρεπε να θυσιάσει το πρόβατο
για να σωθεί η στάνη. Μιάς συμβιβασμένης στην Τουρκιά φοβισμένων ελλήνων μερίδα που
κοιτούσε να διαφυλάξει τα προνόμια της, την εξουσία της, τον μπεζαχτά της.
Ένα τηλεοπτικό κοινό που διψούσε εκείνα τα
χρόνια για αλλαγή, να ξυπνήσει από τον λήθαργο της επτάχρονης στρατιωτικής
δικτατορίας. Ήταν για να χρησιμοποιήσουμε έναν κοινόχρηστο όρο «η χρυσή» εποχή
της ελληνικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας. Μια δεκαετία όπου μεταφέρονταν στην
μικρή ασπρόμαυρη οθόνη έργα ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων, έφερναν σε επαφή
το ελληνικό πολυπληθές κοινό με αγαπημένα μυθιστορήματα της ελληνικής
λογοτεχνικής παράδοσης, που διψούσε για κάτι καινούργιο, να ανοίξει τους
ορίζοντες της μάθησής του, μικροί και μεγάλοι, έφηβοι και γεροντότεροι όλοι
ένα, ίσιοι μπροστά στον νέο τηλεοπτικό φακό και την μαγεία του. Ας
μνημονεύσουμε ενδεικτικές τηλεοπτικές διασκευές της μεταπολιτευτικής εποχής,
υπενθυμίζοντας τις κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων του Νίκου
Καζαντζάκη από τον Ζυλ Ντασέν και τον Μιχάλη Κακογιάννη την δεκαετία του 1960
κάτι που έκανε γνωστό το έργο του Κρητικού συγγραφέα στο εξωτερικό, καλλιέργησε
το έδαφος για να τον γνωρίσουν και να αυξηθούν οι φανατικοί θαυμαστές του, μετά
την μετάφραση της «Οδύσσειας» στα αγγλικά από τον ελληνοαμερικανό δάσκαλο της
ποίησης Κίμωνα Φράιερ. Στα γαλλικά το ποιητικό έπος μεταφράστηκε από την Ζακλίν
Μοαρί κλπ. Ενώ ο νορβηγός μεταφραστής Μάξ Τάου, όταν διάβασε και αποφάσισε να
μεταφράσει το μυθιστόρημα «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» στη γλώσσα του, αποκαλεί
το έργο αυτό βιβλίο «της προσφυγιάς όλων των ανθρώπων». Ενώ ο Τσέχος συνθέτης
Μποχουασλάβ Μαρτινού γράφει την Όπερα «Το Ελληνικό Πάθος» βασισμένη πάνω στο
μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη που γράφτηκε το 1948. Το δραματοποιημένο έργο
παρά του ότι είχε την άδεια και την επιδοκιμασία εκ μέρους του έλληνα
συγγραφέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά αρκετά χρόνια μετά, (η σύνθεσή του έγινε το 1954),
ετεροχρονισμένα, στις 20 Ιουλίου του 1999 στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς. Ας
μνημονεύσουμε ορισμένα ελληνικά σήριαλ που αγαπήθηκαν εκείνη την «χρυσή
πενταετία» πάνω κάτω. «Η Βασίλισσα
Αμαλία» του ιστορικού Γεωργίου Ρούσσου. «Οι Έμποροι των Εθνών» του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη 1973 του σκηνοθέτη του «Ρεμπέτικου» Κώστα Φέρρη. Είχαμε
παρακολουθήσει και την θρυλική «Γυφτοπούλα» 1972. Η πράγματι «Μενεξεδένια
Πολιτεία» του σημαντικού θεατράνθρωπου Άγγελου Τερζάκη, υποστηρικτή και του Ν.
Καζαντζάκη και του π. Γεωργίου Πυρουνάκη, δες κείμενό του στην εφημερίδα «Το
Βήμα». Τι να γράψουμε για την πρώτη διασκευή της «Μαντάμ Σουσού» 1972 του Δημήτρη
Ψαθά με την πολύ καλή Άννα Παϊτατζή, που ερμήνευσε επιτυχημένα μεταγενέστερα η
πρόσφατα χαμένη Άννα Παναγιωτοπούλου. Οι πραγματικά επιτυχημένες διασκευές των
αστικών μυθιστορημάτων του Τάσου Αθανασιάδη, όπως «Οι Πανθέοι» 1977. Το μυθιστόρημα «Λεμονοδάσος» του Κοσμά
Πολίτη, μία πετυχημένη σειρά μετά την κινηματογραφική εκδοχή της «Η Ερόικα» του
Κοσμά Πολίτη από τον Μιχάλη Κακογιάννη. Και ποιους δεν καθήλωσε ο
«Συμβολαιογράφος» του Ραγκαβή με τον Στάθη Ψάλτη 1979. «Η δασκάλα με τα χρυσά
μάτια» επίσης του 1979. Η «Αναδυομένη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου 1978. «Η
Λωξάνδρα» της Μαρίας Ιορδανίδου που, οι νοικοκυρές αντέγραφαν τις Κωνσταντινουπολίτικες
συνταγές για να τις φτιάξουν πριν γίνουν «φαν» του Πειραιώτη μάγειρα Λαζάρου με
την γνωστή ταβέρνα στο Μικρολίμανο. Τι να πρωτοθυμηθείς από την δεκαετία του
1980. Την ξακουστή «Αργώ» του συγγραφέα και θεωρητικού της Γενιάς του 1930 του
Γιώργου Θεοτοκά; Τους «Άθλιους των Αθηνών» του Κρητικού ηθογράφου Ιωάννη
Κονδυλάκη;, «Τ’ παλιόπαιδα τ’ ατίθασα» του Νίκου Τσιφόρου. Αυτού του
αξεπέραστου χιουμορίστα και σατιρολόγου. Άχ! αυτή η «Μεθυσμένη Πολιτεία» πόσες
καρδιές ράγισε με το τραγούδι της. Τέλος, μπορεί να λησμονήσει η μνήμη σου την
«Αστροφεγγιά», ένα σήριαλ που έλαμπε μέσα στην πικραμένη ατμόσφαιρά του,
βασισμένο στο μυθιστόρημα-από τις εκδόσεις «Αστήρ» του δοκιμιογράφου, ποιητή,
βιβλιοκριτικού, δοκιμιογράφου, μεταφραστή, παιδαγωγού, ταξιδιωτικού συγγραφέα,
ιδρυτή της Σχολής του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα δημοσιεύματά του στην
προδικτατορική εφημερίδα «Ελευθερία» ακόμα διαβάζονται με την ίδια θέρμη.
Κλείνοντας, το Καζαντζακικό αυτό σημείωμα το αφιερώνω όχι τυχαία, σε μία φωτισμένη, μαχητική και αγωνιστική φιλάνθρωπη προσωπικότητα της ελληνικής ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας τον πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Πυρουνάκη. Που τόσα πρόσφερε στην πόλη του Πειραιά.
Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής. Δυστυχώς, τις ίδιες αρνητικές ανάλογες
φανατικές αντιδράσεις εκ μέρος μερίδας (;) της Εκκλησίας, είχαμε και στην
περίπτωση της κινηματογραφικής προβολής της ταινίας «Ο Τελευταίος Πειρασμός»
βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και εδώ πάλι, πεζογράφοι όπως
η Μάρω Δούκα, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου μίλησαν
σχετικά. Σε προηγούμενα σημειώματα έχω αναρτήσει μέρος από τα σχετικά κείμενα.
Και μία ευχή
αν επιτρέπεται από έναν αγνωστικιστή. Εύχομαι ο ραδιοφωνικός σταθμός
της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος είναι πραγματικά μία πνευματική και πολιτιστική
όαση μέσα σε αυτήν την ραδιοφωνική και τηλεοπτική κακοφωνία, και αρκετές φορές φλύαρη
«κακογουστιά» να επαναπροσδιορίσει και να επανά αξιολογήσει με σύγχρονα της έρευνας
κριτήρια την περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη. Τουλάχιστον τα Ταξιδιωτικά του και
η Αναφορά στο Γκρέκο, μπορούν άνετα να μεταδοθούν και να ακουστούν από τις συχνότητες
του Σταθμού, δίχως να σκανδαλίσουν αυτιά πιστών και απίστων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Μαϊου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου