Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο ποιητής και μεταφραστή Νίκος Δ. Παππάς

 

        Ν ί κ ο ς  Δ.  Π α π π ά ς

(Τρίκαλα Θεσσαλίας 13/1/1906- Αθήνα 28/4/1997)

Ποιητής, ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, κριτικός βιβλίων, μεταφραστής, ανθολόγος, χρονογράφος, εκδότης και διευθυντής περιοδικών, εισηγητής λογοτεχνικού ρεύματος, νομικός. Γεννήθηκε στην πόλη των Τρικάλων αρχές του 20ου αιώνα, 13 Ιανουαρίου 1906 και έφυγε πλήρης ημερών στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1997. Κατάγονταν από γνωστή αστική οικογένεια νομικών της πόλης των Τρικάλων. Μια πόλη που μας είναι γνωστή και ως γενέθλιος τόπος του ποιητή, στιχουργού- μουσικοσυνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη. Πατέρας του ο Βενιζελικός Τάκης Παππάς, μητέρα του η Ευτέρπη Παπαπολυμέρου. Πρωτότοκος γιός πολυμελούς οικογένειας-τέσσερα αδέρφια και μία αδερφή-έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε μια άνετη οικονομικά ατμόσφαιρα και σχετικά ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο των Τρικάλων εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1923-1927), αποφοιτώντας, φεύγει για νομικές σπουδές στη Γερμανία (1927-1928). Επιστρέφοντας από το Βερολίνο ασκεί τα κατοπινά χρόνια το επάγγελμα του δικηγόρου στην γενέθλια πόλη του και στην Αθήνα όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα. Την ίδια περίοδο κάνει την πρώτη του εμφάνισή στα ελληνικά γράμματα με 5 ρομαντικού κλίματος και τεχνοτροπίας ποιήματα του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» (1928). Τρία χρόνια αργότερα, το (1931) από το τυπογραφείο του «Χρ. Λ. Πανουργιά» στα Τρίκαλα τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μάταια λόγια». Μια συλλογή ποιημάτων πού όπως μας πληροφορεί ο ανθολόγος του ποιητής Ηλίας Κεφάλας: «Περιέχει εβδομήντα αριθμημένα ποιήματα, είναι αφιερωμένη στον ποιητή Γιάννη Μιχαλόπουλο που πέρασε από τη ζωή απαρατήρητος και έχει μότο στο εξώφυλλο ένα τετράστιχο του Κ. Παλαμά (Ώ νέοι ώ πρωτοξύπνητοι κ.λ.π).». Τελευταία παρουσίασή του στον χώρο της ποίησης έχουμε πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, Αθήνα (1992), με την έκδοση της συλλογής του «Νέα ποιήματα από τις τρείς ελεγείες». Γνωρίζεται Πρωτομαγιά του1932 με την ποιήτρια και μεταφράστρια συνομήλική του Ρίτα Μπούμη- Παππά, ( Ερμούπολη Σύρου 27/11/ 1906- Αθήνα 8/9/1984) όταν η Συριανή βραβευμένη ποιήτρια και παιδαγωγός, (εγκατεστημένη στην Ιταλία κοντά στον αδερφό της) αγωνίστρια, την αποκάλεσαν «Νέα Σαπφώ»  του αποστέλλει την πρώτη της ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια στην αγάπη» που κυκλοφόρησαν από το τυπογραφείο του Αρ. Μαυρίδη, Αθήνα 1930, και παράλληλα το περιοδικό «Κυκλάδες» που εξέδιδε η «Ελληνίδα Άντα Νέγκρι» όπως την αποκαλεί ο διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία» Γρηγόριος Ξενόπουλος, όταν η νεαρή ποιήτρια εμφανίζεται στην ποίηση για πρώτη φορά με το ποίημά της «Μικρέ μου αλήτη» (1929). Γνωρίζονται έπειτα από ταξίδι της στα Τρίκαλα, συνυπάρχουν για ένα διάστημα, ταυτίζονται οι αντιλήψεις τους σε πνευματικά ζητήματα, δημιουργείται ειδύλλιο μεταξύ τους, περνούν τις διακοπές τους κοντά ο ένας στον άλλον και τέλος παντρεύονται στις 6 Ιουλίου1936. Έκτοτε το αγαπημένο ζευγάρι διαβιεί το υπόλοιπο του βίου τους αρμονικά και αγωνιστικά σε όλες τους τις κατοπινές δημόσιες ως δημοκρατικοί πολίτες δραστηριότητες και κοινές πνευματικές τους δράσεις και ενασχολήσεις. Παράλληλα με τις ξεχωριστές ποιητικές καταθέσεις και μεταφραστικές εργασίες του καθενός, συνεργάζονται και συγγράφουν μαζί Ποιητικές Ανθολογίες. Βλέπε την δίτομη «Παγκόσμια Ανθολογία Ποιήσεως» (1952-1953), εκδ. Γ. Παπαδημητρίου 1953/ 1963 και τη «Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία» 6 τόμοι από τις εκδόσεις « Γραφικές Τέχνες Α. Γκόνη» Αθήνα 1976 σε επιμέλεια έκδοσης Διον. Ι. Τσουράκη. Ταιριαστό ζευγάρι συγγραφέων πάντα στην πρώτη γραμμή των δημοκρατικών αγώνων της χώρας μας πάντα μαχητικοί στις πνευματικές επάλξεις και πρώτες γραμμές, πολιτικοποιημένα άτομα, την περίοδο της δικτατορίας 1967-1974, το ζεύγος Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά έγραψαν και δημοσίευσαν σε έντυπα και περιοδικά του εξωτερικού αντιστασιακά κείμενα και ποιήματα τα οποία μεταφράστηκαν από διαπρεπείς ξένους λογοτέχνες σε ανθολογίες και περιοδικά της Ευρώπης. Λόγιοι της εποχής από τους πλέον ανήσυχους και δραστήριους, από τις καλές ποιητικές φωνές της Γενιάς του 1930, αν και ορισμένοι μελετητές τους, τους εντάσσουν στους «ελάσσονες» δημιουργούς. Βλέπε Κάρολος Μητσάκης, «Ο χώρος και ο χρόνος δύο ποιητών της γενιάς του τριάντα» Ρίτα Μπούμη-Παπά, Νίκος Παπάς, εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1989. (το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Μιχάλη και στη Μικέλλα Μερακλή). Βραβευμένες και τιμημένες από την ελληνική πολιτεία και τους ομοτέχνους τους. Η Ρίτα Μπούμη τιμάται το 1977 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή της «Μόργκαν Ιωάννης ο γυάλινος πρίγκιπας και οι μεταμορφώσεις του». Διαβασμένοι και μεταφρασμένοι ποιητές στο εξωτερικό σε αρκετές χώρες και ξένες γλώσσες, συγγραφείς ποιητικών μελετών. Βλέπε Ρίτα Μπούμη- Παππά, «Μελέτες για την ποίηση», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1997. Όταν φεύγει από την ζωή η σύντροφός του Ρίτα Μπούμη- Παππά, ο ποιητής Νίκος Παππάς γράφει και εκδίδει την συλλογή ποιημάτων του με τίτλο «Ελεγεία για την Ρίτα» (1984), ενώ το 1990 κυκλοφορεί το πεζογράφημά του «Η Ρίτα κι εγώ ή στον αστερισμό των διδύμων». Τα του βίου του μας τα εξιστορεί σ’ ένα ημιτελές αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο Πρωτότοκος» (1983) εκδ. Καρανάση. Ο καταξιωμένος Νίκος Παππάς ασχολήθηκε και διακόνησε συστηματικά τον ποιητικό λόγο, γράφοντας και εκδίδοντας 20 Ποιητικές συλλογές, ενώ δεν απουσιάζουν τα πεζά και τα δοκίμιά του. Βλέπε ενδεικτικά: «Το Αίμα των Αθώων» (1944), εκδ. Φιλολογικών Χρονικών, «Η Τετράχρονη Νύχτα» (1946)  εκδ. Μαυρίδης, «Τα Παραμύθια του Υπνοβάτη» (1948) έκδοση «Νέων Ρυθμών»,  «Το Ημερολόγιο ενός Βαρβάρου» (1957) εκδ. το Σπίτι του Ποιητή, «12 και πέντε» (1959) (Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης). «Μονόλιθος δίχως ρωγμή» (1961), «Το ηρωικό τριαντάφυλλο» (1964) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης). «Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» (1966),  «Το τελευταίο ταξίδι» (1985), «Ιστορικά Ψεύδη» (1977) και «Η όγδοη δεκαετία» (1978) εκδ. Ιωλκός, «Μετά την 21η» (1974) εκδ. Καρανάση, «Ο Συναισθηματισμός» (1949) εκδ. Νέοι Ρυθμοί (δοκίμιο), «Τα Χέρια» (1963) έκδ. Το Σπίτι του Ποιητή, κ.α. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τρείς τόμοι των «Απάντων» του οι οποίοι περιλαμβάνουν τις πρώτες του ποιητικές συλλογές. Κυκλοφορούν επίσης τα «Αισθητικά- Κριτικά» του από τις εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1987. Τα ενδιαφέροντά του Νίκου Παππά απλώθηκαν και σε άλλους τομείς, επιμελήθηκε την έκδοση μιάς «Εκλογής Ελληνικών Δημοτικών μας Τραγουδιών» (1952) εκδ. Γιώργου Παπαδημητρίου, με την συγγραφή πεζών κειμένων, την γραφή κριτικών και αισθητικών, θεωρητικών του δοκιμίων, βλέπε «Η Κυριακάτικη ποίηση», «Συναισθηματισμός ή Συνθετικός Ρεαλισμός» (1945), «Η Συναισθηματική Σχολή του Βαλσάμ» (1949), θεωρητικές του αντιλήψεις και αρχές τις οποίες διαβάζουμε στο περιοδικό που εξέδωσε «Νέοι Ρυθμοί» (1949-1950) και σε άλλα έντυπα, όπως το περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» τχ. 43/ 1946. Βλέπε προηγούμενα σημειώματά μας αποδελτίωσης των τευχών του. Σαν εισηγητής ενός νέου λογοτεχνικού ρεύματος ο νεορεαλιστής Νίκος Παππάς, συνέχισε να μας εκθέτει και τις κατοπινές δεκαετίες τις αξιολογικές του κρίσεις για έλληνες και ξένους ποιητές και λογοτεχνικά ρεύματα, να επεξεργάζεται τις θεωρητικές του θέσεις για την σύγχρονη παγκόσμια και ελληνική ποίηση, στην «Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (από το 1100-1973» εκδ. «Τύμφη, Αθήνα 1973, ενώ παράλληλα στο σχετικά νέο-τότε-λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο Γιώργος Βαλέτας, τα «Αιολικά Γράμματα» Δίμηνη Επιθεώρηση της Λεσβιακής Τέχνης, τχ. 13/ Ιανουάριος- Φεβρουάριος 1973, χρόνος Γ΄ δημοσιεύει το καλογραμμένο και ενδιαφέρον αντιρρητικό (κατά του υπερρεαλισμού) μελέτημά του «Δοκίμιο για τη Νέα Ποίηση» σελ. 17-25. Στην πρώτη προοιμιακή του θέση και προϋπόθεσή (σε μια εκτενή μακροπερίοδο) του γράφει ο Ν. Παππάς: «Για την νέα ποίηση υπάρχουν απόψεις και θέσεις, ανάλογα με την προσωπική και γενική στάση του καθένα στους αισθηματικούς, ιδεολογικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς. Τόσες δε πολλές απόψεις και ανιχνεύσεις έγιναν, γίνονται και θα γίνουν για τον προσδιορισμό, για την ερμηνεία των περιπτώσεων και για τους θεμελιώδεις προσανατολισμούς της νέας ποίησης, ώστε κάθε φορά που ένας ποιητής, στοχαστής, ερευνητής, των προβλημάτων της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θελήσει να καταπιαστεί με νέα πρόθεση και σταθερή αποφασιστικότητα μ’ αυτό το θέμα, πρέπει αποφεύγοντας γενικεύσεις και θεωρητικές αναλύσεις, να εντοπίσει σε μιά επιμέρους περίπτωση, για να δώσει την ευκαιρία, στον εαυτό του μεν, να εκφράσει καθαρότερες και πιο συγκεκριμένες απόψεις, στον δε αναγνώστη τη δυνατότητα να σταθεροποιήσει κάποιες θετικές πληροφορίες και γνώσεις γι’ αυτό το στοιχείο, που δίνει το βαθύτερο νόημα του καινούργιου στην ποίηση και στην τέχνη γενικώτερα». Τα «Αισθητικά και Κριτικά» του δοκίμια (1987) κυκλοφόρησαν δέκα χρόνια πριν τον θάνατό του. Τόσο η Ρίτα Μπούμη όσο και ο σύντροφός της Νίκος Παππάς μετέφρασαν δεκάδες ξένους ποιητές και πεζογράφους. Οι μεταφράσεις τους είναι διάσπαρτες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και συναγμένες στην πολύτομη «Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία» που κυκλοφόρησαν. Το (1980) ο Νίκος Παππάς τιμάται με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την συλλογή του «Η Πατρίδα μου». Το διάστημα μεταξύ 1982 έως 1986 κυκλοφορούν τρείς τόμοι των «Απάντων» του. Ακόμα, στην διάρκεια των πνευματικών του εργασιών τον βλέπουμε να αρθρογραφεί για μία πενταετία (1935-1940) στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» δημοσιεύοντας μαχητικά κείμενα για θέσεις του για ποιητές και ζητήματα που αφορούν την ποίηση και ρεύματα της τέχνης όπως ο Υπερρεαλισμός. Η κριτική του φανερά στρέφεται εναντίον γνωστών και διακεκριμένων ποιητών της εποχής του και της Γενιάς του 1930. Όπως βλέπουμε και στο παρακάτω ποίημά του. Σε συνεργασία με τον πεζογράφο Νίκο Μπούρα εκδίδει στα Τρίκαλα (1931) το λογοτεχνικό περιοδικό «Η Επαρχία». Το 1936 τον συναντάμε μέλος της επιτροπής έκδοσης του περιοδικού της Χαλκίδας «Νεοελληνικά Σημειώματα» με διευθυντή τον σατιρολόγο πεζογράφο Γιάννη Σκαρίμπα. Με την συνεργασία της Ρίτας Μπούμη-Παππά και άλλων ποιητών (Γιάννη Σφακιανάκη) εκδίδουν το περιοδικό «Νέοι Ρυθμοί» (1949-1950), για δύο χρόνια (1956-1958) εκδίδει την λογοτεχνική «Εφημερίδα των Ποιητών» ένα περιοδικό ποιήσεως και διεθνούς επικοινωνίας. Μεγάλου σχήματος ολιγοσέλιδο. Από τις σελίδες της «Εφημερίδας» το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης έρχεται σε επαφή με αρκετές ξένες ευρωπαϊκές και άλλων ηπείρων ποιητικές φωνές. Τέλος, ποιήματά του, μεταφράσεις και κείμενά του διαβάζουμε σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του που κατά διαστήματα συνεργάζεται. Βλέπε ενδεικτικά: «Νέα Εστία», «Φιλολογικά Χρονικά», «Ελληνικά Γράμματα», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Μακεδονικές Ημέρες», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Το Ξεκίνημα» και σε άλλα. Αρκετές μεταφράσεις του ζεύγους Νίκου και Ρίτα Μπούμη- Παππά όπως προαναφέραμε, συμπεριλαμβάνονται στην εξάτομη «Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία» που κυκλοφόρησε μετά την μεταπολίτευση.

Διαβάζοντας την ποίησή του βλέπουμε ότι ο στρατευμένος και μαχητικός πάντα ποιητής απέφυγε την ποιητική μανιέρα των χρόνων του (αν εξαιρέσουμε τα πρώτα του πρωτόλεια βαδίσματα) ενώ ήταν κάθετα αρνητικός απέναντι σε νέα ποιητικά ρεύματα της εποχής του με κυριότερο ρεύμα αυτό του Υπερρεαλισμός και των επιρροών και επιδράσεών του στην σύγχρονη μοντέρνα ποίηση, τον ελεύθερο στίχο των νέων μεταπολεμικών ποιητών και πεζογράφων. Κυρίως η κριτική του Νίκου Παππά εστιάσθηκε στα δύο μας ποιητικά νόμπελ, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη δίχως να αγνοεί άλλους εκπροσώπους του όπως ο ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, μα και παλαιότερους όπως ο Τέλλος Άγρας. Παραδοσιακότερος ο Νίκος Παππάς αλλά ταυτόχρονα και πειραματιζόμενος, θέλησε να εκφράσει έναν σύγχρονο ελληνικό ρεαλισμό γυμνότερο, καθαρότερο και κατανοητό στο πλατύ αναγνωστικό κοινό της ποίησης. Έναν ποιητικό λόγο της κοινωνικής καθημερινότητας ο οποίος δίχως να αρνείται την λογική συγκρότησή του, την στέρεα δομή του και σύλληψή του, δεν θα είναι ακατανόητος και ακαταλαβίστικος στο μεγάλο και ανώνυμο κοινό των αναγνωστών της ποίησης. Δεν θα ηχεί δηλαδή «αλαμπουρνέζικα». (Ας φέρουμε στο νου τι σάτιρα και τι αρνητικό σχολιασμό, διακωμώδηση δέχτηκαν οι υπερρεαλιστές ποιητές από γραφίδες της εποχής τους και σκετς στις θεατρικές σκηνές, ελληνικές επιθεωρήσεις). Απόηχοι του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», της μαρξιστικής θεώρησης της τέχνης αναγνωρίζουμε ασφαλώς στην γραφή και το έργο του. Εξάλλου, το ζεύγος των λογίων και συγγραφέων Μπούμη- Παππά είχε τις ίδιες συναντιλήψεις σχετικά με την μαρξιστική ερμηνεία της Ιστορίας και Κοινωνίας. Οι ιδεολογικές τους συγγένειες και το τι ζητούσαν από τους ποιητές και την ποίησή τους, ποια η στάση τους απέναντι στα κοινά της κοινωνίας και της πολιτικής ήταν ξεκάθαρες, από τις πρώτες αγωνιστικές τους αντιστασιακές δράσεις την περίοδο της Κατοχής και εναντίων των Γερμανών κατακτητών. Ο ποιητής Νίκος Παππάς, έχοντας επιρροές από την Γαλλική ποίηση και την τότε Σοβιετική, (δημιουργούς του τότε ανατολικού μπλοκ) επεδίωξε να εκφράσει, στηρίξει ένα θεωρητικό μοντέλο για το τι είναι ρεαλιστική και νεορεαλιστική ποίηση, δημοσιεύοντας κείμενα και ποιήματά του.  Οι απόψεις του για τον «Συνθετικό ρεαλισμό» πάντως, λησμονήθηκαν ή αγνοήθηκαν όπως έδειξε σε άρθρο του ο ποιητής και πανεπιστημιακός Νάσος Βαγενάς. Προσοχής πάντως και έρευνας έτυχε το εκτενέστερο μελέτημά του-για να μην είμαστε αφοριστικοί στις κρίσεις μας- το «Συναισθηματισμός- μεταπολεμικό αίτημα» και τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα το οποίο παρουσιάστηκε στο περιοδικό που εξέδιδε «Νέοι Ρυθμοί». Οι απόψεις του ποιητή Νίκου Παππά-για την σύγχρονη ποίηση και τα κύρια γνωρίσματά της- (συνεπικουρούμενες από την μικρή φιλική ομάδα του ποιητή, Ρ. Μ. Παππά, Γ. Σφακιανάκης κ.ά., το βάρος των θέσεων του «νέου κινήματος» αντιρρητικού του σουρεαλισμού φυσικά το σήκωσε ο Νίκος Παππάς) προκάλεσαν το ενδιαφέρον και σχολιάσθηκαν από νεότερες γενιές ποιητών- κριτικών που τυγχάνουν και οξυδερκείς γραμματολόγοι, εμβριθείς θεωρητικές φωνές της ελληνικής ποίησης, όπως ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς που πρώτα σε κείμενό του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 53/3,4, 1986 διερευνά, εξετάζει και εκφράζει τις παρατηρήσεις του πάνω στις θέσεις του Νίκου Παππά και των χαρακτηριστικών στοιχείων του «Συναισθηματισμού» ως ποιητική αντιπρόταση απέναντι στο κίνημα του υπερρεαλισμού και των εσωτερικών διαφοροποιήσεών του. Βλέπε και Νάσος Βαγενάς, «Η ΕΣΘΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ» Σημειώσεις για την ποίηση και την κριτική, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1988, σελ. 155-160. Ο κριτικός και θεωρητικός Νάσος Βαγενάς συσχετίζει το προσωποπαγές «κίνημα» που ήθελε να στεριώσει ο ποιητής Νίκος Παππάς με τον «Βιδαλισμό». Γράφει: «Ο Συναισθηματισμός είναι, ίσως, το μόνο ελληνικό λογοτεχνικό κίνημα, αν σκεφτούμε ότι τόσο ο Φουτουρισμός όσο και ο Υπερρεαλισμός μπήκαν στη χώρα μας όχι αργανωμένα. Η μόνη λογοτεχνική εκδήλωση με την οποία θα μπορούσε να τον παραβάλει κανείς είναι ο Βιδαλισμός. Γιατί εκτός από το γεγονός ότι φιλοδόξησε να είναι κίνημα, ο Βιδαλισμός είχε και χαρακτήρα προσωπικό. Εμφανίζεται και, ταυτόχρονα, αφανίζεται με τη στιγμιαία ενέργεια ενός και μόνου ανθρώπου (του Αλέξανδρου Βιδάλη), ενός και μόνου βιβλίου (Καθρέφτης, Καβάλα 1934), ενός και μόνο τεύχους (Έσοπτρον, αρ. 1, Ιανουάριος 1934)……». Οι προσεκτικές επισημάνσεις του Βαγενά εστιάζονται στις ίδιες τις απόψεις που εκφράζει ή δεν επαναλαμβάνει στα κατοπινά χρόνια στην « Αληθινή Ιστορία της Λογοτεχνίας» του ο Ν. Παππάς, ή λησμονεί στις αναμνήσεις του. Και εφόσον αποδεχόμαστε τις θέσεις του ποιητή της Γενιάς του 1970 θα σημειώναμε ότι ο «Συναισθηματισμός» υπήρξε ένας «διάτων αστέρας» στο κριτικό ελληνικό στερέωμα το οποίο εξέφρασε την ερμηνευτική λογική του ποιητή Νίκου Παππά για ένα διάστημα της ζωής του. Όμως πρέπον είναι να έχουμε μπροστά μας όλες τις θέσεις και απόψεις που εκφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν από την φανέρωσή του από διάφορες φωνές. Πάντως σύμφωνα με την δική μας αναγνωστική επάρκεια οι θέσεις του Νίκου Παππά στο δοκίμιό του που δημοσιεύεται το 1973 στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» είναι από τα καλύτερα θεωρητικά κείμενα που διαβάζει ο αναγνώστης της Ποίησης εκείνα τα χρόνια λίγο πριν την μεταπολίτευση. Μόνο στους ετήσιους τόμους του «Χρονικού» της γκαλερί «ΏΡΑ» συναντά κανείς παρόμοιας υφολογίας κείμενα. Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις θέσεις που εκφράζει το δοκίμιο ή την σταθερή αγάπη μας στον Γιώργο Σεφέρη και φυσικά στον Οδυσσέα Ελύτη. Αλλά μία ενδελεχέστερη εξέταση των εσωτερικών ιχνών των παλαιότερων θέσεων και όχι μόνο απόψεων του Νίκου Παππά και των ομοϊδεατών του αντιλήψεών και υποστηρικτών του, θα απαιτούσε μια παράθεση των θετικών προσλήψεων και αρνητικών αντιδράσεων εφόσον υπήρξαν μέχρι των ημερών μας. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Παππάς έχει κατοχυρώσει επάξια την θέση του τόσο μέσα στους άλλους ποιητές της Γενιάς του 1930 όσο και στην Ιστορία της Ελληνικής Γραμματολογίας.

     Έχοντας έρθει σε επαφή με τον ποιητικό λόγο του Νίκου Παππά εδώ και χρόνια, θα εκφράζαμε την άποψη στο γενικό της περίγραμμα σαν αναγνώστες, ότι η Ποίησή του εντάσσεται σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνική ποίηση, έχει προσανατολισμένη θεματολογία, φέρει στοιχεία ερωτικών και συναισθηματικών γνωρισμάτων, και, ορισμένες φορές, το κορύφωμα του ιστογράμματος της γραφής του γίνεται συναισθηματικότερο από όσο χρειάζεται ή μας έχει προγενέστερα δώσει, δίχως να παραβλέπουμε την αγωνιστική και μαχητική της πλευρά. Παρά τα κατά διαστήματα προβλήματα του βίου του, (πχ. το ατύχημα με το μάτι του) ο ίδιος σαν άτομο έζησε μία ζωή πλήρης, πνευματικών και πολιτικά αγωνιστικών δραστηριοτήτων. Υπήρξε σαν πνευματική προσωπικότητα διαφορετική από τις υπόλοιπες της ομάδας των λογοτεχνών της Γενιάς του 1930 και των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους στην οποία δικαιωματικά ανήκει. Πάντως ενδέχεται παρά την μαχητικότητα του λόγου του να μην «διαθέτει» αυτό το περισσότερο σπινθηροβόλο σατιρικό βλέμμα και πνεύμα του ποιητή Κώστα Βάρναλη, ούτε την πολιτική θλιμμένη νηφαλιότητα του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Η φωνή του πάλι, απέχει από την στεντόρεια «προπαγανδιστική» φωνή εκείνης του ποιητικού μεγέθους του Γιάννη Ρίτσου. Ούτε διαθέτει την θεατρικότητα και την αρχαιοθεματική του λόγου του. Ο Ρίτσος είτε με την θέλησή του είτε παρά, επισκίασε τις υπόλοιπες αντιστασιακές ποιητικές φωνές των χρόνων του για μεγάλο διάστημα. Τα έργα του φουρτουνιασμένος ποταμός και η ατομική αγωνιστική του στάση επεκράτησαν κάθε άλλης φωνής των ομοιδεατών ποιητών. Θετική συνηγορία των πνευματικών εργασιών του Νίκου Παππά πάντως στάθηκαν οι μεταφράσεις του που δεν είναι και λίγες, οι ατομικές του ζεύγους Παππά ανθολογήσεις ελλήνων και ξένων ποιητών αλλά και οι ανθολογήσεις ποιημάτων των προσωπικών τους συλλογών. Κάπως προβληματικός-αν δεν κάνω λάθος- είναι ο αξιολογικός του λόγος και οι αρνητικοί τονισμοί των απόψεών του στην «Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» που συνέγραψε. Οι επιλογές και οι κρίσεις του μάλλον δεν έχουν την ίδια «βαρύτητα» θέσεων που έχουν άλλες σύγχρονες Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας και ούτε μπορούμε να δεχτούμε το τελικό αποτέλεσμα ως μία «μορφή» αντίδρασης, ίσως αντιπρότασης στις «ακαδημαϊκών» αντιλήψεων προτάσεις των άλλων ιστορικών, επειδή φέρει τον επιθετικό προσδιορισμό «Αληθινή». Το ποίημά του για την «Κυριακή των ποιητών» προσέχθηκε ιδιαίτερα. Όπως και νάχει, είτε με τον πρωτογενή ποιητικό του λόγο είτε με τις μεταφράσεις, είτε με τις συμμετοχές και εκδόσεις των περιοδικών του ο Τρικαλινός ποιητής Νίκος Παππάς δεν άφησε αδιάφορους τους κριτικούς της εποχής του. Είναι πλείστα τα ονόματα και των δύο φύλων, ποιητών και κριτικών που ασχολήθηκαν, σχολίασαν το έργο και τις συλλογές του, τα βιβλία του σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και περιοδικά. [βλέπε ενδεικτικά: Νίκος Καρούζος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Άρης Δικταίος, Γιολάντα Πέγκλη, Κίμων Φράϊερ, Ασημάκης Πανσέληνος, Ανδρέας Καραντώνης, Τάσος Λειβαδίτης, Θωμάς Μάρας κ.ά.] Κάτι που σημαίνει ότι η μαχητικότητα της φωνής του και η ποιότητα της ποίησής του δεν πήγε χαμένη, η προσφορά του αναγνωρίστηκε. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και σε γλώσσες της πρώην ανατολικής Ευρώπης. Μετέφρασε μεταξύ άλλων Μπορίς Πάστερνακ, Μπέρτολτ Μπρέχτ, Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Σεργκέι Γιεσένιν, τον σουηδό νομπελίστα Κάρλ Γκούσταβ Βέρνερ Χάιντεσταμ και πολλούς άλλους. Γράφει ποιήματα και αφιερώνει όπως συνηθίζεται στον ποιητή Τέλλο Άγρα, τον Κώστα Βάρναλη, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Άγγελο Σικελιανό, στην Ρίτα Μπούμη-Παππά, το «Ο Λουντέμης στο τμήμα Μεταγωγών», την σύνθεση «Απάντηση στον Νικηφόρο Βρεττάκο», σε ξένους ποιητές, σε μέλη της οικογένειάς του ακόμα και στον «Γερμανό λοχία Αύγουστο Κράους». Σε πολλά του ποιήματα μας δίνει την «Ποιητική» του, μας εκθέτει τις απόψεις του για το «Ποίημα», τους «Ποιητές» κλπ. Συλλογές του συνοδεύονται με κρίσεις ξένων ποιητών όπως του Τσεχοσλοβάκου Όντρα Λυσοχόρσκυ. Βλέπε την συλλογή «Τα Χέρια». Ενώ γράφει και ποίημα για το Πολυτεχνείο. Βλέπε «Εθνικόν Μετσόβειον Πολυτεχνείον (Νοέμβρης 1973)», στη συλλογή «Μετά την 21ην».

΄Ίσως είναι καιρός να τον γνωρίσουν εκ νέου οι καινούργιες γενιές των ποιητών και ποιητριών του τόπου μας, έστω και αν θεωρείται ελάσσων και να επαναξιολογηθεί τόσο η ποίησή του όσο και οι θεωρητικές του απόψεις, πέρα από τα στενά ιδεολογικά όρια του περασμένου αιώνα. Να ανοίξουμε δηλαδή μία συνομιλία μαζί του έστω και αν «διαφωνήσουμε» με πολλά από τα ποιητικά λεγόμενά του.

         «….. Στην Κυριακάτικη ποίηση τα πάντα είναι ανάερα, φωτεινά, γαλάζια, επιδερμικά.- Ρυάκια αρμενίζουν στα βήματά τους, ρυάκια που κατρακυλούν τη δροσιά της αυγής και του ατέρμονος μεγαλείου της ενοράσεως κι’ όχι τα δάκρυα του πλησίον, μικρά κι’ εξωτικά πουλιά διασκεδάζουν την λεπτεπίλεπτη ακοή των. –Δεν ακούν άλλους ήχους, κανένα βογγητό, καμμιά φωνή που να μοιάζει με ανθρώπινη…. Στα μάτια τους έχει κρεμαστεί ένα πελώριος πίνακας από πολύχρωμους ανέμους και σταματούν στην όρασή τους, μόνο τα χρώματα, οι συνδυασμοί και τα κελύφη των άστρων, που φέγγουν στο στερέωμα, όχι να ομορφύνουν και να ψηλώνουν τη ζωή μας, αλλά ακριβώς για να μας απομακρύνουν από τη ζωή. Ζούν σα μόνοι, σαν ξένοι μέσα στο σύνολο των ομοίων μας, στους οποίους παρουσιάζονται σχεδόν σαν προσκαλεσμένοι, υψηλοί κι ακατάδεκτοι προσκαλεσμένοι, που μόνο που οι «καλοί» τους τρόποι δεν τους επιτρέπουν για να τους βρίσουν. Που μόνο η έμφυτη λυμφατική ιδιοσυγκρασία τους δεν δύναται να χειροδικήσει εναντίον των…..».  

   Από το μελέτημα «Η Κυριακάτικη ποίηση»       

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

13  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1906

Πριν από σαραντατρείς Γενάρηδες

ακούστηκε πρώτη φορά η φωνή μου.

Τρικαλινός χειμώνας χιόνιζε χιλιάδες παραμύθια

ο καινούργιος αιώνας ήταν ακόμα μικρό παιδί,

κρύωναν τα στεφάνια πούχανε κρεμάσει

οι πρωτομαγιές στην οξώπορτα.

Ο πατέρας αμούστακος

η μάνα μου με μαλλιά από ήλιο,

τ’ αδέρφια μου περίμεναν να περπατήσω για νάρθουν,

η γιαγιά μου αγωνίζονταν το πρώτο εγγόνι να μερώσει

και ο παππούς με φώναζε με τ’ όνομά του.

 

Σε μακρινό χειμώνα, πίσω από σαραντατρείς Γενάρηδες

κοιμάται η πρώτη μέρα της ζωής μου

βρεγμένη με τα κλάματα της μάνας μου,

ντυμένη με τα σπάργανα πού μύριζαν λιβάνι

και με το πρώτο μου όνομα παρμένο από τους δράκους.

 

Είμαι πλημμυρισμένος απ’ τα σαράντα χρόνια μου,

την παιδικότητά μου τη θυμάμαι σα μεγάλο τίποτα

γιατί την κράτησα μαζί μου σα μιά δεύτερη καρδιά:

Γνώρισα ποιητές πού γιόρταζαν τη φήμη τους

είδα χωριά που ζέσταιναν τα σπίτια τους με ήλιο

είδα βουνά που χόρευαν σαν βάρκες στο γιαλό

έλαβα τα βιβλία του Απολλιναίρ με την υπογραφή του

είδα την Ακρόπολη

το χέρι του Κικέρωνα

το κεφάλι του Ουϊτμαν,

δυό μάτια λιονταριού στον κήπο του Λονδίνου

να καθρεφτίζουνε μιάν άνοιξη στην έρημο,

άκουσα τη φωνή του Μαρδόνιου στον κάμπο του Μαραθώνα

είδα το Στάλιν να κρατά στον ώμο του

το φέρετρο του Γκόρκι,

άκουσα τις εφημερίδες να πετροβολούν τον ύπνο μας

με ψέματα και γεγονότα

είδα τους νέους εργάτες στα μεγάλα χτίρια

να στήνουν τον παράδεισο των άλλων

είδα ποιητές εξόριστους και τα στρατόπεδα του Χίτλερ

και  τα κορίτσια που έκαμαν τις φυλακές του σπίτι,

άκουσα το Λη Μάστερς να καλεί βοήθεια

σ’ ένα μεγάλο άσυλο πεθαίνοντας,

τον κρότο από τη Χιροσίμα

και τα μοτέρ που πού ξύρισαν τις στέγες μας

γεμάτα άγριο θάνατο και τρόμο,

είδα κυρίες με υπολογισμένα χαμόγελα,

τρείς αριστοκράτισσες που κλείσαν στα σεντούκια

τ’ άσπρα καπέλα και τη νιότη τους,

είδα και κάποιον άγνωστο που η τελευταία ματιά του

κρατά μέσα μου άσβυστη είκοσι τόσα χρόνια.

 

Και τώρα που σταμάτησα στην άκρη του καιρού

δεν ξεχωρίζω αν είμαι μάρμαρο ή παραμύθι

συντροφεμένος με νεκρούς που χαίρονται τη μοίρα τους.

Αισθάνομαι πώς ένα μόνο όνειρο

μιά μόνο ημερομηνία

13 Ιανουαρίου 1906

σαν μετανάστη θα με πάρουν στον αφρό τους

με μουσική από παιδικό νανούρισμα

κι’ ύστερα με δυό χέρια υπνωτισμένα

θα με βυθίσουνε στα πατρικά μου χώματα

πού θρέφουν στάχια θάλασσα

στα μέτρα του κορμιού μου.

--

     1., ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Λίγα λουλούδια δροσερά

επάνω στο τραπέζι

άσπρο χεράκι με χαρά

χαϊδεύοντάς τα παίζει.

 

Κόκκινα κι’ άσπρα και μαβιά,

μπουμπούκια κι’ ανοιγμένα,

όλ’ απ’ του κήπου μιά μεριά

νωρίς φρεσκοκομμένα.

 

Κι’ ως τόσο, αυτά θα μαραθούν

μιά μέρα, και θα γίνουν

άχρηστα, για να πεταχθούν’

κοτσάνια θ’ απομείνουν.

 

Τ’ άσπρο χεράκι, με καιρό,

θα νάρθει μιά ημέρα

πού να τα πιάσει με θυμό

να τα πετάξει πέρα…

     2., ΞΕΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

               Στη Δ-ίδα Α.Κ.

Τριανταφυλλιά μου μαδημένη,

πανσέδες δίχως φυλλωσιά,

εσάς χαϊδεύει η θλιμμένη

του νου μου πάντα η συλλογιά.

 

Εσάς, πού μοιάζετε εμένα

στην πιό τρανή μου συμφορά’

χωρίς φιλάκι εσείς κανένα,

δίχως εγώ καμμιά χαρά.

 

Εσάς πού, κι’ αν και μαραμένα,

στην καλοπρόσεχτη ματιά,

κι’ αν μοναχά, κι’ αν μαδημένα,

δίνετε πλιότερη γητεία.

     3., ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ

Καλή κυρία, συλλογιά

σας δέρνει’ και σκυμμένη

απάνω στο παράθυρο

δε λείπετε ποτές.

Καθώς περνώ, στου δειλινού

την ώρα τη θλιμμένη,

θαρρώ πώς γλυκοσκέφτεστε

τη χάρη κάποιου εχτές.

 

Κι’ απόψε, πού να σας ιδώ

δεν έτυχε, κυρία,

μ’ όλο που ίδια διάβηκα

την ώρα που περνώ,

χωρίς να δώσω προσοχή

κι ανέκφραστα, κυρία,

να μένει μέσα μου ένοιωσα,

κομμάτι αδειανό.

    4., ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Σιγά και μη το βιάζεσαι,

γλυκό μου αγγελούδι,

το απαλό τραγούδι,

ετούτη τη βραδυά:

δεν ξέρω πώς, απίστευτα,

μες στον γλυκό σκοπό του

-στον πόνο το δικό του-

χτυπά μου η καρδιά.

 

Σιγά και μη το βιάζεσαι’

όσο και νάναι η ώρα!

Βαστά το σαν και τώρα

και πέρα πού θα βγείς’

σιγά και μή το βιάζεσαι:

σε σένα θάρθει πάλι,

κάποια στιγμούλα άλλη,

και θα το ξαναπείς…         

     5., ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΝΕΡΑΪΔΕΣ

Ολόγυρα με κύκλωσαν

νεράϊδες οι γυμνές,

σαν μία-μία στη σειρά

τον όχτον ανεβήκαν,

θροϊζοντας ανάλαφρα

τις ακροκαλαμιές,

και στον τρελλό των το χορό

γοργόφτερες πιαστήκαν.

 

Κι’ εγώ στη μέση βρέθηκα,

χωρίς καμμιά χαρά’

μα απ’ τα παρθένα των κορμιά

και τα λυτά μαλλιά των

με στο χορό των ένιωσα

να παίρνω δυό φτερά

και στο τραγούδι της χαράς

να πάω κι εγώ κοντά των.

--

   Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Από σκληρά διαμάντια το ‘χουν φτιάξει τ’ όνομά σου

υπέροχε ποιητή που κατοικείς βαθιά μου

σα να ‘χουμε την ίδια ψυχή.

Πού θα με πάς δούκα της Δανιμαρκίας

με την αέρινη αιώρα της αμφιβολίας σου

βαθιά κρεμασμένη στην καρδιά μου;

Περπατάμε κι οι δυό σα δυό μεγάλα κύματα

Ξεσηκώνοντας σαν πέλαγος τη γειτονιά μας,

μέσα από τις αγορές και τα προάστια,

κι άλλοτε σαν τ’ αθηναϊκά αγάλματα μόνοι

μές στον λαμπρό θόρυβο των νιάτων μας.

Δεν ήρθαν απόψε οι μικρές θυγατέρες

Ξεχάστηκαν πάνω στα λουλούδια

κι εμείς διαβήκαμε τόσο ελαφροί

σα να ‘μαστε μιά μακρινή άνοιξη

σα να ‘μαστε δυό ποιήματα δοξασμένα

εσύ κι εγώ κι η πολύκροτη ιστορία μας

ερωμένοι της μικρής Ελεονώρας

που ‘χε πάντα και τις δυό καρδιές υποσχεθεί

στ’ άσπρο τοπίο του μικρού θανάτου της

σε μιά μέρα που τη φόρτωσαν μ’ αέρινες υπάρξεις

σ’ ένα τραγούδι σαν το κρεβατάκι της,

σ’ ένα τραγούδι πού ‘ναι σα μικρή λαβωματιά.

--

    ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Αδερφέ του Γιάννη Κήτς

οι Αχαιοί λησμόνησαν

την πανοπλία τους μες στα τραγούδια σου.

Και μόνο οι Αχαιοί;

Οι άνθρωποι, το αίμα τους και τα παιδιά τους’

κι’ οι μελλοθάνατοι μιά κόκκινη κορδέλα

από τη δόξα τους!

Άρχοντας της μούσας, πλουσιοπάροχε έφηβε,

εκατό χρόνια ζύγιζε η κάθε σου στιγμή

όταν τίναζες σαν βασιλικό δέντρο τα φυλλώματα

πώς χόρταιναν με ουρανό τη δίψα τους

καθώς τα πότιζες

με την ψυχή στις ρίζες απλωμένη,

ξανθό αγριοπαίδι,  αλαφροϊσκιωτε…

Και μόνο αγόρι; Και μόνο αλαφροϊσκιωτος;

Ο Διγενής, ο Ασκληπιός κι’ ο γιός του Θεού στη Ρώμη

κουβέντιασαν μαζί σου ίσοι κι όμοιοι

σαν σημερινοί που πορευτήκαμε μαζί

μιλώντας για τον άνθρωπο που όλοι τον τυραννούνε.

Δεν πρόλαβα στο δρόμο του το Θάνατο

δεν πρόλαβα το μαύρο του φαρί όταν ερχόταν

στην «Παμμακάριστο» ντυμένος Ιερέας,

μας έδειξε το γέλιο του και μας ξεγέλασε

μας έδειξε το στίχο σου και μπήκε…

Πόσο μικροί γινήκαμε σαν ξάπλωσες στο φέρετρο!

Σήκω να δεις, ήρθαν οι επίσημοι, Άγγελε,

ήρθαν οι διανοούμενοι φτασμένοι

υπόσταση να πάρουνε από το θάνατό σου,

χτές αρνήθηκαν να σε δεχτούν σε δύο νοσοκομεία

σήμερα σε κηδεύουν «δημοσία δαπάνη»…

Ο βρυχηθμός σου θα σκότωνε την ομήγυρη

μα δε φοβούνται πιά να τον ακούσουν

γι’ αυτό και ήρθαν

αλαφροϊσκιωτε, λιοντάρι, άρχοντα και φτωχέ,

νερομάνα από ρουμελιώτικο κεφαλάρι

πού χούγιαζες σαν κλέφτης του ‘21

και στεκόσουν σαν τα ψηλά βουνά της Κατοχής.

Μα τον τάφο σου, Άγγελε, τ’ ορκίζομαι

θ’ αντισταθούμε για την Ποίηση μέχρι θανάτου

θ’ αντισταθούμε μέχρι αυγής

για το σκοτάδι που μας περικυκλώνει

θ’ αντισταθούμε με το στίχο μας ξιφολόγχη!

Δέξου τις καρδιές που σου ‘φεραν οι νέοι ποιητές

μες στα βιβλία τους διπλωμένες,

καθώς τα τριαντάφυλλα που κουβαλούσες έφιππος

στα σαστισμένα πρωινά της Ρώμης

στον τάφο του Κήτς, στον τάφο του Σέλλεϋ

γιατί τραγούδησαν τον άνεμο και την ελευθερία!

Δέξου και τη φωνή μου παρμένη απ’ το βόγκο των λαών

την έφερε ο Όμηρος, την έφερε ο Ουϊτμαν,

την έφερες κι’ εσύ μελτέμι μας χιλιόχρονο

σα χούγιαζες σαν κλέφτης και σφύραες σα βοσκός

πάνω από μιά φυλή που αυτιάζεται και μεγαλώνει

από φιλότιμο κι’ από περήφανο θυμό,

ελάτι διακοσάχρονο στην πόρτα της Πατρίδας…

--

ΟΙ  ΠΟΙΗΤΕΣ  ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ

       «Λεπτοί και μακρουλοί στίχοι σαν οδοντογλυφίδες

       -Όπου βρω το Πούσκιν θα τον σκοτώσω»

             Μ α γ ι α κ ό φ σ κ υ

Βγαίνεται  πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι

περίπατο στα πάρκα

συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά

μαρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας

μαρέσουν τα περίκομψα βήματά σας

ένα-δυό, ένα-δυό τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία

χρώματα τοπικά πηδούν στα κλαδιά και στα μάτια μας

είσαστε σείς, αδιάφοροι σαν μιά περήφανη χειρονομία

καβαλιέροι της θάλασσας

τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.

 

Μαρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν

τα σφυρώ κάθε απόγιομα

εσείς πλαγιάζεται για να ξεκουραστείτε

απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας

τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο

δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο

δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.

Μαρέσουν μαρέσουν τα τραγουδάκια σας

δέν ξέρουν ναναστενάζουν

δεν ταξιδεύουν από μέσα κι’ από βαθειά

γύρα-γύρα στο γαρούφαλο γυρνάνε σα μελίσσια

και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα

έφυγαν από καιρό

πρωτού τα λογαριάσει το αίμα στην καρδιά σας.

 

Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας

γαλάζια τα αισθήματα’

φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας

το αίμα των αδερφιών μας σας λερώνει

τα σπίτια σας είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί

πού δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας

να τ’ ακούσετε κι’ εσείς και νάνατριχιάσετε

γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας ταντικείμενά σας

παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια

δε νοιώσατε το βάρος καμμιάς σκλαβιάς

την εληά και τη βάρκα των ψαράδων

δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες

βογγάει το τραγούδι μας και σας τυρανεί

κλαίνε ταδέρφια μας και προσπερνάτε

ποιητές, ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό

γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας

με τη λαφράδα του Κυριακάτικου πρωϊνού

με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια

Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο

γιατί δεν παραλλάζεται μονάχα στόνομα

γιατί δεν έχετε μιά σταγόνα καρδιάς….

--

   ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ  ΔΩΔΕΚΑΕΤΟΥΣ  ΣΤΑ 1933

Εντύθηκε τους δώδεκα Μαϊους του πανοπλία,

και περισσότερο ωραίος απ’ τις Κυριακές,

όταν περίπατο έβγαινε λαμπρός χωρίς βιβλία,

ανοίγει στα μικρά του στήθια δυό πληγές

πατώντας τη σκαντάλη της αγνοίας!...

 

Οι φίλοι του κ’ οι συνομήλικοι στους στίβους

εφηβικό διασκελισμό είχαν τη ζωή

πετώντας το λιθάρι μπρός στο θρίαμβο του ηλίου-

κ’ ετούτος σε μιά φίλη του μικρή

πετά τ’ άσπρα του χρόνια ματωμένα!

 

Σα να τον προσκαλούσαν οι μεγάλοι του νεκροί

μέσα από τα παιγνίδια του στο πάρκο

και τους συλλογισμούς στα μαθηματικά-

κι ανέβηκε, απ’ το ξύλινό του τ’ αλογάκι,

συνάδερφος, με λίγα ερωτηματικά,

του Βερθέρου, του Μπωντλαίρ, του Καρυωτάκη!.

--

          Γ Α Λ Η Ν Η

Ποιός άναψε φωτιά με την πανσέληνο

στη μοναξιά μας την πικρή;…

Γαλήνη από φτερό και ψίθυρο

-μόλις άκουσα το θεό ν’ αναπνέη-,

γαλήνη ανεμισμένη με πελώριους κύκλους…

Τί μέγας κρότος θ’ ακουστή

το πέταλο του ρόδου που θα πέση!...

          ΓΕΝΑΡΙΣΙΟ  ΦΕΓΓΑΡΙ

Το λαμπρό φεγγάρι

του Γενάρη

έντυσε τη νύχτα στ’ άσπρα σαν ξωθιά

κι ω με πόση χάρη

το φεγγάρι

δες, με του Ληθαίου παίζει τα νερά.

 

Στο παραθυράκι

 (τι φαρμάκι)

μια φριχτή αρρώστια με κρατά κλειστό

κι απ’ το τζάμι απλώνω

  -αχ με πόνο-

το θολό μου βλέμμα κι όλα τα κοιτώ.

 

Κι ως τ’ αβρό φεγγάρι

  του Γενάρη

μεσ’ σ’ αυτή τη νύχτα αστροποβολεί

   με το μαύρο στόμα

  (όχι, ακόμα-)

τ’ άπειρο κοντά του, θέ μου, με καλεί…

          ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ  ΔΡΙΒΑΣ

Sans espoir, sans pain, sans Dieu,

με το σημείωμα του Νερβάλ στα θυλάκιά σου

κάτω από την αγχόνη του αττικού ουρανού.

Ξεκίνησες αποστολικός οδοιπόρος από τη γενιά μας

με το δισάκι του Ξέρξη επαίτης

μέσα στη μαγεία των τοπίων και των συλλαβών

ανακρούοντας τη μουσική που μεθά τους άδολους.

Έχει ένα μήκος επισημότητας η σιωπή σου

απαλά κοιμισμένος στα μικρά ελεγεία σου.

Ένας νεαρός Σολωμός, ένας μικρός Παπαδιαμάντης,

κυμάτισε μέσα σου εαρινά

όταν χρωμάτιζες με την ψυχή σου τα φωνήεντα

όταν ζητούσες απ’ τ’ αντικείμενα μια γεύση

καπνίζοντας ποίηση κάτω απ’ τους Θεούς.

Αλαφροϊσκιωτος αλήτης της έκθαμβης Αττικής

συχνά μ’ έναν πελώριο πίλο σαν τον Γκόγια

σκέπαζες τα εκστατικά σου βήματα

πατώντας πάνω σε όνειρα κι ελαφρούς ίσκιους.

Τι απέγιναν τόσα σχέδια Αναστάσιε;

Χωρίς ελπίδα, χωρίς ψωμί, χωρίς Θεό,

οι ανάλγητοι άνθρωποι ποτέ τους δεν σκεφτήκαν

πώς κυνηγώντας το πάμμουσο τοπίο των ποιημάτων

είχες τόσο πολύ για τον βαθύν ύπνο νυστάξει…

          ΜΟΥΣΙΚΗ

Κάποιες ώρες μας σκεπάζει η μουσική

χωρίς ν’ ακούγονται όργανα

χωρίς ν’ ακούγονται φωνές,

κάποιες ώρες πέφτουν άσπροι βράχοι

σ’ ένα σκοτάδι αδιαπέραστο,

κι όπως ζητούμε να τινάξομε

τις αλυσίδες που τις μέρες μας βουλιάζουν,

μένομε μόνο με τα τραύματα…

 

Έλεγα νάθρω να σε βρω.

Πάντα το λέω κι ας μην ξέρω

αν έφυγες, που βρίσκεσαι

και ποιον θα πάρω για να μ’ οδηγήσει.

Κρατούσες ένα ρόδο, ήταν φθινόπωρο

ένα ρόδο από μια άλλη εποχή,

σ’ ένα κλωνάρι ξάπλωσες, δεν έχεις ξυπνήσει

η ποδιά σου άλλαξε χρώμα

η νύχτα μυρίζει απ’ τα μαλλιά σου

εγώ μυρίζω σαν τα χέρια σου

η ανάμνηση στάθηκε σ’ ένα κλωνί,

αν γίνεις κι εσύ ανάμνηση

δεν έχω άλλα πιο μαύρα να φορέσω

θα σταθώ στην οξώπορτα

θα γυρίσω στους δρόμους ζητώντας

με τα χέρια μου τη βοήθειά σου.

--

     Θ Ε Ρ Μ Ο Π Υ Λ Ε Σ

Τιμή και δόξα σ’ όσους έτυχε

να φυλάνε Θερμοπύλες…

Κάπως έτσι το ισχυρίζεται ο Καβάφης.

Μ’ αυτό δεν είναι εκείνο που μ’ απασχολεί…

Το θέμα είναι: γιατί οι φρουροί να υπάρχουνε

και Θερμοπύλες φυσικά.

Αν ήταν ανοιχτές οι στενωποί. Αν τα περάσματα

ήταν μιά δίοδος ελεύθερη για όλους

ο Λεωνίδας κι οι Τρακόσοι του

δε θα ‘χαν ένα θάνατο για να τους διασώσει…

Όμως, αν είναι τόσο ωφέλιμοι οι φρουροί

άν είναι τόσο απαραίτητα τα ηρωικά περάσματα

και οι θάνατοι ηρώων,

(όλα ολέθρια, πνιγηρά περιδέραια)

τιμή και δόξα βέβαια σ’ όσους τα φρουρούνε.

Μά πιό τρανή τιμή και δόξα τους

σ’ εκείνους, που επιμένουν να πιστεύουν

πώς δεν χρειάζονται τα φλογισμένα απ’ τον ήλιο βέλη τους

πώς δεν υπάρχουν Μήδοι κι ούτε θα φανούν.

 

Λίγο προτού πεθάνουν

ήτανε βέβαιοι πώς θα γύριζαν στο σπίτι τους….             

Πηγές:

-Το ποίημα «13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1906», σ. 9-10 αντλείται από την συλλογή «Το Ημερολόγιο ενός Βαρβάρου», εκδ. Το Σπίτι του Ποιητή, Αθήνα 1957. (Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στην Ρίτα». Και, με αλλαγές στους στίχους είχε προδημοσιευτεί στον 8ο τόμο του ετήσιου τόμου της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς» 1951, σ. 34-35. Το ποίημα συνοδεύεται με σκίτσο του ποιητή από τον Μάριο Βατζιά.

-Τα 5 ποιήματα, «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ», «ΞΕΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ», «ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ», «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ», «ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΝΕΡΑΪΔΕΣ», παρουσιάζονται σε μία σειρά Ποιημάτων κάτω από τον τίτλο «Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΕΙΑ». Βλέπε σελίδα 899 του περιοδικού «Νέα Εστία» έτος Β΄, τεύχος 19-43. Αθήναι, 1 Οκτωβρίου 1928. Τα πέντε ποιήματα είναι η πρώτη δημόσια ποιητική εμφάνιση του νομικού, ποιητή, μεταφραστή και εκδότη περιοδικών Νίκου Δ. Παππά, στα ελληνικά γράμματα.

-Το ποίημα «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», μεταφέρεται από σελίδα 330-331 του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά τχ. 44/ Χριστούγεννα 1946.

-Τα ποιήματα «ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΔΩΔΕΚΑΕΤΟΥΣ ΣΤΑ 1933» και «ΓΑΛΗΝΗ», τα μεταφέρω από τον 2ο τόμο της «Ανθολογίας της Νεοελληνικής Γραμματείας» του Ρένου  Ηρακλή Αποστολίδη, 10η έκδοση, εκδ. «Τα Νέα Ελληνικά», Αθήνα 1972, σ. 1051 και 1053. Ο Ρένος τον ανθολογεί με τους εξής ακόμα τίτλους: «Ο θάνατος της κόρης», «Η παιδική φίλη», «Ο αδερφός μας», «Τέλλος Άγρας», «Ήρθε απόψε από μακρυά το φεγγάρι…», «Μεγάλη χάρη…», «Οι ταπεινοί και καλοί…», «Στάθηκα μες στη μάχη…», «Πρώτ’ απ’ όλα…», «Εδώ, σ’ αυτή την πλάκα…», «Πέρασαν χρόνια περιμένοντας…», «Ήρθε η ώρα!», «Επίμετρο», «Πλησιάζοντας τα εξήντα», «Από την Τετράχρονη νύχτα», «Από το Με όλους και με κανένα».

-Τα ποιήματα «ΓΕΝΑΡΙΣΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ» είναι από τη συλλογή «Μάταια λόγια», ο «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ» από «Το αίμα των αθώων» και η «ΜΟΥΣΙΚΗ» από «Το ηρωικό τριαντάφυλλο»., σε ανθολόγηση του  Κ. Μητσάκη.

-Τα ποιήματα «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ» και «ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ», τα ερανιζόμαστε από την σειρά «εκ νέου» των εκδόσεων «Γαβριηλίδης» νούμερο 13 «ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ» Μιά παρουσίαση από τον ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ, Αθήνα 2002, σελ. 71 και 64-66. [διευθυντής της σειράς Κώστας Βούλγαρης, επιμέλεια έκδοσης και κειμένων Βάσω Κυριαζάκου], σ. 104 Ο τόμος περιλαμβάνει την Εισαγωγή από τον ποιητή και δοκιμιογράφο Ηλία Κεφάλα (Ι. Ελάχιστη Προσωπογραφία. ΙΙ. Η ποιητική του διαδρομή. ΙΙΙ. Το κίνημα του Συνθετικού Ρεαλισμού. IV. Λοιπή εργογραφία, επιλογή βιβλιογραφίας).- ΠΟΙΗΜΑΤΑ (-Βιβλιογραφική Σημείωση.- Ο ΠΑΤΕΡΑΣ/ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ/ ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΙΔΙΑ ΜΕ ΟΝΕΙΡΟ/ ΛΥΡΙΚΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΜΑΣ/ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ/ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΗΣ/ ΓΙΑ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ/ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ/ ΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ/ ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ. ΤΡΙΓΚΒΕ-ΛΗ/ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ/ ΠΡΕΠΕΙ…/ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ/ ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΑ ΜΑΚΡΙΝΟΥ/ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ/ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ.). – ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ (ΤΟ ΟΡΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ.- ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ). – ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Τρίκαλα 13 Ιανουαρίου 1906- Αθήνα 28 Απριλίου 1997.

Ακόμα, το Ποίημα «ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ» το διαβάζουμε στις σελίδες 27-28 της συλλογής «Το Ημερολόγιο ενός Βαρβάρου».

-Το πασίγνωστο Καβαφογενές ποίημα «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» το αντιγράφω από την συλλογή «Μετά την 21ην», εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1974, σ. 59

     Εν κατακλείδι, μεγάλος ο πειρασμός να αντιγράψουμε και άλλες ποιητικές μονάδες του ποιητή Νίκου Παππά αλλά και ορισμένες από τις μεταφράσεις του. Όμως η σωματική κούραση της αντιγραφής και το μακροσκελές του σημειώματος μας συγκράτησε. (ευτυχώς για τους όποιους αναγνώστες). Σε άλλο σημείωμα θα εξετάσουμε την ποιήτρια της Ρίτας Μπούμη- Παππά. Μία μόνο μικρή επισήμανση, γνωρίζουμε ότι στην Εργογραφία του ποιητή Νίκου Παππά συμπεριλαμβάνεται και το βιβλίο του «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», Επιμέλεια και Επιλογή Νίκου Παππά. Ενδέχεται να έχει ενδιαφέρον μία συσχέτιση της ανθολογημένης ύλης των Ελληνικών Δημοτικών μας Τραγουδιών του Ν. Παππά με το αντίστοιχο ανθολόγιο του πεζογράφου και ποιητή Γιώργου Ιωάννου. Ίσως κατορθώσουμε να εντοπίσουμε ένα σύγχρονο ρεύμα ελλήνων ποιητών ή και πεζογράφων οι οποίοι παρά του ότι δεν ανήκουν στην «καθαρή» κατηγορία των Λαογράφων, και ακολουθούν σύγχρονα της ποίησης και της πεζογραφίας ρεύματα και σχολές- συγγραφείς, εξακολουθούν να διαβάζουν και να ασχολούνται με την Δημοτική μας Παράδοση και Δημοτική μας Ποίηση στην αυθεντικότητά της και μπορεί να επηρεάζεται η γραφή τους από αυτήν. Και εδώ, δεν μπορεί να μην έρθει στην σκέψη μας ο πολυπράγμων Νίκος Καζαντζάκης ο οποίος από όσο γνωρίζω, παρά το αμείωτο ενδιαφέρον του για την ελληνική λαϊκή γλώσσα, προφορική και γραπτή, δεν μας κληροδότησε ένα προσωπικό του Ανθολόγιο της Δημοτικής μας Ποίησης. Αν και μπλέχτηκε γλωσσικά σε μονοπάτια δύσβατα, ακοινώνητα λεκτικά στο μεγάλο κοινό και μας διέσωσε γλωσσικά, εκφραστικά και ορθογραφικά εκατοντάδες θησαυρίσματα του πλούτου της ελληνικής γλώσσας. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο προς εξέταση.

ΥΓ. Το επίθετο του ποιητή Νίκου Παππά γράφεται με δύο Π, το αναφέρω γιατί πολλοί το γράφουν με ένα. Σε ερώτηση παλαιότερα με φίλους τους ποιητές που τον γνώρισαν από κοντά, με διαβεβαίωσαν ότι το σωστό είναι με δύο Π. Τέλος στην δική μου αντιγραφή των ποιημάτων, σεβόμενος την ορθογραφία των κειμένων της εποχής προσπάθησα να ελαχιστοποιήσω τα όποια λαθάκια τυπογραφικά και μη, δίχως να θέλω να δώσω μία ομοιομορφία στην ποιητική ορθογραφία. Εξάλλου, δεν είχα όλο το ποιητικό σώμα του ποιητή μπροστά μου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι διαπιστώνουμε εύκολα ότι τα παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά είτε είναι εβδομαδιαία, είτε μηνιαία είτε ετήσια ή εφημερίδες όταν μεταφέρουν στις σελίδες τους ποιήματα, τα «πετσοκόβουν» ή τους αλλάζουν την ορθογραφική μορφή. Αυτό το αναφέρω ώστε να είμαστε λίγο προσεκτικοί στην μεταφορά των πηγών από όπου αντλούμε το υλικό ενός ποιητή ή πεζογράφου.  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

7-12 Ιανουαρίου

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου