Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

David Herbert Lawrence Τέσσερα Ποιήματα

 

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ D. H. LAWRENCE

Μετάφραση  Άγγελος Σ. Παρθένης

(Ανέκδοτα. Για τα Λογοτεχνικά Πάρεργα)

 

ΑΓΡΙΟΠΙΠΕΡΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ  (1929)

Αγριοπιπεριές δεν έχει καθένας σπίτι του

αργά στο μαλακό Σεπτέμβρη, στου Σαντ Μικέλμας τη γιορτή.

 

Αγριοπιπεριές της Βαυαρίας, μεγάλες και σκοτεινές, μόνο σκοτεινές

το δαυλό της μέρας σκοτεινιάζοντας, με το γαλαζωπό καπνό απ’ του Πλούτωνα

                        το μισοσκόταδο

δαυλόσχημες, ραβδωτές, με τη λάμψη τους απ’ το απλωμένο γαλάζιο σκοτάδι

τόπους- τόπους, ένα με τη γη κάτω απλωμένες, απ’ τη μέρα τη λευκή σαρωμένες

λουλούδια-δαυλοί, για της σκοτεινιάς το γαλάζιο καπνό, για του Πλούτωνα τη

                        βαθυγάλαζη παραζάλη

μαύρες λάμπες απ’ τις αίθουσες του Κάτω Κόσμου, φλεγόμενο βαθύ γαλάζιο

σκοτάδι σκορπώντας, γαλάζιο σκοτάδι, σαν το φως απ’ της Δήμητρας τις ωχρές

                      λάμπες,

οδηγείστε με λοιπόν, οδηγείστε με στην οδό.

 

Φέρτε μου μια αγριοπιπεριά, δώστε μου ένα δαυλό

αφήστε να μ’ οδηγήσει, του λουλουδιού ο γαλάζιος διχαλωτός δαυλός

στις όλο και πιο σκοτεινές σκάλες, κάτω, όπου όλο και βαθαίνει το γαλάζιο

όπου η Περσεφόνη κατεβαίνει, τώρα, απ’ τον παγωμένο Σεπτέμβρη

στο τυφλό βασίλειο, όπου το σκοτάδι σε ζόφο ξυπνά

κι η Περσεφόνη μια φωνή μόνο

ή σκοτάδι αθέατο, τυλιγμένο στον πιο βαθύ ζόφο

της Πλουτώνιας αγκαλιάς, με το πάθος για τη βαθιά σκοτεινιά να τη διαπερνά

στο μεγαλείο των δαυλών του ερέβους μέσα

σκοτάδι σκορπώντας, πάνω στη χαμένη νύφη και το γαμπρό της.

        Α. Σ. Π.  19/9/2019

 

Bavarian Gentians

Not every man has gentians in his house

in soft September, at slow, sad Michaelmas.

 

Bavarian gentians, big and dark, only dark

darkening the day-time, torch-like with the smoking blueness of Pluto’s gloom,

ribbed and torch-like, with their blaze of darkness spread blue

down flattening into points, flattened under the sweep of white day

torch-flower of the blue-smoking darkness, Pluto’s dark-blue daze,

black lamps from the halls of Dis, burning dark blue,

giving off darkness, blue darkness, as Demeter’s pale lamps give off light,

lead me then, lead the way.

 

Reach me a gentian, give me a torch!

let me guide myself with the blue, forked torch of this flower

down the darker and darker stairs, where blue is darkened on blueness

even where Persephone goes, just now, from the frosted September

to the sightless realm where darkness is awake upon the dark

and Persephone herself is but a voice

or a darkness invisible enfolded in the deeper dark

of the arms Plutonic, and pierced with the passion of dense gloom,

among the splendour of torches of darkness,

shedding darkness on the lost bride and her groom.

--

ΑΝΑΤΟΛΗ  ΣΕΛΗΝΗΣ  (1917)

Και ποιος τη σελήνη είδε, ποιος δεν την είδε

απ’ τα δώματα του βάθους να βγαίνει

μεγάλη και γυμνή και ξαναμμένη, απ’ τα δώματα

του εξαντλημένου γαμπρού, ν’ ανεβαίνει και να κατεβαίνει

ποιος δεν την είδε, ομολογία χαράς πάνω στο κύμα

με τη μακαριότητα της επιγραφής της γεμίζοντας τα κύματα

ώσπου όλη η φωτεινή της ομορφιά μας καθηλώσει

απλωμένη, επιτέλους γνωστή, κι εμείς σίγουροι

η ομορφιά αυτή είναι πέρ’ απ’ τον τάφο

αυτή η τέλεια εμπειρία η λαμπερή δε θα ξεπέσει ποτέ

στο τίποτα, κι ο χρόνος τη σελήνη θα λιγοστέψει

πιο γρήγορα απ’ ότι ο δικός μας κύκλος εδώ

σ’ αυτή την παράξενη ζωή, θαμπώσει ή τελειώσει.

      Α. Σ.  Π.  6/10/2019

 --

Moonrise

And who has seen the moon, who has not seen

Her rise from out the chamber of the deep,

Flushed and grand and naked, as from the chamber

Of finished bridegroom, seen her rise and throw

Confession of delight upon the wave,

Littering the waves with her own superscription

Of bliss, till all her lambent beauty shakes towards us

Spread out and known at last, and we are sure

That beauty is a thing beyond the grave,

That perfect, bright experience never falls

To nothingness, and time will dim the moon

Sooner than our full consummation here

In this odd life will tarnish or pass away.

--

ΣΚΙΕΣ

Κι αν απόψε η ψυχή μου βρει γαλήνη

στον ύπνο, και βουτήξει σε καλή λησμονιά

και το πρωί ξυπνήσει σα φρέσκο-ανθισμένο λουλούδι,

τότε στον Θεό έχω πάλι βυθιστεί και φρέσκο-δημιουργηθεί.

Κι αν, καθώς οι εβδομάδες γυρνούν, στη σκοτεινιά της σελήνης

το πνεύμα μου σκοτεινιάσει και σβήσει, και παράξενη θλίψη γλυκιά

ποτίσει τις σκέψεις μου, τις λέξεις, τις κινήσεις μου,

τότε θα ξέρω ότι ακόμη περπατώ

με τον Θεό, κι είμαστε μαζί κοντά τώρα η σελήνη στη σκιά.

Κι αν, καθώς το φθινόπωρο βαθαίνει και σκουραίνει

τον πόνο απ’ τα πεσμένα φύλλα νοιώσω, απ’ τους μίσχους που στη θύελλα σπάζουν

και τη δυσκολία, την παρακμή, την αγωνία

και μετά, τις βαθιές σκιές που τυλίγουν απαλά

τη ψυχή, το πνεύμα μου τυλίγουν, τα χείλη μου

τόσο γλυκά, σα λιγοθυμιά, και πιο πολύ σα βαθύ θλιμμένο τραγούδι

πιο σκοτεινό κι απ’ το τραγούδι του αηδονιού, στο ηλιοστάσιο εκεί

και τη σιωπή των μικρών ημερών νοιώσω, τη σιωπή της χρονιάς, τη σκιά,

τότε θα ξέρω πως η ζωή μου κινείται ακόμη

μαζί με τη γη τη σκοτεινή, και στη βαθιά λησμονιά μουσκεύει

της γης, που ξεπέφτει κι αναβιώνει.

Κι αν, στη ζωή του ανθρώπου, στις φάσεις του που αλλάζουν

πέσω σ’ αρρώστια, σε δυστυχία

κι οι καρποί των χεριών μου δείχνουν τσακισμένοι, η δύναμή μου χαμένη

η καρδιά μου πεθαμένη, κι η ζωή μου

τ’ απομεινάρια μόνο μιας ζωής:

κι ακόμη, μαζί μ’ όλ’ αυτά, διαστήματα με γλυκιά λησμονιά, κι ανανέωση

περίεργα, χειμωνιάτικα λουλούδια πάνω σε μίσχους ξερούς, όμως νέα παράξενα

λουλούδια

τέτοια που η ζωή μου δεν είχε γεννήσει πριν, του εαυτού μου νέα ανθοφορία,

τότε πρέπει να ξέρω ότι ακόμη

είμαι στα χέρια του άγνωστου Θεού

με καταποντίζει στη δική του λησμονιά

για να με φέρει πίσω νέο πρωινό, νέο άνθρωπο.

   Α. Σ. Π. 15/9/2019

--

Shadows

And if tonight my soul may find her peace

in sleep, and sink in good oblivion,

and in the morning wake like a new-opened flower

then I have been dipped again in God, and new-created.

And if, as weeks go round, in the dark of the moon

my spirit darkens and goes out, and soft strange gloom

pervades my movements and my thoughts and words

then I shall know that I am walking still

with God, we are close together now the moon’s in shadow.

And if, as autumn deepens and darkens

I feel the pain of falling leaves, and stems that break in storms

and trouble and dissolution and distress

and then the softness of deep shadows folding,

folding around my soul and spirit, around my lips

so sweet, like a swoon, or more like the drowse of a low, sad song

singing darker than the nightingale, on, on to the solstice

and the silence of short days, the silence of the year, the shadow,

then I shall know that my life is moving still

with the dark earth, and drenched

with the deep oblivion of earth’s lapse and renewal.

And if, in the changing phases of man’s life

I fall in sickness and in misery

my wrists seem broken and my heart seems dead

and strength is gone, and my life

is only the leavings of a life:

and still, among it all, snatches of lovely oblivion, and snatches of renewal

odd, wintry flowers upon the withered stem, yet new, strange flowers

such as my life has not brought forth before, new blossoms of me

then I must know that still

I am in the hands of the unknown God,

he is breaking me down to his own oblivion

to send me forth on a new morning, a new man.

--

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ  (1930)

I

Τώρα το φθινόπωρο και το πέσιμο των φρούτων

και το μακρύ ταξίδι για τη λησμονιά.

Σα μεγάλες σταγόνες δροσιάς πέφτουν τα μήλα

να πληγωθούν, να κάνουν την έξοδο απ’ τον εαυτό τους.

Και είναι καιρός να πας, ν’ αποχαιρετήσεις        5

τον ίδιο σου τον εαυτό, να βρεις την έξοδο

απ’ τον πεσμένο εαυτό.

II

Το έφτιαξες το δικό σου καράβι του θανάτου, το έφτιαξες;

Ω φτιάξε το δικό σου καράβι του θανάτου, γιατί θα το χρειαστείς.

Η σκληρή παγωνιά είναι κοντά, όταν τα μήλα πέσουν      10

μ’ ένα γδούπο, χοντρά, στη σκληρή γη.

Κι ο θάνατος είναι στον αέρα, σα μυρουδιά από στάχτες!

Αχ, δεν τον μυρίζεις;

Και στο πληγωμένο σώμα, η φοβισμένη ψυχή

ζαρώνει, μορφάζει απ’ το κρύο       15

που απ’ τις τρύπες μέσα περνά.

III

Και μπορεί ο άνθρωπος να γυρέψει το τέλος του

μ’ ένα γυμνό μαχαίρι;

Με στιλέτα, με μαχαίρια, με σφαίρες, ο άνθρωπος μπορεί να κάνει

μια πληγή, ή την έξοδο απ’ τη ζωή του       20

όμως είναι αυτό τέλος, ω πες μου, είναι αυτό τέλος;

Σίγουρα όχι έτσι! Πως μπορεί η δολοφονία, κι ακόμα η αυτοκτονία

να ‘ναι ποτέ το τέλος;

IV

Ω, ας μιλήσουμε για την ησυχία που ξέρουμε

που μπορούμε να ξέρουμε, την υπέροχη, βαθιά ησυχία       25

μιας δυνατής καρδιάς με γαλήνη!

Κι αυτό το τέλος μας, πως να το γυρέψουμε;

V

Φτιάξε λοιπόν το καράβι του θανάτου, γιατί

το ταξίδι το πιο μακρύ έχεις να κάνεις, στη λησμονιά.

Και πέθανε το θάνατο, τον οδυνηρό μακρύ θάνατο       30

που ανάμεσα στον παλιό εαυτό και το νέο απλώνεται.

Ήδη το σώμα μας έπεσε, πληγώθηκε, βαριά πληγώθηκε

ήδη η ψυχή μας σταλάζει απ’ την έξοδο

απ’ τη φοβερή πληγή.

Ήδη ο απέραντος σκοτεινός ωκεανός του τέλους       35

απλώνει μεσ’ απ’ τις ανοιχτές μας πληγές

ήδη η πλημμύρα μας σκεπάζει.

Ω, φτιάξε το καράβι του θανάτου, τη μικρή σου κιβωτό

γέμισέ τη με φαγητά, με γλυκά, με κρασί

για τη σκοτεινή κάθοδο στη λησμονιά.       40

VI

Λίγο-λίγο το σώμα πεθαίνει, τα πατήματα σβήνουν

της άτολμης ψυχής, κι η σκοτεινή πλημμύρα ανεβαίνει.

Πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, όλοι μας πεθαίνουμε

τίποτα δε μένει, η πλημμύρα του θανάτου μέσα μας ανεβαίνει

και θα σκεπάσει γρήγορα τον κόσμο, τον έξω κόσμο.       45

Πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, λίγο-λίγο το σώμα μας πεθαίνει

μας αφήνει η δύναμή μας, κι η ψυχή μας

ζαρώνει γυμνή πάνω απ’ την πλημμύρα, στην απειλητική βροχή

ζαρώνει στα τελευταία κλαδιά του δέντρου της ζωής μας.

VII

Πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, και το μόνο που τώρα μπορούμε       50

είναι να θέλουμε να πεθάνουμε και το καράβι του θανάτου

να φτιάξουμε, στο πιο μακρύ ταξίδι να πάρει τη ψυχή.

Ένα μικρό καράβι με κουπιά, με τροφές

και μικρά πιάτα, και κάθε σύνεργο

ταιριαστό, έτοιμο για τη ψυχή που φεύγει.       55

Τώρα το μικρό καράβι ρίξε στο νερό, τώρα που το σώμα πεθαίνει

κι η ζωή φεύγει, ρίξε την εύθραυστη ψυχή

στο εύθραυστο καράβι του κουράγιου, στην κιβωτό της πίστης

με τ’ απόθεμα των τροφών και τα μικρά μαγειρικά σκεύη

και μια αλλαξιά ρούχα       60

πάνω στη μαύρη έρημο της πλημμύρας

πάνω στα ύδατα του τέλους

πάνω στη θάλασσα του θανάτου, όπου ακόμα πλέουμε

στα σκοτεινά, αφού να τ’ οδηγήσουμε δε μπορούμε, και λιμάνι δεν έχει.

Λιμάνι δεν υπάρχει, πουθενά δεν έχει να πας       65

μόνο το μαύρο που βαθαίνει, που σκουραίνει ακόμη

πιο μαύρο, πάνω απ’ την αθόρυβη πλημμύρα που δεν κελαρύζει

σκοτάδι ένα με το σκοτάδι, πάνω και κάτω

και πλάγια εντελώς σκοτάδι, έτσι που κατεύθυνση δεν υπάρχει πια

και το μικρό καράβι είναι εκεί όμως έφυγε.       70

Κανείς δεν το βλέπει, γιατί κανείς δεν υπάρχει να το δει.

Έφυγε! Έφυγε! Κι όμως

είναι κάπου εκεί.

Πουθενά.

VIII

Και όλα έφυγαν, το σώμα έφυγε        75

για τα καλά κάτω, έφυγε, ολοκληρωτικά έφυγε.

Βαρύ το πάνω σκοτάδι, όπως και το κάτω

κι ανάμεσα τους το μικρό καράβι

έφυγε

έφυγε.        80

Είναι το τέλος, είναι η λησμονιά.

IX

Κι όμως απ’ την αιωνιότητα μια κλωστή

ξεχωρίζει στη μαυρίλα

μια οριζόντια κλωστή

που λίγο καπνό αφήνει, με κάτι θαμπό στο σκοτάδι.        85

Ψευδαίσθηση; Ή αφήνει καπνό η θαμπάδα

ψηλότερα λίγο;

Αχ στάσου, στάσου, γιατί υπάρχει κι η αυγή

η σκληρή αυγή για την επιστροφή στη ζωή

έξω απ’ τη λησμονιά.         90

Στάσου, στάσου, το μικρό καράβι

πλέοντας, κάτω απ’ το θανατερό σταχτί γκρίζο

της αυγής πάνω στην πλημμύρα.

Στάσου, στάσου! Ακόμη κι έτσι, μια έκρηξη του κίτρινου

και παράξενο! Ω παγωμένη χλωμή ψυχή, μια ρόδινη έκρηξη.        95

Μια ρόδινη έκρηξη, και όλα ξαναρχίζουν.

X

Η πλημμύρα πέφτει, και το σώμα, σαν τριμμένο κοχύλι θαλασσινό

Ξεπροβάλει παράξενο και ωραίο.

Και το μικρό καράβι για το σπίτι πετά, ταλαντεύεται και γλιστρά

πάνω στη ρόδινη πλημμύρα        100

κι η εύθραυστη ψυχή κατεβαίνει, στο σπίτι ξανά μπαίνει

γεμίζοντας γαλήνη την καρδιά.

Στριφογυρνά με γαλήνη η καρδιά, ολόφρεσκη

ακόμα κι απ’ τη λησμονιά.

Αχ φτιάξε το δικό σου καράβι του θανάτου, φτιάξε το! 105

Γιατί θα το χρειαστείς.

Γιατί σε αναμένει το ταξίδι της λησμονιάς.

     Α. Σ.Π. 22/9/2019

--

The Ship of Death

I

Now it is autumn and the falling fruit

and the long journey towards oblivion.

The apples falling like great drops of dew

to bruise themselves an exit from themselves.

And it is time to go, to bid farewell

to one’s own self, and find an exit

from the fallen self.

II

Have you built your ship of death, O have you?

O build your ship of death, for you will need it.

The grim frost is at hand, when the apples will fall

thick, almost thundrous, on the hardened earth.

And death is on the air like a smell of ashes!

Ah! can’t you smell it?

And in the bruised body, the frightened soul

finds itself shrinking, wincing from the cold

that blows upon it through the orifices.

III

And can a man his own quietus make

with a bare bodkin?

With daggers, bodkins, bullets, man can make

a bruise or break of exit for his life;

but is that a quietus, O tell me, is it quietus?

Surely not so! for how could murder, even self-murder

ever a quietus make?

IV

O let us talk of quiet that we know,

that we can know, the deep and lovely quiet

of a strong heart at peace!

How can we this, our own quietus, make?

V

Build then the ship of death, for you must take

the longest journey, to oblivion.

And die the death, the long and painful death

that lies between the old self and the new.

Already our bodies are fallen, bruised, badly bruised,

already our souls are oozing through the exit

of the cruel bruise.

Already the dark and endless ocean of the end

is washing in through the breaches of our wounds,

already the flood is upon us.

Oh build your ship of death, your little ark

and furnish it with food, with little cakes, and wine

for the dark flight down oblivion.

VI

Piecemeal the body dies, and the timid soul

has her footing washed away, as the dark flood rises.

We are dying, we are dying, we are all of us dying

and nothing will stay the death-flood rising within us

and soon it will rise on the world, on the outside world.

We are dying, we are dying, piecemeal our bodies are dying

and our strength leaves us,

and our soul cowers naked in the dark rain over the flood,

cowering in the last branches of the tree of our life.

VII

We are dying, we are dying, so all we can do

is now to be willing to die, and to build the ship

of death to carry the soul on the longest journey.

A little ship, with oars and food

and little dishes, and all accoutrements

fitting and ready for the departing soul.

Now launch the small ship, now as the body dies

and life departs, launch out, the fragile soul

in the fragile ship of courage, the ark of faith

with its store of food and little cooking pans

and change of clothes,

upon the flood’s black waste

upon the waters of the end

upon the sea of death, where still we sail

darkly, for we cannot steer, and have no port.

There is no port, there is nowhere to go

only the deepening black darkening still

blacker upon the soundless, ungurgling flood

darkness at one with darkness, up and down

and sideways utterly dark, so there is no direction any more

and the little ship is there; yet she is gone.

She is not seen, for there is nothing to see her by.

She is gone! gone! and yet

somewhere she is there.

Nowhere!

VIII

And everything is gone, the body is gone

completely under, gone, entirely gone.

The upper darkness is heavy as the lower,

between them the little ship

is gone

she is gone.

It is the end, it is oblivion.

IX

And yet out of eternity a thread

separates itself on the blackness,

a horizontal thread

that fumes a little with pallor upon the dark.

Is it illusion? or does the pallor fume

A little higher?

Ah wait, wait, for there’s the dawn,

the cruel dawn of coming back to life

out of oblivion.

Wait, wait, the little ship

drifting, beneath the deathly ashy grey

of a flood-dawn.

Wait, wait! even so, a flush of yellow

and strangely, O chilled wan soul, a flush of rose.

A flush of rose, and the whole thing starts again.

X

The flood subsides, and the body, like a worn sea-shell

emerges strange and lovely.

And the little ship wings home, faltering and lapsing

on the pink flood,

and the frail soul steps out, into the house again

filling the heart with peace.

Swings the heart renewed with peace

even of oblivion.

Oh build your ship of death, oh build it!

for you will need it.

For the voyage of oblivion awaits you.

--

      Σχετικά:

          Αφού ευχαριστήσουμε τον ποιητή και μεταφραστή Άγγελο Σ. Παρθένη για τις μεταφράσεις που μας απέστειλε για τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, ας δώσουμε ορισμένες πληροφορίες – στο πρώτο αυτό σημείωμα για τον άγγλο ποιητή Νταίηβιντ Χ. Λώρενς.

Ο David Herbert Laurence γιός άγγλου ανθρακωρύχου και μιάς δασκάλας, γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1885 και απεβίωσε από φυματίωση σε νεαρή ηλικία σε σανατόριο στην πόλη Βανς της Κυανής Ακτής στην Γαλλία στις 2 Μαρτίου 1930. Υπήρξε παιδί ενός αταίριαστου γάμου. Παρά το σύντομο όμως της ζωής του, ο «καταραμένος» άγγλος λογοτέχνης όπως χαρακτηρίστηκε από τους μελετητές του, άφησε πίσω του μεγάλο και πολύπλευρο συγγραφικό έργο. Ο Ν. Χ. Λώρενς υπήρξε ένας πολυγραφότατος άγγλος δημιουργός-καλλιτέχνης, ο οποίος καταπιάστηκε με διάφορα είδη της γραφής και της τέχνης. Ποιητής, πεζογράφος, διηγηματογράφος, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ταξιδογράφος, κριτικός βιβλίων, εικαστικός. Περισσότερο μας έγινε γνωστός από τα τολμηρά και προκλητικά στην θεματολογία τους μυθιστορήματά του τα οποία προκάλεσαν αντιδράσεις στην εποχή του με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία τους τόσο στην Αγγλία όσο και σε άλλες  ευρωπαϊκές χώρες η μετάφρασή τους. Λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους για αρκετά χρόνια. Όπως το πασίγνωστο «Ο εραστής της λαίδης Τσάττερλυ (1928), οι «Ερωτευμένες γυναίκες» (1920), τα πεζά του «Γιοί και Εραστές» (1913), «Ουράνιο τόξο» (1915), «Η γυναίκα που έφυγε με τ’ άλογο» και πολλά άλλα. Η τολμηρότητα της γραφής και του ύφους του, η εισήγηση του γυναικείου και του αντρικού ερωτισμού και σεξουαλικού πάθους και πόθου μέσα στο έργο του ως μοτίβα διαπραγμάτευσης και αποτύπωσης των σχέσεων και συμπεριφορών, αντιδράσεων των δύο φύλων, (προερχόμενα συνήθως από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και περιβάλλοντα) δεν πέρασε απαρατήρητη από την συντηρητική αγγλική αλλά και ευρωπαϊκή κοινωνία. Περιλαμβάνοντας πάμπολλα αυτοβιογραφικά στοιχεία τα βιβλία του, (ο ίδιος παντρεύτηκε μία μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα και μητέρα παιδιών) έγινε «κόκκινο πανί» για τους «φαιά φορούντες» όπως θα έγραφε ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, της Βικτωριανής ηθικής των χρόνων του. Η αλληλογραφία του, η οποία εκδόθηκε το (1962) από τον Χάρρυ Μούρ του πανεπιστημίου του Ιλινόις συμπληρώνει τις βιογραφικές μας πληροφορίες σχετικά με τις αντιλήψεις και τα του βίου του. Το έργο του άγγλου Νταίηβιντ Χ. Λώρενς στην καθολικότητα των συλλήψεών και των θέσεών του απέναντι στην Κοινωνία, τα άτομα και τις αντιδράσεις τους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στην ανάπτυξη και εκδήλωση των αποτελεσμάτων του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού πάνω στον άνθρωπο, είναι από τα πιό αξιοσημείωτα και αξιόλογα στον χώρο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Ν. Χ. Λώρενς συνδυάζει τον παθιασμένο ερωτισμό με την ένταση των συναισθημάτων, το βάθος του ανθρώπινου ψυχισμού και την πνευματικότητα της ατομικής προσωπικότητας. Η γραφή του είναι ένας συνδυασμός εξαίρετων περιγραφών γήινης ατμόσφαιρας και καταστάσεων σε ένα κλίμα μεταφυσικής και «μυστικής» πνευματικότητας. Αυτό ο αναγνώστης, δεν το διακρίνει μόνο στα πεζογραφικά του έργα αλλά και στα δοκίμια που μας κληροδότησε, στα θεωρητικά του κείμενα και σε ζωγραφικούς πίνακές του. Εξαιρετικές είναι οι απόψεις που διατυπώνει σε πρόλογό του βιβλίου του ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ας μας επιτραπεί να γράψουμε ότι ο άγγλος σημαντικός συγγραφέας,- χρησιμοποιώντας μια τολμηρή λέξη-, δεν μας περιγράφει  ερωτικά «βίτσια» ανθρώπων όπως πχ. ο γάλλος συγγραφέας Μαρκήσιος ντε Σαντ ή ο επίσης καταραμένος Ζαν Ζενέ, και δίχως να έχει την εξωτική ατμόσφαιρα της μυθιστορηματικής γραφής της Μαργκερίτ Ντυράς στήνει το σκηνικό του μέσα σε ένα παρθένο  φυσικό αγγλικό περιβάλλον της επαρχίας της βρετανικής γης. Είναι θεσπέσιες και μαγευτικές οι περιγραφές του. Όμως, ο David Herbert Laurence, δεν ήταν μόνο ένας στυλίστας της αγγλικής πεζογραφίας και γλώσσας (όπως πχ. η συμπατριώτισσά του Βιρτζίνια Γουλφ) αλλά και ένας πολύ καλός ποιητής. Έγραψε κάπου 1000 στίχους από τους οποίους διασώθηκαν ένα μεγάλο μέρος τους. Στην Ελλάδα μας έγινε γνωστός περισσότερο και κυρίως από τις μεταφράσεις μυθιστορημάτων του, (τα απαγορευμένα) τα οποία παραστάθηκαν σε ελληνικές σκηνές. Παρ’ όλα αυτά, Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον προηγούμενο αιώνα. Ενδεικτικά να μνημονεύσουμε ορισμένα ονόματα όπως του ποιητή, μεταφραστή και ανθολόγου Άρη Δικταίου, (4 ποιήματα στην Ανθολογία του Γ. Φέξη) της ποιήτριας Ολυμπίας Καράγιωργα, (25 ποιήματα όπως έχουμε καταγράψει σε προγενέστερα σημειώματά μας για την ποιήτρια), της μεταφράστριας Μερόπης Οικονόμου (όπως είδαμε σε προηγούμενο σημείωμα, έχει μεταφράσει το ποίημα «Ίσκιοι») του Κώστα Ιωάννου ο οποίος μετέφρασε και ανθολόγησε 85 ποιήματά του, ο ελληνοαμερικανός ποιητής Νίκος Σπάνιας, ο πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης, ο μεταφραστής και ανθολόγος Στέφανος Α. Παϊπέτης, (με δύο ποιήματα στην κατηγορία «Η κατάλυση, ο Θάνατος»), ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός κ.ά.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 13/1/2025

 

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου